Practice test 3 accessible # inaccessible (adj): προσβάσιμος, προσιτός, (μτφ) βατός, κατανοητός # απρόσιτος, απροσπέλαστος, (μτφ) ακατανόητος accurate (adj): ακριβής, σωστός administration (n): διοίκηση κυβέρνηση (μιας χώρας, ιδ. των ΗΠΑ) alternative (adj): εναλλακτικός, διαφορετικός e.g. Can you think of any alternative ways to solve the problem? altitude (n): υψόμετρο ambience (also, ambiance) (n): περιβάλλον, ατμόσφαιρα e.g. The ambience of the restaurant was luxurious. ancestor (n): πρόγονος πρόδρομος appoint (v): διορίζω, εκλέγω, αναθέτω artisan (n): χειροτέχνης attitude (towards / to) (n): στάση, συμπεριφορά avalanche (n): χιονοστιβάδα (μτφ) συρροή, χείμαρρος bankrupt (adj): χρεοκοπημένος phr. to go bankrupt: χρεοκοπώ, πτωχεύω e.g. Shortly after its establishment, the company went bankrupt. bark (n): γάβγισμα φλοιός δέντρου base (n): βάση αφετηρία basement (n): υπόγειο basics (n): τα βασικά, τα στοιχειώδη beacon (n): φάρος blinkers (n): παρωπίδες φλας (αυτοκινήτου) 1
blossom (n): άνθος, μπουμπούκι in ~ : ανθισμένος e.g. At the beginning of the summer, the flower blossoms start to fade. book (v): κλείνω, κάνω κράτηση (δωμάτιο, πτήση) burial (n): ταφή, ενταφιασμός cable car (n): τελεφερίκ, εναέριο βαγόνι camp (often, camp out) (v): κατασκηνώνω, κοιμάμαι σε σκηνή e.g. They were camping out in tents, while on holiday. capture (n): σύλληψη, αιχμαλωσία carnation (n): γαρίφαλο cessation (n): παύση, διακοπή e.g. The cessation of warfare is required in order to allow the delivery of humanitarian supplies. clutch (n): γερό πιάσιμο, κράτημα competence (n): ικανότητα, επιδεξιότητα, απόδοση conceive (v): αντιλαμβάνομαι, κατανοώ condemn (v): καταδικάζω, κατακρίνω connoisseur (n): ειδήμων, γνώστης commemorate (v): τιμώ, εορτάζω consistency (n): συνέπεια συνοχή σύσταση e.g. He demonstrated an admirable consistency in word, thought, and deed. correspond (v): αντιστοιχώ crawl (v): έρπω, μπουσουλώ cure (v): θεραπεύω define (v): ορίζω οριοθετώ 2
derogatory (adj): υποτιμητικός, προσβλητικός descendant (n): απόγονος e.g. They claim to be descendants of Alexander the Great. dig (v): σκάβω dispute (v): αμφισβητώ e.g. His honesty cannot be disputed. dough (n): ζύμη, ζυμάρι drag (v): σέρνω, σέρνομαι drug (n): φάρμακο ναρκωτικό erect (v): ανεγείρω, οικοδομώ exact (adj): ακριβής expel (v): απελαύνω, εκδιώκω extended (adj): παρατεταμένος, εκτεταμένος fade (v): ξεθωριάζω, σβήνω finance (v): χρηματοδοτώ foundation (n): ίδρυση θεμέλιος λίθος, βάση ίδρυμα, οργανισμός function (n): λειτουργία, ρόλος, σκοπός generic (adj): γενικός, γενικευμένος e.g. Currency is a generic term for money. grain (n): κόκκος σιτηρά, δημητριακά grasp (n): πιάσιμο, λαβή guidance (n): καθοδήγηση hand over (to sb) (v): παραδίδω 3
heritage (n): κληρονομιά (περιουσία) hone (v): βελτιώνω, τελειοποιώ hop on # hop off (v): ανεβαίνω (σε όχημα) # κατεβαίνω (από όχημα) hunt down (v): καταδιώκω, ξετρυπώνω impact (n): πρόσκρουση, σύγκρουση επίδραση, αντίκτυπος e.g. Her successful high school performance has had a great impact on her personality. indicate (v): δείχνω, υποδηλώνω indulge (in) (v): ενδίδω, ικανοποιώ inheritance (n): κληρονομιά κληρονομικότητα intended (adj): επιδιωκόμενος, προορισμένος judgement (n): γνώμη, κρίση e.g. The judgement of Paris led up to the Trojan War. leave off (v): σταματώ αφήνω εκτός (λίστας) memento (n): ενθύμιο, σουβενίρ mess (n): ακαταστασία, βρομιά μπλεξίματα mill (v): αλέθω native land (n): γενέτειρα oil spill (n): πετρελαιοκηλίδα option (n): επιλογή e.g. Do we have any other options besides replacing the old suitcase with a new one? overseas (adj): υπερπόντιος pass (v): περνώ μπροστά από, διασχίζω περνώ (επιτυγχάνω σε εξετάσεις) 4
pointless (adj): άσκοπος, μάταιος pop (v): πηγαίνω κάπου βιαστικά, περνώ από κάπου premise (n): προϋπόθεση, βάση συλλογισμού profit (from sth) (v): επωφελούμαι (από κτ) promote (v): προάγω, προωθώ phr. to get promoted: παίρνω προαγωγή promptly (adv): αμέσως, γρήγορα, ακριβώς (για χρόνο) provision (n): εφοδιασμός, μέριμνα related to (adj): συναφής με, συνδεδεμένος με e.g. The main subject of the thesis is related to music and dance in antiquity. relief (n): ανακούφιση restrict (v): περιορίζω reward (v): ανταμείβω, αποζημιώνω release (n): απελεύθερωση, αποφυλάκιση reserve (v): φυλάσσω, κρατώ κάνω κράτηση (σε ξενοδ.) διατηρώ (δικαίωμα) roll (v): στρίβω, τυλίγω κυλώ, τσουλώ roundly (adv): πλήρως, απολύτως, ισχυρά run (v): διευθύνω, οργανώνω (για επιχ.) sake (n): όφελος sidewalk (n): πεζοδρόμιο skull (n): κρανίο slip (v): γλιστρώ 5
species (n): είδος (φυτού ή ζώου) spine (n): σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά stranded (adj): εγκαταλελειμμένος, αβοήθητος streetcar (n): τραμ string (n): νήμα, κορδόνι success rate (n): ποσοστό επιτυχίας supplies (n): εφόδια, προμήθειες e.g. Red Crescent delivers food and medical supplies to Gaza. suspect (v): υποπτεύομαι SUV (Sport Utility Vehicle) (n): όχημα παντός εδάφους (όχημα πολλαπλών χρήσεων) sword (n): ξίφος, σπαθί texture (n): υφή, αίσθηση thoroughly (adv): πλήρως, εξονυχιστικά throw (v): πετάω, ρίχνω unforeseen (adj): απρόβλεπτος, απρόοπτος unveil (v): αποκαλύπτω, φέρνω στο φως villain (n): κακός (χαρακτήρας έργου) κακοποιός, απατεώνας vintage (adk): εκλεκτός, παλιός well-being (n): ευεξία, ευημερία e.g. His well-being depends to some extent on the well-being of his whole family. wheat (n): σιτάρι (wheat flour: σιτάλευρο) withhold (v): παρακρατώ, αποκρύπτω, αποσιωπώ 6
Phrases (to) be cut off: είμαι απομακρυσμένος, αποκομμένος (to) be made of: είμαι φτιαγμένος / κατασκευασμένος από it appears (to be) or it seems (to be): φαίνεται, μοιάζει (να είναι) out of love: από αγάπη (to) produce a (good) return: αποφέρω (καλή) απόδοση, είμαι αποδοτικός (to) set in motion: θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία so far so good: μέχρις εδώ καλά 7