ΕΠΕΑΕΚ ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ ΦΥΛΟ ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Tο νομικό καθεστώς για τις αλλοδαπές γυναίκες θύματα εκμετάλλευσης και παράνομης διεθνούς διακίνησης ΙΙΙ. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ υπεύθυνη: Ζωή Παπασιώπη-Πασιά Θεσσαλονίκη 2008 I
\ Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν. 2121/1993 και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη και του συγγραφέα. II
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Από τα όσα έχουν επισυμβεί τα τελευταία χρόνια γύρω από το φαινόμενο του trafficking έντονα έχει διαφανεί ότι το ζήτημα αυτό έχει τεθεί πολύ ψηλά στην agenda των συζητήσεων, ότι η διεθνής κοινότητα έχει εντείνει τις προσπάθειές της για να δεσμευτούν τα συμβαλλόμενα κράτη μέσω της υπογραφής και κύρωσης Διεθνών Συμβάσεων και ότι επίσης τα κράτη υποδοχής καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες στο να πατάξουν το φαινόμενο αυτό μέσα από διεθνείς συνεργασίες και συμπράξεις. Στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ Φύλο - Ισότητα, με τίτλο: «Το νομικό καθεστώς για τις αλλοδαπές γυναίκες-θύματα εκμετάλλευσης και παράνομης διεθνούς διακίνησης» που πραγματοποιήθηκε από τον Τομέα Διεθνών Σπουδών του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με υπεύθυνη την υποφαινόμενη και χρηματοδοτήθηκε από το ΕΠΕΑΕΚ και την Επιτροπή Ερευνών ΑΠΘ, το παρόν ΙΙΙ βιβλίο από τα πέντε συνολικά της έρευνας είναι αφιερωμένο στις σχετικές με εμπορία ανθρώπων προσπάθειες του διεθνούς νομοθέτη και του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καταγραφή των σχετικών διεθνών συμβατικών κειμένων που είδαν το φως της δημοσιότητας στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) και του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ), όπως και τα αντίστοιχα κοινοτικά κείμενα, δείχνουν τη δυναμική που έχει αναπτύξει η διεθνής κοινότητα και τη θέλησή της να καταπολεμήσει το φαινόμενο του trafficking, να το περιορίσει και, συγχρόνως, να προστατέψει τα «θύματα». Παράλληλα, η δουλεία έχοντας αναπτύξει μέσω της εμπορίας ανθρώπων μία εντελώς άλλη δυναμική και μία έξαρση στην εμφάνισή της παραμένει μια πραγματικότητα που εμφανίζει πολλές μορφές. Για το λόγο αυτό εκτός από το Πρωτόκολλο του Παλέρμο του 2000 (ΟΗΕ) για την πρόληψη, την καταστολή και την τιμωρία της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών και της Δ.Σ. της Βαρσοβίας του 2005 (ΣτΕ), οι οποίες κυρίως εξετάζονται, καταβλήθηκε προσπάθεια να εξεταστούν και σχετικά διεθνή συμβατικά κείμενα της ΔΟΕ που αναφέρονται ειδικότερα στην εργασιακή εκμετάλλευση, ενώ οι σχετικές με εμπορία ανθρώπων Κοινοτικές Οδηγίες μαζί με τη Χάρτα της Ε.Ε. συμπληρώνουν την ύλη του παρόντος βιβλίου. Ελπίδα και ευχή όλων των μελών της ερευνητικής ομάδας είναι να κυρωθούν σύντομα τα παραπάνω δύο πολύ σημαντικά διεθνή κείμενα (του Παλέρμου και της Βαρσοβίας) και από τη χώρα μας, ώστε να αποκτήσει και η Ελλάδα τουλάχιστον σε νομοθετικό επίπεδο ένα δίκαιο, σωστό και σχεδόν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο που θα συνδράμει τον εθνικό νομοθέτη, ιδίως στο να προστατεύει καλύτερα τα θύματα του trafficking. III
Μία προστασία που γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης με τη δημιουργία ανεξάρτητων μηχανισμών παρακολούθησης οι οποίοι θα εγγυώνται τη συμμόρφωση των συμβαλλόμενων κρατών προς τις διατάξεις αυτής, προάγοντας και εξασφαλίζοντας την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των θυμάτων. Ιανουάριος 2008 Ζωή Παπασιώπη-Πασιά Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ Υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος IV
Tο νομικό καθεστώς για τις αλλοδαπές γυναίκες θύματα εκμετάλλευσης και παράνομης διεθνούς διακίνησης Επιστημονικώς υπεύθυνη: Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ Ερευνητική ομάδα: Αλεξίου Ναταλία, δικηγόρος, Master στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, Cambridge, υποψήφια διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ Βαραδίνης Δημήτριος, δικηγόρος, Master στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, Bristol, υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ Γραμματικάκη-Αλεξίου Αναστασία, καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ Καραθανάση Χρυσούλα, δικηγόρος, Master στο ευρωπαϊκό δίκαιο, Limoges, Γαλλία, υποψήφια διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ Κίτση Κωνσταντίνα, δικηγόρος, υποψήφια διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ Κούρτης Βασίλειος, ΔΝ, δικηγόρος, ειδικός επιστήμονας Νομικής ΑΠΘ Μπεχλιβάνη Νικολέτα, ΔΝ, δικηγόρος Πασιά Ελένη, Master στα ανθρώπινα δικαιώματα, EIUC, Βενετία-Κοπεγχάγη Χατζηνικολάου Νικόλαος, ΔΝ, δικηγόρος, ειδικός επιστήμονας Νομικής ΑΠΘ V
Tο νομικό καθεστώς για τις αλλοδαπές γυναίκες θύματα εκμετάλλευσης και παράνομης διεθνούς διακίνησης Βιβλίο Ι Βιβλίο ΙΙ Βιβλίο ΙΙΙ Βιβλίο ΙV Βιβλίο V Νομοθεσία Ξένα Δίκαια Διεθνείς και ευρωπαϊκές προσπάθειες Νομολογία Ελληνικό Δίκαιο VI
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... σελ. ΙΙΙ Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και το Πρωτόκολλο στη Σύμβαση αυτή για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης και Εμπορίας Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (Νέα Υόρκη, 15 Νοεμβρίου 2000) Κωνσταντίνα Κίτση 1 Η οικονομική εκμετάλλευση ως μία από τις σύγχρονες μορφές εμπορίας ανθρώπων της διεθνούς κοινωνίας Χρυσούλα Καραθανάση.. 47 Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων Βασίλειος Κούρτης 75 Η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση Βασίλειος Κούρτης 167 Αντί επιλόγου Ζωή Παπασιώπη-Πασιά.. 229 VII
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και το Πρωτόκολλο στη Σύμβαση αυτή για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης και Εμπορίας Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (Νέα Υόρκη, 15 Νοεμβρίου 2000) Κωνσταντίνα Κίτση* Ι. Η πορεία της αναγνώρισης και καταπολέμησης του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων από τα Ηνωμένα Έθνη Οι Διεθνείς Συμβάσεις. 1. Εισαγωγικά Η παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων και κυρίως γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και διακίνησή τους (trafficking), ως σύγχρονη μορφή δουλείας είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η διεθνής κοινότητα έχει ευαισθητοποιηθεί εδώ και πολλά έτη 1. Έχουν ήδη περάσει εκατό χρόνια από την ημέρα που αρχικά, η τότε Κοινωνία των Εθνών, αφού είχε διαπιστώσει την ύπαρξη του φαινομένου της παράνομης διακίνησης και εκμετάλλευσης των γυναικών και των παιδιών προσπάθησε μέσω διεθνών συμβατικών κειμένων να θεσπίσει κανόνες για τον περιορισμό και την καταστολή του. Επειδή, όμως το ζήτημα αυτό έχει να κάνει με τα δικαιώματα του ανθρώπου η καταπολέμηση του trafficking αποτυπώθηκε όχι μόνο σε ειδικές προς τούτο Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και σε συγκεκριμένες διατάξεις άλλων διεθνών συμβατικών κειμένων που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Έτσι, διαμορφώθηκαν με τα χρόνια στα πλαίσια των Ηνωμένων * Δικηγόρος, υποψήφια διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ. 1 Βλ. μεταξύ άλλων ενδεικτική, βιβλιογραφία A. Aronowitz, The United Nations Global Programme Against Trafficking in Human Beings: Research and Lessons Learned, in International Journal of Comparative and Applied Criminal Justice 2006.257επ., L. Chew, Global Trafficking in women: Some Issues and Strategies, in Women s Studies Quarterly 1999.11επ., J. Chuang, Redirecting the Debate over Trafficking in Women: Definitions, Paradigms and Contexts, in Harvard Human Rights Journal 1998.65επ., L. Kelly, You can find anything you want : A Critical Reflection on Research On Trafficking in Persons within and into Europe, in International Migration 2005. 235επ., M.N. McCreight, Smuggling of Mugrants, Trafficking in Human Beings and Irregular Migration on a Comparative Respective, in European Law Journal 2006. 106επ., V. Ruggiero, Trafficking in Human Beings: Slaves in Contemporary Europe, in International Journal of the Sociology of Law 1997. 231επ., J. Salt, Trafficking and Human Smuggling: A European Perspective, in International Migration 2000.31επ., G. Vermeulen, International Trafficking in Women and Children General report, in Revue international de droit pénal 2001. 837επ., A. Weyembergh, L Union européenne et la lutte contre la traite des êtres humains, in Cahiers de droit européen 2000. 215επ. 1
Εθνών 2 -και όχι μόνον- Διεθνείς Συμβάσεις, Ψηφίσματα και Αποφάσεις με τα οποία πιστοποιείται η βούληση του διεθνούς νομοθέτη για τη σταδιακή πρόληψη, μείωση και πάταξη του κοινωνικού αυτού προβλήματος της εκμετάλλευσης και εμπορίας γυναικών. Πράγματι, ο δρόμος για την νομοθετική αναγνώριση και αντιμετώπιση του προβλήματος της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων και ειδικότερα γυναικών στα Ηνωμένα Έθνη, ήταν μεστός αλλά τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικός, αφού η πλειοψηφία των Διεθνών Συμβάσεων παρέμειναν ανεφάρμοστες. Με σταθερά βήματα και με κριτήριο την ανάγκη περιορισμού και εξάλειψης των πράξεων βαρβαρότητας που εξεγείρουν την ανθρώπινη συνείδηση - όπως είναι η δουλεία, η καταπίεση, η αναγκαστική εργασία και άλλες μορφές καταπάτησης της ανθρώπινης ελευθερίας και αξίας - την περιφρούρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ισότητας δικαιωμάτων και ευκαιριών μεταξύ των δύο φύλων και την προοπτική ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι να συνδιαλέγονται, λυτρωμένοι από τον τρόμο και την αθλιότητα, τα κράτη -μέλη οδηγήθηκαν στην προσέγγιση και αντιμετώπιση του σοβαρότατου αυτού κοινωνικού προβλήματος της παράνομης διακίνησης και εμπορίας γυναικών και της βίας εναντίον τους, το οποίο προϋπήρχε μεν της αναγνώρισής του ως κοινωνικού φαινόμενου, αλλά αναδύθηκε στην επιφάνεια πολύ αργότερα αναζητώντας την άμεση εξάλειψή του. Στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της 10-12-1948 3 αναγνωρίστηκε η πανανθρώπινη αξία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι χωρίς διάκριση ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις, την καταγωγή, την περιουσία ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση. Η ιστορική αυτή Διακήρυξη αποτέλεσε σε βάθος χρόνου τη βάση για την υπογραφή Συμβάσεων που αφορούσαν ειδικά τη δυσμενή διάκριση σε βάρος των γυναικών, την παράνομη διακίνηση, εμπορία και εκμετάλλευση προσώπων (ιδίως γυναικών και παιδιών), που εμφανίζονται από τότε ως αντικείμενο προστασίας στην πλειοψηφία των Διεθνών Συμβάσεων, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα ένα διεθνές νομικό πλέγμα, ικανό να καταπολεμήσει, να εξαλείψει και να τιμωρήσει την παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική τους (και όχι μόνον) εκμετάλλευση, φτάνει να υπάρχει και η αντίστοιχη βούληση από τους εθνικούς νομοθέτες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δηλώνεται επίσημα η πίστη στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην αξιοπρέπεια και στην αξία του ανθρώπου, στην ισότητα των δικαιωμάτων των ανδρών και των γυναικών, ώστε να καθιδρύονται οι καταστάσεις, κάτω από τις οποίες να μπορεί να τηρείται η δικαιοσύνη και ο σεβασμός για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις Συμβάσεις και από τις άλλες πηγές του διεθνούς 2 Βλ. μεταξύ άλλων Δ. Χρυσικός, Για μια διεθνή συστράτευση κατά της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων. Ο ρόλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ΑΡΣΙΣ τεύχος 3 (2005) σ. 12επ. 3 http://www.unhchr.ch/udhr/index.htm 2
δικαίου και να προωθείται η κοινωνική ανάπτυξη και οι καλύτερες βιοτικές συνθήκες σε καθεστώς μεγαλύτερης ελευθερίας 4. Επίσης, με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 10ης Δεκεμβρίου 1948 αναγνωρίστηκε η αξιοπρέπεια ως σύμφυτη αρχή σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, καθώς και τα ίσα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των ανθρώπων ως το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο 5. 2. Διεθνή Συμβατικά Κείμενα Οι Διεθνείς Συμβάσεις και Διακηρύξεις που θεσπίστηκαν και συνθέτουν σήμερα το νομικό πλέγμα υφιστάμενων κειμένων στα Ηνωμένα Έθνη- ήδη από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών- όπως και από άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, όπως είναι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας για την καταπολέμηση του φαινομένου της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση, τη δουλεία αλλά και άλλες μορφές εκμετάλλευσης είναι: - Η Σύμβαση περί Δουλείας, που υιοθετήθηκε στη Γενεύη στις 25 Σεπτεμβρίου 1926 και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μαρτίου 1927 και η οποία στοχεύει στην σταδιακή καταπολέμηση και εξάλειψη της διακίνησης, εμπορίας και κάθε μορφής εκμετάλλευσης των δούλων 6, - Το Πρωτόκολλο που συμπληρώνει τη Σύμβαση περί Δουλείας (που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 25 Σεπτεμβρίου 1927) και εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 794 (VIII) της 23ης Οκτωβρίου 1953 και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 7 Δεκεμβρίου 1953 7, - Η Σύμβαση για την υποχρεωτική ή αναγκαστική εργασία, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας στις 28 Ιουνίου 1930 (Σύμβαση αριθμ. 29) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1932, και η οποία διαλαμβάνει κάθε περίπτωση αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας υπό όλες της τις μορφές, με την έννοια της εργασίας ή υπηρεσίας που παρέχεται από οποιοδήποτε πρόσωπο κάτω από απειλή τιμωρίας και όχι οικειοθελώς. Η Σύμβαση αυτή στόχο έχει την εξάλειψη της χρήσης κάθε εξαναγκαστικής εργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα παροχής εργασίας σε καθεστώς ελευθερίας και εκούσιας επιλογής 8. - Η Σύμβαση για την καταστολή της διακίνησης προσώπων και της εκμετάλλευσης της πορνείας άλλων, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 317 (IV) της 2 Δεκεμβρίου 1949 και τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιουλίου 1951 9, η οποία ουσιαστικά ενοποίησε τέσσερις προηγούμενες Διεθνείς Συμβάσεις που αναφέρονταν στην σωματεμπορία και στην εμπορία λευκής σαρκός 10. 4 http://www.un.org/aboutun/charter/index.html 5 http://www1.umn.edu/humanrts/instree/b1udhr.html, http://www.unhchr.ch/udhr/index.htm 6 http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/f2sc.htm. 7 http://www.ohchr.org/english/law/protocolslavery.htm 8 http://www.ilo.org/ilotex/english/convdisp1.htm. 9 http://www1.umn.edu/humanrts/instree/trafficinperson.htm. 10 Για τις Συμβάσεις αυτές βλ. παρακάτω κείμενο που συνοδεύει τις υποσημειώσεις 29-31. 3
- Η Συμπληρωματική Σύμβαση για την κατάργηση της δουλείας, του εμπορίου δούλων και Θεσμοί και Πρακτικές, παρεμφερείς με τη δουλεία, που υιοθετήθηκε από μία Διάσκεψη Πληρεξουσίων αντιπροσώπων, που συγκλήθηκε από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο με την απόφαση 608(XXI) της 30ης Απριλίου 1956 και ολοκληρώθηκε στη Γενεύη στις 7 Σεπτεμβρίου 1956 και η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 30 Απριλίου 1957 11, - Η Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της ΔΟΕ στις 25 Ιουνίου 1957 (Σύμβαση αριθμ. 105) και τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 1959 12, - Η Σύμβαση περί Διακρίσεων (στο επάγγελμα ή την απασχόληση), που υιοθετήθηκε στις 25 Ιουνίου 1958 από τη Γενική Διάσκεψη της ΔΟΕ και τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιουνίου 1960, η οποία με αφορμή την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και τη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας ότι όλα τα ανθρώπινα όντα, ανεξαρτήτως φυλής ή φύλου, έχουν δικαίωμα στην υλική τους ευημερία και στην πνευματική τους ανάπτυξη μέσα σε καθεστώς ελευθερίας και αξιοπρέπειας, οικονομικής ασφάλειας και ίσων ευκαιριών, διακηρύσσει την καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης δηλαδή επιλογής που έγινε με βάση τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη θρησκεία, την πολιτική βούληση και την κοινωνική προέλευση που έχει ως συνέπεια την εκμηδένιση της ισότητας ευκαιριών ή μεταχείρισης στην απασχόληση ή το επάγγελμα. - Η Διεθνής Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, που υιοθετήθηκε, από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 2106 της 21ης Δεκεμβρίου 1965 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Ιανουαρίου 1969 13, - Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 2200Α (XXI) της 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976 14, - Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 1966 15, - Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη, στις 16 Δεκεμβρίου 1966 16, - Η Διακήρυξη για την προστασία όλων των ατόμων από την υποβολή τους σε βασανιστήρια και άλλη σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 3452 (XXX) της 9ης Δεκεμβρίου 1975. - Η Διακήρυξη για τη φυλή και τη φυλετική προκατάληψη, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της Εκπαιδευτικής, Επιστημονικής και Πολιτιστικής Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών στις 27 Νοεμβρίου 1978, 11 http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/30.htm. 12 http://www.ilo.org/ilotex/english/convdisp1.htm. 13 http://www.ohchr.org/english/law/cerd.htm. 14 http://www1.umn.edu/humanrts/instree/b3ccpr.htm. 15 http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/a_opt.htm. 16 http://www1.umn.edu/humanrts/instree/b2esc.htm. 4
- Η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 34/180 της 18ης Δεκεμβρίου 1979 και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 17, - Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση Α/54/4 της 6ης Οκτωβρίου 1999 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2000 18, - Η Σύμβαση ενάντια στα βασανιστήρια και σε κάθε άλλη σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 39/46 της 10ης Δεκεμβρίου 1984 (Νέα Υόρκη) και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου 1987 19, - Η Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τους που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη της ΔΟΕ στις 17 Ιουνίου 1999 (Σύμβαση αριθμ. 182). - Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ενάντια στα βασανιστήρια και σε κάθε άλλη σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 18 Δεκεμβρίου 2002 20, - Η Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των ατόμων που δεν είναι υπήκοοι της χώρας στην οποία ζουν, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 40/144 της 13ης Δεκεμβρίου 1985, η οποία έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει το σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους μέσα στο κράτος, όπου θεωρούνται ξένοι, με αφορμή τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που ενθαρρύνει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα καθεστώς δικαίου, ώστε ο άνθρωπος που δεν είναι υπήκοος της χώρας όπου βρίσκεται να μην είναι έρμαιο της αδικίας, της καταπίεσης και της ανισότητας, αλλά να απολαμβάνει ισότητας έναντι του νόμου, ισότιμης ικανότητας δικαίου και δικαστικής προστασίας, - Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 44/25 της 20ης Νοεμβρίου 1989 και τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 21, - Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού στην πώληση των παιδιών και την παιδική πορνεία, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με την απόφαση A/RES/54/263 της 25ης Μαΐου 2000 και τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιανουαρίου 2002 22. - Η Διεθνής Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των μεταναστών εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους, που υιοθετήθηκε από 17 http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/cedaw.htm. 18 http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/protocol/text.htm. 19 http://www.ohchr.org/english/law/cat.htm. 20 http://www.ohchr.org/english/law/cat-one.htm. 21 http://www.unicef.org/crc, http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/k2crc.htm.. 22 http://www.unhchr.ch/html/menu2/dopchild.htm. 5
τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 45/158 στις 18 Δεκεμβρίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουλίου 2003 23, - Η Διακήρυξη της Βιέννης και το Πρόγραμμα Δράσης, που υιοθετήθηκε από την Παγκόσμια Διάσκεψη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Βιέννη στις 25 Ιουνίου 1993, - Η Διακήρυξη για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 48/104 της 20ης Δεκεμβρίου 1993 24, - Η Διακήρυξη της Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 55/2 της 8ης Σεπτεμβρίου 2000, - Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος (Νέα Υόρκη, 15 Νοεμβρίου 2000) 25, που τέθηκε σε ισχύ στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, - Το Πρωτόκολλο για την πρόληψη, καταστολή και την τιμωρία της παράνομης διακίνησης και εμπορίαςπροσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 55/25 στις 15 Νοεμβρίου 2000 26 και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 25 Δεκεμβρίου 2003, - Το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης μεταναστών από τη στεριά, τη θάλασσα και τον αέρα, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 15 Νοεμβρίου 2000 27 και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 28 Ιανουαρίου 2004, - Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στη Διαφθορά (Νέα Υόρκη, 31 Οκτωβρίου 2003) 28. Σε ολόκληρη τη πορεία της ανθρωπότητας υπήρξαν φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις και περιθωριοποιήσεις. Θύματα όλων αυτών των διακρίσεων υπήρξαν κατά κανόνα γυναίκες κάθε ηλικίας και παιδιά. Τα Ηνωμένα Έθνη στην προσπάθεια καταπολέμησης αυτών των διακρίσεων, προκειμένου να μην παραβιάζεται κανένα θεμελιώδες δικαίωμα που να αφορά στη ζωή, την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την τιμή για κανένα ανθρώπινο όν και έχοντας ως στόχο να υιοθετηθούν πρακτικές και μέτρα που να είναι αποτελεσματικά για την καταπολέμηση τέτοιων διακρίσεων, υιοθέτησε και υπέγραψε Συμβάσεις, στις οποίες υπήρχε πρόβλεψη για την καταστολή του εγκλήματος της διακίνησης ανθρώπων, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. 23 http://www.ohchr.org/english/law/cmw.htm. 24 http://www.unhchr.ch/huridocda/huridoca.nsf/(symbol)/a.res.48.104.en?opendocument. 25 http://www.unodc.org/unodc/en/crime_cicp_convention.html. 26 http://www.unodc.org/unodc/trafficking_protocol.html. 27 http://www.uncjin.org/documents/conventions/dcatoc/final_documents_2/convention_smug_eng.pdf 28 http://www.unodc.org/unodc/en/crime_convention_corruption.html. 6
Ειδικότερα, το 1904 είχε υιοθετηθεί από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) η Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή του εμπορίου λευκής σαρκός, όπου αντικατοπτρίζεται η πρώτη θεσμική κίνηση ενάντια στη διεθνική σωματεμπορία. Η Σύμβαση αυτή μερίμνησε για την προστασία των θυμάτων του εμπορίου λευκής σαρκός και όχι για την τιμωρία των δραστών. Για τον λόγο αυτόν, λίγα χρόνια αργότερα, το 1910 υιοθετήθηκε η Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή της διακίνησης λευκής σαρκός, η οποία προέβλεπε την τιμωρία των δραστών. Οι ως άνω Συμβάσεις απαγόρευαν συγκεκριμένα μόνο την εμπορία λευκής σαρκός, δηλαδή λευκών γυναικών και ως εκ τούτου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τους πλούσιους ρατσιστές δουλεμπόρους ως επιχείρημα ότι η εμπορία γυναικών από άλλες φυλές για σεξουαλική ή οικονομική εκμετάλλευση ήταν νόμιμη 29. Το πρόβλημα της διεθνικής σωματεμπορίας θεωρήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών εξαιρετικά σοβαρό, έτσι ώστε οι σχεδιαστές του Συμφώνου της ΚτΕ αποφάσισαν ότι έπρεπε να δοθεί εντολή στην ΚτΕ να έχει αυτή η ίδια τη «γενική επίβλεψη της εφαρμογής των Συμβάσεων σχετικά με τη διακίνηση γυναικών και παιδιών». Υπό την αιγίδα λοιπόν της Κοινωνίας των Εθνών υπογράφτηκε το 1921 η Σύμβαση για την καταστολή της σωματεμπορίας γυναικών και παιδιών 30, η οποία καλούσε τα κράτη μέλη να συνεργαστούν στη δίωξη ατόμων που διακινούσαν παιδιά, στη χορήγηση αδειών σε γραφεία εξεύρεσης εργασίας και στη προστασία γυναικών και παιδιών που μετακινούνταν ως μετανάστες. Το 1933 υπογράφηκε επίσης στα πλαίσια της ΚτΕ η Σύμβαση για την καταστολή της σωματεμπορίας των ενήλικων γυναικών 31, που υποχρέωνε τα κράτη - μέλη να διώκουν και να τιμωρούν άτομα που προήγαγαν, παρέσυραν ή παραπλανούσαν ενήλικες γυναίκες με σκοπό την ανήθικη εκμετάλλευσή τους, άσχετα με το εάν οι γυναίκες αυτές είχαν εκφράσει τη συγκατάθεσή τους ή όχι. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1949 για την καταστολή της διακίνησης προσώπων και της εκμετάλλευσης της πορνείας άλλων 32 αποτελεί την ενοποίηση, κατά κάποιον τρόπο, τεσσάρων προηγούμενων Διεθνών Συμβάσεων, ήτοι αυτή της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή του εμπορίου λευκής σαρκός του 1904, εκείνη της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της διακίνησης λευκής σαρκός του 1910, όπως και εκείνες της Σύμβασης για την καταστολή της διακίνησης 29 Τσακλάγκανου Γεωργία, Ενημερωτική μελέτη για τη διεθνική σωματεμπορία Trafficking, Αθήνα, ΚΕΘΙ, 2002, σ. 11-12, http://www.kethi.gr/greek/meletes/trafficking_outline/traffickingoutline.pdf, 30 Η Ελλάδα κύρωσε την ενλόγω Σύμβαση μόλις το 1992 με το ν.δ. της 20 ης Οκτωβρίου (ΦΕΚ Α 220), ήτοι 71 χρόνια μετά την ημερομηνία της υπογραφής της και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Φραγκάκης, στην Παρέμβασή του εκ μέρους της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στις συζητήσεις της 3 ης στρογγυλής τράπεζας των Εθνικών Επιτροπών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που έγινε στο Βερολίνο στις 25-26/11/2004/ΕΕΔΑ Έκθεση 2004 σελ. 482επ. (489), ο λόγος που η Ελλάδα κύρωσε τελικά την ενλόγω Δ.Σ. του ΟΗΕ ήταν ακριβώς γιατί από το χρόνο αυτό κι έπειτα άρχισε η ελληνική κοινωνία να αισθάνεται τις συνέπειες της αθρόας εισόδου στο έδαφός της χιλιάδων μεταναστών, ιδίως παράνομων, με την εμπορία ανθρώπων (trafficking) να καθίσταται μέρος της ελληνικής πραγματικότητας. 31 Κυρωτικός ελληνικός νόμος: Α.Ν. 360/1936 (ΦΕΚ Α 233). 32 http://www.ohchr.org/english/law/trafficpersons.htm. 7
γυναικών και παιδιών του 1921 και της Σύμβασης για την καταστολή της διακίνησης ενήλικων γυναικών του 1933. Η Σύμβαση του 1949 αποτέλεσε την πρώτη διεθνή συμφωνία, που συνέλαβε το πρόβλημα του trafficking ως πρόβλημα διαφυλετικό και διεθνές και όχι εθνικής δικαιοδοσίας. Επιδιώκει την ποινικοποίηση των πράξεων που σχετίζονται με την πορνεία, την εκμετάλλευση της εκδιδόμενης γυναίκας προς τρίτους, αλλά όχι την ποινικοποίηση της ίδιας της πορνείας. Σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή τα κράτη μέλη συμφωνούν να τιμωρήσουν κάθε πρόσωπο που για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες άλλου εκπορνεύει, αποπλανά ή χειραγωγεί ένα άλλο πρόσωπο, χρηματοδοτεί, προάγει, ενισχύει ή εκμεταλλεύεται την πορνεία του προσώπου αυτού ακόμη και με τη συναίνεσή του. Επίσης, σύμφωνα με τη Σύμβαση θα πρέπει να τιμωρείται οποιοσδήποτε εν γνώσει του εκμισθώνει ή μισθώνει οίκημα με σκοπό την εκμετάλλευση της πορνείας των άλλων. Η Σύμβαση απαγορεύει την εκμετάλλευση της πορνείας από άλλους αλλά δεν τιμωρεί την ίδια την πορνεία ως επάγγελμα και ως κοινωνικό φαινόμενο παρόλο που στο προοίμιό της διακηρύσσει ότι η πορνεία και η εκμετάλλευσή της και το κακό που αυτή προκαλεί είναι ασυμβίβαστα με την αξιοπρέπεια και την αξία του ατόμου και ότι θέτει σε κίνδυνο την ευημερία του προσώπου, της οικογένειάς του και της κοινωνίας. Η Σύμβαση αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσματική για την προστασία των θυμάτων διεθνικής σωματεμπορίας, το ίδιο δε και για την καταστολή της διεθνικής σωματεμπορίας. Δεν δίνει βέβαια ακριβή ορισμό της διεθνικής εμπορίας ανθρώπων, αλλά γίνεται από το κείμενό της σαφές ότι συλλαμβάνει την έννοια της εμπορίας ανθρώπων μόνον αναφορικά με το σκοπό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μη διακρίνοντας μάλιστα ιδιαίτερα ανάμεσα στην εκούσια και την εξαναγκασμένη πορνεία. Αντιλαμβάνεται επίσης κανείς από το πνεύμα των διατάξεων της Σύμβασης ότι αυτή δεν αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως ανεξάρτητες οντότητες με ελεύθερη βούληση και δικαιώματα, αλλά ως ευάλωτα άτομα και ως θύματα, τα οποία χρήζουν προστασίας από τα «κακά της πορνείας» 33. Συνακόλουθα, η Σύμβαση του 1949 δεν προβλέπει μέτρα προστασίας ή αρωγής προς τις γυναίκες για τις παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων που υπόκεινται κατά τη διακίνησή τους γιατί δεν τις αναγνωρίζει ως υποκείμενα. Η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 34/180 της 18ης Δεκεμβρίου 1979 και η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με την απόφαση Α/54/4 της 6ης Οκτωβρίου 1999 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2000, δίνει τον ορισμό της διάκρισης εις βάρος των γυναικών, αναφερόμενη μόνο στα ζητήματα της παραβίασης της αρχής της ισότητας των δύο φύλων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, καλώντας τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράσεις 33 Βλ. σχετικές αναφορές σε Ι. Τσακλάγκανου, ό.π. σ. 12. 8
και μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών 34. Εντούτοις, η Σύμβαση δεν υπήρξε και ιδιαίτερα αποτελεσματική για την καταπολέμηση της εμπορίας γυναικών, εφόσον πραγματεύεται αποκλειστικά το ζήτημα των διακρίσεων εις βάρος τους, ενώ για τη διεθνική σωματεμπορία περιορίζεται στο να συστήνει προς τα κράτη μέλη της να λαμβάνουν μέτρα ακόμη και νομοθετικά για την καταστολή της διακίνησης και της εκμετάλλευσης της πορνείας των γυναικών, μη προβαίνοντας σε κάποια άλλη διευκρίνιση. Είκοσι χρόνια μετά τη Σύμβαση αυτή (CEDAW) υιοθετήθηκε το Προαιρετικό σε αυτήν Πρωτόκολλο 35 το οποίο καθιέρωσε τη διαδικασία των επικοινωνιών και τη διαδικασία της έρευνας. Επιτρέπει δηλαδή σε μεμονωμένα άτομα και σε ομάδες γυναικών το δικαίωμα να «παραπονεθούν» ενώπιον της Επιτροπής της Σύμβασης για παραβιάσεις σχετικά με αυτήν, μέσω της διατύπωσης εγγράφως παραπόνων για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων που η Σύμβαση τους παρέχει (διαδικασία επικοινωνιών) και, συγχρόνως επιτρέπει την Επιτροπή να ξεκινά μία εμπιστευτική έρευνα για ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη της Σύμβασης CEDAW, όταν έχει πληροφορίες για σοβαρές ή συστηματικές παραβιάσεις σε βάρος των γυναικών από το συγκεκριμένο κράτος (διαδικασία έρευνας). Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ιδίως, το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο του 2000 σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία 36, που αποτέλεσαν τη συνέπεια της ανάγκης καταπολέμησης σε παγκόσμιο επίπεδο του φαινομένου της βίαιης απαγωγής, της πώλησης και του εμπορίου των παιδιών με σκοπό τη σεξουαλική και οικονομική τους εκμετάλλευση, την παιδική πορνογραφία και το σεξουαλικό τουρισμό, περιλαμβάνουν σε αρκετές από τις διατάξεις τους προβλέψεις για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, εστιάζοντας κυρίως στην αποφυγή και καταστολή της κακοποίησης, της κακομεταχείρισης, της εκμετάλλευσης και της σεξουαλικής ή άλλης βίας. Στο άρθρο 34 της Σύμβασης διακηρύσσεται η οικουμενική προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και παρακινούνται όλα τα κράτη μέλη να λάβουν τα καταλληλότερα μέτρα για την πρόληψη του δελεασμού και του εξαναγκασμού των παιδιών να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε παράνομη σεξουαλική πράξη και πρακτική, καθώς και της χρήσης των παιδιών σε πορνογραφικές προβολές ή σε πορνογραφικό υλικό, ενώ σχεδόν σε όλες τις διατάξεις του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου προβλέπονται ρυθμίσεις για την εξάλειψη της παιδικής πορνείας, του παράνομου εμπορίου παιδιών και μέτρα για τη στενή συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών. Για την καταπολέμηση της δουλείας, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο άρθρο 4 διακηρύσσει ότι κανείς δεν πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας, καταναγκασμού ή να παρέχει υποχρεωτικά τις υπηρεσίες του σε δουλεμπόριο. Με γνώμονα την Οικουμενική Διακήρυξη των Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υιοθετήθηκε η Σύμβαση των Η.Ε. για τη Δουλεία, η 34 Ελληνικός κυρωτικός νόμος 1342/1983 (ΦΕΚ Α 39) 35 Ελληνικός κυρωτικός νόμος 2952/2001 (ΦΕΚ Α 248). 36 Ελληνικός κυρωτικός νόμος 2101/1992 (ΦΕΚ Α 192) και 3625/2007 (ΦΕΚ Α 290) αντίστοιχα. 9
οποία στο άρθρο 6 επιτάσσει τα κράτη μέλη να εξαφανίσουν κάθε μορφή δουλείας, εννοώντας ως δουλεία την κατάσταση ενός προσώπου πάνω στο οποίο ασκούνται δυνάμεις κατοχής ή εξουσίες άλλου. Ο ορισμός αυτός είναι αρκετά περιορισμένος και δεν καλύπτει όλες τις μορφές δουλείας, για το λόγο αυτό υιοθετήθηκε η συμπληρωματική Σύμβαση για την κατάργηση της δουλείας, του εμπορίου δούλων και Θεσμοί και Πρακτικές, παρεμφερείς με τη δουλεία. Η Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Η.Ε. για τις σύγχρονες μορφές δουλείας του 1974 εκδηλώνει μία νέα μορφή δουλείας που είναι το εμπόριο γυναικών. Με την απόφαση αυτή άρχισε να αποδίδεται στο trafficking η έννοια της σύγχρονης δουλείας. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα απαγορεύει ρητά στο άρθρο 8 τη δουλεία σε κάθε μορφή της. Σύμφωνα με αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να υποβάλλουν εκθέσεις προς την Επιτροπή των Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με την εφαρμογή και εκπλήρωση του Συμφώνου. Το Προαιρετικό στο παραπάνω Σύμφωνο Πρωτόκολλο δίνει μάλιστα τη δυνατότητα σε πρόσωπα να υποβάλλουν παράπονα αναφορικά με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους προς την παραπάνω Επιτροπή, στην περίπτωση, φυσικά, που τα εθνικά ένδικα μέσα θα έχουν εξαντληθεί. Συγχρόνως, διεθνή όργανα όπως η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ (ECOSOC), η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και η Επιτροπή για τη Θέση της Γυναίκας του ΟΗΕ έχουν εκδώσει κατά καιρούς αρκετά Ψηφίσματα αναφορικά με τη διεθνική σωματεμπορία. Τα ψηφίσματα, όμως, αυτά εκτός του ότι δεν δίνουν έναν ορισμό στη διεθνική σωματεμπορία, δεν έχουν και δεσμευτική ισχύ, αλλά απλά αποτελούν έκφραση πολιτικής δέσμευσης εκ μέρους των κρατών - μελών. Η αναποτελεσματικότητα όλων των συμβατικών νομικών κειμένων και πράξεων των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της διεθνικής σωματεμπορίας που είδαν το φως της δημοσιότητας μέχρι το 2000 οφείλεται στο ότι αντιμετώπιζαν το φαινόμενο αυτό ως πρόβλημα, κυρίως, της παράνομης μετανάστευσης και της δημόσιας ασφάλειας και όχι ως ζήτημα παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των «θυμάτων», με αποτέλεσμα οι κάθε φορά οριζόμενες στις Διεθνείς Συμβάσεις ενέργειες των κρατών μελών να οδηγούν σε λάθος κατεύθυνση. Δηλαδή σε αυτήν της καταπολέμησης της παράνομης διαμονής των αλλοδαπών στα εδάφη τους και όχι στην έγκυρη ενημέρωση, εκπαίδευση των εμπλεκόμενων φορέων και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Υπήρξε, συνεπώς, αδήρητη ανάγκη να υιοθετηθεί ένα επίσημο κείμενο με νομική ισχύ, το οποίο να πραγματεύεται αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων, προβλέποντας μέτρα για την αποτελεσματική αποτροπή και καταστολή του, πράγμα που φαίνεται να συνέβη με την υπογραφή της Σύμβασης κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και το Πρωτόκολλο για την πρόληψη, 10
την καταστολή και την τιμωρία της παράνομης διακίνησης προσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών. ΙΙ. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, την Καταστολή και την Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης και Εμπορίας Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (Νέα Υόρκη, 15 Νοεμβρίου 2000) 37. 1. Η Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος Η ανάγκη για υιοθέτηση ενός ισχυρού και γενικά διεθνώς αποδεκτού κειμένου για την πάταξη της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων και ιδίως γυναικών και παιδιών είχε έντονα διαφανεί στη διεθνή κοινότητα. Για το λόγο αυτό τα Ηνωμένα Έθνη κατέβαλαν εδώ και μερικά χρόνια πολλές και συντονισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία του. Σε αυτή την προσπάθεια, καταρχάς, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών όρισε τον Δεκέμβριο του 1998 μία διακυβερνητική ειδική επιτροπή με την εντολή να συντάξει ένα διεθνές νομικό κείμενο για την πάταξη του διεθνικού (διεθνικού) εγκλήματος 38. Μετά από ένδεκα συνόδους όπου συμμετείχαν πάνω από 120 κράτη, η επιτροπή αυτή κατέθεσε τον Οκτώβριο του 2000 την Εισήγησή της 39, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η Σύμβαση κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος 40 και τρία Πρωτόκολλα που τη συνόδευαν, ήτοι: Το Πρωτόκολλο για την πρόληψη, την καταστολή και την τιμωρία της παράνομης εμπορίας προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης μεταναστών από τη στεριά, θάλασσα και αέρα 41 και το Πρωτόκολλο κατά των πυροβόλων όπλων 42. Τα πρώτα δύο Πρωτόκολλα και η Σύμβαση κατά του διεθνικού 37 United Nations A/RES/55/25, General Assembly Distr.: Fifty-fifth session, Agenda item 105, 00 56089, Resolution adopted by the General Assembly, http://www.unodc.org/pdf/crime/a_res_55/res5525e.pdf,. Βλ. επίσης Global Rights, Annotated Guide to the Complete UN Trafficking Protocole http://www.globalrights.org/site/docserver/annotated_protocol.pdf?docid=2723. Βλ. επίσης Global Rights Annotated Guide to the Complete UN Trafficking Protocol, http://www.globalrights.org/site/ DocServer/Annotated_Protocol.pdf?docID=2723. 38 Transitional Organized Crime, G.A. Res. 53/111, U.N. GAOR, 53 rd Sess., 85 th plen. mtg., U.N. Doc A/RES/53/111 (1998) 39 Report of the Ad Hoc Committee on the Elaboration of a Convention against Transnational Organized Crime on the work of its first to eleventh sessions, U.N. GAOR 55 th Sess., Agenda Item 105, at 1, U.N. Doc. A/55/383 (2000). 40 United Nations Convention Against Transnational Organized Crime, opened for signature 12 Dec. 2000, U.N. GAOR, 55 th Sess., Annex 1, Agenda Item 105, at 25, U.N. Doc. A/55/383 (2000). 41 Protocol Against the Smuggling of Migrants by Land, Sea and Air, U.N.Doc.A/55/383 (2000), Annex III. 42 Protocol Against the Illicit Manufacturing of the Trafficking in Firearms, Their Parts and Components and Ammunition, U.N..Doc.A/Res/55/255(2001). Το Πρωτόκολλο αυτό υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την απόφαση 55/855 της 8 ης Ιουνίου 2001. 11
οργανωμένου εγκλήματος υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 2000 και ανοίχθηκαν όλα για υπογραφή στη Σύνοδο του Παλέρμο στην Ιταλία τον Δεκέμβριο του 2000 σε ειδική προς τούτο Διακυβερνητική Διάσκεψη. Τα δύο αυτά Πρωτόκολλα απαιτούν από τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στην ποινική νομοθεσία τους βασικά εγκλήματα, όπως η παράνομη διακίνηση και εκμετάλλευση ή κάτι ανάλογο, η συμμετοχή σε δραστηριότητες οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, το ξέπλυμα χρήματος και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Επίσης καθιερώνουν ένα πλαίσιο για διεθνή συνεργασία συμπεριλαμβάνοντας διάφορες μορφές αρωγής κατά τη διεξαγωγή έρευνας δίωξης και έκδοσης των δραστών 43. Η Διεθνής Σύμβαση των Η.Ε. κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος 44 είναι η απάντηση της διεθνούς κοινωνίας στην ανάγκη για μία πραγματική ολική και παγκόσμια προσέγγιση και επίλυση του προβλήματος της οργανωμένης εγκληματικότητας. Ο στόχος της είναι να προάγει τη συνεργασία τόσο για την πρόληψη όσο και για την αποτελεσματική καταστολή του διεθνικά οργανωμένου εγκλήματος. Προσπαθεί να αυξήσει τον αριθμό των κρατών που λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα και να ενισχύσει στο έπακρο τη διεθνή συνεργασία. Σεβόμενο τις διαφορές των νομικών παραδόσεων και πολιτισμών κάθε κράτους, προάγει την κοινή γλώσσα και βοηθά σημαντικά στην εξάλειψη κάθε εμποδίου προς την αποτελεσματικότερη σύμπραξη ενάντια στο διεθνώς οργανωμένο έγκλημα. Η Σύμβαση προσπαθεί να περιορίσει τις εγκληματικές δραστηριότητες υιοθετώντας βασικά μέτρα επικεντρωνόμενη σε πέντε βασικές προσβολές είτε αυτές διαπράττονται από φυσικά είτε από νομικά πρόσωπα. Αυτές είναι η συμμετοχή σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα, διαφθορά, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, προσκόμματα στη δικαιοσύνη και «σοβαρό έγκλημα». Για την εφαρμογή όμως της Σύμβασης υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, να παρουσιάζει η προσβολή διεθνικό χαρακτήρα και δεύτερον, να εμπλέκεται σε αυτήν εγκληματική οργανωμένη ομάδα. Αμφότερες οι προϋποθέσεις είναι ευρείες στο περιεχόμενο και, γενικά, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αφορά προσβολές που διαπράχθηκαν σε περισσότερες από μία χώρες ή που σχεδιάστηκαν σε μια χώρα και ελέγχονται από 43 Εξάλλου, η υπογραφή αυτών των διεθνών συμβατικών κειμένων είναι πολύ σημαντική γιατί αποτελούν τις πρώτες παγκόσμιας εμβέλειας προσπάθειες μετά τη Σύνοδο της Βιέννης για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. Η ειδική επιτροπή των Η.Ε. της Βιέννης για την πάταξη του εγκλήματος και την ποινική δικαιοσύνη αποτέλεσε μια ad hoc επιτροπή στα πλαίσια της Επιτροπής του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, ενώ το Ινστιτούτο των Η.Ε. για την πάταξη του Διεθνούς εγκλήματος (που είναι τμήμα του γραφείου των Η.Ε. για τον έλεγχο των ναρκωτικών και την αποτροπή του εγκλήματος UNODC) που εδρεύει στη Βιέννη, χρησίμευσε ως Γραμματεία στην ως άνω ειδική επιτροπή. J. Raymond / M. Marcovich, Victory in Vienna, Coalitision Against Trafficking in Women 2000. 44 Tο κείμενο της Σύμβασης για το Διεθνικά οργανωμένο Έγκλημα και τα Πρωτόκολλα βρίσκονται στην ιστοσελίδα: http://www.unodc.org/unodc/crime_cicp_convention.html. 12
άλλη χώρα ή ότι διαπράχθηκαν σε μία χώρα αλλά η συμμετέχουσα στο συγκεκριμένο έγκλημα ομάδα είναι οργανωμένη σε πολλές χώρες 45. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος 46 και τα δύο Πρωτόκολλά της είναι ζωτικά εργαλεία που πραγματεύονται το ζήτημα της ανθρώπινης εμπορίας και εκμετάλλευσης, καθώς και όλα τα σχετικά με αυτό ζητήματα, επαναφέροντας στην ουσία και με πιο εξελιγμένη μορφή τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την καταστολή της διακίνησης προσώπων και της εκμετάλλευσης της πορνείας άλλων, που υπογράφτηκε το 1949, τη Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης κατά των γυναικών, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με την απόφαση 34/180 της 18ης Δεκεμβρίου 1979 και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1981, και τη Διεθνή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των μεταναστών εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση, με την απόφαση 45/158 στις 18 Δεκεμβρίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουλίου 2003 47. Μέσα στο πρώτο έτος τόσο η Σύμβαση όσο και το Πρωτόκολλο για την εμπορία ανθρώπων είχαν λάβει περισσότερες από 40 επικυρώσεις και τέθηκαν σε ισχύ η μεν Σύμβαση στις 29/9/2003, το δε Πρωτόκολλο στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Μέχρι τον Απρίλιο του 2007 το πρωτόκολλο το είχαν υπογράψει 117 χώρες. Από την αρχή θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Πρωτόκολλο καταρτίστηκε προκειμένου να αποτελέσει συμπληρωματικό εργαλείο της Σύμβασης για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, όπου η τελευταία απευθύνει και προσφέρει στα κράτη-μέλη που θα την κυρώσουν, γενικά μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, ενώ το Πρωτόκολλο την συμπληρώνει στο ειδικότερο ζήτημα της παράνομης εμπορίας προσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών. Αυτό σημαίνει ότι για να εφαρμοστεί το Πρωτόκολλο από ένα κράτος-μέλος θα πρέπει αυτό το κράτος να έχει κυρώσει και τη Σύμβαση για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, γεγονός που και πάλι μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι η Σύμβαση και το Πρωτόκολλο για το trafficking πρέπει να ερμηνεύονται ταυτόχρονα και ότι οι προσβολές που καθιδρύονται με το Πρωτόκολλο πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προσβολές που καθιδρύονται επίσης με τη Σύμβαση 48. 45 Βλ. αντί άλλων A. Gallagher, Human Rights and the New U.N. Protocols on Trafficking and Migrant Smuggling: A Preliminary Analysis, in Human Rights Quarterly 2001.975επ. 46 Για τη Σύμβαση αυτή βλ. Δ. Χρυσικό, Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, ΠοινΛογ 2001.313επ., Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία. Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, Γ. Χλούπη, Διασυνοριακό και υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005. 47 Sigma Huda, Special Reporter on Trafficking in Persons statement at the CSW- Beijing + 10 Review, 7 March 2005, http://www.un.org/webcast/csw2005/statements/050307 traffickinginpersonse.pdf. 48 Βλ. σχετικά Toolkit to Combat Trafficking in Persons UNODC Legislative Guide for the Implementation of the Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, especially 13
2. Το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, την Καταστολή και την Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης και Εμπορίας Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (Παλέρμο 2000). Η ιδέα, καταρχήν, για υπογραφή ξεχωριστών Πρωτοκόλλων στη Σύμβαση για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα έπεσε στο τραπέζι των συνομιλιών μιας συνόδου ομάδας εμπειρογνωμόνων που διαπραγματευόταν το 1998 σχετικά με το περιεχόμενο των διατάξεων που θα είχε η συγκεκριμένη Σύμβαση. Έτσι, κρίθηκε ως πλέον σκόπιμο και σωστό να συμπεριληφθούν οι προσβολές που αφορούν το trafficking και το smuggling σε ξεχωριστά κείμενα 49. Συγχρόνως, αρκετές χώρες μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, αλλά και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν νοιώσει την ανάγκη να αρχίσουν να ασχολούνται ιδιαίτερα με το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων και να το αντιμετωπίσουν πλέον κάτω από τη σκοπιά του ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων 50. Τα πρώτα σχέδια για το Πρωτόκολλο σχετικά με το trafficking περιόριζαν το πεδίο εφαρμογής του αποκλειστικά στις γυναίκες και τα παιδιά. Επειδή, όμως, θεωρήθηκε από Διεθνείς Οργανώσεις και ΜΚΟ ως πολύ περιοριστικό που θα απέκλειε την εμπορία ανδρών, η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξή του συμφώνησε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση να τροποποιήσει την εντολή που της δόθηκε και έτσι εμφανίστηκε η πρόταση για «εμπορία ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών». Στα πλαίσια του Πρωτοκόλλου, η παράνομη διακίνηση και εκμετάλλευση προσώπων έχει σκοπό να συμπεριλάβει ένα εύρος υποθέσεων όπου τα πρόσωπα γίνονται θύματα εκμετάλλευσης από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες όπου ενυπάρχει το στοιχείο της απειλής και το διεθνικό στοιχείο, όπως η μετακίνηση ανθρώπων πέρα από τα σύνορα ή η εκμετάλλευσή τους μέσα στην ίδια χώρα. Το Πρωτόκολλο για την εμπορία ανθρώπων αποσκοπεί στο να ποινικοποιηθεί η εμπορία ανθρώπων ως τέτοια και όχι μόνον μερικές μορφές της. Ισχύει για όλα τα πρόσωπα γενικά και ειδικότερα για τις γυναίκες και τα παιδιά ως περισσότερο ευάλωτες ομάδες. Ακόμη αποσκοπεί να ποινικοποιηθεί τόσο η απόπειρα ή η συμμετοχή όσο και Women and Children, Supplementing the United Nations Convention Against Transitional Organized Crime U.N. 2006 http://www.unodc.org/unodc/organized_crime_convention_legislative_guides.html, όπως και A. Gallagher, Human Rights and the New U.N. Protocols on Trafficking and Migrant Smuggling: A Preliminary Analysis, in Human Rights Quarterly 2001.975επ. 49 Μάλιστα, οι απαρχές του Πρωτοκόλλου για την εμπορία ανθρώπων μπορεί να κατακυρωθούν στο ενδιαφέρον της Αργεντινής ως προς το ζήτημα της παράνομης διακίνησης και εμπορίας παιδιών και στη δυσαρέσκειά της για το αργό της διαδικασίας ως προς τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Δ.Σ. για τα δικαιώματα του παιδιού που αφορούσε την πώληση παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία (Βλ. σχετικές αναφορές σε A. Gallagher, ό.π. σελ. 982). 50 Για την ιστορία της εξέλιξης των δύο Πρωτοκόλλων και της Σύμβασης για το οργανωμένο έγκλημα η A. Gallagher, ό.π. μνημονεύει την αδημοσίευτη εργασία του O. Vlassis, The United Nations Convention Against Transnational Organized Crime and its Three Protocols: Development and Outlook. 14
η οργάνωση ή επιστασία άλλων στο να διαπράξουν την αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων 51. Το Πρωτόκολλο για την εμπορία ανθρώπων δεν απαιτεί να αποδείξει το θύμα trafficking ότι διέβει σύνορα ή κάτι άλλο. Η παράνομη διακίνηση/εμπορία είναι παράνομη ούτως ή άλλως, είτε το γεγονός αυτό συνέβη μετά από διάβαση συνόρων είτε συνέβη στη χώρα, στην πόλη ή στο χωριό όπου το θύμα διαμένει 52. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που μεταφράζεται σε προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επισυμβαίνουν στο θύμα της παράνομης διακίνησης/εμπορίας προσώπων είτε δηλαδή αυτό συμβαίνει σε διεθνές είτε σε καθαρά εθνικό επίπεδο. Αυτό γίνεται εμφανές και εκ του λόγου ότι η «εσωτερική» εμπορία/διακίνηση (domestic trafficking) ήδη άρχισε και αναγνωρίζεται ως μία σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ακριβώς όπως και η διεθνής εμπορία/διακίνηση (international trafficking) 53. Ο βασικός στόχος του Πρωτοκόλλου αυτού είναι διττός: να αποτρέψει και να πατάξει την εμπορία ανθρώπων από τη μια μεριά επικεντρώνοντας για το λόγο αυτό την προσοχή του στην προστασία, ιδίως των γυναικών και των παιδιών και από την άλλη μεριά να προωθήσει και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατώνμελών για την καταπολέμηση του φαινομένου 54. Το Πρωτόκολλο διαιρείται σε τρία βασικά μέρη: α) το πρώτο μέρος που περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 5, τα οποία αφορούν στη νομική φύση του Πρωτοκόλλου, το σκοπό του, τις διευκρινήσεις και τους ορισμούς για την ορθή του εφαρμογή και τις ποινικές κυρώσεις, β) το δεύτερο μέρος που περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 8 οι διατάξεις των οποίων επικεντρώνονται στα θύματα, αναφέροντας μέτρα προστασίας, ασφάλειας και αρωγής τους και γ) το τρίτο μέρος που περιλαμβάνει τα άρθρα 9 έως 13, στα οποία αναλύονται τα προβλεπόμενα μέτρα για την αποτροπή του φαινομένου και η μορφή της διακρατικής συνεργασίας για την αντιμετώπισή του. 51 Βλ. Toolkit, ό.π. σελ. 31επ. Η UNODC έχει αναπτύξει ένα χρήσιμο οδηγό της νομοθεσίας προκειμένου να εφαρμόζεται σωστά η Σύμβαση για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα όσο και τα δύο Πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν. Για το Πρωτόκολλο του trafficking βλ. επίσης K.D. Magliveras, Combating Trafficking in Persons. The role and action of International Organizations, Ant. Sakkoulas Publ. Athens-Komotini 2007 σ. 37επ. 52 Βλ. Σχετικά σε Sigma Huda, Special Rapporteur on the Human Rights of the victims of trafficking in persons especially women and children, Commission of Human Rights, UN E/CN. 4/2006/62/20 February 2006. Βλ. και UNODC, Legislative Guide for the implementation of the United Nations Convention against transnational organized crime and of the two Protocols (Part two: Protocol on Trafficking) σ. 244επ. 53 Sigma Huda, ό.π. σ. 10επ. 54 Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου. 15
Α. Μέρος Πρώτο: Η νομική φύση του Πρωτοκόλλου, ο σκοπός, οι ορισμοί του φαινομένου και οι ποινικές κυρώσεις (άρθρα 1 5 ) Άρθρο 1 Η σχέση (του Πρωτοκόλλου) με την Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος 1. Το παρόν Πρωτόκολλο συμπληρώνει τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και θα πρέπει να ερμηνεύεται μαζί με τη Σύμβαση. 2. Οι διατάξεις της Σύμβασης ισχύουν, mutatis mutandis, και για το παρόν Πρωτόκολλο, εκτός εάν άλλως προβλέπεται σε αυτό. 3. Οι προσβολές που καθιδρύονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος Πρωτοκόλλου θεωρούνται ως προσβολές που καθιερώνονται σύμφωνα με τη Σύμβαση. Άρθρο 2 Σκοποί Οι σκοποί του Πρωτοκόλλου είναι οι εξής: (α) Η αποτροπή και καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας προσώπων, με ιδιαίτερη έμφαση στις γυναίκες και στα παιδιά, (β) Η προστασία και αρωγή των θυμάτων από τέτοιο φαινόμενο (trafficking), με πλήρη σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, και (γ) Η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μελών προκειμένου να κατακτήσουν αυτούς τους στόχους. Άρθρο 3 Έννοια των όρων Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου: (α) "Εμπορία προσώπων (Trafficking in persons)" ορίζεται ως η στρατολόγηση, μετακίνηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή ατόμων με αθέμιτα μέσα, όπως απειλές ή χρήση βίας ή άλλες μορφές εξαναγκασμού, απαγωγής, εξαπάτησης, απατηλών τεχνασμάτων, κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του θύματος, καθώς και με παροχή ή αποδοχή χρηματικών ποσών ή ωφελημάτων για την απόσπαση συναίνεσης προσώπου που έχει εξουσία επάνω σε άλλον, με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση του ατόμου. Ο όρος δε «εκμετάλλευση» περιλαμβάνει ενδεικτικώς την εκμετάλλευση εκδιδόμενων προσώπων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης άλλου, την αναγκαστική εργασία ή υποχρεωτική παροχή υπηρεσιών, τη δουλεία ή πρακτικές όμοιες με αυτήν ή την αφαίρεση οργάνων του σώματος. (β) Η συναίνεση του θύματος παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων για την εκ προθέσεως εκμετάλλευση που προσδιορίστηκε στην παράγραφο (α) του παρόντος άρθρου δεν θα λαμβάνεται υπόψη στις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε από τα μέσα που προσδιορίστηκαν στην παράγραφο (α), (γ) Η στρατολόγηση, μετακίνηση, μεταφορά υπόθαλψη ή υποδοχή παιδιών με σκοπό την εκμετάλλευση θα θεωρείται ως «εμπορία ανθρώπων» ακόμη και εάν δεν περιλαμβάνει κάποιο από τα μέσα που προσδιορίστηκαν στην παράγραφο (α) του παρόντος άρθρου, 16