ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η περιρρέουσα ατµόσφαιρα Η αίσια έκβαση του µεγαλεπήβολου σχεδίου του Μεγάλου Αλεξάνδρου να υποτάξει το Αχαιµενιδικό βασίλειο και να θέσει υπό τον έλεγχό του τα έσοδά του όχι µόνο ενοποίησε πολιτικά την Ανατολική Μεσόγειο αλλά και διαµόρφωσε τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικουµένης. Οι προϋποθέσεις αυτές σύντοµα ανατράπηκαν από τις εµπόλεµες συρράξεις που ταλάνιζαν στο εξής τα βασίλεια που αναδύθηκαν από την Αλεξάνδρεια, αφήνοντας την αίσθηση του εφήµερου και του πρόσκαιρου οι µετακινήσεις ωστόσο στρατευµάτων και ιδιωτών, εµπόρων, τεχνιτών και άλλων, συνέβαλαν στη διεύρυνση των αγορών και στη διεθνοποίηση της διακίνησης προϊόντων και της διεξαγωγής συναλλαγών σε όλα τα επίπεδα, µέσα από παλιούς και νέους διαύλους επικοινωνίας. Τα φυσικά σύνορα µεταξύ των κρατών έγιναν πιο ρευστά, ενώ άρθηκαν οι φραγµοί ανάµεσα στους περιορισµένους οικονο- µικούς σχηµατισµούς της κλασικής αρχαιότητας. Σταδιακά διαµορφώθηκε µια ενιαία µακροοικονοµική πραγµατικότητα και αναδείχθηκε ένα διεθνές φάσµα οικονοµικών δικτύων που απλωνόταν σε ολόκληρη την ελληνιστική οικουµένη. Στα διοικητικά συστήµατα που εισηγήθηκαν οι επήλυδες επιχείρησαν να ενσωµατώσουν τα κοινωνικά δίκτυα που έλεγχαν τις παγιωµένες οικονοµικές δοµές στην κάθε επικράτεια, επιφέροντας όσο λιγότερες αλλαγές µπορούσαν στις καθαυτές οικονοµικές δοµές. Το αποτέλεσµα του πειράµατος αυτού ποίκιλλε από περιοχή σε περιοχή, διαµορφώνοντας µια νέα, ιδιάζουσα σε κάθε περίπτωση πραγµατικότητα οι συχνές µεταβολές στα διακρατικά σύνορα επηρέαζαν το ποσό των εσόδων των επιµέρους βασιλείων, αλλά δεν είχαν απαραίτητα άµεσες επιπτώσεις στις οικονοµικές δοµές και στους οικονοµικούς δεσµούς µε τους οποίους συνδέονταν οι επιµέρους περιοχές. Επιπρόσθετα, η αποδέσµευση των αποθεµάτων πλούτου που βρήκε ο Αλέξανδρος συσσωρευµένα στο θησαυροφυλάκιο του αχαιµενιδικού βασιλείου και η διάθεσή τους στις αγορές της ελληνιστικής επικράτειας διευκόλυνε τη χρηµατοδότηση των πολυαί- µακτων πολέµων της περιόδου αλλά και άλλου τύπου συναλλαγές. Συνεκτικός κρίκος που συνέβαλε δραστικά στη διαµόρφωση της οικονοµικής κοινής ήταν η προοδευτική γενίκευση στη χρήση νοµίσµατος για τις συναλλαγές, τόσο στο εσωτερικό των ελληνιστικών κρατών όσο και σε διακρατικό, διεθνές επίπεδο. «Θησαυρός» ελληνιστικών χρυσών νοµισµάτων του Φιλίππου
Οι σύγχρονοι ερευνητικοί προσανατολισµοί Πριν όµως εξετάσουµε όλο το φάσµα των οικονοµικών σχέσεων που συνθέτουν τον οικονοµικό χάρτη της ελληνιστικής Μεσογείου, αξίζει να σταθούµε στη µέχρι σήµερα πορεία της έρευνας για τις ελληνιστικές οικονοµίες. Η µελέτη του ελληνιστικού κόσµου αναδεικνύει ολόγλυφες τις αδυναµίες που παρουσιάζει η µονοσήµαντη περιγραφή της ελληνιστικής οικονοµίας από τον πρωταγωνιστή θεωρητικό της αρχαίας οικονοµίας Sir Μ.Finley ως οικονοµίας δύο δοµικά απόλυτα διαφορετικών κόσµων, του παλαιού ελληνικού και του ανατολικού, και αναγνωρίζει την ύπαρξη πιο πολύπλοκων οικονοµικών µορφών και σχέσεων στην επικράτεια των ελληνιστικών βασιλείων. Ο Finley δικαιολογούσε τον αποκλεισµό της Ανατολής και της φαραωνικής Αιγύπτου από τη µελέτη του για την αρχαία οικονοµία, διατεινόµενος ότι οι περιοχές αυτές παρουσίαζαν δοµικές οργανωτικές διαφορές σε σχέση µε την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώµη. Θεωρούσε επίσης ότι ο παλαιός ελληνικός κόσµος δεν υπέστη καµία οικονοµική µεταβολή κατά την Ελληνιστική περίοδο και απέκλειε το ενδεχόµενο η οικονοµία της ίδιας περιοχής να παρουσιάζει πολύπλευρες, συχνά αντιφατικές, οικονοµικές συµπεριφορές. Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη έρευνα θεωρεί αυτονόητο, και τεκµηριώνει µε βάση µια σειρά από στοιχεία, ότι οι οικονοµίες της Εγγύς Ανατολής πριν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο ήταν πολύ πιο πολύπλοκες και πολυσχιδείς από ό,τι συµβατικά πιστευόταν: αυτό τουλάχιστον δηλώνουν οι ναοκεντρικές οικονοµίες της Ιουδαίας ή τµηµάτων της Αιγύπτου και της Μικράς Ασίας, περίπλοκα και παλαιά αρδευτικά συστήµατα, όπως αυτό της Αιγύπτου, της νότιας Μεσοποταµίας ή της κεντρικής Ασίας, τα τραπεζικά συστήµατα που αποκαλύπτουν τα αρχεία από τη Μurau και από άλλα αρχεία της Βαβυλώνας κατά τον 5ο αιώνα π.χ., και τέλος οι πολιτικές οικονοµίες της Φοινίκης και της δυτικής Μικράς Ασίας. Το οικονοµικό µοντέλο που κατασκεύασε ο Finley για την αρχαιότητα καταδικάζεται σήµερα ως στατικό, υπεραπλουστευτικό και αναχρονιστικό. Στον αντίποδα της θεωρίας του Finley από νωρίς τοποθετήθηκαν οι λεγόµενοι µοντερνιστές θεωρητικοί της αρχαίας οικονοµίας, οι οποίοι τείνουν να προβάλουν στην αρχαιότητα παραδείγµατα και θεωρητικές προσεγγίσεις που απασχολούν τη σύγχρονη έρευνα για την οικονοµική ιστορία. Σε αυτούς συγκαταλέγεται, µεταξύ άλλων, ο Μ. Ο M. Finley σηµαντικός ερευνητής της αρχαίας οικονοµίας.
Rostovtzeff, το τρίτοµο έργο του οποίου µε τίτλο «Social and Economic History of the Hellenistic World αναγνωρίζεται µέχρι σήµερα ως κοµβικής σηµασίας πόνηµα για την κατανόηση της ελληνιστικής οικονοµίας. Τα ιστορικά ερωτήµατα που θέτει ο Rostovtzeff έχουν διαµορφωθεί στον απόηχο της προσωπικής του εµπειρίας από τη Ρωσική επανάσταση του 1917. Η οργάνωση του τρίτοµου πονήµατος, η ενδελέχεια των υποσηµειώσεων και ο όγκος της πληροφορίας που συσσωρεύεται σε αυτές, και κυρίως η υποδειγµατική ενσωµάτωση της αρχαιολογικής µαρτυρίας κατά τη διαµόρφωση ενός µεθοδολογικού πλαισίου που καλύπτει την αρχαία οικονοµία αναντίρρητα άνοιξε νέους δρόµους στην κατανόηση της οικονοµίας της περιόδου. Ζητούµενη στη σύγχρονη έρευνα είναι καταρχήν η εκπόνηση ενός αντίστοιχου έργου εµπλουτισµένου µε το νέο, διαρκώς αυξανόµενο, αρχαιολογικό και επιγραφικό υλικό, και γενικότερα η ενσωµάτωση της νέας πληροφορίας για τις ελληνιστικές οικονοµίες. Παράλληλα όµως κρίνεται αναγκαία και η ουσιαστική αναθεώρηση του µεθοδολογικού πλαισίου που θα µας επιτρέψει να αξιολογήσουµε την κάθε πληροφορία σε συνάρτηση µε το σύνολο, µέσα από την κατασκευή θεωρητικών µοντέλων που να διευκολύνουν την καλύτερη και λειτουργικότερη ανάγνωση του συνόλου των οικονοµικών δραστηριοτήτων που εγγράφονται σε αυτά. Σε ένα τρίτο επίπεδο, θεµιτή είναι η ένταξη των νέων δεδο- µένων για τις ελληνιστικές οικονοµίες στο ευρύτερο πλαίσιο της αρχαίας οικονοµίας αλλά και η προσπάθεια να χρησιµοποιηθούν τα δεδοµένα από την αρχαιότητα προκει- µένου να δοθεί ευρύτερη προοπτική και σε σύγχρονα οικονοµικά ερωτήµατα. Τα ζητήµατα που απασχολούν τη σύγχρονη έρευνα για τις ελληνιστικές οικονοµίες µπορούν να διερευνηθούν µέσα από ερωτήµατα όπως: Πώς γινόταν η διαχείριση της παραγωγής και των φυσικών πόρων των ελληνιστικών βασιλείων; Σε ποιον βαθµό παρενέβησαν οι µοναρχικοί φορείς εξουσίας στη διαχείρισή τους; Μπορούµε να υπολογίσουµε, έστω αδρά, το ανθρώπινο δυναµικό των ελληνιστικών βασιλείων; Πώς ρύθµιζαν οι διοικητικοί φορείς των µοναρχιών τη διεξαγωγή συναλλαγών στα πλαίσια των βασιλικών οικονοµιών; Ποιοι άλλοι παράγοντες επηρέαζαν τις συναλλαγές σε τοπικό περιφερειακό και σε ατοµικό επίπεδο αντίστοιχα; Πώς διαµορφώθηκαν οι οικονοµίες των πόλεων κατά την Ελληνιστική εποχή; Εξώφυλλο από έργο του Finley. Ο Michael Rostovtzeff.
Σε ποιον βαθµό ήταν εκχρηµατισµένη η οικονοµία; Υπάρχουν στοιχεία για πιστωτικό χρήµα, για τη δραστηριότητα τραπεζών και τραπεζιτών κατά την Ελληνιστική περίοδο; Υπήρχε επάρκεια αγαθών στις τοπικές αγορές; Πώς προσδιορίζονταν οι τιµές των προϊόντων σε αυτές; Πώς αντιλαµβάνονταν οι ελληνιστικοί άνθρωποι την έννοια της τρυφής και ποιες ήταν οι συνθήκες ζωής του µέσου ελληνιστικού ανθρώπου; Συνηγορούν τα αρχαιολογικά στοιχεία υπέρ της πολυτελούς του διαβίωσης; Αξίζει να σηµειωθεί ότι η ανάλυση των διαφόρων ειδών οικονοµίας µπορεί να γίνει µε γνώµονα τα Οικονοµικά του συγγραφέα που είναι γνωστός ως Ψευδο-αριστοτέλης και φαίνεται να περιγράφουν µορφές οικονοµίας που ίσχυαν γύρω στο 275 π.χ. Ο Ψευδοαριστοτέλης διακρίνει τέσσερα βασικά είδη οικονοµίας: τη βασιλική, τη σατραπική, την πολιτική και την ιδιωτική. Θα ακολουθήσουµε κατά τη χαρτογράφηση και ανάλυση των επιµέρους ειδών οικονοµίας την ιεραρχική σειρά που προτείνει ο αρχαίος συγγραφέας, προτάσσοντας τη βασιλική οικονοµία, που θα δώσει το πλαίσιο για την ανάλυση των υπόλοιπων κατηγοριών. Ψευδο-αριστοτέλης - Τύποι οικονοµίας κατά τον Ψευδο-αριστοτέλη Βασιζόµενος προφανώς σε σύγχρονά του πρότυπα, ο ιστορικός που φέρεται ως Αριστοτέλης προβαίνει στη διάκριση τεσσάρων τύπων οικονοµίας κατά το πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.χ. Στο θεωρητικό σχήµα που προτείνει, ο Ψευδο-αριστοτέλης επιχειρεί να κατηγοριοποιήσει το τακτικό εισόδηµα των βασιλέων µε βάση τη σατραπική τους διοίκηση: [Aριστοτ]. Οικον. ΙΙ.1.1-6 Όποιος πρόκειται να αναµειχθεί σε κάποια µορφή οικονοµίας δεν πρέπει να αγνοεί τους τόπους µε τους οποίους ασχολείται, και [πρέπει να είναι] ευφυής και εργατικός και δίκαιος από χαρακτήρα. Γιατί αν κάποιο από αυτά τα στοιχεία απουσιάζει, εν πολλοίς θα αποτύχει εντελώς στο εγχείρηµα το οποίο αναλαµβάνει. Υπάρχουν τέσσερις τύποι οικονοµίας, για να τους διακρίνουµε µε βάση τα τυπικά χαρακτηριστικά τους (διότι θα
διαπιστώσουµε ότι οι άλλοι [εν. τύποι οικονοµίας] εµπίπτουν σε αυτή την ταξινόµηση), βασιλική, σατραπική, πολιτική, ιδιωτική. 2 Από αυτές η πιο σηµαντική και απλούστατη είναι η βασιλική, η πιο πολυσχιδής και η πολύ εύκολη <στη διαχείριση> η πολιτική, πολύ περιορισµένη και αρκούντως πολυσχιδής η ιδιωτική. Στις περισσότερες περιπτώσεις κατ ανάγκην επικαλύπτουν η µία την άλλη όσα όµως χαρακτηρίζουν την καθεµία µε τη σειρά, αυτά πρέπει να τα εξετάσουµε. 3 Καταρχήν ας εξετάσουµε τη βασιλική οικονοµία. Αυτή ασκεί βεβαίως καθολική εξουσία, και έχει τέσσερις τοµείς ευθύνης σχετικά µε <το> νόµισµα, σχετικά µε τις εξαγωγές, σχετικά µε τις εισαγωγές, σχετικά µε τα έξοδα. [Ας εξετάσουµε] καθένα από αυτά ξεχωριστά. Καταρχήν για το νόµισµα εννοώ ποιου είδους νόµισµα και πότε [να καταστήσουν νόµισµα µε αξία ή µε καλή αγοραστική αξία] σχετικά µε αυτά που µπορούν να εισαχθούν και αυτά που µπορούν να εξαχθούν, πότε και ποια [αγαθά] θα ωφελήσουν [το βασιλιά] να διαθέτει προς πώληση, αφού τα παραλάβει από τους σατράπες στην ταγή τους. Ως προς τα έξοδα, ποια θα πρέπει να περικοπούν και πότε, και ποιο από τα δύο, να δοθεί νόµισµα για τις δαπάνες ή αντί για νόµισµα (να δοθούν) αγαθά. 4 Δεύτερη, τη σατραπική οικονοµία. Υπάρχουν έξι κατηγορίες για τις προσόδους αυτού του τύπου οικονοµίας, από τη γη, από τα ιδιωτικά προϊόντα που παράγονται στη χώρα, από εµπορεύµατα, από δασµούς, από τα ζωντανά, από [όλα] τα υπόλοιπα. Και από αυτά η πρώτη και η πιο προσοδοφόρα είναι η προερχόµενη από τη γη, και αυτή είναι που άλλοι αποκαλούν εκφόριον και άλλοι δεκάτη. Η δεύτερη είναι αυτή που παράγεται από τα ιδιαίτερα προϊόντα, αλλού χρυσός, αλλού άργυρος, αλλού χαλκός, αλλού οτιδήποτε µπορεί να αξιοποιηθεί. Η τρίτη [ενν. πρόσοδος είναι] και αυτή που προέρχεται από τα εµπόρια. Η τέταρτη [ενν. πρόσοδος είναι] αυτή που γίνεται από τους δασµούς επί της εγγείου ιδιοκτησίας και από αυτούς επί των αγορών. Η πέµπτη [ενν. πρόσοδος] είναι αυτή από τα ζωντανά, και αποκαλείται επικαρπία και δεκάτη. Η έκτη [ενν. πρόσοδος] είναι αυτή από τους ανθρώπους, και αποκαλείται επικεφάλαιον και χειρωνάξιον. 5 Τρίτη, την πολιτική οικονοµία. Η πιο σηµαντική πρόσοδος αυτής είναι αυτή που προέρχεται από τα ιδιαίτερα προϊόντα που παράγει η χώρα, στη συνέχεια το εισόδηµα που προέρχεται από τα εµπόρια και τις µεταφορές, έπειτα αυτό από τις εγκύκλιες συναλλαγές. Αραβικό χειρόγραφο του 13ου αιώνα από τη Συρία, στο οποίο
Παραγωγή, φυσικοί πόροι και δηµογραφικά στοιχεία Λογικό ζητούµενο για τους ελληνιστικούς µονάρχες ως φορείς εξουσίας, προκειµένου να αυξήσουν τα έσοδά τους, ήταν η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναµικού που είχαν στη δικαιοδοσία τους, µε στόχο την αύξηση της παραγωγής και τη µεγιστοποίηση της εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων στην επικράτειά τους. Αξίζει να δούµε πώς ανταποκρίθηκαν σε αυτή την πρόκληση οι σηµαντικότεροι από αυτούς, µε γνώµονα την κατάσταση που διαµορφώθηκε χωριστά στο κάθε ελληνιστικό βασίλειο. Άποψη του Παγγαίου όρους, την εκµετάλλευση των ορυχείων Αντιγονίδες Στη Μακεδονία καταρχήν ήδη από την εποχή του Φιλίππου Β είχε διαµορφωθεί η κατάλληλη υποδοµή για τη συστηµατοποίηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής εκµετάλλευσης του µακεδονικού βασιλείου σε όλο του το εύρος, µε την κατασκευή αρδευτικών και αντιπληµµυρικών έργων αλλά και µε τη συστηµατική µετακίνηση πληθυσµών και µε τη βελτίωση του οδικού και θαλάσσιου δικτύου. Ένα µεγάλο ποσοστό της µακεδονικής γης υπαγόταν στη δικαιοδοσία του βασιλέως (βασιλική γη) και διαχωριζόταν από την υπόλοιπη γη, τη χώρα των πόλεων, που ήταν διαταγµένη γύρω από έναν αστικό πληθυσµό. Στη µακεδονική χώρα καλλιεργούνταν ευρύτατα συκιές, αµπέλια και ελιές. Οι Μακεδόνες βασιλείς εξάλλου διασφάλισαν σηµαντικές προσόδους από την εκµετάλλευση των µεταλλείων που είχαν υπό τον έλεγχό τους: των µεταλλείων αργύρου στο Δαµάστιο, κάπου κοντά στη λίµνη Λυχνίτιδα (Αχρίδα), των µεταλλείων του Παγγαίου κοντά στην Αµφίπολη και αυτών των Φιλίππων. Η µαρτυρία του Διόδωρου Σικελιώτη ότι τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου απέδιδαν 1.000 τάλαντα τον χρόνο είναι ενδεικτική για τα ποσά που απέφερε στο ταµείο του κράτους η εντατικοποίηση της εκµετάλλευσής τους. Σηµαντικές εξάλλου ήταν οι πρόσοδοι από την ξυλεία και την πίσσα από τα εκτενή δάση της Μακεδονίας που αποτελούσαν ιδιοκτησία του βασιλιά. Από δηµογραφική άποψη η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου επέφερε σηµαντικό πλήγµα στην οικονοµία της Μακεδονίας, στο µέτρο που τουλάχιστον οι µισοί στρατιώτες εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα. Ένα µεγάλο
ποσοστό δεν επέστρεψε ποτέ: άλλοι έχασαν τη ζωή τους στο πεδίο της µάχης, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν µόνιµα στις πρόσφατες κτήσεις της Ανατολής. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Γ αµβλύνθηκαν οι οικονοµικοί δεσµοί των στρατηγών µε τη Μακεδονία. Μπορούµε άλλωστε να εικάσουµε ότι, στα χρόνια των Διαδόχων, η δίνη των δυναστικών ανταγωνισµών και των εισβολών των βαρβάρων, µε αποκορύφωµα τη γαλατική επιδροµή του 279 π.χ., επέφερε σοβαρό πλήγµα στη γεωργική παραγωγή και επέτεινε ακόµη περισσότερο τη σοβαρή δηµογραφική κάµψη. Η βασιλεία του Αντίγονου Γονατά σηµατοδοτεί ενδεχοµένως µια περίοδο βελτίωσης της κρατικής οικονοµίας, επιτρέποντας στον ίδιο και στους µεταγενέστερούς του βασιλείς όχι µόνο να χρηµατοδοτήσουν ναυτικές εκστρατείες (στο πλαίσιο των οποίων τοποθετούνται οι ναυµαχίες της Κω και της Άνδρου στα χρόνια του Γονατά και η Καρική εκστρατεία αργότερα) αλλά και να προβούν σε δωρεές σε διεθνή για την εποχή ιερά, όπως η Δήλος. Οι γεωργοί που κατοικούσαν τη µακεδονική ύπαιθρο καλλιεργούσαν τη γη ως ελεύθεροι γεωργοί ή ως εκµισθωτές των βασιλικών γαιών ή των γαιών των ευγενών. Δεν είναι σαφές αν υπήρχαν επίσης πάροικοι, είναι όµως πιθανόν οι επήλυδες Σκύθες, Δάρδανοι και Ιλλυριοί καθώς και οι προελληνικοί πληθυσµοί της ανατολικής Μακεδονίας να µην είχαν πολιτικά δικαιώµατα και ίσως να µην ήταν καν ελεύθεροι. Αριθµητικά µπορούµε µόνο να υποθέσουµε ότι αυτοί κάλυπταν το ένα τέταρτο ή ακόµη και το µισό του όλου πληθυσµού. Η δουλοκτησία δεν φαίνεται να ήταν ευρέως διαδεδοµένη, ούτε καν στις πόλεις, οι µαρτυρίες είναι ελάχιστες και η δουλεία, όπου απαντά, εντοπίζεται σε πολύ µικρή κλίµακα. Σε µία απελευθερωτική επιγραφή από τη Βέροια, που χρονολογείται γύρω στο 239-229 π.χ., µαρτυρούνται και µερικοί οικοτραφείς δούλοι, ορισµένοι από τους οποίους ήταν έγγαµοι, γονείς τέκνων, είχαν όµως και δική τους περιουσία. Από τις αρχαίες πηγές προκύπτει ότι το 168 π.χ. ο φόρος επί της γης απέφερε περίπου 200 τάλαντα τον χρόνο στο βασιλικό ταµείο. Ο βασιλιάς του Περγάµου και αντίπαλος του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, Ευµένης, εκτιµούσε ότι το 172 π.χ. ο Περσέας διέθετε αρκετά αποθέµατα δηµητριακών για να συντηρήσει, χωρίς να αντλεί από την τρέχουσα συγκοµιδή, στρατό 3.000 πεζών και 5.000 ιππέων επί µία δεκαετία. Τα ποσά αυτά του επέτρεπαν να συντηρεί 10.000 µισθοφόρους για 10 χρόνια επιπρόσθετα Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου επέφερε πλήγµα στην
προς τα µακεδονικά στρατεύµατα (T.Liv. 42.11 κ.έ.). Έστω και αν στις εκτιµήσεις αυτές του Ευµένη διακρίνεται µια διάθεση υπερβολής, οι φιλολογικές µαρτυρίες προδίδουν την επάρκεια της Μακεδονίας σε σιτηρά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η εγχώρια παραγωγή στα όψιµα χρόνια του µακεδονικού βασιλείου δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Δεν είναι απόλυτα σαφές µέχρι ποιον βαθµό η ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μακεδονίας στα χρόνια των τελευταίων Αντιγονιδών συνδέεται µε έντονη εµπορική δραστηριότητα. Η ανάπτυξη αστικών κέντρων ήταν πάντως µεγαλύτερη από ό,τι υποθέταµε µέχρι πρόσφατα. Όσον αφορά στις πόλεις της Νότιας Ελλάδας που κατά καιρούς τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων, δεν φαίνεται ότι άλλαξαν σηµαντικά οι υπάρχουσες δοµές και πάντως δεν καταβλήθηκε προσπάθεια προσοµοίωσής τους µε το καθεστώς των µακεδονικών πόλεων. Σελευκίδες Καίριο για την κατανόηση των βασιλικών οικονοµιών στα ελληνιστικά χρόνια αποδεικνύεται το µοντέλο που κατασκευάστηκε πρόσφατα για τη λειτουργία της σελευκιδικής οικονοµίας από τον Γ. Απέργη. Από τη σύγχρονη εξάλλου έρευνα υποστηρίζεται ότι το σελευκιδικό βασίλειο ήταν το βασίλειο αναφοράς για το δεύτερο βιβλίο από τα Οικονοµικά του Ψευδο-αριστοτέλη: η διάκριση των οικονοµιών (σε βασιλική, σατραπική, πολιτική και ιδιωτική, στο πρώτο, θεωρητικότερο τµήµα του δεύτερου βιβλίου) φαίνεται ότι αντιστοιχεί στη διάρθρωση του οικονοµικού συστήµατος στο σελευκιδικό βασίλειο διατηρήθηκαν, τέλος, αρκετές από τις αχαιµενιδικές οικονοµικές δοµές που είχαν παγιωθεί στην περιοχή. Από πρόσφατους υπολογισµούς προκύπτει ότι το σύνολο του πληθυσµού στο σελευκιδικό βασίλειο κατά τις περιόδους ακµής του πρέπει να ανερχόταν στα δεκατέσσερα έως δεκαοχτώ εκατοµµύρια κατοίκους. Στη Μεσοποταµία πρέπει να κατοικούσαν τέσσερα έως πέντε εκατοµµύρια κάτοικοι, στη βόρεια Συρία µέχρι ενάµισι εκατοµµύριο κάτοικοι έως τα µέσα του 3ου αιώνα π.χ. και ίσως δύο εκατοµµύρια µέχρι τα µέσα του 2ου αιώνα π. Χ. Ο πληθυσµός της Ιουδαίας υπολογίζεται σε λιγότερους από 250.000 κατοίκους, ενώ στο ίδιο διάστηµα οι κάτοικοι της Αιγύπτου πρέπει να έφταναν τα τρία έως τρισήµισυ εκατοµµύρια. Ο µέσος πληθυσµός µιας ελληνικής πόλης στη Μικρά Ασία υπολογίζεται περίπου στις 15.000, ενώ η τελευταία νέα πόλη που ίδρυσαν οι Άποψη της ανατολικής πλευράς της Αγοράς της Πέλλας. Η Μεσοποταµία και ο Ευφράτης όπως διακρίνονται από δορυ-
Σελευκίδες, η Σελεύκεια επί του Τίγρητος, πρέπει να περιλάµβανε περίπου 100.000 κατοίκους. Το µεγαλύτερο µέρος των οικονοµικών προσόδων του σελευκιδικού βασιλείου προερχόταν από τη γεωργία. Η αγροτική παραγωγή της Μεσοποταµίας, για παράδειγµα, πρέπει να κάλυπτε τις ανάγκες των εκεί εγκατεστηµένων πληθυσµών, αφήνοντας και ένα πλεόνασµα περίπου της τάξης του 20-25%. Από την ανάλυση των σχετικών κειµένων προκύπτει ότι το ποσοστό των βασιλικών προσόδων από τη γεωργία στη Μεσοποταµία πρέπει να ήταν σχετικά υψηλό, περίπου 40% επί της αξίας του συνόλου της αγροτικής παραγωγής. Φαίνεται ότι αντιπροσώπευε το µεγαλύτερο µέρος επί του συνόλου της βασιλικών προσόδων από τη Μεσοποταµία, επιβεβαιώνοντας τη σηµασία που είχαν για τον βασιλιά τα έσοδα από την καλλιέργεια γαιών. Υποστηρίχθηκε πρόσφατα εξάλλου ότι µόλις το ένα τέταρτο (ένα τρίτο το πολύ) των βασιλικών προσόδων από την περιοχή της Μεσοποταµίας προερχόταν από άλλες πηγές. Αντίθετα, στις µεσογειακές ακτές το ενδο- και διαπεριφερειακό εµπόριο διαδραµάτιζε πολύ πιο σηµαίνοντα ρόλο στην οικονοµική ζωή και στα έσοδα από τη σελευκιδική φορολογία, ίσως περισσότερο από ό,τι τα έσοδα από την καλλιέργεια της γης. Σηµαντικές βέβαια ήταν και οι πρόσοδοι από τους φυσικούς πόρους του σελευκιδικού βασιλείου. Για παράδειγµα, εκτός από τα µεταλλεία αργύρου στα ανατολικά του όρους Ιδη στην Τρωάδα, οι Σελευκίδες βασιλείς εξόρυσσαν άργυρο από µια σειρά θέσεων στην Παφλαγονία, στον Πόντο, στην Καρία, στην Κιλικία, στην Καρµανία και στο Ιράν. Η προσχώρηση της κεντρικής Μικράς Ασίας στο βασίλειο της Περγάµου µετά τον θάνατο του Σελεύκου Β (226/5 π.χ.) και η προσάρτηση του νότιου Καυκάσου, της Αρµενίας και µέρους της οροσειράς του Ταύρου στο βασίλειο του Πόντου στέρησαν τη σελευκιδική οικονοµία από σηµαντικές προσόδους σε αυτό το µέταλλο. Πτολεµαίοι Μέχρι την κατάληψή της από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, η Αίγυπτος είχε ήδη διατελέσει για δύο αιώνες υπό τον περσικό ζυγό. Συνακόλουθα, όπως για το σελευκιδικό βασίλειο, έτσι και για την πτολεµαϊκή Αίγυπτο σηµείο αναφοράς ήταν οι οικονοµικές δοµές που είχαν διαµορφωθεί στα χρόνια της περσικής κατάκτησης. Οι διεκδικήσεις πρώτων υλών έπρεπε να συντονίζονται από µια αυστηρά ιεραρχηµένη γραφειοκρατία. Τα υψίπεδα του Ιράν, µία από τις προσοδοφόρες περιοχές του Η κοιλάδα του Νείλου, βασική πηγή πλούτου της Αιγύπτου,
Ο πτολεµαϊκός διοικητικός µηχανισµός περιοριζόταν στη διατήρηση της γης του, στον έλεγχο των τοπικών υπαλλήλων, στην αντιµετώπιση των οικολογικών καταστροφών που συνεπάγονταν οι πληµµύρες του ποταµού Νείλου, καθώς επίσης στην αναχαίτιση επιθέσεων και εξεγέρσεων. Η καθιέρωση εξάλλου της παραγωγής λαδιού, αλατιού και λινών ως βασιλικών µονοπωλίων, προκειµένου να ρυθµιστεί η παραγωγή και να διατηρηθούν σταθερές οι τιµές τους, αποτελούσε µια ακόµη έκφανση της νέας αντίληψης των Πτολεµαίων για την οικονοµία. Η παροιµιώδης ευφορία των εδαφών της Αιγύπτου, και ιδιαίτερα της περιοχής του Fayum, χάρη στις συχνές πληµµύρες του ζωοδότη ποταµού Νείλου, δηµιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις ανάπτυξης για τους Πτολεµαίους βασιλείς σε σχέση µε τα υπόλοιπα ελληνιστικά βασίλεια. Η βάση της οικονοµικής παραγωγής στην Αίγυπτο ήταν η γη. Τη γη διαχειριζόταν είτε ο ίδιος ο βασιλιάς (βασιλική γη), οπότε το ενοίκιο και οι φόροι που επιβάλλονταν στους γεωργικούς κλήρους περιέρχονταν στον βασιλιά και πρόσθεταν µέχρι το 50% της ετήσιας σοδιάς στο βασιλικό ταµείο, είτε παραχωρούνταν σε άλλους (αξιωµατούχους, στρατεύµατα, ναούς) σε χαµηλότερες τιµές (γη εν αφέσει). Το σύνολο των γαιών στην Αίγυπτο το διαχειρίζονταν οι ίδιοι οι Πτολεµαίοι, ενώ η διαχείριση της ιεράς γης, της γης που ανήκε στους ναούς, γινόταν µέσω µεσαζόντων. Ειδικότερα στην περιοχή του Fayum, όπου είχαν σηµειωθεί εγγειοβελτιωτικά έργα στα χρόνια του Πτολεµαίου Β και του Πτολεµαίου Γ, υπήρχαν µεγαλύτερα ποσοστά βασιλικής γης που διοικητικά υπάγονταν απευθείας στο πτολεµαϊκό στέµµα. Φαίνεται ότι στη συγκεκριµένη περιοχή ήταν πιο δόκιµες οι καινοτοµίες και η απευθείας διαχείριση απ ό,τι στην κοιλάδα του Νείλου, που ελεγχόταν πιο δύσκολα. Το Fayum ενσωµατώθηκε πολύ πιο γρήγορα στο βασιλικό σύστηµα λόγω της επέκτασης των νέων γαιών και της εγκατάστασης νέων πληθυσµών στην περιοχή, ενώ η Θηβαΐδα, που διατήρησε την παραδοσιακότερη κοινωνική της δοµή και την τοπική αριστοκρατία στην εξουσία, µπορούσε να ελεγχθεί πιο δύσκολα. Για τον λόγο αυτό, ενώ στο Fayum σηµειώθηκαν µεγάλες οικονοµικές µεταβολές και, ειδικά στον 3ο αιώνα π.χ., επιχειρήθηκαν πειραµατισµοί µε τις σοδειές, η Θηβαΐδα υπέστη λιγότερο δραµατικές αλλαγές. Η οικονοµική οργάνωση του κράτους επικεντρωνόταν στην οργάνωση του αρδευτικού συστήµατος αυτή την αναλάµβαναν οι τοπικοί φορείς, ενώ η φορολόγη- Η ευφορία της αιγυπτικακής γης οφειλόταν στις συχνές πληµµύ-
ση του πλεονάσµατος και η τήρηση των σχετικών αρχείων ασκούνταν ως έναν βαθµό από την κεντρική εξουσία. Σε γενικές γραµµές το καθεστώς γαιοκτησίας στην Αίγυπτο ήταν σύνθετο το χαρακτήριζε ένα ευρύ φάσµα φορολογούµενων κατηγοριών γης µε βάση ποικίλες φορολογικές κλίµακες. Οι Πτολεµαίοι έπρεπε να εξασφαλίζουν καλλιεργητές για τη γη τους στις επιµέρους περιοχές, αλλά δεν γνωρίζουµε πολλά για την τηρούµενη διαδικασία. Τη βασιλική γη καλλιεργούσαν οι βασιλικοί γεωργοί, των οποίων η παρουσία µαρτυρείται κυρίως στην περιοχή του Fayum και ο συνολικός τους αριθµός δε µπορεί να υπολογιστεί µε ακρίβεια. Ο Rostovtzeff τους παρουσιάζει σχετικά αδύναµους σε σχέση µε τον κυβερνητικό µηχανισµό και συνδεδεµένους µε τη γη µε µεγάλης διάρκειας συµβόλαια και µε ιδιαίτερα επαχθείς όρους. Οι συχνές ωστόσο διαµαρτυρίες τους υποδηλώνουν τις υποβόσκουσες εντάσεις ανάµεσα σε αυτούς και στον κυβερνητικό µηχανισµό. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η θέση των βασιλικών γεωργών στα χρόνια των Πτολεµαίων βρισκόταν κάπου µεταξύ ελεύθερων και δούλων και ότι δεν απείχαν πολύ από τη θέση των οµόλογων κατηγοριών σε άλλες περιοχές του αρχαίου κόσµου. Η διεκδίκηση της σταθερότητας της θέσης τους ως προς την καλλιέργεια των βασιλικών γαιών έγκειτο στον θεσµό της διαµίσθωσης, δηλαδή της µακρόπνοης εκµίσθωσης βασιλικών γαιών µε συµβόλαια µεγάλης διάρκειας, τα οποία οι βασιλείς µπορούσαν να αναθεωρήσουν σε περίπτωση που οι συνθήκες καθιστούσαν αδύνατη την τήρηση των όρων των συµβολαίων: ένα πολύ δύσκολο χωρίο από έναν πάπυρο προέβλεπε να υπαχθεί ένα χωράφι έκτασης 210 1/8 αρούρων σε µία ειδική κατηγορία «που να επιβλεφθεί από τους γραφείς». Πρόσφατα κείµενα από το Fayum στην Αίγυπτο δείχνουν ότι οι όροι εκµίσθωσης µπορούσαν να µεταβάλονται συχνά και ότι το πτολεµαϊκό σύστηµα µπορούσε να είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι µας επιτρέπει να πιστέψουµε ο Rostovtzeff. Πολλοί, κληρούχοι, ιερείς και άλλοι, έφεραν τον τίτλο του βασιλικού γεωργού, που προφανώς ήταν ένας τεχνικός διοικητικός όρος. Φαίνεται ότι ο τίτλος του βασιλικού γεωργού συνεπέφερε µια σειρά από προνόµια, ανάµεσα στα άλλα και τη βασιλική προστασία από συγκεκριµένες υποχρεώσεις, µε αποτέλεσµα οµάδες γεωργών να διενεργούν από κοινού συµβόλαια εκµίσθωσης βασιλικών γαιών, ακόµα και µικρών εκτάσεων βασιλικής γης που δεν θα µπορούσαν να συντηρήσουν µεγάλους αριθµούς ατόµων. Τα ενοίκια των βασιλικών γαιών ήταν υψηλότερα από ό,τι Καρανίς, τυπική πτολεµαϊκή «κώµη» στην όαση του Φαγιούµ
των άλλων κατηγοριών γαιών. Από τα γραπτά κατάλοιπα για την κατοχή γης στη Θηβαΐδα προκύπτει ότι η αρχαία πρακτική κατοχής µικρών εκτάσεων γης στα πλαίσια ναϊκών ιδιοκτησιών συνεχίστηκε κατά την Πτολεµαϊκή περίοδο και ότι υπήρχε σαφής αντίληψη για την ατοµική ιδιοκτησία. Φαίνεται ότι τον κανόνα αποτελούσαν οι µικρές ιδιοκτησίες, που µεταβιβάζονταν στα πλαίσια κλειστών κοινωνικών οµάδων. Η αποτυχία του πτολεµαϊκού βασιλείου αποδίδεται στην αδυναµία του να αναπτύξει τον θεσµό της ατοµικής ιδιοκτησίας. Οι Πτολεµαίοι, όπως και οι προκάτοχοί τους Φαραώ, συνέδεαν την κατοχή γης µε τις υπηρεσίες προς το κράτος και δεν τις επέκτειναν στους βασιλικούς γεωργούς ή σε άλλους. Τα δηµογραφικά στοιχεία από φιλολογικές πηγές που κατ εξαίρεση διαθέτουµε για την πτολεµαϊκή Αίγυπτο παρουσιάζουν προβλήµατα. Ο πληθυσµός της Αιγύπτου ανερχόταν, σύµφωνα µε τον Διόδωρο Σικελιώτη (1.31.7), σε 7 εκατοµµύρια κατοίκους περίπου το πάλαιον, δηλαδή µάλλον κατά την Πρώιµη Πτολεµαϊκή περίοδο, ενώ στη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή ο πληθυσµός δεν ήταν µικρότερος από 300 µυριάδες, δηλαδή περίπου τρία εκατοµµύρια τα τρία εκατοµµύρια κατοίκων που αναφέρει ο Διόδωρος θεωρούνται πολύ µικρός αριθµός, έστω και αν τα δεδοµένα που παραδίδει προέρχονται από τους ιερούς καταλόγους και γι αυτό έχουν κάποια φερεγγυότητα. Οι αριθµοί των δούλων στην Αίγυπτο (P. Harris 61) και στην πτολεµαϊκή Παλαιστίνη (C. Ord. Ptol. 21-2) ήταν γνωστοί στην τότε διοίκηση αλλά όχι και σε µας, µε αποτέλεσµα να αποκλίνουν σηµαντικά οι υπολογισµοί των δούλων στην Αλεξάνδρεια και στη χώρα. Δεδοµένου ότι ακόµα και στη Ρωµαϊκή περίοδο οι δούλοι δεν φαίνεται να ξεπερνούσαν το 13% του συνολικού πληθυσµού και δεδοµένου ότι τουλάχιστον στη χώρα οι δούλοι ήταν πολύ λιγότεροι κατά την Πτολεµαϊκή περίοδο, οι 400.000 δούλοι εγκατεστηµένοι στην Αλεξάνδρεια φαίνονται µάλλον υπερβολικός αριθµός. Π ά π υ - ρος Πτολεµαϊκής περιόδου µε Συναλλαγές Η οικονοµική οργάνωση των ελληνιστικών κρατών διαµορφώθηκε σε µεγάλο βαθµό ανάλογα προς τις οικονοµικές δυνατότητες και το ανθρώπινο δυναµικό της κάθε περιοχής. Ο τρόπος µε τον οποίο ρυθµίστηκαν οι συναλλαγές στα πλαίσια των βασιλικών οικονοµιών παρουσιάζει ενδιαφέρουσα ποικιλοµορφία, όπως θα προσπαθήσουµε να
δείξουµε στη συνέχεια. Θα παρακολουθήσουµε τους βασικούς άξονες της κρατικής οικονοµίας και θα επιχειρήσουµε να περιγράψουµε τους βασικότερους παράγοντες που διαµόρφωσαν τις συναλλαγές σε τοπικό περιφερειακό και σε ατοµικό επίπεδο. Θα διερευνήσουµε στη συνέχεια πώς διαµορφώθηκαν οι οικονοµίες των πόλεων στα πλαίσια των ελληνιστικών µοναρχιών. Α. Συναλλαγές µε το κράτος: Δηµοσιονοµία Πρωταρχικός ρόλος της βασιλικής οικονοµίας, την οποία ο Ψευδο-αριστοτέλης χαρακτηρίζει µεγίστη και απλουστάτη, ήταν η συγκέντρωση των φόρων, των εσόδων εκείνων που θα τους επέτρεπαν να διασφαλίσουν το απαραίτητο νόµισµα για τις στρατιωτικές κυρίως δαπάνες και κατά δεύτερο λόγο για τη συντήρηση του κρατικού µηχανισµού. Φαίνεται ότι το αργυρό νόµισµα στα ελληνιστικά βασίλεια, οι µεγάλες ιδίως υποδιαιρέσεις, προορίζονταν για στρατιωτικές πληρωµές, για διοικητικές πληρωµές και για συγκέντρωση φόρων µάλλον παρά για διευκόλυνση των ιδιωτικών συναλλαγών. Χρυσός στατήρας Φιλίππου Β από το νοµισµατοκοπείο της Αντιγονίδες Τα βασικά έσοδα των Αντιγονιδών προέρχονταν από την εκµετάλλευση της βασιλικής γης και των φυσικών εκείνων πόρων της χώρας που αποτελούσαν βασιλικό µονοπώλιο, όπως η πίσσα και η ξυλεία. Στους φόρους που αποκόµιζαν οι βασιλείς από τους υπηκόους τους έρχονταν να προστεθούν οι φόροι που επέβαλαν στους υποταγµένους Θράκες της κοιλάδας του Έβρου επί Φιλίππου Β ήδη από το 341 π.χ. και εξής. Έχει µάλιστα υποστηριχθεί ότι οι πόλεις που ίδρυσε ο Φίλιππος στην κοιλάδα του Έβρου απέβλεπαν µάλλον στον έλεγχο συγκέντρωσης του φόρου αυτού. Τα µεταλλεία του όρους Παγγαίου έδωσαν στους Μακεδόνες βασιλείς την απαραίτητη πρώτη ύλη, προκειµένου να κόψουν το νόµισµα που θα τους επέτρεπε να συγκεντρώσουν την απαιτούµενη φορολογία αλλά και να προβούν σε πληρωµές στρατευµάτων. Τα αργυρά και χρυσά νοµίσµατα που κόπηκαν από τον Φίλιππο Β στην Πέλλα (από το 359 π.χ.) και στην Αµφίπολη (από το 357/6 π.χ.) συντηρούσαν, µεταξύ άλλων, το µακεδονικό στράτευµα. Από τον ιστορικό Τίτο Λίβιο πληροφορούµαστε ότι στα χρόνια του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε, τα µεταλλεία νοικιάζονταν σε ιδιώτες για ένα συ-
γκεκριµένο ποσό και ότι το ίδιο συνέβαινε και για τα δάση, που επίσης µπορούσαν να ενοικιάζονται σε ξένους, µη Μακεδόνες, συµβαλλόµενους (T. Liv. 45.29.11, 45.29.14 για τα µεταλλεία και για τα δάση αντίστοιχα). Εικάζεται εξάλλου ότι η ετήσια εκµίσθωση των λιµενικών τελών και των εσόδων από τη βασιλική γη εφαρµοζόταν την ίδια περίοδο (Τ. Liv. 39.24.2). Από τις σωζόµενες επιγραφές µπορούµε να συναγάγουµε κάποια στοιχεία σχετικά µε τις δωρεές γαιών προς ιδιώτες, µεµονωµένους εταίρους ή φίλους και προς οµάδες. Οι παραχωρήσεις γαιών φαίνεται ότι ήταν κληρονοµικές παροχές, τις οποίες οι αποδέκτες µπορούσαν να αξιοποιούν όπως οι ίδιοι έκριναν καλύτερο και µπορούσαν ακόµα και να τις πουλήσουν για παράδειγµα, µαρτυρείται η πώληση ενός τέτοιου χωραφιού από τον Πτολεµαίο προς τον Περδίκκα. Στον αντίποδα της βασιλικής χώρας, που ήταν φορολογουµένη, τοποθετούµε την εξαίρεση από φορολογία της πολιτικής χώρας, δηλαδή των γαιών που υπάγονταν στη σφαίρα επιρροής των µακεδονικών πόλεων. Από τα τέλη εξάλλου του 4ου αιώνα π.χ. και τουλάχιστον µέχρι το τέλος της µακεδονικής βασιλείας γνωρίζουµε την ύπαρξη τελών στη διακίνηση αγαθών, τα λεγόµενα τέλεα για την εξαγωγή και για τη διαγωγή στη συνθήκη ανάµεσα στον Αµύντα και στους Χαλκιδείς, το ελλιµένιον στον Ψευδο-αριστοτέλη, (τέλη) εισάγοντι και εξάγοντι των επί κτήσει στη δωρεά του Περδίκκα. Στα τακτικά έσοδα του βασιλιά έρχονταν να προστεθούν τα έσοδα από τα λάφυρα, τα πρόστιµα προς όσους επιχειρούσαν να υποβιβάσουν τους απελεύθερους σε καθεστώς δουλείας κλπ. Σηµαντικά ήταν τα έσοδα των µακεδονικών πόλεων, που συγκέντρωναν µια σειρά από φόρους και ήταν σαφώς διακριτά από τις προσόδους του θεού. Ένα µεγάλο κεφάλαιο από τις βασιλικές προσόδους και από τον πλούτο της Μακεδονίας διοχετεύθηκε για την προετοιµασία της Μικρασιατικής εκστρατείας και εν µέρει για τη διεξαγωγή της. Στην πορεία ο Αλέξανδρος µπόρεσε να χρηµατοδοτήσει την εκστρατεία από τις επιτόπιες προσόδους στη Μικρά Ασία επίσης έστειλε µεγάλες ποσότητες πολύτιµου µετάλλου στον Αντίπατρο για να καλύψει τα έξοδα του Λαµιακού πολέµου. Αλλά και οι πόλεµοι που ανέλαβαν αργότερα οι Αντιγονίδες τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα χρηµατοδοτήθηκαν από το βασιλικό ταµείο. Σηµαντική ήταν η συµµετοχή του βασιλιά στις δραστηριότητες σηµαινόντων θρησκευτικών και εµπορικών κέντρων, όπως η Δήλος, ενώ η θέσπιση εορτών από τον Γονατά αλλά και Πήλινο οµοίωµα πολεµικού πλοίου της περιόδου 270-250
από τον Φίλιππο Ε και τον Περσέα, συνοδευόµενη από βασιλικές δωρεές προς αυτά, αποκαλύπτουν τη συνεπή πολιτική των Μακεδόνων βασιλέων σε διεθνούς κύρους ιερά. Η τιµή εξάλλου της πίσσας στη Δήλο µεταξύ 310 και 169 π.χ. ήταν απόλυτα συναρτηµένη µε τις σχέσεις της Μακεδονίας µε το νησί. Ορισµένοι παλαίµαχοι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου επέστρεψαν στη Μακεδονία, φέρνοντας µαζί τους σηµαντικές περιουσίες. Ο Αθήναιος αναφέρει το πλουσιοπάροχο συµπόσιο που παρέθεσε ο παλαίµαχος Κάρανος, κατά τη διάρκεια του οποίου δώρισε αργυρά και χρυσά δώρα που επέτρεπαν στους συνδαιτηµόνες του να τα επενδύσουν σε οικίες, γαίες και δούλους. Η ήττα από τους Ρωµαίους κατά τον Β Μακεδονικό πόλεµο (200-197 π.χ.) περιόρισε τον Φίλιππο Ε στη Μακεδονία και τον υποχρέωσε να καταβάλει αποζηµίωση 1.000 ταλάντων. Για να αντεπεξέλθει ο Φίλιππος αύξησε τους φόρους επί της γεωργικής παραγωγής, τα λιµενικά τέλη, άνοιξε νέα ορυχεία και ανανέωσε την εκµετάλλευση παλαιών, προκειµένου να αποκτήσει αρκετό µέταλλο για την κοπή µεγάλων ποσοτήτων νοµισµάτων. Στο πλαίσιο αυτό µπορεί να δικαιολογηθεί η κοπή νοµισµάτων από µεµονωµένα νοµισµατοκοπεία και από µεµονωµένες µακεδονικές πόλεις: δεν είναι τυχαίο ότι κατά την τελευταία δεκαετία της βασιλείας του Φιλίππου Ε, εκτός από τα αργυρά νοµίσµατα των βασιλικών νοµισµατοκοπείων, κόβονταν και χάλκινα στο όνοµα των Μακεδόνων (στην Αµφίπολη), των Αµφαξίων (στη Θεσσαλονίκη), των Βοττεατών (στην Πέλλα) και δύο παιονικών εθνών, των Δοβήρων και των Παρωραίων. Επιπλέον οι πόλεις Αµφίπολις, Θεσσαλονίκη, Άφυτις, Απολλωνία η Μυγδονική και η Πέλλα έκοβαν επίσης νοµίσµατα στο όνοµά τους. Αυτή η άνθηση των τοπικών νοµισµατοκοπείων έχει παραδοσιακά συνδεθεί µε την τόνωση του εµπορίου, είναι όµως δύσκολο να αξιολογηθεί η εξέλιξη αυτή και οι σχέσεις µεταξύ των ονοµάτων σε ορισµένα νοµίσµατα, των Μακεδόνων που εµφανίζονται σε άλλα και του µακεδονικού κοινού που αφιέρωσε ανάθηµα προς τον Φίλιππο Ε στη Δήλο. Στα χρόνια του Περσέα κόπηκαν επίσης άφθονα νοµίσµατα και συσσωρεύτηκαν σηµαντικά ποσά στο µακεδονικό ταµείο. Εξακολούθησαν να κόβονται µεγάλες ποσότητες αργυρών νοµισµάτων, αρχικά τετράδραχµων, αργότερα όµως και µικρότερων υποδιαιρέσεων. Από τις αρχαίες πηγές πληροφορούµαστε ότι το 168 π.χ. ο φόρος επί της γης απέ- Ασηµένιο νόµισµα του Περσέα, 178-173 π.χ. (Νοµισµατικό
φερε 200 περίπου τάλαντα τον χρόνο στο βασιλικό ταµείο. Εκτός από τις εκτιµήσεις του για τα γεωργικά αποθέµατα του αντιπάλου του Περσέα (βλ. παραπάνω), ο Ευµένης της Περγάµου πίστευε ότι ο Περσέας είχε επίσης εισοδήµατα από τα βασιλικά µεταλλεία, όπλα για την εξάρτηση τριών στρατιών όπως αυτή που διέθετε ήδη, και τη Θράκη ως επιπρόσθετη πιθανή περιοχή στρατολόγησης. Από το 197 π.χ. τα µακεδονικά στρατεύµατα είχαν αυξηθεί κατά 9.000 άνδρες και ο Περσέας ήταν σε θέση να πληρώνει 18.000 µισθοφόρους. Μετά την ολοσχερή ήττα του τελευταίου, ο Αιµίλιος Παύλος βρήκε στα ταµεία 6.000 τάλαντα. Σελευκίδες Κάποιες ενδείξεις για τα συνολικά έσοδα των Σελευκιδών βασιλέων διασώζουν οι φιλολογικές πηγές. Στα 30.000 (αττικά) τάλαντα που ο Ιουστίνος υπολογίζει ότι ανέρχονταν τα ετήσια έσοδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.χ. συµπεριλαµβάνονταν µάλλον και έσοδα από τις ευρωπαϊκές επαρχίες (Iουστ. 13.1.9). Το ποσό αυτό φαίνεται υπερβολικό, αν το συγκρίνουµε µε το συνολικό εισόδηµα του βασιλιά Δαρείου, το οποίο σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο ανερχόταν στα 8.100 βαβυλωνιακά τάλαντα, δηλαδή λίγο περισσότερα από 9.000 αττικά τάλαντα (Ηροδ. 3.89-95), έστω και αν δεχτούµε ότι σηµειώθηκε άνοδος στην οικονοµική δραστηριότητα, και συνακόλουθα και στα εισοδήµατα από τη φορολογία, µέχρι το τέλος της Αχαιµενιδικής περιόδου. Η διάσταση µεταξύ Ιουστίνου και Ηροδότου θα µπορούσε να δικαιολογηθεί αν θεωρήσουµε ότι ο Ηρόδοτος αναφέρεται στο καθαρό εισόδηµα του βασιλιά από τις σατραπείες, αφού είχαν εκκαθαριστεί τα έξοδα των σατραπών, ενώ ο Ιουστίνος στο ακαθάριστο συνολικό εισόδηµα του βασιλιά και των σατραπειών, τόσο από τη βασιλική γη όσο και από τους φυσικούς πόρους. Ωστόσο δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουµε και τη χρονική απόσταση µεταξύ των δύο συγγραφέων. Το 316 π.χ. ο Αντίγονος Μονόφθαλµος παρέλαβε 11.000 αττικά τάλαντα, όταν πια είχε παγιωθεί η εξουσία του σε όλες τις επαρχίες της Ασίας (Διοδ. 19.56.5). Από τον Ιερώνυµο πληροφορούµαστε ότι ο Πτολεµαίος Β αποκόµισε µόνο από την Αίγυπτο 14.800 (πτολεµαϊκά) τάλαντα, συν 1.500.000 αρτάβες σίτου, ενώ το εισόδηµα του Πτολεµαίου Αυλητή στα µέσα του 1ου αιώνα π.χ. ανερχόταν στα 12.500 (πτολεµαϊκά) τάλαντα (Στραβ. 18.1.3). Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι µία από τις υποχρεώσεις της σατραπείας της Βαβυλώνας Μολύβδινο βάρος Ελληνιστικών χρόνων από τη Φοινίκη. Πήλινο ειδώλιο «οπωροπωλητή» του 1ου αιώνα π.χ.
ήταν να συντηρήσει τον βασιλιά και την αυλή του για τέσσερις µήνες τον χρόνο, ενώ οι υπόλοιπες σατραπείες αναλάµβαναν τη συντήρηση του βασιλιά και της βασιλικής αυλής για το υπόλοιπο χρονικό διάστηµα (Ηροδ. Ι.192). Αν ευσταθεί η παρατήρηση του Αθήναιου ότι τα καθηµερινά έξοδα για τη συντήρηση της βασιλικής αυλής ανέρχονταν στα 20 ή 30 τάλαντα, και ενίοτε ακόµη περισσότερα (4.145α), τότε το συνολικό ποσό που έπρεπε να διαθέσει ο σατράπης της Βαβυλώνας για τους τέσσερις αυτούς µήνες θα πρέπει να ανερχόταν στα 2.500-3.500 τάλαντα. Αυτό εξηγεί γιατί ο καθαρός φόρος σε µια πλούσια σατραπεία όπως η Βαβυλώνα, που το συνολικό της εισόδηµα υπολογίζεται στα 5.000-6.000 τάλαντα, ανερχόταν στα 1.000 τάλαντα. Αλλά και το ύψος της φορολογίας ποίκιλλε από πόλη σε πόλη, ανάλογα µε την οικονοµική της κατάσταση. Αξίζει να σηµειωθεί ότι τα έσοδα από τις υποτελείς πόλεις ήταν αρκετά υψηλά έχει προταθεί ότι ο βασιλιάς σκόπιµα µείωνε το ύψος του φόρου στις γαίες της πόλης, γιατί υπολόγιζε ότι θα είχε κέρδη και από τέλη και φόρους επί του εµπορίου και της βιοτεχνίας. Αρκετές πόλεις, ναοί και λαοί είχαν επιτύχει φοροαπαλλαγές και δεν πλήρωναν το ποσό που τους αναλογούσε. Τα έσοδα, τέλος, από τη Μικρά Ασία θα ήταν υψηλότερα από ό,τι τα προερχόµενα από τη Μεσοποταµία. Στη Μεσοποταµία διακινείτο µικρότερο ποσοστό αργύρου, λόγω των χαµηλότερων τιµών στην πώληση προϊόντων εκεί. Στις ανατολικότερες εξάλλου περιοχές, µε εξαίρεση ενδεχοµένως τη Βακτρία, το ότι το ποσοστό των πόλεων ήταν µικρότερο µείωνε τις πιθανότητες εκχρηµατισµού της οικονοµίας, όπως προκύπτει από την περιορισµένη νοµισµατική δραστηριότητα στην περιοχή. Συνακόλουθα, τα ποσοστά των εσόδων σε άργυρο θα πρέπει να ήταν αρκετά χαµηλότερα στις ανατολικές περιοχές. Από πρόσφατη µελέτη προκύπτει ότι τα έσοδα σε τοπικό επίπεδο κυµαίνονταν σε 1,5 τάλαντο ανά 1.000 άτοµα στις επαρχίες της Μεσογείου, σε 1,25 τάλαντο ανά 1.000 άτοµα στη Μεσοποταµία και σε 0,5 τάλαντο ανά 1.000 άτοµα στην πλειοψηφία των Άνω Σατραπειών. Από την ίδια µελέτη συνάγεται ότι το σελευκιδικό βασίλειο έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα εσόδων του στα τέλη της βασιλείας του Σελεύκου Α (περί το 281 π.χ.) και λίγο πριν από τη µάχη στη Μαγνησία (189 π.χ.), µε ποσά που κυµαίνονταν στα 14.000 19.000 τάλαντα αντίστοιχα. Το υψηλότερο ποσοστό των εσόδων στα χρόνια του Αντιόχου Γ µπορεί να αποδοθεί αφενός στην προσάρτηση στη σελευκιδική επικράτεια της Κοίλης Συρίας, αφετέρου στη δηµογραφική αύξηση που γνώρισε η Μαρµάρινο ανάγλυφο (1ος αιώνας π.χ.) µε παράσταση
βόρεια Συρία στα χρόνια της ακµής που γνώρισαν οι νεόδµητες πόλεις στην περιοχή. Εκτιµάται, τέλος, ότι η απώλεια της Μικράς Ασίας συνιστούσε δηµογραφικό πλήγµα ανάλογο προς την απώλεια της Βακτρίας και των ανατολικών σατραπειών, συνεπαγόταν όµως την απώλεια εσόδων σε άργυρο πολύ µεγαλύτερη από ό,τι οι τελευταίες. Από την ανάλυση των πηγών προκύπτει ότι το ποσοστό των βασιλικών προσόδων από τη γεωργία στη Μεσοποταµία ήταν σχετικά υψηλό, ανερχόταν περίπου στο 40% επί της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής και φαίνεται ότι αντιπροσώπευε το σηµαντικότερο βασιλικό έσοδο από τη Μεσοποταµία. Αντίθετα, στις µεσογειακές ακτές το ενδο- και διαπεριφερειακό εµπόριο αποτελούσε πολύ ζωτικότερη πρόσοδο από ό,τι η καλλιέργεια της γης, τόσο για την τοπική οικονοµία όσο και για τη σελευκιδική δηµοσιονοµία. Ένα µέρος των προσόδων προοριζόταν να καλύψει τα έξοδα που αντιµετώπιζαν σε καθηµερινή βάση οι Σελευκίδες βασιλείς. Υπολογίζεται ότι το κόστος της σελευκιδικής διοίκησης κατά την ακµή του βασιλείου το 281 π.χ. και το 190 π.χ. ανερχόταν σε 2.000-3.000 τάλαντα, ενώ το σύνολο των εσόδων στο βασιλικό ταµείο µεταβαλλόταν ανάλογα µε την αυξοµείωση των συνόρων. Τα επιπλέον έξοδα που δηµιούργησε η προετοιµασία της Ανάβασης προφανώς καλύφθηκαν µε επιπρόσθετες νοµισµατικές κοπές από το βασιλικό πλεόνασµα, ενώ η κατάληψη της Ανατολής δεν επέφερε σηµαντικές ποσότητες αργύρου στο βασιλικό ταµείο. Η αύξηση των βασιλικών εσόδων που σηµειώθηκε µετά την προσάρτηση της Κοίλης Συρίας και της Μικράς Ασίας προφανώς κάλυψε τα επιπρόσθετα διοικητικά έξοδα µετά την κατάκτηση των νέων επαρχιών. Αναπόφευκτα η απώλεια της Μικράς Ασίας δεν είχε ως αποτέλεσµα και τον περιορισµό των εξόδων του κράτους, ενώ οι εχθροπραξίες στην Κοίλη Συρία θα απορρόφησαν µέρος του προϋπολογισµού. Το όποιο ετήσιο πλεόνασµα προφανώς θα απαιτούταν για να πληρωθεί το πρόστιµο που έπρεπε οι Σελευκίδες να αποδώσουν στους Ρωµαίους και το οποίο ανερχόταν στα 1.000 τάλαντα τον χρόνο. Η προσφυγή του Αντιόχου Δ στο ταµείο του ναού στην Ιερουσαλήµ, για παράδειγµα, προδίδει τη δυσκολία στην εξοικονόµηση χρήµατος, ενώ τα λάφυρα που εξοικονόµησε ο Αντίοχος Δ από την Αίγυπτο και από τον ναό στην Ιερουσαλήµ προφανώς χρηµατοδότησαν εν µέρει την ανάβασή του προς το ανατολικό τµήµα της επικράτειάς του. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας όµως τα ανεπαρκή έσοδα για τη διατήρηση του στρατεύµατος οδήγησαν Πινακίδα από την Περσέπολη.
στην απώλεια εδαφών, σε λιγότερα έσοδα και προοδευτικά στην κατάρρευση της σελευκιδικής επικράτειας. Από τη µελέτη της οικονοµίας των Σελευκιδών αποκοµίζουµε την εντύπωση µιας πολύ αποτελεσµατικής δηµοσιονοµικής οργάνωσης, που επέτρεψε στον βασιλιά να αντεπεξέλθει στις οικονοµικές του υποχρεώσεις. Η µελέτη των επιµέρους στοιχείων επιβεβαιώνει ότι διατηρήθηκαν οι οικονοµικές δοµές του αχαιµενιδικού βασιλείου και στο σελευκιδικό και στο πτολεµαϊκό βασίλειο, καθόσον µάλιστα τα προβλήµατα παρέ- µειναν τα ίδια και ο συγκεκριµένος τρόπος διοίκησης είχε δοκιµαστεί για παραπάνω από δύο αιώνες. Πολύτιµες πληροφορίες για την αχαιµενιδική διοίκηση διασώζουν οι πινακίδες από τα τείχη της Περσέπολης. Αυτές αποκαλύπτουν τον τρόπο διοίκησης µιας σατραπείας, της Περσίδας, παράλληλα προς τη µελέτη της οποίας διακρίνει κανείς ίχνη βασιλικής οικονοµίας, όπως για παράδειγµα ότι ο βασιλιάς έκανε χρήση του πλεονάσµατος αλλά και ότι το επέστρεφε σε περίπτωση ανάγκης. Φαίνεται ότι στις σατραπείες τη δηµοσιονοµική διοίκηση ασκούσε ο διοικητής και οι υπάλληλοί του, οικονόµοι και εκλογισταί, που έπαιρναν εντολές κατευθείαν από τον βασιλιά. Από τα στοιχεία που έχουµε στη διάθεσή µας από διαφορετικές περιοχές και περιόδους συνάγεται ότι το σελευκιδικό σύστηµα δηµοσιονοµικής διοίκησης ήταν ενιαίο, ειδικά µετά τις µεταβολές που εισηγήθηκε ο Αντίοχος Α (275 π.χ.). Οι διοικητές, ως δηµοσιονοµικοί εκπρόσωποι του βασιλιά στις σατραπείες, ήταν υπεύθυνοι για τη βασιλική γη, για τις προσόδους και για τα έξοδα στην επικράτειά τους επέβλεπαν τα βασιλικά νοµισµατοκοπεία και τους γραµµατείς και συνεργάζονταν µε τους σατράπες και µε τους φρούραρχους. Ως υφιστάµενοι των διοικητών, οι εκλογισταί προσδιόριζαν το ύψος της φορολογίας και ενδεχοµένως επέβλεπαν τη συγκέντρωση των φόρων από τους λογευτάς. Οι οικονόµοι διαχειρίζονταν τη βασιλική γη και τις προσόδους της και έλεγχαν τα έξοδα στις δηµοσιονοµικές τους περιοχές. Η σφαίρα δικαιοδοσίας τους πρέπει να συνέπιπτε µε αυτή των υπάρχων, µε τους οποίους συνεργάζονταν. Σε ορισµένες περιοχές ο Σελευκίδης επόπτης (επιστάτης, προστάτης, επίσκοπος, paqdu) έπαιζε τον ρόλο υπάρχου και οικονόµου και απευθυνόταν στον διοικητή της σατραπείας για ζητήµατα δηµοσιονοµίας. Στις στρατιωτικές περιοχές ή στις περιοχές µε ενισχυµένα θησαυροφυλάκια, τη συγκέντρωση φόρων και τη φύλαξή τους αναλάµβαναν οι στρατιωτικοί διοικητές (γαζοφύλακες). Την εποπτεία, τέλος, των ναών και
των προσόδων τους την είχε επωµιστεί µια ιδιαίτερη οµάδα υπαλλήλων (οι επί των ιερών), ενώ η διαχείριση των εξόδων του στρατού θα πρέπει να είχε ανατεθεί σε ειδικό τµήµα της διοίκησης. Στόχος των Σελευκιδών ήταν να µετατρέψουν µια οικονοµία βασισµένη στον αντιπραγµατισµό σε µια οικονοµία βασισµένη στο χρήµα, από την οποία να αποκοµίζουν µια συστηµατική ροή προσόδων σε άργυρο. Η ίδρυση νέων πόλεων και η ενίσχυση των υπαρχόντων αστικών κέντρων διαµόρφωσαν τις αγορές όπου οι αγροτικές κοινότητες µπορούσαν να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους και να πληρώσουν τους φόρους τους σε νόµισµα. Οι Σελευκίδες απέκτησαν έτσι τη δυνατότητα να πληρώνουν, ειδικά τα στρατεύµατά τους, σε άργυρο και όχι σε είδος. Ο περιορισµός των αναγκών τους σε προϊόντα απελευθέρωσε τον τρόπο διάθεσης της βασιλικής γης και κατέστησε θεµιτή την παροχή δωρεών σε ιδιώτες, την προσάρτηση γαιών σε πόλεις ή σε ναούς και ακόµα την απευθείας πώληση γαιών, όταν αυτό εξυπηρετούσε καλύτερα τη δηµοσιονοµική πολιτική των βασιλέων. Η εγκατάσταση νοµισµατοκοπείων στις επιµέρους περιοχές απέβλεπε στο να εξυπηρετήσει τις τοπικές ανάγκες. Οι νέες σελευκιδικές κοπές συµπλήρωναν το νόµισµα που ήταν ήδη σε κυκλοφορία στις αγορές, προκει- µένου να καλυφθούν οι ανάγκες του βασιλείου. Η γενική εικόνα που αποκοµίζουµε από τις σύγχρονες πηγές για το σελευκιδικό βασίλειο είναι αυτή ενός κράτους που κατόρθωσε να διατηρήσει σταθερή την οικονοµία του για µεγάλο χρονικό διάστηµα, αλλά δεν µπόρεσε να ανταποκριθεί στη διττή πρόκληση που συνιστούσε αφενός η εµφάνιση της Ρώµης στο πολιτικό προσκήνιο της Μεσογείου και αφετέρου η αντιµετώπιση του παρθικού βασιλείου, του µεγάλου κινδύνου στα ανατολικά του σύνορα. Ασηµένιο τετράδραχµο του Αντιόχου Α Σωτήρος Συρίας, Πτολεµαίοι Γεγονός είναι ότι απουσιάζει µια πρόσφατη προσπάθεια σύνθεσης του πλούσιου παπυρολογικού υλικού µέσα από τη συγκριτική µελέτη ελληνικών και δηµοτικών κειµένων, της αρχαιολογικής και νοµισµατικής µαρτυρίας, σε µια ενιαία µελέτη της πτολεµαϊκής οικονοµίας. Τα µνηµειώδη εγχειρίδια του M. Rostovtzeff και της Claire Préaux, που παρουσιάζουν µάλλον τις δοµές της πτολεµαϊκής γραφειοκρατίας παρά την κατάσταση στην αγροτική περιφέρεια της Αιγύπτου, έχουν ξεπεραστεί πλέον από τη σύγχρονη έρευνα. Συνθετικές µελέτες όπως η συγκέντρωση και επανέκδοση δηµοσιευµένων
παπύρων αλλά και πρόσφατων κειµένων για τη διενέργεια απογραφών στην Πτολεµαϊκή περίοδο θα βελτιώσουν σηµαντικά τη γνώση µας για την πολιτική οργάνωση, την οργάνωση των φόρων και τη δηµογραφία κατά τον 3ο αιώνα π.χ. Τα κείµενα εξάλλου στην τοπική γλώσσα, τη δηµοτική, µας παρέχουν πολύτιµες πληροφορίες για τη σχέση ανάµεσα στα χωριά και στο κράτος και για τη λειτουργία των αιγυπτιακών ναών, που, έστω και αν είχαν υποβαθµιστεί σε σχέση µε το παρελθόν, εξακολουθούσαν να διαδραµατίζουν σηµαντικό οικονοµικό ρόλο στην εποχή των Πτολεµαίων. Εντυπωσιακά εξάλλου αναµένεται να είναι τα αποτελέσµατα από τον συνδυασµό των πληροφοριών που µας σώζονται στην ελληνική και στη δηµοτική διάλεκτο. Ειδικότερα οι πάπυροι που είναι γραµµένοι στη δηµοτική διάλεκτο καταγράφουν δραστηριότητες των ναών και των ιερατικών οικογενειών και συχνά ιδιωτικές οικονοµικές δραστηριότητες τοπικής εµβέλειας αυτοί υποδεικνύουν την ανάγκη αντικατάστασης του µοντέλου που παρουσιάζει την πτολεµαϊκή οικονοµία να ελέγχεται αυστηρά από την κεντρική εξουσία από ένα µοντέλο όπου το κράτος λειτουργεί ως οµοσπονδία και προσαρµόζει τη στρατηγική του στις κατά τόπους ανάγκες. Είναι δύσκολο να αποτιµήσουµε τις τοπικές διαφοροποιήσεις του καθεστώτος γαιοκτησίας µε βάση τα σωζόµενα κείµενα, δεδοµένου ότι η απουσία κειµενικών µαρτυριών δεν σηµαίνει απαραίτητα την ανυπαρξία ενός φαινοµένου ή µιας κατάστασης σε µία περιοχή. Η απουσία, για παράδειγµα, κειµένων γραµµένων στα ελληνικά από την λεγόµενη Άνω (νότια) Αίγυπτο δεν δηλώνει απαραίτητα το µειωµένο ενδιαφέρον του κράτους για την περιοχή, αλλά µπορεί να αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων και ενδεχοµένως να υποδηλώνει τη σταδιακή ανάπτυξη της γραφειοκρατίας στη συγκεκριµένη περιοχή. Η γνώση µας για την πτολεµαϊκή οικονοµία βασίζεται στη χρήση των διοικητικών παπύρων από τα µέσα του 3ου και τα τέλη του 2ου αιώνα π.χ. Πολύτιµες µαρτυρίες για τη δοµή της πτολεµαϊκής διοίκησης κατά τον 3ο αιώνα π.χ. µας παρέχουν οι πάπυροι από την πόλη Gurob, από την πόλη Ghoran και οι πάπυροι από το αρχείο του Ζήνωνος, ενώ το αρχείο από τη Menches µας ενηµερώνει για την κατάσταση της διοίκησης στα τέλη του 2ου αιώνα π.χ. Διαθέτουµε λεπτοµερή στοιχεία για την οικονοµική οργάνωση στην περιοχή του Fayum, που αποτελούσε υπόδειγµα πτολεµαϊκού πλούτου και δύναµης και που για τον λόγο αυτό δεν µπορεί να θεωρηθεί αντιπροσω- Πάπυρος µε δηµοτική αιγυπτιακή γραφή.
πευτικό παράδειγµα λειτουργίας της πτολεµαϊκής διοίκησης. Το κράτος παρενέβαινε ιδιαιτέρως στην οικονοµία, κυρίως στην περιοχή του Fayum, αν και είναι αµφίβολη η αποτελεσµατικότητα µε την οποία συγκέντρωνε τους φόρους και ασκούσε έλεγχο στη χώρα, και η οικονοµική του ισχύς δεν ήταν τόσο συγκροτηµένη όσο είκαζαν οι πρωϊ- µότερες µελέτες. Με δεδοµένες τις διαφορές στις συνθήκες κατοχής γης σε όλη την Αίγυπτο, δεν ενδεικνυόταν η εφαρµογή ενός ενιαίου συστήµατος ελέγχου της γης σε ολόκληρη την επικράτεια. Χάρη στα εκτενή εγγειοβελτιωτικά έργα που είχαν διενεργηθεί στην περιοχή στα χρόνια του Πτολεµαίου Β και του Πτολεµαίου Γ, στο Fayum υπήρχαν µεγαλύτερα ποσοστά βασιλικής γης που διοικητικά υπάγονταν απευθείας στο πτολεµαϊκό στέµµα. Φαίνεται ότι ήταν µία εξαιρετική περίπτωση, όπου ήταν πιο δόκιµες οι καινοτοµίες και η απευθείας διαχείριση από ό,τι ήταν η κοιλάδα του Νείλου, η οποία ελεγχόταν πιο δύσκολα. Στην πρόσφατη έρευνα έµφαση έχει δοθεί σε κοινωνικές και θεσµικές συνέχειες µε την Αχαιµενιδική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι στα χρόνια των Πτολεµαίων επήλθαν θεσµικές αλλαγές ως προς την εκµίσθωση της συγκέντρωσης των φόρων, τις τράπεζες, τα νοµίσµατα, τις βασιλικές σιταποθήκες, που πρακτικά υποκατέστησαν τους τοπικούς ναούς στη διαχείριση. Υπό αυτό το πρίσµα, η έρευνα θα πρέπει να εστιάσει στη διερεύνηση του τρόπου µε τον οποίο ενσωµατώθηκαν οι οικονοµίες των τοπικών κωµών και οι παλαιότερες κοινωνικές δοµές κατά την αναµόρφωση των θεσµών στην Πτολεµαϊκή περίοδο. Θα πρέπει δηλαδή να εξεταστεί η σύζευξη παλαιών και νέων θεσµών που αναπόφευκτα οδήγησε στο κοινωνικό χάσµα µεταξύ των νέων οικονοµικών και των παλαιότερων πολιτικών και κοινωνικών θεσµών. Ο ευέλικτος χαρακτήρας της πτολεµαϊκής εξουσίας και το κοινωνικό κενό που δηµιούργησε η διατήρηση παλαιών θεσµικών διακανονισµών στον νότο διευκολύνουν την κατανόηση της σηµαντικής αυτής περιόδου στην ιστορία της αρχαίας Μεσογείου. Οι Πτολεµαίοι συνεργάστηκαν µε τους τοπικούς φορείς προκειµένου να διασφαλίσουν τη συστηµατική συγκέντρωση των φόρων. Τα κείµενα από την περιοχή του Fayum και από τη Θηβαΐδα δείχνουν ότι η εξουσία των Πτολεµαίων ήταν ισχυρότερη στις πιο πρόσφατα κατοικηµένες περιοχές, αν και οι δηµοτικοί πάπυροι από το νότιο τµήµα της Αιγύπτου υποδεικνύουν ότι οι νέοι οικονοµικοί θεσµοί (τράπεζες, δηµόσιες δη- µεύσεις γαιών) µείωσαν την εξουσία των ναών. Ο πρώτος βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Πάπυρος µε φορολογικό κατάλογο Πτολεµαϊκής περιόδου.