ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ: ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΗ

Σχετικά έγγραφα
Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ- ΕΝΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ- ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ-ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ- ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ. Επιµέλεια : Καµπέλη Νάντια, ικηγόρος

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 16 η

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ Ή ΚΑΘΕΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ - ΑΝΑΒΙΩΣΗ 1

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

1. Έννοια και δικαιολογία της νόμιμης μοίρας

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 4. Δήμητρα Πάσσιου. Η φορολογική μεταχείριση των εμπιστευμάτων (trusts) και των αλλοδαπών ιδρυμάτων (foundations)

ΘΕΜΑ: Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 του ν. 4172/2013 κατά τη σύσταση ή μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας μετοχών, έναντι τιμήματος.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Αντί προλόγου.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. «Η υποχρέωση παροχής διόδου κατά τα άρθρα ΑΚ»

Εισηγήσεις Ρωμαϊκού Δικαίου

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

Η πτώχευση του πτωχευτικού δικαίου Άλλως η προνομιακή ικανοποίηση των προσημειούχων πιστωτών και η καταστρατήγηση της αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης

Η επικαρπία στα ακίνητα

Οι απαντήσεις μόνο από τα Πανεπιστημιακά Φροντιστήρια Κολλίντζα! 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

Μέρος πρώτο: Βασικές έννοιες και θεμελιώδεις αρχές ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Διάγραμμα

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 18

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Νομικά στο Design Δημόπουλος Αντώνης - dpsd10018

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Προς. Τον Υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης. και Ανταγωνιστικότητας. Κ. Μ. Χρυσοχοΐδη. Κοινοποίηση. Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

ΜΑΘΗΜΑ:Εισαγωγή στο Δίκαιο

Ηλίας Κωτσάκης τέως Πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών - Πειραιώς - Αιγαίου και Δωδεκανήσου

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

Εμπράγματα Δικαιώματα στα Ακίνητα (Φορολογικές Ρυθμίσεις)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνυποβαλλόμενα έγγραφα θεμελίωσης εγγραπτέου δικαιώματος

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

1. Συστήνεται Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ Α.Ε.» (στο εξής η «Εταιρεία»), με διάρκεια ενενήντα εννέα (99) έτη.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΥΠΟΥΡΓΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΡΥΦΩΝΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗ ( ) ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Λογιστική των Ενσώματων Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων & Αναπροσαρμογές ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. Κωνσταντίνος Ε. Αεράκης

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 8 Νοεμβρίου 1993 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΛ ΦΟΡ/ΓΙΑΣ & Δ. Π. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Φ/ΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (13η) ΤΜΗΜΑ Α

ΘΕΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Αθήνα, Απρίλιος 2009 Αργύριος Ν. Σταυράκης

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟ (ΑΚ 1051) Στέφανος Ματθίας Επίτ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Α. Το ζήτημα

θέτει στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 17 [Σημείωση: Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ουσιαστικώς μία μεταβατική περίοδος που χρονικά τοποθετείται από

Θέμα: Κοινοποίηση εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών


ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Α.Τ.Ε.Ι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ: ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΗ Επιμέλεια: ΤΣΙΜΙΝΑΚΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Γ. ΚΑΡΥΜΠΑΛΗ-ΤΣΙΠΤΣΙΟΥ Θεσσαλονίκη, 14-05-2008 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝA ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Μορφολογία της επικαρπίας I. Ορισμός της επικαρπίας. A. Ένταξη της επικαρπίας στο χώρο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. B. Εννοιολογικός προσδιορισμός. II. Ανάλυση των εννοιολογικών γνωρισμάτων της επικαρπίας. A. Εξουσία χρήσης και κάρπωσης. B. Δικαίωμα αποκλειστικό (πλήρης προσωπική δουλεία). Γ. Διατήρηση ακέραιης της ουσίας του πράγματος. III. Αντικείμενο της επικαρπίας. IV. Έκταση της επικαρπίας. A. Έκταση από άποψη αντικειμένου. B. Έκταση από άποψη υποκειμένου. V. Χαρακτήρας της επικαρπίας. A. Δικαίωμα αμεταβίβαστο. i. Θεμελίωση. ii. Έννοια και όρια του αμεταβίβαστου. iii. Η ενδοτικότητα της αρχής του αμεταβίβαστου. iv. Συνέπειες παραβάσεως του αμεταβίβαστου. B. Το μεταβιβαστό της άσκησης της επικαρπίας. i. Θεμελίωση. ii. Νομική φύση της παραχώρησης της ασκήσεως του δικαιώματος επικαρπίας. iii. Περιεχόμενο και ειδικότερα χαρακτηριστικά. iv. Η δυνατότητα παραχώρησης άσκησης της επικαρπίας πριν από τη σύστασή της. v. Συνέπειες. α. Σχέσεις μεταξύ επικαρπωτή και δικαιούχου ασκήσεως. β. Σχέσεις μεταξύ επικαρπωτή και κυρίου. γ. Σχέσεις μεταξύ κυρίου και τρίτου. 2

vi. Οριοθέτηση μεταξύ παραχώρησης της ασκήσεως της επικαρπίας και μίσθωσης του πράγματος από τον επικαρπωτή. Γ. Δικαίωμα ακληρονόμητο. i. Θεμελίωση. ii. Η ρύθμιση της 1167 ΑΚ για τα φυσικά πρόσωπα. α. Ο κανόνας. β. Η ενδοτικότητα της 1167 εδ.1 ΑΚ. iii. Η ειδικότερη ρύθμιση σχετικά με τα νομικά πρόσωπα. Δ. Δικαίωμα διαιρετό. i. Έννοια. ii. Μορφές του διαιρετού κατά τη σύσταση της επικαρπίας και κανόνες λειτουργίας των επιμέρους μορφών. VI. Διάκριση της επικαρπίας από συγγενείς θεσμούς του εμπραγμάτου δικαίου. A. Επικαρπία και περιορισμένες προσωπικές δουλείες. Β. Επικαρπία και πραγματικές δουλείες. Γ. Επικαρπία και οίκηση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Σύσταση της επικαρπίας. I. Γενικές παρατηρήσεις. II. Με δικαιοπραξία εν ζωή. Α. Σύσταση της επικαρπίας πάνω σε ακίνητο. Β. Σύσταση της επικαρπίας πάνω σε κινητό. Γ. Σύμβαση υπέρ τρίτου. Δ. Με παρακράτηση επικαρπίας. III. Με δικαιοπραξία αιτία θανάτου. Α. Με κληρονομική εγκατάσταση. Β. Με κληροδοσία. Γ. Κατάλειψη επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας σε μεριδούχο και τύχη νόμιμης μοίρας. IV. Με χρησικτησία. V. Με δικαστική απόφαση. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3

Αντικείμενο μελέτης στην ανάπτυξη που ακολουθεί, θα αποτελέσει ο θεσμός της επικαρπίας. Συγκεκριμένα, για λόγους συστηματικής έρευνας η παρούσα μελέτη χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Το πρώτο περιλαμβάνει την μορφολογία της επικαρπίας, ενώ το δεύτερο τη σύστασή της. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται να διευκριστεί η έννοια της επικαρπίας, η ανάλυση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της που την καθορίζουν και την διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα δικαιώματα, καθώς επίσης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Στο πρώτο κεφάλαιο δηλαδή επιχειρείται μια πλήρης ερμηνευτική προσέγγιση έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή η θέση της επικαρπίας στο χώρο του δικαίου και ειδικότερα στο σύστημα του εμπραγμάτου δικαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι τρόποι σύστασης της επικαρπίας και τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Μορφολογία της επικαρπίας Ι. Ορισμός της επικαρπίας. Η επικαρπία ορίζεται στα άρθρα 1142-1182 ΑΚ. Το άρθρο 1142 ΑΚ δίδει τον ορισμό της επικαρπίας και το οποίο ορίζει «Η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του.» Α. Ένταξη της επικαρπίας στο χώρο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Καταρχήν, από το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 1142 ΑΚ, κατά το οποίο «η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή», προκύπτει ότι ο αστικός κώδικας αναγνωρίζει την επικαρπία ως εμπράγματο δικαίωμα και την τοποθετεί στην κατηγορία των δουλειών και μάλιστα των προσωπικών, με συνέπεια να εφαρμόζονται επ αυτής όλοι οι γενικοί κανόνες που αφορούν τις ανωτέρω έννοιες. Με τη σύσταση της επικαρπίας, ως εμπραγμάτου δικαιώματος, δημιουργείται νομική σχέση ανάμεσα στο δικαιούχο της και σε κάποιο πράγμα, δηλαδή μια εμπράγματη σχέση 1. Από τη σχέση αυτή απορρέει για το δικαιούχο επικαρπίας από 1 Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Εγχειρίδιο εμπραγμάτου δικαίου 1/α, εκδ. Σάκκουλα 1999, σελ. 42, σύμφωνα τον οποίο εμπράγματη σχέση είναι η σχέση κυρίως προσώπου προς 4

τη μια πλευρά δυνατότητα άμεσης εξουσίασης του πράγματος και πορισμού των ωφελειών που συγκροτούν το περιεχόμενο του δικαιώματός του και από την άλλη πλευρά δυνατότητα απόλυτης εξουσίασης του πράγματος, με την έννοια του αποκλεισμού οποιασδήποτε ενέργειας τρίτου σ αυτό. Η δυνατότητα άμεσης και απόλυτης εξουσίασης του πράγματος συνεπάγεται και ορισμένες ειδικότερες εξουσίες για το δικαιούχο επικαρπίας. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος επικαρπίας έχει εξουσία δίωξης εναντίον του τρίτου που προσβάλλει το δικαίωμά του. Έχει επίσης εξουσία προτίμησης όταν το δικαίωμά του συγκρούεται με ενοχικό ή και με εμπράγματο, του οποίου όμως η σύσταση ακολουθεί τη σύσταση της επικαρπίας (αρχή της χρονικής προτεραιότητας). Έχει, τέλος, εξουσία παρακολούθησης, που σημαίνει ότι το δικαίωμά του παραμένει άθικτο ακόμη και αν, μετά τη σύσταση της επικαρπίας, περιέλθει σε τρίτο πρόσωπο η κυριότητα του αντικειμένου της. Η επικαρπία αποτελεί περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, δηλαδή δικαίωμα που παρέχει στο δικαιούχο εξουσία μερική και συγκεκριμένη και όχι γενική και αφηρημένη, όπως το καθολικό εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας. Επίσης η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα ουσίας, δηλαδή δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο αντλήσεως ορισμένης ωφέλειας από την υλική υπόσταση του πράγματος 2. Η επικαρπία, μαζί με την οίκηση, ανήκει στις πλήρεις προσωπικές δουλείες, παρέχοντας στον δικαιούχο πλήρη ωφέλεια. Ως εκ τούτου η κυριότητα απογυμνώνεται από το σύνολο των ωφελειών, το περιεχόμενο των οποίων αναλύεται στη συνέχεια, και περιορίζεται μόνο στις εξουσίες που δεν εμποδίζουν την άσκηση της επικαρπίας, και κυρίως την εξουσία διάθεσης του πράγματος. Ο δραστικός αυτός περιορισμός των εξουσιών του κυρίου εκφράζεται στον χαρακτηρισμό «ψιλή πράγμα, παράλληλα όμως και μεταξύ προσώπων, η οποία παρέχει όχι μόνο εξουσίες που ανάγονται σε εμπράγματα δικαιώματα, αλλά η οποία εμπλουτίζεται και με υποχρεώσεις ή δεσμεύσεις. 2 Τα δικαιώματα ουσίας αντιδιαστέλλονται προς τα δικαιώματα αξίας (ενέχυρο και υποθήκη), τα οποία παρέχουν εξουσία εκποιήσεως του πράγματος και προνομιακής ικανοποιήσεως από την αξία αυτού. 5

κυριότητα 3». Με τον όρο αυτό δηλαδή χαρακτηρίζεται η κυριότητα εκείνη, η οποία βαρύνεται με τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος 4. Β. Εννοιολογικός προσδιορισμός. Η διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ χαρακτηρίζει την επικαρπία ως «το εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του». Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται ότι η επικαρπία παρέχει στο δικαιούχο της, εξουσία χρήσης και κάρπωσης του πράγματος. Οι εξουσίες χρήσεως και καρπώσεως ως περιεχόμενο του δικαιώματος της επικαρπίας δεν βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση μεταξύ τους, ώστε να μην νοείται η μία χωρίς την άλλη, και έτσι δεν απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά, παραδοχή που διαλαμβάνει σημαντική πρακτική σημασία, καθώς ορισμένα πράγματα που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χρήσης, αλλά μόνο κάρπωσης, είναι παρόλα αυτά δεκτικά επικαρπίας αφού και η κάρπωση αποτελεί περιεχόμενο του δικαιώματος επικαρπίας. Συνεπώς ευστοχότερo θα ήταν μάλλον η διατύπωση να γίνεται κατά τρόπο διαζευκτικό: «χρήση ή και κάρπωση» 5. Από την κατηγορηματική διατύπωση του ΑΚ 1142 προκύπτει ότι αυτό περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου. Ο αναγκαστικός εξάλλου χαρακτήρας αποτελεί συνέπεια της αρχής του κλειστού αριθμού (numerus clausus) των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή έχει την έννοια ότι τα εμπράγματα δικαιώματα απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο, καθώς και ότι το περιεχόμενό τους καθορίζεται δεσμευτικά απ αυτόν. Η προηγούμενη όμως αρχή θα παραβιαζόταν, αν δινόταν η ευχέρεια στην ιδιωτική βούληση να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση της 1142 ΑΚ, στο μέτρο που θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης εμπράγματου δικαιώματος με περιεχόμενο διαφορετικό απ αυτό που περιγράφεται στο νόμο. Τέλος ο θεσμός της επικαρπίας επιβάλλει τη διατήρηση της αξίας του πράγματος ακέραιης. Αυτό προκύπτει ήδη από την διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ, σύμφωνα με 3 Η ψιλή κυριότητα είναι μορφή της περιορισμένης κυριότητας με την πλατιά του όρου σημασία, βλ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ.Δ, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Κυριότητα ΙΙΙα, εκδ. Σάκκουλα 2004, σελ. 24. 4 ΟλΑΠ 8/2002 ΝοΒ 51(2003) 649. 5 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ. 7. 6

την οποία «διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του.», καθώς επίσης και από ένα πλέγμα διατάξεων, 1145 επ. ΑΚ, οι οποίες αναφέρονται στον ενοχικό δεσμό που δημιουργείται μεταξύ επικαρπωτή και κυρίου, που απορρέει ευθέως από την εμπράγματη σχέση και έχει ως σκοπό μέσω των υποχρεώσεων του επικαρπωτή προς τον κύριο την διασφάλιση της αξίας του πράγματος ως κεφαλαίου. ΙΙ. Ανάλυση των εννοιολογικών γνωρισμάτων της επικαρπίας. Α. Εξουσία χρήσης και κάρπωσης. Η επικαρπία συνίσταται πρώτα στην εξουσία χρήσεως (ius utendi) του πράγματος. Χρήση είναι κατά τη διατύπωση του Οικονομίδη 6 «η δια (χρησιμοποιήσεως) του πράγματος άμεσος θεραπεία ανθρωπίνης τινός χρείας». Δεκτικά χρήσεως είναι έτσι κυρίως τα πράγματα που έχουν την ιδιότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε ανάγκη του ανθρώπου, η οποία είναι δυνατό να διαμορφώνεται και με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, υπηρετώντας αυτόν αμέσως αυτά τα ίδια, όπως οι οικοδομές, τα ενδύματα, τα έπιπλα, τα βιβλία, αλλά και έμμεσα, όπως π.χ. παλαιά χρυσά ή αργυρά νομίσματα, ακόμα και προσωπογραφίες ή ανδριάντες, γιατί και αυτά ικανοποιούν μια την ανάγκη διακοσμίσεως οικημάτων 7, δηλαδή μια αισθητική ανάγκη του ανθρώπου. Αυτά τα οφέλη χρήσης του πράγματος που παρέχει η επικαρπία στον δικαιούχο της συνιστούν τα κατά την διάταξη του άρθρου 962 ΑΚ ωφελήματα με την στενή έννοια του όρου. Ωφελήματα με την στενή έννοια, είναι κατά το άρθρο 962 ΑΚ και τα οφέλη από τη χρησιμοποίηση δικαιωμάτων. Δεδομένου, ότι η χρησιμοποίηση, δηλαδή η άσκηση του δικαιώματος, έχει συνήθως ως περιεχόμενο τη χρησιμοποίηση του πράγματος επάνω στο οποίο υπάρχει ένα δικαίωμα, τα ίδια οφέλη μπορούν να χαρακτηρίζονται άλλοτε ως οφέλη από τη χρησιμοποίηση δικαιώματος, και άλλοτε ως οφέλη από τη χρησιμοποίηση πράγματος. Αν λοιπόν την κατοικία χρησιμοποιεί ο κύριος, το κέρδος από την ιδιοκατοίκηση αποτελεί όφελος από τη χρησιμοποίηση πράγματος, ενώ αν στην κατοικία μένει ο επικαρπωτής, το ίδιο κέρδος αποτελεί 6 Βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, Στοιχεία του Αστικού Δικαίου, Ανατύπωσις εκ της Β εκδόσεως, Βιβλίον Δεύετερον, Εμπράγματα Δίκαια, 1912, παρ. 141, σελ. 243. 7 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ. 7. 7

όφελος από τη χρησιμοποίηση δικαιώματος. Για την αποφυγή, συνεπώς, του διπλού χαρακτηρισμού του ίδιου ωφελήματος με στενή έννοια, ευστοχότερο είναι να γίνεται η διάκριση με βάση το κριτήριο της προελεύσεως και όχι της περιελεύσεως των ωφελημάτων και ο συνακόλουθος χαρακτηρισμός ως ωφελημάτων από τη χρήση πράγματος όλων των ωφελημάτων που προέρχονται, παράγονται από τη χρήση πράγματος, ανεξάρτητα από το σε ποιον περιέρχονται αυτά. Έτσι το όφελος από την ιδιοκατοίκηση πρέπει να χαρακτηρίζεται πάντοτε ως ωφέλημα από τη χρησιμοποίηση πράγματος, χωρίς να εξετάζεται αν στην κατοικία κατοικεί ο κύριος ή ο επικαρπωτής 8. Αντικείμενο κάρπωσης, αντίθετα, συνιστούν πράγματα που υπηρετούν τον άνθρωπο όχι άμεσα αυτά τα ίδια αλλά έμμεσα με την παραγωγή άλλων πραγμάτων (όπως τα αγροτικά κτήματα, τα ποίμνια κλπ.). Η επικαρπία, έτσι, συνίσταται και στην εξουσία κάρπωσης, «την των οιωνδήποτε προϊόντων απόλαυσις 9». Προϊόντα είναι σύμφωνα με τη παράγραφο 1 του άρθρου 961 ΑΚ, οι φυσικοί καρποί ενός πράγματος, δηλαδή τα οργανικά προϊόντα ενός ενσώματου αντικειμένου (άρθρο 947 παρ.1 ΑΚ), τα οποία θεωρούνται ως τέτοια στις συναλλαγές 10, καθώς επίσης και αυτά που πορίζεται κάποιος από το πράγμα σύμφωνα με το προορισμό του, επομένως καρποί του μεταλλείου είναι τα μέταλλα, καρποί του ορυχείου είναι τα ορυκτά κλπ. Ο προορισμός του πράγματος καθορίζεται από τη φύση του πράγματος και τις σχετικές αντιλήψεις των συναλλαγών και μόνο επιβοηθητικά από τη βούληση του ιδιοκτήτη. Τέλος περιεχόμενο της έννοιας της κάρπωσης αποτελούν και οι πολιτικοί καρποί ενός πράγματος (άρθρο 691 παρ.3 ΑΚ), δηλαδή οι πρόσοδοι που αποφέρει το πράγμα με βάση μια έννομη σχέση, χαρακτηριστικό δε παράδειγμα αποτελούν τα μισθώματα. Η έννομη σχέση ερμηνεύεται στενά και είναι εκείνη, δυνάμει της οποίας παραχωρείται από τον δικαιούχο η χρήση του πράγματος επί ανταλλάγματι και όχι 8 Βλ. Ε.ΚΟΥΝΟΥΓΕΡΗ-ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, Το δίκαιο των καρπών, εκδ. Σάκκουλα 1979, σελ. 44-48. 9 Βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ,ό.π. παρ. 141, σημ. 4-5 α, σελ. 243-244. 10 Βλ. Ε.ΚΟΥΝΟΥΓΕΡΗ-ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, ό.π., σελ. 27-28. 8

οποιαδήποτε σχέση προσώπου με πρόσωπο ή προσώπου με πράγμα, που ρυθμίζεται από το δίκαιο 11. Τέλος υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία πραγμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο και χρήσης και κάρπωσης, π.χ. τα άλογα, οι αγελάδες κλπ. Β. Δικαίωμα πλήρους προσωπικής δουλείας. Δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της επικαρπίας αποτελεί ο πλήρης χαρακτήρας του δικαιώματος 12. Η επικαρπία, δηλαδή, παρέχει στον δικαιούχο της το σύνολο των ωφελειών του αντικειμένου της, γι αυτό και κατατάσσεται στην κατηγορία των πλήρων προσωπικών δουλειών. Εισάγεται, συνεπώς, το στοιχείο της καθολικότητας όχι ως συγκεκριμένο αλλά ως αφηρημένο περιεχόμενο του δικαιώματος επικαρπίας. Περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού δεν είναι η παραχώρηση μιας συγκεκριμένης εξουσίας πάνω σε μια ορισμένη επιμέρους ωφέλεια του αντικειμένου της επικαρπίας αλλά της γενικής και αφηρημένης εξουσίας πάνω σε κάθε νοητή ωφέλεια του αντικειμένου της 13. Το περιεχόμενο του δικαιώματος της επικαρπίας ορίζεται λοιπόν στη συστατική πράξη γενικά και αφηρημένα και δεν εξαντλείται με την απαρίθμηση των πιθανών ωφελειών του πράγματος. Με την συστατική πράξη όμως είναι δυνατό να εξαιρούνται υπέρ του κυρίου ή τρίτου ορισμένες εξουσίες πάνω σε συγκεκριμένα ωφελήματα, π.χ. πάνω σε ορισμένο είδος καρπών ή ποσοστό καρπών, καθώς επίσης και να προσδιορίζονται κατά τρόπο θετικό και ορισμένο συγκεκριμένες εξουσίες χρήσης και κάρπωσης υπέρ του επικαρπωτή. Έχει αποτελέσει όμως, αντικείμενο έντονης θεωρητικής αμφισβήτησης, κατά πόσο οι δύο αυτές περιπτώσεις εντάσσονται στην έννοια της επικαρπίας, καθώς αποτελούν απόκλιση από την έννοια της καθολικότητας, όπως αυτή προκύπτει από την γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1142 ΑΚ. Στο πλαίσιο της 11 Βλ. στην ίδια, ό.π., σελ. 37. 12 Στο αρχικό κείμενο της διατάξεως του άρθρου 1142 ΑΚ, η επικαρπία χαρακτηρίζεται ως «το εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή προς πλήρη χρήσιν και κάρπωσιν αλλοτρίου πράγματος διατηρουμένης της ουσίας αυτού ακεραίας». Στο κείμενο της δημοτικής το επίθετο «πλήρης» δεν περιλήφθηκε, προφανώς από παραδρομή. Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα 1993, σημ.2, σελ. 52. 13 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.12. 9

θεωρίας, όπου έχει αντιμετωπιστεί το ζήτημα από διαφορετική προσέγγιση, έχουν διατυπώσει αντικρουόμενες απόψεις, ενώ η νομολογία δεν έχει ασχοληθεί με το ζήτημα. Η πρώτη περίπτωση αποτελεί τη περιορισμένη ή περιτετμημένη επικαρπία, όταν δηλαδή το παραχωρούμενο δικαίωμα τείνει αφηρημένα στο σύνολο των ωφελειών, απλώς ορισμένα επιμέρους ωφελήματα εξαιρούνται υπέρ άλλου προσώπου. Αντίθετα η δεύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή, παραχωρούνται ορισμένες εξουσίες πάνω σε συγκεκριμένα ωφελήματα, αποτελεί τη λεγόμενη διακεκριμένη επικαρπία. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη 14, η πρώτη περίπτωση, δηλαδή η περιορισμένη ή περιτετμημένη επικαρπία, εντάσσεται στο νομοθετικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 1142 ΑΚ. Η άποψη αυτή είναι επηρεασμένη από τη γερμανική θεωρία, καθώς η διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ, διατυπώθηκε γενικά με πρότυπο την παρ. 1030 γερμακ αλλά χωρίς το β εδάφιο («Η επικαρπία μπορεί να περιοριστεί με τον αποκλεισμό επιμέρους ωφελημάτων»), το οποίο προβλέποντας ρητά τη δυνατότητα συστάσεως «περιτετμημένης» επικαρπίας εισάγει έμμεσα το στοιχείο της καθολικότητας, με βάση το οποίο αποκλείεται στη συνέχεια η «διακεκριμένη» επικαρπία. Ο Μπαλής, μην αποδίδοντας σπουδαιότητα στη διαφορά αυτή του ορισμού της διατάξεως του άρθρου 1142 ΑΚ από τη γερμανική διάταξη δέχεται, ότι και σε στο ελληνικό δίκαιο ισχύει ακριβώς αυτό που ισχύει στη Γερμανία με βάση την παρ. 1030 γερμακ 15. Όσον αφορά τη διακεκριμένη επικαρπία, η κρατούσα γνώμη δεν δέχεται ότι εντάσσεται στην έννοια της επικαρπίας, έστω και αν παραχωρούνται οι περισσότερες ωφέλειες του πράγματος, αλλά ότι αποτελεί είτε ενοχική σύμβαση, όταν πρόκειται για ακίνητα, είτε περιορισμένη προσωπική δουλεία, όταν πρόκειται για κινητά 16. Η άποψη αυτή ερείδεται στην αρχή του κλειστού αριθμού των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Επειδή η διακεκριμένη επικαρπία αναφέρεται στην παραχώρηση μεμονωμένων εξουσιών χρήσης και κάρπωσης, η αναγνώρισή της θα οδηγούσε στη σύγχυση των ορίων μεταξύ ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Η άποψη όμως αυτή επιδέχεται έντονη κριτική, καθώς οδηγεί σε αντιφάσεις και σε άτοπα. Έτσι 14 Βλ. ΜΠΑΛΗ, Εμπράγματον Δίκαιον 1951, παρ. 153, σελ.336, 15 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.24, Γ. ΚΑΡΥΜΠΑΛΗ- ΤΣΙΠΤΣΙΟΥ, Η πλήρης προσωπική δουλεία της οίκησης, εκδ. Σάκκουλα 1986, σελ. 91. 16 Βλ. ΜΠΑΛΗ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ. 336. 10

σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην περίπτωση που ο Κ συνιστά στο κτήμα του προσωπική δουλεία χρήσης και κάρπωσης υπέρ του Ε με τη συμφωνία ότι ο Ε θα παίρνει μόνο τους καρπούς των οπωροφόρων δέντρων του κτήματος, οι οποίοι απαρτίζουν τα 7/10 του όλου εισοδήματος, το δικαίωμα του Ε δεν είναι επικαρπία αλλά περιορισμένη προσωπική δουλεία, ενώ αν συστήσει προσωπική δουλεία χρήσης και κάρπωσης γενικά, αλλά εξαιρέσει από αυτήν υπέρ του ίδιου ή τρίτου ορισμένα ωφελήματα που αντιστοιχούν στα 3/10 του όλου εισοδήματος, το δικαίωμα του Ε είναι επικαρπία. Γίνεται εμφανές λοιπόν από το άνω παράδειγμα, ότι ο χαρακτηρισμός της προσωπικής δουλείας χρήσης και κάρπωσης ακινήτου ως επικαρπίας ή ως περιορισμένης προσωπικής δουλείας εξαρτάται από τον τρόπο διατυπώσεως της δηλώσεως στη συστατική πράξη και περιορίζεται από έναν εννοιοκρατικό δογματισμό, που προκύπτει από την στενή γαρμματική ερμηνεία της διάταξης, και επιβάλλει ως απαράβατο εννοιολογικό κριτήριο της επικαρπίας το στοιχείο της καθολικότητας. Ανάλογα λοιπόν με τον τρόπο διατυπώσεως της δηλώσεως στη συστατική πράξη, η συγκεκριμένη σχέση χαρακτηρίζεται ως περιτετμημένη επικαρπία, οπότε θεωρείται αληθινή επικαρπία, ή ως διακεκριμένη επικαρπία και εντάσσεται στην περιορισμένη προσωπική δουλεία, ακόμη και αν και τα δύο δικαιώματα έχουν ακριβώς την ίδια οικονομική αξία. Η θεώρηση όμως αυτή παραγνωρίζει αφενός τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών και αφετέρου αγνοεί την οικονομική αξία του περιεχομένου του δικαιώματος. Αποτελεί δηλαδή έντονη αντίθεση στο σκοπό των διατάξεων της επικαρπίας, οι οποίες αναφέρονται στον ενοχικό δεσμό επικαρπωτή και κυρίου (1145 επ. ΑΚ) και αποβλέπουν στη διασφάλιση της αξίας του αντικειμένου της επικαρπίας, ως κεφαλαίου. Συνεπώς, συνεπές θα ήταν να μην ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ μεμονωμένα, αλλά να αντιμετωπίζεται ως μέρος του όλου συστήματος των προσωπικών δουλειών στον αστικό κώδικα. Έτσι κριτήριο διακρίσεως θα πρέπει να αποτελεί η στάθμιση σε κάθε περίπτωση της εκτάσεως της εξουσίας χρήσεως και κάρπωσης σε αναφορά με το σκοπό του ενοχικού δεσμού μεταξύ επικαρπωτή και κυρίου, δηλαδή των υποχρεώσεων του πρώτου έναντι του δεύτερου, 1145 επ.ακ, που συνίσταται στην κατοχύρωση του κυρίου με τη διασφάλιση της αξίας του πράγματος ως κεφαλαίου, η οποία λόγω του μεγέθους του οικονομικού βάρους και της εκτάσεως της ενέργειας του επικαρπωτή στο πράγμα θα διέτρεχε, χωρίς τις υποχρεώσεις αυτές κίνδυνο 11

μειώσεως 17. Με βάση αυτή την συστηματική θεώρηση και τελολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1142 ΑΚ, παρακάμπτοντας την στενή γραμματική ερμηνεία που ακολουθείται από την κρατούσα γνώμη, προκύπτει ότι επικαρπία είναι η μόνη δουλεία που μπορεί να καταλάβει το σύνολο της χρήσεως και κάρπωσης, αλλά αυτό δεν αποκλείει τόσο την περιτετμημένη, όσο και τη διακεκριμένη, χωρίς μάλιστα αυτό να αντίκειται και στην αρχή του κλειστού αριθμού των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Αν και αποτελεί αίτημα της αρχής αυτής, το περιεχόμενο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων γενικά να ορίζεται στο νόμο κατ αρχήν θετικά και συγκεκριμένα, παρ όλα αυτά όμως τα στοιχεία των νομοθετικών ορισμών των εμπραγμάτων δικαιωμάτων δεν είναι οπωσδήποτε απαράβατα. Είναι δυνατόν ο έλεγχος του ορισμού υπό το πρίσμα του όλου συστήματος να οδηγεί σε ερμηνεία διαφορετική από εκείνη που εκ πρώτης απόψεως προκύπτει από το γράμμα του ορισμού 18. Γ. Διατήρηση ακέραιης της ουσίας του πράγματος. Η διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ, θέτει έναν περιορισμό στην άσκηση της εξουσίας χρήσεως και καρπώσεως, ότι πρέπει να διατηρείται ακέραιη η ουσία του πράγματος. Ο περιορισμός αυτός προκύπτει από την ίδια την έννοια της επικαρπίας, γι αυτό και αποτελεί ουσιώδες εννοιολογικό προσδιοριστικό της στοιχείο 19. Ο περιορισμός μάλιστα αυτός έχει αναχθεί και σε ιδιαίτερη ενοχική υποχρέωση του επικαρπωτή αποχής από ουσιώδεις μεταβολές του πράγματος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1148 ΑΚ. Ο επικαρπωτής δηλαδή οφείλει να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται το πράγμα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υποστεί αλλοίωση η υλική υπόστασή του και να παραμείνει στην κατάσταση που ήταν και πριν από την σύσταση της επικαρπίας, ακόμη και αν οι μεταβολές αυτές καθιστούν το πράγμα πολυτιμότερο ή και παραγωγικότερο. Η ουσία του πράγματος προσδιορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό, λαμβάνονται δηλαδή υπόψη οι αντιλήψεις των συναλλαγών, καθώς και το είδος του 17 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.26 όπου παραπέμπει σε ΣΟΝΤΗ. 18 Βλ. στον ίδιο, αρ. 24. 19 Βλ. στον ίδιο, αρ. 9. 12

πράγματος 20. Έτσι, ο επικαρπωτής δεν δικαιούται να προβεί σε μετασκευή της οικοδομής λ.χ. με εσωτερικές διαιρέσεις, σε προσθήκη άλλου ορόφου, σε μετατροπή αμπελώνα σε ελαιώνα. Ωστόσο, είναι δυνατό η μεταβολή της ουσίας του βεβαρημένου με επικαρπία πράγματος να μην αποτελεί ουσιώδης μεταβολή, αν κατά τη σύσταση της επικαρπίας λήφθηκε υπόψη από τα μέρη η συγκεκριμένη αυτή δυνατότητα επέμβασης του επικαρπωτή. Αν λ.χ. λοιπόν η επικαρπία είχε συσταθεί σε ακίνητο, το οποίο θα μπορούσε να αναβαθμιστεί σε οικόπεδο κατά τη διάρκεια της επικαρπίας, η ιδιότητα αυτή του ακινήτου από μόνη της δεν παρέχει στον επικαρπωτή το δικαίωμα για ανοικοδόμηση. Αντίθετα, αν τα μέρη κατά τη σύσταση της επικαρπίας λάβουν υπόψη τους και το οικοδομήσιμο του ακινήτου, ως συγκεκριμένη πρόθεση ή μόνο ως δυνατότητα, τότε η ανοικοδόμηση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ουσιώδης μεταβολή 21. Τέλος, ο κύριος μπορεί να επιτρέψει στον επικαρπωτή μεταβολή, ανεξάρτητα από την επικαρπία, με ενοχική συμφωνία και η επικαρπία επεκτείνεται και στη νέα εγκατάσταση. ΙΙΙ. Αντικείμενο της επικαρπίας. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1142 ΑΚ, η επικαρπία παρέχει στον δικαιούχο της εξουσία να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται «ξένο πράγμα». Από το άρθρο προκύπτει, ότι αντικείμενο επικαρπίας πρέπει να αποτελεί κάθε ξένο πράγμα. Η δυνατότητα σύστασης επικαρπίας μόνο σε ξένο πράγμα εκφράζει θεμελιώδη αρχή που διέπει, μεταξύ των άλλων περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων, και τις δουλείες 22. Η αρχή αυτή αποτελεί απόρροια της καθολικότητας του δικαιώματος της κυριότητας και σημαίνει, ότι εφόσον η κυριότητα παρέχει στον κύριο εξουσία να χρησιμοποιεί το πράγμα με οποιοδήποτε τρόπο, η σύσταση δουλείας υπέρ του 20 Βλ. ΜΠΑΛΗ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ 349. 21 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1148, αρ.10. 22 Εξαίρεση από την αρχή αυτή έχουμε στις περιπτώσεις της συγκυριότητας (ΑΚ 1114), του χωρισμού περιουσίας (ΑΚ 1905, 1914,1948) και της πτώχευσης (άρθρο 2 παρ.2 α.ν. 635/1937 «περί διατάξεων τινών πτωχευτικού δικαίου». Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί, για διαφορετικό λόγο κάθε φορά, είτε να υπάρξει δουλεία του (συγ)κυρίου πάνω στο (κοινό) πράγμα, είτε η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο της δουλείας και της κυριότητας να μην επιφέρει απόσβεση της πρώτης, Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ, ΙΙ, ό.π., παρ. 69, αρ. 15, σελ. 4-5. 13

κυρίου δεν θα είχε νόημα, αφού αυτός εξουσιάζει καθολικά το πράγμα δυνάμει του δικαιώματος της κυριότητάς του 23. Όσον αφορά την έννοια του πράγματος (1142 ΑΚ), αυτή πρέπει να οριοθετηθεί υπό το πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 947 παρ.1 ΑΚ. σε συνδυασμό και με ένα σύνολο διατάξεων του εμπράγματου δικαίου, οι οποίες εισάγουν ως κριτήρια για την οριοθέτηση της έννοιας του πράγματος και άλλα στοιχεία καταδεικνύοντας έτσι την μη πληρότητα της σχετικής διατάξεως. Τέλος από την διατύπωση του άρθρου 1142 ΑΚ «διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του», προκύπτει ότι αντικείμενο της επικαρπίας μπορεί καταρχήν να είναι μόνο πράγμα μη αναλωτό. Μια περαιτέρω διάκριση του πράγματος, με κριτήριο την εξωτερική μορφή αυτού, είναι η διάκριση σε κινητά και σε ακίνητα (1143 εδ.2, 948 ΑΚ). Επίσης, αντικείμενο επικαρπίας μπορεί να συσταθεί και σε ομάδα πραγμάτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1146 ΑΚ. Το αντικείμενο όμως της επικαρπίας πρέπει να είναι ατομικά εξατομικευμένο, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, που διέπει το σύνολο των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, και έχει ως σκοπό την ασφάλεια των συναλλαγών μέσω της σαφήνειας των εμπραγμάτων σχέσεων. Συνεπώς η ομάδα δεν μπορεί να αποτελέσει ως σύνολο αντικείμενο εμπραγμάτου δικαιώματος και γ αυτό το λόγο πρέπει οι προϋποθέσεις συστάσεως της επικαρπίας να συντρέχουν χωριστά για καθένα από τα στοιχεία που απαρτίζουν την ομάδα 24. Τέλος αντικείμενο επικαρπίας αποτελούν κατ εξαίρεση αναλωτά πράγματα βάσει της ειδικής διάταξης του 1174 ΑΚ, τα δικαιώματα (1178 ΑΚ), οι απαιτήσεις (1179 ΑΚ),αλλά και ολόκληρη η περιουσία (1156 ΑΚ), η ανάλυση όμως των οποίων δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης μελέτης, η οποία θα περιοριστεί μόνο στην επικαρπία πράγματος, κινητού και ακινήτου. 23 Βλ. στον ίδιο, ΕμπρΔ, ΙΙ, ό.π., σελ. 4. 24 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.5, ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ, Ι, παρ.9σελ. 82-83, 84 επ. 14

ΙV. Έκταση της επικαρπίας. Α. Έκταση από άποψη αντικειμένου. Το δικαίωμα της επικαρπίας, που συνίσταται σε πράγμα, εκτείνεται και στα συστατικά του αντικειμένου του (953 ΑΚ), καθώς επίσης και στα παραρτήματά του, εφόσον, ως προς τα τελευταία, υπάρχει αμφιβολία για το τι θέλησαν τα μέρη κατά τη σύσταση της επικαρπίας (958 ΑΚ). Ο χαρακτηρισμός ενός πράγματος ως συστατικού δεν είναι νοητός, παρά μόνον όταν υπάρχει σύνθετο πράγμα, πράγμα δηλαδή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα απλά πράγματα 25 και κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών θεωρείται ένα ενιαίο πράγμα 26. Κατά τη διάταξη του άρθρου 953 ΑΚ, συστατικό είναι το μέρος του πράγματος που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη δική του ή του κυρίου πράγματος 27 ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού και των δύο. Από την διατύπωση της άνω διάταξης συνάγεται στην ότι νομοθετική εμβέλεια της ρύθμισης υπάγονται μόνο τα ουσιώδη συστατικά 28. Ο αστικός κώδικας όμως αναγνωρίζει δύο κατηγορίες ουσιωδών συστατικών, εκείνα που προσδιορίζονται με βάση το γενικό κριτήριο της διατάξεως του άρθρου 953 ΑΚ, αλλά και τα συστατικά από το νόμο κατά τη διάταξη του άρθρου 954 ΑΚ, η οποία έχει πεδίο εφαρμογής μόνο στα ακίνητα. 25 Η έννοια του σύνθετου πράγματος αντιδιαστέλλεται με εκείνη του απλού πράγματος, αυτού δηλαδή που αποτελείται από μια και την αυτή ύλη και γι αυτό παρουσιάζει φυσική ενότητα. 26 Κατά τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, (ό.π. ΕμπρΔ, Ι, παρ. 10, αρ. 42, σελ. 98) «Σύνθετο πράγμα είναι εκείνο που συντίθεται από περισσότερα άλλοτε απλά πράγματα, τα οποία διαμορφώθηκαν σ ένα και αυθύπαρκτο πράγμα και έτσι έχασαν την αυθυπαρξία και αυτοτέλειά τους». Η γνώμη αυτή όμως κατά τον ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ (Συστατικά και παραρτήματα, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ.46-47), αν και ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις των συναλλαγών μπορεί να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις. 27 Υποστηρίζεται ότι από το ίδιο το γράμμα της 953 ΑΚ («ή του κυρίου πράγματος»): χρησιμοποίηση από το νομοθέτη της λέξεως «πράγμα» και όχι της λέξεως «συστατικό» (την οποία χρησιμοποιεί για το αποχωριζόμενο μέρος) συνηγορεί υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής, ότι και κατά το νομοθέτη με τον όρο «κύριο πράγμα» αποδίδεται το όλο «σύνθετο πράγμα» και όχι κάποιο «κύριο» συστατικό του, ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ, ό.π. σελ.29, ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ, Ι, παρ.11 σελ. 101. 28 Η επιστήμη και η νομολογία, με βάση τη διατύπωση της 953 ΑΚ, διακρίνουν μεταξύ ουσιωδών (αναποχώριστων, μη αυτοτελών) και επουσιωδών (αποχωριστών, αυτοτελών) συστατικών, βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΕμπρΔ Ι, παρ. 11, σελ. 101. 15

Στα συστατικά ισχύει η αρχή ότι ακολουθούν τη νομική τύχη του σύνθετου πράγματος και με αφετηρία την αρχή αυτή η επικαρπία που έχει συσταθεί στο (σύνθετο) πράγμα εκτείνεται και σε αυτά. Δεν έχει σημασία αν το συστατικό προστέθηκε, με τη συναίνεση του κυρίου μετά τη σύσταση επικαρπίας. Έτσι η επικαρπία που υπάρχει σε ακάλυπτο οικόπεδο επεκτείνεται και στην οικοδομή που ανεγέρθηκε από τον κύριο στο οικόπεδο αυτό μετά τη σύσταση της επικαρπίας. 29 Η επικαρπία περιλαμβάνει και τα παραρτήματα του αντικειμένου της κατά τη σύσταση της επικαρπίας, εφόσον αυτά ανήκουν στον ψιλό κύριο και, εφόσον υπάρχει αμφιβολία για το τι θέλησαν τα μέρη κατά τη σύστασή της (958 ΑΚ). Στην περίπτωση όμως που τα παραρτήματα δεν ανήκουν στον κύριο του βεβαρημένου πράγματος, αλλά σε τρίτον, ο επικαρπωτής αποκτά επικαρπία πάνω σε αυτά υπό τις προϋποθέσεις των 1036 ΑΚ επ, εφόσον πρόκειται για κινητά. 30 Παραρτήματα του αντικειμένου της επικαρπίας θεωρούνται τα κινητά πράγματα, που, χωρίς να είναι συστατικά του, έχουν προορισθεί για τη διαρκή εξυπηρέτηση του οικονομικού του σκοπού και έχουν ήδη τεθεί σε αντίστοιχη, προς το σκοπό αυτό, τοπική σχέση με το παραπάνω αντικείμενο (956 ΑΚ). Την εννοιολογικό όμως οριοθέτηση του παραρτήματος συμπληρώνει και η διάταξη του άρθρου 957 ΑΚ, η οποία θέτει την προϋπόθεση να μην υπάρχει αντίθετη αντίληψη στις συναλλαγές. Κρίσιμες διατάξεις για τον προσδιορισμό του νομικού καθεστώτος των παραρτημάτων είναι οι διατάξεις των άρθρων 958 και 370 ΑΚ. Στην 958 ΑΚ ορίζεται ότι «Δικαιοπραξία εμπράγματη για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει σε περίπτωση αμφιβολίας και το παράρτημα». Αλλά και κατά τη 370 ΑΚ «Η συμβατική υποχρέωση για εκποίηση ή επιβάρυνση πράγματος σε περίπτωση αμφιβολίας εκτείνεται και στο κατά την κατάρτιση της σύμβασης παράρτημά του». Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται κυρίως τρεις βασικές παρατηρήσεις: 1.Το παράρτημα μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο εμπράγματου δικαιώματος. 2.Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, κάθε εμπράγματη δικαιοπραξία για το κύριο πράγμα 29 ΕφΑθ 2070/1955 ΕΕΝ 23, 175, ΦορΕφΑθ 2421/1975 ΝοΒ 24, 220. 30 Βλ. ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π. σελ.338, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, Εμπράγματον δίκαιον, σελ. 454, ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ, ΙΙ, σελ.54, ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.5. 16

περιλαμβάνει και το παράρτημα. 3.Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, η ενοχική δικαιοπραξία για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει και το παράρτημα 31. Γίνεται λοιπόν εμφανές ότι ο νόμος μέσω των 958 και 370 ΑΚ συνδυάζει την αρχή της διατηρήσεως της οικονομικής ενότητας μεταξύ κυρίου πράγματος και παραρτήματος με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο βαθμό που επιτρέπεται στα μέρη να συμφωνήσουν το αντίθετο, δηλαδή να δεχθούν ότι το παράρτημα μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος 32. Τέλος, η επικαρπία εάν συνίσταται σε δεσπόζον ακίνητο περιλαμβάνει και την υπέρ αυτού πραγματική δουλεία ενώ αν συνίσταται σε δουλεύον ακίνητο υπόκειται στην βαρύνουσα το πράγμα δουλεία 33. Β. Έκταση από άποψη υποκειμένου. Η επικαρπία είναι εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας και ως εκ τούτου ισχύουν οι γενικοί κανόνες των προσωπικών δουλειών, που προκύπτουν από την παραπάνω έννοια σε αντιδιαστολή με την έννοια των πραγματικών δουλειών. Το δικαίωμα της προσωπικής δουλείας είναι προσωποπαγές και ως εκ τούτου ο δικαιούχος πρέπει να είναι πρόσωπο ατομικά ορισμένο, αντίθετα το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας είναι πραγματοπαγές και συνεπώς φορέας του δικαιώματος είναι ο εκάστοτε κύριος ορισμένου ακινήτου. Επίσης δικαιούχος της επικαρπίας μπορεί να είναι όχι μόνο φυσικό πρόσωπο, αλλά και νομικό πρόσωπο 34. Αυτό προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 31 Γίνεται δεκτό ότι κάθε ενοχική/υποσχετική δικαιοπραξία για το κύριο πράγμα καταλαμβάνει και το παράρτημα και όχι μόνο (όπως αναφέρεται στο γράμμα της 370 ΑΚ) η ενοχική σύμβαση που δημιουργεί υποχρέωση για εκποίηση ή επιβάρυνση του κυρίου πράγματος. Έτσι π.χ. η μίσθωση αγροκτήματος περιλαμβάνει και τα κατά τη 960 ΑΚ παραρτήματά του. Βλ. Ι. Σ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ, Συστατικά και παραρτήματα, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 107, Δ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Ι/Β ό.π. σελ. 111. 32 Βλ. Δ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Ι/Β ό.π. σελ. 110-111. 33 Βλ. ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π. σελ.338, ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ, Εμπάγματον δίκαιον, εκδ. Σάκκουλα 1986, σελ. 344, ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.5. 34 Σε αντίθεση με την οίκηση, η οποία παραχωρείται μόνο σε φυσικά πρόσωπα, καθώς από το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού προκύπτει ότι αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των αναγκών φυσικού προσώπου και δε συμβιβάζεται με τη φύση του νομικού προσώπου. Σε περίπτωση όμως που συσταθεί «οίκηση» υπέρ νομικού προσώπου, η σχετική σύμβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως 17

1167 ΑΚ, όπου στο δεύτερο εδάφιο ορίζεται ρητά ότι «Επικαρπία υπέρ νομικού προσώπου εκλείπει μαζί με αυτό». Επίσης δικαιούχος της επικαρπίας μπορεί να είναι και εταιρία αστική ή εμπορική 35. Δικαιούχος όμως της επικαρπίας μπορεί να είναι και μια πλειονότητα προσώπων. Τα περισσότερα πρόσωπα μπορεί να είναι είτε κοινωνοί κατ ιδανικά μέρη 36 είτε δανειστές εις ολόκληρον. Πότε συμβαίνει το ένα και πότε το άλλο είναι ζήτημα ερμηνείας. V. Χαρακτήρας της επικαρπίας. Α. Δικαίωμα αμεταβίβαστο. i. Θεμελίωση. Στην διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ, ο νομοθέτης ορίζει το αμεταβίβαστο της επικαρπίας σε περίπτωση έλλειψης αντίθετης συμφωνίας. Στην διάταξη αυτή βρίσκει την έκφρασή της κατά τρόπο κατηγορηματικό η στενή σύνδεση του δικαιώματος της επικαρπίας με το πρόσωπο του δικαιούχου επικαρπωτή. Ο προσωποπαγής 37 δηλαδή χαρακτήρας της επικαρπίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα των προσωπικών δουλειών στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επικαρπία, εκφράζεται στην απαγόρευση της μεταβίβασής της. Ο νόμος λοιπόν επιδιώκει αφενός μεν να προστατεύσει την κυριότητα από τις συνέπειες μιας αέναης δέσμευσης, αφετέρου δε να περιορίσει χρονικά τις αρνητικές επιδράσεις της ψιλής κυριότητας πάνω στην ελεύθερη οικονομική δράση του επικαρπωτή, οποίος όχι μόνο δεν δικαιούται να αλλοιώσει την ουσία του πράγματος, αλλά υπόκειται και σε ένα πλήθος υποχρεώσεων έναντι του κυρίου (1142, 1148-1163 ΑΚ) 38. Τέλος δικαιολογητικός λόγος του αμεταβίβαστου σύμβαση σύστασης επικαρπίας ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας. Βλ. Γ. ΚΑΡΥΜΠΑΛΗ- ΤΣΙΠΤΣΙΟΥ, ό.π. σελ.125, όπου και σχετικές παραπομπές. 35 Βλ. ΚΑΡΑΣΗ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1142, αρ.5, Β. ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ, Αναλυτική ερμηνεία-νομολογία αστικού κώδικα, Αθήνα 1989, άρθρο 1142, σελ. 1647. 36 Οι διατάξεις των άρθρων 785 επ.,1116 ΑΚ, ισχύουν στην εσωτερική σχέση ανάλογα. Η συνεκαρπία όμως κατ ιδανικά μέρη θα αναλυθεί στην συνέχεια (1144 ΑΚ). 37 Αντίθετος ο Π. ΛΑΔΑΣ, κατά τον οποίο τα προσωποπαγή δικαιώματα δεν ταυτίζονατι με τα αμεταβίβαστα. Γενικές Αρχές Ι, εκδ. Σάκκουλα 2007, παρ. 11, αριθ. 45, σελ. 229. 38 Βλ. ΡΟΥΣΣΟΣ σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1166, αρ. 1, ΣΟΝΤΗΣ, Η υποκατάστασις των κληρονόμων του επικαρπωτού εις την επικαρπίαν κατά το ρωμαικόν δίκαιον και τον αστικόν κώδικα, Ξένιον Ζέπου ΙΙΙ, σελ.367. 18

της επικαρπίας αποτελεί η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που ενδεχομένως κρύβεται, καθώς ο ιδιοκτήτης δεν παραχωρεί ένα τόσο ευρύ κατά περιεχόμενο δικαίωμα, που του αποστερεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν το σύνολο των εξουσιών, και ως εκ τούτου δεν συμβιβάζεται με τη φύση της επικαρπίας να αποτελέσει αντικείμενο ελεύθερης συναλλαγής 39. ii. Έννοια και όρια του αμεταβίβαστου. Στην διάταξη του άρθρου 1166 εδ.1 ΑΚ, διατυπώνεται καταρχήν, ότι η επικαρπία είναι αμεταβίβαστη. Αυτό σημαίνει ότι απαγορεύεται κάθε εμπράγματη δικαιοπραξία, με την οποία είτε μεταβιβάζεται το δικαίωμα της επικαρπίας από τον δικαιούχο της σε τρίτο πρόσωπο (παράγωγη μεταφορική κτήση εμπράγματου δικαιώματος) 40, είτε επιβαρύνεται το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας (παράγωγη δημιουργική κτήση εμπράγματου δικαιώματος) 41 42 με την σύσταση άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων πάνω στο εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας. Έτσι απαγορεύεται π.χ. η μεταβίβασή της επικαρπίας αιτία πώλησης, ανταλλαγής, δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου κλπ., καθώς επίσης και η σύσταση πραγματικής ή περιορισμένης δουλείας ή ενεχύρου. Την απαγόρευση όμως της σύστασης πραγματικής ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας επί της επικαρπίας, επιβάλλει και μια βασική αρχή που διέπει το δίκαιο των δουλειών, κατά την οποία δεν μπορεί να συσταθεί δουλεία πάνω σε δουλεία 43. Στην περίπτωση λοιπόν που συσταθεί πραγματική ή περιορισμένη προσωπική δουλεία, θα αποτελεί άκυρη εμπράγματη δικαιοπραξία, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί σαν έγκυρη παραχώρηση (ολική ή μερική) της εξουσίας (έννοια η οποία θα αναλυθεί στην συνέχεια) ασκήσεως της 39 Βλ. ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ. 372, ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ, ΙΙ, σελ.43. 40 Βλ. Δ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, ό.π. 1/α, σελ.83. 41 Βλ. στον ίδιο, ό.π. 42 Οι δύο αυτές μορφές εντάσσονται στην απαλλοτρίωση (ή διάθεση ή εκποίηση) με την στενή του όρου σημασία. Βλ. στον ίδιο, ό.π. σελ. 83, ΜΠΑΛΗ, ΓενΑρχ εκδ. Σάκκουλα 1961, σελ. 102. 43 Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ ΙΙ, σελ.6. 19

επικαρπίας με ενοχική μόνο ενέργεια 44. Επίσης ανεπίδεκτη εκχωρήσεως είναι και η απαίτηση για τη σύσταση επικαρπίας, επειδή αφορά αμεταβίβαστο δικαίωμα 45 46. Ωστόσο, το δόγμα του αμεταβίβαστου της επικαρπίας και του συνεπεία αυτού αδυνάτου της συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος επ αυτής, διασπά κατ εξαίρεση η διάταξη του άρθρου 1259 ΑΚ. Σύμφωνα με αυτή ο δικαιούχος της επικαρπίας μπορεί να παραχωρήσει υποθήκη, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή. Το δικαίωμα της υποθήκης έχει ως αντικείμενο το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας και όχι την απλή άσκηση του δικαιώματος, αποσβήνεται δε με την απόσβεση της επικαρπίας. Ως εκ τούτου έπεται ότι είναι δυνατή και η κατάσχεση της επικαρπίας καθ αυτή, ακόμη και η εκπλειστηρίασή της. Αυτό μάλιστα προκύπτει και από τις διατάξεις των άρθρων 953 παρ. 2 εδ. β και 992 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες αντικείμενο κατάσχεσης μπορεί να είναι εμπράγματο δικαίωμα του οφειλέτη επάνω σε ακίνητο, αλλά και από την ίδια την έννοια της υποθήκη. Στο σημείο, όμως, αυτό πρέπει να τονισθεί, ότι η θεωρία δεν διατήρησε καμία επιφύλαξη, όσον αφορά την δυνατότητα κατάσχεσης της επικαρπίας επί της οποίας είχε συσταθεί επικαρπία, καθώς αντίθετη παραδοχή θα είχε ως συνέπεια να μην έχει επί της ουσίας εφαρμογή το άρθρο 1259 ΑΚ. Ωστόσο, ο υπερθεματιστής έχει την εκπλειστηριαζόμενη επικαρπία μόνο όσο διαρκεί το δικαίωμα της επικαρπίας (1259 εδ. 2 ΑΚ), καθόσον μάλιστα δεν μπορεί να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα των όσων είχε ο οφειλέτης επικαρπωτής 47. Κατ απόκλιση όμως από αυτήν την αρχή της χρονικής ταύτισης επικαρπίας και υποθηκικής επικαρπίας γίνεται δεκτό ότι η υποθήκη δεν συμπαρασύρεται σε απόσβεση, όταν η λήξη της (υποθηκευμένης) επικαρπίας επέρχεται με σύγχυση (1168 ΑΚ) ή με παραίτηση (1169 ΑΚ). Με τον τρόπο αυτό 44 Βλ. στον ίδιο, ό.π., ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ.372, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ,ό.π., σελ. 478. 45 Βλ. ΤΟΥΣΗΣ, ό.π., σελ. 809 υπ.(2). ΜΠΟΣΔΑΣ, Το αμεταβίβαστο της επικαρπίας, ΕλλΔ/νη,1977, σελ. 7. 46 Βλ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ,ό.π., σελ. 478. 47 Βλ. ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ. 372, ΜΠΟΣΔΑΣ, ό.π., σελ. 11. Ι. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ, Το δίκαιον της εμπραγμάτου ασφαλείας, τεύχος πρώτον, εκδ. Σάκκουλα 1974, σελ. 58. 20

προστατεύονται τα συμφέροντα του ενυπόθηκου δανειστή από την μέρους του επικαρπωτή αυθαίρετη διάθεση του δικαιώματός του 48. Ωστόσο, πέραν της εξαίρεσης του άρθρου 1259 ΑΚ, το αμεταβίβαστο της επικαρπίας είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει διχογνωμία σχετικά με το αν η επικαρπία η οποία δεν υποθηκεύεται, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης από μη ενυπόθηκους δανειστές του επικαρπωτή. Έχουν διατυπωθεί και οι δύο απόψεις προβάλλοντας διαφορετικά επιχειρήματα, με κρατούσα όμως την άποψη που θεωρεί ακατάσχετο το δικαίωμα της επικαρπίας. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον κατά τη 1166 εδ. 1 ΑΚ, η επικαρπία είναι αμεταβίβαστη είναι συνεπές να γίνει δεκτό ότι η επικαρπία είναι και ακατάσχετη, καθώς η κατάσχεση οδηγεί με τον πλειστηριασμό σε μεταβίβαση. Εκείνο που μπορεί να κατασχεθεί, σύμφωνα με την άποψη αυτή, είναι μόνο η άσκηση της επικαρπίας ως ενοχικό δικαίωμα και όχι το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα 49. Κατά την άποψη μου, όμως, η άποψη αυτή είναι δογματικά ανακόλουθη με την υπάρχουσα δυνατότητα του επικαρπωτή να επιβαρύνει την επικαρπία με το εμπράγματο δικαίωμα της υποθήκης. Η αντίθετη, ωστόσο, άποψη προτείνει την κατάσχεση της επικαρπίας σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή έχει συμφωνηθεί ως μεταβιβαστό το δικαίωμα της επικαρπία είτε όχι, ξεκινώντας βασικά από μια καλύτερη κατοχύρωση των συμφερόντων του υπερθεματιστή. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί και το επιχείρημα ότι ναι μεν η επικαρπία κατά την διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ είναι αμεταβίβαστη, επειδή όμως δεν περιλαμβάνεται στην περιοριστική απαρίθμηση της διάταξης του άρθρου 953 παρ. 3,4 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η επικαρπία είναι δικαίωμα δεκτικό κατάσχεσης. Επίσης υποστηρίζεται ότι εφόσον το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας μπορεί κατά την διάταξη του άρθρου 1259 ΑΚ να αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης, άρα και εκποίησης από μέρους του ενυπόθηκου δανειστή, δεν υπάρχει λόγος να μην αναγνωριστεί τέτοιο δικαίωμα και σε άλλους δανειστές του επικαρπωτή 50. Σύμφωνα 48 Βλ. Ι. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ, ό.π. Β. σελ. 100, ΜΠΟΣΔΑΣ,ό.π., σελ.11. 49 Βλ. ΜΠΑΛΗΣ, ΕμπρΔ, ό.π., σελ. 372, ΜΠΟΣΔΑΣ,ό.π., σελ.10. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ,ό.π., σελ. 478. 50 Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΙΙ, σελ. 76. ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ, ό.π., σελ. 349. Π. ΓΕΣΙΟΥ- ΦΑΛΤΣΗ, Αναγκαστική εκτέλεση ειδικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 115. 21

λοιπόν με αυτήν την άποψη, με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό μεταφέρεται στον υπερθεματιστή αυτούσιο το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας και όχι μόνο η άσκησή του, μάλιστα δε στη νομική κατάσταση του χρόνου κατασχέσεως 51. Η άποψη όμως αυτή επιδέχεται έντονη κριτική και αμφισβήτηση. Ειδικότερα, αντίκειται καταρχήν στον αμεταβίβαστο χαρακτήρα της επικαρπίας και δεν αναφέρεται στους λόγους και την ενδεχόμενη αναγκαιότητα προστασίας του υπερθεματιστή. Επίσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα συμφέροντα του κυρίου, που βρίσκονται σε αντίθεση με τη μεταβίβαση της επικαρπίας σε τρίτο (υπερθεματιστή) 52. Τέλος στο πλαίσιο της άποψης αυτής τίθεται και ο εξής προβληματισμός. Δηλαδή κατά πόσο είναι σύμφωνη με τον σκοπό του νόμου η κατάσχεση της επικαρπίας κινητών, καθώς ενόψει της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1036 ΑΚ, στην ουσία απαλλοτριώνεται η κυριότητα. Έτσι και σε ακολουθία με όλα τα ανωτέρω σε περίπτωση πτώχευσης του επικαρπωτή, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την άσκηση, όχι όμως και το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας 53. Όσον αφορά τους καρπούς, το αμεταβίβαστο της 1166 εδ. 1 ΑΚ δεν επεκτείνεται σε αυτούς, αφού αυτοί με τον αποχωρισμό 54 τους περιέρχονται στην κυριότητα του επικαρπωτή και υπόκεινται επομένως στην ελεύθερη διάθεσή του. Το ίδιο ισχύει και για τους καρπούς που δεν έχουν ακόμη αποχωριστεί ή δεν είναι ώριμοι για αποχωρισμό. Στο στάδιο αυτό ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα 55 για την απόκτηση της κυριότητας των καρπών, το οποίο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εξακολούθησης της επικαρπίας κατά τη στιγμή ή τουλάχιστο κατά το στάδιο του 51 Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ ΙΙ, σελ. 76. 52 Βλ. ΡΟΥΣΣΟ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1166, αρ.5. 53 Βλ. στον ίδιο όπου περαιτέρω παραπομπές. 54 Βλ. Ε.ΚΟΥΝΟΥΓΕΡΗ-ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, ό.π., σελ.84. 55 Πρόκειται δηλαδή για προσδοκία δικαιώματος, η οποία συντρέχει και στα δικαιώματα που εξαρτώνται από αίρεση και ως προς τη νομική της φύση ακολουθούν το ολοκληρωμένο δικαίωμα. Η προσδοκία δικαιώματος αποτελεί αποτιμητό στοιχείο της περιουσίας του δικαιούχου και συνυπολογίζεται στην πτωχευτική του περιουσία. Τέλος είναι απαλλοτριωτή και κληρονομητή (Βλ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ, Γενικές αρχές του αστικού δικαίου Ι/α, εκδ. Σάκκουλα, σελ.164-165, όπου και σχετικές παραπομπές). 22

αποχωρισμού. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής δικαιοπραξίας 56. iii. Η ενδοτικότητα της αρχής του αμεταβίβαστου. Η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 1166 εδ. 1 ΑΚ, αποτελεί ενδοτικό δίκαιο και επομένως είναι δυνατή διαφορετική ρύθμιση είτε κατά τη σύσταση της επικαρπίας είτε με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών. Στην τελευταία περίπτωση η σχετική συμφωνία πρέπει να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί αν πρόκειται για ακίνητο, διαφορετικά έχει μόνο ενοχική και όχι εμπράγματη ενέργεια 57. Έντονη προβληματική όμως δημιουργεί ο προσδιορισμός του περιεχομένου της αντίθετης συμφωνίας, σε επίπεδο θεωρητικό και επιστημονικό, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος εκφυλισμού της κυριότητας, αφού αν και δεν διακόπτεται τελείως ο δεσμός της επικαρπίας μεταξύ του κυρίου και του μεταβιβάσαντος επικαρπωτή, γιατί αυτός εξακολουθεί να φέρει έναντι του κυρίου τις εκ του νόμου υποχρεώσεις, παρ όλα αυτά επικαρπωτής καθίσταται ο προς ον η μεταβίβαση της επικαρπίας 58. Αντίθετα η νομολογία φαίνεται ότι περιορίζεται κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1166 εδ. 1 ΑΚ στο να επαναλαμβάνει τη διατύπωση του νόμου χωρίς να κάνει σκέψεις γύρω από τα αποτελέσματα μιας τέτοια αντιμετώπισης 59. Όσον αφορά το περιεχόμενο της αντίθετης συμφωνίας υπάρχουν θεωρητικά δύο δυνατότητες. Καταρχήν, να συμφωνηθεί, ότι ο επικαρπωτής δικαιούται να μεταβιβάσει την επικαρπία ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό. Στην περίπτωση όμως αυτή η επικαρπία μετατρέπεται σε διηνεκές βάρος της κυριότητας με αποτέλεσμα τον εκφυλισμό της τελευταίας, αφού ο δικαιούχος θα μπορεί να προβεί σε περαιτέρω μεταβίβαση της επικαρπίας κ.ο.κ. Συνεπώς μια τέτοια προσέγγιση προσκρούει σαφέστατα σον σκοπό του νόμου και ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί ως μη νόμιμη. 56 Βλ. σε Ρούσσο όπου παραπέμπει στον ΣΗΜΑΝΤΗΡΑ, Εράνιον Μαριδάκη ΙΙ, σελ. 480. 57 Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ ΙΙ, σελ. 74. 58 Βλ. ΣΟΝΤΗΣ,ό.π.,σελ.380. 59 ΕφΘες 495/1978 Αρμ. 32 σελ. 85, ΠρΑθ 14507/1981 ΝοΒ 29 σελ. 1583. 23

Αντίθετη άποψη, επιβάλλει στενή ερμηνεία της «σύναψης αντίθετης συμφωνίας». Σύμφωνα με αυτήν μπορεί να προβλεφθεί περιορισμένη μεταβίβαση της επικαρπίας, η εγκυρότητα της οποίας όμως πρέπει να κριθεί με βάση την αρχή ότι η κυριότητα δεν πρέπει να εκτεθεί σε εκφυλισμό 60. Έχουν διατυπωθεί όμως διάφορες απόψεις, όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας με βάση το γενικό κριτήριο της αρχής του μη εκφυλισμού της κυριότητας. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι είναι δυνατό να συμφωνηθεί, ότι ο επικαρπωτής υποχρεώνεται να μεταβιβάσει την επικαρπία μόνο όμως για όσο χρόνο διαρκεί η δική του 61. Αν όμως παρ όλη την συμφωνία που συνδέει τον επικαρπωτή και τον κύριο, ο πρώτος προβεί σε απεριόριστη μεταβίβαση της επικαρπίας σε τρίτο θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 206 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία κάθε μεταβίβαση του δικαιώματος της επικαρπίας που πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο επικαρπωτή είναι αυτοδικαίως άκυρη με την παρέλευση του χρόνου διάρκειας του δικού του δικαιώματος επικαρπίας, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση. Αυτή η προστασία του κυρίου του πράγματος επιτυγχάνεται στην περίπτωση των ακινήτων, ενώ αντίθετα η κυριότητα διατρέχει κίνδυνο όταν η περιοριστική συμφωνία αφορά τη μεταβίβαση επικαρπίας κινητών. Αν ο επικαρπωτής προβεί, παρά τη συμφωνία που τον συνδέει με τον κύριο, σε απεριόριστη μεταβίβαση της επικαρπίας σε τρίτο, δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του τρίτου η συμφωνία, καθώς έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 1036 ΑΚ 62. Στο πλαίσιο μάλιστα αυτής της άποψης γίνεται δεκτό, ότι η επικαρπία του δικαιοδόχου είναι και μεταβιβαστή και κληρονομητή, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι η επικαρπία του πρώτου επικαρπωτή δεν έχει αποσβεσθεί. Ο μεταβιβάζον πρώτος επικαρπωτής μπορεί βέβαια να αποκλείσει με τη μεταβιβαστική δικαιοπραξία την περαιτέρω μεταβίβαση της επικαρπίας, ωστόσο τέτοιος όρος θα έχει μόνο ενοχική ενέργεια (177 ΑΚ) 63. 60 Βλ. ΡΟΥΣΣΟ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1166, αρ.10. 61 Βλ. ΣΟΝΤΗΣ,ό.π.,σελ.380, ΒΑΒΟΥΣΚΟ, ό.π., σελ. 350. 62 Υποστηρίζεται η άποψη που πρόσφατα έκανε δεκτή και η νομολογία, ότι η καλή πίστη θεραπεύει και την τυχόν υπάρχουσα αίρεση, Βλ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ Ι, σελ. 491. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟ, αρθρο 206 αρ. 6 σελ. 341. 63 Βλ. ΣΟΝΤΗΣ,ό.π.,σελ.381. 24

Μια άλλη άποψη προτείνει επίσης τη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1166 εδ. 1 ΑΚ, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι επιτρεπτή μόνο μια φορά η μεταβίβαση της επικαρπίας. Μπορεί δηλαδή να παραχωρηθεί στον επικαρπωτή το δικαίωμα να μεταβιβάσει σε τρίτο την επικαρπία, η οποία όμως θα αποσβήνεται οριστικά με τον θάνατό του και δεν θα μπορεί επομένως να προβεί σε νέα μεταβίβαση, καθώς η ελευθερία απεριόριστης μεταβίβασης θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση της κυριότητας, η οποία είναι όμως αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη 64. Ωστόσο 65, είναι δυνατό μια ανίσχυρη συμφωνία που παραχωρεί στον επικαρπωτή το δικαίωμα να μεταβιβάσει την επικαρπία για ορισμένο χρόνο σε άλλον μπορεί να έχει την έννοια ότι τα μέρη θέλουν να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1166 εδ.2 ΑΚ. Μπορεί όμως να σημαίνει ή ακόμη και να συμφωνηθεί εξαρχής έγκυρα ότι ο κύριος παραχωρεί επικαρπία ορισμένου χρόνου και ταυτόχρονα ορίζει ότι με την παρέλευση του χρόνου αυτού η επικαρπία περιέρχεται σε άλλο πρόσωπο. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι θεμιτό, καθώς εμπίπτει στον θεσμό της ταυτόχρονης σύστασης δύο επικαρπιών ή της εμπράγματης σύμβαση υπέρ τρίτου 66. Τέλος αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι αφενός το περιεχόμενο της συμφωνίας που επιτρέπει την εμπράγματη μεταβίβαση της επικαρπίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά στην περίπτωση που τα μέρη δεν προέβησαν σε εξειδίκευση του περιεχομένου της, αφετέρου δε πρέπει να καθίσταται ανίσχυρη μια συμφωνία που επιτρέπει την μεταβίβαση της επικαρπίας κατά τρόπο απεριόριστο, έτσι όπως η έννοια του απεριόριστου εξειδικεύθηκε πιο πάνω. Με τον τρόπο αυτό η ενδοτικότητα της αρχής του αμεταβίβαστου δεν αναιρεί τον σκοπό του νόμου, δηλαδή την στενή σύνδεση του δικαιώματος της επικαρπίας με το πρόσωπο του δικαιούχου επικαρπωτή, αλλά αντίθετα προστατεύει την κυριότητα καθιστώντας όμως ταυτόχρονα το δικαίωμα της επικαρπίας πιο ευέλικτο. Συνεπώς οποιαδήποτε παρέκκλιση από τον σκοπό του νόμου, όπως αυτός προκύπτει από την τελολογική ερμηνεία της 1166 ΑΚ, καθιστά ανίσχυρη όχι μόνο την διαθετική πράξη του 64 Βλ. ΜΠΟΣΔΑΣ,ό.π., σελ.3. 65 Βλ. ΡΟΥΣΣΟ, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 1166, αρ.13. 66 έννοιες οι οποίες θα αναλυθούν στην συνέχεια της εργασίας. 25