Μακροοικονομική Η ζήτηση χρήματος
Θα εξετάσουμε τη ζήτηση χρήματος (ρευστού) μέσα στην οικονομία και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βασικοί παράγοντες για τη διακράτηση ρευστών είναι για συναλλαγές, για προφύλαξη και κερδοσκοπία και εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες το εισόδημα και το επιτόκιο
Ονομαστική και πραγματική ζήτηση για χρήμα Το χρήμα από μόνο του δεν έχει κάποια αξία πέραν του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο (εσωτερική αξία) Η ζήτηση για χρήμα είναι παράγωγη της ζήτησης για αγαθά Όσα περισσότερα αγαθά θέλει να αγοράσει κάποιος τόσα περισσότερα χρήματα χρειάζεται Η ονομαστική ζήτηση για χρήμα αναφέρεται στο ποσό των χρημάτων που κάποιος χρειάζεται για να αγοράσει αγαθά π.χ. 100. Η πραγματική ζήτηση για χρήμα αναφέρεται στο χρήμα που χρειάζεται για να αγοράσει δεδομένη ποσότητα αγαθών λαμβάνοντας έτσι υπόψη και το επίπεδο τιμών. Αν εκφράσουµε την ποσότητα του χρήµατος σε όρους της ποσότητας των αγαθών και των υπηρεσιών που αυτό µπορεί να αγοράσει τότε μιλάμε για πραγµατικά χρηµατικά διαθέσιµα τα οποία µετρούν την αγοραστική δύναμη του αποθέµατος χρήµατος και δίνονται από τη σχέση /
Κίνητρα για τη ζήτηση χρήματος (ρευστών) Κίνητρο πραγματοποίησης συναλλαγών: αφορά στη διακράτηση μικρού ποσού χρημάτων για την πραγματοποίηση καθημερινών συναλλαγών. Το χρήμα (ρευστό b D) που κρατάμε πάνω μας για πραγματοποίηση συναλλαγών δεν είναι σταθερό γιατί το κρατάμε για να απαλλαγούμε από αυτό σε αντάλλαγμα με αγαθά και υπηρεσίες. Η μέση διακράτηση χρήματος των ατόμων για ένα διάστημα πχ ενός μήνα εξαρτάται από α) το επίπεδο της κατανάλωσης και β) από το πόσο συχνά πηγαίνουμε στην τράπεζα για αναλήψεις. Ανάληψη μόνο στην αρχή του μήνα 1500 Πραγματικά ρευστά διαθέσιμα 1500 Ανάληψη κάθε 15 μέρες 775 Μέσος όρος ρευστών διαθεσίμων750 400 0 30 t 30 30 t
Μέση διακράτηση μετρητών Έστω κάποιος που παίρνει μισθό 1500 το μήνα κάνει μία μοναδική ανάληψη κάθε 1 η του μήνα και ξοδεύει 50 τη μέρα Την πρώτη μέρα θα έχει a 1 =1500 τη δεύτερη μέρα a 2 = a 1 -ω=1500-50=1450 κοκ θα διακρατά δηλαδή μέσο όρο χρήματος 1500+1450+1400+ 50. 30 Το άθροισμα των πρώτων ν όρων αριθμητικής προόδου (a ν ) με διαφορά ω (1500 + 1450 + 1400 + 50) είναι Sν = v 2 (a 1 + a ν ) Ο μέσος του αθροίσματος 1500+1450+1400+ 50 Sν v 30 = v 2 (a 1+a ν ) v = a 1+a ν 2 είναι Συνεπώς η σχέση αυτή ισχύει μόνο όταν υπάρχει αριθμητική ακολουθία δηλαδή ισόποσες αναλήψεις χρημάτων.
Κίνητρο αντιμετώπισης απρόβλεπτων εξόδων: Διακράτηση μεγαλύτερου ποσού χρημάτων (ρευστού b D) από την ανάγκη για πραγματοποίηση καθημερινών συναλλαγών προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες μη προβλέψιμες δαπάνες. Π.χ. κάποιος πηγαίνει ένα ταξίδι και κρατά παραπάνω χρήματα από αυτά που έχει υπολογίσει ότι χρειάζεται για τυχόν απρόβλεπτα έξοδα. Κίνητρο κερδοσκοπίας αποφυγής κινδύνου : Διακράτηση χρημάτων (ρευστού b D) για διασφάλιση από ενδεχόμενους κινδύνους από τοποθέτηση στην τράπεζα η σε υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία. Αν και η διακράτηση χρήματος δεν έχει καμία απόδοση (σε αντίθεση με την κατάθεση στην τράπεζα) έχει παρατηρηθεί ότι σε καιρούς κρίσης γίνονται μαζικές αναλήψεις των καταθέσεων εξαιτίας της ανησυχίας για χρεωκοπία των τραπεζών.
Το χρήμα ως περιουσιακό στοιχείο Υπάρχουν δύο βασικά είδη περιουσιακών στοιχείων τα χρηματοοικονομικά και τα πραγματικά. Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία: Χρήμα: κέρματα χαρτονομίσματα και βραχυπρόθεσμες (χαμηλότοκες) καταθέσεις Ομόλογο: Είναι μία υπόσχεση του δανειζόμενου προς το δανειστή ότι θα του καταβάλει το αρχικό κεφάλαιο σε μελλοντική ημερομηνία λήξης του ομολόγου. Εκδίδονται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς (πχ τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ), και χρησιμοποιούνται για το δανεισμό κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό. Ενδιάμεσα ο κομιστής του ομολόγου λαμβάνει ένα τόκο ετησίως. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αθέτησης του ομολόγου τόσο μεγαλύτερο είναι και το επιτόκιό του. Τα ομόλογα έχουν καθορισμένο χρόνο διάρκειας. Μετοχή:δημιουργεί απαίτηση του μετόχου για συμμετοχή στα κέρδη της επιχείρησης (και αν έχει μεγάλο ποσοστό μετοχών και στο ΔΣ). Οι επιχειρήσεις ενδέχεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα να διανέμουν ένα μέρισμα των κερδών τους στους μετόχους. Μέσω των μετοχών δίνεται η δυνατότητα στο επενδυτικό κοινό να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων και στις επιχειρήσεις να αντλούν τα απαιτούμενα για επενδύσεις κεφάλαια. Οι μετοχές είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο (εφόσον η επιχείρηση είναι εισηγμένη). Όταν οι προοπτικές για την πορεία της επιχείρησης είναι θετικές η τιμή της μετοχής ανεβαίνει. Οι μετοχές έχουν αόριστο χρόνο διάρκειας. Πραγματικά περιουσιακά στοιχεία: Κεφάλαιο, γη, υποδομές, σπίτια και διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
Ζήτηση χρήματος και επιτόκιο Όταν διακρατούμε χρήμα δεν έχουμε κάποια απόδοση. Συνεπώς υπάρχει ένα κόστος ευκαιρίας στη διακράτηση χρήματος που ισούται με το ύψος του επιτοκίου που θα είχαμε αν αγοράζαμε πχ κάποιο ομόλογα. Σε μία τοκοφόρα επένδυση μετά από δεδομένο χρονικό διάστημα το κεφάλαιο γίνεται Κ+Κi Τόκος είναι το συνολικό ποσό που αποπληρώνουμε για το δανεισμό ενός δεδομένου ποσού χρήματος. Επιτόκιο είναι το ποσό του τόκου ανά μονάδα χρόνου εκφρασμένο ως ποσοστό επί του ποσού που δανειστήκαμε. Όσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο τόσο μικρότερη η ποσότητα χρήματος που θέλουμε να διακρατούμε. i Η πραγματική ζήτηση χρήματος Μ D είναι αρνητική συνάρτηση του επιτοκίου. i 1 i 2 Μ D Μία των τιμών () θα πρέπει να συνοδευτεί από αντίστοιχη της ονομαστικής ποσότητας χρήματος (Μ) για να μείνουν τα πραγματικά ρευστά διαθέσιμα ( )σταθερά. 1 2
Ζήτηση χρήματος και εισόδημα Τι θα συμβεί όμως εάν το επιτόκιο μείνει σταθερό και μεταβληθεί το εισόδημα. Όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημά μας τόσο περισσότερο καταναλώνουμε. Συνεπώς υπάρχει μία θετική σχέση ανάμεση στο εισόδημα και στη ζητούμενη ποσότητα χρήματος. i Μία του εισοδήματος (Υ) θα οδηγήσει σε μετατόπιση της πραγματικής ζήτησης χρήματοςμ D Μ D προς τα δεξιά. Με το επιτόκιο (i) σταθερό θα η ζητούμενη ποσότητα πραγματικών ρευστών διαθεσίμων. i 1 Μ D Μ D 1 2
Επιτόκιο και η τιμή των ομολόγων Έστω ότι ένα ομόλογο πληρώνει στον κάτοχο του ένα σταθερό ποσό κάθε χρόνο (τοκομερίδιο). Το ποσό αυτό ως προς την τιμή του ομολόγου είναι το επιτόκιο του. Π.χ. αν η τιμή του ομολόγου είναι 100 και το τοκομερίδιο είναι 10 το χρόνο τότε το επιτόκιο είναι 10%. Εάν η τιμή του ομολόγου ανέβει στη δευτερογενή αγορά πχ από τα 100 στα 125 αλλά αποδίδει σταθερό τοκομερίδιο 10 τότε το επιτόκιό του θα έχει μειωθεί στα 8% Έτσι όταν η τιμή ενός ομολόγου με σταθερό τοκομερίδιο ανεβαίνει τότε μειώνεται το επιτόκιο του και αντίστροφα.
Η προσφορά χρήματος Θεωρούμε ότι η προσφορά χρήματος είναι δεδομένη και καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα γι αυτό και δε σχετίζεται με το επιτόκιο (καμπύλη προσφοράς παράλληλη στο επιτόκιο) i S i 1 i 0 i 2 0
Προσδιορισμός του επιτοκίου i i 1 S Όταν το επιτόκιο είναι υψηλότερο από το σημείο ισορροπίας υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά ρευστών και τα άτομα θα τείνουν να τοποθετούν τα χρήματά τους σε ομόλογα αυξάνοντας την τιμή τους και μειώνοντας το επιτόκιό τους. i 0 Αργά η γρήγορα η αγορά θα οδηγηθεί σε ένα επιτόκιο ισορροπίας. i 2 0 Μ D Όταν το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από το σημείο ισορροπίας υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση ρευστών και τα άτομα θα τείνουν πουλούν ομόλογα για να αποκτήσουν χρήμα μειώνοντας έτσι την τιμή τους και αυξάνοντας το επιτόκιό τους.
Μεταβολή στη ποσότητα χρήματος i Μία αύξηση της προσφορά χρήματος δημιουργεί υπερβάλλουσα προσφορά ρευστών διαθεσίμων S S 1 i 0 2 i 1 0 1 Μ D Τα άτομα θα τείνουν να αγοράζουν ομόλογα για να ξεφορτωθούν τα ρευστά αυξάνοντας την τιμή τους και μειώνοντας το επιτόκιο τους.
Μεταβολή στο εισόδημα i i 1 2 i 0 S S Μία αύξηση του εισοδήματος δημιουργεί πλεονάζουσα ζήτηση ρευστών. Τα άτομα θα τείνουν να πωλούν ομόλογα για να αποκτήσουν ρευστά μειώνοντας έτσι την τιμή τους και αυξάνοντας το επιτόκιο τους. Μ D Μ D 0
Η ποσοτική θεωρία του χρήματος Η ποσοτική θεωρία του χρήματος λέει ότι η ποσότητα του χρήματος καθορίζει την αξία του προϊόντος. V= Y Μ =Ποσότητα χρήματος V = Ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (δείχνει πόσες φορές ένα νόμισμα αλλάζει χέρια κατά τη διάρκειας του έτους) Η κυκλοφοριακή ταχύτητα είναι σταθερή (αλλάζει μακροχρόνια καθώς αλλάζει η τεχνολογία και οι συνήθειες). Ρ = Επίπεδο τιμών. Y = Προϊόν. Το συνολικό προϊόν της οικονομίας είναι δεδομένο (η οικονομία λειτουργεί με πλήρη απασχόληση όλων των συντελεστών παραγωγής) Παράδειγμα: Y = 100 πίτσες, Ρ πίτσας = 10, Μ = 50 V = (10 Χ 100 πίτσες) / 50 = 20 Δηλαδή, τα 1.000 που ξοδεύονται ετησίως απαιτούν κάθε κέρμα από τα 50 (Μ) να αλλάξει χέρια 20 φορές. Η ποσότητα χρήματος εξαρτάται από τη πραγματική αξία του προϊόντος και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος. Με σταθερή την ταχύτητα κυκλοφορίας (V), μία αύξηση της ποσότητας του χρήματος (Μ) σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης και αδυναμίας αύξησης του (Υ) θα οδηγήσει σε αύξηση του επιπέδου τιμών ().