Το δις εξαμαρτείν ουκ χώρας σοβαρής Μελετώντας την ελληνική οικονομία του Μεσοπολέμου διαπιστώνουμε ομοιότητες καταστάσεων, προβλημάτων, επιπτώσεων και κυρίως θυμάτων με τις αντίστοιχες της σημερινής κρίσης. Άποψη Έχει ειπωθεί ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά τις περισσότερες φορές ως φάρσα. Είτε ως φάρσα, είτε ως οτιδήποτε άλλο, εάν η επανάληψη έχει θύματα τότε η μη έγκαιρη πρόληψη πρέπει να θεωρείτε εγκληματική ενέργεια συμπεριλαμβανομένης της αμέλειας. Μελετώντας την ελληνική οικονομία του Μεσοπολέμου
διαπιστώνουμε ομοιότητες καταστάσεων, προβλημάτων, επιπτώσεων και κυρίως θυμάτων με τις αντίστοιχες της σημερινής κρίσης. Το δις εξαμαρτείν ουκ χώρας σοβαρής για να παραφράσουμε το πασίγνωστο γνωμικό. Όμως ομιλούμε για την Ελλάδα την χώρα του άκρατου Λαϊκισμού και των εύκολων επιλογών οπότε οι δικαιολογίες περιττεύουν. Πάντα θα μεμψιμοιρούμε χωρίς ποτέ να αλλάζουμε και αυτό διότι τις αλλαγές τις θέλουμε μόνο όταν αφορούν τους άλλους. Με την Μικρασιατική Καταστροφή το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδος πήρε τέλος όμως ταυτόχρονα οι ανάγκες προσδιόριζαν το διακύβευμα των επόμενων ετών που δεν ήταν άλλο από την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν φτωχή και αγροτική μιας και τα δυο τρίτα του πληθυσμού της ζούσαν στην ύπαιθρο, εκεί που παράγονταν το 60% του ΑΕΠ και το 90% των εξαγωγών της με κυριότερα προϊόντα τον καπνό και την σταφίδα. Ο καπνός καλλιεργούνταν στις νέες περιοχές που είχε ενσωματώσει η χώρα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και η σταφίδα στην παλαιά Ελλάδα. Για να αλλάξει η εικόνα της χώρας απαιτούνταν κεφάλαια, τα οποία μπορούσαν να εξευρεθούν μόνο μέσω δανείων από το εξωτερικό. Η έλευση των προσφύγων είχε αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και παρά την αύξηση της φορολογίας ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού ήταν αδύνατος, οπότε τα ελλείμματα καλύπτονταν από την Εθνική τράπεζα, η οποία είχε το εκδοτικό προνόμιο αύξησης της κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων. Αποτέλεσμα η αύξηση του πληθωρισμού σε σημείο που μεταξύ των ετών 1920-1927 οι τιμές να πενταπλασιαστούν. Η προσφυγή στις εκδοτικές μηχανές όπως και στα αναγκαστικά
δάνεια του 1922 και 1926 που προέκυψαν από την μείωση της ονομαστικής αξίας των τραπεζογραμματίων κατά 50% και 25% αντίστοιχα με την μετατροπή του υπολοίπου σε εικοσαετή κρατικά ομόλογα δεν επαρκούσαν. Ο εξωτερικός δανεισμός ήταν μονόδρομος όπως μονόδρομος ήταν και η προσπάθεια μετασχηματισμού της φτωχής ελληνικής οικονομίας. Το θετικό ήταν ότι χάριν της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής (ΔΟΕ) που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα από το 1898 η χώρα εξυπηρετούσε το δημόσιο χρέος. Η έξωθεν καλή μαρτυρία απαιτούσε όμως ένα σημαντικό βήμα, αυτό της σταθεροποίησης της δραχμής μέσω της πρόσδεσης στο χρυσό ή σε κάποιο σταθερό νόμισμα, στερλίνα ή δολάριο που ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό. Να θυμίσουμε εδώ ότι πριν το 1914 ο κανόνας του χρυσού καθόριζε το διεθνές νομισματικό σύστημα. Με την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου οι χώρες ανέστειλαν την μετατρεψιμότητα των νομισμάτων τους με σκοπό την χρηματοδότηση των πολεμικών τους αναγκών μέσω της εκτυπωτικής μηχανής τους. Με το τέλος του σιγά-σιγά επέστρεψαν στο χρυσό, με την Ελλάδα να επιστρέφει στις 12 Μαΐου 1928 με την ισοτιμία να κλειδώνει στις 375 δραχμές ανά στερλίνα. Την ίδια περίοδο που η χώρα μέσω της πρόσδεσης με την στερλίνα επιτύγχανε την νομισματική σταθερότητα, ο προϋπολογισμός καταγραφεί πλεόνασμα δίνοντας την εικόνα και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Τα προ απαιτούμενα της προσφυγής σε νέο εξωτερικό δανεισμό είχαν επιτευχθεί και με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών η Ελλάδα δανείζεται εννέα εκατομμύρια λίρες. Όμως η δεκαετία του 20 έμελλε να κλείσει με τον πιο οδυνηρό τρόπο, με την μεγαλύτερη οικονομική κρίση.
Μέχρι και το καλοκαίρι του 1929 όλα κυλούσαν ομαλά, το διεθνές κεφάλαιο στήριζε τη ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση μέσω βραχυπρόθεσμων δανείων και καρπώνονταν υψηλές αποδόσεις. Αχίλλειος πτέρνα ήταν η αναγκαία πρόσβαση σε νέο δανεισμό για την κάλυψη παλαιότερων αφού τα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια χρηματοδοτούσαν μακροχρόνιου αποτελέσματος αναπτυξιακά προγράμματα. Αυτό καθιστούσε την όλη διαδικασία ιδιαίτερα επισφαλή σε περίπτωση μεταβολής των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Η μεταβολή αυτή επήλθε το καλοκαίρι το 1929 όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια της με αποτέλεσμα η αμερικανική οικονομία να επιβραδύνει και το χρηματιστήριο να καταρρεύσει. Γρήγορα η ύφεση μεταφέρθηκε και στη Ευρώπη και όπως ήταν φυσικό η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Η μείωση της Παγκόσμιας ζήτησης οδήγησε χαμηλότερα τις τιμές και φυσικά την αξία των εξαγωγών που σε συνδυασμό με την μείωση του ξένου δανεισμού και των εμβασμάτων οδήγησε στην επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Η εκροή συναλλάγματος επηρέασε την κυκλοφορία του χρήματος αυξάνοντας το κόστος του μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Πως όμως η εκροή συναλλάγματος επηρέασε την κυκλοφορία του χρήματος; Σύμφωνα με το καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος τα συναλλαγματικά αποθέματα πρέπει πάντοτε να βρίσκονται πάνω από το 40% της κυκλοφορίας, έτσι όταν μειώνονται πρέπει να μειώνεται και η νομισματική κυκλοφορία συρρικνώνοντας την ζήτηση, τις τιμές τους μισθούς. Αποτέλεσμα το χρηματιστήριο να βυθιστεί, οι εταιρείες να χρεοκοπούν και οι εμπορικές τράπεζες να βρεθούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Η φυγή κεφαλαίων σταδιακά έπαιρνε διαστάσεις και τροφοδοτούνταν από τις φήμες ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε από τον κανόνα του χρυσού. Το καλοκαίρι του 1931 οι φήμες οργίαζαν, το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κλονίζονταν ενώ η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζών οδήγησε την Αγγλία για πρώτη φορά από το 1717 να θέσει εκτός του κανόνα του χρυσού την στερλίνα υποτιμώντας το εγχώριο νόμισμα. Ακολούθησαν ανάλογες υποτιμήσεις και από τα αλλά ευρωπαϊκά κράτη με τον κανόνα του χρυσού να θεωρείτε παρελθόν. Η Ελλάδα είχε δυο επιλογές, να συνάψει δάνειο αυξάνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της, επιλογή εκτός πραγματικότητας όπως έδειξε η απροθυμία των διαχρονικών δανειστών μας και να προσδεθεί με την ελεύθερα κυμαινόμενη στερλίνα. Η επιλογή της ελεύθερης διακύμανσης είχε απορριφθεί αφού θα οδηγούσε στην υποτίμηση της και στην αύξηση του δραχμικού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους που αντιστοιχούσε στο 35% των δαπανών του προϋπολογισμού. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1931 η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε την αποσύνδεση της δραχμής από την στερλίνα και την σύνδεση της με το αμερικανικό δολάριο στην ισοτιμία των 77,05 δραχμών ανά δολάριο δείχνοντας προς όλους ότι η δραχμή θα έδινε μάχη μέχρι εσχάτων για να μείνει στον κανόνα του χρυσού. Μάχη με τις αγορές και το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ήταν ουτοπία για μια χώρα με τεράστια δημοσιονομικά και νομισματικά προβλήματα. Η μαζική φυγή κεφαλαίων, οι ρευστοποιήσεις μετοχών σε σημείο που το χρηματιστήριο να αναστείλει την λειτουργία του και τελικά να παραμείνει κλειστό για 15 μήνες και η απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες με σκοπό την μετατροπή τους σε συνάλλαγμα οδήγησε τα συναλλαγματικά αποθέματα κάτω του επιτρεπτού 40% ως προς την νομισματική κυκλοφορία στις αρχές
του 1932. Το 1932 οι άδηλοι πόροι της χώρας βρίσκονταν στα δυο τρίτα των αντίστοιχων του 1929 οπότε χωρίς την εξασφάλιση νέου δανείου η πτώχευση ήταν θέμα χρόνου. Οι διεθνείς συνθήκες συνηγορούσαν στο αναπόφευκτο, την πτώχευση. Πράγματι στις 15 Απρίλιου 1932 η δραχμή υποτιμήθηκε και η χώρα προχώρησε στην στάση πληρωμών. Η έξοδος από τον κανόνα του χρυσού ήταν γεγονός με το κάλυμμα της νομισματικής κυκλοφορίας να βρίσκεται λίγο πάνω από το όριο του 30%. Η δραχμή θα προσδιορίζονταν ελεύθερα υπό καθεστώς όμως συναλλαγματικών περιορισμών αφού ο κίνδυνος της κερδοσκοπίας και της ανεξέλεγκτης υποτίμησης ήταν υπαρκτός. Στην ουσία η Τράπεζα της Ελλάδος πουλούσε το δολάριο στις 130 δραχμές, τιμή που συνιστούσε μια υποτίμηση της τάξεως του 40%. Όμως η πρακτική επιχειρήσεων και ιδιωτών να δανείζονται σε συνάλλαγμα θεωρώντας την δραχμή νόμισμα δεύτερης επιλογής οδήγησε στην αύξηση του κόστους αποπληρωμής σε σημείο που μετά την υποτίμηση απαιτούνταν διπλάσιες δραχμές από αυτές που πριν την υποτίμηση χρειάζονταν για την ομαλή αποπληρωμή. Το πρόβλημα ήταν μεγάλο ενώ έπαιρνε διαστάσεις αδιεξόδου από την στιγμή που εμπλέκονταν και οι εμπορικές τράπεζες οι οποίες είχαν διπλό μέτωπο, αφενός καλούνταν να εξοφλήσουν τους καταθέτες τους στην νέα ισοτιμία και αφετέρου να αντιμετωπίσουν την δυσκολία των πελατών τους να αποπληρώνουν τα δάνεια τους. Μπρος στο ενδεχόμενο η υποτίμηση να χάσει μέρος της δυναμικής της η κυβέρνηση Τσαλδάρη εξέδωσε νόμο σύμφωνα με τον οποίο οι υποχρεώσεις θα μετατρέπονταν σε δραχμές όχι στις 144 που είχαν φθάσει το καλοκαίρι του 1932 αλλά προς 100 δραχμές ανά
δολάριο. Λύση με αντιδράσεις αφού πάντα οι επικριτές βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος μιας παρέμβασης τέτοιου βεληνεκούς. Βέβαια ενώ η κυβέρνηση μπορούσε να προστατεύσει επιχειρήσεις, τράπεζες και ιδιώτες δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν στις δυνατότητες της. Η υποτίμηση αύξησε το δραχμικό κόστος της αποπληρωμής τόκων και κεφαλαίων από το 35% στο 55% των δαπανών του προϋπολογισμού. Τον Μάιο του 1932 η Τράπεζα της Ελλάδος έδωσε εντολή να μην πληρωθούν οι τόκοι στους κατόχους ελληνικών ομολόγων του εξωτερικού. Το αδιέξοδο ήταν εμφανές, η πτώχευση ήταν γεγονός. Η κυβέρνηση είχε προκρίνει την εξοικονόμηση πόρων από την παύση εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους προς όφελος της εσωτερικής ισορροπίας, του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και της συνέχισης των παραγωγικών έργων. Φυσικά οι επιλογές της κυβέρνησης ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες από την μέχρι τότε πρακτική που ήθελε την ΔΟΕ να εισπράττει απευθείας ένα μέρος των κρατικών εσοδών με σκοπό την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Η διελκυστίνδα ήταν εμφανής ενώ έπαιρνε διαστάσεις ρήξης από την άρνηση των εκπροσώπων της ΔΟΕ, Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών, να συναινέσουν στην μεταφορά αυτών των εσόδων για την κάλυψη των αναγκών του προϋπολογισμού. Αποτέλεσμα τα έσοδα να πηγαίνουν στον λογαριασμό της ΔΟΕ όμως να μένουν εγκλωβισμένα εκεί και ως λύση αντικατάστασης τους προκρίθηκε ο δανεισμός του δημοσίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, δηλαδή το κόψιμο χρήματος, το οποίο δεν ήταν πληθωριστικό λόγω ακριβώς του εγκλωβισμού ίσης ποσότητας κεφαλαίων του λογαριασμού της ΔΟΕ.
Η διεθνής αντίδραση ήταν μεγάλη όπως εξίσου και το πρόβλημα γι αυτό και το καλοκαίρι του 1932 άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους ξένους ομολογιούχους για το ποσοστό των ετήσιων τόκων που θα αποπληρώνονταν, αφού για χρεολύσια ούτε λόγος. Μια ενδεχόμενη συμφωνία θα απελευθέρωνε κεφάλαια και θα επέτρεπε στη ΔΟΕ την εκταμίευση της όποιας διαφοράς πρόκυπτε υπέρ του ελληνικού δημοσίου. Τελικά συμφωνήθηκε να καταβληθεί το 30% των οφειλόμενων τόκων και να παρακρατηθεί και άλλο ένα 35% που δυνητικά θα καταβάλλονταν εφόσον το επέτρεπαν τα δημόσια οικονομικά. Αρχές Ιανουαρίου 1933 πληρώθηκε το 30% ενώ το υπόλοιπο 35% δεν καταβλήθηκε ποτέ εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας που υπήρξε από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του Σεπτέμβριου 1933 όπου το Λαϊκό κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας αμφισβητώντας την συμφωνία που είχε προηγηθεί. Πάρα την πολιτική αστάθεια, τα κινήματα Βενιζελικών, την παλινόρθωση της Βασιλείας με την επιστροφή του Γεωργίου Β και την δικτατορία Μεταξά από τον Απρίλιο του 1936 στην ουσία όταν ανέλαβε πρωθυπουργός λαμβάνοντας ψήφο εμπιστοσύνης, η ελληνική οικονομία ανέκαμπτε με γοργούς ρυθμούς. Η αποχώρηση από τον κανόνα του χρυσού, η υποτίμηση, η λήψη προστατευτικών μέτρων, η υποκατάσταση εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή καθώς και η τύχη μέσω καλών σοδειών στην γεωργία αποτέλεσαν το πλαίσιο εξόδου από την ύφεση. Ο δείκτης οικονομικής δραστηριότητας από τα επίπεδα του 100 του 1932 έφθασε το 1937 στο 139,8 πάρα το γεγονός ότι οι αντίκτυποι των πολέμων και της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν ισχυρότατοι. Αυτό φαίνονταν και από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο το 1911 καταγράφονταν πάνω από τις 340 δραχμές ανά κάτοικο, το 1923 βυθίστηκε στις 218 δραχμές για να φθάσει τις 370 δραχμές το 1937.
Το βασικό όμως συμπέρασμα της πτώχευσης του 1932 ήταν ότι μαζί με την χώρα είχε πτωχεύσει και το αναπτυξιακό μοντέλο που στηρίζονταν στον εξωτερικό δανεισμό. Όμως το νέο νομισματικό καθεστώς,η αποχώρηση από κανόνα χρυσού και η υποτίμηση, έδωσαν από τον Απρίλιο του 1932 την ευκαιρία στην Τράπεζα της Ελλάδος να διαμορφώσει συνθήκες πρωτόγνωρης σταθερότητας. Ο στόχος συγκράτησης του πληθωρισμού και εξασφάλισης συναλλαγματικών αποθεμάτων γίνονταν επιτεύξιμος χάριν στις σωστές και αποδοτικές πρακτικές της κεντρικής τράπεζας. Η υποτίμηση αύξησε τα συναλλαγματικά αποθέματα και όταν στις αρχές του 1933 οι διεθνείς τάσεις αντιστράφηκαν με την υποτίμηση του δολαρίου, τον επαναπατρισμό κεφαλαίων και την ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος επιλεγεί η πρόσδεση με το Ελβετικό Φράγκο σταθεροποιώντας την δραχμή στο 43% της αρχικής της αξίας. Η επιλογή του Ελβετικού Φράγκου και έμμεσα του χρυσού καθορίστηκε από το γεγονός ότι τα νομίσματα της Γαλλίας, Ιταλίας, Βελγίου,Ολλανδίας και Ελβετίας παρέμεναν συνδεδεμένα με τον χρυσό συμμετέχοντας στον επονομαζόμενο συνασπισμό του χρυσού ( gold block). Στην ουσία μεταξύ του Απριλίου 1933 και Σεπτεμβρίου 1936 η δραχμή είχε de facto προσδεθεί στο άρμα του χρυσού καταγράφοντας μια σταθερότητα ικανή να δημιουργεί θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Η προσήλωση στην σταθερή ισοτιμία ήταν τέτοιας μορφής που όταν τον Σεπτέμβριο του 1936 οι περισσότερες χώρες είχαν εγκαταλείψει τον χρυσό, η δραχμή συνδέθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 με την Βρετανική Στερλίνα παρότι η σύνδεση με τον χρυσό μέσω του Ελβετικού Φράγκου είχε μειώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Την περίοδο 1933-1936 μια σειρά από νομίσματα όπως το
αμερικανικό δολάριο είχαν υποτιμηθεί έναντι του χρυσού ενώ η υποτίμηση είχε αυξήσει τον πληθωρισμό. Όμως η νομισματική σταθερότητα επιβάλλονταν σε συνδυασμό με τους συναλλαγματικούς ελέγχους, τον προστατευτισμό της ελληνικής παραγωγής και τις επιδοτήσεις των εξαγωγών για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Το παιχνίδι των προσδοκιών κερδήθηκε, το εμπόριο κέρδισε αγορές ενώ οι άδηλοι πόροι εισέρρεαν χωρίς τον κίνδυνο της απαξίωσης τους μέσω μιας υποτίμησης. Η Ιταλική εισβολή τον Οκτώβριο του 1940 έβαλε τέλος στις νομισματικές πρακτικές της δεκαετίας του 30. Με την κήρυξη του πολέμου οι περισσότεροι πολίτες έτρεξαν στις τράπεζες για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, με την Τράπεζα της Ελλάδος να επιβάλλει περιορισμούς στις αναλήψεις που καθορίστηκαν στο 5% του υπολοίπου κάθε λογαριασμού ανά μήνα με ανώτατο όριο τις 10.000 δραχμές. Μια νέα σελίδα στην νομισματική ιστορία της χώρας ξεκινούσε με αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, εκτόξευση των τιμών και πλήρους απαξίωσης του εγχώριου νομίσματος. Η κατοχή ήταν γεγονός, με τεράστιες συνέπειες για τον ελληνικό λαό, όπου το χρήμα δεν είχε καμία σημασία μπρος στην ανθρώπινη ζωή. Κλείνοντας έχει μεγάλη σημασία να δούμε το πολιτικό κλίμα της εποχής διότι η άσκηση οικονομικής πολιτικής και δει η λήψη δημοσιονομικών μέτρων είναι ιδιαίτερη δύσκολη εάν η πολιτική κατάσταση δεν είναι ομαλή. Η περίοδος του Μεσοπολέμου πολιτικά ήταν από τις πιο ταραγμένες περιόδους που έχουν καταγραφεί στην πολιτική ιστορία της χώρας. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οργή στρατού και λαού οδήγησε βενιζελικούς αξιωματικούς υπό την ηγεσία Πλαστήρα και
Γονατά σε πραξικόπημα. Εκδιωχθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και τον διαδέχθηκε ο Γεώργιος. Οι υπεύθυνοι της Μικρασιατικής καταστροφής οδηγήθηκαν σε δίκη, στη περίφημη δίκη των Έξι με την καταδίκη τους σε θάνατο να θωρείται ως αναγκαίο κακό για την κατευνασμό της λαϊκής οργής. Η επαναστατική κυβέρνηση προκήρυξε εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 στις οποίες όπως ήταν φυσικό το κόμμα των Φιλελευθέρων επικράτησε ενώ πολιτειακά η βασιλεία καταργήθηκε και ανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Στις 4 Ιανουαρίου 1924 ο Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση σε ένα μήνα παραιτείται και την θέση του παίρνει ο Γεώργιος Καφαντάρης για να παραιτηθεί και αυτός σε ενάμιση μήνα και να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Το 1925 έχουμε το πραξικόπημα Πάγκαλου για να ακολουθήσει το πραξικόπημα Κονδύλη. Μεταξύ 1928-1932 έχουμε κυβέρνηση Βενιζέλου στην πιο πολιτικά σταθερή τετραετία η οποία όμως είχε την ατυχία της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929. Η κρίση χτύπησε και την Ελλάδα η ύφεση που την ακολούθησε οδήγησε σε πολιτική αλλαγή με την άνοδο στην εξουσία του Λαϊκού κόμματος με πρωθυπουργό τον Κ. Τσαλδάρη. Οι Βενιζελικοί αντέδρασαν και προσπάθησαν τα καταλάβουν την εξουσία με δυο πραξικοπήματα του 1933 και 1935. Ακολούθησε το πραξικόπημα Κονδύλη το 1935, δημοψήφισμα για την επάνοδο του Βασιλιά Γεωργίου και η Δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936. Παρατηρούμε επομένως ότι η περίοδος από το 1922 έως και το
1940 είναι άκρως πολυτάραχη οπότε όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό ο δείκτης δυσκολίας άσκησης οικονομικής πολιτικής ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Ευτύχημα για την χώρα η ίδρυση της Τράπεζα της Ελλάδος το 1927 βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης και η έναρξη της λειτουργίας της τον Μάιο του 1928. Η ύπαρξη της έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις νομισματικές αρχές αποτελώντας την αναγκαία δικλείδα ασφάλειας ενός περιβάλλοντος που πρωταγωνιστούσαν τα πραξικοπήματα και οι ημιμαθείς σε ότι αφορά τα οικονομικά και νομισματικά θέματα στρατιωτικοί και πολιτικοί. ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ