Γεωγραφία και χρονολογία του ελληνικού αποικισμού: αυτόχθονες και Έλληνες στη Μεγάλη Ελλάδα Πρόλογος Πρωτ απ όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθ. κ. Πετράκο και την Αρχαιολογική Εταιρεία, έναν από τους ναούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για την τιμή που μου έκαναν με την πρόσκληση να μιλήσω στα δύο αυτά σεμινάρια. Στην τιμή αυτή, προσθέτω και την ευχαρίστηση να μιλάω στην Αθήνα για τον ελληνικό αποικισμό στη Δύση, στη Μεγάλη Ελλάδα. Όπως ήδη γνωρίζετε, η ευρωπαϊκή κοινότητα γιόρτασε την περασμένη άνοιξη τα πενήντα χρόνια της Συνθήκης της Ρώμης, ιστορικό προηγούμενο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την ευκαιρία εκείνη στο Κουϊρινάλιο, το μέγαρο του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, παρουσιάσθηκαν σε μια έκθεση 27 έργα τέχνης από κάθε χώρα μέλος της Ένωσης, και αυτό που σας δείχνω τώρα, το οποίο επιλέχθηκε για την υψηλή συμβολική του αξία, επειδή πρόκειται για ένα αγγείο με την παράσταση της αρπαγής της Ευρώπης. Η νεαρή κόρη Φοίνικα βασιλιά, μεταφέρεται επάνω από τη θάλασσα με κατεύθυνση την Κρήτη όπου την περιμένει ο Δίας ο οποίος, ερωτοκτυπημένος, θα ενωθεί μαζί της και θα αποκτήσουν τον Μίνωα, τον Σαρπηδόνα και τον Ραδάμανθυ. Ο Όμηρος της Ιλιάδας γνώριζε ήδη το μύθο της Ευρώπης. Εδώ και καιρό ξεχωρίζει στο μύθο η αλληγορία των ταξιδιών των Φοινίκων προς τη Δύση, σε εκείνη την ήπειρο που, από τον 6 ο αιώνα π.χ. τουλάχιστον, θα αποκαλείται με το όνομα της πριγκήπισσας της Φοινίκης. Το αγγείο που σας δείχνω κατασκευάσθηκε τον 4 ο αιώνα π.χ. στο Paestum, πόλη που ιδρύθηκε από Έλληνες το 600 π.χ. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν, ο μύθος που ξεκινά από τη Φοινίκη, πιθανότερα από την Τύρο, πόλη στο σημερινό Λίβανο, στην οποία βασίλευε ο πατέρας της Ευρώπης, και ο τόπος δημιουργίας του αγγείου (Ποσειδωνία, που τη ρωμαϊκή εποχή μετονομάστηκε σε Paestum) μας φέρουν σε επαφή με τόπους ή παραδόσεις σχετικά με αρχαίες μετακινήσεις ανθρώπων στη Μεσόγειο, εκείνη τη μεγάλη θάλασσα όπου επί αιώνες σημειώνονται πολύ συχνότερα ειρηνικές συναντήσεις και ανταλλαγές παρά πόλεμοι ή συγκρούσεις. 1
Το γεγονός με το οποίο θα ασχοληθούμε τώρα αφορά στην άφιξη των Ελλήνων στη Δύση όπου κάθε περιοχή θα είχει τη δική της ιδιαίτερη ιστορία να αφηγηθεί: ιστορίες για συναντήσεις Ελλήνων με άλλους λαούς, για πολιτιστικές ανταλλαγές, για κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, για δημιουργία διαφορετικών κοινωνιών, σε διαφορετικά γεωγραφικά πλαίσια και χρόνους. Ας προχωρήσουμε όμως με τη σειρά. Θα ήθελα να αρχίσω παρουσιάζοντας κάποιες πιλοτικές έννοιες που μου φαίνονται χρήσιμες προκειμένου να καταστήσω περισσότερο σαφή και προσιτή την ανάπτυξη του θέματος που ακολουθεί. Οι ελληνικές παρουσίες στη Δύση την Εποχή του Χαλκού Χωρίς να προβούμε στην ανασκόπηση της πολυπλοκότερης ιστορίας του προβλήματος, αξίζει να λάβουμε υπόψη δύο σημεία: το πρώτο αφορά στη μεγάλη μυθολογική και ποιητική κληρονομιά που εμπλέκει τη Δύση. Είναι περιττό να πούμε ότι το κορυφαίο ποίημα του είδους αυτού, η Οδύσσεια, εμφανίζει τον Οδυσσέα να δραστηριοποιείται σε πολλούς δυτικούς τόπους, από το Λάτιο στα Στενά της Μεσσήνης, από το ακρωτήρι της Κίρκης μέχρι τη Σκύλλα και Χάρυβδη, για να μη μιλήσουμε για τη χώρα των Λωτοφάγων ή για εκείνη των Κυκλώπων. Όπως είναι γνωστό, ένα θετικιστικό ρεύμα μελετών, ένας από τους κυριώτερους εκπροσώπους του οποίου είναι ο Γάλλος Victor Bérard, καλλιεργημένος και λόγιος περιηγητής, σχολιαστής της Οδύσσειας και συγγραφέας βιβλίων όπως Οι πλεύσεις του Οδυσσέα και Οι Φοίνικες και η Οδύσσεια, στις αρχές του 20 ού αιώνα είχε προτείνει μια γεωγραφική ταύτιση των τόπων όπου ο Όμηρος της Οδύσσειας τοποθετεί τις περιπέτειες των ηρώων του. Γνωρίζετε επίσης ότι, ακόμα και από τη σχολή που κατά την ελληνιστική εποχή στρεφόταν γύρω από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, γινόταν συζήτηση (και οι συζητήσεις δεν έχουν τελείωσει ούτε και σήμερα) για το εάν ο Όμηρος ήταν αξιόπιστος ως γεωγράφος και ιστορικός ή εάν ήταν απλώς ένας Ποιητής και όλα αυτά που υποστήριζε ήταν καρπός της ποιητικής φαντασίας (η τελευταία αυτή άποψη ήταν, για παράδειγμα, του μεγάλου Ερατοσθένη). Ο Στράβωνας από την Αμάσεια, αντίθετα, ερμηνευτής της διαδεδομένης άποψης που θεωρούσε κυρίαρχη την επιμορφωτική λειτουργία, την παιδεία, των ομηρικών επών, υποστήριζε ότι ο Ποιητής 2
είχε επινοήσει τα γεγονότα αλλά όχι το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο τα είχε τοποθετήσει. Φυσικά ένα βασικό στοιχείο της συζήτησης είναι η χρονολόγηση της Οδύσσειας. Παραλείποντας τώρα τις σχετικές περίπλοκες φιλολογικές συζητήσεις, η άποψη που έγινε αποδεκτή απ όλους είναι ότι, παρόλο που η Οδύσσεια είναι ένα ποίημα μεταγενέστερο της Ιλιάδας, πρέπει πάντως να χρονολογηθεί στον 8 ο αιώνα π.χ., πιθανώς στο δεύτερο μισό του. Από αυτά προκύπτει το επόμενο ζήτημα, που επίσης είναι αντικείμενο ζωηρής συζήτησης: εάν ο Όμηρος διηγείται ένα μακρινό παρελθόν ή περιγράφει την κοινωνία της εποχής του ή διηγείται γεγονότα άλλης εποχής με αναφορές σε πολιτιστικά χαρακτηριστικά του καιρού του. Σήμερα μπορούμε να βασιστούμε σε ορισμένα καίρια σημεία στα οποία έφθασε η ιστορική, γλωσσολογική και κυρίως η ανθρωπολογική έρευνα. Σύμφωνα με τον Havelock μπορούμε να πούμε ότι τα ομηρικά Έπη είναι η Ελληνική εγκυκλοπαίδεια, ως αναπαράσταση κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς, που εμπλέκουν την αρχαϊκή ελληνική κοινωνία η οποία έμελε να διαμορφωθεί με έντονη επίδραση από εκείνα τα παραδείγματα. Φυσικά, πρέπει να επισημανθεί η αναντίρρητη παρουσία ρεαλιστικών αναφορών, γεωγραφικού κυρίως χαρακτήρα, τις οποίες θα μπορέσουμε να λάβουμε υπόψη με τη δέουσα επιφυλακτικότητα και χωρίς γενικεύσεις. Για παράδειγμα: η περιγραφή που ο Ποιητής κάνει στο ζ βιβλίο της Οδύσσειας για την πόλη των Φαιάκων προς την οποία κατευθύνεται η Αθηνά για να επισπεύσει την επέμβαση της Ναυσικάς, ενώ ο Οδυσσέας, εξαντλημένος από την κούραση, κοιμάται στην ακρογιαλιά, περιλαμβάνει σαφείς αναφορές στις ελληνικές αποικιακές μετακινήσεις: κάποτε οι Φαίακες κατοικούσαν σε μία πόλη που βρισκόταν σε ψηλό σημείο με μεγάλη πεδιάδα, αλλά δέχονταν συνεχώς λεηλασίες και βιαιότητες από τους Κύκλωπες. Για το λόγο αυτό ο Ναυσίθοος, ο παππούς της Ναυσικάς, τους είχε απομακρύνει και τους είχε εγκαταστήσει στη Σχερία, όπου είχε φροντίσει, με μια πραγματική πράξη ίδρυσης, να οικοδομηθούν ένα τείχος, οικίες, ιερά και όπου και είχε μοιράσει τους αγρούς. Σας παραθέτω λοιπόν τα ουσιαστικά στοιχεία που έφθασαν ώς τις μέρες μας μέσω της μη αμελητέας ομηρικής μαρτυρίας και που πρέπει να λάβουμε υπόψη: μετά την επιλογή του χώρου, η κατασκευή του τείχους, των οικιών 3
και των ιερών, το μοίρασμα της γης ανάμεσα στους πολίτες, επομένως η κατανομή ανάμεσα σε δημόσιο, θρησκευτικό και ιδιωτικό χώρο, μια κατανομή που απαντά ήδη σε ομηρικό επίπεδο και η οποία διαβαίνει όλη την ελληνική ιστορία. Μου φαίνεται σαφές ότι στο σημείο αυτό ο Ποιητής αναφέρεται σε εμπειρίες που ωριμάζουν εκείνα τα χρόνια ή που συνέβησαν λίγο πριν και δεν διηγείται γεγονότα μιας πολύ μακρινής εποχής. Το αρχαιολογικό υλικό το οποίο προέρχεται από το Αιγαίο της εποχής του Χαλκού, κατά τη διάρκεια της μυκηναϊκής φάσης, και που οι έρευνες των τελευταίων ετών στη Νότια Ιταλία έχουν συσσωρεύσει σε εκπληκτική ποσότητα, εμφανίζει, θα λέγαμε, κάποια πολυπλοκότητα. Θα περιοριστώ, για συντομία, στην αναφορά της ουσίας του ζητήματος, και επειδή η βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα αυτό είναι άφθονη, συμπεριλαμβάνοντας περιπτώσεις περιστασιακών επαφών, εμπορικών ανταλλαγών, σποραδικών κατοικήσεων, αλλά και περιπτώσεων για τις οποίες μπορούμε να κάνουμε λόγο για πραγματικούς οικισμούς, όπως στον Τάραντα ή στις αδριατικές ακτές της Απουλίας όπου η αιγαιακή παρουσία είναι πολύ έντονη. Το πρόβλημα που μας ενδιαφέρει εδώ και που είναι ακόμα το κύριο στη σύγχρονη ιστορική συζήτηση (εκτός από τον Οδυσσέα, πρωταγωνιστή του γνωστότερου των νόστων, δεν πρέπει να ξεχάσουμε άλλους ήρωες όπως για πράδειγμα τον Φιλοκτήτη, τον Νέστορα, τον Διομήδη) είναι εάν υπάρχει σχέση ανάμεσα στους θρύλους σύμφωνα με τους οποίους στις ακτές της Νότιας Ιταλίας βρέθηκαν ομηρικοί ήρωες και την αρχαιολογική τεκμηρίωση που πιστοποιεί αφίξεις ή εγκαταστάσεις ομάδων ανθρώπων από το Αιγαίο κατά την εποχή του Χαλκού. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία κυριάρχησε για πολύ καιρό η πεποίθηση ότι η αρχαιολογική τεκμηρίωση ηχούσε ως επιβεβαίωση των θεωριών εκείνων που θεωρούσαν ότι οι θρύλοι έκρυβαν έναν πυρήνα αλήθειας. Επομένως πίσω από τα κατορθώματα του Οδυσσέα και των άλλων ομηρικών ηρώων θα κρυβόταν η εξύμνηση της ανάμνησης των μυκηναϊκών θαλάσσιων ταξιδιών, που θα επιβεβαιώνονταν από την ανακάλυψη στην Ιταλία κεραμικής και άλλων σύγχρονων έργων ελληνικής προέλευσης. Πρόσφατα, όμως, προωθήθηκε μέχρι να καταστεί κυρίαρχη η ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμμία σχέση ανάμεσα στο αρχαιολογικό τεκμήριο και το μυθικό κύκλο (πρόκειται για δύο μαρτυρίες ποιοτικά 4
διαφορετικές και δεν μπορεί να γίνει η μηχανιστική προσέγγισή τους), από τη στιγμή που ο μύθος φαίνεται μάλλον να ανήκει στην κληρονομιά δοξασιών των Ελλήνων του 8 ου αιώνα που έφθασαν στην Ιταλία για να ιδρύσουν τις αποκίες τους. Κατά την αρχαϊκή εποχή οι θρύλοι κατέληγαν δικαιολογώντας την ελληνική κατάληψη των ακτών της Ιταλίας, που ήταν κατοικημένες από αυτόχθονες. Ο λεγόμενος ηρωικός αποικισμός (επειδή ήταν έργο ομηρικών ηρώων) ήταν μόνο θρυλική επεξεργασία των επικών κύκλων, που συνδέονταν με τον Τρωικό Πόλεμο και την επιστροφή των πρωταγωνιστών του, κύκλοι που προσαρμόσθηκαν στις ανάγκες των νέων κατακτητών. Ο πρόλογος αυτός μας χρησίμευσε για να τοποθετήσουμε τα αρχαιολογικά φαινόμενα της εποχής του Χαλκού στο χρονολογικό τους πλαίσιο και για να διακρίνουμε με σαφήνεια αυτή την ιστορική φάση από τη μεταγενέστερη. Ας δούμε με ποιόν τρόπο. Ο λεγόμενος προαποικισμός Μετά το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου, όπως είναι γνωστό, παρατηρείται μια σαφής διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στον αιγαιακό χώρο και τη δυτική Μεσόγειο κατά την εποχή, που άτυπα ονομάσθηκε Dark Age, κατά τη διάρκεια της οποίας οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Μόνο από τα τέλη του 9 ου -αρχές του 8 ου αιώνα απαντούν στη Δύση (Κάτω Ιταλία, Σικελία, Καμπανία, Ετρουρία) αντικείμενα (κυρίως μεσογεωμετρική κεραμική) ελληνο-ανατολικής παραγωγής. Παραλείπω εδώ το συσχετισμό των συγκεκριμένων ανακαλύψεων με το εμπόριο των Φοινίκων ή με τα θαλασσινά ταξίδια των Ευβοέων (που μαρτυρούνται καλύτερα αργότερα) και θα περιορισθώ μόνον να υπενθυμίσω ότι ο αποικισμός αυτός, επειδή προηγείται του ελληνικού αποικισμού του δευτέρου μισού του 8 ου αιώνα π.χ., πριν από καιρό προσδιορίσθηκε με τον όρο προαποικισμός, θέμα στο επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε όποιον αρνιόταν και σε όποιον θεωρούσε ιστορικά επιβεβαιωμένη μια φάση κατοίκησης αντάξιας τέτοιου ορισμού. Θέμα της διαφωνίας ήταν σαφώς η χρονολόγηση της κεραμικής. Με βάση την τότε υπάρχουσα τεκμηρίωση, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Georges Vallet προχώρησε στην κριτική εξέταση των δεδομένων που τον οδήγησαν να αποκλείσει καθαρά την 5
ιστορικότητα του προαποικισμού. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση σχεδόν παράδοξη, επειδή εντωμεταξύ η αρχαιολογική έρευνα επανέκτησε εκείνα τα δεδομένα, έχουμε δηλαδή πολλές μαρτυρίες σχετικά με την άφιξη ελληνικών τεχνουργημάτων τουλάχιστον μισό αιώνα πριν από την απόβαση των Ελλήνων αποίκων, αλλά συγχρόνως δεν χρησιμοποιούμε πλέον την έννοια του προαποικισμού επειδή τη θεωρούμε ακατάλληλη για να εξηγήσει ιστορικά το φαινόμενο. Ο όρος προαποικισμός φαίνεται να υπονοεί μια μετακίνηση που προηγείται του αποικισμού, κάτι που όμως δεν έγινε, γιατί η κατοίκηση εκ μέρους Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών κατά την περίοδο αυτή είχε περιστασιακό χαρακτήρα και πιθανότερα μόνον εποχιακό, επειδή συνδυαζόταν με τη ναυσιπλοΐα. Επιπλέον δεν στόχευε ούτε στις εμπορικές ρότες ούτε στην εξερεύνηση γεωγραφικών περιοχών για να διευκολύνει μεταναστευτικά ρεύματα, όπως έγινε σε άλλες εποχές, για παράδειγμα μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. Colonia και αποικία: σύγκριση ανάμεσα σε δύο έννοιες Στο σημείο αυτό ωφελεί, πάντα στη φάση της διευκρίνισης, να αντιμετωπίσουμε μια άλλη βασική άποψη από την πλευρά της ορολογίας και της έννοιας. Σε πολλές σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες η μετακίνηση που φέρνει τους Έλληνες στη Δύση, έτσι όπως όλες οι ανάλογες μετακινήσεις στην ιστορία, αναφέρεται με τον όρο αποικισμός (colonisation, colonization, kolonisation, κλπ.) και οι coloni αποτελούν τον ανθρώπινο πυρήνα που ιδρύει ή δίνει ζωή σε μια colonia. Τώρα είναι προφανής ο κίνδυνος που κρύβεται πίσω από μια τέτοια ονομασία, επειδή colonia και colonisation είναι λέξεις που προέρχονται από το λατινικό colere, που σημαίνει καλλιεργώ, αλλά δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα ορολογίας, επειδή colere / colonia είναι όροι που ήταν ενεργοί σε μια ιστορική πραγματικότητα ριζικά διαφορετική. Χωρίς να ανατρέξουμε στην πολυάριθμη σειρά σύγχρονων παραλληλισμών που με οξυδέρκεια εξετάσθηκε στις περίφημες έρευνες του Moses Finley, θα αρκεστούμε εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι λατινικές λέξεις περιγράφουν την ιστορική πραγματικότητα που συνοδεύει το λατινικό και το ρωμαϊκό αποικισμό και που χαρακτηρίζεται από μια βέβαιη εξάρτηση της αποικίας από το κέντρο, το οποίο μπορεί να είναι η μητρόπολη ή η έδρα μιας 6
ισχυρής δύναμης, όπως η Ρώμη κατά την περίοδο της Δημοκρατίας. Στον ελληνικό κόσμο τα πράγματα εξελίσσονται πολύ διαφορετικά ξεκινώντας από τον ίδιο τον όρο: αποικία, αποικισμός, άποικοι είναι εκφράσεις που έχουν στη ρίζα τους την έννοια του αποχωρισμού, της απομάκρυνση από την οικία, επομένως μια απόσπαση που γίνεται αυτόνομη την ίδια στιγμή που χωρίζεται από την πατρίδα, κατά λέξη, μητρόπολη (όρος που σήμερα σημαίνει πόλη υπερβολικών διαστάσεων). Είναι φανερό και από τον πρώτο μόνον ορισμό που προέρχεται από την υιοθετημένη ορολογία ότι ο ελληνικός αποικισμός δεν μπορεί να αφομοιωθεί με το λατινικό ούτε με άλλες ανάλογες ιστορικές εμπειρίες που αναφέρονται με αυτό το όνομα. Η σύγχρονη συζήτηση για τον ελληνικό αποικισμό Πρόσφατα, ορισμένοι μελετητές, κυρίως σε αγγλοσαξωνικό περιβάλλον, αντιμετώπισαν το πρόβλημα από διαφορετική οπτική γωνία. Σύμφωνα με τις τελευταίες αυτές θεωρίες, η μετακίνηση των αποίκων θα οφειλόταν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε συναλλαγές, σε ατομικές μετακινήσεις ιδιωτών ή μικρών ομάδων, στις οποίες δεν επεμβαίνει ποτέ η πόλις (η μητρόπολη), ματαιώνοντας έτσι κάθε προσπάθεια σύναψης δεσμού ανάμεσα στη μητρόπολη και την αποικία. Στην πραγματικότητα ο συλλογισμός είναι ο εξής: εάν δεν είναι μια οργανωμένη μετακίνηση όπως συμβαίνει με τους μοντέρνους αποκισμούς, η χρήση του όρου αποικισμός είναι αναχρονιστική και ακατάλληλη. Εμείς τώρα δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η αποικία που ξεκινάει από μια αρχαϊκή πόλη, δεν είναι αποτέλεσμα ενός ελληνιστικού κράτους ούτε της Ρώμης κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, επειδή εκείνη η μετακίνηση έγινε μεταξύ του 8 ου και του 6 ου αιώνα π.χ. Αλλά το να υποβιβάσουμε τα πάντα σε μετακινήσεις μεμονωμένων τυχοδιωχτών δεν φαίνεται συνεπές με ό,τι μαθαίνουμε από την παράδοση. Ένα άλλο βασικό ρεύμα μελετών που αναπτύχθηκε τελευταία αφορά στις διαδικασίες ταυτότητας: σύμφωνα με την ίδια άποψη, σε μια αρχή των εγκαταστάσεων που δεν οφειλόταν σε πρωτοβουλίες ρυθμισμένες από τις ελληνικές πόλεις, αλλά σε ομάδες μεμονωμένων ατόμων, θα αντιστοιχούσε η συνειδητοποίηση της ταυτότητας σε μεταγενέστερη εποχή. Τώρα, γιατί όταν κοιτάζουμε το χάρτη και περιγράφουμε την 7
κατανομή κατά περιοχές των κυριότερων αρχαίων πόλεων χρησιμοποιούμε εθνικά ή πολιτικά επίθετα που είναι αυτά που προέρχονται από τις ελληνικές πόλεις προέλευσης, σύμφωνα με την παράδοση που έφθασε ως εμάς; Εμείς μιλάμε για ευβοϊκο-χαλκιδικές ιδρύσεις (Κόλπος της Νεάπολης, Στενά της Μεσσήνης και ανατολική Σικελία) για τις πόλεις που ιδρύθηκαν από αποίκους προερχόμενους από την Εύβοια, η οποία υπήρξε πολύ δραστήρια ακριβώς κατά την αρχική φάση της μετακίνησης ξεκινώντας από το μισό περίπου του 8 ου αιώνα π.χ., για αχαϊκές ιδρύσεις (Σύβαρις, Κρότων, Μεταπόντιον, Καυλωνία, Ποσειδωνία), για εκείνες οι ιδρυτές των οποίων έρχονταν από τη βόρεια Πελοπόννησο και για κορινθιακή ίδρυση για τις Συρακούσες, λοκρική για τους Επιζεφυρίους Λοκρούς, σπαρτιατική για τον Τάραντα, ροδιο-κρητική για τη Γέλα. Αντικρούοντας την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι οι καταγωγές αυτές επινοήθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή, μια όχι επουσιώδης συμβολή έρχεται ακριβώς από την αρχαιολογική έρευνα. Απ όσα έχουμε μάθει από τη μελέτη των πόλεων και των περιοχών τους και σχετικά με την οργάνωση των σημαντικότερων χώρων λατρείας παρουσιάζεται μια εντυπωσιακά πρώιμη διάθεση να αποκτήσουν την ταυτότητά τους και μια δυνατή αλληλεγγύη με τις περιοχές προέλευσης των Ελλήνων αυτών, που μας επιτρέπουν να απορρίψουμε ως απίθανες τις σύγχρονες αυτές υποθέσεις τις οποίες μπορούμε να καταγράψουμε ως αναθεωρητικές (αλλά για τις πλευρές αυτές θα μιλήσουμε εκτενέστερα στην επόμενη ομίλια σε μια εβδομάδα). Όσο κι αν οι φιλολογικές παραδόσεις ανήκουν γενικώς σε μια εποχή αρκετά μεταγενέστερη, ξεκινώντας από τα αποσπάσματα του Εκαταίου του Μιλήσιου (τέλος του 6 ου αιώνα) και του Αντίοχου του Συρακουσίου (μέσα του 5 ου αιώνα π.χ.), σε γενικές γραμμές μπορούμε να δεχθούμε ότι η αποικιακή επιχείρηση ήταν οργανωμένη από μια πόλη (στο πλαίσιο των αριστοκρατικών δομών της) που εξασφάλιζε τα απαραίτητα μέσα (πλοία και εξοπλισμό) συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της αποστολής (του οικιστού) που συχνά ήταν εκπρόσωπος της ίδιας της αριστοκρατίας, μαζί με τους εταίρους του, που κατέληγαν, ως άποικοι του πρώτου ιδρυτικού πυρήνα, να δημιουργησουν τον αριστοκρατικό πυρήνα του νέου κοινωνικού σχηματισμού που θα εγκαθιστούσαν στην Ιταλία. Παραμένει όχι ιδιαίτερα σαφής, τουλάχιστον στην 8
αρχαιότερη φάση, ο ρόλος του ιερού των Δελφών, ως υποχρεωτικού σταθμού, πριν από την αναχώρηση για τη Δύση, για να λάβουν από το μαντείο τη συγκατάθεση και τις απαραίτητες πληροφορίες, αν και, τελικά, τις τελευταίες αυτές τις έπαιρνε ο οικιστής που πραγματοποιούσε εξερεύνηση των περιοχών και μετά, αφού επέτρεφε στην πατρίδα, αναχωρούσε πάλι με τους συντρόφους του. Οι πηγές του 5 ου αιώνα (κυρίως ο Αντίοχος) αναφέρουν χρησμούς ίδρυσης, για παράδειγμα σχετικά με τον Κρότωνα και τον Τάραντα, αλλά δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η επιχείρηση πραγματοποιούταν κανονικά ήδη το δεύτερο μισό του 8 ου αιώνα π.χ. Γεωγραφία και χρονολόγηση του αποικισμού Με τις ευβοϊκές εγκαταστάσεις των Πιθηκουσών και της Κύμης αρχίζει ο ελληνικός αποικισμός της Δύσης. Είναι λοιπόν οι Ευβοείς, ιδιαίτερα οι Χαλκιδείς, εκείνοι που δραστηριοποιήθηκαν πρώτοι και τους ακολούθησε, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, το άλλο σημαντικό κύμα των Αχαιών. Μετά τον Κόλπο της Νεάπολης, ο χαλκιδικός αποικισμός μεταφέρεται στις δύο παραλίες των Στενών (Ρήγιον και Ζάγκλη) και τις ακτές της ανατολικής Σικελίας (Νάξος, Λεοντίνοι, Κατάνη). Βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην ταυτόχρονη παρουσία, τουλάχιστον από γεωγραφική άποψη, εγκαταστάσεων που βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση σε σχέση με τις εμπορικές ρότες (οι πόλεις του Στενού της Μεσσήνης, που δεν διέθετε ιδιαίτερα ευρεία καλλιεργήσιμη ενδοχώρα) και εγκαταστάσεων που πραγματοποιήθηκαν καθαρά με κριτήριο τις προφανείς δυνατότητες εκμετάλλευσης εκτεταμένων αγροτικών πεδιάδων (η Κύμη, αλλά κυρίως οι πόλεις της πεδιάδας της Αίτνας). Υπογραμμίζοντας τις περιβαλλοντικές αυτές διαφορές θέλω να επιστήσω την προσοχή στη συζήτηση, που ξεκινάει από το 19 ο αιώνα και συνεχίζει κα σε ένα μέρος του 20 ου, σχετικά με τα κίνητρα του αποικισμού, ανάμεσα στους υποστηρικτές των εμπορικών αιτιών (μοντερνιστές) και εκείνους (πριμιτιβιστές) που πρέσβευαν μια μεγαλύτερη προσκόλληση στα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Οι δύο αυτές ακραίες απόψεις δεν ευσταθούν πλέον επειδή παράγουν γενικεύσεις δύσκολες να υποστηριχθούν και παρουσιάζουν αναχρονισμούς. Από μια πλευρά είναι σαφές ότι το κύριο κίνητρο υπήρξε και έμεινε για μεγάλο διάστημα η αναζήτηση νέων εδαφών προς 9
εκμετάλλευση, από την άλλη - και από την άποψη αυτή η αρχαιολογία έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο - δεν μπορούν να απορριφθούν οι δραστηριότητες εμπορίου και ανταλλαγής, απαραίτητο συμπλήρωμα για την πλήρη πραγματοποίηση μιας ανθρώπινης εγκατάστασης. Για να μείνουμε στο πλαίσιο του χαλκιδικού αποικισμού, δεν είναι λίγοι οι μελετητές που επέστησαν την προσοχή στο φαινόμενο της πειρατείας που αναφέρεται από τις πηγές (για παράδειγμα από τον Θουκυδίδη VI, 4,5), και συγκεκριμένα σχετικά με την ίδρυση της χαλκιδικής Ζάγκλης, που ανάγεται μάλλον σε εκείνη την αρχική φάση επαφών με την περιοχή της μελλοντικής εγκατάστασης και που, κρίνοντας από την υστερογεωμετρική κεραμική που αποκαλύφθηκε στη Μεσσήνη, χρονολογείται μάλλον ταυτόχρονα με τις Πιθηκούσες, δηλαδή το νησί της Ischia. Η πειρατεία, μια πολύ γνωστή μορφή εμπορίας, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ολοκληρωτικά την οικονομία της πόλης στην οποία ανήκαν οι λησταί (η Κύμη), ούτε εκείνης που θα ίδρυαν (Πιθηκούσες) ύστερα από την άφιξη ατόμων από τη Χαλκίδα. Ο Θουκυδίδης όχι τυχαία λέει ότι το πλήθος (δηλαδή οι άποικοι) μοιράσθηκε τη γη γιατί, αν και η εμπορική δραστηριότητα είναι η κυριαρχούσα, ο οικισμός δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως τις αγροτικές πηγές. Ακόμη πλουσιότερη σε προβληματισμούς είναι η παράδοση για τον αχαϊκό αποικισμό. Το πρόβλημα τίθεται από την πολύ προσεγμένη και ακριβή εξέταση και των φιλολογικών πηγών και της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης σχετικά με την Αχαΐα, απ όπου και προέρχεται ο σκεπτικισμός ορισμένων μελετητών όσον αφορά στη δυνατότητα να δεχθούμε την παράδοση για την αχαϊκή καταγωγή φημισμένων πόλεων, όπως η Σύβαρις και ο Κρότων, καθώς και τη μικρή Καυλωνία (τέλος του 8 ου αιώνα), το Μεταπόντιον (τέλος του 7 ου ) και την Ποσειδωνία (αρχές του 6 ου αιώνα π.χ.). Θα ήταν πολύ εύκολο να καταφύγουμε πίσω από argumenta ex absentia (αφού η Αχαΐα είναι μια περιοχή ακόμα ελάχιστα εξερευνημένη από αρχαιολογική άποψη, αν και η πρόσφατη έρευνα του ιερού της Αρτέμιδος στο Άνω Μαζαράκι και άλλων χώρων λατρείας στην ίδια περιοχή ανοίγει νέους ορίζοντες πάρα πολύ ενδιαφέροντες), αλλά και παραμένοντας στην τωρινή καστάσταση των γνώσεών μας, δεν θα μπορέσουμε να μην λάβουμε υπόψη ότι σε όλη την αρχαϊκή Δύση καμμία ομάδα δεν προσδιορίζεται καλύτερα από την αχαϊκή. Η 10
διάρθρωση της πόλεως και της αχαϊκής χώρας με τα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, με την υπεροχή της Ήρας (θεότητα την οποία οι άποικοι επικαλούνται, σε ένδειξη μιας συνέχειας με τους ομηρικούς Αχαιούς), δεν φαίνεται, για το δυτικό παρατηρητή, να είναι τυχαίος καρπός, ούτε μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι στη Δύση οι Αχαιοί απέκτησαν ταυτότητα μόνο και μόνο για να δηλώσουν την αντίθεση τους με τους Δωριείς του Τάραντα, παραδοσιακούς εχθρούς των Αχαιών στην Πελοπόννησο. Άλλες δύο περιοχές ελληνικής εγκατάστασης πρωταρχικής σημασίας είναι ο Τάρας και οι Λοκροί, δύο πόλεις, τα γεγονότα ίδρυσης των οποίων τράβηξαν την προσοχή των ιστορικών σχετικά με το ρόλο που είχαν οι γυναίκες και στις δύο, με σημαντικό προβληματισμό για τη γυναικεία θέση στις παραδοσιακές αχαϊκές παραδόσεις. Αν και με περιορισμούς που οφείλονται στην απώλεια δεδομένων, εξαιτίας της άτακτης ανάπτυξης της μοντέρνας πόλης και των λεηλασιών που υπέστη η πολιτιστική κληρονομιά, στον Τάραντα τα αρχαιότερα κτερίσματα των νεκροπόλεων (πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι, ενός τύπου μεταβατικού ανάμεσα στο σφαιρικό και τον ωοειδή) μαρτυρούν μια ουσιαστική συμφωνία με τη χρονολογία που η παράδοση αποδίδει στη λακωνική ίδρυση (τέλη του 8 ου αιώνα π.χ.), η οποία πραγματοποιήθηκε μετά τη σύγκρουση με τους Ιάπυγες βαρβάρους, η οποία όμως σύγκρουση εμφανίζεται με ιδιαίτερη βαρύτητα στο κείμενο του χρησμού και στη διήγηση της ίδρυσης που γνωρίζουμε από τα αποσπάσματα του Αντίοχου και του Εφόρου: οι ιδρυτές του Τάραντα, οι Παρθένιοι με αρχηγό τον Φάλανθο, ήταν τέκνα γυναικών από τη Σπάρτη και αγνώστων πατέρων, η σύλληψη των οποίων έγινε κατά τη διάρκεια του πρώτου μεσσηνιακού πολέμου. Σε μια φάση λίγο μεταγενέστερη φαίνεται ότι πρέπει να χρονολογηθεί η αρχή της εγκατάστασης των κατοίκων των Λοκρών (ο Στράβων αναφέρει λίγο μετά τον Κρότωνα και τις Συρακούσες ) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν αρχικώς στο ακρωτήριο Ζεφύριο (σημερινό Bruzzano) όπου παρέμειναν επί τρία ή τέσσερα χρόνια, πριν φθάσουν στην τελική τους έδρα, στην οποία κατοικούσαν αυτόχθονες Σικελοί. Στην περιοχή ανάμεσα στη χώρα της Σύβαρης και του Μεταποντίου η παράδοση τοποθετεί άλλη μια περίφημη εγκατάσταση, την ιωνική Σίρη, που οι Κολοφώνιοι άποικοι ονόμασαν Πολιείον. Εδώ, 11
η έντονη αρχαιολογική έρευνα των τευλεταίων τριάντα ετών θέτει στη διάθεσή μας πλουσιότατο υλικό με το οποίο μπορούμε να ανααπαραστήσουμε όχι μόνο την ιστορία της εγκατάστασης αλλά και εκείνη των σχέσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους αυτόχθονες. Ο πιλοτικός χώρος είναι εκείνο της Ινκορονάτα, κοντά στο Μεταπόντιο, στη δεξιά όχθη του Μπασέντο. Από τις πρώτες αποστολές ανασκαφής αυτό που περισσότερο εντυπωσίασε από το χώρο αυτό ήταν το πλήθος ελληνικών αγγείων, εισηγμένων ή τοπικής παραγωγής (δηλαδή από κάποιο εργαστήριον της Δύσης) που συσσωρευόταν μέσα σε τετράγωνους μικρούς οίκους με πλευρά περίπου 3 μέτρων, οι οποίοι καταστράφηκαν από πυρκαγιά γύρω στο 630 π.χ., δηλαδή την εποχή της ίδρυσης του Μεταποντίου. Η έρευνα όμως μπόρεσε να πιστοποιήσει και την παρουσία ενός χωριού του 8 ου αιώνα π.χ. που προϋπήρχε της άφιξης των Ελλήνων. Από τις αρχές του 7 ου αιώνα πραγματοποιείται ένα μεγάλο γεγονός: η ίδρυση από τους Κολοφώνιους της πόλης Σίρης/Σίριδος- Πολιείου στην πεδιάδα ανάμεσα στους ποταμούς Ακίρη και Σίρη, τα αποτελέσματα της οποίας φαίνεται ότι παρατηρούνται στο λόφο της Ινκορονάτα: στη θέση των ωοειδών καλύβων υπάρχουν τώρα τετράγωνοι οίκοι με λίθινη θεμελίωση και ελληνικό υλικό ποικίλης προέλευσης και πολύ υψηλής ποιότητας. Σύμφωνα με μια πρώτη υπόθεση, οι Έλληνες από την Ασία, αποικιστές της Σύρης-Πολιείου, είχαν καταλάβει το λόφο, είχαν καταστρέψει το αυτόχθονο χωριό και είχαν εγκαταστήσει ένα εμπόριον. Δεν συμφωνούν όλοι με την ερμηνεία αυτή. Η χρονολόγηση της εγχώριας κεραμικής και η παρουσία μιας κοντινής νεκρόπολης με εγχώριο υλικό του όψιμου 7 ου αιώνα π.χ. ώθησαν πολλούς μελετητές να συμπεράνουν ότι εδώ, όπως και στην ίδια τη Σίρη, κρίνοντας από υλική άποψη, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μακροσκοπική περίπτωση ενσωμάτωσης των Ελλήνων αποίκων στις αυτόχθονες κοινότητες, που οι πηγές ονομάζουν Χώνες, θεωρώντας τους ένα τμήμα του μεγαλύτερου έθνους που οι Έλληνες ονόμαζαν Οινώτρους. Από τα τέλη του 7 ου αιώνα, ενώ οι Αχαιοί έφταναν στο βορειότερο σημείο εγκατάστασής τους με την ίδρυση του Μεταποντίου, καταγράφονται οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες να ιδρυθούν αποικίες στο νότιο Τυρρηνικό πέλαγος. Ένα πρώτο προηγούμενο προσφέρεται αναμφίβολα από την 12
αρχαιολογική μαρτυρία της νεκρόπολης της Gioia Tauro (η αρχαία πόλη Μέταυρον) όπου οι ταφικές τελετουργίες και το υλικό των κτερισμάτων μοιάζουν πολύ, εκτός από μια μικρή χρονολογική διαφορά, με εκείνα από τις χαλκιδικές Μύλες, αποικία της Ζάγκλης, πράγμα που επιτρέπει να εκτιμήσουμε τις χαλκιδικές παραδόσεις για τις απαρχές της πόλεως Μεταύρου. Σχετικά με αυτό, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο μεγάλος ποιητής Στησίχορος θεωρούσε ότι κατάγεται τόσο από την Ιμέρα όσο και από την πόλιν Μέταυρον, και οι δύο ιδρυμένες από Χαλκιδείς. Από τα μέσα του 6 ου αιώνα π.χ. το πολιτισμικό πλαίσιο αλλάζει ουσιαστικά και ο χώρος φαίνεται τώρα να προσκολλάται αποφασιστικότερα στο περιβάλλον των Λοκρών, μια πόλη στην οποία οφείλεται η πρωτοβουλία της ίδρυσης, στα τέλη του 7 ου και στις αρχές του 6 ου αιώνα π.χ., δύο άλλων αποικιών: του Ιππωνίου (Vibo Valentia) και της Μέδμας (το σημερινό Ροζάρνο). Βορειότερα, στον Κόλπο της Λαμέτσια, οι πηγές (και πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις ακόμα αδημοσίευτες) μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε την Τερίνα, η ίδρυση της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση, οφείλεται στον Κρότωνα, και την κοντινή Τέμεσα, τόπος με ορυχεία που αναφέρεται από τον Όμηρο (Οδύσσεια, Ι, 184-186), η οποία πρέπει να βρίσκεται κοντά στις εκβολές του Σαβούτο και, τουλάχιστον προς το τέλος της αρχαϊκής εποχής, ήταν κάτω από τον έλεγχο της Σύβαρης. Στους Συβαρίτες και στη δραστηριότητά τους στο Τυρρηνικό πέλαγος πρέπει πάντως να αποδώσουμε την ίδρυση της Ποσειδωνίας (αρχές του 6 ου αιώνα π.χ.), λίγες δεκαετίες μετά από εκείνη του Μεταποντίου στην άλλη πλευρά, όπως έχουμε ήδη πει. Αξίζει να επισημάνουμε εδώ το γεγονός ότι και η Ποσειδωνία και το Μεταπόντιο βρίσκονται κοντά στους ποταμούς Sele και Bradano/Μπραντανο, που την κλασική εποχή υποδεικνύονται ως σύνορα της Ιταλίας. Διακόσια στάδια (κάτι λιγότερο από 40 χιλιόμετρα) νότια της Ποσειδωνίας βρισκόταν άλλη μια γνωστή ελληνική πόλη, εκείνη που οι «... οι μεν κτίσαντες Φωκαιείς Υέλην, οι δε Έλην από κρήνης τινός, οι δε νυν Ελέαν ονομάζουσιν, εξ ης Παρμενίδης και Ζήνων εγένοντο». Πρόκειται για τη γνωστότερη σε όλη τη Δύση αποικιακή ίδρυση, χάρη στη μακρά και λεπτομερή αφήγηση του Ηροδότου (Ι, 163/167), που μπορεί να συμπληρωθεί με το βραχύ απόσπαμα του 13
Αντίοχου το οποίο αναφέρει ο Στράβων και αφορά στη μαζική μετακίνηση των Φωκέων. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά όχι σε μια κανονική αποικιακή ίδρυση, αλλά στη μαζική μετακίνηση ολόκληρης πόλης που θέλει να αποφύγει την κυριαρχία των Περσών το 545 π.χ. Μετά τη στάση τους (για πέντε χρόνια) στην Κορσική και την ήττα στη μάχη της Αλαλίας κατά των Ετρούσκων της Αγύλλης και των Καρχηδονίων συμμάχων τους, οι επιζήσαντες πηγαίνουν στο Ρήγιον, όπου ένας Ποσειδωνιάτης, ερμηνεύοντας το χρησμό της Πυθίας, τους πείθει να μείνουν στην Ιταλία. Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Φωκείς εκτήσαντο (απέκτησαν) μια πόλιν στη γη των Οινώτρων, έκφραση που υπήρξε αντικείμενο μερικών σημαντικών σκέψεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην εξαιρετική περίπτωση αγοράς, επειδή οι Φωκείς αγοράζουν και οι αυτόχθονες πουλούν τη γη όπου θα κτιστεί η καινούρια πόλις, πράγμα που μαρτυρεί πολύ εύλογα το βαθμό ανάπτυξης της αυτόχθονης κοινότητας. Όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα, για να κλείσουμε την εικόνα με τα τέλη του 6 ου αιώνα, είναι η άλλη μετανάστευση, εκείνη της ομάδας των Σαίων που φεύγουν από την τυραννία του Πολυκράτη. Οι νέοι αφιχθέντες, προς το 530 π.χ., αφού οι Κυμαίοι τους είχαν δεχθεί στα εδάφη τους, ιδρύουν τη Δικαιαρχία (τοπωνύμιο που δείχνει έναν τόπο όπου κυβερνά η δικαιοσύνη), την ίδια που οι Ρωμαίοι, το 2 ο αιώνα π.χ. θα ονομάσουν Πουτέολοι (σήμερα Pozzuoli). Οι οικιστές Κεντρικό πρόσωπο της ίδρυσης, όπως είδαμε, είναι ο οικιστής. Οι προσπάθειες να φανταστούμε ότι τα πάντα είναι καρπός μεταγενέστερης επινόησης δεν φαίνονται να είναι αποδεκτές. Όπως τονίστηκε πρόσφατα, μορφές όπως ο Φάλανθος στον Τάραντα ή ο Μίσκελλος στον Κρότωνα δεν φαίνεται να έχουν επινοηθεί. Τα ονόματα των οικιστών της Ζάγκλης που προσκαλούνται σε συμπόσιο κάθε χρόνο από τους κατοίκους, όπως γνωρίζουμε από ένα γνωστό απόσπασμα του Καλλίμαχου, παραδίδονται από αρχαιότερη εποχή. Προς επίρρωση της άποψης αυτής υπενθυμίζω μια περίπτωση γνωστή αρχαιολογικά, εκείνης του Ροδίου Αντιφήμου, το όνομα που οποίου είναι χαραγμένο σε θραύσμα μιας αττικής πυξίδας. Ο Αντίφημος είναι ο οικιστής της Γέλας, γνωστός από τις πηγές: το θραύσμα με το όνομά του επισημαίνει 14
την πρακτική της λατρείας του οικιστή που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VI, 38) ήταν ένας νόμος, ένα χαρακτηριστικό που συνέδεε όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου. Το όνομα Μεγάλη Ελλάς Οι αρχαίοι ονόμαζαν Μεγάλη Ελλάδα ένα μεγάλο τμήμα της Κάτω Ιταλίας, τα σύνορα του οποίου άλλαξαν με τον καιρό μέχρι να συμπεριλάβουν τις σημερινές περιφέρειες της Καλαβρίας, της Καμπανίας, της Λευκανίας, ένα μέρος της Απουλίας κα τη νότια Καμπανία (αλλά όχι τη Σικελία). Ενώ αβέβαιη παραμένει η προέλευση της έκφρασης που στα ελληνικά ηχεί Μεγάλη Ελλάς και στα λατινικά Magna Graecia, ακόμα περισσότερο προβληματική είναι η έρευνα κατά την οποία δημιουργήθηκε η παράδοση προσδιορισμού μιας τόσο εκτεταμένης περιοχής χρησιμοποιώντας ως δείκτη το έντονο ελληνικό στοιχείο που την χαρακτήριζε. Οι πηγές και, κυρίως, ένα γνωστό απόσπασμα του Αντίοχου του Συρακουσίου μας βεβαιώνουν ότι η αρχαιότερη ονομασία Οινωτρία συνοδευόταν από τη συνηθέστερη και πιο διαδεδομένη Ιταλία, όνομα που καθόριζε αρχικώς το νοτιότερο τμήμα της Καλαβρίας για να ανηφορίσει σταδιακά μέχρι να φθάσει στις Άλπεις κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Η έκφραση Magna Grecia-Μεγάλη Ελλάς είναι αντίθετα καρπός ενός καλλιεργημένου συλλογισμού, που προέρχεται από κύκλους διανοουμένων, οι οποίοι, με βάση ένα χωρίο του Πολύβιου, μπορούν να ταυτιστούν με τον κύκλο του Πυθαγόρα ή μάλλον με πυθαγορικές σχολές που άνθισαν στη συνέχεια (ο Πυθαγόρας δραστηριοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Κρότωνα και πέθανε στο Μεταπόντιο). Όπως υποστηρίζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, η έκφραση Μεγάλη Ελλάς έδειχνε αρχικά μια περιορισμένη περιοχή, την ιονική ακτή από τους Λοκρούς έως τον Τάραντα, για να επεκταθεί στη συνέχεια σε όλη την εξελληνισμένη νότια Ιταλία. Οι αυτόχθονες, οι παραδόσεις και το πρόβλημα των αρχαιολογικών ταυτίσεων Μια άλλη πλευρά, ίσως η περισσότερο μακροσκοπική, αφορά στη σχέση ανάμεσα στους επήλυδες και τους αυτόχθονες πληθυσμούς που κατοικούσαν τη χερσόνησο με τις εδαφικές διατάξεις τους και τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά που πλέον μπορούν να καθοριστούν σχεδόν παντού, με τις επακόλουθες αντιδράσεις στην έλευση των Ελλήνων οι οποίες πρέπει να αξιολογηθούν κατά περίπτωση. 15
Ένα δεδομένο είναι βέβαιο: εκτός από τις αποτυχημένες προσπάθειες να ιδρύσουν αποικίες στη δυτική Σικελία (βλέπε τις αποστολές του Πένταθλου από την Κνίδο, οι σύντροφοι του οποίου πάντως ίδρυσαν μια αποικία γύρω στο 580 π.χ., αλλά στις Λιπάρες νήσους και εκείνη του Δωριέως από τη Σπάρτη), οι άλλες επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν, αν και με κάποια δυσκολία λόγω της αντίστασης των αυτοχθόνων (βλέπε τις γνωστότερες περιπτώσεις του Τάραντα και των Λοκρών, αλλά και την παράδοση του Αντίοχου σχετικά με τους πολέμους ανάμεσα στους Μεταποντίους και τους Οινώτρους για την οριοθέτηση των εδάφων τους). Ενώ το ανατολικότερο τμήμα της ιταλικής χερσονήσου, η σημερινή Απουλία/Puglia, εμφανίζει πολύ σύντομα κάποια πολιτιστική ομοιογένεια των πληθυσμών που την κατοικούσαν οι Ιάπυγες, χωρισμένοι σε τρία τμήματα με τους Δαυνίους στο βορρά, τους Πευκέτες στο κέντρο και τους Μεσσάπιους στο νότο -, το δυτικό τμήμα κατοικείτο από ένα λαό, που οι Έλληνες ονόμασαν Οινώτρους, που καταλάμβανε και τις ακτές του Ιονίου πελάγους και εκείνες του Τυρρηνικού, ενώ βόρεια της Ποσειδωνίας, στην περιοχή εκείνη που στη συνέχεια θα ονομαστεί Καμπανία, οι Έλληνες στον Κόλπο της Νεάπολης βρήκαν κοντά στους αυτόχθονες Οπικούς πληθυσμούς ήδη εγκατεστημένους με ετρουσκικό πολιτισμό. Οι συνέπειες της επαφής αυτής είναι ένα από εκείνα τα πεδία όπου, περισσότερο από κάθε άλλο τομέα, η αρχαιολογία του δευτέρου μισού του 20 ού αιώνα γνώρισε τις σημαντικότερες προόδους. Γενικά μπορούμε να δεχθούμε μια σημαντική απορρόφηση του αυτόχθονου στοιχείου μέσα στη νέα κοινότητα (ξεκινώντας από τις γυναίκες, θέμα που βρέθηκε στο επίκεντρο ορισμένων σημαντικών συζητήσεων) πράγμα που, κατά κάποιον τρόπο, εξηγεί την ουσιαστική δημογραφική αύξηση την οποία γνώρισαν οι νέες πόλεις μέσα σε δύο ή τρείς γενιές, αλλά και αρκετά πιθανά φαινόμενα χρησιμοποίησης των εντοπίων ως εργατικό δυναμικό σε κατάσταση δούλων. Στη μακρόχρονη περίοδο οι πολιτιστικές μετατροπές των αυτοχθόνων λαών της ενδοχώρας, οι οποίες ευνοήθηκαν ακριβώς από τις διαδικασίες εξελληνισμού, θα είναι εκείνες που θα παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας ανάμεσα στον 5 ο και τον 3 ο αιώνα π.χ. Emanuele Greco 16