ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ Η ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ 1



Σχετικά έγγραφα
Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

Περιεχόμενα. Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Αγροτική Κοινωνιολογία

Εκθέσεις και προφορική ιστορία. Μουσεία, αντικείμενα και ανθρώπινες φωνές. Τα μουσεία:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Α Φάση: :Εμείς και η γειτονιά μας. Α φ ά σ η. Α φάση: Εμείς και η γειτονιά μας 53

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα Διαχρονικές αναγνώσεις

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Ενδεικτική Βιβλιογραφία Για τις θεματικές σεμιναρίων στο ΠΜΣ Ανδρομάχη Οικονόμου

125 Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Το κομμάτι που λείπει ή αλλιώς η εκπαιδευτική βιογραφία ως εργαλείο αναστοχασμού των εκπαιδευτικών συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης

ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ &

Έξι ερευνητικά ερωτηµατικά: ποιος, που, πότε, πως, τι και γιατί. Για ερασιτέχνες ιστορικούς που αγαπούν και σέβονται την ιστορία. Τασούλα Βερβενιώτη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Επιμέλεια Εκθέσεων

ΒΙΚΥ ΤΣΑΛΑΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...9 Βραχυγραφίες...13 Εισαγωγή: Οι µουσουλµάνοι της Ελλάδας την περίοδο

Εθνική Έρευνα για τη Χρήση ιοικητικών Υπηρεσιών και την Αναγνωρισιµότητα / Ικανοποίηση από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ): Βασικά συµπεράσµατα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

(συνέντευξη: ραδιοφωνικός σταθμός Αθήνα, 9.84, ο σφυγμός της μέρας, 06/02/08)

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

Συνεντεύξεις «πρόσωπο με πρόσωπο (face to face). Κοινές ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες.

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

Τα αρχεία του Αγίου Όρους για την ελληνικότητα της Μακεδονίας

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ EΝΙΑΙΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΥΕΣ ΥΕΣ, ΥΕΣ,

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Οδηγίες Συγγραφής και Μορφοποίησης Κειμένου

Η Κοινωνική Αξία της αναστήλωσης του Γεφυριού της Πλάκας υπό το πρίσμα της Πολιτιστικής Οικονομίας

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

Αρχαία ελληνική τέχνη: τι είναι και σε τι χρησιμεύει;

Πολεοδοµικός σχεδιασµός και αρχιτεκτονική της πόλης

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Συλλογή πρωτογενών δεδομένων μέσω παρατήρησης

Μαθαίνοντας μέσα από τη Συλλογική Μνήμη της Πόλης της Κέρκυρας, το σύστημα CLIO

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η )

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Διαδικασίες Κοινωνικού Αποκλεισμού στο σύγχρονο αστικό ιστό. Η Ελληνική εμπειρία

1 ο ΦΥΛΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΥΛΕΣ ΠΕΙΡΑΙΑ(Σκυλίτση και Πυλών)

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΜΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 29/2 ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ 2/3 ΠΕΜΠΤΗ 3/3 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ιστορία της Ιστοριογραφίας

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Επεξεργασία αρχειακού υλικού Σχολείων για τη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Δρ. Δημήτρης Γουλής ΕΔΙΠ, Τμήμα Κινηματογράφου, Σχολή Καλών Τεχνών ΑΠΘ

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας»

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η σταδιακή ανάπτυξη της δοµής του, ήταν και το µοντέλο για όλα τα πρώτα ανάλογα εργαστήρια του Θεοδώρου, τα οποία κινούνταν σε αυτήν την θεµατική.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΥΜΑΘ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ECONOMIST ΜΕ ΘΕΜΑ «ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ» ( )

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Transcript:

Παντελής-Χρήστος Προμπονάς* ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ Η ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ 1 Εισαγωγή Ο χώρος ως έννοια αποτελεί βασική συντεταγμένη της κοινωνικής συγκρότησης. Για πολλά χρόνια, όμως, αποτέλεσε προνομιακό πεδίο επιστημών όπως η αρχιτεκτονική ή η πολεοδομία (Ζαρκιά 1991: 75), στο κυρίαρχο θετικιστικό περιβάλλον των οποίων δεν ήταν, βέβαια, δυνατόν να αποτελέσει ένα αυτοτελές πεδίο έρευνας. Στο ίδιο επιστημολογικό πλαίσιο, άλλωστε, χρησιμοποιήθηκε και από την κλασική κοινωνική ανθρωπολογία ως σκηνή πάνω στην οποία εξελίσσονταν πιο «ενδιαφέροντα» κοινωνικά φαινόμενα (Kopp 1976, Παπαδολαμπάκης 1977, Gupta και Ferguson 1997, Οικονόμου, Σαρηγιάννης και Σερράος 2004). Αυτή η μεταχείριση της έννοιας του χώρου συνδέεται με μια κακώς εννοούμενη πολιτική της χρήση. Στην εποχή της νεωτερικότητας, αποτελούσε κυρίαρχη πρακτική των πολιτικών αναλύσεων να αναφέρονται στα κοινωνικά ζητήματα και τις λύσεις τους, αποσυνδεδεμένα, ωστόσο, από τον τόπο και την ιστορική συγκυρία. Η αντίληψη αυτή, ωστόσο, σταδιακά αναθεωρήθηκε. Στο πλαίσιο της κριτικής του θετικισμού και της νεωτερικότητας, όπου οι απόπει- * Μεταπτυχιακός φοιτητής ΕΜΠ. 1. Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης εθνογραφίας με τίτλο «Οι δρόμοι διδάσκουν ιστορία. Χώρος, ταυτότητα, κοινότητα και πολιτική», που κατατέθηκε ως πτυχιακή εργασία στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας.

50 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ ρες ολιστικών ερμηνειών των υπό μελέτη πολιτισμών εγκαταλείπονται (Μαδιανού 1998: 12), γίνεται αντιληπτό ότι «τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος παράγονται κοινωνικά, είναι προϊόντα της ιστορίας, γι αυτό διαφοροποιούνται ιστορικά οι σχετικές αντιλήψεις και στάσεις. Ο άνθρωπος, καθώς οικειοποιείται το χώρο και το χρόνο, τον μετασχηματίζει και αυτό γίνεται με όρους ιστορικούς, δηλαδή με βάση τις συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής των υλικών και συμβολικών προϋποθέσεων της κοινωνικής ζωής, οι οποίες μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο» (Νιτσιάκος 2003: 13). Με αυτό τον τρόπο έρχεται και η τομή στην κοσμοθεωρία της κοινωνικής ανθρωπολογίας που ονομάζουμε «Πολιτισμική Κριτική», 2 η οποία ουσιαστικά σκιαγραφεί ένα διαφορετικό πλαίσιο για την κοινωνική ανθρωπολογία, με δεδομένες διαφοροποιήσεις, νέα θεωρητικά σχήματα και νέες δυνατότητες. Αντίστοιχα επηρεάζεται και η συζήτηση γύρω από την ανθρωπολογία του χώρου. Σ αυτό ακριβώς το σύγχρονο πλαίσιο, τρεις βασικοί όροι που συμπυκνώνουν την ανθρωπολογική οπτική γύρω από το χώρο είναι οι έννοιες χώρος, τόπος και τοπίο. Η έννοια «χώρος» (space) έχει διττή σημασία. Σίγουρα ως χώρο εννοούμε μια γεωγραφική περιοχή, όταν λεκτικά αναφερόμαστε σ αυτή, για παράδειγμα «ελλαδικός χώρος», «βαλκανικός χώρος», μια αναφορά όμως που επιβάλλει στο χώρο έναν πολιτισμικό και ιστορικό επικαθορισμό απο-φυσικοποιώντας τον (Νικολαΐδου 1993: 178-192). Επιπλέον όμως σημαίνει και την πρωτογενή σχέση ανθρώπου-φύσης, το πεδίο όπου δρουν τα υποκείμενα, το πεδίο όπου η οικειοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος από την πολιτισμική δραστηριότητα ξεκινάει ένα διάλογο του ανθρώπου με το περιβάλλον στο οποίο ζει, μια ανθρώπινη οικολογία (Lienhardt 1985: 84). «Τόπο» (place), από την άλλη μεριά, ονομάζουμε το βιωμένο ή καλύτερα το σωματοποιημένο περιβάλλον (Μπακαλάκη 2006: 16). Ο τόπος αναφέρεται από τα δρώντα υποκείμενα ως κομμάτι των αναπαραστάσεών τους για τη ζωή τους. «Ο τόπος μου», «το χωριό μου», 2. Συνοπτικά για την Πολιτισμική Κριτική, τη σημασία της και τις αναθεωρήσεις που επέφερε, βλ. Μαδιανού (1998: 11-27), Marcus (1998), αλλά και Marcus και Fisher (1986) και Clifford και Marcus (1986), ως τα κλασικά κείμενα που την εισηγούνται.

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 51 «η γειτονιά μου» αποτελούν συνηθισμένες εκφράσεις για να ορίσει κάποιος όχι μόνο το χώρο στον οποίο κατοικεί, αλλά και τις μνήμες, τις εμπειρίες και τις νοηματοδοτήσεις που τον συνοδεύουν. Ο τόπος αποτελεί, επίσης, εξαιρετικά χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την εθνογραφική έρευνα και χρησιμοποιείται συχνά για να ορίσει το ίδιο το πεδίο, σημεία τα οποία πρέπει να προσέξει ο ερευνητής, πολλές φορές ακόμα και πηγές που ενδείκνυνται να μελετηθούν (Eriksen 2007: 109-110). Η έννοια του «τοπίου» (landscape), τώρα, για την παρούσα μελέτη είναι και η πιο σημαντική. Αρχικά, γιατί επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και χρήσεις. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το αστικό τοπίο (Ρέντζος 2006), για το πολιτισμικό ή για το ιστορικό τοπίο (Τερκενλή 1996, Νιτσιάκος 2003), ακόμα και για ένα εθνικό ή μειονοτικό τοπίο, με την έννοια της διαφορετικής του πρόσληψης από τα υποκείμενα, αλλά και της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με τον τόπο στον οποίο κατοικούν (Lowenthal 1994). Ο Carl Sauer και η σχολή του Berkley ήταν αυτοί που πρώτοι μίλησαν με επιστημονικούς όρους για το πολιτισμικό τοπίο. Η πιο γνωστή έκφραση που γράφτηκε ποτέ για το τοπίο «Culture is the agent, the natural area is the medium, the cultural landscape is the result» ανήκει, όχι τυχαία, σε αυτόν (Sauer 1925: 20). Πέρα από την τεράστια σημασία που είχε για την επιστήμη της γεωγραφίας και τους προσανατολισμούς της, η δουλειά του επηρεάζει βαθιά και τις κοινωνικές προσεγγίσεις σε σχέση με το τοπίο. Ο John Jackson (1984: 24) δίνει τον εξής ορισμό για την πολυδιάστατη οντότητα που αποκαλούμε τοπίο: «Μια σύνθεση χώρων, είτε ανθρωπογενών είτε τροποποιημένων από τον ανθρώπινο παράγοντα, που χρησιμεύει ως υποδομή ή πλαίσιο για τη συλλογική μας διαβίωση». Αυτή την υποκειμενικότητα του τοπίου, την οποία υπαινίσσεται ο Jackson εισάγοντας την έννοια του «υποκειμένου-ανθρώπου» στη συγκρότηση του χώρου, την περιγράφει σαφέστερα ο Donald Meinig, καταθέτοντας ότι «το τοπίο δεν απαρτίζεται μόνο από αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αλλά και από αυτό που βρίσκεται στο μυαλό μας», και προτείνει διάφορες εκδοχές του ίδιου τοπίου: ως φύσης, ως χώρου ζωής, ως ανθρώπινου κατασκευάσματος, ως συστήματος, ως προβλήματος, ως πηγής πλούτου, ως ιδεολογίας, ως ιστορίας και, εντέλει, ως τόπου και ως αισθητικής (Donald Meinig 1979: 2-5).

52 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ Από το χώρο στο πεδίο Στην εθνογραφική έρευνα πεδίου, όπου οι θεωρητικές αφετηρίες κάθε ερευνητικής απόπειρας δοκιμάζονται, επιβεβαιώνονται ή τροποποιούνται, ο ερευνητής σίγουρα έχει συνθέσει στο μυαλό του τις απαιτήσεις του σε ό,τι αφορά το υλικό. Τις περισσότερες φορές, όμως, το πεδίο ανατρέπει τα πλάνα και βάζει τους δικούς του περιορισμούς και κατευθύνσεις. Εδώ ακριβώς βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, και το πιο ελκυστικό σημείο της επιστημονικής μεθόδου της ανθρωπολογίας. Αυτές οι τροπές που μπορεί να πάρει η έρευνα πάντα ετεροκαθορίζουν και τα συμπεράσματά της. 3 Πολύ περισσότερο δε, όταν διεξάγει κανείς την πρώτη του σχετικά συστηματική επιτόπια έρευνα. Θα χαρακτήριζα πρωτογενή πρόκληση για τον εθνογράφο την πρώτη του επαφή με το πεδίο, γιατί δεν αποτελεί απλώς μια εμπειρία όλων του των αισθήσεων μπροστά σε έναν νέο κόσμο, αλλά πολύ περισσότερο κατευθύνει τον ερευνητή να προσλάβει ένα οικείο ή ξένο περιβάλλον με διαφορετικό τρόπο απ ό,τι ο επισκέπτης ή ο κάτοικος (Eriksen 2007: 107). Αυτή η διαδρομή δοκιμάζει τη θετικιστική αντίληψη για την επιστήμη ακόμα και μέσα από τη μεθοδολογική πρακτική της, ενώ σηματοδοτεί και την πολιτική στροφή της ανθρωπολογίας στη μετααποικιοκρατική της διαδρομή. Αν υπάρχει μία πρόκληση για να αναμετρηθεί η ανθρωπολογία στον νέο αιώνα, είναι δίχως άλλο ο προσδιορισμός μιας νέας επιστημονικής ταυτότητας όχι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αλλά κυρίως στο πλαίσιο των νέων μεθοδολογικών επιλογών της μελέτης των δικών μας «άλλων», που χαράζουν τα νέα πεδία της εθνογραφι- 3. Εύστοχα η Ε. Σκουτέρη-Διδασκάλου παρατηρεί: «Η ανθρωπολογική παρατήρηση είναι αμφίσημη. Από το ένα μέρος σχετίζεται με ανθρώπους και συσχετίζει ανθρώπους που έχουν κοινωνική και πολιτισμική, δηλαδή ιστορική, ταυτότητα. Από το άλλο ορίζεται η ίδια ιστορική, καθώς επιχειρεί να πραγματευθεί ιστορικές καταστάσεις μέσα σε ιστορικές συνθήκες που την υπερβαίνουν και την επικαθορίζουν. Ακριβώς γιατί είναι πράξη και θεωρία της παρατήρησης, η ανθρωπολογία μπορεί να δεσμεύει και το ίδιο καλά να αποδεσμεύει την ίδια της την αναίρεση. Αυτή που τις περισσότερες φορές κρύβει βαθιά μέσα της κάτω από το επίστρωμα της αντικειμενικότητας» (Σκουτέρη- Διδασκάλου 1998: 153-154).

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 53 κής πρακτικής. Ο Lévi-Strauss, ο Boas και ο Malinsowski κατάφεραν από διαφορετικούς δρόμους να αναγνώσουν και να διαγράψουν τις κατευθύνσεις της ανθρωπολογίας σε έναν κόσμο που συγκροτούνταν. Οι νέοι εθνογράφοι καλούμαστε να μελετήσουμε και να ερμηνεύσουμε έναν κόσμο που αποδομείται ή, για την ακρίβεια, αναζητά τις νέες συμβάσεις εξουσίας του και σ αυτό τον κόσμο οι εθνογράφοι δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε εξωτικούς προορισμούς για να αντιληφθούν τις διαδικασίες που μελετούν. Οι σύγχρονοι ερευνητές καλούνται πολύ περισσότερο να εξοικειωθούν με το διαφορετικό της διπλανής πόρτας και παράλληλα να εκφραστούν δημόσια γι αυτό, γνωρίζοντας ότι ελέγχονται από ένα ευρύτερο και πιο απαιτητικό ακροατήριο. Σήμερα οι φωνές των υποκειμένων της έρευνας αλληλεπιδρούν ή συμμετέχουν στο εθνογραφικό αποτέλεσμα, ενώ πολλές φορές έχουν και τη δική τους απάντηση σε αυτό (Μαδιανού 1999). Με μια τέτοια οπτική γύρω από την εθνογραφική εμπειρία, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω βασικές πτυχές μιας ευρύτερης ανθρωπολογικής μελέτης και παράλληλα να θέσω μερικά βασικά εθνογραφικά ερωτήματα που προέκυψαν από την πορεία της επιτόπιας έρευνας πεδίου. Αν αναγνώριζα έναν κοινό τόπο στην ανθρωπολογία και στις φυσικές επιστήμες, αυτός θα ήταν αναμφίβολα η έννοια του πεδίου. Η φυσική, από την πειραματική της εμπειρία, μας επιβεβαιώνει πως η συνοχή του κόσμου που γνωρίζουμε οφείλεται στην ύπαρξη θετικών ή αρνητικών αλλά πάντοτε φορτισμένων πεδίων. Αυτή η αλήθεια για τη συνοχή του κόσμου διαπερνά και τη σύγχρονη ανθρωπολογική σκέψη. Ο κόσμος που βιώνουμε αποτελεί κατασκευή, καθώς διαμορφώνεται από τον διαφορετικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας εκ μέρους των κοινωνικών υποκειμένων (Αθανασίου 2007, Παπαταξιάρχης 2006). Με αυτή την έννοια η ετερότητα, σε όποια όψη της κοινωνικής ζωής και οργάνωσης και αν εμφανίζεται, έχει εξαιρετική σημασία ως έννοια, αφού μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τόσο τις σχέσεις εξουσίας όσο και τις στρατηγικές επιβίωσης που εκδηλώνονται από τις κυριαρχικές ή τις υπολειπόμενες ομάδες αντίστοιχα. Στην περίπτωσή μας, το πεδίο διερεύνησης αυτών των φορτισμένων νοημάτων είναι ο δημόσιος χώρος της Κομοτηνής. Η Κομοτηνή, πρωτεύουσα της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αποτελεί τμήμα του ελληνικού κράτους από τη Συνθήκη της Λοζάνης,

54 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ η οποία όρισε τα σημερινά σύνορα της επικράτειας το 1923. Αποικήθηκε πριν από τον 5ο αιώνα π.χ, ενώ ρωμαϊκά, βυζαντινά, οθωμανικά και βουλγαρικά ίχνη μπορούν να βρεθούν ακόμα και στη σημερινή πολεοδομική της συγκρότηση (Στίλπων Κυριακίδης 1966), με αρχαιολογικό ενδιαφέρον πια. Αριθμεί σήμερα περίπου 50.000 κατοίκους 4 με ελληνικό πλειονοτικό πληθυσμό (γηγενείς, θρακιώτες και μικρασιάτες πρόσφυγες, μέτοικους από την υπόλοιπη Ελλάδα), αλλά και με ισχυρές μειονοτικές ή εθνοτικές ομάδες. 5 Ανάμεσα στις ομάδες αυτές ηγεμονεύουσα είναι οι τουρκογενείς μουσουλμάνοι, ενώ ακολουθούν οι Πομάκοι, μουσουλμάνοι και αυτοί στο θρήσκευμα, οι Ρομά, μουσουλμάνοι κατά πλειοψηφία, και οι Πόντιοι παλιννοστούντες. Η Κομοτηνή αποκτά τη σημερινή της πολεοδομική συγκρότηση μετά τη δεκαετία του 1960, όταν σταδιακά επιχωματώνεται ο ποταμός που τη διέρρεε, χαράσσεται νέο σχέδιο πόλης, ασφαλτοστρώνονται κεντρικές οδικές αρτηρίες, οικοδομούνται σχεδόν όλα τα σημερινά δημόσια κτίρια (Νοσοκομείο, Νομική Σχολή, Νομαρχία κ.λπ.), ενώ τα θετικά μέτρα ως προς ολόκληρη τη θρησκευτική μειονότητα της πόλης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δίνουν νέα δυναμική στην ανοικοδόμησή της. 6 Τα παραπάνω επιταχύνουν την αστικοποίηση ευρύτερων τμημάτων της αγροτικής κοινωνίας της Θράκης, μια διαδικασία, βέ- 4. Αριθμός που επιβεβαιώνεται και από την τελευταία απογραφή το 2001. 5. Το πρόβλημα της ταξινόμησης των ομάδων που κατοικούν στη Θράκη (Τρουμπέτα 2001) αποτελεί ιδιαίτερη θεματική ενότητα που δεν αφορά την παρούσα εργασία. Για την οικονομία της συζήτησης θα αποδεχτούμε όλες τις ομάδες σύμφωνα με τον εθνικό προσδιορισμό που διατυπωμένα επιθυμούν να έχουν. Προφανώς και με μια τέτοια γενίκευση δεν θέλουμε να αγνοήσουμε εσωτερικές και σημαντικές αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτών των ομάδων. Χρησιμοποιούνται όμως με τρόπο που και προκύπτει από την εικόνα του ερευνητή από το πεδίο, αλλά και δεν αντιβαίνει στα θεωρητικά εργαλεία και τις μεθοδολογικές επιλογές της εργασίας αυτής. 6. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δίνεται η δυνατότητα στους μειονοτικούς κατοίκους της πόλης να διαβιβάζουν και να αξιοποιούν τις περιουσίες τους που έως τότε βρίσκονταν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς χρησικτησίας. Ωστόσο, για ορισμένους περιορισμούς που ακόμη ισχύουν για τους μουσουλμάνους της Θράκης, ιδίως της πρώην «επιτηρούμενης ζώνης, βλ. Lambrianidis (1999 και 2001) και Κωστόπουλος (2009).

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 55 βαια, που καθυστέρησε αρκετά σε σχέση με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Ελλάδας. Η τελευταία, χρονικά, ομάδα ανθρώπων που εγκαταστάθηκε στην πόλη, μετά το 1990, είναι οι παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ένας υπό διαμόρφωση αστικός χώρος, όπως αυτός της Κομοτηνής, δίνει την ευκαιρία στην Ελληνική Πολιτεία να ξεδιπλώσει εκούσια ή ακούσια τη λογική της για τη διαχείριση του δημόσιου χώρου σε σχέση με τους κατοίκους της πόλης. Θα μπορούσαμε να εστιάσουμε στα ταξικά όρια που χάραξε αυτή η νέα γεωγραφία (Engels 1987) ή να διαπιστώσουμε την ιδεολογική κατεύθυνση της αστικής συγκρότησης (Althusser 1983). Ωστόσο, είναι απαραίτητο, και αποτελεί και το πρώτο σημείο του τίτλου του κειμένου, να ιδωθεί ολόκληρη η διαδικασία του αστικού μετασχηματισμού και συγκρότησης της Κομοτηνής ως αρθρωμένος λόγος του έθνους-κράτους, άρα και ως στοιχείο των πολιτικών του επιλογών διαχρονικά. Ενός λόγου επίσημου, που προσλαμβάνεται διαφορετικά από τα υποκείμενα που ζουν και εργάζονται στην πόλη (Νικολαΐδου 1993), ενός λόγου όμως που επηρεάζει το πολιτισμικό τοπίο (Νιτσιάκος 2003: 28). Το παράδειγμα μέσα από το οποίο διερευνούμε το πιο πάνω ερώτημα είναι η διαδικασία ονοματοθεσίας των οδών αλλά και τα οδωνύμια τοποθετημένα στον ιστορικό τους χρόνο. Αυτό γιατί η ονοματοθεσία δεν είναι μια ανιστορική διαδικασία, αλλά αντίθετα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική συγκυρία, όπως αποδεικνύουν και προγενέστερες έρευνες κοινωνικών επιστημόνων σχετικά με το θέμα (Αυδίκος 1993, Δαλκαβούκης 2002, Demetriou 2006). Αυτή η μεθοδολογική απόπειρα, ενταγμένη ασφαλώς σε μια ευρύτερη οπτική, αξιοποιεί, ωστόσο, τη μερική αφήγηση, ένα τοπικό παράδειγμα, που επιχειρεί να θέσει ζητήματα όπως η «εθνική καθαρότητα» του δημόσιου χώρου, ο ετεροκαθορισμός των εθνοτικών ομάδων σε σχέση με τον δημόσιο χώρο και η διαχείριση της μνήμης μέσα από τη δημόσια ιστορία. Η ονοματοθεσία στους δρόμους των πόλεων έχει τις ρίζες της στις αναγεννησιακές πόλεις της Δύσης, ενώ και σε αρχαιότερους πληθυσμούς παρατηρείται σποραδικά αυτό το φαινόμενο (Ρέντζος 2006: 260-261). Στην Κομοτηνή το σωζόμενο αρχείο που βρίσκεται στις υπηρεσίες της Δημοτικής Αρχής χρονολογείται από το 1960, θύμα και αυτό των αλλεπάλληλων πολεμικών διενέξεων του πρώτου μισού του

56 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός παλιού υπεύθυνου του αρχείου, του ανθρώπου με τον οποίο εγώ ήρθα πρώτη φορά σε επαφή τον Νοέμβριο του 2006, η προσπάθεια συστηματοποίησης του αρχείου ήταν ατομική πρωτοβουλία, ενώ παράλληλα ο ίδιος είχε δημιουργήσει και ένα ηλεκτρονικό αρχείο με σύντομα βιογραφικά ή επεξηγηματικά σχόλια των ονομάτων. Μια συζήτηση γύρω από το αρχείο και το ρόλο 7 του στο υπό εξέταση παράδειγμα δεν θα έπρεπε να αφήνει εκτός την πληροφορία πως η συντήρηση της ιστορικής μνήμης δεν ήταν προτεραιότητα των τοπικών αρχών επί δεκαετίες. Αντίθετα, αν δούμε περιπτώσεις πολλαπλών ταυτόχρονων ονοματοθεσιών, όπως στην περίπτωση της γειτονιάς «Εκτενεπόλ» στη νεότερη πλευρά της πόλης, θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι προτεραιότητα για τις Αρχές αποτέλεσε η επείγουσα ονοματοθεσία των δρόμων. Εδώ θα μπορούσαμε να στοιχειοθετήσουμε την υπόθεση εργασίας ότι η ονοματοθεσία ως επίσημος λόγος αποτελεί μέσο κυριαρχίας και όχι έκφραση συλλογικής ιστορικής μνήμης ή τιμής προς κάποιο πρόσωπο. Με την ίδια λογική, άλλωστε, φαίνεται να συνδέεται και ένα άλλο εθνογραφικό δεδομένο από την επιτόπια έρευνα στο πεδίο, η ανωνυμία μιας σειράς δρόμων γύρω και μέσα από γειτονιές μειονοτικών πληθυσμών. Η ιδεολογική υπεροχή στο συμβολικό επίπεδο εξυπηρετείται είτε από τις σιωπές όπως αυτές εκφράζονται στο χώρο είτε από την επιβολή μιας κυρίαρχης εκδοχής της μνήμης στο χώρο. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με ιδιόκτητες μονοκατοικίες μουσουλμάνων φέρουν τοπωνύμια, όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, ενώ οι δρόμοι τους είναι αριθμημένα αδιέξοδα ή μεταφέρουν τις επίσημες μνήμες της ελληνικής υπεροχής στις ελληνοτουρκικές διαμάχες (με οδωνύμια όπως Μιαούλη, Αδριανουπόλεως κ.λπ.). Η αιρετική άποψη του Η. Πε- 7. Στην ελληνική εθνογραφία σήμερα υπάρχουν αρκετοί επιστήμονες οι οποίοι μεταχειρίζονται αρχεία. Πρόκειται για εκλογικούς καταλόγους, αρχεία εργατικών κέντρων, ιστορικά και αρχεία προσωπικά, με πρόσφατο παράδειγμα τα αρχεία που αφορούν τη δεκαετία του 1940. Βλ. σχετικά Βαν Μπούσχοτεν, Βερβενιώτη, Βουτυρά, Δαλκαβούκης και Μπάδα (2008), ως το πιο πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα. Ζητήματα που διαπερνούν το πεδίο της αρχειακής εθνογραφίας παρουσιάζει η Δήμητρα Μαδιανού (1999: 345-346).

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 57 τρόπουλου πως «οι δρόμοι μας είναι βαφτισμένοι με ονομασίες ρατσιστικού, εθνικιστικού, μιλιταριστικού και ιμπεριαλιστικού περιεχομένου» (Πετρόπουλος 1995: 90), αλλά και η ερευνητική διαπίστωση της Χριστίνας Κουλούρη (1998) πως «οι δρόμοι μιας πόλης αποτελούν υλικά υποστηρίγματα μιας πρωτίστως εθνικής και δευτερευόντως τοπικής μνήμης» προσφέρουν επιπλέον επιστημονική στήριξη στην πιο πάνω υπόθεση. Άλλωστε, από την πλευρά της πλειονότητας αξιοποιούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση διαχείρισης του δημόσιου χώρου, και ιδιαίτερα του δρόμου, οι ορθόδοξες λιτανείες αλλά και οι θεσμικές επετειακές παρελάσεις. Αποκομμένες από το ιστορικό τους παρελθόν και φορτισμένες με άλλα νοήματα, τρέπονται σε μια δημόσια εκδήλωση της ελληνικότητας ως εκδοχής του κανονικού. Για τέτοιες εκδηλώσεις χρησιμοποιούνται δρόμοι με ονόματα όπως «Δημοκρατίας» ή «Ηρώων» αλλά και το μνημείο του «Σπαθιού», σε μια απόπειρα να προταχθεί η επίσημη ιστορία της πόλης στο χώρο. Αναφέρομαι στις εκδηλώσεις αυτές επειδή έχουν τη ζωντανή παρουσία των πλειονοτικών πληθυσμών και, πολύ περισσότερο, γιατί μπορούμε να θέσουμε σοβαρά εθνογραφικά ερωτήματα σε σχέση με τα νοήματα, τα συναισθήματα ή ακόμα και τις προσδοκίες τόσο των συμμετεχόντων σ αυτές όσο και των φορέων που τις διοργανώνουν. Παράλληλα, ο μειονοτικός πληθυσμός ωθείται έξω από την ονοματοθεσία, τη χαρτογράφηση, την επίσημη τοπωνυμία, αλλά και στο περιθώριο της δημόσιας εκδήλωσης, αν και στον επίσημο λόγο της κρατικής και της τοπικής εξουσίας η πολυπολιτισμικότητα χρησιμοποιείται από τις Αρχές ως δείγμα πλούτου για την πόλη. Ωστόσο, η

58 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ έννοια «ομοεθνείς» σε ό,τι αφορά τους παλιννοστούντες Ποντίους αποτελεί και αυτή έναν ακόμα τρόπο επισήμανσης της ελληνικότητας. Από την άλλη πλευρά η μουσουλμανική μειονότητα, αποδεχόμενη τη σιωπή γύρω από την ονοματοθεσία, συντηρεί ζωντανά τοπωνύμια γειτονιών, όπως ο «Kir Mahalle» και το «Pos Pos», ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που προσδιορίζουν τον τόπο κατοικίας τους σε σχέση με κάποιο σημαντικό κτίριο, όπως «OTE nin yaninda». Και αν αποτελεί κοινή πρακτική των ανθρώπων να αναφέρονται σε τόπους με βάση κάποιο σημείο αναφοράς, στην περίπτωσή μας (του OTE), αποτελεί επιλογή των μουσουλμάνων κατοίκων, όπως προκύπτει από κάποιες συνεντεύξεις, να εξειδικεύουν την οδηγία ακόμα και αν η γειτονιά διαθέτει επίσημο όνομα (Demetriou 2006). Με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε ίσως να αναφερθούμε σε μια «σημειολογία του προσανατολισμού» (Mounin 1980). Αντίστοιχη περίπτωση είναι και η αναφορά από μειονοτικούς κατοίκους της Κομοτηνής στη «Λεωφόρο Ηρώων» ως «Yeni Yol» (Νέος Δρόμος), ονομασία που λειτουργεί εντός του κώδικα της μουσουλμανικής κοινότητας, ενώ στην καθημερινή επαφή με την πλειονότητα χρησιμοποιείται το επίσημο όνομα. Επίσης παρατηρήθηκε πως σε δημόσιες διαδικασίες, όπως στις εκλογές του 2004 και του 2007, χρησιμοποιήθηκαν από τις Αρχές κατά περιπτώσεις τοπωνύμια στην τουρκική γλώσσα για όλους εκείνους οι οποίοι, ενώ εντάσσονται στο εκλογικό σώμα, μιλούν ελάχιστα ή καθόλου τα ελληνικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσαν οι χειρόγραφες πινακίδες στα τουρκικά που ενημέρωναν τους ψηφοφόρους για τον τόπο άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος με όρους που ταιριάζουν στη δική τους πρακτική ονοματοθεσίας του χώρου. Η διαδι-

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 59 κασία αυτή θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση εργασίας ότι ανάμεσα στους θεσμούς και στις μειονοτικές ελίτ υπάρχει ένα είδος «συναλλαγής», στο βαθμό που τόσο οι εκλογές όσο και οι πρακτικές από την πλευρά της μειονότητας, θεσμικά ή ατομικά, εντάσσονται σ ένα ευρύτερο πλαίσιο πελατειακών σχέσεων. Αν πρέπει να καταλήξω σε κάποιο γενικότερο συμπέρασμα, έπειτα από τα ενδεικτικά αυτά εθνογραφικά παραδείγματα και την «πυκνή περιγραφή» τους (Geertz 2003: 15-41), νομίζω πως αυτό δεν θα πρέπει να αφορά ούτε τη θεωρία που προτάχθηκε ούτε την εθνογραφική μέθοδο και οι δύο αυτές παράμετροι δεν μπορεί παρά να έχουν εργαλειακή αξία σε μια εθνογραφική προσέγγιση που, εντέλει, προτάσσει το πεδίο, την Κομοτηνή δηλαδή, που φαίνεται να έχει ανοιχτούς λογαριασμούς όχι μόνο με τις μειονοτικές ομάδες αλλά και με τον πλειονοτικό πληθυσμό της, καθώς και με τον ίδιο της τον εαυτό πολλές φορές. Η Κομοτηνή, ως συνείδηση της Ελλάδας που «ανήκει στη Δύση», αλλά ταυτόχρονα και σε μια εξωτική, πολλές φορές σκληρή και απόλυτη αλλά πάντοτε αφανή, Ανατολή. Μια Κομοτηνή που αρνείται επίμονα να μιλήσει για τον εαυτό της και τους ανθρώπους της, θέλοντας να κρατήσει τις σταθερές ισορροπίες που η ίδια έχτισε, για να διαφυλάξει τις αμφισημίες της. Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που έφτασα στην Κομοτηνή, με οδηγία να βρω τον πρώτο σπιτονοικοκύρη μου στην πλατεία. Θυμάμαι τη μυρωδιά του καφέ στο μαγαζί του. Θυμάμαι και την τελευταία μου ημέρα ως μόνιμος κάτοικος λίγους μήνες πριν, όταν πάλι έδωσα ραντεβού στην πλατεία. Δεν θυμάμαι πόσες φορές χρησιμοποίησα ονομασίες δρόμων, σίγουρα όμως οι περισσότερες αναφορές έγιναν στο πλαίσιο αυτής της έρευνας. Δεν θα ήθελα να υποτιμήσω το παράδειγμα ή να μπω στον πειρασμό της γενίκευσης, άλλωστε αυτό αποτελεί προτέρημα όλων εκείνων οι οποίοι θέλουν να προσφέρουν μια αλήθεια. Θέλω όμως να μοιραστώ το ίδιο συναίσθημα που με καταλάμβανε για τέσσερα χρόνια σε αυτή την πόλη, το ίδιο συναίσθημα που καταλαμβάνει εκατομμύρια ανθρώπους, όταν τους φέρνει αντιμέτωπους με τον ξένο. Ένα συναίσθημα που διαρκώς σε δοκιμάζει ηθικά, πολιτικά, συναισθηματικά. Είναι εκείνο που σε σημαδεύει και σε δοκιμάζει και ως ερευνητή και ως άνθρωπο, όχι για να δώσεις μια απάντηση στη συνεχή αντιπαράθεση με την ταυτότητα, την ετερότητα ή την πολλα-

60 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ πλότητα αντίθετα, μήπως και σε φέρει κοντά σε ένα ερώτημα που θα παίξει ρόλο στο να δεις τον εαυτό σου σε σχέση με τους άλλους. Και να θυμίσει την Julia Kristeva (2004: 11), όταν γράφει: «Ο ξένος, σύμπτωμα που κατά κύριο λόγο καθιστά προβληματικό και ίσως ανέφικτο το εμείς, αρχίζει να υπάρχει όταν αναδύεται η συνείδηση της διαφοράς μου και ολοκληρώνεται όταν όλοι μας αναγνωρίζουμε ότι είμαστε ξένοι, απείθαρχοι απέναντι σε δεσμούς και κοινότητες». Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Clifford, J. και Marcus, G. (επιμ.) (1986), Writing Culture: the Poetics and Politics of Ethnography, University of California Press, Berkeley. Demetriou, O. (2006), «Streets not named: Discursive dead ends and the politics of orientation in intercommunal spatial relations in Northern Greece», Cultural Anthropology 21 (2), σσ. 295-320. Gupta, A. και Ferguson, J. (1997), «Beyond Culture : Space, Identity and the Politics of Difference», στο A. Gupta και J. Ferguson (επιμ.), Culture, Power, Place. Explorations in Critical Anthropology, Duke University Press, London, σσ. 33-51. Jackson, J. (1984), Discovering the Vernacular Landscape, Yale University Press, New Heaven. Lambrianidis, L. (1999), «The impact of the Greek Military Surveillance Zone on the Greek side of the Bulgarian Greek borderlands», IBRU Boundary and Security Bulletin 7 (2), σσ. 82-93. Lambrianidis, L. (2001), «Internal frontiers as a Hindrance to Development», European Planning Studies 9 (1), σσ. 85-103. Lowenthal, D. (1994), «European and English Landscapes as national symbols», στο D. Hooson (επιμ.), Geography and national identity, Blackwell, Oxford. Marcus, G. και Fisher, M. (επιμ.) (1986), Anthropology as Cultural Critique: An Experimental Moment in the Human Sciences, The University of Chicago Press, Chicago. Meinig, D. (1979), «The beholding eye: ten visions of the same scene», στο D. Meinig (επιμ.), The interpretation of ordinary landscapes: Geographical Essays, New York Oxford Press, New York.

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ / 61 Mounin, G. (1980), «The semiology of orientation in Urban Space», Current Anthropology 21(4), σσ. 491-501. Sauer, C. O. (1925), «The Morphology of Landscape», University of California Publications in Geography 2, σσ. 19-54. Ελληνόγλωσση Αθανασίου, Α. (2007), «Η πολιτική της ζωής και το οριακό συμβάν της ετερότητας», στο Α. Αθανασίου, Ζωή στο όριο, Εκκρεμές, Αθήνα. Althusser, L. (1983), «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», στο Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα. Αυδίκος, Ε. (1993), «Η αποτύπωση των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων στην ονοματοθεσία των οδών της Πρέβεζας», Η ιστορία της Πρέβεζας, Πρακτικά Α διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, εκδόσεις Δήμου Πρέβεζας, Πρέβεζα, σσ. 249-273. Βαν Μπούσχοτεν, Ρ., Βερβενιώτη, Τ., Βουτυρά, Ε., Δαλκαβούκης, Β. και Μπάδα, Κ. (επιμ.) (2008), Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη. Δαλκαβούκης, Β. (2004), «Τα οδωνύμια της Βέροιας: Προσεγγίσεις στη φυσιογνωμία μιας επαρχιακής πρωτεύουσας στη μεταπολεμική περίοδο», Πολιτιστικά δρώμενα 32, σσ. 21-25 και 33, σσ. 22-28. Engels, F. (1987), Για το ζήτημα της κατοικίας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. Eriksen, T. H. (2007), Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, Κριτική, Αθήνα. Geertz, C. (2003), Η ερμηνεία των πολιτισμών, Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Ζαρκιά, Κ. (1991), «Η συμβολή της ανθρωπολογίας του χώρου», Εθνολογία 1, σσ. 75-83. Kopp, A. (1976), Πόλη και επανάσταση, Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Αθήνα. Κουλούρη, Χ. (1998), «Η συλλογική μνήμη των δρόμων», Βήμα (3 Μαΐου). Kristeva, J. (2004), Ξένοι μέσα στον εαυτό μας, Scripta, Αθήνα. Κυριακίδης, Σ. (1966), «Η ιστορία της Κομοτηνής», Θρακικά χρονικά 22 (1), σσ. 64-71. Κωστόπουλος, Τ. (2009), Το «Μακεδονικό» της Θράκης. Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2008), ΚΕΜΟ Βιβλιόραμα, Αθήνα. Lienhardt, G. (1985), Κοινωνική ανθρωπολογία, Gutenberg, Αθήνα. Μαδιανού-Γκέφου, Δ. (1999), Πολιτισμός και εθνογραφία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Marcus, G. (1998), «Τα μετά την κριτική της εθνογραφίας», στο Δ. Γκέφου-Μαδιανού (επιμ.), Ανθρωπολογική θεωρία και εθνογραφία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σσ. 67-108.

62 / ΠΑΝΤΕΛΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ Μπακαλάκη, Α. (2006), «Τόποι ενσώματοι, τόποι ενσωματωμένοι, κοινοί τόποι», Σύγχρονα θέματα 93, σσ. 15-22. Νικολαΐδου, Σ. (1993), Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Παπαζήσης, Αθήνα. Νιτσιάκος, Β. (2003), Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Οδυσσέας, Αθήνα. Οικονόμου, Δ., Σαρηγιάννης, Γ. και Σερράος, Κ. (επιμ.) (2004), Πόλη και χώρος από τον 20ό στον 21ο αιώνα, συλλογικός τόμος τιμητικός για τον καθ. Αραβαντινό Αθανάσιο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών, Μέμφις Α.Ε., Αθήνα. Παπαδολαμπάκης, Μ. (1977), Για μια κοινοτική δομή και μια αυτοδιαχείριση του χώρου, Καστανιώτης, Αθήνα. Παπαταξιάρχης, Ε. (επιμ.) (2006), Περιπέτειες της ετερότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Πετρόπουλος, Η. (1995), Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, Πατάκη, Αθήνα. Ρέντζος, Γ. (2006), Ανθρωπογεωγραφίες της πόλης, Τυπωθήτω, Αθήνα. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ε. (1998), «Υπό παρατήρησιν: Κείμενα και υποκείμενα ανθρωπολογικών πρακτικών», στο Δ. Μαδιανού-Γκέφου, Ανθρωπολογική θεωρία και εθνογραφία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σσ. 153-206. Σταυρίδης, Σ. (2006), «Ο χώρος της τάξης και οι ετεροτοπίες: Ο Φουκώ ως γεωγράφος της ετερότητας», Ουτοπία 72, σσ. 145-158. Τερκενλή, Θ. (1996), Το πολιτισμικό τοπίο, Παπαζήσης, Αθήνα. Τρουμπέτα, Σ. (2001), Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης, ΚΕΜΟ Κριτική, Αθήνα.