Οµάδα Εργασίας Αθανασίου Αλεξανδρίδη Η Σαγήνη στον Nietzsche Νίκου Τζαβάρα Ο σαγηνευτικός και σαγηνευµένος Νίτσε Αριστέα Σκούλικα Ευχαριστώ τον Α. Αλεξανδρίδη για τις ενδιαφέρουσες σκέψεις. Θα ήθελα πριν µπω στο θέµα να επισηµάνω ότι ο Αλεξανδρίδης αξιοποιεί για τους σκοπούς του προβληµατισµού του και προτάσσει νέες ψυχαναλυτικές θεωρήσεις, οι οποίες είναι άξιες µνείας. Η µια είναι η ιδέα της αναζήτησης του λανθάνοντος στο έκδηλο, ιδέα η οποία εισάγει τη σηµασία του Συνειδητού, καθώς και του γεγονότος ότι είναι δυνατόν να κατανοήσουµε το νόηµα κατά την αναλυτική εργασία µόνον εφόσον στηριχθούµε στα απτά δεδοµένα που προκύπτουν στη συνάντηση. Η άλλη καινοτοµία συνίσταται στο ότι ο ψυχισµός δεν νοείται ως χώρος µε την τοπογραφική έννοια, αλλά ως µια σειρά διαδικασιών η απώθηση είναι µια από αυτές- οι οποίες συνιστούν απτά, αντιληπτά δηλαδή «δια γυµνού οφθαλµού» δεδοµένα, εντός του υλικού της συνάντησης. Σχετικά µε την αντιπαραβολή Νίτσε/Φρόυντ, πριν προχωρήσουµε σε κάποιες παρατηρήσεις µε αφορµή τη συγκριτική εργασία του Αλεξανδρίδη, θεωρούµε χρήσιµο να παρεµβάλουµε, εν είδει προαπαιτουµένων, ορισµένες σκέψεις γύρω από τη σαγήνη. Η σαγήνη θεωρήθηκε στο συνέδριο αυτό από το σύνολο των οµιλητών ως µια διαδικασία λιβιδινικής ενεργοποίησης του βρέφους. Η σκέψη που προτείνουµε εδώ είναι ότι η ενεργοποίηση αυτή είναι συµφυής µε την εισαγωγή του αντικειµένου. Στην αρχή εισάγεται το Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 1
ναρκισσιστικό αντικείµενο, το οποίο µέσω µιας πολύπλοκης διεργασίας εξελίσσεται στο ώριµο αντικείµενο τιυ Εγώ. Ο Φρόυντ πραγµατεύεται το ζήτηµα της λιβιδινικής ενεργοποίησης (1905) στην πρώτη άποψή του για τις ερωτογόνες ζώνες, την οποία θα εγκαταλείψει για άγνωστους λόγους στις µετέπειτα εκδόσεις του έργου. Κατά την αρχική αυτή άποψη ερωτογόνες ζώνες λογίζονται περιοχές του σώµατος, όπως οι βλεννογόνοι, που παράγουν σεξουαλικά ερεθίσµατα και οι οποίες είναι υποδοχείς ερεθισµών. Υπονοείται η έξωθεν ενεργοποίηση των ζωνών αυτών. Ο Φρόυντ θα απλοποιήσει στη συνέχεια τον ορισµό του και ως ερωτογόνες ζώνες θα θεωρήσει σωµατικές περιοχές που παράγουν ερεθισµούς σεξουαλικού τύπου. Το ζήτηµα της ενεργοποίησης τους παραµένει έκτοτε λανθάνον. Τι εννοούµε τελικά όταν µιλούµε για λιβιδινική ενεργοποίηση και ποιός θεωρούµε ότι είναι ο σκοπός της; Το ερώτηµα αυτό οδηγεί στο ζήτηµα της παιδικής σεξουαλικότητας. Μολονότι θεωρείται θέµα λυµένο, κατά την γνώµη µας συνιστά ζήτηµα το οποίο πρέπει να ανοιχθεί εκ νέου. Για την προσέγγιση του παραπέµπουµε ενδεικτικά στον τρόπο µε τον οποίο το εξετάζει η Α. Ποταµιάνου (2008, σελ.65). Πολύ συνοπτικά, φαίνεται στο κείµενο αυτό ότι η έννοια της παιδικής σεξουαλικότητας αναφέρεται σε τρεις πτυχές της ενορµητικής λειτουργίας. Από τη µια η ενόρµηση τροφοδοτεί τη λειτουργία των ερωτογόνων ζωνών, σκοπός της οποίας είναι η επανεύρεση µε το πρωτογενές αντικείµενο εν τη απουσία του, στο πλαίσιο της αρχής της ευχαρίστησης. Με το πιπίλισµα του δακτύλου το βρέφος έρχεται σε επαφή µε µια ψευδαισθητική εικόνα, εντός της οποίας διακρίνονται ίχνη του αντικειµένου που απουσιάζει. Ένα δευτερογενές όφελος από τη διαδικασία αυτή είναι η δηµιουργία του λιβιδινικού σώµατος, το οποίο µπορεί να αναπαρασταθεί. Είναι φανερό ότι η συγκεκριµένη λιβιδινική διάσταση δεν έχει σχέση µε την ενήλικη σεξουαλικότητα, είναι προποµπός της. Από την άλλη, η έννοια της Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 2
παιδικής σεξουαλικότητας αναφέρεται στο ερωτικό ή λιβιδινικό στοιχείο µε την ευρεία σηµασία της. Είναι ο Έρως κατά Φρόυντ (1920), η δύναµη που συνδέει, δηµιουργώντας σύνολα όλο και µεγαλύτερα και πιο διαφοροποιηµένα. Η παιδική σεξουαλικότητα αναφέρεται επίσης στα αποτελέσµατα των δύο προηγουµένων διαδικασιών στις σχέσεις αντικειµένου. Αν σκεφθούµε τέλος το γεγονός ότι η σεξουαλική ενόρµηση συχνά δεν βρίσκει για λόγους επιβίωσης ικανοποίηση και για τον λόγο αυτό απωθείται καταλήγοντας στη δηµιουργία της φαντασίωσης ( Φρόυντ, 1911), αναγνωρίζουµε έναν ακόµη ρόλο στη σεξουαλικότητα, εκείνον του παράγοντα ο οποίος συµµετέχει στη δηµιουργία ψυχισµού. Η σαγήνη λοιπόν συµµετέχει µέσω της λιβιδινοποίησης σε δύο βασικές λειτουργίες του ψυχικού οργάνου που άπτονται του ενορµητικού µεταβολισµού και συµβάλλουν στη δηµιουργία ενός δικτύου ψυχισµού, γιατί τι άλλο είναι η φαντασίωση, µε την οποία το Εγώ επιχειρεί να επεξεργασθεί και να συµβολοποιήσει τις διεγέρσεις κι ακόµη, τι άλλο είναι οι ψυχοσωµατικοί αυτοερωτισµοί, οι οποίοι παρεµβάλλονται µεταξύ της απουσίας και της ψυχικής παρουσίας του αντικειµένου; Με τη λογική αυτή η λειτουργία της σαγήνης συµβάλλει επίσης στην επεξεργασία, την απόδοση δηλαδή ψυχικής υπόστασης στις πρώτες εγγραφές που έρχονται στο ψυχισµό ως αισθητηριακά δεδοµένα, είτε από τον εξωτερικό κόσµο είτε από το σώµα,. Αυτό επιτελείται µε τη συµβολή των λειτουργιών της πρωταρχικής µητρικής ενασχόλησης κατά Winicott ή ονειροπόλησης κατά Bion και των πρώτων ναρκισσιστικών ταυτίσεων του βρέφους. Στο σηµείο αυτό τίθενται δύο ερωτήµατα. Με ποιο τρόπο το ζεύγος µητέρα/παιδί αφού κατακτήσει τον ναρκισσιστικό αυτό κύκλο σαγήνης βγαίνει από εκεί και ανοίγεται στο αντικείµενο, και επίσης σε Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 3
ποιο σηµείο και µε ποιο τρόπο παράγεται στο πλαίσιο αυτό η αγάπη για το αντικείµενο; Σε ένα κείµενο του για την σαγήνη ο Green (2005) επεξεργάζεται το ζήτηµα της δυσκολίας να αναπτυχθεί η σχέση αγάπης, καθώς και τον τρόπο µε τον οποίο η σχέση σαγήνης αν υπερισχύσει αποκλείει τη σχέση αγάπης. Χρησιµοποιεί ως µοντέλο έναν ψυχικό αστερισµό τον οποίο εντοπίζει στο έργο του Σαίξπηρ Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Εκείνο που φαίνεται στο µοντέλο αυτό είναι η καταβύθιση των πρωταγωνιστών, που βλέπουµε ως εκπροσώπους του Εγώ µε τη µορφή του διπλού, σε ένα σύµπαν που χαρακτηρίζεται από µια αισθησιακή ανάλωση εαυτών και αλλήλων και εν τέλει του κόσµου, η οποία µε τη σειρά της αποκλείει προοδευτικά όλο και περισσότερο το αντικείµενο. Στο συγκεκριµένο έργο, η λειτουργία αυτή οδηγεί µετά από µια σειρά εντυπωσιακών λαθών σε απώλεια του αντικειµένου, που εκπροσωπείται από τον µισό ρωµαϊκό κόσµο, και σε εξάλειψη και των ίδιων των ηρώων που αυτοκτονούν. Τι χαρακτηρίζει λοιπόν το σαγηνευτικό αυτό ναρκισσιστικό σύµπαν το οποίο µοιάζει να έχει εκτροχιασθεί µε την καταστροφικότητα να αποχαλινώνεται και ποια είναι η διαφορά του από τον φυσιολογικό ναρκισσισµό; Θεωρούµε -αυτό είναι µάλιστα που καταδεικνύει και η σαιξπηρική κατασκευή- ότι ένα από τα στοιχεία που καθορίζει τον συγκεκριµένο σχηµατισµό είναι η δυσλειτουργία των ψυχοσωµατικών αυτοερωτισµών. Στην δυσλειτουργική εκδοχή οι αυτοερωτισµοί δεν µπορούν να οργανωθούν σωστά, να έχουν δηλαδή ως υπόβαθρο µια πρώτη, ανώριµη σίγουρα και εξελισσόµενη, υπαρκτή ωστόσο απεικόνιση του αντικειµένου. Εκείνο που επιδιώκεται στην περίπτωση των δυσλειτουργικών αυτοερωτισµών δεν είναι λοιπόν η ανάκληση του απόντος αντικειµένου αλλά η απόλαυση στο εδώ και τώρα, χωρίς το στοιχείο του απόντος αντικειµένου -και συνεπώς χωρίς ένα πρόπλασµα αντικειµένου- αλλά µε µοναδικό σκοπό την εκφόρτιση. Είναι για το λόγο Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 4
αυτό που ο όρος «αισθησιακό» ταιριάζει. Οι Botella, Roussillon, Green, Ποταµιάνου και ο Θανόπουλος -ο οποίος προσεγγίζει το ζήτηµα στις παρεµβάσεις του στο παρόν συνέδριο- το περιγράφουν. Η διαταραχή αυτή που χαρακτηρίζεται από απουσία των προποµπών του αντικειµένου, διακρίνεται στην κλινική µε σαφήνεια. Μια τέτοια περίπτωση είναι λοιπόν και το ζεύγος Αντωνίου-Κλεοπάτρας, οι οποίοι δεν µπορούν από µια στιγµή και πέρα να επενδύσουν, παρά µόνο σε µια αρνητικοποιηµένη εικόνα του εαυτού τους, την εικόνα τους στον Άδη. Μια σχετική εικόνα συναντάται και στην κλινική των βρεφών τα οποία αρνούνται να λάβουν τροφή. Το µόνο που τους αποµένει είναι να επενδύσουν το αρνητικό της θηλής του µαστού, της αίσθησης του γάλατος, της γεύσης του και του αισθήµατος ικανοποίησης που προκύπτει από τον θηλασµό. Αντί για τη θηλή επενδύουν µια µη-θηλή αντί για το γάλα ένα όχι-γάλα, αντί για το γεµάτο το µη- γεµάτο κοκ. Πρόκειται για ένα αρνητικό που επενδύεται τόσο συστηµατικά, σθεναρά, επίµονα και απεγνωσµένα, που µπορεί να οδηγήσει ακόµη και σε εξάλειψη του εαυτού, στον θάνατο. Η αντιπαραβολή Φρόυντ/Νίτσε Ας επιστρέψουµε τώρα στην αντιπαραβολή Φρόυντ/Νίτσε. Νοµίζουµε ότι παρά τις αδιαµφισβήτητες αναλογίες τους, τα συστήµατα Νίτσε και Φρόυντ δύσκολα θα µπορούσαν να οδηγηθούν λογικά στα ίδια αποτελέσµατα. Δυο σηµαντικές αναλογίες τους τις οποίες επισηµαίνει και ο Αλεξανδρίδης είναι εκείνες που αφορούν πρώτον τη διαστρωµάτωση του ψυχισµού σε συνειδητό και ασυνείδητο, και δεύτερον την θεώρηση η οποία θέτει σε πρωτοκαθεδρία τη λειτουργία της ενόρµησης, την ενορµητική δηλαδή ρύθµιση των νοητικών και συναισθηµατικών παραγωγών. Η διαφορά των δύο συστηµάτων έγκειται, πολύ σχηµατικά, στο ότι η ναρκισσιστική σαγήνη που κυριαρχεί στο σύστηµα του Νίτσε, µια σαγήνη που διακρίνεται στη σχέση µεταξύ του Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 5
φιλοσόφου και του αντικειµένου του την οποία και χαρακτηρίζει συστηµατικά και κατά τρόπο αποφασιστικό, η συστηµατική λοιπόν αυτή σαγήνη στο Νίτσε εξοβελίζεται εξίσου συστηµατικά από την θεωρία του Φρόυντ, ο οποίος αξιώνει η θεωρητική διατύπωση να στηρίζεται στους κανόνες της συλλογιστικής επεξεργασίας. Αυτό απαιτεί οι ερωτήσεις, οι υποθέσεις και τα συµπεράσµατα του αναλυτή να στηρίζονται σε απτά δεδοµένα της αναλυτικής συνάντησης, όχι µόνο κατά την επικοινωνία του µε τον αναλυόµενο, αλλά και κατά τις ανταλλαγές του µε τους συναδέλφους του αναλυτές. Η αναλυτική συνάντηση δεν είναι ελεύθερη από στοιχεία σαγήνης, το αντίθετο. Όπως όµως αναφέρει η Ποταµιάνου (Βλ. άρθρο στο παρόν τεύχος) σκοπός της διαδικασίας είναι, εν τέλει, η επιστροφή του αναλυοµένου «επί εαυτού». Ένα παράδειγµα αξίωσης για κλινική επιβεβαίωση των υποθέσεων της ψυχανάλυσης από την πλευρά του Φρόυντ, είναι η άποψή του (1905) ότι η θεωρία του για την σεξουαλική ενόρµηση δεν µπορεί να αφαιρεθεί από το θεωρητικό σώµα της ψυχανάλυσης -δεν µπορούµε να την αποφύγουµε όπως γράφει χαρακτηριστικά- γιατί έχει προκύψει από την κλινική παρατήρηση των νευρώσεων. Δεν πρόκειται δηλαδή για µια διαισθητική γνώση. Ο Φρόυντ είναι λοιπόν υλιστής και ορθολογικός όπως φαίνεται µεταξύ άλλων στην Επιτοµή Ψυχανάλυσης (1938, κεφ. 8) και η διεργασία του απόδειξης βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγµατικότητα από εκείνη του Νίτσε, τα νοητικά δεδοµένα του οποίου δεν χρήζουν αποδείξεως, αλλά λειτουργούν ως αδιαµφισβήτητες, διαισθητικά επιβαλλόµενες αλήθειες. Ένα ερώτηµα που θα µπορούσε να τεθεί αφορά στον τρόπο µε τον οποίο λιβιδινοποιείται η νιτσεϊκή ενόραση του κόσµου και το οικοδόµηµα γενικότερα της σκέψης του και στη συνέχεια αν υπάρχει στην περίπτωση αυτή ιδιοµορφία κατά τη µετάβαση από το ναρκισσιστικό στο ώριµο αντικείµενο, αν µπορούµε δηλαδή να Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 6
διακρίνουµε µια εµµονή του ναρκισσιστικού αντικειµένου και τις επιπτώσεις της στην σύλληψη του κόσµου. Νοµίζουµε ότι τα δύο παραπάνω ερωτήµατα είναι συναφή. Λιβιδινοποίηση και ναρκισσιστική συγκρότηση συµπορεύονται και εξυπηρετούν η µια την άλλη. Εδώ τίθενται όλα τα ζητήµατα που ο Green (2000) θεωρεί καίρια σχετικά µε την ενορµητική λειτουργία εντός του ναρκισσισµού. Συµπορεύονται τα ερωτήµατα αυτά µέχρι τη στιγµή που το υποκείµενο θα εγκαταλείψει τη ναρκισσιστική φωλιά. Εκείνο που διαφαίνεται σχετικά στην περίπτωση του Νίτσε και αποκτά ειδικό ενδιαφέρον, είναι ότι η διαπάλη µεταξύ των δύο τύπων αντικειµένου- ναρκισσιστικού και ώριµου- δεν παραβλάπτει τελικά την αναπαράσταση του αληθούς στις παραγωγές της σκέψης του Νίτσε, ενός αληθούς το οποίο αντίθετα διατρέχει το κείµενό του, έχοντας κατακτήσει µια δύναµη προφάνειας που ισχυροποιείται από την εγγύτητά του ακριβώς µε µεγάλης πιστότητας ναρκισσιστικές ιδιοποιήσεις του κόσµου. Το ζήτηµα τώρα είναι η υφή ακριβώς των ναρκισσιστικών αυτών ιδιοποιήσεων, οι οποίες όπως υποψιαζόµαστε ταυτίζονται µε την αίσθηση του αληθούς και δεν χαρακτηρίζουν φυσικά τη σκέψη µόνο του Νίτσε. Βιβλιογραφία Bion, W. 1962. Learning from experience. London, Karnac. Botella, C. et S., 2001. La figurabilité psychique. Paris, PUF. Freud, S. (1938). An Outline of Psycho-Analysis S.E. XXIII, 139-208 Freud, S. (1933). New Introductory Lectures On Psycho-Analysis. S.E. XXII, 1-182. Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. S.E. XVIII, 1-64. Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality (1905). S.E. VII, 123-246 Freud, S. (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 7
Functioning. S.E. XII, 213-226. Green, A. 2005. Sortilèges de la séduction. Lectures critiques de Shakespeare. Paris, Odile Jacob. Green, A., Kernberg, O. (eds) 2000. L avenir d une désillusion. Paris, PUF Ποταµιάνου Α. 20015. Με τη σκέψη στα της σαγήνης. Δελτίο ΕΨΕ, 53. Ποταµιάνου Α. 2008. Τα εναντίον εαυτού. Αθήνα, Εκδόσεις ΜΕΤΑ. Roussillon R. 1999. Agonie, clivage et symbolisation. Paris, PUF. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 8