Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Με σχολιασμούς ειδικά εφαρμόσιμους στην Ψυχιατρική Έκδοση 2013 Το 1973, ο Αμερικάνικος Ψυχιατρικός Οργανισμός (APA) εξέδωσε την πρώτη έκδοση Οι Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας με Σχολιασμούς Ειδικά Εφαρμόσιμους στην Ψυχιατρική. Ακολούθως, σε αναθεωρήσεις που έχουν εκδοθεί, το Διοικητικό Συμβούλιο του APA και η Συνέλευση APA, έχουν εγκρίνει επιπρόσθετους σχολιασμούς. Τον Ιούλιο του 1980, ο Αμερικάνικος Ιατρικός Οργανισμός (AMA) ενέκρινε μία νέα έκδοση του Οι Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας (η πρώτη αναθεώρηση από το 1957), και η Επιτροπή Δεοντολογίας APA 1 ενσωμάτωσε πολλούς από τους σχολιασμούς της στο νέο Αρχές, το οποίο οδήγησε στην έκδοση του 1981 και σε ακόλουθες αναθεωρήσεις. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει τροποποιήσεις στις Αρχές εγκεκριμένες από τον AMA το 2001. Πρόλογος Όλοι οι γιατροί πρέπει να ασκούν το επάγγελμα τους σύμφωνα με τον ιατρικό κώδικα δεοντολογίας όπως εκτίθεται στο Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας του Αμερικανικού Ιατρικού Οργανισμού. Μια σύγχρονη έκφραση αυτών των δηλώσεων έχει βρεθεί στο Απόψεις και Εκθέσεις του Συμβουλίου για τη Δεοντολογία και τις Δικαστικές Υποθέσεις του Αμερικάνικου Ιατρικού Οργανισμού. 2 Οι Ψυχίατροι πρέπει να έχουν αυστηρά υπόψιν τους αυτές τις δηλώσεις. 3 Παρόλα αυτά, αυτές οι γενικές υποδείξεις μερικές φορές είναι δύσκολο να προσαρμοστούν στην ψυχιατρική, για αυτό επιπλέον σχολιασμοί στις βασικές αρχές προσφέρονται σε αυτό το αρχείο. Ενώ οι ψυχίατροι έχουν τους ίδιους στόχους όπως όλοι οι γιατροί, υπάρχουν ειδικά δεοντολογικά προβλήματα στην ψυχιατρική πρακτική τα οποία διαφέρουν από άλλα δεοντολογικά προβλήματα σε διαφορετικούς κλάδους της ιατρικής πρακτικής, ακόμη 1 Η Επιτροπή περιελάμβανε τους Herbert Klemmer, M.D., Chairperson, Miltiades Zaphiropoulos, M.D., Ewald Busse, M.D., John R. Saunders, M.D., and Robert McDevitt, M.D. J. Brand Brickman, M.D., William P. Camp, M.D., and Robert A. Moore, M.D., ως συμβούλους της Επιτροπής Δεοντολογίας APA 2 Πρόσφατες Απόψεις με Σχολιασμούς του Συμβουλίου για τη Δεοντολογία και τις Δικαστικές Υποθέσεις, Σικάγο, Αμερικάνικος Ιατρικός Οργανισμός, 2002-2003. 3 Κεφάλαιο 7, στην Ενότητα 1 από τους Κανονισμούς του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Οργανισμού ( έκδοση Μαΐου 2003) επισημαίνεται, Όλα τα μέλη του Οργανισμού πρέπει να δεσμεύονται με τον κώδικα δεοντολογίας του ιατρικού επαγγέλματος. Όπως επισημαίνονται στο Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας του Αμερικανικού Ιατρικού Οργανισμού και στο Οι Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας με Σχολιασμούς Ειδικά Εφαρμόσιμους στην Ψυχιατρική. Στην ερμηνεία αυτή των Κανονισμών, υπάρχει η άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου του APA ότι σε καμία περίπτωση ακόμη και όταν δεν ασκεί το επάγγελμα, δεν εξαιρείται ο γιατρός από την ευθύνη να τηρεί τις Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας.
Και όταν οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες. Οι σχολιασμοί δεν είναι σχεδιασμένοι απόλυτα και θα αναθεωρούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα έτσι ώστε να είναι εφαρμόσιμοι σε σύγχρονες πρακτικές και προβλήματα. Παρακάτω παρατίθενται οι Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας του AMA, διατυπωμένες εξ ολοκλήρου, και παρακάτω κάθε αρχή διατυπωμένη ξεχωριστά μαζί με ένα σχολιασμό ειδικά εφαρμοσμένο στην ψυχιατρική. Προοίμιο Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας Αμερικάνικος Ιατρικός Οργανισμός Το ιατρικό επάγγελμα έχει συνεισφέρει κατά πολύ σε ένα σύνολο δεοντολογικών απόψεων ανεπτυγμένων πρωτίστως προ όφελος του ασθενούς. Ως μέλος αυτού του επαγγέλματος, ένας γιατρός πρέπει να φέρει ευθύνη πρώτα από όλα και κυρίως για τον ασθενή, όσο και για την κοινωνία, για άλλους επαγγελματίες υγείας και για τον ίδιο. Οι παρακάτω Αρχές από τον Αμερικάνικο Ιατρικό Οργανισμό δεν αποτελούν νόμους, αλλά πρότυπα συμπεριφοράς που καθορίζουν τα ουσιώδη της έντιμης συμπεριφοράς για ένα γιατρό. Ενότητα 1 Ένας γιατρός οφείλει να είναι αφοσιωμένος στο να παρέχει ικανή ιατρική φροντίδα, με συμπόνια και σεβασμό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Ενότητα 2 Ένας γιατρός οφείλει να στηρίζει τα πρότυπα του επαγγελματισμού, να είναι ειλικρινής σε όλες τις επαγγελματικές του αλληλεπιδράσεις, και να προσπαθεί να αναφέρει γιατρούς οι οποίοι έχουν ανάρμοστο χαρακτήρα ή συμπεριφορά, είτε συμμετέχουν σε απάτη ή εξαπάτηση, σε βάρος κατάλληλων φορέων. Ενότητα 3 Ένας γιατρός οφείλει να σέβεται το νόμο και επίσης να αναγνωρίζει ότι έχει ευθύνη να αναζητεί αλλαγές για εκείνες τις απαιτήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τα ενδιαφέροντα του ασθενούς. Ενότητα 4 Ένας γιατρός οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα του ασθενούς, των συναδέλφων, και των άλλων επαγγελματιών υγείας, και πρέπει να διαφυλάσσει τις εκμυστηρεύσεις και το απόρρητο του ασθενούς εντός των ορίων του νόμου. Ενότητα 5 Ένας γιατρός οφείλει να μελετά, να εφαρμόζει, και να προάγει επιστημονική γνώση, δεσμευμένος στην ιατρική εκπαίδευση, κάνοντας διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες στους ασθενείς, στους συναδέλφους, και στο κοινό, και να χρησιμοποιεί τις δεξιότητες άλλων επαγγελματιών της υγείας όπου υποδεικνύεται. Ενότητα 6 Ένας γιατρός οφείλει, στα πλαίσια της κατάλληλης παροχής φροντίδας στον ασθενή, και εκτός απο περιστάσεις έκτακτης ανάγκης, να είναι είναι ελεύθερος ως προς το ποιον εξυπηρετεί, με ποιους συνεργάζεται, και ως προς το περιβάλλον στο οποίο παρέχεται ιατρική φροντίδα.
Ενότητα 7 Ένας γιατρός οφείλει να αναγνωρίζει πως έχει ευθύνη στο να συμμετέχει σε δραστηριότητες που συμβάλουν στην βελτίωση της κοινότητας και της δημόσιας υγείας. Ενότητα 8 Ένας γιατρός, εφόσον ενδιαφέρεται για έναν ασθενή, είναι υπεύθυνος για αυτόν σαν να είναι υψίστης σημασίας. Ενότητα 9 Ένας γιατρός οφείλει να υποστηρίζει την πρόσβαση στην υγεία για όλους τους ανθρώπους. Αρχές με Σχολιασμούς Παρακάτω παρατίθενται οι Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας του AMA, διατυπωμένες εξ καθεμία ξεχωριστά μαζί με ένα σχολιασμό ειδικά εφαρμοσμένο στην ψυχιατρική. Προοίμιο Το ιατρικό επάγγελμα έχει συνεισφέρει κατά πολύ σε ένα σύνολο δεοντολογικών απόψεων ανεπτυγμένων πρωτίστως προ όφελος του ασθενούς. Ως μέλος αυτού του επαγγέλματος, ένας γιατρός πρέπει να φέρει ευθύνη πρώτα από όλα και κυρίως για τον ασθενή, όσο και για την κοινωνία, για άλλους επαγγελματίες υγείας και για τον ίδιο. Οι παρακάτω Αρχές από τον Αμερικάνικο Ιατρικό Οργανισμό δεν αποτελούν νόμους, αλλά πρότυπα συμπεριφοράς που καθορίζουν τα ουσιώδη της έντιμης συμπεριφοράς για ένα γιατρό. 4 Ενότητα 1 Ένας γιατρός οφείλει να είναι αφοσιωμένος στο να παρέχει ικανή ιατρική φροντίδα, με συμπόνια και σεβασμό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. 1. Ένας ψυχίατρος δεν πρέπει να ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες εκμεταλλευόμενος τον ασθενή. Ένας ψυχίατρος πρέπει να είναι πάντα προσεκτικός σχετικά με το αντίκτυπο που έχει η συμπεριφορά του πάνω στα όρια της σχέσης γιατρού-ασθενή, και επιπλέον αναφορικά με την ευημέριας του ασθενούς. Αυτές οι απαιτήσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές λόγω της ιδιωτικής, της ιδιαίτερα προσωπικής, και μερικές φορές της έντονης συναισθηματικής φύσης της σχέσης που διαμορφώνεται με τον ψυχίατρο. 2. Ένας ψυχίατρος δεν πρέπει να σύμφωνος με οποιαδήποτε είδος πολιτικής που αποκλείει, απομονώνει, ή εξευτελίζει την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε ασθενούς εξαιτίας της καταγωγής του, της εθνικότητας του, του φύλου, του θρησκεύματος, της ηλικίας, της κοινωνικοοικονομικής του τάξης, ή του σεξουαλικού του προσανατολισμού. 4 Δηλώσεις στα ιταλικά πάρθηκαν κατευθείαν από τις Αρχές της Ιατρικής Δεοντολογίας, του Αμερικανικού Ιατρικού Οργανισμού.
3. Σε σχέση με τις απαιτήσεις του νόμου και την αποδεκτή ιατρική πρακτική, είναι δεοντολογικό για ένα γιατρό να υποβάλλει της δουλειά του σε αξιολόγηση από ομότιμους, στην απόλυτη αρχή του ιατρικού προσωπικού και τη διοίκηση του νοσοκομείου. Σε περίπτωση διαφωνίας, η δεοντολογία του γιατρού προβλέπει τα ακόλουθα βήματα: α. Να κάνει έφεση από το ιατρικό προσωπικό για μια επιτροπή κοινής συνέντευξης, συμπεριλαμβανομένων των μελών της επιτροπής ιατρικού προσωπικού και της επιτροπής της διοίκησης. Σε αυτή την έφεση, ο ψυχίατρος μπορεί να απαιτήσει να ληφθούν υπόψη και εξωτερικές απόψεις. β. Έφεση στο διοικητικό σώμα απευθείας γ. Έφεση σε κρατικές υπηρεσίες που έχουν την ευθύνη του νοσοκομείου αν, στην συγκεκριμένη πολιτεία, ασχολούνται με θέματα επαγγελματικής επάρκειας και ποιότητας της φροντίδα δ. Να επιχειρήσει να εκπαιδεύσει τους συναδέλφους μέσα από ανάπτυξη ερευνητικών εργασιών και δεδομένων και μέσα από παρουσίασης σε επαγγελματικές συναντήσεις και επαγγελματικά ταξίδια ε. Να αναζητήσει αποζημίωση από τοπικά δικαστήρια, ίσως μέσω ασφαλιστικών μέτρων απέναντι στο διοικητικό σώμα. στ. Η δημόσια εκπαίδευση ενός ψυχιάτρου με δεοντολογικούς κώδικες, δεν προτάσσει εφέσεις βασιζόμενες αποκλειστικά στο συναίσθημα, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζονται με επαγγελματικό τρόπο και χωρίς εκμετάλλευση των ασθενών μέσα από μαρτυρίες. 4. Ένας ψυχίατρος δεν πρέπει να πάρει μέρος σε μια νόμιμη εξουσιοδοτημένη εκτέλεση. Ενότητα 2 Ένας γιατρός οφείλει να στηρίζει τα πρότυπα του επαγγελματισμού, να είναι ειλικρινής σε όλες τις επαγγελματικές του αλληλεπιδράσεις και να προσπαθεί να αναφέρει γιατρούς οι οποίοι έχουν ανάρμοστο χαρακτήρα ή συμπεριφορά, είτε συμμετέχουν σε απάτη ή εξαπάτηση, σε βάρος κατάλληλων φορέων. 1. Η απαίτηση σύμφωνα με την οποία ο γιατρός συμπεριφέρεται με ευπρέπεια ως προς το επάγγελμα του και σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής του, είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση του ψυχιάτρου επειδή ο ασθενής τείνει να συγκροτεί τη συμπεριφορά του με βάση την συμπεριφορά του ψυχιάτρου, μέσω την προσωποποίησης. Επιπλέον, η απαραίτητη ένταση της θεραπευτικής σχέσης μπορεί να τείνει να ενεργοποιήσει σεξουαλικές ή άλλες ανάγκες και φαντασιώσεις από την πλευρά τόσο του ασθενούς όσο και του ψυχιάτρου, μειώνοντας την αντικειμενικότητα που είναι απαραίτητη για τον έλεγχο. Επιπροσθέτως, η εγγενής ανισότητα της σχέσης γιατρού-ασθενή μπορεί να οδηγήσει σε εκμετάλλευση του ασθενούς. Η σεξουαλική δραστηριότητα με ένα τωρινό ή πρώην ασθενή είναι αντιδεοντολογική. 2. Ένας ψυχίατρος πρέπει επιμελώς να προσέχει τις πληροφορίες που παρέχονται από τον ασθενή και μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, και δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την απόλυτη εξουσία που του προσφέρει η ψυχοθεραπευτική κατάσταση για να εμπνεύσει με οποιοδήποτε, μη σχετικό με τους θεραπευτικούς στόχους, τρόπο τον ασθενή. 3. Ένας ψυχίατρος που ασκεί τακτικά το επάγγελμά του έξω από τα πλαίσια της επαγγελματικής του ικανότητας θα πρέπει να θεωρείται αντιδεοντολογικός. Ο Προσδιορισμός της επαγγελματικής
επάρκειας θα πρέπει να γίνεται από πίνακες αξιολόγησης από ομότιμους ή άλλους κατάλληλους φορείς. 4. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους ψυχιάτρους οι οποίοι, λόγω ψυχικής ασθένειας, μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ευημερία των ασθενών τους και τη δική τους φήμη και επιστημονικές πρακτικές. Είναι δεοντολογικό, ακόμη και ενθαρρύνεται, για ένα άλλο ψυχίατρο να παρέμβει σε αυτές τις περιπτώσεις. 5. Οι ψυχιατρικές υπηρεσίες, όπως όλες οι ιατρικές υπηρεσίες, παρέχονται στο πλαίσιο μιας συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του ασθενούς και του γιατρού. Οι διατάξεις της συμβατικής συμφωνίας, οι οποίες είναι δεσμευτικές για το γιατρό όσο και για τον ασθενή, θα πρέπει να καθοριστούν ρητά. 6. Είναι δεοντολογικό για τον ψυχίατρο να κάνει μια χρέωση για μια χαμένη ώρα ραντεβού, όταν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συμβατικής συμφωνίας με τον ασθενή. Η χρέωση για μια χαμένη ώρα ραντεβού ή για μία η οποία δεν ακυρώνεται 24 ώρες πριν αν δεν χρειάζεται, από μόνη της, μπορεί να θεωρηθεί αντιδεοντολογική, εάν ο ασθενής έχει ενημερωθεί πλήρως ότι ο γιατρός θα κάνει μια τέτοια επιβάρυνση. Δεν θα πρέπει όμως να καταφεύγει σε τέτοιες πρακτικές παρά σπάνια ενώ θα πρέπει να επιδεικνύεται ο μεγαλύτερος σεβασμός για τον ασθενή και τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται. 7. Μία συμφωνία σύμφωνα με την οποία ένας ψυχίατρος που παρέχει εποπτεία ή διοίκηση σε άλλους ιατρούς ή παρα-ιατρικούς επαγγελματίες η πληρωμή του με βάση ένα ποσοστό από την αμοιβή τους ή το ακαθάριστο εισόδημά τους, δεν είναι αποδεκτή. Αυτό θα αποτελούσε διασπαστική χρέωση. Σε μια ομάδα επαγγελματιών, ή μια διεπιστημονική ομάδα, είναι δεοντολογικό για τον ψυχίατρο να λαμβάνει εισόδημα για τη διοίκηση, την έρευνα, την εκπαίδευση, ή τη συμβουλευτική. Αυτό θα πρέπει να βασίζεται σε μια αμοιβαία συμφωνία αμοιβής ή μισθού, ανοιχτή σε επαναδιαπραγμάτευση, όταν κατά τη διάρκεια του χρόνου επέρχεται αλλαγή στη ζήτηση. (Βλέπε επίσης τμήμα 5, σχολιασμοί 2, 3, και 4.) Ενότητα 3 Ένας γιατρός πρέπει να σέβεται το νόμο και να αναγνωρίζει επίσης την ευθύνη να επιδιώξει αλλαγές σε συνθήκες οι οποίες είναι αντίθετες προς το βέλτιστο συμφέρον του ασθενούς. 1. Φαίνεται αυτονόητο ότι ένας ψυχίατρος ο οποίος είναι ένας νόμος-διακόπτης μπορεί να είναι δεοντολογικά ακατάλληλος να ασκήσει το επάγγελμά του. Όταν τέτοιες παράνομες δραστηριότητες έχουν να κάνουν άμεσα με την πρακτική του, αυτό θα ήταν προφανώς η περίπτωση. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, παράνομες δραστηριότητες όταν αυτές αφορούν στο δικαίωμά του να διαμαρτυρηθεί για την κοινωνική αδικία, δεν μπορούν να βάλλουν την εικόνα του ψυχιάτρου ή την ικανότητα του συγκεκριμένου ψυχίατρο να θεραπεύσει τους ασθενείς του δεοντολογικά και καλά. Αν και καμία επιτροπή ή συμβούλιο δε θα μπορούσε να αποφανθεί από πριν ότι κάθε παράνομη δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιδεοντολογική, είναι κατανοητό ότι ένα άτομο θα μπορούσε να παραβιάσει ένα νόμο χωρίς να είναι ένοχος επαγγελματικά αντιδεοντολογικής συμπεριφορά. Οι γιατροί δε χάνουν το δικαίωμα το δικαίωμα του πολίτη με την είσοδο τους στο επάγγελμα της ιατρικής 2. Σε περίπτωση που δεν απαγορεύεται ρητά από τους τοπικούς νόμους που διέπουν την ιατρική πρακτική, η πρακτική του βελονισμού από ψυχίατρο, δεν είναι αντιδεοντολογική per se. Ο ψυχίατρος πρέπει να έχει επαγγελματική επάρκεια στη χρήση του βελονισμού. Ή, αν αυτός ή αυτή έχει την εποπτεία της χρήσης του βελονισμού από παρα-ιατρικούς επαγγελματίες, αυτός ή αυτή θα πρέπει να παρέχει την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση. (Βλέπε επίσης Ενότητα 5, σχολιασμοί 3 και 4.)
Ενότητα 4 Ο ιατρός πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα των ασθενών, των συναδέλφων και των άλλων επαγγελματιών υγείας, και πρέπει να διασφαλίζει την ιδιωτική ζωή και το απόρρητο του ασθενούς, στο πλαίσιο των περιορισμών του νόμου. 1. Τα Ψυχιατρικά αρχεία, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αυτών που ταυτοποιούν ένα πρόσωπο ως ασθενή, πρέπει να προστατεύονται με μεγάλη προσοχή. Η Εχεμύθεια είναι απαραίτητη στην ψυχιατρική θεραπεία. Αυτό βασίζεται εν μέρει στην ειδική φύση της ψυχιατρικής θεραπείας, καθώς και στην παραδοσιακή δεοντολογική σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Η αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα των ασθενών και τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις της ηλεκτρονικής μηχανογράφησης, του εξοπλισμού αναπαραγωγής σε πανομοιότυπα καθώς και οι τράπεζες δεδομένων, θέτουν τη διάδοση των εμπιστευτικών πληροφοριών σε αυξανόμενο κίνδυνο. Λόγω της ευαίσθητης και ιδιωτικής φύσης των πληροφοριών με τις οποίες ο ψυχίατρος ασχολείται, αυτός ή αυτή πρέπει να είναι προσεκτικός στις πληροφορίες που αυτός ή αυτή επιλέγει να αποκαλύψει σε άλλους για έναν ασθενή. Η ευημερία του ασθενούς πρέπει να είναι σε συνεχή φροντίδα. 2. Ένας ψυχίατρος μπορεί να αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο με την άδεια του ασθενούς ή με την κατάλληλη νομική πίεση. Το διαρκές καθήκον του ψυχιάτρου για την προστασία του ασθενούς περιλαμβάνει την πλήρη ενημέρωσή του για την έννοια της παραίτησης του προνομίου της ιδιωτικής ζωής. Αυτό μπορεί να γίνει ένα πρόβλημα όταν ο ασθενής αποτελεί αντικείμενο έρευνας από ένα δημόσιο οργανισμό, υποβάλλει αίτηση για μια θέση, ή εμπλέκεται σε δικαστικές ενέργειες. Οι ίδιες αρχές ισχύουν για την αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν τη θεραπεία με ιατρικά τμήματα των κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών επιχειρήσεων, των εργατικών συνδικάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί εμπιστευτικά για τους ασθενείς στις υπηρεσίες υγείας των φοιτητών, δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των φοιτητών. 3. Οι κλινική θεραπεία και τα άλλα μέσα που χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία και τη συγγραφή, πρέπει να είναι αλλοιωμένα επαρκώς, προκειμένου να διατηρηθεί η ανωνυμία των προσώπων που εμπλέκονται. 4. Η δεοντολογική ευθύνη της τήρησης της εχεμύθειας ισχύει εξίσου για τις συναντήσεις στις οποίες ο ασθενής μπορεί να μην ήταν παρών και στις οποίες ο συμβουλεύων δεν ήταν γιατρός. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο σύμβουλος ιατρός θα πρέπει να προειδοποιήσει τον συμβουλεύων για καθήκον της εχεμύθειας. 5. Δεοντολογικά, ο ψυχίατρος μπορεί να αποκαλύψει μόνο τις πληροφορίες που είναι σχετικές με μια δεδομένη κατάσταση. Αυτός ή αυτή θα πρέπει να αποφεύγουν να παρουσιάζουν μία υπόθεση ως γεγονός. Ευαίσθητα δεδομένα, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου ή το φαντασιωσικό του υλικό είναι συνήθως περιττά. 6. Οι ψυχίατροι συχνά καλούνται να εξετάσουν τα άτομα για λόγους ασφαλείας, για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα τους για διάφορες θέσεις εργασίας, και να καθοριστεί η νομική τους ικανότητα. Ο ψυχίατρος πρέπει να περιγράφει πλήρως τη φύση και το σκοπό καθώς και την απουσία εμπιστευτικότητας της εξέτασης στο εξεταζόμενο κατά την έναρξη της εξέτασης.
7. Ο ψυχίατρος πρέπει να ασκεί προσεκτική κρίση, όταν περιλαμβάνονται κατά περίπτωση, οι γονείς ή ο κηδεμόνας στη θεραπεία του ανηλίκου. Την ίδια στιγμή, ο ψυχίατρος πρέπει να διασφαλίζει στον ανήλικο κατάλληλη εχεμύθεια. 8. Όταν, κατά την κλινική κρίση του θεράποντος ψυχίατρου, εμφανίζεται περίπτωση κινδύνου τον οποίο θεωρεί σημαντικό, ο ψυχίατρος μπορεί να αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες του αποκαλύπτονται από τον ασθενή. 9. Όταν ο ψυχίατρος διατάσσεται από το δικαστήριο να αποκαλύψει εκμυστηρεύσεις που του έγιναν από ασθενείς του, αυτός ή αυτή μπορεί να συμμορφωθεί ή αυτός / αυτή μπορεί διαφωνήσει με το νομικό πλαίσιο. Όταν ο ψυχίατρος είναι υπό αμφισβήτηση, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο δικαίωμα του ασθενούς στην εχεμύθεια και, κατ 'επέκταση, στην άρτια θεραπεία. Ο ψυχίατρος πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ανάγκη δημοσιοποίηση/ αποκάλυψη. Σε περίπτωση που η ανάγκη για νομική αποκάλυψη αποδεικνύεται από το δικαστήριο, ο ψυχίατρος μπορεί να ζητήσει το δικαίωμα να αποκαλύψει μόνο τις πληροφορίες που είναι σχετικές με το νομικό ζήτημα. 10. Με το βλέμμα στην αξιοπρέπεια και την προστασία της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και έχοντας την απόλυτη συγκατάθεσή του, είναι δεοντολογικό να παρουσιαστεί ο ασθενής σε μια επιστημονική συνάντηση, εάν η εμπιστευτικότητα της παρουσίασης είναι κατανοητή και αποδεκτή από το κοινό. 11. Είναι δεοντολογικό να παρουσιάσει έναν ασθενή ή πρώην ασθενή σε δημόσια συγκέντρωση ή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μόνο εάν ο ασθενής είναι πλήρως ενημερωμένος για τη μόνιμη απώλεια της εμπιστευτικότητας, είναι ικανός να αποφασίσει για τον εαυτό του και συναινεί εγγράφως, χωρίς καταναγκασμό. 12. Όταν συμμετέχει σε χρηματοδοτούμενες έρευνες, ο ψυχίατρος ενημερώνει για λόγους δεοντολογικούς τους συμμετέχοντες για την πηγή της χρηματοδότηση, διατηρεί το δικαίωμα να αποκαλύψει δεδομένα και αποτελέσματα και σέβεται όλες τις αρμόζουσες και σύγχρονες κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με την προστασία των ανθρώπινων υποκειμένων. 13. Δεοντολογικά ζητήματα στην ιατρική πρακτική αποκλείουν την ψυχιατρική αξιολόγηση κάθε προσώπου που κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις, πριν από την επαφή του με τον νομικό του σύμβουλο. Η μόνη εξαίρεση είναι η παροχή φροντίδας στο άτομο με μοναδικό σκοπό την ιατρική περίθαλψη. 14. Η σεξουαλική σχέση μεταξύ ενός μέλους ΔΕΠ ή επόπτη και ενός εκπαιδευόμενου ή φοιτητή, σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να προκύψει κατάχρηση εξουσίας, παίρνει συχνά πλεονέκτημα των ανισοτήτων στη σχέση εργασίας και μπορεί να είναι αντιδεοντολογικό, διότι: α. Οποιαδήποτε θεραπεία ασθενούς που εποπτεύεται μπορεί να επηρεαστεί επιβλαβώς. β. Μπορεί να βλάψει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή. γ. Οι εκπαιδευτικοί είναι σημαντικά επαγγελματικά πρότυπα για τους εκπαιδευόμενους και μπορεί να επηρεάσει τους μελλοντική επαγγελματική συμπεριφορά των εκπαιδευόμενων. Ενότητα 5 Ένας γιατρός θα συνεχίσει να σπουδάζει, να εφαρμόζει, και να προωθεί την επιστημονική γνώση, να διατηρεί τη δέσμευση για την ιατρική εκπαίδευση, να παρέχει σχετικές πληροφορίες στους ασθενείς, τους συναδέλφους, και το κοινό, να λαμβάνει συμβουλές, και να χρησιμοποιεί τις γνώσεις άλλων επαγγελματιών υγείας, όταν ενδείκνυται.
1. Οι ψυχίατροι έχουν την ευθύνη της δικής τους συνεχούς εκπαίδευσης και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι δικοί τους το γεγονός ότι θα είναι για αυτούς μια ζωή μάθησης. 2. Στην πρακτική της ειδικότητας του, ο ψυχίατρος συμβουλεύει, συνεταιρίζεται, συνεργάζεται, ή ενσωματώνει το έργο του με εκείνο πολλών επαγγελματιών, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολόγων, ψυχομετρητών, κοινωνικών λειτουργών, συμβούλων αλκοολισμού, συμβούλων γάμου, νοσοκόμες δημόσιας υγείας, και τα συναφή. Επιπλέον, η φύση της σύγχρονης ψυχιατρικής πρακτικής επεκτείνει τις επαφές της και σε άλλους επαγγελματίες, όπως δασκάλους, επιμελητές ανηλίκων, δικηγόρους, κοινωνικούς λειτουργούς, εθελοντών, και βοηθών της γειτονιάς Στην παραπομπή ασθενών για τη θεραπεία, την παροχή συμβουλών, ή την αποκατάσταση από κάποιον από τους παραπάνω επαγγελματίες, ο ψυχίατρος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο συνεργαζόμενος επαγγελματίας ή παρα-επαγγελματίας είναι αναγνωρισμένο μέλος της δικής του ειδικότητας και είναι κατάλληλος για την εργασία που απαιτείται ως θεραπευτική. Ο ψυχίατρος πρέπει να έχει την ίδια στάση απέναντι στα μέλη του ιατρικού επαγγέλματος στο οποίο αυτός ή αυτή παραπέμπει τους ασθενείς. Κάθε φορά που αυτός ή αυτή έχει λόγους να αμφιβάλλει για την εκπαίδευση, τις δεξιότητες, ή τα δεοντολογικά προσόντα του συνεργαζόμενου επαγγελματία, ο ψυχίατρος δεν πρέπει να παραπέμπει υποθέσεις του / της. 3. Όταν ο ψυχίατρος αναλαμβάνει μια συνεργασία ή τον εποπτικό ρόλο ενός άλλου εργαζόμενου της ψυχικής υγείας, αυτός ή αυτή θα πρέπει να δαπανήσει αρκετό χρόνο για να διασφαλιστεί ότι δίνεται η απαραίτητη προσοχή και φροντίδα. Είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα του ασθενούς και στην ίδια την φροντίδα των ασθενών, αν ο ψυχίατρος επιτρέπει στον εαυτό του / της για να χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικό. 4. Στις σχέσεις μεταξύ ψυχιάτρων και εχόντων άδεια άσκησης επαγγέλματος ψυχολόγων, ο γιατρός δεν θα πρέπει να αναθέσει στον ψυχολόγο ή, σε κάποιο άλλο επαγγελματία που δεν είναι γιατρός, θέματα που απαιτούν την άσκηση της επαγγελματικής ιατρικής κρίσης. 5. Ο ψυχίατρος πρέπει να συμφωνήσει στο αίτημα του ασθενούς να τον συμβουλευτεί ή σε αίτημα από την οικογένεια ανίκανου νομικά ασθενή ή ανήλικου ασθενή. Ο ψυχίατρος μπορεί να προτείνει πιθανούς συμβούλους, αλλά θα πρέπει να δοθεί στον ασθενή ή την οικογένεια ελεύθερη επιλογή του συμβούλου. Αν ο ψυχίατρος αποδοκιμάζει τα επαγγελματικά προσόντα του συμβούλου ή εάν υπάρχει διαφορά απόψεων που ο κύριος θεραπευτής δεν μπορεί να επιλύσει, αυτός ή αυτή μπορεί, μετά από κατάλληλη ειδοποίηση, να αποσυρθεί από την υπόθεση. Εάν αυτή η διαφωνία συμβαίνει μέσα σε ένα θεσμικό όργανο ή οργανισμό πλαίσιο, οι διαφορές πρέπει να επιλύονται με τη μεσολάβηση ή διαιτησία της ανώτερης επαγγελματικής αρχή εντός του οργάνου ή του οργανισμού. Ενότητα 6 Ένας γιατρός πρέπει, στην παροχή κατάλληλης φροντίδας των ασθενών, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων, να είναι ελεύθερος να επιλέξει ποιον θα εξυπηρετήσει, με ποιους θα συνεργαστεί, και σε ποιο περιβάλλον θα παρέχει ιατρική περίθαλψη. 1. Οι γιατροί γενικά συμφωνούν ότι η σχέση ιατρού-ασθενή είναι παράγοντας ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας του ασθενούς και η διατήρηση των βέλτιστων συνθηκών για την ανάπτυξη ισχυρής σχέσης εργασίας μεταξύ γιατρού και ασθενούς του ή της θα πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων σκέψεων. Η επαγγελματική ευγένεια μπορεί να οδηγήσει σε κακή ψυχιατρική φροντίδα για τους γιατρούς και τις οικογένειές τους, λόγω αμηχανίας εξαιτίας της έλλειψης ενός ολοκληρωμένου δούναι και λαβείν συμβολαίου.
2. Ένας δεοντολογικό ψυχίατρος μπορεί να αρνηθεί την παροχή ψυχιατρικής θεραπείας σε πρόσωπο το οποίο, κατά τη γνώμη του ψυχιάτρου, δεν μπορεί να διαγνωστεί με ψυχική ασθένεια που επιδέχεται ψυχιατρικής θεραπείας. Ενότητα 7 Ένας γιατρός θα πρέπει να αναγνωρίσει την ευθύνη να συμμετέχει σε δραστηριότητες που συμβάλλουν στη βελτίωση της κοινωνίας και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας. 1. Οι ψυχίατροι πρέπει να ενισχύσουν τη συνεργασία εκείνων που ενδιαφέρονται νόμιμα για την ιατρική, ψυχολογική, κοινωνική και νομική πτυχή της ψυχικής υγείας και ασθένειας. Οι ψυχίατροι ενθαρρύνονται να υπηρετούν την κοινωνία με την παροχή συμβουλών και τη συμβουλευτική στην εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία του κράτους. Ένας ψυχίατρος θα πρέπει να διευκρινίσει εάν αυτός / αυτή μιλάει ως άτομο ή ως εκπρόσωπος μιας οργάνωσης. Επιπλέον, οι ψυχίατροι πρέπει να αποφεύγουν δημόσιες δηλώσεις χρησιμοποιώντας την αυθεντία του επαγγέλματος (π.χ., «οι Ψυχίατροι γνωρίζουν ότι»). 2. Οι ψυχίατροι μπορούν να ερμηνεύσουν και να μοιραστούν με το κοινό την εμπειρία τους στα διάφορα ψυχοκοινωνικά θέματα που μπορεί να επηρεάζουν την ψυχική υγεία και την ασθένεια. Οι ψυχίατροι πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τους ξεχωριστούς τους ρόλους, ως αφοσιωμένοι πολίτες και ως εμπειρογνώμονες στην ψυχιατρική ιατρική. 3. Σε κάποιες περιπτώσεις ο ψυχίατρος καλείται να γνωμοδοτήσει σχετικά με άτομο που είναι υπό το φως της δημοσιότητας ή που αποκάλυψε πληροφορίες σχετικά με τον εαυτό του / της μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένας ψυχίατρος μπορεί να μοιραστεί με το κοινό την εμπειρογνωμοσύνη του για ψυχιατρικά θέματα, γενικά. Ωστόσο, είναι αντιδεοντολογικό για έναν ψυχίατρο να προσφέρει επαγγελματική γνώμη, εκτός αν αυτός ή αυτή έχει προβεί σε εξέταση και έχει χορηγηθεί κατάλληλη άδεια για μια τέτοια δήλωση. 4. Ο ψυχίατρος μπορεί να επιτρέψει η πιστοποίηση του να χρησιμοποιηθεί για την ακούσια θεραπεία οποιουδήποτε προσώπου μόνο μετά από προσωπική, αντικειμενική εξέταση του εν λόγω προσώπου. Για να γίνει αυτό, αυτός ή αυτή πρέπει να διαπιστώσει ότι το πρόσωπο, λόγω της ψυχικής ασθένειας, δεν μπορεί να διαμορφώσει άποψη για το ποιο είναι το δικό του απώτερο συμφέρον του και ότι, χωρίς μια τέτοια θεραπεία, είναι πιθανό να συμβεί σημαντική δυσλειτουργία στο πρόσωπο του. 5. Οι ψυχίατροι δεν πρέπει να συμμετέχουν σε βασανιστήρια. Ενότητα 8 Ο ιατρός θα πρέπει, ενώ έχει την φροντίδα ενός ασθενούς, να θεωρεί την ευθύνη για τον ασθενή ως υψίστης σημασίας. 1. Οι σχέσεις των ψυχιάτρων με εταιρίες, οργανισμούς, την κοινότητα, ή την ευρύτερη κοινωνία μπορεί να επηρεάσουν τις αλληλεπιδράσεις τους με τους ασθενείς. 2. Όταν οι εξωτερικές σχέσεις του ψυχιάτρου έρχονται σε σύγκρουση με τις κλινικές ανάγκες του ασθενούς, ο ψυχίατρος πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των σχέσεων και να προσπαθεί να επιλύσει τις συγκρούσεις κατά τρόπο με τον οποίο ο ψυχίατρος πιστεύει ότι είναι πιθανό να είναι ευεργετικός για τον ασθενή.
3. Όταν υπάρχει μία σημαντική σχέση που μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις κλινικές ανάγκες των ασθενών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενημερωθεί ο ασθενής ή αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις, σχετικά με αυτή τη σχέση καθώς και τις πιθανές συγκρούσεις με τις κλινικές ανάγκες. 4. Κατά την ενημέρωση του ασθενούς σχετικά με τις θεραπευτικές του επιλογές, ο ψυχίατρος θα πρέπει να βοηθήσει τον ασθενή στον εντοπισμό των σχετικών επιλογών που θα τον οδηγήσουν στην επιλογή της κατάλληλης για αυτόν θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είναι διαθέσιμες από τον ψυχίατρο ή από τον οργανισμό με τον οποίο συνδέεται ο ψυχίατρος. Ενότητα 9 Ένας γιατρός πρέπει να ενισχύει την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη για όλους τους ανθρώπους.