Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ζητήματα (κριτικής της) Πολιτικής Οικονομίας Γιώργος Οικονομάκης

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Mea culpa (?) Γιώργος Η. Οικονομάκης

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ζητήματα (κριτικής της) Πολιτικής Οικονομίας Γιώργος Οικονομάκης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Σκέψεις πάνω στον θεωρητικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης Γιώργος Η. Οικονομάκης

Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η Ταξική Διάρθρωση της Ελληνικής Κοινωνίας

Πολιτική και Ταξική Ανάλυση. Επιμέλεια: Άννα Κουμανταράκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό κατά τον 20 ο αιώνα

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ιστορικοί τρόποι παραγωγής, Καπιταλιστικό σύστημα και Γεωργία Γιώργος Οικονομάκης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση Γιάννης Μηλιός, Γιώργος Οικονομάκης

ηµόσια ιδιοκτησία και Κοινοκτηµοσύνη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Κομμουνισμός και Φιλοσοφία. Η θεωρητική περιπέτεια του Λουί Αλτουσέρ Παναγιώτης Σωτήρης

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Γ. Τσίρμπας

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ανάλυση των τάξεων και Αριστερά Γιάννης Μαύρης

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι πολιτικές συνέπειες του οικονομισμού Δημήτρης Μπελαντής

Οικονομική Κοινωνιολογία

Περιεχόμενα. Εισαγωγή... 13

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

Τρίτη (Κοµµουνιστική) ιεθνής εύτερο Συνέδριο ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ Κοµµουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΦΑΚΕΛΟΣ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

της εργασίας, της εμφάνισης της ατομικής ιδιοκτησίας και της διάσπασης

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Από τη «συντριβή της κρατικής μηχανής» στην «κρίση και μετεξέλιξη του κράτους» Γιάννης Μηλιός

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικιακή εργασία και πραγματικό ωρομίσθιο των εργαζομένων Γιώργος Σταμάτης

ΜΕΣΩ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ όπως Οι µορφές οργάνωσης της εργασίας Έννοιες των επαγγελµάτων Οι βιοµηχανικές ή εργασιακές σχέσεις Η εργασιακή διαδικα

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

Η μεταβολή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ελλάδα της κρίσης ( )

e-seminars Διοικώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

Αγροτική Κοινωνιολογία

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ.

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την έννοια του συλλογικού εργάτη Ηλίας Ιωακείμογλου

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΤΟΠΟΣ Επιστημονικές Εκδόσεις

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Η λειτουργία της Οργάνωσης Σημαίνει τη διαδικασία δημιουργίας μιας οργανωτικής δομής

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Μορφές και Θεωρίες Ρύθµισης

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ: βάζοντας στο επίκεντρο τα Χειρόγραφα του

Συρρικνώνεται η εργατική τάξη; Μέγεθος, έκταση και δυναμική της εργατικής τάξης στην Ελλάδα

Αγροτική Κοινωνιολογία

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Δεοντολογία Επαγγέλματος Ηθική και Υπολογιστές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Πολιτιστική και Δημιουργική Βιομηχανία

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μαρξισμός ή πολιτική οικονομία του μονοπωλίου; Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και μονοπώλια Γιάννης Μηλιός

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Transcript:

(Με αφορμή το: S. A. Resnick & R. D. Wolff, Ταξική θεωρία και ιστορία: Καπιταλισμός και Σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ 1 )του Γιώργου Οικονομάκη ΜΕΡΟΣ Α 1. Το γενικό πλαίσιο της κριτικής 2 Τους δύο τελευταίους μήνες του 2007 έλαβαν χώρα πολλές και συχνά σημαντικές συζητήσεις για την Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και για το καθεστώς που παγιώθηκε στη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ), για τη μετεξέλιξη και την κατάρρευσή του. Το ενδιαφέρον αυτό για την Επανάσταση και το σοβιετικό καθεστώς συνιστά, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, ένδειξη ότι τα ζητήματα της αριστερής στρατηγικής και του σοσιαλισμού αποκτούν εκ νέου σημασία για τους αριστερούς και την Αριστερά. Θεωρώ ότι ένας αποτελεσματικός τρόπος συμμετοχής σε αυτή τη συζήτηση είναι η κριτική ανάλυση και αποτίμηση βιβλίων, που, όπως αυτό των Resnick και Wolff, επιχειρούν μια πολύπλευρη και σε βάθος ανάλυση της σοβιετικής κοινωνίας και της ιστορίας της, με βάση τη μαρξιστική θεωρία. Η θεωρητική πρόθεση των Resnick και Wolff (R&W στη συνέχεια) είναι να δείξουν ότι η ΕΣΣΔ (και οι αντίστοιχες προς αυτήν σοσιαλιστικού τύπου δημοκρατίες) δεν αποτελούσαν σοσιαλιστικά-κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά καθεστώτα κρατικού καπιταλισμού, και αυτό παρά το γεγονός ότι: - Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ήταν κρατική, - Ο κεντρικός σχεδιασμός είχε αντικαταστήσει τις λειτουργίες της αγοράς. Για να το δείξουν αυτό οδηγούνται σε ένα θεωρητικό σχήμα όπου το κεντρικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της τάξης αλλά και ενός ιστορικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος (δουλοκτητικού, φεουδαρχικού, καπιταλιστικού, κομμουνιστικού) κατέχει η έννοια του πλεονάσματος, και όπου, επιπρόσθετα, η έννοια του πλεονάσματος υπερκαλύπτει χωρίς καθ οιονδήποτε τρόπο να ενσωματώνει κομβικούς δομικούς προσδιορισμούς και δομικές αλληλεξαρτήσεις, που εμφανίζονται (αν εμφανιστούν) με έναν σχετικοποιημένο, δευτερεύοντα και τυχαίο ρόλο. Το βασικό κριτήριο των συγγραφέων είναι έτσι ο τρόπος που οργανώνεται η παραγωγή, ιδιοποίηση και διανομή του πλεονάσματος, όπως θα εκθέσουμε αναλυτικότερα στα επόμενα. Η προβληματική του πλεονάσματος είναι κεντρική για τη μαρξιστική ανάλυση. Εντούτοις, και για να γίνουν κατανοητά όσα θα ακολουθήσουν, θα ήθελα στο σημείο αυτό να επισημάνω προκαταβολικά ότι, κατά την κρίση μου, την ανάλυσή τους χαρακτηρίζουν τρεις κρίσιμες και αλληλοδιαπλεκόμενες θεωρητικές απουσίες: - απουσία των εννοιών σχέσεις και τρόπος παραγωγής, - απουσία της έννοιας της «καθοριστικής σε τελευταία ανάλυση οικονομικής δομής» και συνακόλουθα και - απουσία της έννοιας της «κυρίαρχης δομής». Μέσα στο πλαίσιο αυτών των θεωρητικών απουσιών ο κομμουνισμός μπορεί να εμφανιστεί είτε ως αταξικός είτε Σελίδα 1 / 19

ως ταξικός και υπό οποιαδήποτε νομική-θεσμική και πολιτική δομή (από δημοκρατική έως δεσποτική/τυραννική), με ή χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, με ή χωρίς αγορά εμπορευμάτων (και αγορά εργασίας) κ.λπ. Αποτέλεσμα, ειδικότερα, της εξαφάνισης των σχέσεων παραγωγής από το επίκεντρο της ταξικής ανάλυσης είναι η, θα έλεγα, «ουδετεροποίηση» της έννοιας του πλεονάσματος ως προς το όποιο ταξικό-σχεσιακό περιεχόμενο. Επακόλουθη συνέπεια είναι ότι η έννοια της κάρπωσης ή ιδιοποίησης και διανομής του πλεονάσματος, την οποία οι R&W χρησιμοποιούν, βρίσκεται σε ένα κενό ταξικού-σχεσιακού προσδιορισμού (αν δεν καταλήγει και σε αστικού τύπου προσδιορισμούς). Έτσι, η εκμετάλλευση μάλλον ορίζεται με όρους μάλλον ρικαρδιανούς, δηλαδή εντασσόμενους σε ένα θεωρητικό πεδίο προ-της-κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Άλλο αποτέλεσμα των θεωρητικών-εννοιολογικών επιλογών των R&W αποτελεί η ιδιαίτερα χαλαρή πρόσληψη, σε ένα «μίκρο-οικονομικό» επίπεδο, εννοιών όπως κομμουνιστική ταξική δομή, φεουδαρχική ταξική δομή, και έτσι η προέκταση αυτών των εννοιών, και των συνακόλουθων ταξικών τους σχέσεων μέχρι το οικογενειακό νοικοκυριό. Έτσι οι συγγραφείς θεωρούν πως ο κομμουνισμός, για παράδειγμα, ως ιστορικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όχι μόνο μπορεί να υπάρξει υπό οποιεσδήποτε νομικές - πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και εμφανίζεται ως «μίκρο»- μονάδα εντός ενός άλλου ιστορικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος όπως ο καπιταλισμός. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσω χαρακτηριστικές-βασικές εννοιολογικές παραδοχές των R&W, επιχειρώντας να δείξω τους κριτικούς ισχυρισμούς που προανέφερα. Το ενδιαφέρον μου επομένως εντοπίζεται στις βασικές θεωρητικές έννοιες που προτείνουν οι R&W (οι οποίες αναπτύσσονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου τους 1 ο και 2 ο κεφάλαιο), με βάση τις οποίες οι ίδιοι αντιλαμβάνονται την έννοια του κομμουνισμού και με βάση τις οποίες κρίνουν το σοβιετικό καθεστώς, και όχι στη συγκεκριμένη εφαρμογή τους στη σοβιετική ιστορία, στην οποία και δεν θα υπεισέλθω παρά δευτερευόντως, για να δείξω ενδεικτικά θεωρητικές συνέπειες των εννοιολογικών τους εργαλείων. Άλλωστε, όπως και οι ίδιοι μας ξεκαθαρίζουν από την «εισαγωγή» του βιβλίου τους, «το παρόν έργο δεν είναι, κατά κύριο λόγο, εργασία εμπειρικής ιστορίας» (σ. 18). 3 Παρά την κριτική στην οποία υποβάλλω τις εννοιολογικές (θεωρητικές) προτάσεις των R&W οφείλω να σημειώσω ότι πρώτον, το βιβλίο τους προσφέρει γόνιμο έδαφος για επανα-προβληματισμό πάνω σε κομβικές μαρξικές και γενικότερα μαρξιστικές έννοιες, κι απ αυτήν την άποψη η συνεισφορά του είναι σημαντική, και δεύτερον ότι από πολιτική άποψη η ανάλυσή τους κινείται σε ορθή κατεύθυνση: το σοβιετικό καθεστώς υπήρξε ένα εκμεταλλευτικό για την εργατική τάξη καθεστώς: «Ένα σύστημα κρατικής (αντί ιδιωτικής) ιδιοκτησίας και λειτουργίας βιομηχανικών επιχειρήσεων και κρατικού σχεδιασμού (αντί αγορών) ισοδυναμούσε με μεταβολή από μια ιδιωτική σε μια κρατική μορφή καπιταλισμού» (σ. 169). Επιλέγοντας να ακολουθήσω, κατά βάση, τη ροή της ανάλυσης των R&W, η διάρθρωση του άρθρου έχει ως εξής: Στην επόμενη ενότητα θα θέσω προβληματισμούς σχετικά με τον κρίσιμο στρατηγικό για την ανάλυσή τους προσδιορισμό τους: «τάξη με όρους πλεονάσματος». Στην τρίτη ενότητα, που θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος των Θέσεων, θα θέσω ζητήματα που αφορούν στη σχέση υπερδομής - υποδομής, στην έννοια του επικαθορισμού και στην έννοια της κυρίαρχης δομής, ενώ στην τελευταία ενότητα θα εξετάσω κριτικά την αντίληψή των συγγραφέων για τον κομμουνισμό και όψεις εφαρμογής της σχετικής θεωρητικής αντίληψής τους. 2. Η έννοια της τάξης με όρους πλεονάσματος και προκύπτοντα ζητήματα ταξικού προσδιορισμού Σελίδα 2 / 19

2.1. Απουσία πρώτη: σχέσεις παραγωγής Α) Ήδη από την πρώτη σελίδα της «εισαγωγής» οι R&W μας ξεκαθαρίζουν: η «ιδιαίτερη έννοια της τάξης που χρησιμοποιούμε έχει ως βάση το κριτήριο του πλεονάσματος» (σ. 11). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε όλο το κείμενο. Πιο συγκεκριμένα: «Για μας η τάξη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία οργανώνει την παραγωγή, την ιδιοποίηση και διανομή του πλεονάσματος» (σ. 15). Περί τίνος ακριβώς πρόκειται; «Πιο απλά, αυτός ο ορισμός της τάξης θεωρεί δεδομένο ότι σε όλες τις κοινωνίες ένα τμήμα του πληθυσμού συνεργάζεται με τη φύση ώστε να παραχθεί μια ποσότητα παραγωγής. Η συνολική ποσότητα παραγωγής πάντοτε υπερβαίνει το μερίδιο που επιστρέφεται σ αυτό το τμήμα του πληθυσμού (εργάτες) για την κατανάλωση και την αναπαραγωγή του. Αυτή η επιπλέον ποσότητα αποτελεί το πλεόνασμα. Ένα δεύτερο τμήμα του πληθυσμού παίρνει απ ευθείας αυτό το πλεόνασμα από τους παραγωγούς. Τέλος, ένα τρίτο τμήμα του πληθυσμού αποκτά μερίδια του πλεονάσματος που διανέμεται από το δεύτερο τμήμα» (σ. 15). Επομένως: «Η ταξική δομή κάθε κοινωνίας αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οργανώνει τον πληθυσμό της σε σχέση με το πλεόνασμα ως (1) παραγωγούς τους πλεονάσματος (2) καρπωτές του πλεονάσματος (και ως εκ τούτου διανομείς του) και/ή (3) παραλήπτες διανεμόμενων μερίδων πλεονάσματος» (σ. 15). Στη βάση αυτών των διακρίσεων προκύπτουν διαφορετικοί βασικοί εναλλακτικοί τρόποι οργάνωσης του πλεονάσματος: «Πρόκειται για τις καπιταλιστικές, φεουδαρχικές, δουλοκτητικές, αρχαϊκές και κομμουνιστικές ταξικές δομές. Κάθε ταξική δομή είναι ένας ξεχωριστός συνδυασμός μιας μοναδικής βασικής ταξικής διαδικασίας (παραγωγή και ιδιοποίηση της υπερεργασίας) και της υπαγόμενης σ αυτήν ταξικής διαδικασίας (διανομή του πλεονάσματος)». Οι φεουδαρχικές, δουλοκτητικές και καπιταλιστικές δομές «φανερώνουν» την εκμετάλλευση, που συνίσταται στο ότι «αυτοί που πραγματοποιούν την υπερεργασία δεν είναι αυτοί που ιδιοποιούνται και διανέμουν το πλεόνασμα». Αντιθέτως, η αρχαϊκή ταξική δομή δεν εμφανίζει εκμετάλλευση εφόσον «ένα άτομο παράγει, ιδιοποιείται και διανέμει το δικό του πλεόνασμα ατομικά» (σσ. 43-44 σχετικά και 36, κ.α.). Στη βάση αυτών των διακρίσεων προκύπτει επίσης και η διαφορά καπιταλισμού και κομμουνισμού, αλλά και ιδιωτικού και κρατικού καπιταλισμού: «κομμουνιστική ταξική δομή είναι αυτή στην οποία παραγωγοί και καρπωτές του πλεονάσματος είναι οι ίδιοι άνθρωποι, ενώ η ταξική διαφορά στον καπιταλισμό είναι ακριβώς ότι οι καρπωτές του πλεονάσματος είναι διαφορετικοί από τους παραγωγούς. Οι καρπωτές εκμεταλλεύονται τους παραγωγούς ιδιοποιούνται το υπερπροϊόν των παραγωγών στον βαθμό που, και ακριβώς επειδή, δεν είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί». «Στον ιδιωτικό καπιταλισμό ένα ή περισσότερα άτομα, χωρίς καμία επίσημη θέση τον κρατικό μηχανισμό, λειτουργούν ως καρπωτές του πλεονάσματος, ενώ στον κρατικό καπιταλισμό, οι εκμεταλλευτές καρπωτές του πλεονάσματος είναι ένας ή περισσότεροι κρατικοί αξιωματούχοι» (σσ. 15-16). Επομένως, με δεδομένους αυτούς τους θεωρητικούς προσδιορισμούς, οι μισθωτοί εργαζόμενοι στον καπιταλισμό (και τον κρατικό καπιταλισμό) και οι δουλοπάροικοι στη φεουδαρχία και οι δούλοι στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα της δουλείας χαρακτηρίζονται από το κοινό γεγονός ότι παράγουν ενώ δεν ιδιοποιούνται το πλεόνασμα, ήτοι είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους μη παραγωγούς πλεονάσματος. Σύμφωνα με τη «Μαρξιστική παράδοση», κατά τους R&W, προκύπτει λοιπόν πως: «Οι δουλοπάροικοι, οι Σελίδα 3 / 19

δούλοι και οι προλετάριοι παράγουν πλεονάσματα που δεν τα ιδιοποιούνται ούτε τα διανέμουν οι ίδιοι, αλλά, αντιθέτως, οι φεουδάρχες, οι δουλοκτήτες και οι καπιταλιστές» (σ. 43). Β) Από όσα προηγήθηκαν φαίνεται να λείπει η έννοια των σχέσεων παραγωγής και του τρόπου παραγωγής (επομένως και του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής) 4 από τον προσδιορισμό των ιστορικών κοινωνικών τάξεων και των ιστορικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων 5 που εισηγούνται οι R&W. Επομένως λείπει ο σε επίπεδο τρόπου παραγωγής δομικός προσδιορισμός της ταξικής πάλης, «αφού η σχέση παραγωγής είναι σχέση ταξικής πάλης» (Αλτουσέρ 1978-β: 163 αναλυτικότερα επ αυτού στη συνέχεια). Αυτήν την απουσία μπορούμε να την αντιληφθούμε ήδη από την αρχή της ανάλυσής τους όταν, έστω και άρρητα, και με μάλλον συγκεχυμένο τρόπο θέτουν έξω από τα θεωρητικά τους εργαλεία τις σχέσεις κυριότητας και κατοχής, άρα και πραγματικής (οικονομικής) κυριότητας, των μέσων παραγωγής και όπως θα δείξω στη συνέχεια και τη σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής. Ας δούμε ένα σχετικό και πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα που υποδεικνύει, σε ένα πρώτο επίπεδο, την απουσία για την οποία μιλάω, και κάποια θεωρητικά της παρεπόμενα. Στο απόσπασμα που θα παραθέσω, οι R&W κρίνουν και διαφοροποιούνται, επί της ουσίας, από το κριτήριο των σχέσεων παραγωγής ως προς τον ορισμό του κομμουνισμού. Γράφουν: «Γι αυτούς [αναφέρονται εδώ στους Λένιν, Sweezy, Bettelheim] το βασικό ζήτημα ήταν το κατά πόσο η πραγματική κρατική εξουσία βρισκόταν πραγματικά (και όχι απλώς τυπικά) στα συλλογικά χέρια των εργατών. Οριζόμενο ως αληθινή δημοκρατία, αυτό κατέστη το κριτήριο του αυθεντικού σοσιαλισμού ως μετάβασης στον κομμουνισμό. Κατά την άποψή τους, πολύ πιο σημαντικό από τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τους συλλογικούς μηχανισμούς διανομής της παραγωγής, το ουσιαστικό ζήτημα αφορούσε το ποιοι κατείχαν πραγματική εξουσία στο πλαίσιο της κολεκτίβας (πάνω στον πλούτο, στην κρατική γραφειοκρατία, στους εργάτες, στην πολιτιστική ζωή, κ.ο.κ.» (σ. 32). Για τους συγγραφείς, αντίθετα, το ζήτημα είναι το πλεόνασμα (η παραγωγή, η κάρπωση και διανομή του) (σσ. 32-33 κ.ε.). Από το πιο πάνω απόσπασμα μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε τα εξής: Πρώτον, μια εξαφάνιση στην παρουσίαση-κριτική την οποία κάνουν της έννοιας σχέσεις παραγωγής (κατά συνέπεια και τρόπος παραγωγής και κυρίαρχος τρόπος παραγωγής) και αντικατάστασή της από την έννοια της εξουσίας (της «πραγματικής εξουσίας»): γιατί, «το ποιοι κατείχαν πραγματική εξουσία στο πλαίσιο της κολεκτίβας» είναι ζήτημα ακριβώς σχέσεων παραγωγής (κυριότητας και κατοχής των μέσων παραγωγής ή πραγματικής οικονομικής κυριότητας). Ειδικότερα όσον αφορά στον Μπετελέμ, από την ανάλυσή τους προκύπτει ευθέως ότι κάπως έτσι αντιλαμβάνονται και την προβληματική του για τις κοινωνικές τάξεις: «με όρους εξουσίας», χωρίς θεωρητική σύνδεση εξουσίας (στο πλαίσιο της εργασιακής διαδικασίας) και σχέσεων παραγωγής. Γράφουν χαρακτηριστικά: «όρισε την τάξη περισσότερο με όρους εξουσίας» (σ. 21). Αλλά, για τον Μπετελέμ (μένω ειδικά στην ανάλυση του Μπετελέμ θεωρώντας την ως το επαρκώς διαυγές θεωρητικό παράδειγμα σχετικά με τη σημασία της έννοιας των σχέσεων παραγωγής, την οποία οι R&W επί της ουσίας κρίνουν), οι τάξεις και η πάλη των τάξεων «ενυπάρχουν μέσα στις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή, μέσα στη μορφή της κοινωνικής διαδικασίας για ιδιοποίηση, μέσα στη θέση που η μορφή αυτής της διαδικασίας ορίζει για τους φορείς της παραγωγής, δηλαδή, ακριβώς μέσα στις σχέσεις που καθιερώνονται μεταξύ τους μέσα στην κοινωνική παραγωγή» Μπετελέμ (2005: 34). Για τον Μπετελέμ (στο ίδιο) επίσης, το ζήτημα του περάσματος στον κομμουνισμό είναι πρωτίστως ζήτημα ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, υπό την εννοούμενη προϋπόθεση της επαναστατικής καταστροφής του αστικού κράτους. Και σ αυτό έγκειται ο ιστορικός ρόλος της δικτατορίας του προλεταριάτου (ή του σοσιαλισμού): «Ο ιστορικός ρόλος της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν είναι μόνο να μεταμορφώσει τις μορφές ιδιοκτησίας, αλλά και πράγμα που απαιτεί μια πολύ περίπλοκη και μακρόχρονη προσπάθεια να μετασχηματίσει την κοινωνική διαδικασία ιδιοποίησης και, μ αυτό, να καταστρέψει τις παλιές παραγωγικές Σελίδα 4 / 19

σχέσεις και να οικονομήσει νέες εξασφαλίζοντας, έτσι, το πέρασμα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής». Από το πρώτο σημείο προκύπτει άμεσα ένα δεύτερο. Αν θεωρήσουμε ότι ως «(πραγματική) εξουσία» οι R&W θα έπρεπε να εννοούν σε ό,τι εξετάζουμε εδώ τις σχέσεις παραγωγής, η κριτική τους δείχνει αν και έμμεσα μια σύγχυση των επιπέδων (εννοιών) της «εξουσίας» : «πραγματική κρατική εξουσία, πραγματικά και όχι απλώς τυπικά στα χέρια των εργατών» - «αληθινή δημοκρατία ως το κριτήριο του αυθεντικού σοσιαλισμού» - «πραγματική εξουσία στο πλαίσιο της κολεκτίβας» - και εξουσία «πάνω στον πλούτο, την κρατική γραφειοκρατία, στους εργάτες, στην πολιτιστική ζωή, κ.ο.κ.». Διότι, για παράδειγμα, η «πραγματική κρατική εξουσία» αναφέρεται στο πολιτικό εποικοδόμημα, ο «σοσιαλισμός» σε ένα ιστορικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, και «το ποιοι κατείχαν πραγματική εξουσία στο πλαίσιο της κολεκτίβας» είναι ζήτημα σχέσεων παραγωγής. Κι αν είναι έτσι, αν έχουμε αφενός απουσία των σχέσεων παραγωγής και αφετέρου σύγχυση των επιπέδων (εννοιών) της «εξουσίας», τότε είναι δυνατόν να πιθανολογηθεί ότι απουσιάζει από την οπτική των R&W η σχεσιακή συνάρθρωση σχέσεων παραγωγής και σχέσεων στο γενικό κοινωνικό επίπεδο (εποικοδόμημα στο επίπεδο ενός ιστορικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος). Ο Μπετελέμ (1975: 127) τόνιζε για τη σχεσιακή συνάρθρωση σχέσεων παραγωγής - σχέσεων στο γενικό κοινωνικό επίπεδο: «Οι παραγωγικές σχέσεις, που αναπαράγονται μέσα στο εργοστάσιο, είναι στενά δεμένες με τη φύση των κοινωνικών σχέσεων που αναπαράγονται στο σύνολο της κοινωνίας και με την πάλη που διεξάγεται στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας». Αλλά στα ζητήματα αυτά θα επανέλθω πιο συστηματικά στη συνέχεια. Τρίτον, στο μέτρο της απουσίας των σχέσεων παραγωγής από την ανάλυσή τους, επακόλουθο είναι και η μη διάκριση τυπικών-νομικών και πραγματικών σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Έτσι, όταν οι R&W γράφουν κριτικά ότι «πολύ πιο σημαντικό από τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τους συλλογικούς μηχανισμούς διανομής της παραγωγής, το ουσιαστικό ζήτημα αφορούσε το ποιοι κατείχαν πραγματική εξουσία στο πλαίσιο της κολεκτίβας», δείχνουν να μην θεωρούν, σε ό,τι παρουσιάζουν και κρίνουν, ότι συλλογική-κοινωνικοποιημένη (και όχι τυπική-νομική-κρατική) ιδιοκτησία (και διανομή) μπορεί να υπάρξει μόνο υπό όρους πραγματικής (και όχι τυπικής-νομικής-κρατικής) ιδιοκτησίας, δηλαδή κυριότητας συν κατοχής (ή, υπό αυτήν την έννοια, εξουσίας επί) των μέσων παραγωγής από τους παραγωγούς της κολεκτίβας. Όπως γράφει ο Μπετελέμ (όπ.π.: 134) χωρίς τη «συλλογική διαδικασία που αποσκοπεί στον έλεγχο της φύσης και των παραγωγικών δυνάμεων από το σύνολο της κοινωνίας η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και των προϊόντων είναι ατελής. Κατά συνέπεια, είναι και τυπική». Αυτή η απουσία διάκρισης διαφαίνεται και σε άλλα σημεία της ανάλυσής τους, ήδη από την «εισαγωγή» και το 1 ο κεφάλαιο. Για παράδειγμα όταν ασκούν κριτική στην κατά Στάλιν άποψη για «κατάσταση έλλειψης τάξεων» ως αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, ή της μετατροπής των πάντων ή σχεδόν των πάντων σε συλλογική ιδιοκτησία (σ. 20), δεν διακρίνουν και δεν αναδεικνύουν τη διάκριση μεταξύ τυπικής-νομικής και πραγματικής συλλογικής-κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας. Ή όταν υποστηρίζουν ότι με «μια συλλογική ιδιοκτησία του πλούτου, δεν εξασφαλίζουμε την επίτευξη, π.χ. ούτε ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, ούτε μια κομμουνιστική ταξική δομή» (σ. 40), είναι αυτή η μη διάκριση τυπικής-νομικής και πραγματικής ιδιοκτησίας που υποβόσκει. Τέταρτον, στο μέτρο που αντιπαραβάλλουν στην κρινόμενη απ αυτούς προβληματική τη δική τους έννοια της παραγωγής - κάρπωσης - διανομής του πλεονάσματος, μπορούμε κατ αρχήν να αντιληφθούμε ότι πρόκειται για μια «ουδετεροποιημένη» ή απογυμνωμένη από τις σχέσεις παραγωγής έννοια του πλεονάσματος, ή, επαναλαμβάνοντας την προηγηθείσα διατύπωση Μπετελέμ, για μια έννοια πλεονάσματος αποστερημένη από τη «μορφή της κοινωνικής διαδικασίας για ιδιοποίηση». Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι οι R&W αποφεύγοντας να μιλήσουν για σχέσεις παραγωγής, θεωρούν ότι «[ά]λλοι θεωρητικοί του Μαρξισμού έχουν ορίσει την τάξη κυρίως με όρους εξουσίας και/ή ιδιοκτησίας Ελαχιστοποιούν, περιθωριοποιούν ή αμελούν γενικώς τις δομές της παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής υπερεργασίας» και ως εκ τούτου, οι αναλύσεις τους είναι «ταξικά τυφλές» και έτσι η δική τους «εστίαση [στην Σελίδα 5 / 19

υπερεργασία] είναι απάντηση στην ταξική τυφλότητα άλλων ερμηνειών» (σσ. 163, 146). Στη βάση της προβληματικής που εδώ θα αναπτύξω η «ταξική τύφλωση» έγκειται αντιθέτως σ αυτήν την αποστερημένη από τη «μορφή της κοινωνικής διαδικασίας για ιδιοποίηση» έννοια του πλεονάσματος που μας προτείνουν οι συγγραφείς ως εργαλείο ταξικής ανάλυσης. Προσθέτω: από την άποψη αυτής της απουσίας των σχέσεων παραγωγής, μένουν εντελώς ανεκμετάλλευτα από τους R&W τα συμπεράσματα μιας άλλης (πλην της ρωσικής) επανάστασης, της κινέζικης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης (βλ. σχετικά μεταξύ άλλων Μπετελέμ 1975, Μηλιός και Κυπριανίδης 1988, Μηλιός 2007-internet). 2.2. Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι Α) Ωστόσο από τα παραπάνω (ή με βάση τα παραπάνω) προκύπτουν ευθέως εύλογα (και στοιχειώδη για μια θεωρία περί τάξεων) ερωτήματα: Κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε δούλους, δουλοπάροικους και προλετάριους είναι το ότι αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης, καθώς άλλοι (δουλοκτήτες, φεουδάρχες και καπιταλιστές αντιστοίχως) καρπώνονται το πλεόνασμα το οποίο αυτοί παράγουν. Αλλά, ποια είναι η δομική διαφορά δουλοπάροικων - δούλων - προλεταρίων με βάση έναν τέτοιο ορισμό της εκμετάλλευσης; Ή, κοινό χαρακτηριστικό δουλοκτητών, φεουδαρχών και καπιταλιστών είναι το είναι εκμεταλλευτές, καθόσον ιδιοποιούνται πλεόνασμα μη παραγόμενο από αυτούς (αλλά από τους δούλους, τους δουλοπάροικους και τους προλετάριους, αντιστοίχως). Αλλά, ποια είναι η δομική διαφορά δουλοκτητών - φεουδαρχών - καπιταλιστών με βάση έναν ορισμό της εκμετάλλευσης με όρους πλεονάσματος; Πώς δηλαδή αναδεικνύεται στη βάση της έννοιας του πλεονάσματος αυτός ο «ξεχωριστός συνδυασμός» (της διαδικασίας παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής της υπερεργασίας), για τον οποίο μας μιλούν, και που γι αυτούς είναι η κάθε ταξική δομή; Εννοώντας εδώ ως δομική διαφορά την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις ιστορικές κοινωνικές τάξεις, ήτοι τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν σε διακριτές ιστορικές τάξεις τους παραγωγούς, τους καρπωτές τους λήπτες διανεμόμενων μερίδων πλεονάσματος στις διαφορετικές ιστορικές εποχές, δηλαδή στις διαφορετικές ιστορικές ταξικές δομές (ή στα διαφορετικά ιστορικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα), έχω τη γνώμη ότι η ανάλυση των R&W δεν συνεισφέρει στην κατανόησή τους, δεν συνεισφέρει δηλαδή στην κατανόηση του «ξεχωριστού συνδυασμού» (της διαδικασίας παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής της υπερεργασίας). Υποστηρίζω, με άλλα λόγια, ότι ερωτήματα που αφορούν στα δομικά χαρακτηριστικά ιστορικών κοινωνικών τάξεων και ιστορικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων είναι αδύνατο να απαντηθούν σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο σαν κι αυτό που προτείνουν οι R&W, δηλαδή σε ένα πλαίσιο όπου η εκμετάλλευση γίνεται αντιληπτή με τα ρικαρδιανά εργαλεία ως απόσπαση πλεονάσματος ωσάν να μην έχει υπάρξει η Μαρξική Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και η επιστημονική θεμελίωση της αντίληψης των ιστορικών κοινωνικών τάξεων, των ιστορικών μορφών εκμετάλλευσης και των διαφορετικών ιστορικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων επί των εννοιών σχέσεις παραγωγής και τρόπος παραγωγής (βλ. σχετικά Μηλιός 1997, 2007). Και το αναγκαίο ή αναμενόμενο θεωρητικό επακόλουθο αυτής της αδυναμίας που συνεπάγεται ένας ορισμός των τάξεων και των ιστορικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων με όρους πλεονάσματος είναι ότι οι ιστορικές δομικές ταξικές διαφορές ή διαφοροποιήσεις αντιμετωπίζονται απλώς ως πιθανές εκδοχές εντός μιας απειρίας εξίσου πιθανών εκδοχών κι εκεί εν τέλει ανάγεται, όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, και ο «ξεχωριστός συνδυασμός» της διαδικασίας παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής της υπερεργασίας, στον οποίο αναφέρονται οι R&W. Σελίδα 6 / 19

Β) Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Είναι δυνατόν με τη θεωρητική χρήση της έννοιας του πλεονάσματος (ή ίσως ορθότερα με τη χρήση μιας απογυμνωμένης από τις σχέσεις παραγωγής έννοιας του πλεονάσματος) να αντιληφθούμε γιατί ο δουλοπάροικος παραγωγός υπόκειται σε εξωοικονομικό καταναγκασμό, εργαζόμενος υπό καθεστώς ατομικής ανελευθερίας (υποτέλειας), ενώ ο μισθωτός παραγωγός στον καπιταλισμό είναι ελεύθερο άτομο που προσφέρει την εργασιακή του δύναμη χωρίς να απαιτείται γι αυτό πρωτίστως η εξωοικονομική βία αλλά κυρίως η βία της ανάγκης; Πιστεύω πως όχι. Η έννοια του πλεονάσματος δεν θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοιες δομικές διαφορές ταξικών χαρακτηριστικών καθώς υποδεικνύει μόνον τη γενική διαφορά ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Οι συγκεκριμένες δομικές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικά εκμεταλλευόμενες (αλλά και τις εκμεταλλεύτριες) κοινωνικές τάξεις δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές αν δεν ληφθεί υπόψη το διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο (ουσιώδες περιεχόμενο) των σχέσεων παραγωγής (επομένως και τρόπων παραγωγής) εντός των οποίων οι κοινωνικές τάξεις εγγράφονται ως «καταλήπτες» («κάτοχοι») και «φορείς» ή μη αυτών των σχέσεων, που συγκροτούν την οικονομική δομή («μήτρα») ενός τρόπου παραγωγής: η έννοια της (ιστορικής) ταξικής θέσης (βλ. Αλτουσέρ 2003, Οικονομάκης 2000, Μηλιός και Οικονομάκης 2007, βλ. σχετικά και πιο πριν Μπετελέμ). Σε ό,τι συζητάμε σε αυτό το παράδειγμα, οι δομικές διαφορές μεταξύ του δουλοπάροικου και του μισθωτού εργαζομένου θα μένουν κρυμμένες πίσω από την κοινή ταξική ιδιότητα «εκμεταλλευόμενοι», όσο δεν λαμβάνεται υπόψη η ιστορική διαφορετικότητα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής και του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής (ΦΤΠ) έναντι των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). (Το ίδιο και οι δομικές διαφορές μεταξύ φεουδάρχη και καπιταλιστή.) Κρυμμένες θα μείνουν και οι (σε δομικό επίπεδο - τρόπου παραγωγής) ιδιαιτερότητες της ταξικής πάλης, εφόσον «η σχέση παραγωγής είναι σχέση ταξικής πάλης». Σχηματικά και συνοπτικά: 6 Ο δουλοπάροικος είναι κάτοχος αλλά όχι κύριος των μέσων παραγωγής και συντήρησης. Αυτή η μη σύμπτωση κυριότητας και κατοχής των μέσων παραγωγής και συντήρησης αποτελεί το δομικό ιδιάζον χαρακτηριστικό της μήτρας του ΦΤΠ. Εξ αυτού (δηλαδή εκ της μήτρας του ΦΤΠ) προκύπτει ότι ο εξωοικονομικός καταναγκασμός και η συναρτούμενη υποτέλεια είναι ο αναγκαίος δομικός όρος για την απόσπαση πλεονάσματος εκ μέρους του φεουδάρχη. Ή, ο εξωοικονομικός καταναγκασμός και η υποτέλεια είναι δομικά στοιχεία του ΦΤΠ. Η ταξική πάλη με επίδικο το πλεόνασμα ορίζεται δομικά εκ της μήτρας του ΦΤΠ ως εξωοικονομικός καταναγκασμός. Αντίθετα, ο μισθωτός εργαζόμενος στον καπιταλισμό είναι ελεύθερος να διαθέτει στον οποιονδήποτε εργοδότη την εργασιακή του δύναμη και ταυτόχρονα είναι απαλλοτριωμένος από τα μέσα εργασίας-παραγωγής και συντήρησης (η κατά Μαρξ «διπλή ελευθερία»). Αυτή η σύμπτωση στην τάξη των καπιταλιστών της κυριότητας των μέσων παραγωγής και συντήρησης και της κατοχής τους (όπου στην τελευταία δεν συμπεριλαμβάνεται ο άμεσος παραγωγός ως ατομικό υποκείμενο), 7 αποτελεί το δομικό ιδιάζον χαρακτηριστικό της μήτρας του ΚΤΠ. Εξ αυτού (δηλαδή εκ της «μήτρας» του ΚΤΠ) προκύπτει η μη αναγκαιότητα εξωοικονομικού καταναγκασμού και υποτέλειας για την απόσπαση πλεονάσματος από την καπιταλιστική τάξη. Με τα λόγια του Μαρξ (1978-α: 762): «ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στον εργάτη. Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση». Σελίδα 7 / 19

Ή, η απουσία (ως δομική, εκ του τρόπου παραγωγής, αναγκαιότητα) εξωοικονομικού καταναγκασμού 8 και η ατομική ελευθερία 9 του (απαλλοτριωμένου) υποκειμένου άμεσος παραγωγός είναι δομικά στοιχεία του ΚΤΠ. Η ταξική πάλη με επίδικο την υπεραξία ορίζεται δομικά εκ της «μήτρας» του ΚΤΠ ως «βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων». Στο ζήτημα όμως αυτό θα χρειαστεί να επιστρέψω στη συνέχεια της ανάλυσής μου. 2.2. «Αξιωματικοί», «υπαξιωματικοί» και «κοινοί στρατιώτες» 10 Α) Μένω στο ζήτημα του ταξικού προσδιορισμού, και ας διερωτηθούμε τώρα: υπάρχουν και, αν ναι, πώς αναδεικνύονται, με βάση έναν ορισμό της κοινωνικής τάξης με όρους πλεονάσματος, οι ταξικές διαφορές ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζόμενους στον καπιταλισμό; Εδώ ανήκει το ερώτημα του ταξικού προσδιορισμού της λεγόμενης «νέας μικροαστικής τάξης» σε διάκριση προς την εργατική τάξη. Σύμφωνα με τον Μαρξ (1978-α: 355, 375, 380-381 421, χ.χ.έ.: 129-130), ήδη από τη μανιφακτούρα της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο συγκροτείται ο συλλογικός παραγωγικός εργάτης. Ο συλλογικός αυτός εργάτης αποκτά τα ολοκληρωμένα του χαρακτηριστικά με την εκμηχάνιση της παραγωγής και την ανάπτυξη του ειδικά ΚΤΠ της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Ο συλλογικός αυτός εργάτης συνδυάζει διάφορες εργασιακές ικανότητες, που ως σύνολο, συντιθέμενες, επιτελούν τη συνολική καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία. Έτσι, αυτός ο συλλογικός εργάτης ταυτίζεται με την παραγωγική εργασία 11 δηλαδή την παραγωγή καπιταλιστικού πλεονάσματος (υπεραξία). Ο μεσαίος διευθυντής (manager), ο μηχανικός, ο τεχνολόγος, ο επιβλέπων, ο χειρώνακτας εργάτης όλοι αυτοί μαζί συνιστούν αυτόν το συλλογικό εργάτη. Ως εκ τούτου, ένας τέτοιος συλλογικός εργάτης συγκροτείται στο επίπεδο ενός τεχνικού καταμερισμού εργασίας στην εργασιακή καπιταλιστική διαδικασία ως φορέας της συνολικής-συνδυασμένης εργασίας, και ταυτίζεται με το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων (παραγωγική εργασία-παραγωγικός εργάτης). Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι το ακόλουθο: είναι η (καπιταλιστικά) μισθωμένη (δηλαδή, παραγωγική) εργασία η οποία περιλαμβάνει όλα αυτά τα διαφορετικά είδη εργασίας σε μεγαλύτερη ή μικρότερη απόσταση από την άμεση χειρωνακτική εργασία ταυτόσημη με την εργατική τάξη; Σύμφωνα, με τον Μαρξ εντός του συλλογικού εργάτη συγκροτείται ένας βιομηχανικός στρατός ενός ειδικού είδους μισθωτών εργαζομένων, «αξιωματικών» και «υπαξιωματικών» της παραγωγής (χαμηλότερου επιπέδου διευθυντές, 12 επιβλέποντες, κι ακόμα και μηχανικοί και τεχνικοί τεχνολόγοι), των οποίων η αποκλειστική λειτουργία είναι η εργασία της διοίκησης-επιτήρησης (σε αντίθεση προς την εκτέλεση της άμεσης εργασίας). Γράφει χαρακτηριστικά ο Μαρξ (1978-α: 347): Όπως ένας στρατός χρειάζεται στρατιωτικούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, έτσι και μια μάζα εργατών που συνεργάζονται κάτω από το πρόσταγμα του ίδιου κεφαλαίου χρειάζεται αξιωματικούς ( ) και υπαξιωματικούς της βιομηχανίας ( ) που στη διάρκεια του προτσές εργασίας διοικούν εξ ονόματος του κεφαλαίου. Η δουλειά της επιστασίας εδραιώνεται σαν αποκλειστική τους λειτουργία. Σελίδα 8 / 19

Συνεπώς, οι μισθωτοί εργαζόμενοι που ανήκουν σε αυτήν την ειδική κατηγορία της μισθωτής εργασίας δεν εκτελούν αποκλειστικά τη λειτουργία της εργασίας αλλά αντιθέτως εξασκούν εξουσίες του κεφαλαίου εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας. Έτσι, καίτοι αποτελούν μέρος του συλλογικού εργάτη, δηλαδή είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι εργαζόμενοι άμεσα εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο εντούτοις επίσης «λειτουργούν ως κεφάλαιο». Β) Επισήμανα πιο πάνω ότι οι συγκεκριμένες δομικές διαφορές (οι διακριτές ιστορικές ταξικές θέσεις) ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικά εκμεταλλευόμενες (και εκμεταλλεύτριες) κοινωνικές τάξεις δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές αν δεν ληφθεί υπόψη το διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων παραγωγής (επομένως και τρόπων παραγωγής) εντός των οποίων οι κοινωνικές τάξεις εγγράφονται ως «καταλήπτες» («κάτοχοι») και «φορείς» ή μη αυτών των σχέσεων, που συγκροτούν την οικονομική δομή («μήτρα») ενός τρόπου παραγωγής. Ανάλογα, οι δομικές διαφορές ανάμεσα στις σύγχρονες κοινωνικές τάξεις (τις τάξεις του καπιταλιστικού συστήματος) δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές αν δεν ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικά πλαίσιο των σχέσεων παραγωγής (επομένως και τρόπων παραγωγής) εντός των οποίων οι κοινωνικές τάξεις εγγράφονται ως «καταλήπτες» («κάτοχοι») και «φορείς» ή μη αυτών των σχέσεων (ΚΤΠ, υποκείμενοι στο κεφάλαιο μη-καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής). Επίσης, ανάλογα, οι δομικές διαφορές ανάμεσα στις τάξεις που συγκροτούνται εντός του ΚΤΠ δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές αν δεν ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (επομένως και του ΚΤΠ) εντός του οποίου οι κοινωνικές τάξεις του τρόπου αυτού παραγωγής εγγράφονται ως «καταλήπτες» («κάτοχοι») και «φορείς» ή μη αυτών των σχέσεων. Η πιο πάνω συλλογιστική απορρέει από τη μαρξική ανάλυση, σύμφωνα με την οποία τα μέλη των κοινωνικών τάξεων δεν είναι παρά «απλώς ενσαρκώσεις, προσωποποιήσεις καθορισμένοι κοινωνικοί χαρακτήρες, που εγχαράσσει στα άτομα το κοινωνικό προτσές παραγωγής, είναι τα προϊόντα αυτών των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» και ως τέτοιοι είναι οι «κύριοι παράγοντες» ενός τρόπου παραγωγής (Μαρξ 1978-β: 1080). Οι καθορισμένες αυτές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, που στο επίπεδο των ταξικών θέσεων, όπως αυτές ορίζονται εντός του τρόπου παραγωγής, είναι οι σχέσεις παραγωγής (βλ. Μπετελέμ 1978: 98), καθορίζουν (ως «προϊόν» τους) την καπιταλιστική τάξη και την εργατική τάξη ως τους κύριους παράγοντες του ΚΤΠ (θεμελιώδες 13 τάξεις του ΚΤΠ): ενσαρκώσεις και προσωποποιήσεις διακριτών-καθορισμένων κοινωνικών χαρακτήρων του τρόπου αυτού παραγωγής. Οι ενσαρκώσεις-προσωποποιήσεις διακριτών-καθορισμένων κοινωνικών χαρακτήρων εντός του ΚΤΠ συγκροτούν ακριβώς την έννοια της δομικής διαφοράς ανάμεσα στην καπιταλιστική και την εργατική τάξη. Η καπιταλιστική τάξη είναι η τάξη «καταλήπτης» και «φορέας» της σχέσης πραγματικής (οικονομικής) κυριότητας των μέσων παραγωγής (κυριότητα συν κατοχή των μέσων παραγωγής) και ως εκ τούτου αποτελεί ενσάρκωση και προσωποποίηση του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη είναι η τάξη «καταλήπτης» και «φορέας» της σχέσης χρήσης των μέσων παραγωγής και ως εκ τούτου αποτελεί ενσάρκωση και προσωποποίηση της άμεσης εργασίας εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας. Όπου, η άμεση εργασία εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας σημαίνει την ολική συμπύκνωση της μιας πλευράς των διαχωρισμών που θεμελιώνουν το εξουσιαστικό-ιεραρχικό-δεσποτικό, ειδικά καπιταλιστικό, μοντέλο των διαδικασιών εργασίας στον αστικό καταμερισμό εργασίας: θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο χειρωνακτική απέναντι στη θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο πνευματική εργασία, πείρα απέναντι στην επιστήμη, 14 εκτέλεση απέναντι στη διεύθυνση 15 (βλ. σχετικά και Πουλαντζάς όπ.π.). Αντιθέτως, οι «αξιωματικοί» και «υπαξιωματικοί» της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας, επιτελώντας τη λειτουργία του κεφαλαίου αποτελούν (μισθωτούς) εντολοδόχους της εξουσίας του εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας: ασκούν την πνευματική εργασία - επιστήμη και διεύθυνση στο όνομα του κεφαλαίου ως δυνάμεις επιβολής επί της άμεσης εργασίας εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας. Αναφερόμενος στην «περίπτωση των εποπτών της εργασιακής διαδικασίας και των μηχανικών και τεχνικών», Σελίδα 9 / 19

γράφει σχετικά ο Πουλαντζάς (στο ίδιο: 277, 282): «Η κύρια λειτουργία τους συνίσταται στο ν αποσπούν υπεραξία από τους εργάτες στο να τη συλλέγουν. Ασκούν εξουσίες που απορρέουν από τη θέση του κεφαλαίου, το οποίο ιδιοποιείται, διευθυντική λειτουργία της εργασιακής διαδικασίας, εξουσίες που δεν ασκούνται κατανάγκην από τους ίδιους τους κεφαλαιούχους». Έτσι, παρόλο που οι «αξιωματικοί» και «υπαξιωματικοί» της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας αποτελούν μέρος του συλλογικού εργάτη, δηλαδή είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι μισθωτοί εργαζόμενοι άμεσα εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο ταυτόχρονα «λειτουργούν ως κεφάλαιο», και επομένως δεν αποτελούν «ενσαρκώσεις» και «προσωποποιήσεις» ενός επαρκώς διακριτού ή «καθορισμένου κοινωνικού χαρακτήρα» στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής. Κατά συνέπεια δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία ούτε του ταξικού «καταλήπτη» και «φορέα» της σχέσης χρήσης, δηλαδή της εργατικής τάξης, ούτε, προφανώς του ταξικού «καταλήπτη» και «φορέα» της πραγματικής (οικονομικής) κυριότητας, δηλαδή της καπιταλιστικής τάξης (βλ. και Πουλαντζάς στο ίδιο: 281-283). Ακολούθως, δεν ανήκουν σε καμιά από τις θεμελιώδες τάξεις του ΚΤΠ και επομένως είναι μέρος μιας ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης του ΚΤΠ η οποία βρίσκεται μεταξύ της καπιταλιστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Η ενδιάμεση αυτή κοινωνική τάξη των «αξιωματικών» και «υπαξιωματικών» του ΚΤΠ αποτελεί τμήμα 16 της νέας μικροαστικής τάξης κατά την ορολογία που εισήγαγε ο Πουλαντζάς (1982-α, 1982-β, 2006) ή της νέας μεσαίας τάξης, κατά την ορολογία του Carchedi (1977). Γ) Αν, επομένως, για την ταξική ένταξη στην εργατική τάξη προϋποτίθεται, ως καταρχήν οικονομικό κριτήριο, η σχέση εκμετάλλευσης (ως παραγωγή υπεραξίας και ιδιοποίησή της από τους καπιταλιστές), η σχέση εκμετάλλευσης δεν ταυτίζεται με την ταξική ένταξη στην εργατική τάξη. Οι «κοινοί στρατιώτες» (Pannekoek 1909-internet) της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας (εργατική τάξη) δεν ανήκουν στην ίδια τάξη με τους «αξιωματικούς» και «υπαξιωματικούς» της (νέα μικροαστική τάξη). Το (έξω από σχέσεις παραγωγής) κριτήριο πλεονάσματος των R&W για τον ταξικό προσδιορισμό αδυνατεί να κατανοήσει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε εκμετάλλευση και ταξική ένταξη στην εργατική τάξη. Επομένως το κριτήριο του πλεονάσματος δεν μπορεί να θεμελιώσει την ταξική διαφοροποίηση εντός του συλλογικού παραγωγικού εργάτη μεταξύ εργατικής τάξης και νέας μικροαστικής τάξης. 2.2.1. Παρέκβαση Θα κάνω εδώ μια παρέκβαση, γιατί έχει νομίζω σημασία να δούμε (και να λάβουμε υπόψη μας), μέσα από μια άλλη δουλειά των R&W, κομβικά σημεία της ανάλυσής τους σε ό,τι στο σημείο αυτό κυρίως μας απασχολεί: τη διάκριση εργατικής και νέας μικροαστικής τάξης. Στο άρθρο τους Classes in Marxian Theory 17 οι R&W συμπυκνώνουν τις βασικές θέσεις τους στα ζητήματα του ταξικού προσδιορισμού. Στο άρθρο επαναλαμβάνεται το κεντρικό τους κριτήριο για τον ταξικό προσδιορισμό, όπως και στο συζητούμενο βιβλίο: το κριτήριο του πλεονάσματος, Διαχωρίζουν καταρχήν τις τάξεις στον καπιταλισμό σε «βασικές» και σε «υπαγόμενες» ανάλογα με το εάν συμμετέχουν στην «παραγωγή» ή στη «διανομή» της υπεραξίας, αντιστοίχως. Η διάκριση αυτή αντιστοιχεί στη διάκριση ανάμεσα σε «βασική ταξική διαδικασία», η οποία αναφέρεται στην «εξαγωγή της υπεραξίας» και σε «υπαγόμενη ταξική διαδικασία», η οποία αναφέρεται στη «διανομή της υπεραξίας». Οι «υπαγόμενες τάξεις» ούτε παράγουν ούτε εξάγουν υπεραξία (R&W 1982: 3). Θα δούμε στη συνέχεια, όταν θα εξετάσουμε όψεις της ανάλυσης των R&W για τον κομμουνισμό, ότι αυτού του Σελίδα 10 / 19

τύπου η διάκριση επαναλαμβάνεται και στη θεωρία τους περί τάξεων στον κομμουνισμό. Συμπλήρωμα σε έναν τέτοιο ταξικό προσδιορισμό αποτελεί το κριτήριο για την παραγωγική εργασία. Οι R&W (από την οπτική της δικής μου ανάγνωσης οφείλω να πω) θεωρούν ως αναγκαίο υπόστρωμα για την παραγωγική εργασία, την εργασία εκείνη η οποία συμμετέχει άμεσα στην παραγωγή νέων από υλική άποψη (θα έλεγα, επίσης ερμηνευτικά, νέων από άποψη φυσικοχημικών ιδιοτήτων) αξιών χρήσης («αξιών» απλώς, λένε οι ίδιοι R&W 1982: 6). Στη βάση μιας τέτοιας πρόσληψης των σχετικών (και αντιφατικών, όπως επισημαίνουν βλ. σχετικά, μεταξύ άλλων, και σε Μηλιός και Οικονομάκης όπ.π.) Μαρξικών αναλύσεων, θέτουν εκτός παραγωγικής εργασίας τους μισθωτούς εργαζομένους σε εμπορικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, καπιταλιστικές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κ.λπ. (R&W 1982: 4-7), καίτοι δεν θέτουν τους μη-παραγωγικούς εργαζομένους γενικά εκτός εργατικής τάξης, όπως θα δούμε. Στη βάση επίσης αυτής της έννοιας της παραγωγικής εργασίας χωρίζουν τις «υπαγόμενες τάξεις» σε δυο «τύπους». «Ο τύπος 1 περιλαμβάνει τους διευθυντές των κοινωνικών διαδικασιών που αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξη της καπιταλιστικής βασικής ταξικής διαδικασίας ο τύπος 2 περιλαμβάνει τους άμεσους εκτελεστές τέτοιων διαδικασιών (αυτοί οι τελευταίοι μπορούν να απασχολούνται από υπαγόμενες τάξεις του τύπου 1 ή από καπιταλιστές)» (R&W 1982: 4, 16). Με τον τρόπο αυτό, αντιλαμβάνονται τα καθήκοντα επίβλεψης-διεύθυνσης εκτός παραγωγικής εργασίας. Και αυτή είναι μια αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, συνθήκη για να σταθεί το σχήμα τους, από θεωρητική αλλά και από πολιτική άποψη (βλ. και πιο κάτω). Έτσι, για παράδειγμα, οι «επιβλέποντες managers είναι υπαγόμενη τάξη» καθώς, όπως υποστηρίζουν, ο Μαρξ θεωρεί ότι η «επίβλεψη είναι μια διαδικασία» συνδεδεμένη «σε μια υπαγόμενη ταξική διαδικασία». Ως διευθύνοντες δε, ανήκουν στον «τύπο 1» των «υπαγόμενων τάξεων». Αντίθετα υποστηρίζουν ότι ο Μαρξ θεωρεί ότι ο «τεχνικός συντονισμός» είναι «παραγωγική εργασία» (R&W: 5, 16). Εντούτοις το κριτήριο της παραγωγικής εργασίας δεν αποτελεί τον όρο του ταξικού προσδιορισμού, αν και αποτελεί ένα από τα κριτήριά του. Γράφουν σχετικά: «η εργατική τάξη πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια μεταβλητή συμμαχία διακριτών τάξεων που αλλάζουν συνεχώς διαμέσου της ιστορίας. Μέσα στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τέτοιες συμμαχίες μπορεί να περιλαμβάνουν τη βασική τάξη των παραγωγικών εργαζομένων μαζί με μη παραγωγικούς εργαζομένους του τύπου 2 των υπαγόμενων τάξεων. Μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν εκτελεστές υπερεργασίας εντός μη-καπιταλιστικών βασικών ταξικών διαδικασιών που εμφανίζονται σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό (όπως επίσης κάποιες από τις υπαγόμενες τάξεις τους)» (R&W 1982: 8, σχετικά και 17). Στα παραπάνω έχω να κάνω τις πιο κάτω συνοπτικές παρατηρήσεις, περιοριζόμενος σε ζητήματα που άπτονται του ταξικού προσδιορισμού της εργατικής τάξης και της νέας μικροαστικής τάξης εντός του ΚΤΠ: 1. Βρίσκουμε και εδώ το (έξω από τις σχέσεις παραγωγής) κριτήριο του πλεονάσματος (υπεραξίας), που εξετάσαμε κριτικά, να παίζει έναν κομβικό ρόλο σε ζητήματα ταξικού προσδιορισμού (βασικές και υπαγόμενες τάξεις και ταξικές διαδικασίες) και σε συνάρτηση με το κριτήριο αυτό να χρησιμοποιείται ως ένα επιπλέον κριτήριο ταξικού προσδιορισμού η έννοια της παραγωγικής εργασίας. 2. Θεωρώ λαθεμένη την ερμηνευτική τους επιλογή επί της έννοιας της παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας 18 και σε κάθε περίπτωση λαθεμένη τη χρήση της παραγωγικής εργασίας ως κριτήριο ταξικού προσδιορισμού (βλ. σχετικά και Οικονομάκης 2000, Μηλιός και Οικονομάκης όπ.π.). 3. Θα μπορούσε να διαφανεί μια κάποια διάκριση εργατικής και (νέας) μικροαστικής τάξης στο άρθρο τους Σελίδα 11 / 19

(«νέας μικροαστικής» με όρους της ανάλυσής μου) αν οι «επιβλέποντες managers» αφορούσαν τους χαμηλότερου επιπέδου διευθυντές. Αλλά και εδώ ο διαχωρισμός είναι τουλάχιστον ασαφής και το κριτήριό τους της παραγωγικής εργασίας κάνει ακόμη πιο ασαφές το όλο ζήτημα. Διότι είναι ασαφής ο διαχωρισμός μεταξύ επίβλεψης - τεχνικού συντονισμού της εργασιακής διαδικασίας ως προς τον παραγωγικό ή μη χαρακτήρα της εργασίας. Ο μηχανικός ή ο τεχνικός (παραγωγική εργασία εντός μιας καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας με όποιο Μαρξικό κριτήριο επί της παραγωγικής εργασίας και αν τεθεί) 19 τι επιτελεί; Επίβλεψη ή τεχνικό συντονισμό; Αν επιτελεί επίβλεψη τότε θα θεωρηθεί παραδόξως ως μη παραγωγικός, αν επιτελεί τεχνικό συντονισμό θα θεωρηθεί παραγωγικός, και επομένως αυτομάτως μέλος της εργατικής τάξης, ως «παραγωγικός εργαζόμενος». Αν επιτελεί και τα δύο; Ο Μαρξ πάντως (βλ. σχετικά και πιο πριν) δεν θέτει τέτοιους διαχωρισμούς επίβλεψης - τεχνικού συντονισμού (manager και engineer, τεχνολόγος και overlooker) ως προς την παραγωγική εργασία όταν γράφει: Μια που με την ανάπτυξη τηςπραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ή τουειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο πραγματικός λειτουργός του συνολικού προτσές εργασίας [ ] γίνεται ολοένα και περισσότερο μια κοινωνικά συνδυασμένη ικανότητα εργασίας και μια που οι διάφορες ικανότητες εργασίας, που ανταγωνίζονται, και που αποτελούν τη συνολική παραγωγική μηχανή, παίρνουν μέρος με πολύ διαφορετικούς τρόπους στο άμεσο προτσές της διαμόρφωσης των εμπορευμάτων ή εδώ καλλίτερα των προϊόντων, ο ένας σαν manager, engineer [διευθυντής, μηχανικός], τεχνολόγος κ.λπ. ο άλλος σαν overlooker [επιβλέπων], ο τρίτος σαν άμεσος χειροτέχνης ή ακόμα απλά σαν ανειδίκευτος εργάτης, έτσι, ολοένα και περισσότερο αυξανόμενος αριθμός λειτουργιών της ικανότητας εργασίας κατατάσσεται κάτω από την άμεση έννοια της παραγωγικής εργασίας και οι φορείς της κάτω από την έννοια των παραγωγικών εργατών, εργατών που τους εκμεταλλεύεται απ ευθείας το κεφάλαιο και που υπόκεινται γενικά στο προτσές αξιοποίησης της παραγωγής (Μαρξ χ.χ.έ: 129-130). Ο ασαφής όμως αυτός διαχωρισμός (που είναι αναγκαίος στους R&W για να μην φτάσουν στο καθόλου εύλογο θεωρητικά αλλά και πολιτικά συμπέρασμα να συμπεριλάβουν και τους διευθυντές των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην εργατική τάξη) μας υποδεικνύει (ανεξαρτήτως από οτιδήποτε άλλο) ότι η ταξική διάσταση της πνευματικής εργασίας-επιστήμης 20 δεν περιλαμβάνεται στα αναλυτικά τους εργαλεία καθώς αποσυνδέεται από την ενότητά της με τη διεύθυνση. 21 Όμως, για να γίνει αντιληπτή η ενότητα πνευματικής εργασίας και επιστήμης με τη διεύθυνση ως ενότητα επιβολής της βούλησης του κεφαλαίου (κυριαρχίας του κεφαλαίου) επί της άμεσης εργασίας εντός της καπιταλιστικής εργασιακής διαδικασίας απαιτείται η έννοια των (καπιταλιστικών) σχέσεων παραγωγής. 1. Τέλος, είναι εμφανές ότι αποσυνδέεται η εργατική τάξη (αλλά και οι μεσαίες τάξεις στο σύνολό τους, όπως και η νόθα εργατική τάξη 22 ) από τις σχέσεις παραγωγής. Έτσι, στη «μεταβλητή συμμαχία διακριτών τάξεων» ανήκει οπωσδήποτε και η παραδοσιακή μικροαστική τάξη αλλά και η μεσαία αστική τάξη, όπως και η νόθα εργατική τάξη (οι «εκτελεστές υπερεργασίας εντός μη-καπιταλιστικών βασικών ταξικών διαδικασιών»), με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στο επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας ενός τέτοιου συμμαχικού «ταξικού» φορέα (βλ. σχετικά Οικονομάκης 2000, Economakis 2005, Μηλιός 2002, Μηλιός και Οικονομάκης όπ.π.). Την ίδια απουσία σύνδεσης της τάξης (γενικά) με τις σχέσεις παραγωγής συναντάμε στο συζητούμενο βιβλίο τους: «η τάξη υπάρχει ως προϊόν όλων των μη ταξικών διαστάσεων της κοινωνίας [ ] η σημασία της τάξης και της ταξικής ανάλυσης εξαρτώνται από τους συσσωρευμένους δεσμούς μεταξύ της τάξης και των άπειρων μη ταξικών διαστάσεων της κοινωνικής ζωής» (σ. 95). Σελίδα 12 / 19

Θα δούμε στη συνέχεια ότι η απουσία κριτηρίων ταξικής διάκρισης μεταξύ εργατικής και νέας μικροαστικής τάξης είναι κομβικής σημασίας όταν οι R&W πραγματεύονται το ρόλο-λειτουργία των μη «κομμουνιστικών υπαγόμενων τάξεων» που εκτελούν τις «μη ταξικές διαδικασίες». ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλτουσέρ, Λ. (1978-α), Για τον Μαρξ, Αθήνα: Γράμματα. Αλτουσέρ, Λ. (1978-β), Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο. Αλτουσέρ, Λ. (2003), «Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ», «Το αντικείμενο του Κεφαλαίου»? στο Althusser, L., E. Balibar, R. Establet, P. Macherey, J. Ranciere,Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Αμίν, Σ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), «Η Κυριαρχία του Καπιταλισμού στη Γεωργία», στο Κ. Βεργόπουλος - Σ. Αμίν, Καπιταλισμός και Αγροτικό Ζήτημα: Δύσμορφος Καπιταλισμός, Αθήνα: Παπαζήσης. Carchedi, G. (1977), On the Economic Identification of Social Classes, London: Routledge & Kegan Paul. Γκράμσι, Α. (1972), Οι Διανοούμενοι, Τόμος Α, Αθήνα: Στοχαστής. Dedoussopoulos, A. (1985) Capitalism, Simple Commodity Production and Merchant Capitlal: The Political Economy of Greece in the 19th century, διδακτορική διατριβή, University of Kent at Canterbury, φωτοτυπημένο ανάτυπο. Δημούλης, Δ. (1990), «Παρατηρήσεις για τα Σοβιετικά Συντάγματα του 1918 και 1936», Θέσεις, τ. 33 (Οκτώβριος Δεκέμβριος), σ.55-93. Δημούλης, Δ. και Γ. Μηλιός (1999), «Θεωρία της Αξίας, Ιδεολογία και Φετιχισμός», Θέσεις, τ. 63 (Ιανουάριος - Μάρτιος), σσ. 21-74. Economakis, G. E., (2005), Definition of the Capitalist Mode of Production: A Re-examination (with application to non-capitalist modes of production, History of Economics Review, No. 42 (Summer), pp. 12-28. Economakis, G. E. and D. P. Sotiropoulos (2004), Modes of Production, Commodity and Money: A plan of study, Journal of Applied Economics and Management, Vol. 2, No 1, pp. 93-118. Ένγκελς, Φ (χωρίς χρονολογία έκδοσης), «Ο Ένγκελς στον Μπλοχ», «Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ»? στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα: Γνώση. Goodman, D. and M. Redclift (1982), From Peasant to Proletarian - Capitalist Development and the Agrarian Transition, New York: St. Martin s Press. Harnecker, M. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Βασικές Έννοιες του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα: Παπαζήση. Hindess, B. & P. Q. Hirst. (1979), Pre-capitalist Modes of Production, London: Routledge & kegan Paul. Λαπατσιώρας, Σ. και Γ. Οικονομάκης (2002), «Εις μνήμην», Θέσεις, τ. 79, (Απρίλιος - Ιούνιος), σσ. 11-51. Σελίδα 13 / 19

Λένιν, Β. Ι. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Κράτος και Επανάσταση Εισήγηση για την Ειρήνη, Αθήνα: Γνώσεις. Lipietz, A. (1983), Le Capital et son Εspace, Paris: La Decouverte / Maspero. Μαρξ, Κ. (1956), Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Αθήναι: Οικονομική και Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη. Μαρξ, Κ. (1978-α), Το Κεφάλαιο - Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. (1978-β), Το Κεφάλαιο - Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. (1984), Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ Κ. (1989), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Α, Αθήνα: Στοχαστής.. Μαρξ Κ. (1990), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β, Αθήνα: Στοχαστής.. Μαρξ Κ. (1992), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Γ, Αθήνα: Στοχαστής. Μαρξ, Κ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής [VI ανέκδοτο βιβλίο], Αθήνα: Α/συνέχεια. Μαρξ, Κ. - Φ. Ένγκελς (1994), Η Γερμανική Ιδεολογία, Τόμος πρώτος, Αθήνα: Gutenberg. Μηλιός, Γ. (1997), Τρόποι Παραγωγής και Μαρξιστική Ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Μηλιός, Γ. (2002), «Το ζήτημα των μικροαστών: Ενιαία τάξη ή δυο διακριτά ταξικά σύνολα;»,θέσεις, τ. 81 (Οκτώβριος Δεκέμβριος) σσ. 59-80. Μηλιός, Γ. (2007-internet), Η σημασία της Πολιτιστικής Επανάστασης για το κομμουνιστικό κίνημα και τον μαρξισμό: http://www.koel.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=98&itemid=58 Μηλιός, Γ. (2007), «Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ως κριτική της Αριστεράς», Θέσεις, τ. 101, σσ. 31-50. Μηλιός, Γ. και Τ. Κυπριανίδης (1988), «Η Περεστρόικά, ο μαρξισμός και η Αριστερά», Θέσεις, τ. 24-25 (Απρίλιος - Σεπτέμβριος), σσ. 33-62. Μηλιός, Γ. και Γ. Οικονομάκης (2007), «Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση. (Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά)», Θέσεις, τ. 99 (Απρίλιος - Ιούνιος), σσ. 19-55. Μηλιός, Γ. Δ. Δημούλης και Γ. Οικονομάκης (2005), Η Θεωρία του Μαρξ για τον Καπιταλισμό: Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.Μπαλιμπάρ, Ε. (1986), «Για τη μαρξιστική έννοια του καταμερισμού της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και την πάλη των τάξεων», Θέσεις τ. 17, (Οκτώβριος - Δεκέμβριος), σσ. 99-111. Σελίδα 14 / 19

Μπελαντής, Δ. (2007), «Οι Πολιτικές Συνέπειες του Οικονομισμού», Θέσεις τ. 101, (Οκτώβριος - Δεκέμβριος), σσ. 51-56. Μπετελέμ, Σ. (1975), Πολιτιστική Επανάσταση και Βιομηχανική Οργάνωση στην Κίνα, Αθήνα, Γη. Μπετελέμ, Σ. (1978), Μορφές Ιδιοκτησίας στο Μεταβατικό Στάδιο προς το Σοσιαλισμό: οικονομικός λογισμός και μορφές ιδιοκτησίας, Αθήνα: Ράππα. Μπετελέμ Σ. (2005), Οι Ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ (1 η περίοδος 1917-1923), Αθήνα: Κέδρος. Μπετελέμ Σ. (2005 ), Οι Ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ (2 η περίοδος 1923-1930), Αθήνα: Κέδρος. Οικονομάκης, Γ. (1999), «Καπιταλιστικός Τρόπος Παραγωγής και Μάνατζερς», Ουτοπία, τ. 37, Νοέμβριος - Δεκέμβριος, σσ. 145-166. Οικονομάκης, Γ. (2000), Ιστορικοί Τρόποι Παραγωγής, Καπιταλιστικό Σύστημα και Γεωργία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Οικονομάκης, Γ. (2005), «Σκέψεις πάνω στο θεωρητικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης», Θέσεις, τ. 90 (Ιανουάριος - Μάρτιος), σσ. 93-126. Οικονομάκης, Γ. και Μπούρας Φ. (2007), «Ο κοινωνικοοικονομικός και πολιτικός ρόλος των μικροϊδιοκτητών αγροτών στη Γαλλία των μέσων του 19 ου αιώνα: Σημείωμα πάνω στη μαρξική ανάλυση και πλευρές της θεωρητικής της αξιοποίησης από τον Νίκο Πουλαντζά», Θέσεις, τ. 99 (Απρίλιος - Ιούνιος), σσ. 57-89. Ομάδα Επιστημόνων: Διαμαντής, Γ. - Θερσιώτη, Α. - Ιωάννου, Θ. - Κοτζιάς, Ν. (γενική εποπτεία) - Κωνσταντινίδης, Γ. - Συμεωνίδης, Τ. (1981), Η Διανόηση στην Ελλάδα, Ταξική Θέση και Ιδεολογία, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Pannekoek. A. (1909-internet).The New Middle Class. International Socialist Review: http://www.marxists.org/archive/pannekoe/1909/new-middle-class.htm Pestieau, J. (1998-internet), The changes in the composition of the working class and the proletariat, International Communist Seminar Workers Party of Belgium, Brussels, May 2-4: http://www.wpb.be/icm/98en/98en06.html Πουλαντζάς, Ν. Α. (1982-α), Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Τόμος α, Αθήνα: Θεμέλιο. Πουλαντζάς, Ν. Α. (1982-α ), Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Τόμος β, Αθήνα: Θεμέλιο. Πουλαντζάς, Ν. Α. (1982-β), Οι Κοινωνικές Τάξεις στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο. Πουλαντζάς, Ν. Α. (1984), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα:. Θεμέλιο. Πουλαντζάς, Ν. (2006), Φασισμός και δικτατορία: η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς - Θεμέλιο. Πρέβε, Κ. (1998), Καιροί Αναζήτησης: Δοκίμιο για τη Νεωτερικότηα, το Μετά-μοντέρνο και το Τέλος της Ιστορίας, Αθήνα: Στάχυ. Rubin, I. I. (1994), Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα: Κριτική. Σελίδα 15 / 19