ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και το Ευρώ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ. Καθ. Γ. Αλογοσκούφης, Διεθνής Οικονομική,

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Σύστηµα

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

Η δύναμη της Ενιαίας Αγοράς

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

7. Η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών και οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης

Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

A10) ΤO ΕΥΡΩΠΑΪΚO ΣΥΜΒOΥΛΙO ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Δίκαιο

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/416/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ιρλανδία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Δανίας για το 2014

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ZHTHMATA ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ ΤΩΝ

ΘΕΜΑ : Ενιαίο Νόμισμα Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΕΥΡΩ - Τρόπος τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων.

8. Οι άριστες νομισματικές περιοχές και η ευρωπαϊκή εμπειρία

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες. Σταθερές Ισοτιμίες, Κυμαινόμενες Ισοτιμίες ή Ενιαίο Νόμισμα

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

COM(2000)274-EL τελικό

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΏΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ)

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/415/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα

Μάθημα: Διεθνείς Οικονομικοί Οργανισμοί

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2016) 297 final.

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες

Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Δίκαιο

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 13 Δεκεμβρίου 2011 (OR. en) 2011/0209 (COD) PE-CONS 70/11 CODEC 2165 AGRI 804 AGRISTR 74

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης που υπέβαλε η Πορτογαλία

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.


Το Ευρωπαϊκό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα και Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/288/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πορτογαλία

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

INEK ΠΕΟ Ε Τ Η Σ Ι Α Ε Κ Θ Ε Σ Η Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου στην Κύπρο το 2010 ήταν από τις χαμηλότερες σε διεθνή σύγκριση EU 27

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1. Αξία σε δραχμές των κατωτάτων ορίων για τις δημόσιες συμβάσεις έργων και μελετών τα οποία εφαρμόζονται από την

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

IMF Survey. Ο μεταρρυθμισμένος δανεισμός του ΝΤ λειτούργησε καλά στην κρίση

Επιβαρύνσεις στις διασυνοριακές πληρωμές στην Ένωση και τέλη συναλλαγματικών μετατροπών

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ιρλανδίας για το 2012

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ)

Σύσταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/283/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο Βέλγιο

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

RESTREINT UE. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0000(INI)

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/401/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Κύπρο

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

Η Νομισματική Ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Προς μια ενωμενη Ευρώπη

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

ΠΡΟΣΧΕ ΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

Κώστας Σημίτης Ομιλία στην εκδήλωση για την αίτηση ένταξης της Ελλάδας στο Ευρώ

Βασικά Χαρακτηριστικά

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2017) 801 final.

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

Η Νομισματική Προσέγγιση

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡ1Α: ΤΟΠΤΣΗ ΦΙΛΙΩ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ: ΣΙΟΖΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ ΜΩΥΣΙΔΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΒΑΛΑ 2001

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1. Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ...3 1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ... 3 1.2 Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ...15 1.2.1 Το όφελος από τη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση... 15 1.2.2 Το κόστος από τη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση... 18 2. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ & ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ...21 2.1 Το χρονοδιάγραμμα μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα... 21 2.2 Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...28 3. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ, ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ... 32 3.1 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, ΤΟ ΕΥΡΩ - ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ... 32 3.2 Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ... 38 3.3 ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ... 40 3.3.1 Η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής... 40 3.4 Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ...54 3.4.1 Η χάραξη και η εφαρμογή της συναλλαγματικής πολιτικής... 54 3.4.2 Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για το κλείδωμα των ισοτιμιών των νομισμάτων των έντεκα χωρών έναντι του ευρώ... 55 3.4.3 Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι τρίτων νομισμάτων57

3 4 4 Ο νέος Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και η δραχμή...60 3.5 ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ... 65 4. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΥΡΩ... 68 4.1 ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ...68 4.1.1 Οι κανονισμοί...68 4.1.2 Οι συστάσεις...69 4.2 ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 1103/97 «ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ»... 70 4.2.1 Συνολική θεώρηση... 70 4.2.2 Αντικατάσταση του ECU από το ευρώ... 70 4.2.3 Η αρχή της συνέχειας των συμβάσεων... 72 4.2.4 Κανόνες μετατροπής και στρογγυλοποίησης...74 4.3 ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 974/98 «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ»...76 4.3.1 Συνολική θεώρηση... 76 4.3.2 Αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων των κρατών - μελών χωρίς παρέκκλιση από το ευρώ... 76 4.3.3 Το καθεστώς του ευρώ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου...78 4.3.4 Το καθεστώς του ευρώ μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου83 4.4 ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΔΙΠΛΩΝ ΤΙΜΩΝ... 85 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 88 ΠΗΓΕΣ...91 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ...93

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ EURO Η Συνθήκη του Μάαστριχ, την οποία υιοθέτησαν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το 1991, προβλέπει τη μετάβαση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) μέσα από μια διαδικασία τριών σταδίων. Στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, που ξεκίνησε την 1^ Ιανουάριου 1999, επελέγησαν να συμμετάσχουν έντεκα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εισαγωγή του ευρώ, ως αναγκαίου συμπληρώματος της ενιαίας αγοράς, προωθεί περαιτέρω τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που ξεκίνησε με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1952. Το πρόγραμμα για την υιοθέτηση του ευρώ σημείωσε καθυστερήσεις στην πορεία υλοποίησής του. Η Συνθήκη του Μάαστριχ αμφισβητήθηκε αμέσως μετά την υιοθέτησή της. Η αβεβαιότητα που προκάλεσε η αμφισβήτηση αυτή είχε σαν συνέπεια να καθυστερήσουν οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την εισαγωγή του ευρώ. Προκειμένου να εξαλείψουν την αβεβαιότητα όσον αφορά την έναρξη υλοποίησης της νομισματικής ένωσης, οι ευρωπαίοι ηγέτες, στο Συμβούλιο της Μαδρίτης, προχώρησαν στην υιοθέτηση ενός χρονοδιαγράμματος που προβλέπει την εισαγωγή του ευρώ σε τρεις φάσεις, με καταληκτική την τρίτη φάση που ξεκινά την 1' Ιανουάριου του 2002. Στη φάση αυτή, το ευρώ εισάγεται σε φυσική μορφή και σε ένα εξάμηνο το αργότερο πραγματοποιείται η οριστική απόσυρση των εθνικών τραπεζογραμματίων και κερμάτων. Στο χρονοδιάγραμμα αυτό προσδιορίζονται με ακρίβεια οι διαδικασίες που θα ακολουθήσουν οι χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή.

Η άρση της αβεβαιότητας όσον αφορά την υλοποίηση της νομισματικής ενοποίησης επέσπευσε τις προετοιμασίες για την εισαγωγή του ευρώ. Έτσι το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ), ο προπομπός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προετοίμασε το θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. Το Συμβούλιο του Άμστερνταμ καθόρισε το πλαίσιο των συναλλαγματικών σχέσεων των χωρών της ζώνης του ευρώ με τα κράτη - μέλη με παρέκκλιση - τις χώρες εκείνες που δεν συμμετέχουν ακόμη στη ζώνη - προβλέποντας τη δημιουργία ενός νέου Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Επίσης, μέσω του Συμφώνου για την Ανάπτυξη και τη Σταθερότητα αποσαφηνίστηκε το θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής των χωρών της ζώνης. Στην ενότητα που ακολουθεί θα πραγματοποιήσουμε μια ιστορική αναδρομή, για να δούμε πώς οι χώρες της Ευρώπης κατέληξαν στην δημιουργία της ΟΝΕ. Επίσης, θα εξετάσουμε τις διαδικασίες επιλογής των χωρών που τελικά συμμετέχουν στη ζώνη καθώς και τις προοπτικές της ελληνικής υποψηφιότητας. Τέλος, θα περιγράφουμε το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, το νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών καθώς και το Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και τη Σταθερότητα. Η ανάλυση αυτή επιχειρείται στα κεφάλαια που ακολουθούν

1. Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ 1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Το Δεκέμβριο του 1991 τα δώδεκα τότε κράτη - μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ) υιοθέτησαν τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστή και ως Συνθήκη του Μάαστριχ! Η Συνθήκη αυτή τροποποίησε και επεξέτεινε τις Συνθήκες της Ρώμης (1957), με τις οποίες καθιερώθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) καθώς και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Η ΕΟΚ, μαζί με την υπάρχουσα από το 1951 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακας και Χάλυβα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, συγκροτούν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, οι οποίες με τη Συνθήκη του Μάαστριχ μετονομάστηκαν σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την υπογραφή και επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχ οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδήλωσαν έμπρακτα τη βούλησή τους να πραγματώσουν ένα μεγαλεπήβολο στόχο, αυτόν της νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης, αφού η Συνθήκη προσέφερε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα. Η αφετηρία της νομισματικής ενοποίησης της Ευρώπης θα πρέπει να αναζητηθεί στις διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Τα ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ ήταν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Στόχος της ΕΟΚ ήταν η δημιουργία μιας κοινής αγοράς, μέσω της εξάλειψης όλων των ενδοευρωπαϊκών φραγμών, και η καθιέρωση κοινής δασμολογικής πολιτικής έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Είναι γεγονός ότι η Συνθήκη της Ρώμης δεν περιλάμβανε στους στόχους της τη δημιουργία μιας Νομισματικής Ένωσης Εντούτοις, στα ί. ~), Ke;^C\lO Δ.Λΐ8ήυη3. ^ 2, ^ ^ Kev^ MO, (θ3> 6^5-

άρθρα 6 και 105 της Συνθήκης της Ρώμης καλούνται ο χώρες να προωθήσουν την οικονομική συνεργασία, η οποία στα είκοσι πρώτα χρόνια της ΕΟΚ αφορούσε θέματα νομισματικής πολιτικής και θέματα σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών. Η απουσία άμεσης αναφοράς στη νομισματική ενοποίηση οφείλεται στην παρουσία του παγκόσμιου νομισματικού καθεστώτος, του Bretton Woods. Όπως είναι γνωστό, οι σύμμαχες χώρες προέβησαν το 1944 στην υπογραφή του Χάρτη του Bretton Woods Βάσει της συμφωνίας αυτής, δημιουργήθηκε ένα σύστημα σταθερών, αλλά αναπροσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Παράλληλα, δημιουργήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), με στόχο τη χρηματοδότηση των χωρών που αντιμετώπιζαν προσωρινές δυσκολίες στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Στο βαθμό που το ΔΝΤ ήταν υπεύθυνο για θέματα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, η αρμοδιότητα αυτή της ΕΟΚ καθίστατο ουσιαστικά ανενεργή. Στο σύστημα του Bretton Woods το δολάριο Η.Π.Α. λειτουργούσε ως νόμισμα «άγκυρα» και ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό με μια σταθερή ισοτιμία. Τα νομίσματα των χωρών του συστήματος είχαν μια κεντρική ισοτιμία έναντι του δολαρίου και μια ζώνη διακύμανσης +/- 1% εκατέρωθεν της κεντρικής ισοτιμίας. Οι κεντρικές ισοτιμίες μπορούσαν να αναθεωρηθούν μόνο με τη συγκατάθεση του ΔΝΤ, στην περίπτωση που διαπιστώνονταν δομικές ανισορροπίες στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Βάσει του Συστήματος, το περιθώριο διακύμανσης ενός ευρωπαϊκού νομίσματος έναντι κάποιου άλλου ήταν 4%, ποσοστό που θεωρήθηκε υψηλό από τις ευρωπαϊκές χώρες. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, από κοινού, αντιμετώπιζαν αρνητικό τις έντονες συναλλαγματικές διακυμάνσεις, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για την οικονομική δυσπραγία της περιόδου μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Έτσι, αποψασίστηκε να περιορίσουν τη ζώνη διακύμανσης στο +/- 0,75%, έναντι της κεντρικής ισοτιμίας με το δολάριο, γεγονός που

διασφάλιζε περιθώριο διακύμανσης μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων της τάξης του 3%. Μια από τις βασικές επιδιώξεις των σχεδιαστών του Συστήματος Bretton Woods ήταν η σταδιακή επαναφορά της μετατρεψιμότητας των νομισμάτων σε δολάριο ή χρυσό, ώστε να διασφαλιστεί η επαναφορά του καθεστώτος πολυμερών εμπορικών συναλλαγών. Το διμερές εμπόριο κυριαρχούσε στην Ευρώπη κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξαιτίας της μη μετατρεψιμότητας των νομισμάτων αλλά και της απουσίας ενός παγκόσμιου συμψηφιστικού συστήματος διακανονισμού εμπορικών συναλλαγών. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πληρωμών (ΕΕΠ) την 1*^ Ιουλίου του 1950. Η ΕΕΠ συνέβαλε στην εξάλειψη του διμερούς εμπορίου, στο βαθμό που επέτρεπε το συμψηφισμό σε μηνιαία βάση όλων των ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων μιας χώρας - μέλους και τη διαμόρφωση μιας θέσης πιστωτικής ή χρεωστικής έναντι της Ένωσης. Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος οδήγησε στη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων το 1958-1959 και στην κατάργηση της ΕΕΠ. Με την επαναφορά της μετατρεψιμότητας, το Σύστημα του Bretton Woods τέθηκε ουσιαστικά σε λειτουργία. Η παρουσία, λοιπόν, του Συστήματος καθιστά μη αναγκαία την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για τη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης. Συγκροτημένες συζητήσεις για τη νομισματική ενοποίηση ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο Jean Monnet το 1961, μέσω της «Επιτροπής Δράσης για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» (Action Committee for the United States of Europe), προτείνει τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης. Το αποτέλεσμα των διεργασιών ήταν η κατάθεση το Φεβρουάριο του 1968 του Σχεδίου Barre στο Συμβούλιο Υπουργών. Ο κύριος στόχος αυτού του Σχεδίου ήταν η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας των χωρών - μελών. Στο μεταξύ, με τη συγχώνευση των εκτελεστικών οργάνων το 1967, οι τρεις

κοινότητες, EKAX, ΕΟΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ, αποκτούν ενιαία θεσμικά όργανα Έτσι, ιδρύθηκε ένα ενιαίο Συμβούλιο και μια ενιαία Επιτροπή και για τις τρεις κοινότητες. Στο Σχέδιο προτεινόταν η καθιέρωση ενός μηχανισμού αυτόματης και χωρίς όρους χρηματοδότησης για την υπεράσπιση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων των χωρών της ΕΟΚ. Προτεινόταν, επίσης, να εξεταστεί η δυνατότητα δημιουργίας μιας ενιαίας ευρωπαϊκής νομισματικής αρχής. Οι προτάσεις αυτές συζητήθηκαν στη Χάγη το Δεκέμβριο του 1969. Τον Ιανουάριο του 1970 το Συμβούλιο αποφάσισε να υλοποιήσει μέρος των προτάσεων του Σχεδίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών για τη χορήγηση βραχυπρόθεσμων πιστώσεων και τη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου για τη συζήτηση θεμάτων οικονομικής πολιτικής. Η κορύφωση των προσπαθειών για τη νομισματική ενοποίηση πραγματοποιήθηκε με την κατάθεση της Πρώτης και Δεύτερης Έκθεσης Βέρνερ (Werner Reports) το Μάιο και Οκτώβριο του 1970 αντίστοιχα. Στις εκθέσεις αυτές προτεινόταν η δημιουργία μιας πλήρους οικονομικής και νομισματικής ένωσης το 1980. Ας σημειωθεί ότι η νομισματική ενοποίηση που προτείνονταν δεν προέβλεπε αναγκαστικά την κυκλοφορία ενός ενιαίου νομίσματος. Μια εναλλακτική πρόταση προέβλεπε τη δυνατότητα για οριστικό «κλείδωμα» των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την εξάλειψη των περιθωρίων διακύμανσης. Τον Φεβρουάριο του 1971 το Συμβούλιο αποφασίζει ότι οι συζητήσεις για θέματα βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής των χωρών της ΕΟΚ καθίστανται υποχρεωτικές. Παράλληλα, συστήθηκαν ένας βραχυπρόθεσμος και ένας μεσοπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός, καθένας από τους οποίους διέθετε ποσό 2 δισεκατ. δολαρίων για την οικονομική ενίσχυση των χωρών που αντιμετώπιζαν προσωρινές ανισορροπίες στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Το Φεβρουάριο του 1972 οι χώρες της ΕΟΚ προχώρησαν στη δημιουργία ενός συστήματος ελεγχόμενων συναλλαγματικών

ισοτιμιών, γνωστού ως «φίδι»? Η ενέργεια αυτή αττοτέλεσε την απάντηση των Ευρωπαίων στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το Σύστημα του Bretton Woods, μετά το ξέσπασμα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης και ως συνέπεια της αδυναμίας του δολαρίου να παίξει το ρόλο του νομίσματος «άγκυρα». Ήδη, βάσει της Σμιθσόνιας (Smithsonian) Συμφωνίας του 1971, το περιθώριο διακύμανσης έναντι του δολαρίου αυξήθηκε στο 2,25% εκατέρωθεν της κεντρικής ισοτιμίας. Αυτό σήμαινε ότι η μέγιστη επιτρεπτή απόκλιση μεταξύ δύο ευρωπαϊκών νομισμάτων ήταν 9%. Το ποσοστό απόκλισης (9%) μεταξύ δύο ευρωπαϊκών νομισμάτων θεωρήθηκε υπερβολικό, καθώς δημιουργούσε προβλήματα στην αποτελεσματική λειτουργία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), η οποία ξεκίνησε το 1961 και αποτελούσε μέχρι τότε την πρώτη πραγματική κοινή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ευαισθησία με την οποία αντιμετώπιζαν οι χώρες της ΕΟΚ την ΚΑΠ τις ώθησε να μειώσουν το ποσοστό διακύμανσης των νομισμάτων έναντι του δολαρίου σε +/- 1,125% εκατέρωθεν της κεντρικής ισοτιμίας. Το σύστημα αυτό, λόγω της εικόνας που παρουσίαζαν οι διακυμάνσεις των ευρωπαϊκών νομισμάτων έναντι του δολαρίου, ονομάστηκε «το φίδι του τούνελ του δολαρίου». Στο νέο σύστημα η μέγιστη επιτρεπτή απόκλιση μεταξύ δύο ευρωπαϊκών νομισμάτων ήταν 4,5%. Το 1973 το Σύστημα του Bretton Woods διαλύεται, με αποτέλεσμα τα ευρωπαϊκά νομίσματα να κυμαίνονται ελεύθερα έναντι του δολαρίου, αλλά οι μεταξύ τους διακυμάνσεις να περιορίζονται σε +/- 2,25% εκατέρωθεν της κεντρικής διμερούς ισοτιμίας. Το σύστημα αυτό περιθωριοποιήθηκε με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Το 1979 σε μια προσπάθεια των ευρωπαϊκών χωρών να δημιουργήσουν μια όαση νομισματικής σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). 3. Τ\., Οΐιοο-οο^νιοή tou, Kctf t \lopeiq

To ΕΝΣ είχε δύο σκέλη: ^ Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ΕΝΜ) ή ECU αποτελούσε ένα καλάθι νομισμάτων, τα οποία μετείχαν στο καλάθι αυτό με συγκεκριμένη στάθμιση, η οποία αναθεωρούνταν κάθε πέντε χρόνια. Η σύνθεση και η στάθμιση των νομισμάτων του καλαθιού οριστικοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχ και έκτοτε δεν μεταβλήθηκε (Άρθρο 109 Ζ). Ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) εξυπηρετούσε έναν εσωτερικό κι έναν εξωτερικό στόχο. Ο εσωτερικός στόχος αφορούσε τη διασφάλιση χαμηλού πληθωρισμού στο εσωτερικό της ΕΕ, ενώ ο εξωτερικός στόχος αφορούσε τη μείωση των συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Ο ΜΣΙ σχεδιάστηκε ως ένα σύστημα σταθερών, αλλά αναπροσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Κάθε νόμισμα είχε μια κεντρική ισοτιμία έναντι του ECU. Οι ισοτιμίες αυτές χρησιμοποιούνταν για τον καθορισμό των κεντρικών διμερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο ΜΣΙ λειτουργούσε στη βάση δύο κανόνων: του κανόνα του περιθωρίου διακύμανσης του κανόνα των επανευθυγραμμίσεων. Ειδικότερα: Ο κανόνας του περιθωρίου διακύμανσης ορίζει ότι ένα νόμισμα του μηχανισμού μπορεί να κυμαίνεται έναντι ενός άλλου μέσα σε μία ζώνη

εύρους +/- 15% από την κεντρική ισοτιμία. Μόλις οι ισοτιμίες των νομισμάτων του ΜΣΙ πλησιάζουν τα όρια διακύμανσης, τότε οι κεντρικές τράπεζες παρεμβαίνουν προς ενίσχυση των νομισμάτων. ΤΟ περιθώριο αρχικά είχε οριστεί να είναι +/- 2,25% για όλα τα νομίσματα, με εξαίρεση την ιταλική λιρέτα, για την οποία επετράπη ευρύτερο περιθώριο της τάξης του +/- 6%. Μετά την κρίση του 1993, τα περιθώρια διευρύνθηκαν στο 15%. Ορισμένα, ωστόσο, νομίσματα, όπως το ολλανδικό φιορίνι, διατήρησαν το δικαίωμα να κυμαίνονται 4 στη ζώνη του +/- 2,25%. Ο κανόνας των επανευθυγραμμίσεων επιτρέπει σε μια χώρα που παρουσιάζει υψηλότερο πληθωρισμό έναντι της χώρας που βρίσκεται στο κέντρο του συστήματος να αναπροσαρμόζει την κεντρική ισοτιμία του νομίσματός της, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πραγματική ανατίμησή του. Οι επανευθυγραμμίσεις πραγματοποιούνταν μόνο με κοινή συμφωνία και στόχος των σχεδιαστών ήταν να προστατευτεί το σύστημα από «κερδοσκοπικές επιθέσεις». Η ρύθμιση αυτή αποτέλεσε μια καινοτομία σε σύγκριση με την πρακτική που ίσχυε στο καθεστώς του Bretton Woods, όπου οι αποφάσεις για την επανευθυγράμμιση των κεντρικών ισοτιμιών λαμβάνονταν από τη χώρα που μετέβαλε την ισοτιμία του νομίσματός της. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις φάσεις στη λειτουργία του ΜΣΙ:^ Πρώτη φάση: 1979-1983 Κατά την περίοδο αυτή ο ΜΣΙ λειτουργεί σαν ένα σύστημα κυμαινόμενων ισοτιμιών. Οι οικονομικές αποκλίσεις των χωρών - μελών του συστήματος είναι μεγάλες. Οι επανευθυγραμμίσεις, στην αρχή, ήταν πολύ συχνές, σταδιακά όμως έπαψαν να καθορίζονται από την αρχή ότι, προκειμένου να αποκατασταθεί η απώλεια της ανταγωνιστικότητας, θα πρέπει να ισούνται με την διαφορά στον πληθωρισμό των δύο χωρών. 4. ΑλεΣΟίί., Οιν.οΜΰ^\<Λθ tau ^ ίΰω ρ ι- Tns -TOO C-Λύ '5 ^ 66^. 6^. ζ- Π-.» MXi ^ Χαρΰ' tr<\^ve3u:«\ f^tvtoopjy^a') -too U i l,. 6 5 - T 2.

Δεύτερη φάση: 1984-1987 Κατά την περίοδο αυτή το σύστημα βρέθηκε στη δίνη των πιέσεων που προκάλεσε η κατακόρυφη πτώση του δολαρίου το 1985 αλλά και η εισαγωγή καινοτομιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στο διάστημα αυτό οι χώρες μέλη πέτυχαν μεγαλύτερο βαθμό οικονομικής σύγκλισης, ενώ παράλληλα το σύστημα καθίστανται πιο αυστηρό όσον αφορά τη συχνότητα αλλά και το εύρος των επανευθυγραμμίσεων. Τρίτη φάση: 1987-1992 Μετά την επανευθυγράμμιση του Ιανουαρίου 1987 το σύστημα εισέρχεται σε μια νέα φάση, που διαπνέεται από την πεποίθηση των μελών του ότι είναι σταθερό και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1992 δεν πραγματοποιείται καμία επανευθυγράμμιση. Η επιτυχία και η σταθερότητα στο ΜΣΙ χωρών με ροπή προς τον πληθωρισμό θα τις βοηθήσει να μειώσουν τον πληθωρισμό με το μικρότερο δυνατό κόστος στο εθνικό προϊόν και την απασχόληση. Τελικά, το σύστημα οδηγήθηκε το 1992 σε κατάρρευση κάτω από το κύμα δυσπιστίας που προκάλεσε η διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχ. Το Σεπτέμβριο του 1992 η ιταλική λιρέτα και η αγγλική στερλίνα αναγκάζονται κάτω από την πίεση των κερδοσκοπικών πιέσεων να εγκαταλείψουν το ΜΣΙ, ενώ το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου υποτιμήθηκαν το εσκούδο και η πεσέτα. Τέταρτη φάση: 1993-1998 Ένα χρόνο μετά την έξοδο της λιρέτας ο ΜΣΙ δέχτηκε νέες πιέσεις, οι οποίες οδήγησαν τον Αύγουστο του 1993 στη διεύρυνση των ορίων της ζώνης διακύμανσης σε +/- 15%. Στο σύστημα εντάχθηκαν το αυστριακό σελίνι στις 9/01/1995 και το φινλανδικό μάρκο στις 12/12/1996. Η ιταλική λιρέτα επανεντάχθηκε στις 24/11/1996, ενώ η ελληνική δραχμή εντάχθηκε στις 16/3/1998. Η κρίση του 1992 επέφερε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία

του συστήματος. Είναι πλέον αποδεκτό ότι οι κρίσεις του 1992 και του 1993 οφείλονταν όχι μόνο στην απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων αλλά και στη δυσκαμψία που παρουσίασε ο ΜΣΙ μετά το 1987. Το Σύστημα καταργήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1998 και αντικαταστάθηκε την 1' Ιανουαρίου 1999 από το Νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Η εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών από τη συμμετοχή τους στο ΜΣΙ συνέβαλε στην επίσπευση των διαδικασιών για τη νομισματική ενοποίηση. Για όλες τις χώρες της Ε.Ε., πλην της Γερμανίας, η νομισματική ένωση κατέστη αναπόφευκτη με την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την μετεξέλιξη του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών σε ένα σύστημα σχεδόν σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ας σημειωθεί ότι το 1985 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανέλαβε την υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου: τη δημιουργία της «ενιαίας εσωτερικής αγοράς» μέχρι το 1992. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ) που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου στις 2 Δεκεμβρίου τους 1985. Η ΕΕΠ, που άρχισε να εφαρμόζεται την 1 ^ Ιουλίου του 1987, αποτέλεσε την πρώτη σημαντική τροποποίηση της Συνθήκης της Ρώμης και δημιούργησε τη ρητή νομική δέσμευση των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς. Η υλοποίηση του προγράμματος της ενιαίας αγοράς οδήγησε μεταξύ άλλων, και στην απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων μετά το 1992. Η ελεύθερη ροή των κεφαλαίων, η απουσία συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων των χωρών της κοινότητας που καθιστούσε απαραίτητη την άσκηση διαφορετικής πολιτικής επιτοκίων, και η εμμονή των ευρωπαίων να μην επανευθυγραμμίζουν τις κεντρικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους, παρά τις διαφορετικές επιδόσεις τους στον

πληθωρισμό, οδήγησαν στην κατάρρευση του ΜΣΙ και στην επίσπευση των διαδικασιών για τη δημιουργία της ΟΝΕ. Η διαπίστωση αυτή είναι απόρροια των συνεπειών της γνωστής στην οικονομική θεωρία «ασύμβατης τριλογίας». Σύμφωνα με την «ασύμβατη τριλογία», μόνο δύο από τις ακόλουθες τρεις πολιτικές είναι ταυτόχρονα συμβατές μεταξύ τους: ν' πλήρης ελευθερία στη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων V σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ν' ανεξάρτητη νομισματική πολιτική Αν για παράδειγμα, σε μια χώρα υπάρχει πλήρης ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων και η συναλλαγματική ισοτιμία είναι προσδεδεμένη με το νόμισμα μιας μεγάλης χώρας, τότε η νομισματική πολιτική της χώρας παύει να είναι ανεξάρτητη, διότι οι νομισματικές αρχές θα πρέπει να αυξομειώνουν την ποσότητα χρήματος, ώστε τα εγχώρια επιτόκια να ακολουθούν τα επιτόκια της μεγάλης χώρας, με το νόμισμα της οποίας έχει προσδεθεί το εθνικό νόμισμα. Για παράδειγμα, ακόμη και μια ελαφρά μείωση του εγχώριο επιτοκίου, που δεν είναι συμβατή με το αποδεκτό περιθώριο μεταξύ εγχώριων και ξένων επιτοκίων, θα μπορούσε να προκαλέσει μαζική έξοδο κεφαλαίων από τη χώρα. Η απειλή αυτή της εξόδου κεφαλαίων εξαναγκάζει τις εγχώριες νομισματικές αρχές να μην επιχειρούν δραστικές διαφοροποιήσεις των εγχώριων από τα ξένα επιτόκια και επομένως να ακολουθούν, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, τις προδιαγραφές της νομισματικής πολιτικής της ξένης χώρας. Αν οι χώρες θέλουν να ακολουθήσουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική σε ένα περιβάλλον όπου επικρατεί ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων, τότε θα πρέπει να αφήσουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία να κυμαίνεται, προκειμένου να εξασφαλίζεται ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών. Επειδή όμως, η προοπτική των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών διαταράσσει τις εμπορευματικές ροές και δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις χώρες της Ε.Ε., οι οποίες

παρουσιάζουν μεταξύ τους μεγάλο βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης, η κοινή νομισματική πολιτική (δηλαδή η έλλειψη ανεξάρτητων εγχώριων νομισματικών πολιτικών) ήταν αναπόφευκτη. Η εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών από τη συμμετοχή στο «σκληρό» Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) - όπως συνηθίζεται να αποκαλεί ο ΜΣΙ για την περίοδο 1987-1992, όταν οι κεντρικές ισοτιμίες παρέμειναν σταθερές για πέντε χρόνια - κατέστησε εμφανές ότι το μάρκο ήταν το «νόμισμα άγκυρα» του ΜΣΙ, λόγω του μεγέθους της γερμανικής οικονομίας αλλά και επειδή χώρες με ροπή προς τον πληθωρισμό όπως η Ιταλία, θέλησαν να κερδίσουν από την αξιοπιστία της Bundesbank. Η άσκηση μιας «κοινής» νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη είχε παραχωρηθεί ουσιαστικά στη Γερμανία, χωρίς οι υπόλοιπες χώρες να έχουν διασφαλίσει το δικαίωμα συμμετοχής στη διαμόρφωση της πολιτικής αυτής, επειδή οι νομισματικές αρχές των υπόλοιπων χωρών απλώς αναγκάζονταν, σε ένα περιβάλλον ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, να ακολουθούν τη νομισματική πολιτική της Bundesbank. Ήταν αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή οι ευρωπαϊκές χώρες θα επιδίωκαν τη δημιουργία νομισματική ένωσης και την εγκαθίδρυση μιας «ομοσπονδιακής» νομισματικής αρχής, στα όργανα και τις αποφάσεις της οποίας θα μπορούσαν να συμμετέχουν. Ήταν επίσης αναμενόμενο ότι η Γερμανία, για να δεχτεί να εγκαταλείψει το προνόμιο να χαράσσει τη νομισματική πολιτική της Ευρώπης, θα επεδίωκε να εξασφαλίσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα διασφάλιζαν ότι το ευρώ θα είναι ένα νόμισμα εξίσου σταθερό με το γερμανικό μάρκο. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνονται στη Συνθήκη του Μάαστριχ, η οποία δίνει τη δυνατότητα να υλοποιηθεί ο στόχος της νομισματικής ενοποίησης. Η Συνθήκη, που υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1992 από τους Αρχηγούς Κρατών ή Κυβερνήσεων των δώδεκα τότε χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ την 1'' Νοεμβρίου

1993, έδωσε τη δυνατότητα στα δεκαττέντε πλέον μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσουν προς την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Η ανακοίνωση από το Συμβούλιο της Μαδρίτης (1995) του ακριβούς χρονοδιαγράμματος μετάβασης στην ΟΝΕ και οι αποφάσεις του Συμβουλίου του Δουβλίνου (1996) προσέδωσαν κύρος στη Συνθήκη του Μάαστριχ και εξέφρασαν την πολιτική βούληση και την προσήλωση των ευρωπαϊκών χωρών στην ΟΝΕ. Οι σημαντικότεροι σταθμοί της πορείας της ΟΝΕ απεικονίζονται συνοπτικά στον πίνακα που ακολουθεί:

Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ 1.2.1 Το όφελος από τη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση Το προφανές όφελος που προκύπτει από την υιοθέτηση ενός ενιαίου νομίσματος από μια ομάδα κρατών είναι η εξάλειψη του κόστους συναλλαγών σε ξένα νομίσματα. Είναι γνωστό ότι η μετατροπή ενός νομίσματος σε ένα άλλο συνεπάγεται κάπσιο κόστος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έκθεσή της εκτίμησε ότι η εξοικονόμηση πόρων που θα προκύψει από την κατάργηση των εθνικών νομισμάτων των ευρωπαϊκών χωρών ανέρχεται στο 0,5% του ΑΕΠ, ενώ για τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, η εξοικονόμηση των πόρων μπορεί να ανέλθει στο 1% του ΑΕΠ το χρόνο. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται και πολλά άλλα Οφέλη από τη συμμετοχή μιας χώρας σε μια νομισματική ένωση. Σε αντίθεση όμως προς το προαναφερθέν όφελος, το οποίο επιδέχεται ποσοτικοποίηση, τα υπόλοιπα Οφέλη, τα οποία θα δούμε στη συνέχεια, είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι είναι μικρά ή ασήμαντα. Η εξαφάνιση των συναλλαγματικών διακυμάνσεων θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να αποφασίσουν ορθολογικά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για το χώρο εγκατάστασης αλλά και τσ άριστα μέγεθος νέων μονάδων παραγωγής. Αυτό συμβαίνει επειδή όσο υπάρχει η αβεβαιότητα για την πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών οι επιχειρήσεις θα προτιμούν να εγκαθιστούν μικρές μονάδες σε διαφορετικές χώρες, ώστε να διασφαλίζονται έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου.

Ένα άλλο όφελος που αναφέρεταί στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετίζεται με τη μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου των επιτοκίων, ως αποτέλεσμα της εξάλειψης του συναλλαγματικού κινδύνου. Η μείωση των επιτοκίων αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και κατά συνέπεια σε αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Βέβαια, στο επιχείρημα αυτό υπάρχει και αντίλογος. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η εξάλειψη μιας μορφής αβεβαιότητας, δεν συνεπάγεται κατ ανάγκη τη συνολική εξάλειψη της αβεβαιότητας. Απλώς, η αβεβαιότητα επανέρχεται με άλλη μορφή. Στην προκείμενη περίπτωση, η αβεβαιότητα μπορεί να αφορά το φορολογικό καθεστώς το οποίο μετά την απώλεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών ως εργαλείου πολιτικής αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίπτωση κατά την οποία μία χώρα θέλει να προστατευθεί από τις αρνητικές συνέπειες μιας αρνητικής ασύμμετρης διαταραχής. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω της αύξησης της διαφάνειας των τιμών είναι ένα ακόμη όφελος που σχετίζεται με τη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση. Η δυνατότητα σύγκρισης των τιμών για το ίδιο προϊόν από το ένα άκρο της Ευρώπης ως το άλλο θα οδηγήσει στην εξάλειψη των διαφορών στις τιμές (Πίνακας 2). Σύμφωνα δε με μια άποψη η υιοθέτηση κοινού νομίσματος θα έχει επιπτώσεις και στον τρόπο λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Έτσι, οι εργαζόμενοι σε μια χώρα θα μπορούν άμεσα να εκτιμήσουν τις συνέπειες μιας υπέρμετρης μισθολογικής διεκδίκησης, όταν οι εργαζόμενοι σε άλλη χώρα της ένωσης δεχτούν μικρότερη αύξηση.

Π ΙΝ Α Κ Α!2 Μέση διαφορά τιμών (χωρίς φόρους) για το ίδιο αυτοκίνητο στην Ευρώττη το 1986 και το 1989 (Δανία = 100) 1986 1989! Βέλγιο 121! 123 Δανία 100 100 Γαλλία 130 1 132 Γερμανία 129 137 Ιταλία 144 ί 148 Ολλανδία 123 130 Πηγή ; De Grauwe [1994] Ην. Βασίλειο^, 151 161 Γισ παράδαγμσ, οι τιμές των αυτοκινήτων στην Ευρώπη διαφέρουν σημαντικά. Βλέπουμε σπ το ίδιο αυτοκίνητο στο Ηνωμένο Βασίλειο α'ναι 60% ακριβότερο σττ' ότι στη Δανία. Με τη δημιουργία της ΟΝΕ οι κεντρικές τράπεζες των ευρωπαϊκών χωρών θα εξοικονομήσουν πόρους, καθώς θα μειώσουν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν. Επιπλέον, η υιοθέτηση του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος θα αποφέρει κέρδη από το εκδοτικό προνόμιο του νέου νομίσματος, το οποίο θα γίνει νόμισμα αποταμίευσης κεντρικών τραπεζών χωρών εκτός της ΟΝΕ. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η πολιτική βαρύτητα των χωρών της Ένωσης στην παγκόσμια οικονομία θα ενισχυθεί μετά την καθιέρωση του ευρώ. Ως τελευταίο, αλλά όχι κατ ανάγκην και μικρότερο όφελος από τη συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση θα αναφέρουμε το όφελος από τη διασφάλιση χαμηλού ρυθμού πληθωρισμού στις χώρες της νομισματικής ένωσης. Θα πρέπει όμως, να τονίσουμε ότι το όφελος αυτό δεν διασφαλίζεται αποκλειστικά και μόνο από την συμμετοχή στην ΟΝΕ. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία μια χώρα μπορεί να διασφαλίσει χαμηλό ρυθμό πληθωρισμού είτε καθιστώντας την Κεντρική της Τράπεζα

ανεξάρτητη είτε παραχωρώντας το δικαίωμα καθορισμού πολιτικής επιτοκίων σ' ένα υπερεθνικό ίδρυμα ή σε άλλη χώρα. Εάν η υπόθεση ότι μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα μπορεί να διασφαλίσει χαμηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού είναι ορθή, τότε μία χώρα με ιστορικό υψηλού πληθωρισμού μπορεί να διασφαλίσει νομισματική σταθερότητα μέσω της διασφάλισης της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της κεντρικής της τράπεζας. Επομένως, η επιλογή της συμμετοχής στην ΟΝΕ, ως μέσου για τη μείωση του πληθωρισμού, είναι προτιμότερη μόνο στο βαθμό που θα διασφαλίζει ότι το κόστος μείωσης του πληθωρισμού (υπό τη μορφή αυξημένης ανεργίας) εντός της ΟΝΕ είναι συγκριτικά μικρότερο από αυτό που συνεπάγονται άλλες επιλογές. 1.2.2 Το κόστος αττό τη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση Το μεγαλύτερο κόστος, το οποίο αντιμετωπίζει μια χώρα που συμμετέχει σε μια νομισματική ένωση, είναι η απώλεια της δυνατότητας να καθορίζει μόνη της την πολιτική επιτοκίων ή να υποτιμά το νόμισμά της, σε περίπτωση που αντιμετωπίζει μια οικονομική κρίση. Μία χώρα που δεν συμμετέχει σε νομισματική ένωση, στην περίπτωση που έχει να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση, μπορεί να μειώσει τα επιτόκιά της, για να αυξήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Εναλλακτικά, μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της, για να αυξήσει τις εξαγωγές και να μειώσει τις εισαγωγές της. Αυτός ήταν ο στόχος των δύο υποτιμήσεων που έκανε η Ελλάδα το 1983 και το 1985. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία περί «αρίστων νομισματικών περιοχών» το προαναφερθέν κόστος είναι μικρό, όταν οι πραγματικοί μισθοί - οι μισθοί μετά τη διόρθωσή τους για τον πληθωρισμό - προσαρμόζονται με ευκολία προς τα επάνω ή προς τα κάτω, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας, ή όταν οι

εργαζόμενοι μπορούν και είναι διατεθειμένοι να μετακινηθούν από μία περιοχή με υψηλή ανεργία σε άλλη περιοχή, όπου ζητούνται εργαζόμενοι. Έτσι, αν μία χώρα βρεθεί να αντιμετωπίζει μια ασύμμετρη οικονομική διαταραχή - μια οικονομική κρίση που επηρεάζει μόνο την ίδια και όχι τους εμπορικούς της εταίρους - τότε η μείωση της ζήτησης των προϊόντων της χώρας αυτής θα οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης. Αν όμως οι εργαζόμενοι είναι έτοιμοι να δεχθούν μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος τότε οι συνέπειες της κρίσης θα περιοριστσύν, αφού η μείωση των πραγματικών μισθών θα καταστήσει φθηνότερα τα προϊόντα της χώρα, κάνοντάς τα ταυτόχρονα πιο ελκυστικά. Ας σημειωθεί εδώ ότι αν η κρίση είναι συμμετρική, δηλαδή αφορά όλες τις χώρες της ένωσης (π.χ. μια πετρελαϊκή κρίση), τότε η συμμετοχή στη νομισματική ένωση δεν επιβαρύνει τη χώρα, αφού οι συνέπειες της κρίσης μπορούν υπό προϋποθέσεις να αντιμετωπιστούν από κοινού από όλες τις χώρες μέσω της κοινής νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα λοιπόν των «άριστων νομισματικών περιοχών» το κόστος συμμετοχής σε μία νομισματική ένωση σχετίζεται με την απώλεια δυνατότητας καθορισμού των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος σε περίπτωση ασύμμετρων διαταραχών. Επομένως, τα ερωτήματα που τίθενται σ αυτή την περίπτωση είναι: Κατά πόσο η υποτίμηση του νομίσματος διασφαλίζει μια οικονομία από τις αρνητικές εισοδηματικές επιπτώσεις των ασύμμετρων διαταραχών; ν' Ποια είναι η συχνότητα εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών στις υποψήφιες χώρες και κατά πόσον η ολοκλήρωση των χωρών της ένωσης θα επηρεάσει τη συχνότητα αυτή; Υπάρχουν εναλλακτικοί μηχανισμοί διασφάλισης μιας οικονομίας από τις επιπτώσεις ασύμμετρων διαταραχών;

Τέλος θα πρέπει να εκτιμηθεί εάν η συναλλαγματική ισοτιμία είναι το μόνο εργαλείο άσκησης πολιτικής για την απορρόφηση των κραδασμών που προκαλούν οι ασύμμετρες διαταραχές. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, η κλασική θεωρία προβλέπει ότι, όταν οι αγορές εργασίας δεν χαρακτηρίζονται από την απαιτούμενη ευκαμψία, σε περίπτωση μιας ασύμμετρης διαταραχής η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής έρχεται να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες. Κατά συνέπεια, η απώλεια του εργαλείου των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορεί να αντικατασταθεί από μια εύκαμπτη δημοσιονομική πολιτική. Όπως όμως επισημαίνουμε και αλλού, με την παρουσία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης οι χώρες της Ένωσης στερούνται της δυνατότητας να ασκήσουν αυτόνομη δημοσιονομική πολιτική για να εξομαλύνουν τις συνέπειες των οικονομικών ανισορροπιών. Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι με το παρόν μέγεθος ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να επιτελέσει έργο ανάλογο προς αυτό ενός κεντρικού δημοσιονομικού μηχανισμού σε μία ομοσπονδιακή νομισματική ένωση. Εάν αξιολογήσουμε τα μέλη της Ε.Ε. με βάση τα κριτήρια της θεωρίας των «άριστων νομισματικών περιοχών», διαπιστώνουμε ότι η Ευρώπη των δεκαπέντε δεν αποτελεί τους ιδανικούς υποψηφίους για μία νομισματική ένωση. Παρόλα αυτά, στη βιβλιογραφία επισημαίνεται ότι η πορεία προς το ενιαίο νόμισμα είναι μια πρωτοβουλία που βρίσκει θεωρητική θεμελίωση όχι μόνο σε οικονομικές αλλά και σε πολιτικές αρχές. Επομένως, οι έντεκα χώρες που προχώρησαν στην υιοθέτηση του ευρώ, στάθμισαν εκτός από το οικονομικό κόστος της συμμετοχής και το πολιτικό κόστος που θα είχαν από τη μη συμμετοχή τους.

2. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ 2.1 Το χρονοδιάγραμμα μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχ που υπέγραψαν οι χώρες μέλη της Ε.Ε. το Φεβρουάριο του 1992 και τέθηκε σε ισχύ την Νοεμβρίου 1993, η μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί σε τρία στάδια (Πίνακας 3). Η πραγμάτωση της μετάβασης μέσω της διαδικασίας των τριών σταδίων περιλαμβάνονταν στις προτάσεις της Έκθεσης Delors (1989). Η Έκθεση μάλιστα όριζε ως ημερομηνία έναρξης του πρώτου σταδίου την 1'^ Ιουλίου 1990. Οι ημερομηνίες έναρξης του πρώτου σταδίου την 1' Ιουλίου 1990. Οι ημερομηνίες έναρξης του δεύτερου και τρίτου σταδίου θα καθορίζονταν από τη Συνθήκη, η οποία έπρεπε να υπογράψει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου.^ ΠΙΝΑΚΑΣ 3 ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΝΕ 1η Ιουλίου 1990 'Εναρξη ττρώτου οταδι'οο ΑποΛευθερωση στην κυκ.λοφοργα των κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση Συμμετοχή των εθνικών νομισμάτων στο Μηχανισμό Συνα,λλσγματικών Ισοτιμιών ΕνΓσχυση της συνεργασϊας στην άσκηση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής Υπογραφή της Συνθήκης για τη μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα (Συνθήκη Μάαστριχτ) Τ η lavouapiou 1994 - 'Εναρξη δεύτερου οταδι'οο Ίδρυση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (Ιανουάριος 1994) Ενταση των προσπαθειών για την επίτευξη οικονομικής σύγκλισης ' Προετοιμασία για το τρίτο στάδιο 1 η lavougpi'ou 1999 - Έναρξη τρίτου σταδίου Καθιε'ρωση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος Τριετής μεταβατική περίοδος > Εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή, το 2002, και απόσυρση των πεζογραμματίων και κερμάτων. peia τις>ος οκι^,

Η Συνθήκη του Μάαστριχ προσδιόρισε ως ημερομηνία έναρξης ταυ δευτέρου σταδίου την 1'' Ιανουαρίου 1994. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, οι χώρες προέβησαν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την προετοιμασία του τρίτου σταδίου, Προβλεπόταν η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, το οποίο θα είχε ως κύρια επιδίωξη την προετοιμασία του έργου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κατά την περίοδο αυτή, τα κράτη - μέλη όφειλαν να εντείνουν τις προσπάθειές τους για επίτευξη οικονομικής σύγκλισης με στόχο την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων που αναφέρονταν στη Συνθήκη. Για την ικανοποίηση των νομικών κριτηρίων οι χώρες όφειλαν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να ενισχύσουν την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία των εθνικών κεντρικών τραπεζών και να καταστήσουν συμβατό το καταστατικό τους με αυτό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Τέλος, αναφορικά με την ημερομηνία ένταξης του τρίτου σταδίου η Συνθήκη προέβλεπε ότι το στάδιο αυτό θα άρχιζε, το αργότερο, την 1"^ Ιανουαρίου 1999, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε επίπεδο Αρχηγών ή Κρατών ή Κυβερνήσεων όριζε πριν το τέλος του 1997 άλλη ημερομηνία έναρξης (άρθρο 109 I, παράγραφος 4). Η αβεβαιότητα που προέκυψε από τη διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχ, ιδιαίτερα μετά το αρνητικό δημοψήφισμα των Δανών και την οριακή αποδοχή από τους Γάλλους, κατέστησε αναγκαία την περαιτέρω αποσαφήνιση της ακριβούς διαδικασίας μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης (15-16 Δεκεμβρίου 1995), υιοθέτησε ένα χρονοδιάγραμμα μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα (Πίνακας 4), βάσει του οποίου η μετάβαση στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) θα πραγματοποιηθεί σε τρεις διακεκριμένες φάσεις, ενώ η 1 Ιανουαρίου 1999 επιβεβαιώθηκε ως η ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4 ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΟ Φάση Α: Προετοιμασία της ΟΝΕ 28 Φεβρουάριου, κατάθεση των στατιστικών στοιχείων προς αξιολόγηση των κρατών-μελων 1-3 ΜαΤου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αρχηγών Κρατών ή Κυβερνήσεων αποφάσισε ποια κράτη πληρούν τα κριτήρια για να συμμετάσχουν στη ζώνη 3 ΜάΓου, ανακοίνωση των διμερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που θα ισχύουν από την 1/1/1999 μεταξύ των συμμετεχόντων νομισμάτων 1 Ιουνίου, δρυση της ΕΚΤ και διορισμός του Προε'δρου και των άλλων μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής ό 1η Ιανουάριου 1999 Φάση Β: Έναρξη Τρήου Σταδίου της ΟΝΕ Αμετάκλητος καθορισμός των ισοτιμιών μετατροπής Εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ Νε'α ομόλογα Δημοσίου εκδ δονται μόνο σε ευρώ Φάση Γ: Αντικατάσταση των νομισμάτων και ολοκλήρωση της νομισματικής μετάβασης Έναρξη κυκλοφορίας των τραπεζογραμματίων κε κερμάτων σε ευρώ Απόσυρση των εθνικών τραπεζογραμματίων και κερμάτων 1η Ιουλίου 2002 (το αργότερο) Κατάργηση του νομισματικού καθεστώτος των εθνικών τραπεζογραμματίων και κερμάτων Η πρώτη φάση ξεκίνησε στις 28 Φεβρουαρίου 1998, ημέρα κατά την οποία οι κυβερνήσεις τΐχΐν υποψήφιων χωρών υπέβαλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα στατιστικά στοιχεία, βάσει των οποίων αξιολογήθηκαν οι χώρες για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ (EUROSTAT). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), αξιολόγησε τη συμβατότητα των στοιχείων ως προς τις ειλημμένες αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο κατάρτισής τους. Αν η μέθοδος κατάρτισης των στοιχείων αυτών διέφερε από αυτήν που καθορίστηκε από την Eurostat, τότε τα στατιστικά δεδομένα, βάσει των

οποίων θα αξιολογούνταν οι χώρες, θα μπορούσαν να διαφέρουν από αυτά που είχαν καταθέσει. Στις 25 Μαρτίου 1998, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Νομισματικό Ιδρυμα (ΕΝΙ) υπέβαλαν τις εκθέσεις τους, στις οποίες εξετάζονταν ο βαθμός οικονομικής και νομικής σύγκλισης που επιτεύχθηκε από τις υποψήφιες χώρες. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε τις συστάσεις της προς το Συμβούλιο Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ECOFIN) για το ποιες χώρες - μέλη πληρούν τα κριτήρια. Οι εκθέσεις αυτές υποβλήθηκαν στα εθνικά κοινοβούλια, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο ECOFIN. Ας σημειωθεί ότι το ECOFIN, όψειλε πριν αποφασίσει για τις χώρες που θα συμμετάσχουν στη ΖΕ, να ανακαλέσει πρότερη γνωμοδότηση περί υπάρξεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος σε μια χώρα - μέλος. Όπως είναι γνωστό, στα πλαίσια της πολυμερούς εποπτείας της οικονομικής πολιτικής των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ECOFIN βάσει του άρθρου 104 Γ, παράγραφος 6 της Συνθήκης, εκτιμά, βάσει των συστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εάν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σε ένα κράτος. Το ECOFIN την 1'^ ΜαΤου αναίρεσε, με βάση τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις αποφάσεις του, βάσει του άρθρου 104 Γ παράγραφος 12, για την παρουσία υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και Ην. Βασίλειο), παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις πιο πάνω χώρες είχαν δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Γερμανίας, το ECOFIN παρέβλεψε το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της αυξήθηκε το 1998 έναντι του 1997. Στις 2 ΜαΤου συνεδρίασε το ECOFIN και με βάση τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποφάσισε, με ειδική πλειοψηφία, ποια κράτη πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Το ECOFIN διαβίβασε τα πορίσματά του στο Συμβούλιο

i Αρχηγών Κρατών ή Κυβερνήσεων. Την ίδια μέρα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε για το ποιες χώρες πληρούν τα κριτήρια. Στη Σύνοδο του Συμβουλίου των Αρχηγών Κρατών ή Κυβερνήσεων αποφασίστηκε, με ειδική πλειοψηφία, βάσει των συστάσεων του ECOFIN και λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις του ΕΝΙ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι 11 χώρες πληρούν τα κριτήρια και μπορούν να συμμετάσχουν στη ζώνη του ευρώ από την Ι'' Ιανουαρίου 1999. Στις 3 ΜαΤου 1998, το ECOFIN ανακοίνωσε τις σταθερές διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες, με τις οποίες θα είναι κλειδωμένα τα νομίσματα των 11 χωρών (Πίνακας 5) κατά την τριετή μεταβατική περίοδο, ενώ παράλληλα ανακοινώθηκε ο τρόπος καθορισμού των σταθερών ισοτιμιών μετατροπής ως προς το ευρώ των 11 νομισμάτων στις 31 Δεκεμβρίου 1998. ΣΤΑΘΕΡΕ! ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΝΟΜΙΣ,ΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΠΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 2.5.1998 ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΥΝ ΑΠΟ 1.1.1999 " '^...,^ μ ισ μ α i ρεμ \ 100 ΕΡ.ΜΑΝΙΑ )ΕΜ - 1ΕΛΓΙΟ ιουξεμβουργο IEF/LUF ΣΠΑΝΙΑ ;sp ΑΛΛΙΑ =RF ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΙΕΡ ΙΤΑΛΙΑ ITL ΟΛΛΑΝΔΙΑ NEC ΑΥΣΤΡΙΑ ATS ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΡΤΕ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ FIM 2062,55 BEE/IUF ESP 100 FRF 100 ΙΕΡ ITL 1 NLG 1000 100 8507,22 412,462 I 335,386 16,2608 3,94237 i 40,2676 1,95232 0,473335 12,0063 99000,2 4799,90 1163,72 29518,3 2458,56 112,674 5,46285 1,32445 33,5953 2,79812 1,13812 703,552 34,1100 8,27006 209,774 17,4719 7,10637 624,415 ATS 100 10250,5 496,984 120,492 3056,34 254,560 103,541 9097,53 1456,97 304,001 14,7391 3,57345 90,6420 7,54951 3,07071 269,806 43,2094 2,96571 PTE i FI.M : 100 -

Στο διήμερο 2 και 3 Μαΐου λήφθηκαν αποφάσεις για σημαντικά θέματα σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία της Νομισματικής Ένωσης. Έτσι, ανακοινώθηκαν τα πρόσωπα που προτάθηκαν για την Εκτελεστική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς επίσης και η διάρκεια της θητείας τους. Επίσης, έγινε αποδεκτή η Διακήρυξη για το συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής και για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης (Declaration on budget coordination and on the promotion of growth and employment). To Συμβούλιο Υπουργών συμφώνησε να επισπεύσει την παρακολούθηση των ακολουθούμενων πολιτικών, όπως προβλέπεται από το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας. Έτσι όλες οι χώρες ανέλαβαν να υποβάλουν έγκαιρα τα προγράμματα Σταθεροποίησης ή Σύγκλισης. Στο ανακοινωθέν του Συμβουλίου γίνεται αναφορά και στα αναγκαία μέτρα που θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή οι χώρες, προκειμένου να επιταχυνθεί η μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος και να αυξηθεί η απασχόληση. Τέλος, τέθηκαν υπόψη του ECOFIN τρεις Συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με: > τις χρεώσεις που θα επιβαρύνουν τους καταναλωτές για μετατροπές των νομισμάτων της ζώνης του ευρώ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, > τη διπλή αναγραφή τιμών και άλλων νομισματικών ποσών, > το διάλογο, την παρακολούθηση και την παροχή ενημέρωσης για την εύκολη εισαγωγή του ευρώ. Την 1' Ιανουάριου 1999 ξεκίνησε το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και η δεύτερη φάση της διαδικασίας μετάβασης. Κατά την ημερομηνία αυτή επισημοποιήθηκαν οι προανακοινωθείσες σταθερές διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων των κρατών - μελών της

ζώνης του ευρώ και ανακοινώθηκαν οι σταθερές ισοτιμίες μετατροττής έναντι του ευρώ (Πίνακας 6), το οποίο αντικατέστησε το ECU με ισοτιμία 1 προς 1. ΠΙΝΑΚΑΣ 6 ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΕΥΡΠ 1 ευρώ - 1,95583 Γερμεχνικό,νιάρκο 40,3399 Φράγκο Βελγίου/Λουξεμβούργου 166,386 Ισττοτνική Πεσε'τα 6,55957 Γαλλικό Φράγκο 0,787564 Ιρλανδική λίρα 1936,27 Ιταλική Λιρε'τα 2,20371 Ολλανδικό Φιορίνι 13,7603 Αυστριακό Σελίνι 200,482 Πορτογαλικό Εσκούδο 5,94573 Φινλανδικό.Μάρκο Από την 1'^ Ιανουάριου 1999, οι εθνικές νομισματικές μονάδες των χωρών μελών αποτελούν υποδιαιρέσεις του ευρώ, ενώ τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που είναι εκφρασμένα σε αυτές εξακολουθούν να αποτελούν νόμιμο χρήμα, με αναγκαστική κυκλοφορία μόνο εντός των εθνικών ορίων. Η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική της ΟΝΕ ασκείται με βάση το ευρώ, το οποίο χρησιμοποιείται και ως βάση υπολογισμού για πολλές κρατικές και διακρατικές συναλλαγές (ομόλογα, έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, κ.α.). Η τρίτη φάση της διαδικασίας μετάβασης αρχίζει την Ιανουάριου του 2002. Τραπεζογραμμάτια και κέρματα σε ευρώ κυκλοφορούν παράλληλα με τα εθνικά, τα οποία σταδιακά αποσύρονται. Η τρίτη φάση θα κρατήσει έξι, το πολύ, μήνες, αλλά η κάθε χώρα έχει το δικαίωμα, εάν το επιθυμεί, να συντμήσει τη διάρκειά της. Μέχρι την 1'' Ιουλίου του 2002, το αργότερο, ολοκληρώνεται η απόσυρση των μετρητών στις εθνικές

νομισματικές μονάδες, τα οποία παύουν να αποτελούν νόμιμο χρήμα με αναγκαστική κυκλοφορία. Οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν όμως να ανταλλάσσουν τα παλαιά εθνικά τραπεζογραμμάτια με ευρώ. 2.2 Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η Συνθήκη της Ρώμης θέτει ως προϋπόθεση συμμετοχής των κρατών - μελών στη Νομισματική Ένωση την ικανοποίηση νομικών αλλά και οικονομικών κριτηρίων (Πίνακας 7), που είναι γνωστά ως κριτήρια σύγκλισης. Σύμφωνα με το Άρθρο 109 I, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ) και η Επιτροπή είχαν την υποχρέωση να υποβάλουν στο Συμβούλιο έκθεση, η οποία θα εξέταζε τη σύγκλιση που επιτεύχθηκε από τα κράτη - μέλη. Οι εκθέσεις αυτές θα εξέταζαν επίσης εάν η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους - μέλους, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζάς του, συμβιβάζεται με τα Αρθρα 107 και 108 της Συνθήκης και με το Καταστατικό του ΕΣΚΤ. Οι εκθέσεις του ΕΝΙ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξετάζουν κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός οικονομικής σύγκλισης με γνώμονα την ικανοποίηση των ακόλουθων κριτηρίων: => Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η αξιολογούμενε χώρα - μέλος θεωρείται ότι επιτυγχάνει σταθερότητα τιμών, αν ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού, που καταγράφηκε στη χώρα αυτή κατά τη διάρκεια του έτους που προηγείται της αξιολόγησης, δεν υπερβαίνει κατά περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα τον αντίστοιχο ρυθμό που σημείωσαν στο ίδιο

διάστημα οι τρεις, το πολύ, χώρες - μέλη με την καλύτερη επίδοση από πλευράς πληθωρισμού. => Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η αξιολογούμενη χώρα - μέλος, για το διάστημα ενός έτους πριν από την αξιολόγηση, θα πρέπει να έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο που να μην υπερβαίνει κατά περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών, το πολύ κρατών - μελών με την καλύτερη επίδοση από πλευράς πληθωρισμού. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει 10 ετών ομολόγων του Δημοσίου με σταθερό τοκομερίδιο ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών. => Το κριτήριο συμμετοχής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Τέλος, το κριτήριο που αναφέρεται στη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών σημαίνει ότι ένα κράτος - μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης, που προέβλεπε ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο τουλάχιστον έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος - μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιοσδήποτε άλλου κράτους - μέλους με δική του πρωτοβουλία, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. >Τα δημοσιονομικά κριτήρια:

To κριτήριο του δημοσιονομικού ελλείμματος Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η χώρα - μέλος θεωρείται ότι επιτυγχάνει σταθερότητα δημόσιων οικονομικών, εάν δεν βρίσκεται σε κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, που σημαίνει ότι ο λόγος του δημοσίου ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ δεν υπερβαίνει το 3%, εκτός αν ο λόγος, σημειώνει συνεχή και ουσιαστική πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς. Το κριτήριο του Δημόσιου Χρέους Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, ο λόγος του Δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, εκτός αν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό. ΠΙΝΑΚΑΝ 7 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗ! (Για το έτος αξιολόγησης) Σταθερότητα Τιμών Σύγκλιση Επιτοκίων Σταθερές 1 Δημοσιονομικά Συναλ,λαγματικές ισοτιμίες : Κριτήρια Ο λόγος του Ο μέσος ρυθμός Τα μακροχρόνια Τα νομίσματα των χωρών,α) πληθωρισμού επιτόκια δεν πρέπει που συμμετέχουν δημοσιονομικού μιας χώρας δεν πρέπει να υπερβαίνουν στο μηχανισμό ελλείμματος ως ποσοστού να υπερβαίνει πάνω από 2 συναλλσ,'μστι κών του ΑΕΠ δεν πρέπει περισσότερο από ποσοστιαίες μονάδες ισοτιμιών δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 3%, 1,5 ποσοστιαία μονάδα το μέσο όρο να εμφανι'ζουν (β) Ο λόγος του δημόσιου το μέσο αντίστοιχο των επιτοκίων σημαντικές διακυμάνσεις χρέους προς το ΑΕΠ ρυθμό των τριών των τριών χωρών για δύο χρόνια να μην υπερβαίνει το 60%, χωρών-μελών με το χαμηλότερο πριν την αξιολόγηση. ή σε περίπτωση με το χαμηλότερο πληθωρισμό. υπέρβασης να μειώνεται πληθωρισμό.

Σύμφωνα με την απόφαση, στις 2 ΜαΤου 1998, των Αρχηγών Κρατών ή Κυβερνήσεων, οι χώρες που πληρούσαν τα κριτήρια ήταν: η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο. Από τις υπόλοιπες χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία πληρούσαν όλα τα κριτήρια, αλλά άσκησαν το δικαίωμα που τους παρέχεται από τα Πρωτόκολλα που ήταν συνημμένα στη Συνθήκη του Μάαστριχ για εξαίρεση (Πίνακας 8). ΠΙΝΑΚΑΣ 8 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ I Π.\ηθωρισ)ΐόξ Δημοσιονομική Κατάσταση Ιυναλλσγρατι«ς,Μαιφοχράνια ΕΛΤΧ(1 Παρουσία υπερρο.νκού 'EUcippa (ως?4 Χρέος (ως % του ΑΕΠ) Συμμέτοχη ελλείρματος Ιανουάριος McTcpc \ή σί σχί'ση.μάρτιος Ιανουάριος μετοπροπ {θϋμενο έτος 1997 1996 1993 1998 1 1997 1997 1998 1998 Τιμή Αναφοράς 2,8 3 60 7,8 Αυστρία 1,1 Ναι (2) 2,5 66,1-3,4 0,3 3,8 ναι 5,6 Βέλγιο 1,4 Ναι (2) 2,1 122,2-4,7-4.3-2,2 ναι 5,7 Γαλλία 14 Ναι (2) 3,0 58,0 2,4 2,9 4,2 ναι 5,5 Γ ερμανια Ναι (2) 2,7 61,3 0,8 2,4 7,8 ναι 5,6 Δανία 1,9 Όχι -0,7 65,1-5,5-2,7-4,9 ναι 6,2 Ελλάδα 5,2 Ναι 4,0 108,7-2,9 1,5 0,7 ναι 9,8 Ην. Βασίλειο 1,8 Ναι (2) 1,9 53,4-1,3 0,8 3,5 όχι 7,0 Ιρλανδία 1,2 Όχι -0,9 66,3-6,4-9,6-6,8 ναι 6,2 Ισπανία 1,8 Ναι (2) 2,6 68,8-1,3 4,6 2,9 ναι 6,3 Ιταλία 1,8 Ναι (2) 2,7 121,6-2,4-0,2-0,7 ναι 6,7 Λουξεμβούργο 1,4 Όχι -1,7 6,7 0,1 0,7 0,2 ναι 5,6 Ολλανδία 1,8 Όχι 1,4 72,1-5,0-1,9 1,2 ναι 5,5 Πορτογαλία 1,8 Ναι (2) 2,5 62,0-3,0-0,9 2,1 ναι 6,2 Σουηδία 1,9 Ναι (2) 0,8 76,6-0,1-0,9-1,4 όχι 6,5 Φινλανδία 1,3 Όχι 0,9 55,8-1,8-0,4-1,5 ναι 5,9 Ευρώπη 1,6 2,4 72,1 0,9 2,0 3,0 6,1