ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΛΕΙΤΣΑΣ Η ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ THE BRONZE AGE IN EPIRUS.

Σχετικά έγγραφα
τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :47 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 21 Μάρτιος :16

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός. μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III)

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Η ΜΕΤΑΧΕΊΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΏΝ Ανασκαφές νεκροταφείων και μεμονωμένων ταφών

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας ( )

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης

Αναφορά εργασιών για το 2013 του Αρχαιολογικού Προγράμματος Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ)

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 2012 παντέχνου πυρός σέλας: λαμπερές ιστορίες φωτιάς. Χρήστος Ν. Κλείτσας

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Η ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΝΕΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

ΔΙΚΤΥΟ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ. Η ΛΣΤ ΕΠΚΑ, νεοσύστατη περιφερειακή Υπηρεσία του ΥΠΠΟΤ, στην αρμοδιότητα της

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Η ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΩΝ ΜΙΝΥΩΝ. Ομάδα 4η Αδάμου Εβίτα, Αντωνίου Σέρη, Μόκας Αλέξανδρος, Ρόκο Γιώργος, Τσιώλης Φώτης

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Όνομα: Άντρη Σάββα Τμήμα: Α 1 Σχ. Έτος:

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Η αρχαιολογία της Αλβανίας και οι συσχετισμοί με τις γειτονικές περιοχές: Από τη Νεώτερη Νεολιθική Περίοδο έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

7o Ταξίδι στην Θράκη. Σχεδιάστηκε με το trip planner του emtgreece.com. Σχεδιάστε το δικό σας ταξίδι, τώρα.

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2013) Donald C. Haggis, The University of North Carolina at Chapel Hill

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

Τεχνητή λίμνη Πουρναρίου

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

1. Επεμβάσεις συντήρησης

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΣΠΙΤΙΑ & ΑΥΛΕΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ 5 ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Transcript:

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΛΕΙΤΣΑΣ Η ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ THE BRONZE AGE IN EPIRUS www.archaiologia.gr www.archaeology.wiki 1

Η Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο (Μέρος Α ) Το φυσικό περιβάλλον: απομόνωση ή ευκαιρία Η Ήπειρος χωροθετείται στο δυτικότερο άκρο του ελλαδικού χώρου και ειδικότερα στο κεντρικό προς βόρειο τμήμα του. Στα βορειοανατολικά συνορεύει με τους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης και Γρεβενών της δυτικής Μακεδονίας, στα κεντροανατολικά με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας της δυτικής Θεσσαλίας, στα νοτιοανατολικά με το νομό Αιτωλοακαρνανίας της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Στο νότιο τμήμα βρέχεται από τον κλειστό Αμβρακικό κόλπο, ο οποίος επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου του στενού της Πρέβεζας. Αυτό γεφυρώθηκε πρόσφατα με την υποθαλάσσια σήραγγα του Ακτίου, που σύντομα οδηγεί στο νησί της Λευκάδας. Στα νοτιοδυτικά η Ήπειρος βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος, ευρισκόμενη πολύ κοντά στο νησί της Κέρκυρας, βόρεια της οποίας ανοίγονται τα στενά του Οτράντο και η Αδριατική θάλασσα κοντά στην ιταλική χερσόνησο και προς την κεντρική Ευρώπη. Στα βορειοδυτικά συνορεύει με τη νότια Αλβανία ως τμήματα της χερσονήσου των Βαλκανίων στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της Ηπείρου σε αντιδιαστολή προς το σκληρό γεωμορφολογικό ανάγλυφο συμβάλλουν καθοριστικά και διαχρονικά στη διαμόρφωση του ανθρωπογενούς οικονομικού προσανατολισμού της περιοχής από τα παλαιολιθικά χρόνια έως τη νεότερη εποχή. Η Ήπειρος χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποικιλία έκφρασης του γεωμορφολογικού ανάγλυφου που τη διατρέχει (εικ. 1). Στην ενδοχώρα υψώνονται αμέτρητοι λοφώδεις και ορεινοί σχηματισμοί, καθιστώντας δύσκολες τις μετακινήσεις στον άξονα ανατολής-δύσης κατά τους χειμερινούς μήνες. Η αφθονία των βροχών δυτικά της Πίνδου δημιουργεί πλούσια χλωρίδα στις χαμηλές υψομετρικά περιοχές, ενώ αντίστροφα τη θερινή περίοδο χορταριάζουν τα βουνά, προσφέροντας έτσι πλούσια βοσκοτόπια σε όλη τη διάρκεια του έτους. Ως πιο χαρακτηριστικά όρη αναφέρονται ο Γράμμος (2520 μ.), ο Σμόλικας (2637 μ.), η Γκαμήλα- Τύμφη (2497 μ.), το Δούσκο (2198 μ.), το Κουτσόκρανο (1324 μ.), ο Κασιδιάρης (1329 μ.), το Μιτσικέλι (1810 μ.), το Περιστέρι-Λάκμος (2295 μ.), η Ολύτσικα-Τόμαρος (1971 μ.) στο νομό Ιωαννίνων, τα όρη Τσαμαντά (1806 μ.), τα όρη Παραμυθιάς (1658 μ.), τα όρη Σουλίου (1613 μ.) στο νομό Θεσπρωτίας, το Ξηροβούνι (1614 μ.), τα Θεσπρωτικά όρη (1274 μ.) στο νομό Πρέβεζας, τα Αθαμανικά όρη-τζουμέρκα (2469 μ.) στο νομό Άρτας. Οι απότομες εναλλαγές του φυσικού τοπίου από τις ορεινές περιοχές των βουνών στις ημιορεινές των λόφων διακόπτονται από τη ροή ποταμών, δημιουργώντας εύφορες κοιλάδες, οικοσυστήματα διαβίωσης και γεωμορφολογικά πολύθυρα ως φυσικά περάσματα επικοινωνίας. 2

Ο ποταμός Αώος πηγάζει από την περιοχή του Μετσόβου (εικ. 2) και συμβάλλει βορειότερα με τον Βοϊδομάτη και τον Σαραντάπορο, γονιμοποιώντας τον μεγάλο κάμπο της Κόνιτσας (εικ. 3). Στην πλούσια σε νερά, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκήματα περιοχή εντοπίζονται είκοσι τουλάχιστον αρχαιολογικές θέσεις (σημ. 1) με διαχρονική κατοίκηση. Ο ποταμός σμίγει με τον Δρίνο σε αλβανικό έδαφος και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα. Δυτικότερα στην περιοχή του Πωγωνίου η κοιλάδα του ποταμού Γορμού αποτέλεσε περιοχή οικιστικής ανάπτυξης (σημ. 2) στο τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Νοτιότερα στην περιοχή του Καλπακίου ο ποταμός Καλαμάς με σημαντικές προϊστορικές θέσεις στις πηγές του εκβάλλει μετά από πολλά χιλιόμετρα στο Ιόνιο πέλαγος. Από τα όρη Σουλίου και Παραμυθιάς πηγάζουν οι παραπόταμοι του Αχέροντα, ο οποίος τελικά χύνεται στον κόλπο του Φαναρίου (Γλυκύς Λιμήν) επί του Ιονίου πελάγους. Η λεκάνη εκβολών του ποταμού αποτέλεσε πεδίο της συστηματικότερης επιφανειακής έρευνας στην Ήπειρο (Nikopolis Project: σημ. 3) με χρήσιμα συμπεράσματα για την προϊστορία της περιοχής, ενώ αντίστοιχες έρευνες πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα στην κοιλάδα του ποταμού Κωκυτού (Thesprotia Expedition: σημ. 4). Οι ποταμοί Άραχθος και Λούρος εκβάλλουν στον Αμβρακικό κόλπο, δημιουργώντας μια τεράστια πεδιάδα, η οποία σήμερα αξιοποιείται με φυτοκαλλιέργειες και ιχθυοκαλλιέργειες. Κάποια από τα ποτάμια της περιοχής ήταν πιθανότατα μερικώς πλωτά κατά την αρχαιότητα. Οι ποτάμιες οδοί και τα φυσικά περάσματα προς το Ιόνιο πέλαγος και τον Αμβρακικό κόλπο παρέχουν δυνατότητες για ανταλλαγές προϊόντων και για εμπορικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαχρονικής κατοίκησης αποτελεί το κλειστό λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (εικ. 4) στην καρδιά της ενδοχώρας της Ηπείρου. Η λίμνη Παμβώτιδα και η αποξηραμένη λίμνη της Λαψίστας σε συνδυασμό με τον ορεινό όγκο του Μιτσικελίου δημιουργούν ένα σημαντικό οικοσύστημα, το οποίο ευνοεί την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την αλιεία, το κυνήγι. Δίκτυο αρχαιολογικών θέσεων (σημ. 5) μαρτυρά τη σημασία του χώρου. Διαμορφώνονται λοιπόν στην Ήπειρο οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη διαχρονική ανάπτυξη μιας αυτάρκης και ολιγαρκής οικονομίας. Οι εναλλαγές του τοπίου δημιουργούν εύφορες εκτάσεις και ευνοούν τη συντήρηση των βοσκοτόπων σε όλη τη διάρκεια του έτους για την άσκηση βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες εξασφαλίζουν διατροφική επάρκεια στους κατοίκους της περιοχής και ανταλλάξιμα είδη. Το απότομο γεωμορφολογικό ανάγλυφο και ο σκληρός γεωργοκτηνοτροφικός τρόπος διαβίωσης είναι τα στοιχεία, που διαμορφώνουν τον τραχύ χαρακτήρα του υλικού πολιτισμού της περιοχής, όπως αυτός περιγράφεται παρακάτω στη βάση των έως τώρα γνωστών αρχαιολογικών δεδομένων. 3

Η Πρώιμη και η Μέση Χαλκοκρατία Η μετάβαση από τη Νεολιθική περίοδο στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού είναι κυρίως γνωστή από τη μελέτη του υλικού των Δολιανών (σημ. 6) Ιωαννίνων. Η θέση βρίσκεται στη λεκάνη των πηγών του ποταμού Καλαμά και στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης Γράμμουστι. Εδώ εντοπίστηκε δάπεδο ορθογώνιας καλύβας 3.5 x 4.5 μ. (εικ. 5) με δύο επάλληλες φάσεις, εστίες, χειροποίητη κεραμική, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά τέχνεργα, βιοαρχαιολογικά (σημ. 7) και αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Η μέτρηση με ραδιενεργό άνθρακα τεσσάρων δειγμάτων στα δύο στρώματα κατοίκησης δίνει φάσμα απόλυτης χρονολόγησης (περίπου 3770-2925 π.χ.), που κατατάσσει τη θέση στις τελικές φάσεις της Χαλκολιθικής περιόδου και στην έναρξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας για την περιοχή της Ηπείρου. Η κεραμική παραλληλίζεται με δείγματα του πολιτισμού Αττική-Κεφάλα και της φάσης Ραχμάνι στα Πευκάκια Θεσσαλίας, αλλά κυρίως της θέσης Maliq (φάσεις IIb-IIIa) στη γειτονική Αλβανία. Ξεχωρίζουν λίγα δείγματα φιαλών τύπου Μπρατισλάβας, ο οποίος διασπείρεται στον χώρο των Βαλκανίων. Η ιδιόμορφη φάση της Χαλκολιθικής ονομάστηκε πολιτισμός Δολιανών. Η Πρώιμη Εποχή Χαλκού στην Ηπειρο τεκμηριώνεται από τις πρόσφατες επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών στο Σεβαστό Θεσπρωτίας. Η εγκατάσταση (σημ. 8) εντοπίζεται σε χαμηλό λόφο στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Κωκυτού. Πρόκειται για οικιστικό στρώμα πάχους 20 εκ. περίπου με ποσότητα χειροποίητης κεραμικής, μέσα στην οποία ξεχωρίζουν όστρακα της κατηγορίας corded ware και πήλινα κουτάλια (εικ. 6), ευρήματα που παρουσιάζουν ομοιότητες με αντίστοιχα από τα Πευκάκια Θεσσαλίας. Επιπλέον βρέθηκαν πιθανή εστία, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά τέχνεργα, πολλά οστά ζώων και οστέινες βελόνες, που μαρτυρούν παραγωγικές και οικοτεχνικές δραστηριότητες. Αρκετά δείγματα άνθρακα προσφέρουν απόλυτες χρονολογήσεις εντός των ορίων της Πρώιμης Εποχής Χαλκού (2920-2470 π.χ.: σε φάσεις που συγχρονίζονται με Πρωτοελλαδική Ι-ΙΙ περιόδους). Η απουσία επείσακτων προϊόντων από το νότο εντάσσει τη θέση σε μεγαλύτερο δίκτυο αρχαιολογικών χώρων του βορειότερου ελλαδικού και του ευρύτερου βαλκανικού κόσμου, καθιστώντας παράλληλα εξαιρετικά δύσκολη τη σχετική χρονολόγηση της κεραμικής και τη διάκριση χρονολογικών φάσεων. Για τον ίδιο λόγο επισφαλής πρέπει να θεωρείται η κατάταξη από νεότερους ερευνητές και άλλων θέσεων στην Πρώιμη Χαλκοκρατία, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά στην ανεπαρκή μελέτη της χειροποίητης κεραμικής. Αυτή γενικότερα παράγεται και καταναλώνεται στην Ήπειρο από την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική περίοδο έως τα υστεροκλασικά χρόνια ή και αργότερα ακόμη, με μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις στην τεχνολογία κατασκευής και όπτησης. 4

Σε προχωρημένες φάσεις της Πρώιμης Εποχής Χαλκού μπορεί πλέον (σημ. 9) να καταταχθεί οριστικά μια ομάδα δώδεκα χάλκινων μονόστομων πελέκεων (εικ. 7) από την Ήπειρο. Αποτελούν γενικά ευρήματα χωρίς ασφαλές αρχαιολογικό περιβάλλον εύρεσης (context). Πρόκειται για χυτά αντικείμενα, κατασκευασμένα σε διπλές λίθινες μήτρες ή σε πήλινα προπλάσματα με την τεχνική του χαμένου κηρού (investment process). Διαθέτουν κυκλική οπή για τη στερέωση του ξύλινου στειλεού απέναντι από την κοφτερή λεπίδα. Ανήκουν στον ίδιο βαλκανικό τύπο μονόστομων πελέκεων με μικρή σχετικά διάδοση σε περιοχές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της Μακεδονίας και κυρίως της Ηπείρου. H δειγματοληπτική πραγματοποίηση χημικών αναλύσεων σύστασης (EDXRF) εμφανίζει κράμα χαλκού με μικρή περιεκτικότητα αρσενικού, το οποίο αποκτά τη μέγιστη σκληρότητα μετά από ψυχρή σφυρηλάτηση, όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματα της μεταλλογραφικής εξέτασης σε οπτικό μικροσκόπιο φωτός. Σε συνδυασμό με τα έντονα ίχνη χρήσης υποδηλώνεται η λειτουργία τους ως υλοτομικά εργαλεία κοπής και διαμόρφωσης στα δάση της περιοχής. Ελάχιστα παραμένουν τα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα και για τη Μέση Χαλκοκρατία στην Ήπειρο. Στα σύνορα του νομού Άρτας με τη δυτική Θεσσαλία, που ορίζει ο ποταμός Αχελώος, χωροθετείται οικισμός στη θέση Πηγές, όπου σημειώνονται θεμέλια αψιδωτών κτιρίων και ποσότητα χειροποίητης κεραμικής. Παρόμοια ευρήματα αναφέρονται από την άλλη όχθη του Αχελώου στις θέσεις Πετρωτό και Καρυά (σημ. 10) του νομού Καρδίτσας. Ενδιαφέρον νεκροταφείο (σημ. 11) στο Σεβαστό Θεσπρωτίας χρονολογείται στη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Στο οικιστικό στρώμα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας διανοίχτηκε λάκκος, στον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιτόπια καύση (1980-1755 π.χ.) και ταφή νεκρού με πήλινο αγγείο και οστέινη βελόνη. Αργότερα υψώθηκε από πάνω ταφικός τύμβος (1780-1610 π.χ.) με λίθινο περίβολο διαμ. 9-10 μ. Περιείχε κεντρικό κιβωτιόσχημο τάφο δύο ενηλίκων, δύο παιδικούς τάφους και μεταγενέστερη παιδική ταφή. Σε μικρή απόσταση νότια εντοπίστηκε σύμπλεγμα (1690-1490 π.χ.) από πέντε λίθινους κύκλους διαμ. 3-4 μ., στο κέντρο των οποίων υπήρχε από ένας μεγάλος κιβωτιόσχημος τάφος. Μικρότερος κύκλος δίπλα περιείχε παιδικό κιβωτιόσχημο τάφο. Η απουσία κτερισμάτων αποδίδεται στη λειτουργία των τάφων ως δευτερογενών οστεοφυλακίων (περιείχαν αρκετούς σκελετούς). Τέλος, αναφέρουμε τη ραδιοχρονολόγηση (1710 π.χ.) δείγματος σε τομή οικισμού (σημ. 12) στο Σκαφιδάκι Πρέβεζας, θέση που ελέγχει την είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό εντοπίστηκε κιβωτιόσχημος τάφος (σημ. 13) με δύο ταφές, ο οποίος με βάση τα κτερίσματα χρονολογείται στη μεταβατική περίοδο από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Η τελευταία θα εξεταστεί αναλυτικότερα παρακάτω. 5

NOTES 1. Α. Ντούζουγλη, Η κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα από την προϊστορική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα, στο Α Επιστημονικό Συμπόσιο: Η Επαρχία Κόνιτσας στο Χώρο και το Χρόνο, Κόνιτσα 12-14 Μαΐου 1995, Κόνιτσα 1996, σ. 11-61. 2. Η. Ανδρέου / Ι. Ανδρέου, Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου, κέντρο ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, στο Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 77-90. 3. J. Wiseman / K. Zachos (επιμ.), Landscape Archaeology in Southern Epirus, Greece I, Hesperia Supplement 32, The American School of Classical Studies at Athens 2003. 4. B. Forsén (επιμ.), Thesprotia Expedition I: Towards a Regional History, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 15, Ελσίνκι 2009. B. Forsén / E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia Expedition II: Environment and Settlement Patterns, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 16, Ελσίνκι 2011. Θα ακολουθήσει η δημοσίευση και του τρίτου τόμου της σειράς. Επιπλέον βλ. Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών, Thesprotia Expedition online, www.thesprotiaexpedition.com 5. Γ. Πλιάκου, Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και η ευρύτερη περιοχή της Μολοσσίας στην κεντρική Ήπειρο: Αρχαιολογικά κατάλοιπα, οικιστική οργάνωση και οικονομία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2007. 6. A. Douzougli / K. Zachos, L archéologie des zones montagneuses: Modèles et interconnexions dans le Néolithique de l Épire et de l Albanie méridionale, στο G. Touchais / J. Renard (επιμ.), L Albanie dans l Europe préhistorique, Lorient 8-10 Juin 2000, Παρίσι 2002, σ. 124-138, 143. 7. Αναφέρεται η παρουσία οστών βοδιού (8 %), προβάτου (33 %), χοίρου (12 %), κόκκινου ελαφιού (8 %), σκύλου (4 %), κατσίκας (3 %), καθώς και άλλων ειδών (ζαρκάδι, αγριόχοιρος, αρκούδα, λαγός, γάτα: σε ποσοστά κάτω του 1 %). Τα οικόσιτα ζώα υπολογίζονται περίπου στο 90 % και τα άγρια είδη στο 10 %. 8. B. Forsén / J. Forsén / K. Lazari / E. Tikkala, Catalogue of sites in the central Cocytos valley, στο B. Forsén / E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia Expedition II: Environment and Settlement Patterns, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 16, Ελσίνκι 2011, σ. 79-82. 9. Τα συγκεκριμένα αδημοσίευτα αντικείμενα αποτελούν πεδίο έρευνας του υπογράφοντα αρχαιολόγου στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με τίτλο Η μεταλλοτεχνία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο: Οι θησαυροί και τα εργαλεία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η μεγαλύτερη μερίδα της έρευνας στην προϊστορική Ήπειρο τα κατατάσσει στην Ύστερη Χαλκοκρατία. 10. Λ. Χατζηαγγελάκης, Η Εποχή του Χαλκού στη δυτική Θεσσαλία, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 52 (2007), σ. 9-10, 35-39. Ευχαριστώ τον συνάδελφο αρχαιολόγο Δ. Σακκά για τις πληροφορίες. 11. Ό.π. (βλ. σημ. 8). Οι απόλυτες χρονολογίες στις παρενθέσεις οφείλονται σε μετρήσεις ραδιενεργού άνθρακα. 12. T. Tartaron, Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004), σ. 59-61. 13. Η. Ανδρέου, Νέες προϊστορικές θέσεις στην Ήπειρο, στο Χ. Τζουβάρα-Σούλη / Α. Βλαχοπούλου- Οικονόμου / Κ. Γραβάνη-Κατσίκη (επιμ.), Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα 1994, σ. 243, 259-260. Οι ταφές ήταν κτερισμένες με τρία πήλινα αγγεία και χάλκινα κοσμήματα. 6

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ Η., Νέες προϊστορικές θέσεις στην Ήπειρο, στο Χ. Τζουβάρα-Σούλη / Α. Βλαχοπούλου- Οικονόμου / Κ. Γραβάνη-Κατσίκη (επιμ.), Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα 1994, σ. 233-265. ΑΝΔΡΕΟΥ Η. / ΑΝΔΡΕΟΥ Ι., Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου, κέντρο ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, στο Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 77-90. DOUZOUGLI A. / ZACHOS K., L archéologie des zones montagneuses: Modèles et interconnexions dans le Néolithique de l Épire et de l Albanie méridionale, στο G. Touchais / J. Renard (επιμ.), L Albanie dans l Europe préhistorique, Lorient 8-10 Juin 2000, Παρίσι 2002, σ. 111-143. FORSÉN B. (επιμ.), Thesprotia Expedition I: Towards a Regional History, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 15, Ελσίνκι 2009. FORSÉN B. / FORSÉN J. / LAZARI K. / TIKKALA E., Catalogue of sites in the central Cocytos valley, στο B. Forsén / E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia Expedition II: Environment and Settlement Patterns, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 16, Ελσίνκι 2011, σ. 73-122. FORSÉN B. / TIKKALA E. (επιμ.), Thesprotia Expedition II: Environment and Settlement Patterns, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens Vol. 16, Ελσίνκι 2011. ΝΤΟΥΖΟΥΓΛΗ Α., Η κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα από την προϊστορική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα, στο Α Επιστημονικό Συμπόσιο: Η Επαρχία Κόνιτσας στο Χώρο και το Χρόνο, Κόνιτσα 12-14 Μαΐου 1995, Κόνιτσα 1996, σ. 11-61. ΠΛΙΑΚΟΥ Γ., Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και η ευρύτερη περιοχή της Μολοσσίας στην κεντρική Ήπειρο: Αρχαιολογικά κατάλοιπα, οικιστική οργάνωση και οικονομία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2007. TARTARON T., Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004). WISEMAN J. / ZACHOS K. (επιμ.), Landscape Archaeology in Southern Epirus, Greece I, Hesperia Supplement 32, The American School of Classical Studies at Athens 2003. ΧΑΤΖΗΑΓΓΕΛΑΚΗΣ Λ., Η Εποχή του Χαλκού στη δυτική Θεσσαλία, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 52 (2007), σ. 3-48. 7

Η Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο (Μέρος Β ) Η Ύστερη Χαλκοκρατία: οικιστική ανάπτυξη-οργάνωση Οι πρώιμες φάσεις της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην Ήπειρο, που συγχρονίζονται με την Υστεροελλαδική Ι και ΙΙ περιόδους του νοτιότερου ελλαδικού χώρου, είναι σχεδόν άγνωστες στην υπό συζήτηση περιοχή. Έτσι μιλάμε για πολιτισμό της τρίτης φάσης της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως για τη μεταβατική περίοδο, η οποία συγχρονίζεται με τον 13 ο -12 ο προχριστιανικό αιώνα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ2-Γ1 φάσης του μυκηναϊκού κόσμου. Παρότι η παρουσία λίγων επείσακτων προϊόντων ή εθίμων (μυκηναϊκή κεραμική, χάλκινα αντικείμενα, θολωτός τάφος) από το νότο βοηθά στην καθιέρωση σχετικών χρονολογήσεων, η μαζική εγχώρια χειροποίητη κεραμική παραγωγή και κατανάλωση χαρακτηρίζει ακόμη τον υλικό πολιτισμό της περιοχής. Η συχνή απόδοση στην έρευνα του χρονολογικού προσδιορισμού Ύστερη Εποχή Χαλκού-Πρώιμη Εποχή Σιδήρου μάλλον δείχνει, ότι εδώ υπάρχει σχετικά ομαλότερη μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη. Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε, πως η Ήπειρος βρίσκεται στα εξωτερικά όρια της περιφέρειας του μυκηναϊκού κόσμου, αντλώντας από αυτόν αντικείμενα γοήτρου, που η ίδια αδυνατεί να κατασκευάσει. Παρόλα αυτά, τα γνωστά δεδομένα παραμένουν σχετικά λίγα (σημ. 1) και κάθε γενίκευση μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Στον δεσπόζοντα επί του κάμπου της Κόνιτσας λόφο του Λιατοβουνίου (σημ. 2) και στη συμβολή των ποταμών Αώου και Βοϊδομάτη ανασκάφτηκε τμήμα οικισμού (εικ. 1) με κατοίκηση από τον 12 ο -4 ο π.χ. αιώνα. Ορίζεται από ελαφρά καμπυλόγραμμο αναλημματικό τοίχο πλάτους ενός μέτρου περίπου, εσωτερικά του οποίου διαπιστώνονται δύο τουλάχιστον φάσεις κατοίκησης. Ως οικοδομικό υλικό στους καμπύλους ή ευθύγραμμους τοίχους χρησιμοποιούνται εγχώριοι αργόλιθοι στη θεμελίωση, ενώ η ανωδομή αποτελείται από πηλόπλινθους, ενισχυμένες με ξυλοδεσιά. Στην πρωιμότερη φάση ανήκουν δάπεδα από πακτωμένο χώμα με μικρά βότσαλα και αποστραγγιστικός αγωγός, λαξευμένος στον φυσικό βράχο. Στην υστερότερη φάση κατασκευάζονται πιο κανονικά δάπεδα από τα ίδια υλικά, ενώ κάτω από ένα βρέθηκε διαταραγμένη λακκοειδής ταφή βρέφους με δίωτο κύπελο. Εδώ εντάσσεται και επικλινής επιφάνεια από χώμα με χαλίκια και βότσαλα, η οποία ερμηνεύεται ως δρόμος του οικισμού. Σημειώθηκε ποσότητα χονδροειδούς χειροποίητης κεραμικής και λίγα όστρακα με αμαυρόχρωμη διακόσμηση, δέκα τουλάχιστον στελέχη μυκηναϊκών κυλίκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου, πήλινα σφονδύλια και αγνύθες, χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα. Σε μικρή απόσταση εντοπίζεται το νεκροταφείο του οικισμού. 8

Στην κοιλάδα του ποταμού Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου έχουν ερευνηθεί νεκροταφεία τύμβων και οικιστικά σύνολα (σημ. 3) από το τέλος της Ύστερης Εποχής Χαλκού και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Σε θέσεις στη Μερόπη, Παλαιόπυργο και Κάτω Μερόπη αποκαλύπτονται τμήματα οικισμών με ομάδες καμπύλων κτισμάτων (εικ. 2), οργανωμένων σε μικρά πλατώματα επί ομαλών πλαγιών. Οι συγκεκριμένοι οικισμοί ορίζονται συχνά από περιβόλους αναλημματικού ή οχυρωματικού χαρακτήρα, όπως στο Λιατοβούνι Κόνιτσας και αργότερα στη Βίτσα Ζαγορίου και στον Αετό Φιλιατών (πρόσφατα ευρήματα της ΛΒ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων). Συνηθέστερη μορφή κάτοψης οικιών είναι η κυκλική, η ελλειψοειδής, ενώ σε μικρότερη συχνότητα απαντούν η πεταλόσχημη, η αψιδωτή και η σε σχήμα πέλματος μορφή. Οι τοίχοι των κτισμάτων διαθέτουν λίθινη υποδομή και ανωδομή από φθαρτά ελαφριά υλικά. Γενικότερα βρέθηκε εγχώρια χειροποίητη κεραμική και πήλινα σφονδύλια, εργαλεία από πυριτόλιθο και άλλα μικροαντικείμενα. Στο εσωτερικό αψιδωτής οικίας από την Κάτω Μερόπη εντοπίστηκαν εστία και δύο πιθάρια, ενώ στον πυθμένα ενός από αυτά υπήρχε μάζα ήλεκτρου-κεχριμπαριού βάρους 1500 γρ. περίπου, σύνολο το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να ενταχθεί σε ακριβές χρονολογικό πλαίσιο. Στους πρόποδες του όρους Μιτσικέλι και στην όχθη της λίμνης Παμβώτιδας (εικ. 3) αναπτύσσεται ο οικισμός της Κρύας (σημ. 4) Ιωαννίνων με συνεχή χρήση στον 12 ο -8 ο π.χ. αιώνα. Δύο οικιστικές φάσεις αντιπροσωπεύονται από σωρούς λίθων και κατάλοιπα εστιών. Βρέθηκαν χειροποίητη κεραμική, εισηγμένα δείγματα και εγχώριες απομιμήσεις μυκηναϊκών κυλίκων, πήλινα σφονδύλια, πυριτολιθικά εργαλεία, οστά ζώων, χάλκινη περόνη. Από το Θεσπρωτικό Πρέβεζας αναφέρονται οικοδομικά κατάλοιπα, χειροποίητη κεραμική, λίθινα εργαλεία, κιβωτιόσχημοι τάφοι και λιθοσωροί τύμβων. Τα συγκεκριμένα ευρήματα χρονολογούνται στην προϊστορική και πρώιμη ιστορική περίοδο. Πέντε κυκλικές καλύβες με λίθινη αναλημματική κρηπίδα στο χαμηλότερο υψομετρικά ήμισυ της διαμέτρου και με ανωδομή από φθαρτά υλικά εντάχθηκαν παλαιότερα στην ίδια χρονολογική βαθμίδα (σημ. 5). Αρχαιολογικές θέσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού εντοπίζονται στην περιοχή έρευνας του Nikopolis Project (ανάμεσα στους ποταμούς Αχέροντα-Λούρο: όρια αρχαίας Κασσωπαίας). Σημαντική κρίνεται η ανεύρεση μεγάλου αριθμού πυριτολιθικών εργαλείων σε συνάφεια με χειροποίητη κεραμική στο Κουμασάκι και στον Πούντα, που ερμηνεύονται ως σημεία παραγωγής λίθινων τεχνέργων. Επιπλέον στις θέσεις Βουβοπόταμος, Σκαφιδάκι και Γαλατάς (σημ. 6) τεκμηριώνεται η ύπαρξη οικισμών, από την επιφάνεια των οποίων περισυλλέχτηκαν ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και λίθινων εργαλείων, όστρακα μυκηναϊκής κεραμικής, δομικά κατάλοιπα οικιών από φθαρτά υλικά και άλλα ευρήματα. Η χρονολόγηση ενισχύεται και από τρία διαθέσιμα δείγματα μέτρησης ραδιενεργού άνθρακα. 9

Μερικώς διαφορετική εμφανίζεται η κατάσταση στη λεκάνη εκβολών του ποταμού Αχέροντα, ο οποίος χύνεται στον κόλπο του Φαναρίου επί του Ιονίου πελάγους. Εδώ, η ευκολότερη κατά τα φαινόμενα προσβασιμότητα μέσω θαλάσσιων οδών, η ένταξη θέσεων σε οργανωμένα εμπορικά δίκτυα, η έκφραση μίμησης ή επιβολής μυκηναϊκών προτύπων και η ανάγκη προστασίας από πειρατικές επιδρομές οδήγησαν στην κατασκευή κυκλώπειων και ψευδοκυκλώπειων τειχών. Οι μνημειακές αυτές μορφές υιοθετούνται σε περιορισμένο βαθμό και αποκλειστικά στις νοτιοδυτικές ακτές της Ηπείρου. Γνωστά δείγματα (σημ. 7) αναφέρονται στην Εφύρα, στην Αγία Ελένη, στην Κάστριζα και λίγο πιο μακριά στην Κίπερη Πάργας, όπου βρέθηκε και ο μοναδικός γνωστός θολωτός τάφος της Ηπείρου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακρόπολη της Εφύρας (σημ. 8). Χωροθετείται (εικ. 4) στον λόφο Ξυλόκαστρο (83 μ.), που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού, δίπλα στο χωριό Μεσοπόταμος Πρέβεζας και στο λεγόμενο Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Στην Ύστερη Εποχή Χαλκού η ακρόπολη απείχε μόλις 500 μ. από τη θάλασσα, ενώ σήμερα η ακτογραμμή μετατίθεται προς το Ιόνιο πέλαγος, καθώς το αρχαίο λιμάνι (Γλυκύς Λιμήν: σημ. 9) καλύπτεται από τις πλούσιες επιχώσεις του ποταμού Αχέροντα. Τότε κατασκευάζεται κυκλώπειο οχυρωματικό τείχος με μήκος 1120 μ., το οποίο περικλείει έκταση σαράντα περίπου στρεμμάτων. Στη νότια πλευρά υπάρχει πύλη με πλάτος 2.30 μ., πλαισιωμένη από δύο κάθετα σκέλη και πυργοειδή κατασκευή-προμαχώνα. Η προϊστορική οχύρωση περιλαμβάνει και δεύτερο εσώτερο περίβολο, ενώ ο ανώτερος τρίτος χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή. Στο εσωτερικό της ακρόπολης αποκαλύφτηκαν τρεις ταφικοί τύμβοι της Ύστερης Χαλκοκρατίας, οι οποίοι εκτός των άλλων ευρημάτων περιείχαν και μυκηναϊκή κεραμική. Ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και πυριτολιθικών εργαλείων εντοπίζονται στην περιοχή, αλλά κανένα ίχνος οικιστικών καταλοίπων ή προϊστορικών στρωμάτων. Η θέση μπορεί να ερμηνευτεί ως εμπορικός σταθμός περιφερειακού κέντρου του μυκηναϊκού κόσμου, το οποίο θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας, όπου εντοπίζονται σημαντικές μυκηναϊκές εγκαταστάσεις (σημ. 10). Σε μικρή απόσταση από τον θολωτό τάφο της Κίπερης στην Πάργα εντοπίζεται οχυρωματικό τείχος με πλάτος 1.30 μ., το οποίο περιβάλλει θεμέλια κυκλικών και ορθογώνιων κατασκευών με προϊστορική κεραμική και λίθινα εργαλεία. Στον λόφο της Αγίας Ελένης σημειώνονται δύο παράλληλες σειρές αναλημματικού ή οχυρωματικού τείχους με πλάτος 2 μ. περίπου. Στον γήλοφο της Κάστριζας εντοπίζονται τμήματα οχυρωματικού τείχους με πλάτος 3 μ., τα οποία καλύπτουν τα ευάλωτα σημεία του λόφου, πύλη και πυργοειδείς κατασκευές. Επιφανειακά αναφέρονται ποσότητες χειροποίητης κεραμικής και λίθινων τεχνέργων. 10

Η Προϊστορική Δωδώνη Η αρχαία Δωδώνη βρίσκεται στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους Ολύτσικα-Τόμαρος (εικ. 5) και στο κέντρο της ενδοχώρας της Ηπείρου κοντά στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Η πανελλήνια ιερότητα του δωδωναίου μαντείου παραδίδεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου από τον 8 ο π.χ. αιώνα. Παράλληλα εισάγονται στο αρχαιολογικό αρχείο χάλκινα και άλλα αναθήματα από εργαστήρια του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Ως απόηχος της συλλογικής μνήμης των Ελλήνων αναφέρεται σε διάφορους αρχαίους συγγραφείς η προϊστορική λατρεία της Μεγάλης Θεάς/Θεάς Γης, που συμβολίζει τη γονιμότητα. Αυτή στην Ήπειρο και στη Δωδώνη μετονομάζεται σε Διώνη και λατρεύεται μαζί με τον Δία. Εξίσου παλαιά θεωρείται και η λατρεία της ιερής βελανιδιάς (δρυολατρεία) με αντίστοιχη ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Τι γινόταν λοιπόν εδώ (σημ. 11) στα προϊστορικά χρόνια ; Εκτός από λίγα χάλκινα μαχαίρια της Μέσης Χαλκοκρατίας όλα τα υπόλοιπα προϊστορικά ευρήματα της Δωδώνης κατατάσσονται σε διάφορες φάσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού. Το 1967 ανασκάφτηκε στη στοά του ελληνιστικού βουλευτηρίου προϊστορικό στρώμα πάχους 0.50 μ. (σημ. 12), το οποίο επεκτείνεται και σε άλλα σημεία του αρχαιολογικού χώρου. Εδώ βρέθηκαν οι θεμελιώσεις για πέντε πασσάλους ορθογώνιας καλύβας, οκτώ λάκκοι-βόθροι με χειροποίητη κεραμική και πυριτολιθικά τέχνεργα, καθώς και θερμική κατασκευή οκτώσχημου κλιβάνου (εικ. 6) για την όπτηση τροφών και αγγείων. Σε συνάφεια με τις παραπάνω κατασκευές εντοπίστηκαν διάφορες κατηγορίες εγχώριας χειροποίητης κεραμικής (και με αμαυρόχρωμη διακόσμηση), εισηγμένη τροχήλατη κεραμική της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περίπου διακόσια όστρακα), αλλά και εγχώριες απομιμήσεις της (κυρίως κύλικες). Από παλαιότερες και νεότερες ανασκαφές της Δωδώνης προέρχονται τριάντα περίπου χάλκινα προϊστορικά αντικείμενα (μονόστομα και αμφίστομα μαχαιρίδια, αμφίστομοι πελέκεις, φυλλόσχημες αιχμές δοράτων, εγχειρίδια με λαβή σε σχήμα Τ, κερατόσχημο ξίφος). Άλλοι τριάντα περίπου χάλκινοι σταυροπελέκεις χρονολογούνται στη μεταβατική περίοδο, ενώ οι περισσότεροι είναι κατασκευασμένοι από σφυρήλατο έλασμα με σαφή αναθηματικό χαρακτήρα. Η συγκέντρωση των παραπάνω χαρακτηριστικών στην κοιλάδα της Δωδώνης είναι μοναδική στην Ήπειρο. Η συνεύρεση κατηγοριών κεραμικής με πασσαλόπηκτες και άλλες κατασκευές ενισχύεται από την ενδιαφέρουσα ομάδα μικρογραφικών χειροποίητων αγγείων και χάλκινων εργαλείων ή όπλων με αφιερωματικό πιθανόν χαρακτήρα (εικ. 7). Δύσκολα θα μπορούσε να ερμηνευτεί αλλιώς η συσσώρευση τόσων χάλκινων τεχνέργων με ποικίλη προέλευση (σημ. 13) στην προωθημένη αυτή περιοχή της ηπειρωτικής ενδοχώρας. 11

NOTES 1. Για παλαιότερη σύνθεση των δεδομένων βλ. Θ. Παπαδόπουλος, Η Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο, Δωδώνη 5 (1976), σ. 271-338 και Κ. Σουέρεφ, Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Ιωάννινα 2001. 2. A. Douzougli / J. Papadopoulos, Liatovouni: A molossian cemetery and settlement in Epirus, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 125 (2010), σ. 62-66. Ο οικισμός ανασκάφτηκε το 1997. 3. Η. Ανδρέου, Καμπύλα κτίσματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην κοιλάδα του Γορμού Πωγωνίου, στο Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 26-30 Σεπτεμβρίου 1999, Αθήνα 2003, σ. 117-133. 4. T. Tartaron / K. Zachos, The Mycenaeans and Epirus, στο Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 70-71. 5. Η διερευνητική ανασκαφή, που πραγματοποιήθηκε το 2007 από τη ΛΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και αποκάλυψε εφυαλωμένη μεταβυζαντινή κεραμική στο εσωτερικό μιας εκ των πέντε γνωστών κυκλικών καλυβών, δεν αναιρεί τη σημασία-χρονολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων από τη θέση. 6. T. Tartaron, Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004), σ. 50-51, 54-56, 59-61, 64-65. Δύο ραδιοχρονολογήσεις από το Σκαφιδάκι δίνουν φάσμα ζωής του οικισμού 1710-790 π.χ. και μια από τον Γαλατά τοποθετείται στα 1400 π.χ. περίπου. 7. Ό.π. (σημ. 6), σ. 37-48, 67-68. Οι θέσεις τεκμηριώθηκαν από το Nikopolis Project. 8. Στην ακρόπολη της Εφύρας πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές εργασίες από τον Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Αθ. Παπαδόπουλο κατά τη διάρκεια των ετών 1975-1987 (βλ. τις σχετικές εκθέσεις στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας των αντίστοιχων ετών). Η ΛΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων πραγματοποιεί τώρα φιλόδοξες εργασίες ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων της Εφύρας και του Νεκρομαντείου στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Α. 9. T. Tartaron, Glykys Limin: A Mycenaean port of trade in southern Epirus?, στο D. Tandy (επιμ.), Prehistory and History: Ethnicity, Class and Political Economy, Μόντρεαλ 2001, σ. 1-40. 10. Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Τοπωνυμικές επιβιώσεις για την Ομηρική Ιθάκη στην Αιτωλοακαρνανία και αρχαιολογικά τεκμήρια για την μυκηναϊκή εποχή, στο Διεθνές Συνέδριο αφιερωμένο στον Wilhelm Dörpfeld, Λευκάδα 06-11 Αυγούστου 2006, Πάτρα 2008, σ. 373-388. 11. M. Dieterle, Dodona: Religionsgeschichtliche und historische Untersuchungen zur Entstehung und Entwicklung des Zeus-Heligtums, Ζυρίχη και Νέα Υόρκη 2007, σ. 235-262. 12. Σ. Δάκαρης, Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 122 (1967), σ. 39-43, 46-47, πίν. 28-30, 33. Η θερμική κατασκευή είναι λαξευμένη στο έδαφος βαθμιδωτά για την προσαρμογή της κινητής θόλου, που περιλαμβάνει πήλινη πλάκα και το άνω μέρος δίωτου πιθοειδούς αγγείου. 13. Από τη Δωδώνη αναφέρονται εκτός των άλλων και τρία προϊστορικά χάλκινα εξωτικά αντικείμενα: αμφίστομο εγχειρίδιο ιταλικού τύπου Peschiera, μονόστομος πέλεκυς με κυλινδρικό αυλό ευρωπαϊκού τύπου ( Nackenscheibenaxt ), αμφίστομος πέλεκυς τύπου Καλίνδριας (με κατασκευή στην κεντρική Μακεδονία). Η προϊστορική λατρεία στη Δωδώνη έχει αντιμετωπιστεί επιφυλακτικά από τους νεότερους ερευνητές σε αντίθεση με τον ανασκαφέα της Σ. Δάκαρη (βλ. σχετικά Δ. Ευαγγελίδης / Σ. Δάκαρης, Το Ιερόν της Δωδώνης: Α. Ιερά Οικία, Αρχαιολογική Εφημερίς 98 (1959), σ. 127-132). Η προϊστορική κατοίκηση Δωδώνης είναι σημαντική. 12

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ Η., Καμπύλα κτίσματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στην κοιλάδα του Γορμού Πωγωνίου, στο Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 26-30 Σεπτεμβρίου 1999, Αθήνα 2003, σ. 117-133. ΔΑΚΑΡΗΣ Σ., Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 122 (1967), σ. 33-54. DIETERLE M., Dodona: Religionsgeschichtliche und historische Untersuchungen zur Entstehung und Entwicklung des Zeus-Heligtums, Ζυρίχη και Νέα Υόρκη 2007. DOUZOUGLI A. / PAPADOPOULOS J., Liatovouni: A molossian cemetery and settlement in Epirus, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 125 (2010), σ. 1-87. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ. / ΔΑΚΑΡΗΣ Σ., Το Ιερόν της Δωδώνης: Α. Ιερά Οικία, Αρχαιολογική Εφημερίς 98 (1959), σ. 1-194. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Θ., Η Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο, Δωδώνη 5 (1976), σ. 271-338. ΣΟΥΕΡΕΦ Κ., Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Ιωάννινα 2001. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ Μ., Τοπωνυμικές επιβιώσεις για την Ομηρική Ιθάκη στην Αιτωλοακαρνανία και αρχαιολογικά τεκμήρια για την μυκηναϊκή εποχή, στο Διεθνές Συνέδριο αφιερωμένο στον Wilhelm Dörpfeld, Λευκάδα 06-11 Αυγούστου 2006, Πάτρα 2008, σ. 373-388. TARTARON T., Glykys Limin: A Mycenaean port of trade in southern Epirus?, στο D. Tandy (επιμ.), Prehistory and History: Ethnicity, Class and Political Economy, Μόντρεαλ 2001, σ. 1-40. TARTARON T., Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004). TARTARON T. / ZACHOS K., The Mycenaeans and Epirus, στο Α Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο: Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 57-76. 13

Η Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο (Μέρος Γ ) Η Ύστερη Χαλκοκρατία: τα ταφικά έθιμα Περιορισμένες είναι οι επιλογές των προϊστορικών κατοίκων της Ηπείρου και στον τομέα των ταφικών εθίμων. Επικρατεί ο τύπος του απλού κιβωτιόσχημου (σημ. 1) τάφου, ο οποίος είναι εγκιβωτισμένος στο χωμάτινο έδαφος της περιοχής και ακόλουθος με τον σκληρό τρόπο διαβίωσης. Ενδεικτική για τη γεωλογία της περιοχής είναι η απουσία χαρακτηριστικών για τον μυκηναϊκό κόσμο λαξευτών θαλαμοειδών τάφων σε μαλακά ιζηματογενή πετρώματα, συχνότερα στο νοτιότερο ελλαδικό χώρο. Ως επείσακτο μυκηναϊκό έθιμο αναγνωρίζεται ο μοναδικός γνωστός θολωτός τάφος από την Κίπερη της Πάργας. Οι ταφές είναι συνήθως κτερισμένες με πήλινα αγγεία, χάλκινα όπλα ή κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα από διάφορα υλικά. Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνται προηγουμένως πρακτικά στην καθημερινότητα ή κατασκευάζονται αποκλειστικά για να συνοδεύουν συμβολικά το νεκρό στη μετά θάνατο ζωή. Αντανακλούν λοιπόν τα κτερίσματα την πραγματική υπόσταση του ατόμου, όταν αποτελούν προσωπικά του αντικείμενα ή μήπως την ιδεατή εικόνα των ζωντανών με την προσφορά δικών τους αντικειμένων στο νεκρό. Επειδή η συγκεκριμένη διάκριση δεν προκύπτει αυτονόητα λόγω και της απουσίας ανθρωπολογικών αναλύσεων σε σκελετικά κατάλοιπα στην Ήπειρο, θα περιοριστούμε στην περιγραφή σχετικών ευρημάτων. Τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι βρέθηκαν στον Ελαφότοπο (σημ. 2) Ιωαννίνων, ενώ στην ίδια περιοχή εντοπίζονται και όστρακα χειροποίητης κεραμικής ως ένδειξη ύπαρξης οικισμού. Οι ταφές ήταν κτερισμένες με χειροποίητους ημισφαιρικούς κυάθους, χάλκινο δρεπανοειδές μαχαίρι, χάλκινα σπειροειδή ψέλια και δακτυλίους, χάντρες από διάφορα υλικά, χρυσό έλασμα. Ο πρώτος τάφος ήταν πλουσιότερα κτερισμένος, ενώ ο τέταρτος βρέθηκε κενός. Στο κοντινό Καλπάκι (σημ. 3) Ιωαννίνων εντοπίστηκαν τέσσερις ακόμη κιβωτιόσχημοι τάφοι ως συστάδα μικρού νεκροταφείου. Ο πρώτος περιείχε αντρική ταφή με πήλινο αγγείο, χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χάλκινο δρεπανοειδές μαχαίρι, ενώ ο τέταρτος δύο σκελετούς με δύο πήλινα αγγεία, χάλκινα κοσμήματα και χάντρες από διάφορα υλικά. Ο δεύτερος παιδικός τάφος ήταν ακτέριστος, ο τρίτος φτωχά κτερισμένος με αγγείο και ψέλιο. Στο γειτονικό Μαζαράκι (σημ. 4) Ιωαννίνων κιβωτιόσχημος τάφος με τρεις νεκρούς βρέθηκε πλούσια κτερισμένος. Περιείχε πέντε μυκηναϊκά και χειροποίητα αγγεία, χάλκινο ξίφος και εγχειρίδιο, τρεις χάλκινες αιχμές δοράτων, λίγα χάλκινα κοσμήματα, χάντρες από διάφορα υλικά και λίθινη ακόνη-περίαπτο (εικ. 1). Στην επίχωση του τάφου εντοπίστηκαν επιπλέον όστρακα χειροποίητης κεραμικής και στέλεχος μυκηναϊκής κύλικας. 14

Δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι στην Καστρίτσα Ιωαννίνων απέδωσαν ψευδόστομο αμφορίσκο και χάλκινο εγχειρίδιο. Οι ανωτέρω τέσσερις μικρές συστάδες χρονολογούνται από τα ευρήματα στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ-Γ περίοδο. Κιβωτιόσχημος τάφος στο Ρωμανό (σημ. 5) Ιωαννίνων με γυναικεία ταφή και χάλκινα κοσμήματα ανήκει στον 11 ο π.χ. αιώνα. Τέλος, αντίστοιχος τάφος στο Νεκρομαντείο Πρέβεζας περιείχε μυκηναϊκά όστρακα, χάντρες και οστά ζώων. Η σημαντικότερη λακκοειδής ταφή βρέθηκε στο μολοσσικό νεκροταφείο του Λιατοβουνίου Κόνιτσας (σημ. 6). Η μόνη προϊστορική ταφή (τάφος 59: εικ. 2) άνηκε σε άνδρα πολεμιστή, όπως μαρτυρούν τα κτερίσματα: χάλκινο ξίφος και εγχειρίδιο, δύο χάλκινες αιχμές δοράτων, έντεκα χάλκινα ομφάλια και είκοσι οκτώ κομβία ως στοιχεία δερμάτινου θώρακα, δύο ψήφοι. Ο τάφος χρονολογείται στον 12 ο προχριστιανικό αιώνα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου. Άλλες λακκοειδείς ταφές εντοπίστηκαν στην Κάτω Κόνιτσα Ιωαννίνων (αμαυρόχρωμος κάνθαρος, χάλκινο ξίφος, χάλκινη αιχμή δόρατος), στην Πεδινή Ιωαννίνων (μυκηναϊκός σκύφος, χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χάλκινο μαχαίρι, πήλινο σφονδύλι), στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας (χάλκινο εγχειρίδιο, χάλκινη αιχμή δόρατος), στη Γκρίκα Θεσπρωτίας (μικρό αγγείο, χάλκινη αιχμή δόρατος, χρυσή και πήλινη χάντρα, οστά αλόγου). Ο μόνος για την Ήπειρο θολωτός τάφος (εικ. 3) στην Κίπερη (σημ. 7) Πάργας παραπέμπει άμεσα σε μυκηναϊκό έθιμο προβεβλημένης ταφής. Έχει επιμελημένη κατασκευή κατά τον εκφορικό τρόπο δομής με μικρούς πλακοειδείς λίθους. Η θόλος έχει διάμετρο 3.7-3.9 μ. περίπου και αντίστοιχο αρχικό υπολογιζόμενο ύψος, ενώ ο δρόμος του τάφου σώζεται σε μήκος 4 μ. και πλάτος 1 μ. περίπου. Το δάπεδο του θαλάμου και του δρόμου είναι στρωμένο με θαλασσινά χαλίκια. Στον διαταραγμένο ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν οστά ταφών και σκελετός επίτοκης γυναίκας. Βρέθηκαν χάλκινη αιχμή δόρατος, όστρακα μυκηναϊκής και χειροποίητης κεραμικής. Ο τάφος χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Β περίοδο. Στην ακρόπολη της Εφύρας σκάφτηκαν τρεις ταφικοί τύμβοι (σημ. 8) με διάμετρο 9-13.5 μ., πλάτος περιβόλου 1-1.5 μ. και σωζόμενο ύψος 0.3 μ. περίπου. Ο τύμβος Α (Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ φάση) περιείχε οστά ανακομιδών σε κοιλότητα βράχου και τρεις λακκοειδείς ταφές ενηλίκων, κτερισμένες με χειροποίητη κεραμική, σφονδύλια και χάλκινη περόνη. Ο τύμβος Β είχε μια μόνο ακτέριστη ταφή ενηλίκου. Ο τύμβος Γ (Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Γ φάση) περιείχε μικρό κιβωτιόσχημο τάφο με ακτέριστη ταφή νηπίου, κτιστό τάφο με ταφή ενηλίκου και υποκάτω οστεοφυλάκιο με οστά δεκατριών δευτερογενών ταφών, ανάμικτα με όστρακα χειροποίητης και μυκηναϊκής κεραμικής, χάντρες-σφονδύλια από διάφορα υλικά και άλλα. Δίπλα βρέθηκε λακκοειδής ταφή ενηλίκου, δεύτερη παιδιού και τρίτη γυναίκας με παιδί. Κάτω από το κρανίο της αναφέρονται πυρακτωμένα χώματα ως ίχνη καθαρτήριας πυράς. 15

Κεραμική παραγωγή-κατανάλωση Η εγχώρια κεραμική παραγωγή της Ηπείρου παραμένει χειροποίητη σε όλη τη διάρκεια της Χαλκοκρατίας. Οι μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις στην τεχνολογία κατασκευής και όπτησης δεν βοηθούν στη χρονολογική κατάταξη, ενώ και τα ελάχιστα έως τώρα στρωματογραφικά δεδομένα δεν ενισχύονται από χρονολογήσιμα επείσακτα προϊόντα. Σίγουρα εγχώριες πηγές πηλού χρησιμοποιούνται στη συλλογή των πρώτων υλών. Ως βασικές τεχνικές κατασκευής αναγνωρίζονται η μέθοδος της κουλούρας για την κατασκευή των μεγαλύτερων αγγείων και η τσιμπητή τεχνική για μικρότερα αγγεία. Λακκοειδείς κλίβανοι (pit-kiln: όπως στην περίπτωση της Δωδώνης) πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν στην όπτηση των αγγείων, επαρκώντας τεχνολογικά στο ψήσιμο χειροποίητων αγγείων με μειωμένο έλεγχο των συνθηκών όπτησης και αντίστοιχα βέβαια αποτελέσματα, παράδοση η οποία διατηρείται για αρκετούς αιώνες στην Ήπειρο. Πλην λίγων εξαιρέσεων η εισαγωγή κεραμικού τροχού και εξελιγμένων θερμικών κατασκευών σημειώνεται μόνο από τον 5 ο -4 ο π.χ. αιώνα και εξής (σημ. 9). Η χειροποίητη κεραμική της Ηπείρου με βάση υλικό από την Καστρίτσα Ιωαννίνων διαιρέθηκε παλαιότερα από τον Σ. Δάκαρη σε τέσσερις βασικές κατηγορίες, διάκριση η οποία στις γενικές της αρχές χρησιμοποιείται ακόμη με λίγες μεθοδολογικές βελτιώσεις (σημ. 10). Η πολυπληθέστερη ομάδα (κατηγορία ΙΙ κατά Δάκαρη) αναφέρεται σε χειροποίητη χονδροειδή κεραμική (coarse-fabric domestic ware) με πλαστική διακόσμηση (σχινοειδή, δισκάρια, κομβία), η οποία εξυπηρετεί καθημερινές ανάγκες αποθήκευσης, προετοιμασίας και κατανάλωσης τροφής. Χαρακτηρίζεται από μη πλαστικά εγκλείσματα, κακές συνθήκες όπτησης και τραχιές επιφάνειες χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, ενώ ως κυρίαρχα σχήματα αναγνωρίζονται πιθοειδή αγγεία και ανοικτά κύπελα (εικ. 4). Παράγεται τουλάχιστον από την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική περίοδο (Δολιανά Ιωαννίνων) και καταναλώνεται σε όλη τη διάρκεια της Χαλκοκρατίας έως τα υστεροκλασικά χρόνια ή και αργότερα ακόμη. Δεύτερη μάλλον σε ποσότητα (κατηγορία ΙΙΙ κατά Δάκαρη) εμφανίζεται χειροποίητη χονδροειδής ή ημιχονδροειδής κεραμική (coarse and semi-coarse table ware) με λειασμένες ή στιλβωμένες σκουρόχρωμες επιφάνειες, η οποία μπορεί να συνδυάζει και την πλαστική διακόσμηση της προηγούμενης ομάδας. Πρόκειται κυρίως για επιτραπέζιο ρυθμό (σκεύη για χρήση στο τραπέζι) με κυρίαρχα ανοικτά σχήματα (κυάθια, φιάλες, κύπελα: εικ. 5), τα οποία είναι κατασκευασμένα από καθαρό σχετικά πηλό με καλύτερες συνθήκες όπτησης. Αποδίδονται στην κεραμική παράδοση (μινυακή και ψευδομινυακή κεραμική) της Μέσης Χαλκοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώνεται και στη γειτονική Αλβανία, ενώ η επιβίωσή της φτάνει στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (έως και τον 7 ο π.χ. αιώνα περίπου). 16

Χαρακτηριστική ομάδα (κατηγορία IV κατά Δάκαρη) αποτελεί χειροποίητη κεραμική με αμαυρόχρωμη διακόσμηση (Macedonian/Albanian matt-painted), που αποδίδεται ασφαλώς στην αντίστοιχη παράδοση της Μέσης Χαλκοκρατίας. Η πρώτη φάση (1200-900 π.χ.) της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης κεραμικής (σημ. 11) χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση του αμαυρού γανώματος πριν την όπτηση με βέλτιστο αποτέλεσμα. Δύο μόνο ακέραια αγγείακάνθαροι είναι γνωστά στην Ήπειρο (από τάφους στα Κάτω Πεδινά: εικ. 6 και στην Κάτω Κόνιτσα Ιωαννίνων), ενώ λίγα όστρακα αναφέρονται στη Βίτσα, την Κρύα, την Καστρίτσα, το Κουτσελιό και τη Δωδώνη Ιωαννίνων. Η δεύτερη φάση (850-700 π.χ.) διαθέτει αγγεία με εύθρυπτη διακόσμηση μετά την όπτηση και πολλά παραδείγματα από τους τύμβους του Πωγωνίου και τα μολοσσικά νεκροταφεία του Λιατοβουνίου και της Βίτσας. Σημαντική είναι η συνεύρεση στη θέση Μαυρομαντίλια (σημ. 12) Θεσπρωτίας χονδροειδούς χειροποίητης κεραμικής μαζί με χειροποίητη αμαυρόχρωμη και τροχήλατη γεωμετρική κεραμική. Επιπλέον αναφέρονται στέλεχος μυκηναϊκής κύλικας και λαβές τύπου wish-bone. Η κατηγορία orange-red ware περιλαμβάνει χειροποίητη/τροχήλατη κεραμική, η επιφάνεια της οποίας μοιάζει με αυτή αγγείων της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης ομάδας, αν και συχνά εμφανίζει τεφρόχρωμο πυρήνα. Μάλλον ταυτίζεται με την αξιοσημείωτη κατηγορία των εγχώριων χειροποίητων απομιμήσεων μυκηναϊκής κεραμικής, η οποία διαθέτει ως σχεδόν αποκλειστικό αντιπρόσωπο την υψίποδη κύλικα (εικ. 7). Γνωστά παραδείγματα αυτού του τύπου αναφέρονται από την Κρύα, την Καστρίτσα και τη Δωδώνη Ιωαννίνων, ενώ κάποτε διαθέτουν εύθρυπτη αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Η επικρατούσα σήμερα άποψη κατατάσσει χρονολογικά την εμφάνιση της συγκεκριμένης κατηγορίας γύρω στα 1000 π.χ. Η εισηγμένη τροχήλατη μυκηναϊκή κεραμική αντιπροσωπεύεται από λίγα ακέραια παραδείγματα αγγείων και αρκετά όστρακα από διάφορες θέσεις (Λιατοβούνι, Μαζαράκι, Κρύα, Καστρίτσα, Πεδινή, Δωδώνη, Γκρίκα, Κίπερη, Εφύρα, Σκαφιδάκι). Προέρχεται πιθανότατα από κέντρα παραγωγής στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου. Χρονολογικά κατατάσσεται αποκλειστικά στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο (κυρίως Β και Γ φάσεις). Η μοναδική στατιστική μελέτη (σημ. 13) των κατηγοριών της προϊστορικής κεραμικής από την Ήπειρο αναφέρεται στη Δωδώνη Ιωαννίνων. Οι κυρίαρχες κατηγορίες (ΙΙ και ΙΙΙ κατά Δάκαρη) αντιπροσωπεύονται σε ποσοστό 80 %, η μυκηναϊκή κεραμική με διακόσια όστρακα σε ποσοστό 5 % (το αντίστοιχο ποσοστό στην Εφύρα υπολογίζεται στο 10-15 % περίπου), η orange-red ή πορτοκαλέρυθρη με περισσότερα από τριακόσια όστρακα σε ποσοστό 15 % περίπου, ενώ αριθμούνται και λίγα όστρακα της βορειοδυτικής αμαυρόχρωμης κεραμικής. Η μελέτη της ηπειρώτικης προϊστορικής κεραμικής βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. 17

NOTES 1. Στη βιβλιογραφία της προϊστορικής Ηπείρου αναφέρονται αμφίβολα παραδείγματα κιβωτιόσχημων τάφων, η ύπαρξη των οποίων στηρίζεται σε προφορικές μαρτυρίες ή στην παρουσία χειροποίητης κεραμικής, που όμως αγγίζει τα όρια της ύστερης αρχαιότητας στην Ήπειρο, αλλά και άλλων χαρακτηριστικών ευρημάτων (χάλκινα όπλα από το Ανθοχώρι, την Αρετή, τη Μεσογέφυρα και τη Ζαραβίνα Ιωαννίνων). Η εύρεση μυκηναϊκού τάφου στο Καναλλάκι Πρέβεζας ανακοινώθηκε από τη ΛΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. 2. Ι. Βοκοτοπούλου, Νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περιόδου εξ Ηπείρου, Αρχαιολογική Εφημερίς 108 (1969), σ. 179-191, πίν. 23-26. 3. Σ. Δάκαρης, Προϊστορικοί τάφοι παρά το Καλμπάκι Ιωαννίνων, Αρχαιολογική Εφημερίς 95 (1956), σ. 114-153. Οι τάφοι εντοπίστηκαν εντός του σημερινού στρατοπέδου και τα ευρήματα παραδόθηκαν. 4. Ό.π. (σημ. 2), σ. 191-203, πίν. 27-30. Δύο ακόμα τάφοι αναφέρονται σε κοντινή απόσταση. 5. Ι. Ανδρέου, Κιβωτιόσχημος τάφος στο Ρωμανό Ιωαννίνων, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 10 (1977), σ. 168-174. Πολλοί τάφοι διαφορετικών εποχών αναφέρονται στην περιοχή του Ρωμανού. 6. A. Douzougli / J. Papadopoulos, Liatovouni: A molossian cemetery and settlement in Epirus, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 125 (2010), σ. 23-35, 68-71. Οι 103 τάφοι του νεκροταφείου καλύπτουν περίοδο έως τις αρχές του 4 ου π.χ. αιώνα περίπου, παράλληλα με τον γειτονικό οικισμό. 7. A. Papadopoulos, Das mykenische Kuppelgrab von Kiperi bei Parga (Epirus), Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 96 (1981), σ. 7-24. Εμφανίζει κατασκευαστικές και τυπολογικές ομοιότητες με αντίστοιχα ταφικά μνημεία από τη γειτονική περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. 8. A. Papadopoulos, Tombs and burial customs in Late Bronze Age Epirus, στο R. Laffineur (επιμ.), Thanatos: Les coutoumes funéraires en Egee à l Age du Bronze, Liège 21-23 Avril 1986, Λιέγη 1987, σ. 139-142, πίν. 38-39. Κοντά βρέθηκαν και δύο ταφές νηπίων σε αγγεία (εγχυτρισμοί) της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. 9. Σ. Δάκαρης, Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 106 (1951), σ. 177-183 και Σ. Δάκαρης, Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 107 (1952), σ. 368-381. Επιπλέον βλ. T. Tartaron, Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004), σ. 71-93, για φυσική εμφάνιση και σχήμα, κατασκευή και όπτηση, προέλευση και χρονολόγηση, κοινωνικές προεκτάσεις. 10. Ο τέταρτος προχριστιανικός αιώνας είναι επαναστατικός για την Ήπειρο, καθώς οι κάτοικοί της αρχίζουν να οργανώνονται κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά μπροστά στην εμφάνιση του Φιλίππου Β της Μακεδονίας. Έως τότε διέμεναν σε ανοχύρωτες κώμες και σε πρόχειρες κατοικίες από φθαρτά υλικά με γεωργοκτηνοτροφική κατά βάση οικονομία και διαβίωση. Τότε ξεκινά και η αστικοποίηση της υπαίθρου, αν βέβαια εξαιρέσουμε πρωιμότερες αποικιακές προσπάθειες των Ηλείων και των Κορινθίων στη νοτιοδυτική Ήπειρο. 11. Για τη σχετική διάκριση σε φάσεις και τη γενικότερη συζήτηση βλ. στην υποδειγματική δημοσίευση της Ι. Βοκοτοπούλου, Βίτσα: Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Αθήνα 1986, σ. 255-276. 12. Α. Τζωρτζάτου / Γ. Φάτσιου, Νέα στοιχεία για τη Θεσπρωτία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, Ηπειρωτικά Χρονικά 40 (2006), σ. 63-67, 85-86. 13. K. Wardle, Cultural groups of the Late Bronze and Early Iron Age in north west Greece, Godišnjak 15 (1977), σ. 176-187. 18

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ Ι., Κιβωτιόσχημος τάφος στο Ρωμανό Ιωαννίνων, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 10 (1977), σ. 168-174. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περιόδου εξ Ηπείρου, Αρχαιολογική Εφημερίς 108 (1969), σ. 179-207. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Βίτσα: Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Αθήνα 1986. ΔΑΚΑΡΗΣ Σ., Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 106 (1951), σ. 173-183. ΔΑΚΑΡΗΣ Σ., Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 107 (1952), σ. 362-386. ΔΑΚΑΡΗΣ Σ., Προϊστορικοί τάφοι παρά το Καλμπάκι Ιωαννίνων, Αρχαιολογική Εφημερίς 95 (1956), σ. 114-153. DOUZOUGLI A. / PAPADOPOULOS J., Liatovouni: A molossian cemetery and settlement in Epirus, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 125 (2010), σ. 1-87. PAPADOPOULOS A., Das mykenische Kuppelgrab von Kiperi bei Parga (Epirus), Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 96 (1981), σ. 7-24. PAPADOPOULOS A., Tombs and burial customs in Late Bronze Age Epirus, στο R. Laffineur (επιμ.), Thanatos: Les coutoumes funéraires en Egee à l Age du Bronze, Liège 21-23 Avril 1986, Λιέγη 1987, σ. 137-142. TARTARON T., Bronze Age Landscape and Society in southern Epirus, Greece, British Archaeological Reports, International Series 1290 (2004). ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΥ Α. / ΦΑΤΣΙΟΥ Γ., Νέα στοιχεία για τη Θεσπρωτία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, Ηπειρωτικά Χρονικά 40 (2006), σ. 61-90. WARDLE K., Cultural groups of the Late Bronze and Early Iron Age in north west Greece, Godišnjak 15 (1977), σ. 153-199. 19

Η Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο (Μέρος Δ ) Η Ύστερη Χαλκοκρατία: η μεταλλοτεχνία-μικροτεχνία Η μεταλλοτεχνία της Ύστερης Εποχής Χαλκού στην Ήπειρο παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Περιλαμβάνει ικανές ποσότητες χάλκινων ή ακριβέστερα μπρούντζινων αντικειμένων, κατασκευασμένων από κράμα χαλκού με κασσίτερο. Μοναδική εξαίρεση ως προς το υλικό κατασκευής συνιστούν χρυσό έλασμα και χρυσή χάντρα. Εργαλεία (κυρίως πελέκεις και μαχαίρια) και όπλα (κυρίως ξίφη-εγχειρίδια και αιχμές δοράτων) αποτελούν χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας του νοικοκυριού. Διαφορετικά ή παράλληλα είναι συμβολικά τέχνεργα γοήτρου, που δηλώνουν την εξουσία και το κύρος του κατόχου. Αυτά συχνά αποκτώνται στο πλαίσιο άσκησης εμπορίου, ανταλλαγής δώρων ή ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών, οι οποίες τεκμηριώνονται από νεότερες εθνογραφικές μελέτες. Η ποσότητα και η ποιότητα των χάλκινων αντικειμένων έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη συντηρητική εικόνα της εγχώριας χειροποίητης κεραμικής παραγωγής και κατανάλωσης. Βρίσκονται σε κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς τάφους ως κτερίσματα (ακέραια όπλα και κοσμήματα), που συνοδεύουν το νεκρό στη μετά θάνατο ζωή. Δεύτερη πηγή προέλευσης αποτελούν οι δύο θησαυροί χάλκινων αντικειμένων (εργαλεία) της Στεφάνης Πρέβεζας και της Καταμάχης Ιωαννίνων. Περιέχουν ακέραια-λειτουργικά αντικείμενα για αντιπραγματισμό και χρήση, φθαρμένα αντικείμενα για επιδιόρθωση ή θραυσμένα για την κατασκευή νέων. Αρκετά από τα χάλκινα αντικείμενα συνιστούν μεμονωμένα και τυχαία ευρήματα (όπλα και εργαλεία), τα οποία πιθανόν εξυπηρετούσαν αδιάγνωστες σήμερα αναθηματικές λειτουργίες. Εγχώρια μεταλλοτεχνική παραγωγή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ακόμη άμεσα (σημ. 1), καθώς ελλείπουν τα πρωτογενή αρχαιολογικά στοιχεία (τυποποιημένες πρώτες ύλες, υπολείμματα εκκαμίνευσης, ακροφύσια, χωνευτήρια, μήτρες), που βρίσκονται συχνά σε εργαστηριακούς χώρους. Η έλλειψή τους οφείλεται οπωσδήποτε στην απουσία στρωματογραφημένων οικιστικών συνόλων της προϊστορικής περιόδου. Ο συνδυασμός ποσοτικών-ποιοτικών και κατασκευαστικών-τεχνολογικών χαρακτηριστικών πιθανολογεί εγχώρια παραγωγή κάποιων τύπων (ίσως πελέκεων). Άλλωστε η περιοχή της Ηπείρου δεν διαθέτει ιδιαίτερη παράδοση μεταλλοτεχνικής παραγωγής ή κατανάλωσης, αν εξαιρέσουμε λίγους μονόστομους πελέκεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας από διάφορες θέσεις και λίγα μαχαιρίδια της Μέσης Χαλκοκρατίας στη Δωδώνη. Οι πρώτες και μοναδικές άμεσες μαρτυρίες προκύπτουν από σχετικά ευρήματα στην ελληνιστική/ρωμαϊκή πόλη της Κασσώπης (σημ. 2) Πρέβεζας. 20