Υδρογεωλογικές συνθήκες παραλιακής ζώνης Κορίνθου Κιάτου. ιαχρονική εξέλιξη Προοπτικές. Περιεχόµενα



Σχετικά έγγραφα
Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ανάπτυξη φρεάτιων υδροφόρων οριζόντων. α/α ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ.


ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΗΜΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 6. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ 13 7.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Περίληψη. Βογιατζή Χρυσάνθη Προσοµοίωση Παράκτιου Υδροφορέα Βόρειας Κω

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.)

ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Β. ΤΣΙΟΥΜΑΣ - Β. ΖΟΡΑΠΑΣ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΖΑΠΠΕΙΟ ΜΕΓΑΡΟ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑ 1/2/2008. Ποιοτικό καθεστώς υπόγειων νερών Λεκανοπεδίου Αθηνών ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΙΚΤΥΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ ΕΛΛΑ Ο. Π. Σαμπατακάκης

Λιµνοδεξαµενές & Μικρά Φράγµατα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Υδροκρίτης-Πιεζομετρία

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ Υ ΑΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΗΣ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙ ΑΣ STUDY FOR THE WATER BALANCE OF TRICHONIS LAKE CATCHMENT

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΔ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (EL02)

1.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙΣΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ (GENERAL PROPERTIES OF THE MOTION AREA)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

«Διερεύνηση υδρολογικής αποκατάστασης της Υπέρειας Κρήνης στην περιοχή Βελεστίνου της Π.Π»

ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ - ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ


ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

υδρογεωλογικών διεργασιών και λειτουργίας υδροσυστήµατος υτικής Θεσσαλίας

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΥΤΙΚΟΥ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Αθανάσιος Λουκάς Καθηγητής Π.Θ. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων

ΧΗΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΚΑΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΗΣ ΜΕΣΣΑΡΑΣ

Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων υδροφόρων συστημάτων Αν. Μακεδονίας ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΠΘ

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Α.3.4. Προκαταρκτική Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας

Συµβολή στην Εκτίµηση του Υδατικού υναµικού της Λεκάνης του Ασωπού Ποταµού του Νοµού Κορινθίας

Υδρολογική διερεύνηση της διαχείρισης της λίµνης Πλαστήρα

Υδρολογική διερεύνηση της διαχείρισης της λίµνης Πλαστήρα

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Β.36 ο 54'50" έως 37 ο 12' και σε γεωγραφικό µήκος Α. 25 ο 20'30" έως 25 ο 37'20". Οι µεγαλύτερες διαστάσεις

Υπόγεια Υδραυλική. 1 η Εργαστηριακή Άσκηση Εφαρμογή Νόμου Darcy

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ασκήσεις Τεχνικής Γεωλογίας 7η Άσκηση

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

Γκανούλης Φίλιππος Α.Π.Θ.

Έργα μεταφοράς ύδατος και διανομής νερού άρδευσης από πηγές Κιβερίου (Ανάβαλος) στο Δήμο Βόρειας Κυνουρίας 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (ΕΠΙ ΤΗΣ Β ΦΑΣΗΣ - Β1 ΣΤΑΔΙΟΥ ΤΟΥ Γ.Π. Σ. ΔΗΜΟΥ ΣΥΚΙΩΝΙΩΝ)

Λεπτομερής υδρογεωλογική διερεύνηση παράκτιων υδροφόρων

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

Υδρολογία - Υδρογραφία. Υδρολογικός Κύκλος. Κατείσδυση. Επιφανειακή Απορροή. Εξατµισιδιαπνοή. κύκλος. Κατανοµή του νερού του πλανήτη

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ

Ταµιευτήρας Πλαστήρα

Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας. Υπόγεια Υδατικά Συστήματα Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΕΙΣ ΕΞΑΤΜΙΣΗ. Μ mm 150 mm. Μ mm 190 mm. Μ mm 165 mm. Μ mm 173 mm.

2. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΖΩΝΩΝ ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΡΥΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Τεχνητός εμπλουτισμός ως καλή πρακτική για την αύξηση της διαθεσιμότητας του υπόγειου νερού

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ-ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ: 30 ΛΕΠΤΑ ΜΟΝΑΔΕΣ: 3 ΚΛΕΙΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Τεχνική Υδρολογία (Ασκήσεις)

1. Τα αέρια θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα είναι 2. Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στο εξωτερικό όριο της ατµόσφαιρας Ra σε ένα τόπο εξαρτάται:

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ»

Υπόγεια Υδραυλική. 5 η Εργαστηριακή Άσκηση Υδροδυναμική Ανάλυση Πηγών

Τεχνικοοικονοµική Ανάλυση Έργων

Παρουσίαση δεδομένων πεδίου: Υφαλμύρινση παράκτιων υδροφορέων

ΕΜΠ Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Τεχνική Υδρολογία Διαγώνισμα κανονικής εξέτασης

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

Φ3. Η κορυφή του όρους «Ζας», η οποία δοµείται από µετακροκαλοπαγές. υπόλοιπος ορεινός όγκος απότελείται

ιάρθρωση παρουσίασης 1. Ιστορικό διαχείρισης της λίµνης Πλαστήρα 2. Συλλογή και επεξεργασία δεδοµένων 3. Μεθοδολογική προσέγγιση

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ»

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2000/60/ΕΚ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΕ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ ΩΣ ΥΝΑΜΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑ ΚΡΕΜΑΣΤΩΝ

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΦΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΜΠΕΛΜΑ. ΑΓΙΑΣ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Επιπτώσεις αποθέσεων φερτών υλικών σε ταµιευτήρες

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΥΠΟΓΕΙΑΣ ΡΟΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ Υ ΡΟΦΟΡΕΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΠΙΠΕ Ο ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΙ GIS

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΔ ΔΥΤΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (EL01)

ΑΣΚΗΣΗ 7 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Ποιότητα αρδευτικών πόρων της καλλιέργειας ελιάς (περίπτωση ΠΕΖΩΝ & ΜΕΡΑΜΒΕΛΛΟΥ, 2011 και 2013)

1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ. 1.1 Σκοπός χρηματοδότηση - χρονικός ορίζοντας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

:

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

Transcript:

Περιεχόµενα Περίληψη...3 Abstract...5 Εισαγωγή...7 Κεφάλαιο 1 : Περιοχή µελέτης...9 1.1 Εισαγωγή...9 1.2 Θέση της περιοχής µελέτης και ιστορική διαδροµή...10 Κεφάλαιο 2 : Γεωλογία - Υδρογεωλογία...13 2.1 Γεωλογία ευρύτερης περιοχής...13 2.1.1 Στρωµατογραφία...13 2.1.2 Τεκτονικά δεδοµένα...16 2.2 Υδρογεωλογία...18 2.2.1 ιάκριση γεωλογικών σχηµατισµών...19 2.2.2 ιάκριση υδρολιθολογικών ενοτήτων...20 2.3 Υδρολογία περιοχής µελέτης...25 Κεφάλαιο 3 : Κλιµατολογία του Νοµού Κορινθίας...26 3.1 Κλιµατολογικά στοιχεία ευρύτερης περιοχής µελέτης...26 3.2 Βροχοµετρικοί σταθµοί Νοµού Κορινθίας...26 3.3 Βροχοµετρικά δεδοµένα...29 3.3.1 Μετεωρολογικός σταθµός Βέλου (Ε.Μ.Υ.)...29 3.3.2 Βροχοµετρικός σταθµός Χαλκείου (ΥΠΕΧΩ Ε)...31 Κεφάλαιο 4 : Υφιστάµενη κατάσταση...35 4.1 Κάλυψη γης στην περιοχή της Κορινθίας...35 4.2 Υφιστάµενη κατάσταση καλλιεργειών...36 4.3 Αρδευτικές ανάγκες...38 4.3.1 Χειµερινές αρδεύσεις...40 4.4 Υδρευτικές ανάγκες...42 4.5 Ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων νερών της περιοχής µελέτης...44 Κεφάλαιο 5 : Συστήµατα άρδευσης...48 5.1 Εισαγωγή αρδευτικό έργο...48 5.2 Μέθοδοι άρδευσης...50 5.3 Μελέτη ενός εγγειοβελτιωτικού έργου...54 5.3.1 Στάδια µελέτης ενός εγγειοβελτιωτικού έργου...54 5.3.2 Μελέτη οικονοµικής σκοπιµότητας ενός αρδευτικού έργου...55 5.3.3 Προκαταρκτική φάση µελέτης...55 5.4 Ανάγκες σε αρδευτικό νερό...56 5.4.1 Εκτίµηση εξατµισοδιαπνοής ETr...57 5.4.2 Ενεργός βροχόπτωση (P e )...59 5.4.3 Συµβολή του υπόγειου νερού...59 5.5 ιαχείριση άρδευσης...60 5.5.1 Υδατικές απαιτήσεις άρδευσης...60 5.5.2 Ειδική παροχή άρδευσης...61 5.6 Συστήµατα διανοµής του αρδευτικού νερού...62 5.7 Υπολογισµός ελάχιστης παροχής µελέτης (Q) αγωγών δικτύου µε ελεύθερη ζήτηση για την καλλιέργεια της αµπέλου του δήµου Βέλου...63 Κεφάλαιο 6 : Ποσοτικά χαρακτηριστικά υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα περιοχής µελέτης...68 6.1 Πιεζοµετρία...68 1

6.2 Μηνιαίες χρονοσειρές µετρήσεων στάθµης δικτύου γεωτρήσεων πηγαδιών περιοχής µελέτης...83 Κεφάλαιο 7 : Ποιότητα του υπογείου νερού...97 7.1 Γενικά...97 7.2 Χηµική σύσταση υπογείων νερών...98 7.3 Προβλήµατα κριτήρια ποιότητας του υπογείου νερού προοριζόµενο για άρδευση...102 7.3.1 Αλατότητα...103 7.3.2 Επίδραση της Αλατότητας στην ταχύτητα διήθησης...104 7.3.3 Τοξικότητα...106 7.4 Συνθήκες που επηρεάζουν την καταλληλότητα του αρδευτικού νερού...107 7.4.1 Κλίµα...107 7.4.2 Στράγγιση...107 7.4.3 Φυσικές ιδιότητες του εδάφους...108 7.4.4 Μέθοδος άρδευσης...108 7.4.5 ιαχείριση εφαρµογής του αρδευτικού νερού...108 7.4.6 Ανθεκτικότητα των καλλιεργειών...109 7.5 Κατάταξη του αρδευτικού νερού µε βάση την περιεκτικότητά του σε άλατα και νάτριο...111 7.5.1 Ανάλυση των κατηγοριών των αρδευτικών νερών µε βάση το διάγραµµα ποιοτικής κατάταξής τους, από το U.S. Salinity Laboratory...113 7.6 ιαλυτότητα των αλάτων στο νερό...116 Κεφάλαιο 8: Μέθοδοι Εργαστηριακής Ανάλυσης Νερών...118 8.1 Χηµικές αναλύσεις ανόργανων στοιχείων...118 Κεφάλαιο 9 : ιαδικασία δειγµατοληψίας...123 9.1 Εισαγωγή...123 9.2 Εργασία υπαίθρου και διαδικασία δειγµατοληψίας...131 Κεφάλαιο 10 : Αποτελέσµατα αναλύσεων...133 10.1 Εισαγωγή...133 10.2 Εποχές δειγµατοληψίας...133 10.3 Αποτελέσµατα αναλύσεων...133 Κεφάλαιο 11 : Ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων νερών της περιοχής µελέτης και παρουσίαση χαρτών...136 11.1 Επεξεργασία στατιστικών δεδοµένων των χηµικών αναλύσεων...136 11.2 Αξιολόγηση δειγµάτων νερού για αρδευτικούς σκοπούς...143 11.3 Ταξινόµηση δειγµάτων νερού µε τη βοήθεια του διαγράµµατος Piper....154 11.4 Παρουσίαση χαρτών καµπυλών ίσης συγκέντρωσης...163 11.4.1 Χλώριο (Cl - )...163 11.4.2 Νάτριο (Na + )...170 11.4.3 Νιτρικά (NO 3 - )...176 11.4.4 Ηλεκτρική Αγωγιµότητα (E.C.)...180 Κεφάλαιο 12 : Συµπεράσµατα και Προτάσεις εξυγίανσης...184 Βιβλιογραφία...190 2

Περίληψη Η παραλιακή ζώνη Κορίνθου Κιάτου που εξετάζεται στην παρούσα διπλωµατική εργασία, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, στο βόρειο τµήµα του νοµού Κορινθίας. Η περιοχή καταλαµβάνει έκταση 53 Km 2 και αποτελεί το βόρειο τµήµα τριών υδρολογικών λεκανών των ποταµών Ασωπού, Ράχιανης και Ζαπάντη. Λιθολογικά η περιοχή αποτελείται από σειρά µάργων, ασβεστόλιθους, τεταρτογενείς και νεογενείς αποθέσεις. Η σειρά µάργων καλύπτει σχεδόν όλη τη λοφώδη περιοχή και οι τεταρτογενείς αποθέσεις καλύπτουν το µεγαλύτερο µέρος της παράκτιας ζώνης Κορίνθου Κιάτου. Η περιοχή µελέτης αποτελεί σηµαντική γεωργοοικονοµική µονάδα, τόσο για το νοµό Κορινθίας όσο και για το λεκανοπέδιο της Αττικής. Συνάµα χαρακτηρίζεται, τα τελευταία χρόνια, από έντονη αστικοποίηση και τουριστική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια οι απαιτήσεις σε νερό είναι συνεχώς αυξανόµενες. Η κάλυψη των αρδευτικών αναγκών γίνεται κατά κύριο λόγο από την εκµετάλλευση των υπόγειων νερών και κατά δεύτερο λόγο από την περιορισµένη αξιοποίηση των επιφανειακών απορροών του ποταµού Ασωπού. Οι υδρευτικές ανάγκες καλύπτονται αποκλειστικά από τα υπόγεια νερά. Η εκµετάλλευση γίνεται από πολύ µεγάλο αριθµό υδρογεωτρήσεων και πηγαδιών µε εφαρµογή υπεραντλήσεων. Η συνεχής αύξηση των αντλήσεων, σε συνδυασµό µε το µικρό ετήσιο ύψος βροχής την τελευταία 5ετία, έχει προκαλέσει σηµαντική ποσοτική µείωση, µε συνέπεια την εξασθένιση της υπόγειας κυκλοφορίας και την πτώση στάθµης των υπόγειων νερών καθώς και ποιοτική υποβάθµισή των, η οποία αντικατοπτρίζεται στο µέτωπο υφαλµύρωσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Στα πλαίσια της παρούσας διπλωµατικής εργασίας, πραγµατοποιήθηκαν δειγµατοληψίες νερού και µετρήσεις στάθµης υδροληπτικών έργων της περιοχής µελέτης σε δύο περιόδους (Νοέµβριος 2008 και Μάιος 2009). Από την εικόνα των πιεζοµετρικών χαρτών των δύο περιόδων, διαπιστώθηκε σηµαντικό µέτωπο υφαλµύρωσης που εκτείνεται σε όλο το πλάτος της παραλιακής ζώνης Κορίνθου Κιάτου. Έπειτα από σύγκριση των πιεζοµετρικών χαρτών των ξηρών περιόδων Οκτωβρίου 1998 3

και Νοεµβρίου 2008, παρατηρήθηκε σηµαντική µείωση των πιεζοµετρικών φορτίων σε ολόκληρη την περιοχή µελέτης. Το φαινόµενο της υφαλµύρωσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα έχει άµεσο αντίκτυπο και στην ποιότητα των υπόγειων νερών. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα των αναλύσεων και τους αντίστοιχους υδροχηµικούς χάρτες, διαπιστώθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις ιόντων χλωρίου και νατρίου στις περιοχές όπου εντοπίζεται το µέτωπο υφαλµύρωσης. Συνάµα παρατηρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων σε περιοχές µε έντονη γεωργική εκµετάλλευση. Παράλληλα τα υπόγεια νερά ολόκληρης της περιοχής µελέτης είναι ακατάλληλα για πόση και όσον αφορά την αρδευτική καταλληλότητα χαρακτηρίζονται σε µεγάλο ποσοστό ως υψηλής επικινδυνότητας αλατότητας και χαµηλής επικινδυνότητας αλκαλίωσης (C3S1). Παράλληλα, στα πλαίσια της µεταπτυχιακής εργασίας, υπολογίστηκε η ελάχιστη παροχή µελέτης Q αγωγών δικτύου ελεύθερης ζήτησης για την καλλιέργεια της αµπέλου στον δήµο του Βέλου. Ο υπολογισµός έγινε βάσει πραγµατικών µετεωρολογικών δεδοµένων για την περιοχή του Βέλου και της έκτασης που καταλαµβάνει η καλλιέργεια της αµπέλου στην περιοχή. Οι συνθήκες που έχουν δηµιουργηθεί και η σπουδαιότητα της προστασίας και ορθολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων της περιοχής επιβάλλουν την άµεση λήψη µέτρων. Με γνώµονα την εξασφάλιση της ισορροπίας τόσο του φυσικού όσο και των υδατικών οικοσυστηµάτων προτάθηκαν τα εξής : άµεση έναρξη της κατασκευής του φράγµατος στον Ασωπό ποταµό εκµετάλλευση των νερών του βιολογικού καθαρισµού Κορίνθου και Κιάτου για αρδευτικούς σκοπούς οργανωµένο σχέδιο εφαρµογής τεχνητού εµπλουτισµού σε όλο το πλάτος της περιοχής µελέτης εφαρµογή περιοριστικών µέτρων όσον αφορά τις αντλούµενες ποσότητες νερού από τα υπάρχοντα υδροληπτικά έργα και απαγόρευση κατασκευής νέων υδροληπτικών έργων. ορθολογική χρήση αζωτούχων λιπασµάτων και φυτοφαρµάκων 4

Abstract The coastal area of Korinthos Kiato that is examined in this postgraduate work is located in the north- eastern point of Peloponnesus, in the north department of Korinthia prefecture. The region of study extents 53 km 2 and it represents the north department of the hydrologic basins of the Asopos, Rachiani and Zapanti rivers. The lithology of the region of study, consists of line of marls, limestone and quaternary and neogene depositions. The line of marls cover almost the entire hilly region and quaternary depositions cover the biggest part of the costal area of Korinthos Kiato. The region of study is an important agricultural and economic unit for both Korinthia and Attica prefecture. In the past few years the same time is characterized by intense urbanization and tourist growth. Accordingly water demands are continuously increasing. Irrigation needs are covered mostly by underground waters and incidentally by surface water of Asopos river. The needs for water supply are covered exclusively by underground waters. The exploitation comes from a very big number of drills and wells with application of over pumping. The continuous increase of pumping, in combination with the small annual height of rain over the last five years, has caused important quantitative reduction, consequently the weakening of underground circulation and the fall of level of underground waters as well as qualitative diminution, which is reflected in the forehead of salinity of underground water wagon horizon. For the purpose of present postgraduate work, were taken samplings of water and measurements regarding the depth of the groundwater table of the region of study in two periods (November 2008 and May 2009). By the picture of groundwater level contour maps of the two periods, was observed important forehead of salinity that is extended in the all width of coastal area of Korinthos Kiato. Then by comparison of groundwater level contours maps of period October 1998 to November 2008, was observed important reduction of groundwater level charges in entire the region of study. 5

The phenomenon of salinity of underground water wagon horizon has also direct impact in the quality of underground waters. According to the results of analyses and corresponding hydro chemist contour maps, was observed high concentrations of ions of chloride and sodium in the regions were is located the forehead of salinity. At the same time were observed high concentrations of nitric ions in regions with intense agricultural exploitation. Besides, the underground waters of entire region of study are neither drinkable nor appropriate for irrigation. Regarding the irrigation, they are characterized in big percentage as high venturousness of salinity and low venturousness of alkalinity (C3S1). At the same time, for the purpose of present postgraduate work, was calculated the minimal water supply of study (Q) of water pipes of network of free demand on the culture of vine in the municipality of Velo. The calculation became taking into consideration real meteorological data of meteorological station of Velo and extent that the culture of vine occupies in the region. The conditions that have been created and the importance of protection and rational management of watery resources of region of study impose the direct reception of actions. Taking into consideration the guarantee of balance of so much natural what watery ecosystems were proposed the followings : Direct beginning of manufacture of dam in Asopos river Exploitation of waters of biological cleaning stations of Korinthos and Kiato for irrigation Organised drawing of application of groundwater artificial recharge in the all width of region of study Limitation of pumping quantities of groundwater and forbiddance of any further construction of drillings Rational use of nitrogenous fertilizers and pesticides 6

Εισαγωγή Η παραλιακή ζώνη Κορίνθου Κιάτου, λόγω της έντονη γεωργικής δραστηριότητας και της αστικοποίησης, έχει µελετηθεί από πολλούς ερευνητές που επικεντρώνονται κυρίως στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Η παρούσα διπλωµατική εργασία, ασχολείται µε τις υδρογεωλογικές συνθήκες της παραλιακής ζώνης Κορίνθου Κιάτου. Παράλληλα παρατηρεί την διαχρονική εξέλιξη των εν λόγω υδρογεωλογικών συνθηκών την τελευταία 10ετία και στην συνέχεια εξετάζει τις προοπτικές που υπάρχουν για τις µελλοντικές γενιές. Για το σκοπό αυτό, πραγµατοποιήθηκαν δεκάδες επισκέψεις στην περιοχή µελέτης όπου πραγµατοποιήθηκαν µετρήσεις υπαίθρου στα υδροληπτικά έργα της περιοχής. Συνολικά εντοπίστηκαν και µετρήθηκαν, για τη χάραξη της πιεζοµετρίας, 124 υδροληπτικά έργα (γεωτρήσεις πηγάδια). Παράλληλα συλλέχθηκαν 31 δείγµατα νερού από διάφορες θέσεις δειγµατοληψίας, της περιοχής της παραλιακής ζώνης Κορίνθου Κιάτου, τα οποία αναλύθηκαν, στην συνέχεια, στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Υδρογεωλογίας του Ε.Μ.Πολυτεχνείου. Επιπρόσθετα, στα πλαίσια της παρούσας διπλωµατικής εργασίας, πραγµατοποιήθηκαν αναλυτικά τα παρακάτω : Επεξεργασία των αποτελεσµάτων των χηµικών αναλύσεων µε τη βοήθεια του προγράµµατος Aquachem της Waterloo (Version 4). Παράλληλα εξήχθησαν τα στατιστικά στοιχεία των δειγµάτων νερού καθώς και τα διαγράµµατα Piper, Wilcox, Durov και Box Whisker. ηµιουργία των ισοπιεζοµετρικών καµπυλών και των ισοχηµικών καµπυλών για τα Cl -, Na + -, NO 3 και E.C. µε τη βοήθεια του προγράµµατος Surfer (Version 7). ηµιουργία χαρτών πιεζοµετρικών καµπυλών και καµπυλών ίσης συγκέντρωσης για τα Cl -, Na + -, NO 3 και E.C. µε τη βοήθεια του προγράµµατος ArcView (Version 9.2). Κατάρτηση και παρουσίαση µηνιαίων χρονοσειρών µετρήσεων στάθµης δικτύου 21 υδροληπτικών έργων της περιοχής µελέτης για το διάστηµα Φεβρουάριος 1998 Μάιος 2009. Αξιολόγηση των δειγµάτων νερού για αρδευτικούς σκοπούς 7

Υπολογισµός της εξατµισοδιαπνοής αναφοράς ETr, µε τη συνδυασµένη µέθοδο Penman Monteith, βάσει των πραγµατικών µετεωρολογικών στοιχείων του σταθµού του Βέλου. Συνάµα υπολογίστηκε η εξατµισοδιαπνοή καλλιέργειας ETcr, για την καλλιέργεια της αµπέλου. Εν συνεχεία έγινε υπολογισµός ελάχιστης παροχής Q µελέτης αγωγών δικτύου µε ελεύθερη ζήτηση για το σύνολο των καλλιεργήσιµων εκτάσεων αµπέλου του δήµου Βέλου. 8

Κεφάλαιο 1 : Περιοχή µελέτης 1.1 Εισαγωγή Η περιοχή της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί σηµαντική γεωργοοικονοµική µονάδα, τόσο για το νοµό Κορινθίας όσο και για το λεκανοπέδιο του νοµού Αττικής. εδοµένης της γειτνίασής της µε το µεγάλο εµπορικό κέντρο της Αθήνας, της οποίας είναι σηµαντικός τροφοδότης γεωργικών προϊόντων, κατά κύριο λόγο εσπεριδοειδών και σταφίδα. Παράλληλα η περιοχή µελέτης χαρακτηρίζεται και από έντονη αστικοποίηση και τουριστική ανάπτυξη, γεγονός που είναι άρρηκτα συνδεδεµένο µε τη γεωγραφική της θέση. Τα τελευταία χρόνια η έντονη αστικοποίηση σε συνδυασµό µε τις εντατικές γεωργικές εκµεταλλεύσεις και τις αυξηµένες απαιτήσεις σε αρδευτικό νερό, οδήγησαν σταδιακά σε υπεράντληση των αποθεµάτων του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Σηµαντικό, ακόµα, ρόλο παίζει και η µείωση της τροφοδοσίας του υπόγειου και προσχωµατικού υδροφόρου συστήµατος, λόγω της σηµαντικής µείωσης των κατακρηµνίσεων στην ευρύτερη περιοχή, ειδικότερα την τελευταία πενταετία. Όλα τα παραπάνω, οδήγησαν σε βαθµιαία υποβάθµιση της ποιότητας των υπαρχόντων αποθεµάτων, που σε συνδυασµό µε το φαινόµενο της διείσδυσης της θάλασσας στα υπόγεια υδροφόρα στρώµατα, είχαν σαν αποτέλεσµα την υφαλµύρωση των υπόγειων υδάτων. Η παρούσα µεταπτυχιακή εργασία εξετάζει τη συµπεριφορά των ποσοτικών παραµέτρων του υπόγειου νερού της παράκτιας ζώνης Κορίνθου Κιάτου, καθώς και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά του µέσω δικτύου δειγµάτων νερού σε δύο χρονικές περιόδους. Παράλληλα µελετά την διαχρονική εξέλιξη της πιεζοµετρίας της περιοχής µελέτης, σε σύγκριση µε τις µετρήσεις που είχαν πραγµατοποιηθεί στα πλαίσια του ερευνητικού προγράµµατος µε το τίτλο : «Υδρογεωλογική µελέτη τεχνητού εµπλουτισµού υπόγειων υδροφορέων βόρειας παραλιακής και ηµιλοφώδους ζώνης Ν. Κορινθίας.» (1999), που είχε πραγµατοποιήσει το Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Υδρογεωλογίας της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων του Ε.Μ.Π. µε επιστηµονικό υπεύθυνο τον Οµ. Καθηγητή Ι. Κουµαντάκη, µε 9

χρηµατοδότηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων. Το κυρίως τεύχος, του εν λόγω ερευνητικού προγράµµατος, αποτέλεσε και σηµαντική βιβλιογραφική πηγή της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας. Τελικός στόχος της είναι η συµβολή µε συµπεράσµατα και προτάσεις που να αποτελέσουν χρήσιµο βοήθηµα στο σχεδιασµό ενός ορθολογικού συστήµατος διαχείρισης των υπογείων νερών, λαµβάνοντας υπόψη και την ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος και των υδατικών οικοσυστηµάτων της παραλιακής ζώνης Κορίνθου Κιάτου. 1.2 Θέση της περιοχής µελέτης και ιστορική διαδροµή Η περιοχή µελέτης της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, στο βόρειο τµήµα του νοµού Κορινθίας και περιλαµβάνει την παράκτια περιοχή µεταξύ της Κορίνθου και Κιάτου. Από γεωµορφολογικής άποψης, η περιοχή µελέτης οριοθετείται νότια από την έναρξη της ηµιλοφώδους ζώνης. Ως νότιο όριο της περιοχής έρευνας µπορεί να χαρακτηριστεί η νέα εθνική οδός Κορίνθου Πάτρας και ως βόρειο όριο η ακτογραµµή του Κορινθιακού κόλπου. Η συνολική έκταση της περιοχής µελέτης εκτιµάται στα 53 Km 2 και αποτελεί το βόρειο τµήµα των τριών υδρολογικών λεκανών των ποταµών Ασωπού, Ράχιανη και Ζαπάντη. Στην περιοχή µελέτης συναντώνται τα παρακάτω δηµοτικά διαµερίσµατα : Άσσου, Κάτω Άσσου, Λεχαίου και Περιγιαλίου του δήµου Άσσου - Λεχαίου Βοχαϊκού, Βραχατίου, Ευαγγελίστριας, Ζευγολατιού και Μπολατίου του δήµου Βόχας Βέλου, Νεράντζης, Κοκκωνίου, Κρηνών και Πουλίτσης του δήµου Βέλου Κιάτου, Μουλκίου και Σικυώνος του δήµου Σικυωνίων Αρχαίας Κορίνθου του δήµου Κορινθίων Ο νοµός Κορινθίας, στον οποίο ανήκει η περιοχή µελέτης, καλύπτει συνολικά έκταση 2.290 Km 2 και έχει πληθυσµό 154.624 (απογραφή 2001). Ο πληθυσµός εµφανίζει τάσεις αύξησης και κυρίως η πεδινή ζώνη. 10

Εικόνα 1.2.1 : Άποψη της παράκτιας περιοχής του δήµου Βόχας. Στο βάθος διακρίνεται η περιοχή του δήµου Άσσου Λεχαίου Μορφολογικά, ποσοστό 18,3% του εδάφους του νοµού Κορινθίας ανήκει στην πεδινή ζώνη, το 22,5% στην ηµιορεινή ζώνη και το υπόλοιπο 59,2% στην ορεινή ζώνη. Το 30,5% της επιφάνειας καλύπτεται από δάση και το 1,3% της επιφάνειας του νοµού (31,6 Km 2 ) καλύπτεται από νερά. Σηµαντικό ποσοστό (36,3%) του νοµού καλύπτουν αγροτικές εκτάσεις πολλαπλής χρήσης. Το πεδινό τµήµα, που αποτελεί σε µεγάλο ποσοστό και την περιοχή µελέτης, παρουσιάζει αυξηµένες ανάγκες σε νερό την τελευταία 15ετία, λόγω της έντονης αστικοποίησης, της τουριστικής ανάπτυξης και των εντατικών γεωργικών εκµεταλλεύσεων. Στην πεδινή ζώνη κατοικεί σχεδόν το 75% του συνολικού πληθυσµού του νοµού. Οι αρδευόµενες εκτάσεις καλύπτουν το 24,5% των συνολικά καλλιεργούµενων εκτάσεων (πεδινή και ηµιορεινή ζώνη). Η Κορινθία αποτελεί µια περιοχή µε πλούσια ιστορική παράδοση και σηµαντικά αρχαιολογικά ευρήµατα. Η Κόρινθος, πρωτεύουσα του νοµού, βρίσκεται 80 χλµ. νοτιοδυτικά των Αθηνών και αποτελεί το κατεξοχήν αστικό κέντρο της Κορινθίας. Το όνοµά της, πελασγικό κατά πάσα πιθανότητα, δηλώνει την µακραίωνη ιστορία της, λόγω της καίριας θέσης της αλλά και των 11

εύφορων εδαφών της. Η αρχική θέση του οικισµού ήταν 7 χλµ. νοτιότερα, εκεί όπου σήµερα βρίσκεται το χωριό της Αρχαίας Κορίνθου. Η σηµαντική θέση της Αρχαίας Κορίνθου κατοικήθηκε από τα νεολιθικά χρόνια (5000 3000 π.χ.). Η µεγάλη όµως ακµή της αρχίζει από τον 8ο π.χ. αιώνα. είγµα της αποτελεί ο δωρικός ναός του Απόλλωνα που κατασκευάστηκε το 550 π.χ. Το κέντρο της βρίσκεται νότια του ναού του Απόλλωνα και περιλαµβάνει καταστήµατα, µικρούς ναούς, κρήνες, λουτρό και άλλα δηµόσια κτήρια. Η Κόρινθος κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι, µαζί µε την Πάτρα και την Θήβα, ένα από τα σηµαντικότερα κέντρα µεταξουργίας. 12

Κεφάλαιο 2 : Γεωλογία - Υδρογεωλογία 2.1 Γεωλογία ευρύτερης περιοχής Η περιοχή µελέτης χαρακτηρίζεται από ήπιο ανάγλυφο µε επικράτηση της πεδινής ζώνης στο βόρειο τµήµα της. Προς νότο το ανάγλυφο γίνεται πιο απότοµο και σχηµατίζονται επάλληλες αναβαθµίδες σαν αποτέλεσµα των έντονων φάσεων του µετατυρρήνιου ρηγµατογόνου τεκτονισµού που έχει επηρεάσει την ευρύτερη περιοχή. Οι επιφάνειες επιπεδώσεις µπορούν όµως να αποδοθούν και σε παλαιότερη θαλάσσια διάβρωση. Οι πρόσφατες τεκτονικές κινήσεις είχαν σαν αποτέλεσµα το σχηµατισµό στενών µε απόκρηµνα πρανή κοιλάδων των υδατορευµάτων που διαρρέουν την ευρύτερη περιοχή. 2.1.1 Στρωµατογραφία Η ευρύτερη περιοχή µελέτης ανήκει στην νεοτεκτονική λεκάνη της Βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Η Νεογενής Τεταρτογενής τεκτονική αυτή λεκάνη µε διεύθυνση ΒΒ ΝΝΑ, είναι τάφρος που δηµιουργήθηκε µετά την τελική παροξυσµική φάση των αλπικών πτυχώσεων, λόγω της νεοτεκτονικής δραστηριότητας, που εκδηλώθηκε κυρίως ως ρηξιγενής τεκτονική. Μέσα σ αυτήν αποτέθηκαν µεταλπικά ιζήµατα (θαλάσσια, λιµναία, ποταµοχειµάρρεια) τα οποία δοµούν όλη σχεδόν την Βορειοανατολική Πελοπόννησο. Τα ιζήµατα αυτά είναι κροκαλοπαγή, λατυποπαγή, ψαµµίτες, µάργες, ψαµµούχες µάργες και οργανογενείς ασβεστόλιθοι, σε εναλλασσόµενα στρώµατα ή επικράτηση κάποιας από τις λιθολογικές αυτές φάσεις κατά θέσεις. Το αλπικό υπόβαθρο των ιζηµάτων αυτών του Νεογενούς είναι πολύπλοκο, διότι βρίσκονται σε περιοχές µετάβασης της ζώνης Ολωνού Πίνδου, της Υποπελαγονικής και της ενότητας Τραπεζώνας, η οποία αποτελούσε τις νότιες απολήξεις της ζώνης Παρνασσού Γκιώνας. Το υπόβαθρο αυτό αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώµατα, αλλά κατά θέσεις παρεµβάλλονται µέσα σε αυτά, σχηµατισµοί της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε οφιόλιθους. 13

Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί που συµµετέχουν στην γεωλογική δοµή της περιοχής, απεικονίζονται αναλυτικά στο γεωλογικό χάρτη ο οποίος είχε συνταχθεί στα πλαίσια του προαναφερθέντος Ερευνητικού Προγράµµατος και παρατίθεται παρακάτω (Εικόνα 2.1.1), από τους νεώτερους προς τους παλαιότερους είναι οι ακόλουθοι : Α. Ολόκαινο : Σύγχρονοι παράκτιοι σχηµατισµοί : Αποτελούνται από χαλαρούς και ασύνδετους άµµους και κροκάλες ενώ κατά θέσεις τα υλικά αυτά είναι καλά συγκολληµένα σχηµατίζοντας τοπικούς ψηφιτοπαγείς αιγιαλούς. Εµφανίζονται σε όλη την παραλιακή έκταση από το Λέχαιο έως τις εκβολές του Ασωπού σε ζώνη πλάτους 5 10 m. Σύγχρονες αλλουβιακές αποθέσεις : Πρόκειται για αποθέσεις χειµάρρων που αποτελούνται από πολύµικτα αδροµερή υλικά κυρίως άµµους, κροκάλες και λατύπες. Τα υλικά αυτά είναι συνήθως χαλαρά έως ελαφρά συνδεδεµένα και αναπτύσσονται εντός και εκτός της κοίτης των κυριοτέρων χειµάρρων της περιοχής, σχηµατίζοντας σε ορισµένες περιπτώσεις αναβαθµίδες µικρού πάχους. Προσχωµατικά υλικά πεδινών ζωνών : Υλικά αποσάθρωσης και εξαλλοίωσης παλαιοτέρων σχηµατισµών που έχουν µεταφερθεί από µικρή απόσταση. Πρόκειται για χαλαρά έως ελαφρά συνδεδεµένα υλικά αποτελούµενα συνήθως από άµµους, αργίλους, πηλούς και κροκάλες σε µίγµατα επί το πλείστον ποικίλων αναλογιών. Καλύπτουν σχεδόν όλο το πεδινό ανάπτυγµα της περιοχής από το Λέχαιο έως το Κιάτο σε ζώνη που εκτείνεται από την παραλία έως περίπου τον άξονα της εθνικής οδού Κορίνθου Πατρών. Κολουβιακοί σχηµατισµοί : αποτελούνται από κοκκινοχώµατα, αργιλούχα υλικά, πηλούς και ψαµµούχους πηλούς που προέρχονται από την εξαλλοίωση των σχηµατισµών του Τυρρήνιου και του Πλειόκαινου. Εµφανίζονται κατά µήκος της γραµµής που ορίζει η επιφανειακή ανάπτυξη των Τυρρήνιων αναβαθµίδων και των Πλειοκαινικών σχηµατισµών καλύπτοντας τις επιφάνειες επιπεδώσεις που δηµιουργούνται στη ζώνη νότια των αναβαθµίδων. Παλαιοί και νέοι κώνοι κορηµάτων και πλευρικά κορήµατα : Συντίθενται από χαλαρές έως συνεκτικές και καλά συγκολληµένες αποθέσεις, αποτελούµενες κυρίως από άµµους, χάλικες, κροκάλες και λατύπες. 14

Β. Πλειστόκαινο : Ερυθρά αργιλοµιγής άµµος : Υλικό που υπέρκειται των Τυρρήνιων σχηµατισµών και πιθανά πρόκειται για παλαιές παράκτιες αποθέσεις διότι περιέχει µικρά θαλάσσια απολιθώµατα. Έχει πάχος 5 10 m και αναπτύσσεται νότια και ανατολικά της Κορίνθου και βόρεια του Λεχαίου όπου παρουσιάζεται επιφανειακά αποσαθρωµένο σχηµατίζοντας ελεύθερη άµµο. Τυρρήνιες αναβαθµίδες : Συνεκτικές αποθέσεις, κυρίως θαλάσσιες και παράκτιες, αποτελούµενες από κροκαλοπαγή, κροκάλες, λατύπες, άµµους και ψηφίδες, µε κατά τόπους ενδιαστρώσεις µάργων. Κατά περιοχές καλύπτονται από κολουβιακές αποθέσεις και από προσχώσεις σηµαντικού πάχους στην παραλιακή πεδινή ζώνη. Το πάχος τους είναι 5 20 m, τα υλικά είναι τοποθετηµένα σε οριζόντια στρώµατα και εµφανίζονται επιφανειακά κατά µήκος ζωνών µε διεύθυνση Α, αµέσως νότια της εθνικής οδού Κορίνθου Πατρών. Η σηµερινή µορφολογία τους και η τοποθέτησή τους στο χώρο αποδίδεται σε σύστηµα κλιµακωτών ρηγµάτων µε γενική διεύθυνση Α η οποία προς τα ανατολικά σταδιακά µεταπίπτει σε Β ΝΑ. Γ. Κατώτερο Πλειστόκαινο Πλειόκαινο : Ποταµολιµναίες αποθέσεις : Αποτελούνται κυρίως από κροκαλοπαγή κατά θέσεις µαργαϊκά, ψηφιτοπαγή και ψαµµίτες. Κατά περιοχές παρεµβάλλονται στρώµατα µάργων. Επιφανειακά αναπτύσσονται κυρίως στην περιοχή µεταξύ του Ασωπού και του Ελισώνα καθώς και ανατολικά του Ελισώνα στο ύψος του Ελληνοχωρίου. Στο µεγαλύτερο ανάπτυγµά τους καλύπτονται από κολουβιακά και ελουβιακά υλικά καστανοκόκκινου χρώµατος. Το συνολικό πάχος τους υπολογίζεται σε 150-200 m. Σειρά µαργών : Υποκίτρινες έως λευκές, ενίοτε ανοικτότεφρες ή κυανίζουσες µάργες µε παρεµβολές κατά περιοχές ψαµµιτών, κροκαλοπαγών και µαργαϊκών ασβεστόλιθων. Πρόκειται για αποθέσεις υφάλµυρης έως λιµναίας φάσης µε επικράτηση της λιµναίας φάσης στα ανώτερα τµήµατα της σειράς. Συναντώνται σε ολόκληρη τη λοφώδη περιοχή του χώρου έρευνας, µε καθολική σχεδόν επικράτηση των µάργων οι οποίες επεκτεινόµενες προς τα βόρεια αποτελούν το υπόβαθρο των προσχωµατικών και λοιπών νεώτερων αποθέσεων της παραλιακής πεδινής ζώνης µεταξύ Κορίνθου και Κιάτου. 15

. Μεσοζωικά πετρώµατα µεταβατικού χαρακτήρα : Πρόκειται για πετρώµατα µεταβατικού χαρακτήρα µεταξύ των γεωτεκτονικών ζωνών Πίνδου, Υποπελαγονικής και ενδεχοµένως της νότιας απόληξης της ζώνης Παρνασσού. Στην περιοχή µελέτης συναντώνται : Ασβεστόλιθοι Σχιστοκερατολιθική διάπλαση : Υπολιθογραφικοί, χονδροπλακώδεις έως λεπτοστρωµατώδεις ασβεστόλιθοι, κατά θέσεις δολοµιτιωµένοι, ανοικτότεφροι, ενίοτε ερυθρίζοντες, µε κονδύλους ή ενστρώσεις πυριτόλιθων. Εντός αυτών αναπτύσσεται η σχιστοκερατολιθική διάπλαση η οποία περιλαµβάνει κερατολίθους, ψαµµίτες, αργίλους, φαιές έως πράσινες µάργες και οφιολιθικά σώµατα. Η ηλικία του σχηµατισµού είναι µέσο έως άνω ιουρασικό. Χαρακτηριστική επιφανειακή εµφάνισή τους αποτελεί η έξαρση της Ακροκορίνθου. Ανθρακική σειρά : Λευκοί έως λευκότεφροι ασβεστόλιθοι, στρωµατώδεις έως παχυστρωµατώδεις, ωολιθικοί ψευδοωολιθικοί, ενίοτε κρυσταλλικοί. Κατά θέσεις δολοµιτικοί ασβεστόλιθοι. Η ηλικία του σχηµατισµού είναι µέσο τριαδικό έως κάτω ιουρασικό. Η κυριότερη επιφανειακή εµφάνισή τους είναι νότια της Ξυλοκέριζας µε επιµήκη ανάπτυξη η οποία καταλήγει στον όρµο των Κεχριών. 2.1.2 Τεκτονικά δεδοµένα Η νεοτεκτονική δραστηριότητα εκδηλώθηκε µε εφελκυστικές τάσεις, διεύθυνσης Β Ν, µε αποτέλεσµα την δηµιουργία ρηγµάτων διεύθυνσης Α, τα οποία προς τα δυτικά (δυτικά του άξονα Πουλίτσα - Στιµάγκα) σταδιακά αλλάζουν διεύθυνση και γίνονται Β ΝΑ σχηµατίζοντας µορφή ανοικτού ηµικύκλιου. Τα ρήγµατα αυτά έχουν συµβάλει καθοριστικά στη διαµόρφωση του µορφοανάγλυφου της περιοχής. Στο νότιο τµήµα αναπτύσσεται ένα δευτερεύον σύστηµα ρηγµάτων µε διεύθυνση Ν ΒΑ. 16

Εικόνα 2.1.1 : Γεωλογικός χάρτης Βόρειας παραλιακής και ηµιλοφώδους ζώνης Ν. Κορινθίας 17

2.2 Υδρογεωλογία Οι υδρογεωλογικές συνθήκες µιας περιοχής προσδιορίζονται από τα επί µέρους υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά των γεωλογικών σχηµατισµών που καθορίζουν τη δοµή της. Οι υδρογεωλογικοί χαρακτήρες προσδιορίζονται από τα λιθολογικά χαρακτηριστικά των πετρωµάτων και τον βαθµό ικανότητάς τους να επιτρέπουν την κυκλοφορία και την αποθήκευση του νερού στα πρωτογενή ή δευτερογενή διάκενα που υπάρχουν στη µάζα τους. Η ιδιότητα αυτή προσδιορίζεται από δύο παραµέτρους το πορώδες και την υδροπερατότητα. Όσον αφορά στο πορώδες, υδρογεωλογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ενεργό πορώδες, το οποίο αντιστοιχεί στο τµήµα του ολικού πορώδους στο οποίο ο όγκος του ελεύθερου νερού µπορεί να αποληφθεί µε άντληση. Υδροπερατότητα είναι η ιδιότητα των πετρωµάτων και των γεωλογικών σχηµατισµών να επιτρέπουν την διακίνηση του νερού δια µέσου αυτών. Στα κοκκώδη πετρώµατα και σχηµατισµούς η περατότητα οφείλεται στο πρωτογενές πορώδες δηλαδή στους κενούς χώρους που υπάρχουν µεταξύ των κόκκων των πετρωµάτων. Το πρωτογενές πορώδες ρυθµίζεται κυρίως από το σχήµα και τη διάταξη των κόκκων. Στα συµπαγή ή ρωγµώδη πετρώµατα η περατότητα οφείλεται στο δευτερογενές πορώδες τους το οποίο είναι συνάρτηση της πυκνότητας και του µεγέθους των τεκτονικών και στρωµατογραφικών ασυνεχειών τους (ρωγµές, διαρρήξεις, µεσοστρωµατικά διάκενα, στρώσεις κ.α.) καθώς και της πυκνότητας και του µεγέθους των καρστικών εγκοίλων στα ανθρακικά πετρώµατα. 18

2.2.1 ιάκριση γεωλογικών σχηµατισµών Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί ανάλογα µε την δυνατότητα που παρέχουν στο νερό να διηθηθεί, να διακινηθεί και να αποθηκευθεί στα διάκενά τους, διακρίνονται σε υδροπερατούς, ηµιπερατούς και υδροστεγανούς. Οι υδροπερατοί σχηµατισµοί παρουσιάζουν τιµές του συντελεστή υδροπερατότητας Κ>10-5 m/sec. Οι υδροστεγανοί Κ<10-7 m/sec και οι ηµιπερατοί σχηµατισµοί (επιτρέπουν περιορισµένη κυκλοφορία του νερού δια µέσω αυτών) 10-7 <Κ<10-5 m/sec. Υδροπερατοί σχηµατισµοί : Στην κατηγορία αυτή περιλαµβάνονται σχηµατισµοί µεγάλης έως πολύ µεγάλης υδροπερατότητας (Κ = 10-2 10-4 m/sec) στους οποίους ανήκουν οι ασβεστόλιθοι στις ζώνες υψηλού κερµατισµού και χωρίς ενστρώσεις πυριτιολίθων και κερατολίθων. Στους σχηµατισµούς γενικά µεγάλης υδροπερατότητας (K = 10-3 10-5 m/s) περιλαµβάνονται οι ασβεστολιθικοί όγκοι στο σύνολό τους, από τα νεογενή ιζήµατα περιλαµβάνονται τα κροκαλοπαγή και οι ψαµµίτες στην αµιγή τους µορφή, και από τα πετρώµατα του τεταρτογενούς, οι σύγχρονες αλλουβιακές αποθέσεις και τα υλικά κοίτης ποταµοχειµάρρων στις περιπτώσεις που επικρατούν τα αµιγώς αδροµερή υλικά, όπως χονδρόκοκκοι άµµοι και χάλικες. Στο σύνολο των υδροπερατών σχηµατισµών που ήδη περιγράφηκαν, δηµιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την κατείσδυση, την κυκλοφορία και την εναποθήκευση νερού στον όγκο τους. Κάτω από καλές συνθήκες τροφοδοσίας τους µε νερό, αναπτύσσουν υδροφόρους ορίζοντες µέτριας, καλής έως πολύ καλής δυναµικότητας. Ηµιπερατοί σχηµατισµοί : Πρόκειται για πετρώµατα γενικά χαµηλής έως σχεδόν µέτριας υδροπερατότητας (Κ = 10-5 10-7 m/sec). Στην κατηγορία αυτή περιλαµβάνονται από τις τεταρτογενείς αποθέσεις, τα πλευρικά κορήµατα και τα αποσαθρώµατα παλαιότερων σχηµατισµών, τα προσχωµατικά υλικά και οι παλαιότερες αναβαθµίδες, οι θαλάσσιες αναβαθµίδες. Στους σχηµατισµούς αυτούς η κίνηση του νερού εξαρτάται από το ποσοστό συµµετοχής του αδροµερούς κλάσµατος, καθώς και από το πάχος 19

της απόθεσης και έτσι µπορούν να παρουσιάσουν γενικά µικρής έως σχεδόν µέτριας δυναµικότητας υπόγεια υδροφορία, η οποία τις περισσότερες φορές έχει περιορισµένο και τοπικό χαρακτήρα. Υδροστεγανοί σχηµατισµοί : Περιλαµβάνονται οι γεωλογικοί σχηµατισµοί που παρουσιάζουν πολύ χαµηλή υδροπερατότητα (Κ<10-7 m/sec). Στην κατηγορία αυτή περιλαµβάνονται, από τους τεταρτογενείς σχηµατισµούς οι κολλουβιακές αποθέσεις και από τα νεογενή ιζήµατα οι αµιγείς µάργες καθώς και οι αµµούχες και πηλούχες µάργες. Η σειρά των µάργων είναι πρακτικά υδροστεγανή µε εξαίρεση τοπικού χαρακτήρα περιορισµένη υδροφορία που εντοπίζεται εντός των κοκκωδών ενδιαστρώσεων. Αποτελεί το στεγανό υπόβαθρο του υδροφόρου συστήµατος της παραλιακής ζώνης. Στους υδροστεγανούς σχηµατισµούς, οι συνθήκες που δηµιουργούνται δεν ευνοούν την κατείσδυση, την κυκλοφορία και την εναποθήκευση νερού στον όγκο τους. Η κίνηση του νερού είναι εντελώς περιορισµένη και µη ικανή για τη δηµιουργία υδροφόρων οριζόντων, έστω και πολύ µικρής δυναµικότητας. 2.2.2 ιάκριση υδρολιθολογικών ενοτήτων Με βάση τη γεωλογική δοµή και τα λιθοπετρολογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής µελέτης οι γεωλογικοί σχηµατισµοί διακρίνονται σε υδρολιθολογικές ενότητες. Στον Υδρολιθολογικό χάρτη της περιοχής µελέτης (Εικόνα 2.2.1) απεικονίζονται αναλυτικά οι υδρολιθολογικές ενότητες. Ο διαχωρισµός αυτός βασίζεται στην υδρογεωλογική συµπεριφορά των σχηµατισµών ανάλογα µε τη λιθολογική τους σύσταση. Οι ενότητες που διακρίνονται είναι οι ακόλουθες : Α. Υδροφόροι προσχωµατικών αποθέσεων : Η υπόγεια υδροφορία στις προσχωµατικές τεταρτογενείς αποθέσεις της υπό µελέτης περιοχής προσδιορίζεται από την ανάπτυξη ελεύθερων, αρτεσιανών και µερικώς υπό πίεση υδροφόρων οριζόντων. Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί στους οποίους αναπτύσσονται οι παραπάνω µορφές υδροφόρων οριζόντων είναι : 20

Σύγχρονες αποθέσεις χειµάρρων : Πρόκειται για αδροµερή υλικά, άµµους και κροκαλολατύπες που κατά θέσεις σχηµατίζουν αναβαθµίδες µικρού πάχους. Οι αποθέσεις αυτές είναι υδροπερατές, χαρακτηρίζονται από ικανοποιητικές υδραυλικές παραµέτρους και στη µάζα τους αναπτύσσονται συχνά τοπικού, ενδιαφέροντος φρεάτιοι υδροφόροι ορίζοντες. Υδρογεωλογικά, ο ρόλος των αποθέσεων αυτών κρίνεται ιδιαίτερα σηµαντικός στην λειτουργία και εξέλιξη του υδροφόρου συστήµατος της πεδινής ζώνης, αφού µέσω αυτών διακινούνται σηµαντικές ποσότητες νερού οι οποίες το τροφοδοτούν µε υπόγειες πλευρικές µεταγγίσεις. Παράλληλα, µέσω των αποθέσεων αυτών το υπόγειο υδατικό δυναµικό εµπλουτίζεται µε νερό προερχόµενο από κατείσδυση κατά µήκος των υδατορευµάτων και κυρίως του ποταµού Ασωπού. Σύγχρονα προσχωµατικά υλικά πεδινών ζωνών : Ο σχηµατισµός αποτελείται από άµµους, κροκαλολατύπες, λεπτοµερή χαλαρά αργιλοαµµώδη και πηλοαµµώδη υλικά. Χαρακτηρίζονται από έντονη ανοµοιογένεια και ανισοτροπία µε πλευρικές λιθολογικές µεταβάσεις προοδευτικές ή και απότοµες. Σαν αποτέλεσµα οι υδραυλικές παράµετροι των αποθέσεων αυτών εµφανίζουν σηµαντική διαφοροποίηση τόσο κατά την οριζόντια όσο και κατά την κατακόρυφη διεύθυνση. Το πάχος των αποθέσεων αυτών µεταβάλλεται σηµαντικά στο χώρο και κυµαίνεται συνήθως µεταξύ 30 70 m. Πρόκειται για υδροπερατές αποθέσεις στις οποίες αναπτύσσεται η κύρια υδροφορία της πεδινής ζώνης. Σε τοπική κλίµακα αναπτύσσεται ένας φρεάτιος υδροφόρος ορίζοντας υπερκείµενος σε επάλληλους υπό πίεση ή µερικώς υπό πίεση ορίζοντες, οι οποίοι διαχωρίζονται µεταξύ τους από ενδιαστρώσεις µάργας ή ορίζοντες µε υψηλή περιεκτικότητα σε άργιλο ή ιλύ. Στην κλίµακα της εξεταζόµενης περιοχής ωστόσο οι υδροφορίες αυτές θεωρούνται ως ένα ενιαίο υδροφόρο σύστηµα. Παλαιοί και νέοι κώνοι κορηµάτων και πλευρικά κορήµατα : Αποτελούνται από άµµους, χάλικες, κροκάλες και λατύπες, κυρίως ανθρακικής προέλευσης, µικρού έως υψηλού βαθµού συνεκτικότητας. Εµφανίζονται στις παρυφές των ανθρακικών σχηµατισµών στα δυτικά της ευρύτερης περιοχής µελέτης, έχουν 21

αρκετά µεγάλη επιφανειακή εξάπλωση, αλλά εκτιµάται ότι το πάχος τους είναι περιορισµένο. Πρόκειται για υδροπερατές αποθέσεις στις οποίες αναπτύσσεται περιορισµένη φρεάτια υδροφορία µε τοπικό µόνο ενδιαφέρον. Ο ρόλος τους όµως θεωρείται σηµαντικός αφού αποτελούν ζώνη τροφοδοσίας µε πλευρική µετάγγιση προς τους υποκείµενους και τους πλευρικά παρακείµενους σχηµατισµούς. Τυρρήνιες αναβαθµίδες : Οι αποθέσεις αυτές είναι συνεκτικές, θαλάσσιας ή παράκτιας προέλευσης και αποτελούνται από κροκάλες, λατύπες, άµµους, ψηφίδες και τοπικά ενδιαστρώσεις µάργων. Κατά περιοχές καλύπτονται από κολλουβιακές αποθέσεις, ενώ στην πεδινή ζώνη καλύπτονται από σηµαντικού πάχους προσχώσεις. Η συνέχειά τους προς την παραλιακή ζώνη διακόπτεται εξαιτίας του ρηγµατογόνου τεκτονισµού στις νότιες απολήξεις της πεδινής ζώνης (άξονας Νέας Εθνικής Οδού). Συµπεριλαµβάνονται στις υδροπερατές αποθέσεις µε υψηλές τιµές υδραυλικών παραµέτρων. Η σηµασία τους στη δίαιτα του προσχωµατικού υδροφόρου συστήµατος της πεδινής ζώνης είναι µεγάλη αφού βρίσκονται σε υδραυλική επικοινωνία µε αυτό και εκτιµάται ότι το τροφοδοτούν µε πλευρικές µεταγγίσεις συµβάλλοντας έτσι στην ετήσια αναπλήρωση των υδατικών του αποθεµάτων. Β. Υδροφόροι ρωγµώδων συνεκτικών σχηµατισµών : Στην κατηγορία των υδροφόρων αυτών περιλαµβάνονται οι σχηµατισµοί των αποθέσεων του τεταρτογενούς και των ιζηµάτων του νεογενούς µε συνεκτικά πετρώµατα. Ποταµολιµναίες νεογενείς αποθέσεις : Αποτελούνται από κροκαλοπαγή, µαργαϊκά κατά θέσεις, ψηφιτοπαγή και ψαµµίτες, µε κατά τόπους παρεµβολές στρωµάτων µάργων. Εµφανίζονται στα νότια ορεινά τµήµατα της ευρύτερης περιοχής µελέτης. Πρόκειται για υδροπερατές αποθέσεις, υψηλών συνήθως υδραυλικών παραµέτρων, που συχνά τροφοδοτούν σηµαντικής παροχής πηγές επαφής. 22

Σειρά πλειοκαινικών µαργών : Στα δυτικά όρια της περιοχής, εµφανίζονται ενστρώσεις χαλαρών κροκαλοπαγών, άµµων και ψαµµιτών, καθώς επίσης και ενστρώσεις συνεκτικών κροκαλοπαγών. Η σειρά των µάργων είναι πρακτικά υδατοστεγανή µε εξαίρεση τοπικού χαρακτήρα περιορισµένη υδροφορία που εµφανίζεται εντός των κοκκωδών ενδιαστρώσεων. Αποτελεί το στεγανό υπόβαθρο του υδροφόρου συστήµατος της πεδινής ζώνης. Γ. Υδροφόροι καρστικών σχηµατισµών : Καρστικοί υδροφόροι αναπτύσσονται στα ανθρακικά ή ανθρακικής προέλευσης πετρώµατα και η δυναµικότητά τους καθορίζεται από το δευτερογενές πορώδες και κυρίως από την τεκτονική καταπόνηση και το βαθµό ανάπτυξης των µορφών καρστικής διάβρωσης στη µάζα τους. Ανθρακικοί σχηµατισµοί : Αποτελούνται από ανοικτότεφρους υπολιθογραφικούς ασβεστόλιθους, στρωµατώδεις έως παχυστρωµατώδεις. Κατά θέσεις αναπτύσσονται δολοµιτικοί ασβεστόλιθοι. Οι παραπάνω ανθρακικοί σχηµατισµοί είναι διερρηγµένοι και συχνά αποκαρστωµένοι. Εντός των σειρών αυτών αναπτύσσεται σχετικά πλούσια υδροφορία η οποία εξαιτίας της εκ φύσεως υψηλής τρωτότητας των καρστ και της υπερεκµετάλλευσής της, εµφανίζεται υφαλµυριµένη λόγω θαλάσσιας διείσδυσης. Εντός των δολοµιτικών ζωνών αναµένονται µειωµένες υδραυλικές παράµετροι. 23

Εικόνα 2.2.1 : Υδρολιθολογικός χάρτης παράκτιας ζώνης Κορίνθου Κιάτου 24

2.3 Υδρολογία περιοχής µελέτης Η παραλιακή ζώνη Κορίνθου Κιάτου διασχίζεται από µεγάλο αριθµό ποταµοχειµάρρων παροδικής ροής που εκβάλουν στον Κορινθιακό κόλπο. Αυτοί είναι οι : Ασωπός, Ράχιανη, Ζαπάντης, Ποταµιά και Ελισσώνας. Ο ποταµός Ασωπός είναι ο µόνος µε συνεχή παροχή και βασική πηγή αρδευτικού ύδατος και εµπλουτισµού του υπόγειου υδροφορέα της παράκτιας ζώνης. Κατά την θερινή όµως περίοδο δεν δύναται να καλύψει τις αρδευτικές ανάγκες λόγω µειωµένης παροχής. Ο Ασωπός έχει συνολικό µήκος 40 Km, πηγάζει από τα όρη Φαρµακά και Τραχύ του νοµού Αργολίδος και εκβάλει στην περιοχή µεταξύ Κιάτου και Βέλου. Η µέση παροχή του κατά την χειµερινή περίοδο είναι 3.800 m 3 /h µε µέγιστη τιµή 6.500 m 3 /h, ενώ τη θερινή περίοδο η παροχή ανέρχεται σε 650 m 3 /h. 25

Κεφάλαιο 3 : Κλιµατολογία του Νοµού Κορινθίας 3.1 Κλιµατολογικά στοιχεία ευρύτερης περιοχής µελέτης Τα κλιµατικά στοιχεία µιας περιοχής αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες διαµόρφωσης του υδρολογικού κύκλου και κατά συνέπεια του υδρολογικού ισοζυγίου της. Η γνώση δε των παραµέτρων του υδρολογικού ισοζυγίου συµβάλλει στη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των υδατικών πόρων της περιοχής. Οι βασικότεροι παράγοντες που συντελούν στη διαµόρφωση του κλίµατος είναι το ανάγλυφο, η απόσταση από τη θάλασσα, το υψόµετρο και τα ατµοσφαιρικά συστήµατα. Το κλίµα παίζει σηµαντικό ρόλο στην εξέλιξη των εδαφών, καθώς και στην πανίδα και την χλωρίδα µιας περιοχής. Στο Νοµό Κορινθίας επικρατεί γενικά ο µεσογειακός τύπος κλίµατος, που χαρακτηρίζεται από βροχές την ψυχρή περίοδο και ανοµβρία µε υψηλές θερµοκρασίες τους θερινούς µήνες. Κατά Thornthwaite (1955), το κλίµα της περιοχής µελέτης ανήκει στα ξηρά κλίµατα τύπου Dd B3 b4. Ο συµβολισµός αυτός, δηλώνει ότι το κλίµα είναι ηµίξηρο µε δείκτη υγρασίας -40 < Im < -20 µε µικρό πλεόνασµα ύδατος κατά το χειµώνα, µε δείκτη υγρότητας Ih < 16,7 και ανήκει στο µεσόθερµο B3 τύπο θερµικού κλίµατος. Υφίσταται επίσης την επίδραση της θάλασσας στη διαµόρφωση του θερµικού του χαρακτήρα (Πανταζάκος Γ., Ποιότητα και ποιοτική υποβάθµιση υπόγειων νερών. Περίπτωση Αν. Κορινθίας). 3.2 Βροχοµετρικοί σταθµοί Νοµού Κορινθίας Στην στενή περιοχή έρευνας λειτουργούν δύο βροχοµετρικοί σταθµοί στο Βέλο, ο ένας της ΕΜΥ (1987-2007) και ο άλλος του Υπουργείου Γεωργίας, που είναι τοποθετηµένοι σε γειτονικές θέσεις. Οι σταθµοί αυτοί βρίσκονται σε υψόµετρο +20m από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο σταθµός της ΕΜΥ λειτουργούσε στην Κόρινθο µέχρι το 1983 και ακολούθως µεταφέρθηκε στο Βέλο. 26

Στο Νοµό Κορινθίας, εντοπίζονται συνολικά δεκαεννιά (19) βροχοµετρικοί σταθµοί, οι οποίοι αποτελούν και την κύρια πηγή βροχοµετρικών δεδοµένων του Νοµού Κορινθίας. Οι σταθµοί αυτοί παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.2.1 και η γεωγραφική θέση τους φαίνεται στον Σχήµα 3.2.1 που ακολουθεί. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η πυκνότητα των δεκαεννιά σταθµών για συνολική έκταση 2.290 Km 2 είναι ικανοποιητική, ένας σταθµός ανά 127 Km 2, (WMO,1976) δεδοµένου ότι για τις µεσογειακές χώρες θεωρείται ως ελάχιστη ικανοποιητική πυκνότητα ένας σταθµός ανά 600 850 Km 2 για τις πεδινές περιοχές και ένας σταθµός ανά 100 250 Km 2 για τις ορεινές περιοχές. Πίνακας 3.2.1 : Βροχοµετρικοί σταθµοί του Νοµού Κορινθίας Α/Α ΣΤΑΘΜΟΣ Υψό- µετρο (m) Γεωγρ/κό µήκος Γεωγρ/κό πλάτος Περίοδος δεδοµένων Φορέας 1 ΒΕΛΟ 20 22 0 45' 37 0 58' 1987-2007 ΕΜΥ 2 ΚΑΜΑΡΙ 10 22 0 34' 38 0 06' 1974-1996 ΥΠ. ΓΕ. 3 ΛΕΟΝΤΙΟ 320 22 0 36' 37 0 48' 1971-1996 ΥΠ. Ε 4 ΝΕΜΕΑ 289 22 0 40' 37 0 50' 1971-1991 ΥΠ. Ε 5 ΠΥΡΓΟΣ 645 22 0 26' 38 0 05' 1974-1996 ΥΠ. ΓΕ. 6 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 25 22 0 27' 38 0 07' 1974-1997 ΥΠ. ΓΕ. 7 ΚΟΝΤΟΣΤΑΥΛΟΣ 300 22 0 45' 37 0 50' 1971-1997 ΥΠ. Ε 8 ΚΑΣΤΑΝΙΑ 989 22 0 34' 38 0 06' 1971-1997 ΥΠ. Ε 9 ΡΙΖΑ 631 22 0 28' 37 0 52' 1971-1996 ΥΠ. Ε. 10 ΨΑΡΙ 821 22 0 32' 37 0 52' 1971-1997 ΥΠ. ΓΕ. 11 ΕΡΒΕΝΑΚΙΑ 264 22 0 44' 37 0 47' 1971-1991 ΥΠ. Ε 12 ΚΕΦΑΛΑΡΙ 760 22 0 31' 37 0 56' 1989-1997 ΥΠ. Ε 13 ΣΠΑΘΟΒΟΥΝΙ 140 22 0 48' 37 0 51' 1971-1991 ΥΠ. Ε 14 ΚΑΛΥΒΙΑ 850 22 0 18' 37 0 55' 1971-1991 ΕΗ 15 ΧΑΛΚΙ 250 22 0 44' 37 0 53' 1975-2007 ΥΠ. Ε 27

Α/Α ΣΤΑΘΜΟΣ Υψό- µετρο (m) Γεωγρ/κό µήκος Γεωγρ/κό πλάτος Περίοδος δεδοµένων Φορέας 16 ΛΑΥΚΑ 700 22 0 23' 37 0 50' 1971-1991 ΥΠ. Ε 17 Κ. ΤΑΡΣΟΣ 1130 22 0 21' 38 0 00' 1971-1997 ΥΠ. Ε 18 ΜΠΟΥΖΙ 1000 22 0 28' 37 0 54' 1971-1991 ΥΠ. Ε 19 ΠΕΤΡΙΟ 250 22 0 36' 37 0 51' 1971-1991 ΥΠ. Ε. Σχήµα 3.2.1 : Θέσεις βροχοµετρικών σταθµών του Ν. Κορινθίας 28

3.3 Βροχοµετρικά δεδοµένα Στο παρών υποκεφάλαιο, εξετάζονται τα διαθέσιµα δεδοµένα από το σταθµό της Ε.Μ.Υ. στο Βέλο και του σταθµού του ΥΠΕΧΩ Ε στο Χαλκί. Τα δεδοµένα του σταθµού στο Βέλο είναι αντιπροσωπευτικά για τη στενή περιοχή έρευνας (βόρεια παραλιακή Κορινθία), ενώ αυτά του σταθµού στο Χαλκί, αντιπροσωπεύουν το βροχοµετρικό καθεστώς περίπου στο µέσο υψόµετρο των υδρολογικών λεκανών που απολήγουν στην περιοχή έρευνας. 3.3.1 Μετεωρολογικός σταθµός Βέλου (Ε.Μ.Υ.) Τα διαθέσιµα δεδοµένα από το σταθµό της ΕΜΥ στο Βέλο είναι µηνιαίες τιµές βροχόπτωσης για την περίοδο 1987-2007. Τα δεδοµένα αυτά δίδονται στον Πίνακα 3.3.1, µε τη µορφή υδρολογικών ετών µε αρχή το µήνα Οκτώβριο. Στο Σχήµα 3.3.1 απεικονίζονται µε τη µορφή ιστογράµµατος οι µέσες µηνιαίες τιµές βροχόπτωσης, ενώ στο Σχήµα 3.3.2 η διακύµανση των ετήσιων τιµών για την περίοδο διαθέσιµων δεδοµένων. Υδρολ. έτος Πίνακας 3.3.1 :. Μηνιαίες τιµές βροχόπτωσης (mm) στο σταθµό Βέλου Κορινθίας (ΕΜΥ), για την περίοδο 1987-2007. ΟΚΤ. ΝΟΕ. ΕΚ. ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡΤ. ΑΠΡ. ΜΑΪ ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠΤ. 1987-88 45,7 92,9 69,6 104,9 52,6 25,8 0,6 0,0 0,0 11,9 1988-89 18,2 106,9 71,7 1,4 21,3 53,7 9,0 13,6 9,7 8,7 1,1 15,8 315 1989-90 87,6 66,7 24,2 3,0 25,1 1,5 28,9 11,6 0,5 4,7 86,0 42,2 340 1990-91 36,3 139,8 113,3 69,0 30,1 41,8 53,8 38,8 0,0 4,2 46,2 4,4 573 1991-92 59,1 92,1 50,5 12,3 19,7 34,6 45,4 61,5 4,7 0,0 3,5 0,7 383 1992-93 15,0 43,7 61,4 25,5 79,1 13,6 19,8 95,1 0,9 0,0 0,5 0,7 355 1993-94 0,7 157,6 40,6 70,2 109,5 22,8 27,7 22,9 1,4 13,7 7,3 0,0 474 1994-95 91,7 57,1 59,9 108,1 3,1 88,3 20,5 0,7 12,1 15,8 38,4 46,3 496 1995-96 9,6 74,7 90,3 122,4 89,8 85,0 8,0 33,6 0,0 5,0 4,6 35,5 523 1996-97 46,7 15,8 49,3 372,5 42,8 42,9 49,2 3,5 7,2 0,0 10,7 2,1 641 1997-98 21,4 41,3 120,9 49,6 19,2 92,1 13,5 38,0 0,0 0,0 0,0 14,0 396 1998-99 14,1 164,1 87,6 49,6 49,1 159,3 8,1 0,6 2,3 5,8 1,0 84,9 542 1999-00 46,6 85,3 23,3 19,8 70,1 7,4 3,8 5,6 22,0 0,0 3,1 11,1 287 2000-01 58,8 32,0 110,0 116,1 62,2 18,6 54,8 4,4 14,4 3,7 3,8 8,8 479 2001-02 3,9 133,7 179,0 15,1 5,0 117,4 28,4 2,0 0,2 46,8 19,2 21,0 551 2002-03 14,7 42,8 132,8 104,4 106,3 56,7 30,5 14,1 1,4 2,3 0,4 12,8 506 2003-04 31,5 46,4 112,3 143,8 13,8 39,1 47,3 8,7 6,7 0,0 14,4 1,4 464 2004-05 28,0 22,1 67,0 62,3 69,7 39,8 4,4 46,3 8,8 1,9 20,3 112,8 371 2005-06 12,5 161,5 53,3 62,6 56,2 20,3 59,2 13,6 7,0 1,3 4,6 0,0 452 2006-07 60,8 14,2 6,2 0,0 95,7 27,5 15,5 46,5 7,3 0,0 0,0 13,3 274 2007-08 46,0 81,3 67,7 Μέση τιµή 36 80 78 85 51 53 28 27 6 8 17 25 443 ΕΤΗΣ. ΥΨΟΣ 29

Μέσες µηνιαίες τιµές βροχόπτωσης (1988-2007) στο σταθµό Βέλου 90 80 ύψος βροχής (mm) 70 60 50 40 30 20 10 0 ΟΚΤ. ΝΟΕΜ. ΕΚ. ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡΤ. ΑΠΡ. ΜΑΪ ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠΤ. Σχήµα 3.3.1 : Ιστόγραµµα µέσων µηνιαίων τιµών βροχόπτωσης (mm) στο σταθµό Βέλου για την περίοδο 1988-2007. Ιστόγραµµα ετήσιου ύψους βροχής στο σταθµό Βέλου για την περίοδο υδρολογικών ετών 1988-89 έως 2006-07. ετήσιο ύψος βροχής (mm) 700 600 500 400 300 200 100 0 1988-89 1990-91 1992-93 1994-95 1996-97 1998-99 2000-01 2002-03 2004-05 2006-07 υδρολογικά έτη Σχήµα 3.3.2 : Ιστόγραµµα ετήσιων τιµών βροχόπτωσης στο σταθµό Βέλου για την περίοδο υδρολογικών ετών 1888-89 έως 2006-07. Από την επεξεργασία των δεδοµένων του Πίνακα 3.3.1 και των ανωτέρω ιστογραµµάτων προκύπτουν τα ακόλουθα : Για την περίοδο διαθέσιµων δεδοµένων (υδρολογικά έτη 1888-89 έως 2006-07), το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης ανέρχεται σε 443mm. Το υψηλότερο ετήσιο ύψος βροχής σηµειώθηκε το υδρολογικό έτος 1996-97 (641mm), ενώ το χαµηλότερο κατά το υδρολογικό έτος 2006-07 (274mm). 30

Μετά την περίοδο ξηρών υδρολογικών ετών 1988-89 έως 1992-93 (µε την παρεµβολή του υγρού υδρολογικού έτους 1990-91), οι ετήσιες τιµές ακολουθούν αυξητική πορεία, µέχρι το υδρολογικό έτος 1996-97. Στη συνέχεια έχουµε πτωτική τάση των ετήσιων τιµών και την εµφάνιση δύο υδρολογικών ετών µε ετήσιο ύψος βροχής κάτω των 300mm. Όσον αφορά τη µηνιαία κατανοµή των βροχοπτώσεων διαπιστώνουµε ότι ο µήνας µε την υψηλότερη µέση µηνιαία τιµή είναι ο Ιανουάριος (85mm), ακολουθεί ο Νοέµβριος µε 80 mm και ο εκέµβριος µε 78 mm. Τους µήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο σηµειώνονται περί 50mm βροχής, ενώ τον Απρίλιο και τον Μάιο οι µέσες µηνιαίες τιµές είναι χαµηλότερες των 30mm. Την περίοδο από Νοέµβριο έως και Ιανουάριο σηµειώνονται συνολικά 242mm βροχής, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό 55% του µέσου ετήσιου ύψους βροχής της περιόδου διαθέσιµων δεδοµένων. 3.3.2 Βροχοµετρικός σταθµός Χαλκείου (ΥΠΕΧΩ Ε) Ο σταθµός αυτός είναι εγκατεστηµένος σε υψόµετρο 280m και τα διαθέσιµα από αυτόν δεδοµένα είναι µηνιαίες τιµές βροχόπτωσης για την περίοδο υδρολογικών ετών 1975-76 έως 2007-08 (Πίνακας 3.3.2). Στο Σχήµα 3.3.3 απεικονίζονται µε τη µορφή ιστογράµµατος οι µέσες µηνιαίες τιµές βροχόπτωσης, ενώ στο Σχήµα 3.3.4 η διακύµανση των ετήσιων τιµών για την περίοδο διαθέσιµων δεδοµένων. 31

Πίνακας 3.3.1 : Μηνιαίες τιµές βροχόπτωσης περιόδου υδρολογικών ετών 1975-76 έως 2007-08 στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας. Υδρ/κό έτος ΟΚΤ. ΝΟΕ ΕΚ. ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡ. ΑΠΡ. ΜΑΪ ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠΤ. 1975-76 13,2 71,5 270,7 61,0 123,3 70,0 60,0 23,0 8,0 10,0 14,0 13,0 737,7 1976-77 72,6 102,9 84,1 19,3 22,9 11,1 36,1 5,4 18,1 1,2 0,0 13,4 387,1 1977-78 6,8 70,0 109,9 130,5 76,6 31,7 52,1 16,2 1,0 0,0 0,0 90,5 585,3 1978-79 65,1 73,6 137,5 30,8 63,5 15,7 35,0 18,8 11,5 25,5 44,5 2,0 523,5 1979-80 142,9 118,1 52,1 62,1 79,1 102,9 60,0 27,1 9,5 0,0 3,5 9,0 666,3 1980-81 146,2 36,4 137,6 258,0 36,2 13,1 69,9 35,6 20,0 2,5 30,5 10,5 796,5 1981-82 66,8 97,6 70,2 68,0 107,1 142,8 122,0 37,0 1,0 1,5 26,2 10,4 750,6 1982-83 33,4 140,9 54,5 11,6 13,7 59,2 3,0 18,8 18,2 8,5 23,6 20,0 405,4 1983-84 42,7 94,9 99,7 131,2 135,4 88,6 122,4 1,2 0,0 3,5 7,3 10,1 737,0 1984-85 1,8 76,9 126,4 183,6 30,1 105,3 30,8 22,5 16,4 1,0 4,3 19,5 618,6 1985-86 74,7 111,3 117,4 50,5 128,5 56,0 13,0 38,4 13,3 36,0 5,6 0,0 644,7 1986-87 184,1 11,3 63,5 63,6 84,8 84,6 57,1 4,5 15,3 0,0 26,5 0,0 595,3 1987-88 89,6 84,9 57,4 109,5 80,0 106,5 15,2 43,5 0,0 0,0 0,0 14,7 601,3 1988-89 21,2 134,5 131,8 3,5 18,5 90,0 7,8 16,8 47,5 23,5 31,8 21,0 547,9 1989-90 52,7 65,0 32,6 0,4 27,8 2,3 12,2 2,9 0,0 0,0 30,7 11,6 238,2 1990-91 47,3 107,5 86,7 80,4 20,0 37,5 38,8 71,5 0,0 0,0 0,0 5,0 494,7 1991-92 84,0 108,0 77,0 16,0 28,0 56,0 40,7 53,5 31,0 0,0 0,0 0,0 494,2 1992-93 9,5 50,0 82,5 42,0 158,2 21,5 19,0 77,8 6,0 0,0 0,0 0,0 466,5 1993-94 0,0 178,0 50,0 112,2 120,5 15,0 30,5 0,0 0,0 7,2 10,3 0,0 523,7 1994-95 81,2 50,0 58,9 137,0 2,5 119,0 0,0 0,0 0,0 10,7 10,5 64,9 534,7 1995-96 9,2 33,2 89,7 159,3 116,9 94,9 25,5 7,4 0,0 0,0 2,9 14,2 553,3 1996-97 61,6 38,3 79,2 279,5 22,4 64,6 34,2 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 579,8 1997-98 31,3 63,6 130,2 59,2 32,0 160,5 19,2 37,6 0,0 0,0 0,0 7,5 541,1 1998-99 11,4 106,3 124,4 23,7 38,5 238,1 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 13,3 555,7 1999-00 0,0 58,8 0,0 0,0 84,6 0,0 0,0 0,0 50,5 0,0 0,0 2,2 196,1 2000-01 14,7 22,2 45,8 77,9 107,3 0,0 85,3 0,0 5,2 3,5 0,0 0,0 361,9 2001-02 3,7 203,8 133,1 1,0 0,0 109,0 0,0 0,0 0,0 13,5 42,5 29,5 536,1 2002-03 0,0 41,5 78,5 159,2 141,1 66,7 0,0 33,5 0,0 0,0 4,7 5,3 530,5 2003-04 32,3 39,7 62,3 149,6 12,3 67,3 16,5 24,7 0,0 0,0 0,0 2,3 407,0 2004-05 8,3 8,2 64,5 38,9 86,8 38,9 0,0 32,1 0,0 0,0 0,0 71,9 349,6 2005-06 0,0 113,8 20,5 25,5 50,1 0,0 25,5 18,4 0,0 0,0 0,0 77,2 331,0 2006-07 89,3 0,0 25,3 0,0 88,6 31,8 0,0 59,0 6,5 0,0 0,0 16,5 317,0 2007-08 30,0 23,5 8,0 0,0 31,3 111,8 13,3 9,8 227,7 ΕΤΗΣ. ΥΨΟΣ Μέση τιµή 46,3 76,9 83,7 77,1 65,7 67,0 31,7 22,3 8,7 4,6 10,0 17,4 510,2 32

Μέσο µηνιαίο ύψος βροχής (mm) 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 ΟΚΤ. Ιστόγραµµα κατανοµής µέσων µηνιαίων τιµών βροχόπτωσης στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας (1975-76 έως 2007-08) ΝΟΕΜ. ΕΚ. ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡΤ. ΑΠΡ. ΜΑΪ ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠΤ. Σχήµα 3.3.3 : Ιστόγραµµα κατανοµής µέσων µηνιαίων τιµών βροχόπτωσης (mm) στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας, για την περίοδο υδρολογικών ετών 1975-76 έως 2007-08 ετήσιο ύψος βροχόπτωσης (mm) 900 800 700 600 500 400 300 200 100 0 Ιστόγραµµα διακύµανσης ετήσιων τιµών βροχόπτωσης στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας (1975-76 έως 2007-08) 1975-76 1977-78 1979-80 1981-82 1983-84 1985-86 1987-88 1989-90 1991-92 1993-94 1995-96 1997-98 1999-00 2001-02 2003-04 2005-06 2007-08 Σχήµα 3.3.4 : Ιστόγραµµα διακύµανσης ετήσιων τιµών βροχόπτωσης περιόδου 1975-76 έως 2007-08 στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας. Από την επεξεργασία των δεδοµένων του Πίνακα 3.3.1 και τη µελέτη των ανωτέρω ιστογραµµάτων προκύπτουν τα ακόλουθα : Για την περίοδο διαθέσιµων δεδοµένων (υδρολογικά έτη 1975-76 έως 2007-08), το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης ανέρχεται σε 510mm. Το υψηλότερο ετήσιο ύψος βροχής σηµειώθηκε το υδρολογικό έτος 1980-81 (796,5mm), ενώ το χαµηλότερο κατά το υδρολογικό έτος 1999-2000 (196mm). 33

Από την αρχή της διαθέσιµης χρονοσειράς, µέχρι και το 1990, έχουµε την εµφάνιση ενός ξηρού υδρολογικού έτους κάθε πενταετία. Μετά το 1990 παρατηρείται ισορροπία στις ετήσιες τιµές βροχόπτωσης, λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τη µέση ετήσια τιµή της διαθέσιµης χρονοσειράς, µέχρι την εµφάνιση των ξηρών υδρολογικών ετών 1999-00 και 2000-01. Μεσολαβούν δύο σχετικά υγρά υδρολογικά έτη και στη συνέχεια παρατηρείται σηµαντική πτωτική τάση των ετήσιων τιµών για πέντε υδρολογικά έτη, µέχρι και το τέλος της διαθέσιµης χρονοσειράς. Η τάση αυτή αναµένεται να ανατραπεί κατά το τρέχον υδρολογικό έτος, όχι όµως θεαµατικά (βλ. Σχήµα 3.3.5). Όσον αφορά τη µηνιαία κατανοµή των βροχοπτώσεων διαπιστώνουµε ότι ο µήνας µε την υψηλότερη µέση µηνιαία τιµή είναι ο εκέµβριος (83,7mm) και ακολουθούν ο Ιανουάριος και ο Νοέµβριος µε 77mm. Τους µήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο σηµειώνονται περί 65 mm βροχής, ενώ τον Οκτώβριο περί τα 46 mm. Τους θερινούς µήνες οι βροχοπτώσεις οι µέσες µηνιαίες τιµές είναι χαµηλότερες των 10 mm. Την περίοδο από Νοέµβριο έως και Ιανουάριο σηµειώνονται συνολικά 238 mm βροχής, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό 47% του µέσου ετήσιου ύψους βροχής της περιόδου διαθέσιµων δεδοµένων. Μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης ανά 10ετία στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας Μέσο ετήσιο ύψος βροχής (mm) 700 600 500 400 300 200 100 0 618,9 509,6 427 1975-1985 1985-1995 1995-2008 Σχήµα 3.3.5 : Μέσο ετήσιο ύψος βροχής στο σταθµό Χαλκί Κορινθίας ανά 10ετία. 34

Κεφάλαιο 4 : Υφιστάµενη κατάσταση 4.1 Κάλυψη γης στην περιοχή της Κορινθίας Η περιοχή µελέτης βρίσκεται στην ΒΑ Κορινθία και αποτελεί, όπως έχει ήδη ειπωθεί, µια χαρακτηριστική γεωργική περιοχή που καλλιεργείται κυρίως µε αµπέλια, ελιές και εσπεριδοειδή. Οι αλλαγές της κάλυψης γης που έχουν παρατηρηθεί κατά τα τελευταία χρόνια, είναι σηµαντικές και ταυτίζονται άµεσα µε τη γειτνίαση της περιοχής µε την πρωτεύουσα και µε το γεγονός ότι αποτελεί έναν σηµαντικό οδικό κόµβο της νότιας Ελλάδας. Η κάλυψη γης στον ευρωπαϊκό χώρο έχει µελετηθεί σε σχετική ανάλυση µε µεθόδους τηλεπισκόπισης (Ι. Γατσής, Ισ. Παρχαρίδης & Α. Παυλόπουλος, Χρήση εικόνων Spot XS για την καταγραφή των αλλαγών της κάλυψης/χρήσης γης, ανθροπωγενή και φυσικά αίτια, στην περιοχή της Κορινθίας (ΒΑ Πελοπόννησος, Ν. Ελλάδα)). Η τηλεπισκόπιση έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένα αποτελεσµατικό εργαλείο για την παρακολούθηση της γήινης επιφάνειας και την παρατήρηση των αντικειµένων και φαινοµένων που την αφορούν, σε εθνική, ηπειρωτική και παγκόσµια κλίµακα. Οι δορυφορικές εικόνες σε συνδυασµό µε τα Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (ΓΠΣ), χρησιµοποιούνται όλο και περισσότερο για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά µε τη κάλυψη γης. Στην Εικόνα 4.1.1, φαίνεται η κάλυψη γης της περιοχής της ΒΑ Κορινθίας µε τη βοήθεια των δορυφορικών εικόνων SPOT XS της ως άνω εργασίας. Εικόνα 4.1.1 : Η κάλυψη γης βάσει της εικόνας SPOT XS 35