Η θέση του κράτους σήμερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία: Μια θεωρητική επανατοποθέτηση στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων και της Πολιτικής Οικονομίας

Σχετικά έγγραφα
Η στρατηγική πολύ μικρής κρατικής δύναμης: η περίπτωση της Κύπρου Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες δυνάμεις αλλά επίσης υπάρχουν

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ

Η Κύπρος στον 21 ο αιώνα: Προκλήσεις και Προοπτικές σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα Ευρισκόμενοι στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21 ου

Η στρατηγική πολύ µικρής κρατικής δύναµης: Η περίπτωση της Κύπρου

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η Θεωρία της Οικονομικής Ενοποίησης

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

Διεθνείς Επενδύσεις & Διεθνές Εμπόριο

Εισήγηση. του κ. Θανάση Λαβίδα. Γενικού Γραµµατέα & Επικεφαλής ιεθνών ράσεων ΣΕΒ. στη «ιηµερίδα Πρέσβεων»

Αποστολή, όραμα, αξίες και στρατηγικοί στόχοι

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

ΠΩΣ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΙΛΕΚΟ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΓΥΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Βόλφγκανγκ Κορν

10 χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: διδάγματα και προοπτικές

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΓΕΝΙΚΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΙΑ

Χαιρετισμός του Ειδικού Γραμματέα για την Κοινωνία της Πληροφορίας Καθ. Β. Ασημακόπουλου. στο HP day

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Εξηγώντας την Ύπαρξη Πολυεθνικών Επιχειρήσεων: Θεωρητικά Υποδείγματα

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Γιατί ένα σεμινάριο για τις συγκρούσεις;

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

Στρατηγικοί στόχοι για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Τυποποίησης* μέχρι το 2020

Απελευθερώστε τη δυναμική της επιχείρησής σας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Διοικητική Επιστήμη. Ενότητα # 3: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ. Διδάσκων: Μανασάκης Κωνσταντίνος

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ!!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

ΜΟΝΤΕΛΑ-ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Security Studies Μελέτες Ασφάλειας

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Γενικές Επιχειρησιακές Αρχές. Ομίλου ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 1 ος : Εισαγωγή στη Δημόσια Διοίκηση. Θεωρητικές έννοιες και βασικές γνώσεις

Διδασκαλία γνώσεων και αξιών

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Εισαγωγή. Παίγνια Αποφάσεων 9 ο Εξάμηνο

Πολυεθνική στρατηγική. Διαμόρφωση στρατηγικής

Αρχές Μάρκετινγκ. Ενότητα 3: Στρατηγικός Σχεδιασμός Μάρκετινγκ. Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΟ ΤΡΙΣΧΙΛΙΕΤΕΣ ΜΕΓΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΡΑΤΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 14 ΟΚΤ 17. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής, που βρίσκομαι σήμερα εδώ στη

Κεφάλαιο 1 [Δείγμα σημειώσεων για την ύλη[ ]

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Έρευνα και Ανάπτυξη (Research and Development, R&D)

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ. Δρ. Γεώργιος Θερίου

Διεθνές εξαγωγικό Μάρκετινγκ Ενότητα 1η: Εισαγωγή

Η Κίνα στο διάστημα οι ΗΠΑ σε πανικό

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

ΜΕΘΟΔΟΣ -ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ ΣΤΗΝ ΜΗΧΑΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ PUBMED ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Βιοµηχανική ιδιοκτησία & παραγωγή καινοτοµίας Ο ρόλος του µηχανικού

Μορφές και Θεωρίες Ρύθµισης

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Γενική Συνέλευση. Πέμπτη, 24 Ιουνίου Ομιλία του Προέδρου, κ. ΒΑΣΙΛΗ Θ. ΡΑΠΑΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

Αρχές Οργάνωσης και ιοίκησης Επιχειρήσεων

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

«Στρατηγική Ανάπτυξης Δεξιοτήτων του Ανθρώπινου Δυναμικού των Επιχειρήσεων» Χρήστος Α. Ιωάννου, Διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ

Διεθνείς Ναυτιλιακές Σχέσεις. E-learning. Οδηγός Σπουδών

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΗΜΕΡΙΑ, ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Πληροφορίες για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Επιχειρηματικότητα Δρ. Γεώργιος Θερίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Ευχαριστίες Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

6 ο Διεθνές Συνέδριο ΣΕΚΠΥ «Εξοπλισμοί Συνεργασία Οικονομία» Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008 Ξενοδοχείο Astir Palace, Βουλιαγμένη Αθήνα

Transcript:

Η θέση του κράτους σήμερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία: Μια θεωρητική επανατοποθέτηση στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων και της Πολιτικής Οικονομίας Ευαγόρας Λ. Ευαγόρου Υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 1

Σύνοψη (Abstract) Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει μια θεωρητική άποψη για τη θέση του κράτους σήμερα, στην παγκοσμιοποιημένη, πολιτικά και οικονομικά, διεθνή κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή θα βασιστεί στη θεωρία του δομικού ρεαλισμού και θα εξετάσει σε πιο βαθμό η θεωρία δίνει σήμερα ικανοποιητικά θεωρητικά εργαλεία για την ερμηνεία των διεθνολογικών καταστάσεων. Για να γίνει κατορθωτό αυτό θα αναπτυχθούν τα πιο κάτω θεωρητικά ζητήματα: η αλληλοσύνδεση οικονομίας και πολιτικής, η έννοια της δομής του διεθνούς συστήματος, η έννοια του κράτους και τα όρια της κρατικής κυριαρχίας, η στρατηγική που διαμορφώνει το κράτος για να εξασφαλίσει την ασφάλειά του, τα μέσα που χρησιμοποιεί στην στρατηγική αυτή και αναφέρονται στους συντελεστές ισχύος, όπως αυτούς της οικονομία και της τεχνολογίας. Η μελέτη θέτει την εξής υπόθεση εργασίας: Αν υπάρχει στο διεθνές διακρατικό σύστημα υψηλός βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης και παγκοσμιοποιημένη οικονομία τότε η στρατηγική του κράτους, ως βασικής μονάδας δράσης, για την εξασφάλιση της επιβίωσης του στηρίζεται σε νέα δεδομένα που αναφέρονται σε ειδικά επίπεδα ισχύος όπως αυτά της οικονομίας και της τεχνολογίας. 1. Εισαγωγή Η επίδραση της οικονομίας στις αμιγώς πολιτικές σχέσεις των κρατών είναι παραδοχή πολλών σύγχρονων επιστημόνων, καθώς τα οικονομικά ζητήματα και η ασφάλεια των κρατών είναι από τα πιο κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία (Mastanduno 1998: 825). Ζητήματα που αφορούν στην πολιτική δραστηριότητα των παικτών του διεθνούς συστήματος σχετίζονται άμεσα με την οικονομική δραστηριότητα, είτε αυτή παρατηρείται στο εσωτερικό των κρατών, είτε αυτή έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και η μελέτη τους ως ενιαίο επιστημονικό πεδίο αποτελεί προσπάθεια από τη γέννηση της επιστήμης των διεθνών σχέσεων 1. Έτσι, 1 Για την εξελικτική πορεία της μελέτης από τους διεθνολόγους των οικονομικών ζητημάτων σε συνάρτηση με τα διεθνολογικά από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και το τέλος του βλέπε Mastanduno (1998). Για το πώς δημιουργείται η πολιτική οικονομία ως γνωστικό αντικείμενο που συνδυάζει την πολιτική και την οικονομία βλέπε στις μελέτες των Gilpin (1987) και Gill and Law (1988). Εν συντομία, και για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, η πολιτική οικονομία σημαίνει την αμοιβαία και δυναμική αλληλεπίδραση στις διεθνείς σχέσεις της αναζήτησης του πλούτου και της αναζήτησης της δύναμης (Gilpin 1975: 43). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 2

πέραν της σύγκρουσης των κρατών, η οποία γίνεται αντιληπτή με πολιτικοστρατηγικά κριτήρια, παρουσιάζεται και ο όρος οικονομικός πόλεμοςσύγκρουση (economic warfare), που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση οικονομικών όπλων για στρατηγικούς σκοπούς, καθώς η στρατηγική ανάλυση πρέπει να περιλαμβάνει ένα μείγμα από στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές θεωρήσεις (Shubik and Verkerke 1989: 482-483). Οι διεθνείς οικονομικοί συνασπισμοί, οι μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις, το διεθνές εμπόριο και η οικονομική αλληλεξάρτηση, αλλά και η οικονομική ευρωστία ενός κράτους και η δυνατότητα παραγωγής οικονομικού πλούτου αποτελούν κρίκους που συνδέουν πολιτικές και οικονομικές σχέσεις κρατών και θέματα διεθνολογικής ανάλυσης. Ήδη, από τις αρχές του αιώνα μας o Carr, αναφερόμενος στη στρατιωτική και οικονομική ισχύ, μιλά για την ψευδή ιδέα του διαχωρισμού ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, η οποία έχει πάψει να ανταποκρίνεται στην τρέχουσα πραγματικότητα, καθώς ολόκληρη η πρόοδος του πολιτισμού υπήρξε στενά συνδεδεμένη με την οικονομία (Carr 2002: 159 και 163). Η συνένωση του επιστημονικού πλούτου της οικονομίας με αυτόν των διεθνών σχέσεων, η οποία από ακαδημαϊκής φύσεως υπάρχει, θα βοηθήσει στην ερμηνεία και ανάλυση των θέσεων που θα αναπτυχθούν στην παρούσα εργασία. Αδιαμφισβήτητα, στις σύγχρονες αναλύσεις των διεθνολογικών φαινομένων η ετερότητα των κοινωνικών ομάδων, η κατανομή ισχύος μεταξύ τους, ο φόβος της επιβίωσης, η αναζήτηση πολιτικής κυριαρχίας και η μη ύπαρξη ρυθμιστικής αρχής καθώς και η ανάγκη για απόλυτα όσο και σχετικά κέρδη αποτελούν τους παράγοντες που προσδιορίζουν το χαρακτήρα της διεθνούς αναρχίας, δηλαδή τη φυσική κατάσταση (Ήφαιστος 1999α). Η χρησιμοποίηση των όρων πολιτική κυριαρχία, ισχύς, αναρχία, κρατικό συμφέρον ως εργαλείων ανάλυσης διεθνολογικών φαινομένων παραπέμπει στην κυρίαρχη για τα ακαδημαϊκά δρώμενα θεώρηση των διεθνών σχέσεων, αυτή του πολιτικού ρεαλισμού. Υπό αυτή τη θεώρηση και τη σημασία του αγώνα για επιβίωση που διεξάγουν τα κράτη, στην παρούσα εργασία εξετάζονται η σύγχρονη πραγματικότητα των διεθνολογικών δεδομένων. Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής αποτελούν θέματα υψηλής πολιτικής, δηλαδή πολιτικής που ασκείται από τους ηγέτες των κρατών και άλλους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, και σχετίζονται με την ασφάλεια του κράτους, τον πόλεμο και την ειρήνη, το χειρισμό των οικονομικών θεμάτων και γενικότερα τις πολιτικές σχέσεις των κρατών (Kegley and Wittkopf 1999: 14 και 207) Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 3

και, ως εκ τούτου, πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης σημασίας και έρευνας. Η σημασία τους γίνεται περισσότερο κρίσιμη, όταν αυτά συνδεθούν με τη στρατηγική που σχεδιάζει το κάθε κράτος, για να υλοποιήσει του εθνικούς στόχους που θέτει. Οι προσπάθειες των μελετητών να ερμηνεύσουν τις διακρατικές σχέσεις κινούνται σε πολλά επίπεδα και δεν παραμένουν στα αμιγώς πολιτικά ζητήματα. Νέες μεταβλητές, όπως τα οικονομικά και τεχνολογικά ζητήματα, έρχονται να προστεθούν στις διεθνολογικές αναλύσεις για την παραγωγή επιστημονικών ερμηνειών αναφορικά με το πεδίο των διεθνολογικών μεταβολών. Σε ένα τέτοιο διεπιστημονικό πεδίο προσδοκά να κινηθεί και η παρούσα εργασία, με σκοπό να αναλύσει κατά πρώτο λόγο την κρατική συμπεριφορά στο διαμορφωθέν διεθνές σύστημα και κατά δεύτερο λόγο να επισημάνει ένα κρίσιμο σημείο των σχέσεων, που είναι αυτό της οικονομίας. 2. Η Θεωρία του Δομικού Ρεαλισμού και η Δομή του Συστήματος Η εργασία όπως έχει αναφερθεί θα εστιάσει στη θεωρία του δομικού ρεαλισμού για να κρίνει την ικανότητα της να ερμηνεύει και να αναλύει την σύγχρονη πραγματικότητα της πολιτικής σκηνής. Ο δομικός ρεαλισμός στηρίζει την ανάλυση του στη δομή του διεθνούς συστήματος μέσα στο οποίο τα κράτη δρουν και είναι αυτή που τον κάνει κατά κύριο λόγο να διαφοροποιείται από τον κλασικό ρεαλισμό 2. Έτσι τα βασικά αξιώματα της θεωρίας, όπως έχουν διαμορφωθεί, μπορούν να επικεντρωθούν στα πιο κάτω 3 : α) Οι σημαντικότεροι δρώντες στο διεθνές σύστημα είναι τα κράτη. Η θεωρία του δομικού ρεαλισμού διατηρεί ως κυρίαρχο εργαλείο ανάλυσης των διεθνών σχέσεων το κρατικοκεντρικό παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό, τα κράτη παραμένουν οι βασικές και απόλυτες μονάδες δράσης που αποφασίζουν ως ενιαία σύνολα, αλλά για τον νεορεαλισμό στις αποφάσεις αυτές σημαντικό ρόλο παίζει η δομή του συστήματος. β) Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών λαμβάνουν χώρα υπό καθεστώς διεθνούς αναρχίας 4. Ο όρος διεθνής αναρχία σημαίνει ότι δεν υφίσταται στο διεθνή χώρο εξουσία υπεράνω της δράσης των κρατών τέτοια, ώστε να διασφαλίζει τη νομιμότητα 2 Για μια ισχυρή ανάλυση στη διαφορά κλασικού και δομικού ρεαλισμού όσον αφορά τη δομή του συστήματος βλέπε Forde (1995). 3 Για μια πλήρη ανάλυση των βασικών αξιωμάτων του δομικού ρεαλισμού βλέπε Glaser (1994-5). 4 Για την έννοια της αναρχίας ως κοινωνικού φαινομένου στις διεθνείς σχέσεις βλέπε Bull (2001). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 4

και το δίκαιο και κατ επέκταση την επιβίωση των κρατών. Το σύγχρονο σύστημα κρατών χαρακτηρίζεται από την αναρχία, επειδή βασίζεται στην άνιση κατανομή της ισχύος και στην έλλειψη μίας υπερεθνικής αρχής (Herz 1957: 473 και Mearsheimer 1994-5: 10) 5. Ο όρος αναρχία είναι η έννοια που καταγράφει και περιγράφει το φαινόμενο της ύπαρξης ανεξάρτητων και κυρίαρχων μονάδων και απουσίας υπέρτατης αρχής και δεν υποδηλώνει χαοτικές καταστάσεις, αταξία ή πολύ περισσότερο διαρκή σύγκρουση όλων εναντίον όλων (Ήφαιστος 1999β: 38). γ) Τα κράτη δίνουν βαρύτατη σημασία στην έννοια του συμφέροντος και η δράση τους σκοπό έχει την εξασφάλιση αυτού που ορίζουν εθνικό συμφέρον. Κατά κύριο λόγο, εθνικό συμφέρον είναι ό,τι προσφέρει ωφέλιμες υπηρεσίες για το κράτος και μπορεί να περιλαμβάνει από την απλή επιβίωσή του έως και την επέκτασή του με την επιβολή του έναντι άλλων κρατών. δ) Η ισχύς εξασφαλίζει το εθνικό συμφέρον, γι αυτό και τα κράτη την επιδιώκουν. Η ισχύς και το επίπεδό της είναι το επιδιωκόμενο από τα κράτη εργαλείο, το οποίο εκπληρώνει το ουσιαστικότερο ζητούμενο για το κράτος, που είναι η επιβίωση. Για το δομικό ρεαλισμό η ισχύς είναι το μέσο για την εξασφάλιση του εθνικού συμφέροντος και όχι αυτοσκοπός. ε) Υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και ως επέκταση αυτού σύγκρουση, αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους να εξασφαλίσουν το εθνικό τους συμφέρον σε μια άναρχη μορφή του διεθνούς συστήματος. Την προσπάθεια αυτή ορίζει ο Mearsheimer (2001: 143-145) ως την επιδίωξη από τα κράτη εκείνων των ευκαιριών που θα τους βοηθήσουν να κερδίσουν δύναμη σε βάρος των αντιπάλων τους. στ) Τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες και η δράση τους εστιάζεται στο δίπτυχο κόστος-όφελος. Η ορθολογικότητα αναφέρεται στο ότι οι δρώντες συμπεριφέρονται με σκοπό το δικό τους καλό, που ανταποκρίνεται στην αυτοσυντήρησή τους. Ο Waltz (1979: 1-17 και 117-119) τονίζει ότι η θεωρητική υπόθεση της ορθολογικότητας του παίκτη χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη δράση του και όχι για να περιγράψει με ακρίβεια την πραγματικότητα. ζ) Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι θεσπίζονται από τους ισχυρούς δεν παίζουν κανένα ρόλο στις σχέσεις των κρατών, παρά μόνο εξυπηρετούν τα 5 Επίσης, βλέπε όλους τους άλλους κλασικούς ρεαλιστές. Αντίθετα, για μια κριτική της ρεαλιστικής έμφασης στην αναρχία του συστήματος βλέπε Wendt (1992). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 5

συμφέροντα των δυνατών και χρησιμοποιούνται ως επίκληση για προστασία από τους αδυνάτους. Χαρακτηριστικό του πιο πάνω είναι η αναφορά του Θουκυδίδη (1998: 74, Ε 89), ότι «στις ανθρώπινες σχέσεις τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ίσοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του». Όπως βλέπουμε και από τις πιο πάνω αρχές του δομικού ρεαλισμού το κύριο εργαλείο ανάλυσης της θεωρίας είναι η δομή του συστήματος. Η δομή του διεθνούς συστήματος αποτελεί την κατανομή ισχύος μεταξύ των μονάδων, που είναι τα έθνη κράτη, και η οποία αποτελεί ανεξάρτητη μεταβλητή στη διεθνή πολιτική (Waltz 1979: 93-101). Κατά τον Jervis (1979α: 212), δύο όροι είναι απαραίτητοι για την ύπαρξη και λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Πρώτον, οι μονάδες δράσης του συστήματος να διασυνδέονται μεταξύ τους, ώστε αλλαγές στο ένα μέρος του συστήματος να επιφέρουν αλλαγές σε άλλα μέρη. Η έννοια σύστημα στις διεθνείς σχέσεις αναφέρεται στις ανεξάρτητες πολιτικές μονάδες και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ένα τέτοιο σύστημα αποτελείται από συλλογικές οντότητες που επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται με ουσιαστικό και ουσιώδη τρόπο (Holsti 1992: 15). Δεύτερον, η ύπαρξη συνολικής δράσης του συστήματος από τις προσδοκίες και τις προτεραιότητες των επιμέρους μονάδων του. Συνεπώς, το διεθνές σύστημα είναι αυτό που περιλαμβάνει έναν αριθμό παραγόντων δράσης (κράτη και άλλους μη κρατικούς φορείς, όπως έθνη, πολυεθνικές εταιρείες, κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς) και οι μορφές των δράσεων αυτών, μεταξύ των δρώντων αντικειμένων, μπορεί να ερμηνευθεί με την κατανομή της ισχύος, αλλά και με άλλους συστημικούς παράγοντες, όπως η δομή και η ιεραρχία (Duncan et. al. 2002: 61). Σύμφωνα με τον Waltz (1979), με τον όρο δομή προσδιορίζεται ένα σύνολο περιοριστικών καταστάσεων, που λειτουργεί ως ένας μηχανισμός επιλογής αποφάσεων με αποτέλεσμα η δομή να επηρεάζει έμμεσα τη συμπεριφορά των μονάδων και αυτό συμβαίνει μέσω της κοινωνικοποίησης των φορέων της δράσης και του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η έννοια της δομής χρησιμοποιείται για να κατανοηθεί η διατήρηση του ενιαίου του διεθνούς συστήματος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτό παράγει καθώς και ο τρόπος με τον οποίο κατανέμεται η ισχύς ανάμεσα στα κράτη (Waltz 1979: 79-81). Έτσι, για τον δομικό ρεαλισμό τα κράτη αναζητούν την ισχύ και είναι ευαίσθητα για την Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 6

ασφάλειά τους όχι λόγω της ανθρώπινης φύσης (όπως υποστηρίζει ο κλασικός ρεαλισμός) αλλά επειδή η δομή του συστήματος τα κάνει να συμπεριφέρονται κατ αυτό τον τρόπο (Jackson and Sorensen 1999: 52). 3. Κράτος και Κρατική Κυριαρχία Για τον προσδιορισμό της έννοιας του κράτους είναι απαραίτητα τα τρία πιο κάτω χαρακτηριστικά: η γεωγραφική περιοχή με διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα, δεύτερον, μία διεθνώς αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη πληθυσμιακή ομάδα που ζει μέσα σε αυτά τα σύνορα και, τρίτον, μία διεθνώς αναγνωρισμένη αρχή, η κυβέρνηση (Duncan et. al. 2002: 48). Για τις ανάγκες της εργασίας ως ορισμό στην έννοια έθνος-κράτος καταγράφεται αυτός που δίνει ο Gilpin (2004: 42-43), όπου έθνοςκράτος (state) είναι ο φορέας οργανισμός που προστατεύει την ευημερία των πολιτών του ενάντια στη δράση άλλων φορέων ή εθνών-κρατών και επιπρόσθετα παρέχει τη βάση επίλυσης των διαφωνιών μεταξύ των πολιτών του. Έτσι, το κράτος είναι μία νόμιμη οντότητα η οποία έχει ένα μόνιμο πληθυσμό, μία άκρως ορισμένη εδαφική επικράτεια και μία κυβέρνηση αρμόδια να διαχειρίζεται την κυριαρχία του. Από την ύπαρξη του κράτους απορρέει η κυριαρχία (sovereignty), η οποία αποτελεί μία βασική συνιστώσα πάνω στην οποία ο τομέας των διεθνών σχέσεων άρχισε πραγματικά να δομείται. Ο Williams (1996: 113) και ο Clark (1999: 174) υποστηρίζουν ότι το κράτος, παρά τα πλήγματα που δέχεται στον πλήρη καθορισμό της δράσης του (λόγω οικονομικών και τεχνολογικών μεταβολών, αλληλεξάρτηση, διεθνοποίησης εμπορίου), τα οποία αναφέρονται ως διάβρωση της κυριαρχίας του κράτους 6, στους τομείς της άμυνας και της εθνικής ασφάλειας, συνεχίζει να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο εντός των συνόρων του και σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής να δρα με βάση το εθνικό του συμφέρον χωρίς περιορισμούς από καμιά υπέρτερη εξουσία. Η σημασία της πρωτοκαθεδρίας του κράτους στη διεθνή σκηνή ανταποκρίνεται στην έννοια της κυριαρχίας που αυτό κατέχει. Ο Held (1989: 215) ορίζει την κυριαρχία «ως μία πολιτική εξουσία σε μία κοινότητα που έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να καθορίζει το πλαίσιο των κανόνων και των ρυθμίσεων σε μια δοσμένη εδαφική επικράτεια και να κυβερνά ανάλογα». Έτσι, αυτό που συνιστά την απόλυτη και μοναδική αναγνωρισιμότητα του κράτους ως κύριας μονάδας του 6 Για την πτώση του κράτους ως προς την πρωτοκαθεδρία της δράσης βλέπε Keohane and Nye (1977). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 7

διεθνούς συστήματος είναι το χαρακτηριστικό της κυριαρχίας. Το δεσπόζον χαρακτηριστικό της κυριαρχίας κατά τον Held είναι η εδαφικότητα (territoriality), η οποία στη σύγχρονη έκφρασή της ορίζεται από τα εδαφικά σύνορα που καθορίζουν την επικράτεια του κράτους. Η ουσία της άμυνας από ένα κράτος αναφέρεται στη δυνατότητά του να κρατήσει τον επιτιθέμενο έξω από την εδαφική του κυριαρχία (Jervis 1978: 203). Έτσι, παρά την εμφάνιση πληθώρας νέων μονάδων δράσης στο διεθνή πολιτικό στίβο (πολιτικών και οικονομικών οργανισμών, συνασπισμών, πολυεθνικών εταιριών, τρομοκρατικών οργανώσεων) αυτές οι μονάδες δεν μπορούν να ισχυροποιήσουν την οντότητά τους γιατί δεν έχουν έδαφος. Η έννοια της εδαφικής κυριαρχίας είναι κρίσιμη στο σημείο που η όποια αμφισβήτησή της είναι άμεση αμφισβήτηση της ασφάλειας και της υπόστασης του κράτους. Ένα επιθετικό κράτος, για να μπορέσει να υλοποιήσει τη στρατηγική του έναντι των αντιπάλων του, κατά κύριο λόγο πρέπει να αμφισβητήσει την εδαφική επικράτειά τους και φυσικά τον έλεγχο που τα κράτη ασκούν σε αυτή. Κατά το Hall (1984: 17), η κυριαρχία σημαίνει ότι το κράτος είναι η υπέρτατη εξουσία, η οποία δεν υπόκειται σε κάποια εξωτερική δύναμη ή σε μια αντίπαλη δύναμη εντός των συνόρων της. Μέσα από αυτόν τον ορισμό η κυριαρχία αποκτά μια νομική έννοια με την οποία οι ρεαλιστές εδραιώνουν το επιχείρημα της απολυτότητας του κράτους ως φορέα δράσης στο διεθνές σύστημα. Η έννοια της κυριαρχίας είναι μία νομική και πολιτική έννοια που σημαίνει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων στον υπέρτατο βαθμό χωρίς παρεμβολές ή περιορισμούς (Κουσκουβέλης 1997α: 145). Αντίθετα οι άλλοι δρώντες του διεθνούς συστήματος μπορεί να κατέχουν ισχύ και να επηρεάζουν δομικές παραμέτρους αλλά δεν έχουν την πολιτική και νομική πολλές φορές εξουσία να καθορίζουν τους κανόνες ρυθμίσεως σε μια εδαφική περιοχή. Με βάση όμως το πιο πάνω επιχείρημα, γεννάται η αμφισβήτηση όχι τόσο ως προς την αποκλειστικότητα της δράσης που προσδίδει ο ρεαλισμός στο κράτος αλλά ως προς τη στήριξη του επιχειρήματος, με την έμφαση που δίνει στη νομική ιδιότητα που αποκτά το κράτος. Κανένας νόμος σε ένα άναρχο σύστημα δεν μπορεί να επιβάλει την αποκλειστικότητα της δράσης. Η νομιμότητα του κράτους, χωρίς να συγχέεται με την έννοια της αυτονομίας, που του προσδίδει αποκλειστικότητα δράσης, μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιοδήποτε μη κρατικό φορέα, αν η ισχύς του μη κρατικού φορέα είναι υπέρτερη του κράτους. Με άλλα λόγια, καμιά δύναμη δεν μπορεί να προσδώσει στο κράτος νομική ιδιότητα και να μπορεί την πράξη της αυτή να την επιβάλει. Παρατηρώντας την διεθνολογική δράση των μη κρατικών φορέων Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 8

αλλά και την πολιτική των μεγάλων κυρίως κρατών, διαπιστώνεται η αμεσότητα της επιρροής μη κρατικών δρώντων στις αποφάσεις των κρατών παραβλέποντας τη νομική κάλυψη που διασφαλίζει, όπως υποστηρίζεται, την αποκλειστικότητα δράσης των κρατών. Κατά συνέπεια, η κυριαρχία των κρατών διαβαθμίζεται ως προς την αυτοτέλειά της, δηλαδή ταυτίζεται με αυτό που υποστηρίζει ο Herz (1957: 473-474), ότι υπάρχουν κράτη τα οποία είναι άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο κυρίαρχα. Όπως είδαμε, και παρά τις ενστάσεις, η δράση του κράτους υπαγορεύεται από την αναγνώριση της κυριαρχίας του μέσα από την ανθρώπινη φύση, όπως το τοποθετεί ο Morgenthau (1946: 191-196), αναφέροντας ότι ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τον εγωισμό και την επιθυμία για ισχύ. Έτσι, το κράτος είναι εγωιστικό και ενδιαφέρεται για το δικό του καλό (ασφάλεια και επιβίωση) και δεν παραχωρεί τα δικαιώματά του (πολιτική του κυριαρχία). Η επιθυμία του για ισχύ είναι η πεποίθησή του ότι, για να διατηρεί και να προστατεύει τον εγωισμό του, χρειάζεται τη δύναμη. Με δεδομένο ότι τα κράτη θέλουν να προστατεύουν τον εγωισμό τους, δηλαδή την πολιτική τους κυριαρχία, η παγκόσμια κοινότητα θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της ειρήνης μόνο αν τα κράτη αναγνωρίζουν την κρατική κυριαρχία των άλλων κρατών ως θεμέλιο λίθο της παγκόσμιας ασφάλειας. Βλέπουμε όμως ότι τα κράτη δεν συμπεριφέρονται όλα με την λογική του σεβασμού της κυριαρχίας των άλλων κρατών, αλλά έχουν επεκτατικές τάσεις που αναπόφευκτα θα υλοποιηθούν μόνον εφόσον παραβιαστεί η πολιτική κυριαρχία των άλλων κρατών. Από την αντίληψη της ρεαλιστικής προσέγγιση ότι κυρίαρχος παίκτης στο διεθνές σύστημα είναι το έθνος-κράτος, το κράτος εμφανίζεται ως αυτοτελές και ενιαίο μέγεθος. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν μελετά το τι είναι αυτή η μονάδα (παίκτης) που ονομάζεται έθνος-κράτος. Με το ερώτημα αν έχουν τα έθνη-κράτη όλα εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που τους δίνουν την ιδιότητα του απόλυτου, μοναδικού, κυρίαρχου και αυτοπροσδιοριστικού ως προς τις αποφάσεις παίκτη, διατυπώνονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κράτη είναι ενιαίοι φορείς δράσης. Το γεγονός αυτό αντικρούει και μία από τις αρχές του δομικού ρεαλισμού πού θέλει τα κράτη ενιαία ως προς την δράση. Έτσι τα κράτη μεταξύ τους μπορεί να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά (κυρίως εσωτερικά) που μπορούν να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους για ανάπτυξη οικονομικών συνεργασιών αλλά και δημιουργία πολιτικών συνασπισμών. Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 9

4. Παγκόσμια Οικονομία και Αλληλεξάρτηση Εδώ και τρεις δεκαετίες, η διεθνής οικονομία μπήκε σε μία νέα τροχιά, η οποία αντανακλά την υιοθέτηση, από τις εμπορευόμενες χώρες, μιας δραστικής αλλαγής σε νοοτροπία και πρακτική, που οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση (globalization) της οικονομικής ζωής της υφηλίου. Η παγκόσμια οικονομία βασίζεται πλέον σε ένα φιλελεύθερο σύστημα που οι οικονομικές επιλογές στηρίζονται αποκλειστικά στις δυνάμεις αγοράς. Το γεγονός αυτό έχει επιπτώσεις και στις πολιτικές σχέσεις των κρατών επηρεάζοντας σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τη δομική συμπεριφορά του διεθνούς συστήματος. Περιληπτικά οι κυριότερες οικονομικές αλλαγές όπως οι Πουρναράκης (1996: 30-32) και Gilpin (2002: 15-22) τις αναφέρουν, επικεντρώνονται στις πιο κάτω: α) Από μέσα της δεκαετίας του 1980 εντατικοποιείται η ενοποίησης της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομική Κοινότητας που οδηγεί αρχικά στην δημιουργία μια Ενιαίας Αγοράς απαλλαγμένης από δασμολογικά εμπόδια και φτάνει στην πραγμάτωση της νομισματικής ενοποίησης με την ΟΝΕ. β) Παράλληλα με την ΟΝΕ πραγματοποιείται ο Γύρος της Ουρουγουάης που ανοίγει την παγκόσμια αγορά με την ελευθεροποίηση του εμπορίου και των συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο. γ) Τη ίδια περίοδο υπάρχει ο συστηματικός μετασχηματισμός των πρώην κεντρικά προγραμματισμένων χωρών (Ανατολικής Ευρώπης) με το άνοιγμα των οικονομιών τους. δ) Δημιουργείται η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής με την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών μεταξύ Η.Π.Α., Καναδά και Μεξικού. ε) Πραγματοποιείται μια περιφερειοποίηση των οικονομιών. στ) Πραγματοποιείται μια δραματική αύξηση της διεθνούς παραγωγής από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι ξένες επενδύσεις ασκούν πλέον μεγάλη επιρροή σε όλους σχεδόν του τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. η) Όλα τα πιο πάνω εντάσσονται στα πλαίσια της νέα πραγματικότητας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, την παγκοσμιοποίηση, που θεωρητικά στοχεύει σε μία αγορά στο κόσμο, ενιαία και ελεύθερη. Το νέο οικονομικό και πολιτικό γεγονός δημιουργεί καινούργια ζητήματα στη παγκόσμια πολιτική. Κατά συνέπεια, το σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι παρουσιάζει ζητήματα που αφορούν από την μία την παγκόσμια ολοκλήρωση που οδηγεί στην Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 10

παγκοσμιοποίηση της κοινωνίας και από την άλλη την ετερογένεια των κοινωνικών συνόλων που απαρτίζουν την παγκόσμια κοινωνία και την επιθυμία των συνόλων αυτών για αυτονομία και ανεξαρτησία. Είναι χαρακτηριστικό του η επισήμανση του Gilpin (1987: 11) ότι η σύγκρουση μεταξύ της εξελισσόμενης οικονομικής και τεχνικής αλληλεξάρτησης της παγκοσμίας κοινωνικής σφαίρας και του συνεχιζόμενου διαχωρισμού του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, που αποτελείται από τα κυρίαρχα κράτη, είναι ένα κύριο μοτίβο των σύγχρονων γραφών στη διεθνή πολιτική. Έτσι, αναζητείται το πλαίσιο που από την μία θα ενοποιήσει την παγκόσμια κοινωνία και θα περιορίσει την σύγκρουση και από την άλλη θα διατηρήσει την αυτονομία των ετερογενών κοινωνικών ομάδων, που στη σημερινή τους μορφή είναι τα κράτη. Παρ όλο που ο ρεαλισμός στέκεται κριτικά στην άποψη σύμφωνα με την οποία το στοιχείο της οικονομικής αλληλεξάρτησης διαδραματίζει στη διεθνή πολιτική έναν αυξημένο και καθοριστικό ρόλο, ο οποίος συνεπάγεται την αποδυνάμωση του πρωταρχικού πολιτικού θεσμού που είναι το έθνος-κράτος (Μπουραντώνης και Τσάκωνας 1998: 25), δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την ύπαρξη της αλληλεξάρτησης ως αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής και πολιτισμικής ανταλλαγής που συντελείται μεταξύ των κρατών και τη δημιουργία θεσμών 7. Επίσης, παρ, όλο που το κράτος συνεχίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να αποτελεί την κυριότερη μονάδα δράσης, δεν πρέπει να αγνοείται η εμφάνιση στο διεθνή στίβο και η αυξανόμενη βαρύτητα, μιας σειράς διεθνικών παραγόντων, όπως περιφερειακών ολοκληρώσεων-συσσωματώσεων διεθνικών οργανισμών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και διεθνών εγκληματικών οργανώσεων που μειώνουν την επιρροή του κράτους ως προς την ικανότητά του να διαμορφώνει από μόνο του τη μοίρα του. Τα παραπάνω συμπεραίνονται από την αναγνώριση του γεγονότος ότι οι κύριες διεθνολογικές μεταβολές προέρχονται από τη δράση φορέων που δεν έχουν την κρατική ιδιότητα, αλλά επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις αποφάσεις των κρατών. Αντίθετα με τις απόψεις που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη δράση των μη κρατικών δρώντων, ο ρεαλισμός επιμένει στην πρωταρχικότητα του κράτους και στην έννοια της ισχύος που καθορίζει τη σχέση του με τους άλλους διεθνείς παίκτες. 7 Για την έννοια της αλληλεξάρτησης των κρατών και τη δημιουργία θεσμών βλέπε Keohane and Nye (1977) και Keohane (1984). Για το ρόλο των διεθνών οργανισμών στη διαμόρφωση κρατικής συμπεριφοράς σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας βλέπε Keohane and Martin (1995). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 11

Όπως υποστηρίζει ο Krasner (1976: 343), η δημιουργία όλων αυτών των θεσμών και των μη κρατικών φορέων, ως απόρροια του διεθνούς εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αναζήτησης πολιτικής ισχύος από τα κράτη με βάση το εθνικό τους συμφέρον. Δηλαδή, ο ρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι διεθνείς οργανισμοί δημιουργούνται από τις μεγάλες δυνάμεις για να εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα και όχι για να προάγουν το κοινό καλό. Η δράση και η δυνατότητα επιρροής των μη κρατικών δρώντων του διεθνούς συστήματος (όπως οργανισμών τεχνικού εμπορικού ή και επαγγελματικού χαρακτήρα) είναι περιορισμένες μέσα στην ανάλογη περιοχή - πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, η οποία είναι άσχετη με ζητήματα υψηλής πολιτικής (Schwarzenberger 1941: 388). Με άλλα λόγια, τα όρια των δυνατοτήτων και των παρεμβάσεων των μη κρατικών δρώντων διαμορφώνονται από τα ίδια τα κράτη, αφού από αυτά αντλούν τη δράση τους. Επιπρόσθετα οι διεθνείς οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το παραγόμενο από αυτά διεθνές δίκαιο 8 είναι αποτέλεσμα της δύναμης των ισχυρότερων για να επιβάλουν τον έλεγχο τους στα υπόλοιπα κράτη. Το διεθνές δίκαιο είναι, σε θεωρητικό επίπεδο, ένα ειδικό σύνολο κανόνων που δεσμεύουν τα κράτη και τους άλλους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής στις μεταξύ τους σχέσεις και που θεωρείται ότι έχουν τη θέση νόμου (Bull 2001: 178). Έστω όμως και σε τέτοια μορφή η θέσπισή του μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα αναπτύξουν μία νομική έστω επίλυση των διακρατικών διαφορών. Θα μπορούσε αυτή η προσπάθεια να είναι το πρώτη βήμα για την εξάλειψη του φαινόμενου της αναρχίας. Το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο αποτελεί αποτρεπτικό, έστω και σε μικρό βαθμό, στοιχείο για τις επεκτατικές βλέψεις μεγάλων δυνάμεων, μπορεί να μεταβάλει δομική την κρατική συμπεριφορά. Είναι γεγονός ότι η δημιουργία διεθνών οργανισμών αποτέλεσε ένα βήμα για τον περιορισμό της σύγκρουσης. Έτσι, οι διεθνείς θεσμοί, είτε νομικού είτε οικονομικού χαρακτήρα, είναι πλέον ανεξάρτητες μεταβλητές παρεμβαλλόμενες μεταξύ της άναρχης διακρατικής δομής που επηρεάζουν κατά μεγάλο ή μικρό βαθμό τη δράση των κυρίως παικτών του συστήματος. Ο Ο.Η.Ε. δημιούργησε ένα πλαίσιο 8 Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση για το πώς ο ρεαλισμός (αλλά και άλλες θεωρίες) αντιλαμβάνονται τη δράση των Ηνωμένων Εθνών ως μη κρατικού παράγοντα και διεθνούς οργανισμού στο διεθνές σύστημα βλέπε Μπουραντώνης και Τσάκωνας (1998). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 12

νομικών κανόνων που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις έστω και αν ορισμένες φορές παραβλέπεται. Οι οικονομικοί οργανισμοί αλλά και οι πολυεθνικές εταιρίες αύξησαν το βαθμό συνεργασίας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κοινά συμφέροντα που αποτρέπουν την μεταξύ τους σύγκρουση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός του ότι περιόρισε στο ελάχιστο τις πολεμικές συγκρούσεις στην γεωγραφική περιοχή της μετά των Β Παγκόσμιο Πόλεμο έθεσε και τις βάσεις για την πρώτη πολιτική ενοποίηση κυρίαρχων κρατών. Πριν δύο δεκαετίες υπήρξαν προσπάθειες για μείωση των δασμών με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών (ο Γύρος του Κέννεντυ και ο Γύρος του Τόκυο), που κατέλεξαν σε ένα νόμο την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) 9. Η κατάργηση των δασμών έκανε τις εθνικές οικονομίες να είναι πιο επιρρεπείς στις διεθνολογικές αλλαγές και περιόρισε την παραγωγική τους αυτονομία. Έτσι, η δημιουργία της GATT, στην οποία πρωτοστάτησαν οι Η.Π.Α., ως παγκόσμια υπερδύναμη, αποτέλεσε το νομικό πλαίσιο για την διεξαγωγή της διεθνούς ανταλλαγής αλλά και το κύριο όργανο ελευθεροποίησης του εμπορίου, η οποία σήμερα έχει αντικατασταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (World Trade Organization) (Πουρναράκης 1996: 287). Το νομικό αυτό πλαίσιο, στο βαθμό που γίνεται σεβαστό από τα κυρίαρχα κράτη, μπορεί ως συστημικός παράγοντας να οδηγήσει στην εξάλειψη των οικονομικών συγκρούσεων μεταξύ των αυτόνομων εθνικών οικονομιών. Η αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση κάνει αισθητά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το κράτος στο σχεδιασμό της στρατηγικής του, γεγονός που το ωθεί να βρει λύσεις στα προβλήματα του αλλά και στις διακρατικές του σχέσεις. Η οικονομική αλληλεξάρτηση γίνεται περισσότερο εμφανής αν παρατηρήσει κανείς όχι μόνο τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών αλλά και τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, όπου αναπροσαρμογή των χρηματιστηριακών αξιών της δύσης επηρεάζει την πορεία των προϊόντων της ανατολής. Η πληθώρα των πολυεθνικών εταιριών αλλά και των παγκόσμιων οικονομικών οργανισμών διαμορφώνουν μία διαφορετική δομική κατάσταση στο διεθνές σύστημα που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την στρατηγική του κράτους. Πέραν όμως των ειδικών καταστάσεων που κάθε κράτος έχει να αντιμετωπίσει υπάρχουν και ζητήματα της παγκόσμιας κοινωνίας των κρατών. Το πιο σημαντικό 9 GATT: General Agreement on Tariffs and Trade. Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 13

οικονομικό ζήτημα το οποίο θα αντιμετωπίσει η παγκοσμία κοινότητα στον 21 ο αιώνα η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου όχι μόνο μέσα στα ίδια τα κράτη αλλά και μεταξύ των κρατών (Kariotis 2003: 239). Η διαπίστωση αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι τα φτωχά κράτη παραμένουν φτωχά και τα πλούσια με την συγκέντρωση του κεφαλαίου αυξάνουν τον πλούτο τους. Κοινό γνώρισμα των υπανάπτυκτων οικονομιών είναι ότι πάσχουν από το λεγόμενο φαύλο κύκλο της οικονομικής ανεπάρκειας που τις εμποδίζει να πραγματοποιήσουν την απαραίτητη οικονομική πρόοδο για να μεταπηδήσουν στον όμιλο των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών. Ο φαύλος κύκλος της οικονομικής δυσπραγίας των υπανάπτυκτων χωρών ξεκινά από τη σχετική ανεπάρκεια του συντελεστή κεφάλαιο που υπονοεί χαμηλή αποδοτικότητα στη παραγωγή και επομένως χαμηλά κατά κεφαλήν εισοδήματα, τα τελευταία σημαίνουν περιορισμένα περιθώρια αποταμιεύσεων, που υπονοούν με τη σειρά τους περιορισμένες επενδύσεις, που καταλήγουν πάλι στην ανεπάρκεια πραγματικού κεφαλαίου (Πουρναράκης 1996: 320). Επιπρόσθετα η διαδικασία της συγκέντρωσης ή συνάθροισης των οικονομικών δραστηριοτήτων διαιρεί την παγκοσμία οικονομία σε αναπτυγμένες και λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, ενώ παράλληλα η οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα διαδοχικά και άνισα καθώς συμπλέγματα οικονομικών δραστηριοτήτων εξαπλώνονται από τις εκβιομηχανισμένες στις εκβιομηχανισμένες χώρες (Gilpin 2002: 147). Και αν αποδεχθούμε την αξιωματική παραδοχή του δομικού ρεαλισμού ότι ο πόλεμος έχει τα αίτια του στην άνιση ανάπτυξη της κρατική δύναμης, μάλλον η ανισοκατανομή του οικονομικού πλούτου μεταξύ κυριάρχων κρατών θα οδηγεί στην σύγκρουση παρά στην εξομάλυνση και στην ειρήνη. Κατ ανάγκη τα πιο πάνω δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ της οικονομίας και της ασφάλειας των κρατών, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ισχυρής άμυνας. Αυτό το πλέγμα σχέσεων εξετάζεται πιο κάτω. 5. Αλληλεπίδραση Άμυνας και Οικονομίας Αν και ο βαθμός της έντασης μεταξύ των κρατών, με την ανάπτυξη διεθνών οργανισμών αλλά και άλλων θεσμών, τείνει να μειώνεται, περιορίζοντας τη σύγκρουση και προάγοντας την συνεργασία, η επιθυμία των κρατών για ισχύ και ασφάλεια δεν έπαψε να υφίσταται. Και αυτό γιατί ο βαθμός ολοκλήρωσης μεταξύ των κρατών δεν βρίσκεται σε σημείο που να παρέχει ασφάλεια για αυτά. Ακόμη και μέσα στους οικονομικούς οργανισμούς τα κράτη αναζητούν την ισχύ, κυρίως την Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 14

οικονομική, γιατί αυτή θα κατοχυρώσει την ασφάλεια τους. Δημιουργείται συνεπώς ένα πλέγμα αλληλεπίδρασης μεταξύ της κρατικής άμυνας και ασφάλειας με τα οικονομικά μεγέθη. Η αλληλεπίδραση μεταξύ άμυνας και οικονομίας βασίζεται στο ότι η διεθνής ασφάλεια σχετίζεται άμεσα με τα οικονομικά κίνητρα που αντιμετωπίζουν τα έθνηκράτη, με το κυνήγι δηλαδή του πλούτου και της ευημερίας (Κάντας 2002: 38 και Gilpin 2002). Το κράτος παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση του διεθνούς περιβάλλοντος ποτέ δεν έπαψε να αναζητά την αυτονομία του και την οικονομική του αυτάρκεια. Ήδη από παλιότερα, στις προσπάθειες σύγκλισης πολιτικής και οικονομίας, έχουμε τη μερκαντιλιστική θεωρία η οποία προσπαθούσε να ταυτίσει την κρατική πολιτική τακτική και το εθνικό συμφέρον με την οικονομική προσπάθεια του κράτους για οικονομική αυτονομία, καθώς στηρίχτηκε πρωταρχικά στη βάση της πολιτικής προτεραιότητας (Gill and Law 1988: 3) 10. Η αναζήτηση πλούτου από τα κράτη, χαρακτηρίζεται ως προσπάθεια απόκτησης οικονομικής ισχύος. Η αναζήτηση της οικονομικής ισχύος από τους διεθνείς δρώντες στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η οικονομία παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ενδυνάμωση των κρατών και αποτελεί ισχυρό όπλο κατά του αντιπάλου. Όπως, αποφαίνεται και ο Kennedy (1987), η σχέση οικονομίας και πολεμικού αποτελέσματος είναι μονοσήμαντη, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της πολεμικής σύρραξης κλασικού τύπου να κρίνεται υπέρ της πιο ισχυρής οικονομικά χώρας. Πέρα όμως από την αναζήτηση οικονομικής ισχύος, τα κράτη επιδιώκουν και τη στρατιωτική ισχύ, η οποία επιτυγχάνεται με εξοπλισμούς. Η απόκτηση, όμως, στρατιωτικών εξοπλισμών απαιτεί οικονομική δαπάνη, γεγονός που επηρεάζει πολύπλευρα τις δομές του κράτους και όχι απαραίτητα μόνο τη στρατιωτική. Συνεπώς, μία από τις κυριότερες ανάγκες του κράτους, η απόκτηση εξοπλισμών, είναι άμεσα συνυφασμένη με την οικονομία και επηρεάζει αλληλένδετα κριτήρια στις στρατηγικές του αποφάσεις. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Hassner (1994: 740), «οι ανάγκες για άμυνα υποχρεώνουν σε αλλαγή των προτεραιοτήτων που αφορούν όχι μόνο τους προϋπολογισμούς αλλά επίσης πολιτικές και κοινωνικές δομές, ηθικούς και 10 O Gilpin (1987: 31) αναφέρει ότι «η έννοια του οικονομικού εθνικισμού κάτω από τις διάφορες μεταμορφώσεις που αυτός προσλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει πολλά ονόματα (ετικέτες) ξεκινώντας από τον μερκαντιλισμό και φτάνοντας μέχρι σήμερα στο νέο προστατευτισμό». Για την θεωρία του μερκαντιλισμού η οποία συνδέεται με την ίδρυση του κράτους βλέπε μια περιληπτική αναφορά στους Jackson and Sorensen (1999: 178-180). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 15

νομικούς κανόνες και κριτήρια». Κατά συνέπεια, η ανάγκη για ασφάλεια οδηγεί στη δημιουργία άμυνας για προστασία του κράτους. Η άμυνα απαιτεί οικονομική δαπάνη και αυτή με τη σειρά της επηρεάζει όλες τις κοινωνικές δομές ενός κράτους. Η ύπαρξη του θεωρητικού διλήμματος αν προηγείται η στρατιωτική ή η οικονομική ισχύς ενδυναμώνει την άποψη για τη σχετικότητα της οικονομίας με τη διεθνή πολιτική δράση. Από τη μια μεριά, υποστηρίζεται η άποψη ότι το ζητούμενο για ένα διεθνή δρώντα.(κράτος), στα πλαίσια του άναρχου διεθνούς συστήματος, είναι η στρατιωτική ενίσχυση που θα διαφυλάξει την οικονομική του ανάπτυξη και από την άλλη υποστηρίζεται το γεγονός ότι για το κράτος αναγκαία είναι η οικονομική ενδυνάμωση, η οποία θα φέρει και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Εν πολλοίς όμως δεν υφίσταται το παρόν δίλημμα, γιατί οικονομική και στρατιωτική ενδυνάμωση είναι αναγκαίο να συμβαίνουν παράλληλα και ταυτόχρονα, καθώς η μια συμπληρώνει την άλλη. Ο Θουκυδίδης (1998: 73, Α 83), επιβεβαιώνοντας τον ισχυρό δεσμό οικονομίας και πολέμου, με την επισήμανσή του «ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με τα όπλα και περισσότερο με τα χρήματα, τα οποία πρέπει να ξοδεύει κανείς για να είναι πιο αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια», επαληθεύει την παράλληλη σχέση και όχι τη διλημματική εκδοχή του οικονομικού πλούτου και της στρατιωτικής δύναμης. Μια άλλη σύζευξη εννοιών που παρατηρείται από τη συνένωση οικονομίας και διεθνούς πολιτικής, επιβεβαιωτική της αλληλοσύνδεσης των εν λόγω γνωστικών αντικειμένων, είναι το σύμπλεγμα των εννοιών της γεωστρατηγικής (άμυνα και ασφάλεια) και της γεωοικονομίας, που σε ένα πλαίσιο σύνθεσης και διαπλοκής ορίζουν την έννοια της γεωπολιτικής. Έτσι, η ανάγκη κατανόησης του όρου γεωστρατηγική απαιτεί και την εστίαση της ανάλυσης στον τομέα της οικονομίας. Η γεωοικονομία συνίσταται στις οικονομικές εμπορικές στρατηγικές που τα κράτη αναπτύσσουν στο πλαίσιο των προσπαθειών τους, αφενός να υποστηρίξουν την εθνική τους οικονομία και αφετέρου να αποκτήσουν τεχνογνωσία αιχμής ή να ελέγξουν τομείς της διεθνούς αγοράς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορευματική κυκλοφορία προϊόντων, των οποίων η κατοχή προσδίδει στο κράτος ένα σημαντικό πλεονέκτημα ισχύος και συνεισφέρει στη μεγιστοποίηση του οικονομικού και κοινωνικού δυναμικού (Κάντας 2002: 56). Με άλλα λόγια ο όρος γεωοικονομία εμπεριέχει την οικονομική ισχύ σε συνδυασμό με την έκταση του χώρου στον οποίο η ισχύς αυτή μπορεί να εκδηλωθεί. Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 16

6. Στρατηγική του Κράτους (Υψηλή Στρατηγική) και Στόχος της Επιβίωσης Σύμφωνα με τη ρεαλιστική προσέγγιση, το κράτος αποτελεί, αν όχι το μοναδικό κυρίαρχο παίκτη στο διεθνές σύστημα, τουλάχιστον έναν από τους κυριότερους σε αντίθεση με τις πλουραλιστικές θεωρίες που μειώνουν την σημασία του κράτους ως προς την μοναδικότητας της δράσης. Η δράση του για την εξασφάλιση της επιβίωσής του, η οποία αποτελεί πρωταρχικό εθνικό συμφέρον, προϋποθέτει την ύπαρξη στρατηγικής συμπεριφοράς. Η ανάγκη για στρατηγική από το κράτος πηγάζει από την ύπαρξη αντιπάλων με τους οποίους καλείται είτε να ανταγωνιστεί είτε να συνεργαστεί. Συνεπώς, τους φορείς σχεδίασης και υλοποίησης της στρατηγικής του κράτους πρέπει να τους απασχολούν ζήτημα κόστους-οφέλους, πλεονεκτημάτωνμειονεκτημάτων του αντιπάλου, δυνάμεων-αδυναμιών, εναρμόνισης στόχων και συμφερόντων. Αν η στρατηγική ορίζεται ως μία αλληλουχία βημάτων, τότε το κράτος για τον σχεδιασμό της ακολουθεί την ενδεδειγμένη πορεία βημάτων με σκοπό να βελτιστοποιήσει τη θέση του στο διεθνές σύστημα. Αποδεχόμενοι την έλλειψη ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα, με επακόλουθο την επικράτηση μιας διεθνούς αναρχίας, επισημαίνεται η δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας και φόβου ανάμεσα στις μονάδες του συστήματος, τα κράτη. Η συνεργασία που καλλιεργείται μεταξύ των κρατών αλλά και οι θεσμοί, κανόνες και πρότυπα κρατικής συμπεριφοράς, δεν είναι σε θέση ακόμη να εξαλείψουν τον κίνδυνο και της απειλές που δημιουργούν τον φόβο για επιβίωση στα κράτη. Ο φόβος αυτός και το ζήτημα της αντιμετώπισης απειλών γίνονται έτσι κυρίαρχο κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς (Jervis 1979α: 227 και Walt 1987: 2-3). Η στρατηγική αυτή, που κυρίαρχο στόχο έχει να εξασφαλίσει την ασφάλεια του κράτους, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζει την συνεργασία με κράτη που είναι πρόθυμα να συνεργαστούν, αλλά και το γεγονός ότι πρέπει να προάγεται η ειρήνη και ο σεβασμός της πολιτικής κυριαρχίας των ετερογενών μονάδων του διεθνούς συστήματος. Σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής ο σχεδιασμός της από πλευράς του κράτους, ως ειδικής μορφής, ανταποκρίνεται στην παρακάτω διαδικασία. Ο δρων (κράτος), αφού διαγνώσει το διεθνές περιβάλλον, εντοπίζοντας τους κίνδυνους αλλά και τις ευκαιρίες που αυτό περικλείει και χαράζοντας την υψηλή στρατηγική, προβαίνει στην ιεράρχηση των πολιτικών στόχων, όπως αυτοί υπαγορεύονται από τα εθνικά συμφέροντα. Εν συνεχεία, με δεδομένα τα διαθέσιμα μέσα, το κράτος επιχειρεί την υλοποίηση των στόχων μεγιστοποιώντας τα όποια Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 17

πλεονεκτήματα και ελαχιστοποιώντας τις όποιες αδυναμίες υπάρχουν (Κόλλιας 2001: 54). Παράλληλα, ο Posen (1984: 13) εντοπίζοντας τη σημαντικότητα της στρατηγικής, σε κάθε περίπτωση σημειώνει ότι με την υλοποίησή της, ανεξαρτήτως μορφής, τα κράτη εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους στο διεθνές σύστημα και μπορούν να υλοποιήσουν τους στόχους τους. Η μονάδα-κράτος, είτε αποτελεί μεγάλη ή μικρή δύναμη είτε έχει επιθετικές ή αμυντικές τάσεις, πρέπει να οργανώσει στρατηγική που θα ανταποκρίνεται στους στόχους και στις βλέψεις που έχει. Η στρατηγική ενός κράτους που αφορά στην εξωτερική πολιτική του δεν πρέπει να θεωρείται a priori δεδομένη, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές στρατηγικές που να επιλέγονται για να διαφοροποιούν τις καταστάσεις, ή να τίθενται προς έλεγχο για να επιλεγεί η καταλληλότερη για την υλοποίηση του τελικού στόχου (Kaplan 1952: 560). Η αστάθεια του διεθνούς συστήματος, οι νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη, η ανάδυση νέων αντιπάλων ή και νέων συμμάχων είναι στοιχεία που μεταβάλλουν τις συνθήκες και έχουν ως συνέπεια να καθιστούν ορισμένες επιλογές ακατάλληλες. Γι αυτό η επιλογή μιας στρατηγικής μπορεί να μην ικανοποιεί τις ανάγκες εκπλήρωσης του στόχου που έχει τεθεί και, ως εκ τούτου, μπορεί να απαιτηθεί η εγκατάλειψή της για να ακολουθηθεί μια άλλη που είναι αποδοτικότερη. Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και του γεωστρατηγικού ρόλου κάθε κράτους επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες και ιδιαίτερα από τη δομή του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος ασφαλείας και την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων (Ντόκος 2001: 21). Επιπρόσθετα, όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω, με την εισδοχή και νέων μονάδων δράσης (διεθνής θεσμοί, πολυεθνικές, οικονομικοί οργανισμοί, περιφερειακές ενώσεις) η δομή του συστήματος γίνεται πιο περίπλοκη για τα κράτη. Έτσι, η πολυπλοκότητα της συστημικής συμπεριφοράς κάνει την υλοποίηση στρατηγικής αλλά και την επίτευξη των κρατικών συμφερόντων πιο δύσκολη. Η έννοια της υψηλής στρατηγικής αναφέρεται στο υψηλότερο και περιεκτικότερο επίπεδο των προσπαθειών ενός έθνους-κράτους για την εξασφάλιση των συμφερόντων του στα πλαίσια της διεθνούς πολιτικής (Παπασωτηρίου 1999: 177). Με την έννοια αυτή προσδιορίζεται η σημαντικότητα των θεμάτων που απασχολούν ένα κράτος, καθώς τα ζητήματα της ασφάλειάς του και των συμφερόντων του, σύμφωνα με τους ρεαλιστές, αποτελούν την κορωνίδα της δράσης του. Κατά το ρεαλισμό, με τον όρο υψηλή στρατηγική εννοούμε τη θεωρία ενός Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 18

κράτους για το πώς μπορεί να προκαλέσει ασφάλεια για τον εαυτό του 11. Το στρατηγικό δόγμα με την έννοια της μεγάλης στρατηγικής συνδυάζει οικονομικά, ηθικά, δημογραφικά και άλλα στοιχεία, πάνω στα οποία σχεδιάζεται η ασφάλεια του κράτους με διαφορετικούς τρόπους (Luttwack 1987). Εν αντιθέσει με το τελευταίο, υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι λανθασμένα ταυτίζεται η υψηλή πολιτική με θέματα που αφορούν τον πόλεμο και τις στρατηγικές σύγκρουσης των κρατών. Αντίθετα, η υψηλή πολιτική πρέπει να ταυτίζεται με τα θέματα διεθνούς συνεργασίας και τα θέματα σύγκρουσης και πολέμου να ταυτίζονται με τη χαμηλή πολιτική (Κουλουμπής 1995: 5, σημ. 5). Αν και επισημάναμε την σημαντικότητα των συνεργατικών πολιτικών αλλά και την δημιουργία θεσμών για την εξάλειψη της σύγκρουσης εντούτοις διαπιστώσαμε την ανεπάρκειά τους να εξασφαλίσουν τους κρατικούς στόχους. Κατά συνέπεια η στρατηγική που αποβλέπει στη διατήρηση του κράτους είναι πρωτίστης σημασίας για το κράτος και δικαίως ονομάζεται υψηλή πολιτική. Βεβαίως δεν είναι χαμηλότερης σημασίας και οι πολιτικές που προσβλέπουν σε συνεργασία με άλλα κράτη. Αλλά το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει πρώτα την επιβίωση και ασφάλειά του και μετά να οδηγηθεί σε συνεργασίες. Έτσι, υψηλά θέματα στρατηγικής είναι τα πρώτιστα ζητήματα και χαμηλής τα δευτερεύοντα. Όπως έγινε αντιληπτό και πιο πάνω, ο σχεδιασμός υψηλής στρατηγικής πρέπει να αποτελεί πρωταρχική δράση για τα κράτη λόγω της επιζητούμενης επιβίωσης. Το πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής ως προς την ιεράρχηση των κρατικών επιλογών, που ταυτίζεται με την έννοια της υψηλής στρατηγικής, εδράζεται μάλλον στην πεποίθηση ότι οι νόμοι της συνύπαρξης και του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών έχουν τη δική τους λογική με την οποία οφείλει να συμμορφωθεί κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης των διακρατικών σχέσεων στη βάση κοσμοθεωρητικών συμπαθειών ή αρχών (Κονδύλης 1999: 55). Η αγωνία για διατήρηση της ύπαρξης είναι προϊόν της φυσικής κατάστασης και όχι λογικευμένη κρίση του ατόμου ή της ομάδας ατόμων. Συνεπώς, δεν υπάρχει δίλημμα σε ένα κοινωνικό σύνολο στη συγκεκριμένη περίπτωση το κράτος αν θα σχεδιάσει στρατηγική για την ασφάλεια/επιβίωση του ή όχι. 11 Για το διαχωρισμό που κάνει η νεορεαλιστική προσέγγιση στα ζητήματα υψηλής και χαμηλής πολιτικής βλέπε στους Schwarzenberger (1941) και Luttwack (1987). Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 19

Η έλλειψη κοινής εξουσίας παράγει βία και το γεγονός αυτό αναγκάζει τη δημιουργία δράσης για επιβίωση. Χαρακτηριστική για το πιο πάνω είναι και η παρατήρηση ότι οι μακροσκοπικές υψηλές στρατηγικές των κρατών σε ένα άναρχο ανασφαλές περιβάλλον, στο οποίο ελλοχεύει μονίμως η απειλή βίας, ανάγονται σε τελική ανάλυση σε απλά αρχέτυπα συμπεριφοράς που ισχύουν ακόμα σε πρωτόγονες προ-κρατικές συνθήκες (Παπασωτηρίου 2000: 22). Μια επιπρόσθετη στα πιο πάνω παράμετρος της υψηλής στρατηγικής έχει να κάνει με τη θέση των ρεαλιστών ότι το κράτος πρέπει να παράγει ασφάλεια γι αυτό από μόνο του, καθώς κανένας άλλος φορέας ή ακόμα και η δομική συστηματική κατάσταση δεν μπορεί να του εξασφαλίσει ασφάλεια. Κατά τον Πλατιά (1999: 82), το πώς τα κράτη επιλέγουν να παράγουν ασφάλεια γι αυτά αποτελεί τον πυρήνα της υψηλής στρατηγικής και η επιτυχία τους ως προς αυτό το στόχο αποτελεί την κρίσιμη δοκιμασία της εκάστοτε υψηλής στρατηγικής. Με την παραπάνω λογική ο όρος υψηλή στρατηγική χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει όλα τα διαθέσιμα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος προκειμένου να επιτύχει τους μακροχρόνιους πολιτικούς του σκοπούς ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης (Πλατιάς 1999: 81 και Art 2003: 1-2). Τα μέσα αυτά αναφέρονται στα εργαλεία υλοποίησης της υψηλής στρατηγικής, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση και επιβίωση του κράτους, όταν αυτή απειλείται από μία σύγκρουση. Κατ αυτόν τον τρόπο, η υψηλή στρατηγική πρέπει να εντοπίζει πιθανές απειλές και να προσδιορίζει τα κατάλληλα πολιτικά και άλλα μέσα αντιμετώπισής τους, με βασικό στόχο της την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που διαθέτει το κράτος και τον περιορισμό των αντιπάλων του αντιπάλου (Πλατιάς 1999: 82). Ο Art (2003: 2), επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι ο όρος της υψηλής στρατηγικής περιλαμβάνει απαραίτητα τη στρατιωτική ισχύ, στην οποία και επικεντρώνεται, καθώς μέσω αυτής θα μπορέσει το κράτος να υλοποιήσει τους στόχους του και κατά συνέπεια να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Πέραν όμως της στρατιωτικής ισχύος εξίσου σημαντικές είναι η οικονομική και τεχνολογική, καθώς τα κράτη πλέον αναζητούν ειρηνικά μέσα επιβολής των συμφερόντων τους. Αυτοί οι συντελεστές ισχύος εξετάζονται πιο πάνω. 7. Η Οικονομία ως Φορέας Ισχύος. Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι ο ρόλος της οικονομικής ισχύος έχει αποκτήσει βαρύνουσα σημασία στις διακρατικές σχέσεις. Η ικανότητα των κρατών Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 20

να χρησιμοποιούν την οικονομική τους ισχύ για να επηρεάσουν αποφάσεις άλλων κρατών που αφορούν στην εξωτερική τους πολιτική εξισώνεται από αρκετούς ρεαλιστές με αυτήν της στρατιωτικής ισχύος (Gilpin 2002). Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Thurrow (1995: 40-41 και 63-64), το κύριο πεδίο ανταγωνισμού πλέον στο διεθνές σύστημα και κυρίως ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι η οικονομία. Και αυτό γιατί τα κράτη με την ανάπτυξη των οικονομικών επιρροών, που συντελούνται μέσω της παραγωγής, των υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, αλλά και άλλων φορέων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση της πολιτικής και της οικονομίας, μπορούν να επηρεάζουν κρατικές αποφάσεις άλλων κρατών και να διαμορφώνουν την στρατηγικής τους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η δύναμη του χρήματος ως πλούτος και, κατ επέκταση, το υπόβαθρο της οικονομικής ισχύος φαίνονται ξεκάθαρα από την αναφορά του Θουκυδίδη (1998) στον πλούτο που απέκτησε η Αθήνα απορροφώντας λεφτά από τους συμμάχους. Έτσι, η Αθήνα ήταν ισχυρή οικονομικά για να εμπλακεί σε πολεμική σύγκρουση, ενώ οι σύμμαχοι αδυνατούσαν λόγω έλλειψης χρημάτων να συντηρήσουν μια πολεμική αναμέτρηση. Κρίνεται κρίσιμη η ικανότητα ενός κράτους στο σύγχρονο διεθνές σύστημα να μπορεί να συντηρεί οικονομικά μία πολεμική σύγκρουση ή ακόμα και σε καιρό ειρήνης να συντηρεί τη στρατιωτική του ικανότητα. Όπως σημειώνουν εύστοχα οι Shubik and Verkerke (1989: 492), ο πόλεμος ήταν πάντα μια πολυέξοδη επιχείρηση. Χαρακτηριστική για την ανάγκη των χρημάτων στον πόλεμο είναι και η αναφορά του Θουκυδίδη (1998: 110, Ζ 34) ότι η οικονομική ισχύς είναι σημαντική για ένα κράτος «γιατί έχουν πολύ χρυσάφι και ασήμι και τούτο, στον πόλεμο όπως και σε κάθε τι άλλο, εξασφαλίζει την επιτυχία». Από τα σημεία της πιο πάνω παραγράφου επιβεβαιώνεται ότι η στρατιωτική ισχύς δεν αποτελεί τη μοναδική παράμετρο που καθορίζει την κυριαρχία ενός κράτους και τη διαμόρφωση της στρατηγικής του, αλλά στον ίδιο βαθμό με τη στρατιωτική συμβάλλει και η οικονομική ισχύς. Κατά συνέπεια, η ακμαία εθνική οικονομία και η οικονομική ευρωστία, δηλαδή αυτή που δίνει την οικονομική ισχύ, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση (sine qua non) για τη στρατιωτική ισχύ (Κονδύλης 1999: 402 και Παπασωτηρίου 1999: 193-194). Ο Σταυρινός (1997: 57) εντοπίζει χαρακτηριστικά τα πιο πάνω αναφέροντας πως καμιά χώρα δεν μπορεί να στηρίξει μια εντατική και παρατεταμένη στρατιωτική προσπάθεια, αν δε διαθέτει ισχυρή οικονομική βάση, καθώς το ύψος του Α.Ε.Π., η βιομηχανική παραγωγή, οι Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 21

φυσικές πηγές πλούτου και το ανθρώπινο δυναμικό (μέτρα που καθορίζουν το επίπεδο της οικονομίας) προσδιορίζουν τη δυνατότητα μιας χώρας να επωμισθεί το βάρος μιας πολεμικής αντιπαράθεσης και τη δυνατότητά της να διαθέσει στο στρατιωτικό τομέα τους αναγκαίους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Όσο απλοϊκά και αν το παραθέτει ο Κονδύλης (1999: 402), έχει απόλυτο δίκαιο, όταν ορίζει την ακμαία οικονομία ως εκείνη που παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερο εγχώριων αναγκών όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε χώρα δεν μπορεί ή δε θεωρεί σύμφορο να παράγει η ίδια, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλεόνασμα. Μια ισχυρή οικονομία αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση μιας χώρας, ιδιαίτερα όταν αυτή αντιμετωπίζει εξωτερικές απειλές. Επικεντρώνοντας στην παρατήρηση αυτή παρατηρείται το ασυμβίβαστο γεγονός, από την μία γίνεται προσπάθεια κατάργησης των δασμών και εξάπλωσης του εμπορίου και από την άλλη οι εθνικές οικονομίες προσπαθούν να προστατευτούν από την επιρροή ξένων κρατικών ή μη συμφερόντων. Ανεξάρτητα από το βαθμό που μπορεί να κατέχει η οικονομική ισχύς στην ιεράρχηση της διεθνούς πολιτικής αρένας, είναι γεγονός η συνεχής προσπάθεια των κρατών να την αποκτήσουν. Η απόκτηση από τα κράτη οικονομικής ισχύος, όπως αυτή ορίστηκε παραπάνω, σκοπό έχει να βοηθήσει στην υλοποίηση των στρατηγικών τους στόχων. Η προσπάθεια αυτή εμπεριέχει οικονομικές δυσκολίες που κυρίως εστιάζονται στην ικανότητα του κράτους να παράγει και να δημιουργεί πλούτο. Οι αδυναμίες αυτές κατά κύριο λόγο επηρεάζουν τη διαμόρφωση της στρατηγικής του κράτους στην προσπάθειά του να αποκτήσει ιδιαίτερη ισχύ έναντι του αντιπάλου. Η απλή συσσώρευση χρήματος, δηλαδή η παραγωγή και η αποθήκευση πλούτου, δεν έχει καμιά αξία, αν ο πλούτος αυτός δεν αξιοποιηθεί για τη δημιουργία ισχύος που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά του αντιπάλου. Ο πλούτος που παράγεται από ένα κράτος πρέπει να αξιοποιείται για την απόκτηση εκείνων των μέσων που θα του αποδώσουν ισχύ. Κυρίως τα μέσα αυτά είναι στρατιωτικά και γι αυτό τα κράτη δαπανούν από τον παραγόμενο πλούτο τους στην αγορά εξοπλισμών. Επίσης ο πλούτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ισχυροποίηση της οικονομίας και αυτό μεταφράζεται σε εγχώριες και εξωτερικές επενδύσεις, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές. Ο όρος οικονομική ισχύς περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που μπορούν να καθορίσουν το μέγεθός του και φυσικά ως μέγεθος μπορεί να προσλαμβάνει Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 22