Περίληψη Η παραλαβή των μελετών των Ο.Τ.Α. πραγματοποιείται από την Προϊσταμένη Αρχή της σύμβασης, δηλαδή το αρμόδιο όργανο ανάθεσής της, εν προκειμένω τη Δημαρχιακή Επιτροπή του Δήμου. Δοθέντος όμως ότι η μελέτη παραλήφθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει πλημμέλεια, καθόσον η πράξη αυτή δεν επάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις ελεγκτέες από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού το Δημοτικό Συμβούλιο είναι όργανο του Δήμου ευρύτερης σύνθεσης, υπέρ του οποίου συντρέχει το τεκμήριο αρμοδιότητας. Τα νομολογιακώς κριθέντα με την Πράξη 80/2012 δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστούν ερμηνεία των διατάξεων του νυν ισχύοντος άρθρου 189 N.4412/16, λόγω ταύτισης της διατύπωσης τους,με αυτές των καταργηθέντων του άρθρου 37 N.3316/05 ( ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ N.3316/05 ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 377 περ.(40) Ν.4412/16). Δείτε το πλήρες κείμενο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ VIΙ ΠΡΑΞΗ 80/2012 Αποτελούμενο από την Πρόεδρο του Τμήματος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Αντιπρόεδρο, τους Συμβούλους Σταμάτιο Πουλή (εισηγητή) και Κωνσταντίνα Ζώη και τους Παρέδρους Ευφροσύνη Παπαδημητρίου και Νικόλαο Βόγκα, που μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο. Συνήλθε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2012 και 12 Ιουνίου 2012. Για να αποφανθεί, ύστερα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου στο Νομό ΧΧΧ και του Δήμου ΧΧΧ, αν πρέπει να θεωρηθεί το 2680, οικονομικού έτους 2011, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του ως άνω Δήμου. Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου και Έλαβε υπόψη Την 16/20.1.2012 έγγραφη γνώμη του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Αντωνίου Νικητάκη, σύμφωνα με την οποία το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί. Σκέφθηκε κατά το νόμο Ι. Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου στο Νομό ΧΧΧ αρνήθηκε, με την 97/29.9.2011 πράξη της, τη θεώρηση, μεταξύ άλλων, του 2680, οικονομικού έτους 2011, χρηματικού εντάλματος πληρωμής του Δήμου ΧΧΧ, που αφορούσε στην καταβολή ποσού 13.653 ευρώ στη φερόμενη ως δικαιούχο ΧΧΧ, τοπογράφο μηχανικό,
ως αμοιβή της για την εκπόνηση της μελέτης «Τοπογραφική Αποτύπωση Συνδετηρίων Οδών ΧΧΧ». Ως αιτιολογία για την άρνησή της, η Επίτροπος προέβαλε, κατ' εκτίμηση των λόγων διαφωνίας, ότι η ελεγχόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι: α) η προεκτιμώμενη αμοιβή, βάσει της οποίας ανατέθηκε απευθείας η ως άνω μελέτη, υπολογίστηκε κατά τρόπο αυθαίρετο, ήτοι χωρίς να ληφθούν εκ των προτέρων υπόψη οι τιμές που προκύπτουν από τον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών Μελετών και Υπηρεσιών, β) δεν έχει γίνει παραλαβή της μελέτης από το αρμόδιο όργανο, γ) η εκπόνηση της μελέτης εμπίπτει στα καθήκοντα των υπαλλήλων της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, καθόσον δεν προκύπτει ότι το αντικείμενο αυτής είναι ειδικό και δ) κατά παράβαση του άρθρου 13 του β.δ/τος 17-5/1959 δεν έχει γίνει έκθεση ανάληψης δαπάνης για το συνολικό ποσό πριν από κάθε ενέργεια. Ο Δήμος ΧΧΧ, με το 80482/21.11.2011 έγγραφό του, επανυπέβαλε για θεώρηση το ανωτέρω χρηματικό ένταλμα, επισυνάπτοντας το 90736/18.11.2011 έγγραφο του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, όπου υποστηρίζεται η νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης. Ειδικότερα, ο Δήμος προέβαλε ότι: α) υπάρχει απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής για την απευθείας ανάθεση της μελέτης σε ιδιώτη, ένεκα της αδυναμίας της Τ.Υ.Δ.Κ. να ανταποκριθεί στο αίτημα του Δήμου για τη σύνταξή της από αυτή (Τ.Υ.Δ.Κ.), β) η συνολική αμοιβή για την εκπόνηση της μελέτης καθορίστηκε στο ποσό των 11.100 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., αμοιβή που δεν ξεπερνά το 30% του μέγιστου ορίου αμοιβής Πτυχίου Α τάξης της κατηγορίας της ανωτέρω μελέτης, που για την κατηγορία 16, σύμφωνα με την Υ.Α. Δ15/οικ/11819/2.6.2010, είναι 11.647,10 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και γ) η μελέτη ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε εμπροθέσμως, εγκρίθηκε δε η οριστική παραλαβή της με την 174/2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Η Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στις απόψεις της, με συνέπεια να ανακύψει διαφωνία, για την άρση της οποίας νομίμως απευθύνεται, με την από 1.12.2011 έκθεσή της, προς το Τμήμα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980 (ΦΕΚ Α, 189) και 139 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ Α, 304), σε συνδυασμό με την ΦΓ8./22431/6.10.2004 (ΦΕΚ Β, 1620) κανονιστική απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως τροποποιήθηκε με την ΦΓ8./52557/6.12.2006 (ΦΕΚ Β, 62/25.1.2007) όμοια απόφαση. ΙΙ. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 209 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν.3463/2006), 1 και 2 του π.δ/τος 798/1978 «Περί καθορισμού ορίων προεκτιμώμενης αμοιβής μελετών κατά τάξιν πτυχίου», όπως τα σχετικά όρια αμοιβής εκάστης τάξεως πτυχίου αναπροσαρμόσθηκαν με το άρθρο μόνο της ισχύουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο Δ15/οικ/11819/2.6.2010 απόφασης του Υπουργού Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων (ΦΕΚ Β 896), 4 του ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών...» και τις διατάξεις της ΔΜΕΟ/α/ο/1257/9.8.2005 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β 1162) «Έγκριση Κανονισμού Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών κατά τη διαδικασία της παρ.7 του άρθρου 4 του ν.3316/2005», όπως τροποποιήθηκε με την ΔΜΕΟ/α/ο/1347/1.9.2005 όμοια (ΦΕΚ Β 1471), με την οποία καθορίστηκε η προεκτιμώμενη αμοιβή για την εκπόνηση τοπογραφικών μελετών, συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Με τη διάταξη του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. ο νομοθέτης διατήρησε τη δυνατότητα που είχαν οι Ο.Τ.Α. Α βαθμού (σχ. άρθρο 269 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Δ.Κ.Κ. - π.δ. 410/1995) να αναθέτουν απευθείας μελέτες με μικρό οικονομικό αντικείμενο για την εξυπηρέτηση ειδικών αναγκών των Δήμων και των εποπτευόμενων από αυτούς νομικών προσώπων. Προϋπόθεση για την απευθείας ανάθεση είναι όπως η προεκτιμώμενη αμοιβή όλων των σταδίων της μελέτης να μην υπερβαίνει το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α τάξης, που ισχύει κάθε φορά για κάθε κατηγορία μελέτης. Σκοπός
του νομοθέτη ήταν η διευκόλυνση των δήμων, ώστε, κατά παρέκκλιση των τακτικών διαδικασιών, να μπορούν να αναθέτουν απευθείας μελέτες με μικρό οικονομικό αντικείμενο, ένεκα αφενός μεν της ιδιαίτερης φύσης των μελετών αυτών με τις οποίες εξυπηρετούνται οι ειδικές ανάγκες των συγκεκριμένων φορέων, αφετέρου δε της αδυναμίας των τεχνικών τους υπηρεσιών να φέρουν εις πέρας τις πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτούνται από τις εκάστοτε ισχύουσες κοινές διατάξεις περί ανάθεσης των μελετών. Με το ν. 3316/2005 ο νομοθέτης άλλαξε τον τρόπο προσδιορισμού της τελικής αμοιβής του μελετητή, σε σχέση με τις ρυθμίσεις ν. 716/1977, σύμφωνα με τις οποίες γινόταν μεν προεκτίμηση αυτής (αμοιβής), πλην όμως η προεκτιμώμενη αυτή αμοιβή δεν αντιστοιχούσε, απαραιτήτως, στην τελικώς καταβαλλόμενη αμοιβή, αφού αυτή εξαρτάτο από αστάθμητους παράγοντες, όπως ο προϋπολογισμός του υπό κατασκευή έργου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ανάγκης προσδιορισμού του συμβατικού και του οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης, με τις νέες ρυθμίσεις προβλέπεται ότι η ελάχιστη αμοιβή του αναδόχου (η οικονομική του προσφορά) δεν δύναται να υπολείπεται της προεκτιμώμενης αμοιβής, όπως αυτή προκύπτει από τον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών. Ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές και στις περιπτώσεις της διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Συνεπώς και κατά τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. Τούτο δε διότι η διάταξη αυτή, με την οποία παρέχεται έρεισμα για την ανάθεση των μελετών κατά παρέκκλιση της τακτικής διαδικασίας, είναι στενά ερμηνευτέα. Κατ' ακολουθίαν, για την εφαρμογή της (30% επί του ανωτάτου ορίου αμοιβής Πτυχίου Α Τάξης, ανά κατηγορία μελέτης) απαιτείται να προηγηθεί ο σαφής καθορισμός του ύψους της προεκτιμώμενης αμοιβής, όπως αυτός προκύπτει από τον ως άνω Κανονισμό. Ως εκ τούτου, όταν ο νομοθέτης ορίζει την εφαρμογή της κατά παρέκκλιση των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί εκπόνησης μελετών, δεν αναφέρεται στο σύνολο των διατάξεων του ν. 3316/2005, αλλά η εξαίρεση αφορά μόνο στην παρέκκλιση από την τακτική διαδικασία ανάθεσης (βλ. πράξεις VII Τμ. 137, 168/2011). Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Σταμάτη Πουλή, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. (ν. 3463/2006), οι οποίες είναι νεότερες και ειδικότερες του ν. 3316/2005, ρύθμισε αποκλειστικά και εξαντλητικά το ζήτημα της απευθείας ανάθεσης από τους Δήμους των μικρού οικονομικού αντικειμένου μελετών. Κατ' αναλογίαν δε με τα ισχύοντα ως προς τις απευθείας αναθέσεις των έργων, προμηθειών και λοιπών υπηρεσιών, όρισε ότι εφόσον το ύψος της συμφωνηθείσης με το μελετητή αμοιβής ανέρχεται μέχρι ένα ορισμένο ποσό (30% επί του ανωτάτου ορίου αμοιβής Πτυχίου Α Τάξης, ανά κατηγορία μελέτης), η μελέτη μπορεί να ανατεθεί απευθείας, κατόπιν αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής. Το ποσό δε αυτό, που είναι και το όριο για την απευθείας ανάθεση, προσδιορίζεται από τη συμφωνία των μερών (δήμου και μελετητή) και όχι από τον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών. Τούτο, εξάλλου, συνάγεται από το εδάφιο β της κρίσιμης παραγράφου, σύμφωνα με το οποίο εάν τελικώς προκύψει μεγαλύτερη αμοιβή από αυτή που συμφωνήθηκε, η επιπλέον διαφορά θεωρείται ποινική ρήτρα σε βάρος του αναδόχου για εσφαλμένη προεκτίμηση. Εάν ο νομοθέτης ήθελε το όριο για την απευθείας ανάθεση των μελετών να καθορίζεται από τον ως άνω Κανονισμό, δεν θα υπήρχε λόγος να συμπεριλάβει το προαναφερθέν εδάφιο, αφού το όριο και η αμοιβή του αναδόχου θα καθοριζόταν από ένα σταθερό νομοθετικό πλαίσιο. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν ίσχυσε. ΙII. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 1 παρ. 12 και 13, 37 του ν. 3316/2005 και 209 παρ. 4 εδάφιο δ του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή αναδιατυπώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν.3536/2007, συνάγεται ότι οι μελέτες
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκπονούνται από ιδιώτες μελετητές ή μελετητικά γραφεία σε εκτέλεση σχετικής δημόσιας σύμβασης, εγκρίνονται από την οικεία Διευθύνουσα Υπηρεσία, που έχει την αρμοδιότητα διοίκησης της σύμβασης, ενώ, παράλληλα, από την ανωτέρω Διευθύνουσα Υπηρεσία εκδίδεται βεβαίωση για την περαίωση των εργασιών της σύμβασης. Με την ολοκλήρωση αυτών των ενεργειών, η Προϊσταμένη αρχή, δηλαδή το όργανο που αναθέτει τη σύμβαση, προβαίνει στην παραλαβή των μελετών (βλ. πράξη VII Τμ. 82/2011). ΙV. Τέλος, το β.δ. 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 114 Α, διόρθ. ΦΕΚ 145 και 197 Α ), ορίζει, στο άρθρο 11, ότι: «Πάσα ανάληψις δαπάνης εις βάρος των διά του προϋπολογισμού χορηγουμένων πιστώσεων, πραγματοποιείται υπό του δημάρχου...» και στο άρθρο 13 παρ.1, ότι: «1. Προ πάσης ενεργείας διά την εκτέλεσιν οιασδήποτε δαπάνης του δήμου, η αρμοδία δημοτική υπηρεσία συντάσσει --Έκθεσιν αναλήψεως δαπάνης", εις ην δέον να καθορίζηται: α) το είδος και η αιτία της δαπάνης, β) το απαιτούμενον ποσόν της δαπάνης, αριθμητικώς και ολογράφως, γ) αι γενικαί ή ειδικαί διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του δήμου, εις ας στηρίζεται η δαπάνη και δ) το οικονομικόν έτος, το κεφάλαιον και άρθρον του προϋπολογισμού, όπερ βαρύνει η δαπάνη». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι μεταξύ των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης δημοτικής δαπάνης συγκαταλέγεται και η σύνταξη έκθεσης ανάληψης δαπάνης. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται υποχρεωτικά, μεταξύ άλλων, η αιτία της δαπάνης, ενώ πρέπει να μνημονεύονται και οι αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, στις οποίες αυτή στηρίζεται, έτσι ώστε να αποδεικνύεται η γέννηση και η ύπαρξη του χρέους. Η μη τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος, ήτοι η σύνταξη της έκθεσης ανάληψης της δαπάνης πριν τη λήψη των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, στις οποίες αυτή στηρίζεται, καθιστά τη δαπάνη μη νόμιμη καθώς συνεπάγεται τη δέσμευση των πιστώσεων του δημοτικού προϋπολογισμού χωρίς να υπάρχει νόμιμα γεννημένη υποχρέωση (βλ. πράξη VII Τμ. 270/2008). V. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου ΧΧΧ, με το 15529/23.4.2010 έγγραφό του προς την Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων, εισηγήθηκε την εκπόνηση μελέτης, με αντικείμενο την «τοπογραφική αποτύπωση συνδετηρίων οδών ΧΧΧ», ενώ αναφέρθηκε και στην αδυναμία της υπηρεσίας του δήμου να συντάξει τη σχετική μελέτη διότι «δεν διαθέτει οργανωμένο τοπογραφικό συνεργείο - τεχνολογικό εξοπλισμό - κατάλληλο λογισμικό». Κατόπιν αυτού, ζήτησε από την Τ.Υ.Δ.Κ. να εκπονήσει τη σχετική μελέτη και, σε περίπτωση και δικής της αδυναμίας, να εκδώσει τη βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 209 παρ.4 του ν.3463/2006. Σε απάντηση του ανωτέρω εγγράφου, η Τ.Υ.Δ.Κ. Νομού ΧΧΧ ενημέρωσε το Δήμο ότι αδυνατεί να συντάξει την ως άνω μελέτη λόγω έλλειψης οργανωμένου τοπογραφικού συνεργείου για τις εργασίες υπαίθρου και κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού για τις εργασίες γραφείου, ανέφερε δε ότι ο Δήμος μπορούσε να αναθέσει τη σχετική μελέτη σε ιδιωτικό γραφείο μελετών, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (βλ. σχετ. το 33176/4753/8.6.2010 έγγραφο της Τ.Υ.Δ.Κ.). Ακολούθως, η Δημαρχιακή Επιτροπή του Δήμου ΧΧΧ, ύστερα από σχετική εισήγηση του Διευθυντή τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου (βλ. το 28978/17.6.2010 έγγραφο), με την 366/30.6.2010 απόφασή της, ανέθεσε απευθείας στην τοπογράφο μηχανικό ΧΧΧ, την εκπόνηση της ως άνω μελέτης, προϋπολογισμού 13.209 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 19%). Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, καταρτίστηκε μεταξύ του Δημάρχου ΧΧΧ και της ανωτέρω η 33737/19.7.2010 σύμβαση, με αντικείμενο «την τοπογραφική αποτύπωση με κλίμακα 1:500 των συνδετηρίων οδών της ΧΧΧ από
Ισόπεδο Κόμβο ΧΧΧ μέχρι την οδό ΧΧΧ, έναντι του ποσού των 11.100 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.). Περαιτέρω, με το 25232/15.4.2011 έγγραφο του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου ΧΧΧ βεβαιώθηκε η περαίωση των εργασιών της μελέτης και το Δημοτικό Συμβούλιο, με την 174/18.5.2011 απόφασή του, ενέκρινε την οριστική παραλαβή της. Τέλος, για την πληρωμή της μελέτης εκδόθηκε το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής, ποσού 13.653 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από τη συνημμένη στο ως άνω χρηματικό ένταλμα σχετική πιστοποίηση για την πληρωμή των εκτελεσθεισών εργασιών, η αμοιβή της αναδόχου, υπολογιζόμενη με βάση τον προαναφερεθέντα Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών, υπερέβαινε την αμοιβή, που ορίσθηκε με την 366/2010 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής και τη σχετική σύμβαση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την από 28.2.2011 «επιμέτρηση εργασιών και πινάκιο αμοιβής», η συνολική αμοιβή προσδιορίστηκε σε 12.257 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), έναντι του ποσού των 11.100 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), που είχε οριστεί με την απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής. Τελικώς, η αμοιβή, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, περιορίστηκε στο ποσό των 11.100 ευρώ. VI. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως ο Δήμος προσέφυγε σε ιδιώτη μελετητή, κατόπιν αφενός μεν της εκδήλωσης αδυναμίας της Τ.Υ.Δ.Κ. Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας να εκπονήσει τη σχετική μελέτη, αφετέρου δε της παροχής άδειας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 209 του Δ.Κ.Κ., στο Δήμο να την αναθέσει σε ιδιώτη. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η προεκτιμώμενη αμοιβή της αναδόχου υπολογίστηκε, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών, στο ποσό των 12.257 ευρώ, μη νομίμως προσέφυγε ο Δήμος στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ.. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η προεκτιμώμενη αμοιβή υπολογίστηκε αυθαίρετα, χωρίς την προηγούμενη προσφυγή της αναθέτουσας αρχής στον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών, βάσει του οποίου θα καθοριζόταν εκ των προτέρων με σαφή τρόπο η προεκτιμηθείσα αμοιβή, ώστε να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για την εφαρμογή ή μη της εξαιρετικής διαδικασίας του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ.. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η τελική αμοιβή της αναδόχου (11.100 ευρώ) δεν υπερβαίνει το όριο της διάταξης του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανερχόταν σε 11.647,80 (30% Χ 38.826) ευρώ (βλ. Πράξη VII Τμ. 137, 168/2011). Πλην όμως, με δεδομένο ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 209 δεν αποκλείει την περίπτωση εσφαλμένου υπολογισμού της προεκτιμώμενης αμοιβής και λαμβάνοντας υπόψη, εν προκειμένω, τη μικρή διαφορά μεταξύ προεκτιμώμενης αμοιβής, όπως αυτή προσδιορίστηκε με το πινάκιο αμοιβής (12.257 ευρώ) και του ορίου νόμιμης προσφυγής στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης για τη συγκεκριμένη κατηγορία μελέτης (11.647,80 ευρώ), το Τμήμα κρίνει ότι η πραγματοποίηση της επίμαχης δαπάνης δεν οφείλεται σε πρόθεση των αρμόδιων οργάνων να καταστρατηγήσουν τις διατάξεις περί απευθείας ανάθεσης μελετών, αλλά σε συγγνωστή πλάνη αυτών ως προς την συνδρομή των απαιτούμενων από τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεων για τη νομιμότητα της δαπάνης. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Κωνσταντίνας Ζώη, στην οποία προσχώρησε και η Πάρεδρος Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, δεν μπορεί να αναγνωριστεί η συνδρομή συγγνωστής πλάνης στα αρμόδια όργανα του Δήμου, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., με την οποία παρέχεται νομοθετικό έρεισμα για την εφαρμογή της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης, εισάγει παρέκκλιση από το ισχύον γενικό νομικό πλαίσιο περί ανάθεσης μελετών και πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Το γεγονός δε ότι η διαφορά του ποσού του ορίου μεταξύ της προεκτιμώμενης αμοιβής, σύμφωνα με τον ανωτέρω Κανονισμό και της απευθείας ανάθεσης είναι μικρή, δεν θεραπεύει το γεγονός ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου
εφάρμοσαν μη νόμιμα στη συγκεκριμένη περίπτωση τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, που μόνο κατ' εξαίρεση προέβλεψε ο νομοθέτης. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν ίσχυσε. Εξάλλου, όσον αφορά στο δεύτερο λόγο διαφωνίας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, προβλέπεται (άρθρο 37 ν. 3316/2005) ότι η παραλαβή των μελετών των Ο.Τ.Α. πραγματοποιείται από την Προϊσταμένη Αρχή της σύμβασης, δηλαδή το αρμόδιο όργανο ανάθεσής της, εν προκειμένω τη Δημαρχιακή Επιτροπή του Δήμου ΧΧΧ. Δοθέντος όμως ότι η μελέτη παραλήφθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου ΧΧΧ, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει πλημμέλεια, καθόσον η πράξη αυτή δεν επάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις ελεγκτέες από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού το Δημοτικό Συμβούλιο είναι όργανο του Δήμου ευρύτερης σύνθεσης, υπέρ του οποίου συντρέχει το τεκμήριο αρμοδιότητας. Τέλος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος διαφωνίας που αφορά στη μη τήρηση της προβλεπόμενης από τις σχετικές διατάξεις διαδικασίας έκδοσης του επίμαχου εντάλματος. Τούτο διότι η ανάληψη της δαπάνης, που συνεπάγεται τη δέσμευση των οικείων πιστώσεων, προϋποθέτει γεννημένο χρέος, ήτοι νόμιμη διοικητική πράξη με την οποία αναλαμβάνεται η σχετική υποχρέωση. Η πράξη δε αυτή είναι, εν προκειμένω, η 366/30.6.2010 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου ΧΧΧ, με την οποία ανατέθηκε απευθείας η εκπόνηση της οικείας μελέτης, ενώ από το 28978/17.6.2010 έγγραφο-εισήγηση προς τη Δημαρχιακή Επιτροπή προκύπτει ότι για τη μελέτη αυτή υπήρχε πίστωση (Τεχνικό Πρόγραμμα του Δήμου), ύψους 13.209 ευρώ. Συνεπώς, η σύνταξη της έκθεσης ανάληψης της υπό κρίση δαπάνης νομίμως δεν έγινε σε χρόνο προγενέστερο της ως άνω απόφασης. Εξάλλου, στα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνεται η από 23.5.2011 απόφαση ανάληψης υποχρέωσης για την οικεία δαπάνη, καθώς και η 186/24.5.2011 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου ΧΧΧ για την ψήφιση της σχετικής πίστωσης, που αφορούν στο οικονομικό έτος 2011, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα (βλ. άρθρο 5 παρ. 4 του π.δ/τος 113/2010 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες», ΦΕΚ Α 194). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη, πλην όμως το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2011, σε βάρος των πιστώσεων του οποίου εκδόθηκε. Για τους λόγους αυτούς Αποφαίνεται ότι το 2680, οικονομικού έτους 2011, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου ΧΧΧ, ποσού 13.653 ευρώ, δεν πρέπει να θεωρηθεί, λόγω λήξης του οικονομικού έτους.