Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ



Σχετικά έγγραφα
1 Η Ελλάδα ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αντιμετωπίσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (ΕΑΠ)

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝ ΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 3 ΩΡΕΣ. Επιμέλεια : Ιωάννα Καλαϊτζίδου

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

Ημερομηνία: 15/02/15 Διάρκεια διαγωνίσματος: 180 Εξεταζόμενο μάθημα: Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα, Ιστορία

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΤΕΓΑΣΗ

Στρατόπεδο Aσηµακοπούλου. Παραλία

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΤΕΓΑΣΗ

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

Κατανόηση προφορικού λόγου

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Γ ΤΑΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΜΑΪΟΥ 2016 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) - ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ)

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...9 Βραχυγραφίες...13 Εισαγωγή: Οι µουσουλµάνοι της Ελλάδας την περίοδο

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

19 ος αιώνας Διάρκεια επανάστασης του 1821 : μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την επαναστατημένη Ελλάδα

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

` ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Λαυρεντία Γρηγοριάδου Γαβουχίδου Δανάη Καλφόπουλος θωμάς Τριπολιτσιώτης Στέργιος Τσιγκροσβίλι Γιάννης

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

Αποστολή διερεύνησης της κατάστασης των μεταναστών «χωρίς έγγραφα» που εισέρχονται στην Ελλάδα

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β') ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΪΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Ελένη Αντωνίου, Σκέψεις, προτάσεις για την εκπαίδευση των Τσιγγανοπαίδων στο νοµό Μαγνησίας

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ: ΚΑΠΑΡΕΛΙΩΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Αγαπητέ συνάδελφε, ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση. Κατ αρχάς θα πρέπει

Πρόσφυγας ονομάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, κάθε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το κράτος του οποίου είναι πολίτης

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

γ. Σελ «τον Ιούλιο του 1914 γεωργικό κλήρο»

Παραδοσιακή γειτονιά οδού Ελληνικής Δημοκρατίας στην Καβάλα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΠ- Γ ΓΕΛ 12:35

(Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. α. «Κλήριγκ» Σχ. βιβλίο, σελ. 54: «Στο εξωτερικό εμπόριο μετά το 1932 και θετικά στοιχεία».

Εικόνα: Πρώτη εγκατάσταση προσφύγων στη Λεύκη Καβάλας (σελ. 153)

Η ΠΕΙΝΑ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ. * Να τραφούν σωστά ώστε να σκεφτούν και να ενεργήσουν κατάλληλα.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ «ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ (EU-SILC 2003)»

«ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΓΡΟΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΗΝ ΑΣΙΚΟΠΟΙΗΗ (19 ος - 20 ος αιώνας)»

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων τα παιδιά θα διαπιστώσουν ότι άλλα παιδιά προχώρησαν µπροστά, άλλα έµειναν πίσω και άλλα είναι κάπου στη µέση. Στο σηµε

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Φλώρινα, Δεκέμβριος 2012 Η εξωτερική μετανάστευση από και προς τη Δυτική Μακεδονία στην περίοδο και οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΟΜΑ Α Α


ΑΔΑ: 4Α1ΙΛ-5. ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αθήνα, 4 Μαρτίου 2011

ΕΛΠ 40. Εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και χορευτικά ρεπερτόρια του Βορειοελλαδικού χώρου.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 6 Απριλίου 2014 ΟΜΑΔΑ Α

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ Ιούνιος 2014

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

ΥΠΟΥΡΓΕΙΑ εναλλαγές σε κυβερνητικά αξιώματα απασχοληθέντα πρόσωπα

Συνέντευξη Τύπου 2/7/2019

2. Πότε ξεκίνησε και πότε ολοκληρώθηκε η αγροτική µεταρρύθµιση στην Ελλάδα; Ποιους στόχους και ποια αποτελέσµατα είχε;

ÔÏÕËÁ ÓÁÑÑÇ ÊÏÌÏÔÇÍÇ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9. "Χαλκίδα - Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονα Ζητήματα Σχεδιασμού"

ZA3933. Flash EB 140 European Union Enlargement. Country Specific Questionnaire Greece

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ 1 Η ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2009

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ομιλία Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη Έναρξη λειτουργίας Γραφείου Ενημέρωσης ΑΜΕΑ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

Ιστορίες παιδιών που μετακινούνται

ΗΜΕΡΙ Α. «Παράνοµες Μεταποιητικές ραστηριότητες στον Αστικό Ιστό»

ΡΑΣΕΙΣ ΜΜΕ ΣΤΑ ΠΕΠ ΜΕ ΦΟΡΕΙΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Aπαντήσεις Ιστορίας Θεωρητικής κατεύθυνσης

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Περισσότερες πληροφορίες:

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΔΑΦΝΗΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Transcript:

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Οι Βαλκανικοί πόλεµοι του 1912-13 είχαν αποδείξει ότι η οργάνωση του κράτους και κατ επέκταση η οικονοµική και στρατιωτική προπαρασκευή του ήταν ικανές συνθήκες για την εκπλήρωση του αλυτρωτισµού που συνεπήρε για δεκαετίες τις πολιτικές ηγεσίες και τον ελληνικό λαό. Από την άλλη πλευρά, η µετέπειτα περιπέτεια του Εθνικού Διχασµού και της Μικρασιατικής καταστροφής φανέρωσε όλες εκείνες τις εγγενείς αδυναµίες που διέτρεχαν το νεοελληνικό κράτος κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του και της πραγµάτωσης του οράµατος της Μεγάλης Ιδέας. Μέσα στις συνθήκες αυτές, ο κρατικός µηχανισµός, ο πολιτικός κόσµος και η κοινωνία στο σύνολό της βρέθηκαν ενώπιον της διαχείρισης ενός άλλου ζητήµατος εξίσου σηµαντικού για τη χώρα: της έλευσης χιλιάδων προσφύγων που αναζήτησαν την περίοδο αυτή στην Ελλάδα την ασφάλεια καθώς και µια νέα πατρίδα. Οι Νέες Χώρες της ελληνικής επικράτειας αποτέλεσαν αναµφίβολα έναν από τους κυριότερους προορισµούς υποδοχής και εγκατάστασης για τους πρόσφυγες από τις όµορες βαλκανικές χώρες, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Ρωσία. Το 1922-23 περισσότεροι από 745.000 πρόσφυγες πληµµύρισαν τις πόλεις και την ύπαιθρο της Βόρειας Ελλάδας. Η εγκατάσταση αυτή σηµατοδότησε, ταυτόχρονα µε τη θεµελίωση της νέας πατρίδας για το µεγαλύτερο µέρος του µικρασιατικού ελληνισµού, την ουσιαστική ενσωµάτωση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος, δέκα χρόνια µετά την απελευθέρωσή τους. Το προσφυγικό ρεύµα της Μικρασιατικής καταστροφής και της Συνθήκης Ανταλλαγής των Πληθυσµών δεν ήταν το πρώτο που δέχθηκαν, µετά το 1912, η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη. Από το 1914 µέχρι το 1922, οι παρατεταµένες πολεµικές συγκρούσεις του Α Παγκοσµίου πολέµου στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά και οι πολεµικέςπολιτικές συνθήκες που διαµορφώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση ανάγκασαν περίπου Ιστορική φωτογραφία της εξόδου των προσφύγων που, κατά Οι ελληνικές «Νέες Χώρες» αποτέλεσαν τόπο υποδοχής

200.000 πρόσφυγες να µεταναστεύσουν στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν, στην πλειοψηφία τους, στις βόρειες επαρχίες του ελληνικού κράτους. Από αυτούς µεγάλος αριθµός αφίχθη το διάστηµα 1914-18 από τη Βουλγαρία, το Μοναστήρι, την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, το 1917 από τη Νότια Ρωσία και το 1919 από την Ανατολική Ρωµυλία. Επίσης, η βουλγαρική κατοχή του 1916-17 στην Ανατολική Μακεδονία δηµιούργησε κύµα προσφύγων προς τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας. Οι Καυκάσιοι πρόσφυγες Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την έλευση των περίπου 50.000 Ελλήνων προσφύγων από την περιοχή της Νότιας Ρωσίας, της Κριµαίας, της Γεωργίας, του Καυκάσου και του Καρς, στο διάστηµα 1920-21. Η µετανάστευσή τους στην Ελλάδα Και πάλιν λιµοκτονούν Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιµοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να µη µένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο [ ] Μετά φρίκης µανθάνοµεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ εκάστην!! Εδόθη επί τρεις ή τέσσαρας ηµέρας ψωµί, και πάλιν διεκόπη. Ότι χθες Κυριακήν δεν εδόθη ψωµί εις τους πρόσφυγας ούτε εις τους υπό αποµόνωσιν ακόµη, διενεµήθη όµως εκ του χρήµατος του Αµερικανικού Ερυθρού Σταυρού κρέας προς 50 δράµια, χωρίς να έχουν ξύλα να το µαγειρεύσουν! Εµάθοµεν ακόµη ότι τα δήθεν Νοσοκοµεία των προσφύγων είναι εις αθλίαν κατάστασιν, και ενώ το πλείστον των προσφύγων είναι ασθενείς από την λιµοκτονίαν, υπάρχουν µόνον δύο ιατροί, οι οποίοι µόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους! Δεν θέλοµεν να είπωµεν περισσότερα, νοµίζοµεν όµως ότι αν τους παραδίδοµεν εις τον Μουσταφά Κεµάλ θα τους µεταχειρίζετο ίσως καλλίτερον. [ ] («Εφηµερίς των Βαλκανίων», 15 Δεκεµβρίου 1920)

σηµαδεύτηκε από φοβερές κακουχίες και αυξηµένη θνησιµότητα, τόσο κατά το διάστηµα της αναµονής στους µεθοριακούς σταθµούς και στα λιµάνια της Γεωργίας όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και των πρώτων µηνών της προσωρινής εγκατάστασής τους στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε τον κύριο τόπο υποδοχής των Καυκασίων ή Καρσλήδων. Οι Υπηρεσίες Περιθάλψεως συγκρότησαν προσφυγικούς οικισµούς στις εγκαταστάσεις που διατηρούσαν τα στρατεύµατα της Αντάντ την περίοδο του Α Παγκοσµίου πολέ- µου, στο Χαρµάνκιοϊ (Ελευθέρια) και στην Καλαµαριά. Οι πρόσφυγες, ύστερα από τη διαδικασία της µαζικής απολύµανσης στο λοιµοκαθαρτήριο, στοιβάζονταν σε ξύλινους θαλάµους και σκηνές, βιώνοντας τη διαδικασία της πολύµηνης καραντίνας, µε σκοπό την αποφυγή της µετάδοσης επιδηµιών στην πόλη. Οι στατιστικές των υγειονοµικών υπηρεσιών καταγράφουν τον τεράστιο αριθµό των προσφύγων που αρρώστησαν ή απεβίωσαν. Οι τοπικές εφηµερίδες της εποχής και οι µαρτυρίες των προσφύγων αναδεικνύουν το µέγεθος της απόγνωσης που έφεραν οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης, η πείνα και ο θάνατος αλλά και το ταπεινωτικό, σύµφωνα µε τους ίδιους, βίωµα της αποµόνωσης από την πόλη και τους γηγενείς κατοίκους της και της σκληρής συµπεριφοράς από τους υπαλλήλους των υπηρεσιών. Μετά το πρώτο διάστηµα της υγειονοµικής περίθαλψης και της ενίσχυσης µε συσσίτια, επιδόµατα και τη στέγαση στους καταυλισµούς ή σε επιταγµένα οικήµατα, οι πρόσφυγες διοχετεύτηκαν για οριστική εγκατάσταση στην αγροτική ενδοχώρα της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, όπου θα ήταν δυνατό να ασχοληθούν µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία, εργασίες µε τις οποίες ήταν εξοικειωµένοι. Οι πόλεις και τα χωριά των νοµών Κιλκίς, Φλωρίνης, Κοζάνης, Πέλλης, Ηµαθίας, Δράµας, Σερρών και Κοµοτηνής υπήρξαν έκτοτε οι κύριοι τόποι φιλοξενίας των Καυκασίων, ενώ ορισµένοι παρέµειναν σε περιαστικούς συνοικισµούς της Θεσσαλονίκης, όπως η Καλαµαριά, η Πολίχνη και το Πανόραµα, καθώς και σε χωριά του νοµού. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής Η περίπτωση των προσφύγων του 1922-23 δεν διαφέρει µόνο ως προς το µέγεθος του αφιχθέντος πληθυσµού, αλλά κυρίως ως προς τις καταλυτικές αναδιαρθρώσεις που επέφερε στις περιοχές εγκατάστασης και στη χώρα συνολικά.

Το µοντέλο της υποδοχής των Καυκασίων και των υπόλοιπων προσφύγων της προηγούµενης δεκαετίας εφαρµόστηκε σε γενικές γραµµές και σε πολύ µεγαλύτερη βέβαια κλίµακα και για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πλειοψηφία των προσφύγων που αφίχθη στη Βόρεια Ελλάδα µεταφέρθηκε στους τόπους υποδοχής µε πλοία από τα παράλια της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Εκ των πραγµάτων, οι πόλεις που διέθεταν λιµάνι αποτέλεσαν τους πρώτους σταθµούς υποδοχής και εγκατάστασης. Στη συνέχεια, η µεγάλη πλειονότητα προωθήθηκε στην ύπαιθρο χώρα, γεγονός που οδήγησε στη δηµιουργία νέων χωριών ή στον πληθυσµιακό εµπλουτισµό παλαιοτέρων, ενώ ένα µικρότερο µέρος εγκαταστάθηκε οριστικά στα αστικά κέντρα. Η αστική εγκατάσταση Η αστική εγκατάσταση των προσφύγων πραγµατοποιήθηκε κυρίως στις τρεις µεγάλες πόλεις της χώρας, την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο ένας µεγάλος αριθµός, περίπου 100.000-120.000 άνθρωποι, κατοίκησαν σε αστικά και ηµιαστικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας, υπερδιπλασιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τον πληθυ- [ ] Στην Καβάλα επιτάξανε όλες τις καπναποθήκες και όσα πλοία ήρθαν αδειάζανε τους πρόσφυγες στο λιµάνι. Μας παίρνανε µε τα κάρα και µας στοιβάζανε µέσα στα καπνοµάγαζα. Σε ρίχνανε µέσα στο καπνοµάγαζο, έπιανες µια θέση και καθόσουν εκεί. Ναι, αλλά σε µια βδοµάδα µέσα ξέρετε το καπνοµάγαζο είχε τουαλέτες δυο τρεις κι όταν έχει χίλιους ανθρώπους µέσα, µπορούν δυο τρεις τουαλέτες να φτάσουν; η βρω- µιά έφερε ασθένειες και κυρίως παιδικές, ιλαρά και οστρακιά, η οποία θέριζε τα παιδιά, δέκα δέκα την ηµέρα, κι εκατό την εβδοµάδα είναι λίγα, θέριζε κατά χιλιάδες τα παιδιά. Και τότε κι εγώ αρρώστησα αλλά κι ο µικρός µου αδελφός, ο Ευρυπίδης, αρρώστησε και πέθανε. Ήταν δυόµισι χρονώ. Και τι κάµανε εδώ για να αντιµετωπίσουν αυτές τις αρρώστιες; Κάµανε την καραντίνα. Η καραντίνα λοιπόν ήτανε γύρω στις αποθήκες που είχανε την ασθένεια. Δεν άφηναν να βγεις από µέσα, αποκλεισµός της αποθήκης. Φέρανε και κάτι µεγάλα µηχανήµατα, κάτι σα φούρνους, κλίβανοι ήτανε, και ό,τι ρούχα υπήρχανε τα βάζανε στον κλίβανο για να κόψουν την ψείρα. Ύστερα τα βγάζανε, τα µισά σωστά και τα µισά σχισµένα. Αυτό ήτανε τροµερό πράγµα. Τραγικές σκηνές της εξόδου των Ελλήνων προσφύγων από τη

Μείναµε γύρω στους οχτώ-δέκα µήνες στα καπνοµάγαζα. Ύστερα ο πατέρας µου πρωτοστάτησε να κάνει ξανά το Καλαµίτσι σε χωριό. Ακολούθησαν καµιά πενήντα οικογένειες. Μας φόρτωσαν από κει και µας βγάζουν στην Κάρυανη. Ούτε ήταν κανείς να µας υποδεχτεί, ούτε τίποτα. Τότε δεν είχε παρά βούρλα και κουνούπια, τίποτ άλλο. Είχε θέρµες, αρρώστια, ελονοσία µεγάλη. Έλη ήτανε, τίποτ άλλο. Αρρωστήσαµε. Ανεβήκαµε ψηλά, στην άκρη του βουνού, απάνω, στην παλιά Κάρυανη. Είχανε κάτι τολ, τα είχανε κάνει οι Γάλλοι, και µέσα ήταν οι Καρυανιώτες, όσοι επιζήσανε από τη σφαγή των Βουλγάρων. Εκεί µας πήγανε, αλλά πού να µείνουµε; Μέναµε στο ύπαιθρο. Άστα από φαγητό, άστα! Μέναµε στο ύπαιθρο. Τότε είχε πολλά άγρια ζώα. Μια φορά κοιµόµασταν και µαζευτήκαν τα τσακάλια ανάµεσα στα στρώµατα και σηκώθηκαν ο γέρος µου µαζί µ έναν άλλο και χτυπούσαν τα τσακάλια µε την κουβέρτα [ ]. Η προφορική µαρτυρία ανήκει στον πρόσφυγα Λεόντιο Λυµπέρη (Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισµού Δήµου Καλαµαριάς) Οι σκηνές και οι καλύβες απετέλεσαν τις πρώτες πρόχειρες σµό τους και επεκτείνοντας τα πολεοδοµικά τους όρια. Τα πρώτα έτη υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα. Στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, οι καπναποθήκες κάλυψαν για πολλούς µήνες τις στοιχειώδεις στεγαστικές ανάγκες χιλιάδων προσφύγων. Στα αστικά και ηµιαστικά κέντρα της υπόλοιπης Μακεδονίας οι Νοµαρχιακές Διοικήσεις επέταξαν σχολεία, αποθήκες και άλλα δηµόσια οικήµατα και σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να διανείµουν σκηνές, προκειµένου να στεγάσουν στοιχειωδώς εκατοντάδες οικογένειες. Η µαζική συµβίωση ταλαιπωρηµένων και υποσιτιζόµενων ανθρώπων στα επιταγµένα δηµόσια και ιδιωτικά κτίρια µεγάλης χωρητικότητας είχε ως αποτέλεσµα την εξάπλωση επιδηµιών και την κατακόρυφη αύξηση της θνησιµότητας. Η απουσία εξατοµικευµένης και ολοκληρωµένης περίθαλψης, η ελλιπής σίτιση και καθαριότητα συνέβαλαν στις ανθυγιεινές συνθήκες οµαδικής συγκατοίκησης. Η καραντίνα εφαρµόστηκε µία ακόµη φορά ως µέτρο πρόληψης κατά των ασθενειών, ενισχύοντας τον διαχωρισµό µεταξύ των ντόπιων και των νέων εποίκων.

Η µεγάλη εισροή των προσφύγων στις περισσότερες πόλεις προκάλεσε, σε συνδυασµό µε την αποχώρηση των µουσουλµάνων, µεγάλες ανακατατάξεις στη δοµή του πληθυσµού. Από τις 45 πόλεις της χώρας που είχαν πληθυσµό µεγαλύτερο από 10.000 κατοίκους σύµφωνα µε την απογραφή του 1928 η Αθήνα, ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη δέχθηκαν 100.000-130.000 πρόσφυγες, ενώ πέντε βορειοελλαδικά κέντρα, η Καβάλα, η Δράµα, οι Σέρρες, η Ξάνθη και η Κοµοτηνή, δέχθηκαν από 10.000 έως και 30.000 πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν πλέον το 1/3 ή ακόµη και το ήµισυ του πληθυσµού των πόλεων. Η ίδια αναλογία παρατηρείται και σε µικρότερες πόλεις, όπως στην Κατερίνη, στα Γιαννιτσά, στη Βέροια, στην Έδεσσα, στο Κιλκίς και στην Αλεξανδρούπολη. Πέρα από τις πληθυσµιακές και εθνολογικές ανακατατάξεις, η έλευση των νέων εποίκων και κυρίως η διαχείριση της µόνιµης στέγασής τους από τις αρµόδιες κρατικές υπηρεσίες συνετέλεσαν στην πολεοδοµική διάρθρωση και στη µορφή, τελικά, των αστικών οικισµών για τις επόµενες δεκαετίες. Μικρές και µεγάλες πόλεις βρέθηκαν, λόγω της αναχώρησης των σλαβόφωνων και των µουσουλµάνων, σε θέση που επέτρεπε, τουλάχιστον έως έναν βαθµό, την αναµόρφωσή τους. Επίσης, οι εκτεταµένες καταστροφές σε ορισµένες πόλεις, λόγω της παρατεταµένης πολεµικής περιόδου, ή στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης εξαιτίας της πυρκαγιάς του 1917, παρείχαν την ευκαιρία για ευρείες και καινοτόµες πολεοδοµικές παρεµβάσεις. Από το 1917 µέχρι το 1922 εκπονήθηκε, κυρίως από το νεοσύστατο Υπουργείο Συγκοινωνιών, µεγάλος αριθµός προωθηµένων πολεοδοµικών ρυθµίσεων, µε στόχο η πολυπυρηνική οργάνωση των πόλεων και η πολυδιάσπαση των επιµέρους θρησκευτικών και εθνικών οµάδων να αντικατασταθεί από την ενότητα στον χώρο, εκφράζοντας την οµοιογένεια της νέας εθνικής πραγµατικότητας. Με άλλα λόγια, τα σχέδια αυτά φιλοδοξούσαν να ανατρέψουν την παραδοσιακή αστική διάρθρωση της οθωµανικής περιόδου, µε τις εσωστρεφώς οργανωµένες συνοικίες και τις εθνοθρησκευτικές χωρικές διακρίσεις. Σύµφωνα µε τους προγραµµατισµούς, ο αστικός χώρος θα οµογενοποιούταν και θα εκσυγχρονιζόταν. Η συγκυρία της εγκατάστασης χιλιάδων προσφύγων και των τεράστιων νέων στεγαστικών αναγκών συνέπεσε χρονικά µε την ψήφιση του νέου νοµοθετικού διατάγµατος «Περί πόλεων, κωµών και συνοικισµών του κράτους». Η ένταση του στεγαστικού Ανοικοδόµηση χωριού στη Δυτική Μακεδονία, προκειµένου

ζητήµατος και η έκταση του εποικισµού έθεσαν σε κίνηση κεντρικούς µηχανισµούς προγραµµατισµού και κατασκευής κοινωνικής κατοικίας. Ωστόσο, ο σχεδιασµός της αστικής προσφυγικής στέγασης δεν συνδέθηκε µε την ορθολογική και νεωτερική αντίληψη περί αστικής ανάπτυξης, που κυριάρχησε στους σχεδιασµούς των προηγού- µενων χρόνων. Οι εκσυγχρονιστικές παρεµβάσεις στην πλειοψηφία τους ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν, λόγω των τεράστιων και επειγόντων στεγαστικών αναγκών. Η έλλειψη συντονισµού µεταξύ των φορέων που ασχολήθηκαν µε το ζήτηµα της Το µοντέλο των προσφυγικών συνοικισµών στηρίχθηκε στον Οι οικίσκοι [ ] Η λέξις Πρόνοια! Ιδού µία µικρά ιστορία περί του πώς ρεζιλεύεται η υψηλή αυτή έννοια. Εις την αποµακρυσµένην συνοικίαν προς τα δυτικά της πόλεως, εις την συνοικίαν Ξηροκρήνης, υπήρχον ξυλοχάρτινοι γερµανικοί οικίσκοι. Μας ήλθον κάποτε γλίσχρον και εξηυτελισµένον, αλλά λίαν απροσδόκητον πεσκέσι χάρη εις τας γερµανικάς επανορθώσεις. Οι οικίσκοι αυτοί αφού συνηρµολογήθησαν και ετοποθετήθησαν έµενον επί τρία συναπτά έτη κλειστοί. Έως ότου µίαν ωραίαν πρωίαν κατέφθασεν επί τόπου ο κλειδούχος δια την διανοµήν. Την οποίαν και έκαµε. Αλλά εις ποίον θα πρωτοέδιδε οικίσκον; Ήσαν τόσοι πολλοί οι συρρεύσαντες συν γυναιξί και τέκνοις, ήσαν φουσάτα ολόκληρα αστέγων που διεξεδίκουν στέγην. Και ως ήτο επόµενον οι εγκατασταθέντες, έναντι των παραγκωνισθέντων, ήσαν σταγών εν τω ωκεανώ. Χάρις εις τα µέτρα και εις την ισχυράν επί τόπου κουστωδία η διανοµή επεβλήθη ως καλώς γενοµένη. Αλλά οι εγκατασταθέντες τυχηροί έβλεπον έως το βράδυ πίσω από τας φάλαγγας της κουστωδίας χιλιάδας υψωµένων γρόνθων και ήκουον άρας, βλασφηµίας, κατάρας. Και εχρειάσθη να έλθη η κουστωδία και την εποµένην και όλας τας µετέπειτα ηµέρας να φυλάξη τον συνοικισµόν. Διότι και όλας τας µετέπειτα ηµέρας οι γρόνθοι δεν έπαυσαν να εµφανίζωνται υψωµένοι εις το βάθος του ορίζοντος και ουδέ επί στιγµήν έπαυσαν να ακούονται αι διαµαρτυρίαι και αι αραί [ ]. («Εφηµερίς των Βαλκανίων», 22 Μαΐου 1929)

στέγασης στα αστικά κέντρα οδήγησε σε πρόχειρες και αποσπασµατικές λύσεις, ενώ σύντοµα το Υπουργείο Συγκοινωνιών άρχισε να παρακάµπτεται και οι αρµοδιότητες του σχεδιασµού και της ανέγερσης προσφυγικών οικισµών εκχωρούνταν πλέον στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Το 1928, µε νοµοθετική ρύθµιση τετραετούς ισχύος, ορίστηκε ότι δεν ήταν απαραίτητη η τήρηση της νοµοθεσίας «Περί σχεδίων πόλεων» και το 1934, µε το νοµοθετικό διάταγµα «Περί αστικής αποκατάστασης προσφύγων», δόθηκε πλέον οριστικά η δυνατότητα παράκαµψης των πολεοδοµικών νόµων στα όρια των υφιστάµενων προσφυγικών οικισµών. Οι προσφυγικοί συνοικισµοί κατασκευάστηκαν µε πρωτοβουλία και χρηµατοδότηση κυρίως του Υπουργείου Πρόνοιας και σε µικρότερο βαθµό της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) ή µε αυτοστέγαση, στα όρια των αστικών κέντρων. Η τακτική αυτή, σε συνάρτηση µε το ισχύον νοµοθετικό καθεστώς, οδήγησε στην εκ των υστέρων νοµιµοποίηση της επέκτασης των πόλεων, µε την αναγκαστική ένταξη των συνοικισµών στο σχέδιο πόλης. Το µοντέλο που εφαρµόστηκε συνίστατο στην πρόχειρη ρυµοτόµηση, δηλαδή στον χωρισµό της περιοχής σε ορθογώνια οικόπεδα και στην επανάληψη ορισµένων βασικών τύπων οικιών σε όλη την έκταση των συνοικισµών. Σε κάθε οίκηµα στεγάζονταν από µία έως και τέσσερις οικογένειες. Σε γενικές γραµµές εφαρµόστηκε µια πολεοδοµική οργάνωση που ικανοποιούσε µεν τις επείγουσες, βραχυπρόθεσµες και ατοµικές ανάγκες στέγασης, αλλά δεν µεριµνούσε για την κάλυψη των µακροπρόθεσµων και συνολικών αναγκών υποδοµής των νέων προσφυγικών κοινοτήτων. Στις γειτονιές και στους νέους συνοικισµούς, σε πολλές περιπτώσεις, επικράτησαν ονοµασίες που παρέπεµπαν στους τόπους καταγωγής, στην κοινωνική ιδιότητα των νέων κατοίκων ή ακόµη και στον αριθµό των νέων κατοικιών. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Κατερίνης µε τα Ευαγγελικά, το Βατάν-Μυλαύλακο, τη Νέα Ζωή και τα Χηράδικα, της Καβάλας µε τον Βύρωνα, τα Χίλια και τα Πεντακόσια, του Κιλκίς µε τα Κιολαλίδικα, τα Ακαλανιώτικα, τα Στενηµαχίτικα και τα Στρωµνιτσιώτικα, της Δράµας µε τα Κρατικά, τα Ορτακινά, τη Νέα Κρώµνη και τους Αµπελόκηπους, της Βέροιας µε τον Προµηθέα, τον Απόστολο Παύλο, το Καρσί Μαχαλά και τους Στενηµαχιώτες. Η αποχώρηση των µουσουλµάνων από τη Μακεδονία έθεσε στη διάθεση των προσφύγων µεγάλο αριθµό σπιτιών στις παλιές συνοικίες και στο κέντρο των πόλεων. Αψιδωτό παράπηγµα, που χρησίµευσε ως προσφυγική

Ορισµένα από τα σπίτια αυτά περιήλθαν στην κατοχή τους ως ανταλλάξιµα, µεταλλάσσοντας ολόκληρες µουσουλµανικές γειτονιές σε ελληνικές και προσφυγικές. Οι πιο εύποροι πρόσφυγες συνήθως επιδίωκαν να ενοικιάσουν ή να αγοράσουν σπίτια στις κεντρικές περιοχές. Ωστόσο, ούτε η εγκατάσταση στους παραδοσιακούς συνοικισµούς και στο κέντρο των πόλεων έγινε απρόσκοπτα ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, οι τοπικές αρχές ανέχθηκαν ή νοµιµοποίησαν στην πράξη την καταπάτηση και την αυθαίρετη δόµηση των ελεύθερων δηµόσιων χώρων. Από την άλλη, η κατανοµή των οικοπέδων υψηλής αξίας αποτέλεσε αιτία οξύτατου οικονοµικού ανταγωνισµού, από τον οποίο, αρκετές φορές οι πρόσφυγες ζηµιώθηκαν, καθώς ορισµένοι καταχράστηκαν και τελικά ιδιοποιήθηκαν την προσφυγική περιουσία. Τελικά, η αστική προσφυγική εγκατάσταση, µε τον τρόπο που υλοποιήθηκε, οδήγησε σε επεκτάσεις των πόλεων, µε συνήθη χαρακτηριστικά την προχειρότητα και την αποσπασµατικότητα. Προσέδωσε στους νεοσύστατους συνοικισµούς τη µορφή διάσπαρτων οικισµών, χωρίς συνοχή, ενότητα και οµοιογένεια, χωρίς αστικό ιστό και σύνδεση µε το κύριο σώµα της πόλης. Δεν µπορεί ωστόσο να παραβλεφθεί το γεγονός της ταχύτατης στέγασης σε σχέση µάλιστα µε τις συνθήκες της εποχής δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και της εξασφάλισης ενός βασικού όρου για την απαρχή της ζωής στη νέα τους πατρίδα. Θεσσαλονίκη: «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη εµπεριέχει εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά της αστικής προσφυγικής εγκατάστασης, όπως αυτή διαµορφώθηκε, αφενός στα άλλα δύο µεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και τον Πειραιά, και αφετέρου στις µικρότερες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Όµως η περίπτωση της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από ορισµένες βασικές ιδιαιτερότητες, που δικαιώνουν τον εύστοχο χαρακτηρισµό της «πρωτεύουσας των προσφύγων», από τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου. Σε µεγάλο βαθµό, η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης εδράζεται στο παρελθόν της, δηλαδή πριν από το καθοριστικό, για τη µελλοντική εξέλιξή της, έτος της έλευσης των προσφύγων. Τρία κυρίως στοιχεία διαµόρφωναν στη Θεσσαλονίκη µια πραγµατικότητα ξεχωριστή από αυτή που συνάντησαν οι πρόσφυγες κατά την έλευσή τους στα Το µεγάλο πλήθος του εβραϊκού πληθυσµού που φιλοξενούσε Άποψη της οδού Δέρκων στην Τούµπα της Θεσσαλονίκης, µε

υπόλοιπα αστικά κέντρα. Το πρώτο αφορά την έντονη πολυεθνικότητα της πόλης και ακόµη περισσότερο την κυριαρχία του εβραϊκού πληθυσµού σε ένα πολυπολιτισµικό αστικό πλαίσιο. Η απογραφή του 1913 καταδείκνυε αυτόν τον χαρακτήρα: Εβραίοι 61.439 38,9% Μουσουλµάνοι 45.889 29,1% Έλληνες 39.956 25,3% Άλλες εθνότητες 10.605 6,7% Μεταφορά ξύλων στον κάµπο, για το χτίσιµο σπιτιών που θα Τα ποσοστά του µειοψηφούντος ελληνικού πληθυσµού άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά από τα αλλεπάλληλα προσφυγικά ρεύµατα που συνέρευσαν στην πόλη µέχρι το 1922. Υπολογίζεται ότι, στο διάστηµα µεταξύ 1913 και 1922, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε εστία για 20.000-25.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και κυρίως τον Καύκασο. Όµως η Θεσσαλονίκη παρέµενε ακόµη «εβραιούπολη» και µόνο η πληµµυρίδα των Μικρασιατών προσφύγων επρόκειτο να µεταβάλει τα δεδοµένα, όχι απλώς τα δηµογραφικά, αλλά κυρίως τα οικονοµικά και κοινωνικά, ανατρέποντας ταυτόχρονα τις παραδοσιακές και παγιωµένες δοµές πολλών δεκαετιών. Εξίσου σηµαντική υπήρξε η µεταβατική αυτή δεκαετία, λόγω της ένταξης της πόλης στο ελληνικό κράτος. Η Θεσσαλονίκη βίωσε τις ανακατατάξεις που προέκυψαν από την ενσωµάτωση στο νέο κράτος, µε σαφώς εντονότερο τρόπο σε σχέση µε τους υπόλοιπους αστικούς και αγροτικούς οικισµούς των Νέων Χωρών. Για αιώνες παρέµενε η δεύτερη τη τάξει πόλη του βυζαντινού και στη συνέχεια του οθωµανικού κράτους. Η απελευθέρωση σήµανε ταυτόχρονα την απώλεια της ελεύθερης εµπορικής κίνησης στη βαλκανική ενδοχώρα και τον αναπροσανατολισµό της οικονοµικής λειτουργίας µέσα στη νέα περιορισµένη εθνική επικράτεια. Η πυρκαγιά του 1917 είναι το τρίτο στοιχείο που διαµόρφωσε το ιδιόµορφο σκηνικό αυτής της µεταβατικής περιόδου, αυτό το οποίο θα βίωναν αλλά και θα µετέβαλλαν µε την καθοριστική τους παρουσία οι Μικρασιάτες. Η φωτιά είχε κάψει 120 εκτάρια και 9.500 κτίρια του ιστορικού και οικονοµικού πυρήνα της πόλης, αφήνοντας

άστεγους 73.400 κατοίκους. Οι ζώνες κατοικίας και οικονοµικής δραστηριότητας που κάηκαν αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από εβραϊκό πληθυσµό. Πέρα από το γεγονός ότι ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού βρέθηκε χωρίς δουλειά και στέγη, η φωτιά προξένησε µεγάλα προβλήµατα στις υποδοµές, καθώς τα δίκτυα ηλεκτροδότησης, φωταερίου και διανοµής νερού είχαν καταστραφεί. Η παραπάνω περιγραφή απεικονίζει σε γενικές γραµµές την εθνολογική, κοινωνική, οικονοµική και πολεοδοµική κατάσταση της πόλης, όταν αυτή αποτέλεσε τη βασική πύλη υποδοχής των προσφύγων στη Μακεδονία και σύντοµα την οριστική πατρίδα για χιλιάδες από αυτούς. Το φθινόπωρο του 1922 και καθόλη τη διάρκεια του επόµενου έτους, οι πρόσφυγες «ξεφορτώνονταν» από τα καράβια στις µαούνες και αποβιβάζονταν στο κεντρικό λιµάνι της πόλης, στο Καραµπουρνάκι και στο Χαρµάνκιοϊ. Στη συνέχεια τοποθετούνταν στους µεγάλους θαλάµους, που είχαν χρησιµοποιηθεί κατά τον Α Παγκόσµιο πόλεµο από τα στρατεύµατα της Αντάντ, στην Καλαµαριά, στην Τού- µπα, στο Λεµπέτ (Σταυρούπολη) και στο Χαριλάου. Οι καταυλισµοί αυτοί αποτέλεσαν και πάλι τον βασικό χώρο µαζικής υποδοχής, απολύµανσης και περίθαλψης και τους διαµετακοµιστικούς σταθµούς για τα ενδότερα της Μακεδονίας. Στη συλλογική µνήµη έχει αποτυπωθεί µε τον εντονότερο τρόπο η οµαδική, υπό άθλιες συνθήκες, διαµονή των οικογενειών στα ξύλινα παραπήγµατα, όπου ο διαχωρισµός των «διαµερισµάτων» γινόταν µε κουβέρτες, τσουβάλια ή εφηµερίδες. Καθώς οι θάλαµοι δεν επαρκούσαν, πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να παραµείνουν σε σκηνές που η Επιτροπή Περιθάλψεως διένειµε ή να κατασκευάσουν αυτοσχέδιες παράγκες από λαµαρίνες, ξύλα και πισσόχαρτο ή άλλα υλικά που έβρισκαν στην περιοχή. Σύντοµα διαµορφώθηκε µια εκρηκτική κατάσταση και στο κέντρο της πόλης. Οι νεοαφιχθέντες όξυναν σε µέγιστο βαθµό το στεγαστικό χάος που προκάλεσε η πυρκαγιά του 1917. Το κράτος είχε επιτάξει σχεδόν όλα τα δηµόσια κτίρια και είχε τοποθετήσει προσωρινά χιλιάδες πρόσφυγες σε κτίρια δηµόσιων υπηρεσιών, σε σχολεία, εκκλησίες και τεµένη, σε καπνεργοστάσια, αποθήκες, ιδιωτικά διαµερίσµατα και δωµάτια. Για µήνες ή και χρόνια, όλοι αυτοί οι χώροι καθώς και πολλές εµπορικές στοές, δρόµοι, πλατείες και αλάνες καταλήφθηκαν από τα αυτοσχέδια καταλύµατα των προσφύγων. Η µόνιµη εγκατάσταση περίπου 100.000-115.000 νέων κατοίκων προκάλεσε ανακατατάξεις σε πολλαπλά επίπεδα και µεταµόρφωσε οριστικά το πρόσωπο της πόλης. Η Ζωγραφική αναπαράσταση της πυρκαγιάς στη Θεσσαλονίκη,

µετάβαση από τις παραδοσιακές στις νέες δοµές αποκρυσταλλώθηκε αποφασιστικά, µετά το 1923, στην εθνολογική σύνθεση, στην κοινωνική διαστρωµάτωση και στον πολεοδοµικό-αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Στη µεταβολή των εθνολογικών αναλογιών συνέβαλε τόσο η αποχώρηση όλου του µουσουλµανικού πληθυσµού όσο και η σταδιακή αναχώρηση περίπου 20.000 Εβραίων κατά τη δεκαετία του 1920. Ο πληθυσµός, σύµφωνα µε την απογραφή του 1928, αυξήθηκε σε 245.000 και η χριστιανική ελληνική παρουσία εδραιώθηκε, µε τους πρόσφυγες να αποτελούν το 39,65% των κατοίκων. Πέρα από τα νέα δηµογραφικά δεδοµένα, οι εθνοτικές ανακατατάξεις σχετίζονταν Ο συνοικισµός Νέα Μουταλάσκη Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το Η Αγία Φωτεινή [ ] Η Αγία Φωτεινή αρχίζει από το Συντριβάνι και εκτείνεται προς τους Χορτατζήδες. Από το άλλο µέρος προχωρεί προς το πεδίον του Άρεως έως το τέρµα των εβραϊκών νεκροταφείων. Ολόκληρον αυτό το τµήµα µέχρι σήµερον ακόµη κτίζεται, είτε τη ανοχή των Αρχών, είτε διότι κάνουν στραβό µάτι οι επιτηρούντες υπάλληλοι. Έτσι στις παρα- µονές των εκλογών ήτο ευκαιρία βλέπετε ξεφύτρωσαν περί τις εκατό παράνοµες παράγκες. Οι επιστάται σε τέτοιες περιστάσεις είναι αρκετά βαρύκοοι. [ ] Σ όλο το συνοικισµό δεν υπάρχουν περισσότερες από πεντ-έξη βρύσες κι απ αυτές πρέπει να ποτίζονται τρεις χιλιάδες οικογένειες. Πολλές φορές το καλοκαίρι την ηµέρα δεν τρέχουν καθόλου οι βρύσες. Και µονάχα το πρωί και τα µεσάνυχτα έρχεται το νερό. Τότε το ξενύχτι στις βρύσες είναι απαραίτητο κι όποιος θέλει να διασκεδάση και να αντιληφθεί πόση αξία έχει το νερό ας παρακολουθήση το θέαµα των συγκρούσεων που γίνονται εκεί. Θα νοµίση ότι βρίσκεται στο µέτωπο και θα παρακολουθήση εκ του πλησίον µια πραγµατική έφοδο για την κατάκτηση ολίγων ποτηριών νερού. Θ ακούση γκαζοτενεκέδες να βαράνε, σταµνιά να σπάνουν στα κεφάλια, θα δη όλα τα τσόκαρα του συνοικισµού κιόλα τα µυστικά των θα µάθη. Τα άπλυτα όλα βγαίνουν στη φόρα [ ]. («Εφηµερίς των Βαλκανίων», 24 Μαρτίου 1929)

µε τη γεωγραφική κατανοµή του προσφυγικού πληθυσµού στην πόλη, ιδιαίτερα κατά την πρώτη δεκαετία εγκατάστασης. Οι πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, καταγόµενοι ως επί το πλείστον από αστικά και ηµιαστικά κέντρα, επιδίωξαν να εγκατασταθούν στο κέντρο, έστω υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν. Προσδοκούσαν έτσι στην ευκολότερη ανεύρεση απασχόλησης και στην πρόσβαση στους εργασιακούς χώρους, στις δηµόσιες υπηρεσίες και στους φορείς ενίσχυσης που κατά κανόνα λειτουργούσαν στο κέντρο. Η εγκατάσταση στην περιαστική ζώνη θεωρήθηκε, από κάθε άποψη, συνώνυµο της γκετοποίησης, δεδοµένου µάλιστα ότι η υποδοµή των συνοικισµών, µέχρι τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1930, ήταν ανεπαρκέστατη έως ανύπαρκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1923, από τους περίπου 115.000 πρόσφυγες, µόνο οι Πρακτικόν ιδρύσεως Συνδέσµου Σήµερον την 27η Αυγούστου 1924 οι υποφαινόµενοι πρόσφυγες κάτοικοι του 6ου τοµέως της καείσης ζώνης της Θεσσαλονίκης κάτοχοι εν αυτώ ιδιοκτήτων παραπηγµάτων συνελθόντες εν τω επί της οδού Αγίου Δηµητρίου καφενείω του Δ. Βαρσαµίδου απεφασίσαµεν την ίδρυσιν εν Θεσσαλονίκη Συνδέσµου υπό την επωνυµίαν Σύνδεσµος Αστών Προσφύγων 6ου Τοµέως η «Αλληλοβοήθεια» του οποίου σκοπός θα είναι η αλληλεγγύη των µελών και η ενέργεια δια παντός νοµίµου και δυνατού µέσου προς παραχώρησιν των οικοπέδων του ως άνω 6ου τοµέως εις τους Έλληνας πρόσφυγας τους έχοντας εν αυτώ ιδιόκτητα παραπήγµατα δια κατοικίαν των και καταστήµατα και δια την πληρωµήν της αξίας των οικοπέδων αυτών τοκοχρεωλυτικώς καθόσον τα οικόπεδα της ζώνης ταύτης ανήκον εις Τούρκους ανταλλαξίµους ων αι περιουσίαι αι ακίνηται κατά την Συνθήκην της Λωζάνης περιέρχονται εις την προσφυγικήν ολότητα δια του ελληνικού κράτους. Απόσπασµα από καταστατικό προσφυγικού συλλόγου στη Θεσσαλονίκη, 27 Αυγούστου 1924 (Αρχείο Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισµού Δήµου Καλαµαριάς)

30.000 κατοικούσαν στους περίχωρους συνοικισµούς. Η αποχώρηση των εναποµείναντων 25.000 µουσουλµάνων, το 1924, έδωσε µια ανάσα στο στεγαστικό πρόβληµα, εφοδιάζοντας τις υπηρεσίες αποκατάστασης µε τα ανταλλάξιµα σπίτια του κέντρου και της Άνω Πόλης. Τα οικήµατα αρχικά παραχωρήθηκαν για τις προσωρινές στεγαστικές ανάγκες περίπου 30.000 προσφύγων, αλλά στη συνέχεια µισθώθηκαν ή πουλήθηκαν σε γηγενείς και πρόσφυγες, σύµφωνα µε την απόφαση της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και τη σύµβαση µεταξύ του Δηµοσίου και της Εθνικής Τράπεζας. Τα κέρδη επρόκειτο να χρηµατοδοτήσουν την προσφυγική αποκατάσταση. Η εγκατάσταση και η οικονοµική δραστηριοποίηση των νέων εποίκων στο κέντρο, σε συνδυασµό µε την καταστροφή που είχε προκαλέσει η πυρκαγιά, απώθησε µεγάλο µέρος του εβραϊκού πληθυσµού, κυρίως των µικροαστικών και λαϊκών στρωµάτων, προς τις ανατολικές περιαστικές περιοχές, ανακατανέµοντας τους επαγγελµατικούς Άποψη του προσφυγικού συνοικισµού της Νεάπολης, στα Προσφυγικοί συνοικισµοί της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέµου Στα ανατολικά, η Νέα Κρήνη, η Αρετσού, το Κουρί, το Κατιρλί, το Δέρκων, η Καλαµαριά, το Καραµπουρνάκι, το Αλλατίνι, οι οικισµοί Προσφύγων Δηµοσιογράφων, Νέας Τούζλας, Ναυάρχου Βότση και Βυζαντίου. Επίσης ανατολικά, οι οικισµοί Προσφύγων Τροχιοδροµικών, Οσίας Ξένης, Καισάρειας και Αθηνών-Μουταλάσκης, η Νέα Μαλακοπή, η Τούµπα και η Τριανδρία και βορειανατολικά το Πανόραµα. Ο συνοικισµός Χαριλάου, που κατοικήθηκε και από πρόσφυγες, προϋπήρχε από το 1920. Βόρεια του κέντρου, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Ευαγγελίστρια, ο Άγιος Παύλος, η Καλλιθέα, η Τρωάδα και η Τυρολόη, οι Συκιές, το Ροδοχώρι, η Πολίχνη, η Νεάπολη, ο Ρήγας Φεραίος και η Νέα Βάρνα. Στα δυτικά, η Νέα Ευκαρπία, η Σταυρούπολη, το Νέο Κορδελιό, το Χαρµάνκιοϊ, ο Νέος Κουκλουτζάς (Εύοσµος), η Επτάλοφος, οι Αµπελόκηποι, η Ξηροκρήνη, η Νέα Μενεµένη, ο Βόσπορος, οι οικισµοί Σιδηροδροµικών, Ορτακιανών και Καϊστρίου Πεδίου. Τέλος, στο κέντρο, δίπλα στον χώρο των εβραϊκών νεκροταφείων, ο οικισµός της Αγίας Φωτεινής. Ιστορική και φθαρµένη φωτογραφία της αυγής του 20ού

συσχετισµούς προς όφελος του ελληνικού στοιχείου. Η πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέµου ήταν αρκετή, υπό τις ιδιαίτερες συγκυρίες που αναπτύχθηκαν, για να µεταλλάξει τη Θεσσαλονίκη από «εβραιούπολη» σε «προσφυγούπολη». Ωστόσο η παραµονή στο κέντρο θα αποδεικνυόταν σύντοµα αδύνατη για τη µεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων. Η οικονοµική δυσπραγία απέκλεισε τους περισσότερους από την εµπορευµατική διαδικασία του ανοικοδοµούµενου ιστορικού κέντρου, καθώς, µετά την πυρκαγιά, η τιµή των οικοπέδων και των νέων κτιρίων αυξήθηκε κατακόρυφα. Η οικοδόµηση των συνοικισµών και η παραχώρηση ιδιόκτητης κατοικίας, µε πολύ ευνοϊκότερους όρους, ανάγκασαν σταδιακά τους πρόσφυγες να καταφύγουν εκεί, ώστε να επιλύσουν ένα από τα βασικά ζητήµατα της διαβίωσής τους. Ήδη το 1927, το 50% των προσφύγων διέµενε στους συνοικισµούς, ενώ το 1932 οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισµών ανέρχονταν περίπου στους 90.000. Η επιλογή του τόπου κατοικίας συνδεόταν εκ των πραγµάτων µε την κοινωνική διαστρωµάτωση του νεοαφιχθέντος πληθυσµού, όπως αυτή διαµορφώθηκε µετά την προσφυγιά, και σε µεγάλο βαθµό την αναπαρήγαγε. Στα µέσα της δεκαετίας του 1930, µόνο το 1/5 των προσφύγων παρέµεινε στο ιστορικό κέντρο. Οι πλέον εύποροι κατοίκησαν εξαρχής στη συνοικία των Εξοχών. Τα µέλη της ανώτερης και µέσης αστικής τάξης σύµφωνα µε το ύψος της περιουσίας στην πατρίδα αλλά και την επαγγελµατική συνέχεια στη Θεσσαλονίκη µπόρεσαν να εγκατασταθούν στις ανακατασκευασµένες περιοχές της πυρίκαυστου ζώνης. Μικρό µέρος των µικροαστικών και εργατικών στρω- µάτων κατοίκησε στις πρώην µουσουλµανικές φτωχογειτονιές του ευρύτερου κέντρου και στην Άνω Πόλη. Οι κάτοικοι των συνοικισµών προέρχονταν από τη χαµηλή και µέση εισοδηµατική κατηγορία και αποτέλεσαν για πολλές δεκαετίες τον κύριο όγκο των µικροαστικών και εργατικών λαϊκών στρωµάτων της Θεσσαλονίκης. Μέσα σε διάστηµα λίγων ετών η πόλη γνώρισε µια εκρηκτική διόγκωση, µε το µέγεθός της να αυξάνεται από τα 700 εκτάρια το 1913 στα 1.500 το 1928 και στα 2.000 το 1940. Οι συνοικισµοί σχηµάτιζαν µια ζώνη µήκους 16 χιλιοµέτρων γύρω από το ιστορικό κέντρο και σε αρκετή απόσταση από αυτό, δηµιουργώντας ουσιαστικά µια δεύτερη πόλη. Μεταξύ 1923 και 1935 ιδρύθηκαν περισσότεροι από 50 συνοικισµοί: 14 από την ΕΑΠ, 18 από την Πρόνοια, 2 σε συνεργασία ΕΑΠ-Πρόνοιας και 10 από οικοδοµικούς συνεταιρισµούς. Σε κοντινή απόσταση από το κέντρο δηµιουργήθηκαν Προσφυγικός συνοικισµός στην Τούµπα της Θεσσαλονίκης, Στον συνοικισµό της Νέας Μαλακοπής Θεσσαλονίκης εγκα-

αρκετοί αυθαίρετοι που στα επόµενα έτη νοµιµοποιήθηκαν ή κατεδαφίστηκαν. Ο πληθυσµός τους κυµαινόταν µεταξύ 500 και 7.000 κατοίκων, µε εξαίρεση την Τού- µπα που έφτασε, το 1932, τους 32.000 κατοίκους. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπως συνέβη άλλωστε και στην ύπαιθρο τα ονόµατα των συνοικισµών παρέπεµπαν στους τόπους καταγωγής, Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέµου η δηµοτική αρχή και οι διοικήσεις των κοινοτήτων δεν είχαν ασχοληθεί µε την ονοµατοδοσία των δρόµων. Το γεγονός αντανακλούσε ίσως την ανεπαρκή ακόµη ενσωµάτωση των νέων τµηµάτων της πόλης στο κυρίως σώµα της αλλά και το γεγονός ότι οι νέες επιµέρους συνοικιακές τοπικές ταυτότητες βρίσκονταν σε µια διαδικασία δηµιουργίας που δεν είχε ακόµη ολοκληρωθεί. Κατά κανόνα, η ονοµατοδοσία, που σηµειολογικά παρέπε- µπε στις ιδιαίτερες πατρίδες αλλά και στην κοινωνική ενσωµάτωση των προσφύγων µέσω της προβολής της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους, ξεκίνησε αργότερα, από τα µέσα της δεκαετίας του 1940. Η ίδρυση των περιαστικών οικισµών ισοδυναµούσε ουσιαστικά µε επέκταση της Θεσ- Ο συνοικισµός Τριανδρίας [ ] Είνε ο πιο ακάθαρτος συνοικισµός κι ο πτωχότερος, χειρότερος από τον Τενεκέ Μαχαλά. [ ] Και οι κάτοικοι υποµένουν όλα τα µαρτύρια διότι δεν µπορούν τίποτε να κάνουν. Άδικα θα φωνάζουν και θα τσιρίξουν. Δεν θα τους ακούση κανείς. Οι ίδιοι είνε τόσο πτωχοί, ώστε δεν είνε σε θέση καµµία βελτίωση να επιφέρουν στην κατάστασή τους. Οι 200 θάλαµοι και οικίσκοι περίπου που αποτελούν το συνοικισµόν είνε ελεεινοί σε απίστευτο σηµείο. Είνε κάτι χειρότερο από τρώγλες. Σάπιοι εντελώς, που σε κάθε φύσηµα του ανέµου υποκύπτουν και διαλύονται, όπως συνέβη το χειµώνα. Πολλές στέγες ανηπάργησαν από το µανιασµένο Βαρδάρη και ολόκληροι τοίχοι κατέρρευσαν. Με την πρώτη βροχή οι θάλαµοι πληµµυρούν, οι τοίχοι µουσκεύουν και οι τρωγλοδύται βγαίνουν να στεγνώσουν στον ήλιο ή στον αέρα. Εκεί µέσα λοιπόν στοιβάζονται σαν σαρδέλλες πολυµελείς οικογένειες, πάνω στο υγρό χώµα και αγωνίζονται να υπερνικήσουν το θάνατο που παραµονεύει σε κάθε γωνία. («Εφηµερίς των Βαλκανίων», 22 Μαρτίου 1929)

σαλονίκης, χωρίς όµως να εναρµονίζεται µε το προγραµµατισµένο σχέδιο επέκτασης η τροποποίησή του το 1929 πραγµατοποιήθηκε ακριβώς µε σκοπό να προσαρµοστεί σε µια ήδη διαµορφωµένη κατάσταση. Η απόσταση και το ελλιπέστατο οδικό και συγκοινωνιακό δίκτυο επέτειναν τον διαχωρισµό των συνοικισµών από την πόλη και δυσχέραναν την κοινωνική ένταξη και την αφοµοίωση των εποίκων. Η συνήθης µορφή των νέων συνοικισµών ήταν παρόµοια µε αυτή που αναπτύχθηκε στις υπόλοιπες βορειοελλαδικές πόλεις, καθώς παρόµοια ήταν η λογική αποκατάστασης, όπως και το νοµοθετικό πλαίσιο µέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν. Σχεδόν µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, το οικιστικό τοπίο χαρακτήριζαν τα χαµηλά τυποποιηµένα σπίτια µε τις µικρές αυλές, οι λασπωµένοι χωµατόδροµοι, οι ουρές και οι καυγάδες µπροστά στις κοινόχρηστες βρύσες, η ανεπαρκής ηλεκτροδότηση, η απουσία συγκοινωνίας και οι ξεχειλισµένοι βόθροι. Πυκνή ήταν η αρθρογραφία στον Τύπο σχετικά µε την ελαττωµατικότητα των κατασκευών, τα οικονοµικά σκάνδαλα και τις καταχρήσεις στην οικοδόµηση των νέων οικισµών. Εξάλλου, αν και οι περισσότεροι συνοικισµοί στη Θεσσαλονίκη είχαν οικοδοµηθεί µέχρι το 1933, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις προσφύγων που διαβιούσαν εκεί σε παραπήγµατα, µέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Κύριο χαρακτηριστικό της Ελλάδας του Μεσοπολέµου και της ζωής των προσφύγων ήταν η φτώχεια. Ωστόσο η έλευσή τους συνετέλεσε σε µια σειρά σηµαντικών ανακατατάξεων και στο οικονοµικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, η επαγγελµατική απασχόληση των προσφύγων στα αστικά κέντρα και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη αξίζει µια αναλυτικότερη προσέγγιση. Μικροί πρόσφυγες από το Σοχούµ δουλεύουν ως λούστροι Η επαγγελµατική απασχόληση Αν η µαζική κατασκευή οικιών στους περιαστικούς συνοικισµούς και στην ύπαιθρο επέλυσε, σε σηµαντικό βαθµό, τις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων, και η διανοµή της γης το βιοτικό πρόβληµα των εγκατεστηµένων στις αγροτικές περιοχές, η εργασιακή απασχόληση και συνεπώς η επιβίωση των αστών προσφύγων, χωρίς την κρατική συνδροµή, αποδεικνυόταν αρκετά πιο περίπλοκη. Σύµφωνα µε την απογραφή του 1928, το 52% των προσφύγων προερχόταν από αστικές περιοχές και το 48% από αγροτικές. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη

Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας κατάγονταν στην πλειοψηφία τους από τόπους µε εδραιωµένη αστική επαγγελµατική παράδοση. Στις πόλεις και στα ηµιαστικά κέντρα του οθωµανικού κράτους, τα 2/3 των Ελλήνων είχαν δική τους επιχειρηµατική δραστηριότητα, εργάζονταν δηλαδή ως έµποροι, βιοτέχνες και τεχνίτες, ενώ το 1/3 ήταν εξαρτηµένοι εργάτες, χειρώνακτες που ζούσαν από την εκµίσθωση της εργατικής τους δύναµης. Αρκετοί, ιδιαίτερα στα ηµιαστικά κέντρα, είχαν µεικτή απασχόληση (αστική και αγροτική) ή εκµεταλλεύονταν την αγροτική τους ιδιοκτησία, χωρίς οι ίδιοι να εµπλέκονται στην παραγωγή. Η ανεργία, η υποαπασχόληση και το εξαιρετικά χαµηλό εισόδηµα αποτέλεσαν, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέµου, το βασικό πλαίσιο της αστικής επαγγελµατικής ζωής των περισσότερων προσφύγων. Στη Θεσσαλονίκη οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 80% των ανέργων και των υποαπασχολούµενων, µια µεγάλη δεξαµενή από την οποία αντλείτο το φθηνό εργατικό δυναµικό που χρησιµοποιήθηκε στην ανοικοδόµηση της πόλης, στα δηµόσια έργα της περιαστικής ζώνης και της µακεδονικής ενδοχώρας και στη βιοµηχανία. Ορισµένα µέλη της προσφυγικής κοινότητας κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εργασιακή τους ιδιότητα κυρίως έµποροι που περιέσωσαν µέρος των κεφαλαίων και των επαγγελµατικών τους επαφών, γιατροί, εκπαιδευτικοί, τραπεζικοί υπάλληλοι αλλά και αλιείς, γεωργοί, κτηνοτρόφοι και τεχνίτες. Η επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης ανάγκασε τους περισσότερους να στραφούν σε άλλες κατευθύνσεις, µειωµένου εισοδή- µατος και γοήτρου σε σχέση µε αυτές που ακολουθούσαν στους τόπους καταγωγής. Ωστόσο, παρά τη µαζική εξαθλίωση και τη γενικευµένη κοινωνική τους υποβάθµιση, οι επαγγελµατικές συνήθειες και οι αξίες που υιοθέτησαν στις πατρίδες τους, καθόρισαν τον τρόπο µε τον οποίο οι πρόσφυγες πρωτίστως επιδίωξαν να αφοµοιωθούν εργασιακά στα νέα αστικά κέντρα, δηλαδή µε την αυτοαπασχόληση. Η εισροή των προσφύγων προκάλεσε µεγάλη αύξηση των µικροεπιχειρηµατιών, των µικροεπαγγελµατιών και των εµπόρων. Στη βιοµηχανική απογραφή του 1930 διαπιστώνεται µεγάλη αύξηση των µικρών βιοτεχνικών επιχειρήσεων, σε σχέση µε τις µεσαίου και µεγάλου µεγέθους. Μεγάλος αριθµός των ιδιοκτητών ήταν πρόσφυγες, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η χορήγηση επαγγελµατικών δανείων από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Χάρη στον νόµο «Περί παροχής οικονοµικής ενισχύσεως, Βασικό χαρακτηριστικό των προσφυγικών κοινοτήτων ήταν Γυναίκα από την Κίσκα της Καππαδοκίας, εγκατεστηµένη στην

εγγυήσει της ελληνικής πολιτείας εις οµογενείς πρόσφυγας µικροεπαγγελµατίας» δηµιουργήθηκαν µικρές προσφυγικές βιοτεχνικές επιχειρήσεις κυρίως ταπητουργίας, υφαντουργίας, µεταξουργίας και χαλκουργίας, κλάδοι δηλαδή στους οποίους οι πρόσφυγες µετέφεραν την πλούσια παράδοση και εµπειρία από τις πατρίδες τους. Ο κατακερµατισµός της παραγωγής οδήγησε σε κατάτµηση του καταναλωτικού κοινού και σε συµπίεση των κερδών, που συχνά δεν υπερέβαιναν το εισόδηµα του εργάτη. Το φαινόµενο του υπερεπαγγελµατισµού ή επαγγελµατικού πληθωρισµού, όπως ονο- µάστηκε, σε συνδυασµό µε τη διεθνή οικονοµική κρίση του 1929, οδήγησε πολλές µικρές επιχειρήσεις σε χρεωκοπία και στη µετάβαση των ανεξάρτητων τεχνιτών, βιοτεχνών και εµπόρων στο καθεστώς της εξαρτηµένης εργασίας. Σηµαντικό µέρος, ιδιαίτερα των αντρών προσφύγων, συγκροτούσε µια ασταθή επαγγελµατική τάξη που άλλαζε επάγγελµα µέχρι και έξι φορές τον χρόνο. Πολλοί από αυτούς µεταβάλλονταν από µικροεπιχειρηµατίες που απασχολούσαν βοηθούς συνήθως µέλη της οικογένειάς τους σε πλανόδιους εµπόρους ή σε εργάτες και το αντίστροφο. Αυτή η µορφή της επαγγελµατικής ένταξης συνέβαλε ουσιαστικά στη διευρυµένη αναπαραγωγή και στη µαζικοποίηση ενός µοντέλου επαγγελµατικής απασχόλησης που επικρατούσε, σε µικρότερο βαθµό, και πριν από την έλευση των προσφύγων. Ωστόσο η µαζική εγκατάσταση προσφύγων στα αστικά κέντρα αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες της βιοµηχανικής ανάπτυξης κατά το β µισό της δεκαετίας του 1920. Δύο κυρίως λόγοι συνέτειναν σε αυτό: η διεύρυνση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών ιδιαίτερα των ειδών πρώτης ανάγκης λόγω της µεγέθυνσης του καταναλωτικού κοινού και η διάθεση µαζικού και φτηνού, ειδικευµένου ή ανειδίκευτου, εργατικού δυναµικού και των δύο φύλων. Οι επείγουσες βιοτικές ανάγκες ενός διογκωµένου πλέον τµήµατος του πληθυσµού προκάλεσαν µείωση των ηµεροµισθίων, γεγονός που διευκόλυνε τη δηµιουργία νέων παραγωγικών µονάδων και την αύξηση της παραγωγής µε µειωµένο κόστος. Οι άντρες εργάζονταν κυρίως στην κατεργασία δέρµατος, στη βιοµηχανία τροφίµων, στην παραγωγή µηχανηµάτων και εργαλείων, στις οικοδοµές και στα µεγάλα κρατικά τεχνικά έργα. Οι γυναίκες απασχολούνταν ως επί το πλείστον στα καπνεργοστάσια, στην ταπητουργία και στην υφαντουργία. Η ανάγκη για επιβίωση σηµατοδότησε εξάλλου τη µαζική έξοδο των γυναικών προσφύγων στην εργασία ως βοηθητικό προσωπικό

[ ] Η ανάγκη κάνει πολλά. Τι να κάνεις; Τι ήµουνα; Δεκαπέντε χρονών κοριτσάκι και στα τούβλα δούλεψα Κουρασµένη σας λέω Αυτά εδώ τα χέρια, αν τρέµουν! Εκείνα τα τούβλα χειροποίητα ήταν. Τρία τούβλα παίρναµε στην κοιλιά. Στην Τούµπα, ήταν ένα είδος εργοστασίου, καλοκαιρινό. Πηγαίναµε και δουλεύαµε στα τούβλα. Να σηκώνεις, µικρό κοριτσάκι, πέντε κιλά πράµα, να πας και να ρθεις, να πηγαίνεις και να τ αφήνεις, να έρχεσαι και να το ξαναγεµίζεις [ ] Η αδερφή µου, µικρότερη, πήγε υπηρέτρια, δεν της άρεσαν τέτοιες βαριές δουλειές. Πηγαίναµε από δω, Καλαµαριά, στην Τούµπα ποδαρόδροµο και δουλεύαµε στα τούβλα, έξι κορίτσια από δω. Με τα πόδια πηγαίναµε, µε τα πόδια ερχόµασταν. Δουλεύαµε 10-11 ώρες, µες τον ήλιο, όλη την ηµέρα. Ούτε δέντρα είχε τότε, ούτε τίποτα. Ύστερα τα φύτεψαν, όταν έγιναν οι συνοικισµοί. Τότε ήταν ένα χάος [ ] [ ] Πέθανε ο πατέρας το 1926, µείναµε εγώ, τα αδέλφια µου και η µάνα µου, χήρα. Τι να κάνουµε, που να δουλέψουµε; Έφυγε η αδερφή µου, πήγε σ ένα σπίτι κάτω στη Θεσσαλονίκη, δούλα. Τότες, δούλες τις λέγανε. Η µάνα µου ξενοδούλευε, έπλενε ρούχα. Έπιασα τα 12-13 χρονώ. Πήγα µέχρι την τρίτη τάξη. Αλλά δε βάστηξα, η µάνα µου πού να βρει φόρους. Έφυγα από µικρός και πήγα στα ψάρια, σε καϊκι. Από εκεί και πέρα άρχισαν τα πράµατα λίγο να φτάνουν. Λίγο [ ] [ ] Είχα έναν αδερφό, µ έβαλε να κάνω κάτλα, να πουλάω δηλαδή τσιγάρα και καρα- µέλες, µε µια τάβλα στο λαιµό. Μου έδωσε πεντακόσιες δραχµές σ έρµαια, πήγαµε ψωνίσαµε, αυτό ήταν το κεφάλαιο. Εγώ το κεφάλαιο το είχα, σιγά-σιγά όµως, είχα τον άλλο µου αδερφό, ο οποίος αρρώστησε και έπαθε ίκτερο και στραβωνόταν. Μ εκείνον καταγίνηκα, ήταν δεκαοχτώ χρονών παλικάρι, τα κεφάλαιο φορτωνόταν πλάτη [ ] έφυγε [ ] Το κεφάλαιο σιγά-σιγά έσβησε. Τι κάνουµε τώρα; Αναγκάστηκα να κάνω το λούστρο. Απ το 25 µέχρι το 28 έκανα το λούστρο. Έβγαζα το µεροκάµατο, δόξα τω Θεώ, κατέβαινα κάθε µέρα µε τα πόδια στη Θεσσαλονίκη [ ] Οι προφορικές µαρτυρίες ανήκουν στους πρόσφυγες Δέσποινα Ζαµπέτογλου, Εµµανουήλ Ασίκη, Χαράλαµπο Λυπηρίδη (Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισµού Δήµου Καλαµαριάς) Κοινός τόπος της προσφυγικής εργασίας ήταν η δυσαναλογία

στις µικροεπιχειρήσεις της οικογένειας, ως εποχιακές εργάτριες, υπηρέτριες, πλύστρες, ράφτες και πλέκτριες σε κατ οίκον εργασία και σε άλλες «παρακατιανές» και ευκαιριακές δουλειές. Εκτός από τους χαµηλόµισθους ενήλικες εργαζόµενους, τα παιδιά των προσφύγων ήταν οι άλλοι «απόκληροι», που µε την εργασία τους συνεισέφεραν στο οικογενειακό εισόδηµα, άλλοτε µε «δουλειές του ποδαριού» και άλλοτε ως µαθητευόµενοι στους τεχνίτες ή στα εργοστάσια. Τα µαθητολόγια στα σχολεία των προσφυγικών συνοικισµών, οι προφορικές διηγήσεις και τα φωτογραφικά τεκµήρια της εποχής µαρτυρούν τα υψηλά ποσοστά και τις σκληρές συνθήκες της παιδικής εργασίας στις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, τη βίαιη και πρώιµη διακοπή της σχολικής εκπαίδευσης, την ευθύνη συντήρησης των οικογενειών τους από την προεφηβική ακόµη ηλικία. Αξιοσηµείωτη ήταν στη Θεσσαλονίκη, η πρώιµη, σε σχέση µε τις συνθήκες εγκατάστασης, ενσωµάτωση των προσφύγων στην επαγγελµατική ζωή της πόλης. Ήδη το 1926, τα 12 από τα 82 µέλη της Ένωσης Βιοµηχάνων Μακεδονίας ήταν πρόσφυγες, όπως και τα 300 από τα 1.200 µέλη του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Θεσσαλονίκης και τα 2.700 από τα 6.700 του Επαγγελµατικού Επιµελητηρίου. Στα εργατικά σωµατεία, µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, είχαν εγγραφεί 13.000 πρόσφυγες, που αποτελούσαν περίπου το 50% του εργατικού δυναµικού, ενώ ιδρύθηκαν και αρκετά αµιγώς προσφυγικά επαγγελµατικά σωµατεία. Η έντονη δραστηριότητα πήγαζε αναµφίβολα από την επιτακτική ανάγκη επιβίωσης, αλλά ταυτόχρονα αντανακλούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που επρόκειτο πλέον να διαδραµατίσουν οι πρόσφυγες στην επαγγελµατική ζωή των πόλεων. Αντίστοιχα υποβιβάστηκαν οι παραδοσιακοί ρόλοι άλλων εθνοτικών οµάδων, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, όπου µεταβλήθηκε το καθεστώς σε αρκετούς επαγγελµατικούς τοµείς, στους οποίους το εβραϊκό στοιχείο κατείχε έως τότε τα σκήπτρα, όπως στο εµπόριο, στη βιοµηχανία και στην αλιεία. Σύµφωνα µε την απογραφή του 1928, οι πρόσφυγες συµµετείχαν τουλάχιστον κατά 20% σε κάθε τοµέα της οικονοµικής ζωής, φτάνοντας σε αρκετούς κλάδους το 40%-50%. Αν και ο κύριος πυρήνας της επαγγελµατικής ζωής υπήρξε το κέντρο, οι ανάγκες των κατοίκων και η επάρκεια χώρου οδήγησαν σταδιακά σε µια περιορισµένη ανάπτυξη του µικροεµπορίου καθώς και σε µια εξίσου περιορισµένη ανάπτυξη της αγροτικής και Στη Μεταµόρφωση Χαλκιδικής εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες

κτηνοτροφικής απασχόλησης στους συνοικισµούς, όπως και στην κατασκευή εργοστασίων εκεί, όπου εξάλλου ζούσε το πλεονάζον φθηνό εργατικό δυναµικό. Στο κέντρο ή στην περιφέρεια των πόλεων, οι πρόσφυγες αφέθηκαν ουσιαστικά στην τύχη τους ως προς την εργασιακή τους απασχόληση. Στο πεδίο αυτό η πολιτεία, υποβοηθούµενη από τις συνθήκες αλλά και από την απόφαση εφαρµογής µιας σαφούς πολιτικής αγροτικής αποκατάστασης, ενίσχυσε τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο, µεταβάλλοντας την όψη και το µέλλον της Βόρειας Ελλάδας και καθιστώντας την ουσιαστικά, δέκα χρόνια µετά την απελευθέρωσή της, τµήµα του ελλαδικού κράτους. Η αγροτική αποκατάσταση: Εθνικός εποικισµός, εθνική ολοκλήρωση Οι αλλαγές στην εθνολογική σύσταση, στην οικονοµία και στην πολεοδοµία αποτελούν βασικές όψεις της εγκατάστασης των προσφύγων και της σηµασίας της για την οριστική και ουσιαστική ενσωµάτωση των αστικών κέντρων της Βόρειας Ελλάδας στο ελληνικό κράτος. Ωστόσο η αγροτική αποκατάσταση ήταν εκείνη που προσέδωσε στην εγκατάσταση χαρακτήρα εθνικού εποικισµού και συνέδεσε άρρηκτα τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη στον εθνικό κορµό. Επρόκειτο για ένα έργο µείζονος σηµασίας και αναλόγου µεγέθους, χάρη στο οποίο επιτεύχθηκε η αποκατάσταση χιλιάδων προσφύγων και προκλήθηκαν πολλαπλές ανακατατάξεις στη γεωγραφία, στη δηµογραφία, στις οικονοµικές δοµές, στην πολιτική ζωή και στις κοινωνικές νοοτροπίες των Νέων Χωρών και της χώρας συνολικά. Από τους περίπου 1.250.000 πρόσφυγες, στη Βόρεια Ελλάδα εγκαταστάθηκαν συνολικά οι 746.000: 638.300 στη Μακεδονία και 108.700 στη Δυτική Θράκη. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία, 446.000 και 72.000 αντίστοιχα, αποκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές. Στην Παλαιά Ελλάδα, αντίθετα, το µεγαλύτερο ποσοστό, δηλαδή οι 344.000, κατοίκησαν στις πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και στον Πειραιά, και µόνο οι 33.500 στην ύπαιθρο. Η κατανοµή οφειλόταν στον προγραµµατισµό της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, σε συνεργασία µε το ελληνικό κράτος. Πρωταρχικός στόχος υπήρξε η παροχή παραγωγικής απασχόλησης στους πρόσφυγες, ώστε σταδιακά και σύντοµα να καταστούν οικονοµικά αυτάρκεις και µη εξαρτώµενοι από την έξωθεν βοήθεια. Γι αυτόν

Διαθεσιµότητα γαιών και προσφυγική εγκατάσταση Πρόσφυγες Στρέµµατα γης Μακεδονία 638.253 5.487.865 Δυτική Θράκη 107.607 2.260.190 Ήπειρος 8.179 80.838 Νησιά Αιγαίου 56.613 44.547 Οι Μουσουλµάνοι της Βόρειας Ελλάδας αποτελούσαν πολυ- Κρήτη 33.900 154.552 Παλαιά Ελλάδα 377.297 362.452 τον λόγο, η Επιτροπή ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο µε την αγροτική αποκατάσταση και δευτερευόντως µε την αστική, που αποτέλεσε µέριµνα κυρίως του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της µαζικής αγροτικής εγκατάστασης στην Παλαιά Ελλάδα απορρίφθηκε εξαρχής, καθώς οι δυνατότητες της γεωργικής απασχόλησης εκεί ήταν εξαιρετικά περιορισµένες ακόµη και για τον ντόπιο πληθυσµό. Αντίθετα, για την επιλογή των Νέων Χωρών συνηγορούσαν βασικοί παράγοντες, όπως το πεδινό του µεγαλύτερου µέρους των εδαφών, που καθιστούσε δυνάµει εύφορες τις υποψήφιες περιοχές και η αποχώρηση περίπου 520.000 µουσουλµάνων, µε τη Σύµβαση Ανταλλαγής του 1924, όπως και 95.000 σλαβόφωνων το 1919, γεγονός που έθετε στη διάθεση του ελληνικού κράτους χιλιάδες στρέµµατα για καλλιέργεια. Οι διαδικασίες ανεύρεσης εδαφών και οικονοµικών πόρων για την καλλιέργεια προχώρησαν ταχύτατα. Το 1924 και το 1927 το ελληνικό κράτος σύναψε δάνεια 13.000.000 αγγλικών λιρών µε τράπεζες του εξωτερικού και µε την Εθνική Τράπεζα. Η διαχείριση των ποσών ανατέθηκε στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, µε σκοπό να καλυφθεί οικονοµικά κυρίως η αγροτική αποκατάσταση. Παράλληλα, το 1926 η πολιτεία µεταβίβασε στην Επιτροπή Αποκατάστασης την κυριότητα 8.300.000 στρεµµάτων,

από τα οποία το 85% βρισκόταν στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αποτελούνταν από τα κτήµατα των ανταλλάξιµων µουσουλµάνων, από δηµόσια κτήµατα και ορισµένες µοναστηριακές γαίες και από τις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν µέσω της αγροτικής µεταρρύθµισης, δηλαδή τα τσιφλίκια. Η αγροτική µεταρρύθµιση επιτάχυνε την αποκατάσταση των προσφύγων αλλά και επιταχύνθηκε από την έλευσή τους. Η απαλλοτρίωση των µεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών και η διανοµή τους στους καλλιεργητές αποτελούσε βασική θέση του Κόµµατος των Φιλελευθέρων. Χρειάστηκε ωστόσο η ασφυκτική πίεση της ανεύρεσης πόρων ζωής για τους χιλιάδες πρόσφυγες, ώστε να τεθεί σε πρακτική εφαρµογή η επιταγή της νοµοθεσίας του 1907. Η τελευταία εµπλουτίστηκε από τα νοµοθετικά διατάγµατα του 1923 και του 1926, που ενέταξαν στις κατηγορίες των δικαιούχων τους πρόσφυ- Η Συντονιστική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων του Από το Μαύρο Βιβλίον της προσφυγικής ζωής [ ] Ταυτοχρόνως δαίµονες επικάθηνται εις τα στήθη των γεωργών, διάφοροι τσιφλικάδες νέµονται την γην. Παίρνουν άδειες παρανόµως και πωλούν τα τσιφλίκια ενώ εµπαίζουν τον πτωχό τον κόσµο ότι έγινε νόµος που δεν επιτρέπει αγοραπωλησίας επί τσιφλικίων. 100 οικογένειες στην Αλιστράτη δεν έχουν χωράφια, ενώ υπάρχουν πολλά, πάµπολλα. Πολλές οικογένειες εκεί κάθηνται σε ερείπια µέσα Διάφορα τούρκικα σπίτια τα έχουν οι τσορµπατζήδες, ενώ οι δυστυχισµένοι όµοιοί των κοιµώνται στις σάλες. 120 οικογένειαι στο Γκουλάκι διψούν, δεν έχουν νερό διότι λυπούνται να εξοδεύσουν 100.000 δραχµάς ενώ σε ψώφια ζώα δίδουν εκατοµµύρια. 17 οικογενειών κατέρρευσαν αι οικίαι στο Μανδύλι και χωράφια δεν τους δίδονται διότι έτσι θέλουν 4-5 τσορµπατζήδες. Στην Κορµίστα δύο χρόνια σε σκοτεινά δωµάτια κάθηνται οι πρόσφυγες και δεν έχουν αρκετά χωράφια να ζήσουν διότι το Μοναστήρι της Εικοσιφοινίσης τα έδωκε για να τα εκµεταλλευτή ένας πτωχός από τη Δράµα που έχει 30 εκατοµµύρια [ ]. («Εφηµερίς των Βαλκανίων», 16 Μαΐου 1925)