Πτυχιακή Εργασία Διαχείριση Κινδύνου στο Τραπεζικό Τομέα Επιβλέπων Καθηγητής: Ανδρέας Κουτούπης Επιμέλεια: Μανωλία Ειρήνη Μάγγου Α.Μ.:2212012074 Σεπτέμβριος 2017 Χίος
2 Περίληψη Η παρούσα πτυχιακή εργασία πραγματεύεται τη Διαχείριση Κινδύνων στον τραπεζικό τομέα. Αρχικά, γίνεται μια εισαγωγή στην έννοια του χρήματος, καθώς και στην έννοια λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνεται ο ορισμός του κινδύνου και γίνεται αναφορά στα είδη των κινδύνων και συγκεκριμένα στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Γίνεται λόγος για τη διαχείριση των κινδύνων και ακριβέστερα για τη διαχείριση των από τα τραπεζικά ιδρύματα, τη σημασία μέτρησής τους, τις αιτίες που κατέστησαν τη διαχείρισή τους σημαντική καθώς και τα γενικότερα στάδια διαχείρισής τους. Ακολουθεί λεπτομερής αναφορά στους σημαντικότερους τραπεζικούς κινδύνους, δηλαδή δίνεται ο ορισμός τους και οι κύριες συνιστώσες τους. Στο επόμενο κεφάλαιο αναλύεται η διαχείριση του κάθε τραπεζικού κινδύνου, τα μοντέλα μέτρησής τους, οι μηχανισμοί άμυνάς τους και γενικότερα οι τεχνικές διαχείρισής τους. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα κανονιστικά πλαίσια της Βασιλείας Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, όπως αυτά έχουν θεσπιστεί από την επιτροπή της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών και τη διαχείριση των υφιστάμενων και δυνητικών κινδύνων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πιστωτικοί οργανισμοί. Στο τέλος της πτυχιακής εργασίας δίνονται τα βασικά συμπεράσματα από την εκπόνησή της.
3 Περιεχόμενα Περίληψη....2 Περιεχόμενα...3 Εισαγωγή...5 Κεφάλαιο 1: Τραπεζικά Ιδρύματα...6 1.1.Είδη Τραπεζών...7 1.1.1.Ο Οικονομικός Ρόλος του Τραπεζικού Συστήματος... 10 Κεφάλαιο 2: Κίνδυνος και Διαχείριση του......11 2.1.Η Έννοια του Κινδύνου 11 2.2.Είδη Κινδύνων...12 Κεφάλαιο 3: Κίνδυνοι στον Τραπεζικό Τομέα 14 3.1.Γενικά..14 3.2.Διαχείριση Κινδύνων...15 3.3.Η Έννοια της Διαχείρισης Κινδύνων από τα Τραπεζικά Ιδρύματα....16 3.4.Αιτίες Διαχείρισης Κινδύνου από τις Τράπεζες.16 3.5.Διαδικασία Διαχείρισης.19 Κεφάλαιο 4: Χρηματοπιστωτικοί Κίνδυνοι..20 4.1.Πιστωτικός Κίνδυνος.20 4.1.1.Κατηγορίες Κινδύνων του Πιστωτικού Κινδύνου...21 4.2.Κίνδυνος Αγοράς 23 4.2.1.Κατηγορίες Κινδύνων του Κινδύνου Αγοράς 23 4.3.Λειτουργικός Κίνδυνος.27 4.3.1.Κατηγορίες Κινδύνων του Συναλλαγματικού Κινδύνου..28 4.4.Κίνδυνος Ρευστότητας..28 4.6.1.Κατηγορίες Κινδύνου του Κινδύνου Ρευστότητας 30 Κεφάλαιο 5: Η Διαχείριση Κινδύνων στο Τραπεζικό Τομέα....32 5.1.Διαχείριση Πιστωτικού Κινδύνου.32 5.1.1.Κλίμα Διαβαθμίσεων 32 5.2.Διαχείριση Κινδύνου Αγοράς...36 5.2.1.Μέθοδοι Μέτρησης...36 5.2.1.1.Προσέγγιση Μεταβλητότητας-Συμεταβλητότητας...36 5.2.1.2.Ιστορική Προσομοίωση...37 5.2.1.3.Προσομοίωση Monte Carlo..38 5.2.1.4.Ακραία Σενάρια ή Stress Testing 38 5.3.Διαχείριση Συναλλαγματικού Κινδύνου.39 5.3.1.Μέθοδοι Μέτρησης...39
4 5.3.1.1.Μέθοδος Ανάλυσης Ευαισθησίας Συναλλαγματικών Θέσεων 40 5.3.2.Τεχνικές Διαχείρισης.41 5.4.Διαχείριση Κινδύνου Επιτοκίου...42 5.4.1.Μέθοδοι Μέτρησης...42 5.4.1.1.Ανάλυση Ανοίγματος...42 5.4.1.2.Μέση Διάρκεια Αναμονής...43 5.4.1.3.Μοντελοποίηση των Ταμειακών Ροών...44 5.4.1.4.Αντιμετώπιση Αλλαγών των Διαφορών..45 5.4.2.Μηχανισμοί Άμυνας..45 5.4.2.1.Χρήση Προθεσμιακών Συμβολαίων 45 5.4.2.2.Χρήση Ανταλλαγών- Ανταλλαγές Επιτοκίων..45 5.5.Διαχείριση Λειτουργικού Κινδύνου...46 5.5.1.Μέθοδοι Μέτρησης...46 5.5.1.1.Η Προσέγγιση του Βασικού Δείκτη..46 5.5.1.2.Η Τυποποιημένη Προσέγγιση..47 5.5.1.3.Οι Εξελιγμένες Προσεγγίσεις 48 5.5.1.4.Μέθοδος Εσωτερικής Μέτρησης.48 5.6.Διαχείριση Κινδύνου Ρευστότητας 49 5.6.1.Μέθοδοι Μέτρησης...49 5.6.1.1.Καθαρή Κατάσταση Ρευστότητας 50 5.6.1.2.Αριθμοδείκτες Ρευστότητας..50 5.6.1.3.Ανάλυση Ανοίγματος Ρευστότητας..51 5.6.1.4.Συντελεστής Μετατροπής Ρευστότητας 52 Κεφάλαιο 6: Η Επιτροπή της Βασιλείας...53 6.1.Λειτουργία και Στόχοι της Επιτροπής της Βασιλείας...53 6.2.Βασιλεία Ι 55 6.3.Βασιλεία ΙΙ 55 6.3.1.Οι τρεις Πυλώνες της Βασιλείας ΙΙ 56 6.3.2.Οι Αδυναμίες του Νέου Συμφώνου 56 6.4.Βασιλεία ΙΙΙ..56 Συμπεράσματα...58 Βιβλιογραφία...59 Δικτυογραφία..60
5 Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι οι κίνδυνοι παραμονεύουν σε κάθε τομέα της οικονομίας, καθώς ε- πίσης και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεδομένου ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται πολλαπλές και φαινομενικά αντίθετες ανάγκες πρέπει να είναι έτοιμες να παρέχουν την ανάλογη ρευστότητα στις απαιτήσεις των πελατών μέσω του λογαριασμού ελέγχου για τη χορήγηση πίστης και τη ρευστότητα στους δανειολήπτες. Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω αυξημένης μεταβλητότητας στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές, σε συνδυασμό με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά και των πληροφοριακών συστημάτων, παρατηρήθηκαν πολύ σημαντικές αλλαγές στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό περιβάλλον. Ο συνδυασμός της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της τεχνολογικής ανάπτυξης αλλά και της σχετικής χαλαρότητας σε ότι αφορά τα ρυθμιστικά πλαίσια των αγορών κατέστησαν το χρηματοοικονομικό περιβάλλον ευμετάβλητο και αρκετά ευπαθές απέναντι σε πολλές μορφές κινδύνων. Ως φυσικό επακόλουθο, όλο και περισσότεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επιχειρούν την ενασχόλησή τους με τη διαχείριση κινδύνων. Παρατηρείται συγκεκριμένα ότι ξοδεύουν όλο και περισσότερους οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη συγκεκριμένων στρατηγικών, μοντέλων και εργαλείων με σκοπό την καταγραφή και αντιμετώπιση των διάφορων ειδών του κινδύνου, με σκοπό είτε την μεγιστοποίηση των κερδών τους, είτε την θωράκιση τους απέναντι σε ενδεχόμενα ύφεσης ή ακόμα και χρεοκοπίας.
6 1. Τραπεζικά Ιδρύματα Η τράπεζα αποτελεί µια επιχείρηση, η οποία ασχολείται µε το εμπόριο του χρήματος. Δέχεται καταθέσεις από φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις ή οργανισμούς και τα χρησιμοποιεί προκειμένου να δώσει δάνεια σε καταναλωτές, σε άλλες επιχειρήσεις ή ακόμα και στο κράτος. Βασική της λειτουργία δηλαδή είναι η μεταφορά κεφαλαίων από τις πλεονασματικές οικονομικές μονάδες στις ελλειμματικές οικονομικές μονάδες για επενδυτικούς ή καταναλωτικούς λόγους. Η δραστηριότητα αυτή έχει ως βασικό κίνητρο το κέρδος, κυρίως στις εμπορικές τράπεζες, και προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στον τόκο που καταβάλλουν στους καταθέτες για να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην τράπεζα και στον τόκο που εισπράττουν από τους δανειζόμενους από την τράπεζα. Ανάλογα με το είδος της μπορεί να δέχεται καταθέσεις, να χορηγεί δάνεια, να φυλάσσει και να διαχειρίζεται αξιόγραφα, να αναλαμβάνει την πληρωμή για λογαριασμό του πελάτη. Η καλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος είναι ζωτική για την ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς αυτή συντελεί στην απρόσκοπτη μεταβίβαση των αποταμιεύσεων σε επενδυτικά έργα. Οι φορείς που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη λειτουργία και βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος είναι η Κεντρική Τράπεζα, τα πιστωτικά ιδρύματα (ιδιωτικές τράπεζες) και οι καταθέσεις (φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις). Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συντέλεσαν στην άμβλυνση κάποιων εμποδίων, λόγω ατελειών της αγοράς, που αντιμετώπιζαν προγενέστερα οι οικονομικές μονάδες μιας οικονομίας. Τα κυριότερα εμπόδια ήταν: Το κόστος συναλλαγών, το οποίο αφορά μεταξύ άλλων την απώλεια χρόνου για την αναζήτηση του αντισυμβαλλόμενου, την παρακολούθηση της πορείας και την ορθή εκτέλεση της οποιασδήποτε συμφωνίας. Το κόστος ασυμμετρίας πληροφόρησης, το οποίο αναφέρεται στο κόστος άντλησης, διερεύνησης, παρακολούθησης και επαλήθευσης των αναγκαίων για τη σύναψη της συμφωνίας πληροφοριών στο μέτρο που ο αποταμιευτής διαθέτη λιγότερη πληροφόρηση για τον τρόπο χρησιμοποίησης τους από τον επενδυτή, ο οποίος και τις χρησιμοποιεί. Η ασυμβατότητα αναγκών, στο μέτρο που η πλεονασματική μονάδα επιθυμεί βραχυπρόθεσμη και χαμηλού κινδύνου τοποθέτηση, ενώ η ελλειμματική μονάδα αναζητά μακροπρόθεσμα και υψηλού κινδύνου κεφάλαια. Οι κύριες πηγές κερδοφορίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, οι πάσης φύσης προμήθειες, τα κεφαλαι-
7 ακά κέρδη από τη διαπραγμάτευση χρεογράφων, που προκύπτουν από μεταβολές στα επιτόκια, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και οι τιμές των μετοχών καθώς και η είσπραξη αμοιβής από την παροχή επενδυτικών και άλλων χρηματοοικονομικών συμβούλων. 1.1 Είδη Τραπεζών Οι σημαντικότερες μορφές τραπεζών είναι : Η Κεντρική Τράπεζα. Από τον Ιανουάριο 2001 η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί α- ναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος, που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Έκτοτε η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει με τη δράση της στην επίτευξη των στόχων και την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, το οποίο χαράσσει και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στην Ελλάδα και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως πρωταρχικός σκοπός ορίζεται από το Καταστατικό της η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών. Στο βαθμό που δεν επηρεάζεται η επίτευξη του πρωταρχικού της σκοπού, η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, έχει κατοχυρωθεί η θεσμική, προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία της, αλλά και η άσκηση δημοκρατικού ελέγχου εκ μέρους της Βουλής. Oι αρμοδιότητες της Τράπεζας διακρίνονται σε αυτές που εντάσσονται στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και σε άλλες αρμοδιότητες, και συνοπτικά είναι οι εξής: Αρμοδιότητες στο Πλαίσιο του Ευρωσυστήματος Συμμετέχει στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ και την εφαρμόζει στην Ελλάδα. Διαχειρίζεται για λογαριασμό της ΕΚΤ μέρος των σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθεσίμων της τελευταίας, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΚΤ. Ασκεί την επίβλεψη των συστημάτων και των μέσων πληρωμών, με σκοπό τη διασφάλιση της σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της αποδοτικότητάς τους.
8 Προωθεί ρυθμίσεις για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την αποτελεσματική διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Συλλέγει στατιστικά στοιχεία από νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (δηλαδή, τις τράπεζες και τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων). Εκδίδει τραπεζογραμμάτια ευρώ, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα, μετά από έγκριση της ΕΚΤ, και είναι αρμόδια για την κυκλοφορία και διαχείριση των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα. Φροντίζει για την προμήθεια των αναγκαίων ποσοτήτων ανά αξία, είτε από το Ίδρυμα Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών (ΙΕΤΑ), είτε από διασυνοριακές χρηματαποστολές, καθώς και για την ασφαλή αποθήκευση, διακίνηση και την επανακυκλοφορία ή την καταστροφή τους και μεριμνά για τον ομαλό εφοδιασμό της οικονομίας. Άλλες Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος Εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας. Εποπτεύει και ελέγχει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και τους διαμεσολαβητές στις ασφαλίσεις. Έχει την ευθύνη για τη διαχείριση και τη λειτουργία του Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή (Άυλοι Τίτλοι). Έχει την ευθύνη της λειτουργίας της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ). Κατέχει και διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας στα οποία περιλαμβάνονται τα σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ελληνικού Δημοσίου. Εξυπηρετεί το Ελληνικό Δημόσιο ως ταμίας και εντολοδόχος του. Καταρτίζει και δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία που αφορούν την ελληνική οικονομία και διενεργεί εξειδικευμένες στατιστικές έρευνες. Δημοσιεύει εκθέσεις και διεξάγει ερευνητικό έργο στο πλαίσιο της παρακολούθησης και ανάλυσης της οικονομικής συγκυρίας και της νομισματικής πολιτικής.
9 Η Εμπορική Τράπεζα. Οι εμπορικές τράπεζες αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα χρηματικών υπηρεσιών. Είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για μια κανονική τράπεζα για να τη διακρίνει από μια τράπεζα επενδύσεων. Η τράπεζα αυξάνει τα κεφάλαια µε τη συλλογή των καταθέσεων από επιχειρήσεις και ιδιώτες, διαχωρίζοντάς τα σε καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου. Τα βασικά στοιχεία του ενεργητικού της είναι τα δάνεια και τα χρεόγραφα. Αντίθετα, στο παθητικό ανήκουν οι καταθέσεις, οι οποίες αποτελούν τα ρευστά διαθέσιμα της τράπεζας και τις οποίες δεν μπορούν να τις δανείσουν εξ ολοκλήρου. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να κρατούν ένα ελάχιστο ποσοστό από τις καταθέσεις σε ρευστά διαθέσιμα και να δανείζουν το υπόλοιπο των καταθέσεων σε φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις. Η Επενδυτική Τράπεζα. Οι επενδυτικές τράπεζες βοηθούν τις δημόσιες και τις ιδιωτικές εταιρίες στη συλλογή κεφαλαίων στις κεφαλαιαγορές των μετοχών και των χρεογράφων. Επιπλέον, υπηρεσία των τραπεζών αυτών είναι και οι συμβουλευτική διαδικασία σε περιπτώσεις, όπως οι συγχωνεύσεις και οι αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων. Οι λειτουργίες των επενδυτικών τραπεζών διαφέρουν από αυτές των εμπορικών τραπεζών, εντούτοις τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι διαφορές καθώς οι εμπορικές προχωρούν σε πολλές τραπεζικές υπηρεσίες επένδυσης. Αναπτύσσουν µια στρατηγική που βασίζεται στη μακροπρόθεσμη πίστη και έχει το χαρακτήρα «χονδρικών τραπεζικών εργασιών». Δηλαδή, επικεντρώνονται σε μεγάλους πελάτες για τις χορηγήσεις τους και επιδιώκουν αποταμιευτικά κεφάλαια μονιμότερου χαρακτήρα και χαμηλής ρευστότητας, όπως συμβαίνει µε τις προθεσμιακές καταθέσεις αλλά και µε τα ομόλογα μεγάλης διάρκειας. Παραδείγματα τραπεζών επενδύσεων είναι οι Goldman Sachs των ΗΠΑ και Nomura Securities της Ιαπωνίας. Η Τράπεζα Κοινοτικής Ανάπτυξης. Είναι οι τράπεζες που παρέχουν οικονομικές υπηρεσίες και πίστωση σε μη ανεπτυγμένες αγορές ή πληθυσμούς. Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια. Είναι ταμιευτήρια που συνδέονται με τα εθνικά ταχυδρομικά συστήματα. Η Ιαπωνία και η Γερμανία είναι παραδείγματα των χωρών με προεξέχοντα ταχυδρομικά ταμιευτήρια. Συνεταιριστικές Τράπεζες. Οι Συνεταιριστικές τράπεζες έχουν κυρίως τοπικό χαρακτήρα και στοχεύουν στην ανάπτυξη της τοπικής αγοράς (π.χ. χρηματοδότησης της ανάπτυξης τοπικών προϊόντων). Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας και να προσαρμόζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στις ανάγκες των νοικοκυριών και των τοπικών μικρομεσαίων επιχειρή-
10 σεων. Όλα τα παραπάνω τους προσδίδουν σηµαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. 1.1.1. Ο Οικονομικός Ρόλος του Τραπεζικού Συστήματος Το σύνολο των τραπεζών, εμπορικών, επενδυτικών, κεντρικών τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε μία χώρα αποτελούν το τραπεζικό της σύστημα. Αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης των συναλλαγών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μίας χώρας. Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί το σημαντικότερο στήριγμα της οικονομίας, γιατί βοηθά στην ανάπτυξη του αποταμιευτικού πνεύματος των πολιτών, οι οποίοι καταθέτουν το περίσσευμα του εισοδήματος τους σε αυτές. Με την εμπιστοσύνη που εμπνέουν και την ασφάλεια που εξασφαλίζουν για τις καταθέσεις ενθαρρύνουν το κοινό να αποταμιεύει, παίρνοντας έτσι ένα επιπρόσθετο εισόδημα δηλαδή τόκο, ο οποίος καταβάλλεται από την τράπεζα. Επιπλέον, συντελούν έμμεσα στη μείωση του κόστους ζωής. Με την ενθάρρυνση της αποταμίευσης συγκεντρώνονται στις τράπεζες μεγάλα ποσά με συνέπεια να παρέχονται δάνεια με χαμηλό τόκο εξαιτίας της μεγάλης προσφοράς των κεφαλαίων που δημιουργούνται. Η χορήγηση όμως δανείων με χαμηλό επιτόκιο έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή αγαθών με κόστος, εφόσον ο τόκος αποτελεί μέρος του κόστους των προϊόντων. Συμβάλουν στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του κράτους με τη λήψη διαφόρων μέτρων, όπως είναι ο περιορισμός ή η επέκταση των πιστώσεων μέσω της αυξομείωσης του επιτοκίου και άλλων μέτρων, ή έκδοση χαρτονομισμάτων, που τώρα γίνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, διευκολύνουν σε αφάνταστο βαθμό τις συναλλαγές, κυρίως με τη γενίκευση της χρήσης των επιταγών και των τραπεζικών καρτών (πιστωτικά δελτία) που επιτρέπουν στο κάτοχο τους την αγορά αγαθών με την ανάληψη μετρητών. Με αυτό τον τρόπο εξοικονομείται εργασία και χρόνος.
11 2. Κίνδυνος και διαχείρισή του 2.1. Η Έννοια του Κινδύνου Οι κίνδυνοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των ατόμων, των επιχειρήσεων και της ευρύτερης κοινωνίας. Ο κίνδυνος θεωρείται ότι βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη γνώση και βούληση και δεν υπόκειται στον έλεγχο της δυνάμεως, της σκέψεως ή της θελήσεως του ανθρώπου. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, ωστόσο, χαρακτηρίζονται από μια συνεχή προσπάθεια απόκτησης ελέγχου στους κινδύνους και ανεύρεσης τρόπων για την αντιμετώπισή τους. Τα άτομα είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους απώλειας ή μείωσης εισοδήματος, περιουσίας, αστικής ευθύνης, διακύμανσης στις αξίες των χρηματοοικονομικών τους κεφαλαίων, όπως επίσης και σε κινδύνους που απειλούν τη ζωή και την υγεία τους, ενώ οι επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους τιμών, πιστωτικούς και καθαρούς. Το στοιχείο του κινδύνου συνοδεύει ανέκαθεν τον άνθρωπο, σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής και οικονομικής του ζωής. Τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις εκτίθενται διαρκώς σε κινδύνους από τυχαία περιστατικά, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν από μικρές έως και καταστροφικές ζημιές. Η εξασφάλιση της σιγουριάς και της βεβαιότητας για το μέλλον αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των ανθρώπων και των κοινωνιών, που καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκτήσουν τον έλεγχο των κινδύνων. Όσο και αν προοδεύσει, όμως, η τεχνική και αυξηθεί το επίπεδο των μέτρων ασφάλειας, δεν είναι δυνατόν να αποτραπούν όλοι οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που έχουν αρνητικές επιπτώσεις, όχι μόνο στο άτομο και την οικογένειά του, αλλά έμμεσα και σε ολόκληρη την κοινωνία. Στις υποανάπτυκτες κοινωνίες, οι ζημιές κατά κανόνα επιβαρύνουν εξολοκλήρου εκείνους στους οποίους επέρχονται οι κίνδυνοι. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες, έχουν αναπτυχθεί αποτελεσματικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης και διαχείρισης των κινδύνων, που επιτρέπουν την ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης εκείνων στους οποίους επέρχονται οι κίνδυνοι, μέσω της διασποράς τους σε ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ένας καθολικός και γενικά αποδεκτός ορισμός του κινδύνου δεν είναι δυνατό να υ- πάρξει. Διαφέρει ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιείται και εμπεριέχει την πιθανότητα να συμβεί μια ατυχία, την αντικειμενική αμφιβολία σε σχέση με το αποτέλεσμα μιας καθορισμένης κατάστασης, το απρόβλεπτο, την τάση των πραγματικών αποτελεσμάτων να διαφέρουν από τα προσληφθέντα καθώς και την αβεβαιότητα σε σχέση με την πραγματοποίηση μιας ζημίας. Στην καθομιλουμένη ο κίνδυνος εκφράζει την «έκθεση στην αντιξοότητα», ενώ ταυτόχρονα συνδέεται με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια.
12 Στην χρηματοοικονομική, η λέξη κίνδυνος αποδίδεται με την λέξη «risk» και θεωρείται ότι αποδίδει καλύτερα το νόημα και την έννοια του κινδύνου. Με την λέξη «risk» υπονοείται ότι δεν γνωρίζει κάποιος εκ των προτέρων εάν θα έχει επιτυχή κατάληξη μια οικονομική δραστηριότητα. Για το λόγο αυτό, επικρατεί η αντίληψη ότι όταν κάποιος πραγματοποιεί μια οικονομική πράξη αναλαμβάνει και ένα «ρίσκο» ή ένα «κίνδυνο», υπό την έννοια ότι μπορεί να έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα, μπορεί να έχει, όμως και δυσμενές αποτέλεσμα. Επομένως, η λέξη κίνδυνος δεν είναι συνυφασμένη μόνο με την προοπτική της απώλειας και του δυσμενούς αποτελέσματος (κίνδυνος προς τα κάτω - downside risk), αλλά και με την προοπτική του κέρδους και γενικά ενός θετικού αποτελέσματος (κίνδυνος προς τα πάνω - upside risk). 2.2. Είδη Κινδύνων Υπάρχουν διάφορα είδη κινδύνου. Ανάλογα με την οικονομική πράξη και το είδος του περιουσιακού στοιχείου ο κίνδυνος σχετικά με κάποιο μελλοντικό αποτέλεσμα μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές. Οι εταιρείες γενικά είναι εκτεθειμένες σε τρία είδη κινδύνων. Στους Επιχειρηματικούς κινδύνους (Business risk), στους Στρατηγικούς κινδύνους (Strategic risk) και στους Χρηματοοικονομικούς κινδύνους (Financial risk). Η έννοια του επιχειρηματικού κινδύνου συμπεριλαμβάνει τόσο εσωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι μπορούν να προβλεφθούν και να διαχειριστούν κατάλληλα από την επιχείρηση, όσο και εξωτερικούς, που δεν μπορούν να ελεγχθούν απόλυτα από αυτή. Ο κίνδυνος αυτός έχει να κάνει με την δυνατότητα της κάθε επιχείρησης να λειτουργεί αποδοτικά και να καταφέρνει, βάση της βασικής λειτουργίας, να παράγει σημαντικά έσοδα και ταμειακές ροές. Κάθε επιχείρηση λειτουργεί σε κάποιο κλάδο ή αγορά που έχει πλήθος κινδύνων είτε σε επίπεδο αγοράς, είτε σε επίπεδο ατομικό επιχειρησιακό. Οι στρατηγικοί κίνδυνοι αναφέρονται στην αποτυχία απόδοσης του επιχειρηματικού σχεδίου ανάπτυξης που έχει θέσει η εταιρεία και η αιτία είναι οι μεταβολές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της εταιρείας κυρίως σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η πρόβλεψη και η αντιστάθμιση αυτού του κινδύνου είναι δύσκολη, ωστόσο πραγματοποιείται με διασπορά του κινδύνου σε διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και σε διαφορετικές χώρες. Τέλος, οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι έχουν να κάνουν με την αστάθεια και μεταβλητότητα των διάφορων χρηματοοικονομικών αγορών (χρηματιστήρια, αγορά χρήματος, συναλλάγματος κτλ). Πιο απλά, οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι συσχετίζονται με πιθανές α- πώλειες στις χρηματοοικονομικές αγορές, που οφείλονται στις διάφορες μορφές κινδύνων, όπως π.χ. στις διακυμάνσεις των επιτοκίων. Τέτοιοι κίνδυνοι επηρεάζουν χρηματοοικονομι-
13 κούς οργανισμούς (τράπεζες, εταιρίες επενδύσεων, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικές εταιρίες κτλ) και όσες άλλες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή και ιδιώτες εμπλέκονται με αυτές. Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι θεωρείται ότι έχουν μια σειρά από πηγές ανάλογα και με τη φύση του περιουσιακού στοιχείου που εμπλέκεται σε μια οικονομική πράξη.
14 3. Κίνδυνοι στον Τραπεζικό Τομέα 3.1 Γενικά Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι είναι μέρος του πιστωτικού συστήματος από την αρχή της ιστορίας του. Οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν σε μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή τον προηγούμενο αιώνα, έφερναν το πιστωτικό σύστημα προ των εξελίξεων. Δηλαδή, ανά περιόδους κρίσεων το χρηματοπιστωτικό σύστημα έπρεπε να αναδιαμορφώνεται γρήγορα και να διαχειρίζεται τον κίνδυνο, όπως επίσης να δημιουργεί άμυνες για μελλοντικούς κινδύνους. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, και μετά την οικονομική κρίση του 2008 υπάρχει ανάγκη από ένα σταθερό πιστωτικό σύστημα, που να βασίζεται σε καλά οργανωμένα πιστωτικά ιδρύματα και οργανισμούς. Ωστόσο, οι κίνδυνοι στο πιστωτικό σύστημα δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να εξαλειφθούν λόγω της ίδιας της φύσης του. Το ζητούμενο λοιπόν, είναι η δημιουργία των κατάλληλων θεσμών και προϋποθέσεων για την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων πιστωτικών κρίσεων. 9 Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι συνδέονται με τις διακυμάνσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές. Όπως είναι φυσικό, οι τράπεζες εμπλέκονται πολύ πιο ενεργά στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, αφού αυτοί συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο της εργασίας τους. Στους κινδύνους που αντιμετωπίζει ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα, όπως είναι η τράπεζα, περιλαμβάνονται ο κίνδυνος αγοράς, ο πιστωτικός κίνδυνος, λειτουργικός κίνδυνος, ο συναλλαγματικός κίνδυνος, ο κίνδυνος χώρας, ο κίνδυνος ρευστότητας και ο κίνδυνος επιτοκίων. Η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των κινδύνων είναι κρίσιμη στην απόδοση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων 5. Ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος μπορεί να οριστεί γενικά ως η μεταβλητότητα των απροσδόκητων αποτελεσμάτων στις αγορές ομολόγων, μετοχών και δανειακών κεφαλαίων. Οι εποπτικές αρχές κάθε χώρας οφείλουν να αντιλαμβάνονται τη φύση αυτών των κινδύνων και να ερευνούν κατά πόσο οι τράπεζες τους μετρούν και τους διαχειρίζονται με αποτελεσματικότητα. Ο γενικός χρηματοοικονομικός κίνδυνος μιας οποιασδήποτε επιχείρησης μπορεί να υπολογιστεί ως η διακύμανση ή η τυπική απόκλιση των καθαρών εσόδων της επιχείρησης. Σε μια τράπεζα που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των κερδών της, ο υπολογισμός του κινδύνου μπορεί να γίνει για το σύνολο της τράπεζας ή σε επίπεδο καταστημάτων, υπηρεσιών ή διευθύνσεων. Ο κίνδυνος μπορεί επίσης να μετριέται σε επίπεδο διαφόρων τραπεζικών προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο αντικειμενικός σκοπός της τράπεζας είναι να προσθέσει αξία στο μετοχικό της κεφάλαιο, μεγιστοποιώντας τις «προσαρμοσμένες στο κίνδυνο» απο-
15 δόσεις των μετοχών της. Βάσει αυτής της έννοιας, η τράπεζα συμπεριφέρεται όπως κάθε άλλη επιχείρηση. Ωστόσο, η κερδοφορία και η προστιθέμενη αξία εξαρτώνται σημαντικά από τη διαχείριση κινδύνων. Μια ανεπαρκής διαχείριση κινδύνων μπορεί να απειλήσει τη φερεγγυότητα της τράπεζας. 3.2 Διαχείριση Κινδύνων Η διαχείριση κινδύνων ορίζεται ως το σύνολο των αποφάσεων και ενεργειών για τον εντοπισμό, την ανάλυση και την αντιμετώπιση των κινδύνων σε επίπεδο ατόμων, επιχειρήσεων και ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Είναι κεντρικός πυρήνας της διαχείρισης στρατηγικής κάθε οργανισμού. Είναι η διεργασία με την οποία οι οργανισμοί προσεγγίζουν μεθοδικά τους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, με σκοπό την επίτευξη οφέλους σε κάθε δραστηριότητα και επί του χαρτοφυλακίου όλων των δραστηριοτήτων. Το επίκεντρο της καλής διαχείρισης κινδύνου είναι η αναγνώριση και ο χειρισμός αυτών των κινδύνων. Στόχος της είναι να προσθέσει τη μέγιστη αξία σε όλες τις δραστηριότητες του οργανισμού. Ταξινομεί την κατανόηση των πιθανών οφελών (upside) και απειλών (downside) όλων εκείνων των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν τον οργανισμό. Αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας, και μειώνει αμφότερα, την πιθανότητα αποτυχίας και την αβεβαιότητα επίτευξης των συνολικών στόχων του οργανισμού. Τη διαχείριση των κινδύνων (risk management) σε έναν οργανισμό την αναλαμβάνει ένα τμήμα ειδικά σχεδιασμένο για το σκοπό αυτό και στελεχωμένο με εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη σε τεχνικά θέματα. Σκοπός του τμήματος αυτού είναι η αναζήτηση των αποτελεσματικότερων μέτρων πρόληψης και αποφυγής των ζημιών έτσι ώστε να επιτευχθεί η ελαχιστοποίηση ή ακόμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η πλήρη αποφυγή των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένος ο οργανισμός. Ο διαχειριστής κινδύνων θα αναζητήσει τρόπους για τη μείωση της επιχειρηματικής αβεβαιότητας, την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση των πόρων, τη μείωση του κόστους των διαφόρων μεθόδων αντιμετώπισης ζημιών στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, τη σταθερότητα και τη συνεχή ανάπτυξη του οργανισμού. Θα πρέπει να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του οργανισμού, αποτρέποντας την οικονομική καταστροφή και να προστατέψει τους εργαζόμενους από πιθανά ατυχήματα. Μια σημαντική ευθύνη του διαχειριστή κινδύνων είναι να εντοπίσει τις πηγές και τις αιτίες που προκαλούν ζημιές και στις οποίες είναι εκτεθειμένος ο οργανισμός. Κάποιοι από τους κινδύνους αυτούς είναι φανεροί και γίνονται εύκολα αντιληπτοί, ενώ άλλοι μπορεί να διαφύγουν. Έτσι, ο διαχειριστής κινδύνου πρέπει να έχει εκτενή γνώση για τον οργανισμό και να παρακολουθεί συστηματικά τη λειτουργία του. Επόμενο βήμα μετά την αναγνώριση των
16 κινδύνων είναι η εκτίμησή τους. Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας διαχείρισης των κινδύνων είναι η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου για την αντιμετώπιση τους. Η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου απαιτεί μία σειρά αναφορών και ανασκόπησης για να διασφαλίσει ότι οι κίνδυνοι αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και ότι τα κατάλληλα μέτρα ελέγχου είναι σε ισχύ. Επιπρόσθετα, πρέπει να πραγματοποιούνται τακτικές επιθεωρήσεις ελέγχου της πολιτικής και της συμμόρφωσης με τα πρότυπα και από την επίδοση θα πρέπει να κρίνεται αν υφίσταται ανάγκη για βελτίωση ή όχι. Η διαχείριση κινδύνου είναι μία συνεχής και αναπτυσσόμενη διεργασία, η οποία διατρέχει τη στρατηγική του οργανισμού και την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής. Πρέπει να προσεγγίζει μεθοδικά όλους τους κινδύνους που περιβάλλουν τις παλαιότερες, τρέχουσες και ιδιαιτέρως τις μελλοντικές δραστηριότητες του οργανισμού. Πρέπει να είναι ενσωματωμένη στην κουλτούρα του οργανισμού μαζί με μία αποτελεσματική πολιτική και ένα πρόγραμμα με επικεφαλή την ανώτερη διοίκηση. Πρέπει να μεταφράζει τη στρατηγική σε τακτικούς και επιχειρησιακούς στόχους, καθορίζοντας υπευθυνότητες σε κάθε επίπεδο του οργανισμού, με κάθε διοικητικό στέλεχος και εργαζόμενο υπεύθυνο για τη διαχείριση του κινδύνου ως μέρος της περιγραφής της εργασίας του. Υποστηρίζει την ευθύνη, την μέτρηση επίδοσης και την ανταμοιβή, έτσι ώστε να προωθείται η λειτουργική αποδοτικότητα σε όλα τα επίπεδα. 3.3 Η Έννοια της Διαχείρισης Κινδύνων από τα Τραπεζικά Ιδρύματα Η πρακτική της Διαχείρισης Κινδύνων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξελίχθηκε ταχύτητα από το τέλος της δεκαετίας του 1970 ως σήμερα. Οι σημαντικοί λόγοι που έγινε κάτι τέτοιο ήταν κυρίως η απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των χρηματοοικονομικών εργαλείων με την εισαγωγή των παραγώγων, καθώς επίσης και τη χρήση της τεχνολογίας σε επίπεδο συναλλαγών αλλά και σε επίπεδο διαχείρισης κεφαλαίων. Ο βασικός παράγοντας για την προώθηση και την ανάπτυξη της πρακτικής της Διαχείρισης Κινδύνων ήταν οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν από το συνεχώς εξελισσόμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, καθώς επίσης και από τις πιέσεις που ασκήθηκαν σε εποπτικό επίπεδο από τις εθνικές αρχές λόγω των προβλημάτων και της αστάθειας εκείνης της εποχής 3.4 Αιτίες Διαχείρισης Κινδύνου από τις Τράπεζες Οι αιτίες που ανέδειξαν και κατέστησαν τη διαχείριση κινδύνων ως το πιο σημαντικό ζήτημα της σύγχρονης τραπεζικής, ανάγονται στις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις και το
17 μετασχηματισμό του ρόλου των πιστωτικών οργανισμών. Οι αιτίες αυτές παρουσιάζονται παρακάτω: Αποκανονικοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών άρση περιορισμών. Πολλές χρηματοπιστωτικές αγορές, είχαν άρει πολλούς περιοριστικούς κανόνες που διέπουν την κίνηση κεφαλαίων, την αδειοδότηση πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Αυξημένος ρόλος τίτλων και παράγωγων προϊόντων στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. Η αυξημένη χρήση τίτλων χρέους για την άντληση κεφαλαίων και η αυξανόμενη τάση τιτλοποίησης των στοιχείων χαμηλής ρευστότητας, εντείνουν την ανάγκη τακτικότερης παρακολούθησης των κινδύνων οι οποίοι απειλούν τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό απαιτεί τη χρήση εξελιγμένων μεθόδων διαχείρισης κινδύνων. Ανάληψη δραστηριοτήτων υψηλότερου κινδύνου. Προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους οι πιστωτικοί οργανισμοί προχώρησαν σε διαδικασίες ενεργητικής διαχείρισης. Αυτό σήμαινε την ανάληψη δραστηριοτήτων υψηλής μεταβλητότητας και επομένως την έκθεσή τους σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα κινδύνου. Παραδοσιακά, η ανάληψη κινδύνων από τους πιστωτικούς οργανισμούς ήταν συνυφασμένη με τις εντός ισολογισμού δραστηριότητές τους. Πλέον, η έκθεση των πιστωτικών οργανισμών είναι άμεσα συνδεδεμένη με το πλήθος των εργασιών που αναλαμβάνουν και επιπλέον συνίσταται από ένα μίγμα παραδοσιακών κινδύνων αλλά και κινδύνων που προκύπτουν από ανοικτές θέσεις αλλά και δραστηριότητες διαπραγμάτευσης τίτλων και συναλλάγματος. Αυξημένη μεταβλητότητα αγορών. Η επίδραση των έντονων διακυμάνσεων σε συνδυασμό με την αυξημένη έκθεση των πιστωτικών οργανισμών σε πλήθος κινδύνων επιβάλλει την ύπαρξη μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης προσέγγισης για τη διαχείριση και αντιστάθμιση κινδύνων. Αυξημένες εποπτικές απαιτήσεις. Τα παραδοσιακά εποπτικά εργαλεία, όπως ισολογιστικοί και επιτοκιακοί περιορισμοί, έχουν αντικατασταθεί με κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Ειδικότερα, καθίσταται αναγκαία η άμεση σύνδεση των κεφαλαιακών υποχρεώσεων κάθε πιστωτικού οργανισμού με το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατό ακριβέστερη εκτίμηση των κινδύνων που προκύπτουν από τις τραπεζικές δραστηριότητες. Διαχείριση κινδύνων αντί για διαχείριση ενεργητικού-παθητικού. Παλαιότερα, οι πιστωτικοί οργανισμοί εστίαζαν στη διαχείριση Ενεργητικού-Παθητικού προκειμένου να
18 αντιμετωπίσουν τους κινδύνους. Αυτό σήμαινε ότι ασχολούνταν περισσότερο με τα στοιχεία ισολογισμού και δεν εστίαζαν στις επισφάλειες που προέκυπταν από ολόκληρο το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Επιπλέον, η διαχείριση Ενεργητικού- Παθητικού δεν προσέγγιζε τις εξωλογιστικές δραστηριότητες των οργανισμών και ήταν δύσκολο να συνδεθεί με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Όλα αυτά, συνεπώς, συνέβαλαν στην αναγκαιότητα δημιουργίας πολλών εναλλακτικών προσεγγίσεων για την ορθή διαχείριση κινδύνων των τραπεζών και ανέδειξαν τη διαχείριση κινδύνων ως ένα από τα βασικότερα πεδία ερευνών της τραπεζικής για το παρόν και το μέλλον. 3.5 Διαδικασία Διαχείρισης Ένα πιστωτικό ίδρυµα, όπως και κάθε άλλη εμπορική επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, διατρέχει (την πιθανότητα) το φόβο να υποστεί οικονομικές ζημίες και συνεπώς μείωση της καθαρής της θέσης εξ αιτίας της επέλευσης ενός µη προσδοκώμενου περιστατικού. Γενικά, µια δομή της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία διαφορετικά στάδια: Ταυτοποίηση του κινδύνου: Το στάδιο της ταυτοποίησης (identification) είναι το σημαντικότερο, διότι έχει μεγάλη σημασία να αναγνωρισθεί και να ταξινομηθεί ο κίνδυνος που μπορεί να παρουσιαστεί. Η λανθασμένη ταυτοποίηση των κινδύνων ή η µη αναγνώριση τους μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε αρνητικά αποτελέσματα. Μετά την ολοκλήρωση αυτού του σταδίου, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο. Υπολογισμός του κινδύνου: Το δεύτερο στάδιο αναφέρεται στη μέτρηση (measurement) των αναγνωρισμένων και ταυτοποιημένων κινδύνων. Η προσπάθεια μέτρησης του κινδύνου και ποσοτικής αποτίμησης του, ιδιαίτερα, καθίσταται πραγματικά δύσκολη στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Με αυτές τις συνθήκες, ο τραπεζικός οργανισμός καλείται να αναπτύξει μεθόδους και τεχνικές κατάλληλες για τη μέτρηση του κινδύνου και στη συνέχεια να τις εφαρμόσει στο χαρτοφυλάκιο του. Διαχείριση του κινδύνου: Το στάδιο αυτό, αναφέρεται στη διαχείριση (management), δηλαδή στην απόφαση της συναλλαγής ή της µη συναλλαγής µε έναν αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση της απόφασης συναλλαγής, ο οργανισμός θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα μετακυλήσει τον κίνδυνο (εάν είναι απαγορευτικά υψηλός και η
19 αναμενόμενη απόδοση µη ικανή να καλύψει τον κίνδυνο) ή όχι (εάν είναι σε αποδεκτά επίπεδα) ή, τέλος, εάν θα μειώσει τον κίνδυνο. Εάν η δομή της διαχείρισης του τραπεζικού οργανισμού είναι αποτελεσματική, τότε η τράπεζα θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει, να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί τους κινδύνους που αναλαμβάνει, να σχεδιάσει τη δημιουργία νέων προϊόντων και να µπει σε νέες αγορές.
20 4. Χρηματοοικονομικοί Κίνδυνοι Οι τραπεζικοί κίνδυνοι μπορούν να προσδιοριστούν και να ταξινομηθούν με πολλούς τρόπους. Είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθεί ένας μεγάλος κατάλογος με τους κινδύνους, στους οποίους τα τραπεζικά ιδρύματα είναι εκτεθειμένα και τους οποίους καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο στους κινδύνους που αντιμετωπίζει ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα, όπως είναι η τράπεζα, περιλαμβάνονται ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος αγοράς,, λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ρευστότητας. 4.1 Πιστωτικός Κίνδυνος (Credit Risk) Ως πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει μια τράπεζα να αθετήσουν οι πιστούχοι της τις υποχρεώσεις τους απέναντί της. Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από τη βασική λειτουργία των τραπεζών, δηλαδή τη χορήγηση δανείων και ως εκ τούτου ο έλεγχος της ποιότητας του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για τα τραπεζικά ιδρύματα. 13 Ο πιστωτικός κίνδυνος θεωρείτο ο πρώτος σε σημασία από όλους τους κινδύνους. Αφορά τα στοιχεία του ενεργητικού μιας τράπεζας και συγκεκριμένα τις α- παιτήσεις κατά πελατών. Η καταγραφή του «υπονομεύει» το δείκτη φερεγγυότητας της τράπεζας, μειώνει την παρούσα αξία του χορηγικού χαρτοφυλακίου της, ενώ η πραγματοποίηση των σχετικών ζημιών μειώνει την καθαρή περιουσιακή της θέση. Κάθε Πιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να κρατάει κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου αυτού, προκειμένου να παραμείνει βιώσιμο και φερέγγυο. Η ικανότητα της Τράπεζας να συλλέγει την απαραίτητη πληροφόρηση και να ελέγχει τους πιστούχους της, της δίνει τη δυνατότητα να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο κόστος ζημία. Η Τράπεζα υπολογίζει τον πιστωτικό της κίνδυνο τόσο σε επίπεδο πιστούχου ξεχωριστά, υπολογίζοντας τον κίνδυνο που αναλαμβάνει με τη χορήγηση καταναλωτικών, στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, αλλά και σε επίπεδο συνολικού χαρτοφυλακίου (loan portofolio), δηλαδή τον συνολικό πιστωτικό της κίνδυνο, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών της αναγκών βάσει της Επιτροπής Βασιλείας. Ο πιστωτικός κίνδυνος προσδιορίζεται και μετράται σύμφωνα με κριτήρια, με βάση τα οποία δίνεται η δυνατότητα να εκτιμηθεί η ικανότητα της επιχείρησης που λαμβάνει ένα δάνειο να ανταποκρίνεται στις δανειακές της υποχρεώσεις. Προκειμένου να επιτευχθεί ο προσδιορισμός του πιστωτικού κινδύνου, γίνεται χρήση διαφόρων παραγόντων, τόσο από εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης. Καθώς η ακρίβεια στην
21 εκτίμηση των παραπάνω παραγόντων εξαρτάται τόσο από την εμπειρία και τις δυνατότητες του δανειστή, όσο και από άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το μέγεθος και την οργάνωση του, καθίσταται δύσκολη η πρόβλεψη αλλά και η επαλήθευσή της. 4.1.1. Κατηγορίες του Πιστωτικού Κινδύνου Ο πιστωτικός κίνδυνος μπορεί να θεωρηθεί ως η συνισταμένη τεσσάρων επιμέρους κινδύνων: Ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ή αθέτησης (Default Risk) ορίζεται ως η αθέτηση ε- ξόφλησης μιας υποχρέωσης, η οποία εκδηλώνεται όταν μια προγραμματισμένη πληρωμή δεν εξοφλείται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Συνήθως αυτό το διάστημα είναι μικρό, για παράδειγμα τρεις μήνες. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία για δανειζόμενους αλλά και στοιχεία που δημοσιεύονται από τις εταιρίες αξιολόγησης, όπως η Moody s, ενώ παράλληλα πολλές τράπεζες καταφεύγουν στη δημιουργία δικών τους συστημάτων αξιολόγησης και ταξινόμησης. Από αυτές τις στατιστικές πληροφορίες προσδιορίζεται ο συντελεστής, ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσέγγιση της πιθανότητας αφερεγγυότητας. Ο συντελεστής αυτός για δεδομένη χρονική περίοδο, είναι ο λόγος της αφερεγγυότητας προς το σύνολο του δείγματος των δανειζόμενων. Ο κίνδυνος αφερεγγυότητας μετράται από την πιθανότητα αθέτησης (Probability of Default - PD), δηλαδή τη στατιστική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης ενός αντισυμβαλλόμενου σε περίοδο ενός έτους και εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του δανειζομένου. Ο κίνδυνος έκθεσης ( Exposure Risk) αναφέρεται στο συνολικό ποσό που είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο. Η μέτρηση περιπλέκεται στις περιπτώσεις των εκτός ισολογισμού στοιχείων. Για δραστηριότητες που υπάρχει προσδιορισμένος τρόπος εξόφλησης, η έκθεση στον κίνδυνο είναι πολύ μικρή έως και αμελητέα. Στον υπολογισμό της έκθεσης στον κίνδυνο λαμβάνεται υπόψη και η έκθεση που προέρχεται από δάνεια και ομολογίες, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα και εγγυητικές επιστολές. Ο κίνδυνος έκθεσης περιγράφεται από το ποσό που οφείλει ο δανειστής κατά τη στιγμή της αθέτησης και ονομάζεται «έκθεση κατά τη στιγμή της αθέτησης», «Exposure at Default EAD». Ο κίνδυνος ανάκτησης (Recovery Risk) αναφέρεται στο ποσό που έχει κατορθώσει να ανακτήσει ο δανειστής από το δανειολήπτη κατά τη στιγμή αθέτησης. Σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής από την πλευρά του δανειολήπτη, η ύπαρξη ε-
22 ξασφαλίσεων στο δάνειο, δίνει τη δυνατότητα στην Τράπεζα να εισπράξει μέρος ή ακόμα και ( σε σπάνιες περιπτώσεις) το σύνολο της απαίτησής της. Η εκποίηση βέβαια των εξασφαλίσεων αυτών, αποτελεί πολλές φορές μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία μπορεί να επιφέρει και επιπλέον έξοδα (αμοιβές δικηγόρων, δικαστικά έξοδα κλτ ). Το ποσοστό του ποσού που καταφέρνει να ανακτήσει ο δανειστής ως προς την συνολική οφειλή ονομάζεται ποσοστό ανάκτησης (Recovery Rate), ενώ το ποσοστό του ποσού που δεν καταφέρνει να ανακτήσει ως προς την συνολική οφειλή ονομάζεται «απώλεια δεδομένης της αθέτησης» (Loss Given Default - LGD). Οι εξασφαλίσεις οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος από τη δανειοδότηση κάποιου πελάτη χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις ενοχικές και τις εμπράγματες 5. Ενοχικές εξασφαλίσεις: Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ενοχή, δηλαδή η υποχρέωση που δημιουργείται µε την υπογραφή της σύμβασης από τον δανειζόμενο και τους εγγυητές. Είναι αρκετά δύσκολο να μετρηθούν οπότε ελαχιστοποιείται ο υπολογισμός της ζημίας στην περίπτωση αφερεγγυότητας. Εμπράγματες εξασφαλίσεις: Είναι οι εξασφαλίσεις επί κάποιων αντικειμένων κινητών ή ακινήτων. Οι εμπράγματες εξασφαλίσεις διακρίνονται σε ενέχυρα και σε υποθήκες. Η κύρια διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το ενέχυρο αναφέρεται σε κινητά αντικείμενα π.χ. επιταγές, συναλλαγματικές, εμπορεύματα, φορτωτικά έγγραφα, τραπεζικές καταθέσεις κ.ά., ενώ η υποθήκη σε ακίνητα ή σε πλοία και αεροπλάνα. Η χρήση των εξασφαλίσεων ωστόσο, μπορεί να επιφέρει και άλλα είδη κινδύνων, ό- πως π.χ. νομικό, εξαιτίας της φύσεώς τους ή του καθεστώτος στο οποίο βρίσκονται. Συνήθως, οι εξασφαλίσεις συνοδεύονται από δηλώσεις βούλησης των δανειζόμενων, οι οποίες ελαχιστοποιούν τόσο τους νομικούς κινδύνους όσο και το κόστος ρευστοποίησής τους. Οι νομικοί κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν, λόγω της δυσκολίας οικειοποίησης ή ρευστοποίησης ορισμένων τύπων καλυμμάτων, τα οποία η δανειοδοτούσα Τράπεζα έχει λάβει ως ενέχυρο κατά τη χορήγηση δανείου. Συνεπώς, ο κίνδυνος ανάκτησης σε περίπτωση αθέτησης είναι δύσκολο να προβλεφτεί και να υπολογιστεί η συνολική ζημία. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (π.χ. εγγυήσεις από το δανειζόμενο). Άρα, όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να ανακτηθεί το κεφάλαιο που έχει δανειστεί ο πιστούχος τόσο μικρότερος είναι ο πιστωτικός κίνδυνος που έχει να αντιμετωπίσει η τράπεζα.
23 4.2. Κίνδυνος Αγοράς (Market Risk) Ο κίνδυνος της αγοράς (Market Risk) προέρχεται από την αβεβαιότητα σχετικά µε τις μεταβολές των επιτοκίων, χρηματιστηριακών τιμών, συναλλαγματικών ισοτιμιών και γενικά των παραμέτρων της αγοράς και λαμβάνει χώρα στη συναλλαγή στοιχείων ενεργητικού και παθητικού εξαιτίας των μεταβολών στα επιτόκια, στην τιμή συναλλάγματος και άλλες τιμές περιουσιακών στοιχείων. Ο κίνδυνος αγοράς εμφανίζεται όταν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εμπορεύονται αξιόγραφα, καθώς και παράγωγα αξιόγραφα με σκοπό το κέρδος, αντί να κρατούν και να χρησιμοποιούν τα αξιόγραφα αυτά για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, χρηματοδότηση ή για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου. Μπορούμε να τον ορίσουμε ως τον κίνδυνο εκείνο που σχετίζεται με τη μεταβλητότητα της αξίας του χαρτοφυλακίου του ιδρύματος, λόγω της μεταβολής των τιμών των χρεογράφων. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία από τις τράπεζες σε αυτή την κατηγορία κινδύνου, αφού πολλές τράπεζες αντιμετωπίζουν μεγάλες ζημίες εξαιτίας των μεταβολών των παραμέτρων της αγοράς. Σύμφωνα με διάφορους οικονομολόγους ο κίνδυνος αγοράς μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε με απλό τρόπο, ρευστοποιώντας τα διάφορα περιουσιακά στοιχεία για να αποφευχθεί α- πώλεια από πιθανή πτώση της αξίας τους, εάν βέβαια αυτό μπορεί να γίνει, δηλαδή εάν η περίοδος ρευστοποίησης είναι από τη φύση του περιουσιακού στοιχείου μικρή, είτε με πιο σύνθετο τρόπο αντισταθμίζοντας τον με χρήση κατάλληλων συναλλαγών και παραγώγων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Ο κίνδυνος αγοράς έχει τις πηγές του από τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στις διάφορες παραμέτρους των αγορών που επηρεάζουν ένα περιουσιακό στοιχείο. Τέτοιες παράμετροι μπορούν να θεωρηθούν οι δείκτες χρηματιστηριακών αγορών, τα επιτόκια, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες κτλ. Είναι προφανές ότι ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να έχει πηγές τις μεταβολές από όλες τις παραμέτρους ή μερικές από αυτές. Για παράδειγμα μια μετοχή εγχώριας επιχείρησης έχει πηγή κινδύνου αγοράς από τον δείκτη του εγχώριου χρηματιστηρίου, ενώ μια μετοχή ξένης επιχείρησης έχει πηγή κινδύνου αγοράς τόσο από τον δείκτη του ξένου χρηματιστηρίου, όσο και από την συναλλαγματική ισοτιμία. Ανάλογα, ένα εγχώριο ομόλογο έχει πηγή κινδύνου τα εγχώρια επιτόκια, ενώ ένα ξένο ομόλογο έχει πηγή κινδύνου τα αντίστοιχα ξένα επιτόκια και την συναλλαγματική ισοτιμία. 4.2.1 Κατηγορίες του Κινδύνου Αγοράς Συναλλαγματικός Κίνδυνος (Foreign Exchange Risk) Οι συναλλαγές (καταθέσεις και δάνεια) που κάνει η τράπεζα δεν γίνονται πάντα στο εγχώριο νόμισμα αλλά και σε συνάλλαγμα. Έτσι, η τράπεζα εκτίθεται σε κίνδυνο συναλλάγ-
24 ματος όταν μεταβάλλονται οι νομισματικές ισοτιμίες στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος. Δηλαδή, ο κίνδυνος συναλλάγματος ορίζεται ως η εκτίμηση της μεταβολής της καθαρής θέσης της τράπεζας λόγω μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Δεν θεωρείται ότι είναι ένας κίνδυνος ιδιαίτερα πολύπλοκος στην μέτρηση του και στην διαχείρισή του γενικότερα. Σε καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, κάθε «ανοικτή θέση» σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα εκθέτει ένα τραπεζικό ίδρυµα στο συναλλαγματικό κίνδυνο, που αποτελεί µια ειδική περίπτωση του κινδύνου αγοράς. Ο συναλλαγματικός κίνδυνος οφείλεται στις διακυμάνσεις της αξίας των νομισμάτων, που επηρεάζουν τις «θέσεις» σε συνάλλαγμα που έχει λάβει µια τράπεζα για τη διαχείριση των διαθεσίμων της ή για λογαριασμό πελατών της. Οι τράπεζες δραστηριοποιούνται τόσο στην τρέχουσα όσο και στην προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος έχοντας μεγάλες «θέσεις» σε συνάλλαγμα, που μεταβάλλονται συνεχώς 5. Καθώς οι συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται καθημερινώς ανάλογα με την προσφορά και ζήτηση των διάφορων νομισμάτων, υπάρχει μεταβλητότητα ως προς τα επίπεδά τους. Αυτή η μεταβλητότητα είναι που προκαλεί τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Καθώς, ο συναλλαγματικός κίνδυνος συνυπάρχει μαζί με τα άλλα είδη του κινδύνου αγοράς, είναι λογικό να υπάρχει μια αλληλεπίδραση. Μάλιστα, στο πλαίσιο της διεθνής οικονομικής θεωρίας και πιο συγκεκριμένα της θεωρίας της διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών υπάρχει η σχέση της ισοτιμίας του καλυμμένου αρμπιτράζ (Covered Aribitraz Exchange Rate Parity), που η ισοτιμία ενός νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα είναι συνάρτηση των επιτοκίων που υπάρχουν στις οικονομίες των δύο νομισμάτων. Είναι λογικό να υπάρχει μια τέτοια σχέση, καθώς το κάθε νόμισμα έχει τιμή ή αλλιώς έχει αξία λόγω του αντίστοιχου επιτοκίου του. Για παράδειγμα όταν κάποιος αγοράζει π.χ. Αγγλικές λίρες δεν κερδίζει μόνο μια πιθανή άνοδο της λίρας στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος έναντι του νομίσματος με το οποίο έγινε η αγορά, αλλά κερδίζει άμεσα ή έμμεσα και το Αγγλικό επιτόκιο της λίρας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα που είχε τις λίρες στην κατοχή του. Σχετικά με την αντιμετώπισή του συναλλαγματικού κίνδυνου υπάρχουν μια σειρά από κατάλληλα παράγωγα χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (future contracts), προθεσμιακά συμβόλαια (forward contracts), ανταλλαγές νομισμάτων (swap contracts), δικαιώματα προαίρεσης (options) κτλ. Κίνδυνος Μετοχών (Equity Risk) Μια πηγή κινδύνου αγοράς για ένα περιουσιακό στοιχείο είναι οι μεταβολές στον δείκτη τιμών ενός χρηματιστηρίου, όπου διαπραγματεύονται οι τιμές των μετοχών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην συγκεκριμένη οικονομία και όχι μόνο. Όσο αφορά, λοιπόν, τον
25 κίνδυνο αγοράς που προέρχεται από τις μεταβολές του Γενικού Δείκτη τιμών έχουν προταθεί διάφορες μεθοδολογίες εκτίμησής του και διαχείρισής του. Η λογική που παρουσιάζεται στο πλαίσιο της θεωρίας της ανάλυσης του χαρτοφυλακίου αναφέρει ότι ο συνολικός κίνδυνος ενός περιουσιακού στοιχείου που εμπεριέχει κίνδυνο λόγω μεταβολής του δείκτη τιμών ενός χρηματιστηρίου μπορεί να διασπαστεί στον κίνδυνο αγοράς ή γενικό κίνδυνο και στον ειδικό κίνδυνο που οφείλεται σε ατομικούς παράγοντες του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου και που έχουν πηγή κινδύνου άλλους παράγοντες πλέον της αγοράς. Στο πλαίσιο της διαχείρισης του κινδύνου αγοράς που προέρχεται από τις μεταβολές του γενικού δείκτη τιμών θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι συσχετίσεις ανάμεσα στις αποδόσεις των διαφόρων μετοχών δίνουν την ευκαιρία να δημιουργηθούν χαρτοφυλάκια μετοχών, στα οποία ο ειδικός κίνδυνος τους έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σημαντικά. Έτσι, η μέτρηση του κινδύνου των μεταβολών του Γενικού Δείκτη θα είναι αρκετή για τη μέτρηση του συνολικού τους κινδύνου. Για αυτό ακριβώς το λόγο, οι μετοχές, σαν περιουσιακά στοιχεία, περιέχουν και κίνδυνο αγοράς και ειδικό κίνδυνο. Αντίθετα, τα διάφορα χαρτοφυλάκια μετοχών και άλλων διάφορων περιουσιακών στοιχείων, περιέχουν σίγουρα γενικό κίνδυνο αγοράς, αλλά είναι δυνατό να μην περιέχουν ειδικό κίνδυνο, καθώς το πλήθος των περιουσιακών στοιχείων και οι χαμηλές έως και αρνητικές- συσχετίσεις αναμεταξύ τους είναι δυνατό να εξαλείψουν αυτόν τον κίνδυνο στο πλαίσιο της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου. Κίνδυνος Επιτοκίου (Interest Rate Risk) Ο κίνδυνος επιτοκίων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς κινδύνους, καθώς συνδέεται με όλες σχεδόν τις πτυχές της δραστηριότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, η μεταβλητότητα των επιτοκίων και κατά συνέπεια ο κίνδυνος επιτοκίων έχει αυξηθεί, λόγω της συσχέτισής τους με τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας. Ο κίνδυνος επιτοκίων παρουσιάζει ομοιότητες και αναλογίες με το συναλλαγματικό κίνδυνο. Πρόκειται και εδώ για διαφορά μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού. Η διαφορά αυτή όμως έγκειται στο χρόνο επανατιμολόγησης των τοκοφόρων στοιχείων σε ένα συγκεκριμένα νόμισμα. Γενικά, ο κίνδυνος επιτοκίων αποτελεί ενδεχόμενη πηγή προβλημάτων για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και γι αυτό το λόγο απαιτείται η κατανόηση των πηγών προέλευσής του και των τρόπων αποτελεσματικής διαχείρισής του. Προκύπτει από την αναντιστοιχία των επιτοκίων όσον αφορά τόσο τον όγκο όσο και τη διάρκεια των τίτλων, των δανείων, και των εκτός ισολογισμού στοιχείων της τράπεζας. Πρακτικά προκύπτει από την δυσμενή μεταβολή των επιτοκίων, η οποία δύναται να πλήξει
26 μια επιτοκιακή θέση, όπως καταθέσεις, δάνεια, ομόλογα κ.ο.κ. Ένα παράδειγμα δυσμενούς μεταβολής επιτοκίων είναι η άνοδος των επιτοκίων μετά από λήψη δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο. Η εξέλιξη των επιτοκίων επηρεάζει άμεσα την τιμή διαπραγμάτευσης ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως τα ομόλογα και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν υποκειμενική αξία επηρεαζόμενη από τις μεταβολές αυτές. Ειδικότερα σε μια τράπεζα, μια αύξηση των επιτοκίων μπορεί να μειώσει τα κέρδη της, ενώ αντίστοιχα μια πτώση να τα αυξήσει. Συγκεκριμένα, μια αναπάντεχη μεταβολή των επιτοκίων θα επηρεάσει άμεσα την α- ξία μιας επενδυτικής θέσης, αλλά και το εισόδημα από την επενδυτική αυτή θέση, με έμμεσο αποτέλεσμα να επηρεαστούν η αξία ενός χαρτοφυλακίου ή η αξία ενός πιστωτικού ιδρύματος. 12 Υπάρχει άμεση συσχέτισή της με το καθαρό εισόδημα από τους τόκους λόγω της άμεσης πτώσης της αξίας της μετοχής και της μείωσης στις αποδόσεις των στοιχείων του ενεργητικού. Γίνεται δηλαδή αντιληπτό, ότι ο κίνδυνος επιτοκίου αφορά πιθανή μείωση της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, στην πτώση της καθαρής θέσης ή ακόμα και των ίδιων κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Αντίστοιχα, ελλοχεύει ο κίνδυνος μείωσης του εισοδήματος λόγω μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων κατά τη διάρκεια μιας προβλεπόμενης περιόδου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος επιτοκίου θεωρείται περισσότερο εύκολος να διαχειριστεί και να αντιμετωπιστεί. Ο λόγος είναι ότι από τη μια δεν υπάρχει τόση μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το επίπεδο των επιτοκίων, καθώς οι παράγοντες που επηρεάζουν την διαμόρφωση των επιτοκίων δεν είναι τόσο ευμετάβλητοί όσο άλλοι παράγοντες που επιδρούν π.χ. στις τιμές των μετοχών. Ο κίνδυνος επιτοκίου έχει τρεις μορφές που σχετίζονται και με τις τεχνικές διαχείρισης τους 2 : Κίνδυνος ανοιγμάτων (gap risk): Προέρχεται από τις διαφορετικές ημερομηνίες λήξεις των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων. Κίνδυνος χαρτοφυλακίου συναλλαγών (trading risk): Προέρχεται από τη μεταβολή της αγοραίας αξίας των τίτλων που διακρατούνται από την τράπεζα για σκοπούς διαπραγμάτευσης. Κίνδυνος Βάσης (Basis risk): Προκύπτει όταν η τράπεζα αναλαμβάνει θέσεις σε χρηματοοικονομικά μέσα, οι αποδόσεις των οποίων συνδέονται µε επιτόκια αναφοράς. Η πιθανή σύνδεση θετικών και αρνητικών θέσεων µε διαφορετικά επιτόκια ανα-