Ο Δαβίδ μεταφέρει την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ, έργο του Domenico Gargiulo. Αριθμός Τεύχους: (9) 1
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ Ένα ζήτημα που απασχόλησε και πάντοτε θα απασχολεί τη θεολογική σκέψη και αναζήτηση είναι αυτό της θεοδικίας. Θεμελιώδους σημασίας για κάθε θρησκεία ή φιλοσοφική θεωρία ήταν και συνεχίζει να είναι η προσπάθεια να απαντηθεί επαρκώς το ερώτημα πώς ο Θεός επιτρέπει να επικρατεί στον κόσμο το κακό όπως και αν αυτό εκδηλώνεται. Είναι πράγματι εκπληκτικό το πόσο διαφέρουν μεταξύ τους οι προσεγγίσεις που επιχειρούν οι άνθρωποι για να λύσουν ή ορθότερα να εκλογικεύσουν το μυστήριο της θεοδικίας. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο συναντούμε τη Νέμεση. Η θεότητα αυτή, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει, με τη δράση της κρατούσε σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ήταν το σύμβολο της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη, όπου αυτό απαιτούνταν. Το κακό που προκαλούσαν οι άνθρωποι είτε με την αλαζονεία τους είτε με τις αδικίες τους, με την μεσολάβηση της θεότητας αυτής, τους οδηγούσε στην δική τους καταστροφή και τιμωρία. Με άλλα λόγια η αρχαία ελληνική σκέψη προσπαθεί δια της προτάσεως της να αποτρέψει την κακότητα και την αδικία στον κόσμο επιβεβαιώνοντας πως οι συνέπειες γι αυτούς που αδικούν θα είναι τραγικές. Γιατί, όμως, οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων επιτρέπουν την επικράτηση του κακού; Γιατί άνθρωποι που δεν φταίνε σε τίποτα υποφέρουν; Τι ισχύει με το κακό που δεν προέρχεται από ανθρώπους αλλά από εξωγενείς παράγοντες όπως τα φυσικά φαινόμενα; Αυτά είναι μόνο λίγα από τα ερωτήματα που μπορούν να προκύψουν από εδώ και πέρα. 2
Στην εξόχως ενδιαφέρουσα ινδική σκέψη γεννάται μια θεωρία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχαιότατη διαίρεση των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις (κάστες). Οι 4 κάστες που τελικά επικράτησαν στην Ινδία ήταν: (α) των Βραχμάνων, που εκπροσωπούσαν το ιερατείο, (β) των πολεμιστών και ευγενών, (γ) των εμπόρων και γεωργών και (δ) των εργατών που ήταν και η υποδεέστερη. Επειδή οι άνθρωποι της τελευταίας τάξης γίνονταν αποδέκτες ποικίλων αδικιών και ανισοτήτων παγιώθηκε η θρησκευτική άποψη ότι για τη θέση που κατέχει ο καθένας στην παρούσα ζωή είναι αποκλειστικά υπεύθυνος ο ίδιος και συνεπώς δεν δικαιούται ούτε να αντιδρά ούτε να διαμαρτύρεται. Το θεωρητικό υπόβαθρο της πίστης αυτής είναι η θεωρία περί μετενσαρκώσεων σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος βρίσκεται σήμερα στην θέση που ο ίδιος εξασφάλισε για τον εαυτό του διάγοντας έναν ηθικό ή ανήθικο βίο στην προηγούμενή του ζωή. Την παραπάνω θέση υιοθέτησαν και διατήρησαν έως σήμερα οι θρησκευτικές κινήσεις τόσο του Τζαϊνισμού όσο και του πιο γνωστού μας Βουδισμού. Στον Χριστιανισμό τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό που ταιριάζει στο τελειότερο θεϊκό δημιούργημα. Ο Χριστιανισμός διακηρύττει πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένα πρόσωπο ανεπανάληπτο στην ευθύγραμμη (και όχι κυκλική) εξέλιξη της ιστορικής πραγματικότητας. Δεν είναι έρμαιο μιας ανακύκλησης των πάντων ώστε βασανιζόμενος να γεννιέται και να πεθαίνει πολλάκις σ ένα κόσμο που είναι από τη φύση του κακός. Αν αποδεχθούμε, όμως, την πρόταση του Χριστιανισμού ότι ο κόσμος δεν είναι από τη φύση του κακός αυτομάτως θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί μέσα σ αυτών πολλές φορές οι συνάνθρωποί μας αδικούνται, πτωχεύουν, αντιμετωπίζουν σοβαρά προσωπικά ή οικογενειακά προβλήματα, γεννιούνται και ζουν στην εξαθλίωση. Είναι τόσος ο πόνος γύρω μας που ο Νίτσε φαινομενικά μοιάζει να δικαιώνεται όταν αναφωνεί: «Δεν υπάρχει Θεός», «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια για πάντα το γεγονός, ότι ο άνθρωπος είναι μόνος του», «Ο Θεός πέθανε». 3
Η λογική διαδρομή του Νίτσε επιδέχεται δύο αναγνώσεις. Σύμφωνα με την πρώτη η ταλαιπωρίες και οι κακουχίες που υφίστανται άνθρωποι ανεύθυνοι για τα δεινά που τους συμβαίνουν είναι απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός ή τουλάχιστον ο αγαθός, φιλάνθρωπός και ελεήμων Θεός που λατρεύουν οι Χριστιανοί. Μια δεύτερη, όμως, ανάγνωση επιβεβαιώνει πως είναι παιδαριώδες λάθος να προσπαθεί κάποιος να επιλύσει το πρόβλημα της θεοδικίας μέσω της λογικοποίησης των πάντων. Είναι ένα λάθος που δικαιούνται να το κάνουν μόνο αυτοί που επιθυμούν να αποδείξουν, με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν, πως δεν υπάρχει τελικά Θεός. Η λύση στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν μπορεί να δοθεί με τρόπο γνωστικό και σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική. Όσοι προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν κατά τον τρόπο αυτό οδηγούνται, όπως είδαμε, στην απόγνωση ίσως και την άρνηση της ύπαρξης του Θεού ή του ενδιαφέροντός Του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η ψυχή μπορεί να αναπαυθεί μόνο δια της πίστεως στον ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού και στην προοπτική της μέλλουσας Βασιλείας Του. Τόσο ο αδικημένος άνθρωπος όσο και αυτός που βασανίζεται βλέποντας την αδικία γύρω του δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό μπορεί να αποδεχθεί την σχετικότητα του χρόνου και να επαναπροσδιορίσει την βαρύτητα των αρνητικών, κατά τα φαινόμενα, γεγονότων της ζωής του προτού αυτά τον συνθλίψουν ολοκληρωτικά. «Τον Θεό δεν Τον ενδιαφέρει αυτή η ζωή, αλλά η άλλη», έλεγε ο γέροντας Παΐσιος και επισήμαινε: «ο καλός Θεός με τις δοκιμασίες παιδαγωγεί σαν καλός πατέρας τα παιδιά Του, από αγάπη, από θεία καλοσύνη, και όχι από κακότητα ούτε από κοσμική, νομική δικαιοσύνη, αλλά γιατί θέλει να επιστρέψουν κοντά Του». «Όταν δεν περνάει ο άνθρωπος καμία δοκιμασία, είναι σαν μία εγκατάλειψη του Θεού. Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει». «Ο πόνος του Θεού για τους ανθρώπους που βασανίζονται έχει συγχρόνως και χαρά για την ουράνια αμοιβή που τους έχει ετοιμάσει». Οι σκέψεις αυτές που είναι γεμάτες από βαθειά πίστη στη σοφία, το έλεος και την αγάπη του Θεού ας ειρηνεύουν τις ψυχές μας ενώπιον του μυστηρίου των θλίψεων και των ποικίλων δοκιμασιών. 4
Η λέξη διαθήκη απαντάται πολλές φορές τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Το σημασιολογικό της περιεχόμενο παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον ενώ και το θεολογικό εύρος της θα πρέπει να αποτελεί κτήμα κάθε χριστιανού. Θα πρέπει εξ αρχής να καταστεί σαφές πως ο όρος «διαθήκη» αρχικά δεν προσδιόριζε τη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων αλλά τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Έτσι διαθήκες ήταν οι συμφωνίες ανάμεσα σε ομάδες ή άτομα ίσα μεταξύ τους με σκοπό την παροχή αλληλοβοήθειας. Οι διαθήκες, όμως, μπορούσαν να είναι και άνισες συμβάσεις, όπου ο ισχυρός υπόσχεται την προστασία του στον αδύνατο, ενώ αυτός υποχρεώνεται να τον υπηρετήσει. Πάνω σ αυτή την βάση ο λαός του Ισραήλ χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο για να απεικονίσει τη σχέση του με το Θεό. Στο Σινά ο απελευθερωμένος πλέον από τη δουλεία των Αιγυπτίων λαός του Ισραήλ σύναψε συνθήκη με το Θεό. Αυτή η συνθήκη δεν ήταν μια συμφωνία μεταξύ ίσων. Ο Θεός ήταν αυτός που αποφάσισε χάριν της αγάπης του για τον άνθρωπο να συνάψει σύμφωνο φιλίας με τον Ισραήλ θέτοντας παράλληλα και τους όρους του συμφώνου αυτού. Έκτοτε ο λαός του Ισραήλ φυλάσσει τις πλάκες του Νόμου στην λεγόμενη «κιβωτό της διαθήκης» που ήταν ένα μικρό κιβώτιο που θύμιζε σε όλους την γενόμενη συμφωνία με τον Θεό. Στα χωρία της Καινής Διαθήκης η λέξη διαθήκη καταγράφεται τριάντα τρεις (33) φορές και περιλαμβάνεται και στις τέσσερις διηγήσεις του Μυστικού Δείπνου. Η νέα διαθήκη εγκαθιδρύθηκε από τον Κύριο Ιησού Χριστό και επισφραγίστηκε με το πάθος και την σταυρική του θυσία. Σημειώνεται δε πως από τα τριάντα τρία (33) χωρία της Καινής Διαθήκης όπου απαντάται ο όρος διαθήκη τα δεκαεπτά (17) βρίσκονται στην προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (ποσοστό άνω του 50%) γεγονός που φανερώνει την εξοικείωση των Εβραίων με τον συγκεκριμένο όρο. 5
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ «ΔΙΑΘΗΚΗ» ΣΤΑ ΚΑΙΝΟΔΙΑΘΗΚΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Ως «η τελευταία του ανθρώπου οικειοθελής διάταξη»: ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ (3, 15). Ως «συμφωνία συνθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων περιέχουσα από μέρους του Θεού επαγγελίες»: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ (1, 72). Ως «συμφωνία συνθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων περιέχουσα από μέρους των ανθρώπων καθήκοντα»: ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (7, 8). Ως «συμφωνία συνθήκη» μεταξύ Θεού και ανθρώπων με τη μεσιτεία του Κυρίου Ιησού»: ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ (7, 22). Ως «συμφωνία συνθήκη» μεταξύ Θεού και ανθρώπων κατά τους προ Χριστού χρόνους (με τον Αβραάμ, τον Μωυσή κλπ.)»: ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ (9, 4). Επίσης, απαντώνται χωρία όπου: Γίνεται παραλληλισμός της μωσαϊκής και χριστιανικής διαθήκης: ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ (4, 24), η χριστιανική διαθήκη καλείται Καινή Διαθήκη: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (26, 28), η χριστιανική διαθήκη καλείται Κρείττων Διαθήκη: ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ (7, 22). Σημειώνεται ότι: η παλαιά διαθήκη συμφωνία σφραγίζονταν δια αίματος (ο Μωυσής μετά την διακήρυξη των εντολών του νόμου ερράντισε με αίμα τράγων και μόσχων το βιβλίο του νόμου τα τελετουργικά σκεύη και τον λαό): ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ (9, 20), η καινή διαθήκη συμφωνία σφραγίζεται δια του αίματος του Κυρίου: ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α (11, 25), και μετωνυμικά: η παλαιά διαθήκη = τα βιβλία της παλαιάς διαθήκης: Στην ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β (3, 14). Το προηγούμενο τεύχος τυπώθηκε τον Νοέμβριο του 2009 και διατέθηκε σε 100 αντίτυπα. Το παρόν τεύχος είναι αφιερωμένο στους συναδέρφους μου Δημήτριο, Ιωάννη και Κλήμη. Αλεπλιώτης Αναστάσιος Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ e-mail: aaleplio@past.auth.gr 6