ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ»



Σχετικά έγγραφα
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΣΗ ΤΟΥ ΑΚΟΥ (Bactrocera oleae)

ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ / ΚΟΜΜΑΤΑ / ΣΥΝΔΙΑΣΜΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ - ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο.Κ.Δ.Ε. ΟΑΚΚΕ ΛΑΪΚΟΣ Κ.Κ.Ε.

2. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

Διαχειμάζει ως νύμφη σε λευκό βομβύκιο 3 γενεές το έτος και στις νοτιότερες περιοχές 4 Τα ενήλικα της διαχειμάζουσας γενιάς εμφανίζονται Απρίλιο

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

Ζωϊκοί εχθροί της ελιάς

Α Χ Λ Α Δ Ι Α Μ Η Λ Ι Α

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΧΘΡΩΝ - ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 2017 (Συνοπτική περιγραφή) Πληροφορίες: Νικόλαος Ι.

ΡΟΥΣΣΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Άρδευση

Κόττικα Αικατερίνη ΙΑΤΡΙΒΗ. Που υποβλήθηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Σπουδών. στην Περιβαλλοντική Πολιτική και ιαχείριση

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

Οικολογικό περιβάλλον της ελιάς Γεωγραφικό πλάτος

Αρωματικά Φυτά στην Κουζίνα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΦΙΔΩΝ ΣΤΑ ΒΑΜΒΑΚΙΑ

Α Χ Λ Α Ι Α Μ Η Λ Ι Α

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Α Χ Λ Α Δ Ι Α - Μ Η Λ Ι Α

ISONET PF Η αποτελεσματική λύση για τον έλεγχο του ψευδόκοκκου Planococcus ficus σε αμπέλι (PLANFI)

ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΔΑΦΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

Θέμα : «Λειτουργικότητα Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Π.Ε. Λέσβου»

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Grapholita molesta Busck. (Lepidoptera: Tortricidae) (κν.

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΛΕΣΒΟΥ (Έδρα: Μυτιλήνη,η) ΔΗΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ (Έδρα: Μυτιλήνη,η) ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΟΔΗΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 15 (ΟΕ-15) ΑΡΔΕΥΣΗ Κωδικός Έκδοση Έγκριση ΣΟΔ-Λ-ΕΓΧ 1 η /2016 ΟΕΦ-ΕΑΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΑΕ ΑΕΣ -ΕΟΠ

Πανελλήνιο συνέδριο νέων αγροτών Ρόδος Σεπτεμβρίου Subtitle. Συντάκης Μιλτιάδης ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΕ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Θέμα: «Διαπίστωση Λειτουργικών Κενών και Λειτουργικών Υπεραριθμιών»

Κλιματική αλλαγή και ελαιοπαραγωγή (Διαχειριστικές πρακτικές στις νέες συνθήκες)

Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες

ΘΕΩΡΙΑ 3η ΜΕΘΟΔΟΙ &ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ (ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ, ΧΗΜΙΚΗ, ΔΑΣΟΚΟΜΙΚΗ)

Α Χ Λ Α Δ Ι Α - Μ Η Λ Ι Α

ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΙΠΕΡΙΑΣ. Δημήτρης Σάββας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών

Απαραίτητα Μέσα. Ολοκληρωμένη Διαχείριση του προβλήματος. Ta... για την. του φυλλορρύκτη της τομάτας (Τuta absoluta).

ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ (Bactocera oleae ) ΣΕ ΕΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟ ΕΝΑ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΟ ΕΛΑΙΩΝΑ

Μέλη ομάδας: Θεοφανίδη Χαρά Ηλιάδης Γιάννης Γιάτα Ένι Κυριακόπουλος Αντώνης

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

ΣΥΚΙΑ ΣΥΚΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΑ. Καταγωγή: Μ. Ασία Βοτανική ταξινόμηση:

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωγραφική εξάπλωση των εντόμων-εισβολέων

ΒΥΣΣΙΝΙΑ ΒΥΣΣΙΝΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μικρού µεγέθους, βλάστηση πλαγιόκλαδη. Καταγωγή: Κασπία

ΣΥΚΙΑ. Γραμματικός Διονύσιος, Γεωπόνος, Msc Τμήμα Αμπέλου & Ξ. Κ. Δ/νση ΠΑΠ Δενδροκηπευτικής

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙO ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

Επιβλαβή έντομα και ωφέλιμα αρθρόποδα στους ελαιώνες των Πεζών Ηρακλείου & του Μεραμβέλλου Λασιθίου την περίοδο

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

2 ο ΔΕΛΤΙΟ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΜΒΑΚΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ (ΠΕ) ΛΑΡΙΣΑΣ

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε καλλιέργειες φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων Μέτρα αντιμετώπισης

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑΣ 1

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Εικ. 1: Τέλειο έντομο E. orientalis με χαρακτηριστικό καστανό χρωματισμό.

Έκθεση βέλτιστου τρόπου εξαπόλυσης και διάθεσης φυσικών εχθρών

Ο EΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΦΥΗΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΥΚΙΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ζωικοί εχθροί της μηλιάς

Τεχνολογία Προϊόντων Φυτικής Προέλευσης

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΞΕΡΟΥ ΚΡΕΜΜΥΔΙΟΥ 1

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ. Θεματική Ενότητα: Διαχείριση εχθρών & ασθενειών Η εφαρμογή τεχνικών ορθολογικής και ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας με βιολογικές μεθόδους

ΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ Α ΝΗΣΟΣ: ΛΕΣΒΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΓΙΑΣΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: ΝΑΠΗΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: ΜΕΣΑΓΡΟΥ

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων

Η Κ+Ν ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ αβεε σας ενημερώνει. Έντομα εδάφους καλαμποκιού

ζωικοί εχθροί ανθοκηπευτικών

ΕίδηΚερασιάς SABRINA SUMN 314CH C.O.V

Προληπτικές εφαρμογές καταπολέμησης αφίδων σε πυρηνόκαρπα και γιγαρτόκαρπα

Επιβλαβή έντομα και ωφέλιμα αρθρόποδα στους ελαιώνες της Τριφυλίας την περίοδο

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

ΘΕΜΑ: «Χωρική κατανομή και Γεωστατιστική ανάλυση δεδομένων εντομολογικών προσβολών»

Ινστιτούτο ασικών Ερευνών. πολύτιµες ιδιότητες»

ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ ΑΡΔΕΥΣΗ

ΕΠΙΤΡΑΠΈΖΙΑΣ Ε Μ Ι Τ.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ελαιόλαδο. από Φιλοπεριβαλλοντικά Συστήματα Διαχείρισης

O υπονομευτής της τομάτας. Tuta absoluta. Κωνσταντίνος Β. Σίμογλου. ΔΑΟ & Κ Δράμας, Τμήμα Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου

Kαθοριστικός παράγοντας για την εμπορική καλλιέργεια της

ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΧΘΡΟΙ ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΩΝ

ΧΗΜΕΙΟΤΡΟΠΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ (Bactrocera oleae GMEL.) ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΕΔΑΦΟΥΣ ΨΕΚ ΕΥΘΥΝΗΣ Δ.Α.Ο ΜΕ ΔΟΛΩΜΑΤΙΚΟΥΣ Σ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Πριν τη δηµιουργία ή εγκατάσταση νέου ελαιώνα βιολογικής παραγωγής είναι απαραίτητο να µελετηθούν και συνεκτιµηθούν οι εδαφοκλιµατολογικές συνθήκες

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

15/1/2010. Φυτοπροστασία Δενδρωδών Εχθροί. Εισαγωγή. Πασχάλης Γιαννούλης 2009

Ασθένειες της Κερασιάς

Οδηγίες μακροσκοπικών ελέγχων για τον επιβλαβή οργανισμό. Καλιφόρνιας) σε ροδάκινα και νεκταρίνια και επιτραπέζια σταφύλια

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΦΥΤΩΝ & ΠΟΙΟΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Έκδοση 1η 10/4/2017

Μελέτη των αρωματικών των Ελληνικών ελαιολάδων Τμήμα Χημικών Αναλύσεων & Οργανοληπτικών Δοκιμών

ΑΚΤΙΝΙ ΙΟ ΑΚΤΙΝΙ ΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Καταγωγή: Κίνα. Βοτανική ταξινόµηση: Οικ.: Actinidiaceae Actinidia chinensis var. hispida τύπου hispida L.

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. 9η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΧΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΓΙΔΩΝ ΜΕ ΕΛΚΥΣΤΙΚΑ ΤΡΟΦΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ (Bactrocera oleae GMEL.) ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ ΒΕΡΙΚΟΚΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μετρίου έως µεγάλου µεγέθους, βλάστηση πλαγιόκλαδη

ΚΕΡΑΣΙΑ ΚΕΡΑΣΙΑ - ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. Βοτανικοί Χαρακτήρες Φυλλοβόλο Μεγάλου µεγέθους, βλάστηση ορθόκλαδη. Καταγωγή: Κασπία

Βγήκαν τα Μερομήνια Δείτε τι καιρό θα έχουμε τον ερχόμενο χειμώνα

Πατάτες Ποιότητα 3 Να έχουν χαμηλό ποσοστό νιτρικών αλάτων (που ως γνωστό είναι βλαβερά για την υγεία των νεαρών ατόμων) και να μην έχουν υπολείμματα

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Ερευνητικό Πρόγραμμα FIGARO Παρουσίαση Προγράμματος Άρδευσης Ακριβείας - Πείραμα Εφαρμογής στο Μαγικό Ξάνθης

Τεχνική και Οικονομική Ανάλυση - Αξιολόγηση του εφαρμοσθέντος προγράμματος δακοκτονίας έτους 2012 Σχεδιασμός προγράμματος έτους 2013

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ - ΖΙΖΑΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΕΛΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ. ΙΩΑΚΕΙΜ ΜΟΥΤΑΦΗ Γεωπόνου Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής ΠΕ Χαλκιδικής

Τ.Ε.Ι ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ» ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Εκτίμηση της επικινδυνότητας προσβολής ελαιώνων από το έντομο του δάκου (Bactrocera oleae) μέσω πολυκριτηριακής ανάλυσης και συστημάτων γεωπληροφορικής Το παράδειγμα της Λέσβου ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΒΑΪΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΠΑΤΖΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΜΥΤΙΛΗΝΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2013

2

3 Για την Δέσποινα

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θέλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή και εισηγητή της εργασίας αυτής κ. Βαΐτη Μιχάλη για την πολύτιμη βοήθεια και την καθοδήγησή του στην ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας καθώς και όλο το προσωπικό του εργαστηρίου Γεωγραφίας Φυσικών Καταστροφών για την συνεργασία του και την παραχώρηση σημαντικών χαρτών και πληροφοριών Τους γονείς μου, την σύζυγό μου και τους συναδέλφους μου που με στήριξαν και μου συμπαραστάθηκαν κατά την διάρκεια της φοίτησής μου στο πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 07 SUMMARY 08 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 09 2 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΟΥ 11 2.1. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 11 2.2. Η ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 13 2.3. Ο ΛΕΣΒΙΑΚΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑΣ 13 2.3.1. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 13 2.3.2. ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΔΑΦΟΣ 15 2.3.3. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ 16 2.3.4. ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ 16 3 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΕΝΤΟΜΟ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ 19 3.1. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 19 3.2. ΒΙΟΛΟΓΙΑ 20 3.2.1. ΔΙΑΧΕΙΜΑΣΗ 20 3.2.2. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ 21 3.2.3. ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ ΩΟΤΟΚΙΑ 21 3.2.4. ΔΙΑΣΠΟΡΑ 22 3.2.5. ΦΑΙΝΟΛΟΓΙΑ 23 3.3. ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΑΙΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 26 3.3.1. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ 26 3.3.2. ΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΟΡΙΟ ΖΗΜΙΑΣ 27 3.4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ 29 3.4.1. ΧΗΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ 29 3.4.2. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ 31 3.4.3. ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ 32 3.4.4. ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ 34 3.5. ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΔΑΚΟΥ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ 38 3.5.1. ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΑΚΟΚΤΟΝΙΑΣ 38 3.5.2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 38 4 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (GIS) 41 4.1. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΕ Σ.Γ.Π. 42 4.2. ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕΡΗ ΕΝΟΣ Σ.Γ.Π. 42 4.3. Η ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ 43 4.3.1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ 43 4.3.2. Ο ΔΕΙΚΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ N.D.V.I. 44 4.3.3. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΜΕ ΣΗΜΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ 45 4.3.4. ΕΠΙΒΛΕΠΟΜΕΝΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ 46 5 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 49 5.1. Η ΔΕΛΦΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ 49 5.1.1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΕΛΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ 49 5.2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 51 5.3. ΔΕΔΟΜΕΝΑ 52 5.4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 55 6 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 66 6.1. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 66 6.2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ 72 5

6.2.1. ΜΕΘΟΔΟΣ REP & SAW 72 6.2.2. ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΧΩΡΙΣ ΕΛΑΙΩΝΕΣ 74 6.2.3. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ 74 6.2.4. ΜΕΘΟΔΟΣ SAATY 81 6.3. ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕ ΧΑΡΤΗ ΠΑΓΙΔΩΝ 86 7 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΣΥΖΗΤΗΣΗ & ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 89 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 92 6

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η καλλιέργεια της ελιάς για την παραγωγή τόσο του ελαιόλαδου όσο και των βρώσιμων καρπών, αποτελεί μία από τις βασικότερες πηγές εισοδήματος για τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας μας. Πλήθος εντομολογικών εχθρών του ελαιόδεντρου, με σημαντικότερο τον δάκο (Bactrocera oleae) προξενούν κάθε χρόνο σημαντική ποσοτική και ποιοτική ζημιά στην ελαιοπαραγωγή ενώ παράλληλα επιβαρύνουν σοβαρά το κόστος παραγωγής λόγω των απαραίτητων επεμβάσεων για την καταπολέμησή τους. Η Λέσβος δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα ενώ μάλιστα οι ελαιοπαραγωγοί της αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα κάθε χρόνο με το εν λόγω έντομο. Στην παρούσα διπλωματική εργασία αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της εκτίμησης επικινδυνότητας προσβολής ελαιώνων της Λέσβου από το έντομο του δάκου μέσω χρήσης πολυκριτηριακής ανάλυσης και συστημάτων GIS. Βασιζόμενοι σε έξι (6) κριτήρια (θέση ελαιώνων, μέση θερμοκρασία αέρα, μέση σχετική υγρασία, πυκνότητα φύτευσης ελαιόδεντρων, υψόμετρο ελαιώνα και απόσταση από υδάτινες επιφάνειες) και με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις περιοχές ελαιώνων που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο προσβολής από το έντομο του δάκου. Έπειτα, θα επεκτείνουμε την προσπάθειά μας για ρεαλιστικότερα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας χάρτη θέσεων δακοπαγίδων με συλληφθέντες πληθυσμούς του εντόμου ώστε να πραγματοποιηθεί τόσο αντιπαραβολή αποτελεσμάτων όσο και η ενίσχυση αποφάσεων επέμβασης. Τα αποτελέσματα της εργασίας αναμένονται να περιλαμβάνουν χάρτες των ελαιώνων της υπό εξέταση περιοχής που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη επικινδυνότητα για δακοπροσβολή. Επιπλέον, αν συνδυαστούν με χωρική πληροφορία ελέγχου παγίδων κατά τις δακικές περιόδους, μπορούν να αποτελέσουν πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια εποπτών δακοκτονίας. 7

SUMMARY The cultivation of olives for the production of both olive oil and edible olives is one of the main sources of income for the rural population of Greece. A large variety of olive tree pests, with the olive fruit fly (Bactrocera oleae) being the most important one, cause significant quantitative and qualitative damage to oil production while heavy burden on production costs due to the necessary interventions to manage them. Lesvos Island is no exception to this rule as farmers and olive tree growers face a serious problem every year with this insect. This dissertation addresses the problem of risk assessment attack groves of the island from the insect fly through use of multi-criteria analysis systems and GIS. Based on six (6) criteria (location of olive groves, average air temperature, average relative humidity, olive tree density, elevation of groves and distance from water surfaces) and with the help of MCA, we will try to identify the areas where olive groves face the greatest risk of infestation by the olive fruit fly. Then, we will expand our efforts for more realistic results by using maps with the location of fly traps, showing the arrested insect population so that we can both compare results and strengthen the decision procedure. These results are expected to include maps of olive groves of the area which present the greatest risk to be infested by the olive fruit fly. Furthermore, when combined with spatial information of control traps during the period of which the fly is active, those maps can appear to be a very useful tool for supervising agronomists. 8

1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα πτυχιακή εργασία έχει σαν στόχο την εκτίμηση επικινδυνότητας προσβολής ελαιώνων της Λέσβου από το έντομο του δάκου (Bactrocera oleae) με την βοήθεια πολυκριτηριακής ανάλυσης και των συστημάτων της Γεωπληροφορικής. Ευελπιστούμε ότι τα αποτελέσματά της θα δώσουν το έναυσμα για καλύτερη οργάνωση σχεδιασμού του προγράμματος δακοκτονίας που εφαρμόζεται στην χώρα μας, καλύτερη αντιμετώπιση του εντόμου και κατ επέκταση μείωση των επιπτώσεών του στην οικονομική ζημιά που προκαλεί η προσβολή του στους ελαιώνες. Ξεκινώντας, πραγματοποιούμε μια βιβλιογραφική ανασκόπηση σε μελέτες τόσο του ελαιόδεντρου και της καλλιέργειας αυτού όσο και του εντόμου του δάκου που τυγχάνει και ο σημαντικότερος εντομολογικός εχθρός του ελαιόδεντρου. Τούτο πραγματοποιείται προκειμένου να εξετάσουμε τις σημαντικότερες συνθήκες που επηρεάζουν την δακοπροσβολή, να αναζητήσουμε τα κριτήρια που απαιτούνται και να προχωρήσουμε στην εκτέλεση της ανάλυσης που σκοπεύουμε. Επιπλέον, παραθέτονται κάποιες εισαγωγικές πληροφορίες οι οποίες αφορούν τα Σ.Γ.Π. και τον τρόπο λειτουργίας τους. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται μία προσπάθεια εισαγωγής του αναγνώστη στο πρόβλημα και γνωριμίας του με πεδία που μπορεί να μην είναι εξοικειωμένος. Η πολυκριτηριακή ανάλυση αποτελεί μια συστηματική και μαθηματικά τυποποιημένη προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων που προκύπτουν από αντικρουόμενους στόχους. Η πλήρωση των στόχων δεν μπορεί πάντα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις. Ο υπεύθυνος της λήψης των αποφάσεων προσπαθεί να επιλέξει τους στόχους ή τον στόχο που μπορεί πιο πολύ να ελαχιστοποιήσει (Halvadakis, 1993; Kontos et al., 2003). Μια τέτοια προσπάθεια καλούμαστε και εμείς να καταβάλουμε προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το παρόν πρόβλημα εντοπισμού των περιοχών που εμφανίζουν την μεγαλύτερη επικινδυνότητα δακοπροσβολής. Στην συνέχεια γίνεται καταγραφή και βαθμολόγηση των επιλεγμένων κριτηρίων που θεωρούμε ότι επηρεάζουν την δακοπροσβολή. Ειδική μέριμνα δίδεται στον υπολογισμό της έκτασης των ελαιόδεντρων στην νήσο Λέσβο, στοιχείο το οποίο αν και απαραίτητο στο σχεδιασμό της δακοκτονίας, δεν ήταν 9

διαθέσιμο. Έπειτα, πραγματοποιείται σύνθεση κριτηρίων με δύο διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού συντελεστών βαρών. Αυτό πραγματοποιείται προκειμένου να εντοπιστούν τυχόν διαφορές στους παραγόμενους από τις δύο μεθόδους χάρτες και να επιλέξουμε τον επιθυμητό. Η σημαντικότητα των κριτηρίων καθορίζεται από το συντελεστή βαρύτητας. Ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιούνται είτε έμμεσοι είτε άμεσοι συντελεστές. Οι άμεσοι χρησιμοποιούνται όταν ο αριθμός των κριτηρίων είναι μικρός και είναι δυνατή η επιλογή συντελεστών βαρύτητας. Οι έμμεσοι συντελεστές όμως έχουν να κάνουν με τον προσδιορισμό της ταξινόμησης των κριτηρίων. Σημαντικό ρόλο παίζει η σειρά σπουδαιότητας, η απόδοση του συνολικού συντελεστή ή ενός μέγιστου, και στη συνέχεια ο προσδιορισμός του συντελεστή βαρύτητας σε σχέση με το άθροισμα όλων των συντελεστών βαρύτητας ή σε σχέση με το μεγαλύτερο συντελεστή. Στο τέλος, οι τελικοί χάρτες θα συνδυαστούν με ένα ακόμη κριτήριο που θα αφορά θέσεις δακοπαγίδων και πληθυσμούς συλληφθέντων σε αυτές εντόμων του δάκου. Η ενέργεια αυτή θα πάει την έρευνά μας μερικά βήματα παραπέρα, προσφέροντας περισσότερο ρεαλιστικά αποτελέσματα ενώ παράλληλα θα αποτελέσει την έναρξη για την μετέπειτα χρήση των στοιχείων δακοκτονίας με τους παραγόμενους χάρτες. Η προσπάθεια αναζητά την ανάπτυξη μεθοδολογίας που να υποστηρίζει ένα ολοκληρωμένο χωρικό σύστημα υποστήριξης αποφάσεων. 10

2 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΟΥ 2.1. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Το ελαιόδεντρο (Εικόνα 1) είναι αειθαλές και καρποφόρο δέντρο και ανήκει στην οικογένεια των ελαϊδών (Oleaceae) η οποία περιλαμβάνει γύρω στα 30 είδη. Από αυτά, μόνον το είδος Olea europaea L έχει οικονομικό ενδιαφέρον και περιλαμβάνει α) την ήμερη ή κοινή ελιά και β) την άγρια ελιά ή αγριελιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της ελιάς είναι η μακροζωία και η διατήρηση της παραγωγικότητας της. Το ύψος της σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει και τα 20m. Ευδοκιμεί σε ξηροθερµικές περιοχές ακόμη και σε πετρώδη εδάφη (Μπαλατσούρας, 1994). Δεν μπορεί να αναπτυχθεί όμως σε περιοχές που η θερμοκρασία πέφτει κάτω από -9 ο C, ταυτόχρονα όμως χρειάζεται σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες κατά την διάρκεια του χειμώνα, για να ανθοφορήσει και να καρποφορήσει την επόμενη χρονιά. Εικόνα 1: Δέντρα ελιάς Η καλλιέργεια της ελιάς αν και έχει αναπτυχθεί σε δύο στενές λωρίδες γης, στην εύκρατη ζώνη (30 ο 45 ο ) του βόρειου και νότιου ημισφαιρίου καταλαμβάνει μια σημαντική έκταση (100 εκατομμύρια στρέμματα), από την οποία τα 2/3 είναι αμιγείς ελαιώνες, ενώ το 1/3 αναφέρεται σε εκτάσεις συγκαλλιέργειας ελιάς με δημητριακά, άμπελο, ψυχανθή κλπ. Σήμερα σε όλη 11

την υδρόγειο υπάρχουν περίπου 800 εκατομμύρια ελαιόδεντρα από τα οποία το 95% περίπου φύονται στην λεκάνη της Μεσογείου, που διαθέτει άριστες εδαφοκλιματικές συνθήκες (Μπαλατσούρας, 1994). Μάλιστα η ελιά αποτελεί ένα βασικό κομμάτι της μεσογειακής βλάστησης που ο ρόλος της δεν περιορίζεται μόνο σε ότι αφορά την παρουσία της μέσα στον χώρο αλλά έχει επιδράσει και στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής, του εμπορίου και γενικότερα του πολιτισμού στις περιοχές όπου μπορεί να τη συναντήσει κανείς. Στο επίπεδο του περιβάλλοντος η παρουσία των ελαιόδεντρων συμβάλλει στη διατήρησή του και κυρίως είναι ωφέλιμα για την αξιοποίηση των εδαφών που εξαρτώνται από τις βροχοπτώσεις. Στα εδάφη αυτά οι όποιες άλλες καλλιέργειες εκτός της ελιάς αυξάνουν τον κίνδυνο διαβρώσεων κάτι από το οποίο προστατεύει η παρουσία ελαιώνων (Σφακιωτάκης, 1993). Όσο αφορά τον κοινωνικό της ρόλο η ελιά έχει αναπτυχθεί σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές και η αντικατάστασή της με άλλες καλλιέργειες είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγο της φύσης της, που απαιτεί μακρόχρονη καλλιέργεια όσο και των εδαφοκλιματικών συνθηκών. Επομένως η ελαιοκομία αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο, ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν οι γεωργικοί πληθυσμοί σε τέτοιες περιοχές, προσφέροντας απασχόληση σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού των ελαιοπαραγωγικών χωρών (Μπαλατσούρας, 1994). Σε ότι αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελαιοκομία διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο σε οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Σφακιωτάκη (1993), αν και από οικονομικής πλευράς το ποσοστό της ελαιοκομίας στο εισόδημα της Κοινότητας είναι μικρό, έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία μεμονωμένων κρατών όπως Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, χώρες στις οποίες υπάρχουν αρκετοί παραγωγοί οι οποίοι έχουν την ελαιοκαλλιέργεια ως το κυρίως επάγγελμά τους. Για αυτούς τους λόγους λοιπόν, με σχετικό κανονισμό από το 1967, η Ευρωπαϊκή Ένωση καθιερώνει ένα σύστημα αυξημένης προστασίας της Κοινοτικής παραγωγής ελαιόλαδου, το οποίο αποτελεί ένα προϊόν βασικής οικονομικής και κοινωνικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατ επέκταση για την Ελλάδα. 12

2.2. Η ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Στην Ελλάδα, η ελιά είναι η καλλιέργεια με πολύ μεγάλη διάδοση. Αναπτύσσεται στις παραθαλάσσιες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά όπου συναντά άριστες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την ανάπτυξη της. Η εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλο είδος καρποφόρου δέντρου καταλαμβάνοντας περισσότερα από 6,5 εκατομμύρια στρέμματα, έκταση που αναλογεί στο 15% περίπου της καλλιεργούμενης γεωργικής γης και στο 75% των εκτάσεων των δενδρωδών καλλιεργειών (Ζιώγας, 1996). Συγκεκριμένα για την χώρα μας με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου του Ελαιολάδου (IOOC) από την 6ετία 1977/78 1982/83 η Ελλάδα παράγει ετησίως 260 χιλιάδες τόνους ελαιόλαδο κάτι που σημαίνει πως η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 16% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου και επίσης στο 20% της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σφακιωτάκης, 1993). Ακόμη η χώρα μας παράγει ετησίως 70 χιλιάδες τόνους βρώσιμης ελιάς και εκτιμάται ότι έρχεται στη δεύτερη θέση μετά την Ισπανία σε αυτό τον τομέα. 2.3. Ο ΛΕΣΒΙΑΚΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑΣ 2.3.1. Η ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ο Λεσβιακός ελαιώνας περιλαμβάνει 11,000,000 ελαιόδεντρα, εκτείνεται σε έκταση 450.000 στρεμμάτων και αποτελεί το 28% της συνολικής έκτασης του νησιού και το 79% της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης. Το 80% του Λεσβιακού ελαιώνα έχει προέλθει από εμβολιασμό της αυτοφυούς αγριελιάς. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις καταλαμβάνουν περισσότερο το ανατολικό και το νοτιοανατολικό τμήμα της Λέσβου ενώ αναπτύσσονται κυρίως σε σχιστολιθικά πετρώματα του υποβάθρου στο Νότο (περιοχές Γέρας, Αγιάσου και Πλωμαρίου) καθώς επίσης και στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς στο Βορρά. 13

Από τις κορυφές των λόφων έως τις παραλίες, δημιουργείται ένα συνεχές ασημοπράσινο κάλυμμα, που στην πραγματικότητα είναι ένα «καλλιεργούμενο δάσος». Τα ρυάκια και οι χείμαρροι που διασχίζουν αυτό το «ελαιόδασος», αποτελούν δρόμους του νερού, με ξεχωριστή πανίδα και χλωρίδα, η οποία συνυπάρχει αρμονικά με αυτές του ελαιώνα. Ο ελαιώνας αποτελεί ένα οικοσύστημα σύνθετο και μεταβαλλόμενο κατά τόπους. Στον Πίνακα 1, παρουσιάζονται οι στρεμματικές εκτάσεις των Λεσβιακών ελαιώνων ανά κοινότητα, όπως αυτές μας δόθηκαν από την Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Λέσβου. Α/Α Κοινότητα Έκταση Έκταση Α/Α Κοινότητα (στρ.) (στρ.) 1 Αγιάσος 28015,5 38 Μόρια 6549,0 2 Αγία Μαρίνα 1496,7 38 Μήθυμνα 1342,8 3 Αγία Παρασκευή 28096,0 40 Μυτιλήνη 49227,4 4 Άγρα 3020,0 41 Μυχού 576,5 5 Ακράσι 3052,0 42 Νάπη 2732,5 6 Αλυφαντά 1371,5 43 Νέες Κυδωνίες 5104,0 7 Αμπελικό 3552,6 44 Νεοχώρι 3118,0 8 Ανεμώτια 6265,0 45 Παλαιόκηπος 10077,0 9 Άντισσα 5712,0 46 Παλαιοχώρι 6147,8 10 Άργενος 2335,0 47 Πάμφιλα 4958,0 11 Αρίσβη 331,5 48 Παναγιούδα 1236,0 12 Ασώματος 4703,0 49 Παππάδος 11537,0 13 Αφάλωνας 3844,0 50 Παράκοιλα 10530,0 14 Βασιλικά 4000,0 51 Πελόπη 2937,5 15 Βατούσα 1759,5 52 Πέραμα 1209,0 16 Βρίσα 6195,5 53 Πέτρα 2562,5 17 Δάφια 1839,5 54 Πηγή 6148,0 18 Ερεσός 1604,7 55 Πλαγιά 4981,0 19 Ίππειος 5225,5 56 Πλακάδος 2178,0 20 Καλλονή 6562,5 57 Πλωμάρι 22538,5 21 Κάπη 4096,0 58 Πολιχνίτος 10006,5 22 Κάτω Τρίτος 4003,0 59 Πτερούντα 514,5 23 Κεραμειά 3311,5 60 Πύργοι Θερμής 2232,5 24 Κεράμι 955,5 61 Σίγρι 375,0 25 Κλειώ 5614,5 62 Σκαλοχώρι 2868,0 26 Κώμη 2589,0 63 Σκόπελος 15336,0 27 Λάμπου Μύλοι 1096,5 64 Σκουτάρος 3663,5 28 Λαφιώνας 1756,5 65 Σταυρός 2655,1 29 Λεπέτυμνος 2293,0 66 Στύψη 9268,5 30 Λισβόρι 4882,0 67 Συκαμινέα 2110,0 31 Λουτρά 7147,5 68 Συκούντα 2784,0 32 Λουτρόπολη Θερμής 8679,0 69 Ταξιάρχες 1055,0 33 Μανταμάδος 19598,0 70 Τρύγονας 3540,0 34 Μεγαλοχώρι 4010,0 71 Υψηλομέτωπο 361,0 35 Μεσαγρός 10096,5 72 Φίλια 4080,0 36 Μεσότοπος 409,5 73 Χίδηρα 2167,0 37 Μιστεγνά 4344,5 Σύνολο 422.571,6 Πίνακας 1: Στρεμματική κατανομή ελαιώνων Λέσβου ανά κοινότητα 14

2.3.2. ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ Η διαμόρφωση του εδάφους είναι χαρακτηριστική νησιώτικη, όπου οι ομαλές εδαφικές κλίσεις διαδέχονται τις απότομες ή πολύ απότομες, σχηματίζοντας συνάμα πεδινές εκτάσεις στα παράλια τμήματα. Στο νησί της Λέσβου υπάρχουν δυο Κόλποι -της Γέρας και της Καλλονής - και μια πληθώρα όρμων και ακρωτηρίων. Οι πιο σημαντικές πεδιάδες, είναι της Καλλονής, Ιππείου, Περάματος και Ερεσού. Τα κυριότερα βουνά είναι ο Λεπέτυμνος, ο Όλυμπος και το Ψηλοκούδουνο. Υπάρχουν χείμαρροι, που διαρρέουν τις πεδινές εκτάσεις, όπως ο Τσικνιάς, ο Τσιχλιώτας, ο Μυλοπόταμος ο Σεδούντας και ο Αλμυροπόταμος. Τα ανατολικά και κεντρικά τμήματα είναι κατάφυτα από ελαιώνες, πεύκα, έλατα, πλατάνια, καστανιές, οξιές και βελανιδιές. Στη Λέσβο συναντάμε πέντε γεωλογικούς σχηματισμούς. Παλαιότερη είναι η αυτόχθονη σειρά (υπόβαθρο). Εμφανίζεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Λέσβου και αποτελείται από μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σχιστόλιθους με φακούς και παρεμβολές ανθρακικών οριζόντων. Η ηφαιστειοϊζηματογενής σειρά είναι τεκτονικά επωθημένη στην υποκείμενη αυτόχθονη σειρά και αποτελείται από διάφορους τύπους μεταμορφωμένων βασικών πυριγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων (μεταβασίτες, μάρμαρα, σχιστόλιθους). Το οφιολιθικό κάλυμμα, που είναι επωθημένο στο μεγαλύτερο μέρος του επάνω στην ηφαιστειοϊζηματογενή σειρά, συνίσταται από πυροξενικούς περιδοτίτες, δουνίτες, σερπεντινιωμένους περιδοτίτες και μεταμορφωμένα βασικά πετρώματα στη βάση. Το μεγαλύτερο μέρος ωστόσο του νησιού καταλαμβάνεται από νεογενή ηφαιστειακά πετρώματα, που δημιουργήθηκαν από μια σειρά ηφαιστειακών κέντρων, τα οποία είναι τοποθετημένα με νοτιοδυτική - βορειοανατολική διεύθυνση, από την Άγρα προς τη Συκαμινέα. Κάτω από τα ηφαιστειακά πετρώματα στη δυτική Λέσβο παρατηρούνται κατά θέσεις ολιγοκαινικής ηλικίας ιζηματογενή πετρώματα, λιμναίας προέλευσης. Τα νεότερα πετρώματα είναι πλειοκαινικής και πλειστοκαινικής ηλικίας, και περιλαμβάνουν λιμναίες αποθέσεις καθώς και νεότερες σύγχρονες αλλουβιακές αποθέσεις. 15

2.3.3. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ Από κλιματολογική άποψη η Λέσβος έχει ήπιο, μεσογειακό κλίμα, με πολλή μεγάλη ηλιοφάνεια καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι βροχοπτώσεις - με καταγεγραμμένο μέγιστο ύψος το Δεκέμβριο και ελάχιστο τον Ιούλιο - συμβάλλουν θετικά στην γονιμότητα του εδάφους. Ο χειμώνας είναι ήπιος, με σπάνιο το φαινόμενο των χιονοπτώσεων με εξαίρεση τα ορεινά - ενώ άνεμοι υπάρχουν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, με έξαρση κατά την περίοδο Ιούλιο - Αύγουστο, η λεγόμενη περίοδος των "Αιγαιοπελαγίτικων μελτεμιών". Στον Πίνακα 2, μπορούμε να δούμε τις μέσες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην Λέσβο την τελευταία 10ετία, όπως αυτές μας παραχωρήθηκαν από την Ελληνική Μετεωρολογική Υπηρεσία. Μήνας Ηλιοφάνεια (h) Ελάχιστη Μέση Ύψος Βροχής Μέγιστη Θερμοκρασία (mm) Θερμοκρασία ( C) ( C) Ιανουάριος 120,4 80,4 0,8 16,8 8,9 Φεβρουάριος 132,6 94,6 0,0 17,5 8,9 Μάρτιος 192,2 79,2 1,4 20,6 11,0 Απρίλιος 248,4 43,8 5,9 25,6 15,5 Μάιος 299,4 16,1 10,6 30,5 20,4 Ιούνιος 357,8 1,5 16,5 35,0 25,1 Ιούλιος 390,2 1,0 18,8 35,3 26,5 Αύγουστος 365,6 2,1 18,2 36,5 26,8 Σεπτέμβριος 296,8 13,5 14,4 33,1 23,6 Οκτώβριος 224,2 25,5 11,2 28,0 19,4 Νοέμβριος 141,2 87,7 4,2 22,0 13,1 Δεκέμβριος 96,4 112,4 2,2 18,5 11,1 Πίνακας 2: Κλιματολογικές συνθήκες Λέσβου (Μέσες τιμές τελευταίων 10 ετών) 2.3.4. ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ Από τα 11 εκατομμύρια ελαιόδεντρων στη Λέσβο το 70% ανήκει στην ποικιλία Βαλανολιά, το 25% στην Αδραμυττινή και το υπόλοιπο 5 % στην Θρουμπολιά. 16

Α) Βαλανολιά Η Βαλανολιά φέρει τις συνωνυμίες Μυτιληνιά, Κολοβή ή Βαλάνα. Αποτελεί τη βασικότερη ποικιλία που καλλιεργείται στο νησί. Αυτή η ποικιλία ευδοκιμεί σε εδάφη που προέρχονται από σχιστόλιθο και απαντάται μέχρι και σε υψόμετρο 500 μέτρων. Είναι δέντρο μετρίου έως μεγάλου μεγέθους και πλαγιόκλαδο. Η ανθοφορία του διαρκεί 3 4 εβδομάδες, γεγονός το οποίο, σε ευνοϊκές συνθήκες εξασφαλίζει τη γονιμοποίηση μεγάλου ποσοστού ανθέων. Στις περιπτώσεις που υποβοηθούν οι εδαφολογικές και καλλιεργητικές συνθήκες, το φορτίο του δένδρου είναι υπερβολικό. Γενικά, είναι ποικιλία μετρίων απαιτήσεων σε ότι αφορά το έδαφος και τις καλλιεργητικές φροντίδες. Η περιεκτικότητα σε λαδί είναι υψηλή, 25 30%. Εξαιρετική είναι και η ποιότητα του λαδιού, που στις περιπτώσεις που ο ελαιόκαρπος πιέζεται αμέσως μετά τη συλλογή ή έπειτα από σύντομη εναποθήκευση υπό καλές συνθήκες. Η ποικιλία Βαλανολιά θεωρείται από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες για την Ελλάδα τόσο από πλευράς παραγωγικότητας, όσο και ποιότητας λαδιού. Β) Αδραμυττινή Η ίδια ποικιλία είναι γνωστή στους τόπους καλλιέργειας της και με τα ονόματα Αδραμυττιανή, Αϊβαλιώτικη, Μηλολιά και Φραγκολιά. Είναι ποικιλία ελιάς προερχόμενη από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Έχει δέντρο μετρίου έως μεγάλου μεγέθους και ορθόκλαδο. Ο καρπός του είναι μέσου μεγέθους, με 23% ελαιοπεριεκτικότητα, το λάδι της όμως είναι αρίστης ποιότητας, με ιδιαίτερο χρώμα και φρουτώδη γεύση. Ωριμάζει μετά την Θρουμπολιά, περίπου Νοέμβριο Δεκέμβριο, οπότε και πέφτει στο έδαφος ενώ παρουσιάζει εξαιρετική αντοχή στις ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι επιτραπέζιες ελιές αυτής της ποικιλίας θεωρούνται αρίστης ποιότητας, συντηρούνται στην άλμη και θεωρούνται ως οι καλύτερες για το νησί της Λέσβου. Γ) Θρουμπολιά Είναι δέντρο μετρίου έως μεγάλου μεγέθους, ορθόκλαδο. Ο καρπός του είναι μέσου μεγέθους, με 28% ελαιοπεριεκτικότητα και λάδι καλής ποιότητας. Η ποικιλία θεωρείται η πιο διαδεδομένη στη χώρα μας, μια και 17

είναι δέντρο που μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλο υψόμετρο και δύσκολα προσβάλλεται από το δάκο. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, της ονομαζόμενης θρούμπας ή σταφιδολιάς. Ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας το φθινόπωρο οδηγούν στο φυσικό «σταφίδιασμα» και το γλύκισμα της ελιάς αυτής μέσω της προσβολής ενός μύκητα, του Phoma oleae, που διασπά την ελευρωπαΐνη και δίνει ξανθό χρώμα και γλυκιά, υπέροχη γεύση στον καρπό. Οι ελιές που έχουν προσβληθεί από το μύκητα αυτόν δεν είναι κατάλληλες για την παραγωγή ελαιολάδου. Η Θρουμπολιά όμως είναι πάρα πολύ ευαίσθητη στην ασθένεια του κυκλοκονίου (Spilocaea oleagina) και πιθανόν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις στο ψύχος, καθώς επίσης και στις συνθήκες που επικρατούν κατά την επικονίαση ενώ παράλληλα εμφανίζει πολύ μικρές αποδόσεις στην παραγωγή, με συνέπεια τη σταδιακή αντικατάσταση της από την Βαλανολιά. 18

3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΕΝΤΟΜΟ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ 3.1. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΜΟΥ Ο δάκος της ελιάς (Εικόνα 2) ανήκει στην κλάση Entoma, τάξη Diptera, οικογένεια Tephritidae, γένος Bactrocera (Dacus) είδος oleae. Είναι ένα μονοφάγο δίπτερο που μοιάζει πολύ με την οικιακή μύγα. Η εξέλιξη του εντόμου χαρακτηρίζεται από τέσσερα στάδια, το αυγό, την προνύμφη η οποία διακρίνεται σε τρία στάδια (L 1, L 2 και L 3 ), τη νύμφη και το τέλειο έντομο. Το αυγό είναι στενόμακρο (περίπου 0,8 x 0,2 χιλιοστά), κάπως οξύ στο ένα άκρο, γαλακτόμορφο και λείο. Η προνύμφη (larva) είναι υπόλευκη ή ανοιχτοκίτρινη, χωρίς πόδια και κεφαλή. Στην πλήρη ανάπτυξη της φτάνει σε μήκος τα 8 χιλιοστά. Εικόνα 2: Τέλειο έντομο δάκου (Bactrocera oleae) Η νύμφη (pupa) είναι ελλειψοειδής, έχει μήκος 4-4,5 χιλιοστά και ο χρωματισμός της ποικίλει από ωχροκίτρινος μέχρι καστανός. Για την έξοδο του τέλειου εντόμου σχηματίζεται χαρακτηριστική κυκλική σχισμή στο ένα άκρο του περιβλήματος της νύμφης. Το τέλειο έντομο είναι λίγο μικρότερο από την οικιακή μύγα και έχει μήκος περίπου 5 χιλιοστά και άνοιγμα φτερών 19

12 χιλιοστά. Έχει χρώμα καστανό, υποκίτρινο με μαύρες κηλίδες διάσπαρτες σε διάφορα σημεία του σώματος του. Οι πτέρυγες είναι υαλώδεις, ιριδίζουσες, με ένα καστανό στίγμα στην άκρη (Γαμβριάς, 1994). 3.2. ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΜΟΥ 3.2.1. ΔΙΑΧΕΙΜΑΣΗ Ο δάκος διαχειμάζει κυρίως ως νύμφη στο έδαφος σε βάθος 1 6 εκατοστά (Εικόνα 3). Σύμφωνα με τον Γαμβριά (1994), σε χρονιές και σε περιοχές με ήπιο χειμώνα και εφόσον υπάρχει στα δέντρα κατάλληλος ηρτημένος ελαιόκαρπος, είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στον ελαιώνα όλα τα στάδια του δάκου αφού το έντομο εξελίσσεται και αναπτύσσεται με βραδύ αλλά ομαλό ρυθμό. Εικόνα 3: Διαχειμάζουσες νύμφες δάκου Η έξοδος των ακμαίων από το έδαφος λαμβάνει χώρα κυρίως κατά την περίοδο αργά την άνοιξη μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Ο χρόνος εξόδου των ακμαίων από το έδαφος εξαρτάται από τις συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και τη σύσταση του εδάφους. Ο Ζιώγας (1996) αναφέρει ότι σε περιοχές ή χρονιές με βαρύ χειμώνα και επικράτηση χαμηλών θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια της άνοιξης σημειώνονται καθυστερημένες έξοδοι από το 20

έδαφος μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, ενώ σε εκείνες με ήπιο χειμώνα παρατηρούνται έξοδοι από το έδαφος νωρίς την άνοιξη. 3.2.2. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ Κατά μέσο όρο η διαδικασία της σύζευξης των τέλειων εντόμων, διαρκεί περίπου 2,5 ώρες και λαμβάνει χώρα προς το τέλος της ημέρας. Τα αρσενικά είναι πολυγαμικά και συζευγνύονται περίπου μια φορά την ημέρα, ενώ τα θηλυκά είναι μονογαμικά και σπάνια συζευγνύονται περισσότερο από μια ή δυο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους (Μπρούμας & Κατσόγιαννος, 2002). 3.2.3. ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ - ΩΟΤΟΚΙΑ Τα θηλυκά αρχίζουν να ωοτοκούν κατά τον Ιούλιο, όταν οι καρποί της νέας σοδιάς έχουν φθάσει στο στάδιο εκείνο στο οποίο έχει πήξει ο πυρήνας τους δηλαδή όταν έχει σκληρύνει το κουκούτσι. Το θηλυκό αφού ανοίξει με τον ωοθέτη του χαρακτηριστική τριγωνική οπή στη σάρκα του καρπού, εναποθέτει μέσα ένα αυγό. Κάθε θηλυκό μπορεί να τοποθετήσει μέχρι 12 αυγά την ημέρα και συνολικά 150-400 αυγά σε ισάριθμους καρπούς. Μάλιστα, ελκυστικές, διεγερτικές και αποτρεπτικές πτητικές ουσίες, οι οποίες ελευθερώνονται από τους καρπούς κατά τη διάρκεια ορισμένων σταδίων ανάπτυξης τους, φαίνεται ότι επηρεάζουν την εναπόθεση (Σφακιωτάκης, 1993). Μετά την εναπόθεση, ακολουθεί η επώαση του αυγού, η διάρκεια της οποίας εξαρτάται από τη θερμοκρασία. Στη φύση κυμαίνεται από 2-4 ημέρες το καλοκαίρι, μέχρι 4-10 ημέρες το φθινόπωρο και 12-19 ημέρες το χειμώνα (Ζιώγας, 1996). Μετά την ολοκλήρωση της επώασης του αυγού, εκκολάπτεται η προνύμφη η οποία προβαίνει στη διάνοιξη ακανόνιστων στοών στον ελαιόκαρπο, όπως αυτές φαίνονται στην Εικόνα 4. Στον αγρό, η ανάπτυξη της προνύμφης επηρεάζεται από την ποικιλία της ελιάς, το στάδιο ωρίμανσης του καρπού και τη θερμοκρασία. Αργά το φθινόπωρο και το χειμώνα, η νύμφωση γίνεται στο έδαφος. Το γεγονός αυτό αποδίδεται κατά τον Ζιώγα (1996), στην υψηλή περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι η οποία επιφέρει αλλαγή του ph, 21

που όπως φαίνεται ασκεί με τη σειρά του μια ορισμένη επίδραση στην προνύμφη. Η νύμφη ολοκληρώνει την ανάπτυξη της σε 7-10 ημέρες και στη συνέχεια βγαίνουν τα τέλεια έντομα, τα οποία εξέρχονται από τον ελαιόκαρπο σχίζοντας τη ρυτιδωμένη επιδερμίδα πάνω από το θάλαμο νύμφωσης. Ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές και ελαιοκομικές συνθήκες, η διάρκεια του βιολογικού κύκλου του δάκου διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και την εποχή και ποικίλει γενικά από 30 ημέρες το θέρος, 40 ημέρες το φθινόπωρο και πολύ περισσότερες ημέρες το χειμώνα. Γενικά η ανάπτυξη και εξέλιξη του εντόμου ευνοείται από ζεστό και υγρό καιρό. Το εύρος των φαινομένων μέσα στο οποίο παρουσιάζει δραστηριότητα μπορεί να καθοριστεί ενδεικτικά, για μεν τη θερμοκρασία από 15 ο C μέχρι 30 ο C, για δε την ατμοσφαιρική υγρασία από 70% μέχρι 100%, με ιδανική θερμοκρασία ανάπτυξης τους 25 ο C και σχετική υγρασία 90% (Ζιώγας, 1996). Εικόνα 4: Στοές προνυμφών δάκου 3.2.4. ΔΙΑΣΠΟΡΑ Τα περισσότερα ακμαία του δάκου πετούν εντός της κόμης του ελαιοδέντρου, αφού εκεί μπορούν να βρουν τους καρπούς. Επίσης, έχουν βρεθεί ακμαία μέσα και έξω από τους ελαιώνες τα οποία τρέφονται με άλλα είδη δέντρων. Στην αρχή του καλοκαιριού και μετά τη διάπαυση περιόδου, ο αριθμός των αρσενικών που βρίσκονται στα ελαιόδεντρα είναι αναλογικά 22

μεγαλύτερος του αριθμού των θηλυκών. Αντίθετα, ο αριθμός των θηλυκών σε άλλα δέντρα που παρέχουν τροφή στο δάκο είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των αρσενικών. Προς το τέλος της πτήσης, η κατάσταση αντιστρέφεται με αποτέλεσμα να απαντώνται περισσότερα θηλυκά από αρσενικά ακμαία στα ελαιόδεντρα (Ζιώγας, 1996). Ο δάκος έχει τη δυνατότητα διασποράς σε μεγάλες αποστάσεις. Έχουν παρατηρηθεί μετακινήσεις του δάκου σε αποστάσεις 4 έως 10 χιλιομέτρων, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, το ανάγλυφο του εδάφους και τη διαθεσιμότητα του ελαιοκάρπου. Εντούτοις κάτω από κανονικές περιβαλλοντικές συνθήκες οι μετακινήσεις του δάκου είναι βραχείας έκτασης (Μπρούμας, 2002). Κατά τη διάρκεια πειραμάτων αγρού (Μπρούμας, 2002), ακμαία που απελευθερώθηκαν σε μια περιοχή όπου τα ελαιόδεντρα δεν είχαν καρποφορία, μετακινήθηκαν κατά μέσο όρο 400 μέτρα την εβδομάδα. Όταν η απελευθέρωση έγινε σε μια περιοχή όπου το 30% των ελαιόδεντρων είχαν καρποφορία, η μετακίνηση του δάκου υπολογίστηκε με ρυθμό 180 μέτρων την εβδομάδα. Επίσης είναι γνωστό (Fletcher et al., 1978) ότι ο δάκος μετακινείται από ορεινούς ελαιώνες σε ημιορεινούς ελαιώνες και από ημιορεινούς ελαιώνες σε πεδινούς ελαιώνες, ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές και ελαιοκομικές συνθήκες κατά εποχή στις περιοχές αυτές και ειδικότερα για λόγους αναζήτησης ευνοϊκότερων για την ανάπτυξη και εξέλιξη του συνθηκών. Κυρίως αυτές οι μετακινήσεις οφείλονται σε αναζητήσεις κατάλληλου ελαιοκάρπου για δακοπροσβολή. 3.2.5. ΦΑΙΝΟΛΟΓΙΑ Οι κλιματικές συνθήκες, η ποικιλία της ελιάς και η φυσιολογία του εντόμου επηρεάζουν τη φαινολογία του δάκου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι χαμηλές θερμοκρασίες, οι δυσμενείς γενικά καιρικές συνθήκες και η διαθεσιμότητα του καρπού είναι οι πρωταρχικοί περιοριστικοί παράγοντες για τους πληθυσμούς του δάκου. Τέλεια έντομα τα οποία μπορούν να επιζήσουν εάν οι καιρικές συνθήκες δεν είναι πολύ δυσμενείς, οι προνύμφες που υπάρχουν μέσα στους καρπούς που 23

παραμένουν στα δέντρα και οι νύμφες στο έδαφος αποτελούν το διαχειμάζοντα πληθυσμό του δάκου (Ζιώγας, 1996). Κάτω από ομαλές καιρικές συνθήκες οι προσβολές αρχίζουν συνήθως το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου και τον Ιούλιο ανάλογα με την πρωιμότητα της κάθε περιοχής. Μετά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης της πρώτης γενεάς, η αύξηση του δακοπληθυσμού επιβραδύνεται και διακόπτεται ακόμη από τις υψηλές θερμοκρασίες που υπερβαίνουν το επίπεδο των 33 ο C σε συνδυασμό με τις χαμηλές σχετικές υγρασίες. Όπως διαπίστωσε ο Ζιώγας (1996), ο δακοπληθυσμός αρχίζει να αυξάνει και πάλι από το Σεπτέμβριο συνεχίζοντας γενικά μέχρι το Νοέμβριο. Συνήθως δυο αλληλεπικαλυπτόμενες γενιές αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής περιόδου ενώ τρεις συνολικά γενιές εμφανίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια του έτους. Στη χώρα μας η φαινολογία του δάκου παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή λόγω των πολλών μικροκλιμάτων και διαφόρων ελαιοκομικών συνθηκών που διαμορφώνονται στις διάφορες περιοχές. Παρόλα αυτά, μερικές γενικές παρατηρήσεις μπορούν να καθοριστούν και να ληφθούν σαν βάση για τη σωστή καταπολέμηση του δάκου: 1) Η επικράτηση ενός ήπιου χειμώνα με όχι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες δεν επιφέρει σημαντική θανάτωση των διαχειμαζουσών μορφών του εντόμου με αποτέλεσμα την εμφάνιση υψηλών πληθυσμών κατά την έναρξη της νέας δακικής περιόδου. Ο Μπρούμας (2002) επισημαίνει ότι σε περιοχές που μένει αμάζευτος στα δέντρα αρκετός ελαιόκαρπος, η εξέλιξη του δάκου συνεχίζεται με αργό ρυθμό καθ όλη τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης με φυσικό επακόλουθο την εμφάνιση ακόμη υψηλότερων δακοπληθυσμών. 2) Αντίθετα η επικράτηση πολύ χαμηλών θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια του χειμώνα συντελούν στην αύξηση του ποσοστού θανάτωσης των διαχειμαζουσών μορφών του εντόμου και κατά συνέπεια στη μείωση του εμφανιζόμενου πληθυσμού κατά τη νέα περίοδο. Περίπου 80% θνησιμότητα σημειώθηκε σε νύμφες που διαχείμαζαν στο έδαφος κατά τη διάρκεια ετών που η θερμοκρασία έπεσε κάτω από 0 ο C τους μήνες Ιανουάριο Φεβρουάριο (Delrio & Prota, 1988). 24

3) Στις περιοχές ή τις χρονιές που επικρατούν παρατεταμένες χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της άνοιξης (Απρίλιος - Μάιος) παρατηρούνται σταδιακά καθυστερημένες έξοδοι από το έδαφος ακόμη και μέχρι τέλος Ιουλίου (Ζιώγας, 1996). 4) Αντίθετα όταν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες κατά την διάρκεια της άνοιξης, αρχίζουν πολύ νωρίς οι έξοδοι των ακμαίων από το έδαφος και συντομεύεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ολοκληρώνονται οι έξοδοι από το έδαφος (Ζιώγας, 1996). 5) Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υψηλές θερμοκρασίες γύρω στους 33 ο C και πάνω προξενούν θνησιμότητα σε αυγά, προνύμφες και νύμφες του δάκου ενώ καθυστερεί ή αναστέλλεται η εξέλιξη του εντόμου ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρκεια των επικρατουσών θερμοκρασιών. Αυτή η θνησιμότητα παρατηρείται περισσότερο όταν υψηλές θερμοκρασίες συνδυάζονται με χαμηλές σχετικές υγρασίες. Η αυξημένη σχετική υγρασία φαίνεται να μειώνει τη θνησιμότητα των υψηλών θερμοκρασιών (Ζιώγας, 1996). Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα από τον Fletcher και άλλους (1978), έδειξε ότι οι μέγιστες θερμοκρασίες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια Ιουλίου-Αυγούστου το 1977, ήταν υπεύθυνες για την παρατηρούμενη θνησιμότητα αυγών και νεαρών προνυμφών. 6) Αντίθετα όταν σημειωθούν κανονικές θερμοκρασίες και υψηλές σχετικές υγρασίες (βροχοπτώσεις) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, το έντομο παρουσιάζει ταχεία εξέλιξη (βραχύνεται ο βιολογικός κύκλος, αυξάνεται ο αριθμός των γενεών) με αποτέλεσμα να εμφανίζονται υψηλοί πληθυσμοί με αλληλοκαλυπτόμενες γενιές. Το υψηλό ποσοστό προσβολής που παρατηρήθηκε σε αρδευόμενες περιοχές επιβεβαιώνει το σημαντικό ρόλο που παίζει η σχετική υγρασία στη δυναμικότητα του πληθυσμού του δάκου (Neuenschwander & Michelakis, 1979). 7) Αρδευόμενες ελιές ή ποικιλίες μεγαλόκαρπες προσβάλλονται πρωιμότερα από τις ξηρικές ελιές ή τις μικρόκαρπες ποικιλίες. Διαπιστώθηκε ότι ποικιλία μεγαλόκαρπη με μικρή περιεκτικότητα λαδιού προσβλήθηκε από το δάκο σε ποσοστό περίπου διπλάσιο από την μικρόκαρπη ποικιλία με υψηλή περιεκτικότητα λαδιού (Gaouar & Debouzie, 1991). 25

Η ποσότητα και η ποιότητα του διαθέσιμου ελαιόκαρπου για ωοτοκία φαίνεται ότι επηρεάζει σημαντικά την πληθυσμιακή διακύμανση του δάκου από χρονιά σε χρονιά. Σε μια περιοχή όπου η παραγωγή είναι χαμηλή, ο αριθμός των διαθέσιμων καρπών για ωοτοκία μειώνεται περαιτέρω καθώς προχωρά η εποχή εξαιτίας της προηγούμενης προσβολής, δηλαδή της 1 ης γενιάς, η οποία κάνει τους καρπούς μη δεκτικούς για εναπόθεση και επιταχύνει την πτώση τους. Το αποτέλεσμα του μεγάλου επιπέδου προσβολής νωρίς το καλοκαίρι, προκαλεί σημαντική μείωση των διαθέσιμων καρπών για ωοτοκία το φθινόπωρο (περιορίζοντας την ανάπτυξη της 3 ης γενιάς) και αυτό συνεπάγεται την εμφάνιση χαμηλού δακοπληθυσμού κατά την έναρξη της επόμενης δακικής περιόδου όπου η ελαιοπαραγωγή αναμένεται υψηλή. Παρατηρείται δηλαδή μια φυσική μείωση του πληθυσμού του δάκου και κατ επέκταση των προσβολών του, η οποία σχετίζεται με την ετήσια διακύμανση της παραγωγής ελαιοκάρπου. Σύμφωνα με τους Fletcher & Kapatos (1983), το παραπάνω πρότυπο συχνά τροποποιείται εξαιτίας καλλιεργητικών πρακτικών σχετικών με την προστασία και τη συγκομιδή της ελαιοκαλλιέργειας. 3.3. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΑΙΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 3.3.1. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ο δάκος της ελιάς αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα στην καλλιέργεια των ελαιώνων και στην παραγωγή του ελαιόλαδου. Σύμφωνα με τους Ζερβούδη & Συγγελάκη (1986), η κύρια αιτία εστιάζεται στο γεγονός ότι ο δάκος διατηρεί το χαρακτηριστικό της προσβολής κατά τη διάρκεια του έτους, σε σχέση με άλλους εχθρούς της ελιάς που παρουσιάζουν τοπικό χαρακτήρα και συχνά χρονικό περιορισμό στην περίοδο της εμφάνισης τους. Για αυτό το λόγο ο δάκος θεωρείται ο σοβαρότερος εχθρός της ελιάς, ο οποίος κάνει κάθε χρόνο σημαντική ποσοτική και ποιοτική ζημιά στην ελαιοπαραγωγή της χώρας μας (Εικόνα 5) ενώ επιβαρύνει σοβαρά το κόστος παραγωγής λόγω των απαραίτητων επεμβάσεων για την καταπολέμηση του. 26

Η ζημιά προέρχεται από την προνύμφη του δάκου η οποία αναπτύσσεται μέσα στον ελαιόκαρπο. Στα νύγματά της αναπτύσσονται σήψεις που προκαλούν πτώση τόσο σε άγουρους όσο και σε ώριμους καρπούς (Μπρούμας, 2002). Εικόνα 5: Προσβολή ελαιοπαραγωγής από δάκο Είναι ιδιαίτερα επιζήμιος στα νότια ελαιοκομικά διαμερίσματα της χώρας και στα νησιά Κρήτη, Κέρκυρα και Λέσβο. Η ζημιά που εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσει το έντομο στην ετήσια παραγωγή, στην περίπτωση που δεν γίνει προσπάθεια ελέγχου του πληθυσμού, είναι κατά μέσο όρο 35% περίπου. Σε χρονιές με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες για την ανάπτυξη και εξέλιξη του εντόμου η ζημιά μπορεί να ξεπεράσει το 50% της συνολικής ελαιοπαραγωγής (Michelakis & Neuenschwander, 1983). Το κόστος σε οικονομικούς όρους σύμφωνα με τον Ζιώγα (1996), ανέρχεται σε 440.205.430 ευρώ και 586.940.572 ευρώ αντίστοιχα. 3.3.2. ΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΟΡΙΟ Ως οικονομικό όριο (economic threshold) ορίζεται το επίπεδο πληθυσμού ενός εχθρού στο οποίο πρέπει να λαμβάνονται μέτρα καταπολέμησης για να μην φθάσει ο πληθυσμός στο επίπεδο οικονομική 27

ζημίας (economic injury level) που είναι η ελάχιστη πυκνότητα πληθυσμού ενός εχθρού που θα προκαλέσει οικονομική ζημία. Στην ολοκληρωμένη καταπολέμηση δεν λαμβάνονται μέτρα, παρά μόνο εάν είναι γνωστό ότι η πυκνότητα πληθυσμού ενός εχθρού μπορεί να προκαλέσει οικονομική ζημία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη γεωργική πρακτική το οικονομικό επίπεδο ζημιάς μπορεί επίσης να ορισθεί ως το επίπεδο εκείνο προσβολής κατά το οποίο το κόστος καταπολέμησης του εχθρού είναι ίσο με την απώλεια εισοδήματος (Μπρούμας, 2002). Ο δάκος όπως έχει ήδη αναφερθεί, προκαλεί σημαντικές οικονομικές ζημιές στην ελαιοπαραγωγή, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές (Michelakis, 1990). Η ποσοτική ζημιά συνίσταται στην πρόωρη πτώση του καρπού του προσβεβλημένου ελαιοκάρπου πριν τη συλλογή και στην κατανάλωση μέρους της σάρκας του καρπού από την προνύμφη του εντόμου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια προνύμφη για να ολοκληρώσει την ανάπτυξη της καταναλώνει περίπου 50 έως 150 mg σάρκας καρπού, ανάλογα με την ποικιλία της ελιάς που υπολογίστηκε ότι αντιστοιχεί σε απώλεια λαδιού η οποία κυμαίνεται από 3% έως 20%. Για τον ακριβή προσδιορισμό της ζημιάς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αναπλήρωση μέρους της ζημιάς που γίνεται από το δέντρο, λόγω αύξησης του βάρους των υπολοίπων καρπών που παραμένουν στο δέντρο αλλά και αύξησης του βαθμού ελαιοπεριεκτικότητας των καρπών αυτών. Το ελαιόδεντρο μπορεί να αναπληρώσει το 10% των πεσμένων καρπών πριν τον Αύγουστο, ενώ η αναπλήρωση αυτή μειώνεται για τους καρπούς που πέφτουν από το Σεπτέμβριο και μετά (Neuenschwander et al., 1980). Η ποιοτική ζημιά αναφέρεται στην ποιοτική υποβάθμιση τόσο του ελαιόλαδου, η οποία οφείλεται στην αύξηση της οξύτητας και στην αλλοίωση των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων, όσο και των βρώσιμων ελιών, λόγω της μείωσης της εμπορικής αξίας τους μέχρι και της ακαταλληλότητας τους για διάθεση στην αγορά (Μπρούμας, 2002). Είναι ευρέως γνωστό ότι οι προσβεβλημένες από το δάκο ελιές παράγουν λάδι αυξημένης οξύτητας και ότι όσο το ποσοστό δακοπροσβολής αυξάνει τόσο αυξάνει και η οξύτητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι ο λογάριθμος της οξύτητας του ελαιολάδου αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των οπών εξόδου του δάκου από τον 28

ελαιόκαρπο. Η παρουσία μόνο των προνυμφικών σταδίων εντός του καρπού δεν φαίνεται να επηρεάζει την οξύτητα του παραγόμενου λαδιού. Σε καρπούς με οπές εξόδου, η οξύτητα του ελαιόλαδου αυξάνεται, ανάλογα με την ποικιλία, από 2 μέχρι 4 φορές σε σύγκριση με καρπούς χωρίς οπές εξόδου (Michelakis & Neuenschwander, 1983). Σχετικά με το επίπεδο οικονομικής ζημίας, ερευνητική προσπάθεια από τους Fletcher και Kapatos (1983) που έγινε στην Κέρκυρα, έδειξε ότι για τον υπολογισμό του σε προσβολές Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου (2 η και 3 η γενιά) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ένας αριθμός παραμέτρων όπως το πλήθος των προσβεβλημένων καρπών (β), η μέγιστη δυνατή παραγωγή λαδιού ανά καρπό (f), το ποσοστό του καρπού που καταναλίσκεται ανά προνύμφη (c), το ποσοστό των προσβεβλημένων καρπών που θα πέσει από το δέντρο πριν από την συγκομιδή (Pd), η πιθανότητα να επιβιώσει ένα άτομο εντόμου από το αυγό μέχρι το τρίτο προνυμφικό στάδιο (s) και το κόστος καταπολέμησης (D). Έτσι, το κόστος καταπολέμησης (D) υπολογίζεται ως εξής: D= β. f. s. Pd + βfs (1- Pd)c Υπολογίστηκε επίσης το οικονομικό όριο με βάση τον μέσο αριθμό των συλληφθέντων θηλυκών ατόμων δάκου ανά εβδομάδα και ανά παγίδα McPhail, για δολωματικούς ψεκασμούς που εφαρμόζονται τον Σεπτέμβρη και Οκτώβρη. Το οικονομικό αυτό όριο ποικίλλει ανάλογα με την περίοδο προσβολής και τον βαθμό καρποφορίας των ελαιόδεντρων. 3.4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ Για την αντιμετώπιση του δάκου εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια η χημική καταπολέμηση, ενώ τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια για ανάπτυξη και εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης καταπολέμησης (βιολογική, βιοτεχνική μέθοδος). 3.4.1. ΧΗΜΙΚΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ Η χημική καταπολέμηση παραμένει ακόμα και σήμερα η βασική και η πιο αποτελεσματική μέθοδος καταπολέμησης του δάκου παρά την πολύχρονη 29

έρευνα για αντικατάσταση της με άλλη μέθοδο που να είναι πιο φιλική για το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Η χημική καταπολέμηση του δάκου εφαρμόζεται με δυο μεθόδους: α) Θεραπευτική ή κατασταλτική μέθοδος Η θεραπευτική μέθοδος συνίσταται στην εφαρμογή ψεκασμών κάλυψης των ελαιόδεντρων μέχρις απορροής, με τη χρησιμοποίηση ενός εντομοκτόνου (παλαιότερα με τα fenthion και dimethoate, σήμερα περισσότερο με thiacloprid, deltamethrine, lambda-cyhalothrin, spinosad). Οι ψεκασμοί γίνονται με έναν από τους εξής τρόπους: 1) με ψεκαστήρες υψηλού όγκου και με δόση 0,03% δραστικής ουσίας. Στην περίπτωση αυτή ψεκάζονται 15 λίτρα διαλύματος ανά δέντρο ή 150 λίτρα/στρέμμα. 2) με επινώτιους ψεκαστήρες μικρού όγκου και με δόση 0,03% δραστικής ουσίας. Ψεκάζεται 1,5 λίτρο διαλύματος ανά δέντρο ή 15 λίτρα/στρέμμα (Μπρούμας, 2002). Σκοπός της θεραπευτικής μεθόδου είναι η θανάτωση τόσο των ακμαίων εντόμων που υπάρχουν στον ελαιώνα, όσο και των διαφόρων σταδίων της προνύμφης που βρίσκονται μέσα στον ελαιόκαρπο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η θεραπεία τόσο της γόνιμης δακοπροσβολής που έχει εκδηλωθεί όσο και εκείνης που θα εκδηλωνόταν μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα μετά τους ψεκασμούς (Μπρούμας, 2002). Οι θεραπευτικοί ψεκασμοί γίνονται όταν διαπιστωθεί γόνιμη δακοπροσβολή του καρπού γύρω στα 2-4%, δηλαδή όταν κατά τις δειγματοληψίες το 2-4% του καρπού περιέχει αυγά, ζωντανές προνύμφες, νύμφες ή προνυμφικές στοές. Το όριο αυτό, πάνω από το οποίο συνιστάται ψεκασμός είναι πολύ μικρότερος για βρώσιμες ελιές. Η μέθοδος στηρίζεται στην εφαρμογή δύο συνήθως ψεκασμών κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Προκειμένου για πρώιμες προσβολές ή βρώσιμες ελιές, μπορεί να γίνει ένας ακόμη ψεκασμός το καλοκαίρι. Λόγω του κινδύνου των τοξικών υπολειμμάτων στον καρπό και το ελαιόλαδο, πρέπει να τηρούνται τα ελάχιστα χρονικά όρια μεταξύ της τελευταίας επέμβασης και της συγκομιδής, ιδίως για οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα υψηλής λιποδιαλυτότητας. Οι ψεκασμοί διακόπτονται 30 ημέρες προ της συλλογής του ελαιοκάρπου αν το εντομοκτόνο είναι λιποδιαλυτό και 20 ημέρες αν είναι υδατοδιαλυτό (Katsoyannos, 1992). 30

β) Προληπτική μέθοδος Η προληπτική μέθοδος συνίσταται στην εφαρμογή από το έδαφος ψεκασμών με δηλητηριώδη δολώματα που περιέχουν μια ελκυστική ουσία δάκου και ένα εντομοκτόνο. Σκοπός των δολωματικών ψεκασμών είναι η προσέλκυση και θανάτωση των ακμαίων του δάκου πριν αρχίσει η εναπόθεση των αυγών στον ελαιόκαρπο. Με τον τρόπο αυτό ανακόπτεται η αναπαραγωγική εξέλιξη του εντόμου και κατά συνέπεια αποφεύγεται η προσβολή του ελαιοκάρπου (Μπρούμας, 2002). Το ψεκαστικό υγρό αποτελείται από ένα οργανοφωσφορικό εντομοκτόνο σε δόση 0,3 % δραστικής ουσίας και ένα ελκυστικό 2% ή σε μεγάλη πυκνότητα δακοπληθυσμού 3% (Katsoyannos, 1992). Με τη μέθοδο αυτή δεν χρειάζεται να ψεκάζεται όλη η κόμη του δέντρου, ούτε και όλα τα δέντρα σε ένα ελαιώνα. Το ψεκαστικό υγρό διασπείρεται με τη μορφή χονδρών σταγόνων στο εσωτερικό της κόμης του δέντρου και σε ποσότητα 200-300 cm 3 περίπου ανά δέντρο. Στους ελαιώνες με κανονική πυκνότητα, ο ψεκασμός γίνεται σε κάθε τρίτο δέντρο και στις περιπτώσεις διάσπαρτων ή πολύ αραιής φυτεύσεως δέντρων σε κάθε δέντρο. 3.4.2. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ Η βιολογική καταπολέμηση του δάκου προϋποθέτει τη μελέτη και αξιολόγηση των ιθαγενών ωφέλιμων εντόμων. Τα ιθαγενή παράσιτα του δάκου στη χώρα μας είναι η κηκιδόμυγα Prolasioptera berlesiana, η οποία είναι εκτοπαράσιτο των αυγών του δάκου, καθώς και τα υμενόπτερα Eupelinus urozonus, Pnigalio mediterraneus και Cyrtoptyx latipes, τα οποία είναι εκτοπαράσιτα των προνυμφών του δάκου. Τα παράσιτα αυτά δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στη βιολογική καταπολέμηση του δάκου, δεδομένου ότι η δράση τους περιορίζεται χρονικά στη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ κατά το φθινόπωρο που παρατηρείται αύξηση του δακοπληθυσμού, μειώνεται σημαντικά ο πληθυσμός τους (Arambourg, 1996). Για το λόγο αυτό έγινε προσπάθεια εισαγωγής και εγκατάστασης εξωτικών φυσικών εχθρών με σκοπό τη βιολογική καταπολέμηση του δάκου. Από τα παράσιτα που μελετήθηκαν τα πιο ενθαρρυντικά αποτελέσματα έδωσε το ενδοπαράσιτο Opius concolor, για το οποίο αναπτύχθηκε μια 31

μέθοδος παραγωγής του στο εργαστήριο. Μαζικές εξαπολύσεις του ενδοπαράσιτου αυτού έδειξαν ότι μπορεί να μειώσει τις ζημιές του δάκου αλλά δεν μπορεί να διατηρήσει το επίπεδο προσβολής κάτω από το οικονομικό όριο ζημίας. Η εξάπλωση του O. concolor για την καταπολέμηση της ανοιξιάτικης γενεάς, φαίνεται να παρουσιάζει τις καλύτερες προοπτικές δράσεις του παρασίτου σε περιοχές που παραμένει ποσότητα ελαιοκάρπου στα δέντρα μέχρι το Μάιο και Ιούνιο όπως π.χ. Κρήτη και Κέρκυρα. Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί να συμβάλει στη μείωση του δακοπληθυσμού (Liaropoulos et al., 1977). Πειράματα βιολογικής καταπολέμηση του δάκου με μαζικές απελευθερώσεις του O. concolor έχουν γίνει σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες. Στη Γιουγκοσλαβία, η χρήση του θεωρείται ιδιαίτερα ωφέλιμη παρά το υψηλό κόστος μαζικής παραγωγής του, διότι το παράσιτο μπορεί επίσης να εγκατασταθεί σε οπωρώνες κερασιάς που είναι γειτονικοί των ελαιώνων (Bznetic, 1988). Στην Ισπανία διαπιστώθηκε ότι το παραπάνω παράσιτο είναι αποτελεσματικό μόνο εναντίον της καλοκαιρινής γενεάς του δάκου και σε ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης καταπολέμησης, η χρήση του συμβάλει στη μη διενέργεια χημικών επεμβάσεων μέχρι το φθινόπωρο (Civantos & Vilalta, 1983). 3.4.3. ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ Οι βιοτεχνολογικές μέθοδοι καταπολέμησης στηρίζονται στην ιδιότητα που έχουν τα έντομα να αντιδρούν σε φυσικά ή χημικά ερεθίσματα και ακόμη στις επιδράσεις ορισμένων παραγόντων που μεταβάλλουν τη συμπεριφορά και την εξέλιξη των πληθυσμών τους. Στην πράξη της καταπολέμησης, υπάρχουν διάφοροι τρόποι εφαρμογής τους όπως, η τεχνική στείρωση εντόμων, η μέθοδος παρεμπόδισης συζεύξεων, οι δολωματικοί ψεκασμοί από εδάφους και η μαζική παγίδευση. α) Τεχνική στείρωση εντόμων Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην εκτροφή και στείρωση αρσενικών ατόμων δάκου στο εργαστήριο με ακτινοβολίες και εξαπόλυση τους στον ελαιώνα. Στηρίζεται στη βασική αρχή ότι η αναπαραγωγική επαφή στείρου 32

αρσενικού και ακμαίου θηλυκού οδηγεί σε στείρα ωοτοκία και κατά συνέπεια στην ελάττωση μέχρι και εξαφάνιση του πληθυσμού. Η τεχνική αυτή δοκιμάστηκε επί πολλά έτη στη χώρα μας με μαζικές εξαπολύσεις στειρωμένων εντόμων αλλά δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δυσκολία εφαρμογής της μεθόδου οφείλονταν στις διαφορές που παρατηρήθηκαν στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά και στην συμπεριφορά μεταξύ φυσικών και τεχνητά παραγόμενων ατόμων δάκου, όπως αναπαραγωγική ικανότητα, συναγωνισμός αρσενικών, ικανότητα πτήσης, μετακίνηση στον αγρό και παραγωγή φερομόνης. Επομένως, οι μέθοδοι στείρωσης του δάκου δεν υπόσχονται ότι μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του εχθρού της ελιάς (Economopoulos, 1981). β) Μέθοδος παρεμπόδισης συζεύξεων Η μέθοδος αυτή αποσκοπεί στον κορεσμό του περιβάλλοντος του εντόμου με φερομόνη ώστε τα έντομα που αντιδρούν συνήθως (αρσενικά) να μη μπορούν να επισημάνουν την πηγή της φυσικής φερομόνης - δηλαδή άτομα του άλλου φύλου - και επομένως να συζευχθούν. Πειραματικές εφαρμογές της μεθόδου αυτής δεν έδωσαν μέχρι σήμερα ικανοποιητικά αποτελέσματα (Montiel & Mata, 1985). γ) Μαζική παγίδευση Με τη μέθοδο αυτή επιδιώκεται η σύλληψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού ενηλίκων εντόμων ώστε να μειωθεί ο πληθυσμός του εχθρού σε επίπεδο που δεν προκαλούν οικονομική ζημιά στην καλλιέργεια. Η μέθοδος αυτή προσέλκυσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των ερευνητών λόγω της ύπαρξης αποτελεσματικών ελκυστικών τροφής, ελκυστικών φύλου και οπτικών ελκυστικών για το δάκο (Μπρούμας,1995). Διάφοροι τύποι παγίδων που χρησιμοποιούν ένα ή περισσότερα από τα ελκυστικά αυτά έχουν αναπτυχθεί και αξιολογηθεί στον αγρό για την καταπολέμηση του δάκου ως ακολούθως: κίτρινες επίπεδες επιφάνειες με κόλλα που συνδυάζουν ελκυστικά τροφής (Economopoulos et al., 1986), κίτρινες επίπεδες κολλώδεις επιφάνειες με ελκυστικά φύλου (Haniotakis et al., 1983), τοξικές κίτρινες επίπεδες επιφάνειες με ελκυστικά τροφής και φύλου (Broumas et al., 1985). 33

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο βαθμός προστασίας της παραγωγής που επιτεύχθηκε ποικίλλει και φαίνεται να εξαρτάται από ένα αριθμό παραμέτρων όπως: τύπο παγίδας, πυκνότητα και διάταξη των παγίδων στον ελαιώνα, ελκυστικά και μορφή σκευασμάτων τους, χρησιμοποιούμενο εντομοκτόνο στις τοξικές παγίδες και μέθοδος εφαρμογής του, βαθμός απομόνωσης του ελαιώνα, έκταση του προστατευόμενου ελαιώνα, τοπικές κλιματολογικές συνθήκες (θερμοκρασία και σχετική υγρασία), βιολογικές συνθήκες (πυκνότητα του εντόμου στον ελαιώνα, ποικιλία, καρποφορία, μέγεθος ελαιόδεντρου) καλλιεργητικές φροντίδες (άρδευση, λίπανση, κλάδεμα) και αριθμός ετών εφαρμογής της μεθόδου στον ίδιο ελαιώνα. Σε περιπτώσεις μικρής αποτελεσματικότητα της μεθόδου, αναφέρεται ότι απαιτήθηκαν συμπληρωματικά μέτρα για επαρκή προστασία της παραγωγής όπως αύξηση της πυκνότητας των παγίδων ή δολωματικοί ψεκασμοί (Μπρούμας, 2002). Στα μειονεκτήματα περιλαμβάνεται η υψηλή εξάρτηση της αποτελεσματικότητας της μεθόδου από το βαθμό απομόνωσης ή την έκταση του προστατευόμενου ελαιώνα. Τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται σε απομονωμένους ελαιώνες ή όταν η μέθοδος εφαρμόζεται σε μεγάλες εκτάσεις ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο δυνατόν ο κίνδυνος μετακίνησης των εντόμων από γειτονικές περιοχές. Τέτοιες εφαρμογές όμως, απαιτούν κατάλληλη οργάνωση (Μπρούμας,1995). Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, το κόστος της μεθόδου μαζική παγίδευσης σε κανονικούς ελαιώνες, όπου απαιτείται μια πυκνότητα παγίδων 1 παγίδα/2 δέντρα και μη εφαρμογή συμπληρωματικών δολωματικών ψεκασμών, είναι σήμερα περίπου 30% υψηλότερο από ότι η μέθοδος δολωματικού ψεκασμού. Με την επέκταση εφαρμογής της μεθόδου όμως και τη μαζική παραγωγή των χρησιμοποιούμενων υλικών, κυρίως παγίδων, αναμένεται μια σημαντική μείωση του κόστους της μεθόδου. 3.4.4. ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ Η ολοκληρωμένη καταπολέμηση αντιπροσωπεύει μια σύγχρονη ιδέα φυτοπροστασίας που αναφέρεται στο συνδυασμό όλων των παραγόντων και όλων των μεθόδων για διατήρηση των πληθυσμών των φυτοφάγων ειδών σε 34