ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 3. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΔΑΦΩΝ 46 4. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 50 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 52



Σχετικά έγγραφα
Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Υφή Βάθος προφίλ Χαρακτηριστικά οριζόντων Δομή Συγκράτηση νερού Ρυθμός απορρόφησης υγρασίας Ελεύθερη κίνηση του αέρα Βαθμός συνεκτικότητας του

Ε ΑΦΙΚΗ ΥΓΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΗΘΗΣΗ

2.5. ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Tεχνική Γεωλογία. : Χαρακτηρισμός. Άσκηση 1: Ταξινόμηση εδαφών με βάση το USCS. Άσκηση 2: Γεωτεχνική Τομή S.P.T.

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Δασική Εδαφολογία. Φυσικές ιδιότητες του εδάφους

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου

Έδαφος και Πετρώματα

Εξάτμιση και Διαπνοή

Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Διαχείριση Υδατικών Πόρων

ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες:

Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Δρ. Γεωπόνος Εγγείων Βελτιώσεων, Εδαφολογίας και Γεωργικής Μηχανικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Τα κύρια συστατικά του εδάφους

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του


Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΔΑΦΩΝ - ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ. Δημήτριος Δημογιάννης και Χρίστος Τσαντήλας

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος - Εργαστήριο

«γεωλογικοί σχηματισμοί» όρια εδάφους και βράχου

Υγρασία του Εδάφους. (βλέπε video Tensiometers_for_corn.webm)

Εδαφοκλιµατικό Σύστηµα και Άµπελος

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 5. ΑΠΟΡΡΟΗ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΕΔΑΦΩΝ

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/ ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί)

ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ε. Μ. ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ

Ταξινόμηση Εδαφών. Costas Sachpazis, (M.Sc., Ph.D.) Διάρκεια: 7 Λεπτά. 20 δευτερόλεπτα

6ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα»

Ιζήματα. Οι κόκκοι των ιζημάτων προέρχονται από

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

Αρδεύσεις Στραγγίσεις. Δρ Θρασύβουλος Μανιός Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Κρήτης Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

Ρύπανση Υδάτων και Εδαφών

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΕΜΠΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Διδακτέα ύλη μέχρι

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ-ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΜΦΙ ΓΙΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Κόσκινο κατά ASTM ή διάσταση

Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις

ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ-ΓΕΩΡΓΙΚΗ-ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Εξάμηνο Διδασκαλίας: Ε (Εδαφική Υγρασία)

ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΩΝ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Διαθέσιμο νερό στα φυτά ASM = FC PWP

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 1:Εισαγωγικές έννοιες της Υδρογεωλογίας. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ. Άσκηση 6: Θαλάσσια Ιζήματα Στατιστικές παράμετροι Τριγωνικά διαγράμματα

Εισηγητής: Αλέξανδρος Βαλσαμής. Εδαφομηχανική. Φύση του εδάφους Φυσικά Χαρακτηριστικά

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Υδροκρίτης-Πιεζομετρία

Πιο ενεργά συστατικά κολλοειδή κλασματα Διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ. Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

Τεχνική Υδρολογία (Ασκήσεις)

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

Άσκηση 3: Εξατμισοδιαπνοή

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ-ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΑ

Ε ΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ. ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ - ΑΠΘ Β. Χρηστάρας christar@geo.auth.gr

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δασική Εδαφολογία. Εδαφική υγρασία

«Διερεύνηση υδρολογικής αποκατάστασης της Υπέρειας Κρήνης στην περιοχή Βελεστίνου της Π.Π»

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΣΥΝΕΚΤΙΚΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 6. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ 13 7.

ΑΣΚΗΣΗ 7 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Συγκριτική μελέτη συντελεστή συμπιεστότητας Cc, πειραματικών δεδομένων και εμπειρικών σχέσεων.

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΑΦΩΝ

Transcript:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 1.1 Γενικά 2 1.2 Αρχές εδαφογένεσης 4 1.2.1 Ορίζοντες εδαφών 4 1.2.2 Εδαφικό χρώμα 6 1.2.3 Εδαφική υφή 7 1.3 Περιβαλλοντικές συνθήκες 11 1.3.1 Κλιματολογικά δεδομένα 11 1.3.2 Εξατμισιδιαπνοή 13 1.3.3 Καλλιέργειες 18 1.4 Υπόβαθρο 18 1.5 Γεωλογία 19 1.5.1 Γενικά 19 1.5.2 Λιθολογικοί τύποι 19 2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 21 2.1 Συλλογή δειγμάτων 21 2.2 Εργαστηριακές δοκιμές 21 2.3 Αβαθείς δειγματοληπτικές γεωτρήσεις 23 2.3.1 Γενικά 23 2.3.2 Μητρώα γεωτρήσεων 26 2.3.3 Ομαδοποίηση γεωτρήσεων 41 2.4 Υδραυλική αγωγιμότητα Περιγραφή δοκιμών περατότητας 42 2.5 Υπολογισμός απορροής 44 3. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΔΑΦΩΝ 46 4. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 47 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 50 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 52 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 53 1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Γενικά Ο όρος έδαφος μπορεί να ορισθεί με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, οι εδαφολόγοι ορίζουν σαν έδαφος το γήινο υλικό, που αλλοιώθηκε από φυσικές, χημικές και οργανικές διεργασίες και το οποίο μπορεί να υποστηρίξει ριζικό φυτικό σύστημα. Οι μηχανικοί, ορίζουν σαν έδαφος οποιοδήποτε υλικό, που μπορεί να απομακρυνθεί χωρίς τη χρήση εκρηκτικών. Και οι δύο ορισμοί, είναι σημαντικοί στην περιβαλλοντική γεωλογία. Επιπλέον, οι γεωλόγοι ορίζουν ως έδαφος το ανώτερο τμήμα του αποσαθρωμένου μανδύα, που περιέχει επίσης οργανικό υλικό και στους πόρους του αέρα και νερό και επιτρέπει την ανάπτυξη φυτών (Doutsos 2000). Είναι αποτέλεσμα χημικών και βιολογικών αντιδράσεων που υφίσταται ένα μητρικό πέτρωμα όπως π.χ. ο σχηματισμός των terra rossa (Strahler et al, 1985). Το έδαφος μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα ανοικτό σύστημα. Πολλές από τις διαφορές που εντοπίζουμε στον τύπο των εδαφών προκύπτουν από το κλίμα (Ollier 1969) και την τοπογραφία (Leopold, L.B. 1977) και τη σύσταση του μητρικού πετρώματος. Ακόμη, οι οργανικές διεργασίες και το χρονικό διάστημα δράσης αυτών παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο οργανικός κόσμος σ ένα έδαφος μπορεί να επηρεάσει τις φυσικές του ιδιότητες και την περιεκτικότητα σε φυτικά συστατικά και έτσι θεωρείται ως ένας καθοριστικός παράγοντας για την ποιότητα και τη γονιμότητα του εδάφους. Πολλές έρευνες και πειράματα έχουν γίνει για να μελετηθεί η επιρροή των λιπασμάτων και των μεθόδων καλλιέργειας στη σύσταση του εδάφους σε οργανικά υλικά (Schulten & Leinweber, 1991; Paustian et al, 1992; Aref & wander, 1998; Ellmer et al. 2002; Hermanz et al. 2002). Σε περιοχές εντατικής καλλιέργειας, ο καθοριστικός παράγοντας για τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους σχετίζεται πολύ συχνά με τη μείωση του οργανικού υλικού (Anderson et al. 1990; Schjonning et al. 1994). Η περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανικό υλικό είναι ο πιο συνήθης δείκτης ιδιοτήτων όπως η ικανότητα κατακράτησης νερού, το εδαφικό πορώδες και η συνεκτικότητά του (Tisdall & Oades, 1982; Hayens & Swift, 1990; Chenu et al. 2000). Επιπλέον η γνώση των υδραυλικών ιδιοτήτων καλλιεργούμενων εδαφών είναι απαραίτητη για την κατανόηση της διήθησης της βροχόπτωσης, για την ταχύτητα και τις γενικότερες διεργασίες της διάβρωσης και της μεταφοράς 2

διαλυτών ουσιών που επηρεάζουν την γονιμότητα των εδαφών και γενικότερα τον τρόπο στρωμάτωσης των εδαφών σε ορίζοντες. Σημαντικός είναι επίσης και ο ρόλος των εδαφών, όσον αφορά τη δίαιτα των υδροφόρων οριζόντων. Η διαπίστωση της υδρολιθολογικής συμπεριφοράς των ιζημάτων, γίνεται με βάση στοιχεία που αφορούν το ενεργό πορώδες τους, ενώ των βραχωδών σχηματισμών βάσει του κατακερματισμού τους (ρωγμώσεις, διακλάσεις κλπ). Στόχος μιας τέτοιας υδρολιθολογικής ανάλυσης αποτελεί ο εντοπισμός της ποιότητας, του πάχους και του βάθους των υδροφόρων στρωμάτων, που με την επιφανειακή κατανομή τους στο χώρο και τη βοήθεια θεματικών χαρτογραφήσεων, μπορούν να εντοπισθούν περιοχές υψηλής κατείσδυσης. Το στοιχείο αυτό έχει μεγάλη διαχειριστική σημασία στην κατανόηση της δυναμικότητας των υδατικών πόρων κάθε περιοχής. Αρκετοί είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στη μεταβολή της υδραυλικής αγωγιμότητας, ο σημαντικότερους από τους οποίους είναι η άροση (Mohanty et al, 1994). Η υδροπερατότητα στους εδαφικούς ορίζοντες που διαταράσσονται από την άροση έχει διαφορετικές τιμές από αύτη στα στρώματα των υπερκείμενων εδαφών. Γενικότερα η ποικιλία της εδαφικής δομής είναι συνδεδεμένη με τις τεχνικές καλλιέργειας, που επιβάλλουν φορτίσεις και συμπύκνωση των εδαφών που αντιστοιχεί σε ανακατατάξεις στη δομή (Roger-Estrade et al., 2000). Παρατηρήθηκε ότι υπάρχει διαφοροποίηση στη δομή του εδάφους που υφίσταται άροση, στην κατεύθυνση της άροσης. Συμπερασματικά η μακροχρόνια και εντατική καλλιέργεια μιας περιοχής μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στην ικανότητα κατακράτησης νερού του εδάφους (Schjonning et al. 1994; Hera, 1996; Blake at al. 1999; Ellmer et al. 2000; Noble et al. 2000; Pernes Debuyser & Tessier. 2002a). Η περιοχή μελέτης εντοπίζεται στη Θεσσαλία, ανατολικά της Λάρισας, στην λεκάνη Δαμασίου. Οι εργασίες που έγιναν είχαν ως αρχή την εκτέλεση αβαθών δειγματοληπτικών γεωτρήσεων με χειροκίνητο δειγματολήπτη. Οι θέσεις επιλέχθηκαν βάσει της διαφορετικότητας στη σύσταση και του χρώματος, από τη μακροσκοπική παρατήρηση και διαχωρίστηκε το έδαφος σε εδαφικούς ορίζοντες. Σε ορισμένες από τις διανοίξεις έγιναν δοκιμές περατότητας, για τον υπολογισμό τους συντελεστή περατότητας Κ. Έτσι μελετήθηκε η πιθανή σχέση της υδραυλικής αγωγιμότητας και της δομής του εδάφους. Αναλύθηκε ο συντελεστής περατότητας Κ για να καθοριστεί αν το ανώτερο στρώμα, το ενδιάμεσο και το βαθύτερο και αδιατάρακτο από άροση έχουν σημαντικές 3

διαφορές και αν η συμπίεση με τα αγροτικά μηχανήματα επηρεάζει τον συντελεστή περατότητας. Κατόπιν στα δείγματα εκτελέστηκαν εργαστηριακές δοκιμές για την κατάταξή τους, την εύρεση της φυσικής τους υγρασίας και του ορίου υδαρότητας. Συνδυάζοντας τα παραπάνω αποτελέσματα (εργαστηριακά και μακροσκοπική παρατήρηση) χωρίσθηκε η περιοχή μελέτης σε Εδαφικές ζώνες και οι ζώνες χρησιμοποιήθηκαν στην σύνταξη θεματικού χάρτη εδαφικών ζωνών. Έτσι έγινε εκτίμηση της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης Δαμασίου για το ποιες ζώνες συνεισφέρουν ενεργά στην κατείσδυση του νερού των βροχοπτώσεων προς τον υποκείμενο καρστικό υδροφόρο. 1.2 Αρχές εδαφογένεσης 1.2.1 Ορίζοντες εδαφών Οι κάθετες και οριζόντιες κινήσεις των υλικών στα εδαφικά συστήματα, οδηγούν σε διακεκριμένη στρωμάτωση, ή εδαφικό προφίλ, το οποίο χωρίζεται σε ζώνες ή εδαφικούς ορίζοντες. Οι περισσότεροι απ αυτούς είναι διακριτοί βάσει των διαφορετικών χρωμάτων και της σύστασης. Η εικόνα 1 δείχνει ένα πλήρως ανεπτυγμένο έδαφος από την επιφάνεια μέχρι το υπόβαθρο (μητρικό πέτρωμα). Εικόνα 1. Δείγμα εδαφικού ορίζοντα Οι ορυκτολογικοί, εδαφολογικοί ορίζοντες περιγράφονται από μια ομάδα κεφαλαίων γραμμάτων και αριθμητικών υποσημειώσεων. Αναλυτικά, στους ορίζοντες Ο και Α βρίσκονται σε υψηλή συγκέντρωση οργανικά υλικά και έχουν 4

χαρακτηριστικό καφέ μαύρο χρώμα. Οι διαφορές ανάμεσα στους δύο αυτούς ορίζοντες αντανακλούν την ποσότητα του οργανικού υλικού που υπάρχει. Γενικά, ο Ο ορίζοντας αποτελείται από υπολείμματα φυτών και άλλα οργανικά υλικά. Βρίσκεται πάνω από τον ορίζοντα Α, ο οποίος περιέχει συνήθως μεγάλη ποσότητα οργανικού υλικού καθώς επίσης και ορυκτολογικού υλικού. Ο ορίζοντας Ε, όπου εμφανίζεται υπόκειται των Ο και Α και είναι εμπλουτισμένος σε σιδηρούχα συστατικά. Το χρώμα του είναι ανοικτό επειδή περιέχει λιγότερα οργανικά υλικά από τους Ο και Α ορίζοντες καθώς και λίγα χρωστικά υλικά όπως οξείδια του σιδήρου. Ο ορίζοντας Β υπόκειται των Ο, Α και Ε και μέσα σ αυτόν μπορούν να διακριθούν διάφοροι τύποι. Πιθανώς, ο πιο σημαντικός τύπος του ορίζοντα Β είναι ο αργιλικός Β, που συμβολίζεται ως Βt. Αυτός είναι εμπλουτισμένος, σε αργιλικά ορυκτά, που έχουν μεταφερθεί προς τα κάτω κατά τη διάρκεια των διαδικασιών εδαφογένεσης. Καθώς η άργιλος αποτίθεται, σχηματίζει αυτό που ονομάζεται αργιλικά skins προσανατολισμένες στοιβάδες αργιλικών ορυκτών, που περιβάλλουν τους εδαφικούς κόκκους και γεμίζουν τα μεταξύ τους κενά. Για τη δημιουργία του ορίζοντα Βt, απαιτείται εμπλουτισμός αργίλου σε ποσοστό 8%. Δύο επιπρόσθετοι τύποι, σχεδόν όμοιοι του ορίζοντα Β που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι οι Βw και Bk. Ο ορίζοντας Βw είναι σημαντικός επειδή εμφανίζει την ανάπτυξη του αρχικού εδαφικού προφίλ, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν Β ορίζοντα ελαφρώς πιο κόκκινο από τους υπόλοιπους. Πολύ μικρό ποσοστό, ίσως και καθόλου αργίλου έχει μεταφερθεί, ωστόσο εμφανίζεται αρκετή οξείδωση ώστε να προκύψει το πιο κόκκινο χρώμα. Ο ορίζοντας Βκ εμφανίζει αφομοίωση ανθρακικού ασβεστίου. Τα ανθρακικά καλύπτουν μεμονωμένα τμήματα του εδάφους και μπορούν να πληρώσουν κάποια από τα εδαφικά κενά. Ωστόσο, δεν επικρατούν στη μορφολογία του ορίζοντα. Ένας εδαφικός ορίζοντας που επικρατεί στη μορφολογία του το ανθρακικό ασβέστιο συμβολίζεται με Κ. Το ανθρακικό ασβέστιο συνήθως σχηματίζει επιμήκη στρώματα, παράλληλα στην επιφάνεια του ορίζοντα Β Κ και καλύπτουν πλήρως τα εδαφικά κενά. Ο ορίζοντας C βρίσκεται απευθείας πάνω από το αναλλοίωτο μητρικό υλικό και αποτελείται από κομμάτια του μητρικού πετρώματος που έχουν προέρχονται από διαδικασίες αποσάθρωσης. Εάν ο ορίζοντας έχει απλά οξειδωθεί, είναι γνωστός σαν Cox. Εάν ο ορίζοντας περιλαμβάνει ανθρακικό ασβέστιο είναι γνωστός ως Cca. Συμπερασματικά, οι Βκ, Κ και Cca αναφέρονται σε εδάφη 5

πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο. Ο ορίζοντας R αποτελείται από συμπαγοποιημένο υπόβαθρο που βρίσκεται κάτω από το έδαφος. Ωστόσο, κάποιες από τις δομές και τα εδαφικά του κενά μπορεί να περιέχουν ποσότητα αργίλου που έχει εισχωρήσει. Στην άμεση περιοχή μελέτης λόγω των ανθρωπογενών παρεμβάσεων διακρίθηκαν ορισμένοι μόνο από τους παραπάνω ορίζοντες. Λόγω της άροσης, που έχει ως αποτέλεσμα την αναμόχλευση του εδαφικού υλικού έως τα πρώτα 25cm, ο διαχωρισμός των οριζόντων Ο, Α και Ε είναι δύσκολος. Γι αυτό το λόγο και τα πρώτα 25cm θεωρήθηκαν σαν ορίζοντας Α, τα επόμενα 50cm ως Β και ως το τέλος της διάτρησης συναντήθηκε ο C ορίζοντας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα περιθώρια της λεκάνης και στα σημεία μεγαλύτερης κλίσης συναντήθηκαν μόνο οι δύο ορίζοντες Α και C. Αυτό γιατί ο Α ορίζοντας χρειάζεται περίπου 2,500 χρόνια για να γίνει Β και επειδή ο C είναι το ασβεστολιθικό υπόβαθρο που συναντάται. Επίσης, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες (Παράρτημα Α) ο ορίζοντας Α διακρίνεται από τον Β και από το διαφορετικό του χρώματος. 1.2.2 Εδαφικό χρώμα Το χρώμα του εδάφους ή τα χρώματα των διαφόρων εδαφικών οριζόντων είναι από τις πρώτες παρατηρήσεις που γίνονται σχετικά μ ένα έδαφος. Έρευνες που έγιναν αναφέρουν ότι το χρώμα του εδάφους διαφοροποιείται στις Μεσογειακές περιοχές. Ιδιότητες όπως η ορυκτολογία και ο βαθμός υποβάθμισης του εδάφους σχετίζονται με το εδαφικό χρώμα (Dahlgren et al. 1997; Sánchez-Maranón et al. 1997; Haidouti & Massas, 1998). Ο συμβολισμός που αφορά την περιγραφή των χρωμάτων των εδαφικών στρωμάτων βασίζεται στη χρήση βιβλίων με πρότυπα χρώματα (Munsell) που υιοθετούνται για της ανάγκες της εδαφολογίας. Το χρώμα καθορίζεται από τρεις μετρήσιμες μεταβλητές. Η πρώτη είναι η απόχρωση ή το επικρατέστερο χρώμα του φάσματος που εξαρτάται από το μήκος κύματος. Η δεύτερη μεταβλητή -value είναι η διαβάθμιση της έντασης του χρώματος. Η Τρίτηchroma αφορά την αυθεντικότητα ή δύναμη του φασματικού χρώματος. Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω πρότυπα εκφράζεται το εδαφικό χρώμα είτε με γράμματα ή με αριθμητικούς κώδικες, που συμβολίζουν τις τρεις μεταβλητές που πρωτοαναφέρθηκαν. 6

Οι ορίζοντες Ο και Α τείνουν να είναι σκουρόχρωμοι λόγω του άφθονου οργανικού υλικού τους. Ο ορίζοντας Ε, όπου εμφανίζεται, μπορεί να είναι σχεδόν λευκός λόγω της απόπλυσης των οξειδίων σιδήρου και αλουμινίου. Ο ορίζοντας Β συνήθως εμφανίζει τις πιο έντονες αλλαγές στο χρώμα. Ειδικότερα το χρώμα του ποικίλλει από κίτρινο καφέ σε ανοικτό κόκκινο καφέ έως σκούρο κόκκινο, ανάλογα με την παρουσία των αργιλικών ορυκτών και των οξειδίων σιδήρου. Οι ορίζοντες Βκ, μπορεί να έχουν πιο ανοικτό χρώμα διότι περιέχουν ανθρακικά άλατα, αλλά κάποιες φορές αναμιγνύονται με πιο κόκκινα χρώματα λόγω της αφομοίωσης των οξειδίων σιδήρου. Εάν ένας πραγματικός ορίζοντας Κ έχει δημιουργηθεί, μπορεί να είναι σχεδόν λευκός λόγω της μεγάλης αφθονίας του ανθρακικού ασβεστίου. Παρ ότι το χρώμα του εδάφους μπορεί να είναι ένα σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο στην εξέταση των εδαφών, πρέπει να συνυπολογίζεται και το χρώμα του μητρικού πετρώματος. Για παράδειγμα, μητρικό υλικό πλούσιο σε σίδηρο μπορεί να δώσει έντονα κόκκινο έδαφος ακόμα και όταν υπάρχει σχετικά μικρή ανάπτυξη του εδαφικού προφίλ. Το χρώμα μπορεί να είναι σημαντικός δείκτης της καλής αποστράγγισης του εδάφους. Τα καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη αερίζονται καλά (χαρακτηρίζονται οξειδωτικές συνθήκες), έτσι ο σίδηρος οξειδώνεται δίνοντας κόκκινο χρώμα. Αντίθετα, τα φτωχά αποστραγγιζόμενα εδάφη είναι υγρά και ο σίδηρος δεν οξειδώνεται. Το χρώμα ενός τέτοιου εδάφους είναι συχνά κίτρινο. Στην περιοχή μελέτης παρατηρήθηκε γενικά διαφορά στο χρώμα, από την επιφάνεια που χαρακτηρίζεται από σκούρο χρώμα και κατέληγε σε πιο ανοικτά χρώματα (Παράρτημα Α, Φωτ. 3). Αυτό βέβαια οφείλεται και στη διαφορά υγρασίας αλλά και στην αναμόχλευση αυτοφυούς βλάστησης που καταλήγει να γίνεται οργανικό υλικό. Οι παρατηρήσεις αυτές ενίσχυσαν και την ομαδοποίηση που έγινε στους εδαφικούς ορίζοντες. 1.2.3 Εδαφική υφή Η εδαφική δομή είναι κυρίως ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό που εξαρτάται από τη σύσταση του μητρικού πετρώματος. Κάποια είδη μητρικών πετρωμάτων περιέχουν μεγάλη ποικιλία κοκκομετρικών μεγεθών στα συστατικά τους. Άλλα αποτελούνται κυρίως από άμμο ή από άργιλο. Ο πίνακας 1 δείχνει την κλίμακα των μεγεθών των κόκκων του εδάφους ενώ το σχήμα 1 παρουσιάζει τις κύριες ενότητες αυτής της κλίμακας. 7

Πίνακας 1. Κλάσεις κόκκων εδάφους Σχήμα 1. Οι κύριες ενότητες των κλάσεων κόκκων του εδάφους Η διάκριση των υφών του εδάφους βασίζεται στην αναλογία των μορίων της άμμου, του πηλού και της ιλύος εκφραζόμενα σε ποσοστά. Τα μόρια αργίλου έχουν διάμετρο μικρότερη από 0.002mm, η ιλύς αποτελείται από μόρια διαμέτρου που κυμαίνεται από 0.002 έως 0.05mm και η άμμος από μόρια διαμέτρου από 0.05 έως 2mm. Στο τριγωνικό διάγραμμα του σχήματος 2 8

φαίνεται το βασικό σύστημα ταξινόμησης υφών του U.S. Department of Agriculture. Σχήμα 2. Σύστημα ταξινόμησης υφών του U.S. Department of Agriculture Τα ποσοστά και των τριών κλασμάτων εμφανίζονται ταυτόχρονα. Οι γωνίες του τριγώνου αντιπροσωπεύουν το 100% του καθενός από τις τρεις βαθμίδες κλασμάτων. Τα πηλώδη εδάφη είναι ένα μείγμα στο οποίο κανένα από τα τρία κλάσματα δεν κυριαρχεί εις βάρος των άλλων δύο. Έτσι, αυτά εμφανίζονται στην κεντρική περιοχή του τριγώνου. Ένας συγκεκριμένος τύπος εδάφους που κατέχει την θέση του σημείου Α στο τρίγωνο αποτελείται από συστατικά με 65% άμμο, 20% ιλύς και 15% άργιλο. Βρίσκεται δηλαδή σε μια τάξη υφής γνωστή σαν αμμώδες πηλώδες. Ένα άλλο έδαφος, του οποίου η υφή αντιπροσωπεύεται με το σημείο Β, έχει 33 και 1/3% άμμο, 33 και 1/3% ιλύ και 33 και 1/3% άργιλο και εμφανίζεται στην τάξη του αργιλικού πηλώδους εδάφους. 9

Εικόνα 2. Εδαφικά παραδείγματα υφών Η εικόνα 2 δίνει 5 παραδείγματα εδαφικών υφών των σημείων του τριγώνου. Η υφή είναι σημαντική επειδή καθορίζει την κατακράτηση νερού και τις δυνατότητες μεταβιβαστηκότητας σε νερό του εδάφους. Η άμμος επιτρέπει την κίνηση του νερού πολύ γρήγορα. Σ ένα αργιλικό έδαφος, τα διακριτά κενά των πόρων είναι μικρά για αρκετή αποστράγγιση. Όπου υπάρχει μεγάλη περιεκτικότητα αργίλου και ιλύος η διείσδυση των ριζών μπορεί να είναι δύσκολη. Η αποθηκευτική ικανότητα ενός εδάφους είναι η ικανότητά του να κατακρατά το νερό ενάντια στην έλξη της βαρύτητας. Η αποθηκευτική ικανότητα ποικίλει ανάλογα με την υφή του εδάφους. Οι καθαρές άμμοι κατακρατούν το λιγότερο νερό, ενώ η καθαρή άργιλος κρατά το περισσότερο. Οι πηλοί κατακρατούν ενδιάμεσες ποσότητες. Η άμμος μεταβιβάζει το νερό προς τα κάτω πολύ γρήγορα, ενώ η άργιλος πολύ αργά. Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον προγραμματισμό του αρδευτικού νερού που είναι αναγκαίο. Η άμμος φτάνει το μέγιστο της ικανότητάς της στην κατακράτηση νερού πολύ γρήγορα και το επιπρόσθετο νερό απορρέει. Οι πηλοί που είναι πλούσιοι σε άργιλο απορροφούν το νερό πολύ αργά και αν η άρδευση είναι πολύ γρήγορη, το νερό θα χαθεί από την επιφανειακή απορροή. Έτσι, τα αμμώδη εδάφη απαιτούν συχνότερη άρδευση από τα αργιλικά εδάφη, ενώ τα αργιλικά εδάφη απαιτούν άρδευση σε μικρότερη συχνότητα. 10

1.3 Περιβαλλοντικές συνθήκες 1.3.1 Κλιματολογικά δεδομένα Όσον αφορά τα μετεωρολογικά δεδομένα, το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στα βροχομετρικά δεδομένα της λεκάνης απορροής του Τιταρήσιου ποταμού, επειδή αυτά αφορούν την ποσότητα νερού που δέχονται οι διάφοροι τύποι εδαφικών ζωνών κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους. Ο Τιταρήσιος είναι παραπόταμος του Πηνειού ποταμού τέταρτης τάξης και μετά την έξοδό του από την λεκάνη απορροής ενώνεται με τον Πηνειό στα βόρεια του Αμπελώνα. Ο υδροκρίτης ορίζεται από τα βουνά Ζάρκο Αντιχάσια Καμβούνια Τίταρος Όλυμπος. Στην υδρολογική λεκάνη του Τιταρήσιου ο υδρομετεωρολογικός βροχομετρικός σταθμός τα δεδομένα του οποίου λαμβάνονται υπ όψιν στην παρούσα μελέτη είναι αυτός της Μαγούλας. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΣΤΑΘΜΟΥ: ΜΑΓΟΥΛΑ ΥΔΡ. ΕΤΟΣ Σ Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α ΣΥΝΟΛΟ 1985-1986 22,9 43,3 78,8 52,8 37,1 41,0 33,1 6,0 21,4 37,7 19,2 0,3 393,7 1986-1987 5,2 69,1 26,8 10,3 53,2 58,5 90,0 57,4 80,0 24,0 10,4 47,4 532,3 1987-1988 66,0 75,5 76,9 32,5 55,8 33,2 35,5 25,2 26,3 3,6 34,0 23,9 488,4 1988-1989 6,9 25,1 113,2 27,5 2,5 14,0 43,0 18,2 22,7 21,8 21,2 0,0 316,1 1989-1990 0,0 36,0 80,5 68,0 0,0 11,5 17,0 5,2 82,1 2,0 14,0 94,6 410,9 1990-1991 7,6 36,0 99,7 72,6 17,5 47,0 89,5 160,5 43,0 0,0 55,0 23,0 651,4 1991-1992 13,5 24,0 36,5 0,0 10,0 3,0 17,0 45,4 88,0 61,0 34,0 0,0 332,4 1992-1993 3,0 27,4 73,0 34,5 50,0 45,0 42,0 43,0 100,0 18,0 1,0 18,0 454,9 1993-1994 8,0 46,0 186,0 55,0 107,0 88,0 19,7 92,0 38,0 3,5 21,0 27,1 691,3 1994-1995 3,0 53,9 64,0 40,5 46,1 3,0 32,8 93,1 98,0 14,8 28,8 23,1 501,2 1995-1996 62,8 1,5 25,9 164,4 68,7 61,4 61,0 10,3 20,9 23,5 47,7 71,0 619,1 1996-1997 87,0 108,9 53,2 37,4 38,5 15,2 20,0 23,2 10,8 33,9 14,8 56,1 499,0 1997-1998 1,5 33,2 27,0 64,8 11,4 72,9 92,2 4,9 129,1 24,3 0,0 21,7 483,0 1998-1999 37,1 23,2 210,7 72,2 48,1 45,1 45,6 45,0 58,5 20,6 23,2 31,2 660,5 1999-2000 22,5 52,3 83,3 98,0 12,0 65,1 24,6 23,8 73,1 39,4 13,4 12,6 520,1 2000-2001 19,4 38,1 25,7 14,3 35,7 51,9 45,6 45,0 58,5 20,6 23,2 31,2 409,3 ΣΥΝΟΛΟ 366,4 643,5 1261,2 794,8 593,6 655,8 708,6 698,2 950,4 348,9 360,2 481,2 7963,6 Μ.Ο. 22,9 43,3 78,8 49,6 37,1 40,9 44,2 43,6 59,4 21,7 22,5 30,07 497,72 11

ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΙΣ -ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΑΓΟΥΛΑ 800,0 700,0 600,0 500,0 400,0 300,0 200,0 100,0 0,0 ΣΥΝΟΛΟ 1985-1986 1987-1988 1989-1990 1991-1992 1993-1994 1995-1996 1997-1998 1999-2000 Γενικά ένας μέσος όρος των υδάτων που προέρχονται από τις βροχοπτώσεις είναι 497,72mm ετησίως σύμφωνα και με τα σημερινά δεδομένα. Στον παρακάτω πίνακα διατίθενται στοιχεία μετρήσεων της θερμοκρασίας στο πλησιέστερο στην περιοχή μελέτης σταθμό Μαγούλα. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΣΤΑΘΜΟΥ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ ΜΑΓΟΥΛΑ ' ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΣΕ Ο C ΥΔΡ. ΕΤΟΣ Σ Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α 1987-1988 20,66 6,4 6,76 5,53 7,9 11,65 18,27 23,28 27,42 23,43 1988-1989 20,88 14,32 6,16 4,16 3,98 6,96 10,57 14,24 16,65 23,76 1989-1990 20,76 9,67 4,86 6,05 7,24 10,1 13,44 17,85 22,34 24,7 22,98 1990-1991 19,84 15,28 11,04 6,44 3,61 4,98 10,19 11,49 15,17 22,56 23,22 23,11 1991-1992 20,19 15,79 9,78 1,89 4,03 4,31 8,09 15,65 21,53 22,55 24,77 1992-1993 19,36 16,33 10,1 4,6 4,29 2,66 8,19 11,94 17,15 22,53 23,73 24,17 1993-1994 20,33 17,97 8,33 8,14 7,8 8,17 12,8 15,36 20,28 23,58 24,86 1994-1995 22,73 16,46 9,08 8,07 8,70 11,46 17,09 23,9 24,5 23,82 1995-1996 20,01 13,38 7,3 7,98 5,37 5,63 5,41 10,7 18,64 22,5 24,59 24,0 1996-1997 18,7 13,59 10,08 7,48 5,7 6,41 6,74 8,4 17,46 23,92 25,12 22,98 1997-1998 18,56 12,52 10,12 5,52 5,45 7,6 8,76 15,26 18,62 24,13 25,79 25,95 1998-1999 19,84 16,23 10,28 5,34 26,3 1999-2000 21,86 17,57 10,66 7,39 2,23 6,0 6,49 14,03 18,79 24,82 27,84 28,29 2000-2001 25,29 19,40 17,50 8,28 12

1.3.2 Εξατμισιδιαπνοή Η Εξατμισιδιαπνοή είναι το μέρος εκείνο των κατακρημνισμάτων που επανέρχεται στην ατμόσφαιρα είτε από εξάτμιση από την επιφάνεια του εδάφους, από τα πρώτα στρώματα του εδάφους, από τις ελεύθερες επιφάνειες νερού (ρυάκια, μικροσυγκεντρώσεις νερού σε κοιλώματα), από το νερό που με μορφή λεπτού υμένιου καλύπτει τα φυτά κατά την βροχή ή που επικάθεται σε αυτά με μορφή σταγόνων, είτε από την διαπνοή των φυτών. Δηλαδή είναι οι κάθε είδους φυσικές πρωτογενείς απώλειες του νερού των κατακρημνισμάτων από εξάτμιση ή διαπνοή που επανέρχονται άμεσα στην ατμόσφαιρα. Στη φύση μπορούμε να διακρίνουμε δύο καταστάσεις (Καλλέργης, 1986): Την κατάσταση εκείνη κατά την οποία υπάρχει στην επιφάνεια και στο υπέδαφος τέτοια προσφορά νερού ώστε να μπορεί τουλάχιστο να αντισταθμίζει συνεχώς την εξατμισιδιαπνοή, οπότε η τελευταία μπορεί να λάβει τη μέγιστη δυνατή της τιμή για τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες. Αυτή η οριακή τιμή που μπορεί να φθάσει η εξατμισιδιαπνοή είναι η δυνητική εξατμισιδιαπνοή Ε Δ. Στην πραγματικότητα, στο μεσογειακό κλίμα της χώρας μας, συνθήκες δυνητικής εξατμισιδιαπνοής μπορούν να υπάρχουν μόνο για περιορισμένα χρονικά διαστήματα και σχεδόν ποτέ συνεχώς. Την πραγματικά υπάρχουσα κατάσταση που είνάι εναλλαγή μεταξύ δυνατότητας προσφοράς νερού σε ποσότητα που να αντισταθμίζει την εξατμισιδιαπνοή και έλλειψης πλήρους προσφοράς νερού (σχ), έτσι ώστε να μην αντισταθμίζεται πάντοτε η εξατμιζόμενη ποσότητα. Στα μεσογειακά κλίματα αλλά και στο σύνολο σχεδόν των άλλων κλιμάτων πλην των πολικών, οι συνθήκες δυνητικής εξατμισιδιαπνοής είναι πολύ περιορισμένες χρονικά. Τότε η πραγματοποιούμενη εξατμισιδιαπνοή είναι η πραγματική εξατμισιδιαπνοή Ε Π. δηλαδή είναι αυτή που πραγματικά λαβαίνει χώρα κάτω από τις πραγματικά υπάρχουσες κλιματικές συνθήκες γενικά και τις συνθήκες προσφοράς νερού ειδικά. Είναι το πραγματικό μέγεθος της εξατμισιδιαπνοής και αυτό μας ενδιαφέρει στη μελέτη του ισοζυγίου. Η πραγματική εξατμισιδιαπνοή μπορεί να είναι πολύ ή λίγο μικρότερη της δυνητικής, αλλά πάντοτε μικρότερη για τις κατοικούμενες περιοχές της Γης, ίσως με εντελώς ελάχιστες 13

εξαιρέσεις για τις περιοχές όπου η βροχή είναι καθημερινό σχεδόν φαινόμενο. Η δυνητική εξατμισιδιαπνοή υπολογίστηκε για τον Ελλαδικό χώρο από τον Καρρά (1973) με βάση τη μέθοδο του Τhornthwaite, η οποία αναπτύσσεται παρακάτω. Οι αντίστοιχοι υπολογισμοί για την πραγματική εξατμισιδιαπνοή έγιναν εμμέσως από το υδατικό ισοζύγιο (Καρράς, 1973). Τα αποτελέσματα των υπολογισμών αυτών έδειξαν ότι η πραγματική εξατμισιδιαπνοή στην Ελλαδικό χώρο κυμαίνεται μεταξύ 600 και 350 mm περίπου, σε αντίθεση με τη δυνητική, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 700 και 1000 mm ετησίως. Η διαφορά αυτή υποδηλώνει ότι στην Ελλάδα γενικά υπάρχει έλλειψη ύδατος και αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η απουσία αρκετών ποταμών συνεχούς ροής σε όλο το έτος, εκτός από το δυτικό τμήμα της χώρας όπου η διαφορά των δύο εξατμισιδιαπνοών είναι πολύ μικρή. Ειδικά για την περιοχή της Θεσσαλίας, η πραγματική εξατμισιδιαπνοή μειώνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα ανατολικά και κυμαίνεται μεταξύ των 600 και 500 mm. ΜΕΘΟΔΟΣ THORNTHWAITE H μέθοδος THORNTHWAITE υποθέτει ότι ανάμεσα στη μέση μηνιαία θερμοκρασία και τη μέση κατανάλωση νερού από ένα φυτό υπάρχει μια εκθετική σχέση: 10*θ E = 1,6 J a όπου, Ε= δυνητική εξατμισιδιαπνοή σε cm ενός τυπικού μήνα με 30 μέρες και 12 ώρες διάρκεια μέρας, θ= θερμοκρασία του μήνα 12 J = K και 1 5 K = θμ 1,514 με θμ= μέση θερμοκρασία του κάθε μήνα Για την απλούστευση των υπολογισμών χρησιμοποιούνται τα νομογραφήματα των σχημάτων 3, 4 στο πρώτο σχήμα φαίνεται η σχέση 14

ανάμεσα στις τιμές του Κ και τη θερμοκρασία. Στο δεύτερο σχήμα παίρνουμε τη διακεκομμένη ευθεία που δίνει τη σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία και την εξατμισιδιαπνοή. Σχήμα 3. Διάγραμμα Κ-θερμοκρασίας κατά Thornthwaite 15

Σχήμα 4. Διάγραμμα Eξατμισιδιαπνοής-θερμοκρασίας κατά Thornthwaite Η τιμή όμως που παίρνουμε από το παραπάνω νομόγραμμα ισχύει για μήνες με 30 μέρες και διάρκεια μέρας 12 ώρες. Επειδή η υπόθεση αυτή δεν ισχύει σχεδόν πάντα, γίνεται διόρθωση στις τιμές αυτές με τους συντελεστές του πίνακα 2. Πίνακας 2. Συντελεστές διόρθωσης ΒΟΡΕΙΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚ I Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Ο ΠΛΑΤΟΣ 0 1.04.94 1.04 1.01 1.04 1.01 1.04 1.04 1.01 1.04 1.01 1.04 10 1.00.91 1.03 1.03 1.08 1.06 1.08 1.07 1.02 1.02.98.99 20.95.90 1.03 1.05 1.13 1.11 1.14 1.11 1.02 1.00.93.94 30.90.87 1.03 1.08 1.18 1.17 1.20 1.14 1.03.98.89.88 35.87.85 1.03 1.09 1.21 1.21 1.23 1.16 1.03.97.86.85 40.84.83 1.03 1.11 1.24 1.25 1.27 1.18 1.04.96.83.81 45.80.81 1.02 1.13 1.28 1.29 1.31 1.21 1.04.94.79.75 50.74.78 1.02 1.15 1.33 1.36 1.37 1.25 1.06.92.76.70 16

Η μέθοδος όμως του Thornthwaite παρουσιάζει δύο σοβαρά μειονεκτήματα: Στηρίχθηκε σε περιορισμένου εύρους κλιματικές αλλαγές Η υπάρχουσα υγρασία δεν υπεισέρχεται στους υπολογισμούς ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ THORNTHWAITE ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ Ο σταθμός της Μαγούλας είναι αντιπροσωπευτικός λόγω θέσεως, για την περιοχή μελέτης και για τον λόγο αυτό η εφαρμογή της μεθόδου Thornthwaite θα γίνει με βάση τις μέσες μετρήσεις θερμοκρασίας αέρος από τον σταθμό Μαγούλας για τα έτη 1987-2001. Ζητείται η δυναμική εξατμισιδιαπνοή της συγκεκριμένης αυτής περιοχής της Θεσσαλίας, για κάθε έναν από τους παρακάτω μήνες μετρήσεων. Από το σχήμα 3 παίρνουμε την τιμή Κ για κάθε μήνα που είναι: ΜΗΝΑΣ I Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΘΕΡΜΟΚ. 0 C 5,03 6,13 8,66 12,54 17,64 23,19 24,94 24,46 20,65 15,74 10,00 3,75 Κ 0,3 0,46 0,97 4,1 7,2 10 12 11,5 8 5,6 1,8 0,3 Αθροίζοντας τις τιμές του Κ έχουμε: 12 J = K = 62,23 1 Στο νομογράφημα του σχήματος 4 βάζουμε την τιμή J=62,23 και ενώνουμε το σημείο αυτό με το σημείο σύγκλισης που είναι σταθερό με διακεκομμένη γραμμή. Στον άξονα στον οποίο έχουμε τις θερμοκρασίες βρίσκουμε την αντίστοιχη θερμοκρασία για κάθε μήνα χωριστά. Στη συνέχεια φέρνουμε ευθεία κάθετα στον άξονα των θερμοκρασιών που τέμνει τη διακεκομμένη γραμμή στα αντίστοιχα σημεία. Φέρνουμε την κάθετη από κάθε ένα από τα σημεία αυτά στον άξονα που μετράει την εξατμισιδιαπνοή και έχουμε τη θεωρητική τιμή κάθε μήνα: 17

ΜΗΝΑΣ I Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ έτος ΕΔ (mm) 12,2 16,8 27 46,5 75 110 120 118 92 64,8 34 10 726 Η τιμή της εξατμισιδιαπνοής (ΕΔ) κάθε μήνα διορθώνεται με τον συντελεστή που βρίσκουμε από τον πίνακα 2 για γεωγραφικό πλάτος περίπου 22. Έτσι η πραγματική τιμή της ΕΔ είναι: ΜΗΝΑΣ I Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΔ (mm) ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΔ(mm) 11,59 15,12 27,81 48,8 84,75 122,1 136,8 130,98 93,84 64,8 31,62 9,4 11,59 15,12 27,81 43,6 59,4 21,7 22,5 30,7 22,9 43,7 31,62 9,4 Η τιμή της ετήσιας δυνητικής εξατμισιδιαπνοής είναι 777,61 mm. Η πραγματική εξατμισιδιαπνοή είναι 340,04 mm ή 68,33%. Αυτό είναι φυσικό γιατί στην δυνητική εξατμισιδιαπνοή υποτίθεται κατακρημνίσματα τόσα που να καλύπτουν συνεχώς τις ανάγκες της εξατμισιδιαπνοής, αντίθετα την πραγματική εξατμισιδιαπνοή την ρυθμίζουν τα κατακρημνίσματα. 1.3.3 Καλλιέργειες Το σύνολο των εκτάσεων στην ευρύτερη περιοχή Δαμασίου είναι 143,4χιλ. στρεμ. Απ αυτά τα 20,6 χιλ. στρεμ. καλύπτουν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις. Στην περιοχή μελέτης, που η έκτασή της υπολογίσθηκε 1,975km 2, οι κύριες καλλιέργειες είναι αμπέλια. 1.4 Υπόβαθρο Η υδατική περιοχή του Δαμασίου αποτελεί τμήμα του καρστικού συστήματος Κουτσόχειρου Δαμασίου Μάτι Τυρνάβου. Το σύστημα αυτό δομείται από τριαδικής ηλικίας μάρμαρα και καταλαμβάνει έκταση 152km 2. Τα μάρμαρα είναι επωθημένα προς τα ΒΑ στο κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο της Πελαγονικής (Doutsos et al. 1993). 18

Η μερική ανακρυστάλλωση μαρμάρων έχει περιορίσει τις μικρορωγμές των καρστ, αλλά λόγω τεκτονισμού και της σκληρότητας των μαρμάρων δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες εμφάνισης ενός αναπτυγμένου δικτύου διακλάσεων και ρωγμών στα πετρώματα (Δούτσος, 1978). Έτσι ο συνδυασμός της περιορισμένης καρστικοποίησης και του έντονου κατακερματισμού των πετρωμάτων συνετέλεσαν στην πολύ καλή υδρογεωλογική συμπεριφορά με αρκετά μεγάλο πορώδες και συντελεστή διήθησης 50-60% ή 0.5-0.6. Από δεδομένα δύο γεωτρήσεων που υπάρχουν στην περιοχή, των SR84 και SR107 βρέθηκε ότι στο ανατολικό περιθώριο της λεκάνης και προς την πλευρά του Τυρνάβου το ασβεστολιθικό υπόβαθρο συναντήθηκε στα 40m ενώ στο δυτικό στα 200m. Τα υπερκείμενα αποτελούνταν από αλλούβια ενώ τα κατώτερα στρώματα είναι νεογενή και χαρακτηρίζονται από σημαντικό πάχος. Παρατηρείται δηλαδή ταυτόχρονη μείωση των προσχώσεων από Δύση προς Ανατολή, όπως φαίνεται και στη Γεωλογική τομή 1. 1.5 ΓΕΩΛΟΓΙΑ 1.5.1 Γενικά Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη του ορεινού όγκου του όρους Ζάρκο. Ο Τιταρήσιος ποταμός κόβει τον ορεινό όγκο περίπου κάθετα και δημιουργεί μία επιμήκη λεκάνη πολύ μικρού εύρους στην οποία κυριαρχούν οι ποτάμιες αναβαθμίδες. Η επιμήκης αυτή λεκάνη είναι ένα ασύμμτερο τεκτονικό βύθισμα που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο του Νεογενούς και η μορφή που έχει σήμερα είναι αποτέλεσμα της ποτάμιας δράσης. Πρόκειται για μια χερσαία λεκάνη ιζηματογένεσης. Η γεωμορφολογική της εξέλιξη και οι γεωμορφές που αναπτύσσονται στην περιοχή έχουν σχέση με ποτάμια περιβάλλοντα. 1.5.2 Λιθολογικοί τύποι Στην ευρύτερη περιοχή μελέτης απαντώνται μεταλπικοί καθώς και αλπικοί σχηματισμοί (Γεωλογικός χάρτης, Φύλλο Δαμασίου, Κλίμακα 1:5.000). 19

Μεταλπικοί σχηματισμοί Σύγχρονες αποθέσεις: πρόκειται για κροκάλες, λατύπες και άμμο. Τα κοκκομετρικά μεγέθη και η λιθολογική τους σύσταση περιλαμβάνει γνεύσιους και μάρμαρα. Αλλουβιακές αποθέσεις: πρόκειται για ποτάμιας προέλευσης ασύνδετα υλικά αποτελούμενα από αργίλους και άμμους αναμεμειγμένα με κροκάλες και λατύπες. Απαντώνται στα δυτικά της ευρύτερης περιοχής, όπου η λεκάνη του Τιταρήσιου έχει μεγαλύτερο εύρος. Ποτάμιες αναβαθμίδες: πρόκειται για αδρομερή υλικά με κροκάλες και λατύπες ποικίλου μεγέθους, κυρίως ανθρακικές που προέρχονται από τους γύρω ανθρακικούς σχηματισμούς. Ποταμολιμναίες αποθέσεις:πρόκειται για αργίλους και άμμους αναμεμειγμένες με αδρομερή υλικά που απαντώνται στα βόρεια της περιοχής μελέτης. Αλπικοί σχηματισμοί Οι σχηματισμοί αυτοί ανήκουν στην Πελαγονική Ζώνη. Μάρμαρα Τριαδικής Ιουρασικής ηλικίας: πρόκειται για παχυστρωματώδη μέχρι άστρωτα αδροκρυσταλλικά, έντονα τεκτονισμένα και καρστικοποιημένα χρώματος λευκού έως λευκότεφρου. Καταλαμβάνουν τον κύριο όγκο του όρους Ζάρκο. Σχιστόλιθοι: πρόκειται για μαρμαρυγιακούς, χλωριτικούς σχιστόλιθους και πρασινοσχιστολιθικούς. Γνεύσιοι Σχιστογνεύσιοι: πρόκειται για πετρώματα χρώματος καστανότεφρου. Τα κύρια ορυκτολογικά τους συστατικά είναι χαλαζίας, άστριοι, σερικίτης και σε μικρότερη αναλογία χλωρίτης και επίδοτο. Στην περιοχή μελέτης απαντώνται υλικά ποταμοχερσαίας προέλευσης που είναι κροκάλες, αμμοχάλικα, ιλύς, άργιλος, κατά θέσεις υπερτερούν τα αδρομερή υλικά και κατά θέσεις τα λεπτόκοκκα υλικά, ανάλογα με το περιβάλλον απόθεσης. Υπόκεινται αυτών των υλικών μάρμαρα Τριαδικο- Ιουρασικής ηλικίας. 20

2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 2.1 Συλλογή δειγμάτων Αρχικά έγινε γεωλογική αναγνώριση, παρατηρήσεις των εδαφικών τύπων της περιοχής μελέτης και των γεωμορφών της. Έπειτα επιλέχθηκαν 12 θέσεις, όπου και έγινε ανόρυξη αβαθών γεωτρήσεων (Τοπογραφικός Χάρτης Δαμασίου, Χάρτης Θέσεων Γεωτρήσεων, Κλίμακας 1:5.000). Η πυκνότητα των τομών ήταν συνάρτηση της ανομοιομορφίας των εδαφών και της μορφής του ανάγλυφου. Το βάθος κάθε τομής κατά μέγιστο, έφτανε τα 1,5m. Η διάνοιξη έγινε με ειδική εδαφοτρυπάνη δειγματολήπτη (STANDARD SOIL AUGER). Το βήμα της δειγματοληψίας ήταν 15cm. Το τμήμα όπου κατακρατούνταν το δείγμα είχε διάμετρο Τ101 και μήκος 15cm. Κατά αυτή την έννοια και σύμφωνα με τα παραπάνω γινόταν δειγματοληψία διαταραγμένου εδάφους ανά 15cm. Κάθε φορά η εξαγωγή του δείγματος από την εδαφοτρυπάνη γινόταν με μηχανικό τρόπο. Έπειτα περιγράφονταν όσον αφορά το χρώμα και την ύπαρξη ή όχι ανθρακικού ασβεστίου. Για τον έλεγχο των ανθρακικών χρησιμοποιήθηκε HCL, με το οποίο διαβρέχονταν το δείγμα εδάφους. Κατόπιν τοποθετούνταν σε αεροσταγείς σακούλες, για τη διατήρηση της φυσικής τους υγρασίας. Για την αντιπροσωπευτικότερη συλλογή δειγμάτων και κατά την διείσδυση του δειγματολήπτη στο έδαφος, διατηρούνταν η διάμετρος της οπής σταθερή. Απομακρύνονταν κάθε ίχνος καταπτώσεων προερχόμενου από ανώτερη διανοιχθείσα γεώτρηση ώστε κάθε φορά το δείγμα που εξάγονταν να είναι αντιπροσωπευτικό του βάθους που γινόταν η ανόρυξη. Σημειώνοντας κάθε φορά τη θέση της γεώτρησης στο χάρτη, επιλέγονταν η επόμενη θέση βάση της προηγούμενης. Στο εσωτερικό της λεκάνης η διάνοιξη έφτανε ως το μέγιστο των 150cm, δηλαδή εντοπίζονταν και οι τρεις εδαφικοί ορίζοντες. Αντίθετα στα περιθώρια της λεκάνης, παρατηρήθηκε αύξηση της κλίσης και δυσκολία στη διάτρηση σε βάθη μεγαλύτερα των 70cm περίπου, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω. 2.2 Εργαστηριακές αναλύσεις Η μεθοδολογία εκτέλεσης των εργαστηριακών δοκιμών στηρίχθηκε στους γνωστούς κανονισμούς και οδηγίες των A.S.T.M. (American Society for Testing and Materials), AASHTO (American Association of State Higway and 21

Transportation Officials) και των Ελληνικών προδιαγραφών του ΥΠΕΧΩΔΕ (Ε105-86). Από τα διαταραγμένα δείγματα που ελήφθησαν από κάθε τομή χρησιμοποιήθηκαν 29 για τον προσδιορισμό της περιεχόμενης υγρασίας κάθε εδάφους (κατά ASTM D2216), της κοκκομετρικής ανάλυσης με κόσκινα (κατά AASHTO Τ27, Τ11, ASTM D1140-71, D422), του ορίου υδαρότητας με συσκευή Casagrande (κατά AASHTO T89/60 ASTM D 4316-83), το οποίο καθορίστηκε από την περιεκτικότητα σε νερό, στο οποίο το έδαφος βρίσκεται μεταξύ στερεάς και υγρής κατάστασης. Από κάθε γεώτρηση γινόταν διαχωρισμός των εδαφικών οριζόντων Α, Β, C ώστε να εκτελεστούν οι εργαστηριακές δοκιμές σε όλο το βάθος διάτρησης. Η ομαδοποίηση των εδαφών που ακολουθεί έγινε ανάλογα με την τεχνική κατάταξη, ομαδοποιώντας τα εδάφη με βάση τους τύπους των υλικών και τα χαρακτηριστικά τους. Το ενοποιημένο σύστημα κατάταξης εδαφών χρησιμοποιείται ευρέως για τεχνικούς σκοπούς. Επειδή, όλα τα εδάφη είναι μείγματα από χονδρόκοκκα υλικά (χαλίκια, άμμος), λεπτόκοκκα υλικά (ιλύς, άργιλος) και οργανικά υλικά η κατάταξη αυτή χωρίζεται στις παρακάτω τρεις ομάδες. Κάθε ομάδα βασίζεται στο επικρατέστερο μέγεθος κόκκων και στην αφθονία του οργανικού υλικού (Πιν. 3). Τα χονδρόκοκκα εδάφη είναι αυτά που το ποσοστό των κόκκων με διάμετρο >0.06mm είναι μεγαλύτερο από 50%κατά βάρος. Λεπτόκοκκα εδάφη είναι αυτά που το ποσοστό των κόκκων με διάμετρο >0.06mm είναι μικρότερο από 50% κατά βάρος. Τα οργανικά εδάφη έχουν υψηλό περιεχόμενο σε οργανικά υλικά και αναγνωρίζονται από το μαύρο ή γκρι χρώμα και μερικές φορές από την οσμή του υδρόθειου. Πίνακας 3. Το ενοποιημένο σύστημα κατάταξης εδαφών U.S.C.S. (από ΑSΤΜ, 1983). Κύριες κατηγορίες Σύμβολα ομάδων Ονομ/γία εδαφικών ομάδων Χονδρόκοκκα εδάφη (πάνω από το μισό υλικό μεγαλύτερο από 0.06mm) Χαλίκια Καθαρά GW Καλά διαβαθμισμένα χαλίκια <5% χαλίκια GP Φτωχά διαβαθμισμένα χαλίκια Ανάμικτα GM Ιλυώδη χαλίκια >12% χαλίκια GC Αργιλώδη χαλίκια Άμμοι Καθαροί SW Καλά διαβαθμισμένη άμμος <5% άμμοι SP Φτωχά διαβαθμισμένη άμμος Ανάμικτοι >12% SM Ιλυώδης άμμος 22

άμμοι SC Αργιλώδης άμμος Λεπτόκοκκα εδάφη (πάνω από μισό υλικό μικρότερο από0.06mm) ML Ιλύς Μη πλαστική ιλύς MH Ανόργανη ιλύς OL Οργανική ιλύς CL Ιλυώδης άργιλος Πλαστικοί άργιλοι CH Υψηλής πλαστικότητας άργιλος OH Οργανική άργιλος Οργανικά PT Τύρφη και κοπριά 2.3 Αβαθείς Δειγματοληπτικές Γεωτρήσεις 2.3.1Γενικά Κατά τη συλλογή των δειγμάτων με τη μακροσκοπική παρατήρηση έγινε διαχωρισμός των εδαφικών τομών, βάση των χαρακτηριστικών που διακρίθηκαν σε κάθε γεώτρηση. Οι διαχωρισμοί έγιναν σύμφωνα με το χρησιμοποιούμενο σύστημα SOIL SURVEY STAFF USA και το σύστημα συμβολισμών Yassoglou et al. (1964) σχήμα 5. Σχήμα 5. Κλάσμα διαχωρισμού εδαφικών τομών (από Yassoglou et al. 1964). Στην περιοχή και με βάση τα παραπάνω έγινε διάκριση τριών οριζόντων: Ορίζοντας Α: επιφανειακό στρώμα 0-25cm βάθος Ορίζοντας Β: υπέδαφος 25-75cm βάθος και Ορίζοντας C: υπόστρωμα 75-150cm βάθος 23

Οι επιμέρους κλάσεις κοκκομετρικής σύστασης και τα αντίστοιχα χαρτογραφικά σύμβολα για κάθε ένα από τα τρία τμήματα δίνονται στον πίνακα 4. Πίνακας 4. Κλάσεις Κοκκομετρικής Σύστασης Χαρτ. σύμβολο Τμήμα Α 0-25 cm Τμήμα Β 25-75 cm Τμήμα Γ 75-150 cm 0 Χαλίκια >60% Χαλίκια >60% Χαλίκια >60% 1 Αμμώδης (S), Πηλοαμμώδης (LS) Αμμώδης (S), Πηλοαμμώδης (LS) Αμμοπηλώδης(SL) ή Αμμώδης (S), Πηλοαμμώδης (LS) Αμμοπηλώδης(SL) στρώσεις με χονδρόκοκκα υλικά 2 Αμμοπηλώδης (SL) Ιλυώδης (Si) Ιλυοπηλώδης (SiL) Πηλώδης (L) ή στρώσεις με επικρατέστερη πηλώδη(l) Πηλώδης (L) Ιλυώδης (Si) Ιλυοπηλώδης (SiL) ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά Ιλυώδης (Si) Αργιλοπηλώδης (CL) Λεπτότερη από Ιλυοπηλώδης (SiL) Ιλυοαργιλλοπηλώδης(SiCL) πηλώδη (L) ή 3 Λεπτή αμμοπ/δης (FSL) Πηλώδης (L) Αμμοαργιλλοπηλώδης (SCL) Αργιλοπηλώδης (CL) 4 Ιλυοαργιλλοπηλώδης (SiCL) Αμμοαργιλλώδης (SC) ή στρώσεις με στρώσεις με επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά Αργιλλώδης (C) Ιλυοαργιλλώδης (SiC) Αμμοαργιλλώδης (SC) 5 Αμμοαργιλλώδης (SC) Ιλυοαργιλλώδης (SiC) Αργιλλώδης (C) Χαρακτηρίστηκε η κλάση της υδροπερατότητας (υδρομορφίας) βασιζόμενη στο χρώμα του εδαφικού υλικού στα διάφορα βάθη, την παρουσία εξανθήσεων σιδήρου και μαγγανίου και στην ύπαρξη οριζόντων GLEY στα διάφορα βάθη της γεώτρησης. Οι κλάσεις που χρησιμοποιήθηκαν εδώ είναι του πίνακα 5 : 24

Κλάση A B C Πίνακα: 5. Κλάσεις υδροπερατότητας εδαφών. Χαρακτηρισμός -Εδάφη πολύ καλώς αποστραγγιζόμενα. Ξηρή γεώτρηση σε όλο το βάθος, απουσία εξανθήσεων μαγγανίου σιδήρου. -Εδάφη καλώς αποστραγγιζόμενα. Κατά τη διάρκεια των υγρών μηνών η στάθμη του υπόγειου ύδατος βρίσκεται σε βάθος 100-150cm από την επιφάνεια σχηματίζοντας έτσι εξανθήσεις μαγγανίου και σιδήρου σ αυτό το βάθος, σε περιορισμένη έκταση και αριθμό. -Εδάφη μετρίως αποστραγγιζόμενα. Κατά την διάρκεια των υγρών μηνών η στάθμη του υπόγειου ύδατος βρίσκεται σε βάθος 50-100cm από την επιφάνεια, συχνές εξανθήσεις μαγγανίου και σιδήρου αρχίζουν και εμφανίζονται απ αυτό το βάθος. Δεν απαιτείται στράγγιση εκτός για πολύ ευαίσθητα στην υγρασία φυτά. Όσον αφορά την κλίση, οι κλάσεις που εντοπίστηκαν στην περιοχή μελέτης φαίνονται στον πίνακα 6: Πίνακας 6. Κλάσεις κλίσεων. Σύμβολο/ Κλάση Κλίση % Φάση A 0-2 επίπεδη B 2-6 ελαφρώς κεκλιμένη Με μακροσκοπική παρατήρηση καθορίστηκε η διάβρωση βάση της έκτασης της όπως αυτή φαίνεται στην επιφάνεια του εδάφους βάση των κλάσεων του πίνακα7. Πίνακας 7. Κλάσεις διάβρωσης εδάφους Σύμβολο Περιγραφή Φάση Καμιά διάβρωση δεν παρουσιάζεται Μη διαβρωμένη 0 στην επιφάνεια Κατώτεροι ορίζοντες ή στρώσεις Ελαφρώς διαβρωμένη 1 παρουσιάζονται σε έκταση όχι μεγαλύτερη από 30% της συνολικής 25

Η περιεκτικότητα σε ανθρακικά άλατα υπολογίσθηκε έμμεσα με βάση την αντίδραση του εδαφικού υλικού στο HCL. Κάθε δείγμα που λαμβάνονταν από το έδαφος ποτίζονταν με το οξύ και καταγράφησαν οι αντιδράσεις. Η ένταση της αντιδράσεως (παραγωγή και έκλυση CO 2, με ευδιάκριτο «άφρισμα»), αυξάνει με μεγαλύτερες ποσότητες CaCO 3. Ανάλογα με την περιεκτικότητα του εδάφους σε CaCO 3 έγινε διαχωρισμός και καθορίστηκαν σύμβολα ως εξής: Σύμβολο Περιγραφή 0 Έλλειψη αντίδρασης Έλλειψη αντίδρασης στο τμήμα Α της εδαφικής κατανομής ενώ 1 υπάρχει αντίδραση στο τμήμα Β και Γ ή Γ Η αντίδραση στο τμήμα Α είναι ασθενής, ενώ η αντίδραση στα 2 κατώτερα τμήματα δεν λαμβάνεται υπόψη Η αντίδραση στο τμήμα Α είναι ισχυρή ενώ η αντίδραση στα 3 κατώτερα τμήματα δεν λαμβάνεται υπόψη 2.3.2 Μητρώα γεωτρήσεων Αναλυτικά και για κάθε γεώτρηση σύμφωνα με τη χρήση του συστήματος ταξινόμησης και συμβολισμού SOIL SURVEY STAFF USA και το σύστημα συμβολισμών Yassoglou et al. (1964), που αναλύθηκε σε προηγούμενη παράγραφο και βάσει των εργαστηριακών αποτελεσμάτων προέκυψε ότι: ΘΕΣΗ 1 Αυτή η δειγματοληψία βρίσκεται σχεδόν στο βόρειο - ανατολικό τμήμα της υδρολογικής λεκάνης. Πρόκειται για μια περιοχή όπου η κλίση του εδάφους είναι μικρή (0-2%), όχι διαβρωμένη. Κυρίως αποτελείται από αργιλικά αργιλοπηλώδη εδάφη όπως προέκυψε από την επί τόπου αναγνώριση αλλά και από τις εργαστηριακές δοκιμές. ΘΕΣΗ 2 Αυτή η δειγματοληψία βρίσκεται σχεδόν στο βόρειο - κεντρικό τμήμα της υδρολογικής λεκάνης. Πρόκειται για μια περιοχή όπου υπάρχει μια ελαφρά κλίση του εδάφους (2-6%), όχι διαβρωμένη. Αποτελείται από αργιλικά αργιλοπηλώδη εδάφη όπως προέκυψε από την επί τόπου αναγνώριση αλλά και από τις εργαστηριακές δοκιμές. 26

ΘΕΣΗ 3 Αυτή η δειγματοληψία βρίσκεται σχεδόν στο νότιο-ανατολικό τμήμα της λεκάνης και συγκεκριμένα στα περιθώρια αυτής, γι αυτό και η θέση αυτή έχει ελαφρά κλίση (2-6%) και ελαφρώς διαβρωμένη. Στα πρώτα 30cm έγινε η διάνοιξη διαπιστώθηκαν αργιλικά υλικά με άμμο και χαλίκια. Δεν εισχώρησε ο δειγματολήπτης περισσότερο διότι πιθανόν άρχισε να συναντιέται το μητρικό πέτρωμα ή μεγάλες κροκάλες και λατύπες. ΘΕΣΗ 4 Η θέση αυτή βρίσκεται σχεδόν δίπλα από την Θέση 3, δηλαδή στο νότιο - ανατολικό περιθώριο της λεκάνης, με ελαφρά κλίση (2-6&) και ελαφρά διάβρωση. Κυρίως συναντήθηκαν από αργιλικά, αμμώδη εδάφη με χάλικες. Όπως και στην διπλανή θέση η διάτρηση έγινε ως τα πρώτα 30cm λόγω του ότι συναντήθηκε το μητρικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. ΘΕΣΗ 5 Αυτή η δειγματοληψία βρίσκεται σχεδόν στο νότιο - ανατολικό τμήμα της υδρολογικής λεκάνης. Η κλίση του εδάφους είναι μικρή (0-2%), ελαφρά διαβρωμένη. Κυρίως αποτελείται από αργιλικά αργιλοπηλώδη εδάφη όπως προέκυψε από την επί τόπου αναγνώριση αλλά και από τις εργαστηριακές δοκιμές. ΘΕΣΗ 6 Πλησίον της προηγούμενης θέσης πάρθηκε το δείγμα αυτό. Σχεδόν επίπεδο το έδαφος (κλίση 0-2%), χωρίς ίχνη διάβρωσης. Όμοια με τη Θέση 5 η σύσταση του εδάφους είναι άργιλος παχιά. ΘΕΣΗ 7 Στο νότιο ανατλικό ακραίο τμήμα της λεκάνης βρίσκεται αυτή η θέση. Με κλίση (0-2%) και ελαφρά διάβρωση το έδαφος αποτελείται από αργιλοιλυώδη άμμο. Είναι η θέση που ξεκινά η διαφοροποίηση στη σύσταση του εδάφους. 27

ΘΕΣΗ 8 Νοτιοδυτικά της λεκάνης η διάτρηση συνάντησε παχιά αργιλικά αργιλοπηλώδη εδάφη. Η κλίση του εδάφους είναι μικρή (0-2%) χωρίς ίχνη διάβρωσης. ΘΕΣΗ 9 Βορειοδυτικά της λεκάνης στα περιθώρια αυτής όπου η κλίση 2-6% παρατηρήθηκε ελαφρά διάβρωση. Η δειγματοληψία πάρθηκε ως τα 30cm και συναντήθηκε αργοιλοιλυώδης σύστασης έδαφος με χαλίκια και άμμο. ΘΕΣΗ 10 Στο κεντρικό προς νότιο σημείο της περιοχής μελέτης η κλίση είναι της τάξεως 0-2%, με ελαφρά διάβρωση του εδάφους. Πρόκειται για αργιλικό έδαφος με ορίζοντα στο μεγαλύτερο βάθος ιλυοαργιλώδους άμμου. ΘΕΣΗ 11 Στα κεντρικά δυτικά η θέση αυτή έδωσε αργιλοιλυώδη σύστασης έδαφος, με άμμο και χαλίκια. Είναι στα περιθώρια της λεκάνης και η κλίση είναι 2-6% με ελαφρά διάβρωση. ΘΕΣΗ 12 Τέλος, αυτή η δειγματοληψία έγινε στα νοτιοδυτικά όπου η κλίση είναι 0-2% και είναι εμφανής η διάβρωση. Το έδαφος αποτελείται κυρίως από αργιλοιλυώδη άμμο σύμφωνα με την επί τόπου αναγνώριση αλλά και τις εργαστηριακές δοκιμές. 28

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 1 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 29 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 2,5-4-4 Α-7-6 23,98 51,88 48,22 26,82 0,0 4,4 94,7 Β C CL, SCL, SiCL ή στρώσεις με επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 2,5-4-4 Α-7-6 19,32 24,15 51,33 27,18 3,4 1,7 97,4 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 0-2% Επίπεδο 0 Ουδεμία διάβρωση 2,5-4-4 Α-7-6 25,31 53,28 46,05 27,97 0,3 6,2 93,5 Αντίδραση στα τμήματα Β ή Γ της γεώτρησης

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 2 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 30 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 7,5-4-3 Α-7-6 17,73 22,73 49,76 27,03 0,0 3,4 96,6 Β C CL, SCL, SiCL ή στρώσεις με επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 7,5-4-6 Α-7-6 16,49 24,15 51,33 27,18 3,4 1,7 97,4 Β : Εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα 2-6% Ελαφρά κεκλιμένο 1 Ελαφρά διάβρωση 7,5-4-6 Α-7-6 9,48 24,21 46,05 21,84 96,6 2,7 95,9 Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 3 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 31 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 5-4-8 Α-7-6 16,80 22,49 41,86 19,37 1,7 14,8 83,5 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 2-6% Ελαφρά κεκλιμένο 1 Ελαφρά διάβρωση Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α Β R C

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 4 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 32 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 5-4-8 Α-7-6 12,07 24,21 42,72 18,51 27 19,4 53,6 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 2-6% Ελαφρά κεκλιμένο Β R 1 Ελαφρά διάβρωση Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α C

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 5 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 33 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α L, vfsl, SiL, Si 5-4-8 Α-7-6 18,30 23,27 52,27 29,00 7,3 5,1 87,6 Β C Si, SiL, L στρώσεις με επικρατέστερη πηλώδη (L) L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 7,5-4-6 Α-7-6 19,37 26,42 53,09 26,67 0,6 6,5 92,9 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. α 0-2% Επίπεδο 1 Ελαφρά διάβρωση 7,5-4-6 Α-7-6 15,55 21,84 48,85 27,01 2,3 9,2 88,5 Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 6 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 34 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α L, vfsl, SiL, Si 5-4-8 Α-7-6 9,81 22,03 44,91 22,88 0,0 7,5 92,5 Β C Si, SiL, L στρώσεις με επικρατέστερη πηλώδη (L) L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 7,5-4-6 Α-7-6 20,83 25,07 54,63 29,50 3,0 10,6 86,4 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. α 0-2% Επίπεδο 0 Εουδεμία διάβρωση 7,5-5-6 Α-7-6 16,77 25,22 52,86 27,64 4,0 9,1 86,9 Αντίδραση ασθενής στο τμήμα Α

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 7 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 35 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α L, vfsl, SiL, Si 5-5-6 Α-6 13,54 17,38 31,64 14,26 2,9 38 59,1 Β C Si, SiL, L στρώσεις με επικρατέστερη πηλώδη (L) L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 7,5-5-8 Α-2-4 17,71 18,30 26,74 8,44 19,8 46,6 33,6 Β : Εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα 0-2% Επίπεδο 1 Ελαφρά διάβρωση 7,5-5-8 Α-2-4 8,61 15,54 24,62 9,08 10,6 58 31,4 Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 8 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 36 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 2,5-4-4 Α-7-6 24,01 51,93 49,76 27,92 0,0 4,2 95,8 Β C CL, SCL, SiCL ή στρώσεις με επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 2,5-4-4 Α-7-6 16,49 24,15 51,33 27,18 3,4 1,7 97,4 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 0-2% Επίπεδο 0 Ουδεμία διάβρωση 2,5-4-4 Α-7-6 25,31 53,28 46,05 27,97 0,3 6,2 93,5 Αντίδραση στα τμήματα Β ή Γ της γεώτρησης

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 9 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 37 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL 5-4-8 Α-2-6 9,93 15,92 29,24 13,32 38 29,1 32,9 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 2-6% Ελαφρά κεκλιμένο 1 Ελαφρά διάβρωση Αντίδραση στα τμήματα Β ή Γ της γεώτρησης Β R C

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 10 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 38 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α L, vfsl, SiL, Si 2,5-4-4 Α-6 23,79 21,74 43,59 21,85 0,2 7,9 91,9 Β C Si, SiL, L στρώσεις με επικρατέστερη πηλώδη (L) L, Sil, Si ή στρώσεις με επικρατέστερα μέσης συστάσεως υλικά 7,5-4-6 Α-2-4 20,77 20,70 57,33 36,63 0,0 6,1 93,9 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 0-2% Επίπεδο 1 Ελαφρά διάβρωση 7,5-5-6 Α-2-4 8,61 15,88 24,62 8,74 10,6 58 31,4 Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α

ΜΗΤΡΩΟ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ 11 ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κοκκομετρία (%) 39 Τομή δειγματοληψίας Εδαφικός ορίζοντας Κοκκομετρική σύσταση Υδροπερατότητα (υδρομορφία) Κλίση Διάβρωση Ανθρακικά Χρωματικός δείκτης Κατάταξη (ΑΑSΗΟ) Φυσική υγρασία W(%) Όρια πλαστικότητας (PL) σε(%) Όρια υδαρότητας (LL) σε (%) Δείκτης πλαστικότητας (IL) σε (%) 0-25cm 25-75cm 75-150cm Χαλίκια Άμμος Άργιλος Α CL,SCL,SiCL i 2,5-4-4 Α-6 21,52 18,68 38,66 19,90 9,4 13,2 77,4 Β CL, SCL, SiCL ή στρώσεις με επικρατέστερα λεπτόκοκκα υλικά C R 2,5-4-4 Α-7-6 18,01 21,60 47,18 25,58 24,7 9,8 65,5 C : Εδάφη μέτρια αποστραγγιζόμενα. Εξανθήσεις σε βάθος 50-100 ε κ. 2-6% Ελαφρά κεκλιμένο 1 Ελαφρά διάβρωση Αντίδραση ισχυρή στο τμήμα Α