ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Φοιτητής: Βερύκιος Κωνσταντίνος Α.Μ. 1340200300778 Μάθημα : Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Δ Εξάμηνο Σπουδών Θέμα εργασίας : Ατομικά Δικαιώματα και Προστασία της Ιδιωτικής Ζωής Διδάσκων Καθηγητής : ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο όρος ατομικά δικαιώματα αφορά το σύνολο των συνταγματικών εγγυήσεων που παρέχονται στο άτομο ως άνθρωπο γενικά ή ως μέλος ομάδας ή ομάδων ότι ορισμένες του καταστάσεις ή δυνατότητες ή εκδηλώσεις αναγνώρισης από την έννομη τάξη ως δικαιώματα απολαύουν αυξημένης συνταγματικής προστασίας και υποχρεώνουν συνεπώς όλες τις κρατικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης και της νομοθετικής, είτε να απέχουν από ενέργειες που θα παρεμπόδιζαν την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων είτε να προβαίνουν σε θετικές παροχές, ιδιαίτερα προς τις ασθενέστερες κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες έχουν περισσότερη ανάγκη από θετική, κοινωνική συμπαράσταση. Η ιστορική καταγωγή των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών έχει γίνει αντικείμενο μακρών, μάλλον άγονων, συζητήσεων. Οι πρώτες αρχές προστασίας του ατόμου συναντώνται στα δημοκρατικά καθεστώτα της αρχαίας Ελλάδας, όπως π.χ. το αθηναϊκό, χωρίς όμως να έχει διαμορφωθεί ακόμα η τεχνική της νομικής κατοχύρωσης που συναντάται στο σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο. Στους νεότερους χρόνους μάλιστα τα ατομικά δικαιώματα άρχισαν να διαμορφώνονται ως προνόμια αναγνωρισμένα υπέρ ορισμένων κατηγοριών ή τάξεων και αργότερα διευρύνθηκαν σε <<δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη>>, δηλαδή κάθε ατόμου ιδίως από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Παράλληλα όμως υπό την επίδραση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, τονίστηκε ο χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων ως σφαίρα αρνητικής ελευθερίας του ατόμου έναντι της εξουσίας.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ & ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Ονομάζονται έτσι ορισμένα συνταγματικά κείμενα με τα οποία καθιερώθηκαν επισήμως οι ουσιώδεις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Οι πρώτες επίσημες διακηρύξεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται στην αγγλική ιστορία:εμφανίζονται με τη Magna Charta Libertatum του 1215 και φθάνουν ως την Petition of rights (Αναφορά των δικαιωμάτων,1628), το Bill of rights (Διάταξη περί δικαιωμάτων,1689) και το Act of Settlement (Διάταγμα εγκαθιδρύσεως,1701). Το σημαντικότερο γνώρισμα όλων αυτών των αγγλικών κειμένων είναι ότι έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα διακηρύξεως παρά καταστατικών διατάξεων, γιατί συχνά περιορίζονται στο να επιβεβαιώσουν ειδικά δικαιώματα αναγνωρισμένα από συνήθεια στις κατά παράδοση αγγλικές τάξεις. Ενέχουν, αντίθετα, χαρακτήρα αφηρημένων εξαγγελιών καθολικής ισχύος ελευθεριών, που παρουσιάζουν μια αναλογία με νόμους της φύσεως θεωρούμενους αμετάβλητους, τα Bill of rights που εκδόθηκαν στην Αμερική μεταξύ 1776 και 1784 από τις πολιτείες Βιρτζίνιας, Μαίουλαντ, Πενσυλβανίας, Βορείου Καρολίνας, Βέρμοντ, Μασαχουσέτης και Κοννέκτικατ, μονολότι από καθιερωμένες νομικές παραδόσεις. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη που υιοθετήθηκε στη Γαλλία το 1789, ακολούθησε τις αμερικανικές διακηρύξεις των δικαιωμάτων και τόνισε ακόμη περισσότερο την καθολικότητα και τον απόλυτο χαρακτήρα τους.
Η γαλλική διακήρυξη είναι σαφώς καταστατική αφού δεν μπορούσε να αναφερθεί σε νομικές καταστάσεις ήδη υπάρχουσες στη γαλλική παράδοση. Οι εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών επαναλήφθηκαν στα διαδοχικά γαλλικά Συντάγματα, στα ελληνικά Συντάγματα της Επαναστάσεως και στο Βελγικό του 1830 και σιγά σιγά ενσωματώθηκαν στις νομικές διατάξεις πολλών νεωτέρων κρατών. Οι διακηρύξεις των ατομικών δικαιωμάτων είχαν μεγάλη απήχηση και καταφανή αποτελέσματα στο πεδίο του θετικού δικαίου, σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που διατυπώθηκαν εναντίον τους από πολλές πλευρές, ενσωματώθηκαν προοδευτικά κατά τη διάρκεια του 19 ου και 20 ου αιώνα στα διάφορα Συντάγματα και αποτέλεσαν έτσι ολοκληρωτικό τμήμα του θετικού δικαίου των φιλελεύθερων και δημοκρατικών καθεστώτων με ευρείες και μόνιμες νομολογιακές και διοικητικές συνέπειες. Εξ άλλου η αρχική ιδέα των διακηρύξεων, κατά την οποία η προστασία του ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών σημαίνει απλώς και μόνο προστασία του ατόμου κατά του κράτους και των οργάνων του, έχει σήμερα ξεπεραστεί, υπό την επίδραση των κάθε λογής κοινωνικοποιημένων ρευμάτων που αντέδρασαν, από τα μέσα του περασμένου αιώνα και εφεξής, εναντίον του ατομιστικού φιλελευθερισμού:κοντά στα ατομικά δικαιώματα υπό την έννοια των αρνητικών ελευθεριών διαμορφώθηκαν τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα που παρέχουν στα άτομα και στις ομάδες αξίωση για θετικές παροχές εκ μέρους της κοινωνικής ολότητας. O χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί διάκριση της θεωρίας και του λειτουργικού περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα στις αρχές του 20 ου αιώνα, ο επιφανής γερμανός νομικός G. Jellinek συστηματοποίησε την θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία και κατέταξε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Μια από αυτές όπως ήδη αναφέρθηκε είναι και τα κοινωνικά δικαιώματα (status socialis). Οι άλλες δυο κατηγορίες αφορούν τα ατομικά δικαιώματα (status negativus) και τα πολιτικά δικαιώματα (status activus). Το βασικό κριτήριο διάκρισης των συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελεί το περιεχόμενο της πράξης του αποδέκτη της ενέργειας του συνταγματικού δικαιώματος, δηλαδή της κρατικής εξουσίας. Τα ατομικά δικαιώματα εξαναγκάζουν το κράτος σε αρνητική πράξη, σε παράλειψη, και διαμορφώνουν την αρνητική κατάσταση του ατόμου. Τα ατομικά δικαιώματα είναι μόνο εκείνα που εξασφαλίζουν μια σφαίρα ελεύθερης, από κρατικές επεμβάσεις, δράσης στους πολίτες. Γι αυτό και το περιεχόμενο τους είναι αρνητικό και προσδιορίζει το status negativus του ατόμου. Αντίθετα τα κοινωνικά δικαιώματα παρέχουν στα άτομα και στις ομάδες αξίωση για θετικές παροχές εκ μέρους της κοινωνικής ολότητας εξαναγκάζοντας, με αυτό τον τρόπο, το κράτος να ενεργεί με
θετικές πράξεις έτσι ώστε να διαμορφωθεί τελικά η θετική κατάσταση του ατόμου. Το περιεχόμενο του είναι θετικό αφού εξαναγκάζουν το κράτος όχι σε παράλειψη αλλά σε πράξη, γι αυτό το λόγο βρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας των αναγκών γιατί καλύπτουν βασικές θεμελιώδεις ανάγκες. Παράλληλα τα πολιτικά στοιχειοθετούν την ενεργητική κατάσταση των ατόμων σε μια φιλελεύθερη κοινωνία γιατί αυτά στρέφονται προς το κράτος και παρέχουν στους πολίτες την αξίωση της ενεργητικής συμμετοχής,δηλαδή το status activus, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Σε παλαιότερες εποχές τα πολιτικά δικαιώματα θεωρούνταν στοιχεία ενός δημοκρατικού κράτους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του περιεχομένου των πολιτικών δικαιωμάτων, που τα διακρίνει από τα ατομικά και τα κοινωνικά, είναι η σύνδεση τους με την πολιτική εξουσία και, από την άποψη αυτή, αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα συνταγματικών δικαιωμάτων. Ουσιαστικά αυτό που τα κάνει να ξεχωρίζουν από τα ατομικά δικαιώματα είναι ότι τα πολιτικά περιέχουν αξίωση συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και προσδιορίζουν το status activus του ατόμου και στρέφονται προς το κράτος και όχι κατά του κράτους όπως τα ατομικά. Ωστόσο η διάκριση αυτή των συνταγματικών δικαιωμάτων σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, με βάση την υποκειμενική θεώρηση του status του ατόμου, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης νομικής ζωής, στο πλαίσιο της οποίας η απόλαυση, όχι μόνο των <<ατομικών δικαιωμάτων>>, προϋποθέτει έναν ευρύτερο συνδυασμό της κρατικής συμπεριφοράς και τον ταυτόχρονο εξαναγκασμό της κρατικής εξουσίας, όχι μόνο σε παραλείψεις, αλλά και σε πράξη. Η <<κλασική>> τριμερής διάκριση δεν ανταποκρίνεται στο σύγχρονο περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μετά την αναγωγή της ανθρώπινης αξίας σε προστατευτική υποχρέωση του κράτους, όλα κατά κανόνα τα θεμελιώδη δικαιώματα περιέχουν αμυντικές κατά του κράτους, όπως επίσης προστατευτικές και διεκδικητικές προς το κράτος αξιώσεις. Οι θεωρίες που στηρίζονται στο περιεχόμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι αρκετές. Συγκεκριμένα πέρα από τις διάφορες διακρίσεις και υποδιαιρέσεις τους τα θεμελιώδη δικαιώματα ανεξαρτήτως του αν εμφανίζονται με τον όρο πολιτικά, ατομικά ή κοινωνικά το σίγουρο είναι ότι μεταξύ τους παραμένουν μονίμως παραπληρωματικά. Κατά μια άλλη άποψη ανάμεσα στις διακρινόμενες κατηγορίες, αποθετικών, θετικών και ενεργητικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, υποστηρίζεται ότι υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση, ενώ κατ άλλους η τριμερής ατή διάκριση είναι σχηματικά ανεπαρκής ως προς το περιεχόμενο της. Το σίγουρο είναι ότι σε όλα τα διακρινόμενα συνταγματικά δικαιώματα συνυπάρχουν αρνητικές αξιώσεις, θετικές αξιώσεις καθώς και αξιώσεις συμμετοχής. Όλα τα συνταγματικά δικαιώματα
απέκτησαν, πέρα από το κατά την κλασική τους διάκριση φυσικό περιεχόμενο και περιεχόμενο που προσιδιάζει στις άλλες κατηγορίες συνταγματικών δικαιωμάτων. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Κατά τους χρόνους ήδη της Γαλλικής Επαναστάσεως τα ατομικά δικαιώματα είχαν εξαγγελθεί όχι απλώς ως δικαιώματα που προσιδιάζουν σε έναν ορισμένο λαό ή έθνος, αλλά ως φυσικά δικαιώματα που πρέπει να διέπουν την κοινωνικοπολιτική ζωή όλων των λαών και, συνεπώς, να αποτελούν τη βάση και της διεθνούς συνεργασίας. Η προσδοκία όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τη συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο. Μόνο κατά τον αιώνα μας και ιδίως μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου τα ατομικά δικαιώματα άρχισαν να εισχωρούν στα οργανωτικά πλαίσια της διεθνούς νομικής τάξεως, υπό τη μορφή θεσμών που αποβλέπουν ιδίως στην προστασία ειδικών κατηγοριών: μειονοτήτων, εργαζομένων (μέσω του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας κλπ.). Το έναυσμα πάντως, για μια διεθνή, δηλαδή υπερεθνική, προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών το έδωσε κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο Χάρτης του Ατλαντικού (1941), ο οποίος έθεσε ως σκοπό του πολέμου κατά των δυνάμεων του Άξονα την εξασφάλιση της δυνατότητας όπως οι λαοί ζουν <<ελεύθεροι από τον φόβο, την ανάγκη και την φτώχεια. Το ιδεώδες αυτό αποτυπώθηκε, μετά τον πόλεμο, στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό της διεθνούς αυτής οργανώσεως την προαγωγή και ενθάρρυνση του σεβασμού προς << τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες για όλους, χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας και οποιασδήποτε θρησκείας.
Η ανάγκη να λάβει συγκεκριμένη μορφή η προστασία αυτή στο διεθνές επίπεδο οδήγησε αργότερα (το1948) με την βοήθεια ειδικού οργάνου του Ο.Η.Ε. (συγκεκριμένα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), στη διατύπωση ενός κειμένου υψίστης σημασίας, της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει 30 άρθρα (πλήρως διατυπωμένα) και αποτελεί συγχρόνως κωδικοποίηση των υπό στενή έννοια ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και διεύρυνση αυτών των δικαιωμάτων, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με την προσθήκη διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου (<<κοινωνικά δικαιώματα>>). Η ψήφιση του από την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., στην οποία συμμετέχουν κράτη με πολύ διαφορετικά κοινωνικά καθεστώτα και πολιτικά συστήματα, αποτελεί ένδειξη της ακτινοβολίας των ατομικών δικαιωμάτων, παρά τις πολλαπλές παραβιάσεις τους σε διάφορα σημεία της υφηλίου. Το κύρος της Οικουμενικής Διακηρύξεως παραμένει πάντως περισσότερο ηθικό παρά νομικό, μολονότι είχε και αυστηρότερες νομικές προεκτάσεις και συνέπειες (περαιτέρω συμβατικός καθορισμός ορισμένων δικαιωμάτων, όπως π.χ. των δικαιωμάτων των γυναικών κλπ.). Ένα άλλο διεθνές κείμενο, που ενδιαφέρει αμεσότερα τον ευρωπαϊκό χώρο, είναι η <<Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών >>, γνωστή και ως << Σύμβαση της Ρώμης >> ή και ως <<Ευρωπαϊκή Διακήρυξη>> η οποία υπογράφηκε από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1950 και τέθηκε σε ισχύ << Πρόσθετο Πρωτόκολλο>> ως διεθνές συμβατικό δίκαιο από το 1953. Το αρχικό κείμενο συμπληρώθηκε με σειρά πρωτοκόλλων. Η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη δεν έχει την ευρύτητα της Οικουμενικής Διακηρύξεως (γιατί δεν περιλαμβάνει την προστασία των <<κοινωνικών δικαιωμάτων>> ), αλλά είναι διεξοδική σε ότι αφορά τις εγγυήσεις και την προστασία των κλασικών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η σημασία της σύμβασης αυτής γίνεται μεγαλύτερη από το γεγονός ότι συνιστά διεθνή όργανα ελέγχου για την τήρηση των διατάξεων της : την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καιν το Διεθνές Δικαστήριο Ατομικών Δικαιωμάτων. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Όλα τα ατομικά δικαιώματα έχουν ορισμένο και κατά λογική συνέπεια και περιορισμένο περιεχόμενο. Εφόσον τα ατομικά δικαιώματα είναι νομικά δικαιώματα και μάλιστα
κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα, μόνο το ίδιο το Σύνταγμα είναι σε θέση να προβλέψει τον περιορισμό τους. Εκτός του Συντάγματος δεν υπάρχουν ούτε ατομικά δικαιώματα ούτε αυτόνομοι περιορισμοί τους. Κυρίως δεν υπάρχουν περιορισμοί με γενική και αόριστη μορφή αλλά και περιορισμοί εξωσυνταγματικής μορφής όπως για παράδειγμα αυτοί που αναφέρονται στο υπέρτατο συμφέρον του λαού και της πατρίδας. Γενικότερα όμως ατομικά δικαιώματα μπορούν να κατοχυρώνονται και σε άλλο υπερκείμενο των νόμων επίπεδο, όπως είναι το κοινοτικό δίκαιο ή σε οποιαδήποτε κυρωμένη διεθνή συνθήκη, οπότε και ισχύουν γι αυτούς τους λόγους σε αυτό το επίπεδο. Έτσι και οι περιορισμοί τους προβλέπονται αποκλειστικά στα νομοθετήματα που τα κατοχυρώνουν. Πάντως όπου το Σύνταγμα θέλει να περιορίσει ατομικά δικαιώματα για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει να το αναφέρει ρητά. Οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων μπορούν να διακριθούν, ανάλογα με την πηγή τους σε περιορισμούς θεσπιζόμενους από το Σύνταγμα, τον νομοθέτη ή τη διοίκηση. Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων μπορούν να διακριθούν σε θετικούς και σε αποθετικούς. Συνήθως οι περιορισμοί είναι αποθετικοί, δεν επιτρέπουν δηλαδή την άσκηση του δικαιώματος κατά ορισμένο τρόπο, σε ορισμένη περιοχή ή πέρα από ορισμένα όρια όπως η υποχρέωση προς παράλειψη. Κατ εξαίρεση το όπου κρίνεται αναγκαίο και απαραίτητο το Σύνταγμα μπορεί να ορίσει και θετικούς περιορισμούς, όπως είναι η υποχρέωση προς αναδάσωση αποψιλούμενου δάσους. Όπου το Σύνταγμα προβλέπει την προστασία ενός αγαθού όπως του φύσικου και πολιτιστικού περιβάλλοντος ή των μνημείων και παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει και θετικές υποχρεώσεις, που όμως δεν είναι σε θέση να περιορίζουν ή να εξουδετερώνουν οποιοδήποτε δικαίωμα. Ειδικά στην περίπτωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλει και θετικές υποχρεώσεις. Τέτοιες είναι η υποχρέωση συντηρήσεως της ιδιοκτησίας που μόνο όταν εξουδετερώνουν το εύλογο όφελος της ιδιοκτησίας μπορούν να αποτελούν απαλλοτρίωση και να θεμελιώνουν αξίωση αποζημιώσεως. Οι Συνταγματικές διατάξεις εκτός από την διάκριση των περιορισμών που αναφέραμε παραπάνω, περιέχουν και άλλα είδη περιορισμών όπως είναι οι εγγενείς και οι γνήσιοι. Εκτός όμως από τους εγγενείς περιορισμούς που περιέχονται στις συνταγματικές κατοχυρώσεις των επιμέρους ατομικών δικαιωμάτων, το Σύνταγμα προσδιορίζει γενικά το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, απαγορεύοντας την αντικοινωνική ή καταχρηστική άσκηση τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το Σύνταγμα χρησιμοποιεί το επίθετο κοινωνικός τις περισσότερες φορές με την έννοια του κοινωνικού συνόλου ως ατόμου και κοινωνίας και όχι με την έννοια της διακρίσεως κράτους και κοινωνίας. Με τους κοινωνικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να συγχέονται τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα ή αλλιώς κοινωνικές αξιώσεις και αυτό γιατί ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα διευρύνουν το πεδίο των δικαιωμάτων του ατόμου, οι κοινωνικοί περιορισμοί το συρρικνώνουν. Οι συνταγματικές διατάξεις δεν σταματούν. Συγκεκριμένα αναφέρουν και άλλους περιορισμούς όπως εκείνοι που πηγάζουν απευθείας από το Σύνταγμα. Πρόκειται για γνήσιους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων και αφορούν τον τρόπο και σκοπό άσκησης τους και μπορούν και προβλέπονται από το ίδιο το σύνταγμα ή κατ εξουσιοδότηση του, από το νόμο ή κατά συνταγματική αναγνώριση και από το διεθνές δίκαιο. Το Σύνταγμα επίσης με νομοθετικούς περιορισμούς προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα όχι μόνο έναντι της διοικήσεως και της δικαιοσύνης αλλά και έναντι του ίδιου του νομοθέτη. Εφόσον όμως ο ίδιος ο νομοθέτης δεσμεύεται από τα ατομικά δικαιώματα, δεν μπορεί να τα περιορίσει, παρά μόνο αν και στις περιπτώσεις που το επιτρέπει το Σύνταγμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για επιφύλαξη του νόμου, πως δηλαδή το Σύνταγμα κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει ο νόμος. Τέλος η επιφύλαξη του νόμου δε σημαίνει, κατά την κρατούσα γνώμη, όπως επισημάνθηκε ήδη, επιφύλαξη του τυπικού μόνο νόμου, ούτε επιβάλλει πάντοτε την ανάγκη νομοθετικής εξουσιοδότησης. Το Σύνταγμα προβλέπει πολλαπλή συμμετοχή της εκτελεστικής εξουσίας στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται μέσα από διοικητικούς περιορισμούς και συγκεκριμένα η διοίκηση μπορεί να περιορίσει τα ατομικά δικαιώματα in concreto λαμβάνοντας ατομικά μέτρα βάσει και κατ εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η επιφύλαξη του νόμου δεν είναι απλή, αλλά συνοδεύεται από διάφορους όρους ή όρια των περιορισμών. Αυτά μπορεί να είναι γενικά ή ειδικά. Μάλιστα στα τελευταία (περιορισμένη επιφύλαξη του νόμου) συγκαταλέγεται π.χ. ο καθορισμός από το Σύνταγμα του υποκειμένου ή αντικειμένου του περιορισμού του σκοπού των προϋποθέσεων, της διαδικασίας της κατ εξαίρεση ή κατ ανάγκης μόνο εφαρμογής των χρονικών ορίων του περιορισμού ή της δικαστικής απόφασης ή παρουσίας εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. Τα όρια του περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων προκύπτουν και από την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την αρχή αυτή εφαρμοζόμενη στα ατομικά δικαιώματα, μεταξύ του
νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και της εντάσεως, εκτάσεως και διάρκειας του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Η σχέση δεν είναι εύλογη, όταν ο περιορισμός που επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απρόσφορος για την επίτευξη του αποτελέσματος, ή επαχθέστερος σε ένταση,έκταση ή διάρκεια από το αναγκαίο για την επίτευξη του αποτελέσματος μέτρο. Η αρχή της αναλογικότητας έχει Συνταγματική ισχύ και στη χώρα μας. Η αναθεώρηση του 2001 την διακήρυξε μάλιστα ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 κατά το οποίο << οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά ( δικαιώματα του ανθρώπου ) πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ( άρθρο 9 9 Α Συντάγματος )
Κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. 2 του Συντάγματος, <<η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Η νέα αυτή συνταγματική διάταξη καλύπτει όλες τις πλευρές της ιδιωτικής σφαίρας, εκτός από το άσυλο της κατοικίας και την ελευθερία της επικοινωνίας αφενός και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αφετέρου, που κατοχυρώνονται από ειδικές διατάξεις. Η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής είναι ευρύτερη από το άσυλο της κατοικίας. Η ιδιωτική ζωή αντιπαρατάσσεται στη δημόσια ζωή, δηλαδή στην κοινωνική ή επαγγελματική ζωή στον βαθμό που συμπεριλαμβάνει τις σχέσεις του ατόμου με ανοιχτό κατ αρχήν κύκλο προσώπων ή αποσκοπεί να επηρεάσει τα κοινά ή δημόσια πράγματα. Ιδιωτική ζωή σε σύγκριση με την οικογενειακή ζωή είναι η ατονική ζωή, η ζωή δηλαδή του ατόμου ως μέλους οικογένειας. Συχνά όμως η έννοια της ιδιωτικής ζωής συμπεριλαμβάνει και την οικογενειακή. Η διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής σημαίνει ότι στη ζωή καθενός ανθρώπου υπάρχει ένας πυρήνας στον οποίο κυριαρχεί αυτός μόνος και στον οποίο δεν μπορεί να διεισδύσει το κράτος. Όρια και περιεχόμενο της ιδιωτικής του ζωής καθορίζει κατ αρχήν μόνο το κάθε άτομο. Η διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής σημαίνει δηλαδή την απαγόρευση της δημοσιοποιήσεως της ζωής του ανθρώπου. Συνεπώς και η διακήρυξη του απαραβίαστου της οικογενειακής ζωής σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει το ατομικό δικαίωμα να δημιουργήσει οικογένεια και να διαμορφώσει ανενόχλητα τη ζωή του στο πλαίσιο της. Η διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής σημαίνει επίσης την κατοχύρωση της υπάρξεως και λειτουργίας του κοινωνικού θεσμού που λέγεται οικογένεια, ως μιας ενδιάμεσης βαθμίδας ανάμεσα στο άτομο και στο σύνολο. Φορείς του δικαιώματος είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, όπως προκύπτει από την διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων. Νομικά πρόσωπα δεν έχουν άλλωστε ιδιωτική και ασφαλώς όχι οικογενειακή ζωή. Όλα τα φυσικά πρόσωπα απολαύουν του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όχι δηλαδή μόνο οι Έλληνες πολίτες, αλλά και οι αλλοδαποί. Με την διάταξη αυτή προστατεύονται τα συμφέροντα του ιδιώτη από προσβολές που πηγάζουν από την κρατική εξουσία.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το άρθρο 9 του Συντάγματος δεν προβλέπει κανένα περιορισμό του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, παρά μόνο του ασύλου της κατοικίας. Αντιθέτως το άρθρο19 του Συντάγματος που διακηρύσσει όχι απλώς το απαραβίαστο, αλλά το απολύτως απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας προβλέπει περιορισμούς υπέρ της δικαστικής αρχής. Το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής μπορεί να συγκρουστεί κυρίως με ην ελευθερία του τύπου, με συνέπεια την ανάγκη να περιοριστεί το ένα από τα δύο δικαιώματα. Το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής μπορεί επίσης να συγκρουστεί και με την συνταγματική αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων. Το Σύνταγμα δίνει κατ αρχήν προτεραιότητα στη δημοσιότητα αυτή, εξουσιοδοτώντας όμως συγχρόνως το δικαστήριο να κρίνει με απόφαση του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής του διαδίκου. Στη περίπτωση των δικαστηρίων ανηλίκων το Σύνταγμα επιτρέπει τον γενικό νομοθετικό αποκλεισμό της δημοσιότητας. Το άρθρο 9 του Συντάγματος εκτός από την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής προστατεύει επίσης και τη κατοικία του ατόμου. Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η κατοχύρωση του ασύλου της κατοικίας προστατεύει την υπάρχουσα ήδη κατοικία είτε αυτή είναι ιδιόκτητη είτε όχι. Ο όρος άσυλο της κατοικίας σημαίνει την κατ αρχήν απαγόρευση της εισόδου ή παραμονής των οργάνων της δημόσιας εξουσίας στην κατοικία χωρίς τη γνώση ή παρά τη θέληση του κατόχου της κατοικίας. Από αυτό γίνεται σαφές ότι το άσυλο της κατοικίας μετέχει και στην έννοια της προσωπικής ασφάλειας. Με το άσυλο της κατοικίας δεν πρέπει να συγχέονται ορισμένες άλλες συγγενείς εκ πρώτης όψεως έννοιες όπως είναι η διπλωματική ασυλία, ως απαραβίαστο του κτιρίου της διπλωματικής αποστολής και της κατοικίας του διπλωματικού αντιπροσώπου, αλλά και η προστασία της ιδιοκτησίας η οποία είναι και αυτή ατομικό δικαίωμα, αλλά προστατεύει τον κύριο ή άλλο εμπράγματο δικαιούχο της κατοικίας έναντι προσβολών της κυριότητας επί του ακινήτου. Το άρθρο 9 του Συντάγματος προστατεύει το άσυλο της κατοικίας μόνο έναντι επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας και όχι εκ μέρους άλλων ιδιωτών. Το άσυλο της κατοικίας παραβιάζεται και όταν όργανα της δημόσιας εξουσίας εμποδίζουν τον ιδιώτη ή τον ένοικο της κατοικίας να εισέλθει σε αυτήν. Η κατ οίκον κράτηση ή η απαγόρευση κυκλοφορίας αποτελούν
περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας και κρίνονται ανάλογα από τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις. Φορέας της κατοικίας όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ο εκάστοτε ένοικος, ανεξάρτητα από το αν είναι ο ίδιος ιδιοκτήτης ή όχι, δηλαδή κάθε πρόσωπο που διαμένει στην κατοικία. Φορείς επίσης του ατομικού δικαιώματος είναι και αλλοδαποί. Κατά άλλη άποψη θεωρούνται φορείς ή υποκείμενα του δικαιώματος και τα φυσικά πρόσωπα που ασχολούνται επαγγελματικά σε έναν περίκλειστο χώρο άσχετα αν είναι π.χ. εργοδότες οι εργαζόμενοι. Το άσυλο της κατοικίας έναντι επεμβάσεων και προσβολών εκ μέρους φορέων δημόσιας εξουσίας. Έναντι προσβολών που προέρχονται από άλλους ιδιώτες προστατεύουν, όπως παρατηρήθηκε ήδη, οι αστικοί και ποινικοί νόμοι. Ενώ όμως το άσυλο της κατοικίας δεν αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια, το κράτος είναι υποχρεωμένο να το προστατεύει και οι σχετικοί νόμοι ερμηνεύονται υπό το φως της συνταγματικής κατοχυρώσεως του ασύλου της κατοικίας. Άσυλο της κατοικίας δεν σημαίνει άσυλο της παρανομίας. Δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 9 του Συντάγματος για να συνεχίσει ανενόχλητος την παράνομη δράση του. Ούτε μπορεί να αντιτάξει κανείς το άσυλο της κατοικίας στις επεμβάσεις που είναι αναγκαίες για την πρόληψη ή αποτροπή δημόσιου κινδύνου. Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτουν ορισμένα εγγενή όρια του συνόλου της κατοικίας. Ωστόσο το Σύνταγμα δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε έναν συγκεκριμένο και επαχθή περιορισμό. Πρόκειται για την κατ οίκον έρευνα. Κατ οίκον έρευνα είναι η αναζήτηση προσώπων ή αντικειμένων σε μια κατοικία κατά την έννοια του άρθρου 9 του Συντάγματος εκ μέρους οργάνων δημόσιας εξουσίας ανεξάρτητα από την συγκατάθεση του κατόχου της κατοικίας. Μια τέτοια έρευνα επιτρέπεται όταν αυτή ορίζεται ρητά από τις διατάξεις του νόμου είτε πρόκειται για τυπικό είτε για ουσιαστικό. Πάντως άλλοι λιγότερο επαχθείς περιορισμοί και έλεγχοι που δεν εμπίπτουν στην έννοια της κατ οίκον έρευνας π.χ. εργατικοί, υγειονομικοί κ.α. έλεγχοι πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι θεμιτοί μιας και αποτελούν εγγενείς περιορισμούς της έννοιας κατοικία. Είναι δηλαδή έλεγχοι τήρησης του νόμου αλλά πρέπει να τηρούν και ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα πρέπει να προβλέπονται και να ρυθμίζονται από το νόμο κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό καθώς επίσης και να υπάγονται στην αρχή της αναλογικότητας. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν και για τις επεμβάσεις στο άσυλο της κατοικίας που γίνονται με σκοπό την πρόληψη και την αποτροπή δημόσιου κινδύνου ή εγκλήματος.
Η σημασία του ασύλου της κατοικίας διαδηλώνεται και από το ότι το Σύνταγμα δεν περιορίζεται στη διακήρυξη του απαραβίαστου του δικαιώματος αυτού, αλλά κατ εξαίρεση προβλέπει αυτό το ίδιο τις κυρώσεις εις βάρος των παραβατών της συνταγματικής προστασίας. Οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα κυρώσεις για την παραβίαση του οικιακού ασύλου και κατάχρησης εξουσίας είναι αφενός ποινικές και πειθαρχικές και αφετέρου αστικές. Τέλος εκτός από τις ανωτέρω κυρώσεις ουσιαστικού δικαίου η παραβίαση του ασύλου της κατοικίας περιλαμβάνει και δικονομικές συνέπειες.