ΜΟΥΣΙΚΗ, ΧΟΡΟΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΜΑΘΗΤΕΣ: ΒΑΒΛΗ ΜΑΡΙΑ, ΚΑΡΑΦΥΛΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ, ΚΟΥΦΑΚΗ ΝΟΜΙΚΗ, ΜΕΛΑΣ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ, ΜΑΛΛΙΑΣ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ, ΤΡΙΚΟΙΛΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Δημοφιλείς χοροί της Καλύμνου Τιμούν αυτούς που της πρόσφεραν την ελευθε ρία με παρελάσεις στις εθνικές γιορτές καθώς και με εορταστικές εκδηλώσεις, με παραδοσιακές στολές και τοπικά τραγού δια.έτσι ντυμένοι χορεύουν και σήμερα παραδοσιακούς νησιώτικους χορούς, ίσσο, σούστα, καλαματιανό.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ: Ο δημοφιλέστερος και παραδοσιακός χορός της Καλύμνου είναι ο λεγόμενος «χορός του μηχανικού» ή αλλιώς «χορός των σφουγγαράδων», ένας χορός πολύ αγαπητός στην Κάλυμνο που χορεύεται βασικά από άνδρες σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις, όπως σε γάμους, σε βαφτίσια, σε γλέντια, σε γιορτές και σε Καλυμνιώτικα παραδοσιακά πανηγύρια, σε ανάμνηση της μεγάλης τους αγάπης και της κυριαρχίας τους στην θάλασσα, την αλίευση των σπόγγων και ιδιαιτέρως των προβλημάτων αναπηρίας που αντιμετώπιζαν από τις καταδύσεις τους στο ανεξερεύνητο χώρο του βυθού. Ονομάστηκε, έτσι, διότι αποτελεί αναπαράσταση του «σακατεμένου» μηχανικού, δηλαδή του «πιασμένου» σφουγγαρά δύτη, που βουτούσε με ειδική στεγανού τύπου υποβρύχια στολή για το υδάτινο θαλάσσιο περιβάλλον το λεγόμενο «σκάφανδρο» για να αλιεύσει τα σπάνια και πολύτιμα σφουγγάρια, που πολλές φορές απέβαιναν εκδικητικά για την σωματική του υγεία.
ΝΤΙΡΛΑΝΤΑ Το «Ντιρλαντά» έχει ένα ρυθμό που σε ξεσηκώνει. Σα να σε ζωντανεύει. Ένα τραγούδι χωρίς μουσικό τέλος. Ένας σκοπός που σου επιτρέπει να βάλεις ότι στίχο θέλεις. Σύμφωνα με ερευνητές της λαϊκής μουσικής, η γρήγορη ερμηνεία του μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση έκστασης. Ίσως γι αυτό τραγουδιόταν συνεχώς στα καλύμνικα σφουγγαράδικα. Για να κρατάει ξύπνιους και σε εγρήγορση τους δύτες και τους τροχαλητές με τον χαρακτηριστικό ρυθμό του. Κάποιοι λένε ότι οι σφουγγαράδες το τραγουδούσαν όλοι μαζί στους δύτες, όταν ανέβαιναν από τις καταδύσεις. Ήθελαν να τους κρατήσουν ξύπνιους και να αποφύγουν τη νόσο των δυτών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το Ντιρλαντά το έλεγαν σε αυτόν που γύριζε τον τροχό της αντλίας, που έστελνε αέρα στον δύτη. Ο τρόχος γυρνούσε με δυσκολία και έτσι έδιναν ρυθμό στον τροχαλητή για να συνεχίσει. Η ζωή του δύτη κρεμόταν από αυτόν. Στην Κάλυμνο το τραγούδι υπάρχει και σε δεύτερη εκτέλεση, ακριβώς με τον ίδιο ρυθμό, αλλά αντί για Ντιρλαντά λέγεται «Πέντε και τέσσερα εννιά». Η λαϊκή παράδοση το κατατάσσει στα τραγούδια της Μπαρμπαριάς, δηλαδή ότι προέρχεται από λαούς της Βόρειας Αφρικής.
Το παραδοσιακό κομμάτι «Ντιρλαντά» της Καλύμνου είναι διεθνώς, ίσως το πιο γνωστό ελληνικό τραγούδι ΟΔιονύσης Σαββόπουλος περιέλαβε το τραγούδι στο δίσκο του 69 «Το περιβόλι του τρελού» και το έκανε επιτυχία στην Ελλάδα. Η διάσημη Νταλιντά το άκουσε και της άρεσε. Το τραγούδησε το 1970 στα ιταλικά και στα γαλλικά και το έκανε διεθνή επιτυχία. Με τα χρόνια ο ιδιαίτερος καλυμνιώτικος ρυθμός έγινε σίγουρη επιτυχία για τους καλλιτέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, τραγουδήθηκε σε πάρα πολλές χώρες μεταξύ των οποίων αραβικές, ασιατικές, αφρικανικές και φυσικά ευρωπαϊκές. Ο Ξυλούρης το τραγούδησε με αλλαγμένους τους μισούς στίχους, ενώ τραγουδήθηκε με επιτυχία και από τη Μαρινέλλα. Oι dj της δεκαετίας του 90 διασκεύασαν το Ντιρλαντά σε trance και πρόσφατα σε chill ή up tempo house.
ΝΤΙΡΛΑΝΤΑ (ΣΤΙΧΟΙ) Βρε ντιρλαντά, ντιρλάνταντα, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πως θα πάρουμε την πόλη, ω ντιρλλαντά ντιρλανταντα Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί Ω ντιρλαντα, ντιρλαντα, ω ντιρλλαντα και δεν τελειώνει βρε ντιρλαντα με ζαχαρώνει Ω ντιρλαντα, ντιρλαντα, να το χαρώ που με κοιτά Ω ντιρλαντα λεβεντονιά, βρε και της μπαρμπαριάς γλαρώνια ω ντιρλαντα, ντιρλανταντα
ΟΙ ΚΑΛΥΜΝIΕΣ ΚΑΙ Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΟΥΣ Οι γυναίκες της Καλύμνου, όπως και οι άντρες τους, διατηρούν όλη τους τη δωρική αρρενωπότητα, που κληρονόμησαν από τους παππούδες και τις «παλιές» τους (τις γιαγιάδες). Χειροδύναμες κι εργατικές, κάνουν πολλά και γερά παιδιά, που τ' ανατρέφουν με σπαρτιάτικη αντίληψη. Ξέρουν να υφαίνουν μόνες στους αργαλειούς τους τα μάλλινα πολύχρωμα χράμια, το μαλλί από τα πρόβατα μόνες το κατεργάζονται, το βάφουν, το κλώθουν και το ρίχνουν στο «λάκκο» (αργαλειό). Εκτός από τα χράμια, τα δίμιτα και άλλα, υφαίνουν και ψιλά μεταξωτά, «μεσάλλες» (πετσέτες φανταχτερές) καθώς και τις «ρασές»: μικρές κουβέρτες υφασμένες με μαλλί και μετάξι, που μ' αυτές τυλίγουν τα μωρά τους. Ρασές υφαίνουν και για τα δικά τους τα κρεβάτια, ιδίως τα νυφικά.
Η γιορτινή στολή των γυναικών του νησιού είναι από τις απλούστερες, γι' αυτό κι από τις κομψότερες φορεσιές της Δωδεκανήσου. Χωρίς κανένα περιττό στολίδι, δίνει, με την απλή της κόψη και τα λίγα της εξαρτήματα, μια ιδιαίτερη χάρη στις λυγερόκορμες Καλυμνοπούλες σαν τη φορούν στα πανηγύρια και στις επίσημες γιορτές. Το κύριο φόρεμα είναι το καβάδι, εφαρμοστό στον ανοιχτό μπροστά μπούστο, με μανίκια πλατιά στο κάτω μέρος και με το πλατύφυλλο, χωρίς σούρες, φουστάνι κολλημένο στο πολκάκι, και ανοιχτό εμπρός, όπως και στα δύο πλαϊνά φύλλα της φούστας που του ενός απ' αυτά ανεβάζουν την άκρη στη ζώνη. Συνήθως τα καλύμνικα καβάδια -όπως και της Λέρου τα αντεριά, που έχουν σχεδόν την ίδια κόψη- γίνονται από κλαδωτά ή ριγωτά μεταξωτά. Όμως το κλασικό καβάδι, όπως το φορούσαν οι παλαιότερες Καλύμνιες, αλλά και πολλές από τις σύγχρονες, γινόταν από τα «λυώνια» λεγόμενα μεταξωτά, σε ό,τι χρώμα, συνήθως χρυσαφί, σκούρο πράσινο, βυσσινί ή μπλε.
Το στήθος σκεπάζεται από τη μεταξωτή κρεμ πουκαμίσα στολισμένη με ψιλοδουλεμένα χρωματιστά κεντήματα και τραβηγμένες κλωστές, τόσο στα μακριά μανίκια, που ξεπροβάλλουν κάτω από τα φαρδομάνικα του καβαδιού φοδραρισμένα με φανταχτερό μεταξωτό που φαίνεται όταν τα σηκώνουν όσο και στη μακριά πουκαμίσα που προβάλλει κάτω από το σηκωμένο φύλλο του καβαδιού, κοσμημένη μπρος και κατά μάκρος με χαριτωμένα σε σχέδια και χρώματα σχηματοποιημένα θέματα, γλάστρες με λουλούδια, κλώνους με φύλλα και άλλα σχετικά καθαρής ντόπιας τέχνης, που είχε πολύ αναπτυχθεί σε παλαιότερα χρόνια στο νησί. Μια ριγωτή πολύχρωμη ζώνη, κροσσωτή στις άκρες, τυλίγεται στη μέση του κορμιού, ενώ στο κεφάλι ρίχνεται με χάρη το τουλπάνικο κίτρινο ή καφετί τσεμπέρι με τις στάμπες. Άσπρες κάλτσες και γόβες ό,τι χρώμα φορούν στα πόδια, ενώ αρμαθιές από χρυσές ντούμπλες και κωσταντινάτα, καρφίτσες, αλυσίδες με σταυρούς κι άλλα κοσμήματα βάζουνε στο στήθος. Σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και βραχιόλια συμπληρώνουν το στολισμό της νέας Καλύμνιας με την επίσημη της φορεσιά. Οι ηλικιωμένες φορούν μαύρα ή σκούρα μονόχρωμα υφάσματα, με πολύ φαρδιές φούστες σουρωτές στη μέση, καθώς και απλό μονόχρωμο τσεμπέρι.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΑΛΥΜΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ ΟΡΓΑΝΑ Η Τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η Γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως Σαμπούνα στην Άνδρο, Ασκομαντούρα στην Κρήτη, Τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία. Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου, την Τσαμπούνα. Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας
Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από ξύλο πικροδάφνης και είναι 7-8 εκ. Έχει αυλάκι στο εσωτερικό που καταλήγει σε χωνί. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο, ενώ τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια» ή «πιπίνια», που βγάζουν τη «φωνή». Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο άκρο του έχει μονό γλωσσίδι. Αυτά τοποθετούνται μέσα από το δέρμα στο ένα από τα ελεύθερα πόδια του ζώου. Στο άλλο πόδι εφαρμόζεται το επιστόμιο, η συσκευή που φυσάει ο οργανοπαίκτης. Το επιστόμιο είναι ένας μικρός σωλήνας από καλάμι ή πικροδάφνη, ο οποίος προσαρμόζεται στο δέρμα ή στην τρύπα ενός καρουλιού που στερεώνεται στο ίδιο σημείο. Εκεί τοποθετείται και η δερμάτινη βαλβίδα, ώστε να μην φεύγει ο αέρας στο διάστημα που ο τσαμπουνιέρης σταματά για να πάρει ανάσα. Η Τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή, ενώ ανάλογα με την απόσταση που έχουν οι τρύπες στα καλάμια καθορίζονται και τα διαστήματα. Ο ήχος της Τσαμπούνας είναι οξύς και δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Παίζεται συνήθως, μαζί με άλλα όργανα, σε πανηγύρια, τοπικές εορτές και γάμους.
ΛΑΟΥΤΟ Το νησιώτικο και το στεριανό είναι σε γενικές γραμμές λαούτα μικρότερα σε μέγεθος από το κρητικό, αλλά έχουν σχετικά κοινά υλικά κατασκευής. Δύο ειδών ξύλα για τις ντούγες με τις ανοιχτές από παλίσανδρο και τις σγουρές από κελεμπέκι. Μπράτσο συνήθως από φλαμούρι, καπάκι από έλατο και ταστιέρα,χορδοδέτης και διακόσμηση από έβενο. Τα δυο αυτά λαούτα μεταξύ τους έχουν πολλές ομοιότητες όπως το κούρδισμα κατά πέμπτες [ντο, σολ, ρε, λα] από πάνω προς τα κάτω. Στην Κρήτη, στην Κάρπαθο, στις Κυκλάδες και στην Ήπειρο όπου τα συναντάμε, έχουν από τους εκτελεστές κυρίως μελωδικό ρόλο σε σχέση με άλλα όργανα, κάτι μάλιστα που δεν συνηθίζεται να συμβαίνει καθώς πρόκειται ως επί τοπλείστον για συνοδευτικά όργανα