Χρόνος - Χώρος - Αντικείμενο Χρόνος και Αντικείμενο Νίκος Τζαβάρας Η ύπαρξη κάθε αντικειμένου είναι αναπόδραστα ενσωματωμένη στον αποκαλούμενο αντικειμενικό χρόνο ο οποίος αποτελεί την προϋπόθεση καταγραφής της διάρκειας του και των μεταβολών του σύμφωνα με μία γενική κοινωνική, πολιτισμική σύμβαση που θεμελιώνεται και υπαγορεύεται από τις επιστήμες της φύσης. Παράλληλα ο ψυχισμός του ιδίου, οι ενδοψυχικές καταστάσεις και ψυχοπαθολογικές μεταπτώσεις όπως διαμορφώνονται κατά την εξέλιξη του, οι συνοδές διυποκειμενικές σχέσεις αναπτύσσονται και εκδηλώνονται παράλληλα με το συναίσθημα του χρόνου και την ψυχική εμπειρία της συνέχειας, δηλαδή με τον υποκειμενικό χρόνο. Η διττή διάσταση της χρονικότητας η οποία συμπεριλαμβάνει τη συχνή αντινομία ανάμεσα στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του χρόνου συμφύεται και συνπροκαλεί τις διάφορες νευρωτικές και ψυχωτικές αποκλίσεις. Κατ αναλογία αναδεικνύεται στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής πορείας η διαρκώς υφιστάμενη παρουσία βιωμάτων και συγκρούσεων που αφορούν το συναίσθημα του χρόνου τόσο του αναλυόμενου όσο και του αναλυτή. Στις πολλαπλές μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση σε σχέση με τον χρόνο είναι επικεντρωμένη αυτή η εισήγηση. Οι κλινικές αναφορές αντιστοιχούν στη θεωρητική προσέγγιση της μόνιμης διήθησης του αντικειμένου από το χρόνο. Γεωγραφίες Αντικειμένων Σωτήρης Μανωλόπουλος Μετά τη θεωρητική στροφή του Freud το 1920 μπορούμε να σκεφθούμε κάθε αναζήτηση αντικειμένου ως ευκαιρία για μια νέα οργάνωση των μνημονικών ιχνών σε χάρτες με διαβαθμίσεις αναπαράστασης, διαφοροποίησης, εσωτερίκευσης. Ο Hartocollis (2006) μας προέτρεψε να μελετήσουμε πώς η έννοια του χώρου γίνεται μέλημα της ψυχανάλυσης. Προτείνω εδώ να εξετάσουμε την αναζήτηση του αντικειμένου σε επαναλήψεις που εμπλέκουν
με συμπεριφορές τις έξω σχέσεις. Πώς οι επαναλήψεις δημιουργούν αφορμές επικοινωνίας με το αντικείμενο. Πώς ρυθμίζουν «γεωγραφικά» τις αποστάσεις από το αντικείμενο που δεν έχει επαρκώς αναπαρασταθεί, διαφοροποιηθεί, εσωτερικευθεί. Πώς σκηνοθετούν περιστάσεις που ανασυσταίνουν την απαρτίωση του εγώ στον χώρο-χρόνο. Στην αρχή ο Freud χρησιμοποιούσε μεταφορές γεωγραφίας και ιστορίας για να περιγράψει την ψυχική ζωή. Μετά το 1920 θεώρησε ότι είναι κυρίως θέμα χρόνου, διαδικασίας, μετασχηματισμών. Το θέμα δεν είναι τι είναι μέσα και τι έξω, αλλά τι είναι ικανό να «εμπεριέχει» το σύστημα των ψυχικών κινήσεων, ποια λειτουργική «χωρητικότητα» συνδέσεων έχει (Parsons, 2007). Με την έμφυτη δημιουργικότητα κατασκευάζουμε τον ψυχισμό από το σώμα με την παρέμβαση του αντικειμένου (Winnicott, 1990). Η αναζήτηση, η αναγνώριση της επένδυσης, του αντικειμένου είναι έμφυτη. Κείται στην καρδιά της ψυχικής εργασίας και υπόκειται σε ριζικές επιθέσεις. Το αντικείμενο κατασκευάζεται από το Eγώ, Yπερεγώ και Αυτό, άρα και το σώμα (Potamianou, 1990). Συναρμολογείται από σκόρπια μνημονικά ίχνη όπως το σχήμα του σώματος. Το αντικείμενο είναι κεντρική έννοια αλλά «ελαστική». «Αυτό που καταλαβαίνουμε ως αντικείμενο πρέπει να είναι μια λειτουργία του πώς αλληλεπιδρούμε με αυτό πώς το χρησιμοποιούμε και σχετιζόμαστε με αυτό, σωματικά και ψυχικά» (Sandler, 1990). Ο Green (1990) επισήμανε: Το πιο προβληματικό στο αντικείμενο είναι η τοπογραφία του. Αποδίδουμε στο αντικείμενο ιδιαίτερη σημασία για τη σύσταση του ψυχισμού. Θεωρούμε ότι δρα ως καταλύτης των συνδέσεων που δημιουργούν συστήματα αυτοοργάνωσης με μια διαρκή εργασία ψυχικών κατασκευών. Το εγώ κατασκευάζεται από το αντικείμενο. Και η αντικειμενοποιούσα λειτουργία του εγώ διαρκώς κατασκευάζει μορφές αντικειμένων, δίνοντας ουσία στην ψυχική πραγματικότητα. Με τη Klein αρχίσαμε να αντικαθιστούμε τη θεωρία των πεπρωμένων των ενορμήσεων με αυτήν των σχέσεων αντικειμένου του βρέφους διότι μετά το 1920 καταλάβαμε τη σημασία της καταστροφικότητας. Οι αποτυχίες της μητέρας σε αυτό το στάδιο αφήνουν ίχνη. Τα ίχνη αυτής της αποτυχίας απορροφώνται από τα πλαίσια των μετέπειτα σχέσεων ώστε εντός τους να λειτουργούμε ψυχικά (Bleger, 1967). Ο Bleger σκέφτηκε τα ψυχωτικά στοιχεία που όλοι έχουμε, δηλαδή στοιχεία που αποεπνδύουν την πραγματικότητα των διαφορών του αντικειμένου. Μίλησε για έναν «κόσμοφάντασμα» της πλέον αδιαφοροποίητης οργάνωσης. Πρόκειται για απροσδιόριστα ίχνη, που δεν έχουν επαρκώς αναπαρασταθεί, διαφοροποιηθεί και εσωτερικευθεί.
Η Tustin (1986) μίλησε για ένα παράλληλο αρχέγονο κόσμο αδιαφοροποίητων ιχνών, ένα ον με στοιχειακή φύση. Σε περιπτώσεις μη επαρκούς αναπαράστασης κάθε κίνηση ανάδυσης-διαφοροποίησης του εγώ από αυτήν την πρωταρχική matrix συνιστά κίνδυνο. Το άτομο ζει διαρκώς στο χείλος του αφανισμού. Πώς τα «ψυχωτικά» αδιαφοροποίητα ίχνη κινητοποιούνται, αποσπώνται από τα πλαίσια, και διατίθενται στην ψυχική κυκλοφορία; Πώς γίνονται πλευρές του αντικειμένου. Κάποιος ή κάτι που αποκτά νόημα, γίνεται αντικείμενό μας (Segal, 1990). Βαθμιαία οι παρεμβάσεις της μητέρας οργανώνουν τα κινητικά, αισθητηριακά και αντιληπτικά ίχνη της εμπειρίας, που συγκεντρώνονται στον θηλασμό και στο αυτοερωτικό παιχνίδι χεριού και στόματος, το πρώτο επίτευγμα του εγώ του βρέφους (Hoffer, 1949). Ο φυσιολογικός μαζοχισμός (ο δεσμός της ευχαρίστησης με τον πόνο) εξασφαλίζει έναν ρυθμό, μια βασική χρονικότητα (διάρκεια και εσωτερική συνέχεια). Η απαρτίωση στον χρόνο και στον χώρο είναι οι πρώτες κινήσεις που συνθέτουν ένα στοιχειώδες εγώ του βρέφους (Rosenberg, 2010). Η έγχυση πρωτόγονης κινητικότητας εντός των ενορμήσεων δίνει πρόθεση στην κίνηση και στάτους αντικειμένου στον άλλον (Winnicott, 1950-55). Σε αυτήν την εργασία ο Winnicott αναφέρεται στην εργασία των Marty και Fain του 1955 για τον ρόλο της κινητικότητας στις σχέσεις με το αντικείμενο. Η κίνηση στον χώρο συνυφαίνεται με το αντικείμενο, εισάγει την απόσταση από το εγώ, και το μέτρο, την αποτίμηση, την δοκιμασία, της πραγματικότητας. Οι κινητικές εικόνες σε όνειρα και σε φαντασιώσεις συνδέονται με την αναζήτηση του αντικειμένου. Στην κατάθλιψη των βρεφών εκτός από την υποκατάσταση του αντικειμένου η ελευθερία μετακίνησης στον χώρο είναι θεραπευτική (Spitz & Wolf, 1946). Στην ανάπτυξη τα παιδιά μπουσουλάνε, περπατούν, σκαρφαλώνουν, μεθούν με την ιδέα του χώρου (Peller, 1954). Αναπτύσσουν μια ερωτική σχέση με γεωγραφικούς χώρους. Παίζοντας κινούν πράγματα για να εξαφανίσουν/εμφανίσουν το αντικείμενο. Το παιχνίδι του fort-da καθώς και αυτό του κούκου-τσα ενέχουν την κίνηση. Τρέχοντας γράφουν με τις τροχιές τους σχήματα αντικειμένων. Οι έφηβοι έχουν ανάγκη να κινούνται, να εξερευνούν. Η ικανότητα βάδισης συνεπάγεται τον συνδυασμό ρυθμού και χώρου, κίνησης-σκέψης, αίσθησης χρόνου, αλληλουχιών, πρόβλεψης συνεπειών (Greenacre, 1960). Το περπάτημα έχει κάτι από το οριστικό του γραμμικού χρόνου. Η αναζήτηση του αντικειμένου αναβιώνει επαναλήψεις γύρω από την κίνηση στον χώρο. Π.χ., το μωρό και η μητέρα του αγγίζουν και ονομάζουν διάφορα μέρη του σώματος. Το παιδί που περπατά δίπλα στον
πατέρα του στην αγορά. Οι τελετουργίες των παιδιών πριν πάνε για ύπνο. Οι τελετουργίες μύησης που εμπλέκουν τους ρυθμούς του σώματος. Τα όνειρα που δείχνουν ρυθμικές κινήσεις των δεικτών ενός μετρητή συμπυκνώνουν συγκρούσεις πρωταρχικής σκηνής αλλά και άγχη απαρτίωσης χώρουχρόνου. Ένας νέος προκαλούσε απρόβλεπτα ατυχήματα, γεγονότα που απορροφούσαν αδιαφοροποίητα ίχνη και οργάνωναν τον χώρο και χρόνο. «Αν δεν γινόταν κι αυτό αν δεν συνέβαινε κι αυτό το γεγονός, δεν θα είχαμε το στόρι», έλεγε. Σε περιπτώσεις πρώιμου τραύματος οι άσκοπες διαδρομές κινητικότητας συνιστούν ίχνη του αποτυχόντος αντικειμένου (χορογραφίες acting out). Το 1890 ο Τσέχοφ, 30 ετών, φυματικός και στο απόγειο της επιτυχίας, άφησε αναπάντεχα τη Μόσχα και ταξίδεψε 4.000 χιλιόμετρα με κάρο πάνω σε παγωμένο δρόμο και με ατμόπλοιο μέχρι τη νήσο Σαχαλίνη στην Άπω Ανατολή. Ήταν ένα περιττό, άνευ αντικειμένου ταξίδι. Επιστρέφοντας δημοσίευσε την επιτόπια έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτή την αποικία καταδίκων. Πήρε συνεντεύξεις από τους 10.000 καταδίκους και κατέγραψε τα ευρήματα σε 10.000 δελτία. Εγγονός ενός δουλοπάροικου που είχε εξαγοράσει την ελευθερία του και τρίτος γιος ενός αυταρχικού πατέρα λογιστή που χρεοκόπησε και διέφυγε στη Μόσχα, ο Τσέχοφ είχε μια στενή σχέση με την ανθρωπογεωγραφία (χώρο και κοινωνία). Ο Βυσσινόκηπος έχει μόνο δευτερεύοντες ήρωες. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένα τεμάχιο γης που προορίζεται να αφανιστεί. Οι χαρακτήρες, ανίκανοι να γίνουν πρωταγωνιστές μιας οιδιπόδειας σκηνής, δεν ζουν εντός χρόνου και χώρου. Χάνουν το σπίτι τους και δεν αντιδρούν. Ως υποκείμενα αγωνιούν: Πού να πάνε; Πώς να χρονο- και να χωροθετηθούν τραγικά σε μια ιστορία; Σε περιπτώσεις που οι αποτυχίες του πρωταρχικού αντικειμένου είναι ακραίες και το πρωταρχικό αντικείμενο πραγματικά «σκοτώνεται» δημιουργούνται πρώιμες ριζικές άμυνες που επιτίθενται εναντίον των δεσμών που αρθρώνουν τα ψυχικά φράγματα. Χωρίς κοίτη, το αποτέλεσμα είναι ένα «ψυχωτικό» σκόρπισμα των ψυχικών ρευμάτων. Απροσδόκητα ένας ψυχωτικός έφηβος σηκωνόταν, έκανε ένα ζιγκ ζαγκ μέσα στην αίθουσα του σχολείου, πήγαινε στο παράθυρο, έκλεινε τα τζάμια, τα κοίταζε και καθόταν. Στη θέση της σκέψης έκανε μια κίνηση (Bion, 1965). Επιτιθέμενος στους δεσμούς με το αντικείμενο έμενε χωρίς το πεδίο βαρύτητας που έλκει τα στοιχεία της εμπειρίας σε μια εστία εικόνων και σκέψεων, έμενε άκεντρος, «έπεφτε έξω από τον κόσμο». «Δεν είμαι άτρωτος πια» έλεγε.
Ο χαρακτηρολογικός ασθενής αντίστοιχα οργανώνει αποτυχίες του πρωταρχικού αντικειμένου και το επακόλουθο «ψυχωτικό» σκόρπισμα με μια «αντισεισμική» αρχιτεκτονική μη οργάνωσης: με επαναλήψεις συμπεριφορών που κρατούν γεωγραφικά τις αποστάσεις από το αντικείμενο. Τα αδιαφοροποίητα ίχνη καταθέτει με συμπεριφορές σε πλαίσια έξω σχέσεων. Καθιστά τους έξω υπεύθυνους για τη ρύθμιση της ψυχικής ζωής. Δεν εσωτερικεύει συμβολικά επαρκώς τις αποστάσεις. Η γεωγραφία τον προστατεύει από τη συγχώνευση με το αντικείμενο [αποπροσωποποίηση]. Εγείρει πρώιμα «αυτιστικές» άμυνες μη αναγνωρίζοντας ή αφήνοντας έξω το αντικείμενο. Η προσοχή του χαρακτηριολογικού ασθενούς σκορπίζεται σε επαναλήψεις ασύνδετων συμπεριφορών. Οργανώνεται ένα «αδιέξοδο» αυτιστικών αμυνών, που ακρωτηριάζουν το εγώ και το απαλλάσσουν από το αντικείμενο. Πρόκειται για ένα διαρκές acting out, στο χωράφι του Φύλακα της σίκαλης του J.D. Salinger, όπου στην άκρη είναι ο γκρεμός, και τα παιδιά που παίζουν κινδυνεύουν κάθε στιγμή να κατακρημνισθούν. Γι αυτό εγκλωβίζονται στο αδιέξοδο καταστάσεων πόλωσης, μη έκβασης. Το άκρο δεν είναι πέρασμα στην ζωή αλλά γκρεμός. Οι καταστάσεις πόλωσης [ή εγώή άλλος] συνιστούν μια άμυνα αποποίησης της ευθύνης [κανείς δεν είναι υποκείμενο] των φαντασιώσεων. Ο μεταβατικός χώρος γεμίζει με αυτολικνιστικές συμπεριφορές, πράγματα καθεαυτά, αυτοαισθησιακές συνέχειες σωμάτων. Συνιστούν μια θετική υλοποίηση ενός αρνητικού δεσμού όπως περιέγραψε ο Winnicott (1971) τη χρήση του σπάγκου από ένα παιδί μιας καταθλιπτικής μητέρας (Green, 1997). Οι αποτυχίες της μητέρας-περιβάλλον προκαλούν αγωνίες αφανισμού (Hayman, 2013). Η υλοποίηση ενός αρνητικού δεσμού συνεπάγεται τη διχοτόμηση της προσοχής που κηρύσσει το δεσμό με το αντικείμενο «μη γενόμενο». Η προσοχή είναι λειτουργία του εγώ (Freud, 1920, 1925 Bion, 1970). Σε ένα δίκτυο συνδέσεων τα ίχνη μιας εμπειρίας συλλέγονται, φιλοξενούνται, συναρμολογούνται σε μια ολοκληρωμένη μορφή. Η ονειροπόληση της μητέρας έγκειται σε αυτή τη λειτουργία του εγώ, την προσοχή. Η αναλυτική λειτουργία βασίζεται στην προσοχή, την ελεύθερα κυμαινόμενη, τη συνειδητή και ασυνείδητη. Η δεκτικότητά του συνεπάγεται ικανότητα ενεργού παθητικότητας-προσοχής. Η μεγαλύτερη κακοποίηση ενός παιδιού είναι να ζει σε ένα περιβάλλον ανίας (Heimann, 1989). Εκεί δεν υπάρχει αντικειμενικότητα του αντικειμένου, αλλά ελεγκτική κυριάρχηση υποκειμενικών αντικειμένων που είναι ταυτόχρονα διεγερτικά τραυματικά και αδιάφορα. Το παιδί δεν ενδιαφέρεται γι αυτά, και αυτά δεν ενδιαφέρονται για το παιδί. Δεν έχει «κάτι» στην διάθεσή του για την
αυτοέκφρασή του. Η ψυχική συνάντηση με το αντικείμενο «σώζει» το εγώ από τη συγχώνευση (απώλεια της διαφοροποίησης, αποπροσωποποίηση) και από τον πρόωρο χωρισμό (αυτιστικές άμυνες). Το ερώτημα είναι πώς καθιστούμε τη μεταβίβαση ως ευκαιρία ψυχικής εργασίας. Πώς παρουσιάζουμε κάτι ως αντικείμενο στη μεταβίβαση με τις ερμηνείες μας; Πόσο νόημα αντέχει ο ψυχισμός; Παρουσιάζουμε το αντικείμενο σε μικρές δόσεις. Έτσι πλησιάζουμε ένα αυτιστικό παιδί (Porte, 1996). ΚΗΦΙΣΙΑ, 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013 Βιβλιογραφικές αναφορές Bion, W.R. (1965). Transformations. London: Tavistock. (1970). Attention and interpretation. London: Tavistock. Bleger, J. (1967). Psycho-analysis of the psycho-analytic frame. International Journal of Psychoanalysis, 48, 511-519. Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. S.E., 19. (1925). Negation. S.E., 19. Green, A. (1990). From the non-unifiable object to the objectalizing function. EPF Bulletin, 35:32-48. (1997). The Intuition of the negative in playing and reality. International Journal of Psychoanalysis, 78: 1071-1084. Greenacre, P. (1960). Considerations regarding the parent-infant relationship. International Journal of Psychoanalysis, 41: 571-584 Hartocollis, P. (2006). Space and mind, in Evy Zacharacopoulou (ed.), Beyond the Mind-Body Dualism: Psychoanalysis and the Human Body, Amsterdam: Elsevier / ICS 1286. Hayman, A. (2013 [1990]). Some thoughts on the inner world and the environment. In What do our terms means? Explorations using psychoanalytic theories and concepts. London: Karnac. Heimann, P. (1989 [1979-80]). About Children and Children-No-Longer. Pp. 324-343. Edited by Tonnesmann. London: Routledge. Hoffer, W. (1949). Mouth hand and ego integration. Psychoanalytic Study of the Child, 3/4: 49-56. Parsons, M. (2007). Raiding the inarticulate: The internal analytic setting and listening beyond countertransference. International Journal of Psychoanalysis, 88: 1441-1456.
Peller, E. (1954). Libidinal phases, ego development and play. Psychoanalytic Study of the Child, 9: 178-198. Porte, J.-M. (1996). La névrose de compertement: quelle organization individuelle? Revue française psychosomatique, 10: 95-104. Potamianou, A. (1990). Comment. EPF Bulletin, 35: 32-48. Rosenberg, B. (2010 [1982]). Masochism and the pleasure principle. In D. Briksted-Breen, S. Flanders, A. Gibault (eds). Reading French psychoanalysis. London and New York: Brunner-Routledge. Sandler, J. (1990). What do we mean by object?: Some comments. EPF Bulletin, 35: 13-17. Segal, H. (1990). What is an object? The role of perception. EPF Bulletin, 35: 49-57. Spitz, R.A., Wolf, K.M. (1946). Anaclitic depression An inquiry into the genesis of psychiatric conditions in early childhood. Psychoanalytic Study of the Child, 2: 313-342. Tustin, F. (1986). Autistic barriers in neurotic patients. London: Karnac. Winnicott, D.W. (1950-55). Aggression in relation to emotional development. In Through Paediatrics to Psychoanalysis (1975). New York: Basic Books. (1990 [1965]). The maturational processes and the facilitating environment. London: Karnac. (1971) Playing and reality. London: Tavistock.