Θεωρίες μάθησης και μάθηση ενηλίκων 1. Θεωρίες μάθησης Το φαινόμενο της μάθησης είναι δύσκολο να περιγραφεί ως συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο ή ως προϊόν εργαστηριακού πειράματος. Μπορούμε να προσεγγίσουμε τη μάθηση ως νοητική λειτουργία, αλλά και ως πολύπλευρη αναγκαιότητα της ζωής του ανθρώπου. Οι τέσσερις κυριότερες θεωρίες μάθησης είναι οι εξής: οι συμπεριφοριστικές (behaviouristic) οι γνωστικές (cognitive) οι ανθρωπιστικές (humanistic) οι θεωρίες κοινωνικής μάθησης (social learning) α ) Συμπεριφοριστικές θεωρίες Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες που τέθηκαν από τον J. B. Watson στις αρχές του 20 ου αιώνα και θεμελιώθηκαν από τους Thorndike, Tolman, Gurthrie Hull και Skinner εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στα εξωτερικά μετρήσιμα στοιχεία της συμπεριφοράς. Τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος θεωρούνται ως οι κύριοι συντελεστές της συγκρότησης της συμπεριφοράς μέσω της υπόθεσης ότι η μάθηση καθορίζεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και όχι από τις ιδιότητες του ατόμου. Ο τύπος και ο ρυθμός της χρονικής σχέσης δύο τυχαίων συμβάντων και η διαδικασία για την αύξηση της πιθανότητας επανάληψης και της επανασύνδεσης αυτών εκλαμβάνονται ως θεμελιώδεις παράγοντες της μαθησιακής διαδικασίας. Σύμφωνα με τις συμπεριφοριστικές θεωρίες ο ρόλος του διδάσκοντα είναι ο συστηματικός σχεδιασμός της διδασκαλίας με βάση κατάλληλα ερεθίσματα, επιβραβεύσεις και ενθαρρύνσεις.
β ) Γνωστικές θεωρίες Οι γνωστικές θεωρίες που διατυπώθηκαν κυρίως από τους J. Piaget, J. Bruner και R.M. Gagné εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στη λειτουργία του εγκεφάλου του υποκειμένου. Ως κύρια πηγή μάθησης θεωρείται η εσωτερική γνωστική δομή και ο ενεργός ρόλος του εκπαιδευομένου. Ο ενεργός ρόλος του εκπαιδευομένου κατά την απόκτηση της γνώσης είναι πολύ σημαντικός καθώς η ενεργητική μάθηση είναι πιο αποτελεσματική από την παθητική μάθηση. Σύμφωνα με τις γνωστικές θεωρίες ο ρόλος του διδάσκοντα είναι η αξιοποίηση της υπάρχουσας γνώσης και εμπειρίας για την πρόσληψη του νέου υλικού. γ ) Ανθρωπιστικές θεωρίες Οι ανθρωπιστικές θεωρίες εστιάζουν στις συναισθηματικές και γνωστικές ανάγκες και αντιμετωπίζουν τη μάθηση μέσα από την προοπτική της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ο Abraham Maslow, ο οποίος θεωρείται ένας από τους κύριους εκφραστές της Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας, εισήγαγε το ιεραρχικό σύστημα αναγκών του ατόμου το οποίο συσχετίζει με την εσωτερική υποκίνηση του ατόμου για μάθηση, την οποία θεωρεί ως φυσική και πηγαία. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Carl Rogers, ο οποίος επίσης θεωρείται ως θεμελιωτής των ανθρωπιστικών θεωριών, η ολοκλήρωση του ατόμου πραγματοποιείται όταν διευκολυνθεί να αποκτήσει πλήρη εικόνα των δυνατοτήτων και των στόχων του. Κατά συνέπεια ο διδάσκων δεν είναι ένας μεταβιβαστής γνώσεων αλλά ένας συντονιστής της μαθησιακής διαδικασίας. Είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί τις καταστάσεις που διευκολύνουν τη μάθηση σε βάθος ως μαθησιακός σύμβουλος. Σύμφωνα λοιπόν με τις ανθρωπιστικές θεωρίες ο ρόλος του διδάσκοντα είναι να προωθήσει την ολική ανάπτυξη και έκφραση του ατόμου. Ο εκπαιδευτής δεν είναι δάσκαλος. Δεν είναι τόσο ένας κάτοχος γνώσης προς μετάδοση όσο ένας καταλύτης ( facilator)
που καλείται να ενεργοποιήσει και να υποκινήσει μια διεργασία μάθησης. δ ) Θεωρίες κοινωνικής μάθησης Κύρια πηγή μάθησης στις θεωρίες κοινωνικής μάθησης είναι η αλληλεπίδραση του ατόμου και του περιβάλλοντος στο οποίο δρα και κινείται. Σύμφωνα με τον A. Bandura, η συμπεριφορά θεωρείται αποτέλεσμα της διάδρασης των ατόμων με το περιβάλλον. Η διαλεκτική ποιότητα αυτής της σχέσης κατά την οποία τα άτομα με τη συμπεριφορά τους επηρεάζουν το περιβάλλον, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ατόμων και οδηγεί στη μάθηση. Ο ρόλος του διδάσκοντα στις θεωρίες κοινωνικής μάθησης είναι η άντληση διδαγμάτων από την αλληλεπίδραση ατόμου και περιβάλλοντος, η ενίσχυση της ομαδικής εργασίας και της ενεργητικής συμμετοχής. 2. Θεωρίες για τη μάθηση ενηλίκων Οι τέσσερις θεωρίες που αναφέρθηκαν εξετάζουν το φαινόμενο της μάθησης ανεξαρτήτως ηλικίας, χωρίς να διακρίνουν τον τρόπο που μαθαίνουν οι ανήλικοι από αυτόν που μαθαίνουν οι ενήλικες. Τα τελευταία 40-45 χρόνια αναπτύχθηκαν θεωρίες που εξετάζουν τις ιδιαιτερότητες που έχει ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουν οι ενήλικες. Αυτές οι θεωρίες αποτελούν τρεις κατηγορίες: α ) Εκείνες που υπογραμμίζουν ότι ο ενήλικας έχει τη φυσική τάση να είναι αυτοκατευθυνόμενος και ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζεται στην εκπαίδευση (θεωρία «ανδραγωγικής» του M. Knowles). Σύμφωνα με τη θεωρία της ανδραγωγικής, το άτομο κατά την ενηλικίωσή του μεταβαίνει από την κατάσταση της εξαρτημένης
προσωπικότητας στην κατάσταση του αυτοκατευθυνόμενου και αυτοδύναμου ανθρώπου ενώ παράλληλα έχει μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη να ορίζει την τύχη του. Συνεπώς οι ενήλικες, καθώς ωθούνται στη μάθηση περισσότερο από εσωτερικά κίνητρα παρά από εξωτερικά, έχουν ανάγκη να αντιμετωπίζονται ως αυτοκαθοριζόμενα άτομα και κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. β ) Εκείνες που εστιάζουν στον τρόπο ζωής και τους ρόλους των ενηλίκων εκπαιδευομένων (A. B. Knox, P. Jarvis). Σύμφωνα με τον A. B. Knox ο ενήλικας εκπαιδευόμενος χρειάζεται ένα συνδυασμό στάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, ένα συνδυασμό ο οποίος θα επεκτείνει τις ικανότητες του ενήλικα εκπαιδευομένου και θα τον βοηθήσει στην επίτευξη της υψηλότερης επαγγελματικής επίδοσης. Σύμφωνα με τον P. Jarvis κάθε είδους μάθηση αρχίζει με την εμπειρία, ωστόσο υπογραμμίζει ότι κάθε είδους εμπειρία δεν οδηγεί στη μάθηση: η εμπειρία για να οδηγήσει στη μάθηση πρέπει να απαιτεί κάποιας μορφής αντίδραση από το άτομο. Συνεπώς η μάθηση συντελείται από τη στιγμή που το άτομο έρχεται σε επαφή με κάποια κοινωνική εμπειρία, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μάθησης. γ ) Εκείνες που εξετάζουν τις συνειδησιακές εσωτερικές μεταβολές των ενηλίκων εκπαιδευομένων (J. Mezirow, P. Freire). Σύμφωνα με τον J. Mezirow η έννοια του Συνειδησιακού Μετασχηματισμού ως διαδικασία σταδιακής επίγνωσης του τρόπου με τον οποίο οι στάσεις και οι πεποιθήσεις μας καθορίζουν και περιορίζουν τα μέσα με τα οποία αντιλαμβανόμαστε, κατανοούμε και ερμηνεύουμε το περιβάλλον και τον κόσμο, δηλαδή η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας και επίγνωσης, πρέπει να αποτελέσει το βασικότερο κίνητρο για τη μάθηση. Ο P. Freire θεωρεί την κοινωνική αλλαγή μέσω της συλλογικής προσπάθειας ως αναπόφευκτο επακόλουθο της απελευθερωτικής μάθησης και σκέψης. Ως εκ τούτου η εκπαίδευση δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Η αποστολή της εκπαίδευσης είναι να προωθεί τη «συνειδητοποίηση» των ατόμων μέσω της μάθησης, η οποία
επιτυγχάνεται συλλογικά μέσα από τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Τα θεωρητικά πρότυπα των Mezirow και Freire είναι εκ διαμέτρου αντίθετα καθώς ο πρώτος είναι υπέρμαχος της αυτομόρφωσης και ο δεύτερος της ομαδικής μόρφωσης. Βιβλιογραφία Bigge M., Θεωρίες μάθησης για εκπαιδευτικούς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 1990 Courau S., Τα βασικά «εργαλεία» του εκπαιδευτή ενηλίκων, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2000 Freire P., Η αγωγή του καταπιεζόμενου, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1977 Piaget J., Προβλήματα γενετικής ψυχολογίας, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1979 Rogers A., Η Εκπαίδευση Ενηλίκων, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήμα, 1999 Jarvis P., Adult and Continuing Education, Croom Helm, London, 1985 Jarvis P., Adult Learning in the Social Context, Croom Helm, London, 1987a Knowles M., The Adult Learner, Gulf, Huston, 1998 Knox B., Helping Adults Learn, Jossey-Bass, San Fransisco, 1986 Mezirow J., Transformative Dimensions of Adult Learning, Jossey- Bass, San Francisco, 1991 Rogers C., Liberté pour apprendre, Dunod, Paris, 1996 Skinner B. F., Science and Human Behavior, McGraw-Hill, New York, 1961