Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Φιλολογίας: Τομέας Γλωσσολογίας Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και τα κείμενα» To φαινόμενο της παραδειγματικής ομοιομορφίας στο ονοματικό σύστημα των νεοελληνικών διαλέκτων. Ονοματεπώνυμο: Νικόλαος Βαξεβάνης Α.Μ.Μ.Φ: 91 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Αγγελική Ράλλη Μέλη συμβουλευτικής επιτροπής: Γεώργιος Ξυδόπουλος, Δημήτριος Παπαζαχαρίου Πάτρα 2012
Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω του καθηγητές του τομέα Γλωσσολογίας του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για τις γνώσεις που μου μετέδωσαν κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων του παρόντος προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών και κυρίως την επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, την κυρία Αγγελική Ράλλη, η οποία χάρη στο μορφολογικό υπόβαθρο που μου δημιούργησε μέσω των μαθημάτων της και τη στήριξη που μου παρείχε κατά τη διάρκεια της παρούσας διατριβής κατέστησε την εκπόνησή της δυνατή. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης για την κάλυψη των εξόδων μου κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο παρόν πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών μέσω της υποτροφίας που μου παρείχε. 2
Abstract Trask (2000: 247) defines paradigm levelling as any development which tends to obliterate morphological distinctions within a paradigm and it is a diachronic phenomenon ( diachronic as in taking place over time) which is encountered in most (if not all) of the world s languages. The aim of the present thesis is to locate instances of paradigm levelling in the Modern Greek dialects and to explain using the principles of a morphological analysis the reasons which lead in each case to the development of paradigm levelling. In addition, I will make a first attempt to examine to what extent the findings of the international literature are valid for Greek and its dialects, as far as the origins of paradigm levelling are concerned. Due to the limited scope of the present thesis, it being merely a thesis for obtaining my master s degree, I have confined myself to the examination of paradigm levelling as it manifests itself only within noun declension and have deliberately disregarded for the purposes of the present thesis verb declension. In the sections which follow I will deal with the following: In section 1 I explain how Modern Greek came to have a rather simplified nominal inflection system in comparison to the Ancient Greek one as a result of paradigm levelling, among other phenomena. In section 2 I present the main findings of the international literature regarding the phenomenon of paradigm levelling. In section 3 I examine instances of paradigm levelling as it occurs in Modern Greek dialects and try to explain the factors which lead to its occurrence in the first place. In section 4 I present new data from various Modern Greek dialects in order to support the claim of Ralli, Melissaropoulou & Tsiamas (2004) that allomorphy has at times facilitated the occurrence of paradigm levelling whereas on different occasions it has acted as an obstacle preventing the manifestation of paradigm levelling. In the 5 th section I look at (cross-)paradigm levelling from a diachronic perspective as presented by Melissaropoulou (2011) and finally in the last section of the thesis I deal with a somewhat different kind of paradigm levelling prosodic levelling concerning not morphological segments this time but suprasegmental units. 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ευχαριστίες 2 Abstract..3 1. Εισαγωγή.5 1.1. Ορισμός παραδειγματικής ομοιομορφίας...5 1.2. Παραδειγματική ομοιομορφία στη Νεοελληνική Κοινή και τις διαλέκτους της...5 2. Θεωρητικό πλαίσιο.8 2.1. Παραδειγματική Ομοιομορφία και Αναλογική Επέκταση 8 2.2. Είδη παραδειγματικής ομοιομορφίας 9 2.2.1. Ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία...9 2.2.2. Διαπαραδειγματική ομοιομορφία 11 2.3. Παραδειγματική ομοιομορφία και η σχέση της με τη «βάση» του κλιτικού παραδείγματος..12 2.4. Διφορούμενη παραδειγματική ομοιομορφία...15 3. Περιπτώσεις παραδειγματικής ομοιομορφίας στις νεοελληνικές διαλέκτους...16 3.1. Κατωϊταλιώτικες διάλεκτοι.16 3.2. Βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα.20 3.2.1. Εξαφάνιση και μορφολογική ταύτιση πτώσεων.21 3.2.2. Παραδειγματική ομοιομορφία λόγω βόρειου φωνηεντισμού.23 3.2.3. Διαπαραδειγματική ομοιομορφία στα βόρεια ιδιώματα.24 3.2.4. Άλλοι παράγοντες δημιουργίας παραδειγματικής ομοιομορφίας...31 3.3. Ποντιακή διάλεκτος 32 3.3.1. Ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία στην Ποντιακή...32 3.3.2. Διαπαραδειγματική ομοιομορφία στην Ποντιακή..34 3.4. Καππαδοκική διάλεκτος...34 3.4.1. Ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία στην Καππαδοκική...34 3.4.2. Συγκολλητική μορφολογία στην Καππαδοκική..36 3.5. Κυπριακή διάλεκτος 39 3.6. Τσακώνικη διάλεκτος..39 4. Παραδειγματική ομοιομορφία στις νεοελληνικές διαλέκτους σύμφωνα με το πρότυπο των Ράλλη, Μελισσαροπούλου & Τσιάμα (2004)...41 4.1. Αλλομορφία και παραδειγματική ομοιομορφία..44 4.2. Η αλλομορφία ως βασική ιδιότητα της μορφολογίας.47 5. Η (δια)παραδειγματική ομοιομορφία στις νεοελληνικές διαλέκτους από διαχρονική σκοπιά 48 6. Προσωδιακή ομοιομορφία στο κλιτικό παράδειγμα.52 7. Επίλογος.53 Αδυναμίες της διατριβής μου.56 Βιβλιογραφία 57 Παράρτημα...63 4
1. Εισαγωγή 1.1. Ορισμός παραδειγματικής ομοιομορφίας Παραδειγματική ομοιομορφία (paradigmatic levelling/uniformity) είναι η μείωση ή εξάλειψη των μορφοφωνημικών εναλλαγών/διαφοροποιήσεων μέσα σε ένα μορφολογικό παράδειγμα έτσι ώστε αυτό να καθίσταται πιο ομοιόμορφο (Bussmann 1996: 21). Η παραδειγματική ομοιομορφία είναι δυνατόν να εξεταστεί συγχρονικά αλλά και διαχρονικά καθώς μπορεί να εμφανιστεί τόσο διαχρονικά σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης μιας γλώσσας όσο και συγχρονικά μέσα από τις διαλέκτους της. Επίσης μπορεί να λάβει χώρα τόσο ενδοπαραδειγματικά δηλαδή να καθίσταται πιο ομοιόμορφο το ίδιο μορφολογικό (κλιτικό) παράδειγμα όσο και διαπαραδειγματικά (ομοιομορφία μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων) (βλ. Ενότητα 2.2.). 1.2. Παραδειγματική ομοιομορφία στη Νεοελληνική Κοινή και τις διαλέκτους της Η παραδειγματική ομοιομορφία, η οποία είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στη γλώσσα, δεν είναι γνώρισμα μονάχα των νεοελληνικών διαλέκτων αλλά χαρακτηρίζει και την Κοινή Νεοελληνική (εφεξής: ΚΝΕ), καθώς όπως τονίζει η Κατσογιάννου (1996: 328) «η απλοποίηση των κλιτικών σχημάτων χαρακτηρίζει συνολικότερα την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας». Το κλιτικό παράδειγμα του ονόματος της ΚΝΕ παρουσιάζει μεγαλύτερη ομοιομορφία εν συγκρίσει με εκείνο της Αρχαίας. Ας δούμε τα ακόλουθα παραδείγματα: Αρχαία Ελληνική Κοινή Νέα Ελληνική Ενικός Αριθμός Ονομ. ἡ πατρίς ἡ γυνή η πατρίδα η γυναίκα Γεν. τῆς πατρίδος τῆς γυναικός της πατρίδας της γυναίκας Δοτ. τῇ πατρίδι τῇ γυναικί - - Αιτ. τήν πατρίδα τήν γυναῖκα την πατρίδα τη γυναίκα Κλητ. ὧ πατρίς ὧ γύναι πατρίδα γυναίκα Πληθυντικός Αριθμός Ονομ. αἱ πατρίδες αἱ γυναῖκες οι πατρίδες οι γυναίκες Γεν. τῶν πατρίδων τῶν γυναικῶν των πατρίδων των γυναικών Δοτ. ταῖς πατρίσι ταῖς γυναιξί - - Αιτ. τάς πατρίδας τάς γυναῖκας τις πατρίδες τις γυναίκες Κλητ. ὧ πατρίδες ὧ γυναῖκες πατρίδες γυναίκες Παρατηρούμε ότι στα ανωτέρω νεοελληνικά κλιτικά παραδείγματα (πατρίδα, γυναίκα) υπάρχει ταύτιση Ονομαστικής και Αιτιατικής πτώσης τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό αριθμό, πράγμα το οποίο δεν παρατηρείται στα αντίστοιχα αρχαία παραδείγματα. Επίσης η Γενική Ενικού διαφέρει από την Ονομαστική μονάχα κατά ένα φθόγγο (το τελικό /s/) και μαζί με την εξαφάνιση της Δοτικής πτώσης συντελεί στη μεγαλύτερη ομοιομορφία του κλιτικού παραδείγματος του νεοελληνικού ονόματος σε σχέση με το αντίστοιχο αρχαίο. Επιπλέον, πολλά κλιτικά παραδείγματα της αρχαίας τρίτης κλίσης, τα οποία στην Αρχαία Ελληνική διέθεταν ξεχωριστό τύπο Κλητικής Ενικού (π.χ. πατήρ-πάτερ, 5
γίγας-γίγαν, γυνή-γύναι), στη Νέα Ελληνική υιοθετούν για την Κλητική τον τύπο της Αιτιατικής Ενικού (π.χ. τον πατέρα-πατέρα, την γυναίκα-γυναίκα). 1 Κατά τη Γιούλη (1994: 136), οι διεργασίες εκείνες οι οποίες τελικά οδήγησαν στην εξαφάνιση της Δοτικής και την αντικατάστασή της είτε από προθετικές φράσεις είτε από τη Γενική (νότια ιδιώματα) ή την Αιτιατική (βόρεια ιδιώματα) είχαν ήδη αρχίσει από την κλασική εποχή, στην αττική διάλεκτο, ενώ η εξαφάνιση της Δοτικής από τον προφορικό λόγο ολοκληρώνεται τον 10 ο αιώνα μ.χ. Πάλι κατά την ανωτέρω ερευνήτρια, από το 10 ο αιώνα και έκτοτε η Δοτική εξαφανίζεται και ως μορφολογικά διακρινόμενος τύπος από το πτωτικό σύστημα της δημώδους βυζαντινής γλώσσας με εξαίρεση κάποιες στερεότυπες εκφράσεις, ενώ σε λόγια λογοτεχνικά κείμενα και στην επίσημη γλώσσα του κράτους, η Δοτική εμφανίζεται κανονικά και μετά τον 10 ο αιώνα για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την καθαρεύουσα. Οι λόγοι που οδήγησαν τη νεοελληνική κοινή να παρουσιάζει παραδειγματική ομοιομορφία στο ονοματικό της σύστημα είναι διάφοροι. Για τη Melissaropoulou (2011) ο σημαντικότερος παράγοντας είναι η αναδόμηση των τριών κλίσεων της Αρχαίας Ελληνικής, δηλαδή η μετάβαση ουσιαστικών από τη μία κλίση στην άλλη, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του μεγάλου αριθμού κλιτικών μορφημάτων και ονοματικών κλιτικών παραδειγμάτων της Αρχαίας (κυρίως λόγω της εξαφάνισης της αρχαίας τρίτης κλίσης). Για παράδειγμα, η πλειοψηφία των αρσενικών και θηλυκών της αρχαίας τρίτης κλίσης μεταφέρθηκαν στην παραγωγικότερη για την ΚΝΕ πρώτη κλίση της παραδοσιακής γραμματικής καθώς μεταπλάστηκαν η Ονομαστική και Γενική Ενικού τους κατά αναλογία προς την Αιτιατική Ενικού τους (π.χ. ρήτωρ ρήτορα ρήτορας). Έτσι έχουμε ο άνδρας (αντί ἀνήρ), ο άρχοντας (αντί ἂρχων), ο κόρακας (αντί κόραξ), η μητέρα (αντί μήτηρ) και του άνδρα (αντί ἀνδρός), του άρχοντα (αντί ἀρχοντος), του κόρακα (αντί κόρακος), της μητέρας (αντί μητρός) κατά αναλογία προς τον ἂνδρα, τον ἂρχοντα, τον κόρακα, τη μητέρα κτλ. Άλλα πάλι ονόματα όπως εκείνα σε ων (π.χ. γέρων) μετέβησαν στο κλιτικό παράδειγμα των ουσιαστικών σε ος (τη δεύτερη κλίση της παραδοσιακής γραμματικής). Άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στην παραδειγματική ομοιομορφία που χαρακτηρίζει το ονοματικό σύστημα της Νεοελληνικής Κοινής είναι η απώλεια του τελικού /n/ της Αιτιατικής Ενικού, η σταδιακή εξαφάνιση της Δοτικής πτώσης και η υιοθέτηση ενός κοινού τύπου για την Ονομαστική και Αιτιατική Πληθυντικού των πρωτόκλιτων και τριτόκλιτων αρσενικών και θηλυκών της παραδοσιακής γραμματικής π.χ. οι/τους ταμίες, οι/τους κλέφτες, οι/τις χαρές, οι/τις τιμές, οι/τους άνδρες, οι/τις ακτίνες κτλ (επικράτηση του τύπου της Ονομαστικής Πληθυντικού και μορφολογική υποχώρηση της αρχαίας Αιτιατικής σε ας). Πρόκειται δηλαδή χρησιμοποιώντας τα λόγια του Jakobson (1936, όπως 1 Για τα ανωτέρω φαινόμενα καθώς και πλήθος άλλων χάρη στα οποία το ονοματικό κλιτικό 6
αναφέρεται στη Γιούλη 1994: 143) για μια τάση «ενοποίησης του συστήματος με βαθμιαίες εξομοιώσεις και σταδιακή εξέλιξή του σε συμμετρικές δομές». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κατά τη Γιούλη (1994: 144) τη δημιουργία ενός οικονομικότερου και απλούστερου συστήματος με τον περιορισμό της μορφολογικής ποικιλίας. Ωστόσο σε πολλές νεοελληνικές διαλέκτους παρατηρούμε ακόμη μεγαλύτερη ομοιομορφία του ονοματικού κλιτικού παραδείγματος από αυτήν που παρατηρείται στην ΚΝΕ. Και εδώ οι λόγοι δημιουργίας της παραδειγματικής ομοιομορφίας είναι διάφοροι, συμπληρώνοντας έτσι τους παράγοντες που οδήγησαν στην παραδειγματική ομοιομορφία που παρατηρείται στη νεοελληνική κοινή. Οι περισσότερες νεοελληνικές διάλεκτοι έχουν ακολουθήσει τις δικές τους ιδιαίτερες εξελικτικές πορείες, προφανώς λόγω καθοριστικών παραγόντων όπως είναι για παράδειγμα η γλωσσική επαφή (π.χ. στην περίπτωση της Καππαδοκικής) ή η γλωσσική απομόνωση/συντήρηση (όπως συμβαίνει στην Τσακώνικη). Επομένως λογικό είναι, αφού οι διάφορες ποικιλίες εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου διαφορετικά, να παρουσιάζουν και διαφορές ως προς το είδος των γλωσσικών φαινομένων που απαντιούνται σε αυτές τις διαλέκτους αλλά και ως προς τη συγκεκριμένη πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου φαινομένου όπως είναι η παραδειγματική ομοιομορφία από ποικιλία σε ποικιλία. Επιπλέον, πέραν από το γεγονός ότι η παραδειγματική ομοιομορφία επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο την κάθε διάλεκτο που τυγχάνει να εμφανίζει το εν λόγω γραμματικό φαινόμενο, επηρεάζει και σε διαφορετικό βαθμό τα διάφορα κλιτικά υποπαραδείγματα. Για παράδειγμα, όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια μέσω της εξέτασης του φαινομένου της παραδειγματικής ομοιομορφίας όπως αυτό πραγματώνεται σε διάφορες νεοελληνικές διαλέκτους, το υποπαράδειγμα του πληθυντικού αριθμού επηρεάζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από το εν λόγω φαινόμενο σε σχέση με το υποπαράδειγμα του ενικού, καθώς όντας ο πληθυντικός το (σημασιολογικά) μαρκαρισμένο υποπαράδειγμα εν αντιθέσει με τον αμαρκάριστο ενικό, «υπάρχει μια τάση για μείωση των υποκατηγοριών του πληθυντικού» (Waugh & Lafford 1994: 2379). Ανάλογο σχόλιο κάνει και ο Pantelidis (2004: 288) λέγοντας πως οι μορφές του ενικού «φαίνεται πως είναι οι πιο ανθεκτικές απέναντι στις διάφορες αναδομήσεις και σε πολλές διαλεκτικές ποικιλίες συνεχίζουν σε γενικές γραμμές τους παλιότερους/ αρχικούς τύπους με εξαιρετική σταθερότητα». Έτσι όπως θα δείξω αργότερα στην εργασία, παρατηρείται μια τάση για μείωση του αριθμού των ονοματικών κλιτικών τάξεων του πληθυντικού ή/και συγκρητισμός πτώσεων στον πληθυντικό στις διάφορες νεοελληνικές διαλέκτους που εξέτασα. Θα ήθελα να σημειώσω εδώ πως για την κατανομή των ελληνικών ονομάτων σε κλιτικές τάξεις, χρησιμοποιώ το διαχωρισμό των κλιτικών τάξεων της Ράλλη (2005: 116-122), σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο κλιτικές τάξεις για τα 7
αρσενικά, άλλες δύο για τα θηλυκά και τέσσερις για τα ουδέτερα και τα κριτήρια για το διαχωρισμό των κλιτικών τάξεων είναι η ύπαρξη συστηματικής αλλομορφικής ποικιλίας των θεμάτων και η μορφή του συνόλου των κλιτικών επιθημάτων που συνδέονται με αυτά. Η επιλογή του μοντέλου της Ράλλη (2005) έγινε καθώς θεωρώ πως αφενός είναι το περιγραφικά/ερμηνευτικά επαρκέστερο μοντέλο διαχωρισμού κλιτικών τάξεων της ονοματικής κλίσης και αφετέρου βοηθάει ιδιαίτερα στην περιγραφή των διαφοροποιήσεων ως προς την κλίση που παρατηρούνται από διάλεκτο σε διάλεκτο καθώς και ανάμεσα στις διάφορες διαλέκτους και την Κοινή Νεοελληνική. 2. Θεωρητικό πλαίσιο 2.1. Παραδειγματική Ομοιομορφία και Αναλογική Επέκταση Κατά τον Garrett (2008: 2) η παραδειγματική ομοιομορφία δεν είναι το φυσικό επακόλουθο μιας εγγενούς προτίμησης που έχουμε για απλοποίηση και ομοιομορφία 2, αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα ανεξάρτητων μηχανισμών μορφολογικής αλλαγής και συγκεκριμένα της επέκτασης του μοτίβου ενός μηεναλλασσόμενου παραδείγματος πάνω σε ένα αρχικά εναλλασσόμενο κλιτικό παράδειγμα. Άρα κατά τον Garrett η παραδειγματική ομοιομορφία είναι και αυτή ένα είδος αναλογικής επέκτασης, για την επίτευξη της οποίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός μη-εναλλασσόμενου προτύπου/μοντέλου το οποίο επεκτείνεται σε ένα προηγουμένως εναλλασσόμενο παράδειγμα. Εάν η παραδειγματική ομοιομορφία ήταν απλά το προϊόν μιας εγγενούς προτίμησης για ομοιομορφία, τότε το μη-εναλλασσόμενο πρότυπο πάνω στο οποίο βασίζεται η αναλογική επέκταση δεν θα ήταν απαραίτητο, καθώς κατά την άποψη αυτή η παραδειγματική ομοιομορφία δεν αποτελεί αναλογική επέκταση. Τα δεδομένα του Garrett όμως μας δίνουν αντίθετα αποτελέσματα καθώς επιβεβαιώνουν την άποψη περί αναλογικής επέκτασης. Για παράδειγμα, μελετώντας περιπτώσεις της Αγγλικής και Αρχαίας Ελληνικής όπου έχουμε την εξάλειψη της θεματικής αλλομορφίας ανάμεσα στον Ενεστώτα και το μη-ενεστώτα (preterite για την Αγγλική, Αόριστο για την Ελληνική) και επομένως τη δημιουργία παραδειγματικής ομοιομορφίας, ο Garrett ανακάλυψε ότι η πιο συχνή μορφολογική αλλαγή για την Αγγλική ήταν η ομαλοποίηση ενός ανώμαλου Αορίστου, π.χ. healp (Παλαιά Αγγλική) helped (Σύγχρονη Αγγλική). Η παραδειγματική αυτή ομοιομορφία, η οποία προκύπτει χάρη στην απώλεια ενός θεματικού αλλόμορφου (εκείνου του Αορίστου) είναι κατά τον Garrett (2008: 6) αποτέλεσμα αναλογικής επέκτασης του μορφολογικού κανόνα για τα ομαλά ρήματα πάνω στα ανώμαλα. Έχουμε δηλαδή επέκταση του μη-εναλλασσόμενου (μη-αλλομορφικού) μοτίβου των ομαλών ρημάτων. Άρα η παραδειγματική 2 Για αντίθετες απόψεις, δηλαδή απόψεις που υποστηρίζουν ότι η γλώσσα έχει μια πρωταρχική προτίμηση για μη-εναλλασσόμενα παραδείγματα βλέπε Kenstowicz (1995) ( Uniform Exponence ) & Steriade (2000) ( Paradigm Uniformity ). 8
ομοιομορφία κατά τον Garrett δεν προκύπτει από τη δημιουργία ενός νέου μηεναλλασσόμενου μοτίβου αλλά από την επέκταση ενός ήδη υπάρχοντος ομοιόμορφου, μη-εναλλασσόμενου παραδείγματος του ιδίου τύπου. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Garrett (2008: 7), στην ιστορία της αγγλικής γλώσσας δεν υπήρξε ποτέ «καθαρή» περίπτωση ουδετεροποίησης (levelling) αλλά αντίθετα η παραδειγματική ομοιομορφία ήταν πάντοτε αποτέλεσμα αναλογικής επέκτασης. Το ίδιο ισχυρίζεται πως ισχύει και για την Αρχαία Ελληνική, με τη διαφορά ότι στην Ελληνική η κατεύθυνση της παραδειγματικής ομοιομορφίας, όσον αφορά το ζεύγος Ενεστώτα/μη-Ενεστώτα, διαφέρει συστηματικά από εκείνη της Αγγλικής. Ενώ δηλαδή στην Αγγλική το θέμα του Ενεστώτα γενικεύεται και στον Αόριστο (π.χ. help helped), στην Ελληνική το θέμα του Αορίστου γενικεύεται στον Ενεστώτα και αποτελεί τη βάση για την παραδειγματική ομοιομορφία (π.χ. ε-δούλευ-σ-α δουλεύ-ω, έναντι του αρχαιότερου δουλείω). Η θεματική αλλομορφία ανάμεσα στον Ενεστώτα και Αόριστο επομένως εξαλείφεται (levelled) για να καταστεί πιο ομοιόμορφο το κλιτικό παράδειγμα του ρήματος στην Ελληνική προς όφελος του Αορίστου, εν αντιθέσει με την Αγγλική. 2.2. Είδη παραδειγματικής ομοιομορφίας Η Bybee (1980) κάνει λόγο για δύο είδη παραδειγματικής ομοιομορφίας. Το πρώτο είδος (ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία) λαμβάνει χώρα ανάμεσα στους τύπους του ίδιου κλιτικού παραδείγματος και η Bybee την αποδίδει κυρίως στις μορφολογικές σχέσεις που επικρατούν μεταξύ των τύπων του ίδιου παραδείγματος. Το δεύτερο είδος παραδειγματικής ομοιομορφίας (διαπαραδειγματική ομοιομορφία) αντιθέτως λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε διαφορετικά κλιτικά παραδείγματα και έχει κατά την Bybee κυρίως φωνολογική βάση. 2.2.1. Ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία Ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία είναι η εξάλειψη μιας αλλομορφικής εναλλαγής προς όφελος του αλλόμορφου που βρίσκεται στον αμαρκάριστο/βασικό τύπο ενός κλιτικού παραδείγματος ή ενός υποπαραδείγματος όπως είναι τα πρόσωπα ενός συγκεκριμένου χρόνου. Με άλλα λόγια, ένας νέος τύπος παράγεται από έναν βασικό τύπο του παραδείγματος χωρίς την εφαρμογή των μορφοφωνολογικών κανόνων που αρχικά προκάλεσαν την αλλομορφία. Ως παράδειγμα η Bybee δίνει την εξάλειψη της θεματικής αλλομορφίας (ανάμεσα σε θέματα με δίφθογγο και θέματα με μονόφθογγο) από ρήματα του Ενεστώτα Οριστικής της Ισπανικής. Εδώ έχουμε την εκ νέου δημιουργία του 1 ου και 2 ου προσώπου του πληθυντικού (π.χ. cerramos, cerrais cierramos, cierrais) χρησιμοποιώντας ως βάση το θέμα του λιγότερο μαρκαρισμένου ενικού (π.χ. cierra) χωρίς την εφαρμογή του μορφοφωνολογικού κανόνα που παράγει το μονόφθογγο. Κατά 9
τον ίδιο τρόπο μπορεί να εξαλειφθεί και η αλλομορφία ανάμεσα σε διαφορετικούς χρόνους ή εγκλίσεις του ίδιου παραδείγματος. Και εδώ κυριαρχεί η σχέση ανάμεσα στο βασικό/αμαρκάριστο και τον παραγόμενο (derived) τύπο. Βασιζόμενοι στις παρατηρήσεις τους για την ουδετεροποίηση (levelling) των θεματικών φωνηέντων των τύπων Αορίστου του ρήματος «επιλέγω» της Παλαιάς Αγγλικής (cēosan [Ενεστώτας], cēas [ενικός Αορίστου], curon [πληθυντικός Αορίστου]) σε ένα και μοναδικό θεματικό φωνήεν στη Νέα Αγγλική (choose, chose, chose αντίστοιχα), οι Hock & Joseph (1996) όρισαν την ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία ως την ολοκληρωτική ή μερική εξάλειψη των μορφοφωνημικών εναλλαγών μέσα στο κλιτικό παράδειγμα οι οποίες δεν σηματοδοτούν σημαντικές διαφορές στη σημασία ή συντακτική λειτουργία. Έτσι οι δύο τύποι του Αορίστου (ενικός και πληθυντικός) ουδετεροποιήθηκαν στη Νέα Αγγλική έτσι ώστε να έχουν το ίδιο θεματικό φωνήεν [ō] καθώς κατά τους ανωτέρω μελετητές η εναλλαγή των φωνηέντων στους προαναφερθέντες τύπους Aορίστου δεν σηματοδοτούσε κάποια σημαντική διαφορά. Αντιθέτως ο τύπος του Ενεστώτα (choose) διατήρησε το δικό του ιδιαίτερο θεματικό φωνήεν και δεν ουδετεροποιήθηκε. Αυτό συνέβη επειδή η εναλλαγή αυτή εν προκειμένω σηματοδοτεί μια σημαντική διαφορά, αυτή μεταξύ Ενεστώτα και Αορίστου. 3 Όσον αφορά την κατεύθυνση της ενδοπαραδειγματικής ομοιομορφίας δηλαδή γιατί ο τύπος Α γενικεύεται και αντικαθιστά τον Β ενώ δε συμβαίνει το αντίθετο ο Garrett (2008) υποστηρίζει πως εξαρτάται από την έννοια του σημασιολογικού μαρκαρίσματος (markedness). Γενικά ένας αμαρκάριστος τύπος γενικεύεται και αντικαθιστά έναν μαρκαρισμένο. Κατά τον Garrett όμως, η γνώση που έχουμε για το τι είναι μαρκαρισμένο ή αμαρκάριστο δεν είναι εγγενής (δηλαδή μέρος της Καθολικής Γραμματικής), ούτε καθορίζεται από τη συχνότητα εμφάνισης του εκάστοτε τύπου. Αυτό φαίνεται άλλωστε από την αντίθεση που παρατηρείται ανάμεσα στην Ελληνική και την Αγγλική αναφορικά με το ζεύγος χρόνων Ενεστώτας-Αόριστος, καθώς στην Αγγλική ο Ενεστώτας ο οποίος αποτελεί τη βάση της αναλογικής επέκτασης/παραδειγματικής ομοιομορφίας είναι πράγματι ο πιο συχνά εμφανιζόμενος χρόνος, ενώ στην Ελληνική ο Αόριστος ο οποίος αποτελεί τη 3 Τα ανωτέρω δεδομένα από την Αγγλική στηρίζουν την άποψη του Kiparsky (1982) ότι μια θεωρία μορφολογικής αλλαγής θα έπρεπε ιδεατά να μπορεί να προβλέψει ποιες αλλαγές θα μπορούσαν να συμβούν σε μία συγκεκριμένη γλώσσα. Ωστόσο όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένας τέτοιος βαθμός προβλεψιμότητας από μια θεωρία μορφολογικής αλλαγής δεν είναι ούτε αναμενόμενος ούτε δυνατός καθώς συχνά η (μη-αναμενόμενη) εφαρμογή παραδειγματικής ομοιομορφίας στις νεοελληνικές διαλέκτους εξαλείφει/ουδετεροποιεί εναλλαγές οι οποίες πράγματι σηματοδοτούν σημαντικές σημασιολογικές/συντακτικές διαφορές, όπως συμβαίνει με την ουδετεροποίηση τύπων που δηλώνουν διαφορετικές πτώσεις (βλ. π.χ. την ουδετεροποίηση των τύπων Ονομαστικής και Αιτιατικής Πληθυντικού σε πολλά βόρεια ιδιώματα, Ενότητα 3.2.1.). 10
βάση δεν είναι ο πιο συχνά χρησιμοποιημένος χρόνος. Αντίθετα ο Garrett υποστηρίζει πως η βάση για την παραδειγματική ομοιομορφία δηλαδή ο αμαρκάριστος τύπος που επεκτείνεται αναλογικά καθορίζεται από τη χρήση και τη σημασία των σχετικών κατηγοριών. 4 Υποστηρίζεται στην εν λόγω διατριβή ότι το ουδέτερο μέλος του ζευγαριού Ενεστώτας-Αόριστος αποτελούν αντίστοιχα ο Ενεστώτας για την Αγγλική και ο Αόριστος για την Αρχαία Ελληνική, καθώς εκείνος είναι ο χρόνος με τη μεγαλύτερη «έκταση εμφάνισης» ή «σφαίρα χρήσης» στην καθεμιά από τις δύο γλώσσες. Και από σημασιολογική άποψη όμως, ο Αόριστος είναι ο αμαρκάριστος χρόνος στην Αρχαία Ελληνική, καθώς υπό κατάλληλες συνθήκες όψης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί στο παρόν, να επιτελέσει δηλαδή και τη λειτουργία του Ενεστώτα. Άρα ο Garrett καταλήγει στο συμπέρασμα πως για να εξηγήσουμε την κατεύθυνση της παραδειγματικής ομοιομορφίας χρειαζόμαστε μια θεωρία που λαμβάνει υπόψη της τη σημασιολογία των διάφορων γραμματικών κατηγοριών. 2.2.2 Διαπαραδειγματική ομοιομορφία Η εφαρμογή της διαπαραδειγματικής ομοιομορφίας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλιτικού παραδείγματος, η νέα δομή του οποίου μοιάζει με εκείνη ενός άλλου κλιτικού παραδείγματος περισσότερο απ ότι έμοιαζε με αυτήν η παλαιά του δομή. Αυτό που συμβαίνει δηλαδή, είναι η μετάβαση ενός λεξικού στοιχείου από μία λεξική (π.χ. κλιτική) τάξη σε μία άλλη. Τέτοιες αλλαγές δεν βασίζονται κατά την Bybee (1980) σε μορφολογικές σχέσεις καθώς αναφέρονται σε σχέσεις μεταξύ διαφορετικών λεξικών στοιχείων και συνήθως σχετίζονται με φωνολογικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες λεξικές τάξεις. Το κίνητρο δηλαδή γι αυτές τις αλλαγές είναι κυρίως φωνολογικό. 5 Ως παράδειγμα η Bybee (ό.π.) δίνει το ισπανικό ρήμα pensare, το οποίο κάποια στιγμή στην ιστορία του απέκτησε τη θεματική εναλλαγή ανάμεσα σε δίφθογγο και μονόφθογγο κατά αναλογία με άλλα ρήματα. Εισχώρησε δηλαδή στην τάξη εκείνη των ρημάτων με θεματική εναλλαγή διφθόγγου/μονοφθόγγου. Όπως η επέκταση της αλλομορφικής εναλλαγής, έτσι και η απαλοιφή της αλλομορφικής εναλλαγής μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαπαραδειγματικής 4 Η άποψη αυτή του Garrett πιθανώς να εξηγεί την παρατήρηση των Hock & Joseph (1996: 156) ότι ακόμη και αν δύο γλωσσικές ποικιλίες ξεκινούν με την ίδια ακριβώς εναλλαγή, μπορεί αργότερα να διαφέρουν ως προς την κατεύθυνση της ουδετεροποίησης (levelling) αυτής της εναλλαγής. 5 Όπως θα δούμε ωστόσο στη συνέχεια της εργασίας μέσα από την ανάλυση του ονοματικού κλιτικού συστήματος των νεοελληνικών διαλέκτων, η Ελληνική δίνει και παραδείγματα με κίνητρο μορφολογικό. 11
ομοιομορφίας. Άρα η κατάργηση της θεματικής αλλομορφίας δεν προκύπτει πάντοτε εξαιτίας της επιβολής ενδοπαραδειγματικής ομοιομορφίας αλλά συχνά λόγω της αλλαγής λεξικής τάξης ενός λεξικού στοιχείου. Ως παράδειγμα η Bybee δίνει το επίσης ισπανικό ρήμα temblar το οποίο ετυμολογικά ενέχει θεματική εναλλαγή διφθόγγου/μονοφθόγγου (π.χ. tiemblo). Αυτή η κατηγορία ρημάτων αποτελεί μειοψηφία στην πρώτη συζυγία της Ισπανικής εν αντιθέσει με τη συντριπτική πλειοψηφία η οποία δεν παρουσιάζει θεματική αλλομορφία. Η Bybee (1980: 50) αναφέρει πως σε πολλές διαλέκτους της Ισπανικής η θεματική αλλομορφία του temblar έχει εξαλειφθεί καθώς το ρήμα αυτό εισχώρησε στην πλειοψηφική τάξη ρημάτων της πρώτης συζυγίας χωρίς θεματική αλλομορφία. Άρα βλέπουμε πως η παραδειγματική ομοιομορφία μπορεί να πάρει δυο διαφορετικές κατευθύνσεις όσον αφορά μία αλλομορφική εναλλαγή (επέκταση ή απαλοιφή της αλλομορφίας), καθώς υπάρχουν τόσο ενδοπαραδειγματικοί όσο και διαπαραδειγματικοί παράγοντες που καθορίζουν την αλλαγή. 2.3. Παραδειγματική ομοιομορφία και η σχέση της με τη «βάση» του κλιτικού παραδείγματος Κατά τον Albright (2008), τύπους-βάσεις δεν διαθέτουν μονάχα τα παραγωγικά παραδείγματα όπως είναι ευρέως αποδεκτό αλλά και τα κλιτικά παραδείγματα διαθέτουν τύπους οι οποίοι λειτουργούν ως βάσεις του εκάστοτε παραδείγματος. Σύμφωνα με το μοντέλο του Albright (2002a, 2002b, 2005), ο κλιτικά πιο δηλωτικός πτωτικός τύπος ενός ουσιαστικού δηλαδή ο πτωτικός τύπος που προβάλλει/προβλέπει πιο αποτελεσματικά τη μορφή των υπόλοιπων πτωτικών τύπων του παραδείγματος αποτελεί την βάση της παραδειγματικής ομοιομορφίας για το κλιτικό παράδειγμα αυτού του ουσιαστικού. Έτσι για το όνομα [hono:s] της Λατινικής το οποίο μεταβλήθηκε σε [honor], ο μορφολογικά πληρέστερος τύπος της Γενικής πτώσης (hono:ris), ο οποίος δίνει περισσότερες πληροφορίες για την κλίση των υπόλοιπων πτώσεων από ότι ο τύπος της Ονομαστικής (hono:s), αποτέλεσε τη βάση της αναλογικής μεταβολής του τύπου της Ονομαστικής (hono:s > honor) ο οποίος από μόνος του δεν είναι αρκετός για να καθορίσουμε πως θα κλιθούν οι υπόλοιπες πτώσεις. Επομένως, σύμφωνα με την παρούσα ανάλυση, η βάση του κλιτικού παραδείγματος και της αναλογικής μεταβολής των πτώσεων ενός ουσιαστικού είναι εκείνος ο πτωτικός τύπος ο οποίος είναι πιο αποκαλυπτικός για την κλίση του υπόλοιπου κλιτικού παραδείγματος του εν λόγω ουσιαστικού (honor, hono:ri:, hono:rem κτλ), δηλαδή ο πτωτικός τύπος βάσει του οποίου σχηματίζονται και οι τύποι των υπόλοιπων πτώσεων. Αυτό το μοντέλο εξηγεί το λόγο για τον οποίο η αναλογική μεταβολή έχει τη μη αναμενόμενη κατεύθυνση Γενική Ονομαστική και όχι Ονομαστική Γενική 12
όπως θα περιμέναμε λόγω του ότι ο τύπος της Ονομαστικής (hono:s) είναι μορφολογικά απλούστερος από τον τύπο της Γενικής (hono:ris) και όπως τονίζει ο Kurylowicz (1947) υπάρχει μια τάση η αναλογική μεταβολή να επεκτείνεται από πιο βασικούς/μορφολογικά απλούστερους (underived) σε λιγότερο βασικούς (derived) τύπους. Με άλλα λόγια εδώ ο βασικός, αμαρκάριστος τύπος της Ονομαστικής Ενικού ξαναχτίστηκε βάσει ενός πιο μαρκαρισμένου τύπου (της Γενικής Ενικού), δηλαδή αντίθετα από τη συνηθισμένη κατεύθυνση της αναλογικής μεταβολής. 6 Άρα η αντίθετη κατεύθυνση της παραδειγματικής ομοιομορφίας στην προκειμένη περίπτωση όπου η Γενική επηρεάζει την Ονομαστική Ενικού εξηγείται από το γεγονός ότι η Γενική αποτελεί τη βάση του κλιτικού παραδείγματος από την οποία ο ομιλητής παράγει την Ονομαστική με τη χρήση κάποιων μορφολογικών κανόνων. Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τον Albright (2005) η αλλαγή του [hono:s] σε [honor] δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μιας φωνολογικής μεταβολής που προκλήθηκε εξαιτίας περιορισμών παραδειγματικής ομοιομορφίας. Αντίθετα η αιτία αυτής της μεταβολής είναι μορφολογική και προκύπτει από τον τρόπο που μαθαίνονται τα κλιτικά παραδείγματα, καθώς ο ομιλητής μιας γλώσσας απομνημονεύει τον κλιτικά πιο δηλωτικό πτωτικό τύπο (τη βάση του παραδείγματος) και βάσει αυτού με τη χρήση κάποιων γραμματικών κανόνων σχηματίζει και τους υπόλοιπους πτωτικούς τύπους του κλιτικού παραδείγματος. Ο σχηματισμός των τύπων του υπόλοιπου κλιτικού παραδείγματος βάσει του πτωτικού τύπου που λειτουργεί ως βάση εξηγεί και την κατεύθυνση πιθανών παραδειγματικών μεταβολών. Δηλαδή, αφού ο ομιλητής μιας γλώσσας από τον τύπο της βάσης διαμορφώνει και τους υπόλοιπους τύπους του παραδείγματος, έτσι και οι παραδειγματικές μεταβολές ξεκινούν από τον τύπο της βάσης και επεκτείνονται στους υπόλοιπους τύπους του παραδείγματος. Επομένως η μη-αναμενόμενη κατεύθυνση της παραδειγματικής ομοιομορφίας/αναλογικής μεταβολής στο λατινικό ουσιαστικό honor (και σε όλα τα πολυσύλλαβα αρσενικά ή θηλυκά ουσιαστικά της Λατινικής γενικότερα) εξηγείται από το γεγονός ότι η βάση του κλιτικού παραδείγματος των ουσιαστικών της Λατινικής είναι ο τύπος μιας πλάγιας (oblique) πτώσης (της Γενικής) και όχι της Ονομαστικής. Τέλος ο Albright (2005: 27) τονίζει πως η επέκταση του [r] σε τύπους της Ονομαστικής (hono:s > honor) δεν προκάλεσε μονάχα ομοιομορφία στα κλιτικά παραδείγματα των εν λόγω ονομάτων, αλλά επίσης επέκτεινε ένα ομοιόμορφο μοτίβο μη-εναλλαγής [s] ~ [r] που υπήρχε ήδη στο λεξικό, όπως συναντάται σε 6 Όταν ένας τύπος επιλέγεται ως η βάση του κλιτικού παραδείγματος, η παραδειγματική ομοιομορφία μπορεί να επεκτείνει οποιαδήποτε ιδιότητα αυτού του τύπου, ανεξαρτήτως του βαθμού μαρκαρίσματος που αυτή ενέχει (Albright, 2008: 23). Αυτό αντιτίθεται στη βασική άποψη της προσέγγισης των Βέλτιστων Παραδειγμάτων (Optimal Paradigms approach, McCarthy 2005) σύμφωνα με την οποία η παραδειγματική ομοιομορφία επεκτείνει αναλογικά πάντα τα λιγότερο μαρκαρισμένα αλλόμορφα και κατά την άποψη της οποίας τα κλιτικά παραδείγματα δεν διαθέτουν τύπους που λειτουργούν ως η βάση του παραδείγματος. Τα ανωτέρω κατά τον Albright (2008: 24) καθιστούν εμφανές το γεγονός ότι τα κλιτικά παραδείγματα έχουν πιο περίπλοκη δομή από αυτήν που συχνά τους καταλογίζεται και συγκεκριμένα διαθέτουν τύπους-βάσεις όπως ακριβώς και τα παραγωγικά παραδείγματα. 13
ονόματα του τύπου [soror] [soro:ris] (Ον./Γεν. Ενικού αδερφή ) τα οποία ετυμολογικά περιείχαν [r] στην Ονομαστική. Αυτό μας δείχνει ότι η παραδειγματική ομοιομορφία είναι η επέκταση ενός προϋπάρχοντος μοτίβου μηεναλλαγής σε ένα κλιτικό παράδειγμα που ετυμολογικά περιείχε εναλλαγή επιβεβαιώνοντας έτσι τη θεωρία του Garrett (2008) περί αναλογικής επέκτασης. Ο Albright (2005: 23-25) κάνει επίσης λόγο για κάποιους επιπλέον παράγοντες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγήσουν σε κάποιο βαθμό την παραδειγματική ομοιομορφία [honor] [hon:oris] οι οποίοι έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία και οι οποίοι δεν παίζουν ωστόσο κάποιο ρόλο στην ανάλυσή του. Αυτοί οι παράγοντες είναι οι εξής τρεις: (α) Η συχνότητα εμφάνισης ενός αλλόμορφου μέσα στο κλιτικό παράδειγμα. Έχει προταθεί ότι η αλλαγή του [hono:s] σε [honor] προκλήθηκε από το γεγονός ότι όλοι οι τύποι του παραδείγματος εκτός από την Ονομαστική Ενικού περιείχαν [r]. Ο Albright (2005: 23) αποκαλεί αυτή την υπόθεση «υπόθεση του κανόνα της πλειοψηφίας». Ωστόσο όπως τονίζει ο Albright (ό.π.) δεν είναι ξεκάθαρο ότι η παραδειγματική ομοιομορφία καθοδηγείται από τον κανόνα της πλειοψηφίας καθώς έχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις όπου το αλλόμορφο ενός και μόνου τύπου επεκτάθηκε στους υπόλοιπους τύπους του παραδείγματος (δηλ. στην πλειοψηφία), ενώ επίσης υπάρχουν πολλά άλλα ονοματικά κλιτικά παραδείγματα όπου η Ονομαστική, ενώ είχε διαφορετικό θεματικό αλλόμορφο από το υπόλοιπο παράδειγμα, δεν υπέστη παραδειγματική ομοιομορφία (π.χ. [iter] [itineris] δρόμος Ονομ./Γενικ. Ενικού). (β) Η συχνότητα εμφάνισης των διαφορετικών μελών ενός κλιτικού παραδείγματος. Ο Mańczak (1958, όπως αναφέρεται στον Albright 2005: 24) υποστήριζε πως οι λιγότερο συχνοί τύποι ενός κλιτικού παραδείγματος συχνά ξαναχτίζονται με βάση τους πιο συχνά εμφανιζόμενους τύπους του παραδείγματος. Πράγματι, η πλειοψηφία των λατινικών λέξεων που επηρεάστηκαν από την αναλογική επέκταση του [r] στην Ονομαστική όπως συνέβη με τη λέξη [honor] αποτελούν άψυχα ή αφηρημένα ονόματα τα οποία σαφώς είναι λιγότερο συνηθισμένα στην Ονομαστική σε σχέση με τις άλλες πτώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο τύπος της Ονομαστικής τέτοιων λέξεων να είναι πολύ λιγότερο συνηθισμένος από τους τύπους των υπόλοιπων πτώσεων και έτσι να ξαναχτίζεται με βάση αυτούς. (γ) Η σημασιολογική «φυσικότητα» διαφορετικών ονομάτων σε διαφορετικές πτώσεις. Η σημασιολογία ορισμένων λεξημάτων τα καθιστά πιο «φυσικά» σε συγκεκριμένες πτώσεις απ ότι σε άλλες. Ωστόσο η φυσικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται στη συχνότητα εμφάνισης που εξετάσαμε ανωτέρω [(β)] η οποία είναι ευκολότερο να μετρηθεί από την αφηρημένη έννοια της «φυσικότητας». 14
2.4. Διφορούμενη παραδειγματική ομοιομορφία Αναφορικά με τη βάση της αναλογικής αλλαγής και κατ επέκταση την κατεύθυνση της παραδειγματικής ομοιομορφίας, ο Tiersma (1978) κάνει λόγο για περιπτώσεις στις οποίες η παραδειγματική ομοιομορφία ακολουθεί και τις δύο πιθανές κατευθύνσεις. Δηλαδή σε κάποια παραδείγματα/λέξεις το αλλόμορφο Α αποτελεί τη βάση της αναλογικής επέκτασης, ενώ σε άλλα το αλλόμορφο Β είναι το βασικό. Αυτό το είδος διφορούμενης παραδειγματικής ομοιομορφίας (bidirectional levelling) βασίζεται κατά τον Tiersma σε κανόνες συσχετισμού (relational rules) οι οποίοι συσχετίζουν ένα λεξικό στοιχείο με κάποιο άλλο, αντί να παράγουν μια επιφανειακή μορφή από μια υποκείμενη αναπαράσταση. Αυτό συμβαίνει επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις τόσο το αλλόμορφο Α όσο και το Β αποτελούν κατά περίπτωση τη βάση της επέκτασης, άρα τόσο το Α όσο και το Β πρέπει να εισάγονται ξεχωριστά στο λεξικό. Ως παράδειγμα δίνει ρήματα της Γαλλικής που παλαιότερα εμφάνιζαν αλλομορφική εναλλαγή μεταξύ διφθόγγων και μονοφθόγγων όπως ήταν τα aimeamons και coeuvre-couvrons. Στο πρώτο εξ αυτών έχουμε την εφαρμογή παραδειγματικής ομοιομορφίας προς όφελος του διφθόγγου (aime-aimons), ενώ στο δεύτερο τη βάση για την παραδειγματική ομοιομορφία αποτέλεσε ο μονόφθογγος (couvre-couvrons). Ένα άλλο δείγμα διφορούμενης παραδειγματικής ομοιομορφίας αφορά την ύπαρξη εναλλαγής μέσα σε κάποια κλιτικά παραδείγματα της Παλαιάς Αγγλικής ανάμεσα σε ουρανικά και υπερωϊκά σύμφωνα (π.χ. boc vs beċ book, η τελεία (.) πάνω από ένα σύμφωνο συμβολίζει την ουράνωση). Οι εναλλαγές αυτές υπέστησαν παραδειγματική ομοιομορφία άλλοτε προς όφελος των υπερωϊκών συμφώνων (π.χ. wyrċan work) και άλλοτε προς όφελος των ουρανικών (π.χ. diċ ditch). Η άποψη του Tiersma για τη διφορούμενη παραδειγματική ομοιομορφία συμφωνεί με την άποψη του Hudson (1974, όπως αναφέρεται στον Tiersma 1978: 71), ότι δηλαδή μια μη-παραγωγική εναλλαγή πρέπει να αντιμετωπίζεται είτε μέσω της υποκατάστασης είτε μέσω της λεξικής αναπαράστασης. Έτσι ο καταλληλότερος τρόπος για να διαχειριστούμε τη διφορούμενη παραδειγματική ομοιομορφία κατά τον Tiersma είναι θεωρώντας πως έχουμε δύο βάσεις (αλλόμορφα) για την αναλογική επέκταση και άρα δύο διαφορετικές λεξικές αναπαραστάσεις. Οι δύο αυτές βασικές μορφές πρέπει να θεωρηθούν ως παγιωμένοι (frozen) τύποι που σχετίζονται μεταξύ τους έχοντας αμφότεροι εισαχθεί στο λεξικό και όχι να θεωρηθεί πως ο ένας αποτελεί την υποκείμενη αναπαράσταση (βάση της επέκτασης) και ο άλλος τον επιφανειακό (παραγόμενο) τύπο. Κατά τον Tiersma, το γεγονός ότι πρέπει να εισάγονται στο λεξικό όλα τα αλλόμορφα που συνδέονται μεταξύ τους μέσω των κανόνων συσχετισμού οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη διφορούμενη παραδειγματική ομοιομορφία εξηγεί το λόγο για τον οποίο οι μορφές αυτές μαθαίνονται με δυσκολία. 15
3. Περιπτώσεις παραδειγματικής ομοιομορφίας στις νεοελληνικές διαλέκτους 3.1. Κατωϊταλιώτικες διάλεκτοι Πριν πούμε οτιδήποτε για τις κατωϊταλιώτικες διαλέκτους (την Γκρίκο που ομιλείται στην περιοχή της Απουλίας & την Γκρεκάνικο που ομιλείται στην περιοχή της Καλαβρίας), μια εξαιρετικά χρήσιμη για την ανάλυση που θα ακολουθήσει παρατήρηση είναι ότι οι εν λόγω διάλεκτοι υπό την επίδραση της Ιταλικής δεν διαθέτουν καθόλου τελικά σύμφωνα. Όπως αναφέρει η Κατσογιάννου (1996: 328), μελετώντας τις κατωϊταλιώτικες διαλέκτους γίνεται άμεσα αντιληπτή η εξέλιξη ενός γλωσσικού συστήματος με πτώσεις προς ένα σύστημα χωρίς πτώσεις. Δηλαδή στις εν λόγω διαλέκτους παρατηρείται «μια έντονη τάση του συστήματος προς την ομοιομορφία ένας αυξημένος βαθμός συγκρητισμού με εξαίρεση τους ενδείκτες αριθμού και γένους». Με άλλα λόγια, η μορφολογική απλοποίηση του συστήματος προσβάλλει περισσότερο τη διάκριση των πτώσεων και λιγότερο τις διακρίσεις γένους και αριθμού. Η Κατσογιάννου (ό.π.) αποδίδει αυτή τη μορφολογική απλοποίηση καταρχάς στην κοινωνιογλωσσολογική κατάσταση των ανωτέρω διαλέκτων, δεδομένου ότι αποτελούν γλώσσες υπό εξαφάνιση λόγω της επικράτησης μιας άλλης κυρίαρχης γλώσσας της Ιταλικής καθώς ως γνωστόν υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό θάνατο και τη μορφολογική απλοποίηση ή τη συρρίκνωση των γλωσσικών συστημάτων γενικότερα (Katsoyannou 1995: 542, Μαλικούτη-Drachman 2000: 24) 7. Ωστόσο η Κατσογιάννου (1996: 328) δεν αποκλείει το ενδεχόμενο στη μορφολογική αυτή απλοποίηση να αντανακλάται επίσης η γενικότερη τάση απλοποίησης των κλιτικών σχημάτων που χαρακτηρίζει συνολικά την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας (βλ. Ενότητα 1.2.). Η μορφολογική υποχώρηση μιας νεοελληνικής διαλέκτου λόγω του γλωσσικού της θανάτου, ο οποίος προκαλείται από την επικράτηση μιας ξένης γλώσσας, είναι ιδιαίτερα εμφανής και σε άλλες διαλέκτους όπως την Καππαδοκική, η οποία υποχωρεί υπό την επίδραση της Τουρκικής (βλ. Ενότητα 3.4) και τη διάλεκτο της Αγχιάλου (σημ. Πομόριε Βουλγαρίας), η οποία αντικαθίσταται σταδιακά από τη Βουλγαρική. Κατά την Poromanska (1995: 296-297), λόγω της απόστασης που χώριζε πάντοτε τη νεοελληνική διάλεκτο της Αγχιάλου από τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας και λόγω της συρρίκνωσης των διαλέκτων γενικά, η συγκεκριμένη διάλεκτος έχει απλοποιηθεί σε σχέση με την κοινή τόσο λεξιλογικά όσο και μορφολογικά (κλιτικά). Παρουσιάζει δηλαδή φτωχότερο λεξιλόγιο και απλοποιημένο κλιτικό σύστημα. Τα ουσιαστικά διακρίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις από δύο μόνο καταλήξεις, της Ονομαστικής Ενικού για όλο τον ενικό 7 Για τη θνησιγλωσσία των κατωϊταλιώτικων διαλέκτων λόγω της επαφής τους με την επίσημη Ιταλική και τα τοπικά ρωμανικά ιδιώματα βλ. Προφίλη (1999). 16
και της Ονομαστικής Πληθυντικού για όλο τον πληθυντικό π.χ. η θεατέρα (Εν.) οι θεατέρες (Πληθ.), ο άνθρωπος (Εν.) οι ανθρώπ (Πληθ.). Το πώς ο γλωσσικός θάνατος και η επικράτηση μιας ξένης γλώσσας οδηγούν στη μορφολογική απλοποίηση του γλωσσικού συστήματος μιας διαλέκτου διαφαίνεται εάν εξετάσουμε τη μαζική υιοθέτηση ρωμανικών δανείων στις κατωϊταλιώτικες διαλέκτους και πως αυτά τα δάνεια επιδρούν στην εξέλιξη του κλιτικού συστήματος των διαλέκτων. Κατά την Κατσογιάννου (1996: 335) η σημαντικότερη συνέπεια από την υιοθέτηση δανείων είναι ότι μαζί με τις δάνειες λέξεις εισάγονται στη γλώσσα και νέα γραμματικά πρότυπα και πιο συγκεκριμένα το μη-πτωτικό πρότυπο των ρωμανικών γλωσσών. Τα παραδείγματα αυτού του φαινομένου που δίνει η Κατσογιάννου (ό.π.) είναι τα εξής: (α) η αντικατάσταση της Γενικής πτώσης από προθετική φράση είναι πιθανότερη στις ονοματικές φράσεις που περιέχουν δάνειες απ ότι σε εκείνες που περιέχουν ελληνικές λέξεις π.χ. an du gúrpi ήτοι «της αλεπούς» (κυριολεκτικά «από την αλεπού») (από τη λέξη gurpi «αλεπού» της καλαβριανής διαλέκτου) και (β) τα δάνεια αρσενικού γένους μπορούν να ενσωματωθούν μορφολογικά στο κλιτικό σύστημα της διαλέκτου ή να χρησιμοποιηθούν στην πρωτότυπη μορφή τους όπως απαντώνται στη γλώσσα-πηγή. Έτσι συναντάμε διτυπίες όπως η Αιτιατική Πληθυντικού tu parentu (μορφολογικά ενσωματωμένο) ή tu parénti (μη-ενσωματωμένο μορφολογικά) ήτοι «τους συγγενείς» από την ιταλική λέξη parenti («συγγενείς»). Έτσι παρατηρούμε πως με τη χρήση των μη-ενσωματωμένων πρωτότυπων τύπων σε /-i/ εξαλείφεται η μορφολογική διάκριση Ονομαστικής και Αιτιατικής Πληθυντικού, η οποία ειδάλλως διατηρείται όταν χρησιμοποιούνται οι ενσωματωμένες εκδοχές των ανωτέρω δάνειων λέξεων (π.χ. tu parentu). Επίσης τα δάνεια επίθετα δεν ενσωματώνονται πάντα στα κλιτικά παραδείγματα των ελληνικών επιθέτων και συχνά παρουσιάζονται σαν μη-πτωτικά μέρη του λόγου διακρίνοντας μόνο τον ενικό από τον πληθυντικό αριθμό π.χ. Ενικ. antsiáno Πληθ. antsiáni (από το ιταλικό anziano «ηλικιωμένος»), ενώ η Κατσογιάννου (1996: 337) τονίζει πως αντίστοιχοι κανόνες αρχίζουν να εμφανίζονται και στην κλίση κάποιων ελληνικών επιθέτων όπως αυτών των οποίων το αρσενικό δεν λήγει σε /-ο/ π.χ. poɖí «πολύς». Επίσης η Κατσογιάννου (ό.π.) διακρίνει τα προσδιοριστικά του ονόματος σε οριστικά, δεικτικά, αοριστολογικά και ερωτηματικά και αναφέρει πως εκτός από το οριστικό άρθρο το οποίο κλίνεται κανονικά, η Γενική έχει εκλείψει από τα υπόλοιπα προσδιοριστικά και δηλώνεται στο λόγο με προθετική φράση, ενώ το αόριστο άρθρο και το αοριστολογικό καμbόσοι εμφανίζονται ως άκλιτα. Αναφερόμενη στο ονοματικό κλιτικό σύστημα της Γκρεκάνικο, η Κατσογιάννου (1996: 329) εξηγεί πως τα ουσιαστικά εμφανίζουν διαφορετικό αριθμό τύπων ανάλογα με το γένος. Έτσι τα θηλυκά τυπικά διαθέτουν συνολικά τρεις τύπους, έναν για τον ενικό και δύο για τον πληθυντικό, για παράδειγμα έχουμε φωνή (Ον. Γεν. Αιτ. Ενικ.), φωνέ (Ον. Αιτ. Πληθ.), φωνώ (Γεν. Πληθ.) και σπορά (Ον. 17
Γεν. Αιτ. Ενικ.), σπορέ (Ον. Αιτ. Πληθ.), σπορώ (Γεν. Πληθ.). Μια υποκατηγορία θηλυκών που εμφανίζει τέσσερις τύπους (δύο για τον ενικό και δύο για τον πληθυντικό) είναι εκείνη η οποία διατηρεί ίχνη της αρχαίας κλίσης των θηλυκών με Γενική Ενικού σε ος π.χ. αίγα (Ον. Αιτ. Ενικ.), αιγό (Γεν. Ενικ.), αίγε (Ον. Αιτ. Πληθ.), αιγώ (Γεν. Πληθ.). Ωστόσο η δεύτερη αυτή υποκατηγορία θηλυκών διαθέτει ελάχιστα μέλη (π.χ. θυγατέρα, αλουπούδα, γυναίκα), ενώ συχνά αυτά τα λεξήματα-μέλη αλλάζουν κλιτική τάξη και κλίνονται όπως μια παραγωγικότερη κλιτική τάξη θηλυκών, σχηματίζοντας τη Γενική Ενικού σε α(ς) όπως η σπορά ανωτέρω και αποτελούμενα συνεπώς από συνολικά τρεις τύπους (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πίνακας 16). Τα ουδέτερα περιέχουν όπως και στην ΚΝΕ τέσσερις τύπους, δύο για κάθε αριθμό. Έτσι έχουμε για παράδειγμα νερό (Ον. Αιτ. Ενικ.), νερού (Γεν. Ενικ.), νερά (Ον. Αιτ. Πληθ.), νερώ (Γεν. Πληθ.) και κρασί (Ον. Αιτ. Ενικ.), κρασίου (Γεν. Ενικ.), κρασία (Ον. Αιτ. Πληθ.), κρασίω (Γεν. Πληθ.). Η κλίση των αρσενικών διαθέτει τη πλουσιότερη μορφολογική διαφοροποίηση, παρουσιάζοντας πέντε διαφορετικούς τύπους, καθώς τα αρσενικά είναι τα μόνα ονόματα που διακρίνουν την Ονομαστική Πληθυντικού από την Αιτιατική Πληθυντικού. Σε αυτό βέβαια συμβάλλει όπως θα δούμε στη συνέχεια και η αλλαγή κλιτικής τάξης στον πληθυντικό των αρσενικών σε ας και ης (2 η κατά Ράλλη 2005 κλιτική τάξη) και η εισχώρησή τους στην κλίση των αρσενικών σε ος (1 η κατά Ράλλη 2005 κλιτική τάξη). Έτσι έχουμε για παράδειγμα μύλο (Ον. Αιτ. Ενικ.), μύλου (Γεν. Ενικ.), μύλοι (Ον. Πληθ.), μύλω (Γεν. Πληθ.), μύλου (Αιτ. Πληθ.) και άνdρα (Ον. Αιτ. Ενικ.), ανdρού (Γεν. Ενικ.), άνdροι (Ον. Πληθ.), ανdρώ (Γεν. Πληθ.), άνdρου (Αιτ. Πληθ.). Η Κατσογιάννου (1996: 331) θεωρεί τα ετερογενή ονόματα της Γκρεκάνικο δηλαδή τα ονόματα που αλλάζουν γένος στον πληθυντικό αριθμό ως ξεχωριστή κατηγορία η οποία εμφανίζει την απλούστερη κλίση από όλες τις κατηγορίες ονομάτων, καθώς συχνά εκλείπει η Γενική Πληθυντικού, με αποτέλεσμα να έχουμε μονάχα δύο τύπους, έναν για τον ενικό και έναν για τον πληθυντικό π.χ. παππού (Ον. Γεν. Αιτ. Ενικ.), παππούδια (Ον. Αιτ. Πληθ.), γραμbό (Ον. Γεν. Αιτ. Ενικ.), γραμbούδια (Ον. Αιτ. Πληθ.) (< γαμπρός). Η εξήγηση που δίνω για την απουσία της Γενικής Πληθυντικού από τα ανωτέρω ουσιαστικά είναι διότι ο πληθυντικός τους αποτελείται από έναν υποκοριστικό τύπο και ως γνωστόν όπως και στην ΚΝΕ άλλωστε τα υποκοριστικά (π.χ. αγγελούδι, κοπελούδι) δεν διαθέτουν Γενική Πληθυντικού. Συνοψίζοντας την ανάλυση που προηγήθηκε η οποία βασίστηκε κυρίως στην περιγραφή της Γκρεκάνικο από την Κατσογιάννου (1996), παρατηρούμε πως η μορφολογική διάκριση Ονομαστικής και Αιτιατικής με εξαίρεση την Αιτιατική Πληθυντικού των αρσενικών έχει εκλείψει, τα επίθετα και οι αντωνυμίες εξελίσσονται σταδιακά σε μη-πτωτικά μέρη του λόγου και λιγοστεύουν οι τύποι της γενικής η οποία συχνά αντικαθίστανται στο λόγο από προθετικές φράσεις. 18
Όλα αυτά κατά την Κατσογιάννου (1996: 340) μας δείχνουν πώς ένα πτωτικό γλωσσικό σύστημα εξελίσσεται σταδιακά σε μη-πτωτικό, δηλαδή έχουμε τη «ρωμανοποίηση» της Ελληνικής στη Νότια Ιταλία. Οι ανωτέρω παρατηρήσεις για το ονοματικό κλιτικό σύστημα της Γκρεκάνικο ισχύουν με ελάχιστες μόνο παραλλαγές και για την έτερα κατωϊταλιώτικη διάλεκτο, την Γκρίκο. Η άποψή μου είναι πως για την ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία που παρατηρείται σε όλα τα κλιτικά παραδείγματα των κατωϊταλιώτικων διαλέκτων και κυρίως στα υποπαραδείγματα του ενικού των αρσενικών της 2 ης κατά Ράλλη (2005) κλιτικής τάξης και των θηλυκών της 3 ης κατά Ράλλη (2005) κλιτικής τάξης (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πίνακες 16-18) οφείλεται το φωνολογικό χαρακτηριστικό των διαλέκτων αυτών που εξαλείφει τα τελικά σύμφωνα /s/ και /n/ από όλες τις λέξεις. Οι δύο προαναφερθείσες κατηγορίες ονομάτων υπάγονται στην πρώτη κατά τον Καραναστάση (1997) κλίση των ουσιαστικών, η οποία αποτελείται από ισοσύλλαβα αρσενικά σε -α(ς) και -η(ς) καθώς επίσης από ισοσύλλαβα θηλυκά σε -α και -η. Εξαίρεση στην ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία που παρατηρείται κατά την κλίση αυτών των ονομάτων στον ενικό αριθμό αποτελεί η μη-αναμενόμενη (μη-συγκρητική) Γενική Ενικού ουσιαστικών όπως ο ќιούρη (κύρης) του ќιουρού, ο μάστορα του μαστόρου και ο άνdρα του ανdρού, την οποία αργότερα (βλ. Ενότητα 4) θα αποδώσω στη διαπαραδειγματική ομοιομορφία που επικρατεί ανάμεσα στα αρσενικά ουσιαστικά των κατωϊταλιώτικων διαλέκτων. Επιπλέον, όλα τα αρσενικά ονόματα των κατωϊταλιώτικων διαλέκτων έχουν τη γενικότερη τάση να μεταβάλλουν την κλίση τους στον πληθυντικό και να αφομοιώνονται στην κλίση των αρσενικών ουσιαστικών σε -ο(ς) (1 η κλιτική τάξη κατά Ράλλη 2005) (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πίνακες 17 & 18) έτσι πραγματώνεται η διαπαραδειγματική ομοιομορφία στις εν λόγω διαλεκτικές ποικιλίες. Η εξήγηση που δίνει η Melissaropoulou (2011: 32) για την ανωτέρω αλλαγή κλιτικής τάξης (η οποία σημειωτέον παρατηρείται σε πολλές άλλες νεοελληνικές διαλέκτους π.χ. Ποντιακή, διάλεκτος Λιβισίου, βόρεια ιδιώματα κ.ά) είναι ότι η πιο συχνά απαντώμενη κλιτική τάξη και άρα η αμαρκάριστη (σε όρους Haspelmath 2006, όπως αναφέρεται στη Melissaropoulou ό.π.) για τα αρσενικά της Ελληνικής είναι η 1 η κλιτική τάξη (αρσενικά σε ος). Επομένως η διαπαραδειγματική ομοιομορφία για τα αρσενικά έχει την κατεύθυνση: 2 η κλιτική τάξη 1 η κλιτική τάξη, και επηρεάζει (χρησιμοποιώντας τα λόγια της Melissaropoulou 2011: 33) «το μαρκαρισμένο υποπαράδειγμα μιας μαρκαρισμένης κατηγορίας» (δηλαδή τον πληθυντικό της 2 ης κλιτικής τάξης). Σημειωτέον ότι η αντίστροφη κατεύθυνση διαπαραδειγματική ομοιομορφίας δηλαδή ονόματα της 1 ης κλιτικής τάξης να κλίνονται στον πληθυντικό κατά τη 2 η 19
κλιτική τάξη δεν παρατηρείται σε καμία νεοελληνική διάλεκτο (βλ. Melissaropoulou 2011: 33). Αυτό κατά την ανωτέρω ερευνήτρια συμβαίνει για δύο λόγους: Πρώτον επειδή το υποπαράδειγμα πληθυντικού της 2 ης κλιτικής τάξης είναι ίδιο με εκείνο των θηλυκών της 3 ης (κατά Ράλλη 2005) κλιτικής τάξης π.χ. θάλασσα θάλασσες, θαλασσών. Δεύτερον, η 1 η κλιτική τάξη δεν εμφανίζει συστηματική θεματική αλλομορφία σε αντίθεση με τη 2 η κλιτική τάξη η οποία την εμφανίζει, είτε αυτή είναι φωνηεντική (Χα/η ~ Χ π.χ. μαθητη- ~ μαθητ-) είτε συμφωνική (με το στοιχείο δ π.χ. παπουδ- ~ παππου-). Με άλλα λόγια, κατά τη Melissaropoulou (2011: 34), οι λόγοι που οδηγούν στη διαπαραδειγματική ομοιομορφία προς όφελος του πληθυντικού υποπαραδείγματος της 1 ης κλιτικής τάξης είναι: (α) τα πιο συχνά και παραγωγικότερα κλιτικά παραδείγματα (1 η Κ.Τ.) τείνουν να γενικεύονται εις βάρος των λιγότερο συχνών και παραγωγικών (2 η Κ.Τ.) και (β) τα κλιτικά παραδείγματα που μαρκάρουν ξεκάθαρα μια κατηγορία όπως είναι τα αρσενικά ονόματα και μπορούν να παραχθούν με απλό τρόπο (1 η Κ.Τ.) τείνουν να γενικεύονται εις βάρος εκείνων των παραδειγμάτων που είναι διφορούμενα (π.χ. που μαρκάρουν τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά ονόματα) ή που εξαρτώνται από περίπλοκες εναλλαγές όπως είναι η θεματική αλλομορφία, δηλαδή εις βάρος των (μαρκαρισμένων) παραδειγμάτων που περιπλέκουν το σύστημα (2 η Κ.Τ.). Επίσης, όπως αναφέρει η Melissaropoulou (2011: 32 (20) ) αν και η διαπαραδειγματική ομοιομορφία επηρεάζει όπως είδαμε το υποπαράδειγμα του πληθυντικού των αρσενικών, σε λίγες περιπτώσεις επεκτείνεται και στη Γενική Ενικού, όπως δηλαδή συμβαίνει με τις Γενικές του ќιουρού, του μαστόρου, του ανdρού που ανέφερα προηγουμένως για τις κατωϊταλιώτικες διαλέκτους. 3.2. Βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα Ως η σημαντικότερη διχοτόμηση των νεοελληνικών ιδιωμάτων θεωρείται εκείνη του Χατζιδάκι (1892, 1905: 251) ανάμεσα σε βόρεια και νότια ιδιώματα. Ο διαχωρισμός αυτός έγινε ανάμεσα στα ιδιώματα που εμφανίζουν κώφωση των άτονων /e/ & /o/ και αποβολή των άτονων /i/ & /u/ (βόρεια ιδιώματα) και εκείνα τα ιδιώματα που δεν εμφανίζουν τα ανωτέρω δύο φωνολογικά χαρακτηριστικά (νότια ιδιώματα). Έχει επισημανθεί ωστόσο από πολλούς μελετητές, καθώς και από τον ίδιο το Χατζιδάκι (1905: 260), ότι στα βόρεια ιδιώματα δεν έχουν καθολική ισχύ οι δύο ανωτέρω κύριοι νόμοι του βορείου φωνηεντισμού. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Χατζιδάκι (1905: 260) μπορούμε να πούμε ότι «τα φαινόμενα ταύτα δεν έχουν αναπτυχθεί εξίσου εις όλα τα μέρη. Ούτω, π.χ. χώραι τίνες φαίνονται υστερούσαι πως εν τη αναπτύξει, άλλαι δε μάλλον προκεχωρηκυίαι». Έτσι τα βόρεια ιδιώματα διασπώνται εν συνεχεία σε ιδιώματα με αυστηρό βόρειο φωνηεντισμό («κατεξοχήν» βόρεια ιδιώματα όπως της Λέσβου, Θεσσαλίας, Σάμου, Β. Εύβοιας κ.ά.) και ιδιώματα με λιγότερο αυστηρό βόρειο φωνηεντισμό 20
(«ημιβόρεια» ιδιώματα όπως της Σκύρου, Γράμμου, Ανατ. Θράκης κτλ), στα τελευταία από τα οποία τυπικά αποβάλλονται μόνο τα άτονα φωνήεντα /i/ & /u/ αλλά δεν υφίστανται στένωση τα άτονα /e/ & /o/ π.χ. γ ρολόγος, κ βέdες (βλ. Κοντοσόπουλο, 2006: 111-114). Εκτός από τα προαναφερθέντα φωνολογικά φαινόμενα καθώς και πλήθος άλλων, τα βόρεια ιδιώματα χαρακτηρίζονται επίσης από ποικιλία μορφολογικών φαινομένων, ένα εκ των οποίων είναι και η παραδειγματική ομοιομορφία (τόσο ενδοπαραδειγματική όσο και διαπαραδειγματική) του ονοματικού τους συστήματος, η οποία προκύπτει εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, τόσο μορφολογικών όσο και φωνολογικών. Ας δούμε ακολούθως τα είδη αυτά της παραδειγματικής ομοιομορφίας που χαρακτηρίζει τα βόρεια ιδιώματα και τα φαινόμενα που οδήγησαν στην εμφάνισή της. 3.2.1. Εξαφάνιση και μορφολογική ταύτιση πτώσεων Δύο φαινόμενα που απαντώνται συχνά στα βόρεια ιδιώματα είναι η μορφολογική ταύτιση (συγκρητισμός) Ονομαστικής και Αιτιατικής Πληθυντικού και η εξαφάνιση της Γενικής Πληθυντικού (βλ. π.χ. το ιδίωμα της Θάσου, Τομπαΐδης 1967, της Λήμνου, Παπαδόπουλος 1927 κ.ά). Όπως φαίνεται στους Πίνακες 1&2 (βλ. Παράρτημα), η Γενική Πληθυντικού δεν υφίσταται (δεν πραγματώνεται μορφολογικά) στο θεσσαλικό ιδίωμα και το ιδίωμα της Θάσου καθώς και σε πλήθος άλλων βορείων ιδιωμάτων (Σάμου, Σκοπέλου, Μακεδονίας, Α. Θράκης κ.ά.). Συνήθως η έννοιά της δηλώνεται περιφραστικά στο λόγο, όπως για παράδειγμα γίνεται στο θεσσαλικό γλωσσικό ιδίωμα όπου αντικαθίσταται από την πρόθεση από και την Αιτιατική Πληθυντικού π.χ. τα τουμάρια απ τα πρόβατα («τα τομάρια των προβάτων»). Το ανωτέρω φαινόμενο μαζί με τη μορφολογική σύμπτωση (συγκρητισμό) Ονομαστικής και Αιτιατικής Πληθυντικού λόγω της επικράτησης του τύπου της Ονομαστικής και στην Αιτιατική που χαρακτηρίζει πολλά βόρεια ιδιώματα, έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός μόνο τύπου για όλες τις πτώσεις του πληθυντικού αριθμού (ενδοπαραδειγματική ομοιομορφία). Το δεύτερο από τα ανωτέρω δύο φαινόμενα (δηλαδή η ταύτιση Ονομαστικής και Αιτιατικής Πληθυντικού) είναι εμφανέστερο στα λεγόμενα τρικατάληκτα ουσιαστικά όπως το λύκος (βλ. τη διπλή ταξινόμηση των ουσιαστικών σε δικατάληκτα/ τρικατάληκτα που πρότεινε ο Μπαμπινιώτης, 1979: 117-125), τα οποία στην ΚΝΕ διαφοροποιούν μορφικά την Ονομαστική από την Αιτιατική Πληθυντικού, και όχι στα δικατάληκτα (π.χ. παιδί), τα οποία εξάλλου δεν διαφοροποιούν μορφικά την Ονομαστική και την Αιτιατική ούτε στην ΚΝΕ παρά μόνο διακρίνουν Γενική-μη Γενική (με εξαίρεση τα αρσενικά δικατάληκτα σε ης/ ας, όπου έχουμε τη διάκριση Ονομαστική-μη Ονομαστική στον ενικό αριθμό). Όπως αναφέρει ο Καβουκόπουλος (1989: 21