για την Ορνιθοπανίδα στη Ζώνη Ειδικής Προστασίας Όρος Όθρυς, Βουνά Γκούρας και Φαράγγι Παλαιοκερασιάς», με κωδικό GR1430006 ΓΙΑ ΤO ΕΡΓΟ ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΛΟΓΟΡΑΧΗ ΙΣΧΥΟΣ 17MW ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΑΛΟΓΟΡΑΧΗ, ΔΗΜΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013
- 2 -
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...- 5-1.1 Γενικά στοιχεία... - 5-1.2 Θεσμικό Πλαίσιο... - 8-1.3 Βιβλιογραφική ανασκόπηση αξιολόγησης επιπτώσεων στην ορνιθοπανίδα... - 14-2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΈΡΓΟΥ... - 25-2.1 Τεχνικά στοιχεία... - 25-2.2 Συσχέτιση με άλλα έργα... - 26-2.3 Μεθοδολογία εκπόνησης Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης... - 27-3. ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... - 29-3.1 Περιοχή μελέτης... - 29-3.2 Φυσικό περιβάλλον περιοχής μελέτης... - 30-3.3 Σημαντικά είδη και είδη χαρακτηρισμού περιοχής μελέτης... - 31-4. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 92/43/ΕΟΚ... - 35-4.1 Περιγραφή του προστατευτέου αντικειμένου της ευρύτερης περιοχής μελέτης (ΖΕΠ) και των στόχων διατήρησης... - 35-4.2 Αναλυτικά στοιχεία για τα σημαντικά είδη ορνιθοπανίδας της περιοχής μελέτης... - 43-4.3 Αξιολόγηση επιπτώσεων στην ορνιθοπανίδα. Δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων... - 56-4.3.1 Επιπτώσεις από προσκρούσεις... - 58-4.3.2 Επιπτώσεις από ενόχληση ή / και δημιουργία φράγματος ανάσχεσης... - 59-4.3.3 Επιπτώσεις από απώλεια ή αλλαγές στη δομή του ενδιαιτήματος... - 62-4.3.4 Αθροιστικές και συνεργιστικές επιπτώσεις... - 63-5. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ... - 64-6. ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ... - 65-7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... - 67 - - 3 -
- 4 -
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Γενικά στοιχεία Η παρούσα Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση του έργου συντάχθηκε στο πλαίσιο της εκπόνησης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το εν λειτουργία Α/Π ΑΛΟΓΟΡΑΧΗ, ως αναπόσπαστο τμήμα της, λόγω της ένταξης της περιοχής στο δίκτυο ΖΕΠ Natura 2000 μετά την έναρξη λειτουργίας του. Πρόκειται για Α/Π ισχύος 17MW της εταιρείας Χ. ΡΟΚΑΣ Α.Β.Ε.Ε. Οι περιβαλλοντικοί όροι του εν λόγω έργου έχουν λήξει από τις 30.08.2010 σύμφωνα με την υπ αριθμ. 2328/8-8-2003 Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων και την υπ αριθμ. 3256/11-8-2004 τροποποίηση αυτής. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με την Εγκύκλιο οικ. ΕΥ- ΠΕ/203188/20.11.2012 της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ περί διευκρινίσεων σχετικά με την ανανέωση (παράταση ισχύος) Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, απαιτείται εκ νέου υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στα Είδη Χαρακτηρισμού της Ζώνης Ειδικής Προστασίας για την Ορνιθοπανίδα, εντός της οποίας χωροθετείται το Α/Π, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Οδηγία 2009/147/EK περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών. Συγκεκριμένα το υπό εξέταση έργο βρίσκεται εντός της περιοχής ΖΕΠ με κωδικό GR 1430006 και ονομασία ΌΡΟΣ ΌΘΡΥΣ, ΒΟΥΝΑ ΓΚΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΦΑΡΑΓΓΙ ΠΑΛΑΙΟΚΕΡΑΣΙΑΣ, η οποία εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000 τον Ιανουάριο του 2008. Αρμόδιος για την παροχή πληροφοριών είναι ο κος Αλέξανδρος Παρασκευόπουλος με τα κάτωθι στοιχεία επικοινωνίας: Διεύθυνση: Ριζαρείου 3, 152 33 Χαλάνδρι, Αθήνα Τηλέφωνο: 210-8774100 Fax: 210-8774141 Ηλεκτρονική διεύθυνση: AParaskevopoulos@iberdrola.gr Στις σελίδες που ακολουθούν παρατίθεται αντίγραφο του Μελετητικού Πτυχίου καθώς και υπεύθυνη δήλωση για την ισχύ του από τον υπεύθυνο της μελέτης. - 5 -
Εικόνα 1: Πτυχίο Μελετητή - 6 -
Εικόνα 2: Υπεύθυνη Δήλωση Μελετητή - 7 -
1.2 Θεσμικό Πλαίσιο Μία από τις κύριες προτεραιότητες στην ΕΕ αποτελεί η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας. Στο σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Η Ασφάλεια Ζωής, το φυσικό μας κεφάλαιο: η στρατηγική βιοποικιλότητας της ΕΕ έως το 2020» (COM/2011/244, 3.5.2011), καθορίζεται ο τρόπος για την πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Βασικό σημείο της στρατηγικής αυτής είναι η πλήρης εφαρμογή των δύο Οδηγιών σχετικά με τη διατήρηση των αγρίων πτηνών (79/409/ΕΟΚ) και των φυσικών οικοτόπων και της άγριας χλωρίδας και πανίδας (92/43/ΕΟΚ), που περιλαμβάνουν τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000. Η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ κωδικοποιήθηκε με την 2009/147/ΕΚ (30/11/2009). Επιπλέον, έχει δημοσιευθεί η υπ. Αριθμ. 37338/1807/Ε.103/2010 ΚΥΑ για τον «Καθορισμό μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ενδιαιτημάτων της, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/EOK «Περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών», του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ» (ΦΕΚ Β 1495/6.9.2010) καθώς και τροποποίηση / συμπλήρωσή της (8353/276/2012, ΦΕΚ 415/Β/23.2.2012). Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι, η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας πρέπει να είναι σε πλήρη συμφωνία με τις Οδηγίες αυτές (χωρίς όμως να αποκλείεται σε καμία περίπτωση η ανάπτυξη στις προαναφερόμενες περιοχές). Η Οδηγία των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ, συμπληρώνοντας την Οδηγία των Πτηνών 79/409/ΕΟΚ, είναι η άλλη από τις δυο σημαντικότερες Οδηγίες που έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Δίκαιο και αφορούν στην προστασία των περιοχών που ανήκουν στο Δίκτυο Natura 2000, στην προστασία των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες Ευρωπαϊκές Οδηγίες έχουν οριστεί περιοχές με βάση ειδικά κριτήρια οι οποίες έχουν αξιόλογα φυσικά χαρακτηριστικά για προστασία. Οι περιοχές αυτές είναι είτε Ζώνες Ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) για τα Πουλιά, είτε Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) που με βάση το Ν. 3937/2011 (Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ 60/Α/31.3.2011) χαρακτηρίζονται πλέον ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ). Ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της προστασίας και διατήρησης της βιοποικιλότητας των ειδών και των οικοτόπων έχουν οι διατάξεις του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ καθώς σε σημαντικό βαθμό σχετίζονται με την περιβαλλοντική αδειοδότηση σχεδίων και έργων που ενδέχεται να επηρεάζουν τις περιοχές Natura 2000. Η σημασία του έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί το μοναδικό σημείο της Οδηγίας που καθορίζει την σχέση διατήρησης της φύσης και χρήσεων γης. Περιέχει τρία βασικά σύνολα διατάξεων: - 8 -
Η παράγραφος 1 προβλέπει τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων διατήρησης και μέτρων που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του Παραρτήματος Ι και των ειδών του Παραρτήματος ΙΙ. Η παράγραφος 2 δίνει κατευθύνσεις για την πρόληψη μέτρων για την αποφυγή της υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων και της σημαντική ενόχλησης των ειδών. Τέλος, στις παραγράφους 3 και 4 εκτίθενται μία σειρά μέτρων διασφάλισης που αφορούν έργα ή σχέδια που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τις περιοχές του Natura 2000. Αναλυτικότερα, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 6 ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται να επιτραπεί ή όχι η υλοποίηση σχεδίων ή έργων. Η εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου στην περιοχή, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 6, κινείται στο πλαίσιο της διασφάλισης της ακεραιότητας (integrity) της συγκεκριμένης περιοχής (ΖΕΠ ή ΕΖΔ) σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη πρωτοβουλία. Εάν προκύπτει ότι η εν λόγω πρωτοβουλία δεν θα επηρεάσει την περιοχή, η αδειοδότηση του προτεινόμενου σχεδίου ή έργου μπορεί να προχωρήσει. Εάν τα συμπεράσματα είναι αρνητικά, τότε, βρίσκουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 6. Συγκεκριμένα, αν δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι δεν θα προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις, το σχέδιο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος (derogation procedure in the absence of alternative solutions and for imperative reasons of overriding public interest). Αναλυτικότερα: Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 αναφέρει ότι: «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του (conservation objectives). Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα (integrity) του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη». Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 αναφέρει ότι: «Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων (alternative solutions), ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος (IROPI - Imperative Reasons of Overriding Public Interest), περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο (compensatory measures) ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής (coherence) του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε. Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας - 9 -
τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος». Πέραν του ερμηνευτικού Οδηγού σχετικά με το άρθρο 6 που εκδόθηκε το 2007, στον οποίο αναλύονται και διευκρινίζονται περαιτέρω τα περιεχόμενα του άρθρου, διατάξεις που σχετίζονται με την εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περιλαμβάνονται και σε άλλους νόμους ή ΚΥΑ που σχετίζονται με την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων ή τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Πιο συγκεκριμένα: Με βάση και τα όσα αναφέρονται για το περιεχόμενο της ΕΟΑ στο Ν. 4014/2011 για την «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος», (ΦΕΚ Α 209/21.09.2011), κατά την παράγραφο του άρθρου 10: «Στην περίπτωση έργων και δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura, η περιβαλλοντική αδειοδότηση διενεργείται με βάση τις σχετικές πρόνοιες των ειδικότερων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων προστασίας. Σε περίπτωση ελλείψεως σχετικών προβλέψεων: α) για έργα κατηγορίας Β υποβάλλεται ειδική οικολογική αξιολόγηση στην αρμόδια υπηρεσία Περιβάλλοντος της Περιφέρειας, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 11 και β) για έργα κατηγορίας Α υποβάλλεται, ως τμήμα της ΜΠΕ, ειδική οικολογική αξιολόγηση στην αρμόδια, κατά περίπτωση, υπηρεσία, σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 10 του άρθρου 11». Στο Ν. 4014 αναφέρονται οι βασικές αρχές για την εκπόνηση της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης και Δέουσας εκτίμησης (σύμφωνα και με το άρθρο 6, παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43). Πιο συγκεκριμένα (σε αντιστοιχία με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ), αναφέρεται ότι: «Η ειδική οικολογική αξιολόγηση και η ΜΠΕ, όπου αυτή απαιτείται, εστιάζει στις συνέπειες για την περιοχή βάσει των στόχων διατήρησής της. Η σημασία των επιπτώσεων προσδιορίζεται σε σχέση με τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στην προστατευόμενη περιοχή την οποία αφορά το έργο ή η δραστηριότητα, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους στόχους διατήρησης της περιοχής. Βάσει των συμπερασμάτων της ειδικής οικολογικής αξιολόγησης και της ΜΠΕ και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, η αρμόδια αρχή συμφωνεί για το οικείο έργο ή δραστηριότητα μόνο αφού βεβαιωθεί ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα της συγκεκριμένης περιοχής. Ειδικότερα, η εξέταση πιθανών μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων και εναλλακτικών λύσεων μπο- - 10 -
ρεί να επιτρέψει τη διαπίστωση ότι, βάσει τέτοιων λύσεων ή μέτρων, το έργο ή η δραστηριότητα δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα της περιοχής. Η ακεραιότητα μιας περιοχής αναφέρεται στις οικολογικές της λειτουργίες». Επίσης: «Για κάθε έργο ή δραστηριότητα, το οποίο βρίσκεται ε- κτός προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura αλλά όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά την εν λόγω περιοχή, καθ εαυτό ή από κοινού με άλλα έργα ή δραστηριότητες, ε- φαρμόζεται η διαδικασία του παρόντος άρθρου, μετά από αιτιολογημένη εντολή της αδειοδοτούσας αρχής, προκειμένου να εκτιμηθεί δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στην προστατευόμενη περιοχή». Επιπλέον, σε αντιστοιχία με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43, στον Ν. 4014 αναφέρεται ότι: «Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων με βάση τη διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα έργο ή δραστηριότητα πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, λαμβάνεται κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία της συνολικής συνοχής των περιοχών του δικτύου Natura 2000. Εντός δύο μηνών από την έκδοση ΑΕΠΟ του έργου ή της δραστηριότητας, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν και τα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν». Επιπλέον: «Όταν στη συγκεκριμένη περιοχή ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημόσιου συμφέροντος». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ν. 3851/2010 (ΦΕΚ 85/4-6-2010) για την «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες διατάξεις σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» αναφέρει ότι «η προστασία του κλίματος μέσω της προώθησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. αποτελεί περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα ύψιστης σημασίας για τη χώρα». Στον ίδιο νόμο για την επιτάχυνση των ΑΠΕ, προβλέπεται η προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 8 του Ν. 1650/1986: «Με τη θέσπιση των κατάλληλων μέτρων προωθούνται, κατά προτεραιότητα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ως μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία της ατμόσφαιρας, το βιώσιμο ενεργειακό εφοδιασμό της χώρας, την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης και τη βιώσιμη αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου». Αντίστοιχα, ειδικά για τις ΖΕΠ, στην υπ. Αριθμ. 37338/1807/Ε.103/2010 ΚΥΑ για τον «Καθορισμό μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ - 11 -
ενδιαιτημάτων της, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409 όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ» (ΦΕΚ Β 1495/6.9.2010, άρθρο 5) προβλέπεται ότι: «Κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που εμπίπτει στις διατάξεις της υπ. αριθ. 107017/2006 ΚΥΑ (B 1225), μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση μιας ΖΕΠ, το οποίο όμως είναι δυνατόν να την επηρεάζει σημαντικά, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια ή προγράμματα, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης της εν λόγω ΖΕΠ. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στην ΖΕΠ η αρμόδια αρχή συμφωνεί για την έγκριση του οικείου σχεδίου ή προγράμματος μόνον εφόσον δεν επέρχονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία και στην ακεραιότητα της ΖΕΠ... Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα έργο ή δραστηριότητα πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του δικτύου NATURA 2000». Επίσης, σύμφωνα με το Ν. 3937/2011, (ΦΕΚ 60/Α/31.03.2011) για τη «Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις», επιτρέπεται η εγκατάσταση αιολικών σταθμών ΑΠΕ ως μέσο για την προστασία του κλίματος, εφόσον με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα πλαίσια της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του σταθμού, διασφαλίζεται η διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου του τόπου, στις ακόλουθες περιοχές: 1. Στις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως Φυσικά Πάρκα (Εθνικά Πάρκα και Περιφερειακά Πάρκα) ή Περιοχές Προστασίας Οικοτόπων και Ειδών (Ειδικές Ζώνες Διατήρησης, Ζώνες Ειδικής Προστασίας και Καταφύγια Άγριας Ζωής) ή Προστατευόμενα τοπία/ Προστατευόμενοι Φυσικοί σχηματισμοί/ Αισθητικά δάση κλπ. Εξαιρούνται τα τμήματα των παραπάνω που αποτελούν Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης ή Περιοχές Προστασίας της Φύσης, υγρότοποι διεθνούς σημασίας (υγρότοποι RAMSAR) και οικότοποι προτεραιότητας περιοχών της Επικράτειας που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, σύμφωνα με την απόφαση 2006/613/ΕΚ της Επιτροπής. Η εξαίρεση δεν αφορά στις περιφερειακές ζώνες των Περιοχών Προστασίας της Φύσης και Απόλυτης Προστασίας της Φύσης. 2. Στις γειτονικές εκτάσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 18 (όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 3937/2011): «Αν για την προστασία και διατήρηση των περιοχών, των στοιχείων ή των συνόλων της παραγράφου 3 επιβάλλεται παράλληλα η εφαρμογή ορισμένων μέτρων σε γειτονικές εκτάσεις, οι παραπάνω περιοχές, τα στοιχεία ή τα σύνολα αποτελούν κεντρικό τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, στην οποία τα αναγκαία μέτρα προστασίας κλιμακώνονται κατά ζώνες». Επιπλέον, με τον ίδιο νόμο (Ν. 3937/2011) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της ΚΥΑ 33318 3028/1998 ενσωμάτωσης της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ των οικοτόπων - 12 -
(ΦΕΚ 1289 Β ) ως εξής: «Στις ΕΖΔ και τις ΖΕΠ, εκτός οικοτόπων προτεραιότητας και ενδιαιτημάτων των ειδών προτεραιότητας, επιτρέπεται, κατά περίπτωση, η χωροθέτηση έργων και η έ- γκριση σχεδίων, των οποίων οι επιπτώσεις έχουν εκτιμηθεί ως πολύ σημαντικές στην αντίστοιχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μόνο εάν, στη βάση επαρκούς τεκμηρίωσης, αξιολογηθούν ως επιτακτικού δημόσιου οικονομικού ή κοινωνικού συμφέροντος, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και έχουν προβλεφθεί ικανά για την περίπτωση αντισταθμιστικά μέτρα, ώστε να διασφαλισθεί η συνολική συνοχή του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000» Τέλος, με την υπ.αριθμ. 8353/276/2012 (ΦΕΚ 415/Β/23.2.2012) τροποποίηση και συμπλήρωση της 37338/1807/2010 ΚΥΑ «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ ενδιαιτημάτων της, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της ο- δηγίας 79/409 όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/147/ΕΚ» καθορίζονται και θεσπίζονται οριζόντια μέτρα, όροι και διαδικασίες ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους στις ΖΕΠ (διατήρηση σε ικανοποιητικό βαθμό των κρίσιμων ενδιαιτημάτων, αποφυγή οχλήσεων, διασφάλιση συμβατότητας των αναπτυξιακών έργων με διατήρηση άγριας ορνιθοπανίδας κα.). Με τη συγκεκριμένη τροποποίηση / συμπλήρωση, η ΚΥΑ 37338/1807/2010, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και οριζόντια μέτρα προστασίας της ορνιθοπανίδας από τη εγκατάσταση και λειτουργία Α/Π: 1. Δεν επιτρέπεται η χωροθέτηση Α/Π εντός ΖΕΠ, των οποίων τα όρια ταυτίζονται με τα όρια των υγροτόπων διεθνούς σημασίας (Ραμσάρ), ενώ, εφόσον τα όρια της ΖΕΠ υπερβαίνουν τα όρια του οικείου υγρότοπου Ραμσάρ, τότε δεν επιτρέπεται η χωροθέτηση σε ακτίνα 3km (εντός της ΖΕΠ) από τα όρια του υγρότοπου. Αυτό ισχύει και για τη Λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας (παρότι το ελληνικό τμήμα δεν έχει χαρακτηριστεί υγρότοπος Ραμσάρ). 2. Για την εγκατάσταση Α/Π εντός ΖΕΠ, με είδη χαρακτηρισμού ένα από τα ακόλουθα χωροκρατικά ή αποικιακά είδη (Gyps fulvus, Neophron percnopterus, Aegypius monachus, Gypaetus barbatus, Aquila chrysaetos, Haliaeetus albicilla, Hieraaetus fasciatus, Falco eleonorae, Ciconia nigra, Falco naumanni, Falco peregrinus, Circus aeruginosus, Circus pygargus, Hieraaetus pennatus, Buteo rufinus, Falco biarmicus, Pelecanus crispus, Pelecanus onocrotalus, Larus audouinii, Calonectris diomedea, Puffinus yelkouan) πρέπει η Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση να καθορίζει περιμετρική ζώνη ασφαλείας από φωλιές ή/και αποικίες των προαναφερόμενων ειδών χαρακτηρισμού. Για τον καθορισμό λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, οι θέσεις και το πλήθος των φωλιών, η ταξινόμηση των φωλιών σε ενεργές, ανενεργές ή ιστορικές, η σημασία των αποικιών, η αποτύπωση των περιοχών τροφοληψίας των ειδών και των πτητικών τους συνηθειών, η συσχέτιση αυτών με τη θέση εγκατάστασης των Α/Γ, τα μέτρα προστασίας και οι λοιπές ανάλογες παράμετροι. Ο κατάλογος των ειδών χαρακτηρισμού για κάθε ΖΕΠ, περιλαμβάνεται ως Παράρτημα στην ΚΥΑ 37338/1807/2010, μετά και την πρόσφατη τροποποίησή της (8353/276/2012, ΦΕΚ 415/Β/23.2.2012). - 13 -
1.3 Βιβλιογραφική ανασκόπηση αξιολόγησης επιπτώσεων στην ορνιθοπανίδα Η εγκατάσταση και λειτουργία ενός Α/Π μαζί με τα συνοδά έργα αυτού (διάνοιξη δρόμων, κτιριακές εγκαταστάσεις, υπέργεια καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος) δύναται να έχει ε- πιπτώσεις στην βιοποικιλότητα και κυρίως στην ορνιθοπανίδα (European Commission 2010). Οι πιθανές επιπτώσεις στα πτηνά είναι ποικίλες και εξαρτώνται από ένα μεγάλο εύρος και συνδυασμό παραμέτρων, όπως τα χαρακτηριστικά του έργου, την τοπογραφία της περιοχής, τα ενδιαιτήματα που επηρεάζονται, καθώς και τον αριθμό και τα είδη των πουλιών που παρατηρούνται στην περιοχή. Η εμπλοκή της πληθώρας αυτών παραγόντων στην τελική επιρροή που πιθανόν να παρουσιάζει ένα Α/Π στην ορνιθοπανίδα μιας περιοχής, καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση και μελέτη κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Οι μεγαλύτερες πιθανότητες για την εμφάνιση επιπτώσεων μεγαλύτερης συχνότητας και έντασης εντοπίζονται σε ευαίσθητες περιοχές όπως για παράδειγμα κοντά σε υγροτόπους όπου η μεγάλη διαθεσιμότητα τροφής αποτελεί σταθερό πόλο έλξης σημαντικού αριθμού ειδών καθ όλη την διάρκεια του έτους. Επίσης, σε σημαντικές ζώνες διάβασης μεταναστευτικών ειδών ό- που σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα (8-10 εβδομάδων) μπορεί να λαμβάνει χώρα η διέλευση χιλιάδων πουλιών. Με βάση τις μελέτες μέχρι σήμερα, μπορούν να προσδιοριστούν τέσσερις γενικές κατηγορίες επιπτώσεων (European Commission 2010): Ενόχληση (disturbance) Η εκτόπιση των πτηνών από περιοχές εντός και γύρω από τα Α/Π, λόγω της όχλησης μπορεί να ισοδυναμεί με απώλεια ενδιαιτήματος (έμμεση). Η εκτόπιση μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της κατασκευής ή / και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των Α/Π, και μπορεί να προκαλείται είτε από την παρουσία των Α/Γ (οπτική ή ακουστική όχληση) είτε ως αποτέλεσμα των μετακινήσεων των οχημάτων και του προσωπικού. Το μέγεθος και ο βαθμός της διαταραχής ποικίλλει ανάλογα με παράγοντες που σχετίζονται με την περιοχή και τα είδη, και πρέπει να εκτιμάται για κάθε περιοχή ξεχωριστά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι 2 βασικοί τύποι επιπτώσεων (ενόχληση και προσκρούσεις) δεν μπορούν να υφίστανται ταυτόχρονα. Η απουσία εκτίμησης πριν και μετά τη χωροθέτηση έχει οδηγήσει σε ελλιπή μέχρι σήμερα συμπεράσματα για τη μελέτη της εκτόπισης των πουλιών λόγω όχλησης. Γενικά, η απαιτητική αυτή προσέγγιση (BACI: Before-after-control-impact) έχει χρησιμοποιηθεί σε πολύ λίγες μελέτες ως σήμερα. Στην ξηρά, οι αποστάσεις όχλησης, δηλαδή, η απόσταση από τις Α/Γ μέχρι την ο- ποία τα πτηνά είναι απόντα ή λιγότερο άφθονα από ότι αναμενόταν, για διαχειμάζοντα πτηνά - 14 -
των υγροτόπων ανέρχονται στα 800m, ενώ τα 600m θεωρούνται η μέγιστη απόσταση που έχει καταγραφεί με αξιοπιστία (ακτίνα εκτόπισης). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιπτώσεις αυτές περιορίζονται σε ακτίνα 100-200m. Οι μελέτες για αναπαραγόμενα είδη πτηνών παρουσιάζουν επίσης σε μεγάλο βαθμό ποικίλα α- ποτελέσματα ή μη σημαντικές εκτοπίσεις. Μελέτες σε διαχειμάζοντα είδη σε αγροοικοσυστήματα έδειξαν πολύ μικρές επιπτώσεις. Οι Peace-Higgins et al. (2009) μελετώντας αρκετά αναπαραγόμενα είδη ταυτόχρονα σε Α/Π στην Βρετανία, αναφέρουν μειώσεις στην συχνότητα εμφάνισης και στις πυκνότητες κάποιων ειδών (Buteo buteo, Circus cyaneus, Oenathe oenanthe κα.) σε αποστάσεις 500m από τις Α/Γ, κατά 15-53% ενώ δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στο ύψος πτήσης των αρπακτικών πλησίον των Α/Γ. Σε μια αντίστοιχη μελέτη στις ΗΠΑ (με εφαρμογή της μεθόδου BACI), προέκυψε μείωση της αφθονίας των αρπακτικών ειδών κατά 47% (μετά την κατασκευή) με τα περισσότερα άτομα να παραμένουν σε μια απόσταση ~100m από τις Α/Γ, ενώ η θνησιμότητα από προσκρούσεις ήταν πολύ χαμηλή. Σε μια μελέτη για το Χειμωνόκιρκο (Circus cyaneus) που φωλιάζει σε μεγάλη εγγύτητα με ένα Α/Π 28 Α/Γ στη Σκωτία, προέκυψε ότι το είδος συνέχισε να φωλιάζει σε πολύ μεγάλη εγγύτητα (μέχρι και 110m απόσταση από Α/Γ), η πυκνότητα των πτήσεων στην περιοχή μειώθηκε μετά την κατασκευή, χωρίς όμως να επηρεαστεί η πυκνότητα του πληθυσμού, ή, η αναπαραγωγική επιτυχία, ενώ το ίδιο αναφέρεται και για μια αντίστοιχη περίπτωση από τον Robson (2011). Άλλα είδη φαίνεται να δέχονται επιπτώσεις όχλησης σε πολύ μικρότερο βαθμό (πχ. Circus pygargus). Σε μια μελέτη για το ίδιο είδος (C. pygargus) στη νότια Ισπανία (αναλύσεις για επιπτώσεις Α/Π σε 111 θέσεις φωλεοποίησης του είδους), επίσης δεν φαινόταν να προκύπτουν σημαντικές επιπτώσεις (ενόχλησης, πρόσκρουσης κλπ.), ανεξάρτητα με την εγγύτητα από το Α/Π ή τα συνοδά έργα. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται, επίσης, ότι μειωμένες πυκνότητες προκύπτουν πιο συχνά για είδη των οικογενειών Phasianidae και Tetraonidae (φασιανοί, πέρδικες, ορτύκια κλπ.) καθώς και χαραδριόμορφα, και λιγότερο συχνά για αρπακτικά και στρουθιόμορφα. Ο πραγματικός αντίκτυπος της όχλησης μπορεί να φανεί μόνο σε βάθος χρόνου. Λίγες μελέτες έχουν εξετάσει το μέγεθος της εκτόπισης για τα στρουθιόμορφα, αν και οι Leddy et al. (1999) βρήκαν αύξηση των πυκνοτήτων των στρουθιόμορφων σε χορτολίβαδα (όσο αυξανόταν η απόσταση από τις Α/Γ) και υψηλότερες πυκνότητες στην περιοχή αναφοράς σε σύγκριση με τα 80 m από τις Α/Γ, γεγονός που επιβεβαιώνει την εκτόπιση, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση. Α- ντίθετα, οι Reichenbach & Steinborn (2011), αναφέρουν ότι (κατά τη διάρκεια επταετούς έρευνας με τη μέθοδο BACI, σε χορτολίβαδα στη Γερμανία) δεν υπήρχαν επιπτώσεις εκτόπισης για τα περισσότερα αναπαραγόμενα είδη, ενώ οι επιπτώσεις ήταν πιο εμφανείς για τα σταθμεύοντα (μεταναστευτικά) είδη. - 15 -
Από πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η ενόχληση κατά την κατασκευή μπορεί να είναι πιο σημαντική και καθοριστική από την ενόχληση κατά τη λειτουργία. Οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι το μέγεθος της όχλησης που προκαλείται ποικίλλει σημαντικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα πουλιά εκτοπίζονται σε παρακείμενες περιοχές χωρίς σημαντικές πληθυσμιακές επιπτώσεις ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πουλιά μπορεί να μετακινούνται σε περιοχές ήδη κατειλημμένες (από άτομα του ίδιου είδους) οπότε ο αυξημένος ανταγωνισμός μπορεί να οδηγεί και σε πληθυσμιακές επιπτώσεις. Αυτή η διακύμανση μπορεί να εξαρτάται από ένα μεγάλο εύρος παραμέτρων, όπως τα εποχιακά και ημερήσια πρότυπα χρήσης από τα πτηνά, τη θέση των Α/Π σε σχέση με σημαντικά ενδιαιτήματα, και τα χαρακτηριστικά των Α/Π και των Α/Γ. Οι μεταβολές της συμπεριφοράς των πτηνών δεν διαφέρουν μόνο μεταξύ των ειδών, αλλά και μεταξύ των ατόμων του ιδίου είδους, και εξαρτώνται από παράγοντες όπως το στάδιο του κύκλου ζωής (διαχείμαση, πτερόρροια, αναπαραγωγή), το μέγεθος του κοπαδιού και το βαθμό της «εξοικείωσης» (habituation, προσαρμογή στην παρουσία των Α/Γ). Η πιθανότητα ότι ειδικά τα διαχειμάζοντα πουλιά μπορεί να συνηθίζουν στην παρουσία των Α/Γ έχει ήδη τεθεί από συγγραφείς, αν και δεν υπάρχουν αρκετές ή μακρόχρονες έρευνες για αξιόπιστα και ασφαλή συμπεράσματα. Συνοπτικά, έχουν καταγραφεί επιπτώσεις ενόχλησης (disturbance) για αρκετά υδρόβια είδη σε περιοχές διαχείμασης ή στάθμευσης κατά τη μετανάστευση. Οι επιπτώσεις σε αναπαραγόμενα είδη αλλά και στα αρπακτικά είδη είναι τεκμηριωμένη σε μικρότερο βαθμό. Πρόσκρουση (collision) Άμεση θνησιμότητα ή θανατηφόρος τραυματισμός πτηνών (collision effect) μπορεί να προκληθεί από προσκρούσεις με τις Α/Γ, τους πύργους, τις ατράκτους και τις συναφείς δομές, όπως είναι τα καλώδια και οι μετεωρολογικοί ιστοί. Η πλειοψηφία των μελετών που σχετίζονται με προσκρούσεις σε Α/Γ καταγράφουν σχετικά χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας. Το ρίσκο πρόσκρουσης εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τα είδη των πουλιών, τους πληθυσμούς και τη συμπεριφορά τους, τις καιρικές συνθήκες, τη τοπογραφία και τα χαρακτηριστικά του Α/Π. Προφανώς, το ρίσκο είναι μεγαλύτερο σε, ή κοντά σε, περιοχές που χρησιμοποιούνται τακτικά από μεγάλο αριθμό πτηνών για διατροφή ή κούρνιασμα, ή σε μεταναστευτικούς διαδρόμους και τοπικούς διαδρόμους πτήσης, ειδικά όταν αυτές εμποδίζονται από τις Α/Γ (EC 2010). Οι Rydell et al. (2012) σε μια ανασκόπηση και ανάλυση της βιβλιογραφίας, αναφέρουν ότι οι τιμές θνησιμότητας είναι υψηλότερες σε Α/Π κοντά σε υγροτόπους και σε παράκτιες περιοχές και κορυφογραμμές, και γενικά χαμηλότερες σε ανοιχτές καλλιεργούμενες εκτάσεις και άλλα ενδιαιτήματα. Έρευνες στα πρότυπα πτήσεων ατόμων Χρυσαετών σε τοπικές κινήσεις ή σε μετανάστευση (στις ΗΠΑ, μέσω δορυφορικής τηλεμετρίας), αναφέρουν ότι η πα- - 16 -
ρουσία ήταν πιο συχνή σε χαμηλό ύψος πάνω από περιοχές με απότομες κλίσεις και κορυφογραμμές (όπου δημιουργούνται ανοδικά ρεύματα) ενώ σε περιοχές με πιο ήπιες κλίσεις τα πουλιά παρατηρούνταν σε μεγαλύτερο ύψος. Τα μεγάλα πουλιά με περιορισμένη ικανότητα ελιγμών (όπως οι κύκνοι, χήνες και πτωματοφάγα) διατρέχουν γενικά μεγαλύτερο κίνδυνο πρόσκρουσης με Α/Γ καθώς επίσης και τα είδη που συνήθως πετούν την αυγή και το σούρουπο ή τη νύχτα, είναι λιγότερο πιθανό να εντοπίζουν και να αποφεύγουν τις Α/Γ. Ειδικά για τους γύπες, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ευαισθησία τους σε προσκρούσεις σχετίζεται και με τις προσαρμογές όρασης τους (για τη τροφοληψία, οπτικό πεδίο προς το έδαφος και όχι προς κατεύθυνση πτήσης). Σε γενικές γραμμές, τα αρπακτικά είδη, είδη του γένους Tetraonidae και Phasianidae, οι γλάροι και τα γλαρόνια προσκρούουν πιο συχνά από ότι αναμενόταν. Επίσης, τα περιστατικά πρόσκρουσης είναι πιο συχνά για είδη σε αναπαραγωγή, διαχείμαση και στάθμευση κατά τη μετανάστευση (stop-over) σε σχέση με είδη διερχόμενα κατά τη μετανάστευση. Τα μικρόσωμα στρουθιόμορφα και άλλα χερσόβια είδη δέχονται μικρότερες επιπτώσεις πρόσκρουσης. Αντίθετα από ότι αναμενόταν, με τα ως τώρα δεδομένα φαίνεται ότι η ευαισθησία των νυχτόβιων ειδών, σε επιπτώσεις προσκρούσεων είναι χαμηλή. Σε ότι αφορά στα αρπακτικά είδη, επίσης φαίνεται να υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στα γεράκια (χαμηλότερη ευαισθησία) και τα υπόλοιπα αρπακτικά είδη, με εξαίρεση το Βραχοκιρκίνεζο Falco tinnunculus. Οι Lekuona & Ursua (2007), κατά τη διάρκεια μιας τριετούς μελέτης σε 13 Α/Π στην Ισπανία (Navarra), υπολόγισαν έναν δείκτη ρίσκου πρόσκρουσης (specific risk index) για τα είδη της περιοχής, με βάση το ποσοστό του χρόνου παρατήρησης στη ζώνη σάρωσης των ρότορων, σε σχέση με τον συνολικό χρόνο παρατήρησης κάθε είδους. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν δείκτη ρίσκου που βασίζεται στην συμπεριφορά και οικολογία των ειδών («πόσο συχνά βρίσκονται στην επικίνδυνη ζώνη»), χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη την εγγενή ευαισθησία κάποιων ειδών εξαιτίας πχ. χαμηλής ικανότητας ελιγμών κλπ. Όπως αναμενόταν, ο συγκεκριμένος δείκτης είναι σε γενικές γραμμές υψηλότερος για τα αρπακτικά αλλά και άλλα μεγαλόσωμα είδη (0-27%), και πολύ χαμηλός (0-9%) για τα περισσότερα στρουθιόμορφα και άλλα χερσόβια είδη (που σε γενικές γραμμές κινούνται σε χαμηλότερο ύψος από τους ρότορες). Παρότι η χρήση του χώρου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την εκάστοτε περιοχή, αξίζει να αναφέρουμε ότι στη συγκεκριμένη μελέτη, ο δείκτης ρίσκου ήταν υψηλός για τον Πελαργό (Ciconia ciconia), τα 2 είδη του γένους Milvus, το Γυπαετό (Gypaetus barbatus), τον Ασπροπάρη (Neophron percnopterus), το Γερακαετό και το Σπιζαετό (Hieraaetus pennatus και H. fasciatus) και το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus). Σε ότι αφορά τα στρουθιόμορφα (και άλλα χερσόβια) είδη, οι πιο υψηλές τιμές του δείκτη αφορούσαν είδη όπως η Βουνοσταχτάρα (Apus melba), η Δενδροσταρήθρα (Lullula arborea), η Ωχροκελάδα, η Δενδροκελάδα (Anthus campestris, A. trivialis) και η Κοκκινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax pyrrhocorax). Να σημειωθεί, τέλος, ότι κατά την παρακολούθηση της θνησιμότητας από προσκρούσεις στο πλαίσιο της ίδιας - 17 -
μελέτης, οι υψηλότερες τιμές αφορούσαν στο Όρνιο (Gyps fulvus), για το οποίο ο δείκτης ρίσκου ήταν σχετικά χαμηλός (5,5%). Πάντως, η σχέση μεταξύ χρήσης του χώρου από τα αρπακτικά είδη και θνησιμότητας (από προσκρούσεις) δεν είναι σαφής και φαίνεται ότι μια τέτοια συσχέτιση δεν είναι καθολική, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συμπεριφορά του είδους και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Αυτό προκύπτει και από τους Ferrer et al. (2011) που μελέτησαν τα δεδομένα χρήσης του χώρου (πριν την κατασκευή) και θνησιμότητας (κατά τη λειτουργία) για 53 Α/Π στην Ισπανία. Παρότι υπήρχε αξιόλογη διαφοροποίηση της χρήσης του χώρου ανά Α/Π, η διαφοροποίηση αυτή δεν συσχετιζόταν σημαντικά με την θνησιμότητα που παρατηρήθηκε κατά τη λειτουργία. Αντίθετα, οι Lazo et al. (2012) χρησιμοποιώντας ένα μεγαλύτερο αντίστοιχο σετ δεδομένων (επίσης στην Ισπανία, 154 Α/Π), αναφέρουν ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση του χώρου (πριν την κατασκευή) και τη θνησιμότητα. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η αφθονία σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τη θνησιμότητα. Επιπλέον, μελετώντας τη θνησιμότητα από προσκρούσεις σε Α/Π στην νότια Ισπανία για το Όρνιο, αναφέρουν ότι η θνησιμότητα σχετίζεται με την κατανομή και συγκέντρωση του είδους (αποικίες, κούρνιες) στην ευρύτερη περιοχή, και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Δηλαδή, χωρίς οι συγγραφείς να διερευνήσουν την παρουσία του είδους στην περιοχή των Α/Π και τη χρήση του χώρου, εξέτασαν τη θνησιμότητα / προσκρούσεις ανά Α/Γ και Α/Π, και καταλήγουν στο ότι αυτή σχετίζεται σημαντικά με τη σχετική θέση και απόσταση από κρίσιμα ενδιαιτήματα του Όρνιου. Το ρίσκο πρόσκρουσης μπορεί επίσης να διαφέρει για ένα συγκεκριμένο είδος, ανάλογα με την ηλικία, τη συμπεριφορά και το στάδιο του ετήσιου κύκλου. Το ρίσκο επίσης μεταβάλλεται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, με κάποια στοιχεία από μελέτες να δείχνουν ότι περισσότερα πτηνά συγκρούονται με τις Α/Γ, όταν υπάρχει κακή ορατότητα λόγω ομίχλης ή βροχής. Πτηνά που βρίσκονται ήδη σε μετανάστευση, δεν μπορούν να αποφύγουν τις κακές καιρικές συνθήκες, και είναι πιο ευάλωτα σε περιπτώσεις που αναγκάζονται να κατέβουν σε χαμηλότερο υψόμετρο ή να προσγειωθούν (εξαιτίας χαμηλού σύννεφου). Ισχυροί μετωπικοί άνεμοι επίσης επηρεάζουν τα ποσοστά πρόσκρουσης, και ειδικά τα αποδημητικά πτηνά έχουν την τάση να πετούν χαμηλότερα όταν πετούν αντίθετα στον άνεμο. Αντίστοιχα, σε μια μελέτη στην Ισπανία, τα περιστατικά προσκρούσεων Όρνιων, ήταν περισσότερα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, που παρατηρείται απουσία θερμικών ανοδικών ρευμάτων (που χρησιμοποιούνται ευρέως από τα Όρνια), οπότε τα πουλιά κάνουν χρήση των ανοδικών ρευμάτων στις πλαγιές, πλησίον των Α/Γ. Η ακριβής τοποθεσία του Α/Π μπορεί να είναι κρίσιμη. Κάποια είδη μπορεί να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα τοπογραφικά χαρακτηριστικά για να πάρουν ύψος ή η τοποθεσία μπορεί να οδηγήσει - 18 -
σε μεγάλο αριθμό πτηνών (μέσω «χοάνης») σε μια συγκεκριμένη περιοχή του Α/Π. Πουλιά που χαμηλώνουν το ύψος της πτήσης τους, σε ορισμένες περιοχές (για παράδειγμα, όταν ακολουθούν την ακτογραμμή ή περνάνε από κάποια κορυφογραμμή, διατρέχουν μεγαλύτερο ρίσκο πρόσκρουσης. Με τα ως τώρα δεδομένα, από προγράμματα μακρόχρονης παρακολούθησης των επιπτώσεων (πχ. Altamont, Tarifa, Smola), δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιου είδους «εξοικείωση» (habituation) των αρπακτικών ειδών σε σχέση με τους Α/Π, και οι τιμές θνησιμότητας παραμένουν, σε γενικές γραμμές, σταθερές μέσα στο χρόνο. Το ρίσκο πρόσκρουσης είναι πιθανόν να επηρεάζεται από το μέγεθος και τη διάταξη των Α/Γ καθώς και την ταχύτητα του ρότορα, όπως επίσης και από τα προειδοποιητικά φώτα των Α/Γ. Οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των φώτων σε αυτές τις συνθήκες είναι ελάχιστα γνωστός και με τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ισχυρή συσχέτιση. Αντίστοιχα, η θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη σε Α/Π με Α/Γ παλαιού τύπου (με δικτυωτό πύργο) σε σχέση με τις σύγχρονες Α/Γ με σωληνωτό (tubular) πύργο. Σύμφωνα με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία τα ποσοστά πρόσκρουσης ανά Α/Γ ποικίλουν σημαντικά. Σε μια ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, οι Rydell et al. (2012) υπολόγισαν τη διάμεση τιμή (median) της θνησιμότητας σε 2,3 νεκρά πτηνά ανά Α/Γ και ανά έτος, με τις τιμές να είναι υψηλότερες σε μελέτες στην Ευρώπη σε σχέση με τη Β. Αμερική. Εστιάζοντας μόνο στα αρπακτικά είδη, η αντίστοιχη τιμή είναι 0,07 (ανά Α/Γ ανά έτος). Παρότι παρέχουν μια χρήσιμη ένδειξη του ρίσκου πρόσκρουσης, οι μέσες τιμές ανά Α/Γ πρέπει να αντιμετωπίζεται με κάποια επιφύλαξη, δεδομένου ότι συχνά δεν αναφέρεται το επίπεδο της στατιστικής διακύμανσης (variance), συνεπώς οι πραγματικές τιμές για επιμέρους ομάδες Α/Γ ή συγκεκριμένες Α/Γ μπορεί να αποκλίνουν σημαντικά από τον μέσο όρο. Παραδείγματα από παράκτιες περιοχές της βορειοδυτικής Ευρώπης παρουσιάζουν «διορθωμένους» μέσους ετήσιους ρυθμούς πρόσκρουσης που κυμαίνονται από 0,01 έως 1,2 πουλιά/ Α/Γ (διαχειμάζοντα υδρόβια πτηνά, γλάροι, στρουθιόμορφα) στην Ολλανδία, 6 πουλιά / Α/Γ στο Blyth και στο Northumberland, και 4-23 πουλιά/ Α/Γ (πάπιες, γλάροι, γλαρόνια) σε τρεις περιοχές στο Βέλγιο. Αυτές οι περιπτώσεις αφορούν, ως επί το πλείστον σε μικρές Α/Γ των 300-600 kw σε σχετικά μικρές ομάδες. Στο Blyth, υπήρξε πρωταρχικά μια πρόσθετη θνησιμότητα της τάξης του 0,5-1,5% αλλά τα ποσοστά προσκρούσεων μειώθηκαν σημαντικά κατά τα επόμενα έτη. Σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του πληθυσμού ειδών της ορνιθοπανίδας. - 19 -
Πέραν μερικών εξαιρέσεων, οι μελέτες που έχουν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα αναφέρουν πολύ μικρούς αριθμούς νεκρών πτηνών σε Α/Π ενώ τα περιστατικά αυτά είναι ιδιαίτερα περιορισμένα σε σχέση με άλλες ανθρωπογενείς αιτίες θνησιμότητας πτηνών (προσκρούσεις με οχήματα, κτήρια, κεραίες τηλεπικοινωνιών κ.α.). Υπάρχουν διάφορες ανασκοπήσεις μελετών που αναφέρουν ότι η θνησιμότητα πτηνών σε Α/Π είναι πολύ μικρή σε σχέση με τη θνησιμότητα από άλλες αιτίες. Ενδεικτικά, η Εθνική Ακαδημία των Επιστημών των ΗΠΑ (National Academy of Sciences 2007) αναφέρει ότι μόλις το 0,003% της θνησιμότητας πτηνών από ανθρωπογενή αίτια οφείλεται σε Α/Γ. Επίσης, ο Sovacool (2009) επιχειρεί μια εκτίμηση των θανατώσεων πτηνών από 3 βασικές πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (υπολογίζοντας τις απώλειες πτηνών ανά GWh που παράγεται). Καταλήγει ότι οι απώλειες πτηνών από την παραγωγή μέσω της αιολικής ενέργειας είναι πολύ χαμηλή (0,3 απώλειες ανά GWh που με βάση τα ισχύοντα δεδομένα αντιστοιχούν σε 7.193 πτηνά) σε σχέση με τις απώλειες από την παραγωγή μέσω ορυκτών καυσίμων (fossil-fuel, 5,18 απώλειες ανά GWh που αντιστοιχούν σε 14.500.000 πτηνά δηλαδή περίπου 17 φορές παραπάνω). Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στον υπολογισμό των αναμενόμενων προσκρούσεων για τα είδη πτηνών μέσω μοντέλων προσκρούσεων (πχ. μοντέλο Band που παρέχει μια εκτίμηση της ετήσιας θνησιμότητας κάθε είδους σε ένα Α/Π), διάφοροι ερευνητές προσεγγίζουν το θέμα της ενεργητικής αποφυγής των Α/Γ από τα πτηνά. Δηλαδή, σε τι βαθμό τα πτηνά δείχνουν να αντιλαμβάνονται την παρουσία των Α/Γ και να αποφεύγουν ενεργητικά αυτές (αλλάζοντας πορεία πλησιάζοντας). Σε διάφορες μελέτες αναφέρεται γενικά πολύ υψηλός ρυθμός αποφυγής. Οι de Lucas et al μελετώντας την συμπεριφορά των πτηνών που προσέγγιζαν τις Α/Γ σε 3 Α/Π πλησίον των στενών του Γιβραλτάρ, αναφέρουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων (72%) τα πτηνά φαίνεται να αντιλαμβάνονταν τις Α/Γ και άλλαζαν κατεύθυνση ενώ το ποσοστό ήταν α- κόμα μεγαλύτερο όταν οι ρότορες βρίσκονταν σε κίνηση, ενώ το ίδιο (αποφυγή) αναφέρεται και σε άλλες μελέτες. Σε ότι αφορά τα μεταναστευτικά είδη, αρκετά από αυτά ταξιδεύουν νύχτα, πετώντας σε ύψος λίγων δεκάδων ως πολλών εκατοντάδων μέτρων. Σε μελέτη μεταναστευτικών πουλιών, παρατηρήθηκε ότι τα περισσότερα πετούσαν στην υψομετρική ζώνη των 300m, με τις ζώνες των 150m και 450m να ακολουθούν. Αντίστοιχα, ο Richardson (2000) εκπονώντας μελέτες με τη χρήση radar, αναφέρει ότι τα μεταναστευτικά είδη που ταξιδεύουν νύχτα πετούν πάνω από το ύψος των Α/Γ, εκτός από περιπτώσεις που ταξιδεύουν με μετωπικό άνεμο. Οι Mabee et al. (2006) μελετώντας τα χαρακτηριστικά της πτήσης μεταναστευτικών ειδών (κατά τη νύχτα) με τη χρήση radar, αναφέρουν ότι στο 85% των καταγραφών το ύψος πτήσης ήταν μεγαλύτερο από το ύψος των Α/Γ ενώ παρόμοια μεγέθη αναφέρουν και οι Young & Erickson (2006) σε μια ανασκόπηση αντίστοιχων μελετών με χρήση radar. Οι τελευταίοι υπολογίζουν ότι ο ρυθμός πρόσκρουσης για τα μεταναστευτικά είδη (στις μελέτες που ανασκοπούν) είναι μικρότερος από 0,009%. Σε - 20 -
μια πιο πρόσφατη μελέτη του υψομέτρου μετανάστευσης των πτηνών με τη χρήση ενός δικτύου radar καιρού (weather radar) σε 3 χώρες ταυτόχρονα (2007-2008, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο), αναφέρεται ότι το υψόμετρο πτήσης κατά τη μετανάστευση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη διακύμανση των καιρικών συνθηκών (και συγκεκριμένα των καιρικών συνθηκών στην περιοχή «απογείωσης»). Τα πτηνά, προσαρμόζουν το ύψος πτήσης ώστε να εκμεταλλευτούν στο μεγαλύτερο βαθμό τους ούριους ανέμους στον βασικό άξονα της πορείας μετανάστευσης. Και οι Katzner et al. (2012), μελετώντας τις κινήσεις Χρυσαετών στις ΗΠΑ (με δορυφορική τηλεμετρία) είτε σε μετανάστευση είτε σε τοπικές κινήσεις, αναφέρουν ότι τα πουλιά είναι σε μεγαλύτερο ρίσκο κατά τη διάρκεια τοπικών κινήσεων (πχ. για τροφοληψία) όπου σε γενικές γραμμές πετάνε σε χαμηλότερο ύψος, παρά κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης. Αξιολογώντας ότι η πιθανότητα σημαντικών επιπτώσεων είναι σε γενικές γραμμές πολύ χαμηλή), η περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση πρέπει να εστιάζει στις περιπτώσεις εκείνες ό- που ακόμα και αυτή η μικρή πιθανότητα μπορεί να είναι κρίσιμη, δηλαδή: 1. όταν πρόκειται για είδη σπάνια ή απειλούμενα και με μικρούς πληθυσμούς, ειδικά για τα αρπακτικά τα οποία και λόγω της βιολογίας τους (κ-στρατηγική: χαμηλή γονιμότητα, χαμηλή θνησιμότητα, μεγάλη διάρκεια ζωής) είναι πιο ευαίσθητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ακόμα και μια μικρή πρόσθετη θνησιμότητα μπορεί να είναι κρίσιμη. 2. όταν αυτή η πιθανότητα διογκώνεται, είτε λόγω της μεγάλης πυκνότητας των εμπλεκόμενων πληθυσμών πτηνών (πχ. Υγρότοποι ή πολύ σημαντικά μεταναστευτικά περάσματα), είτε λόγω του μεγάλου μεγέθους του έργου (πχ. Α/Π που καλύπτουν πολύ μεγάλη έκταση όπως στο Altamont). Δημιουργία εμποδίων (φράγμα ανάσχεσης, barrier effect). Οι αλλαγές των μεταναστευτικών διαδρόμων των πτηνών ή των τοπικών πτητικών οδών, εξαιτίας της παρουσίας Α/Π, αποτελεί κάποιου είδους εκτόπιση. Η επίδραση αυτή έχει να κάνει με το ότι τα πτηνά πρέπει να αυξήσουν τις ενεργειακές δαπάνες, για να αποφύγουν τις Α/Γ όταν μετακινούνται μεταξύ των περιοχών κουρνιάσματος, τροφής κλπ. Το μέγεθος της επίδρασης εξαρτάται από το είδος, τον τύπο της μετακίνησης, το ύψος πτήσης, την απόσταση από τις Α/Γ, τη διάταξη των Α/Γ, την ώρα της ημέρας και την ισχύ και την κατεύθυνση του ανέμου, και μπορεί να κυμαίνεται από μια ελαφριά καθυστέρηση κατά την πτήση, ως και σημαντικές εκτροπές που μπορεί να μειώσουν τον αριθμό των πτηνών που χρησιμοποιούν τον εναέριο χώρο του Α/Π. Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας (με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα) δείχνει ότι τα Α/Π ως φραγμοί μετακίνησης δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τους πληθυσμούς των πτηνών (EC 2010, Rydell et al. 2012). Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι φραγμοί μπορεί να οδηγήσουν έμμεσα σε επιπτώσεις στους πληθυσμούς (πχ. όταν περισσότερα Α/Π αλληλεπιδρούν σω- - 21 -
ρευτικά δημιουργώντας ένα εκτεταμένο εμπόδιο που οδηγεί σε εκτροπές πολλών χιλιομέτρων, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά το ενεργειακό κόστος). Στην περίπτωση ενός Α/Π στην Πορτογαλία μελετήθηκε η συμπεριφορά των αρπακτικών που διέρχονταν από την περιοχή κατά τη μετανάστευση. Παρότι, δεν παρατηρήθηκε μεταβολή του αριθμού των ειδών και των πληθυσμιακών μεγεθών μετά την κατασκευή και λειτουργία, εντοπίστηκαν μεταβολές στη συμπεριφορά διέλευσης των ειδών. Έτσι, οι κινήσεις των μεσαίου μεγέθους αρπακτικών (πχ. Σπιζαετός, Γερακαετός, Σφηκιάρης) κοντά στις Α/Γ μειώθηκαν, ενώ τα πρότυπα διελεύσεων άλλων ειδών (πχ. Όρνιο, Μαυρόγυπας, Φιδαετός) δεν επηρεάστηκαν. Επίσης, τα περισσότερα είδη περνούσαν σε υψηλότερο ύψος (σε σχέση με τα πρότυπα πριν την εγκατάσταση του Α/Π). Άμεση απώλεια ή αλλαγή στη δομή ενδιαιτημάτων (direct habitat loss, change in habitat structure). Η κλίμακα της άμεσης απώλειας ή της αλλαγής στη δομή των ενδιαιτημάτων λόγω της κατασκευής ενός Α/Π και των συναφών υποδομών εξαρτάται από το μέγεθος του έργου, αλλά, σε γενικές γραμμές, είναι μικρή, εκτός από τις περιπτώσεις σπάνιων ειδών με περιορισμένη κατανομή. Συνήθως, η πραγματική απώλεια ενδιαιτημάτων ανέρχεται σε 2-5% της συνολικής έκτασης της περιοχής ανάπτυξης. Στην Ελλάδα, η πρώτη εργασία που σχετίζεται με τις επιπτώσεις των Α/Π στην ορνιθοπανίδα δημοσιεύτηκε το 2005 από την WWF Ελλάς με βάση παρατηρήσεις σε περιοχές όπου υπάρχουν εν λειτουργία Α/Π στη Θράκη (Technical Report Impact of Wind parks on birds in Thrace, Ruiz et al. 2005). Η εργασία αυτή επικεντρώθηκε στην έρευνα των θανατώσεων λόγω πρόσκρουσης, στην εκτίμηση του ρίσκου της συμπεριφοράς των πουλιών και των παραγόντων επικινδυνότητας, στις ενδεχόμενες αλλαγές στη χρήση των ενδιαιτημάτων και την απώλεια αυτών, καθώς, και σε προτάσεις μέτρων για τη μείωση των επιπτώσεων αυτών. Στα δύο χρόνια παρακολούθησης 2004-2005) καταγράφηκαν πολύ λίγες περιπτώσεις πρόσκρουσης, ενώ καμία πρόσκρουση δεν παρατηρήθηκε σε αρπακτικά πουλιά. Τα φαινόμενα θνησιμότητας, παρόλο που ήταν αραιά, ήταν συγκεντρωμένα σε μία μικρή περίοδο, στην αρχή της περιόδου αποδήμησης. Πολύ λίγα από τα αρπακτικά πουλιά που διατηρούν επικράτειες στην περιοχή πετούσαν στην επικίνδυνη περιοχή, και ένα μικρό ποσοστό αυτών των πτήσεων βρέθηκε κοντά στην περιοχή σάρωσης των Α/Γ, κυρίως στα άκρα των Α/Π. Σε αντίθεση, οι γύπες / πτωματοφάγα (που επισκέπτονται την περιοχή για να τραφούν) πετούσαν στην επικίνδυνη περιοχή σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο, και σχεδόν το 100% των πτήσεων αυτών βρέθηκε στην περιοχή σάρωσης των Α/Γ. Ορισμένοι γύπες άλλαζαν κατεύθυνση πτήσης, ψάχνοντας για κατάλληλο σημείο προσπέλασης μεταξύ των ανεμογεννητριών. - 22 -
Κατά την περίοδο 2008-2009, ομάδα του WWF πραγματοποίησε έρευνες στην ίδια περιοχή σε συνολικά 9 Α/Π (127 Α/Γ), στις οποίες συμπεριλήφθηκαν πειράματα πεδίου για τον υπολογισμό το πιθανού σφάλματος στην εκτίμηση της θνησιμότητας, λόγω της απομάκρυνσης των πτωμάτων από πτωματοφάγα είδη αλλά και της ικανότητας εντοπισμού πτωμάτων από τους ερευνητές. Επιπλέον, εξετάστηκε η χρήση του χώρου από τα αρπακτικά συγκριτικά και με την περίοδο 2004-2005. Κατά την παραπάνω έρευνα εντοπίστηκαν εντός ακτίνας 50m από τις Α/Γ, πτώματα από 4 Όρνια (Gyps fulvus), 1 Γερακαετό (Hieraaetus pennatus), καθώς και από άλλα 11 είδη πτηνών (όχι αρπακτικά). Η αποτελεσματικότητα των παρατηρητών να εντοπίζουν νεκρά ζώα ήταν κατά μέσο όρο 66% και ο μέσος χρόνος που ένα νεκρό ζώο παρέμενε στην περιοχή πριν απομακρυνθεί από κάποιο πτωματοφάγο ζώο ήταν 23 ημέρες, αν και 50% των μικρών πτωμάτων, 22% των μεσαίου μεγέθους πτωμάτων και 25% των μεγάλων είχαν απομακρυνθεί μετά από 14 ημέρες. Οι εκτιμώμενοι ρυθμοί θανάτωσης ήταν 0,152 αρπακτικά πουλιά ανά Α/Γ ανά χρόνο (συμπεριλαμβανομένων και των γυπών) και 0,072 γύπες ανά Α/Γ ανά χρόνο. Οι συγκεκριμένοι ρυθμοί είναι σχετικά χαμηλοί (σε σχέση με αντίστοιχες τιμές από τη διεθνή βιβλιογραφία, πχ. 0.01-23, Drewitt & Langston 2006) αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα για τους γύπες, ακόμα και τόσο χαμηλές τιμές θνησιμότητας ενδέχεται να είναι σημαντικές για τη βιωσιμότητα των πληθυσμών τους στην ευρύτερη περιοχή. Η επικαιροποίηση της συγκεκριμένης μελέτης με πιο πρόσφατα δεδομένα κατόπιν εντατικής παρακολούθησης κατά την περίοδο 2009-2010 σε επιλεγμένες περιοχές και Α/Γ με υψηλότερη χρήση από αρπακτικά ή θνησιμότητα, εντοπίστηκαν 9 νεκρά άτομα από αρπακτικά (1 Μαυρόγυπας, 2 Φιδαετοί, 3 Γερακίνες, 1 Καλαμόκιρκος και 2 Ξεφτέρια) και 73 άτομα από άλλα είδη πτηνών (μεταξύ των οποίων 25 σπιτοχελίδονα Delichon urbicum και 17 Δενδροσταρήθρες Lullula arborea). Υπολογίστηκε, αντίστοιχα, το εκτιμώμενο προσαρμοσμένο ποσοστό θνησιμότητας των αρπακτικών πουλιών σε 0,152 και 0,173 αρπακτικά πουλιά ανά έτος και ανά Α/Γ (τιμές που δίνουν δυο διαφορετικές εξισώσεις εκτίμησης ετήσιου δείκτη). Μια ακόμη ελληνική εμπειρία προέρχεται από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (Φεβρουάριος 2009). Στην περιοχή μελέτης της συγκεκριμένης εργασίας (Δ. Αγ. Βαρβάρας, Π.Ε. Ηρακλείου Κρήτης, Α/Π αποτελούμενο από 17 Α/Γ V52) το είδος που επηρεάζεται περισσότερο είναι το Όρνιο (Gyps fulvus). Τα Όρνια παρατηρήθηκαν να κινούνται κυρίως περιφερειακά των κορυφογραμμών του Α/Π. Τουλάχιστον ένα ποσοστό της τάξης του 20% των πουλιών απέφυγαν ενεργητικά το Α/Π από απόσταση >100m πετώντας ψηλότερα ή με πτήσεις παράλληλα στην γραμμική διάταξη των Α/Γ. Από το σύνολο των Όρνιων που χρησιμοποίησαν το Α/Π (1.154 άτομα), περίπου 900 εκτέθηκαν σε κίνδυνο πρόσκρουσης, με 7 από αυτά να εκτιμάται ότι ουσιαστικά «πέρασαν» ανάμεσα από τις πτερωτές. Με βάση αυτό το νούμερο και την ταχύτητα πτήσης του - 23 -
είδους αλλά και τον αριθμό και των τεχνικών χαρακτηριστικών των Α/Γ, το μοντέλο επικινδυνότητας πρόσκρουσης (ΒAND model) προέβλεψε ότι ο αριθμός των πουλιών που θα θανατώνονται είναι 2 ανά έτος ενώ κατά την αναζήτηση νεκρών πτηνών στην περιοχή εγκατάστασης, ε- ντοπίστηκαν συνολικά 3 νεκρά Όρνια. - 24 -
2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΈΡΓΟΥ 2.1 Τεχνικά στοιχεία Το υπό εξέταση Α/Π ΑΛΟΓΟΡΑΧΗ συνολικής ισχύος 17ΜW έχει εγκατασταθεί στο ορεινό τμήμα της Όθρυος, στην ομώνυμη θέση. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Αλμυρού ΠΕ Μαγνησίας και κύριος του έργου είναι η εταιρεία Χ. ΡΟΚΑΣ ΑΒΕΕ. Το Α/Π ΑΛΟΓΟΡΑΧΗ αποτελείται από 20 Α/Γ ισχύος 0,85MW έκαστη, με ύψος πύργου 55m, διάμετρο πτερυγίων 58m και βρίσκεται σε λειτουργία από το 2006. Οι Α/Γ έχουν κατασκευαστεί από την εταιρεία Gamesa Eolica SA. Ο χρόνος λειτουργίας έχει καθοριστεί στα είκοσι (20) έτη και η άδειά του μπορεί να ανανεωθεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Η θέση του Α/Π βρίσκεται περίπου 44km νοτιοδυτικά από τον Βόλο και 27km ΝΔ της Νέας Αγχιάλου. Οι πλησιέστεροι οικισμοί είναι η Ανάβρα σε απόσταση περίπου 3,5km, το Νεοχώρι σε απόσταση 4,5km περίπου, το Λογγίτσι σε απόσταση 6km περίπου. Οι 20 Α/Γ και τα συνοδά έργα οδοποιίας χωροθετούνται στο Δήμο Αλμυρού της ΠΕ Μαγνησίας. Το χαντάκι ΜΤ εκτείνεται επί της εσωτερικής οδοποιίας. Για την εγκατάσταση του βοηθητικού εξοπλισμού που εξασφαλίζει τη λειτουργία και τον έλεγχο του Α/Π, έχει κατασκευαστεί κατάλληλο κτίριο ελέγχου με συνολικό εμβαδόν περίπου 130m². Η κορυφογραμμή εγκατάστασης παρουσιάζει ποικίλο προσανατολισμό και μέσο υψόμετρο ε- γκατάστασης περί τα 1.535m πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η πρόσβαση στις θέσεις αυτές γίνεται μέσω υφιστάμενου δρόμου ο οποίος ξεκινά βορείως του οικισμού της Ανάβρας, προσεγγίζοντας την κορυφογραμμή από τις βόρειες πλαγιές του έργου. Η εσωτερική οδοποιία του Α/Π είναι χωμάτινη και έχει πλάτος περί τα 5m, σε συνολικό μήκος περίπου 8.056,67m. Το υπόγειο χαντάκι καλωδίων ΜΤ, διέρχεται επί των υφιστάμενων οδών του έργου. Για την έγχυση της παραγόμενης ενέργειας στο Σύστημα Μεταφοράς έχει κατασκευαστεί εναέρια ΜΤ η οποία οδηγεί την παραγόμενη ενέργεια στον Υ/Σ της Στυλίδας, σε απόσταση περίπου 14,5km νοτίως του Α/Π. Το έργο αυτό κατατάσσεται στην 10 η Ομάδα βάσει της Υπουργικής Απόφασης (ΥΑ) Α.Π. 1958/13-01-2012/ΥΠΕΚΑ, και ειδικότερα στη 2 η Υποκατηγορία της 1 ης Κατηγορίας (συνολική ισχύς <25MW εντός δικτύου Natura 2000), οπότε την περιβαλλοντική αδειοδότηση του Α/Π αναλαμβάνει η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας. - 25 -