1.1. Στόχοι της Έρευνας



Σχετικά έγγραφα
2.4 Ρύπανση του νερού

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Τι είναι άμεση ρύπανση?

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ. ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ.

Γ. Βλοντάκης. Γεωπόνος-Περιβ/λόγος-Βιοκαλλιεργητής

Συνολικός Προϋπολογισμός: Χρηματοδότηση Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ελλάδα Ισπανία. Ιταλία

ΚΑΝΤΑΡΟΣ ΗΛΙΑΣ Γεωπόνος, Σύµβουλος Βιολογικής Γεωργίας '' ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΥΓΕΙΑ''

Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ


ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ. Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων

Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ. Σοφοκλής Λογιάδης

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΗΛΕΙΑΣ

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

Κοινωνικά και Οικονομικά οφέλη των προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου NATURA Γεωργία Πιλιγκότση MSc Οικονομολόγος Περιβάλλοντος

Εισαγωγή στην Επιστήμη του Μηχανικού Περιβάλλοντος Δ Ι Δ Α Σ Κ Ο Υ Σ Α Κ Ρ Ε Σ Τ Ο Υ Α Θ Η Ν Α Δ Ρ. Χ Η Μ Ι Κ Ο Σ Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ο Σ

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Διδακτέα ύλη μέχρι

Φορέας ιαχείρισης Σαµαριάς (Λευκών Ορέων): Ένα καινούργιο πρόβληµα ή ένα καινούργιο εργαλείο;

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

) η οποία απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα και ένα ποσοστό σε αμμωνιακά ιόντα (NH + ). Αυτή η διαδικασία

ΑΔΑ: ΒΕΤ9Β-ΣΧΠ. ΑΔΑ: ΑΘΗΝΑ 26 / 2 / 2013 Αρ. Πρωτ. 599/26167

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

Διαχείριση Υδάτινων Πόρων στη Βιομηχανική Δραστηριότητα. Δρ. Σπύρος Ι. Κιαρτζής Πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Βιομηχανίας & Νέων Υλικών ΤΕΕ/ΤΚΜ

ΚΥΚΛΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ. Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα είναι περιορισμένη. Ενώσεις και στοιχεία όπως:

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής

25/11/2010. Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό Παρόχθια ζώνη

Μέτρα, δράσεις του ΠΑΑ με προτεραιότητα στις Προστατευόμενες Περιοχές

Κοινωνικά και Οικονομικά οφέλη των προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου NATURA Γεωργία Πιλιγκότση MSc Οικονομολόγος Περιβάλλοντος

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Βιολογία Γενικής Παιδείας Γ Λυκείου. Άνθρωπος και Περιβάλλον (Κεφ.2)

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Βιολογική καλλιέργεια και διατροφή Γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα

Παρουσίαση θεµατικών επιπέδων γεωγραφικής πληροφορίας του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ)

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Λυμένες ασκήσεις: 36. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές και ποιες λανθασμένες;

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο ( ) ΑΘΗΝΑ 14 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ - ΖΙΖΑΝΙΟΛΟΓΙΑ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Εργασία στο μάθημα: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ. Θέμα: ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

Ρύπανση Νερού. Η ρύπανση μπορεί να είναι : χημική με την εισαγωγή επικίνδυνων τοξικών ουσιών ενεργειακή, βιολογική κτλ.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ. Θεματική Ενότητα: Διαχείριση λίπανσης Εφαρμογή τεχνικών ορθολογικής λίπανσης ελαιοκαλλιέργειας

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv=

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

ΓΕΩΡΓΙΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

Newsletter ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ CONDENSE: ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΚΟΠΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΣΙΓΑΡΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΑΓΔΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

= ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ. Ιδιότητες και αποτελέσματα ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ

Transcript:

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η κατανόηση της σημασίας της βιοποικιλότητας και των ισορροπιών του οικοσυστήματος γενικότερα, οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη μέλη στην λήψη μέτρων προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ανάμεσα στα μέτρα αυτά είναι και η κύρηξη περιοχών μεγάλης οικολογικής αξίας ως προστατευομένων με στόχο την προστασία της πλούσιας και μοναδικής βιολογικής ποικιλότητας που στεγάζουν αλλά και προκειμένου να αποτελέσουν πρότυπα διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης και για άλλες περιοχές. Ως προστατευόμενη περιοχή εννοούμε, σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δώσει η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης και των Φυσικών Πόρων (IUCN): «Μια χερσαία και/ή θαλάσσια έκταση, αφιερωμένη στην προστασία και διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και των φυσικών και συναφών πολιτιστικών πόρων, η οποία υπόκειται σε διαχείριση με νομικά μέσα ή άλλους αποτελεσματικούς τρόπους». Οι προστατευόμενες περιοχές, σήμερα, δεν διαχειρίζονται ως ξεκομμένες από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά βάσει πολιτικών που προωθούν την ικανοποίηση των τοπικών αναγκών τόσο για την προστασία του οικοσυστήματος όσο και για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Η πεποίθηση ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα θα οδηγούσε μοιραία σε αλλοίωση των φυσικών οικοτόπων, ρύπανση και υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων βαθμιαία αποδεικνύεται υπερβολική ή και λανθασμένη. Εξάλλου, όσες προσπάθειες διαχείρισης αγνόησαν τον ανθρώπινο παράγοντα δεν είχαν καθόλου ενθαρρυντικά αποτελέσματα Η περιοχή της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου - δάσους Στροφιλιάς είναι ένας βιότοπος διεθνούς ενδιαφέροντος στο ΒΔ τμήμα της Πελοποννήσου. Μεγάλα τμήματά της εντάσσονται στις διατάξεις της Σύμβασης Ramsar (1971) ενώ έχει προταθεί και για ένταξη στο δίκτυο Νatura 2000 (Ντάφης κ.ά.,). Εμπεριέχει ένα σύνολο υγροτόπων και ελωδών εκτάσεων (Κοτυχίου, Προκόπου, Καλογριάς, Λάμιας), το δάσος Στροφιλιάς καθώς και τους όγκους των Μαύρων Βουνών. Καταλαμβάνει συνολική έκταση περίπου 136.644 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται 18 οικισμοί, περίπου 9.000 1

κατοίκων. Διοικητικά ανήκει στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και περισσότερο ή λιγότερο υπάγεται διοικητικά στους δήμους Βουπρασίας και Λεχαινών του νομού Ηλείας, και Λαρισσού και Μόβρης του νομού Αχαΐας. Η περιοχή αποτελεί ένα σύνολο φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων του πρωτογενούς τομέα, με άσκηση έντονης πίεσης στο φυσικό περιβάλλον που θέτουν σε κίνδυνο ευαίσθητα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξή της, αν δε σχεδιαστούν σωστά και σε σχέση με τις ανάγκες προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Μια περαιτέρω προσέγγιση και ανάλυση του πρωτογενούς τομέα θα μας οδηγούσε σε αξιόλογα συμπεράσματα για τη διαχείριση αλλά, βιώσιμη ανάπτυξη της προστατευόμενης περιοχής. 1.1. Στόχοι της Έρευνας Στις προστατευόμενες περιοχές κυρίαρχος στόχος είναι η διατήρηση των φυσικών και πολιτιστικών αξιών της περιοχής. Αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά αποκλεισμό ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Απεναντίας, η σωστή ρύθμιση των τελευταίων αποτελεί το μέσο επίτευξης του ουσιαστικού στόχου της διαχείρισης μιας προστατευόμενης περιοχής. Έχοντας υπ όψιν τα παραπάνω, η παρούσα εργασία έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η καταγραφή της πρωτογενούς γεωργικής δραστηριότητας της περιοχής, δηλαδή το είδος, το τρόπος καλλιέργειας (π.χ. βιολογική) και τη μορφή καλλιέργειας (π.χ. εντατική) των σχετικών εκτάσεων. Ο δεύτερος είναι η καταγραφή των εισροών της φυτικής παραγωγής, δηλαδή των φυτοπροστατευτικών ουσιών και των λιπασμάτων. Απώτερος σκοπός της έρευνας είναι να γίνει εκτίμηση της πιθανής επιβάρυνσης της παρακείμενης γεωργικής περιοχής από τις εισροές με βάση τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων ουσιών αλλά και του τρόπου και της συχνότητας χρήσης. Η σχετική γνώση και η εκτίμηση της βιωσιμότητας των υφιστάμενων καλλιεργειών και λαμβάνοντας υπόψη την τοπική κουλτούρα και τις συνήθειες των παραγωγών θα μπορούσε να 2

οδηγήσει σε συμπεράσματα για μια αποτελεσματικότερη και βιώσιμη διαχείριση της προστατευόμενης περιοχής. Μέσα από την αξιολόγηση μιας τέτοιας έρευνας μπορούν να προκύψουν προτάσεις και συμπεράσματα για το μέλλον της γεωργικής δραστηριότης και την αποτελεσματικότερη συνύπαρξή της με το καθεστώς προστασίας της περιοχής. 3

2. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΦΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΕΙΣΡΟΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 2.1. Μορφές Πρωτογενούς Φυτικής Παραγωγής Συμβατική γεωργία Η Κοινή Αγροτική Πολιτική έθεσε ως κύριο στόχο της, μεταξύ άλλων, κατά τη Συνθήκη της Ρώμης το 1958 την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, χωρίς όμως να λάβει μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Για να πραγματοποιηθεί, λοιπόν, αυτός ο στόχος χρησιμοποιήθηκε η συμβατική γεωργία. Με τον όρο συμβατική ή χημική ή εντατική γεωργία εννοούμε την παραγωγή γεωργικών προϊόντων με τη χρησιμοποίηση χημικών γεωργικών φαρμάκων, λιπασμάτων, αυξητικών παραγόντων, ορμονών, ισορροπιστικών ανοργάνων αλάτων και βιταμινών. Με την εφαρμογή της συμβατικής γεωργίας επιτεύχθηκε θεαματική αύξηση της παραγωγής και βελτίωση των χαρακτηριστικών των γεωργικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, όμως, η συμβατική γεωργία φάνηκε να ευθύνεται για την υποβάθμιση της δομής των εδαφών από τη μονοκαλλιέργεια και τα συνθετικά λιπάσματα, για τη χαμηλή ποιότητα των τροφίμων, λόγω των υπολειμμάτων και ανεπιθύμητων ουσιών, για την καταστροφή του αγροτικού τοπίου, αλλά και για γενικότερες ζημιές στο φυσικό περιβάλλον. Ορθή γεωργική πρακτική Για να περιοριστούν όλα αυτά τα προβλήματα που προέκυψαν από τη χρήση της συμβατικής γεωργίας χρησιμοποιήθηκε μια άλλη μορφή γεωργίας, η ορθή γεωργική πρακτική. Σκοπός αυτής της τάσης ήταν η αντιμετώπιση των προβλημάτων λίπανσης και φυτοπροστασίας με ορθή χρήση γεωργικών λιπασμάτων και φαρμάκων. Η ορθή γεωργική πρακτική πέτυχε την προστασία της αγροτικής παραγωγής από τις ασθένειες, τα έντομα, τα ζιζάνια, κ.λπ., περιόρισε τους κινδύνους από τα υπολείμματα των γεωργικών φαρμάκων, συνέβαλε στη μείωση των ποσοτήτων των χρησιμοποιούμενων γεωργικών 4

λιπασμάτων και φαρμάκων, δεν μπόρεσε όμως να εξαλείψει πλήρως τις δυσμενείς επιδράσεις τους στο περιβάλλον και τον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζήτησε νέους τρόπους διαχείρισης της αγροτικής παραγωγής με μεθόδους συμβατές με την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, οδηγήθηκε στην «ολοκληρωμένη διαχείριση της γεωργικής παραγωγής», ένα νέο θεσμό που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια της αγροπεριβαλλοντικής της πολιτικής. Ολοκληρωμένη γεωργία Ολοκληρωμένη παραγωγή προϊόντων είναι η συνδυασμένη χρησιμοποίηση βιολογικών, καλλιεργητικών, χημικών και άλλων μεθόδων για τη φυτική παραγωγή, αλλά και για την καταπολέμηση των ασθενειών και των εχθρών των φυτών. Η ολοκληρωμένη καταπολέμηση στηρίζεται σε ένα σύστημα διαχείρισης των πληθυσμών των βλαβερών για τα φυτά οργανισμών, που χρησιμοποιεί όλες τις κατάλληλες τεχνικές και μεθόδους με ένα συνδυασμένο τρόπο, τέτοιο ώστε η πυκνότητα του πληθυσμού να συγκρατείται σε επίπεδα κατώτερα από εκείνα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οικονομική ζημιά στην καλλιέργεια. Η ολοκληρωμένη καταπολέμηση επιλέγει φιλικότερα προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον γεωργικά φάρμακα, χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα βιολογικά και βιοτεχνολογικά μέσα και προωθεί την ορθή χρήση των γεωργικών φαρμάκων. Στόχοι της ολοκληρωμένης παραγωγής είναι: η ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιδράσεων της χημικής μεθόδου παραγωγής, η παραγωγή προϊόντων χωρίς υπολείμματα τοξικών ουσιών ή στο κατώτερο επιτρεπτό όριο, η ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση του οικοσυστήματος από λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα και άλλες ανεπιθύμητες ουσίες ή προϊόντα, μείωση του κόστους παραγωγής. Η ολοκληρωμένη παραγωγή στηρίζεται στην εφαρμογή του Κανονισμού 2078/92 της ΕΟΚ, περί εφαρμογής τρόπων και τεχνικών καλλιέργειας οι οποίοι να σέβονται το περιβάλλον. 5

Ένα από τα αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα του Κανονισμού 2078/92 της ΕΟΚ είναι και το πρόγραμμα της βιολογικής γεωργίας, καθώς θεωρείται ότι οι μέθοδοι βιολογικής παραγωγής γεωργικών προϊόντων έχουν θετικά αποτελέσματα για το περιβάλλον. Βιολογική γεωργία Η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία δεν είναι απλά μια νέα δραστηριότητα, αλλά ένας διαφορετικός τρόπος παραγωγής, πλήρως εναρμονισμένος με την αρχή της αειφορικής διαχείρισης και της βιώσιμης ανάπτυξης. Η Βιολογική ή Οργανική ή Οικολογική Γεωργία είναι ένα σύστημα ολοκληρωμένης παραγωγής, με μειωμένους βαθμούς ελευθερίας όσον αφορά την επιλογή των εισροών των θρεπτικών στοιχείων (λιπάνσεων) και των φυτοπροστατευτικών ουσιών, σε σχέση με τα κλασικά συστήματα ολοκληρωμένης παραγωγής. Η βιολογική γεωργία δεν περιορίζεται στην απλή αντικατάσταση των συνθετικών χημικών ουσιών της συμβατικής γεωργίας, με τις επιτρεπόμενες εισροές του Κανονισμού 2092/91 της ΕΟΚ ούτε περιορίζεται στην παραγωγή προϊόντων χωρίς υπολείμματα φυτοπροστατευτικών ουσιών, αλλά απαιτεί ολοκληρωμένη και αειφορική χρήση των φυσικών πόρων και του αγροτικού οικοσυστήματος (www.minagric.gr). Ως σύστημα διαχείρισης και παραγωγής αγροτικών προϊόντων η βιολογική γεωργία στηρίζεται σε φυσικές διεργασίες παραγωγής, στη μη χρησιμοποίηση χημικών συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων για την αύξηση της παραγωγής και την αντιμετώπιση εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων, και κυρίως στη χρησιμοποίηση τεχνικών/πρακτικών παραγωγής, όπως η αμειψισπορά, η ανακύκλωση φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων, η προσθήκη οργανικής ουσίας μέσω της χλωρής λίπανσης, η λίπανση με οργανικά λιπάσματα και κομποστοποιημένες οργανικές ουσίες κ.ά. (ΓΕΩΤΕΕ, 2003). Η βιολογική γεωργία βασίζεται κυρίως: Στη ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και τη χρησιμοποίηση κατά το δυνατόν ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε τοπικό επίπεδο, στην αυτάρκεια του εδάφους σε οργανική ουσία και θρεπτικά συστατικά και στην 6

βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος που αποτελεί και τον κυριότερο παράγοντα στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας. Στη χρησιμοποίηση ιθαγενών ανθεκτικών φυτών και φυλών ζώων που έχουν προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες καθώς και στην κατάλληλη επιλογή καλλιεργητικών τεχνικών και εναλλαγή καλλιεργειών, με προτίμηση τα μεικτά συστήματα γεωργίας (συνύπαρξη φυτικής και ζωικής παραγωγής στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις) (ΓΕΩΤΕΕ, 2003). Στόχος της βιολογικής γεωργίας είναι να ενισχύσει το φυσικό ανταγωνισμό και να διατηρήσει ή να επαναφέρει τη βιολογική ισορροπία, να μειώσει τον πληθυσμό του φυτικού εχθρού σε επίπεδα που δεν μειώνουν οικονομικά την παραγωγή, δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για ένα πιο φιλικό περιβάλλον και για την προστασία της υγείας του ανθρώπου. 2.2. Εισροές Πρωτογενούς Φυτικής Παραγωγής 2.2.1. Φυτοφάρμακα Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, γεωργικό φάρμακο ή φυτοφάρμακο είναι κάθε ουσία η μίγμα ουσιών που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των ασθενειών και των εχθρών των φυτών ή βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των παραπάνω ουσιών. Στα γεωργικά φάρμακα κατατάσσονται επίσης: οι φυτορμόνες, τα αποφυλλωτικά, τα εντομοελκυστικά, τα χημειοστειρωτικά των εντόμων, τα εντομοαπωθητικά κ.ά. Έχει επικρατήσει όμως με τον όρο γεωργικά φάρμακα ή φυτοφάρμακα να εννοούνται κυρίως τα παρασιτοκτόνα. Τα παρασιτοκτόνα επιδρούν στο βιολογικό υπόστρωμα (φυτικό ή ζωικό οργανισμό) και μεταβάλλουν τη φυσιολογική του συμπεριφορά. Τελικό αποτέλεσμα της δράσης των παρασιτοκτόνων που οφείλεται στη δραστική χημική τους ουσία, είναι ο θάνατος του ζωντανού οργανισμού (μυκήτων, εντόμων, ζιζανίων κ.τ.λ.). Από όλες τις κατηγορίες παρασιτοκτόνων, εκείνες που χρησιμοποιούνται πιο πολύ είναι τα ζιζανιοκτόνα, τα εντομοκτόνα και τα μυκητοκτόνα (Μπαλαγιάννης 1985). 7

Για να μπορούν να χρησιμοποιούνται εύκολα και όσο το δυνατόν πιο ακίνδυνα τα παρασιτοκτόνα οι δραστικές τους ουσίες υφίστανται επεξεργασία/ανάμειξη με ορισμένες άλλες ουσίες, βιολογικά αδρανείς, που ονομάζονται βοηθητικές ουσίες ή και έκδοχα. Το προϊόν της ανάμιξης και επεξεργασίας μιας δραστικής ουσίας με τις βοηθητικές ουσίες είναι το τυποποιημένο σκεύασμα «φυτοφάρμακο», το οποίο έχει συγκεκριμένη εμπορική ονομασία. Σε κάθε συσκευασία με φυτοφάρμακο πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφεται το όνομα της δραστικής ουσίας που περιέχει. Η δραστική ουσία προσδιορίζεται με το πλήρες χημικό της όνομα, με το συντακτικό της τύπο και το κοινό της όνομα. Το κοινό όνομα μιας δραστικής ουσίας είναι το σύντομο όνομα που της δίνεται από ειδικές εθνικές επιτροπές ή διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποιήσεων (International Standard Organization ή I.S.O.). Με την υιοθέτηση του κοινού ονόματος μιας δραστικής ουσίας που είναι συνήθως μονολεκτικό, παρακάμπτονται οι δυσκολίες της πολύπλοκης χημικής ονοματολογίας. Η ίδια δραστική ουσία μπορεί να έχει διαφορετικά εμπορικά ονόματα, έχει όμως μόνο ένα κοινό όνομα (Χρυσάγη, 2006). Η χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργία, τα τελευταία περίπου 50 χρόνια, είχε σημαντική συμβολή στην αποτελεσματική προστασία της φυτικής παραγωγής και χωρίς τη χρήση των φυτοφαρμάκων, δύσκολα θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι σημερινές αποδόσεις ανά στρέμμα, σε οποιαδήποτε μορφή καλλιέργειας. Αν και μέσω της χρήσης των φυτοφαρμάκων, αρχικό ζητούμενο ήταν η λύση του επισιτιστικού προβλήματος της ανθρωπότητας, κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε και σήμερα ανακαλύπτονται οι σοβαρές αρνητικές συνέπειες των φυτοφαρμάκων και οι άμεσες επιπτώσεις τους στην υγεία του ανθρώπου και του οικοσυστήματος. Οι κίνδυνοι, που εγκυμονούν, σχετίζονται κυρίως με την οξεία και τη χρόνια τοξικότητα των δραστικών τους ουσιών. Τα διάφορα φυτοφάρμακα μπορούν να καταταχθούν σε χημικές ομάδες, ανάλογα με τη δραστική ουσία που περιέχουν. Οι κυριότερες από αυτές είναι: α) Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες β) Οργανοφωσφορικοί εστέρες γ) Καρβαμιδικά και αλειφατικά οξέα και οι εστέρες τους 8

δ) Ενώσεις των χλωρο- και αμινο- τριαζινών ε) Ενώσεις της ομάδας των ουριών στ) Πυρεθρινοειδή και φυσικές πυρεθρίνες ζ) Φερομόνες η) Ανόργανα άλατα των μετάλλων As, Zn, Cu κ.α. Η εφαρμογή των φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες γίνεται κυρίως με τρεις τρόπους: 1) ως ψεκαζόμενο υδατικό διάλυμα, 2) με τη μορφή ατμών 3) ως υδατικό διάλυμα με το οποίο ποτίζεται η ρίζα του φυτού και 4) με ενσωμάτωση στο έδαφος κοκκωδών σκευασμάτων. 2.2.2. Λιπάσματα Λιπάσματα χαρακτηρίζονται οι χημικές ουσίες που προστίθενται στο έδαφος για να εφοδιάσουν τα φυτά με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία. Η σύσταση των λιπασμάτων αναφέρεται στην επί τοις εκατό κατά βάρος περιεκτικότητα των λιπασμάτων σε συγκεκριμένα χημικά θρεπτικά στοιχεία και είναι γνωστή ως τίτλος ή βαθμός ή τύπος του λιπάσματος. Οι διάφοροι τύποι λιπασμάτων που κυκλοφορούν στο εμπόριο, καθορίζονται από την περιεκτικότητά τους στα τρία κύρια θρεπτικά στοιχεία (Ν, Ρ, Κ) και συμβολίζονται αντίστοιχα με τρεις αριθμούς π.χ. 20-10-0. Ο πρώτος αριθμός δείχνει την επί τοις εκατό κατά βάρος περιεκτικότητα του λιπάσματος σε ολικό άζωτο, ο δεύτερος σε Ρ 2 Ο 5 και ο τρίτος σε Κ 2 Ο. Έτσι, ο παραπάνω τύπος λιπάσματος σημαίνει ότι 100 Κg λιπάσματος περιέχουν 20 Κg ολικό άζωτο, 10 Κg Ρ 2 Ο 5 και μηδέν Κg Κ 2 Ο. Τα Ρ 2 Ο 5 και Κ 2 Ο δεν αποτελούν αυθύπαρκτες χημικές ενώσεις απαντώμενες στο λίπασμα, αλλά συμβατικές ποσοτικές εκφράσεις (ιστορικής προέλευσης) με την εξής αντιστοιχία προς τα καθαρά στοιχεία: Φώσφορος (Ρ) = Ρ 2 Ο 5 x 0,436 Κάλιο (Κ) = Κ 2 Ο x 0,830 Καθ όμοιο τρόπο και για τα δευτερεύοντα μακροθρεπτικά στον υπολογισμό του τίτλου του λιπάσματος ισχύει επίσης η μετατροπή τους σε οξείδια CaO, 9

MgO και SO 3. Η αμοιβαία μετατροπή γίνεται βάση των ακόλουθων ισοδυναμιών: Ca = CaO x 0,715 Mg = MgO x 0,600 S = SO 3 x 0,400 Τα λιπάσματα, ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ανόργανα και οργανικά και διατίθενται στο εμπόριο με τα χημικά ή εμπορικά ονόματά τους. Ανόργανα Λιπάσματα Στα ανόργανα λιπάσματα περιλαμβάνονται όλα τα λιπάσματα που παράγονται βιομηχανικά και διακρίνονται, ανάλογα με τον αριθμό των θρεπτικών στοιχείων που περιέχουν, σε απλά και σύνθετα ή μικτά. Με κριτήριο τη φυσική τους κατάσταση τα λιπάσματα διακρίνονται σε στερεά, υγρά και αέρια. Τα πρώτα χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ελληνική γεωργία και κυκλοφορούν περισσότερο σε κοκκώδη μορφή και λιγότερο σε κρυσταλλική ή σε σκόνη. Τέλος, τα ανόργανα λιπάσματα ανάλογα με το θρεπτικό στοιχείο που περιέχουν διακρίνονται σε αζωτούχα, φωσφορικά (ή φωσφορούχα), καλιούχα και σύνθετα ή μικτά. Τα λιπάσματα των ιχνοστοιχείων περιλαμβάνονται σε ξεχωριστή ομάδα (Θέριος Ν. 1996). Όπως και στη περίπτωση των φυτοφαρμάκων, η αλόγιστη χρήση ανόργανων λιπασμάτων μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο βιολογικό οικοσύστημα (P.B. Tinker 1991) όπως: Αλλοίωση ή ελάττωση της βιοποικιλότητας (όλα τα λιπάσματα). Προσθήκη βαρέων μετάλλων στα εδάφη (Φωσφορικά λιπάσματα). Οξίνιση εδαφών και επιφανειακών νερών (Αζωτούχα λιπάσματα). Αλάτωση εδαφών (όλα τα λιπάσματα). Παραγωγή νιτρώδους οξέος (Αζωτούχα λιπάσματα). Υποβάθμιση βιολογικής ποιότητας νερού (Αζωτούχα και Φωσφορικά λιπάσματα). Με αποτέλεσμα: i.ευτροφισμός υπερβολική ανάπτυξη φυκιών, ii.αλλοίωση μακροφυτικών πληθυσμών iii.κίνδυνοι δημόσιας υγείας. 10

Οργανικά Λιπάσματα Στα οργανικά λιπάσματα συμπεριλαμβάνονται τα υπολείμματα της φυτικής και ζωικής παραγωγής, καθώς και τα παραπροϊόντα της βιομηχανικής επεξεργασίας των διαφόρων φυτικών και ζωικών μερών. Τα οργανικά λιπάσματα προστιθέμενα στο έδαφος, το εμπλουτίζουν σε οργανική ουσία 2.3. Εισροές Φυτικής Παραγωγής και Υδρολογικός Κύκλος Όπως φαίνεται και στη σχετική απεικόνιση του υδρολογικού κύκλου (Εικόνα 2.1.), οι ποταμοί και οι λίμνες είναι αποδέκτες των νερών απορροής των λεκανών τους. Τα νερά αυτά προέρχονται είτε από άμεσες κατακρημνίσεις και λιώσιμο χιονιού ή πάγων, ή είναι νερά υπερχείλισης υπογείων υδροφόρων συστημάτων, επιφανειακής απορροής και στραγγίσεων γης. Η φυσική κατάσταση της ποιότητας των νερών ενός ποταμού ή μίας λίμνης σπάνια διατηρείται σταθερή και επηρεάζεται από τη βιομηχανική ή αγροτική χρήση της γης στη λεκάνη απορροής του. Εικόνα 2.1. Υδρολογικός κύκλος (προσαρμογή από τον Gray, 1994) Τη δεκαετία του 60 παρουσιάσθηκαν οι πρώτες εργασίες που αναφέρονταν στην ύπαρξη υπολειμμάτων γεωργικών φαρμάκων (οργανοχλωριωμένων εντομοκτόνων DDT) και στις τοξικές τους επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς (Carson 1962, Cope 1965). Οι αναφορές παρουσίας υπολειμμάτων 11

γεωργικών φαρμάκων στα υπόγεια και επιφανεικά υδατικά συστήματα αυξήθηκαν σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Τα οργανοχλωριωμένα εντομοκτόνα αντικαταστάθηκαν από τα λιγότερο υπολειμματικά και λιπόφιλα οργανοφωσφορικά και καρβαμιδικά εντομοκτόνα. Παρόλα αυτά υπολείμματα και των νεότερων αυτών ομάδων αγροχημικών αναφέρθηκαν στα υπόγεια και επιφανειακά νερά. Για την προστασία της υγείας του ανθρώπου θεσπίστηκαν ανώτερα επιτρεπτά όρια υπολειμμάτων γεωργικών φαρμάκων σε υπόγεια και επιφανειακά νερά. Τα όρια αυτά σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία των ΗΠΑ βασίστηκαν σε μελέτες αξιολόγησης των τοξικολογικών επιπτώσεων των διαφόρων γεωργικών φαρμάκων στον άνθρωπο και χαρακτηρίζονται με τον όρο HGLs (Health Guidance Levels) (Cohen et al, 1984), ενώ με την Οδηγία 778/80 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το όριο αυτό (MACs) είναι ενιαίο για όλα τα γεωργικά φάρμακα και καθορίστηκε στο 0.1 μg/l για το κάθε φάρμακο και στο 0.5 μg/l για τη συνολική συγκέντρωση γεωργικών φαρμάκων στο νερό. Με την εφαρμογή της πιο πάνω Κοινοτικής Οδηγίας υπόγεια νερά διαφόρων χωρών όπως της Δανίας, Ολλανδίας, Ιταλίας, Αγγλίας χαρακτηρίστηκαν ακατάλληλα για χρήση προς ύδρευση και στις χώρες αυτές ήδη απαγορεύτηκε η κυκλοφορία ορισμένων γεωργικών φαρμάκων στις περιοχές που διαπιστώθηκε το πρόβλημα ρύπανσης (π.χ. απαγόρευση της χρησιμοποίησης του ζιζανιοκτόνου atrazine στη Β. Ιταλία, Γερμανία, κ.ά.) (Carter 1999, Barbash et al, 2001; Li et al, 2001). 2.4. Τύχη των Φυτοφαρμάκων στο Περιβάλλον Η μεταφορά, κατανομή και τύχη των γεωργικών φαρμάκων στο περιβάλλον παρουσιάζεται στην Εικόνα 2.2. (Leonard et al. 1990). Όμως σήμερα, οι σημαντικότεροι τρόποι απομάκρυνσης γεωργικών φαρμάκων από τον τόπο εφαρμογής τους θεωρούνται: α) η έκπλυση (leaching) προς τα αβαθή και βαθιά υπόγεια νερά, β) η απορροή (runoff) µε ταυτόχρονη διάβρωση εδαφών, προς τα επιφανειακά νερά, γ) η μεταφορά ψεκαστικού υγρού κατά τον ψεκασμό σε μεγάλες αποστάσεις (drift) και δ) η εξάτμιση 12

γεωργικών φαρμάκων από τις ψεκασμένες επιφάνειες, μεταφορά αυτών δια της ατμόσφαιρας και επαναφορά στη γη δια των κατακρημνίσεων (βροχή, χιόνι) (Arnold 1995). Εικόνα 2.2. Μεταφορά, κατανομή και τύχη γεωργικών φαρμάκων στο περιβάλλον (Leonard et al. 1976). Σε αρκετές περιπτώσεις τα υπόγεια νερά καταλήγουν σε επιφανειακούς υδροφόρους ορίζοντες, όπως λίμνες ή ποτάμια της ευρύτερης περιοχής ή χρησιμοποιούνται για την ύδρευση παρακείμενων αστικών περιοχών (Spliid & Koppen 1998). Η κάθετη μετακίνηση των γεωργικών φαρμάκων και λοιπών οργανικών και ανόργανων (νιτρικά) ρύπων στα βαθύτερα εδαφικά στρώματα ονομάζεται έκπλυση και έχει ως συνέπεια τη ρύπανση των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων. Η πιθανότητα έκπλυσης ενός γεωργικού φαρμάκου στα υπόγεια νερά εξαρτάται από τις φυσικοχημικές ιδιότητες του φαρμάκου (υδατοδιαλυτότητα, πτητικότητα), φυσικοχημικές ιδιότητες (σύσταση εδάφους, οργανική ουσία, ph) και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά του 13

εδάφους (βάθος υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα), τις κλιματικές συνθήκες (ύψος βροχόπτωσης) και τις αγροτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται (είδος καλλιέργειας, τρόπος και χρόνος εφαρμογής). Κατά τη διάρκεια της επιφανειακής απορροής (surface run-off), νερό και διαλυμένα σε αυτό σωματίδια μετακινούνται επιφανειακά από αγρούς και μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε παρακείμενα επιφανειακά υδροφόρα συστήματα (Leonard 1990). Οι ποσότητες των οργανικών κυρίως ρύπων, που μεταφέρονται με το νερό απορροής στα επιφανειακά υδροφόρα συστήματα, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες εδαφικές (σύσταση εδάφους, υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά) και κλιματικές συνθήκες (υψηλή βροχόπτωση), τις αγροτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται (επιφανειακή εφαρμογή φυτοφαρμάκων ή ενσωμάτωση στο έδαφος) και από τις φυσικοχημικές ιδιότητες (πτητικότητα, υδατοδιαλυτότητα) και τις ποσότητες των φυτοφαρμάκων που εφαρμόζονται. Οι παραπάνω παράγοντες δεν δρουν μεμονωμένα αλλά οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις ποσότητες των ρύπων που θα μεταφερθούν στα παρακείμενα υδατικά συστήματα. Έτσι, για παράδειγμα, εάν μετά τη χρήση φυτοφαρμάκων που εφαρμόζονται επιφανειακά στο έδαφος και που χαρακτηρίζονται από υψηλή υδατοδιαλυτότητα, ακολουθεί υψηλή βροχόπτωση, υπάρχει κίνδυνος έντονης επιφανειακής απορροής με συνέπεια τη μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων γεωργικών φαρμάκων στα παρακείμενα υδροφόρα συστήματα. Γενικότερα, έχει πλέον αποδειχθεί ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των ποσοτήτων των γεωργικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε μία περιοχή και των συγκεντρώσεων τους που ανιχνεύονται στα παρακείμενα υδροφόρα συστήματα (Κreuger 1998; Βattaglin et al, 2000). Το ποσοστό της εφαρμοζόμενης ποσότητας ενός γεωργικού φαρμάκου που μεταφέρεται στα επιφανειακά νερά λόγω απορροής κυμαίνεται συνήθως από 0.1-2% αναλόγως με τις φυσικοχημικές ιδιότητες του φαρμάκου και της εδαφοκλιματικές συνθήκες (Larson et al. 1995; Hayo & van de Werf 1996, Kreuger 1998). 14

2.5. Φυτοφάρμακα και η Συμπεριφορά τους στο Εδαφικό και Υδάτινο Περιβάλλον Κατά τα τελευταία 40-50 χρόνια, μεγάλες σχετικά ποσότητες φυτοφαρμάκων έχουν προστεθεί στο έδαφος απ ευθείας για την καταπολέμηση φυτοπαράσιτων που διαβιούν σ αυτό ή έμμεσα ως αποτέλεσμα απορροής, από επεμβάσεις στο υπέργειο μέρος των φυτών. Υποστηρίζεται ότι το 50% της δραστικής ουσίας που ψεκάζεται στα φύλλα απολήγει τελικά στο έδαφος. Ο χρόνος που θα παραμείνει ένα φυτοφάρμακο στο έδαφος, μετά την εφαρμογή του (υπολειμματική διάρκεια), έχει μεγάλη σημασία από απόψεως προστασίας του περιβάλλοντος. Η είσοδος και η αρχική κατανομή των φυτοφαρμάκων στο περιβάλλον καθορίζεται από τον τρόπο, χρόνο, σημείο εφαρμογής αλλά και από τη δοσολογία και συχνότητα επεμβάσεων. Οι παράμετροι αυτοί σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες κατά την εφαρμογή καθορίζουν την κατανομή του σε ένα οικοσύστημα. Σημαντικοί παράμετροι επίσης, είναι και η γειτνίαση με υδάτινους όγκους, η διαμόρφωση και κατάσταση του εδάφους και ο τύπος βλάστησης. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραμέτρων καθορίζει την ποσότητα του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος, φυτά, νερά, ζώα και αέρα. Δύο είναι οι βασικοί τρόποι μέσω των οποίων μπορούν τα φυτοφάρμακα να φθάσουν στα επιφανειακά και στα υπόγεια νερά: η έκπλυση (leaching) προς τα αβαθή και βαθιά υπόγεια νερά και η απορροή (runoff) µε ταυτόχρονη διάβρωση εδαφών, προς τα επιφανειακά νερά (Χρυσάγη 2006). 2.5.1. Εμμονή Η εμμονή (Persistence) αθορίζει τη δυνατότητα προσρόφησης και συγκράτησης του γεωργικού φαρμάκου στο έδαφος. Τα περισσότερα φυτοφάρμακα αποδομούνται ως συνέπεια διαφορετικών χημικών και μικροβιολογικών διεργασιών στο έδαφος. Γενικά, οι χημικές διεργασίες οδηγούν μόνο σε μερική απενεργοποίηση τω φυτοφαρμάκων ενώ οι 15

μικροοργανισμοί του εδάφους μπορούν να αποδομήσουν εντελώς πολλά φυτοφάρμακα σε διοξείδιο του άνθρακα, νερό και άλλα ανόργανα συστατικά. Πολλά φυτοφάρμακα διασπώνται σε ενδιάμεσες ουσίες, τους μεταβολίτες. Η βιολογική δραστηριότητα αυτών των ουσιών μπορεί επίσης να έχει περιβαλλοντική σημασία. Επειδή οι πληθυσμοί των μικροοργανισμών μειώνονται ταχύτατα κάτω από τη «ζώνη» της ρίζας, τα φυτοφάρμακα που διηθούνται πέρα από αυτό το βάθος είναι λιγότερο πιθανό να αποδομηθούν (Rao & A.G. Hornsby 2001). Η εμμονή εκφράζεται ως ημιπερίοδος ζωής (DT 50 ) και είναι ο χρόνος (σε ημέρες, εβδομάδες ή έτη) που απαιτείται για να διασπασθεί το 50% της αρχικής συγκέντρωσης του φυτοπροστατευτικού προϊόντος και δύνεται συνήθως ως εύρος. Με βάση αυτόν το συντελεστή τα φυτοφάρμακα ταξινομούνται σε 3 κατηγορίες (μη-έμμονα με DT 50 < 30 ημέρες, μετρίως έμμονα με DT 50 30-100 ημέρες και έμμονα με DT 50 > 30 ημέρες). Οι τιμές DT 50 υπολογίζονται ξεχωριστά για το έδαφος, το νερό (υδρόλυση) ή παρουσία φωτός (φωτόλυση) και συνεκτιμώνται για την πρόβλεψη ρύπανσης του υδάτινου περιβάλλοντος (Rao & A.G. Hornsby 2001). 2.5.2. Διαλυτότητα και Προσρόφηση Πιθανότατα η πιο σημαντική ιδιότητα ενός φυτοφαρμάκου που επηρεάζει τη μετακίνησή του, μέσω του νερού να είναι η διαλυτότητά του (Solubility). Το έδαφος είναι ένα σύνθετο μείγμα στερεών, υγρών και αερίων συστατικών που παρέχει το βιολογικό υποστηρικτικό σύστημα στις ρίζες των αναπτυσσόμενων φυτών αλλά παρέχει και τη δυνατότητα ανάπτυξης σε μικροοργανισμούς όπως τα βακτήρια. Όταν ένα φυτοφάρμακο βρεθεί στο έδαφος ένα μέρος αυτού θα προσκολληθεί στα μόρια του εδάφους μέσω μια διαδικασίας που ονομάζεται προσρόφηση (absorption) και ένα μέρος θα διαλυθεί και θα αναμειχθεί με το νερό ανάμεσα στα μόρια του εδάφους (εδαφοδιάλυμα). Καθώς όλο και περισσότερο νερό εισάγεται στο έδαφος μέσω της βροχής ή της άρδευσης, το προσροφημένο στα μόρια του εδάφους φυτοφάρμακο αποχωρίζεται μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται εκρόφηση 16

(desorption). Η διαλυτότητα ενός φυτοφαρμάκου και η προσρόφηση του στο χώμα σχετίζονται αντιστρόφως, δηλαδή η αυξανόμενη διαλυτότητα οδηγεί σε λιγότερη προσρόφηση (Χρυσάγη 2006; Rao & A.G. Hornsby 2001). Ένας από τους πιο χρήσιμους δείκτες για τον ποσοτικό προσδιορισμό της προσρόφησης των φυτοφαρμάκων στο έδαφος είναι ο συντελεστής καταμερισμού (Partition Coefficient, PC). Ως συντελεστής καταμερισμού ορίζεται η αναλογία της συγκέντρωσης φυτοφαρμάκου στην κατάσταση προσρόφησης (το οποίο είναι συνδεδεμένο στα μόρια του εδάφους) και στην φάση της διάλυσης. Κατά συνέπεια, για ένα δεδομένο ποσό φυτοφαρμάκου που εφαρμόζεται, όσο μικρότερος είναι ο συντελεστής καταμερισμού (PC), τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση φυτοφαρμάκου στην φάση της διάλυσης. Ο συντελεστής καταμερισμού καθιστά δυνατόν να αξιολογήσουμε την πιθανότητα απώλειας ενός συγκεκριμένου φυτοφαρμάκου μέσω της απορροής ή της έκπλυσης σε ένα συγκεκριμένο χώμα, μέσω του τύπου: Κ = (PC) (%OM) (0.0058), όπου το Κ είναι ο δείκτης προσρόφησης ενός δεδομένου φυτοφαρμάκου σε ένα συγκεκριμένο χώμα, % OM είναι το επί τοις εκατό της οργανικής ουσίας στο χώμα, όπως καθορίζεται από τη χημική ανάλυση του χώματος και PC είναι ο συντελεστής καταμερισμού του φυτοφαρμάκου. Σημειώνεται ότι για τα φυτοφάρμακα που δεν προσροφώνται στο χώμα, το PC είναι ίσο με μηδέν και ως εκ τούτου, Κ = 0. Τα ανόργανα ιόντα, όπως το νιτρικό άλας και το χλωρίδιο, δεν προσροφoύνται από τα περισσότερα χώματα. Κατά συνέπεια, τα φυτοφάρμακα με PC ή Κ = 0 θα διυλισθούν κατά τρόπο παρόμοιο με το νιτρικό άλας ή το χλωρίδιο (Rao & A.G. Hornsby 2001). 2.6. Εκτίμηση της Τύχης των Φυτοφαρμάκων Με την πάροδο του χρόνου ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορεί όπως προαναφέρθηκε να αποδομηθεί ή διακινηθεί (ανακατανομή στη θέση εφαρμογής ή μεταφορά μακριά από το σημείο εφαρμογής). Η εμμονή ενός φυτοφαρμάκου στο περιβάλλον εξαρτάται από την κινητικότητά του, δηλαδή 17

από την δυνατότητά του να μετακινείται από το σημείο εφαρμογής σε άλλα σημεία του περιβάλλοντος. Στην αξιολόγηση της δυνατότητας μόλυνσης του υδάτινου περιβάλλοντος ενός συγκεκριμένου φυτοφαρμάκου, είναι ουσιαστικό να εξεταστεί ο συντελεστής καταμερισμού (PC) και η ημιζωή του από κοινού. Παραδείγματος χάριν, ένα φυτοφάρμακο με ένα μικρό PC, για παράδειγμα λιγότερο από 100, και μια μακροχρόνια ημιζωή, για παράδειγμα περισσότερο από 100 ημέρες, αποτελεί την ιδιαίτερη απειλή για το υπόγειο νερό μέσω της έκλυσης. Αντιστοίχως, ένα μη πτητικό φυτοφάρμακο με ένα μεγάλο PC, για παράδειγμα 1000 ή περισσότερο, και μια μακροχρόνια ημιζωή (π.χ. περισσότερο από 100 ημέρες) είναι πιθανό να παραμείνει στην επιφάνεια του χώματος ή κοντά σε αυτή και αυξάνει τις πιθανότητες μεταφοράς του σε μια λίμνη ή ένα ρεύμα στην απορροή. Για φυτοφάρμακα με μικρή ημιζωή (λιγότερο από 30 ημέρες), η πιθανότητα ρύπανσης των επιφανειακών ή των υπογείων νερών εξαρτάται πρώτιστα από το γεγονός εάν μετά από την εφαρμογή τους ακολουθούν άμεσα βροχές μεγάλης έντασης ή αρδεύσεις. Χωρίς κινούμενο νερό, φυτοφάρμακα με σύντομη ημιζωή παραμένουν στο χώμα που βρίσκεται στη βιολογικά ενεργή ζώνη της ρίζας και μπορούν να αποικοδομιθούν γρήγορα. Από την άποψη της ποιότητας νερού, τα φυτοφάρμακα με ενδιάμεσους συντελεστές καταμερισμού (PC) και σύντομες ημιζωές μπορούν να θεωρηθούν "ασφαλέστερα." Δεν διηθούνται εύκολα και αποδομούνται αρκετά γρήγορα (Rao et. al. 2001). Σύμφωνα με τον Πίνακα 2.1., είναι δυνατή μια ποιοτική αξιολόγηση της δυνατότητας ενός φυτοφαρμάκου να μολύνει επιφανειακά ή υπόγεια νερά. Η ποσοτική πρόβλεψη της απώλειας φυτοφαρμάκων μέσω της απορροής και της διήθησης απαιτεί σύνθετα πρότυπα υπολογιστών, που χρησιμοποιούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το χώμα, τη συγκομιδή, και τις κλιματολογικές πληροφορίες. Τέτοιες είναι ο εδαφολογικός τύπος, η ημερομηνία, το ποσό και η μέθοδος εφαρμογής του φυτοφαρμάκου, το ποσό, η συχνότητα και η διάρκεια της βροχής ή η άρδευση μετά από την εφαρμογή. 18

Πίνακας 2.1. Συνδυασμός προσρόφησης και εμμονής ενός φυτοφαρμάκου για προσδιορισμό της δυνατότητας μόλυνσής του Συντελεστής Ημιζωή Τρόπος Πιθανή μόλυνση καταμερισμού (PC) (DT 50 ή Τ 1/2 ) απομάκρυνσης μικρός μακρά έκπλυση υπόγεια νερά μικρός σύντομη έκπλυση υπόγεια νερά* μεγάλος μακρά απορροή επιφανειακά νερά μεγάλος σύντομη απορροή επιφανειακά νερά* * Μόνο εάν ακολουθήσει άμεσα μετά την εφαρμογή του φυτοφαρμάκου δυνατή βροχή ή άρδευση 2.7. Τύχη των Λιπασμάτων στο Περιβάλλον Οι ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων που παρέχονται από το έδαφος σε μια καλλιέργεια εξαρτώνται από το είδος του εδάφους (προέλευση πετρωμάτων, φυσική βλάστηση) και της καλλιέργειας. Τις πρόσθετες ανάγκες των καλλιεργειών σε θρεπτικά στοιχεία, τις καλύπτουν τα λιπάσματα. Συχνά όμως, τα λιπάσματα και ιδιαίτερα οι ποσότητες που περισσεύουν καταλήγουν, όπως και στην περίπτωση των φυτοφαρμάκων, στους υδάτινους αποδέκτες με σημαντικότερους τρόπους απομάκρυνσής τους από το έδαφος να θεωρούνται: Η έκπλυση (leaching) προς τα αβαθή και βαθιά υπόγεια νερά (μεγάλες απώλειες, λόγω έκπλυσης, παρατηρούνται στο άζωτο, λιγότερες στο κάλιο και σχεδόν καθόλου στο φωσφόρο). Απορροή (runoff) προς τα επιφανειακά νερά(το κύριο αίτιο της απώλειας των ισχυρά δεσμευμένων στο έδαφος θρεπτικών στοιχείων, όπως του καλίου και του φωσφόρου). Σε αυτούς τους τρόπους μπορούν να προστεθούν και άλλοι λιγότερο σημαντικοί, όπως η εξάτμιση, οι απώλειες κατά την εφαρμογή τους κ.ά. Η κατάληξη των λιπασμάτων στο υδάτινο περιβάλλον έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της υδάτινης ποιότητας του υδάτινου αποδέκτη (π.χ. ανάπτυξη ευτροφισμού). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, για εφαρμογή μιας κανονικής ποσότητας λιπάσματος σε μια καλλιέργεια προκύπτουν τα παρακάτω ποσοστά κατάληξης του αζώτου (Ν): 19

50 65 % προσλαμβάνεται από την καλλιέργεια 1-4 % χάνεται με την απορροή, 2-5 % χάνεται με τη διάβρωση, 10-18 % χάνεται με τη στράγγιση, 12-20 % χάνεται από την απονιτροποίηση, και ένα μικρό ποσοστό εξαερώνεται υπό μορφή αμμωνίας. Για το φώσφορο (P) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι: 10 20 % προσλαμβάνεται από την καλλιέργεια 4-10 % χάνεται με τη διάβρωση, 40-60 % μένει στο έδαφος 2-6 % χάνεται με την απορροή, και 10-18 % χάνεται με τη στράγγιση. Ο φώσφορος λόγω της σύστασης και της υφής του δεν είναι εύκολο να απομακρυνθεί με την στράγγιση αλλά παραμένει στο έδαφος και προσλαμβάνεται από τις επόμενες καλλιέργειες. Από τα άνω ποσοστά κατάληξης του Ν και P, συμπεραίνεται ότι τελικά χάνεται το 13-27 % Ν και το 6-17 % Ρ λόγω διάβρωσης, στράγγισης και απορροής. Εκτιμάται ότι με διάφορες διαδικασίες, από τα προαναφερθέντα ποσοστά το 50 % του Ν και το 50% του Ρ (χωρίς να υπολογισθεί η ποσότητα που μένει στο έδαφος) φτάνει στα παρακείμενα υδάτινα οικοσυστήματα. Τελικά, επί των συνολικά χρησιμοποιηθέντων ποσοτήτων Ν και Ρ, 7-14 % Ν και 3-9% Ρ επηρεάζουν τα παρακείμενα υδάτινα οικοσυστήματα. Για το κάλιο δεν έχουν διαπιστωθεί σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες από την εφαρμογή του ως λίπασμα. Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει γενικά μεγάλους χρόνους παραμονής στο έδαφος με αποτέλεσμα οι εφαρμογές καλίου να μπορούν να αποδειχτούν χρήσιμες για μια καλλιέργεια και 70 χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Αγγλία σε καλλιεργούμενες εκτάσεις, μόνο 0,2 Κg/στρ. Κ χάνεται από διάβρωση, απορροή και στράγγιση (Cooke 1994). 20

3. ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 3.1. Προστατευόμενες Περιοχές Εθνική Νομοθεσία Από το 1937, η Ελλάδα άρχισε να αναγνωρίζει περιοχές με ειδικό οικολογικό ενδιαφέρον (δάση, υγροτόπους κ.τ.λ.) και να τις θέτει υπό καθεστώς προστασίας. Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στα πρώτα στάδια του θεσμού των προστατευμένων περιοχών ήταν η απόλυτη προστασία τους και ο αποκλεισμός των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στην πορεία, η προσέγγιση αυτή εγκαταλείπεται και δίνει τη θέση της στην αντίληψη της ενσωμάτωσης της προστατευμένης περιοχής στον περιβάλλοντα χώρο και της στενής σύνδεσης της προστασίας με την αειφορική χρήση των φυσικών πόρων. Οι κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών φυσικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία, είναι οι ακόλουθες: Εθνικοί Δρυμοί (Ν. 996/71) Εθνικά Πάρκα (Ν. 1650/86) Αισθητικά Δάση (Ν. 996/71) Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης (Ν. 996/71) Καταφύγια Άγριας Ζωής (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) Ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) Εκτροφεία θηραμάτων (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης (Ν. 1650/86) Περιοχές Προστασίας της Φύσης (Ν. 1650/86) Προστατευόμενοι Φυσικοί Σχηματισμοί και Τοπία (Ν. 1650/86) Περιοχές Οικοανάπτυξης (Ν. 1650/86) 21

3.2. Προστατευόμενες Περιοχές Διεθνούς Σημασίας Εκτός από την εθνική νομοθεσία, ειδικές υποχρεώσεις για την προστασία της φύσης απορρέουν από διεθνείς πρωτοβουλίες και από σχετικές Διεθνείς Συμβάσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει κυρώσει. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει προτείνει περιοχές για ένταξη στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο προστατευμένων περιοχών Natura 2000 (Τόποι Κοινοτικού Ενδιαφέροντος και Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πουλιά). Οι προστατευόμενες περιοχές διεθνούς σημασίας είναι οι ακόλουθες: Υγρότοποι διεθνούς σημασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ Περιοχές του δικτύου Natura 2000 Ειδικά Προστατευόμενες Περιοχές σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βαρκελώνης (Πρωτόκολλο 4) Βιογενετικά Αποθέματα Αποθέματα Βιόσφαιρας Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς Περιοχές στις οποίες έχει απονεμηθεί το Ευρωδίπλωμα 3.3. Σκοπός και Οφέλη των Προστατευόμενων Περιοχών Η προστασία της φύσης και η δημιουργία προστατευόμενων περιοχών, είναι αυτονόητη ως ηθική υποχρέωση του ανθρώπου για τη διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς του. Η δημιουργία προστατευόμενων περιοχών και η θεσμοθέτηση σχετικών νομικών και κανονιστικών ρυθμίσεων κινούνται στα πλαίσια των παρακάτω υποχρεώσεων: α) Διατήρηση βιοποικιλότητας β) Μοντέλα διαχείρισης στα πλαίσια της βιώσιμης ανάπτυξης γ) Ενσωμάτωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διαχείριση Συχνά η θεσμοθέτηση νομικού πλαισίου προστασίας μιας οικολογικά σημαντικής περιοχής αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως ένα σύνολο απαγορεύσεων που περιορίζει τα δικαιώματα και το εισόδημα των ντόπιων κατοίκων. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Αν και οι 22

προστατευόμενες περιοχές επιλέγονται με στόχους και κριτήρια κυρίως βιολογικά και οικολογικά, μπορούν, εφόσον οι θεσμοί λειτουργούν και η διαχείριση τους γίνεται σωστά, να οδηγήσουν σε σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη. O σκοπός της προστασίας και της οικονομικής ανάπτυξης είναι ενιαίος σύμφωνα με την αρχή της έκθεσης Brudtlant. Άλλωστε, αυτές είναι οι κατεξοχήν πρόσφορες περιοχές για την ανάπτυξη υποδομών αναψυχής, εκπαίδευσης, βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, μικρής κλίμακας παράκτιας αλιείας και, βέβαια, οικοτουρισμού. Τέτοιας μορφής ήπιες και περιβαλλοντικά φιλικές μορφές ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα επικερδείς και μπορούν να δώσουν μια λύση στο μαρασμό της ελληνικής περιφέρειας. 3.4. Διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών Οι πολλαπλές και πολύμορφες ανάγκες που θέλει να καλύψει ο άνθρωπος από μια προστατευόμενη περιοχή δεν μπορούν να καλυφθούν χωρίς μια καλώς σχεδιασμένη εναρμόνιση χρήσεων γης. Από την στιγμή που οι οικολογικά σημαντικές περιοχές έχουν περιοριστεί σημαντικά, όπως για παράδειγμα οι υγρότοποι, τα φυσικά δάση κ.λπ. και έχει γίνει κατανοητή η σημασία τους στη λειτουργία του οικοσυστήματος, αυξάνει ανάλογα και η ανάγκη διατήρησης και ειδικής διαχείρισης τους. Ως διαχείριση θεωρείται η σχεδιασμένη παρέμβαση στις δυναμικές διεργασίες που καθορίζουν τη σύνθεση των φυτικών και ζωικών κοινωνιών, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται οι συγκεκριμένοι κάθε φορά διαχειριστικοί σκοποί. Ένα διαχειριστικό σχέδιο στοχεύει στην εναρμόνιση όλων των υφιστάμενων χρήσεων, γεωργικών, κτηνοτροφικών, δασικών, αλιευτικών, τουριστικών, καθώς και στη ρύθμιση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων καλλιέργειας, βοσκής, ξύλευσης, αλιείας, κυνηγιού κ.λπ. που μπορεί να βαρύνουν τη συγκεκριμένη περιοχή. Συχνά πρέπει να εναρμονίζονται φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και απαιτήσεις, η εναρμόνιση των οποίων πρέπει να ασκείται με τρόπο ώστε να εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό όφελος για το κοινωνικό σύνολο (Παπαστεργιάδου Ε. κ.ά. 1995). Η ρύθμιση των χρήσεων πρέπει να ακολουθεί την αειφορική αρχή, δηλαδή να 23

διασφαλίζεται η δυνατότητα των μελλουσών γενεών να απολαμβάνουν τουλάχιστον τις ίδιες ωφέλειες από την προστατευόμενη περιοχή με εκείνες της παρούσας γενιάς. Επιπλέον, η αξία των Π.Π. δεν περιορίζεται σε ότι αφηρημένα αποκαλούμε «φύση» όπως θεωρείτο από πολλούς και για πολλά χρόνια εξαιτίας της έμφασης που δινόταν στη διατήρηση των ειδών και στις οικολογικές ιδιαιτερότητες των περιοχών αυτών. Στην πραγματικότητα, και αυτό γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτό, η σημασία των Π.Π. για τον άνθρωπο είναι πολλαπλή. Διασφαλίζουν την απρόσκοπτη συνέχεια βασικών οικολογιών διεργασιών, όπως για παράδειγμα του κύκλου του νερού, συντελούν μεταξύ άλλων στη συγκράτηση των εδαφών, στην αντιμετώπιση της ρύπανσης και στη σταθερότητα του μικροκλίματος. Πέραν αυτών οι προστατευόμενες περιοχές είναι ακόμα σημαντικές για την προστασία συγκεκριμένων φυσικών, πολιτιστικών και παραδοσιακών στοιχείων και επιπλέον παρέχουν εξαιρετικές δυνατότητες για περιβαλλοντική εκπαίδευση, αναψυχή, τουρισμό και επιστημονική έρευνα. Ο τύπος και το μέγεθος των ωφελειών αυτών εξαρτάται σημαντικά, πέραν της περιοχής και της επιτυχούς διαχείρισης, και από την τοπική αποδοχή. Η σημαντικότητα της συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών είναι δεδομένη και η σύμπραξη των αρχών με το κοινό για τη σύνταξη των διαχειριστικών σχεδίων προβλέπεται και νομικά. Η πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης ενός φυσικού οικοσυστήματος και δη ενός υγροτοπικού συστήματος, εφαρμόζεται με κανονιστικά και οικονομικά εργαλεία και έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη δημιουργία ενός διαχειριστικού σχεδίου, δηλαδή ενός μοντέλου στρατηγικού σχεδιασμού που θα αναλύει, θα αξιολογεί και θα καθορίζει, πολυκριτηριακά (Turner et.al. 1994), τους μελλοντικούς στόχους της διαχείρισης προκειμένου να ληφθούν οι καταλληλότερες αποφάσεις από τη Διοίκηση. Ένα μοντέλο διαχειριστικού σχεδίου που αφορά την περιοχή μελέτης απεικονίζεται στο Σχήμα 3.1. Όπως βλέπουμε καταρχήν χρειάζεται διεπιστημονική (οικολογική, οικονομική, κοινωνιολογική και χωροτακτική) προσέγγιση της περιοχής προκειμένου να καθοριστεί το πλαίσιο της 24

μελλοντικής επιθυμητής κατάστασης που θα συνδυάζει την προστασία των οικοσυστημάτων, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, τη βιώσιμη κατανομή και τη χρήση των φυσικών πόρων και την ανάπτυξη, με άλλα λόγια δηλαδή, προκειμένου να καθοριστεί ο σκοπός της διαχείρισης. Σχήμα 3.1. Μοντέλο προτεινόμενου διαχειριστικού σχεδίου για την ολοκληρωμένη διαχείριση μιας προστατευόνενης περιοχής (Boulot 1991) 25

3.5. Προστατευόμενες Περιοχές και Ανθρώπινη Παρουσία Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (ν.1650/86) αντικείμενο προστασίας μπορούν να αποτελέσουν «..λόγω της οικολογικής, γεωμορφολογικής, βιολογικής, επιστημονικής ή αισθητικής σημασίας τους, χερσαίες, υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, μεμονωμένα στοιχεία ή σύνολα της φύσης και του τοπίου..». Το σύγχρονο μοντέλο προστασίας μιας περιοχής δεν αποκλείει τον παράγοντα άνθρωπο, αλλά επιτρέπει μέσα από σχεδιασμό τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τις οποίες θεωρεί σημαντικές για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και της βιοποικιλότητας. Άλλωστε, η εγκατάλειψη της υπαίθρου και των παραδοσιακών χρήσεων γης απειλεί πλέον με αφανισμό σημαντικούς τύπους οικοτόπων, όπως τα λιβάδια. Αποδεικνύεται, συνεπώς, ζωτικής σημασίας για την προστασία, διατήρηση και εξέλιξη μιας περιοχής, η αλληλεπίδραση αυτή. Η πεποίθηση ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα θα οδηγούσε μοιραία σε αλλοίωση των φυσικών οικοτόπων, ρύπανση και υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων βαθμιαία αποδεικνύεται υπερβολική ή και λανθασμένη. Εξάλλου, όσες προσπάθειες διαχείρισης αγνόησαν τον ανθρώπινο παράγοντα δεν είχαν καθόλου ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Οι σύγχρονες αντιλήψεις, περί ενεργούς προστασίας, επιβάλλουν την ενεργή παρουσία και συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών τόσο στις αναπτυσσόμενες δραστηριότητες όσο και στη διαδικασία λήψης και αξιολόγησης των αποφάσεων. Με δεδομένη τη γεωγραφική κατανομή των προστατευόμενων περιοχών μακριά από την πρωτεύουσα και τα μεγάλα αστικά κέντρα, η αποκέντρωση αποτελεί στρατηγική επιλογή στην περιβαλλοντική διαχείριση. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι παραγωγικοί και κοινωνικοί φορείς, οι επιστήμονες και οι ερευνητές όπως και οι Περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις συμμετέχουν στα Δ.Σ. των φορέων διαχείρισης και καταβάλλεται προσπάθεια για την όσο το δυνατόν πιο ενεργή συμμετοχή τους στη διαδικασία διατύπωσης, λήψης και ελέγχου των σχετικών αποφάσεων. Οι φορείς Διαχείρισης (Φ.Δ.) είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού 26

χαρακτήρα, εποπτεύονται από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και έχουν ως αντικείμενο την προστασία, τη διοίκηση και τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη περιοχών του ελληνικού χώρου με ιδιαίτερα μεγάλη περιβαλλοντική και αισθητική αξία. Βέβαια οι δομές αυτές, που λειτουργούν επί δεκαετίες σε άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμα σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο (Καραβέλλας κ.ά. 2003). Για την επίτευξη αποτελεσματικής διαχείρισης, πέραν της ύπαρξης των θεσμών, της πολιτικής βούλησης, του σωστού σχεδιασμού και της διάθεσης των επαρκών πόρων, καθοριστικό στοιχείο αποτελεί η συνεργασία μεταξύ αρχών και πολιτών, η οποία μπορεί να είναι εφικτή και αποδοτική μόνο εφόσον οι τελευταίοι έχουν την απαιτούμενη ενημέρωση. 3.6. Προστατευόμενες Περιοχές και Κοινωνική Αποδοχή Είναι απαραίτητο α άνθρωπος να αναπτύξει τη γνώση και την εμπειρία του σε μια προσπάθεια ολοκληρωμένης διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, που δεν βασίζεται σε δογματισμούς. Αντιλαμβάνεται την αλληλεξάρτηση της προστασίας και της ανάπτυξης και αποδέχεται το γεγονός ότι η προστασία διατήρηση δεν είναι αντίθετη με την ανάπτυξη. Κατανοεί όμως επίσης με συνέπεια ότι η ανθρωπότητα αποτελεί μέρος της φύσης και δεν έχει μέλλον αν δεν προστατέψει και δεν χρησιμοποιήσει ορθολογικά τη φύση και τους φυσικούς πόρους. Κανένα διαχειριστικό σχέδιο, όσο άρτιο και να είναι, δεν μπορεί να εφαρμοστεί με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, χωρίς την υποστήριξη και την συναίνεση των τοπικών κοινωνιών. Βεβαίως, η απόλυτη συναίνεση των κατοίκων είναι αδύνατη. Τουλάχιστον πρέπει να εξασφαλίζεται η αποδοχή ή έστω η ανοχή ενός καίριου τμήματος των πληροφορημένων πολιτών. Σταδιακά αναγνωρίστηκε ότι το φυσικό περιβάλλον και τα σημαντικά στοιχεία της βιοποικιλότητας δεν περιορίζονται από τεχνητά όρια. Ακόμη και αν στην οριοθετημένη έκταση του βιοτόπου δεν παρατηρούνται επιβλαβείς δραστηριότητες, αυτό δεν είναι αρκετό για να εξασφαλιστεί η προστασία του. Δεδομένου ότι η οικολογική κατάσταση μιας προστατευόμενης περιοχής 27

εξαρτάται από τις γειτονικές της περιοχές, επιβάλλεται να διασφαλίζεται ότι και εκεί οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν θα έχουν, άμεσα ή έμμεσα, αρνητικές επιπτώσεις. Η τακτική, λοιπόν, του αποκλεισμού περιοχών δίνει τη θέση της σε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο οι αυστηρά προστατευόμενοι πυρήνες συνδέονται με τις γύρω εκτάσεις μέσω των επιτρεπτών οικονομικών δραστηριοτήτων που ευνοούν τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και μέσω οικολογικών διαδρομών που επιτρέπουν περισσότερο ζωτικό χώρο για τα είδη και τις φυσικές διεργασίες (WWF Ελλάς 2002). Αναγνωρίζεται επομένως ότι η χρήση των φυσικών πόρων μιας περιοχής είναι εφικτή χωρίς την υποβάθμιση ή την καταστροφή της, αρκεί αυτή η χρήση να υπόκειται στους «κανόνες» μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης του χώρου, με μέριμνα για τη διαφύλαξη των βασικών αρχών της αειφορίας. Συνεπώς, είναι αποδεκτή και επιθυμητή η ανθρώπινη παρουσία, και η άσκηση σχετικών δραστηριοτήτων μπορεί να θεωρηθεί ως το μέσο για την επίτευξη της προστασίας του περιβάλλοντος, αρκεί να λαμβάνει χώρα μέσα σε κάποια όρια (Γιαννάκου Ρ. 2001). Η συναίνεση της τοπικής κοινωνίας στην επιβολή κάποιων περιορισμών μπορεί να εξασφαλιστεί καθώς οι άνθρωποι αυτοί (μικροκαλλιεργητές, παράκτιοι αλιείς, κτηνοτρόφοι, ξενοδόχοι) είναι οι πρώτοι που υφίστανται τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης χρήσης των φυσικών πόρων και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Αντίθετα, υπάρχουν παραδείγματα περιοχών στις οποίες η ίδια η τοπική κοινωνία αποζητά κάποιες ρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική ύφεση που βιώνει όπου και καθίσταται αναγκαία η σαφής ενημέρωση. Αν και το μοντέλο προστασίας που επιτρέπει και ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα σε μια προστατευόμενη περιοχή αποτελεί πλέον κοινό τόπο, διατηρούνται κάποιες επιφυλάξεις για το αν με τον τρόπο αυτό μπορεί τελικά να επιτευχθεί η μακροχρόνια διατήρηση της βιολογικής αξίας της. Η αλήθεια είναι ότι η ανθρώπινη παρέμβαση έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό το μωσαϊκό των διαφόρων τύπων οικοτόπων που σήμερα προσπαθούμε να προστατεύσουμε και πολλοί από τους οικότοπους κοινοτικής σημασίας έχουν συντηρηθεί μέχρι σήμερα ακριβώς λόγω κάποιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα, το ελληνικό τοπίο έχει συνδιαμορφωθεί από τις 28

παραδοσιακές δραστηριότητες, οι οποίες ευθύνονται για τη διατήρηση του φυσικού πλούτου και της βιοποικιλότητας. Ένα παράδειγμα της ζωτικής αυτής αλληλεπίδρασης, είναι η διατήρηση των φυσικών ανοιγμάτων του δάσους της Δαδιάς όπου κυνηγούν τα αρπακτικά πουλιά χάρη στη συνέχιση της υλοτομίας ακόμα και στους πυρήνες αυστηρής προστασίας (Ποϊραζίδης Κ., κ.ά. 2000). 29

4. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 4.1. Γενικά για την Περιοχή Υγρότοποι Κοτυχίου - Δάσος Στροφιλιάς Η περιοχή της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου - δάσους Στροφιλιάς είναι ένας βιότοπος διεθνούς ενδιαφέροντος στο ΒΔ τμήμα της Πελοποννήσου. Μεγάλα τμήματά της εντάσσονται στις διατάξεις της Σύμβασης Ramsar (1971) και επιπλέον έχει ενταχθεί στο Δίκτυο NATURA 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για τα Πουλιά και ως Ζώνη Διατήρησης. Λόγω της εξαιρετικής της σημασίας αποτελεί μια από τις 25 προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας, για τις οποίες έχει συσταθεί Φορέας Διαχείρισης με το Νόμο 3044/2002. Εμπεριέχει ένα σύνολο υγροτόπων και ελωδών εκτάσεων (Κοτυχίου, Προκόπου, Καλογριάς, Λάμιας), το δάσος Στροφιλιάς, τις αμμοθίνες από Καλογριά έως Λεχαινά, θαλάσσιο τμήμα από ακτή έως τον ισοβαθή στα 6μ. καθώς και τους όγκους των Μαύρων Βουνών. Καταλαμβάνει συνολική έκταση περίπου 136.644 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται 18 οικισμοί, περίπου 9000 κατοίκων. Διοικητικά ανήκει στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και περισσότερο ή λιγότερο υπάγεται διοικητικά στους δήμους Βουπρασίας και Λεχαινών του νομού Ηλείας, και Λαρισσού και Μόβρης του νομού Αχαΐας. Η περιοχή αποτελεί ένα σύνολο φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων του πρωτογενούς τομέα, με άσκηση έντονης πίεσης στο φυσικό περιβάλλον. Όμως, υπάρχει και μία τάση ανάπτυξης δραστηριοτήτων του δευτερογενούς (βιοτεχνίες μεταποίησης και συσκευασίας) και του τριτογενούς τομέα (τουρισμός) που θέτουν σε κίνδυνο ευαίσθητα οικοσυστήματα της περιοχής αλλά και τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξή της αν δε σχεδιαστούν σωστά και σε σχέση με τις ανάγκες προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Στην περιβαλλοντική αξία της περιοχής συνεισφέρουν οι λασπώδεις και αμμώδεις εκτάσεις, τα φρύγανα, τα ασβεστολιθικά βράχια, τα παρόχθια δάση - στοές και τα δάση βελανιδιάς και χαλεπίου πεύκης. Το δάσος με κουκουναριά 30

(Pinus pinea) της Στροφιλιάς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα δάσους μεσογειακών κωνοφόρων, το μεγαλύτερο του είδους στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στη Μεσόγειο. Τα απόκρημνα βράχια των Μαύρων Βουνών αποτελούν τον έναν από τους δύο μοναδικούς σταθμούς στην Ελλάδα του σπάνιου ενδημικού είδους Κενταύριας (Centaurea niederi είδος προτεραιότητας σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ). Αλλά ανεξάντλητος είναι και ο πλούτος της ορνιθοπανίδας και ερπετοπανίδας της περιοχής. Στους υγρότοπους διαχειμάζουν διάφορα είδη πάπιας με εντυπωσιακά μεγέθη πληθυσμών, αργυροπελεκάνοι, καλαμόκιρκοι, ερωδιοί και άλλα παρυδάτια πουλιά όπως ο καλαμοκανάς, η πετροτρίλιδα και το νεροχελίδονο. Συγκεκριμένα, το Κοτύχι αποτελεί το πιο νότιο σημείο της μεταναστευτικής διαδρομής των ευρωπαϊκών σμηνών, ενώ η λίμνη Πρόκοπου και το έλος της Λάμιας χρησιμοποιούνται κυρίως ως σταθμοί διατροφής και ανάπαυσης για τα μεταναστευτικά πουλιά. Εικόνα 4.1. Centaurea niederi Οι σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στην περιοχή είναι παραδοσιακής μορφής. Η αλιευτική δραστηριότητα ευνοείται από τις άφθονες ποσότητες κεφάλων και χελιών του Προκόπου, από την οργανωμένη παραγωγή χελιών της Λάμιας, αλλά και από τον αλιευτικό πλούτο του Κοτυχίου που αποτελεί ένα φυσικό ιχθυοτροφείο. Στις εύφορες εκτάσεις της περιοχής έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η γεωργική παραγωγή, με κύρια προϊόντα 31