ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΔΕΝ ΘΑ,. ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Eπιλoyή~Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Πάμπλο Νερούδα Επιλεγμένα ποιήματα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Πες μου για τα ζώα που κάνουν αυγά μεγάλα και μικρά

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Κώστας Λεμονίδης - Εμμανουηλίδου 13

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ 3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΗΕποχήπουοΘεός Δημιούργησε τα Πάντα

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΗΕποχήπουοΘεός Δημιούργησε τα Πάντα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Τίτλος Πρωτοτύπου: Collected poems by James Wright, USA by James Wright ISBN:

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τη μέρα που έχω πεθάνει. Μέσα από την Αγάπη

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Συγγραφέας: Πάνος Πλατρίτης Διαιτολόγος-Διατροφολόγος ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Το παραμύθι της αγάπης

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.


Το Εικονογραφημένο Βιβλίο στην Προσχολική Εκπαίδευση

Transcript:

NTl" \Α TO~IAΣ /.

ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ,. ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ Eπιλoyή~Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΠΕΡΙ ΕΧΟΜΕΝΑ.ΣIfΜΕIΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ........... 7 "I~A Π()ΙΙ-ΙΜΑΤΑ... "... 4Ιι... ".,... 9... ()ταν 'Κάποτε τα λ"",όφmτα κλείθ ρα... 11 Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς...... 13 "ι)ιν χrt.ιπήσαι "... "... 14 ιι ορμή που μέσα ωιό τον ανθηρό δία"λο πορεύει το λουλούδι.16 () ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα '['Ου...... 17 I :ιreί πσυ κάποτε τα ύδατα τou προσώπου σου..... 18 (~ιδι.kώς όταν ο άνεμος του Οκτώβρη..... Ι 9 Λ"τό ς ο άρτος που 'Κόβω....... 20 ι.' δ. Υ r, ιυ σ αυτη τηύ αν<»ι ξη... iiι 21....,... " "...... ΥΧήρξε καιρό;... " 11... "... 22 Αυτιά στους πυργίσ-κouς α-κούν... 23 Εχω ποθήσει να ξεφύγω......... 24 Κι σ θάνατο; δεν θα "χει εξουσία... 25 () ιαιμπούρης στο πάρ'κο..... 26 l:r μιαν επέτειο γάμου........ 28 Με μαστοριά ή τέχνη αδέξια....................... 29 Ανάμεσα σ" αυτούς που έπεσαν στην aυγινή επιδρομή ήτ.αν 1Cι iνας ε1cατό χρονών... ~..................... 30 Μείνε α1άνητοι; γαλήνιος χοι.μ ήσo'u...... 3 Ι Α βρδς μην πας στη νύχτα την χαλ ή.................... 32 Γασπάρ Μελχιόρ Βαλτάσαρ......... '.... 33. n Α ΤΟΝ ΝΤΥ ΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΚΑΙ Το EPrO ΤΟΥ.... 37 ι.:ρυοιιιουραφία.. <8... "... 39 ΙΙιμλι.ΟΥραφία.... ~,... 40 t:λ.ληνιχή Βιβλιογραφία.......... 41

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ Η μεταφορά των δημιουργημάτων ενός τέτοιου ανθρώπου σε γλώσσα διαφορεuκή από αυτήν που χρησιμοποίησε 'Και αγάπησε όσο 1Cανείς γεννά πολλαπλά προβλήματα. Και πρώτα-πρώτα το πρόβλημα της ίδιας της μετάφρασης. 9Υ_ σ ρα δημιουργεί αποφασιστικά το ζήτημα της τοποθέτησης της 9 οιητικής του μεθόδσυ σ ένα πλαίσιο ι'κανό να προσανατολήσει () μ ταφραστή μέσα στη θύελα των μσντερνιστι'κών τεχνοτροπιφν. Παραπέρα, αγγίζει ζητήματα όπως αυτά της μορφής, του περιεχομ. νου, του θέματος, του γλωσσι'κού υλι'κού 'Κ.λ.π. Το σπουδαιότερο όμως είναι πως αυτός που καταπιάνεται με μια τέτοια δουλειά σε 'Καμιά περίπτωση δεν έχει την πολυ1iλεια να αναζητεί απόψεις γύρω στην ποίηση 'Και τη μετάφρασή της. Πρέπει να στέκεται στιβαρά δίπλα στο έργο 'Και να το ελέγχει. Οι 'Κίνδυνοι πο μπορεί να προκύψουν είναι σχετικοί όχι με την παραμόρφωση <ΥιΙ πρωτοτύπου, αλλά με το βιασμό της γλώσσας στην οποία μεταφράf;εται. ς προς τη μεταφραστική δραστηριότητα 'Καθεαυτή: Τα ποιήματα του Ντύλαν Τόμας μπορούν πολύ εύκολα να παγιδεύ.,ουν το μεταφραστή. Βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε μια οργανική ι {)ιπλοκή λέξεων που σε πρώτη ανάγνωση παρουσιάζουν ένα χαρα 'ιρα ελευθεριακό. Παρόλες l1ς πολλαπλές νοηματοδοτήσεις των φράσεων, θα 'λεγε κανείς πως τα ποιήματά του είναι απλά, δίχως,»ι ορι. ς διακυμάνσεις, εξάλλου η χρήση των λέξεων είναι ακριβής, (1, αδοσιακή, λογι-κευμένη. Μπορείς εύκολα να φmσεις στο συμπέ Ι)Ι μα πως έχεις να 'Κάνεις μ. ένα ακριβές γνωστι'κό αν llkeψενο, νό να μεταφερθεί σε άλλη γλωσσι'κή περιοχή με βάση τη μέθοδο ~ ν 1Cφρασuκών ανuστοιχιών. Π ραγματοποιεί; το εγχείρημα 'Και βρωκ σαι μπροστά σε μια ποίηση ξένη προς τον ποιητή. Η αδυναμία λοιπόν της μ~θόδoυ της ε'κφρασllκής αντιστοιχίας αφήνει το μεταφραστή αβοήθητο. Στο σημείο αυτό γεννάται το ζήτημα της τοποθέτησης του ποιητή σ' ένα πλαίσιο KαλλιτεχνΙ:ΙCώ'ν προθέσεων και μέσων. Στην περίπτωσή μας η μετάφραση έγινε με βάση το ακδλ () πλαίσιο: Τα ποιήματα του Τόμας πολύ απέχουν από το να είναι απο λι I't αυτόματης γραφής. Οσα ε'κθέτσνται από τον ποιητή είναι cι Η' "4 οργανωμένα. Ο Τόμας δούλευε όχι συνειρμικά μα στ νά λο'υ" «, Ι

πρώτη του ύλη ήταν τα πλέγματα των παρασmσεών του όχι όπ.ω~ θα μπορούσαν να φανούν στο πρίσμα μια; ασύνειδη; έκρηξη;, αλλά όπω; μπορούν να αναπτυχθούν στο φω; μια~ νοη11κή; διαδικασία;. Η μετάφρασή μα; ακολουθεί πάντα αυτό το πλαίσιο κοι κατά 'Κάποιον τρόπο αποτελεί ερμηνευτική εκδοχή του έργου του μεγάλου Ουαλού. Με.Ρικά από τα παρα'κάτω ποιήματα πρωτοδημοσιεύθη 'ΚαV στο τέταρτο τεύχο; του Περιοδικού ΤΡΑΜ και. το "θράσo~" τη; έκδοσή; τoυ~ χρωστά τα πάντα στη συνδρομή των υπευθύνων τόσο του περιοδικού, όσο και του υπεύθυνου των εκδόσεων Ελεύθερο;. Τύπο;. Γιώργο; Mπλάvα; Mάιo~ 1987 - Ioύλω~ 1988

Τα ποιήματα ετούτα, μ. όλες τις χοντροκοπιές, τις ανσησίες και τις συγχύσεις ταυς, 1ανήθηκαν απ την αγάπη μου για τον Θεό και τον Ανθρω ΠΟ, 1Cι αν δεν είναι έτσι, ας μην είμαι παρά ένας τρισ1cαroρατoς βλάκας. Ν τύλαν Τό μας

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΛΥΚΟΦΩΤΑ ΚΛΕΙΘΡΑ Όταν κάποτε τα λυκόφωτα κλείθρα Δεν σφάλισαν πια στο μακρύ Του δακτύλου μου σκουλήκι Μήτε τη θάλασσα που ορμούσε Γύρω στο γρόνθο μου καταραστήκαν, Του χρόνου το στόμα ρούφηξε, σαν το σφουγγάρι, Από την κάθε στρόφιγκα οξύ γαλακτερό Και στράγγιξε τα ύδατα του στήθους.. Οταν στράγγιξε η γαλακτική Θάλασσα και ξεσφαλίσαν οι άνυδροι πυθμένες, Απέστειλα την πλάση μου κατάσκοπο στη σφαίρα, Κείνη τη σφαίρα: κόκκαλο μονάχη 'και μαλί Που ταιριασμένη μου από νεύρο και μυαλό Είχε τανύσει το υλικό φλασκί μου στο πλευρό της. Οι Θρυαλίδες μου ορισμένες ν απαιτήσουν την καρδιά της, Εκείνη έπνευσε στο φως σαν σκόνη Και πέρασε ένα Σάββατο με τον ήλιο, Οταν όμως τ αστέρια, σχήμα απαιτώντας,. Εφεραν μπρος στα μάτια της τ άχυρα του ύπνου Βύθισε τις μαγείες του πατέρα της ο" ένα όνειρο. Θωρακισμένη η έξοδος του τάφου, Ο κοκκινομάλης καρκίνος ακόμη ζωντανός, Των ματιών που φωτογράφησαν τα ρούχα τους" Κάποιοι νεκροί ξεπάτωσαν τα θαμνερά σαγώνια τους, Κι αίμα σακούλια αμμόλυσαν τα έντομά τους" Ε κείνη έχει στην καρδιά την Σταυρική Αίρεση του Θάνάτου. Ο ύπνος περιπλέει τις παλίρροιες του χρόνου" Το ξερό φύκι του τάφου Προσφέρει το κεφάλι του σε τέτοια θάλασσα δουλευταρού Κι ο ύπνος γυρίζει βουβός τα κρεβάτια 1 1

Οπου τροφή ψαριών ταίστηκαν οι σκιές Που εποπτεύουν τον ουρανό μεσ απ άνθη. Οταν κάποτε οι λυκόφωτες βίδες γυρίζαν Και το γάλα της μάνας ήταν σαν άμμος σκληρό, ': Εστειλα το δικό μου πρεσβευτή στο φως Από τέχνασμα ή τύχη απεκοιμήθη Κι έλαβε ψοφιμιού μορφή Να μου στερήσει τα υγρά μου στην καρδιά του. Ξύπνα υπνωτή μου, με τον ήλιο, Εργάτης σε πόλη αυγινή Κι άσε τις εγκώμιες παπαρούνες όπου αν κείνται Πέσαν οι φράχτες του φωτός Σκορπίσαν όλοι εκτός από του στήθους τους ιππείς Και λέξεις κρέμονται στα δέντρα. 12

ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς Την υγρασία σε ξηρασία μεταλλάσει η χρυσή βολή Λυσσομανά στον παγωμένο τάφο. Μια πορεία στην εποχή των φλεβών Τη νύχτα σε μέρα μεταλλάσει αίμα στους ήλιους τους Φωτίζει το ζωντανό σκουλή κι. Μια πορεία στο μάτι προειδοποιεί Τα κόκκαλα της τύφλωσης κι η μήτρα Οδηγεί στο θάνατο καθώς η γη διαρρέει.. Ενα σκοτάδι στον καιρό του ματιού Είναι το μισό του φως η βυθομετρη μένη θάλασσα Σκάζει σε λεία γη.. Ο σπόρος που πλάθει ένα δάσος νεφρών Καρφώνει το μ ισό καρπό του και μ ισό στάζει Αργά σ" έναν άνεμο υπνωμένο. " Ενας καιρός σε κό κκαλα και σάρκα Είναι υγρασία και ξηρασία ο ζωντανός κι ο νεκρός Κινούνται σαν δυο φαντάσματα μπροστά στο μάτι. Μια πορεία στον καιρό του κόσμου Το στοιχειό σε στοιχειό μεταλλάσει κάθε μητέρας παιδί Κάθεται στη διπλή σκιά του. Μια πορεία συνεπαίρνει το φεγγάρι προς τον ήλιο, Κατεβάζει τις κου ρελιασμένες κουρτίνες του δέρματος Κι η καρδιά εγκαταλείπει τους νεκρούς της. ι 13.

ΠΡΙΝ χτυπησω Πριν χτυπήσω κι ανοίξει η σάρκα, Με χέρια ρευστά στη μήτρα πιασμένος, Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό Που σχημάτισε τον lορδάνη πλάι στο σπίτι μου Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά Κι αδελφή του υιo~ετημένoυ σκουληκιού. Εγώ που ήμουν αδιάφορος σ Ανοιξη και Καλοκαίρι, Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τ όνομά τους, Ενοιωσα βαρύς πίσω απ την πανοπλία της σάρκας μου, Ενώ ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή, Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί Στριφογυρισμένο απ τον πατέρα μου στο θόλο του. Ηξερα το μήνυμα του Χειμώνα, Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μου Ανεμος μέσα μ ου ορθωμένος, η χθόνια δροσιά Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολής Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα. Ετσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφερα" Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου "Εστριψε σ" ένα ζωντανό μηδενικό. Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές Κρεμάλες στο συκώτι Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά. Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτο" Η καρδιά μού ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείνα" Μύρισα το σκουλή κι στην κένωσή μου. Και ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες 14

Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια Φοuσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές. Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος Ρουφώντας το κρασί των ημερών.. Εγώ γεννημένος από σάρκα και φάσμα δεν ήμουν Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό. Και τσακίστηκα απ τη φτερούγα του θανάτου.. Ημοuν θνητός ως τη στερνή Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου Το μήνυμα του ψυχοραγούντος Χριστού του. Εσύ που γονατίζεις σε στα υ ρό και βωμό, Θυμ ήσου με και σπλαχνίσου τον, Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα. 15

Η ΟΡΜΗ ΠΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΗΡΟ ΔΙΑΥΛΟ ΠΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ Η ορμή που μέσα από τον ανθηρό δίαυλο Και τ πορευει το λουλουδι ανθηρά μου χρόνια πορευει" - αφανίζει των δέντρων τις ρίζες Είναι ο χαλαστής μου. Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο Πως απ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό. Η ορμή που πορευει το νερό μεσ" απ" τους βράχους Και το κόκκινό μου αίμα πορευει" ξεραίνει τις βουνοπηγές, Κερώνει και το δικό μου. - Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει. Το χέρι που αναδευει στη λιμνούλα το νερό, Ταράζει και τη σύρτη" κατευθύνει το φυσημα του ανέμου, Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί. Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο Πως απ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή. Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγή" Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα Θα γαληνέψει τις πληγές της. Και φωνή δεν - έχω να πω σ" ΈVQV άνεμο πρόσκαιρο Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ" αστέρια. Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή Πώς στο σεντόνι μ ου πορεύεται το ίδιο κουλουριασμένο OKoυλιiKΙ. 16

Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ ΓΥΜΝΩΝΕΙ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΤΟΥ Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του Π ου κυβερνούν από καρπό σε ώμο = εσκεπάζει το κεφάλι που σαν κοιμ ισμένο σ τοιχειό Στ ηρίζει το θνητό μου κυβερνήτη Την περήφανη ράχη που ξεπετιέται Ολο στροφές και συστροφές. Κ ι αυτά τα δύστυχα νεύρα κουβάρι ν ανεβαίνουν στο κρανίο Π όνος στο ερωτοστέρητο χαρτί Π αραδίδω στην αγάπη με τις άναρχες καλικατζούρες μου Π ου αρθρώνουν όλη την πείνα του έρωτα Και μ ιλούν για την αρρώστια του κενού στη σελίδα. Η ήρωάς μου γυμνώνει τ ο πλευρό μου και βλέπει την καρδιά του Ν α πατά γυμνή σαν Αφροδίτη. Τ ης σάρκας την ακτή και να πνέει την αιματόχρωμη πτυχή της Μ ανδύας τη νεφρική μου υπόσχεση Υπόσχεται μια θέρμη μυστική. Κρατά το νήμα του νευρικού κιβωτίου του Επαινώντας την πλάνη τη θνητή Γέννησης και θανάτου απάτες αναίσχυντων κλεφτών Και τον άνακτα της πείνας Τραβά την αλυσίδα κινείται η δεξαμενή. 17

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ Ε κεί που κάποτε τα ύδατα του προσώπου σου Στις έλικές μου ελίσσονταν, το άνυδρό σου πνεύμα πνέει, Γλαρώνει το μάτι του ο νεκρός" Εκεί που κάποτε την κόμη τους οι τρίτωνες Μεσ" απ" τους πάγους σου σφεντόνιζαν, " Ανεμος άνυδρος οδεύει Μεσ" απ" αλάτι και ρίζα κι αυγό ψαριού. Εκεί που κάποτε οι πράσινές σου αρθρώσεις Τις αρμογές των βύθιζαν στο πλέγμα της φουσκονεριάς, Ο πράαινος πορεύεται διαλύτης" Ψαλίδι λιπασμένο, μαχαίρι έτοιμο στο πλάι, Να κόψει σύρριζα κανάλια και υγρούς καρπούς να κόψει. Αόρατες οι ρυθμικές φουσκονεριές σου Σ" ερωτικές ξεσπάζουν κλίνες" =εραίνεται το φύκι της αγάπης. Γύρω τριγύρω στα λιθάρια σου σκιές Παιδιών πορεύονται που μεσ" απ" τα κενά τους Στη δελφινάρια θάλασσα προσπέφτουν. Στεγνά σαν τάφοι τα βαμμένα βλέφαρά σου, "Οσο η σοφή μαγεία γλυστρά σε γη και ουράνια, Δεν θα κλείσουν" Κοράλια η κλίνη σου γεμάτη θα. ναι, Ερπετά οι φουσκονεριές σου, "Ωσπου οι θαλάσσιες πίστεις μας να σβήσουν. 18

ΕΙΔΙΚΩΣ ΟΤΑΝ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ Ειδικώς όταν ό άνεμος του Οκτώβρη Με δάχτυλα ξεπαγιασμένα μου μαστίζει τα μαλλιά Μαγκωμένος σ" ήλιο καρκινικό διάπυρος βαδίζω Κι αναπτύσω ίσκιο κάβουρα στη γη Στην παραλία ακούγοντας τη χαύρα των πουλιών Ακούγοντας τον κόκορα να βήχει σε χειμέριους πασάλους Η ανάστατη καρδιά μου που τρέμει μιλώντας Χύνει το συλλαβικό αίμα και ξεζουμίζει τις λέξεις της. Κλεισμένος το ίδιο σ" έναν πύργο λεκτικό σημαδεύω Στον ορίζοντα που φεύγει με τα δέντρα Τις φραστικές σιλουέτες γυναικών και τις στήλες Αστρόφραστων παιδιών στο πάρκο. Κάποιοι με βάζουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξυές Κάποιοι από τις δρύινες φωνές από τις ρίζες Από αγκαθότοπους να σε υπομνήσω Κι άλλοι με βάζουν να σε φτιάξω από τους λόγους του νερού. Πίσω απ" ένα βάζο με φτελιές το εκκρεμές Μου λέει τη λέξη της ώρας το νευρικό νόημα Πετιέται στο στόχο απαγγέλω το πρωινό Και λέει στο ρολόι τον καιρό Κάποιοι με βάζουν να σε φτιάξω απ- τα σημεία των χωραφιών Το σημαίνον χορτάρι που μου λέει ό,τι ξέρω Βυθίζεται στα μάτια με το σκωληκόβρυτο χειμώνα Κι άλλοι με βάζουν να σου - πω τις αμαρτίες του κοράκου. Ειδικώς όταν ο άνεμος του Οκτώβρη (Κάποιοι με βάζουν να σε φτιάξω από τα μάγια του φθινοπώρου Γλώσσα αράχνης και το βουερό λόφο της Ουαλίας) Με ραπίσματα γογγυλιών μαστίζει τη γη Κάποιοι με βάζουν να σε φτιάξω με λέξεις άκαρδες Στεγνή η καρδιά έτσι που συλλαβίζοντας στη φυγή Του χημικού αίματος σημάδεψε την ερχόμενη καταιγίδα Στην παραλία ακούω σκοτεινά φωνήεντα πουλιά. 19

Α ΥΤΟΣ Ο ΑΡΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΒΩ Αυτός ο άρτος που κόβω ήταν κάποτε το στάρι, Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό Βουτηγμένος στον καρπό του Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός Ποδοπάτησαν τα στάχυα ' και τσακίσαν του καρπού την ηδονή. ~. αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τ αμπέλι, Σ αυτόν τον άρτο κάποτε Το στάρι φχαριστιόταν τον αγέρα Τον ήλιο άνθρωπος τσάκισε και τον αγέρα έχει μπατάρει. Η σάρκα αυτή που κόβεις, το αίμα αυτό που χύνεις, Σπέρνουν στη φλέβα την ερμιά, Ησαν κάποτε καρπός και στάρι Βλαστάρια ρίζας και χυμού σαρκίου ζωντανού. Τον οίνο μου πίνεις, τον άρτο μου δαγκώνεις. 20

ΕΔΩ Σ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΝΟΙ=Η Εδώ σ αυτή την Ανοιξη αστέρια επιπλέουν στο κενό Εδώ σ αυτόν το διακοσμητικό Χειμώνα Η αυγή χα'ίδεύει τους γυμνούς ανέμους Το Καλοκαίρι αυτό κηδεύει εν Ανοιξιάτικο πουλί. Σύμβολα έχουν διαλεχτεί απ των ετών Το κυκλογύρισμα τεσσάρων εποχιακών ακτών, Σε Φθινοπωρινά μαθήματα τριών εποχιακών πυρών Και τεσσάρων τόνων πουλιών. Θα μπορούσα να πω το Καλοκαίρι από τα δέντρα, Να πω τελικά αν είναι οι άνεμοι του Χειμώνα. Η η κηδεία του ήλιου Θα μπορούσα να διαβάσω την Ανοιξη Κι ο Σάλιακας θα μπορούσε να με διδάξει τα σκουλήκια στη φωνή του κούκου την καταστροφή.. Ενα σκουλή κι λέει το Καλοκαίρι καλύτερα απ ένα ρολόι, Ο σάλιακας είναι ένα ζωντανό ημερολόγιο Τι θα μου πει αν ένα άχρονο έντομο Λέει πως ο κόσμος τσα κίζει; 21

ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙΡΟΣ Υπήρξε καιρός που χορευτές με το ξεφάντωμά τους Σε χαρωπές παιδιά~ιkες συνάξεις Τα βάσανά τους αλαφρώναν; Υπήρξε καιρός που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία. " Ομως ο χρόνος έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους. Τώρα ειν αβέβαιοι κάτω από την αψίδα. Τ ουρανού. Ο, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει Είναι το βεβαιότερο σ" Κάτω απ ετούτη τη ζωή. τα ουράνια σημεία, ο δίχως άκρα "Εχει τ" αγνότερα χέρια και σαν τ" άκαρδο στοιχειό Απλήγωτο στη μοναξιά του, ο τυφλός καλύτερα βλέπει. 22

ΑΥΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΥΡΓΙΣΚΟΥΣ ΑΚΟΥΝ Α υτιά στους πυργίσκους ακούν Χ έρια θρηνούν στην πόρτα, Μάτια στ αετώματα βλέπουν Δάχτυλα στις κλειδαριές. Ν ανοίξω ή να μείνω Ω ς με το θάνατό μου Αόρατος σ άγνωστα μάτια Σ ετούτο τ άσπρο σπίτι; Π έρα απ ετούτο το νησί Σ ε μια λεπτή θάλασσα σάρκας Μιαν οστέινη ακτή Κείται η γη σιωπηλή Κι απερινόητοι οι λόφοι. Ο ύτε πουλί, ούτε ψάρι φτερωτό Ταράζει τη γαλήνη ετούτου του νησιού. Αυτιά σε τούτο το νησί " ακούν Ο άνεμος περνά σαν τη φωτιά, Μάτια σ ετο"ύτο το νησί βλέπουν Αγκυρες πλοίων στον κόλπο. Να τρέξω προς τα πλοία Με τον αγέρα στα μαλλιά μου, Η να μείνω ως με το θάνατό μου Και ναυτικό να μην καλοσωρίσω; Πλοία, έχετε φαρμά κι ή καρπούς; Χέρια θρηνούν στην πόρτα,. Αγκυρες πλοίων στον κόλπο, Δέρνει η βροχή άμμο και λιθάρια. Να δεχθώ τον ξένο; Να καλοσωρίσω το Υαυτικό; Η να μείνω ως με το θάνατό μου; Χέρια του ξένου, φορτία των πλοίων, Φαρμάκι έχετε ή καρπούς; 23

ΕΧΩ ΠΟΘΗΣΕΙ ΝΑ ΞΕΦΥΓΩ 'Έχω ποθήσει να ξεφύγω Απ τη μανία του τετριμμένου ψέματος Και των παλιών τρόμων το αδιάκοπο κλάμα Γερνώντας πλέον φοβερά καθώς η μέρα Πάνω απ το λόφο τραβά για το πέλαο το βαθύ. Εχω ποθήσει να ξεφύγω Απ των χαιρετισμών τη συνεχή επαναφορά, Γιατί στοιχειά ο άνεμ ος είναι γεμάτος Και στoιxειωμέvoς αντιλάλους το χαρτί, Σημάδια και καλέσματα η βροντή. Εχω ποθήσει να ξεφύγω μα φοβούμαι Λίγη ζωή περισωμένη αν ξεπηδoύ~ε Απ το παλιό το ψέμα που ανάβει καταγής, Ανάερα σκάζοντας, θα μπορούσε μισότuφλο να με αφήσει. Μήτε απ τον τρόμο τον αρχαίο της νυκτός, Το βγάλσιμο του καπέλου, Τα χείλη τα σμιγμένα στο ακουστικό. Θα πέσω στα χέρια του θανάτου. Από τούτα δεν με νοιάζει να πεθάνω: Μισά ψέματα, μισά συμβάσεις. 24

ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ Κι ο θάνατος δεν θα χει εξουσία. Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι Με τον άνθρωπο θα σμίξουν Οταν γλυφτούν τα κόκκαλά τους και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν, Θα χουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάρι Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν, Αν θαλασσόπνιχτοι, θ αναδυθούν, Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπη Κι ο θάνάτος δεν θα W χει εξουσία. Κι ο θάνατος δεν θα. χει εξουσία. Κάτω απ τις δίνες της θαλάσσης Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα βρουν Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους, Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουν Στα χέρια τους η πίστη θ ανοίξει Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν, Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουν Κι ο θάνατος δεν θα - χει εξουσία. Κι ο θάνατος δεν θα χει εξουσία. Ας πάψουν πια να σκούζουν στ αυτιά τους οι γλάροι Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγρια W Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής. Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τ άψυχα καρφιά, Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτες Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθεί- Κι ο θάνατος δεν θα χει πια εξουσία. 25

Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ Ο καμπούρης στο πάρκο Κύριος μοναχικός Καρφωνόταν ανάμεσα δέντρα και νερό Απ το άνοιγμα της πύλης Που αφήνει να. μπουν δέντρα και νερό Ως με το χτύπο της σκιάς Την Κυριακή το βράδυ Τρώγοντας ψωμί από μιαν εφημερίδα. Επινε νερό απ την κρεμαστή κούπα Που γέμιζαν χόλίκι τα παιδιά Στη γούρνα που έβαζα το βαρκάκι μου Κοιμόταν σε σκυλόσπιτο το βράδυ Μα δεν τον έδενε κανείς. Σαν τα πουλιά ερχότανε νωρίς Σαν το νερό καθόταν Και Κύριε, ε, Κύριε, του φωνάζαν Τα τεμπέλικα παιδιά της πόλης Τρέχοντας σαν τ άκουγε Αθόρυβα Πίσω απ τη λίμνη, τα βραχάκια Γελώντας ότάν τσαλάκωνε την εφημερίδα του Καμπουριάζοντας κοροιδευτικά Στον ηχηρό ζωολογικό κήπο των ιτιών ΞεφεύγονΤ9ς το φύλακα Με το μπαστούνι για τα φύλλα. Κι ο γερo-σkυλoυπvωτής Μονάχος ανάμεσα σε κύκνους και νταντάδες Την ώρα που τα παιδιά στις ιτιές. Ε καναν τις τίγρεις να. βγουν απ" τα μάτια τους Για να μουγκρίσουν στα βραχάκια Και τα δασάκια τα γεμάτα ναυτικούς. Εριχνε ολημερίς ως με το κλείσιμο 26

Μιαν άψογη θηλυκή φιγούρα 'Ισια σαν νεαρή φτελιά. Ισια και ψηλή απ' τα γερμένα κόκκαλά του Που θα μενε εκεί οληνύχτα Σε κλειδαριές κι αλυσίδες Οληνύχτα στο ερειπωμένο πάρκο Σε κλειδαριές και θαμνώματα Και τα παιδιά ξωπίσω στον καμπούρη σαν φράουλες αγνά Προς το σκοτάδι, στο σκυλόσπιτό του. 27

ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΑΜΟΥ Ανοιγμένος ο ουρανός Σ αυτή την κουρελιασμένη επέτειο δυο πλασμάτων Που βάδισαν για τρία χρόνια αρμονικά Στους μεγάλους δρόμους των όρκων τους. Τώρα η αγάπη τους χαμένη Κι η αγάπη και τα πάθη της μουγκρίζουν αλυσοδεμένα Από κάθε αλήθεια και κρατήρα Σύννεφα κουβαλώντας ο θάνατος χτυπά το σπιτικό τους. Αργά " πολύ στην αργοπορημένη βροχή Σμίγουν αυτοί που χώρισε η αγάπη τους Τα παράθυρα χύνονται στην καρδιά τους " Κι οι πόρτες καίγονται στο μυαλό τους. 28

b ΜΕ ΜΑΣΤΟΡΙΑ Η ΤΕΧΝΗ ΑΔΕΞΙΑ Με μαστοριά ή τέχνη αδέξια γυμνασμένη Στην ησυχία -της νυκτός Οταν γυρίζει πάνω μόνο το φεγγάρι Κι ειν οι εραστές κλινόγερτοι Μ όλες τις θλίψεις τους στα χέρια, Πασχίζω τραγουδώντας απαλά Όχι για δόξα και τροφή Κορδώματα συναλλαγές Εμπόρια θελγήτρων Σ αλαβάστρινες σκηνές, Μα για κείνες τις μικρές Χαρές στην πιο κρυφή Γωνιά της καρδιάς των. Ούτε για τον περήφανο μακριά Απ το μαινόμενο φεγγάρι γράφω Σ αυτές τις αφρισμένες σελίδες, Μήτε για τους πανύψηλους νεκρούς Με τους παλμούς των και τ αηδόνια Μα για τους εραστές, τα χέρια τους Γ ύ ρω στις θλίψ εις των αιώνων Που δεν μου επαινούν, δεν μου πληρώνουν, Ούτε καν μου προσέχουν μαστοριά και τέχνη. 29

ΑΝΑΜΕΣΑ Σ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΣΤΗΝ AvrlNH ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΗΤΑΝ ΚΙ ΕΝΑΣ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ Οταν η αυγή ξυπνούσε πάνω από τον πόλεμο, ντύθηκε, βγήκε και πέθανε.. Τα κλείθρα έχασκαν μπάχαλα κι ένας άγριος άνεμος τα συνεπηρε.. Επεσε εκεί που λάτρεψε, στο παμπάλαιο λιθάρι του πεζοδρομίου, στην επικήδεια ράβδωση του σφαγμένου εδάφους. Μηνύσετε στη γειτονιά του πως σταμάτησε στην πλάτη κι οι του έναν ήλιο και κρατήρες των ματιών του πέταξαν πίδακες φωτιάς, όταν όλα τα κλειδιά ξεράστηκαν από τις κουδούνισαν. Μην ψάχνετε πια τις αλυσίδες της ασπρομάλλας καρδιάς του. Το ουράνιο ασθενοφόρο φερμένο από την πληγή, κλειδαριές προσμένει έτοιμο την κλαγγή του σπαθιού στο κλουβί. Ω, κρατήστε τα κόκκαλά του μακριά από το ομαδικό κάρο, η αυγή πετά με τα φτερά των χρόνων του κι εκατό πελα ργοί κουρνιάζουν στο δεξί χέρι του ήλιου. 30

ΜΕΙΝΕ ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΓΑΛΗΝΙΟΣ ΚΟΙΜΗΣΟΥ Μείνε α κίνητος, γαλήνιος κοιμήσου, με την πληγή τυ ρανισμένος Στο λαρύγγι να φλογίζεται ν ανοίγει. Ολη νύχτα στο νερό Της σιωπηλής θαλάσσης συνακούσαμε τον ήχο Που βγήκε απ την πληγή τη γραπωμένη στο σά βανο του αλατιού. Τρεμάμενοι ακούσαμε κατ απ τ απόμακρο φεγγάρι Τον ήχο της θαλάσσης να κυλά σαν αίμα απ Κι όταν το σάβανο του αλατιού τσάκισε την πληγή τη βροντερή σε μια θύελα τραγουδιών Οι φωνές των πνιγμένων κολύμπησαν στον άνεμο.. Ανοιξε ένα μονοπάτι μεσ απ τ αργό θλιμμένο πανί,. Ανοιξε διάπλατες στον άνεμο τις πύλες Το ταξίδι μου ν του χαμένου καραβιού αρχίσω για το τέλος της πληγής μου. Τραγούδι ακούσαμε τον ήχο της θαλάσσης, Το σάβανο είδαμε λόγο του αλατιού. Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου, κρύψε στο λάρυγγα το στόμα Αλλιώς θα υποταχθούμε και θα ιππεύσουμε μαζί σου Μέσα στους πνι γμένοuς. 31

ΑΒΡΟΣ ΜΗΝ ΠΑΣ ΣΤΗ ΝγΧΤΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ Αβρός μην πας στη νύχτα την καλή, Το γέρασμα πρέπει να καίει και να μουγκρίζει Με το κλείσιμο της μέρας Χύσου, χύσου κατεπάνω στου φωτός το θερισμό. Αν και το ξέρουν οι καλοί στον τελειωμό τους Πως το σκοτάδι είναι καλό, Γιατί ξανοίξανε οι σκέψεις τους στα δυο Σκοτεινιασμένες, Αβροί δεν παν στη νύχτα την καλή. Κραυγάζοντας στο κύμα το στερνό οι καλοί Τι λαμπερές που θα μπορούσαν οι λιγνές τους Πράξεις σε κόλπο ολανθισμένο να χορέψουν, Χύνονται, χύνονται απάνω στου φωτός το θερισμό. Οι άγριοι που γκρέμισαν στο πέταγμά του Τον ήλιο κι έμαθαν αργά Πολύ πως πίκραναν τη δούλεψή του, Αβρά δεν παν στη νύχτα την καλή. 32

ΓΑΣΠΑΡ, ΜΕΛΧΙΟΡ, ΒΑΛΤΑΣΑΡ Ενα ιπτάμενο σμήνος, βγήκε από το υπόστεγο των σκιών' τ' οπλοστάσιο της σιδερένιας καταχνιάς, πλανήθηκε πάνω από το νησί και κρυμένο στον καπνό των εξατμί-. σεων ράντισε με θάνατο τις πολιτείες. Οι άνθρωποι έτρεξαν να. βρουν καταφύγιο, φορώντας τις σάρκινες προσωπίδες τους, τα πανταλόνια τους ξεκούμπωτα καθώς έβγαιναν τρέχοντας από τους καμπινέδες, τα μαλλιά τους ξεχτένιστα καθώς πετάγονταν απ έναν πληρωμένο ύπνο, οι δακτυλογράφοι τους με φαγωμένα δάχτυλα καθώς ξεχύνονταν από κτίρια γραφείων, απλώνοντας τα χέρια γις. να μαζέψουν το εκρηκτικό Μάνα. Δυο εραστές, xτυπημέ ~ νοι από την ίδια οβίδα, έπεφταν μακάριοι. Στο έδαφος, σωριασμένοι: μια κυρία με δαχτυλίδια στα χέρια, να κολυμπά στο κοινό αίμα, ένας βιαστής, ένας δολοφόνος βρεφών, ένας κλέφτης χρημάτων, ένας κλέφτης ελεύθερου χρόνου κι ένας κλέφτης αγάπης, στο γεμάτο XΑVτάKΙ. Οι σφαίρες κατατσάκισαν τις πεινασμένες τάξεις. Αποφάγια ξεχύθηκαν γύρώ τους κι η σάρκα των δουλοκτητών τους ωμή στους δρόμους, πείνασαν στην καρδιά της αφθονίας, πείνασαν για την τροφή της καρδιάς, το γαλβανικό σίτο που ο θάνατος ξqνάχωσε στο κόκκαλο. Ο θάνατος πέταξε πάνω από τις νησιωτικές πολιτείες και ξζjναγύρισε στο υπόστεγο της σκιάς του θανάτου. Στα βόρια και τα νότια του νησιού, εκεί που το θανατικό είχε χτυπήσει ελαφρότερα, οι εργάτες προμηθεύτηκαν όπλα και ατσαλόβεργες. Οπλισαν και περιγελώντας τη σκιά που πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους, έστρεψαν τις κάνες προς τους άρχοντες του νησιού. Σκότωσαν εκείνους από τους οποίους πήραν τα όπλα. Σύλησαν τα μαγαζιά, ~ιέρρηξαν τα παράθυρα και σαλτάρησαν στις ανοιχτές καρδιές των νεκρών, βρίσκοντας τα κλειδιά του μίσους στους ξεπατωμένους σφυγμούς. Υπήρχε αγάπη και μίσος στο νησί, βγαλμένη από τα πνεύματα του θανάτου, μια καινούρια βρωμερή ζωή, βγαλμένη από τα μόλις τσακισμένα κάρβουνα, μια καινούρια πυρά. Δρόμος σηκώθηκε καταπάνω σε δρόμο και πόλη καταπάνω σε πόλη. Στις κατεστρα- 33

μένες πόλε.ις, καταμ ήκος των ερειπωμένων δρόμων, εκεί που έπεσαν οι νεκροί, εκεί που οι πληγωμένοι φώναξαν γυναικεία ονόματα και τα ζούδια απ' τους ανοιγμένους υπονόμους δάγκωσαν τα στήθη ' τους, κινήτο η σκιά. Στη λεωφόρο, πλάι στο διαλυμένο πάρκο, είδα δυο φαντάσματα. Βάδιζαν ανάμεσα στους νεκρούς, εξετάζοντας το κάθε τσακισμένο πρόσωπο, το κάθε ανοιγμένο κεφάλι, το κάθε κλεισμένο μά τι. Τα πλοία ήσαν ξεφόρτωτα στις αποβάθρες, οι μηχανές των τρένων παγωμένες στους σταθμούς, τα τυπογραφεία βουβά και οι φρουροί, μπροστά στο παλάτι του νησιού, ξεσκισμένοι σα μαρούλια στις σκοπιές τους. Στα πάρκα τα πουλιά κελα'ίδούσαν, μια πάχνη καινούρια σκέπαζε τα δέντρα, ο άνεμος παράδερνε παλιόχαρτα στα μονοπάτια. Θυμάμαι πως όλο εκείνο το πρωινό περπατούσα σαν φάντα σμα σ" έναν κόσμο που ξαναγεννιόταν, σαν ζωντανός σ" έναν κόσμο φάντασμα. Όπου κι αν πήγα, σε δρόμό ξέσκεπο κι αψίδα, στο χόρτο των ανθισμένων πάρκων, σε κάθε δρομάκι και γειτονιά ως κάτω στο γεμάτο πτώματα νερό, είδα τα δυο φαντάσματα να ψάχνουν. Κινούντο ανάμεσα στους νεκρούς, ερευνώντας κάθε σβηστό μάτι, κάθε φόρεμα αναση κώνοντας μ" αόρατα χέρια, αγγίζοντας τα νεανικά μυτερά στήθη και τα σκληρά καπούλια, τη μαλακή καρδιά. Πέρα, μακριά ο ήχος των όπλων έσβηνε αργά. Η πρώτη επανάσταση ψυχοραγούσε μέσα στο σαλιάρισμα της φωτιάς που άναβε στ' ανατολικά της πολιτείας. Κινήθηκα αργά, σιωπηλός μέσα στο πετσί- μου σαν κάποιος ξεχασμένος και κλειδωμένος σε νεκροφυλάκιο. Βάδισα σε άγνωστους δρόμους προς το άφωτο κέντρο της πόλης, άγνωστο κι αυτό στον εαυτό μου μέσα σ" εκείνη την πρωτόγνωρη τύφλα του. Καθώς ταξίδεψα τα πρώτα μέρη της νύχτας, ανα καλύπτοντας τα δυο φαντάσματα πότε σε κάποια σκοτεινή γωνιά, πότε στη σκιά κάποιας εισόδου να σκύβουν όπως πάντα πάνω απ' τους αινιγματικούς νε- ' κρούς, κράτησα το μαντήλι μου στο πρόσωπο γιατί η οσμή της θανατόβλαστης Πανούκλας θα μπορούσε ν' απλώσει κλαδιά απ ' εκείνα τα καταμαυρισμένα φυτά που ξεσφεντονίζονταν ως τα ουράνια απ' τις πληγές των άθαφτων νε - 34

κρών. Εκανα την εμφάνισή μου καθώς βάδιζα κι αμέσως κώνειο και αρσενικό ξεχύνονταν κάταπόνω μου απ τα βάθη των χαντα κιών.. Ηταν ένα λεπτό α κριβώς πριν από τα μεσάνυχτα όταν είδα ένα φανάρι να κουνιέται σαν τρελό στο βάθος κάποιου δρόμου. Ηταν ρόδο κατακόκκινο, γλυκό μπροστά στα λουλούδια που έζεχναν γύρω μου, μα, καθώς έκανα να πάω προς το μέρος του, ένιωσα το φύσιμα των δυο φαντασμάτων που με προσπερνούσαν και τ ακολούθησα φωνάζοντάς τα με τ όνομά τους. Στη γωνιά βρίσκονταν άνθρωποι με μάτια μαυρισμένα πίσω απ το φανάρι τους. "Ποιος ειν εκεί;" φώναξαν. Κούνισαν το φανάρι μπροστά στο πρόσωπό μου. "Αφήστε με να περάσω", είπα. "Ποιος είσαι, σύντροφε;" ξανάπαν. "Πού πηγαίνεις;" "Αφήστε με να περάσω". "Ποιος είσαι σύντροφε;" είπαν. "Καλός άνθ ρωπος" είπα, "αφήστε με να περάσω". "π ού πας σύντροφε;" 'Ήλίθιοι, ηλίθιοι", φώναξα και μη μπορώντας να περιμένω άλλο τους πέταξα το φανά ρι από τα χέρια και βυθίστηκα στο σκοτάδι, πίσω απ τα δυο ανεμόδαρτα φαντάσματα.. Ετρεξα σαν τον τρελό με τον ήχο των περιστρόφων στο κατόπι μου. Ετρεξα σαν τον τρελό σ ένα λαβύρινθο στενών προς μ ια φεγγαρόλουστη έκταση. Τα δυο φαντάσματα βρίσκονταν εκεί. Στα πόδια τους κειτόταν μια γυναίκα νεκρή, γυμνή, μόνο με το σάλι της κι ένα τραύμα από ξιφολόγχη στα στήθη της. Βάδισα αργά προς το μέρος της. Είχε πεθάνει στην ώρα της όταν τη χτύπησαν. Ομως καθώς πρόσεξα καλύτερα, είδα πως μια. θαυμαστή ζωή κουνιόταν στην κοιλιά της και μέσα απ τη μήτρα της εμφανίστηκαν τα χέρια ενός παιδιού που άνοιγε τη σάρκα.. Τα δυο φαντάσματα υποκλίθηκαν. "Χρυσάφι", είπε ο Γάσπαρ, κρατώντας μια χρυσή σκιά στο φως του φεγγαριού. "Λιβάνι", είπε ο Μελχιόρ και το σκοτεινό του δώρο 35

κάπνισε. Ο ήχος των όπλων μεγάλωνε καθώς πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Γονατίζοντας εκεί που βρισκόμουν, ένιωσα μια νέα οδυνηρή χαρά καθώς κάποια σφαίρα τρυπούσε το στήθος μου.. Επεσα στο πεζοδρόμιο πλάι στα δυο σηκωμένα μπρά τσα και το πικρό μου αίμα, πικρό σαν Σμύρνα, έτρεξε στα πόδια της μητέρας. 36

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΥ ΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

ΒΙΟΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ Ο Ντύλαν Τόμας γεννηθηκε στο Σσuώνσι της Ουαλίας στα 1914 1COt τελείωσε το τοπικό δημoτι'lcό σχολείο. Αφού εργάστη1ce για κάποιο διάστημα σαν δημοσιογράφος, απο'κάλυψε το πoιητι'lcό του ταλέντο στο διαγωνισμό κάποιας λαϊκής εφημερίδας, στα 193"3. Την επομiνη χρονιά, η συλλογή του Eighteen Poems δημιούργησε θόρυβο εξαιτίας του παράξενου τρόπου με τον οποίο ο Τόμας είχε αποφασίσει να ασκήσει την ποίηση. Οι παράδοξες εικόνες του και η φαινομενικά αχαλίνωτη φαντασία του mραξαν τη συγκρατημένη ποίηση των διαδόχων του Τόμας Ελιοτ 1CαΙ ξανάφερε στ~ λογοτεχνικό προσκήνιο τις ρoμαντι'icές διαστάσεις της Αγγλικής ποίησης. Οι επόμενες συλλογές του όμως -The Map Of Love (1939), Deaths And Entrances (1946), Collected Poems (1953)- ξεκαθάρισαν ορισμένα πράγματα. Πρώτα πρώτα το γεγονός πως ο Τόμας κάθε άλλο παρά παράδοξος ήταν και έπειτα πως δεν είχε άμεση σχέση με το ρομαντισμό. Από εκεί και πέρα έμελλε να κατακτήσει τους συμπατριώτες του σαν ποιητής, πεtογράφος, ομιλητής, θεατρικός συγγραφέας και ανθρώπινη φιγούρα. Παρόλες τις επιτυχίες του, κυρίως στη συνεργασία του με το Β. B.C. πέρασε τη trotι του μέσα στη φτώχεια. Στα 1953 και ενώ βρισκόταν στη Νέα γ όρκη γσητεύοντας τους ακροατές του με αξεπέραστες αναγνώσεις των ποιημάτων του, το οινόπνευμα το οποίο υπεραγαπούσε τον σκότωσε σε ηλικία 39 ετών. " 39

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ποίηση: Eighteen Poems 1933 The Map Of Love 1939 Deaths And Entrances 1946 Collected Poems 1953 The Poems ΟΕ Dylan Tomas 1974 Πε1;ογραφία : Portrait Οί The Artist ΑΒ Α Young Dog 1940 Quite Early One Morning 1954 Adventures Ιη The Skin Trade 1955 Θέατρο: Under The Milk Wood 1954 40