«Η Γήρανση της Κοινωνίας και οι δυνατότητες απασχόλησης στην Τρίτη Ηλικία» του Θεόδωρου εβενέ (δηµοσιεύθηκε στο τ.244 του περιοδικού «ηµόσιος Τοµέας» - Οκτώβριος 2007). Ο πληθυσµός συνολικά στη Γη αυξάνεται, αλλά στην αναπτυγµένη δύση γερνάει. Ενώ ο παγκόσµιος πληθυσµός το 2000 αυξήθηκε κατά 83 εκατ. άτοµα, ο πληθυσµός του αναπτυγµένου κόσµου αυξήθηκε µόνο κατά 1 εκατ. Ταυτόχρονα, η όξυνση των κοινωνικών και των περιβαλλοντικών προβληµάτων ωθούν τα πράγµατα προς την υιοθέτηση νέων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, δηλαδή προς την αλλαγή του τρόπου ζωής. Μεταξύ των πιο γερασµένων χωρών στον πλανήτη, συγκαταλέγεται σήµερα και η χώρα µας. Εκτός του κινδύνου που ενδεχοµένως συνεπάγεται για την εθνική άµυνα η πραγµατικότητα αυτή, συναρτάται άµεσα και µε την προβληµατική κατάσταση του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης. Σύµφωνα µε στοιχεία του 2004 η Ελλάδα κατέχει την τρίτη θέση, µετά την Ιταλία και την Ιαπωνία, µεταξύ των χωρών µε την υψηλότερη αναλογία ηλικιωµένων (65 ετών και άνω). Με κριτήριο επίσης το δείκτη γήρανσης, κατέχει την ίδια θέση µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. 25, µετά την Ιταλία και τη Γερµανία. Η τιµή του δείκτη αυτού ακολουθεί µεταπολεµικά σταθερά αυξητική τάση: από 24,7% το 1951, διπλασιάζεται στις αρχές της δεκαετίας του 80, για να «απογειωθεί» το 2004 στο 119, 9% (δηλαδή σε 100 παιδιά αντιστοιχούν περίπου 120 ηλικιωµένοι). Κι ενώ αυξάνεται ο αριθµός των ηλικιωµένων, µειώνεται διαρκώς ο δείκτης υποστήριξης ηλικιωµένων, δηλ. ο αριθµός των ατόµων εργάσιµης ηλικίας που υποστηρίζει αναλογικά ένα οικονοµικά εξαρτώµενο ηλικιωµένο άτοµο : από 9,3 το 1951, ήταν 4,1 το 2001 (Μπαλούρδος. και Χρυσάκης Μ., 2007). Αυτό σηµαίνει ότι συρρικνώνεται επικίνδυνα ο αριθµός αυτών που συντηρούν ένα άτοµο άνω των 65 ετών (µε την αναλογία του παραγωγικού πληθυσµού να εµφανίζεται σταθεροποιηµένη στο 67-68% του πληθυσµού). Η εντυπωσιακή αυτή δηµογραφική κατάρρευση λαµβάνει χώρα εδώ και 30 περίπου χρόνια. Στη δεκαετία 1980, η ετήσια µείωση της γονιµότητας ήταν της τάξης του 38%. Στη δεκαετία του 90 η ετήσια µείωση συγκρατήθηκε στα επίπεδα του 8%. Συνολικά στην περίοδο 1980-1999, παρατηρήθηκε στις µικρές ηλικίες (15-29 ετών) µείωση της γονιµότητας κατά 60% ενώ στις µεγαλύτερες παρατηρήθηκε µικρή αύξηση, της τάξης δηλ. του 6%. Ο Συντελεστής Συνολικής Γονιµότητας, δηλαδή ο συνολικός αριθµός παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, είναι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας 1980 µικρότερος από το 2,1 αριθµός απαραίτητος για την αντικατάσταση των γενεών. Το 2004 ήταν µόλις 1,27, κατατάσσοντας την Ελλάδα µαζί µε την Ισπανία στην τελευταία θέση σ όλο τον κόσµο (Συµεωνίδου Χ., 2007). Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε αντίθεση µε το ηλικιακό σφρίγος που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία προπολεµικά, αλλά και τις πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες. Από το 7% το 1951 και το 8% το 1961 όµως, το ποσοστό των ηλικιωµένων έφτασε το 16,8% του συνολικού πληθυσµού το 2001, ενώ σήµερα ήδη ανέρχεται στο 17,5% (Eurostat). Σύµφωνα δε µε πρόσφατες εκτιµήσεις για την περίοδο 2000-2030, το ποσοστό αυτό θα συνεχίσει την αυξητική του πορεία όπως εξάλλου και των υπερηλίκων, δηλ. των άνω των 80 ετών (U.S. Census Bureau, 2001, An Ageing World).
Στη χώρα µας το ποσοστό των οικονοµικά ενεργών ατόµων άνω των 65 ετών, είναι µάλλον αµελητέο. Το 2000 ήταν µόνο το 2,4% του συνολικού εργατικού δυναµικού, δηλ. 107.111 άτοµα, (πηγή: Έρευνα Εργατικού υναµικού). Την ίδια στιγµή, το επίπεδο διαβίωσης πολλών ηλικιωµένων χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα προβληµατικό. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της έρευνας E.U.-SILK 2003*, 490.000 άτοµα ηλικίας 65 ετών και άνω ζουν σε συνθήκες φτώχειας, αντιπροσωπεύοντας το 28% του πληθυσµού αυτής της κατηγορίας. Εκτιµάται µάλιστα ότι 16% από αυτούς είναι «πολύ φτωχοί». Υπενθυµίζεται ότι στην Ελλάδα δεν εφαρµόζεται το µέτρο του Ελάχιστου Εγγυηµένου Εισοδήµατος, ενώ έχουν διατυπωθεί πολιτικές προτάσεις εφαρµογής του από το 1999 και παρά τη σχετική προτροπή της Ε.Ε. από το 1992 προς τα κράτη µέλη της (Σύσταση του Συµβουλίου 92/441/ΕΟΚ/24-6-1992). Εκτός από την κλασική επίκληση των περιορισµένων κρατικών πόρων, η έλλειψη αυτή στην πραγµατικότητα εναρµονίζεται µε πάγια χαρακτηριστικά των κρατών πρόνοιας µεσογειακού τύπου, δηλ. την αποσπασµατικότητα των επιλογών, τις σοβαρές ελλείψεις στη διοικητική υποδοµή, αλλά και την µη αποτελεσµατική «στόχευση» των πραγµατικών δικαιούχων της επιδοµατικής πολιτικής (το τελευταίο αφορά ιδιαίτερα την ελληνική περίπτωση). O προβληµατισµός πάντως για τις δυνατότητες απασχόλησης των ηλικιωµένων µελών της κοινωνίας µας, θεωρείται από ορισµένους περιττός. Η προσοχή στρέφεται περισσότερο στη δηµογραφική ανάκαµψη, τη διατήρηση του σηµερινού επιπέδου ζωής και βέβαια στην αντιµετώπιση της υψηλής ανεργίας των νέων, που δηµιουργεί αυτόµατα κλίµα «εξοστρακισµού» των ηλικιωµένων από την αγορά εργασίας. Και η κοινωνική ατµόσφαιρα συντείνει άλλωστε σε κάτι τέτοιο, αφού εκθειάζει κάθε µορφή νεανικότητας, αληθινής ή επίπλαστης. Η στάση αυτή ενθαρρύνεται και από θέσεις επιστηµονικές, που δίνουν έµφαση στη σταδιακή εγκατάλειψη του ατόµου από τις σωµατικές του δυνάµεις και τις ψυχικές του αντιστάσεις έναντι της πίεσης του εργασιακού περιβάλλοντος. Τονίζουν επίσης την απώλεια της προσαρµοστικής ικανότητας του ατόµου µε την πάροδο του χρόνου, καθώς και τη δυσλειτουργία που προκαλεί η παρουσία των ηλικιωµένων εργαζοµένων στις περιπτώσεις εφαρµογής καινοτοµιών εξοικονόµησης εργασίας. Υπεραµύνονται ακόµη της οριστικής αντικατάστασης εξειδικευµένων τεχνιτών σε διάφορα επαγγέλµατα από µηχανές, εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, τονίζοντας ότι τυχόν παραµονή των εργαζοµένων αυτών στην εργασία τους µε τη βοήθεια ενός «άκαµπτου» θεσµικού πλαισίου, θα µείωνε την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Τέλος υπογραµµίζουν αρνητικά τη µειωµένη εργασιακή κινητικότητα που χαρακτηρίζει γενικά τις µεγαλύτερες ηλικίες. Στη σηµερινή παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία, η κινητικότητα του εργατικού δυναµικού εξαίρεται ως παράγοντας ιδιαίτερα σηµαντικός για την οικονοµική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η δυνατότητα ή όχι συχνών ταξιδιών εκ µέρους ενός υποψηφίου για πρόσληψη σε θέση στελέχους, που εξετάζεται προσεκτικά σήµερα από τις επιχειρήσεις µε δραστηριότητα εκτός εθνικών συνόρων. Από µακροοικονοµική άποψη, υποστηρίζεται ότι «η αυξανόµενη αναλογία των ηλικιωµένων στην οικονοµία αποτελεί εµπόδιο στην είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, µε αποτέλεσµα την διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και τη µειωµένη παραγωγικότητα, αφού οι νεότεροι συνήθως είναι καλύτερα καταρτισµένοι και δραστήριοι, έχουν καινούργιες ιδέες και προσαρµόζονται πιο εύκολα» (Φακιολάς Ρ., 1996). Επίσης ότι συντείνει (η αναλογία) στη µείωση της συνολικής ζήτησης και κατανάλωσης, µε αρνητικά αποτελέσµατα στην αναπτυξιακή διαδικασία και τη δηµιουργία νέων εισοδηµάτων (αποθάρρυνση επενδύσεων). Ακόµη ότι η σχέση που
συνδέει την πληθυσµιακή γήρανση και τη συνολική αποταµίευση είναι αρνητική, µειώνοντας τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων για επενδυτική δραστηριότητα. * EU SILC 2003: European Union Statistics on Income and Living Conditions. ιενεργήθηκε το 2003, µε έτος αναφοράς το 2002.. Πλήθος επιχειρηµάτων όµως αντιπαρατίθεται προς τις παραπάνω θέσεις. Ακολουθεί µία σύνοψη των επιχειρηµάτων αυτών. α) Σε µικροοικονοµικό επίπεδο: Σε πολλά επιστηµονικά, διοικητικά, τεχνικά και καλλιτεχνικά επαγγέλµατα η αποδοτικότητα συνεχίζει να αυξάνεται και µετά τα 50, παραµένοντας σε υψηλά επίπεδα για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Η εµπειρία που αποκτάται µε την πολύχρονη θητεία σε µία εργασία, είναι ένα «ατού» που δεν υποκαθίσταται από οποιαδήποτε τεχνολογική εξέλιξη ή οργανωτική µέθοδο. Ένα πεδίο π.χ. όπου καταδεικνύεται σαφώς η υπεροχή ενός έµπειρου στελέχους είναι η διοίκηση του ανθρώπινου δυναµικού, µε τη λεπτή γνώση που απαιτείται για το χειρισµό των ανθρώπινων σχέσεων και την εύρεση του κατάλληλου στυλ ηγεσίας. Οι εκπαιδευτικοί επίσης της στοιχειώδους και µέσης εκπαίδευσης, µπορούν µετά από µία ορισµένη ηλικία να αποδώσουν σε διοικητικές ή συµβουλευτικές εργασίες στον ίδιο χώρο. Πρώην ανώτατα στελέχη υπουργείων µπορούν σήµερα να εργασθούν σε επιχειρήσεις και ιδρύµατα δηµοσίου µάνατζµεντ, παρέχοντας υπηρεσίες σε ιοικήσεις λιγότερο αναπτυγµένων χωρών (συµβαίνει ήδη στην Ελλάδα, µε αποδέκτες χώρες των Βαλκανίων κ της Ανατολικής Ευρώπης). Υπενθυµίζεται ακόµη ότι το θεσµικό πλαίσιο επιβάλλει να υπάρχει πολυετής πρακτική άσκηση πριν τη χορήγηση άδειας άσκησης του επαγγέλµατος, για επαγγέλµατα όπως του γιατρού και του δικηγόρου. Γενικά για τις εργασίες «υψηλού επιπέδου εξειδίκευσης που προϋποθέτουν εκπαίδευση και εµπειρία, η αποδοτικότητα αρχίζει από τη νεαρή ηλικία ή και την ηλικία ακµής (30 και άνω) και συνεχίζεται αυξανόµενη µέχρι περίπου το τέλος της µέσης ηλικίας (60 ετών), ενώ όσοι κάνουν µεταπτυχιακές σπουδές π.χ. αρχίζουν να αποκτούν εµπειρία µετά τα 30» (οπ. παρ.). Αλλά και στο χώρο του εµπορίου και των υπηρεσιών, το εργατικό δυναµικό µπορεί να διατηρηθεί ενεργό και µετά την ηλικία των 60 ή 65 ετών µε τις δυνατότητες που προσφέρει η νέα τεχνολογία (και µε την ανάλογη τροποποίηση του θεσµικού πλαισίου). Η τηλε-εργασία, η απασχόληση στο σπίτι και οι άτυπες µορφές εργασίας προσφέρουν σηµαντικές ευκαιρίες παράτασης της εργασιακής ζωής. Αλλά και σε ό,τι αφορά τις ζητούµενες σήµερα ψυχολογικές δεξιότητες από µεγάλες επιχειρήσεις, όπως π.χ. η κοινωνικότητα και η ευελιξία στις ανθρώπινες σχέσεις, πολλοί έµπειροι ηλικιωµένοι µπορούν να ανταποκριθούν εξίσου καλά µε τα νέα στελέχη. Παράλληλα πάντως µε τις όποιες ρυθµίσεις προέλθουν από τις παραπάνω διαπιστώσεις, πρέπει να ληφθεί πρόνοια και για τη στήριξη του εργατικού δυναµικού που βιώνει την απαξίωση µέσα στις νέες οικονοµικές συνθήκες. Έρευνες στην Αµερική κατέδειξαν ότι υπάρχει ανάγκη ευνοϊκών µέτρων για την επαγγελµατική αναβάθµιση του ανδρικού πληθυσµού µέσης ή και κατώτερης µόρφωσης στην ηλικία των 50-60 ετών, επειδή στην ηλικία αυτή η παλαιότητα έχει αρνητική επίδραση στα εισοδήµατά τους (Clark R., Kreps J. και Spengler J., 1978).
Έχει επισηµανθεί εξάλλου ότι «η απειλή της εργασιακής πόλωσης είναι πραγµατική, γιατί οι επενδύσεις σε νέες δεξιότητες επικεντρώνονται στις ανώτερες επαγγελµατικές τάξεις, ενώ οι χαµηλής εξειδίκευσης εργασίες προσφέρουν ελάχιστες ευκαιρίες για εκπαίδευση, αύξηση των δεξιοτήτων ή προσωπική εξέλιξη» (Esping Andersen, 2002). β) Σε µακροοικονοµικό επίπεδο: Συµβαίνουν σήµερα κοσµογονικές αλλαγές, που συνδέονται µε το εργασιακό και παραγωγικό µοντέλο, τη διεθνοποίηση της οικονοµίας και την αλλαγή της δοµής της οικογένειας. Η παραγωγικότητα αυξάνει µε ταχείς ρυθµούς, όµως ταυτόχρονα περιθωριοποιούνται µεγάλες οµάδες του εργατικού δυναµικού και το αίσθηµα της επαγγελµατικής ασφάλειας χαρακτηρίζει µόνο τις οµάδες υψηλής εξειδίκευσης. Εν µέσω των εξελίξεων αυτών, θα ήταν άστοχη επιστηµονικά η ανάδειξη της δηµογραφικής γήρανσης ως µόνης αιτίας για τα σηµερινά προβλήµατα, ιδιαίτερα όταν αυτή οφείλεται (σε σηµαντικό βαθµό) στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου και τη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας. Η γήρανση άλλωστε δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και µείωση της συνολικής ζήτησης. Τα εισοδήµατα των ηλικιωµένων ατόµων (εάν βεβαίως είναι επαρκή), µπορούν σήµερα να αυξήσουν την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών πληροφορικής, βιοτεχνολογίας, τηλεµατικής, κλπ. Οι κλάδοι αυτοί χαρακτηρίζονται από υψηλή παραγωγικότητα, η οποία αυξάνεται περαιτέρω µε την αύξηση της ζήτησης. Μπορούν επίσης να δαπανηθούν σε αγορές τροφίµων και ένδυσης και σε υπηρεσίες τουρισµού, υγείας και φροντίδας στο σπίτι. Η ελαστικότητα της κατανάλωσης των υπηρεσιών υγείας είναι ιδιαίτερα υψηλή. Οι δυνατότητες επίσης που προσφέρει η νέα τεχνολογία, καθιστούν εφικτή την επανένταξη των ηλικιωµένων σε δίκτυα εκπαίδευσης και απόκτησης νέων δεξιοτήτων, προωθώντας έτσι ανάλογα µε τη διορατικότητα της κοινωνικής πολιτικής την παραγωγικότητα και τελικά την ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας. Υπενθυµίζεται ότι οι αρχές της βιώσιµης ανάπτυξης επιβάλλουν τη δηµιουργία νέων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ «µεγάλο µέρος των παραγωγικών υποδοµών θα αποϋλοποιηθεί, καθώς οι εξελίξεις στα συστήµατα επικοινωνίας και στη διακίνηση της γνώσης θα αναδειχθούν σταδιακά ως οι κύριοι παράγοντες προστιθέµενης αξίας στις νέες οικονοµίες» (Νεκτάριος Μ., 2007). Επιπροσθέτως, το ίδιο το φαινόµενο της δηµογραφικής γήρανσης συνδέεται µε την διανοµή εισοδήµατος και τη δηµιουργία θέσεων εργασίας µέσω των επενδύσεων για την κατασκευή γηροκοµείων, νοσοκοµείων και ΚΑΠΗ. Επισηµαίνεται τέλος ότι το κοινωνικό στοιχείο αναγνωρίζεται σήµερα ως παραγωγική εισροή, µε θετικά αποτελέσµατα για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Επίλογος Ο κόσµος µας αλλάζει µε ρυθµούς καταιγιστικούς σε όλους τους τοµείς. Εκτός από τα δηµογραφικές αλλαγές, έχει επισηµανθεί ότι «από τα 250 περίπου κύρια επαγγέλµατα που καταγράφονται από τους σχετικούς διεθνείς οργανισµούς, ένα τρίτο περίπου δεν υπήρχαν πριν από 30 ή 40 χρόνια - από εκείνα που σχετίζονται µε την υποθαλάσσια άντληση πετρελαίου, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα ΜΜΕ, µέχρι εκείνα που αφορούν την καταγραφή των απόψεων διαφόρων κατηγοριών του πληθυσµού και την περιποίηση του σώµατος» (Φακιολάς Ρ., 1996). Τα νέα δεδοµένα
εγείρουν για τη χώρα µας ζητήµατα όπως είναι η βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, η µεταρρύθµιση στο χώρο της Παιδείας, αλλά και η εθνική άµυνα. Ίσως τελικά η διεύρυνση των δυνατοτήτων απασχόλησης των ηλικιωµένων, να είναι ένα «άπαιχτο χαρτί» στα χέρια του πολιτικού συστήµατος για την περαιτέρω οικονοµική ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, µε ό,τι συνεπάγεται αυτό (και) για την άµβλυνση του δηµογραφικού προβλήµατος. Σε κάθε περίπτωση πάντως το θέµα απαιτεί λεπτούς χειρισµούς, αφού άπτεται της δυνατότητας απασχόλησης και προαγωγής των νέων. Απαιτεί επίσης και οριστική συµφιλίωση της κοινωνίας µε τα δηµογραφικά και κοινωνικά δεδοµένα που διαµορφώνονται: µε τη συνεχή µείωση της θνησιµότητας στις µέσες και µεγάλες ηλικίες και ανεξάρτητα από τυχόν διακυµάνσεις της γονιµότητας, ο ρυθµός της δηµογραφικής γήρανσης αναµένεται να επιταχυνθεί. ΠΗΓΕΣ: Ε.Κ.Κ.Ε. - Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής: http://www.inspo.gr/conference.html Ε.Σ.Υ.Ε.: www. statistics. gr Μπάγκαβος Χ., «ηµογραφικές Μεταβολές, Αγορά Εργασίας και Συντάξεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση», Gutenberg, Αθήνα, 2003. Μπαλούρδος. και Χρυσάκης Μ., «Η ηµογραφική Γήρανση στην Ελλάδα: Αδρά Στοιχεία κατά Νοµό και Περιφέρεια», στο συλλογικό τόµο «Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2006», Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, 2007. Νεκτάριος Μ., «Γήρανση του Πληθυσµού, Κίνηση Κεφαλαίων και Βιώσιµη Ανάπτυξη», Τάσεις, τεύχος 24, Ιανουάριος 2007, σελ. 153. Συµεωνίδου Χάρις, «Η Εφαρµογή της Συνολικής ηµογραφικής Πολιτικής για την αντιµετώπιση της Υπογεννητικότητας στην Ελλάδα», στο συλλογικό τόµο Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2006, Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, 2007. Φακιολάς Ρ., «Αποδοτικότητα στην Εργασία και Αύξηση της Ηλικίας», στο συλλογικό τόµο Γήρανση και Κοινωνία (επιµ: Κοτζαµάνης Β. κ.ά.), Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, 1996. Esping Andersen G., Galli D., Hemerijck A., Myles J. «Γιατί χρειαζόµαστε ένα Νέο Κοινωνικό Κράτος», ιόνικος, Αθήνα, 2006. Clark R., Kreps J. and Spengler J. «Economics of Aging: A Survey», Journal of Economic Literature, τεύχος XVI, Σεπτέµβριος 1978, σελ. 929.