ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΝΑΥΑΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Παπαντωνίου Χριστίνα ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα. ΡΟΥΓΟΥ ΣΤΕΛΛΑ Θεσσαλονίκη 2010

2 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: κα. ρούγου Στέλλα Ηµεροµηνία Έγκρισης: 17/02/2010 «Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τµήµα τις γνώµες του συγγραφέα».

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή...σελ. 4-7 Μέρος πρώτο Βιβλιογραφικά προβλήµατα...σελ Μέρος δεύτερο Α. Ναυάγια του όψιµου 4 ου αιώνα π.χ. Α.1. Το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας Γενικά στοιχεία...σελ Η κεραµική του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας Λύχνοι.....σελ Άωτα σκυφίδια...σελ Αµφορίσκος..σελ Κανθαρίσκος σελ. 25 Όλπη.σελ. 25 Ιχθυοπινάκιο σελ Οξυπύθµενοι αµφορείς σελ Α.2. Άλλα ναυάγια του όψιµου 4 ου αιώνα π.χ. σελ Β. Ναυάγια του 3 ου αιώνα π.χ. Β.1. Το ναυάγιο της Κερύνειας Γενικά στοιχεία...σελ Τα ευρήµατα από το ναυάγιο της Κερύνειας...σελ Το ταξίδι του πλοίου της Κερύνειας...σελ Η χρονολόγηση του πλοίου της Κερύνειας.σελ. 36 Β.2. Άλλα ναυάγια του 3 ου αιώνα π.χ......σελ

4 Γ. Ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ. Γ.1. Το ναυάγιο του Grand Congloué A Γενικά στοιχεία...σελ Εµπορικοί οξυπύθµενοι αµφορείς από το ναυάγιο Grand ConglouéA...σελ Γ.2. Άλλα ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ..σελ Ναυάγια του 3 ου 2 ου αιώνα π.χ. σελ. 52 Ε. Ναυάγια του 1 ου αιώνα π.χ. Ε.1. Το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α Γενικά στοιχεία...σελ Εµπορικοί οξυπύθµενοι αµφορείς από το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α...σελ Η κεραµική του ναυαγίου των Αντικυθήρων Α Λύχνοι...σελ Λάγυνοι...σελ Μυροδοχεία......σελ Η χρονολόγηση του ναυαγίου των Αντικυθήρων Α.....σελ Ε.2. Άλλα ναυάγια του 1 ου αιώνα π.χ.. σελ ΣΤ. Ναυάγια του 3 ου 1 ου αιώνα π.χ...σελ. 74 Μέρος τρίτο Συγκέντρωση δεδοµένων και ερµηνευτικές προσεγγίσεις σελ

5 Επίλογος......σελ. 84 Βιβλιογραφία...σελ Εικόνες Κατάλογος προέλευσης εικόνων Πίνακες Χάρτες

6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η επιλογή του θέµατος υπαγορεύτηκε αφ ενός από τα γενικά ερευνητικά ενδιαφέροντά µου για την Ενάλια Αρχαιολογία, µιας επιστήµης εξειδικευµένης που διενεργεί έρευνα τόσο στις ακτές της θάλασσας, όσο και στον πυθµένα αυτής και αφ ετέρου από την επιθυµία µου να µελετήσω την ελληνική κεραµική που µπορεί να προέρχεται από το χώρο ενός ναυαγίου, καθώς και τη συχνότητα µε την οποία αυτή εµφανίζεται. «Ελληνική κεραµική από ναυάγια ελληνιστικών χρόνων στην περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας» είναι ο τίτλος της παρούσας εργασίας και θα ήταν σκόπιµο να αποσαφηνιστεί το «νόηµα» της εκάστοτε λέξης. Με τον όρο κεραµική, λοιπόν, εννοούµε τόσο το εµπορικό φορτίο, το αποτελούµενο από τους οξυπύθµενους αµφορείς, όσο και τα αγγεία, τα οποία χρησιµοποιούσε το πλήρωµα για τις καθηµερινές του ανάγκες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Το ναυάγιο αποτελεί ένα κλειστό σύνολο ευρηµάτων, πρόκειται, δηλαδή για τα διάφορα αντικείµενα που «δηµιουργούν» το φορτίο ενός πλοίου, για τα κεραµικά σκεύη που χρησιµοποιούσε το πλήρωµα, για τα εξαρτήµατά του, καθώς και για το ίδιο το πλοίο, που συνυπήρχαν τη στιγµή της βύθισης 1. Η ελληνιστική περίοδος επιλέχθηκε λόγω του µεγάλου αριθµού των γνωστών ναυαγίων αυτή της εποχής. Σύµφωνα µε τον Gibbins 2 τη χρονική, αυτή, περίοδο παρατηρείται αύξηση των ναυαγίων, αλλά κυρίως ανάπτυξη του εµπορίου και αύξηση της παραγωγής καθώς και της συχνότητας εµφάνισης, κατά κύριο λόγο, οξυπύθµενων αµφορέων. Στο χώρο της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, έως και το 1992, έχουν καταγραφεί 1229 ναυάγια τα οποία χρονολογικά ορίζονται από την Εποχή του Χαλκού έως και το τέλος των Βυζαντινών χρόνων 3. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο αριθµός των ναυαγίων που έχει εντοπιστεί σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, ανέρχεται στα 347, ωστόσο, αυτά που θα µας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία µε στόχο την έρευνα της ελληνικής κεραµικής, είναι στο σύνολό τους Παπαθανασόπουλος 1983, Gibbins 2001, Βασικό εγχειρίδιο αποτελεί του Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, 1992.

7 Πολλά από τα ναυάγια παραµένουν αδηµοσίευτα και έτσι, γίνεται αναγκαστική η αναζήτηση πληροφοριών σε ελλιπείς αναφορές, γεγονός το οποίο οφείλεται στον καινούριο αυτό κλάδο της αρχαιολογίας και στη νεοσύστατη Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων, αφού η ίδρυσή της το 1976, αποτέλεσε και το έναυσµα για ουσιαστική έρευνα στο θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας. Στο σηµείο αυτό αξίζει να γίνει µια σύντοµη αναφορά στην ιστορία της ενάλιας αρχαιολογίας. Οι πρώτες ανακαλύψεις, λοιπόν, προερχόµενες από τη θάλασσα, έγιναν από επαγγελµατίες σφουγγαράδες στις αρχές του 20 ου αιώνα. Το 1900 σφουγγαράδες εντόπισαν τα υπολείµµατα ενός ύστερου ελληνιστικού πλοίου, το οποίο εκτελούσε τη µεταφορά µαρµάρινων και χάλκινων αγαλµάτων, κοντά στις βόρειες ακτές των Αντικυθήρων 4. Η «ανασκαφή» του ναυαγίου ήταν η πρώτη ενάλια έρευνα αρχαιολογικής φύσης που διενεργήθηκε στη Μεσόγειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1907, σφουγγαράδες εντόπισαν ένα δεύτερο ναυάγιο της ύστερης ελληνιστικής εποχής µε ανάλογο φορτίο, κοντά στη Madhia, στις ακτές της Τυνησίας 5. Το 1928 εντοπίστηκε από ψαράδες και ερευνήθηκε µε τη βοήθεια σφουγγαράδων ένα ναυάγιο στο ακρωτήριο του Αρτεµισίου, στη βόρεια Εύβοια 6. Μετά το εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, η εφεύρεση της αναπνευστικής συσκευής αυτόνοµης κατάδυσης (S.C.U.B.A) έφερε µια πραγµατική επανάσταση στον τοµέα της ενάλιας αρχαιολογίας. Έγινε λοιπόν εφικτή η υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα από εξειδικευµένους επιστήµονες και προσωπικό, σε ένα βάθος που πλησιάζει τα πενήντα µέτρα. Η διενέργεια ολοκληρωµένων επιστηµονικών ανασκαφών οδήγησε στην εξαγωγή ασφαλέστερων συµπερασµάτων, καθώς η παρουσία αρχαιολόγων στο βυθό εξασφάλιζε την προστασία και µελέτη, των λιγότερο εντυπωσιακών, αλλά πολύ σηµαντικών για την ανασύσταση του παρελθόντος, συνευρηµάτων, τα οποία στις πρώτες έρευνες είχαν, πιθανότατα, παραµεληθεί. Το 1969 στα στενά της Μεσσήνης ένας ψαράς εντόπισε ένα αρχαίο ναυάγιο σε βάθος 35 µέτρων, το ναυάγιο του Porticello 7. Η συστηµατική ανασκαφή ανακάλυψε ένα φορτίο χάλκινων αγαλµάτων και βοήθησε στο να χρονολογηθεί το ναυάγιο στα τέλη του 4 ου αιώνα π.χ. Το 1992, ένας µεγάλος αριθµός χάλκινων αγαλµάτων ανακαλύφθηκε κοντά στις Ιταλικές ακτές, στη θαλάσσια περιοχή του 4 Weinberg, Grace et al Bol Hellenkemper Βερτός 1929, Eiseman, Ridgway 1987.

8 Brindisi 8. Φαίνεται ότι το φορτίο του πλοίου αποτελούνταν από µπρούντζο, ο οποίος προερχόταν από τα υπολείµµατα 100, περίπου χάλκινων αγαλµάτων, τα οποία είχαν καταστραφεί πριν φορτωθούν και, πιθανότατα, προορίζονταν για ανακύκλωση. Τα τελευταία χρόνια, τεχνολογικές εφευρέσεις, όπως επανδρωµένα βαθυσκάφη και ηχοβολιστικοί ανιχνευτές βυθού, επιτρέπουν την έρευνα σε πολύ µεγαλύτερα βάθη, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην ενάλια αρχαιολογία, επιτρέποντάς µας, ταυτόχρονα να είµαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για τα αποτελέσµατα των µελλοντικών ερευνών 9. Η παρούσα εργασία, λοιπόν, η οποία εκ των πραγµάτων αποτελεί µια πρώτη προσέγγιση του θέµατος λόγω των προβληµάτων που αντιµετωπίζονται στην έρευνα, έχει χωριστεί σε τρία τµήµατα. Στο πρώτο µέρος παρουσιάζονται τα βιβλιογραφικά προβλήµατα, τα οποία παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια εκπόνησης της εργασίας, στοιχείο το οποίο κρίθηκε απαραίτητο, ώστε να µπορέσει κανείς να αντιληφθεί το µέγεθος έλλειψης βασικών πληροφοριών. Στο δεύτερο µέρος γίνεται παράθεση των δεδοµένων, τα οποία κατατάσσονται χρονολογικά. Από τα τριάντα τρία ναυάγια που συγκεντρώθηκαν, µόνο τα τρία έχουν µελετηθεί επαρκώς και µόνο από αυτά µπορούµε να αντλήσουµε ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά µε την ελληνική κεραµική. Αυτό που επιχειρήθηκε είναι ο διαχωρισµός σε εµπορικούς οξυπύθµενους αµφορείς και σε χρηστική κεραµική και η µελέτη τους µέσω συγκριτικών παραδειγµάτων. Από εµπορικούς αµφορείς που έχουν εντοπιστεί σε χερσαίες ανασκαφές και µε βάση τις γνωστές δηµοσιεύσεις της Αγοράς των Αθηνών, του Κεραµεικού, της Κορίνθου, αλλά και της Μακεδονίας για τη χρηστική κεραµική, έγινε µια προσπάθεια χρονολόγησης των κεραµικών σκευών και κατ επέκταση των εκάστοτε ναυαγίων. Τα ναυάγια για τα οποία, δυστυχώς, οι πληροφορίες είναι ελλιπείς έχουν µελετηθεί σε ξεχωριστά υποκεφάλαια. Στο τρίτο µέρος γίνεται µια προσπάθεια συγκέντρωσης των δεδοµένων, καθώς και ερµηνεία αυτών µέσω υποθέσεων, ενώ παράλληλα η δηµιουργία σχετικών πινάκων και χαρτών βοηθάει στην καλύτερη κατανόησή τους. 8 Mazzatenta Για ένα πλήρη κατάλογο των τεχνολογικών καινοτοµιών που βρίσκουν εφαρµογή στην ενάλια αρχαιολογία, βλ. Delgado 1997, 15.

9 Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της αξίας των ναυαγίων ως κλειστών συνόλων, µε σκοπό τη χρονολόγηση της κεραµικής µέσω της µελέτης των δεδοµένων, όπου αυτό είναι δυνατόν, και η σηµασία της για τη χρονολόγηση ή επιβεβαίωση χρονολόγησης των ναυαγίων που µας παραθέτουν οι µελετητές.

10 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Βιβλιογραφικά προβλήµατα Βασιζόµενοι, κυρίως, στο εγχειρίδιο του Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, 1992 έγινε καταγραφή των ναυαγίων που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας και ανήκουν στην προαναφερθείσα χρονική περίοδο. Σύµφωνα µε τον Parker τα ναυάγια, στα οποία είναι εµφανής η παρουσία ελληνικής κεραµικής (φορτίο ή χρηστική κεραµική), ανέρχονται στα 33, για τα περισσότερα, όµως, από τα οποία έχουµε ελλιπείς πληροφορίες. Τέσσερα ναυάγια θα µας απασχολήσουν για την περίοδο του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. Τα τρία εντοπίζονται στην περιοχή του Αιγαίου (Αντιδραγονέρα, Κύθνος, Χίος) και το τέταρτο στον κόλπο του Μαρµαρά στην περιοχή της Τουρκίας (Fethiye). Αρκετές πληροφορίες τόσο για το ίδιο το πλοίο όσο και για την κεραµική που υπήρχε µέσα σε αυτό διαθέτουµε για το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας. Έτσι, λοιπόν, στο Κουρκουµέλης,., Υποβρύχια ανασκαφή στο ναυάγιο της Αντιδραγονέρας (Κύθηρα). Περίοδοι 1997 και 2000, ΕΝΑΛΙΑ VI, 2002, 10-23, γίνεται µια σύντοµη αναφορά στις συνθήκες που αντιµετώπισαν οι υποβρύχιοι αρχαιολόγοι κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του ναυαγίου, ενώ από τα άρθρα Κουρκουµέλης,., Αναγνωριστική υποβρύχια έρευνα στη θαλάσσια περιοχή Αλεύµωνα Κυθήρων περιόδου 1993, ΕΝΑΛΙΑ IV-1/2, 1992, 6-11, Κουρκουµέλης,., Ανασκαφική έρευνα στη νησίδα Αντιδραγονέρα Κυθήρων ( ), ΕΝΑΛΙΑ V-1/2, 1993, 32-41, Κουρκουµέλης,., Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στη νησίδα Αντιδραγονέρα Κυθήρων (περίοδος 1996), ΕΝΑΛΙΑ V-3/4, 1993, και Κουρκουµέλης,., Το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας: Ένα κλειστό εύρηµα του ύστερου 4 ου αι. π.χ. από τα Κύθηρα, στο ΣΤ Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Προβλήµατα χρονολόγησης, κλειστά σύνολα-εργαστήρια. Πρακτικά (Βόλος Απριλίου 2000), Αθήνα 2004, , µπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες για το σύνολο της κεραµικής, αφού γίνεται εκτενής αναφορά σε αυτή.

11 Για τα ναυάγια που εντοπίζονται στην περιοχή της Χίου και της Κύθνου υπάρχει µια πολύ σύντοµη αναφορά στο άρθρο Dellaporta, K., Georgiou, P., Kapsimalis, V., Kourkoumelis, D., Mallios, A., Micha, P., Sakellariou, D., Theodoulou, T., Searching for Ancient Shipwrecks in the Aegean Sea: the Discovery of Chios and Kythnos Hellenistic Wrecks with the Use of Marine Geological- Geophysical Methods, IJNA 36, 2007, , ενώ αναµένεται η δηµοσίευσή τους. Ελλιπείς πληροφορίες διαθέτουµε ακόµη και για το ναυάγιο Fethiye, αφού µέσα σε µια παράγραφο στο άρθρο Pulak, C., Turkish coastal survey yields wreck site inventory, ΙΝΑ Νewsletter 12.2, 1985α, 2-3, ο συγγραφέας προσπαθεί να αποδώσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εντοπίστηκε το ναυάγιο, τα ευρήµατα εν συντοµία καθώς και τη χρονολόγηση του. Στον 3 ο αιώνα π.χ. παρατηρείται µεγαλύτερος αριθµός ναυαγίων και σε διαφορετικές µεταξύ τους περιοχές. Εντοπίζονται, λοιπόν, τρία ναυάγια στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου (Σποράδες Α, ράπι, Σέριφος), ένα στο Ιόνιο (Πρέβεζα Β), ένα στην Κύπρο (Κερύνεια), δυο στον κόλπο του Κεραµικού (Kuçük Keramit, Kizil Burum), τρία στην περιοχή της Ιταλίας (Vulpiglia, Capo Graziano F, Savelletri), ένα στη θαλάσσια περιοχή µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης (Τουρκία-Λιβύη), ένα στη θαλάσσια περιοχή της Τουρκίας (Serçe Limani B) καθώς και ένα στη Μαύρη Θάλασσα, στην περιοχή της Ρουµανίας (Gallatis B). Πιο συγκεκριµένα, το ναυάγιο Σποράδες Α είναι αδηµοσίευτο, ενώ για τα ναυάγια Πρέβεζα Β (Βοκοτοπούλου, I., Αρχαιότητες και µνηµεία Ηπείρου, Α 24 (1969), 1970, ) και ράπι (Papathanasopoulos, G.A., Underwater surveys in 1971, IJNA 9, 1980, ) γίνεται αναφορά στα αντίστοιχα περιοδικά για τον τρόπο αποκάλυψής τους, χωρίς, ουσιαστικά, να µας παρέχουν πληροφορίες για το ίδιο το ναυάγιο, αλλά και για τα ευρήµατα που εντοπίστηκαν στο εκάστοτε κλειστό σύνολο. Ελάχιστες πληροφορίες διαθέτουµε και για το ναυάγιο που βρέθηκε ανοιχτά της Σερίφου, αφού στο άρθρο Kazianes, D., Simossi, A., Haniotes, F.K., Three amphora wrecks from the Greek World, IJNA 19, 1990, γίνεται µια πολύ σύντοµη αναφορά στις συνθήκες εντοπισµού του και στα ευρήµατα. Για το ναυάγιο της Κερύνειας 10 µπορεί κανείς να βρει αρκετές και εκτενείς αναφορές, οι οποίες όµως, στην πλειονότητά τους έχουν σχέση µε την κατασκευή του πλοίου 10 Bass, G. F., Archaeology under water, London 1966, Green,J.,N., Hall.E.T., Katzev,M.L., Survey of o Greek shipwreck off Kyrenia, Cyprus, Archaeometry 10, 1967, 47-56, Katzev,M.L., Cyprus: Greek shipwreck off Kyrenia, ΑΑΑ Α1, 1968, Katzev,M.L., [Note of Kyrenia], AJA 73, 1969a, 238,

12 και το ταξίδι του πειραµατικού πλοίου Κερύνεια ΙΙ. Για την κεραµική, την οποία περιελάµβανε το φορτίο του πλοίου, καθώς και τα αγγεία που χρησιµοποιούσε το πλήρωµα, αντλούµε πληροφορίες από τα πολύ γενικά άρθρα χωρίς, όµως να γίνεται λεπτοµερής µελέτη της, ενώ σε συνδυασµό µε τη µη δηµοσίευση σχετικών µε τα αγγεία εικόνων, καθίσταται δύσκολη η άρτια ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Για τα ναυάγια Kuçük Keramit και Kizil Burum που εντοπίζονται στη θαλάσσια περιοχή της Τουρκίας, αφιερώνεται µια µόνο παράγραφος για το καθένα στο άρθρο Rosloff, J.P., INA s 1980 Turkish underwater survey, IJNA 10, 1981, Αξίζει να σηµειωθεί ότι στα άρθρα Vanderpool, E. et al., Koroni: a Ptolemaic Camp on East Coast of Attica, Hesperia 31.1, 1962, 26-61, Vanderpool, E. et al., Notes on the Amphoras from the Koroni Penisula, Hesperia 32.3, 1963, και Vanderpool, E. et al., Koroni: The Date of the Camp and the Pottery, Hesperia 33.1, 1964, γίνεται µια σύντοµη προσπάθεια σύγκρισης των αµφορέων που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της Κορώνης µε τους αµφορείς του ναυαγίου του Kizil Burum, δίνοντας µας έτσι ακριβή χρονολόγηση για το ναυάγιο, ενώ κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και από τη Grace, V.R. στο άρθρο Samian Amphoras, Hesperia 40.1, 1971, για το ναυάγιο Kuçük Keramit. Για το ναυάγιο Vulpiglia στην Ιταλία διαθέτουµε ελλιπείς πληροφορίες, αφού δε γίνονται εκτενείς αναφορές στα άρθρα Parker, A.J., The preservation of ships and artifacts in ancient Mediterranean wreck sites, Progress in Underwater Science 5, 1980, και Parker, A.J., Relitto di una nave corinzia a Vulpiglia (Siracusa), VI Congreso Internationale di Arqueologia, Cartogena 1982 (Madrid), , ενώ µια πολύ σύντοµη αναφορά (µόλις δυο σελίδων) έχουµε και στη διατριβή της Koehler, C.G., Corinthian A and B Transport Amphoras, PhD thesis, Princeton 1979a. Επιπλέον, στο άρθρο Spiess, F.N., & Orzech, J.K., Location of ancient amphorae in the deep waters of the Eastern Mediterranean by the Deep tow Vehicle στο Realus of Katzev,M.L., The Kyrenia Shipwreck, Expedition 11.2, 1969b, 55-59, Katzev,M.L., A Greek ship is raised, Expedition 12.4, 1970, 6-14, Katzev,M.L., The Kyrenia ship. A history of seafaring based on Underwater Archaeology, (ed. Bass,G.F.), London 1972, Katzev,M.L., Last Harbor for the oldest ship, National Geographic 147, 1974, , Katzev,M.L., Cyprus underwater archaeological search, 1969, National Geographic Society Research Reports, 1969 Projects, 1978, , Katzev,M.L., Kyrenia II. Research on an ancient shipwreck comes full circle in a full-scale replication, INA Newsletter 13.3, 1986, 1-11, Katzev,M.L., Voyage of Kyrenia II, INA Newsletter 16.1, 1989, 4-10, Morel,J.P., Ceramique Campanienne: Les Formes, Rome 1981, Steffy, J., The Kyrenia Ship: An Interim Report on its Hull Construction, AJA 89(1), 1985, , Swiny,H. Wylde & Katzev,M.L., The Kyrenia shipwreck: a fourth century B.C. Greek merchant ship, Colston Papers 83, 1973, , Tylecote,R.F., Durable materials for sea water: the archaeological evidence, IJNA 6, 1977,

13 Cold (X Conference on Underwater Archaeology), ed. Cockrell, W.A., California 1981, που αφορά στο ναυάγιο που εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, δίνονται γενικά στοιχεία για το ατυχές συµβάν, χωρίς ωστόσο να υπάρχει λεπτοµερής αναφορά στην κεραµική. Από τα άρθρα Gandoffi, D., Segnalazioni e ricerche sottomarine , Rivista di Studi Liguri 41-42, 1982, , Will, E.L., Graeco-Italic amphoras, Hesperia 51, 1982, και Bernabó Bred, L., & Cavalier, M., Archaeologia subacquea nelle Isole Bolie, Archeologia Subacquea 2 (Bollettino d Arte 29, Supp.), 1985, µπορούµε να αντλήσουµε ελάχιστες πληροφορίες για το ναυάγιο Capo Graziano F, αφού η κεραµική κατέχει «αναφορική», µόνο, θέση. Ελάχιστα στοιχεία έχουµε για το ναυάγιο στο Savelletri στην περιοχή της Ιταλίας, αφού οι µόνες µας πληροφορίες προέρχονται από το άρθρο Kapitän, G., A Corinthian shipwreck at Savelletri, IJNA 2, 1973a, Από ένα µόνο άρθρο (Cosma, V., Amphora from Gallatis (Romania), IJNA 2, 1973, 51-58) µπορούµε να αντλήσουµε πληροφορίες και για το ναυάγιο Gallatis B, το οποίο εντοπίζεται στην περιοχή της Ρουµανίας 12. Περνώντας στο 2 ο αιώνα π.χ. παρατηρούµε ότι δε διαφοροποιείται ο αριθµός των ναυαγίων σε σχέση µε τον προηγούµενο αιώνα, υποθέτοντας ότι το εµπόριο συνεχίζει να κατέχει σηµαντική θέση. Το ναυάγιο Grand Congloué A, το οποίο εντοπίζεται στη Νότια Γαλλία, είναι το µοναδικό, από όσα καταγράψαµε σ αυτόν τον αιώνα, για το οποίο διαθέτουµε αρκετά και εκτενή στοιχεία. Βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί το εγχειρίδιο του Benoit, F., Fouilles sous-marines. L épave du Grand Congloué a Marsaille, Gallia Supp.14, 1961a, το οποίο µας δίνει στοιχεία για τον τρόπο εύρεσής του, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανελκύστηκαν τα ευρήµατά του, ενώ πλήρης αναφορά και µελέτη γίνεται τόσο για τους οξυπύθµενους αµφορείς που µετέφερε το πλοίο όσο και για την κεραµική που χρησιµοποιούνταν από το πλήρωµα. Επιπλέον, από τα άρθρα Braemer, F. et Marcadé, J., Ceramique antique et pieces d ancres trouvées en mer á 11 Για το ίδιο ναυάγιο έχουµε αναφορές στο άρθρο Kapitän, G., Un Relitto corinzio del tardo quinto secolo a.c. a Savelletri, Ricerche e Studi 6, 1972a, και στο βιβλίο Koehler, C.G., Evidence around the Mediterranean for Corinthian export of wine and oil. Beneath the waters of Time, Texas 1978, στα οποία, όµως, δεν έχουµε πρόσβαση. 12 Για το ίδιο ναυάγιο: Cosma, V., A+B, Antike Wracks and der rümänischen Schwarzmeerküste, Poseidon 11, 1970, , Cosma, V., Arheologie submarina. Almanahul Stiinta si Tehnica, Bucharest 1971, Papo, F., Le anfore del Mar Nero, Mondo Sommerso 5, 1969, Scarlat, G., Le port antique de Gallatis, Acta Musei Napocensis 10, 1973, , στα οποία όµως, δεν έχουµε πρόσβαση.

14 la pointe de la Kynosoura (Baie de Marathon), BCH 77, 1953, Grace, V., Stamped Amphoras Handles, Hesperia III, 1934, Lamboglia, N., Sulla cronologia delle anfore romane, Rivista di Studi Liguri 21, 1955, , Lamboglia, N., Problemi tecnici e cronologici dello scavo sottomarino al Grand Congloué, Rivista di Studi Liguri 27, Will, E.L., The Sestius amphoras: a reappraisal, Journal of Field Archaeology 6, 1979, και Will, E.L., Craeco-Italic amphoras, Hesperia 51, 1982, καθώς και το έργο του Morel, J.P., Ceramique Campanienne. Les Formes, Rome 1981, µπορεί κανείς να αντλήσει στοιχεία, τα οποία αφορούν στους εµπορικούς αµφορείς και στη χρονολόγηση αυτών, όπως προκύπτει από τη σύγκρισή τους µε αµφορείς άλλων περιοχών. Για το ναυάγιο, το οποίο συµβατικά ονοµάζεται Αι Γιάννης Θόλου Β και εντοπίζεται στην περιοχή του Αιγαίου, µεταξύ των νήσων Χίου και Οινουσσών, έχουµε µόνο µια πολύ σύντοµη αναφορά στο Catling, H.W., Archaeology in Greece, Archaeological Reports for , , 3-69, ενώ το ίδιο ισχύει και για το ναυάγιο που εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή της Ισπανίας, Lazaret. Το άρθρο, λοιπόν, του Nicolas, J., État actuel de l archéologie sous-marine á Minorce (Beleares), Cahiers d Archéologie Subaquatique 2, 1973, , αφορά στο συγκεκριµένο ναυάγιο, για την κεραµική ωστόσο, έχει αφιερωθεί µόνο µια πολύ σύντοµη παράγραφος, από την οποία δεν έχουµε τη δυνατότητα να αντλήσουµε ουσιαστικές και σχετικές µε το θέµα της παρούσας εργασίας πληροφορίες. Για τα υπόλοιπα ναυάγια που χρονολογικά ανήκουν στον 2 ο αιώνα π.χ. δεν έχουµε αρκετά στοιχεία. Πιο συγκεκριµένα, το ναυάγιο Κύπρος που αποκαλύφθηκε στην θαλάσσια περιοχή ΝΑ της Κύπρου είναι αδηµοσίευτο, ενώ για τα Serçé Limani C (Τουρκία), Monte Rose (Γαλλία), Chrétienne C (Γαλλία), Marzameni G (Ιταλία) και Apollonia A & B (Λιβύη) υπάρχουν σχετικές δηµοσιεύσεις σε περιοδικά και συγγράµµατα, οι οποίες ωστόσο δε µας παρέχουν πληροφορίες για την κεραµική που εντοπίστηκε σε αυτά Για το ναυάγιο Serçé Limani C: Bass, G.F, Serçé Limani 1979, II. Kazi Sonuçlari Toplantisi (Ankara), 1981, Για το ναυάγιο Monte Rose: Liou, B., Informations archaéologiques. Direction de recherches archéologiques sous marines, Gallia 33, 1975, Για το ναυάγιο Chrétienne C: Joncheray, J.P., L épave C de la Chrétienne, 1975a, Gassend, J.M., Structure proportions et tonnage de trios narives de commerce romains d après l étude de leurs épaves. Proposition d une method, Thése de 3éme cycle, Université d Aix-en-Provence, 1980, Carre, M.B., Gréement et equipement de narives de commerce romains d après les documents archéologiques. Thése de 3éme cycle, Université de Provence, 1983, Jézégou, M.P., L épave 2 de l

15 Στον 1 ο αιώνα π.χ. παρατηρείται µείωση στον αριθµό των ναυαγίων, αλλά όσον αφορά στην άντληση στοιχείων για τη µελέτη της κεραµικής παρουσιάζεται δυστυχώς, το ίδιο πρόβληµα. Έτσι, λοιπόν, για το ναυάγιο Bodrum Area, το οποίο εντοπίζεται στην περιοχή της Τουρκίας καθώς και για τα ναυάγια Cavaliére και Madrague de Giens της Γαλλίας, ενώ υπάρχουν αναφορές, δε δίνονται αρκετές πληροφορίες σχετικά µε την κεραµική που έχει ανελκυστεί από το εκάστοτε προαναφερθέν ναυάγιο 14. Για το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α µπορούµε να αντλήσουµε πληροφορίες από τα άρθρα Bol, P.C., Die Skulpturen des Schiffsfundes von Antikythera, 1972, Frost, H., Under the Mediterranean, London 1963, Taylor, J. du. P., Marine Archaeology: developments during sixty years in the Mediterranean, London 1965 και Throckmorton, P., Shipwrecks and Archaeology: the unharvested sea, Boston 1970a, χωρίς ωστόσο να είναι «χρήσιµα», αφού αναφέρονται κυρίως στα έργα γλυπτικής που έχουν βρεθεί και όχι στο ίδιο το ναυάγιο και την κεραµική που µετέφερε το πλοίο. Μια µόνο παράγραφος και αυτή πολύ σύντοµη έχει αφιερωθεί στο ναυάγιο που εντοπίστηκε στο νησάκι Κόππο Β.. της Κύπρου, στο άρθρο Bass, G.F. & anse Saint-Gerrais á Fos-sur-Mer, Thése de 3éme cycle, Université de Provence, 1983, Manacorda, D., A proposito delle anfore cosidette Greco-italiche : una breve nota. Recherches sur les Anphores Creques, BCH, supp.12, 1986, , Empereur, L.V. & Hesnard, A., Les amphores hellénistiques. Céramiques Hellénistiques et Romaines II (ed. Lévéque, P. & Morel, J.P.), Για το ναυάγιο Marzameni G: Parker, A.J., Method and madness: wreck hunting in shallow water, Progress in Underwater Science 4, 1979b, Για το ναυάγιο Apollonia A & B: Laronde, A., Recherches sous-marines dans le port d Apollonia de Cyrénaique, Bulletin de la Société Nationale des Antiquaries de France, 1987, Για το ναυάγιο Bodrum Area: Pulak, C., Turkish coastal survey yields wreck site inventory, INA Newsletter 12.2, 1985a, 2-3. Για το ναυάγιο Cavaliére: Aranegu Gascó, G., Las Jarritas biconicas grises de tipo ampuritano, Ceramique Greques: Hellenistiques a la Penisula Iberica, 1985, , Charlin et al., L Épave antique de la Baie de Cavaliére, Archaeonautica 2, 1978, 9-23, Gassend, J.M., Structure proportions et tonnage de trios narives de commerce romains d après l étude de leurs épaves. Proposition d une method, Thése de 3éme cycle, Université d Aix-en-Provence, 1980, Lequément, R., La mer et sees rapports avec l homme méditerranéen: l apport de l archéologie sous-marine, L Homme Mediterranéen et la Mer, ed. Galley, M. & Ladjimi Sebou, L., 1985, , Pomey, P., L épave de Bon Porte et les bateux causus de Mediterranée, Mariner s Mirror 67, 1981a, Για το ναυάγιο Madrague de Giens: Chevalier et al., Experience de détection magnétique sousmarine d une épave antique, Prospezioni Archeologiche 6, 1971, 65-71, Tchernia, A., et al., L épave Romaine de la Madrague de Giens. Fouilles de l Institut d Archéologie Mediterranéenne, 1978, Tchernia, A., Roman divers salvage at a Madrague de Giens. The sixth International Scientific Symposium of the World Underwater Federation (CAMS), 1982, Tchernia, A., La vin de l Italie Romaine, Rome 1986, 136, Tchernia, A., The Madrague de Giens wreck, The Courier (Unesco) 11, 1987, Tchernia, A., Le urinatores sur l épave de la Madrague de Giens. Naviers et Commerce de la Mediterranée Antique, Cahiers d Histoire 33, 1989, , Tchernia, A., Contré les épaves στο Duval, A., Morel, J.P. & Roman, Y., Gaule interne at gaule mediterranéenne aux IIe et Ier siécles avant J C conformations chronologiques, Revue Archéologique de Narbonnaise supp. 21, 1991,

16 Katzev, M.L., New tools for underwater archaeology, Archaeology 21, 1968, Για το ναυάγιο Arap Adasi (Τουρκία) γίνεται αναφορά από τον Parker 15 σε κάποια άρθρα 16, τα οποία, όµως, δε µας προσφέρουν ουσιαστικές πληροφορίες για το προαναφερθέν ναυάγιο. Στην ίδια χρονική περίοδο ανήκει και το ναυάγιο Cassedaigne που εντοπίζεται στην θαλάσσια περιοχή της νότιας Γαλλίας. Τα άρθρα Benoit, F., Nouvelles épaves de Provence (II), Gallia 18, 1960, 51-56, Benoit, F., Nouvelles épaves de Provence (III), Gallia 20, 1962, και Liou, B., Informations archéologiques. Directions de recherchés archéologiques sous-marines, Gallia 33, 1975, µας παρέχουν ελλιπείς πληροφορίες, αφού γίνονται πολύ σύντοµες αναφορές και χωρίς ουσιαστική µελέτη της κεραµικής. Επιπλέον, υπάρχουν και ναυάγια, τα οποία τοποθετούνται σ ένα ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο. Έτσι, λοιπόν, το ναυάγιο Gökova που εντοπίζεται στην περιοχή της Τουρκίας χρονολογείται κάπου µεταξύ του 3 ου αιώνα π.χ. και του πρώτου µισού του 2 ου αιώνα π.χ. Οι πληροφορίες που διαθέτουµε είναι ελάχιστες και ελλιπείς, αφού για το ναυάγιο στη Gökova γίνεται αναφορά µόνο, στο άρθρο Pulak, C., Turkish underwater survey, INA Newsletter 15.1, 1988a, Σ ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο (µεταξύ 3 ου αιώνα π.χ. και 1 ου αιώνα π.χ.), τέλος, τοποθετούνται και τα ναυάγια που εντοπίζονται στην περιοχή της Τουρκίας, Sarah Ky και Serçe Limani D. Πολύ σύντοµα αναφέρονται από τον Parker, A.J., στο σύγγραµµα Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, 1992, ενώ, επίσης, το βιβλίο D Angelo, G., Anfore ed Ancore Sommerse, Pisa 1980 για το ναυάγιο Sarah Ky και το άρθρο Bass,.G.F., Serçe Limani 1979, II. Kazi Sonuçlari Toplantisi, Ankara 1981, για το Serçe Limani D, µας παρέχουν ελάχιστες και ελλιπείς, σχετικά µε την κεραµική, πληροφορίες. 15 Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Για το ναυάγιο Arap Adasi: Bass, G.F., Archaeology Under Water, London 1966, Bass, G.F., & Joline, L.T., Problems of deep wreck identification, Expedition 11, 1968/69, 9-12, Bass, G.F., & Katzev, M.L., New tools for underwater archaeology, Archaeology 21, 1968, , Rosencrantz, P.M., Klein, M. & Edgerton, H.E., The uses of sonar, Underwater archaeology, a nascent discipline (UNESCO), 1972,

17 ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ Α. Ναυάγια του όψιµου 4 ου αιώνα π.χ. Α.1. Το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας

18 Γενικά στοιχεία Κατά τη διάρκεια υποβρύχιας αναγνωριστικής έρευνας, η οποία διενεργήθηκε το Σεπτέµβριο του 1993 από ερευνητική οµάδα του Ινστιτούτου Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών στις νοτιοανατολικές ακτές της νήσου Κυθήρων, εντοπίσθηκε ο χώρος ενός ναυαγίου κοντά στη νησίδα Αντιδραγονέρα (εικ. 1, χάρτης 1, θέση 1) 17. Η θέση του ναυαγίου έγινε ορατή, κυρίως, λόγω της διατήρησης των εννέα λίθινων πυραµιδοειδών αγκυρών, οι οποίες χωρισµένες σε δυο σύνολα 18 και µε προσανατολισµό Ν - ΒΑ βρέθηκαν στη σειρά και συµβατικά ονοµάστηκαν από τους ερευνητές Α1 έως Α9 (εικ. 2). Παρατηρείται σε όλες το ίδιο πυραµιδικό σχήµα µε παραλληλόγραµµη βάση και δυο οπές η πρώτη είναι οριζόντια, βρίσκεται στην κορυφή και χρησίµευε για την ανάρτησή της, ενώ η δεύτερη είναι κάθετη και «κατείχε» συνδετικό ρόλο µεταξύ της άγκυρας και της οριζόντιας οπής (εικ. 3,4) 19. Επιπλέον, πρέπει να σηµειωθεί ότι περιµετρικά της δεύτερης οµάδας αγκυρών (Α1, Α2, Α3, Α8, Α9) παρατηρήθηκε σηµαντικός αριθµός οστράκων αγγείων, χωρίς ωστόσο να γίνεται λεπτοµερής αναφορά, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της πρώτης αυτής υποβρύχιας έρευνας στην περιοχή 20. Η πρώτη συστηµατική υποβρύχια έρευνα διενεργήθηκε το Σεπτέµβριο του 1994, όπου η «αναζήτηση» επικεντρώθηκε στην περιοχή µεταξύ των αγκυρών της δεύτερης οµάδας (Α1, Α2, Α3, Α8, Α9). Αποτέλεσµα της πρώτης αυτής συστηµατικής προσπάθειας ήταν συγκεντρώσεις από όστρακα αγγείων, κυρίως 17 Κατά τη διάρκεια της ίδιας ερευνητικής περιόδου (Σεπτέµβριος 1993) εντοπίσθηκαν άλλες δυο περιοχές, όπου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη ναυαγίων. Στην πρώτη θέση, η οποία φέρει την ονοµασία Αλευροσπηλιά, ανακαλύφθηκε µε βεβαιότητα ναυάγιο, το οποίο χρονολογικά ανήκει στον 19 ο αιώνα, ενώ στη δεύτερη θέση, την οποία ονοµάζουν Τουρκόβραχο ή Αυλάκι, η παρουσία αγκυρών καθιστά σαφή την ύπαρξη ναυαγίου, το οποίο χρονικά τοποθετείται µεταξύ του 6 ου και του 4 ου αιώνα π.χ. (Κουρκουµέλης 1992, 6). 18 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος µε τον οποίο ήταν τοποθετηµένες οι άγκυρες στο βυθό της θάλασσας τη στιγµή που εντοπίστηκαν. Η πρώτη οµάδα αγκυρών, λοιπόν, αποτελείται από τις Α4, Α5, Α6 και Α7, οι οποίες τοποθετηµένες σε διάταξη στο µοιχό του κόλπου µας επιτρέπουν να υποθέσουµε τη χρήση τους από το πλήρωµα σε µια προσπάθεια να αγκυροβολήσουν το πλοίο. Η δεύτερη οµάδα, αποτελούµενη από τις άγκυρες Α1, Α2, Α3, Α8 και Α9, εντοπίστηκε κοντά στο βορειοανατολικό ακρωτήρι της νησίδας και «δηµιούργησε» στους ερευνητές την αίσθηση ότι δε χρησιµοποιήθηκαν ποτέ, σηµατοδοτώντας έτσι τη θέση του ναυαγίου (βλ. εικ. 2). 19 Κουρκουµέλης 1992, 6-8 Κουρκουµέλης 2004, 439. Οι άγκυρες του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας είναι τύπου wedge- shaped (Frost 1993, 454), ενώ παρόµοιου τύπου άγκυρες έχουν, επίσης, εντοπιστεί στα ναυάγια La Madonnina, στη Ν. Ιταλία (Mc Cann 1972, ) και Ognina 4, στη Σικελία (Κäpitan-Naglschmid 1982, ), τα οποία χρονολογικά ανήκουν στον 4 ο αιώνα π.χ. 20 Κουρκουµέλης 1992, 8.

19 χρηστικού χαρακτήρα, διάσπαρτες στο χώρο. Παράλληλα, ο εντοπισµός µεγάλης ποσότητας θραυσµάτων από αγγεία, περιµετρικά αλλά και κάτω από τις άγκυρες Α2 και Α3 επιβεβαιώνει την ύπαρξη ναυαγίου, το οποίο καλύπτοντας µια έκταση µήκους 30 περίπου µέτρων οριοθετείται µεταξύ των αγκυρών Α2, Α3 και Α9 21. Ένα χρόνο αργότερα, το Σεπτέµβριο του 1995, στόχος των ερευνητών είναι η προετοιµασία του χώρου για την ανέλκυση τόσο των αγκυρών Α2 και Α3, όσο και των οστράκων των αγγείων, η παρουσία των οποίων είχε γίνει γνωστή κατά την προηγούµενη ερευνητική περίοδο. Επιπλέον, οριοθετείται ο χώρος γύρω από τις προαναφερθέντες άγκυρες, δηµιουργώντας έτσι τη δοκιµαστική τοµή Ι (εικ.5). Κατά τη διάρκεια των εργασιών η απόσχιση των αγκυρών αποτελεί δύσκολο έργο λόγω του ότι ήταν συσσωµατωµένες µε το βράχο και έτσι οι ερευνητές στρέφουν την προσοχή τους στην αφαίρεση ορισµένων οστράκων αγγείων, καθώς και στην προσπάθεια εντοπισµού νέων συγκεντρώσεων οστράκων ή ακόµη και ακέραιων αγγείων. ιάσπαρτες στο χώρο, λοιπόν, γίνονται εµφανείς δέκα οµάδες ευρηµάτων 22, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται πολλά όστρακα χρηστικών αγγείων, καθώς και δυο κοµβιόσχηµες βάσεις οξυπύθµενων αµφορέων. Στο σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ότι γύρω από τις άγκυρες βρέθηκαν λειασµένες κροκάλες, οι οποίες αποτελούν, πιθανόν, τµήµα από έρµα πλοίου, ενισχύοντας έτσι την άποψη για την ύπαρξη ναυαγίου στη θέση αυτή 23. Σκοπός της τέταρτης υποβρύχιας ανασκαφικής έρευνας, η οποία διεξήχθη το καλοκαίρι του 1996, ήταν η ανέλκυση της άγκυρας Α9 και η ανασκαφή του χώρου γύρω και κάτω από αυτή για το λόγο αυτό ορίσθηκε η τοµή ΙΙ (εικ. 6). Κατά τη διάρκεια των εργασιών περισυλλέχθηκε µικρή ποσότητα οστράκων, τα οποία προέρχονται από διαφορετικούς τύπους αγγείων καθηµερινής χρήσης, ιδιαίτερα σηµαντική ωστόσο, για την ασφαλέστερη χρονολόγηση του ναυαγίου. Επιπλέον, ιδιαίτερα σηµαντικό µπορεί να χαρακτηριστεί και ένα σύνολο είκοσι έξι µολύβδινων αντικειµένων 24, τα οποία πιθανότατα έχουν σχέση µε τον εξαρτισµό του πλοίου και αποτελούν ένα ακόµη στοιχείο για την ύπαρξη ναυαγίου στο συγκεκριµένο σηµείο Κουρκουµέλης 1993α, Στις οµάδες αυτές δόθηκε ένας σύνθετος κωδικός, ο οποίος περιλαµβάνει τα αρχικά της νησίδας Αντιδραγονέρας, το έτος εντοπισµού και τον αύξοντα αριθµό του ευρήµατος. Η οµάδα Α- Ρ. 95/2 χαρακτηρίζεται ως η σηµαντικότερη από αυτές τις οµάδες (Κουρκουµέλης 1993α, 36). 23 Κουρκουµέλης 1993α, Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα ένα κωνικό µολύβδινο αντικείµενο (Α- Ρ.96/12), το οποίο φέρει διαµπερή οπή και θα πρέπει να συνέδεε δυο ανοµοιογενή αντικείµενα (Κουρκουµέλης 1993β, εικ. 3), ένα µολύβδινο, επίµηκες, παραλληλεπίπεδο αντικείµενο (Α- Ρ.96/35β) µε εγκάρσια αυλάκωση (Κουρκουµέλης 1993β, εικ.4), δυο µολύβδινα αντικείµενα σωληνωτού σχήµατος (Α. Ρ.96/29/α και

20 Το καλοκαίρι του 1997 ακολουθεί µια ακόµη υποβρύχια ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία ανελκύονται οι άγκυρες Α2 και Α3 της τοµής Ι και ανασκάπτεται ο χώρος κάτω από αυτές. Μεγάλη ποσότητα οστράκων αγγείων καθηµερινής χρήσης, θραύσµατα πίθων, τµήµα από το έρµα του πλοίου, καθώς και τρία χάλκινα καρφιά 26 έρχονται να συµπληρώσουν τον κατάλογο των ευρηµάτων. Ο τελικός καθαρισµός της τοµής Ι πραγµατοποιείται το καλοκαίρι του 2000, όπου έχουµε και την ολοκλήρωση των ανασκαφικών εργασιών του ναυαγίου 27. Η κεραµική του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας Λύχνοι Οι λύχνοι αποτελούν αναµφισβήτητο στοιχείο ακριβούς χρονολόγησης και γι αυτό το λόγο θεωρείται ορθό να ξεκινήσουµε τη µελέτη και κατ επέκταση τη χρονολόγηση της χρηστικής κεραµικής του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας µε αυτόν τον τύπο αγγείου. Α. Ρ.96/39), η χρήση των οποίων ήταν για τη συγκράτηση ενός αντικειµένου µέσα σε άλλο (Κουρκουµέλης 1993β, εικ. 5, 6), ένα µολύβδινο αντικείµενο σφηνοειδούς σχήµατος και τετράγωνης διατοµής (Α. Ρ.96/33/ε, Κουρκουµέλης 1993β, εικ. 7), δυο µολύβδινα βάρη πυραµιδοειδούς σχήµατος (Α. Ρ.96/20 και Α. Ρ.96/38, Κουρκουµέλης 1993β, εικ.8 και 9) και ένα µεγάλο άγκιστρο (Α. Ρ.96/31, Κουρκουµέλης 1993β, εικ. 10) και τέλος µικρά µολύβδινα ελάσµατα (Κουρκουµέλης 1993β, εικ. 11). 25 Κουρκουµέλης 1993β, Κουρκουµέλης 2002, εικ Ό.π.,

21 Στις εκθέσεις των εργασιών των ναυαγίων αναφέρονται τρεις ακέραιοι λύχνοι. Ο λύχνος Α. Ρ.95/2β (εικ. 7,8) προέρχεται από την ερευνητική περίοδο Πρόκειται για αγγείο µικρών διαστάσεων, αφού η διάµετρός του φτάνει µόλις τα 0,14µ. και το ύψος του τα 0,05µ. και χαρακτηρίζεται από µια λεπτή, κοίλη βάση. Το σώµα του είναι σφαιρικό και αποτελείται από χοντρά τοιχώµατα και έντονα καµπύλες πλευρές. Στο άνω µέρος γύρω από την οπή «πληρώσεως», διαµορφώνεται λοξό, κυρτό περιχείλωµα µε βαθειά αυλάκωση στην περιφέρεια. Επιπλέον, έφερε λαβές που δεν σώζονται, ενώ ο µυκτήρας του είναι στενός, καµπυλώνει στο κάτω τµήµα του και φέρει επίπεδη άνω επιφάνεια, αποτελούµενη στην άκρη της από µικρή στρογγυλή οπή «καύσης». Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω µορφολογικά χαρακτηριστικά, µπορούµε να εντάξουµε µε βεβαιότητα το λύχνο Α. Ρ.95/2β στον αθηναϊκό τύπο 25Α του Howland 28 και µε βάση τη σύγκρισή του µε τους λύχνους L και L , οι οποίοι εντοπίστηκαν στη δεξαµενή Η 6:9 της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, να τον χρονολογήσουµε στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Η χρονολόγηση αυτή ( π.χ.), καθώς και η αττική προέλευση του λύχνου του ναυαγίου, θα µπορούσε να επιβεβαιωθεί και από τους λύχνους που έχουν εντοπιστεί στον Κεραµεικό. Οι λύχνοι που προσγράφονται στον τύπο RSL 4 31 ή τύπο του «ιοκλή» µε το σφαιρικό σώµα και τα χοντρά τοιχώµατα, τη δισκόµορφη βάση και τον κώνο που σχηµατίζεται στο κέντρο του πυθµένα, καλύπτουν χρονικά το ευρύ φάσµα από το 400 π.χ. έως το 250 π.χ. Πιο συγκεκριµένα, στους λύχνους GL , GL και GL οι οποίοι χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ., καθώς και στον GL , του όψιµου 4 ου αιώνα π.χ., αναγνωρίζονται όµοια χαρακτηριστικά γνωρίσµατα µε αυτά του λύχνου Α. Ρ.95/2β του ναυαγίου. Οι λύχνοι TC και TC του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ., που προέρχονται από το Θορικό και χαρακτηρίζονται για το σφαιρικό σώµα και το µακρύ 28 Οι λύχνοι τύπου 25Α αποτελούν το συνηθέστερο τύπο, προέρχονται από την Αρχαία Αγορά των Αθηνών, χρονικά τοποθετούνται µεταξύ του τρίτου τετάρτου του 4 ου αιώνα π.χ. και του πρώτου τετάρτου του 3 ου αιώνα π.χ. και είναι κατασκευασµένοι από αττικό πηλό (Howland 1958, 67-69). 29 Howland 1958, pl.9, 38, αρ Ό.π., αρ Scheibler 1976, Ό.π., 29, πιν. 20, αρ Ό.π., 29, πιν. 20, αρ Scheibler 1976, 29, πιν. 20, αρ Ό.π., 29, πιν. 21, αρ Blondé 1983, 106, pl. 12, fig. 16, no Ό.π., 107, pl. 13, fig. 16, no 150.

22 και επίπεδο στο άνω τµήµα του µυκτήρα, έρχονται να επιβεβαιώσουν την αττική προέλευση του λύχνου του ναυαγίου. Προέλευση, η οποία «ενισχύεται» και από µεµονωµένα παραδείγµατα, µε τους αθηναϊκούς λύχνους Q 86 38, Q87 39 και Q84 bis 40 του όψιµου 4 ου αιώνα π.χ., οι οποίοι βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, να αποτελούν τα ασφαλέστερα δείγµατα. Εκτός Αττικής, µεγάλος αριθµός λύχνων έχει εντοπιστεί στην Κόρινθο. Οι λύχνοι του τύπου VII στην πλειονότητά τους είναι κατασκευασµένοι από αττικό πηλό και τα γενικά µορφολογικά τους χαρακτηριστικά είναι όµοια µε αυτά του λύχνου του ναυαγίου έχουν σφαιρικό σώµα, βραχύ µυκτήρα µε καµπύλη απόληξη και ψηλή βάση µε κωνικό πυθµένα, τα οποία χρονικά τοποθετούνται από τον 5 ο αιώνα π.χ. έως και τις αρχές του 3 ου αιώνα π.χ. 41. Οι λύχνοι no και παρουσιάζουν τη µεγαλύτερη συγγένεια µε το λύχνο Α. Ρ.95/2β. Επιπλέον, στο χώρο της Μακεδονίας σηµαντικός αριθµός λύχνων προέρχεται από τη Πέλλα, µε τα αγγεία αυτά είτε να είναι αττικές εισαγωγές, είτε να αποτελούν εγχώριες αποµιµήσεις του αττικού τύπου 44. Ο λύχνος Α 3940 (Π4) 45, πιθανόν αττικό προϊόν, µε την ψηλή βάση, το σφαιρικό σώµα και το µεγάλο, επιµήκη µυκτήρα, καθώς και ο λύχνος Α 4971 (Π6) 46 µε την ελαφρώς κοίλη βάση, το σφαιρικό σώµα και το µεγάλο, καµπύλο αποληγόµενο µυκτήρα, εντάσσονται στους σφαιρικούς λύχνους ΠΛ2 και ΠΛ3 της Πέλλας, χρονολογούνται µε βάση αττικά παραδείγµατα στο δεύτερο µισό του 4 ου αιώνα π.χ. 47 και αποτελούν τα καλύτερα, λόγω των µορφολογικών γνωρισµάτων, συγκριτικά παραδείγµατα για τον λύχνο του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας. Από την ίδια ερευνητική περίοδο µε το λύχνο Α. Ρ.95/2β προέρχεται και ο λύχνος Α. Ρ.95/2ε (εικ. 9), µε το µήκος του να ανέρχεται στα 0,08µ. και το ύψος του στα 0,038µ. Η βάση του αγγείου είναι ελαφρώς κοίλη και παρουσιάζει κωνικό πυθµένα. Οι πλευρές του είναι ιδιαίτερα καµπύλες, απουσιάζουν οι λαβές, ενώ η µεγάλη οπή «πληρώσεως» περιβάλλεται από λοξό, κυρτό περιχείλωµα µε βαθειά 38 Bailey I 1977, πιν Ό.π., πιν Bailey III 1977, pl Broneer 1930, Ό.π., pl. III, no Ό.π., pl. III, no ρούγου 1992, Ό.π., εικ. 2, πιν. 9, αρ Ό.π., εικ. 3, πιν. 10, αρ Ό.π.,

23 αυλάκωση στην περιφέρεια. Ο µυκτήρας, ιδιαίτερα πλατύς και επίπεδος στην άνω επιφάνειά του, έχει στρογγυλή απόληξη και κυκλική οπή «καύσης». Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου 1997 εντοπίζεται ο ακέραιος µελαµβαφής λύχνος Α. Ρ.97/51 (εικ. 10), ο οποίος έχει µήκος 0,056µ. και ύψος 0,023µ. Το αγγείο έχει κοντή βάση, σφαιρικό σώµα που απολήγει σε αρκετά πλατύ και επίπεδο µυκτήρα και η οπή πληρώσεως έχει πλατύ περιχείλωµα, το οποίο ορίζεται στην περιφέρειά του µε µια αυλάκωση. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των προαναφερθέντων λύχνων αποτελούν εκείνα τα γνωρίσµατα, τα οποία µας οδηγούν µε ασφάλεια στην ένταξή τους στον τύπο 25Β του Howland 48 και στη χρονική τοποθέτησή τους στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. στοιχείο το οποίο προκύπτει από τη σύγκρισή τους µε τους λύχνους L , L , L και L , οι οποίοι προέρχονται από τις δεξαµενές O-R 7-9 και O 20: 3 που έχουν εντοπιστεί στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Η χρονολόγηση αυτή, καθώς και η αττική προέλευση των λύχνων του ναυαγίου, θα µπορούσε να επιβεβαιωθεί και από τους λύχνους που έχουν εντοπιστεί στον Κεραµεικό. Οι λύχνοι τύπου 25Β του Howland παρουσιάζουν κοινά τυπολογικά χαρακτηριστικά µε τους λύχνους τύπου RSL 4 του Scheibler 53 και η παράλληλη µελέτη των λύχνων του ναυαγίου µε τους λύχνους GL , GL , GL , GL και GL καθιστά σαφή την χρονολόγηση τους στον ύστερο 4 ο αιώνα π.χ. Επιπλέον, ο προερχόµενος από τον Θορικό λύχνος TC µε σωζόµενο ύψος 0,026µ. και διάµετρο οπής πληρώσεως 0,024µ. και δυο οµόκεντρες αυλακώσεις να πλαισιώνουν το πλατύ περιχείλωµα του, θα µπορούσε να αποτελέσει στοιχείο επιβεβαίωσης της αττικής προέλευσης των λύχνων του ναυαγίου. Στο βόρειο ελλαδικό χώρο, στην περιοχή της Πέλλας έχουν εντοπιστεί λύχνοι µε όµοια τυπολογικά χαρακτηριστικά µε τους λύχνους του ναυαγίου (ΠΛ2 και ΠΛ3). 48 Μεταξύ του δεύτερου µισού του 4 ου αιώνα π.χ. και του πρώτου τετάρτου του 3 ου αιώνα π.χ. τοποθετούνται χρονικά οι λύχνοι τύπου 25Β, στους οποίους οι λαβές, που χαρακτηρίζουν τον τύπο 25Α, αντικαθίστανται από την οπή ανάρτησης (Howland 1958, 72-74). 49 Howland 1958, pls. 10, 38, no Ό.π., pls. 10, 38, no Ό.π., pls.10, 38, no Ό.π., pls. 10, 38, no Scheibler 1976, Ό.π., pls. 18, 19, no Ό.π., pls. 18, 19, no Scheibler 1976, psl. 18, 19, no Ό.π., pls. 20, 21, no Scheibler 1976, pls. 22, 23, no Blondé 1983, 108, pl. 13, fig. 17, no 158.

24 Έτσι, λοιπόν, ο κυλινδρικός λύχνος Α µε το µεγάλο µυκτήρα και την πλατιά αυλάκωση που περιβάλλει την οπή «πληρώσεως» και ο αποσπασµατικά σωζόµενος λύχνος Α µε το σφαιρικό σώµα και την ψηλή, δισκόµορφη βάση του, δανείζονται τα µορφολογικά χαρακτηριστικά τους από τους αττικούς τύπους, αλλά αποτελούν, πιθανόν, εγχώρια προϊόντα και χρονολογούνται στον όψιµο 4 ο αιώνα π.χ. Άωτα σκυφίδια Μεταξύ των ευρηµάτων εντοπίζονται και σκυφίδια, τα οποία είχαν καθαρά χρηστικό ρόλο αφού εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του πληρώµατος. Το ακέραιο άωτο µελαµβαφές σκυφίδιο Α. Ρ.95/2γ (εικ. 11), έχει διάµετρο 0,05µ. και ύψος 0,03µ., χοντρά τοιχώµατα, έσω νεύον χείλος και κοίλο σώµα, το οποίο εδράζεται σε πλατιά δακτυλιόσχηµη βάση. Η σύγκρισή του µε τα σκυφίδια που προέρχονται από την Αθηναϊκή Αγορά 62, τον εντάσσει στον τύπο saltcellar 63 και µας επιτρέπει µια χρονολόγηση µεταξύ του 375 π.χ. και του 325 π.χ. Το άωτο αβαφές σκυφίδιο Α. Ρ.95/2κ (εικ. 12) είναι ιδιαίτερα ρηχό και µικρών διαστάσεων µε τη διάµετρό του να ανέρχεται µόλις στα 0,043µ. και το ύψος του στα 0,020µ. Το χείλος στρέφεται προς τα µέσα και η δακτυλιόσχηµη βάση ενώνεται µε το κοίλο σώµα µέσω µιας λεπτής αυλάκωσης. Τα παραπάνω τυπολογικά χαρακτηριστικά αποτελούν γνωρίσµατα του βασικού τύπου των σκύφων 64 και παραλληλίζοντας τον µε τον σκύφο αρ της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, µπορούµε να τον χρονολογήσουµε µεταξύ του 375 π.χ. και του 350 π.χ. Τα χαρακτηριστικά του τύπου του 4 ου αιώνα π.χ. παρουσιάζονται σε δυο ακόµη ακέραια άωτα σκυφίδια τα Α. Ρ.97/64 (εικ. 13) και Α. Ρ.97/68 (εικ. 14), η διάµετρος των οποίων είναι 0,025µ., ενώ το ύψος τους 0,010µ. Το έσω νεύον χείλος, η δακτυλιόσχηµη βάση και η λεπτή εγχάρακτη εντοµή που αποτελεί το σηµείο ένωσης του χείλους µε το κοίλο σώµα, είναι τυπολογικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται και σε σκύφους της Αρχαίας Αθηναϊκής Αγοράς. Έτσι, λοιπόν, οι 60 ρούγου 1992, 39, πιν. 10, αρ Ό.π., 40, πιν. 11, αρ Sparkes & Talcott 1970, pl.34, αρ. 944 και 949 και fig Ό.π., Τα άωτα σκυφίδια µε έσω νεύον χείλος αποτελούν δηµιουργία του 4 ου αιώνα π.χ. (Sparkes & Talcott 1970, 131), ενώ τα τελευταία παραδείγµατα σκύφων µε δακτυλιόσχηµη βάση παρατηρούνται στο δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. (Sparkes & Talcott 1970, 137 και σκύφοι no ). 65 Sparkes & Talcott 1970, pl. 33, fig. 8.

25 σκύφοι αρ και αρ , οι οποίοι χρονολογούνται το π.χ., ο χρονολογούµενος µεταξύ του 350 π.χ. και 325 π.χ. σκύφος αρ , καθώς και ο σκύφος αρ , η χρονολόγηση του οποίου ανέρχεται στο π.χ., µας επιτρέπουν να τοποθετήσουµε τα ακέραια σκυφίδια του ναυαγίου µεταξύ του τρίτου τετάρτου του 4 ου αιώνα π.χ. και του πρώτου τετάρτου του 3 ου αιώνα π.χ. Μεγαλύτερων διαστάσεων είναι το ακέραιο αβαφές σκυφίδιο Α. Ρ.95/8α (εικ. 15), η διάµετρος του οποίου είναι 0,14 µ. και το ύψος του 0,035µ. Το έσω νεύον χείλος του αγγείου ξεχωρίζει ελαφρώς από το κοίλο σώµα, το οποίο απολήγει σε πλατιά δακτυλιόσχηµη βάση. Τα παραπάνω τυπολογικά χαρακτηριστικά µας παραπέµπουν στους µικρούς σκύφους µε πλατιές βάσεις της Αρχαίας Αθηναϊκής Αγοράς 70 και µπορούν να µας δώσουν µια χρονολόγηση µεταξύ του 350 π.χ. και του 325 π.χ. Το µελαµβαφές άωτο σκυφίδιο Α. Ρ.96/2µ (εικ. 16) µας παραδίδεται ακέραιο, έχει διάµετρο 0,092µ. και ύψος 0,033µ. και το κοίλο σώµα του «αποτελείται» από ιδιαίτερα χοντρά τοιχώµατα, έσω νεύον χείλος και ψηλή, πλατιά δακτυλιόσχηµη βάση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εγχάρακτο σύµπλεγµα γραµµάτων πιθανώς Μ και Ρ που φέρει στη βάση του 71. Λαµβάνοντας υπόψη µας τα ελληνιστικά παραδείγµατα σκύφων, τα οποία προέρχονται από την Αρχαία Αγορά της Αθήνας και έχουν καταγραφεί από τη Rotroff 72 και συγκρίνοντας τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του σκύφου αρ µε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του ακέραιου σκυφιδίου του ναυαγίου, προκύπτει µια χρονολόγηση στα µέσα του 4 ου αιώνα π.χ. Επιπλέον, θραύσµατα από χείλη άωτων σκυφιδίων βοηθούν στη χρονολόγηση του ναυαγίου. Το Α. Ρ.96/α (εικ. 17) είναι χείλος «έσω νεύον», το οποίο ανήκει σε κοίλο σώµα και µπορεί να χρονολογηθεί κατά το τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ., συγκρινόµενο µε τα έσω νεύοντα χείλη των σκύφων της Αρχαίας Αγορά της Αθήνας 74, καθώς και µε το χείλος του µεγάλου ελληνιστικού σκύφου αρ , που προέρχεται από την Κόρινθο. 66 Ό.π., pl. 33, fig Sparkes & Talcott 1970, pl. 34, fig Ό.π., pl. 34, fig Rotroff 1997, pl.111, fig Sparkes & Talcott 1970, 135, pl.33, fig. 9, no Κουρκουµέλης 1993β, Rotroff 1997, Ό.π., fig Sparkes & Talcott 1970, pl. 33, fig.8 πιο συγκεκριµένα το Α. Ρ.96/α µπορεί να παραλληλιστεί µε τον σκύφο αρ. 832.

26 «Έσω νεύον» χαρακτηρίζεται και το χείλος του σκυφιδίου Α. Ρ.96/β (εικ. 18), το οποίο φαίνεται να είναι πιο κατακόρυφο, διευκολύνοντας έτσι τη µετάβασή του προς το σώµα. Η χρονολόγησή του προκύπτει από τη σύγκρισή του µε το έσω νεύον χείλος του σκύφου αρ , της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας και το χείλος του ελληνιστικού σκύφου από την Κόρινθο αρ και τοποθετείται στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Λίγο πρωιµότερα, στο πρώτο µισό του 4 ου αιώνα π.χ., µπορεί να χρονολογηθεί το κυλινδρικό «έξω νεύον» χείλος του άωτου σκυφιδίου Α. Ρ.96/30 (εικ. 19), στοιχείο το οποίο απορρέει από την παράθεσή του µε τον αθηναϊκό σκύφο αρ και το χείλος του ελληνιστικού, κορινθιακού σκύφου αρ Στη διάρκεια των ερευνητικών περιόδων 1996 και 1997 ανελκύσθηκαν και άλλοι τύποι αγγείων, οι οποίοι αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιµοι για τη χρονολόγηση. Αµφορίσκος Ο ακέραιος αµφορίσκος Α. Ρ.96/2λ (εικ. 20), µε ύψος 0,077µ., διάµετρο κυκλικού, έξω νεύοντος χείλους 0,037µ. και διάµετρο κοιλιάς 0,055 µ., έχει κατακόρυφες λαβές και δακτυλιόσχηµη βάση και χρονολογείται στην περίοδο π.χ. χρονολόγηση, η οποία προκύπτει από τη σύγκρισή του µε τον προερχόµενο από την Αρχαία Αγορά της Αθήνας αµφορέα αρ Κανθαρίσκος Ο µελαµβαφής κανθαρίσκος Α. Ρ.97/67 (εικ. 21) έχει ύψος 0,045µ., διάµετρο χείλους 0,040µ. και µέγιστη διάµετρο σώµατος 0,035µ. Το χείλος του µπορεί να χαρακτηριστεί κυκλικό, έξω νεύον, ενώ το σώµα του, το οποίο φέρει ανάγλυφη «ραβδωτή» διακόσµηση, απολήγει σε δακτυλιόσχηµη, βαθµιδωτή βάση. Παράλληλα 75 Edwards 1975, pls. 2, Sparkes & Talcott 1970, pl. 33, fig Edwards 1975, pls. 2, Sparkes & Talcott 1970, pl. 82, fig. 8. Για τους σκύφους µε έξω νεύοντα χείλη, βλ. Sparkes & Talcott 1970, Edwards 1975, pls. 3, 44. Για τους ελληνιστικούς, κορινθιακούς σκύφους µε έξω νεύοντα χείλη, βλ. Edwards 1975, Sparkes & Talcott 1970, pl. 61.

27 του συγκεκριµένου τύπου χρονολογούνται στο δεύτερο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ., µε τα πιο «συγγενικά» παράδειγµα να αποτελούν οι κάνθαροι P και P , οι οποίοι προέρχονται από το πηγάδι Α της Αθηναϊκής Αγοράς. Όλπη Στην ίδια χρονική περίοδο µε τον κανθαρίσκο ανήκει και η άβαφη όλπη Α. Ρ.97/74 (εικ. 22), η οποία σώζει την υπερυψωµένη κάθετη και πεπλατυσµένη λαβή και έχει ύψος 0,055µ. και µέγιστη διάµετρο κοιλιάς 0,025µ. Η σύγκρισή της µε την όλπη αρ της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, επιβεβαιώνει τη χρονολόγησή της στο δεύτερο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. Επιπλέον, ως προς τα γενικά τυπολογικά χαρακτηριστικά µε την κωνική βάση και το ραδινό σώµα, θα µπορούσε να παραλληλιστεί το αγγείο του ναυαγίου µε τις όλπες Π και Π από τη Ρόδο και να επιβεβαιώσει τη χρονολόγηση του στο δεύτερο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. Ιχθυοπινάκιο Η δακτυλιόσχηµη βάση, το έξω νεύον χείλος και η βαθειά κοιλότητα στο κέντρο του αγγείου, αποτελούν τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά των ιχθυοπινακίων. Η παραγωγή των µελαµβαφών αγγείων αυτού του κεραµικού τύπου ξεκινάει λίγο πριν το 400 π.χ. και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου 86. Στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. χρονολογείται το αποσπασµατικά σωζόµενο µελαµβαφές ιχθυοπινάκιο Α. Ρ.97/57 (εικ. 23) του ναυαγίου. Η διάµετρός του ανέρχεται στα 0,035µ., το χείλος του είναι έξω νεύον και το σώµα του, το οποίο εδράζεται σε δακτυλιόσχηµη βάση, χαρακτηρίζεται από µια κεντρική κοιλότητα. Η 81 Tompson 1934, fig. 5, A Ό.π., fig. 5, A Sparkes & Talcott 1970, pl. 13, fig.9. Γενικά για τις όλπες της Αθηναϊκής Αγοράς, βλ. Sparkes & Talcott 1970, Γιαννικούρη, Πατσιαδά, Φιλήµωνος 1989, πιν Ό.π., πιν Sparkes & Talcott 1970, 147.

28 προαναφερθείσα χρονολόγηση προκύπτει από τη σύγκρισή των τυπολογικών του χαρακτηριστικών µε αυτά των ιχθυοπινακίων της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας 87. Εµπορικοί Οξυπύθµενοι αµφορείς Ανάµεσα στην κεραµική του ναυαγίου συγκαταλέγονται όστρακα οξυπύθµενων αµφορέων, οι οποίοι, λόγω του πολύ µικρού τους αριθµού, φαίνεται ότι δεν αποτελούσαν τµήµα του φορτίου του πλοίου αλλά εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες του πληρώµατος. Πρόκειται για δυο κοµβιόσχηµες βάσεις Α. Ρ.95/2θ (εικ. 24) και Α. Ρ.95/2α (εικ. 25), για λαιµό µε µανιταρόσχηµο χείλος Α. Ρ.95/1α (εικ. 26), καθώς και για όστρακα, προερχόµενα από τα σώµατα των αµφορέων. α. Όστρακα οξυπύθµενων αµφορέων Υπολογίζεται από τους µελετητές του ναυαγίου, ότι τα όστρακα των οξυπύθµενων αµφορέων, που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή, ανήκουν σε περίπου δέκα αγγεία. Η µόνη πληροφορία που µπορούµε να αντλήσουµε για τους εν λόγω αµφορείς είναι ότι προέρχονται από χιακό εργαστήριο και χρονικά ανήκουν στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ., χωρίς ωστόσο να δίνονται περισσότερες πληροφορίες από τους ανασκαφείς και µελετητές του ναυαγίου 88. Αν και παραµένει άγνωστο το σχήµα και ο τύπος των αµφορέων του συγκεκριµένου ναυαγίου, θα άξιζε στο σηµείο αυτό να παρακολουθήσουµε τη µακριά εξέλιξη του σχήµατος των χιώτικων οξυπύθµενων αµφορέων. Κατά την ανασκαφή της αρχαίας αθηναϊκής αγοράς, λοιπόν, εντοπίστηκαν πρώιµοι χιώτικοι αµφορείς που καλύπτουν όλη τη διάρκειά του 5 ου αιώνα π.χ. Το βασικό χαρακτηριστικό των χιώτικων αµφορέων έως και το τρίτο τέταρτο του 5 ου αιώνα π.χ. είναι το «φούσκωµα» που παρουσιάζουν στο λαιµό τους, ενώ το σώµα τους χαρακτηρίζεται ωοειδές, «κοντό», το οποίο καταλήγει σε κοµβιόσχηµη βάση. Από το τρίτο τέταρτο του 5 ου αι π.χ. τα τυπολογικά τους χαρακτηριστικά διαφοροποιούνται σηµαντικά, µε το σώµα τους να γίνεται πιο ραδινό και την ιδιαίτερη διαµόρφωση του επιµήκους, πλέον, λαιµού τους να εγκαταλείπεται. Η 87 Γενικά για τα προερχόµενα από την Αθηναϊκή Αγορά ιχθυοπινάκια βλ. Sparkes & Talcott 1970, Πιο συγκεκριµένα, το Α. Ρ.97/57 του ναυαγίου της Αντιδραγονέρας µπορεί να παραλληλιστεί µε τα ιχθυοπινάκια αρ.1061, 1062, 1063, βλ. Sparkes & Talcott 1970, pl Κουρκουµέλης 2004, 441.

29 απόληξη των χιώτικων αµφορέων κατά τον ύστερο 5 ου αιώνα π.χ. παραµένει κοµβιόσχηµη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι οι χιώτικοι αµφορείς αρχίζουν να σφραγίζονται όταν διαφοροποιείται το σχήµα τους, προκειµένου να είναι αναγνωρίσιµη η προέλευσή τους. Κάτω από τη µία λαβή τους, λοιπόν, παρατηρείται σφράγισµα, στο οποίο απεικονίζεται µία σφίγγα και ένας χιώτικος αµφορέας µε την ιδιαίτερη διαµόρφωση στο σηµείο του λαιµού. Από τον 4 ο αιώνα έως και τον 1 ο αιώνα π.χ. το χείλος των οξυπύθµενων αµφορέων προεξέχει σηµαντικά από το σηµείο των λαβών, ο λαιµός και οι λαβές επιµηκύνονται, η γραµµή του ώµου γίνεται εντονότερη και πλέον το σώµα τους είναι ραδινό και έντονα κεκλιµένο προς τα κάτω, µε την απόληξή τους να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα οξεία 89. β. Κοµβιόσχηµες βάσεις και µανιταρόσχηµο χείλος Όσον αφορά στις δυο κοµβιόσχηµες βάσεις και το µανιταρόσχηµο χείλος, η επιστηµονική οµάδα που µελετάει το ναυάγιο θεωρεί ότι µπορούν να ταυτιστούν µε τους αµφορείς της µεγάλης οµάδας µε µανιταρόσχηµο χείλος του τύπου Solocha I 90. Οι αµφορείς αυτού του τύπου διακρίνονται για τον κοντό τους λαιµό που απολήγει σε έξω νεύον, γωνιώδες χείλος, για το µεγάλο, ωοειδές σώµα που εδράζεται σε αµφικωνικό κοµβίο, καθώς και για τις µικρές, καµπύλες λαβές και χρονολογούνται µεταξύ του πρώτου µισού του 4 ου αιώνα π.χ. και των αρχών του 3 ου αιώνα π.χ. 91. Τα προαναφερθέντα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων ταυτίζονται συνήθως µε τους αµφορείς τύπου ΙΙ της Πεπαρήθου ή µε τον τύπο ΙΙ των αµφορέων της Κω 92. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η ανεύρεση του αποθέτη του εργαστηρίου, το οποίο βρισκόταν στο νότιο τµήµα της αρχαίας πόλης της Κως, είναι ιδιαίτερα σηµαντική καθώς τα κατάλοιπα του κωακού εργαστηρίου εντοπίστηκαν σ ένα κλειστό αρχαιολογικό στρώµα, το οποίο σφραγίστηκε µε κτήρια της πόλης που 89 Grace 1961 Sarikakis 1986, Στις αρχές του 20 ου αιώνα ήταν γνωστό στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου ένα σηµαντικό σύνολο αµφορέων, το οποίο ονοµαζόταν της Solocha, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, στη βασιλική σκυθική νεκρόπολη της Ουκρανίας, τη Νικόπολη. Οι αµφορείς αυτοί διακρίνονται σε δυο τύπους, τον Solocha I και τον Solocha II, βλ. Doulgéri-Intzessiloglou et Garland 1990, Η Zeest χρονολογεί τους αµφορείς της οµάδας Solocha I στο πρώτο µισό του 4 ου αιώνα π.χ. (βλ. Zeest 1960, 91-92), ενώ οι ερευνητές Doulgéri-Intzessiloglou και Garland τοποθετούν χρονικά αυτή την οµάδα µεταξύ του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. και του τέλους του 3 ου αιώνα π.χ. (βλ. Doulgéri- Intzessiloglou et Garland 1990, 386, fig. 35). 92 Οι αµφορείς Solocha I έχουν αποδοθεί σε διάφορα κέντρα παραγωγής όπως στην Τορώνη και τη Ρόδο, ενώ πρόσφατα οι µελετητές ουλγέρη Ιντζεσίλογλου και Garland προσπάθησαν να συνδέσουν την οµάδα µε τους αµφορείς τύπου Πεπάρηθος ΙΙ (βλ. Καντζιά 1994, 336, σηµ. 45, 46).

30 ιδρύθηκε µε το συνοικισµό του 366 π.χ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε τα αττικά αγγεία του πρώτου τετάρτου του 4 ου αι π.χ. που εντοπίστηκαν στο εν λόγω αρχαιολογικό στρώµα επιτρέπουν την ασφαλή χρονολόγηση όλων των κινητών ευρηµάτων που προέκυψαν από την ανασκαφή του αποθέτη στις αρχές του 4 ου αι π.χ. Συγκεκριµένα, ανάµεσα στα πολυάριθµα κατάλοιπα από τις εγκαταστάσεις του κεραµικού εργαστηρίου, βρέθηκε και µεγάλος αριθµός τµηµάτων σπασµένων αµφορέων ή αµφορέων που απέτυχαν στο ψήσιµο. Ο µεγάλος αριθµός των αποσπασµατικά σωζόµενων αµφορέων που συγκολλήθηκαν επέτρεψε τον προσδιορισµό των σχηµάτων των αµφορέων του συγκεκριµένου εργαστηρίου και τη διάκριση τριών τύπων, στους οποίους συµβατικά δόθηκε η ονοµασία Κως Ι, ΙΙ και ΙΙΙ 93. Ο τύπος Πεπάρηθος ΙΙ έχει µεγάλο ωοειδές σώµα, κοντό λαιµό και δυο µικρές καµπύλες, ελλειψοειδείς λαβές. Η ένωση του λαιµού, του ώµου και της κοιλιάς γίνεται µε οµαλή, συνεχή καµπύλη, ενώ στο κάτω µέρος της τελευταίας είναι κολληµένο ένα αµφικωνικό κοµβίο, ίδιας µορφής µ εκείνο των αµφορέων του τύπου Solocha I 94. Τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων του δεύτερου τύπου του εργαστηρίου της Κω δε διαφοροποιούνται ιδιαίτερα απ αυτά των αµφορέων της Πεπαρήθου, καθώς και των αµφορέων τύπου Solocha I. Έτσι, λοιπόν, ο τύπος Κως ΙΙ χαρακτηρίζεται για το τριγωνικής διατοµής «µανιταρόσχηµο» χείλος και τις ταινιωτές ελλειπτικής διατοµής λαβές, οι οποίες φέρουν «δαχτυλιά» στην κάτω έκφυση. Ο λαιµός είναι κοντός, ενώ το σχήµα του σώµατος είναι και σ αυτήν την περίπτωση ωοειδές και καταλήγει σ ένα ηµισφαιρικό κοµβίο 95. Από την παραπάνω µελέτη προκύπτει ότι η χρονολόγηση της λεπτής κεραµικής που εντοπίσθηκε στο κλειστό σύνολο του ναυαγίου καλύπτει ένα µεγάλο τµήµα του 4 ου αιώνα, αφού κυµαίνεται από το πρώτο µισό του 4 ου αιώνα π.χ. έως το τέλος του ίδιου αιώνα. Άλλωστε είναι γεγονός ότι παλαιότερου τύπου αγγεία, µπορεί να χρησιµοποιούνταν µε νεότερα και δεν τα αντικαθιστούσαν, παρά µόνο όταν η φθορά τους ήταν ανεπανόρθωτη. Με δεδοµένο, λοιπόν, ότι τα αγγεία καθηµερινής χρήσης, ήταν όλα σε χρήση τη στιγµή που συνέβη το περιστατικό, θα πρέπει η 93 Καντζιά 1994, , πιν. 255, ε. 94 Doulgéri-Intzessiloglou et Garland 1990, 376. Με βάση τη µελαµβαφή αττική κεραµική και τα νοµίσµατα, που βρέθηκαν στο Ασκληπιείο της Πεπαρήθου και στην Ακρόπολη του Πανόρµου µαζί µε τµήµατα αµφορέων, η κατασκευή των τελευταίων τοποθετείται, κυρίως, στον 4 ο αιώνα π.χ. (βλ. Doulgéri-Intzessiloglou et Garland 1990, , fig. 21, 22). 95 Καντζιά 1994,

31 χαµηλότερη χρονολόγηση της κεραµικής να θεωρηθεί η πιθανότερη του ναυαγίου, όπου στη συγκεκριµένη περίπτωση είναι οι τελευταίες δεκαετίες του 4 ου αιώνα π.χ. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι πρόκειται για εµπορικό πλοίο που µετέφερε φθαρτά υλικά, συµπέρασµα το οποίο προκύπτει τόσο από το µικρό αριθµό κεραµικών σκευών που έχει εντοπιστεί έως σήµερα στο σηµείο όσο και από τα ελάχιστα θραύσµατα οξυπύθµενων αµφορέων, οι οποίοι προφανώς δεν αποτελούσαν τµήµα του φορτίου του πλοίου αλλά εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες του πληρώµατος. Α.2. Άλλα ναυάγια του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. 96 Η Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία µε το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, σε µια προσπάθειά τους να ερευνήσουν τα ύδατα του Αιγαίου Πελάγους µε ηχοβολιστικά σήµατα µέσω ενός εξ αποστάσεως χειριζόµενο όχηµα (ROV, Remotely operated vehicle), εντόπισαν δυο ναυάγια. 96 Οι µελετητές, αρκούνται σε σύντοµες αναφορές, χωρίς να υπεισέρχονται σε λεπτοµέρειες και έτσι λόγω της έλλειψης πληροφοριών, στα ναυάγια που ακολουθούν γίνεται, δυστυχώς πολύ σύντοµη παρουσίαση.

32 Τον Απρίλιο του 2004 στο θαλάσσιο πέρασµα µεταξύ των νησιών Χίου και Οινουσσών (χάρτης 1, θέση 2) και σε βάθος 70 µέτρων αποκαλύπτεται µια συγκέντρωση οξυπύθµενων αµφορέων, η χρονολόγηση των οποίων ανάγεται στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Περισσότερα από 400 ακέραια και αποσπασµατικά σωζόµενα αγγεία αυτού του τύπου, τα οποία, προφανώς αποτελούσαν το φορτίου του πλοίου, βρέθηκαν στον πυθµένα της θάλασσας και σύµφωνα µε τις πρώτες µελέτες παρατηρούνται δυο τύποι πρόκειται για αµφορείς προερχόµενους από το χιακό εργαστήριο, καθώς και για αµφορείς, οι οποίοι, προς το παρόν, δεν έχουν ταυτιστεί 97. Ένα χρόνο αργότερα, το Μάρτιο του 2005, στο βορειοανατολικό τµήµα του Μυρτώου Πελάγους, κοντά στη νήσο της Κύθνου (χάρτης 1, θέση 3) εντοπίζεται ναυάγιο του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. Σε βάθος 495 µέτρων αποκαλύπτονται χιακοί αµφορείς, οι οποίοι µοιάζουν ως προς τα τυπολογικά χαρακτηριστικά τους µε αυτούς του ναυαγίου Χίου-Οινουσσών, καθώς και αποσπασµατικά σωζόµενα αγγεία χρηστικής κεραµικής, τα οποία µας δίνουν και την προαναφερθείσα χρονολόγηση 98. Η αποκάλυψη µιας συγκέντρωσης αµφορέων σε βάθος 49 µέτρων, κοντά στην πόλη Fethiye (αρχαία πόλη Τελµησσός) της Τουρκίας (χάρτης 1, θέση 4), οδήγησε τους µελετητές στην υπόθεση για την ύπαρξη ναυαγίου υπόθεση, η οποία ενισχύθηκε από την εύρεση ενός θραύσµατος από επίστρωση µόλυβδου, το οποίο είχε τη µορφή ράβδου, παραπέµποντας, έτσι, σε ναυάγιο πλοιαρίου. Οι αµφορείς στην πλειονότητά τους προέρχονται από το ροδιακό εργαστήριο του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ Sakellariou et al. 2007, 367, Τα αποτελέσµατα της έρευνας έχουν παρουσιαστεί σε συνέδριο, σχετικό µε την κατασκευή πλοίων κατά την αρχαιότητα, ωστόσο η δηµοσίευσή τους αναµένεται (βλ. Kourkoumelis, D., Micha, P., Theodoulou, Th. et Sakellariou, D., Recherches archéologiques sous-marines en Mer Égée, Proceedings 9 th International Symposium on Ship Construction in Antiquity, August 25-30, Cyprus 2005). 98 Sakellariou et al. 2007, 367, Η εύρεση ενός χάλκινου αγάλµατος δυτικά της νήσου Κύθνου από κάποιο ψαρά, αποτέλεσε την αφορµή για την έρευνα στην περιοχή αυτή. 99 Parker 1992, 177 Pulak 1985, 2.

33 Β. Ναυάγια του 3 ου αιώνα π.χ. Β.1. Το ναυάγιο της Κερύνειας 100 Γενικά στοιχεία Το φθινόπωρο του 1965, ένας κάτοικος της πόλης Κερύνειας, ο Ανδρέας Καριόλου στην προσπάθειά του να συλλέξει σφουγγάρια από το βυθό της θάλασσας, 100 Πρόκειται για ένα πολύ σηµαντικό ναυάγιο µε αξιόλογα ευρήµατα, ωστόσο η έλλειψη αναλυτικών αναφορών στην κεραµική που εντοπίστηκε σε αυτό και η µη δηµοσίευση σχετικών εικόνων, µας επιτρέπει την απλή παράθεση των στοιχείων, όπως αυτά µας παραδίδονται µέσα από τις δηµοσιεύσεις.

34 εντόπισε σε βάθος 30 µέτρων, στην νοτιοανατολική πλευρά της νήσου Κύπρου, ένα ναυάγιο εµπορικού πλοίου (χάρτης 1, θέση 5). ύο χρόνια αργότερα, µία µικρή οµάδα αρχαιολόγων µε επικεφαλής τον καθηγητή Αµερικανό Michael Katzev, έφτασε στην Κύπρο µε σκοπό να διεξάγει έρευνα γύρω από τις ακτές του νησιού για τον εντοπισµό ναυαγίων. Τότε, ο Ανδρέας Καριόλου επικοινώνησε µε την οµάδα αυτή, και τους οδήγησε στη θέση όπου είχε εντοπίσει το ναυάγιο της Κερύνειας. Στην πρώτη τους κατάδυση αντίκρισαν ένα σωρό από αµφορείς στον αµµώδη βυθό. Η θέση του ναυαγίου βρισκόταν σε απόσταση περίπου µισού µιλίου µακριά από τις ακτές της Κερύνειας, στα βορειο-ανατολικά του λιµανιού της πόλης. Σύντοµα ο καθηγητής Katzev ξεκίνησε έρευνες για να προσδιορίσει το µέγεθος του ναυαγίου και του φορτίου του. Για τους υπολογισµούς αυτούς χρησιµοποίησε ένα ειδικό µαγνητόµετρο και ένα ανιχνευτή µετάλλων. Επιπλέον, για να διαπιστώσει εάν υπήρχε επιπλέον φορτίο καλυµµένο από την άµµο και το πιο βασικό, εάν διατηρούνταν ακόµη το σκαρί του πλοίου, προχώρησε σε µία βολιδοσκόπηση χρησιµοποιώντας µεταλλικές ράβδους 101. Η οµάδα χρησιµοποιώντας τις µεταλλικές ράβδους µπόρεσε να υπολογίσει ότι το φορτίο των αµφορέων εκτεινόταν σε µία επιφάνεια 10x19 µέτρων, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να υποθέσουν ότι το αναµενόµενο φορτίο του πλοίου θα ήταν περίπου 500 αµφορείς. Τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από τη χρήση του µαγνητόµετρου και του ανιχνευτή µετάλλων έδειξαν ότι υπήρχαν κάποιες συγκεντρώσεις µεταλλικού υλικού σε συγκεκριµένα σηµεία. Με τη χρήση του µαγνητόµετρου (proton magnetometer), έγινε δυνατόν να προσδιοριστεί ότι κάποιες από αυτές τις συγκεντρώσεις αποτελούνταν από σίδηρο ή κράµατα που περιείχαν και σίδηρο 102. Τα ευρήµατα από το ναυάγιο της Κερύνειας Κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο, το καλοκαίρι του 1968, αποκαλύπτονται δέκα διαφορετικοί τύποι αµφορέων, οι οποίοι σε αριθµό ξεπερνούν τους 300 και αποτελούν τµήµα του φορτίου του πλοίου. Στην πλειονότητά τους 101 Wylde-Swiny & Katzev 1973, Green et al. 1967, 48.

35 προέρχονται από ροδιακό εργαστήριο και χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ., ενώ οι υπόλοιποι εννέα τύποι απαντώνται σε πολύ µικρές ποσότητες και ανήκουν σε διαφορετικά κέντρα παραγωγής αµφορέων 103. Μερικοί από τους ροδιακούς αµφορείς φέρουν σφράγισµα, κυρίως κυκλικού σχήµατος και περιέχουν αµύγδαλα ενώ για το πολύ βιαστικά γραµµένο «ΕΥ» στον ώµο ενός αµφορέα οι µελετητές υποθέτουν ότι έγινε από µέλος του πληρώµατος ή από κάποιον επιβάτη κατά τη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού του πλοίου. Επιπλέον, οι ροδιακοί αµφορείς συναντώνται σε δυο µεγέθη και εσωτερικά ήταν όλοι επενδυµένοι µε πίσσα 104. Κάτω από το παχύ στρώµα των αµφορέων οι ανασκαφείς εντοπίζουν είκοσι εννέα µυλόπετρες, κατασκευασµένες από ηφαιστειογενή πετρώµατα 105 και αναµεµειγµένες µε 230 κιλά κροκάλες, χαλίκια και άµµο (έρµα), για την εξασφάλιση µεγαλύτερης σταθερότητας στο πλοίο. Επιπλέον, διακρίνονται δυο χώροι, οι οποίοι απέχουν µεταξύ τους 5 µέτρα και στους οποίους παρατηρούνται, κυρίως, κεραµικά σκεύη. Από τον πρώτο χώρο, λοιπόν, ανασύρονται τρεις κάνθαροι, ένα κύπελλο, µολύβδινα βάρη, τα οποία, πιθανόν, δένονταν στα δίχτυα, καθώς και ένα χάλκινο νόµισµα της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου 106, ενώ από το δεύτερο χώρο τρία κύπελλα, µια µελαµβαφής πρόχους, ένα µελανοδοχείο, πολλά αγγεία χονδροειδούς κατασκευής, καθώς και ένα ιχθυοπινάκιο, στη βάση του οποίου ήταν χαραγµένα τα γράµµατα «ΕΥΠ» 107. Η υποβρύχια έρευνα συνεχίζεται το καλοκαίρι του 1969 και τα ευρήµατα που ανασύρονται είναι εντυπωσιακά. Ενενήντα έξι ακόµη αµφορείς ακέραιοι ή αποσπασµατικά σωζόµενοι έρχονται να προστεθούν στους υπόλοιπους και να φτάσουν το συνολικό αριθµό τους στους 403. ίπλα από αυτούς, στοιβαγµένα σε σωρούς και ακουµπώντας στο σκαρί του πλοίου αποκαλύπτονται 9000 αµύγδαλα, τα οποία, λόγω της κατάστασης εύρεσής τους, προφανώς µεταφέρονταν σε σάκους 103 εν έχουν αναγνωριστεί όλοι οι τύποι των εµπορικών αµφορέων του ναυαγίου, ωστόσο µεταξύ αυτών παρατηρούνται αµφορείς από τη Σάµο, την Κρήτη, την Πάρο και την Παλαιστίνη (βλ. Parker 1992, 231). 104 Katzev 1969b, 55 Katzev 1980, Ο Katzev (1969b), αρχικά, διατύπωσε την άποψη ότι το υλικό κατασκευής των µυλόπετρων προέρχεται από τη Θήρα ή τη Μήλο, ωστόσο σε µεταγενέστερες δηµοσιεύσεις (Katzev 1980, Κatzev S. 2007) τόπος προέλευσής του θεωρείται η νήσος Νίσυρος. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες του 1969 διαπιστώθηκε από τους αρχαιολόγους ότι οι µυλόπετρες έφεραν στις πλευρές τους εγχάρακτα ελληνικά γράµµατα (Katzev 1970d, 8), στοιχείο το οποίο τους οδήγησε στην υπόθεση ότι αποτελούσαν µέρος παλιότερου φορτίου του πλοίου. 106 υστυχώς σε καµία από τις δηµοσιεύσεις δεν αναφέρεται ο τύπος του συγκεκριµένου νοµίσµατος. 107 Katzev 1968, Katzev 1969b, Swiny & Katzev 1973, Katzev 1980, Katzev S. 2007, Η Katzev θεωρεί ότι τα κεραµικά σκεύη που εντοπίστηκαν στο δεύτερο χώρο αποτελούν τα προσωπικά αντικείµενα του καπετάνιου του πλοίου και τα γράµµατα «ΕΥΠ» είναι τα αρχικά γράµµατα του ονόµατός του (Katzev S. 2007, 296).

36 κατασκευασµένους από φθαρτό υλικό. Οι εργασίες συνεχίζονται και στους δυο χώρους που είχαν αποκαλυφθεί κατά την προηγούµενη ανασκαφική περίοδο, µε την κεραµική να εξακολουθεί να καλύπτει το µεγαλύτερο µέρος των ευρηµάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα µελαµβαφή αγγεία του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. που απαντώνται σε τετράδες 108 και µαρτυρούν την ύπαρξη ενός καπετάνιου και τριών µελών του πληρώµατος που ζούσαν στον περιορισµένο χώρο του πλοίου. Μεταξύ των ευρηµάτων παρατηρούνται ένα µαρµάρινο βάθρο µε οπή στο κέντρο, το οποίο πιθανόν ήταν λουτήριο και χρησίµευε για τις θρησκευτικές τελετουργίες πάνω στο πλοίο, ένα µολύβδινο έλασµα τυλιγµένο σε µολύβδινη θήκη και διαπερασµένο σε χάλκινο καρφί (κατάδεσµος), καθώς και επτά νοµίσµατα 109, από τα οποία το ένα κόπηκε κατά τη διάρκεια της ηγεµονίας του Αντίγονου του Μονόφθαλµου, το π.χ., το δεύτερο ανήκει στην περίοδο κυριαρχίας του γιου του, ηµητρίου Πολιορκητή, το π.χ., ενώ τα υπόλοιπα δεν µπορούν να αναγνωριστούν λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής τους 110. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εντυπωσιακά διατηρηµένο σκαρί του πλοίου, το οποίο αποκαλύπτεται µε την αφαίρεση και των τελευταίων ευρηµάτων. Το µήκος του φτάνει τα 14 µέτρα και το πλάτος του τα 4,2 µέτρα και σύµφωνα µε τους µελετητές, σε µια προσπάθεια να παραµείνει στεγανό, είχε υποστεί γενική επισκευή λίγο πριν βυθιστεί. Το ταξίδι του πλοίου της Κερύνειας Το πλοίο αυτό πιθανόν προήλθε από το νησί της Ρόδου, και ο λόγος ο οποίος οδηγεί σε αυτό το συµπέρασµα είναι ότι τα προσωπικά σκεύη του πληρώµατος, τα οποία εξετάσθηκαν πιο πάνω, είναι κεραµικοί τύποι που κατασκευάζονταν στη Ρόδο. Επίσης σηµαντικό στοιχείο που ενισχύει αυτή την άποψη είναι ότι το κυρίως φορτίο του πλοίου της Κερύνειας αποτελούνταν από ροδιακούς αµφορείς. 108 Πρόκειται για τέσσερα µελαµβαφή κύπελλα, τέσσερα µελαµβαφή πινάκια, τέσσερα µελαµβαφή αγγεία για λάδι και τέσσερεις µελαµβαφής κύλικες. Επιπλέον, µεταξύ των ευρηµάτων εντοπίστηκαν και τέσσερα ξύλινα κοχλιάρια (Katzev 1970d, 8). υστυχώς, όµως, η µη δηµοσίευσή τους µας επιτρέπει µόνο την απλή αναφορά σε αυτά. 109 υο από τα νοµίσµατα εντοπίστηκαν στον κλειστό χώρο του πλοίου, ενώ τα υπόλοιπα πέντε µεταξύ των βαριδιών που υπήρχαν στα δίχτυα της πλώρης. 110 Katzev 1970d, 8-9 Katzev S. 2007, 298.

37 Το πλοίο πιθανόν να ξεκίνησε από τη Ρόδο και φαίνεται πως σταµάτησε σε διάφορα λιµάνια από όπου θα φόρτωσε το υπόλοιπο φορτίο του. Θα πρέπει να έφτασε στη Σάµο, από όπου προέρχονται οι σαµιακοί αµφορείς που περιείχαν αµύγδαλα, όπως επίσης και στη Νίσυρο όπου θα φόρτωσε τις µυλόπετρες, εάν αυτές βέβαια αποτελούσαν µέρος του τελευταίου του φορτίου. Έπειτα ακολουθήθηκε µία πορεία κατά µήκος των µικρασιατικών ακτών µέχρι να φτάσει το πλοίο στην Κύπρο. Η διαδικασία που ακολουθούνταν κατά τις εµπορικές συναλλαγές στην αρχαιότητα, φαίνεται να επιβεβαιώνεται µέσα από το συγκεκριµένο εύρηµα. Το πλοίο ξεκινά από ένα σηµείο, ίσως τη βάση του, σε συγκεκριµένες περιόδους του χρόνου, µε ένα φορτίο και µέχρι να φτάσει στον προορισµό του κάνει σταθµούς, όπου πιθανότατα αφήνει µέρος του αρχικού φορτίου του και φορτώνει κάποιο άλλο αγαθό από το λιµάνι όπου σταµάτησε. Επίσης χαρακτηριστική είναι η πλεύση κατά µήκος της ακτογραµµής. Στην αρχαιότητα δεν συνηθιζόταν να γίνεται το ταξίδι σε ανοιχτή θάλασσα και µακριά από τις ακτές κυρίως για λόγους ασφάλειας αλλά και καλύτερου ανεφοδιασµού. Ποιες όµως είναι οι αιτίες βύθισής του; Μια ξαφνική κακοκαιρία θα µπορούσε να προκαλέσει το τραγικό συµβάν, αφού το παλιό και βαριά φορτωµένο πλοίο δε θα άντεχε στις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο καπετάνιος, ίσως, να προσπάθησε να το αποµακρύνει από την ακτή για να αποφύγει την καταιγίδα, ωστόσο δεν µπόρεσε να το σώσει. Επιπλέον, η πειρατεία αποτελούσε σύνηθες φαινόµενο κατά τους αρχαίους χρόνους και οι οκτώ αιχµές δοράτων που εντοπίστηκαν µέσα σε άµορφες µάζες πετρωµάτων του πλοίου, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι προέρχονται από επίθεση που προκάλεσε τη βύθιση του 111. Η χρονολόγηση του ναυαγίου της Κερύνειας Τόσο οι οξυπύθµενοι εµπορικοί αµφορείς, όσο και η κεραµική που χρησιµοποιούσε το πλήρωµα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ανήκουν χρονικά στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Επιπλέον, από τα νοµίσµατα που βρέθηκαν ανάµεσα στα 111 Ο Katzev στη δηµοσίευση του 1970 αποκλείει ως πιθανή αιτία βύθισης του πλοίου την πειρατεία ή ακόµη και την πυρκαγιά, και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις άσχηµες καιρικές συνθήκες (Katzev 1970d, 14).

38 δίχτυα του πλοίου, µπορούµε να υποθέσουµε ότι η βύθισή του δεν προήλθε πριν το 306 π.χ. Πιο ασφαλείς χρονολογήσεις, ωστόσο, µας δίνει η ραδιοχρονολόγηση µε C 14. Σύµφωνα µε τη µέθοδο αυτή, η υλοτόµηση των ξύλων για την κατασκευή του σκαριού του πλοίου έγινε το 389 ± 44 π.χ., ενώ η χρονολόγηση των αµυγδάλων τοποθετείται στο διάστηµα 288 ± 62 π.χ. Με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία, λοιπόν, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι το πλοίο ταξίδευε για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα στη θάλασσα της Α. Μεσογείου και ναυάγησε γύρω στο 300 π.χ Β.2. Άλλα ναυάγια του 3 ου αιώνα π.χ. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1980, το Ινστιτούτο Ενάλιας Αρχαιολογίας (INA- Institute of Nautical Archaeology) διεξάγει υποβρύχια έρευνα στα παράλια της Τουρκίας (χάρτης 1). υτικά της ακτής, της µικρής νήσου Küçük Keramit (χάρτης 1, θέση 6) και 200 µέτρα από αυτή, αποκαλύπτεται συγκέντρωση από 20, περίπου, οξυπύθµενους αµφορείς 113. Το χείλος των αγγείων αυτών είναι µανιταρόσχηµο, τριγωνικής διατοµής, ο λαιµός τους είναι κοντόχοντρος και οι στρογγυλεµένης απόληξης, λεπτές λαβές τέµνουν κάθετα τους φαρδιούς ώµους, οι οποίοι µεταβαίνουν οµαλά στο σώµα σχήµατος κόλουρου κώνου και απολήγουν σε φαρδύ, κυκλικό κοµβίο (εικ. 27). Με βάση τα προαναφερθέντα τυπολογικά χαρακτηριστικά, η 112 Katzev 1970d, 14 Katzev 1980, Rosloff 1981, 282 Parker 1992, 230.

39 µελετήτρια Rosloff αναγνωρίζει παρόµοιους τύπους µε τους αµφορείς του ναυαγίου που εντοπίστηκε στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας, στους Σαµιακούς αµφορείς του ναυαγίου της Κερύνειας και χρονολογεί το ατυχές συµβάν γύρω στο 300 π.χ Σε υποβρύχια έρευνα που διενεργείται κατά τα έτη στη θαλάσσια περιοχή της Ρουµανίας, εντοπίζεται σε βάθος 8 µέτρων, βόρεια της πόλης Gallatis (αρχαία πόλη Κάλλατις) ναυάγιο ελληνιστικών χρόνων (Gallatis B, χάρτης 1, θέση 7). Από το χώρο του συµβάντος ανελκύονται περίπου 25 ακέραιοι αµφορείς, καθώς και τµήµατα ξύλου, τα οποία πιθανόν προέρχονται από το σκαρί του πλοίου. Οι οξυπύθµενοι αµφορείς (εικ. 28) είναι µικροί σε µέγεθος, παρατηρούνται σε όλους οι ίδιες διαστάσεις και η χωρητικότητά τους φτάνει τα 6,5 λίτρα 115. Μια µικρή κυρτή ταινία σχηµατίζει το χείλος των αγγείων αυτών, κάτω από το οποίο ξεκινούν οι καµπύλες, κεκλιµένες λαβές, οι οποίες ακουµπούν στους οξείς αποληγόµενους ώµους του ραδινού σώµατός τους. Με βάση τα προαναφερθέντα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων θα µπορούσαν να αναγνωριστούν ως αµφορείς της Θάσου, οι οποίοι ανήκουν στην τέταρτη περίοδο ( π.χ. περίπου) και να µας δώσουν µια χρονολόγηση στις αρχές του 3 ου αιώνα π.χ Στο ανατολικό τµήµα της Σικελίας, στην είσοδο του κόλπου Vulpiglia (χάρτης 1, θέση 8) και σε βάθος 7 µέτρων εντοπίζεται ναυάγιο, το φορτίο του οποίου αποτελούνταν από πολλούς, αποσπασµατικά σωζόµενους, ενσφράγιστους Κορινθιακούς αµφορείς Β. Από τον πυθµένα της θάλασσας ανασύρονται ελάχιστα θραύσµατα από οξυπύθµενους αµφορείς, µεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται και Κορινθιακοί αµφορείς Α, καθώς και είκοσι περίπου µελαµβαφή αγγεία, τόπος προέλευσής των οποίων, σύµφωνα µε τον Parker, είναι η Αττική ή η Κόρινθος 117. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών συλλέγονται µαγειρικά σκεύη και περισσότερα από σαράντα οστά και δόντια. Μια πυξίδα κατασκευασµένη από αλάβαστρο, µια χάλκινη λαβή και ένα σιδερένιο ξίφος αποτελούσαν τα προσωπικά αντικείµενα του καπετάνιου, ενώ µια πήλινη κεφαλή Σιληνού ύψους 0,16 µέτρων µαρτυρά την ύπαρξη βωµού στο πλοίο. Τέλος, ο Parker βασιζόµενος στις διαστάσεις που διαθέτουν τα θραύσµατα από κεραµίδια και τα κοµµάτια ξύλου από 114 Rosloff 1981, Cosma 1973, Grandjean 1992, Parker 1980, Parker 1992, 451.

40 πεύκο που εντοπίστηκαν στο χώρο του ναυαγίου, υποθέτει ότι το πλοιάριο έχει µέτριο ή µεγάλο µέγεθος 118. Η χρονολόγηση που προτείνει ο Parker για τη βύθιση του πλοίου ( π.χ.), προκύπτει από τη µελαµβαφή κεραµική που εξυπηρετούσε τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς και από τους Κορινθιακούς αµφορείς Β, που αποτελούσαν το φορτίο του πλοίου. Στις δηµοσιεύσεις του, όµως, ο µελετητής δεν αναφέρει τους τύπους των αγγείων, ενώ δε µας παραδίδει καµία εικόνα τόσο των αµφορέων όσο και των αγγείων καθηµερινής χρήσης, καθιστώντας, έτσι, «αναγκαστική» την αποδοχή της χρονικής στιγµής που συνέβη το ναυάγιο, αφού δεν µπορεί να υπάρξει επιβεβαίωση µέσω της συγκριτικής µελέτης µε παραδείγµατα χερσαίων ανασκαφών. Ένα ακόµη σηµαντικό ναυάγιο (Serçe Limani B, χάρτης 1, θέση 9) εντοπίστηκε στην είσοδο του λιµανιού της πόλης Serçe Limani στη νοτιοδυτική Τουρκία και σε βάθος 35 µέτρων. Από την ανασκαφή του ναυαγίου, που ξεκίνησε το 1979 υπό την εποπτεία των Pulak και Bass, προέκυψε πως επρόκειτο για ένα εµπορικό πλοίο, το µολύβδινα επενδυµένο σκαρί του οποίου σώζεται και µετέφερε οξυπύθµενους αµφορείς. Η πλειονότητα των 600 περίπου αµφορέων που έχουν ανελκυστεί από το σηµείο του ναυαγίου παραπέµπει στους κνιδιακούς αµφορείς του πρώτου µισού του 3 ου αι π.χ. (εικ. 29). Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων του ναυαγίου που κάνουν δυνατή την απόδοσή τους στο κνιδιακό εργαστήριο είναι, σύµφωνα µε την Grace 119, το απλό χείλος τους, οι πλατείς και «καλοσχηµατισµένοι» ώµοι και, κυρίως, η κοµβιόσχηµη απόληξή τους που φέρει πλαστικό δακτύλιο στο σηµείο ένωσής της µε το σώµα. Ωστόσο, πρέπει να επισηµανθεί η διαφορά στο χρώµα του πηλού των αµφορέων του ναυαγίου που έχουν αποδοθεί στην Κνίδο (λευκόχρους-pale ή ανοιχτόχρωµος κιτρινωπός) και των κνιδιακών αµφορέων που βρέθηκαν στην αρχαία αθηναϊκή αγορά (ερυθρωπός). Οι ενσφράγιστες λαβές λοιπόν των αµφορέων του ναυαγίου που φέρουν τις επιγραφές ΖΗΝ, ΦΙΛΑ και NΦ[ ] σε συνδυασµό µε τα τυπολογικά γνωρίσµατα των αγγείων αυτών, οδήγησε τους µελετητές 120 στο συµπέρασµα ότι το φορτίο του πλοίου προέρχονταν από την Αίγυπτο και ανήκε στην Οµάδα του Ζήνωνα. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι η Οµάδα Ζήνωνα ταυτίζεται µε τον Ζήνωνα από την Καύνο της 118 Parker 1980, 65 Parker 1992, 451. Οι διαστάσεις των κεραµιδιών και των ξύλων πεύκου δε δηµοσιεύονται από τον Parker και γι αυτό το λόγο δεν αναφέρονται στην παρούσα εργασία. 119 Grace 1986, Grace 1986, Koehler et Wallace 1987, Parker 1992, 399.

41 Καρίας, ο οποίος ήταν υπουργός του Πτολεµαίου ΙΙ και µπορεί να µας δώσει µια χρονολόγηση γύρω στο 280 π.χ Επιπλέον, η ταύτιση των αµφορέων του ναυαγίου µε τους αµφορείς της Οµάδας Ζήνωνα προκύπτει και από την αποκάλυψη οξυπύθµενων αµφορέων µε αντίστοιχες επιγραφές στο πτολεµαϊκό στρατόπεδο στην Κορώνη 122. Στους ενσφράγιστους αµφορείς της προαναφερθείσας οµάδας διακρίνονται δύο χρονολογικές οµάδες. Πρόκειται για τους αµφορείς, οι οποίοι βασιζόµενοι σε αντίστοιχα αγγεία που εντοπίστηκαν στην Κορώνη της Αττικής χρονολογούνται γύρω στο 270 π.χ. 123, καθώς και για τους οξυπύθµενους αµφορείς, οι οποίοι τοποθετούνται χρονικά στο τέλος του 3 ου ή στις αρχές του 2 ου αιώνα π.χ. 124 Στο σηµείο αυτό πρέπει να επισηµανθεί ότι από το εν λόγω ναυάγιο έχει ανελκυστεί, ένας θασιακός αµφορέας, δυο αµφορείς που ανήκουν στο ροδιακό εργαστήριο των αρχών του 3 ου αιώνα π.χ., καθώς και µελαµβαφής κεραµική, η οποία βρίσκει παράλληλα σε όλη τη Μεσόγειο και χρονολογείται, πιθανόν στις αρχές του 3 ου αιώνα π.χ Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στο σηµείο του ναυαγίου δεν έχουν προς το παρόν εντοπιστεί νοµίσµατα που θα επέτρεπαν µία βέβαιη χρονολόγησή του. Ωστόσο, το ναυάγιο του Serçe Limani µε βάση την τυπολογική σύγκριση ανάµεσα στους αµφορείς του ναυαγίου και στους καλύτερα χρονολογηµένους αµφορείς που προέκυψαν από την ανασκαφή άλλων περιοχών χρονολογείται στα π.χ. Οξυπύθµενοι αµφορείς εντοπίστηκαν και στην Πρέβεζα (χάρτης 1, θέση 10), στην περιοχή του Ακτίου, το 19 ο αιώνα από κάποιο ψαρά. Ο Kapitän 126 σε µια πολύ σύντοµη δηµοσίευσή του, αναφέρει ότι από το σηµείο αυτό ανασύρθηκαν δυο ακέραιοι αµφορείς, ο ένας, εκ των οποίων προέρχεται από το Κορινθιακό εργαστήριο, ενώ ο άλλος από τη νήσο της Κέρκυρας, ανάγει τη χρονολόγησή τους στο 400 π.χ. περίπου και θεωρεί ότι προέρχονται από ναυάγιο. Σε µια πιο πρόσφατη δηµοσίευση, ο Parker 127 ταυτίζει τους αµφορείς που ανελκύστηκαν, µε τους Κορινθιακούς αµφορείς Α και Β και υποθέτει ότι ανήκουν σε ναυάγιο (Πρέβεζα Β) που χρονολογείται µεταξύ του π.χ. 121 Grace 1986, Koehler et Wallace 1987, Grace 1963, Vanderpool et al Grace 1963 Grace Grace 1963, Vasilenko Pulak et Townsend 1987, Kapitän 1973, Parker 1992, 342.

42 Σε βάθος 25 µέτρων, στη θαλάσσια περιοχή της πόλης Kizil Burun (χάρτης 1, θέση 11) της Τουρκίας, το Ινστιτούτο Ενάλιας Αρχαιολογίας εντόπισε τον Ιούλιο του 1980 µια λάγυνο, καθώς και αµφορείς, οι οποίοι αποτελούσαν φορτίο ενός λεηλατηµένου ναυαγίου της ελληνιστικής περιόδου. Η Rosloff 128 σε µια προσπάθειά της να ταυτίσει τους αµφορείς, βρίσκει παράλληλα σε αγγεία του ίδιου τύπου που αποκαλύφθηκαν στο στρατόπεδο των Πτολεµαίων, στην ανατολική ακτή της Αττικής, στην Κορώνη 129. Πρόκειται, λοιπόν, για αγγεία που προέρχονται από το ροδιακό εργαστήριο (εικ. 30), και έχουν χείλος που σχηµατίζει φαρδιά ταινία, λεπτές λαβές, οι οποίες έχουν στρογγυλή απόληξη και «διασχίζοντας» κάθετα το ραδινό λαιµό ακουµπούν στους πλατιούς, έντονα διαµορφωµένους ώµους και σώµα ατροκτόσχηµο, το οποίο απολήγει σε κωνικό κοµβίο. Η χρονολόγηση που, αρχικά, προτείνει η Grace 130 για τους ροδιακούς αµφορείς της Κορώνης ανάγεται στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Βασιζόµενη, ωστόσο, στην εύρεση τριών νοµισµάτων του Πτολεµαίου ΙΙ ( π.χ.) και δυο µεγαρικών νοµισµάτων 131 που χρονολογούνται µεταξύ του π.χ., αναθεωρεί την αρχική της άποψη και κατεβάζει τη χρονολόγηση των αµφορέων στο 280 π.χ. περίπου. Η συγκριτική µελέτη, λοιπόν, των ροδιακών αµφορέων της Κορώνης µε του αµφορείς του ναυαγίου και η συνεύρεση των τελευταίων µε τη λάγυνο 132, θα µπορούσαν να τοποθετήσουν χρονικά το ναυάγιο στο πρώτο µισό του 3 ου αιώνα π.χ. ( π.χ.). Το καλοκαίρι του 1970 αποκαλύπτεται στο βόρειο τµήµα του λιµανιού της πόλης Savelletri (χάρτης 1, θέση 12) της Ιταλίας και σε βάθος 5 µέτρων, ελληνικό ναυάγιο. Το σκαρί του πλοίου δε διατηρείται, ωστόσο, αρκετοί ακέραιοι και αποσπασµατικά σωζόµενοι Κορινθιακοί αµφορείς Α και Β που εντοπίζονται στην περιοχή, µας παραπέµπουν στο φορτίο του. Επιπλέον, ανασύρονται από την περιοχή 128 Rosloff 1981, Για τα ευρήµατα που εντοπίστηκαν στο στρατόπεδο της Κορώνης, βλ. Vanderpool et al. 1962, Για τη χρονολόγηση του, βλ. Vanderpool et al. 1964, Grace 1963, Vanderpool et al. 1964, εν αναφέρονται οι τύποι των νοµισµάτων από τους µελετητές. 132 Η λάγυνος που ανασύρθηκε από το ναυάγιο µαζί µε τους αµφορείς, διαθέτει κάθετο χείλος, λεπτό λαιµό και λοξότµητη λαβή, η οποία εφάπτεται στον πλατύ ώµο του στρογγυλεµένου και αποληγόµενου σε κυκλική βάση σώµατος. Βασιζόµενοι, λοιπόν, στην άποψη της Rosloff (Rosloff 1981, 280) ότι η λάγυνος του ναυαγίου µοιάζει ως προς τα τυπολογικά χαρακτηριστικά µε τη λάγυνο της Κορώνης και λαµβάνοντας υπόψη ότι νοµίσµατα του Πτολεµαίου ΙΙ αποτελούσαν αρχαιολογικά συνευρήµατα της λάγυνου του στρατοπέδου, µπορούµε να χρονολογήσουµε το αγγείο του ναυαγίου στο πρώτο µισό του 3 ου αιώνα π.χ. (Για τη λάγυνο της Κορώνης, βλ. Vanderpool et al. 1962, 39, pl. 21, no 50).

43 ένας ακόµη ελληνικός αµφορέας, τον οποίο ο Kapitän 133 αποδίδει στο κερκυραϊκό εργαστήριο, δυο αµφορείς ελληνο-ιταλικοί (Graeco- Italic) που φέρουν χείλος τριγωνικής διατοµής, θραύσµατα από µαγειρικά σκεύη, τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος, καθώς και ένας πήλινος δίσκος και µια ράβδος µόλυβδου, τριγωνικής διατοµής, µήκους 0,22 µέτρων 134. Η χρονολόγηση του ναυαγίου προκύπτει από τους τύπους των αµφορέων. Ο Kapitän 135, βασιζόµενος στο στρογγυλεµένο σώµα που απολήγει σε κωνικό κοµβίο, στο ραδινό λαιµό και στις καµπύλες λαβές που ακουµπούν στο τριγωνικής διατοµής χείλος των κορινθιακών αµφορέων (εικ. 31), ανάγει τη χρονολόγηση του ναυαγίου στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. χρονολόγηση την οποία, αρκετά χρόνια αργότερα απορρίπτει ο Parker 136, αφού τοποθετεί το ατυχές συµβάν µεταξύ του π.χ. Στον κόλπο του λιµανιού Λιβάδι, στη νήσο Σέριφο (χάρτης 1, θέση 13), το Μάιο του 1985 αποκαλύπτονται δυο στρώσεις από οξυπύθµενους αµφορείς των ίδιων τυπολογικών χαρακτηριστικών, σε βάθος που κυµαίνεται από 12 έως 32 µέτρα. Το σκαρί του πλοίου δεν εντοπίστηκε, ωστόσο δέκα ακέραιοι αµφορείς και αρκετά θραύσµατα από αποσπασµατικά σωζόµενα αγγεία αυτού του τύπου, µαρτυρούν την παρουσία ναυαγίου στην περιοχή. Στο µοναδικό οξυπύθµενο αµφορέα που ανασύρθηκε από το σηµείο ως δείγµα, αναγνωρίζεται ο τύπος του Κορινθιακού αµφορέα Β (εικ. 32). Πρόκειται για αγγείο ύψους 0,72 µ., µε έξω νεύον χείλος που σχηµατίζει µικρή κυρτή ταινία και λαβές µε κυρτό περίγραµµα και καµπύλη απόληξη, οι οποίες ξεκινούν κάτω από το χείλος και καταλήγουν στους έντονα διαµορφωµένους ώµους. Το σώµα είναι ατρακτόσχηµο και στενεύοντας προς τα κάτω απολήγει σε κοµβιόσχηµο έµβολο 137. Η σύγκριση, λοιπόν, του αµφορέα που ανελκύστηκε από τη θάλασσα µε αµφορείς που προέρχονται από το κορινθιακό εργαστήριο 138, µας δίνει µια χρονολόγηση στο τρίτο τέταρτο του 3 ου αιώνα π.χ. ( π.χ.). 133 Kapitän 1973, 185. Ο Parker (Parker 1992, 388) στη δηµοσίευσή του, το 1992, αναφέρει την ύπαρξη ενός ελληνικού αµφορέα, χωρίς ωστόσο να τον ταυτίζει, ενώ ο Kapitän (Kapitän 1973, ) σε προγενέστερη αναφορά του, «αγνοεί» την ύπαρξη των δυο ελληνο-ιταλικών αµφορέων, καθώς και των θραυσµάτων των µαγειρικών σκευών. 134 Kapitän 1973, Parker 1992, Kapitän 1973, Parker, 1992, 338. υστυχώς, δε γνωρίζουµε που βασίζεται η χρονολόγηση του Parker για το ναυάγιο, αφού η δηµοσίευσή του αρκείται σε µια απλή παράθεση στοιχείων, χωρίς λεπτοµερείς αναφορές. 137 Kazianes et al. 1990, Parker 1992, Koehler 1979, 202, pl. 36, 41, no. 277.

44 Κατά τη διάρκεια υποβρύχιας αρχαιολογικής έρευνας, που διεξάγεται το 1979 από την Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων, εντοπίζονται στη νησίδα ράπι (χάρτης 1, θέση 14), µεταξύ των νήσων Ύδρας και Σπετσών και σε βάθος µέτρων, πέντε οξυπύθµενοι αµφορείς, καθώς και µια µολύβδινη άγκυρα, η οποία αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο για την ύπαρξη ναυαγίου. Ο επικεφαλής της έρευνας, Παπαθανασόπουλος 139, ταυτίζει τους αµφορείς µε την παραγωγή οξυπύθµενων αµφορέων του ροδιακού εργαστηρίου, στοιχείο που πιστοποιείται από τις σφραγίδες που φέρει ο ένας εξ αυτών και στις δυο λαβές του και τους τοποθετεί χρονικά στο τρίτο τέταρτο του 3 ου αιώνα π.χ. ( π.χ.) 140. Τέλος, στο ευρύτερο φάσµα του 3 ου αιώνα π.χ., τοποθετούνται χρονικά και δυο αµφορείς, οι οποίοι εντοπίζονται από το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας, στη θαλάσσια περιοχή µεταξύ της Λιβύης και της Τουρκίας (χάρτης 1, θέση 15) και σε βάθος 2370 µέτρων. Πρόκειται για ένα ροδιακό αµφορέα και για έναν αµφορέα από το κωακό εργαστήριο, οι οποίοι προέρχονται από ναυάγιο και, πιθανόν, αποτελούσαν µέρος της κεραµικής που χρησιµοποιούσε το πλήρωµα για την κάλυψη των καθηµερινών του αναγκών 141. Γ. Ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ. Γ.1. Το ναυάγιο του Grand Congloué A Γενικά στοιχεία Κατά το έτος 1936 ο κάτοχος του αλιευτικού σκάφους «La Ciotat» ανασύρει από το βυθό της θάλασσας, στον κόλπο της Μασσαλίας, θραύσµατα από αµφορείς. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Cousteau J.-Y. ως επικεφαλής, σε συνεργασία µε την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Γαλλίας αποφασίζουν να διενεργήσουν υποβρύχια έρευνα 139 Papathanasopoulos 1980, εν υπάρχει δηµοσίευση κάποιας σχετικής µε τους αµφορείς εικόνας και έτσι, δεχόµαστε τη χρονολόγηση που µας παραθέτει ο µελετητής. 141 Spiess et Orzech 1981, Parker 1992, 160.

45 στο σηµείο εντοπισµού των αµφορέων. Η ανακάλυψη υπολειµµάτων αρχαίου ναυαγίου, λοιπόν, νότια της Μασσαλίας, στο βορειοανατολικό τµήµα της νησίδας Grand Congloué (χάρτης 1, θέση 16) και στη βάση ενός ύφαλου, δίνει το έναυσµα για την πρώτη ανασκαφή όπου γίνεται χρήση καταδυτικού εξοπλισµού 142. Οι εργασίες στη θέση όπου εντοπίσθηκε το ναυάγιο ξεκινούν τον Ιούνιο του 1952 και διαρκούν έως και τον Ιούλιο του 1957, µε µια µεγάλη διακοπή κατά το έτος Τα ευρήµατα ήταν χωρισµένα σε δυο οµάδες, µε την πρώτη να βρίσκεται στα 32 µέτρα και να περιλαµβάνει αµφορείς τύπου Dressel 1A και τη δεύτερη στα 45 µέτρα, µε εµφανή την ύπαρξη Έλληνο-Ιταλικών (Graeco-Italic) αµφορέων. Η χρονολογική διαφορά του ενός, περίπου, αιώνα που παρατηρείται στις δυο οµάδες αµφορέων, οδήγησε τους µελετητές στην υπόθεση ότι πρόκειται για φορτίο που ανήκε σε διαφορετικά πλοία και κατ επέκταση για αµφορείς που ανήκουν σε διαφορετικά ναυάγια. Πριν την ολοκλήρωση των ανασκαφικών εργασιών ο Thévenot, F. και η Will, E., σε δηµοσιεύσεις τους, σχετικές µε τους αµφορείς που φέρουν σφραγίσµατα της οικογένειας Sestius 143, εξέφρασαν την υπόθεση για την ύπαρξη δυο ναυαγίων στην περιοχή 144. Ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Benoit, F. 145 στην ολοκληρωµένη δηµοσίευση του ναυαγίου το 1961, παραβλέπει την άποψη των συναδέλφων του και τονίζει ότι τα ευρήµατα προέρχονται από ένα εµπορικό πλοίο. Ωστόσο, νεότερες έρευνες στην περιοχή έρχονται να επιβεβαιώσουν την υπόθεση των Thévenot και Will και να οδηγήσουν και άλλους µελετητές στον υιοθέτηση αυτής της ιδέας 146. Στα ευρήµατα, λοιπόν, που ανασύρονται από το ναυάγιο που τοποθετείται στο χαµηλότερο σηµείο του βυθού και ονοµάζεται από τους µελετητές ναυάγιο Grand Congloué A 147, συγκαταλέγονται περισσότεροι από 400 ελληνο-ιταλικοί αµφορείς, 142 Benoit 1961α, 7-12 Bass 1966, , 120 Long 1987α, 9 Parker 1992, Οι αµφορείς τύπου Sestius ταυτίζονται µε τον τύπο 4α της Will ή τον τύπο Dressel 1A (βλ. Will 1956, ). 144 Thévenot 1954, Will 1956, Benoit 1961α. 146 Dumas 1972, 107 Long 1987α, Σε υψηλότερο σηµείο και πάνω από τους ελληνο-ιταλικούς αµφορείς εντοπίστηκαν αµφορείς του τύπου Dressel 1A, οι οποίοι, σύµφωνα µε τους µεταγενέστερους µελετητές, ανήκουν στο ναυάγιο Grand Congloué B. Χρονικά τοποθετείται µεταξύ του 110 π.χ. και του 80 π.χ. (;) και το φορτίο του περιελάµβανε αµφορείς, πολύ από τους οποίους έφεραν το σφράγισµα SES. Επιπλέον, ανασύρονται από το βυθό δυο καρχηδονιακοί (Punic) αµφορείς, είκοσι ακέραια ή αποσπασµατικά σωζόµενα αγγεία καµπανικής κεραµικής Β, τα οποία µας δίνουν µια χρονολόγηση στο π.χ., σαράντα αγγεία χονδροειδούς κατασκευής, καθώς και ελάχιστοι ανάγλυφοι σκύφοι ελληνιστικής περιόδου (βλ. Parker 1992, 201).

46 µερικοί από τους οποίους φέρουν το σφράγισµα TI.Q.IVVENTI, καθώς και 7000 περίπου ακέραια ή αποσπασµατικά σωζόµενα αγγεία, τα οποία προέρχονται από την Καµπανία (Campania), ανήκουν στον τύπο Α και χρονικά τοποθετούνται γύρω στο 190 π.χ. Επιπλέον, παρατηρούνται αµφορείς ροδιακού εργαστηρίου, περίπου 30 στον αριθµό, οι οποίοι µας δίνουν µια χρονολόγηση στο 200 π.χ., ένας αµφορέας προερχόµενος από την Κνίδο, ελάχιστη χρηστική κεραµική από το Εµπόριον της Β. Ισπανίας, καθώς και τρεις λύχνοι καµπανικής προέλευσης. Μεταξύ των ευρηµάτων, τέλος, περιλαµβάνονται όπλα και εργαλεία κατασκευασµένα από χαλκό και σίδερο, καρφιά και αλιευτικά βάρη 148. Εµπορικοί οξυπύθµενοι αµφορείς από το ναυάγιο του Grand Congloué A. Κύριο φορτίο του πλοίου, λόγω του µεγάλου αριθµού εύρεσης, αποτελούν τα 7000, περίπου, αγγεία της καµπανικής κεραµικής Α, καθώς και τα 400 αγγεία των ελληνο-ιταλικών (Graeco-Italic) 149 αµφορέων. Ωστόσο, δε θα γίνει αναλυτική 148 Benoit 1961α Long 1987α, Parker 1992, Οι έλληνο-ιταλικοί (Graeco-italic) αµφορείς παράγονται σε πόλεις της δυτικής πλευράς της Ιταλίας και η διακίνηση τους, µέσω του εµπορίου, σηµειώνει αύξηση κατά τον 3 ο και 2 ο αιώνα π.χ. Η εύρεσή αυτού του τύπου αµφορέων σε αρκετά ναυάγια της ελληνιστικής περιόδου µας βοηθάει να εντοπίσουµε τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους. Ως προς το µέγεθος απαντώνται αµφορείς δυο διαστάσεων, τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα, ωστόσο, είναι κοινά. Πρόκειται για αγγεία µε ραδινό, κωνικό σώµα το οποίο απολήγει σε λεπτό και µακρύ κοµβίο. Το χείλος τους είναι µανιταρόσχηµο, τριγωνικής διατοµής και οι καµπυλόγραµµες λαβές τους ξεκινούν ακριβώς κάτω από το χείλος και τέµνουν κάθετα τους στρογγυλούς ώµους ( Sciallano et Sibella 1991, 30-31). Για τους ελληνο-ιταλικούς αµφορείς από ναυάγια, βλ. : για το ναυάγιο Tour d Angello ( π.χ.):

47 αναφορά σε αυτά γιατί αντικείµενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η ελληνική κεραµική. Στο χώρο, λοιπόν, του ναυαγίου Grand Congloué Α εντοπίστηκαν και αµφορείς που προέρχονται από το ροδιακό εργαστήριο. Στο σηµείο αυτό αξίζει να επισηµανθεί ότι µεταξύ των αµφορέων, συγκαταλέγεται και ένας µόνο αµφορέας από την Κνίδο, καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται για αγγείο αποθήκευσης λαδιού ή κρασιού που εξυπηρετούσε τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος. Ο κύριος µελετητής 150 του εν λόγω ναυαγίου εντάσσει αυτόν τον αµφορέα ανάµεσα στους ελληνικούς. Κρίνεται, λοιπόν, απαραίτητο να γίνει µια πολύ σύντοµη αναφορά στα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων της µικρασιατικής αυτής πόλης. Η παραγωγή τους φαίνεται πως ξεκίνησε στις αρχές του 3 ου αι π.χ. και συνεχίστηκε έως τον 1 ο αι µ.χ. Τα βασικά χαρακτηριστικά που απαντώνται σ όλους τους κνιδιακούς αµφορείς είναι το κυλινδρικής διατοµής χείλος, ο πεπλατυσµένος και σαφώς διαρθρωµένος ώµος και το κωνικού σχήµατος σώµα που καταλήγει σε κωνικό κοµβίο, το οποίο περικλείει ένας πλαστικός δακτύλιος. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισηµάνουµε, ότι στους οψιµότερους κνιδιακούς αµφορείς ο λαιµός και το σώµα τους γίνονται πιο επιµήκεις, ενώ οι λαβές τους γίνονται πιο γωνιώδεις 151. Ο αµφορέας του ναυαγίου φέρει κοντό λαιµό, ο οποίος καταλήγει σε κυλινδρικό χείλος και κωνικό σώµα που απολήγει σε κοµβίο µε πλαστικό δακτύλιο, τύπος, ο οποίος χρονικά τοποθετείται στον πρώτο µισό του 2 ου αιώνα π.χ. 152 Συνεχίζοντας µε τον πιο διαδεδοµένο τύπο αµφορέων, το ροδιακό, κρίνεται ορθό να γίνει µια σύντοµη αναφορά στην εξέλιξη του σχήµατος. Ο Empereur έχει υποστηρίξει ότι βασικά χαρακτηριστικά των πρώιµων ροδιακών αµφορέων είναι το χείλος σε σχήµα µανιταριού (mushroom lip) και η κοµβιόσχηµη, µε κοιλότητα στο κάτω τµήµα της βάση 153. Η επιβεβαίωση, άλλωστε, αυτών των γνωρισµάτων έρχεται µέσα από τη µελέτη της ανατολικής νεκρόπολης της Νέας Πάφου, όπου ένας ακέραιος «πρωτοροδιακός» αµφορέας εµφανίζει τα Will 1982, 352, DRASM 1983, nos για το ναυάγιο Secca di Capistello ( π.χ.): Blanck 1978 για το ναυάγιο Mont Rose ( π.χ.): Liou 1975, για το ναυάγιο Chrétienne C ( π.χ.): Joncheray 1975a για το ναυάγιο Punta Scaletta ( π.χ.): Lamboglia 1963, , Lamboglia 1964a, για το ναυάγιο Cavalaire (~ 100 π.χ.): Charlin et al. 1978, Benoit 1961α, Whitbread 1995, Benoit 1961α, fig.30, pl.1, Empereur 1990, 203.

48 προαναφερθέντα τυπολογικά χαρακτηριστικά και χρονολογείται στον όψιµο 4 ο αιώνα π.χ. ή στις αρχές του 3 ου αιώνα π.χ Σύµφωνα µε τον ίδιο µελετητή, από τα µέσα του 3 ου αι π.χ. οι ροδιακοί αµφορείς αρχίζουν να διαφοροποιούνται. Πιο συγκεκριµένα, το χείλος τους µοιάζει µε µικρή κυρτή ταινία, η βάση τους γίνεται κυλινδρική, ενώ οι λαβές των αµφορέων λεπταίνουν, επιµηκύνονται και σχηµατίζουν οξείες γωνίες 155. Ωστόσο, η Grace θεωρεί ότι οι λαβές των ροδιακών αµφορέων κατασκευάζονται έτσι ώστε να σχηµατίζουν οξείες γωνίες από τον όψιµο 3 ο αι π.χ. και έπειτα 156. Και οι δύο µελετητές συµφωνούν, όµως, ότι κατά τη διάρκεια του 2 ου και του 1 ου αι π.χ. οι λαβές των ροδιακών αµφορέων γίνονται οξύτερες, λεπταίνουν και αποκτούν κυρτό περίγραµµα, το σώµα τους γίνεται πιο ραδινό, ενώ η κατασκευή τους είναι, πλέον, λιγότερο επιµεληµένη 157. Θέτοντας, ως βασικό κριτήριο το µέγεθος, οι ροδιακοί αµφορείς 158 του ναυαγίου διακρίνονται σε δυο οµάδες. Η πρώτη οµάδα (εικ. 33, 34) περιλαµβάνει δώδεκα ακέραια και αρκετά αποσπασµατικά σωζόµενα παραδείγµατα και αφορά στους αµφορείς, το ύψος των οποίων έφτανε τα 0,80µ., η µέση τιµή της χωρητικότητά τους ήταν 25 λίτρα και το φορτίο που µπορούσαν να προσλάβουν κυµαινόταν από 9 έως και 11 κιλά. Το χείλος τους είναι προεξέχον και σχηµατίζοντας µικρή κυρτή ταινία ακουµπάει στο ραδινό λαιµό. Οι λεπτές λαβές δηµιουργούν έντονα οξείες γωνίες στην απόληξή τους και ξεκινώντας κάτω από το χείλος, κατέρχονται κατακόρυφα πάνω στους στρογγυλεµένους ώµους. Το σώµα τους, τέλος, είναι ατρακτοειδές και απολήγει σε κυλινδρική βάση. Οι ένδεκα από τους δώδεκα ακέραιους αµφορείς της πρώτης αυτής οµάδας εµφανίζουν σφραγίσµατα στις λαβές 159, τα εννέα εκ των οποίων είναι ορθογώνια και τα δυο κυκλικά. Το µήκος των τετράγωνων σφραγίδων των ροδιακών αµφορέων του ναυαγίου κυµαίνεται από 0,029µ. έως και 0,036µ., ενώ το πλάτος τους ανέρχεται στα 154 Μιχαηλίδης 1990, και πιν, 110,β. Η χρονολόγηση του αµφορέα προκύπτει από µία εγχάρακτη φοινικική σφραγίδα που φέρει το αγγείο και στην οποία αναγράφεται το όνοµα του ιδιοκτήτη, ενώ η ροδιακή του προέλευση πιστοποιείται από τις δύο σφραγίδες που σώζονται στις λαβές του (βλ. Μιχαηλίδης 1990, 191). 155 Empereur 1990, 203 και πιν. 112,ε. 156 Grace 1953, πίν. 42, ΙΙ. 157 Grace 1953, 120 και πιν, 42 ΙΙΙ Empereur 1990, Πέρα από τη σχεδιαστική αναπαράσταση που µας παραδίδεται από το Benoit, δυστυχώς, κανένας άλλος µελετητής δεν έχει δηµοσιεύσει εικόνες ροδιακών αµφορέων από το ναυάγιο. Έτσι, η χρονολόγησή τους θα βασιστεί στα «θεωρητικά» τυπολογικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά µας παρατίθενται από τους µελετητές και όχι στη συγκριτική τους µελέτη µε αµφορείς του ίδιου εργαστηρίου που έχουν εντοπιστεί σε χερσαίες ανασκαφές. 159 υστυχώς, σε καµία από τις µελέτες δε δηµοσιεύονται εικόνες των σφραγισµάτων.

49 0,014 µε 0,015µ. Το όνοµα του κατασκευαστή Αριστίωνος, οι επώνυµοι άρχοντες Κλειτόµαχος και Αριστοφάνης, καθώς και ο κεραµέας Αγαθοκλής, «καταλαµβάνουν» το χώρο των τετράγωνων σφραγίδων των αµφορέων και µπορούν να µας δώσουν µια σαφή χρονολόγηση, µεταξύ του π.χ Οι κυκλικές σφραγίδες έχουν διάµετρο 0,027µ. και το όνοµα του κατασκευαστή ηµοκρατέως και του επώνυµου άρχοντα Αρχοκρατέως που φέρουν, επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα χρονολόγηση 161. Η δεύτερη οµάδα (εικ. 35, 36) αποτελείται από τρεις ακέραια σωζόµενους αµφορείς. Πρόκειται για αγγεία µικρότερων διαστάσεων αφού το ύψος τους ανέρχεται στα 0,65µ. 162, ως προς τα τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, ωστόσο, δε διαφοροποιούνται πολύ από τους αµφορείς της πρώτης οµάδας. Έχουν ατρακτόσχηµο σώµα, το οποίο εδράζεται σε λεπτή, κυλινδρική βάση, µια µικρή, κυρτή ταινία σχηµατίζει το χείλος τους, ο λαιµός τους είναι και εδώ ραδινός, µπορεί να χαρακτηριστεί, όµως, ως ιδιαίτερα λεπτός, ενώ οι οξεία αποληγόµενες, µη ενσφράγιστες, λαβές τους τέµνονται κατακόρυφα µε τους στρογγυλεµένους ώµους. Με βάση τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των Empereur και Grace, οι αµφορείς αυτοί ανήκουν χρονολογικά στο τέλος του 3 ου αιώνα π.χ. ή στις αρχές του 2 ου αιώνα π.χ. Με βάση, λοιπόν, τους ροδιακούς αµφορείς που εντοπίστηκαν στον πυθµένα της θάλασσας, το ναυάγιο Grand Congloué A κατατάσσεται χρονικά στις αρχές του 2 ου αιώνα π.χ. Οι 400 ελληνο-ιταλικοί αµφορείς µας δίνουν µια χρονολόγηση στα τέλη του 3 ου και στις αρχές του 2 ου αιώνα π.χ. Αν και µοναδικό το παράδειγµα, στο πρώτο µισό του 2 ου αιώνα π.χ., χρονολογείται και ο κνιδιακός αµφορέας, χρονολόγηση µε την οποία έρχεται να συµφωνήσει και ο πολύ µεγάλος αριθµός καµπανικής κεραµικής Α (περίπου 190 π.χ.). 160 Για τα ονόµατα που εµφανίζονται στις σφραγίδες που φέρουν οι αµφορείς του ναυαγίου, βλ. Benoit 1961α, Τα ονόµατα αυτά κάνουν την εµφάνισή τους και σε σφραγίδες τόσο της Περγάµου όσο και της Αθήνας, βλ. Grace 1934, 226,no 44, 227,no 46, 228,no 51 Grace 1953, Benoit 1961α, Στοιχεία σχετικά µε τη χωρητικότητα και τα κιλά που µπορεί να ζύγιζε το φορτίο που µετέφεραν, δεν αναφέρονται από το Benoit.

50 Γ.2. Άλλα ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ. Ανατολικά του νησιού Lazaret (χάρτης 1, θέση 17), στην είσοδο του λιµανιού Mahon στη Μινόρκα της Ισπανίας και σε βάθος που κυµαίνεται από 15 έως 20 µέτρα, εντοπίζεται στις αρχές του 20 ου αιώνα από δύτες, ναυάγιο εµπορικού πλοίου. Το φορτίο του αποτελείται από µεγάλο αριθµό ελληνο-ιταλικών αµφορέων (Graeco-Italic,), οι οποίοι ποικίλουν σε διαστάσεις, ενώ στην πλειονότητά τους φέρουν κυκλικές ή ορθογώνιες ανεπίγραφες σφραγίδες 163. Προς πώληση αντικείµενα, τα οποία δεν κατάφεραν ωστόσο να φτάσουν στον τελικό προορισµό τους, φαίνεται να αποτελούσαν και µελαµβαφή αγγεία του τύπου Campania A, µεταξύ των οποίων ανελκύστηκαν και λύχνοι, δίνοντας µας έτσι µια ασφαλή χρονολόγηση στον πρώιµο 2 ο αιώνα π.χ. Μεταξύ των ευρηµάτων εντοπίζονται ένας κωακός αµφορέας µικρών 163 Serra-Rafols 1961, 216 Fernandez-Miranda 1977, Parker 1992, 241.

51 διαστάσεων, θραύσµα προερχόµενο από το σώµα κνιδιακού αµφορέα, τµήµατα από το λαιµό τριών ροδιακών αµφορέων, τα δυο εκ των οποίων φέρουν τις επιγραφές ΙΣΚΟΣ και ΦΙΛΑΙΝΙΟΣ 164, καθώς επίσης λύχνος και ελάχιστα θραύσµατα πίθου, τα οποία αποτελούσαν τµήµατα της κεραµικής που ήταν σε χρήση πάνω στο πλοίο από το πλήρωµα 165. Τέλος, αποκαλύφθηκαν κεραµίδια και χάλκινα καρφιά, ενώ ίχνη φωτιάς στα µαδέρια, από τα οποία αποτελούνταν το σκαρί, «αναδεικνύει» την πυρκαγιά ως πιθανή αιτία βύθισης του πλοίου. Σε βάθος 31 µέτρων, νότια της Μασσαλίας και κοντά στη γαλλική πόλη Mont Rose (χάρτης 1, θέση 18) εντοπίζεται το φορτίο ενός εµπορικού πλοίου. Πρόκειται, λοιπόν, για οξυπύθµενους ελληνο-ιταλικούς αµφορείς (Graeco-Italic), οι οποίοι τοποθετούν χρονικά το ναυάγιο µεταξύ του π.χ. Η ελληνική παρουσία πάνω στο πλοίο δηλώνεται από ένα µόνο µελαµβαφή σκύφο, ο οποίος φέρει ελληνική επιγραφή και αποτελούσε, προφανώς, τµήµα των αγγείων καθηµερινής χρήσης του πληρώµατος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού 166. Στη θαλάσσια περιοχή της Λιβύης, στο αρχαίο λιµάνι της Απολλωνίας και σε βάθος 8 µέτρων εντοπίζεται το 1986 ναυάγιο, το οποίο ονοµάζεται από τους ερευνητές Απολλωνία Β (χάρτης 1, θέση19). Υπολείµµατα από το ξύλινο σκαρί του πλοίου δεν αποκαλύθφηκαν, ωστόσο µεγάλος αριθµός από µεγαρικούς σκύφους και ενσφράγιστους ροδιακούς αµφορείς αποτελούν τµήµα του φορτίου του πλοίου και διαβεβαιώνουν την ύπαρξή του. Σύµφωνα µε τον ερευνητή Laronde 167 το διακοσµητικό µοτίβο των ρόδων πάνω σε κίονες που παρατηρείται στις πλευρές των µεγαρικών σκύφων, ανήκει στο ιωνικό εργαστήριο του Μενέµαχου και οδηγεί χρονολογικά τα αγγεία στο π.χ., χρονολόγηση, η οποία υιοθετείται και για το τραγικό συµβάν. Το 1952 αποκαλύπτονται δυτικά του ποταµού Chrétienne και σε βάθος 35 µέτρων, 500 αµφορείς περίπου, οι οποίοι αδιαµφισβήτητα παραπέµπουν σε ναυάγιο, που οι µελετητές ονοµάζουν Chrétienne C (χάρτης 1, θέση 20). Στους οξυπύθµενους αµφορείς, οι οποίοι βρέθηκαν τοποθετηµένοι στο κεντρικό µέρος του πλοίου 164 Πρόκειται για κατασκευαστές, οι οποίοι έχουν συνδέσει το όνοµά τους µε τους επώνυµους άρχοντες της πόλης της Ρόδου κατά τη διάρκεια της τρίτης περιόδου ( π.χ.), βλ. Ακαµάτης 2000, Fernandez-Miranda 1977, 821. Ο Parker ωστόσο, το 1992 αναφέρει στη δηµοσίευσή του ότι από το βυθό της θάλασσας ανελκύστηκαν αρκετοί ενσφράγιστοι ροδιακοί αµφορείς, και ένας µεγάλος αριθµός από αµφορείς της Κω και της Κνίδου, κατατάσσοντας αυτά τα αγγεία στο φορτίο του πλοίου (Parker 1992, 241). 166 Liou 1975, 583 Parker 1992, Laronde 1987,

52 (διαθέτει 15µ. µήκος και 5µ. πλάτος), αναγνωρίζεται ο ελληνο-ιταλικός τύπος (Graeco-Italic) Will D κανένας από αυτούς δεν έφερε σφραγίδες, ωστόσο σε όλους παρατηρείται στεγανοποίηση µε φελλό και όλµο. Επιπλέον, από το χώρο του ναυαγίου ανελκύονται και αγγεία που επιβεβαιώνουν την ενεργή παρουσία του πληρώµατος πάνω στο πλοίο. Πρόκειται για τρεις µεγάλους πίθους, για θραύσµατα από ελάχιστους αµφορείς ροδιακούς, κνιδιακούς, πουνικούς και τύπου Lamboglia 2, καθώς επίσης για ένα λύχνο και τµήµατα από λίγα µελαµβαφή αγγεία που ανάγουν την προέλευσή τους στη γειτονική Ιταλία. Η παρουσία ενός δηναρίου µεταξύ των ευρηµάτων, η χρονολόγηση του οποίου τοποθετείται στην τελευταία δεκαετία του 3 ου αιώνα π.χ. δηµιουργεί ένα terminus post quem για το ναυάγιο, ωστόσο η µεταγενέστερη χρονολόγηση της χρηστικής κεραµικής, αλλά και των αµφορέων κατεβάζει τη χρονολόγηση στο π.χ Στη θαλάσσια περιοχή της Ιταλίας, στον κόλπο της πόλης Marzameni, εντοπίζεται σε βάθος 7 µέτρων ναυάγιο (Marzameni G, χάρτης 1, θέση 21), το φορτίο του οποίου αποτελούνταν από αρκετούς ροδιακούς και κνιδιακούς αµφορείς. Από το χώρο του ναυαγίου ανελκύεται, επίσης, κεραµική αποτελούµενη από ελληνικούς αµφορείς, οι οποίοι όµως δεν έχουν ταυτιστεί και από οξυπύθµενους αµφορείς ιταλικής προέλευσης, τύπου Lamboglia Κατά τη διάρκεια υποβρύχιας έρευνας στη Λιβύη, εντοπίζεται το 1986, στο αρχαίο λιµάνι της Απολλωνίας, το πρώτο από τα δυο ναυάγια (Απολλωνία Α, χάρτης 1, θέση 22), σε βάθος 8 µέτρων. Φορτίο δεν έφερε το πλοίο ή τουλάχιστον δεν έχει εντοπιστεί από τους ερευνητές, ενώ ανασύρθηκαν από το βυθό µια µικρή πρόχους γεµάτη πίσσα, θραύσµα από το λαιµό ενός οξυπύθµενου αµφορέα, καθώς και αγγεία καθηµερινής χρήσης, µεταξύ των οποίων παρατηρείται και µια µελαµβαφής κύλικα, η οποία έφερε την ελληνική επιγραφή ΗΡΑΚΛΕΙ ΕΣ. υο χάλκινα νοµίσµατα που βρέθηκαν στο χώρο του ναυαγίου τοποθετούν το ατυχές συµβάν στο ευρύτερο χρονικό πλαίσιο του 2 ου αιώνα π.χ. Ωστόσο, η κεραµική µας δίνει µια πιο συγκεκριµένη χρονολόγηση, η οποία κυµαίνεται από το 150 π.χ. έως και το 120 π.χ Υπό την εποπτεία του Ινστιτούτου Ενάλιας Αρχαιολογίας διενεργείται υποβρύχια έρευνα στην Τουρκία κατά τα έτη Στο λιµάνι της πόλης Serçe 168 Parker 1992, Parker 1979b, 18 Parker 1992, Laronde 1987, Parker 1992,

53 Limani εντοπίζονται διάσπαρτοι οξυπύθµενοι αµφορείς, οι οποίοι ανήκουν στο ροδιακό εργαστήριο, καθώς και αγγεία που χρησιµοποιούνταν από το πλήρωµα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και κατάγονται, κυρίως, από την περιοχή της Παλαιστίνης. Η προαναφερθείσα κεραµική, λοιπόν, προέρχεται από ναυάγιο (Serçe Limani C, χάρτης 1, θέση 23) εµπορικού πλοίου και ανάγει τη χρονολόγησή του στο π.χ Από ναυάγιο εµπορικού πλοίου, τέλος, προέρχεται και η κεραµική που εντοπίστηκε σε βάθος µέτρων, στον Αι-Γιάννη, στην ανατολική πλευρά της νήσου Χίου (Αι-Γιάννης Θόλου Β, χάρτης 1, θέση 24). Πρόκειται για οξυπύθµενους αµφορείς, οι οποίοι προφανώς αποτελούσαν το φορτίο του πλοίου και ανήκουν στο κνιδιακό εργαστήριο του 2 ου αιώνα π.χ Ναυάγια του 3 ου 2 ου αιώνα π.χ. Στον κόλπο Gökova (αρχαίο νησί Κέδραι, χάρτης 1, θέση 31) στα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας και σε βάθος που κυµαίνεται µεταξύ 10 και 15 µέτρων, η έρευνα του Ινστιτούτου Ενάλιας Αρχαιολογίας το 1987 αποκάλυψε αποσπασµατικά σωζόµενους οξυπύθµενους αµφορείς. Ο επικεφαλής της έρευνας Pulak 173 σε δηµοσίευσή του, ταυτίζει τα αγγεία αυτού του τύπου, τα οποία έχουν λαβές που σχηµατίζουν οξεία γωνία και τέµνουν κάθετα το αποληγόµενο ωοειδές σώµα σε στενό κοµβίο, µε τους αµφορείς του ροδιακού εργαστηρίου. Η χρονολόγηση ωστόσο που δίνει για το ναυάγιο, λόγω τις έλλειψης λοιπών αρχαιολογικών ευρηµάτων στο χώρο, βασίζεται στα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων και τοποθετείται στο ευρύτερο φάσµα του 3 ου και 2 ου αιώνα π.χ. στοιχείο, το οποίο 171 Bass 1981, 17 Parker 1992, Parker 1992, 47. Στην ίδια περιοχή έχουν εντοπιστεί και αµφορείς χιακού εργαστηρίου, οι οποίοι ανήκουν χρονικά στον 4 ο αιώνα π.χ. και σύµφωνα µε τους Catling (Catling , 57) και Parker (Parker 1992, 47) προέρχονται από το ναυάγιο Αι-Γιάννης Θόλου Α. Ο Touchais (Touchais 1985, 831), ωστόσο, θεωρεί ότι τόσο οι χιακοί όσο και οι κνιδιακοί οξυπύθµενοι αµφορείς ανήκουν σε ένα ναυάγιο, το οποίο ανάγεται χρονικά στον ύστερο 5 ο ή στον πρώιµο 4 ο αιώνα π.χ. 173 Pulak 1985, 10 Parker 1992, 195.

54 στηρίζεται, άλλωστε, στα σταθερά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα που εµφανίζουν οι αµφορείς της Ρόδου από το δεύτερο µισό του 3 ου αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ Ε. Ναυάγια του 1 ου αιώνα π.χ. Ε.1. Το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α Γενικά στοιχεία Το φθινόπωρο του 1900 σφουγγαράδες από τη Σύµη, καθώς ερευνούσαν την θαλάσσια περιοχή στα βόρεια της νήσου των Αντικυθήρων (χάρτης 1, θέση 25), στη θέση «Πινακάκια», ανέλκυσαν από το βυθό το δεξιό βραχίονα ενός χάλκινου αγάλµατος. Ο καπετάνιος του αλιευτικού καταδύθηκε αµέσως στο ίδιο σηµείο και εντόπισε, σε βάθος 65 µέτρων, τα υπολείµµατα ενός αρχαίου ναυαγίου, µεταξύ των οποίων ξεχώριζε µια συγκέντρωση πολυάριθµων αρχαίων γλυπτών. Οι αρµόδιες Αρχές ειδοποιήθηκαν και η Αρχαιολογική Εταιρεία οργάνωσε στην περιοχή την 174 Pulak 1985, 10.

55 πρώτη υποβρύχια αρχαιολογική ανασκαφή στη Μεσόγειο, µε επικεφαλής τον αρχαιολόγο Β. Στάη. Για το σκοπό αυτό η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στην περιοχή ένα σκάφος του Πολεµικού Ναυτικού 175. Οι εργασίες ξεκίνησαν το Νοέµβριο του 1900 και συνεχίστηκαν µέχρι το Σεπτέµβριο του Την ανασκαφή διενήργησαν οι έµπειροι Συµαίοι δύτες που εντόπισαν το ναυάγιο, µε τη βοήθεια των καταδυτικών τους σκάφανδρων. Οι συνθήκες της ανασκαφής ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Το σύνολο του φορτίου του πλοίου εντοπιζόταν σε βάθος οριακό για τις αντοχές ενός δύτη, αφού κυµαινόταν από τα 50 έως και τα 75 µέτρα. Η φύση των εργασιών ήταν τέτοια, ώστε οι σφουγγαράδες δύτες δεν είχαν τη ανάλογη εµπειρία. Μια αρχαιολογική ανασκαφή του βυθού απαιτεί την αναµόχλευση των στρωµάτων του ιλύος, γεγονός, το οποίο σε συνδυασµό µε τον πρωτόγονο τεχνολογικό εξοπλισµό που είχαν στη διάθεσή τους οι δύτες, περιόριζε την ορατότητα στο βυθό. Επιπλέον, οι αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην περιοχή, δυσκόλευαν το έργο της οµάδας υποστήριξης στην επιφάνεια της θάλασσας. Κατά συνέπεια, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι η υποβρύχια έρευνα, η οποία πραγµατοποιήθηκε στις αρχές του 20 ου αιώνα δεν µπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωµένη. Ωστόσο, τα αποτελέσµατα της ήταν πέρα από κάθε προσδοκία επιτυχηµένα, αφού ανελκύστηκε ένας ανέλπιστα µεγάλος αριθµός ευρηµάτων σε σχετικά καλή κατάσταση διατήρησης 176. Το βασικό φορτίο αποτελούσε µια µεγάλη συλλογή χάλκινων και µαρµάρινων ελληνικών αγαλµάτων, µεταξύ των οποίων το σχεδόν ακέραιο χάλκινο άγαλµα του Έφηβου των Αντικυθήρων και η χάλκινη κεφαλή από το άγαλµα ενός φιλοσόφου 177. Ανελκύστηκαν ακόµη χάλκινα αγαλµάτια 178, οξυπύθµενοι εµπορικοί αµφορείς διαφόρων προελεύσεων 179, κεραµική για τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος, καθώς και κεραµική που, ως φορτίο του πλοίου, προοριζόταν για εµπόριο 180, γυάλινα αγγεία πολυτελούς κατασκευής 181, αντικείµενα από του εξαρτισµό του πλοίου, καθώς και τµήµατα από το σκαρί του 182. Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει για ένα µοναδικό 175 Κουρουνιώτης 1902, Σβορώνος 1903, Ε.Α.Μ., Αθήνα. Έφηβος: Αρ. ευρ Κεφαλή «φιλοσόφου»: Αρ. ευρ Ε.Α.Μ., Αθήνα. Έφηβος: Αρ. ευρ Σβορώνος 1903, 39-44, πιν. VI 1-2, VII,VIII Grace 1965, Για ελληνιστική κεραµική: Edwards 1965, Για ρωµαϊκή κεραµική: Robinson 1965, Weinberg 1965, Κουρουνιώτης 1902, Throckmorton 1965,

56 εύρηµα, τον «Μηχανισµό των Αντικυθήρων», τον αρχαιότερο υπολογιστή που γνωρίζουµε µέχρι σήµερα 183. Οι έρευνες στη περιοχή επαναλήφθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα. Μόλις το 1953, ο πλοίαρχος Κουστώ και το πλήρωµά του επανήλθαν στη θέση του ναυαγίου και επανέλαβαν τις υποβρύχιες έρευνες 184. Αυτές δεν κατάφεραν να εµπλουτίσουν το corpus των πληροφοριών που έχουµε για το ναυάγιο, αφού δεν απέδωσαν σηµαντικά επιπλέον ευρήµατα. Επιβεβαιώθηκε ωστόσο, ότι η ανασκαφή του 1901 είχε περιοριστεί στον εντοπισµό και ανέλκυση των ευρηµάτων που βρισκόταν στην επιφάνεια του πυθµένα. Οι δύτες του Κουστώ ανέφεραν, ότι πιθανότατα πολλά ακόµη στοιχεία εξακολουθούσαν να κρύβονται κάτω στο βυθό, ενώ είναι πιθανό, σύµφωνα µε τις µαρτυρίες τους, να διατηρούνται προφυλαγµένα µέσα στα στρώµατα της ιλύος µέρη από το σκαρί του πλοίου. Μια τρίτη προσπάθεια, για τον επανεντοπισµό του ναυαγίου, έγινε µε πιο σύγχρονα τεχνολογικά µέσα από τον Κουστώ και το πλήρωµα του «Καλυψώ» το 1976, ύστερα από πρόσκληση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών 185. Στις έρευνες έλαβαν ενεργό µέρος και Έλληνες δύτες αρχαιολόγοι, εθελοντές του ΙΕΝΑΕ. Οι προσπάθειες της ερευνητικής οµάδας αυτή τη φορά έφεραν αποτελέσµατα. Οι δύτες κατάφεραν να εντοπίσουν τον κύριο όγκο του ναυαγίου και ανέλκυσαν ένα µεγάλο αριθµό ευρηµάτων, µεταξύ των οποίων δυο χάλκινα αγαλµάτια πυγµάχων 186, γυάλινα και πήλινα αγγεία, περίαπτα και άλλα µικροαντικείµενα από τον εξαρτισµό του πλοίου 187. Το σπουδαιότερο εύρηµα των υποβρύχιων ερευνών του 1976 αποτέλεσε µια σειρά αργυρών νοµισµάτων της Περγάµου, τα οποία είχαν κοπεί το 84 π.χ. Η ασφαλής χρονολόγηση των νοµισµάτων προσέφερε ένα πολύτιµο terminus post quem για το ναυάγιο, ενώ παράλληλα η περγαµηνή τους καταγωγή στάθηκε αφορµή για να προταθεί η Πέργαµος ως µια από τις πιθανές πόλεις προέλευσης του πλοίου. 183 De Solla Price 1959, Gianfrotta & Pomey 1981, Κριζάς 1993, 44 Ridgway 2002, Τα χάλκινα αγαλµάτια πυγµάχων βρίσκονται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και γι αυτό το λόγο δεν έχουµε αριθµό εύρεσης. 187 Κριζάς 1993, 44.

57 Εµπορικοί οξυπύθµενοι αµφορείς: το φορτίο 188 του πλοίου από το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α Στο χώρο του ναυαγίου των Αντικυθήρων εντοπίστηκαν τρεις τύποι αµφορέων, οι οποίοι στο σύνολό τους αποτελούνται από είκοσι περίπου αγγεία. Πρόκειται για αµφορείς που προέρχονται από το ροδιακό εργαστήριο, για αµφορείς µε κωακή προέλευση καθώς και για αµφορείς καταγόµενους από τη γειτονική Ιταλία 189. Οι αµφορείς του ναυαγίου που ανήκουν στο ροδιακό εργαστήριο 190 παρουσιάζουν τα ίδια τυπολογικά χαρακτηριστικά, στοιχείο το οποίο µας βοηθάει να τους εντάξουµε σε συγκεκριµένο χρονολογικό πλαίσιο. Πρόκειται, λοιπόν, για αγγεία 188 Σύµφωνα µε τους µελετητές στο φορτίο του πλοίου συγκαταλέγονται και έντεκα γυάλινα αγγεία, µε τα οποία όµως δε θα ασχοληθούµε, τόσο γιατί η πιθανότερη πόλη προέλευσής τους είναι η Αλεξάνδρεια και η παρούσα εργασία αφορά στην κεραµική της µητροπολιτικής Ελλάδας, όσο και γιατί η χρονολόγησή τους προέκυψε από τη χρηστική κεραµική που εντοπίστηκε στη θέση του ναυαγίου (Weinberg 1965, 30-39). 189 Πρόκειται για οξυπύθµενους αµφορείς του τύπου Lamboglia Σχετικά µε την εξέλιξη του σχήµατος των ροδιακών αµφορέων, βλ. ναυάγιο Grand Congloué A, σελ

58 (εικ. 37) µε αρκετά ραδινό σώµα, µε λαβές, οι οποίες σχηµατίζουν οξείες γωνίες και καµπυλώνουν ελαφρώς προς τα µέσα, µε οµαλή µετάβαση του ψηλού λαιµού προς το στρογγυλεµένο σώµα και κυλινδρικό κοµβίο. Η διαφοροποίησή τους έγκειται στις διαστάσεις και στην παρουσία ή µη σφραγίδων. Πιο συγκεκριµένα, ο ακέραιος αµφορέας f (εικ. 38) µε συνολικό ύψος 0,82 µ., διάµετρο 0,33 µ. και χωρητικότητα 26,79 λίτρα, φέρει σφραγίδες και στις δύο λαβές, µε ένα τσαµπί από σταφύλια να διακοσµεί τη µια εξ αυτών 192. Επιπλέον, ο ακέραιος αµφορέας f.2.3 (εικ. 39), µε ύψος 0,805µ., διάµετρο 0,32µ. και χωρητικότητα 25,41 λίτρα και ο σπασµένος στον ώµο αµφορέας f.2.5 (εικ. 40) µε σωζόµενο ύψος 0,695µ. και διάµετρο 0,317µ., παρουσιάζουν ίχνη ορθογώνιων σφραγίδων στο επάνω µέρος των λαβών τους. Χωρίς σφραγίδες εµφανίζεται ο αµφορέας f2.2 (εικ. 41) µε σωζόµενο ύψος 0,785µ. και διάµετρο 0,312µ., καθώς και ο f2.4 (εικ. 42), ο οποίος διαθέτει 0,80µ. συνολικό ύψος, 0,321µ. διάµετρο και ύψος λαβών 0,25µ. περίπου 193. Σύµφωνα µε τα τυπολογικά τους χαρακτηριστικά και βασιζόµενοι στα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των αµφορέων, όπως αυτά µας παραδίδονται από τον Empereur και τη Grace, οι αµφορείς του ναυαγίου των Αντικυθήρων εντάσσονται χρονικά στον 1 ο αιώνα π.χ. Η συγκριτική τους µελέτη, άλλωστε, µε ροδιακούς αµφορείς του προαναφερθέντος αιώνα, έρχεται να επιβεβαιώσει τη συγκεκριµένη χρονολόγηση. Ο ροδιακός αµφορέας SS εντοπίστηκε σε αποθέτη της Αθηναϊκής Αγοράς και διαθέτει 0,80µ. ύψος και 0,32µ. διάµετρο. Το σώµα που απολήγει σε κυλινδρικό κοµβίο χαρακτηρίζεται ραδινό, µε το χείλος να σχηµατίζει κυρτή ταινία και τις λαβές να καµπυλώνουν ελαφρώς στην απόληξή τους. Τα συνευρήµατα στον αποθέτη προέρχονται από την καταστροφή της Αθηναϊκής πόλης από το Σύλλα, 191 Στην κύρια και µοναδική εκτενή δηµοσίευση του ναυαγίου Weinberg, G.D., et al., The Antikythera Shipwreck Reconsidered, Transactions of the American Philosophical Society, Vol.55, No 3, 1965, 3-48, γίνεται αναφορά στα ευρήµατα χωρίς, ωστόσο, να µας παραχωρείται ο αριθµός εύρεσής τους. Συµβατικά, λοιπόν, δίνεται ένας αριθµός, ο οποίος αποτελείται από το γράµµα f (προέρχεται από το αρχικό γράµµα της αγγλικής λέξης figure) και δυο νούµερα το πρώτο αντιστοιχεί στην αρίθµηση της εικόνας του άρθρου και το δεύτερο στον αριθµό του εκάστοτε αγγείου. 192 Grace 1965, fig. 1, 1a. 193 Η χωρητικότητα και των δυο αυτών αµφορέων δεν έχει υπολογιστεί λόγω των ρωγµών που υπέστησαν τα σώµατά τους κατά τη µετακίνησή τους από το βυθό της θάλασσας (βλ. Grace 1965, 14). 194 Grace 1961, fig. 36.

59 στοιχείο ιδιαίτερα βοηθητικό, αφού µπορούµε να δώσουµε στον αµφορέα µας µια χρονολόγηση λίγο πριν το 86 π.χ Από τον αποθέτη R 10:1, ο οποίος εντοπίζεται στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, προέρχεται ο αµφορέας P Το σωζόµενο ύψος του ραδινού σώµατός του ανέρχεται στα 0, 834µ. και η διάµετρός του στα 0,311µ., το χείλος του παραπέµπει σε λεπτή, κυρτή ταινία, ενώ οι λαβές του σχηµατίζουν ιδιαίτερα οξεία γωνία στην απόληξή τους και καµπυλώνουν ελαφρώς προς τα µέσα. Βασιζόµενοι στα συνευρήµατα µπορούµε να τον τοποθετήσουµε χρονικά στο τέλος του 1 ου αιώνα π.χ. Το τρίτο συγκριτικό παράδειγµα προέρχεται από τον τάφο 8 της περιοχής του Αγίου Ερµογένη στην Κύπρο. Πρόκειται για το ροδιακό αµφορέα SH ύψους 0,86µ. και διαµέτρου 0,302µ., του οποίου το ραδινό σώµα που απολήγει σε κυλινδρικό κοµβίο, το κυρτό χείλος και οι λαβές που σχηµατίζουν οξεία γωνία, τον εντάσσουν χρονικά στον 1 ο αιώνα π.χ. Από την Κω, σηµαντικό κέντρο παραγωγής οξυπύθµενων αµφορέων, προέρχεται ο επόµενος τύπος που εντοπίστηκε στο χώρο του ναυαγίου. Τα παραδείγµατα που µας παραδίδονται είναι ελάχιστα, ωστόσο πριν αναφερθούµε σε αυτά, κρίνεται απαραίτητο να παρατεθεί η εξέλιξη του σχήµατος. Κατά τη διάρκεια του 4 ου αιώνα π.χ., λοιπόν, παρατηρούνται τρεις τύποι 198. Ο πρώτος τύπος (Κως Ι) αποτελεί τον πιο χαρακτηριστικό, µάλλον, τύπο των κωακών οξυπύθµενων αµφορέων και ως βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά του αναγνωρίζονται το πλατύ, δαχτυλιόσχηµο και έντονα προεξέχον χείλος, οι διπλές λαβές και η πλαστική νεύρωση-δακτύλιος που σχηµατίζεται στη βάση του κοντού λαιµού τους. Το κύριο σώµα των αµφορέων του τύπου αυτού είναι ωοειδές και καταλήγει σ ένα ηµισφαιρικό κοµβίο 199. Τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά των αµφορέων του δεύτερου τύπου (Κως ΙΙ) δε διαφοροποιούνται ιδιαίτερα απ αυτά των αµφορέων του πρώτου τύπου. Οι βασικές διαφορές τους έγκειται στο τριγωνικής διατοµής «µανιταρόσχηµο» χείλος και κυρίως στις ταινιωτές ελλειπτικής διατοµής λαβές, οι οποίες φέρουν «δαχτυλιά» στην κάτω έκφυση. Ο λαιµός των αµφορέων είναι κοντός, το σχήµα του σώµατος 195 Grace 1965, Robinson 1959, 20, pl McFadden 1946, fig Σχετικά µε το εργαστήριο της Κω, στο οποίο εντοπίζονται οι τρεις τύποι των οξυπύθµενων εµπορικών αµφορέων, βλ. Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο Α1, σελ Καντζιά 1994, , εικ. 5.

60 είναι και σ αυτήν την περίπτωση ωοειδές, ενώ η βάση τους διατηρεί το ίδιο σχήµα 200. Οι αµφορείς του εργαστηρίου που ανήκουν στον τρίτο τύπο της Κω (Κως ΙΙΙ) διαφοροποιούνται σηµαντικά από τους αµφορείς των δύο προηγούµενων τύπων. Πιο συγκεκριµένα, το χείλος είναι µικρό, τριγωνικής διατοµής και µόλις προεξέχον και οι λαβές είναι ταινιωτές, ελαφρά σιγµοειδείς µε µία «δαχτυλιά» στην κάτω έκφυσή τους. Ο λαιµός επιµηκύνεται και ευρύνεται προς τα κάτω, ενώ σηµαντικά διαφοροποιείται και το σχήµα του σώµατος των αµφορέων. Πιο συγκεκριµένα, ο ώµος γίνεται έντονα γωνιώδης, ενώ το σώµα είναι έντονα κεκλιµένο προς τα κάτω και καταλήγει σε ψηλό κυλινδρικό πόδι µε κοµβιόσχηµη απόληξη 201. Την εξέλιξη του σχήµατος των Κωακών αµφορέων από τον 3 ο αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ. µπορούµε να την παρακολουθήσουµε στους αµφορείς της νήσου που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή της αρχαίας αγοράς της Αθήνας 202. Εκτός από τις διπλές (δίδυµες) λαβές που διατηρούνται ως τον 1 ο αι π.χ. 203, και το σχήµα των αµφορέων του νησιού παραλλάσσεται ελάχιστα από τον 3 ο αιώνα π.χ. έως το δεύτερο µισό του 2 ου αι π.χ. Ο λαιµός τους παραµένει κοντός, ο ώµος αρκετά πεπλατυσµένος, το σώµα έχει το σχήµα κώλωρου κώνου ενώ η βάση τους είναι µικρή, κυλινδρικού σχήµατος. Σαφής είναι η επιµήκυνση του σχήµατος των Κωακών αµφορέων κατά τον 1 ο αι π.χ., ενώ αξιοσηµείωτη είναι και η πλαστική νεύρωση, η οποία στους όψιµους, αυτούς, αµφορείς εντοπίζεται στο όριο µετάβασης από το λαιµό στον ώµο 204. Οι οξυπύθµενοι αµφορείς του κωακού εργαστηρίου, οι οποίοι ανελκύστηκαν από το χώρο του ναυαγίου είναι στο σύνολό τους πέντε. Κοινό τυπολογικό χαρακτηριστικό όλων αποτελούν οι διπλές λαβές, ωστόσο διαφέρουν ως προς τις διαστάσεις τους, ενώ παρατηρούνται και κάποιες ελάχιστες διαφοροποιήσεις στα επιµέρους γνωρίσµατα. 200 Καντζιά 1994, , εικ Καντζιά 1994, , εικ Πρόκειται για τους αµφορείς P6353 του 3 ου αιώνα π.χ., SS8214 του πρώτου µισού του 2 ου αιώνα π.χ., P3981 του 2 ου µισού του 2 ου αιώνα π.χ. καθώς και P11880 του 1 ου αιώνα π.χ. (Grace 1979b, fig. 56 και Whitbread 1995, pl. 4.15, 4.16). 203 Αξίζει να σηµειωθεί πως οι Κωακοί αµφορείς πέρα από τις διπλές λαβές τους, που παραµένουν ως τον 1 ο αι π.χ. ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους, αναγνωρίζονται µε ασφάλεια και από τα Κωακά ονόµατα καθώς επίσης και από τα κωακά σύµβολα των σφραγίδων που φέρουν (Καντζιά 1994 και Whitbread 1995, 81). 204 Grace 1961 Whitbread 1995,

61 Ο αµφορέας f.4.6 (εικ. 43) έχει σωζόµενο ύψος 0,82µ., ενώ η διάµετρός του ανέρχεται στα 0,38µ.. Ο λαιµός του χαρακτηρίζεται κοντός, µε το χείλος του να είναι ελαφρώς έξω νεύον και να δηµιουργεί κυρτή ταινία, ενώ η µετάβαση των ώµων προς το κωνικά σχηµατισµένο σώµα είναι απότοµη. Αποσπασµατικά σωζόµενος είναι ο αµφορέας f.4.7 (εικ. 44), αφού απουσιάζει το χείλος, η µια λαβή και τµήµα από το µικρό, κυλινδρικό κοµβίο. Το ύψος του ανέρχεται στα 0,813µ. και η διάµετρός του στα 0,396µ. Το σώµα του είναι κωνικό, ενώ σε σχέση µε τον οξυπύθµενο αµφορέα f.4.6 διαφαίνεται καλύτερα η µετάβαση των γωνιωδών ώµων προς αυτό. Πιο ραδινός σε σύγκριση µε τους προαναφερθέντες αµφορείς εµφανίζεται ο f.4.8 (εικ. 45), στοιχείο το οποίο δηλώνεται και από τις διαστάσεις του, αφού το ύψος του φθάνει τα 0,85µ. και η διάµετρός του τα 0,355µ. Το χείλος του αµφορέα είναι έξω νέυον, ενώ µια ανεπαίσθητη εγχάρακτη γραµµή λειτουργεί «διαχωριστικά» ανάµεσα στο λαιµό και τους ελαφρώς γωνιώδεις ώµους, οι οποίοι, πλέον, διακρίνονται από το κωνικό και καταληκτικό σε µικρό, κυλινδρικό κοµβίο σώµα. Λίγο µικρότερων διαστάσεων είναι ο αµφορέας f.4.9 (εικ. 46), µε το ύψος του να ανέρχεται στα 0,785µ. και τη διάµετρό του στα 0,372µ.. Το χείλος του είναι έξω νεύον και αποτελεί µικρή, κυρτή ταινία, οι ώµοι είναι στρογγυλεµένοι, το σώµα είναι κωνικό και εδράζεται σε κυλινδρικό κοµβίο, ενώ πλαστική νεύρωση τονίζει ιδιαίτερα το λαιµό του αγγείου. Τέλος, ακέραιος µας παραδίδεται ο αµφορέας f.4.10 (εικ. 47), το κωνικό σώµα του οποίου έχει 0,53µ. ύψος και διάµετρο 0,28µ. Ως προς τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του δε διαφοροποιείται σε τίποτα από τον προαναφερθέντα αµφορέα f.4.9, µε την πλαστική νεύρωση στο λαιµό να αποτελεί και εδώ το ιδιαίτερο γνώρισµά του. Οι διπλές λαβές που διαθέτουν και οι πέντε αµφορείς του ναυαγίου µας δίνουν µια χρονολόγηση από τον 3 ο αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ., αφού αποτελούν σταθερό τυπολογικό γνώρισµα του κωακού εργαστηρίου των ελληνιστικών χρόνων. Το ίδιο χρονολογικό πλαίσιο προκύπτει, τόσο από το σχήµα του σώµατός τους όσο και από το µικρό, κυλινδρικό κοµβίο. Η απότοµη µετάβαση των ώµων προς το σώµα είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που µας εξασφαλίζει µια πιο ασφαλή χρονολόγηση,

62 αφού η αποκάλυψη θραυσµάτων από ώµους κωακών αµφορέων στη ήλο, τοποθετούν τους αµφορείς του ναυαγίου µεταξύ του 88 και του 69 π.χ Οι τρεις τύποι οξυπύθµενων αµφορέων, λοιπόν, που εντοπίστηκαν στο κλειστό σύνολο του ναυαγίου, µας οδηγούν στο τρίτο τέταρτο του 1 ου αιώνα π.χ. και µπορούµε, έτσι, να µιλάµε για µια πρώτη χρονολογική προσέγγιση µέσω του φορτίου του πλοίου. Η κεραµική του ναυαγίου των Αντικυθήρων Α Ανάµεσα στα ευρήµατα που ανελκύστηκαν από το χώρο του ναυαγίου παρατηρούνται κεραµικά σκεύη, τα οποία χρησιµοποιούσε το πλήρωµα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και αποτελούν την κύρια πηγή χρονολόγησης του. Λύχνοι Η µελέτη της χρηστικής κεραµικής κρίνεται απαραίτητο να ξεκινήσει από το λύχνο f (εικ. 48, 49), ο οποίος αν και έχει παραχθεί σε πόλη των παραλίων της 205 Τα θραύσµατα από ώµους κωακών αµφορέων στη ήλο, θεωρείται ότι προέρχονται από την καταστροφή των αµφορέων από το στρατό του Μιθριδάτη το 88 π.χ. και γι αυτό το λόγο προκύπτει η συγκεκριµένη χρονολόγηση (βλ. Grace 1952, 539, pl. 25, no 36).

63 Μ. Ασίας 206, θα βοηθούσε στη σωστότερη χρονολογική προσέγγιση του ναυαγίου. Πρόκειται, λοιπόν, για αγγείο κατασκευασµένο από τεφρό πηλό, µε µήκος σώµατος 0,09µ., διάµετρο 0,055µ. και διάµετρο βάσης 0,035µ. Η κεντρική οπή «πληρώσεως», περιβάλλεται από τρεις µικρότερες οπές και το περιχείλωµά της είναι ιδιαίτερα ψηλό. Η λαβή του διαµορφώνεται από τρεις πλαστικές ταινίες, ενώ το σώµα του έχει κυρτό περίγραµµα και εδράζεται σε κοντή, επίπεδη βάση. Ο πλατύς και επίπεδος στην άνω επιφάνειά του µυκτήρας έχει στρογγυλή οπή «καύσης» και στρογγυλή απόληξη. Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω τυπολογικά χαρακτηριστικά, µπορούµε να εντάξουµε µε βεβαιότητα το λύχνο f στον τύπο 49Α του Howland (τύπος της Εφέσου) 207 και παραλληλίζοντας τον µε τους κατασκευασµένους σε µικρασιατικά εργαστήρια λύχνους L και L , να τον χρονολογήσουµε στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει και από τη συγκριτική µελέτη του λύχνου του ναυαγίου των Αντικυθήρων µε λύχνους που εντοπίστηκαν στο χώρο του Κεραµεικού. Οι λύχνοι GL , GL και GL έχουν σώµα αµφίκυρτο, λαβή αποτελούµενη από τρεις πλαστικές ταινίες, και επίπεδο στο άνω τµήµα του µυκτήρα µε στρογγυλή απόληξη, ανήκουν στον τύπο Ephesos Scheibler 213 και αποτελούν προϊόντα εισαγωγής από πόλεις της Μ. Ασίας. Η χρονολόγησή τους ανάγεται στις αρχές του 1 ου αιώνα π.χ. και τα κοινά µορφολογικά τους χαρακτηριστικά µε το αγγείο του ναυαγίου, τοποθετούν το λύχνο f σ αυτό το χρονικό πλαίσιο. Στην Κόρινθο, ο «εισαγµένος» τύπος της Εφέσου 214 (τύπος XIX) αποτελεί το συχνότερο και συνηθέστερο τύπο λύχνων, γεγονός που ο Broneer 215 αποδίδει στη 206 Αντικείµενο συζήτησης της παρούσας εργασίας αποτελεί η «κατασκευασµένη» στον ελλαδικό χώρο κεραµική, ωστόσο θα γίνει αναφορά και στα αγγεία εκείνα που παράχθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας ώστε να έχουµε µια πιο σωστή προσέγγιση της χρονολόγησης του ναυαγίου. 207 Τόπος παραγωγής των λύχνων αυτού του τύπου, γνωστού και ως τύπου της Εφέσου, είναι η Μ. Ασία και χρονολογικά καλύπτει το ευρύ φάσµα από τον πρώιµο 2 ο αιώνα π.χ. έως και τον πρώιµο 1 ο αιώνα µ.χ. Η εισαγωγή του τύπου αυτού στην πόλη των Αθηνών, κατά πάσα πιθανότητα µέσω της νήσου ήλου, δεν πραγµατοποιείται πριν το 125 π.χ., ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εµφάνισή τους στην Αθήνα συµπίπτει µε την οργάνωση της ρωµαϊκής επαρχίας στην Ασία, το π.χ. (Howland 1958, , pl. 49). Επιπλέον, αξίζει να σηµειωθεί ότι λύχνοι αυτού του τύπου κάνουν την εµφάνισή τους και στην Κόρινθο κατά τη διάρκεια του δεύτερου µισού του 1 ου αιώνα π.χ. (βλ. Broneer 1930, 70). 208 Howland 1958, pl. 49, Howland 1958, pl. 49, Scheibler 1976, pl. 88, no Scheibler 1976, pl. 88, no Ό.π., pl. 88, no Για τον τύπο της Εφέσου, γίνονται αναφορές σε αρκετά σηµεία του κειµένου, βλ. Scheibler 1976, 57, 84, 86, 97, 122, 136, 142, 163, 165, Broneer 1930, 66-70, pl. VI.

64 γεωγραφική θέση που κατέχει η πόλη της Κορίνθου, καθώς και στις εµπορικές σχέσεις που είχε αναπτύξει µε την περιοχή της Μ. Ασίας λόγω της θέσης αυτής. Από τα 59 παραδείγµατα 216 που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή, µόνο τα 9 δηµοσιεύονται και έτσι, η συγκριτική µελέτη για τον εντοπισµό κοινών µορφολογικών χαρακτηριστικών και κατ επέκταση χρονολόγησης του λύχνου του ναυαγίου, περιορίζεται σηµαντικά. Οµοιότητες, ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά, θα µπορούσε κανείς να αναγνωρίσει στο λύχνο XIX µε το µακρύ και στρογγυλευµένο ως προς την απόληξή του µυκτήρα, την κάθετη λαβή και την ελαφρώς ανασηκωµένη βάση, καθώς και στο λύχνο XIX , ο οποίος παρουσιάζει επίσης, µυκτήρα µε στρογγυλή απόληξη, αλλά έχει δισκόµορφη βάση. Στο πρώτο µισό του 1 ου αιώνα π.χ. τοποθετούνται χρονικά οι προαναφερθέντες λύχνοι, χρονολόγηση η οποία είχε υποτεθεί για το λύχνο του ναυαγίου από τη µελέτη λύχνων άλλων περιοχών και, πλέον, µπορεί να επιβεβαιωθεί 219. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι ο λύχνος Π µε το ανασηκωµένο περιχείλωµα και την κυρτή λαβή, ο οποίος εντοπίστηκε στον τάφο ΙΙ του οικοπέδου Μ. Μαυρίδη στη Βέροια και ανήκει στο λεγόµενο τύπο της Εφέσου, παρουσιάζει όµοια τυπολογικά χαρακτηριστικά µε το λύχνο του ναυαγίου και θα µπορούσε να αποτελεί ορθό συγκριτικό παράδειγµα, ωστόσο η χρονολόγησή του που ανάγεται στα µέσα του 2 ου αιώνα π.χ., δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Λάγυνοι 215 Ό.π., Ό.π., nos Ό.π., 159, pl. VI, fig. 85, no Ό.π., 160, fig. 28, no Αξίζει να επισηµανθεί, ότι λύχνοι του τύπου 49Α του Howland (XIX του Broneer), του γνωστού και ως «τύπου της Εφέσου», έχουν εντοπιστεί και στην περιοχή των Φερών. Οι λύχνοι, λοιπόν, ΒΕ 8576 (πιν. 280γ), ΒΕ 8590 (πιν. 280δ) αποτελούν ντόπιες αποµιµήσεις του τύπου του Howland, αφού παρουσιάζουν όλα τα τυπικά µορφολογικά γνωρίσµατα του τύπου, ενώ ο λύχνος ΒΕ 8603 (πιν. 280β) προφανώς αποτελεί ντόπιο προϊόν, αφού συνδυάζονται βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά του τύπου του Howland µε χαρακτηριστικά πρώιµων τύπων λύχνων κατασκευασµένων µε µήτρα. Η χρονολόγησή τους κυµαίνεται από τα µέσα του 2 ου αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ. και θα µπορούσαν να αποτελούν ένα ακόµη στοιχείο επιβεβαίωσης της χρονολόγησης του λύχνου f και κατ επέκταση του ναυαγίου, ωστόσο, το έντονα γωνιώδες σώµα και η τριγωνική απόληξη του µυκτήρα τους, δεν αποτελούν, τελικά, βοηθητικό χρονολογικό στοιχείο, βλ. ουλγέρη-ινζτεσίλογλου 1994, ). 220 ρούγου & Τουράτσογλου 1998, , σχ. 26.

65 Μεταξύ των ευρηµάτων εντοπίζονται και λάγυνοι, ο συνολικός αριθµός των οποίων αγγίζει τα τριάντα πέντε αγγεία, ωστόσο µόνο τρεις µας παρατίθενται από τους ερευνητές Κουρουνιώτη 221 και Edwards 222 και έχουµε στη διάθεσή µας για µελέτη. Αξίζει στο σηµείο αυτό να επισηµανθεί ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τύπο οινοχόης, αγαπητό στα συµπόσια, η αρχή της παραγωγή του οποίου εντοπίζεται στον 3 ο αιώνα π.χ. και φτάνει έως και τον 1 ο αιώνα π.χ Στις αρχαίες πηγές, ωστόσο, η καταγωγή του τοποθετείται στον 4 ο αιώνα π.χ., στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνεται και από την αποκάλυψη λαγύνων στην Κύπρο που τοποθετούνται χρονικά στην προαναφερθείσα περίοδο 224. Ο Αθήναιος (Αθήν., ειπνοσοφισταί, VII, 276 B), άλλωστε, καθιστά γνωστή µια γιορτή («Λαγυνοφόρια») που διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια, στην οποία οι πολίτες υποχρεώνονταν, για να συµµετάσχουν, να φέρουν µαζί την λάγυνό τους, Η λαβή του αγγείου αυτού, είναι συνήθως ταινιωτή, υψώνεται κάθετα στον ώµο και σχηµατίζοντας ορθή γωνία, καταλήγει στο λαιµό, λίγο πιο κάτω από το στόµιο. Η βάση είναι δακτυλιόσχηµη ή κωνική και ως προς το σώµα, διακρίνονται δυο τύποι. Ο Westhølm 225 στον πρώτο τύπο εντάσσει τα αγγεία εκείνα που έχουν οριζόντιο ώµο και το σώµα καµπυλώνει ελαφρά προς τη βάση, ενώ ο δεύτερος τύπος περιλαµβάνει αγγεία µε κυρτό ώµο και αµφικωνικό σώµα. Ξεκινώντας από την ακέραιη, άβαφη λάγυνο f (εικ. 50, 51) του ναυαγίου, παρατηρούµε ότι πρόκειται για αγγείο διαµέτρου 0,22µ. και ύψους 0,295µ., µε το χείλος να στρέφεται ελαφρώς προς τα έξω και να ακολουθεί κυρτό περίγραµµα και τη λαβή να καµπυλώνει στο ανώτατο σηµείο της και να τοποθετείται λοξά στο πλατύ και γωνιώδες σώµα, που εδράζεται σε κωνική βάση. Η σύγκρισή της µε τη λάγυνο P , η οποία προέρχεται από αποθέτη της Αρχαία Αγορά της Αθήνας και ταυτίζεται ως προς τα τυπολογικά της χαρακτηριστικά µε τη χρονολογηµένη λάγυνο PR , που εντοπίστηκε κατά της ανασκαφές του πτολεµαϊκού στρατοπέδου στην Κορώνη, µας οδηγεί στη χρονολόγηση του αγγείου του ναυαγίου γύρω στο 260 π.χ. Η χρονολόγηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση των µορφολογικών χαρακτηριστικών µε την προερχόµενη από τη δεξαµενή 221 Κουρουνιώτης Weinberg et. al. 1965, Rotroff 1997, 226 και σηµ Ashmead 1999, Αγγέλη 2000, 311 Rotroff 2006, Leroux 1913, Vessberg & Westhølm 1956, Rotroff 2006, pl. 15, fig. 16, no Vanderpool, McCredie & Steinberg 1962, 39, pl. 21, no 50.

66 Ν 21:4 της αθηναϊκής αγοράς λάγυνο P , τα τυπολογικά γνωρίσµατα της οποίας αναγνωρίζονται σε µια λάγυνο από την Ερέτρια 229 και σε µια λάγυνο από τη Χίο 230, οι οποίες τοποθετούνται χρονικά στα µέσα του 2 ου αιώνα π.χ. Η ακέραιη, άβαφη λάγυνος f (εικ. 52, 53) είναι ελαφρώς µεγαλύτερων διαστάσεων από το προαναφερθέν αγγείο µε τη διάµετρό της να ανέρχεται στα 0,24µ. και το ύψος της στα 0,33µ. Παρουσιάζει χείλος που µοιάζει µε µικρή, κυρτή ταινία και ταινιωτή λαβή, η οποία καµπυλώνοντας στην απόληξή της, ακουµπάει λοξά πάνω στο αµφικωνικό σώµα. Το τελευταίο έχει έντονα γωνιώδη χαρακτηριστικά και αποτελείται από σχετικά χοντρό, κυλινδρικό λαιµό και κωνική βάση. Τα παραπάνω τυπολογικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται και σε λάγυνους που έχουν εντοπιστεί στην Αρχαία Αθηναϊκή Αγορά. Έτσι, λοιπόν, η λάγυνος P , µας επιτρέπει να χρονολογήσουµε την ακέραιη λάγυνο του ναυαγίου στο δεύτερο τέταρτο του 1 ου αιώνα π.χ. Μεγαλύτερη του φυσιολογικού µεγέθους είναι η αποσπασµατικά σωζόµενη λάγυνος f (εικ. 54, 55), µε τη διάµετρό της να αγγίζει τα 0,31µ. και το ύψος της τα 0,32µ. Ο χονδρός λαιµός της µεταβαίνει οµαλά προς το κοίλο, αµφικωνικό σώµα, το οποίο απολήγει σε πλατιά, κωνική βάση. Λαµβάνοντας υπόψη µας τα ελληνιστικά παραδείγµατα λαγύνων, τα οποία προέρχονται από την Αρχαία Αγορά της Αθήνας και συγκρίνοντας τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της λάγυνου P µε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της αποσπασµατικά σωζόµενης λάγυνου του ναυαγίου, προκύπτει µια χρονολόγηση στον πρώιµο 1 ο αιώνα π.χ. Ο λεπτόκοκκος πηλός από τον οποίο είναι κατασκευασµένες οι λάγυνοι που έχουν εντοπιστεί σε δεξαµενές και αποθέτες της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, είναι όµοιος µε τον πηλό των χιώτικων οξυπύθµενων αµφορέων, καθιστώντας, έτσι, τις λάγυνους της Αγοράς εισαγόµενες και κατασκευασµένες από χιώτικο εργαστήριο και υποθέτοντας τη χιώτικη καταγωγή και των λαγύνων του ναυαγίου. Κατά τη διάρκεια των υποβρύχιων ανασκαφικών εργασιών ανελκύσθηκαν και δυο λάγυνοι λευκού εδάφους Αξίζει να σηµειωθεί ότι αυτές οι λάγυνοι, είναι ιδιαίτερα δηµοφιλείς το χρονικό διάστηµα µεταξύ 150 π.χ. και 50 π.χ. και παρουσιάζουν ευρεία διάδοση, αφού έχουν εντοπιστεί σε περιοχές όλης της 228 Ό.π., pl. 15, fig. 16, no Schmid 1997, 106, pl. 22 Schmid 2000, 368, pl. 190, no Anderson 1954, 150, fig. 17, no Rotroff 2006, fig. 17, no Rotroff 2006, fig. 17, no 109.

67 Μεσογείου 233. Επιπλέον, σύµφωνα µε τον Leroux 234 εργαστήρια παραγωγής λαγύνων λευκού εδάφους φαίνεται να εντοπίζονται στην περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, ενώ ο Καλτσάς 235, βασιζόµενος στα ευρήµατα που έχουν εντοπιστεί στις περιοχές του Άργους και της Πύλου, επισηµαίνει την πιθανή ύπαρξη εργαστηρίου στην Πελοπόννησο 236. Η ακέραιη λάγυνος f.8.9 (εικ. 56, 57) µε διάµετρο 0,25µ. και ύψος 0,29µ., µε χείλος έξω νεύον, ελαφρώς στρογγυλεµένο, που ανήκει σε ψηλό κυλινδρικό λαιµό, ταινιωτή λαβή που τέµνει το πλατύ, κοίλο σώµα και δακτυλιόσχηµη βάση, τοποθετείται στο π.χ. χρονολόγηση, η οποία προκύπτει από τη σύγκρισή της µε την προερχόµενη από την Αρχαία Αγορά της Αθήνας λάγυνο P Στην ίδια χρονική περίοδο µε την προαναφερθείσα λάγυνο ανήκει και η λάγυνος λευκού εδάφους Η (εικ. 58), το σωζόµενο ύψος της οποίας είναι 0,19µ. και η διάµετρος της 0,22µ. Ο λαιµός της είναι λεπτός, κυλινδρικός, η λαβή της λοξότµητη, οι ώµοι καµπυλώνουν στο πάνω µέρος τους και σχηµατίζοντας γωνία «κατευθύνονται» προς τη βάση του αµφικωνικού σώµατος. Η σύγκρισή της µε τις λάγυνους P και P της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, επιβεβαιώνει τη χρονολόγησή της στο πρώτο τέταρτο του 1 ου αιώνα π.χ. Μυροδοχεία Ανάµεσα στα ευρήµατα που περισυλλέχθηκαν από το χώρο του ναυαγίου, εντοπίζονται και τρία µυροδοχεία. Αυτός ο τύπος αγγείων προέρχεται, πιθανόν, από τους κυπριακούς ψευδοαµφορείς του 4 ου αιώνα π.χ., αποτελεί υποκατάστατο των ληκύθων της κλασικής εποχής και το συνηθέστερο κτέρισµα σε τάφους της 233 Για τις περιοχές στις οποίες έχουν εντοπιστεί λάγυνοι λευκού εδάφους, βλ. Rotroff 1997, , σηµ Leroux 1913, Καλτσάς 1983, 39, σηµ Στην περιοχή της Κορίνθου, η σπάνια εµφάνιση λευκών λαγύνων µεταξύ των ευρηµάτων, ίσως οφείλεται στην µικρή συχνότητα εισαγωγή τους στην πόλη, πριν την καταστροφή της, το 146 π.χ., βλ. Broneer 1930, 50, σηµ. 34 Broneer 1935, fig. 16 Broneer 1947, 240, pl. LVIII, no Rotroff 1997, pl. 121, fig. 94, no Ο Edwards δε δηµοσιεύει εικόνα της συγκεκριµένης λάγυνου και γι αυτό το λόγο δανειζόµαστε την εικόνα από την πρώτη δηµοσίευση του ναυαγίου, από τον Κουρουνιώτη (Κουρουνιώτης 1902). Έτσι, ο αναγνωριστικός «κωδικός» αποτελείται από το γράµµα που αντιστοιχεί στον πίνακα και από τον αριθµό της εικόνας. 239 Rotroff 1997, pl. 117, fig. 91, no Ό.π., pl. 117, fig. 90.

68 ελληνιστικής περιόδου και η διάδοσή του καλύπτει το χώρο όλης της Μεσογείου 241. Το µέγεθός τους ποικίλλει, µε το ύψος των µικρότερων αγγείων αυτού του τύπου να ανέρχεται στα 0,04µ., ενώ των µεγαλύτερων φτάνει τα 0,20-0,30µ. και στο σχήµα τους παρατηρούνται δυο τύποι ο πρώτος, η χρήση του οποίου διήρκησε τουλάχιστον δυο αιώνες, έχει ατρακτοειδές σχήµα και ψηλό πόδι, που ξεχωρίζει από το σώµα και ο δεύτερος είναι βολβόσχηµος µε στρογγυλό σώµα και επίπεδη βάση 242 Τα δύο µυροδοχεία του ναυαγίου είναι όµοιου σχήµατος πρόκειται για το Θ.18 (εικ. 59) µε το σωζόµενο ύψος του να ανέρχεται στα 0,17µ. και η διάµετρός του στα 0,06µ., και το f (εικ. 60), µε ύψος 0,14µ. Το σώµα τους είναι επίµηκες, ατρακτόσχηµο µε ψηλό λαιµό και εδράζεται πάνω σε ψηλό, λεπτό πόδι, µε µια αυλάκωση να το διαχωρίζει από τη δισκόµορφη βάση του. Το µυροδοχείο P , το οποίο προέρχεται από την αρχαία Αγορά της Αθήνας, είναι συγγενικό ως προς τα µορφολογικά χαρακτηριστικά µε το µυροδοχείο του ναυαγίου και ανάγει τη χρονολόγησή του, στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ. Επιπλέον, η εύρεση παραλλήλων στο κλειστό σύνολο των τάφων της περιοχής Κοφινά, στη νήσο Χίο, επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση των προαναφερθέντων αγγείων στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ Το τρίτο, αποσπασµατικά σωζόµενο, µυροδοχείο f (εικ. 61) έχει ύψος 0,095 µέτρα και διάµετρο 0,065 µέτρα. Πρόκειται για αγγείο µε κωνική βάση πάνω στην οποία εδράζεται απιόσχηµο σώµα, ενώ µε βάση τα µυροδοχεία P και P που έχουν εντοπιστεί στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι διέθετε ψηλό λαιµό, ο οποίος ευρύνεται προς τα πάνω και καταλήγει σε πλαστική λοξότµητη ταινία στο χείλος. Χρονικά το µυροδοχείο του ναυαγίου τοποθετείται στο πρώτο τέταρτο του 1 ου αιώνα π.χ. 241 Για τις περιοχές, στις οποίες έχουν εντοπιστεί µυροδοχεία, βλ. Anderson-Stojanovic 1987, , σηµ. 1, Anderson-Stojanovic 1987, Rotroff 1997, Rotroff 2006, Rotroff 2006, fig. 67, no Anderson 1954, fig.18, αρ. 326, 328, 336, 337. Αξίζει να σηµειωθεί ότι µυροδοχεία µε ψηλό πόδι και λαιµό και ατρακτόσχηµο σώµα, έχουν εντοπιστεί και στους «ίδυµους» Μακεδονικούς τάφους της Βέροιας, ωστόσο είναι πρωιµότερα από τα αγγεία του ναυαγίου, αφού τοποθετούνται χρονικά στο 2 ο αιώνα π.χ. (Ρωµιοπούλου 1989, 33-40). Επιπλέον, όµοια τυπολογικά χαρακτηριστικά µε αυτά των αγγείων του ναυαγίου παρατηρούνται και στα µυροδοχεία που προέρχονται από τα ταφικά σύνολα της Ρόδου. Έτσι, λοιπόν, τα ατρακτόσχηµα µυροδοχεία Π 6099, Π 6100, Π 6101, Π 6102, Π 6103, Π 6104, θα µπορούσαν να αποτελέσουν συγκριτικά χρονολογήσιµα παραδείγµατα, αφού τοποθετούνται χρονικά µεταξύ του όψιµου 2 ου αιώνα π.χ. και του πρώτου µισού του 1 ου αιώνα π.χ. (Γιαννικούρη, Πατσιαδά, Φιλήµωνος 1989, 66 και πιν. 70). 245 Robinson 1959, pl. 2, F Ό.π., pl. 5, G 96.

69 Η χρονολόγηση του ναυαγίου των Αντικυθήρων Α Η αποκάλυψη του ναυαγίου στις αρχές του 20 ου αιώνα προκάλεσε µεγάλο ενθουσιασµό στα µέλη της επιστηµονικής κοινότητας. Ήταν το πρώτο ναυάγιο αρχαίου πλοίου που αποκαλύφθηκε και αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών µελετητών. Από την πρώτη στιγµή άρχισαν να διατυπώνονται υποθέσεις σχετικά µε τη χρονολόγηση του ναυαγίου, την προέλευση του φορτίου και το λιµάνι προορισµού. Επιπλέον, έγιναν προσπάθειες σύνδεσης του φορτίου των γλυπτών µε γνωστά ιστορικά στοιχεία. Αξίζει να σηµειωθεί, ότι οι πρώτοι µελετητές του ναυαγίου δεν είχαν στη διάθεσή τους τις πολύτιµες πληροφορίες που προσέφερε η αποκάλυψη των περγαµηνών νοµισµάτων από την οµάδα του Κουστώ, το Έτσι, το 1901 ο Π. Καββαδίας συνέδεσε το ναυάγιο µε τη δήωση των Αθηνών από τα στρατεύµατα του Σύλλα, το 86 π.χ. Ο Καββαδίας στήριξε την υπόθεσή του στην πληροφορία που δίνει ο Λουκιανός (Ζεύξις, κεφ. 3), ότι ένα από τα πλοία που µετέφεραν λάφυρα από την Αθήνα στη Ρώµη για λογαριασµό του Σύλλα βυθίστηκε ανοιχτά από το ακρωτήριο του Μαλέα 247. Ο Έλληνας ερευνητής πίστεψε ότι οι Συµαίοι σφουγγαράδες είχαν αποκαλύψει το συγκεκριµένο ναυάγιο. Η άποψη αυτή υπήρξε η κυρίαρχη στο µεγαλύτερο µέρος του 20 ου αιώνα. Μια δεύτερη θεωρία διατυπώθηκε εξίσου νωρίς. Το 1903 ο Σβορώνος αµφισβήτησε την άποψη του Καββαδία και υποστήριξε, ότι τα γλυπτά προέρχονταν από το Άργος και αποσπάστηκαν από την αρχική τους θέση στις αρχές του 4 ου αιώνα µ.χ., στα πλαίσια της προσπάθειας του Μεγάλου Κωνσταντίνου να εξωραΐσει τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη 248. Ο εντοπισµός του ναυαγίου στα Αντικύθηρα µακριά από τη θαλάσσια οδό που συνέδεε το Άργος µε την Κωνσταντινούπολη, ερµηνεύτηκε από το Σβορώνο ως αποτέλεσµα θαλασσοταραχής, η οποία ανάγκασε το πλοίο να αποκλίνει από την αρχική του πορεία. Η άποψη αυτή, όµως, δεν κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη της πλειονότητας των µελετητών. Νέες, πιο σύγχρονες έρευνες ήρθαν, ωστόσο, να ρίξουν περισσότερο φως στα ζητήµατα της χρονολόγησης και της πιθανής προέλευσης του πλοίου. Τα ευρήµατα που αποδείχτηκαν πολύτιµα για την ασφαλή χρονολόγηση του ναυαγίου δεν ήταν τα εντυπωσιακά γλυπτά, τα οποία θα µπορούσαν σαφώς να έχουν κατασκευαστεί πολύ 247 Καββαδίας 1901, Σβορώνος 1903,

70 καιρό πριν αποσπαστούν από τη θέση τους και φορτωθούν στο πλοίο, αλλά άλλα συνευρήµατα, τα οποία στο παρελθόν δεν είχαν γίνει αντικείµενο συστηµατικής, διεπιστηµονικής έρευνας. Η πρώτη ασφαλής ένδειξη για τη χρονολόγηση του συµβάντος προέκυψε από τη διεξοδική µελέτη του «Μηχανισµού των Αντικυθήρων» από τον de Solla Price, το Ο Price συµπέρανε ότι πρόκειται στην ουσία για τον αρχαιότερο γνωστό, µέχρι σήµερα τουλάχιστον, υπολογιστή που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Ο µηχανισµός δούλευε µε διαφορική κίνηση και υπολόγιζε τη θέση των ουρανίων σωµάτων. Η τελευταία ρύθµιση στα γρανάζια του µηχανισµού φαίνεται πως έγινε γύρω στο 80 π.χ. Ο υπολογιστής σύµφωνα µε τον Price σταµάτησε να λειτουργεί κάποια στιγµή µέσα στα επόµενα 30 χρόνια. Αυτό ασφαλώς συνέβη όταν το πλοίο βυθίστηκε 250. Αυτή η νέα χρονολόγηση αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον της έρευνας και αποτέλεσε αφορµή για την επανεξέταση των συνευρηµάτων, που προήλθαν από το ναυάγιο. Το 1956 µια οµάδα µελετητών ολοκλήρωσε και δηµοσίευσε τα πορίσµατα των εργασιών τους, που είχαν σαν αντικείµενο την κεραµική, τους οξυπύθµενους αµφορείς, τα γυάλινα σκεύη και τα δείγµατα της ξυλείας από το σκαρί του πλοίου. Η Grace V. µελέτησε τους εµπορικούς οξυπύθµενους αµφορείς, τους οποίους µετέφερε το πλοίο. Η Grace διαπίστωσε ότι αποτελούσαν ένα οµοιογενές σύνολο. Στο φορτίο περιλαµβανόταν αµφορείς από τη Ρόδο, την Κω, καθώς και Ιταλικής προέλευσης. Ύστερα από εντοπισµό και µελέτη αντίστοιχων εµπορικών αγγείων από χερσαίες ανασκαφές, η µελετήτρια κατέληξε ότι αυτών των τύπων οι αµφορείς χρονολογούνται µε σχετική ακρίβεια µέσα στη δεκαετία π.χ Αυτή η πρόταση έδωσε ένα βάσιµο terminus post quem για το συµβάν του ναυαγίου, το οποίο συµφωνούσε µε τις προτάσεις του Price. Επιπλέον στοιχεία απέφερε η µελέτη της χρηστικής κεραµικής που χρησιµοποιήθηκε από τα µέλη του πληρώµατος, από τον Edwards 252. Ο Edwards µελέτησε ένα σύνολο που περιλάµβανε σκύφους, οινοχόες, λάγυνους, κύπελλα, λύχνους και µαγειρικά σκεύη. Συµπέρανε ότι όλα έχουν κοινή προέλευση και έχουν κατασκευαστεί την ίδια χρονική περίοδο. Τα τοποθέτησε χρονικά στο πρώτο µισό του 1 ου αιώνα π.χ. Αυτής της φύσης η εύθραυστη κεραµική πιθανότατα δεν είχε µεγάλη διάρκεια ζωής, λόγω των αντίξοων συνθηκών που επιβάλλει η χρήση τους στο 249 De Solla Price 1959, Ό.π., Weinberg et. al. 1965, Ό.π.,

71 κατάστρωµα ενός πλοίου. Μπορούµε να θεωρήσουµε, κατά συνέπεια, ότι η κατασκευή τους δεν απείχε χρονικά πολύ από τη στιγµή του ναυαγίου. Τα συµπεράσµατα του Edwards έρχονται να ενισχύσουν τις προτάσεις των Grace και Price σχετικά µε τη χρονολόγηση του συµβάντος. Η Weinberg G.D. ασχολήθηκε µε τα µοναδικά γυάλινα σκεύη, τα οποία αποτελούσαν µέρος του εµπορικού φορτίου, όπως µαρτυρά η εξαιρετική τους ποιότητα 253. Για µια ακόµη φορά, η χρονολόγηση που προτάθηκε τοποθετεί τα ευρήµατα στο δεύτερο τέταρτο του 1 ου αιώνα π.χ. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο προέκυψε από τη µελάτη των υαλικών, σχετικά µε τα πιθανά λιµάνια-σταθµούς του πλοίου. Τα γυάλινα σκεύη πιθανότατα κατασκευάστηκαν στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η οποία αποτελούσε το σηµαντικότερο κέντρο υαλουργίας κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα της ρωµαϊκής δηµοκρατίας. Ίσως το πλοίο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τις αγορές της ύσης, σταµάτησε και προµηθεύτηκε τα πολυτελή γυάλινα σκεύη στο µεγάλο αυτό λιµάνι- εµπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Ακόµη, η ραδιοχρονολόγηση µε C 14 των δειγµάτων του ξύλου από το σκαρί του πλοίου έδωσε µια ηλικία περίπου 220 ± 43 π.χ. Το γεγονός, ότι η ραδιοχρονολόγηση έδωσε µια ηλικία αρκετά παλιότερη από τη πιθανή στιγµή του ναυαγίου, είναι απόλυτα δικαιολογηµένο, γιατί η µέθοδος του C 14 υποδεικνύει τη χρονική στιγµή υλοτόµησης της ξυλείας και όχι την εποχή κατασκευής του πλοίου ή της βύθισής του. Είναι λογικό το πλοίο να ναυάγησε αρκετά χρόνια µετά την κοπή των κορµών που χρησίµευαν για την ναυπήγησή του 254. Ωστόσο, το αποφασιστικό βήµα για την ασφαλή χρονολόγηση του ναυαγίου έγινε µε την αποκάλυψη των περγαµηνών αργυρών νοµισµάτων το Τα νοµίσµατα είχαν κοπεί στην πόλη της Περγάµου το 84 π.χ Κατά συνέπεια, προκύπτει ένα αδιάσειστο terminus post quem για το ναυάγιο, το οποίο επιβεβαιώνει τις προτάσεις των Price, Weinberg και Grace. Παράλληλα, δε µπορούµε να αποκλείσουµε την πιθανότητα το πλοίο να ξεκίνησε το ταξίδι του από την Πέργαµο, να συνέχισε κάνοντας στάσεις σε σηµαντικά λιµάνια, όπως αυτό της Αλεξάνδρειας, απ όπου θα µπορούσε να έχει προµηθευτεί τα γυάλινα σκεύη, ή κάποιο λιµάνι των Κυκλάδων (ίσως της ήλου ή της Πάρου), απ όπου θα µπορούσε να φορτώσει µέρος 253 Weinberg et. al. 1965, Ό.π., Κριζάς 1998, 44.

72 ή και το σύνολο των αγαλµάτων και στη συνέχεια να ναυάγησε στην προσπάθειά του να περιπλεύσει την Πελοπόννησο και να κατευθυνθεί προς την αγορά της ύσης. Ε.2. Άλλα ναυάγια του 1 ου αιώνα π.χ. Στον κόλπο Cavaliére (χάρτης 1, θέση 26), στη Γαλλία και σε βάθος 43 µέτρων, διεξάγεται υποβρύχια ανασκαφική έρευνα από τους αρχαιολόγους Lequément και Charlin κατά τα έτη Το καλά διατηρηµένο σκαρί του πλοίου που εντοπίστηκε στη περιοχή, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ναυαγίου, στοιχείο που είχε αρχικά υποτεθεί από την αποκάλυψη είκοσι πέντε ακέραιων οξυπύθµενων αµφορέων σε δέκα από αυτούς τους αµφορείς αναγνωρίζεται ο τύπος Lamboglia 2, οχτώ αµφορείς ανήκουν στον τύπο Dressel 1C, ενώ οι υπόλοιποι εφτά ταυτίζονται µε τους αµφορείς Dressel 1A 256. Επιπλέον, ανασύρονται θραύσµατα από ελληνικούς αµφορείς κωακού εργαστηρίου, τα οποία συνανήκουν, αλλά αντιστοιχούν σε 256 Οι αµφορείς αυτοί περιείχαν κρασί, εκτός από ένα αγγείο από τον κάθε τύπο των αµφορέων Dressel 1, οι οποίοι περιείχαν, ακόµη, ελιές (Parker 1992, 133).

73 ελάχιστους αµφορείς αυτού του τύπου, αποδεικνύοντας, έτσι, την χρήση τους από τα µέλη του πληρώµατος. Μεταξύ των ευρηµάτων εντοπίζονται και ακέραια αγγεία µελαµβαφούς κεραµικής, τα οποία ανήκουν στους τύπους Campania A, B και C, αγγεία προερχόµενα από την Ισπανία, καθώς και πινάκια, πρόχοι, οινοχόες και δυο λύχνοι, αγγεία χρηστικής κεραµικής τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθηµερινές ανάγκες πάνω στο πλοίο 257. Η χρονολόγηση του ναυαγίου, βασιζόµενη τόσο στο φορτίο του πλοίου όσο και στα αγγεία καθηµερινής χρήσης, ανάγεται στο 100 π.χ., χρονική τοποθέτηση, η οποία επιβεβαιώνεται από την αποκάλυψη δώδεκα χάλκινων ή µολύβδινων νοµισµάτων στο χώρο του ναυαγίου, τα πέντε εκ των οποίων προέρχονται από τη Μασσαλία, τα πέντε από τη Ν. Αφρική και ένα από την Carteia στη νότια Ισπανία 258. Στο ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο του 1 ου αιώνα π.χ. τοποθετούνται οι διάσπαρτα αποκαλυφθέντες οξυπύθµενοι αµφορείς ενός ναυαγίου, οι οποίοι εντοπίστηκαν σε βάθος 35 µέτρων, στην περιοχή βόρεια του Bodrum (αρχαία πόλη Αλικαρνασσός), στην Τουρκία και τόπος προέλευσης των οποίων θεωρείται η νήσος Κως 259. Στο µικρό νησί Κόππο (χάρτης 1, θέση 28), το οποίο γεωγραφικά τοποθετείται δυτικά της Κύπρου, εντοπίζεται το 1967 και σε βάθος 2-3 µέτρων φορτίο οξυπύθµενων αµφορέων, καθώς και ελάχιστα θραύσµατα κεραµικής, χρήση της οποίας έκανε το πλήρωµα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Στους κακώς διατηρηµένους αµφορείς αναγνωρίζονται τέσσερεις διαφορετικοί τύποι, η πλειονότητα των οποίων καλύπτεται από αγγεία του ροδιακού εργαστηρίου και χρονολογούνται στον 1 ο αιώνα π.χ. χρονολόγηση στην οποία παίζουν βοηθητικό ρόλο τα θραύσµατα των κεραµικών µαγειρικών σκευών, καθώς και τµήµα ενός γυάλινου σκύφου 260. Στη θαλάσσια περιοχή της Γαλλίας, κοντά στον ποταµό Cassidaigne ( χάρτης 1, θέση 29) και σε βάθος που κυµαίνεται από 19 έως και 35 µέτρα, εντοπίζονται οξυπύθµενοι αµφορείς, τους οποίους, όµως, οι ερευνητές δεν είναι σε θέση να αποδώσουν σε ένα ή περισσότερα ναυάγια 261. Ο Benoit 262 σε δηµοσίευσή του στη σειρά Gallia το 1960, αναφέρει ότι το φορτίο του πλοίου αποτελείται από αµφορείς 257 Charlin et al. 1978, Parker 1992, Τα τρία από τα νοµίσµατα δεν µπόρεσαν να αναγνωριστούν (Parker 1992, ). 259 Pulak 1985a, 2 Parker 1992, Bass et Katzev 1968, Parker 1992, Parker 1992, Benoit 1960, 4.

74 του τύπου Dressel 2-4, καθώς και Dressel Ο ίδιος µελετητής δυο χρόνια αργότερα, το 1962, θεωρεί ότι µεταξύ των ευρηµάτων εντοπίζονται αµφορείς ιταλικής προέλευσης του τύπου Dressel 1B και Dressel 2B, ενώ αναγνωρίζει και θραύσµα από το λαιµό αµφορέα χιακού εργαστηρίου 263. Αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1970, η Liou 264 κάνει γνωστή την ύπαρξη αµφορέων, οι οποίοι προέρχονται από τη νήσο Κω και φέρουν ελληνικές σφραγίδες 265, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στους ιταλικούς τύπους αµφορέων του Benoit. Σχετικά µε τη χρονολόγηση των αµφορέων κάνει µια σύντοµη αναφορά ο Parker 266, ο οποίος, µε µεγάλη επιφύλαξη, τοποθετεί το ναυάγιο στον 1 ο αιώνα π.χ. ( π.χ.). Αµφιβολία, τέλος, ως προς τη χρονολόγηση δηµιουργείται και για το ναυάγιο που εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή της Τουρκίας, νοτιοδυτικά του κόλπου του Μαρµαρά, στο Arap Adasi (χάρτης 1, θέση 30), το Σε βάθος που κυµαίνεται από 83 έως 100 µέτρα, ένα δύτης αποκαλύπτει ένα χάλκινο άγαλµα καθιστής γυναικείας µορφής, πιθανόν ήµητρας, του 3 ου αιώνα π.χ Αρκετά χρόνια αργότερα ( ) ο Bass αποφασίζει να ερευνήσει τη θαλάσσια, αυτή, περιοχή και φέρνει στην επιφάνεια αµφορείς, οι οποίοι πιθανόν ανήκουν στο ροδιακό εργαστήριο του 1 ου αιώνα π.χ. ( π.χ.) Benoit 1962, Liou 1975, Η Liou αναγνωρίζει τρεις διαφορετικές σφραγίδες. Η µια φέρει τα γράµµατα ΑCΚΛ.., στη δεύτερη αναγράφεται ΕΠΙΓ.., και στην τρίτη ΦΙΛΕ.., χωρίς, ωστόσο η µελετήτρια να µας δίνει επιπλέον πληροφορίες (Liou 1975, ). 266 Parker 1992, Bass 1966, Ridgway 1967, 5-7 Parker 1992, Από τους αµφορείς υπάρχει µια µόνο δηµοσιευµένη φωτογραφία, στην οποία όµως δεν έχουµε πρόσβαση και γι αυτό το λόγω παραθέτουµε, στο συγκεκριµένο σηµείο, την άποψη του Parker (Parker 1992, 58).

75 ΣΤ. Ναυάγια του 3 ου 1 ου αιώνα π.χ. Στη θαλάσσια περιοχή της Τουρκίας εντοπίζονται οξυπύθµενοι αµφορείς, οι οποίοι αποδεικνύουν την ύπαρξη ναυαγίων και αποτελούσαν το φορτίο του πλοίου. Στον κόλπο Buzburum, στην πόλη που ονοµάζεται Sarah Ky (χάρτης 1, θέση 32) ανελκύονται από βάθος 6-7 µέτρων ιδιαίτερα αποσπασµατικά σωζόµενοι αµφορείς, στα τυπολογικά χαρακτηριστικά των οποίων οι ερευνητές αναγνωρίζουν οξυπύθµενους αµφορείς του ροδιακού εργαστηρίου και τους τοποθετούν χρονικά µεταξύ του 3 ου και του 1 ου αιώνα π.χ Στο ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο µεταξύ του 3 ου και 1 ου αιώνα π.χ. τοποθετούνται και οι ροδιακοί αµφορείς του ναυαγίου (Serçe Limani D, χάρτης 1, θέση 33) που εντοπίστηκαν στο λιµάνι της πόλης Serçe 269 Parker 1992, 386.

76 Limani, σε βάθος που κυµαίνεται από 20 έως 25 µέτρα και αποτελούσαν τµήµα του φορτίου του πλοίου 270. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Συγκέντρωση δεδοµένων και ερµηνευτικές προσεγγίσεις Η αποκάλυψη αρχαίων ναυαγίων σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου αλλά και της Μαύρης θάλασσας (χάρτης 1), αποτελεί απτή απόδειξη της µεταφοράς δια θαλάσσης προϊόντων απαραίτητων για την εξασφάλιση των καθηµερινών αναγκών των ανθρώπων, µιας πρακτικής η οποία µας ήταν, µέχρι τις αρχές του 20 ου αιώνα, γνωστή µόνο από γραπτές πηγές. 270 Bass 1981, 17 Parker 1992, 400.

77 Η κεραµική που έχει εντοπιστεί στο βυθό της θάλασσας, στο κλειστό σύνολο ενός ναυαγίου και αποτέλεσε αντικείµενο της παρούσης εργασίας µπορεί να µας οδηγήσει σε συµπεράσµατα σχετικά µε τη χρήση της και να µας δώσει αρκετά στοιχεία, µε σηµαντικότερο τη χρονολόγηση. Είναι σαφές πως το σηµείο στο οποίο εντοπίζεται αρχαίο ναυάγιο αποτελεί ένα αδιατάραχτο αρχαιολογικό στρώµα. Σ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, η χρονολόγηση που µπορεί να µας δώσει η κεραµική, είτε πρόκειται για το αποτελούµενο από οξυπύθµενους αµφορείς φορτίο, είτε για αγγεία που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του πληρώµατος, είναι σε µεγάλο βαθµό ακριβής. Από τη µελέτη της παραγόµενης στη µητροπολιτική Ελλάδα κεραµικής, η οποία χρονικά ανάγεται στην ελληνιστική περίοδο (323 π.χ. 60 π.χ.) και αποτελεί ενάλια αποκάλυψη ύστερα από υποβρύχιες έρευνες στην περιοχή, κυρίως, της Μεσογείου, αλλά και της Μαύρης θάλασσας, προκύπτουν ορισµένα χρήσιµα συµπεράσµατα. Α. Εµπορικοί οξυπύθµενοι αµφορείς Ξεκινώντας από τους εµπορικούς οξυπύθµενους αµφορείς που µετέφερε ένα πλοίο και µελετώντας κανείς το χάρτη 2, καθώς και τον πίνακα 1, µπορεί να παρατηρήσει τη συχνότητα µε την οποία αυτοί «ταξιδεύουν» µέσα στους αιώνες. Οι αµφορείς του ροδιακού εργαστηρίου µε τις ιδιαίτερα οξείες, ενσφράγιστες ή µη λαβές τους, καλύπτουν όλο τα φάσµα της ελληνιστικής περιόδου αφού εντοπίζονται σε ναυάγια 271, τα οποία χρονολογούνται από τον όψιµο 4 ο αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ., δηλώνοντας έτσι την αδιάκοπα σταθερή παραγωγή τους και κατ επέκταση τη ζήτησή τους ως µέσο για τη διακίνηση εξαγώγιµων προϊόντων, όπως λάδι, κρασί, µέλι, σιτηρά, τυρί, µούστο, ξίδι, σύκα ή παστά ψάρια 272. Ιδιαίτερη εξάπλωση αυτού του τύπου παρατηρείται στον 3 ο και 2 ο αιώνα π.χ., επιβεβαιώνοντας έτσι «τον καθοριστικό ρόλο που διαδραµάτισε η νήσος Ρόδος στις εµπορικές ανταλλαγές στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, εξαιτίας της άρτιας ναυτικής και εµπορικής της οργάνωσης» 273 ενώ, σε αρκετά πλοία φαίνεται ότι µονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των εµπόρων, λόγω της αποκλειστικότητας του φορτίου ή τουλάχιστον 271 Από τα 33 ναυάγια που µελετήθηκαν στην παρούσα εργασία, στα 15 εντοπίζονται οξυπύθµενοι αµφορείς, οι οποίοι ανήκουν στο ροδιακό εργαστήριο (βλ. σχετικά πίνακα 1). 272 Scheibler 1992, Ακαµάτης 2000, 139, σηµ. 183.

78 έτσι αποδεικνύεται από τα στοιχεία που αντλούµε από τις µέχρι στιγµής ενάλιες ανακαλύψεις. Από τη συχνότητα εντοπισµού κωακών αµφορέων σε χερσαίες ανασκαφές, έχει αποδειχθεί ότι το εργαστήριο παραγωγής οξυπύθµενων αµφορέων της Κω ήταν από τα πιο διαδεδοµένα στην αρχαιότητα, στοιχείο το οποίο, ωστόσο, δε βεβαιώνεται από τις υποβρύχιες έρευνες. Οι οξυπύθµενοι αµφορείς µε τις χαρακτηριστικές διπλές (δίδυµες) λαβές, αποτελούσαν το φορτίο του πλοίου στα ναυάγια των Αντικυθήρων Α., Bodrum της Τουρκίας και Cassidaigne που ανελκύστηκε από το βυθό της Γαλλίας, τα οποία ανήκουν χρονικά στον 1 ο αιώνα π.χ. και θα µπορούσαν να µας οδηγήσουν στην υπόθεση για τη διάδοσή τους µέσω θαλάσσιων εµπορικών δρόµων, µόνο στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Οι κορινθιακοί αµφορείς τύπου Α και Β συναντώνται µόνο σε πλοία του 3 ου αιώνα π.χ. (ναυάγια Πρέβεζα Β, Vulpiglia, Savelletri και Σέριφος) «διεκδικώντας» και αυτοί τη µοναδικότητα του φορτίου. Σε δυο ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ. (Αι Γιάννης Θόλου Β και Marzameni G) εντοπίζονται οι οξυπύθµενοι αµφορείς, χαρακτηριστικό γνώρισµα των οποίων αποτελεί η πλαστική νεύρωση που εµφανίζεται στο πάνω µέρος του κοµβίου και ανήκουν στο κνιδιακό εργαστήριο. Αν και η παραγωγή των χιακών αµφορέων συνεχίζεται έως και τον 1 ο αιώνα π.χ., εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα αγγεία του βορειοανατολικού αυτού εργαστηρίου, απαντώνται µόνο σε ναυάγια του 4 ου αιώνα π.χ. (ναυάγιο Χίος- Οινούσσες, Κύθνου και Fethiye), στοιχείο το οποίο ισχύει και για τους θασιακούς αµφορείς, οι οποίοι συναντώνται ως φορτίο σε ένα µόλις ναυάγιο στην περιοχή Κάλλατις στη Ρουµανία (ναυάγιο Gallatis B), στη Μαύρη θάλασσα. Οι σαµιακοί αµφορείς, τέλος, ταυτίζονται µε βεβαιότητα µε αυτούς που έχουν εντοπιστεί στο ναυάγιο της Κερύνειας των αρχών του 3 ου αιώνα π.χ., ενώ µε κάποια αµφιβολία αναγνωρίζονται και στους αµφορείς του ναυαγίου Kucük Keramit, το οποίο ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο µε το προαναφερθέν ατυχές συµβάν. Πώς, όµως εξηγείται το γεγονός ότι ενώ η παραγωγή των προαναφερθέντων αµφορέων παρουσιάζει συνέχεια έως και το τέλος της ελληνιστικής εποχής, στα κλειστά σύνολα των ναυαγίων εντοπίζονται, πέραν των ροδιακών, συγκεκριµένοι τύποι σε συγκεκριµένες χρονικές περιόδους; Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι η προτίµηση των εµπόρων στους ροδιακούς αµφορείς, οφειλόταν στην ποιότητα που

79 πρόσφερε το εργαστήριο, βασιζόµενοι όµως στους Grace 274 και Empereur 275 για λιγότερο επιµεληµένη κατασκευή των αµφορέων αυτών, κατά τη διάρκεια του 2 ου και του 1 ου αιώνα π.χ., απορρίπτουµε την αρχική µας θέση και υποστηρίζουµε ότι η οικονοµική ισχύς του νησιού κατά την ελληνιστική περίοδο, βοήθησε στην εξάπλωση των αµφορέων του. Όσον αφορά στους αµφορείς των υπόλοιπων εργαστηρίων, η παρουσία τους στα αµπάρια των πλοίων σε συγκεκριµένες περιόδους, ίσως συνδέεται µε την περίοδο άνθισης τους και κατ επέκταση ανάπτυξή τους και ζήτηση των αγγείων τους. Στο σηµείο αυτό, ωστόσο, θα ήταν σηµαντικό να αναφέρουµε ότι αµφορείς όλων των εργαστηρίων θα µπορούσαν να αποτελούν φορτίο ενός πλοίου σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η άρτια ολοκλήρωση όµως του ταξιδιού δεν αφήνει κατάλοιπα ναυαγίου, οδηγώντας µας στην εξαγωγή συµπερασµάτων µέσω υποθέσεων. Παρατηρώντας τον χάρτη 2 και τον πίνακα 2, τα στοιχεία που προκύπτουν για τη διασπορά των οξυπύθµενων αµφορέων ως φορτίο των πλοίων είναι ενδιαφέροντα. Όπως προαναφέρθηκε, η πλειονότητα των αµφορέων προέρχεται από το ροδιακό εργαστήριο. Σε ποιες περιοχές όµως συναντώνται; Μεγάλος αριθµός αυτών έχει ανασυρθεί από ναυάγια που εντοπίζονται σε πόλεις της Τουρκίας, γεγονός αναµενόµενο αν λάβουµε υπόψη µας ότι η Ρόδος τοποθετείται γεωγραφικά πολύ κοντά στα παράλια της Μ. Ασίας. Η ζήτηση των αµφορέων προς αυτές τις περιοχές από µια κοντινή πόλη παραγωγής, πληθαίνει τα ταξίδια µε αποτέλεσµα να παρατηρούνται περισσότερα ναυάγια σε σχέση µε άλλες αποµακρυσµένες περιοχές. Επιπλέον, ροδιακοί αµφορείς παρατηρούνται στη Κύπρο (ναυάγια Κερύνειας και Κόππο), και σε ορισµένα νησιά του αιγαιακού χώρου (ναυάγια Αντικυθήρων Α και ράπι), καθώς και στην Ιταλία (ναυάγιο Marzameni G), τη Λιβύη (ναυάγιο Απολλωνία Β) και τη µακρινή πόλη της Γαλλίας Grand Congloué (ναυάγιο Grand Congloué A), χαράσσοντας, έτσι, υποθετικά τους θαλάσσιους δρόµους που θα µπορούσαν να ακολουθήσουν τα πλοία που ξεκινούσαν από τη νήσο της Ρόδου και µετέφεραν αποκλειστικά αµφορείς του συγκεκριµένου εργαστηρίου. Στο σηµείο αυτό, αξίζει να σηµειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρατηρείται ανοµοιογένεια στο φορτίο του πλοίου, στοιχείο το οποίο ουσιαστικά αναιρεί την παραπάνω σκέψη. Έχουν εντοπιστεί, λοιπόν, ναυάγια, στα οποία µεταφέρονται έργα τέχνης σε συνδυασµό µε οξυπύθµενους αµφορείς, όπως το 274 Grace 1953, Empereur 1990, 203.

80 ναυάγιο των Αντικυθήρων Α, αµφορείς κατασκευασµένοι από ελληνικά εργαστήρια να συνυπάρχουν µε αµφορείς ιταλικής προελεύσεως (ναυάγιο Grand Congloué A), αµφορείς και λεπτή κεραµική να αποτελούν σύγχρονα εµπορεύσιµα προϊόντα, όπως στο ναυάγιο Serçe Limani C, καθώς και ναυάγια στα οποία κάνουν αισθητή την παρουσία τους περισσότεροι από ένας τύπος αµφορέων, µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα να αποτελεί το ναυάγιο της Κερύνειας. Συνολικά 400 αµφορείς αποτελούµενοι από περίπου δέκα τύπους που προέρχονται από διαφορετικά εργαστήρια, µπορούν να µας δώσουν πληροφορίες για τις πόλεις από τις οποίες το πλοίο συνέλεξε το φορτίο του, αλλά όχι και για τη θαλάσσια διαδροµή που τυχόν ακολούθησε. Σε αρκετά ναυάγια, ωστόσο, παρατηρούνται και οξυπύθµενοι αµφορείς, οι οποίοι συνοδευόµενοι από κύλικες, πινάκια και ιχθυοπινάκια, κανθαρίσκους, σκύφους, λύχνους, κύπελλα και λάγυνους, αποτελούσαν τα αγγεία εκείνα που εξυπηρετούσαν τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Σε ποιες περιπτώσεις, όµως, µπορούν να καταταγούν στη χρηστική κεραµική και όχι στο φορτίο του πλοίου; Η ανέλκυση πλήθους οξυπύθµενων αµφορέων από το χώρο αρχαίων ναυαγίων, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούσαν το κύριο εµπόρευµα των αρχαίων πλοίων, επιβεβαιώνει την εµπορική χρήση των αµφορέων. Ωστόσο, η ανασκαφή ναυαγίων όπως αυτό της Αντιδραγονέρας, όπου ένας πολύ µικρός αριθµός αµφορέων έχει εντοπιστεί, αποδεικνύει µια άλλη διάσταση της χρήσης των οξυπύθµενων αµφορέων. Γίνεται, δηλαδή, σαφές ότι οι οξυπύθµενοι αµφορείς δεν χρησιµοποιούνταν µόνο για τη διακίνηση των αγαθών, αλλά και ως αγγεία που εξυπηρετούσαν καθηµερινές ανάγκες. Β. Χρηστική κεραµική Από τα τριάντα τρία ναυάγια που έχουν εντοπιστεί και µελετηθεί στην παρούσα εργασία, αναλυτική αναφορά της ελληνικής κεραµικής που εξυπηρετούσε τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος του πλοίου γίνεται από τους µελετητές µόνο στα δυο από αυτά. Ξεκινώντας από τον 4 ο αιώνα π.χ.. και το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας παρατηρούνται έξι τύποι αγγείων (πίνακας 3), ο καθένας από τους οποίους αποτέλεσε

81 κύριο σηµείο χρονολογικής αναφοράς. Οι λύχνοι είναι εκείνα τα αγγεία, τα οποία µαζί µε τα νοµίσµατα και τις ενσφράγιστες λαβές αµφορέων αποτελούν τα σηµαντικότερα στοιχεία για τη λύση των χρονολογικών προβληµάτων. Οι λύχνοι (Α. Ρ.95/2β, Α. Ρ.95/2ε, Α. Ρ.97/51) λοιπόν, µε το σφαιρικό σώµα, την κοίλη βάση και τον επίπεδο, στην άνω επιφάνεια µε στρογγυλή απόληξη, µυκτήρα, βρίσκουν τα παράλληλά τους στους τύπους 25Α και 25Β του Howland, οι οποίοι καλύπτουν χρονολογικά το δεύτερο µισό του 4 ου αιώνα π.χ. έως και το πρώτο τέταρτο του 3 ου αιώνα π.χ. Η σύγκριση των µορφολογικών χαρακτηριστικών τους µε λύχνους που διαθέτουν παρόµοια χαρακτηριστικά γνωρίσµατα και έχουν εντοπιστεί στις περιοχές του Κεραµεικού, του Θορικού, της Κορίνθου, καθώς και της Πέλλας, στην βόρεια Ελλάδα, έρχονται να επιβεβαιώσουν τη χρονολόγηση, που εντάσσει το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας στο τέλος του 4 ου αιώνα π.χ. Το κοίλο σώµα, το έσω νεύον ή έξω νεύον χείλος και η δακτυλιόσχηµη βάση αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά των σκυφιδίων, που τοποθετούνται χρονικά σε ολόκληρο τον 4 ο αιώνα π.χ. Τα µορφολογικά αυτά χαρακτηριστικά, λοιπόν, παρατηρούνται στα σκυφίδια (Α. Ρ.95/2γ, Α. Ρ.95/2κ, Α. Ρ.97/64, Α. Ρ.97/68, Α. Ρ.95/8α, Α.ΑΡ.96/2µ) που εντοπίστηκαν στο ναυάγιο της Αντιδραγονέρας και η χρονολογική τους επιβεβαίωση από συγγενικά, ως προς τα τυπολογικά γνωρίσµατα, παραδείγµατα, τα οποία προέρχονται από την Αρχαία Αγορά των Αθηνών, τα τοποθετούν χρονικά µεταξύ του 350π.Χ. και του 310π.Χ. Στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. και βρίσκοντας τα παράλληλά τους σε σίγουρα χρονολογηµένα σκυφίδια, τα οποία προέρχονται είτε από την αρχαία Αθηναϊκή Αγορά είτε από αποθέτες της ελληνιστικής Κορίνθου, ανάγονται χρονολογικά τα τρία θραύσµατα από χείλη σκυφιδίων (Α. Ρ.96/α, Α. Ρ.96/β, Α. Ρ.96/30) που ανελκύστηκαν από το χώρο του ναυαγίου. Από το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας προέρχονται τέσσερεις ακόµη κεραµικοί τύποι, οι οποίοι αποτελούνται από ένα παράδειγµα ο καθένας και κατατάσσονται στην κατηγορία της χρηστικής κεραµικής, αφού λόγω του αριθµού τους είναι φανερό ότι εξυπηρετούσαν τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος. Ο αµφορίσκος (Α. Ρ.96/2λ) µε τη δακτυλιόσχηµη βάση και τις κάθετες λαβές, ακολουθεί τα πρότυπα των αµφορίσκων που έχουν εντοπιστεί στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας και χρονολογούνται στο δεύτερο µισό του 4 ου αιώνα π.χ. Λίγο πρωιµότερα από τον αµφορίσκο, στο δεύτερο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ., τοποθετούνται χρονικά ο µελαµβαφής κανθαρίσκος (Α. Ρ.97/67) µε το έξω νεύον χείλος και τη

82 δακτυλιόσχηµη βάση, καθώς και η άβαφη όλπη (Α. Ρ.97/74) µε την κάθετη λαβή. Τα µορφολογικά τους χαρακτηριστικά, βρίσκουν παράλληλα σε αγγεία προερχόµενα από την αρχαία Αθηναϊκή Αγορά, επιβεβαιώνοντας την προαναφερθείσα χρονολόγηση. Τέλος, το ιχθυοπινάκιο (Α. Ρ.97/57) του ναυαγίου µε το έξω νεύον χείλος και τη δακτυλιόσχηµη βάση, παρουσιάζει όµοια τυπολογικά χαρακτηριστικά µε ιχθυοπινάκια της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, τα οποία έρχονται να χρονολογήσουν το αγγείο της Αντιδραγονέρας στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ. Στους επόµενους δύο αιώνες (3 ος 2 ος αιώνας π.χ.) που ακολουθούν, αν και όπως διαφαίνεται και στο χάρτη 1, ο αριθµός των ναυαγίων αυξάνεται, στοιχείο, το οποίο συνδέεται µε την ανάπτυξη της εµπορικής δραστηριότητας, γίνεται εµφανής η απουσία της χρηστική κεραµικής. Είτε οι µελετητές αµελούν να αναφερθούν αναλυτικά, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου είναι αξιοσηµείωτη η µη δηµοσίευση εικόνων, τοποθετώντας, έτσι τους χρήσιµους ως προς τη χρονολόγηση κεραµικούς τύπους σε δεύτερη µοίρα, είτε δεν παρατηρούνται αγγεία, που εξυπηρετούσαν τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος πάνω στο πλοίο, στο χώρο των ναυαγίων. Σε πολλά από τα ναυάγια, λοιπόν, που έχουν εντοπιστεί στη θαλάσσια περιοχή της Μεσογείου, απουσιάζει η χρηστική κεραµική, µε την πλειονότητά τους να απαντάται στις παράλιες πόλεις της Τουρκίας (ναυάγια Fethiye, Serçe Limani C, Bodrum, Arap Adasi, Gökova, Sarah Ky, Serçe Limani D), οδηγώντας µας έτσι στην υπόθεση για πολύ κοντινά ταξίδια, όπου το πλήρωµα του πλοίου δε θεωρούσε απαραίτητη ή αναγκαία τη χρήση µαγειρικών σκευών ή αγγείων κατάλληλων για την κατανάλωση της τροφής. Η προαναφερθείσα υπόθεση, όµως, αφορά και στα πλοία που ταξίδευαν µέρες ή και µήνες ακόµη για να φτάσουν στον προορισµό τους; Θα µπορούσαµε να διατυπώσουµε την άποψη για κεραµική, η οποία έχοντας ανεπανόρθωτες φθορές, πετάχτηκε στη θάλασσα, αλλά λόγω της βύθισης του πλοίου δεν πρόλαβε να αντικατασταθεί ή ακόµη και για κεραµική, η οποία λόγω του βάρους του πλοίου, εγκαταλείφθηκε, ίσως λίγο πριν το πλοίο ναυαγήσει. Περνώντας στον 1 ο αιώνα π.χ. και στο ναυάγιο των Αντικυθήρων Α, οι κεραµικοί τύποι που σχετίζονται µε τις καθηµερινές ανάγκες του πληρώµατος, διαφοροποιούνται από αυτούς του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ. Ο λύχνος (f.27.34) αποτελεί κοινό σηµείο αναφοράς, ωστόσο ο διαφορετικός τύπος που εµφανίζεται στο προαναφερθέν ναυάγιο σε σχέση µε το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας, είναι απόλυτα δικαιολογηµένος. Ο τύπος 49Α του Howland ή «τύπος της Εφέσου», στον οποίο

83 προσγράφεται ο λύχνος του ναυαγίου, µε το κυρτό περίγραµµα, την επίπεδη βάση και το ψηλό περιχείλωµα, τοποθετείται χρονικά από το τελευταίο τέταρτο του 2 ου αιώνα π.χ. έως και το πρώτο τέταρτο του 1 ου αιώνα µ.χ. (125 π.χ µ.χ.). Η µελέτη, λοιπόν, του λύχνου f µέσω της προσπάθειας εύρεσης παραδειγµάτων µε κοινά µορφολογικά χαρακτηριστικά στις περιοχές της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, του Κεραµεικού, αλλά και της Κορίνθου, µας οδηγεί στην χρονική τοποθέτηση του λύχνου στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ. Η λάγυνος, ο ιδιαίτερος αυτός τύπος αγγείου, απαντάται από τον 3 ο αιώνα π.χ. έως και τον 1 ο αιώνα π.χ. Οι άβαφες λάγυνοι του ναυαγίου (f.18.24, f.20.26, f.19.25) µε το κοίλο, αµφικωνικό σώµα, τη λοξότµητη λαβή, τον χοντρό λαιµό και την κωνική βάση, βρίσκουν τα παράλληλά τους σε αποθέτες της Αρχαίας Αθηναϊκής Αγοράς, ενώ ο εντοπισµός παραλλήλων στην περιοχή της Ερέτριας, αλλά και της Χίου, καθιστά πιο σίγουρη τη χρονολόγησή τους από τα µέσα του 2 ου αιώνα π.χ. έως και τα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ. Ο πηλός των λαγύνων της αρχαίας αγοράς παροµοιάζεται µε αυτό των χιώτικων οξυπύθµενων αµφορέων, διατυπώνοντας, έτσι, την υπόθεση για κατασκευή των λαγύνων του ναυαγίου σε χιώτικο εργαστήριο. Επιπλέον, οι λάγυνοι λευκού εδάφους (f.8.9, f.11.8) µε το αµφικωνικό σώµα, το λεπτό λαιµό και την κωνική βάση, βοηθούν, µέσω των κοινών µορφολογικών χαρακτηριστικών µε λαγύνους από την αρχαία αθηναϊκή αγορά, στην ένταξή τους σ ένα πιο στενό χρονολογικό πλαίσιο αφού τοποθετούνται στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ. Τα µυροδοχεία που αποτελούν ένα πολύ κοινό ταφικό εύρηµα κατά την ελληνιστική περίοδο σε όλες της χώρες της Μεσογείου, αποτελεί τον τρίτο τύπο χρηστικής κεραµικής που συναντάται στο χώρο του ναυαγίου των Αντικυθήρων Α. Τα αγγεία αυτά (Θ.18, f.11.11, f.12.13) µε το ατρακτόσχηµο σώµα, τον ψηλό λαιµό και το ψηλό πόδι, αναζητούν συγγενή τυπολογικά γνωρίσµατα σε µυροδοχεία που έχουν εντοπιστεί στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα ο παραλληλισµός τους µε µυροδοχεία που προέρχονται από ταφικά σύνολα της Χίου, επισφραγίζει µια χρονολόγηση γύρω στα µέσα του 1 ου αιώνα π.χ., χρονολόγηση, η οποία κατ επέκταση συνδέεται και µε τη χρονική στιγµή βύθισης του πλοίου. Η χρηστική κεραµική, λοιπόν, παίζει καθοριστικό ρόλο για την τοποθέτηση των ναυαγίων σ ένα σαφές και σίγουρο χρονολογικό πλαίσιο. Θα µπορούσαµε, όµως, µέσω των συγκριτικών παραδειγµάτων να εντοπίσουµε την προέλευσή της; Η εύρεση κοινών µορφολογικών χαρακτηριστικών από αγγεία σίγουρα χρονολογηµένων περιοχών, αποτελεί κριτήριο για την ένταξη των κεραµικών τύπων

84 σε συγκεκριµένα γεωγραφικά όρια. Ωστόσο, η παράλειψη αναφοράς των ερευνητών στις δηµοσιεύσεις τους, για την υφή ή το χρώµα του πηλού, τα οποία παραλλάσσονται από περιοχή σε περιοχή και θα µπορούσαν να αποτελούν αδιαµφισβήτητο στοιχείο καταγωγής, καθιστά δύσκολη την ένταξή τους σε στενό γεωγραφικό πλαίσιο και γι αυτό το λόγο αρκούµαστε σε υποθέσεις. Γ. Το φορτίο ενός πλοίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός της µη παρουσίας φορτίου σε όλα τα πλοία ή της µη εύρεσης χρηστικής κεραµικής στο χώρο των ναυαγίων. Από τα ναυάγια που έχουν µελετηθεί στην παρούσα εργασία, στα τρία (ναυάγιο Αντιδραγονέρας, ναυάγιο µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης και ναυάγιο Απολλωνία Α) παρατηρείται έλλειψη φορτίου. Πώς θα µπορούσε να ερµηνευτεί, όµως, αυτό το γεγονός; Πρόκειται για ναυάγια εµπορικών πλοίων ή όχι; Στην περίπτωση που έχουµε ναυάγια εµπορικών πλοίων, θα είχε βρεθεί µεγάλος αριθµός οξυπύθµενων αµφορέων ή άλλων αγγείων µεταφοράς. Ωστόσο, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι τα πλοία αυτά ήταν εµπορικά και µετέφεραν φθαρτά υλικά, όπως σιτάρι, το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να µεταφέρεται σε αποθηκευτικά αγγεία 276. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η εξέταση ναυαγίων της ελληνιστικής εποχής µας παρέχει σηµαντικές πληροφορίες για τα τυπολογικά χαρακτηριστικά αµφορέων τοπικών εργαστηρίων αλλά και για τον εµπορικό χαρακτήρα των εξεταζόµενων αγγείων, ενώ το πλήθος των διαφορετικών τύπων λεπτών αγγείων καθηµερινής χρήσης που έχει ανελκυστεί από τις θέσεις των ναυαγίων, είναι ιδιαίτερα σηµαντικό για τη χρονολόγηση της κεραµικής της συγκεκριµένης χρονικής περιόδου. υστυχώς, όµως, ο σχετικά νέος κλάδος της ενάλιας αρχαιολογίας, µας αναγκάζει να βασιζόµαστε σε υποθέσεις και να οδηγούµαστε πολλές φορές σε λάθος 276 Γκόφας 1993, 221, όπου αναφέρεται «Τα φορτία µεταφέρονταν είτε σε πήλινα δοχεία, τους αµφορείς, είτε σε σάκους είτε και χύµα».

85 ερµηνείες. Η εξέλιξη, λοιπόν, των τεχνολογικών µέσων, τα οποία έχει στη διάθεσή της σήµερα η ενάλια αρχαιολογία, µας δίνει την ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν νέες σηµαντικές υποθαλάσσιες αποκαλύψεις στο άµεσο µέλλον, οι οποίες θα µπορέσουν να συµπληρώσουν τον κατάλογο των ναυαγίων της ελληνιστικής περιόδου και να εµπλουτίσουν τις γνώσεις µας για τη διάδοση, κυρίως, των εµπορικών οξυπύθµενων αµφορέων καθώς και για τις θαλάσσιες, εµπορικές διαδροµές. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΑΑ Α AJA AM BCH BSA Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών Αρχαιολογικό ελτίο American Journal of Archaeology. The Journal of the Archaeological Institute of America Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung Bulletin de Correspondance Hellénique Annual of the British School of Athens

86 Gallia IJNA INA MIA RM Gallia. Fouilles et monuments archéologique en France métropolitaine The International Journal of Nautical Archaeology Institute of Nautical Archaeology Materials and Research in Archaeology Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Römische Abteilung ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Εισαγωγή 1. Βερτός 1929: Βερτός, Ν., Έκθεσις: Περί της εξερευνήσεως του Βυθού της Θαλάσσης Αρτεµισίου, Α 10, 1929, Bol 1972: Bol, P., Die Skulpturen des Schiffsfundes von Antikythera, AM BH 2, Berlin Delgado 1997: Delgado, J., Encyclopedia of Underwater and Maritime Archaeology, London Eiseman et Ridgway 1987: Eiseman, C.J., Ridgway, B.S., The Porticello Shipwreck: A Mediterranean Vessel of B.C., Texas Gibbins 2001: Gibbins, D., Shipwrecks and Hellenistic trade στο Archibald, Z., Davies, J., Gabrielsen, V., Oliver, G.J. (ed.), Hellenistic Economies, London and New York Hellenkemper Salies 1994: Hellenkemper Salies, G., Das Wrack. Der Antike Schiffsfund von Mahdia, Köln Mazzatenta 1995: Mazzatena, L., Brindisi Bronzes, National Geographic 187, no 4, 1995, Παπαθανασόπουλος 1983: Παπαθανασόπουλος, Γ., Η Υποβρύχια Αρχαιολογία και η σηµασία της, Αρχαιολογία 8, 1983, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, 1992.

87 10. Weinberg, Grace et al. 1965: Weinberg, G.D., Grace, V., Edwards, G., et alii, The Antikythera Shipwreck Reconsidered, Transaction of the American Philosophical Society 55.3, Μέρος δεύτερο Α.1. Το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας 1. Frost 1993: Frost, H., Stone Anchors: A Reassessment reassessed, The Mariner s Mirror, vol. 79, 6.4, Κäpitan-Naglschmid 1982: Kapitän, G., Naglschmid, F., A 4 th Century b.c. dispersed amphora cargo on the secca di Capo Ognina, Siracusa, Sicily (site Ognina 4), Proceedings of the 6 th International Science Symposium CMAS by J. Blanchard, J. Mair and T. Morisson, Edinburgh 1982, Κουρκουµέλης 1992: Κουρκουµέλης,., Αναγνωριστική υποβρύχια έρευνα στη θαλάσσια περιοχή Αλεύµωνα Κυθήρων περιόδου 1993, ΕΝΑΛΙΑ IV-1/2, 1992, Κουρκουµέλης 1993α: Κουρκουµέλης,., Ανασκαφική έρευνα στη νησίδα Αντιδραγονέρα Κυθήρων ( ), ΕΝΑΛΙΑ V-1/2, 1993, Κουρκουµέλης 1993β: Κουρκουµέλης,., Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στη νησίδα Αντιδραγονέρα Κυθήρων (περίοδος 1996), ΕΝΑΛΙΑ V-3/4, 1993, Κουρκουµέλης 2002: Κουρκουµέλης,., Υποβρύχια ανασκαφή στο ναυάγιο της Αντιδραγονέρας (Κύθηρα). Περίοδοι 1997 και 2000, ΕΝΑΛΙΑ VI, 2002, Κουρκουµέλης 2004: Κουρκουµέλης,., Το ναυάγιο της Αντιδραγονέρας: Ένα κλειστό εύρηµα του ύστερου 4 ου αι. π.χ. από τα Κύθηρα, στο ΣΤ Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Προβλήµατα χρονολόγησης, κλειστά σύνολα-εργαστήρια. Πρακτικά (Βόλος, Απριλίου 2000), Αθήνα 2004, Mc Cann 1972: McCann, A. M., A fourth Century b.c Shipwreck near Taranto, Archaeology 25(3), 1972, Κεραµική

88 1. Bailey ΙΙΙ 1977: Bailey, D.M., A catalogue of the lamps in the British Museum ΙΙΙ, Blondé 1983: Blondé, F., Greek Lamps from Thorikos, Γιαννικούρη, Πατσιαδά, Φιλήµωνος 1989: Γιαννικούρη, Α., Πατσιαδά, Β., Φιλήµωνος, Μ., «Ταφικά σύνολα από τις νεκροπόλεις της Αρχαίας Ρόδου», στο Α Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµεική ( εκέµβριος 1986), Ιωάννινα 1989, Doulgéri-Intzessiloglou et Garland 1990: Doulgéri-Intzessiloglou, A., Garland,Y., Vin et Amphores de Péparéthos et d Ikos, BCH 1990 (CXIV), ρούγου 1992: ρούγου, Σ., Ανασκαφή Πέλλας Οι πήλινοι λύχνοι, Αθήνα Edwards 1975: Edwards, G.R., Corinth, vol. VII, part III, Corinthian Hellenistic Pottery, N. Jersey Howland 1958: Howland, R.H., The Athenian Agora IV. Greek lamps and their Survivals, Princeton Καντζιά 1994: Κατζιά, Χ., Ένα κεραµικό εργαστήριο αµφορέων του πρώτου µισού του 4 ου αιώνα π.χ. στην Κω στο Γ Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογηµένα σύνολα-εργαστήρια. Κείµενα. (Θεσσαλονίκη Σεπτεµβρίου 1991), Αθήνα 1994, Rotroff 1997: Rotroff, S., The Athenian Agora XXIX, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade table ware, Princeton Sarikakis 1986: Sarikakis, T.C., Commercial relations between Chios and other Greek cities in antiquity στο Chios. A conference at the Homereion in Chios 1984, Oxford 1986, Scheibler 1976: Scheibler, I., Kerameikos XI, Griechische Lampen,, Berlin Sparkes & Talcott 1970: Sparkes, B.A., Talcot, L., The Athenian Agora XII. Black and Plain Pottery of the 6 th, 5 th and 4 th centuries B.C., Princeton Zeest 1960: Zeest, I.B., L emballage céramique du Bosphore (στη Ρωσική), MIA 83, Α.2. Άλλα ναυάγια του τέλους του 4 ου αιώνα π.χ.

89 1. Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Pulak 1985: Pulak, C., Turkish Coastal Survey Yields Wrecksite Inventory, INA Newsletter 12.2, 1985, Sakellariou et al. 2007: Sakellariou, D., Georgiou, P., Kourkoumelis, D., Micha, P., Theodoulou, T., et al., Searching for ancient shipwrecks in the Aegean Sea: the discovery of Chios and Kythnos Hellenistic wrecks with the use of Marine Geological Geophysical Methods, IJNA 36.2, 2007, Β.1. Το ναυάγιο της Κερύνειας 4. Green et al. 1967: Green et al., Survey of a Greek shipwreck off Kyrenia, Cyprus, Archaeometry 10, 1967, Katzev 1968: Katzev, M., Cyprus: Greek shipwreck off Kyrenia, AAA 1968, Katzev 1969b: Katzev, M., The Kyrenia shipwreck, Expedition 11, 1969b, Katzev 1970d: Katzev, M., A Greek ship is raised, Expedition 12, 1970d, Katzev 1980: Katzev, M., A cargo from the age of Alexander the Great στο Archaeology under Water. An Atlas of the World s Submerged Sites, Russel Sharp 1980, Katzev S. 2007: Katzev, S., Το «αρχαίο πλοίο της Κυρήνειας» κάτω από τα νερά της Κύπρου, στο Μεγάλες στιγµές της ελληνικής αρχαιολογίας, Αθήνα 2007, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Swiny & Katzev 1973: Swiny, H. Wylde & Katzev, M., The Kyrenia shipwreck: a fourth century BC Greek merchant ship, Colston Papers (London) 23, 1973, Β.2. Άλλα ναυάγια του 3 ου αιώνα π.χ. 1. Cosma 1973: Cosma, V., Amphoras from Gallatis (Romania), IJNA 2, 1973,

90 2. Grace 1963: Grace, V., Notes on the Amphoras from the Koroni Peninsula, Hesperia 32.3, 1963, Grace 1986: Grace, V., Some amphoras from a Hellenistic Wreck, BCH Supp. 12, 1986, Grandjean 1992: Grandjean, Y., Contribution á l établissement d une Typologie des Amphores Thasiennes, BCH 116, 1992, Kapitän 1973: Kapitän, G., A Corinthian shipwreck at Savelletri (Brindisi, Apoulia, Italy), IJNA 2, 1973, Kazianes et al. 1990: Kazianes, D., Simossi, A. et Haniotes, F.K., Three amphora wrecks from the Greek world, IJNA 19, 1990, Koehler 1979: Koehler, C.G., Corinthian A and B Transport Amphoras, Princeton Koehler et Wallace 1987: Koehler, C., et Wallace, M., The Transport Amphoras: Description and Capacities, AJA 91, 1987, Papathanasoploulos 1980: Papathanasopoulos, G.A., Greece. Underwater surveys in 1979, IJNA 9, 1980, Parker 1980: Parker, A.J., The preservation of ships and artifacts in ancient Mediterranean wreck-site, Progress in Underwater Science 5, 1980, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Pulak et Townsend 1987: Pulak, C., et Townsend,R., The Hellenistic Shipwreck at Serçe Limani, Turkey: Preliminary Report, AJA 91, 1987, Rosloff 1981: Rosloff, P.J., INA s 1980 Turkish underwater survey, IJNA 10.4, 1981, Spiess et Orzech 1981: Spiess, F.N. et Orzech, J.K., Location of ancient amphorae in the deep waters of the Eastern Mediterranean by the Deep Tow Vehicle, In the Realms of Gold (X Conference on Underwater Archaeology), 1981, Vanderpool et al. 1962: Vanderpool, E., McCredie, J. et Steinberg, A., Koroni: A Ptolemaic Camp on the East Coast of Attica, Hesperia 31.1, 1962, Vanderpool et al. 1964: Vanderpool, E., McCredie, J. et Steinberg, A., Koroni: The Date of the Camp and the Pottery, Hesperia 33.1, 1964,

91 17. Vasilenko 1973: Bacиленко, A., Замеки о Даbнегеески Қеаиески Қеа, CA 3, 1973, Γ.1. Το ναυάγιο του Grand Congloué A 1. Bass 1966: Bass, G. F., Archaeology under water, London Benoit 1961α: Benoit, F., Fouilles sous-marines. L épave du Grand Congloué á Marseille, Gallia Supplément 14, Paris 1961α. 3. Blanck 1978: Blanck, H., Der Schiffsfund von der Secca di Capistello bei Lipari, RM 85, 1978, Charlin et al. 1978: Charlin, G., Gassend, J.M., et Lequément, R., L épave antique de la Baie de Cavaliére (Le Lavandou, Var), Archaeonautica 2, 1978, Dumas 1972: Dumas, F., Trente Siécles sous la Mer, Paris DRASM 1983: Direction des Recherches Archéologiques Sous- Marines, Archéologie Sous-Marine, Arles 83, Joncheray 1975α: Joncheray, J.P., L épave C de la Chrétienne, Frejus 1975α. 8. Lamboglia 1963: Lamboglia, N., Archeologia sottomarina. La chiusura della campagna archeologica sottomarina 1963 e la relazione sul primo quinquennio della nave Daino, Rivista Di Studi Liguri 29, 1963, Lamboglia 1964α: Lamboglia, N., Il primo saggio di scavo sulla nave romana di Albenga, Rivista di Studi Liguri 30, 1964α, Liou 1975: Liou, B., Informations archéologiques. Direction des recherches archéologiques sous-marines, Gallia 33, 1975, Long 1987α: Long, L., Les épaves du Grand Congloué. Étude du journal de fouille de Fernand Benoit, Archaeonautica 7, 1987α, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Κεραµική 1. Empereur 1990: Empereur J.-Y., Η χρονολόγηση των Ροδιακών αµφορέων στην Ελληνιστική περίοδο στο Β Επιστηµονική Συνάντηση για την

92 Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα της ελληνιστικής κεραµικής. Πρακτικά (Ρόδος Μαρτίου 1989), Αθήνα 1990, Grace 1934: Grace V., Stamped Amphora handles found in , Hesperia 3 (1934), Grace 1953: Grace V., The Eponyms Named on Rhodian Amphora Stamps, Hesperia 22, 1953, Μιχαηλίδης 1990: Μιχαηλίδης., Οι Ροδιακοί αµφορείς και ένα ταφικό θέµα της Πάφου στο Β Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα της ελληνιστικής κεραµικής. Πρακτικά (Ρόδος Μαρτίου 1989), Αθήνα 1990, Sciallano et Sibella 1991: Sciallano, M., et Sibella, P., Amphores. Comment les identifier?, Edisud Thévenot 1954: Thévenot, E., La marque d amphore Sesti, Revue Archéologie de l Est 5, 1954, Will 1956: Will, E.L., Les amphores de Sestius, Revue Archeologie de l Est 7, 1956, Will 1982: Will, E.L., Greco-Italic amphoras, Hesperia 51, 1982, Whitbread 1995: Whitbread I. K., Greek Transport Amphorae. A Petrological and Archaeological Study, Athens Γ.2. Άλλα ναυάγια του 2 ου αιώνα π.χ. 1. Ακαµάτης 2000: Ακαµάτης Ι. Μ., Ενσφράγιστες λαβές αµφορέων από την Αγορά της Πέλλας. Ανασκαφή Οι οµάδες Παρµενίσκου και Ρόδου, Αθήνα Bass 1981: Bass, G.F., Serçe limani 1979, II. Kazi Sonuçlari Toplantisi (Ankara), 1981, Catling 1984/85: Catling, H.W., Archaeology in Greece, , Archaeological Reports for , Fernandez-Miranda 1977: Fernandez-Miranda, M., Arqueología submarina en la isla de Menorca, XIV Congreso Nacional de Arqueología, Vitoria, 1975 (Zaragoza), 1977,

93 5. Laronde 1987: Laronde, A., Recherches sous-marines dans le port d Apollonia de Cyrénaique, Bulletin de la Société Nationale des Antiquaires de France 1987, 1987, Liou 1975: Liou, B., Informations archéologiques. Direction des recherches archéologiques sous-marines, Gallia 33, 1975, Parker 1979b: Parker, A.J., Method & madness: wreck hunting in shallow water, Progress in Underwater Science 4, 1979b, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Serra-Rafols 1961: Serra- Rafols, J de C., Excavaciones arqueólogicas del plan nacional, Noticiario Arqueológico Hispanico 5, 1961, Touchais 1986: Touchais, G., Chronique des Fouilles et decouvertes en Gréce en 1985, BCH 110, 1986, Ναυάγιο του 3 ου -2 ου αιώνα π.χ. 1. Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Pulak 1985a: Pulak, C., Turkish Coastal Survey Yields Wrecksite Inventory, INA Newsletter 12.2, 1985, 2-3. Ε.1. Το ναυάγιο των Αντικυθήρων Α 1. Βερτός 1929: Βερτός, Ν., Έκθεσις: Περί της εξερευνήσεως του βυθού της θαλάσσης του Αρτεµισίου, Α 10, 1929, Delgado 1997: Delgado, J., Encyclopaedia of Underwater and Maritime Archaeology, New Heaven and London, De Solla Price 1959: De Solla Price, D., An Ancient Greek Computer, Scientific American 200.6, 1959, Gianfrotta & Pomey 1981: Gianfrotta, P.A., Pomey, P., Archeologia Subacquea, Storia, Tecniche, Scoperte e Relitti, Milano 1981.

94 5. Καββαδίας 1901: Καββαδίας, Π., The Recent Finds off Kythera, JHS 21, 1901, Κουρουνιώτης 1902: Κουρουνιώτης, Τα ευρήµατα του Ναυαγίου των Αντικυθήρων, ΑΕ 1902, Κριζάς 1993: Κριζάς, Χ., Jacques-Yves Cousteau , ΕΝΑΛΙΑ V- 1/2, 1993, Mazzatenta 1995: Mazzatenta, L., Brindisi Bronzes, National Geographic 187, no.4, 1995, McFadden 1946: McFadden, G., A tomb of the Necropolis of Ayios Ermoyenis at Kourion, AJA 50 (suppl.), 1946, Ridgway 2002: Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture III: The styles of ca b.c., Madison, Wisconsin Σβορώνος 1903: Σβορώνος, Ι.Ν., Ο θησαυρός των Αντικυθήρων, Το εν Αθήναις Εθνικόν Μουσείον, Αθήνα 1903, Throckmorton 1965: Throckmorton, P., The ship στο Weinberg et al. 1965, Weinberg et al. 1965: Weinberg, G.D., Grace, V., Edwards, G.Q., et alii, The Antikythera Shipwreck Reconsidered, Transaction of the American Philosophical Society, Philadelphia Κεραµική 1. Αγγέλη 2000: Αγγέλη, Α., «Λάγυνοι από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Αµβρακία», στο Ε Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα. Κλειστά σύνολα-εργαστήρια, Αθήνα Anderson 1954: Anderson, J.K., Excavation on the Kofina ridge, Chios, BSA 49, 1954, Anderson-Stojanović 1987: Anderson-Stojanović, V.R., The Chronology and Function of Ceramic Unguentaria, AJA 91(1987), Ashmead 1999: Ashmead, A., Hellenistic Lagynos, Haverford College Collection of Classical Antiquities. The Bequest of Ernest Allen, Philadelphia 1999, Broneer 1930: Broneer, O., Terracotta lamps, Corinth, vol. IV, part II, Cambridge Broneer 1935: Broneer, O., Excavations in Corinth 1934, AJA 39 (1935),

95 7. Γιαννικούρη, Πατσιαδά, Φιλήµωνος 1989: Γιαννικούρη, Α., Πατσιαδά, Β., Φιλήµωνος, Μ., «Ταφικά σύνολα από τις νεκροπόλεις της Αρχαίας Ρόδου», στο Α Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµεική ( εκέµβριος 1986), Ιωάννινα 1989, ουλγέρη-ινζτεσίλογλου 1994: ουλγέρη-ιντζεσίλογλου, Α., «Τα ελληνιστικά λυχνάρια των Φερών» στο Γ Επιστηµονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραµική. Χρονολογηµένα σύνολα-εργαστήρια (Θεσσαλονίκη, Σεπτεµβρίου 1991), Αθήνα 1994, ρούγου & Τουράτσογλου 1998: ρούγου, Σ., Τουράτσογλου, Γ., Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι Βέροιας, Αθήνα Edwards 1965: Edwards, R.G., The Hellenistic Pottery στο Weinberg et al. 1965, Empereur 1990: Empereur J.-Y., Η χρονολόγηση των Ροδιακών αµφορέων στην Ελληνιστική περίοδο στο Β Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα της ελληνιστικής κεραµικής. Πρακτικά (Ρόδος Μαρτίου 1989), Αθήνα 1990, Grace 1952: Grace, V., Timbres amphoriques trouvés á Délos, BCH 76, 1952, Grace 1953: Grace V., The Eponyms Named on Rhodian Amphora Stamps, Hesperia 22, 1953, Grace 1961: Grace V., Excavations of the Athenian Agora, Amphoras and the Ancient Wine Trade, Picture Book No. 6, Princeton Grace 1965: Grace, V., The Commercial Amphoras from the Antikythera Shipwreck στο Weinberg et al. 1965, Grace 1979b: Grace, V., Excavations of the Athenian Agora, Amphoras and the Ancient Wine Trade, rev. edit., Picture Book No. 6, Princeton Howland 1958: Howland, R.H., The Athenian Agora IV. Greek lamps and their Survivals, Princeton Καλτσάς 1983: Καλτσάς, Ν., «Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου, Μελέτες», Α 38 (1983), Leroux 1913: Leroux, G., Lagynos: Recherches sur la céramique et l art ornamental hellénistiques, Paris Μιχαηλίδης 1990: Μιχαηλίδης., Οι Ροδιακοί αµφορείς και ένα ταφικό θέµα της Πάφου στο Β Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα της ελληνιστικής κεραµικής. Πρακτικά (Ρόδος Μαρτίου 1989), Αθήνα 1990,

96 21. Robinson 1959: Robinson, S.H., The Athenian Agora V. Pottery of the Roman Period, Princeton Robinson 1965: Robinson, S.H., The Early Roman Pottery, στο Weinberg et al. 1965, Rotroff 1997: Rotroff, S., The Athenian Agora XXIX, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade table ware, Princeton Rotroff 2006: Rotroff, S., The Athenian Agora XXXIII, Hellenistic Pottery: the plain wares, Princeton Ρωµιοπούλου 1989: Ρωµιοπούλου, Κ., «Ευρήµατα από τους «ίδυµους» Μακεδονικούς Τάφους της Βέροιας» στο Α Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµεική ( εκέµβριος 1986), Ιωάννινα 1989, Scheibler 1976: Scheibler, I., Kerameikos XI, Griechische Lampen,, Berlin Schmid 1997: Schmid, S.G., Vorbericht über die Grabung in E/600 NW, AntK 40, 1997, Vanderpool et al. 1962: Vanderpool, E., McCredie, J. et Steinberg, A., Koroni: A Ptolemaic Camp on the East Coast of Attica, Hesperia 31.1, 1962, Vessberg & Westhølm, 1956:, Vessberg, O., Westhølm, A., The Swedish Cyprus Expedition IV, 3, The Hellenistic and Roman Periods in Cyprus, Stockholm Whitbread 1995: Whitbread I. K., Greek Transport Amphorae. A Petrological and Archaeological Study, Athens Ε.2. Άλλα ναυάγια του 1 ου αιώνα π.χ. 1. Bass 1966: Bass, G.F., Archaeology Under Water, London Bass et Katzev 1986: Bass, G.F. et Katzev, M.L., New tools for underwater archaeology, Archaeology 21, 1986, Benoit 1962: Benoit, F., Nouvelles épaves de Provence (III), Gallia 20, 1962, Charlin et al. 1978: Charlin, G., Gassend, J.M., et Lequément, R., L épave antique de la Baie de Cavaliére (Le Lavandou, Var), Archaeonautica 2, 1978, 9-93.

97 5. Liou 1975: Liou, B., Informations archéologiques. Direction des recherches archéologiques sous-marines, Gallia 33, 1975, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Pulak 1985a: Pulak, C., Turkish Coastal Survey Yields Wrecksite Inventory, INA Newsletter 12.2, 1985, Ridgway 1967: Ridgway, B.S., The bronze lady from the sea, Expdition 10.1, 1967, 3-9. ΣΤ. Ναυάγια του 3 ου 1 ου αιώνα π.χ. 1. Bass 1981: Bass, G.F., Serçe limani 1979, II. Kazi Sonuçlari Toplantisi (Ankara), 1981, Parker 1992: Parker, A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Συγκέντρωση δεδοµένων και ερµηνευτικές προσεγγίσεις 1. Ακαµάτης 2000: Ακαµάτης Ι. Μ., Ενσφράγιστες λαβές αµφορέων από την Αγορά της Πέλλας. Ανασκαφή Οι οµάδες Παρµενίσκου και Ρόδου, Αθήνα Γκόφας 1993: Γκόφας,., Θάλασσα και συναλλαγές στην Αρχαία Ελλάδα, Μελέτες Ιστορίας του Ελληνικού ικαίου των συναλλαγών, Αρχαίου, Βυζαντινού, Μεταβυζαντινού, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 133, Αθήνα Empereur 1990: Empereur J.-Y., Η χρονολόγηση των Ροδιακών αµφορέων στην Ελληνιστική περίοδο στο Β Επιστηµονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραµική. Χρονολογικά προβλήµατα της ελληνιστικής κεραµικής. Πρακτικά (Ρόδος Μαρτίου 1989), Αθήνα 1990, Grace 1953: Grace V., The Eponyms Named on Rhodian Amphora Stamps, Hesperia 22, 1953,

98

99 Εικόνες

100 εικ.1. Οι νοτιοανατολικές ακτές των Κυθήρων εικ.2. Τοπογραφικό σχέδιο της βόρειας νησίδας Αντιδραγονέρα µε τη θέση των αγκυρών.

101 εικ.3. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Η άγκυρα Α9 in situ εικ. 4. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Οι άγκυρες Α2 και Α3 in situ

102 εικ. 5. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Τοπογραφικό σχέδιο µε αποτύπωση της δοκιµαστικής τοµής Ι. εικ. 6. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Τοπογραφικό σχέδιο µε αποτύπωση των δοκιµαστικών τοµών Ι και ΙΙ

103 εικ. 7. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Τοµή και κάτοψη του λύχνου Α. Ρ.95/2β (τέλος του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 8. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Λύχνος Α. Ρ.95/2β (τέλος του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 9. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Τοµή και κάτοψη του λύχνου Α. Ρ.95/2ε (τέλος του 4 ου αιώνα π.χ.)

104 εικ. 10. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Λύχνος Α. Ρ.97/51(τέλος του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 11. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο (τύπου saltcellar) Α. Ρ.95/2γ ( π.χ.) εικ. 12. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο Α. Ρ.95/2κ ( π.χ.)

105 εικ. 13 Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο Α. Ρ.97/64 (τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα -πρώτο τέταρτο του 3 ου αιώνα π.χ.). εικ. 14. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο Α. Ρ.97/68 (τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα-πρώτο τέταρτο του 3 ου αιώνα π.χ.) εικ. 15. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο Α. Ρ.95/8α ( π.χ.)

106 εικ. 16. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Σκυφίδιο Α. Ρ.96/2µ (µέσα του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 17. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Χείλος σκυφιδίου Α. Ρ.96/α (τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 18. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Χείλος σκυφιδίου Α. Ρ.96/β (τέλος του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 19. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Χείλος σκυφιδίου Α. Ρ.96/30 (πρώτο µισό του 4 ου αιώνα π.χ.)

107 εικ. 20. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Αµφορίσκος Α. Ρ.96/2λ ( π.χ.) εικ. 21. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Κανθαρίσκος Α. Ρ.97/67 (δεύτερο τέταρτο του 4 ου αιώνα π.χ.) εικ. 22. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Όλπη Α. Ρ.97/74 (δεύτερο τέταρτο 4 ου αιώνα π.χ.)

108 εικ. 23. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Ιχθυοπινάκιο Α. Ρ.97/57 (τρίτο τέταρτο 4ου αιώνα π.χ.) εικ. 24. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Βάση οξυπύθµενου αµφορέα Α. Ρ.95/2θ (πρώτο µισό 4ου αιώνα π.χ. αρχές 3ου αιώνα π.χ.) εικ. 25. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Βάση οξυπύθµενου αµφορέα Α. Ρ.95/2α (πρώτο µισό 4ου αιώνα π.χ. - αρχές 3ου αιώνα π.χ.)

109 εικ. 26. Ναυάγιο Αντιδραγονέρας. Χείλος οξυπύθµενου αµφορέα Α. Ρ.95/1α (πρώτο µισό 4ου αιώνα π.χ. αρχές 3ου αιώνα π.χ.) εικ. 27. Ναυάγιο Kucük Keramit. Σαµιακός (;) αµφορέας (300 π.χ.).

110 εικ. 28. Ναυάγιο Gallatis B. Θασιακός αµφορέας (αρχές 3 ου αιώνα π.χ.) εικ. 29. Ναυάγιο Serçe Limani B. Κνιδιακός αµφορέας (πρώτο µισό 3 ου αιώνα π.χ.)

111 εικ. 30. Ναυάγιο Kizil Burum. Ροδιακός αµφορέας ( π.χ.) εικ. 31. Ναυάγιο Savelletri. Κορινθιακός αµφορέας (πρώτο µισό 3 ου αιώνα π.χ.)

112 εικ. 32. Ναυάγιο στη Σέριφο. Κορινθιακός αµφορέας τύπου Β (τρίτο τέταρτο 3 ου αιώνα π.χ.) εικ. 33. Ναυάγιο Grand Congloué A. Ροδιακός αµφορέας (πρώτο µισό 2 ου αιώνα π.χ.)

113 εικ. 34. Ναυάγιο Grand Congloué A. Σχεδιαστική αναπαράσταση του ροδιακού αµφορέα της εικόνας 33 εικ. 35. Ναυάγιο Grand Congloué A. Ροδιακός αµφορέας (πρώτο µισό 2 ου αιώνα π.χ.)

114 εικ. 36. Ναυάγιο Grand Congloué A. Σχεδιαστική αναπαράσταση του ροδιακού αµφορέα της εικόνας 35 εικ. 37. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Σχεδιαστική αναπαράσταση ροδιακού αµφορέα (1 ος αιώνας π.χ.) εικ. 38. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Ροδιακός αµφορέας f.2.1 (1 ος αιώνας π.χ.)

115 εικ. 39. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Ροδιακός αµφορέας f.2.3 (1 ος αιώνας π.χ.) εικ. 40. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Ροδιακός αµφορέας f.2.5 (1 ος αιώνας π.χ.)

116 εικ. 41. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Ροδιακός αµφορέας f.2.2 (1 ος αιώνας π.χ.) εικ. 42. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Ροδιακός αµφορέας f.2.4 (1 ος αιώνας π.χ.)

117 εικ. 43. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Κωακός αµφορέας f.4.6 (1ος αιώνας π.χ.) εικ. 44. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Κωακός αµφορέας f.4.7 (1ος αιώνας π.χ.) εικ. 45. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Κωακός αµφορέας f.4.8 (1ος αιώνας π.χ.)

118 εικ. 47 εικ. 46. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Κωακός αµφορέας f.4.9 (1 ος αιώνας π.χ.) εικ. 47. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Κωακός αµφορέας f.4.10 (1 ος αιώνας π.χ.)

119 εικ. 48. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Λύχνος f (µέσα 1ου αιώνα π.χ.) εικ. 49. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Σχεδιαστική αναπαράσταση της τοµής και της κάτοψης του λύχνου της εικόνας 48 εικ. 50. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Λάγυνος f (1ος αιώνας π.χ.)

120 εικ. 51. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Σχεδιαστική αναπαράσταση της λαγύνου της εικόνας 50. εικ. 52. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Λάγυνος f (1 ος αιώνας π.χ.) εικ. 53. Ναυάγιο Αντικυθήρων Α. Σχεδιαστική αναπαράσταση της λαγύνου της εικόνας 52.

Νέα σημαντικά ευρήματα στο ναυάγιο των Αντικυθήρων

Νέα σημαντικά ευρήματα στο ναυάγιο των Αντικυθήρων Ναυάγιο των Αντικυθήρων Η συστηματική και προσεκτική δουλειά που γίνεται στο ναυάγιο των Αντικυθήρων, αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Ναυάγιο των Αντικυθήρων Στην πρόσφατη υποβρύχια έρευνα που διεξήγαγε

Διαβάστε περισσότερα

Κομοτηνη Ταξiδια στο θρακιko πeλαγος. Εκπαιδευτικo πρoγραμμα για μαθητeς δημοτικοy

Κομοτηνη Ταξiδια στο θρακιko πeλαγος. Εκπαιδευτικo πρoγραμμα για μαθητeς δημοτικοy Κομοτηνη 2018 Ταξiδια στο θρακιko πeλαγος Εκπαιδευτικo πρoγραμμα για μαθητeς δημοτικοy Στο ταξίδι σου µπορείς να συµβουλεύεσαι την κάτοψη της έκθεσης. Οι αριθµοί αντιστοιχούν σε κάθε µία από τις προθήκες.

Διαβάστε περισσότερα

Η Ελληνιστική Κεραμική

Η Ελληνιστική Κεραμική Η Ελληνιστική Κεραμική Μικρή Εισαγωγή Πριν από μερικές δεκαετίες η πρόταση μας για ένα φροντιστήριο ελληνιστικής κεραμικής στους φοιτητές αρχαιολογίας απορρίφθηκε πανηγυρικά, αφού η άσκηση των νέων αρχαιολόγων

Διαβάστε περισσότερα

χρονικό Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X

χρονικό Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X χρονικό ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο Της ρος Στέλλας εµέστιχα, Επίκουρης Καθηγήτρια Ενάλιας Αρχαιολογίας Πανεπιστήµιο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΗ. Ύψος: 20cm Διάμ. σώματος: 10,5cm. Πορσελάνη. αγγείο, τύπου «Τσαγερό», από λευκή πορσελάνη με. Χίου.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΗ. Ύψος: 20cm Διάμ. σώματος: 10,5cm. Πορσελάνη. αγγείο, τύπου «Τσαγερό», από λευκή πορσελάνη με. Χίου. ΕΚΘΕΜΑΤΑΑ ΤΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 1. Ισρικό Ναυάγιο ΑΕ ΘΕΣΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 88/22-18 1,5ν.μ. Κλεισύ σχήμας αγγείο, τύπου «Τσαγερό»,

Διαβάστε περισσότερα

Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων. Γωγώ Κουλούρη

Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων. Γωγώ Κουλούρη Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων Γωγώ Κουλούρη Ευρήματα: Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» Άγαλμα Ερμή Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων Εμπορικοί αμφορείς Σα νομίσματα Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» Υλικό: Χαλκός Διαστάσεις:

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια Γεωαρχαιολογική Έρευνα για την Ανάδειξη της Βυθισµένης Πολιτιστικής Κληρονοµιάς

Θαλάσσια Γεωαρχαιολογική Έρευνα για την Ανάδειξη της Βυθισµένης Πολιτιστικής Κληρονοµιάς Θαλάσσια Γεωαρχαιολογική Έρευνα για την Ανάδειξη της Βυθισµένης Πολιτιστικής Κληρονοµιάς ρ ηµήτρης Σακελλαρίου Γεωλόγος, ιευθυντής Ερευνών Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών Ναυάγιο

Διαβάστε περισσότερα

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ «...ανέφερα εγγράφως...» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Διάρκεια Έκθεσης: 17. 12.2008-20. 03. 2009 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Το αρχειακό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Á» Ä Æ ¹ º Ã Æ ¹ Ã ¹ Ã Ë Á ¹ Ã ª 2 0 0 9

Á» Ä Æ ¹ º Ã Æ ¹ à ¹ Ã Ë Á ¹ à ª 2 0 0 9 Á» Ä Æ ¹ º Ã Æ ¹ à ¹ Ã Ë Á ¹ à ª 2 0 0 9 44 Æ ËÌê ªËÁ ª»Ãª Ë ÃÆÄü Á ºÃ¹Á ¼ Ã˪ ¹ ÄË» Æê Á Äê ª. Á ª ª Θ Υ Γ Α Τ Ρ Ι Κ Ο Ι Δ Ρ Υ Μ Α Ν. Υ Ο Ρ Κ Η Σ Αρχαία ελληνικά ναυάγια στα βάθη της Μεσογείου ΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

«Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων» Το Πλοίο, οι Θησαυροί, ο Μηχανισμός

«Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων» Το Πλοίο, οι Θησαυροί, ο Μηχανισμός Δελτίο Τύπου Περιοδική Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο «Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων» Το Πλοίο, οι Θησαυροί, ο Μηχανισμός 6 Απριλίου 2012 28 Απριλίου 2013 Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, συνεχίζει

Διαβάστε περισσότερα

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη, περισσότερους από έναν ορόφους και στιβαρή κατασκευή.

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα 06/09/2019 Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα / Παιδεία και Πολιτισμός Ενδυναμώνεται το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας στη σημερινή περιοχή του Αγ. Κωνσταντίνου. Οικιστικά κατάλοιπα κλασσικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗ Ραμνούντας Σε συνεργασία με τον D. Blakcman και την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 2009 διερευνήθηκε αρχαίο λιμάνι. Δόθηκε έμφαση στις έρευνες συγχρόνων ναυαγίων

Διαβάστε περισσότερα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Θέμα της διδακτικής πρότασης Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Τάξη: Α Γυμνασίου Στοχοθεσία Επιδιώκεται οι μαθητές/τριες να εξοικειωθούν με τους τύπους, τα ονόματα και τις χρήσεις των αγγείων της αρχαιότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας Ημερίδα Η έρευνα των αρχαίων συστημάτων ύδρευσης του Πειραιά στο πλαίσιο των έργων του ΜΕΤΡΟ. Μια πρώτη θεώρηση Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας 1 Πρώιμη φάση της πόλης Λουτροφόρος

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol.

Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol. Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol.gr Αθήνα 4/2/2015 Προς τον Πρόεδρο τους µη κερδοσκοπικού σωµατείου

Διαβάστε περισσότερα

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Τα θέατρα της Αμβρακίας Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Αμβρακία Η Αμβρακία, μία από τις αξιολογότερες κορινθιακές αποικίες, ήταν χτισμένη στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου κοντά στην όχθη του ποταμού Άραχθου.

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός

Διαβάστε περισσότερα

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΣΤ. ΑΝ ΡΕΟΥ Κ. ΕΥΚΛΕΙ ΟΥ Α. ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, Α.Π.Θ. ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, Α.Π.Θ. XEEE

Διαβάστε περισσότερα

Χάλκινο δεξί χέρι, που σώζεται από τον ώμο μέχρι τα δάκτυλα. ΕΝΑΛΙΑ ΝΕΑ

Χάλκινο δεξί χέρι, που σώζεται από τον ώμο μέχρι τα δάκτυλα. ΕΝΑΛΙΑ ΝΕΑ ΕΝΑΛΙΑ ΝΕΑ Ενάλια Νέα Copyright Θέματα Αρχαιολογίας www.themata-archaiologias.gr www.themes-in-archaeology.gr Υποβρύχια Ανασκαφή Ναυαγίου Αντικυθήρων Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων διεξήγαγε και φέτος,

Διαβάστε περισσότερα

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 30 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Δ. Πλάντζος, Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία 1200-30 π.χ. Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα, 2016

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

Προστασία και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η περίπτωση των εμπορικών αμφορέων

Προστασία και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η περίπτωση των εμπορικών αμφορέων ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ MINISTRY OF CULTURE AND SPORTS EPHORATE OF ANTIQUITIES OF THE DODECANESE EPHORATE OF UNDERWATER ANTIQUITIES

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 30 χρόνια. δρ αγγελική γ. σίμωσι Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της ΕΕΑ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 30 χρόνια. δρ αγγελική γ. σίμωσι Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της ΕΕΑ στηλεσ ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 30 χρόνια ερευνητικής δράσης δρ αγγελική γ. σίμωσι Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της ΕΕΑ Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) ιδρύθηκε το 1976 ως Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής Ενότητα 5 Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής Ι.Δ. Βαραλής Ανασκαφική Βυζαντινή και Μεσαιωνική Ανασκαφική Κείμενα για προετοιμασία και κριτική: Ousterhout R., Γουρίδης Α., Ένα βυζαντινό κτίριο δίπλα

Διαβάστε περισσότερα

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) I. Γενικά

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) I. Γενικά 4 Χειροποίητες φιάλες με οριζόντιες λαβές & μία «σαλτσιέρα» [1] Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) I. Γενικά Ε. Πουλάκη Παντερµαλή Πρόκειται για τέσσερα ρηχά και ευρέα χειροποίητα αγγεία,

Διαβάστε περισσότερα

PORTFOLIO. Yannis Nakas Archaeologist-Illustrator. Γιάννης Νάκας Αρχαιολόγος-Σχεδιαστής

PORTFOLIO. Yannis Nakas Archaeologist-Illustrator. Γιάννης Νάκας Αρχαιολόγος-Σχεδιαστής Γιάννης Νάκας Αρχαιολόγος-Σχεδιαστής Ησαία Σαλώνων 24, Γκύζη, Αθήνα, 11475 2106463842, 6974413204 jnak77@yahoo.com Yannis Nakas Archaeologist-Illustrator 24 Isaia Salonon Str., Gizi, Athens, GR-11475 tel.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ Ο ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΞΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ (MASTER s) 1. Η διπλωµατική διατριβή εξειδίκευσης

Διαβάστε περισσότερα

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1]

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1] 2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1] & ένα όστρακο αμφορέα Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) Ε. Πουλάκη Παντερµαλή Υπάρχουν δύο παραδείγµατα αµφορίσκων µε οριζόντιες λαβές

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Το Κάστρο των Ιπποτών είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της Κω. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιβλητικό είναι ένα από τα αξιοθέατα που κάθε επισκέπτης του νησιού πρέπει να

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠοβρυχιεσ αρχαιολογικεσ ερευνεσ στην περιοχη της χιου. η εξελιξη της υποβρυχιας επισκοπηςησ 1954-2008

ΥΠοβρυχιεσ αρχαιολογικεσ ερευνεσ στην περιοχη της χιου. η εξελιξη της υποβρυχιας επισκοπηςησ 1954-2008 9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι ΥΠοβρυχιεσ αρχαιολογικεσ ερευνεσ στην περιοχη της χιου. η εξελιξη της υποβρυχιας επισκοπηςησ 1954-2008 Θεοδούλου Θ. 1, Κουρκουμέλης

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει χαρακτηριστικά «Mare Mediterraneum» ως μεταξύ δύο ηπείρων

Διαβάστε περισσότερα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Ανάβρυτα 2015 2016 Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Γεωργική Οικονομία Τα πρώτα βήματα στην γεωργική οικονομία γίνονται κατά την Μυκηναϊκήεποχή. Τηνεποχήαυτή:

Διαβάστε περισσότερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ της Σταυρούλας Σδρόλια Το κρασί έπαιζε τεράστιο ρόλο στην οικονομία της περιοχής του Δήμου Μελιβοίας από την αρχαιότητα μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι αρχαιότερες

Διαβάστε περισσότερα

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ (Γραφεία Πώλησης Εκδόσεων) Ταχυδρομική Διεύθυνση: ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ, ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ, Διεύθυνση Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας ΤΓΝ 1040, ΑΘΗΝΑ Τηλ: (+30) 210 655 1772 (+30)

Διαβάστε περισσότερα

[1] με κρεμάμενα ημικύκλια (ΣΚΗ)

[1] με κρεμάμενα ημικύκλια (ΣΚΗ) 18 Σκύφοι [1] με κρεμάμενα ημικύκλια (ΣΚΗ) Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) Ε. Πουλάκη Παντερµαλή I. Γενικά Στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύµπου υπάρχουν µέχρι σήµερα τρία παραδείγµατα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη

Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη Κ. Γ. Τσάιμου Αρχαιολόγος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Ε.Μ.Π. Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη TΑ ΜΕΤΑΛΛΕYΜΑΤΑ που εκμεταλλεύτηκαν

Διαβάστε περισσότερα

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που ΠΕΡΙΛΗΨΗ H διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σύγκλιση Απόκλιση. Έρευνα & Συνεισφορά στην τοπική κεραμική της Περιφέρειας Αρμένων-Ρεθύμνου και στην Κεραμική Παραγωγή της Κρήτης κατά τον 14 ο και 13 ο π. Χ.

Διαβάστε περισσότερα

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Νοέµβριος 12 2014 13:20 Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Τι ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισµού για τις ανασκαφικές εργασίες στον τάφο της Αµφίπολης. Τι έδειξαν οι ανασκαφές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΗΛΙΝΑ Σ Κ Ε Υ Η ΑΠΟ Μ ΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛ Λ Ο ΓΗ **

ΠΗΛΙΝΑ Σ Κ Ε Υ Η ΑΠΟ Μ ΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛ Λ Ο ΓΗ ** Κ.Γ. ΡΑΚΑΤΣΑΝΉΣ-Μ.Β. ΧΟΠΑΝΑΚΗ* ΠΗΛΙΝΑ Σ Κ Ε Υ Η ΑΠΟ Μ ΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΛ Λ Ο ΓΗ ** Η παρουσίαση 11 αδημοσίευτων πήλινων αντικειμένων της μιχρής ιδιωτικής συλλογής της οικογένειας ΚΧ. Ραχατσάνη δεν φιλοδοξεί

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ιερό Αφροδίτης Π α ν α γ ι ώ τ η ς Ν ε ο φ ύ τ ο υ Β 2 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαρία Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική Εισαγωγή..σελ.3 Ιστορική αναδρομή..σελ.3 Περιγραφή του χώρου.σελ.4

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2017 Β ΦΑΣΗ ÅÐÉËÏÃÇ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2017 Β ΦΑΣΗ ÅÐÉËÏÃÇ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 017 ΤΑΞΗ: Γ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ: ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΦΥΣΙΚΗ Ηµεροµηνία: Μ Τετάρτη 1 Απριλίου 017 ιάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες ΘΕΜΑ Α ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ Στις ηµιτελείς προτάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Β. Συµπληρώστε τα κενά των παρακάτω προτάσεων

Β. Συµπληρώστε τα κενά των παρακάτω προτάσεων ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΘΕΜΑ Α Α. Στις ερωτήσεις 1 έως 3 επιλέξτε τη σωστή απάντηση 1. Δυο δακτύλιοι µε διαφορετικές ακτίνες αλλά ίδια µάζα κυλάνε χωρίς ολίσθηση σε οριζόντιο έδαφος µε την

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΒΑΘΙΕΣ ΛΑΚΕΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΒΑΘΙΕΣ ΛΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΒΑΘΙΕΣ ΛΑΚΕΣ Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή. Στις Βαθιές Λάκες βρέθηκαν σηµαντικότατα ευρήµατα, τα οποία θεωρείται σκόπιµο να παρουσιασθούν και να αναλυθούν. Τα ευρήµατα αυτά είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΡΟΔΟΣ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2011 1 1. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 2 2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ 1 Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου, ανάμεσα στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροποτάμου και το Σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Εισαγωγή Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά, στη βορειοανατολική Κρήτη (Καβούσι, Ιεράπετρα), διήρκεσαν 6 εβδομάδες, ενώ ακολούθησε

Διαβάστε περισσότερα

χρονικό Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X

χρονικό Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X χρονικό ιανέµεται µε τον «ΠΟΛΙΤΗ» της Κυριακής 18 εκεµβρίου 2011 Τεύχος 194 ISSN 1986-048X Η ενάλια αρχαιολογία στην Κύπρο Της ρος Στέλλας εµέστιχα, Επίκουρης Καθηγήτρια Ενάλιας Αρχαιολογίας Πανεπιστήµιο

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ (Γραφεία Πώλησης Εκδόσεων) Ταχυδρομική Διεύθυνση: ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ, ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ, Διεύθυνση Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας ΤΓΝ 1040, ΑΘΗΝΑ Τηλ: (+30) 210 655 1772 (+30)

Διαβάστε περισσότερα

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΑΦΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΑΦΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων Τομέας Προώθησης και Προβολής Τηλέφωνο: 22894304 Ηλ. Διεύθυνση: prinfo@ucy.ac.cy Ιστοσελίδα: www.ucy.ac.cy/pr 19 Αυγούστου 2019 ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΥΠΟΜΝΗΜΑ 1. Ο ΙΚΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΥ» 2. Ο ΙΚΙΑ «ΑΡΠΑΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ» 3. Δ Η Μ Ο Σ ΙΟ ΑΡΧΕΙΟ 4. ΑΓΟΡΑ 5. ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια. ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες

Διαβάστε περισσότερα

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Πρόλογος Ναοί της Αρχαϊκής εποχής Οι κίονες και τα μαθηματικά τους-σχεδίαση Υλοποίηση Επίλογος Πηγές Αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό, που μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Υπολογιστικά Συστήματα της Αρχαιότητας. Μηχανισμός των Αντικυθήρων Άβακας Κλαύδιος Πτολεμαίος Ήρωνας Αλεξανδρινός Το Κόσκινο του Ερατοσθένη

Υπολογιστικά Συστήματα της Αρχαιότητας. Μηχανισμός των Αντικυθήρων Άβακας Κλαύδιος Πτολεμαίος Ήρωνας Αλεξανδρινός Το Κόσκινο του Ερατοσθένη Υπολογιστικά Συστήματα της Αρχαιότητας Μηχανισμός των Αντικυθήρων Άβακας Κλαύδιος Πτολεμαίος Ήρωνας Αλεξανδρινός Το Κόσκινο του Ερατοσθένη Μηχανισμός των Αντικυθήρων Κατασκευή μηχανισμού : 2 ος 1 ος αιώνας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ Π12761 (ΕΙΚ. 112) Εικόνα 112. Σκύφος-κοτύλη. Προέλευση: Σαβάλια, Κασιδιάρης, τομή 4. Σαρκοφάγος 7, ΟΜ1, 7/12/07 Διαστάσεις: ύψος: 0,098μ. Φ (διάμετρος) χείλους:

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Εισαγωγή

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Εισαγωγή ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ Εισαγωγή Η προβολή τρισδιάστατου αντικειμένου πάνω σε δισδιάστατη επιφάνεια αποτέλεσε μια από τις βασικές αναζητήσεις μεθόδων απεικόνισης και απασχόλησε από πολύ παλιά τους ανθρώπους. Με την

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ Περιγραφή μνημείου Το αρχαίο θέατρο της Λίνδου διαμορφώνεται στους πρόποδες της δυτικής πλαγιάς του βράχου της λινδιακής ακρόπολης. Το κοίλο χωρίζεται σε

Διαβάστε περισσότερα

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Ευγενία Δρακοπούλου Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Τηλ. +302107273570 Fax: +302107246212 E-mail: egidrak@eie.gr Website: http://eie.academia.edu/eugeniadrakopoulou http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/cvs/cv-drakopoulou-gr.html

Διαβάστε περισσότερα

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017. Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017 Ιούλιος 2018 Ευαγγελία Λάμπρου Δρ. Άρης Ίκκος, ISHC Ερευνήτρια - Στατιστικολόγος

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΟΙΝΙΑΔΩΝ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ.

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ Β. Π. Γ. Π. Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, ενώ με τα νησιά φτάνει τα 30,2

Διαβάστε περισσότερα

Νίκος Μαζαράκης Αθήνα 2010

Νίκος Μαζαράκης Αθήνα 2010 Νίκος Μαζαράκης Αθήνα 2010 Οι χάρτες των 850 Hpa είναι ένα από τα βασικά προγνωστικά επίπεδα για τη παράµετρο της θερµοκρασίας. Την πίεση των 850 Hpa τη συναντάµε στην ατµόσφαιρα σε ένα µέσο ύψος περί

Διαβάστε περισσότερα

«Περιβαλλοντική Βιολογία - ιαχείριση Χερσαίων και Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων»

«Περιβαλλοντική Βιολογία - ιαχείριση Χερσαίων και Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων» ιιδρυµατικό Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Περιβαλλοντική Βιολογία - ιαχείριση Χερσαίων και Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων» ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Ιούλιος 2003 Η διαδικασία αξιολόγησης του Μεταπτυχιακού Προγράµµατος

Διαβάστε περισσότερα

Γεωμετρική Εποχή Πώς περνούμε τη μέρα μας;

Γεωμετρική Εποχή Πώς περνούμε τη μέρα μας; Γεωμετρική Εποχή Πώς περνούμε τη μέρα μας; ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ 0 Γνωρίζουμε από τα αγγεία σε τάφους ότι κατά την Γεωμετρική Εποχή, οι άνθρωποι στην Κύπρο έπιναν κρασί, χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο, έτρωγαν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΓΩΜΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ Υπομυκηναϊκή Περίοδος, 1100 1050/1025 π.. Πρωτογεωμετρική Περίοδος, 1050 900 π.. Γεωμετρική Περίοδος, 900 700 π..

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η κεραμική, μια πανάρχαια τέχνη, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το αργιλόχωμα. Όταν αναμείξουμε το αργιλόχωμα με νερό θα προκύψει μία πλαστική μάζα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Κ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Από το 2000 έως το 2009 στην περιοχή αρμοδιότητας της Κ ΕΠΚΑ που περιλαμβάνει τα νησιά Λέσβο, Λήμνο, Χίο, Οινούσσες, Ψαρά και Άγιο Ευστράτιο, πραγματοποιήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής δομής

Διαβάστε περισσότερα

Οριζόντια βολή Ταυτόχρονη κίνηση δύο σωµάτων Άσκηση στην οριζόντια βολή. υ r Τ. υ ο. 1s 2s 4s (20, 5) (20, 10) (20, 15)

Οριζόντια βολή Ταυτόχρονη κίνηση δύο σωµάτων Άσκηση στην οριζόντια βολή. υ r Τ. υ ο. 1s 2s 4s (20, 5) (20, 10) (20, 15) . 1.1.1. Ταυτόχρονη κίνηση δύο σωµάτων. Από ένα σηµείο Ο που βρίσκεται σε ύψος h=80m από το, εκτοξεύεται οριζόντια ένα σώµα Α, µε αρχική ταχύτητα υ 0 =0m/s, ενώ ταυτόχρονα αφήνεται να πέσει (από το Ο)

Διαβάστε περισσότερα

Τα αρχαία της Κατοχής

Τα αρχαία της Κατοχής Τα αρχαία της Κατοχής Σπερχειάδα 7 Απριλίου 2016 Σαράντος Θεοδωρόπουλος ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΔΙΑΚΑΗΣ Ο ΠΟΘΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΣ ΤΟΥΣ 1939 Ο Δρ. Γκαίμπελς επισκέπτεται την Αρχαιότητες στην Αθήνα 1940 ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 27 Μαγνητισµός. Copyright 2009 Pearson Education, Inc.

Κεφάλαιο 27 Μαγνητισµός. Copyright 2009 Pearson Education, Inc. Κεφάλαιο 27 Μαγνητισµός Περιεχόµενα Κεφαλαίου 27 Μαγνήτες και Μαγνητικά πεδία Τα ηλεκτρικά ρεύµατα παράγουν µαγνητικά πεδία Μαγνητικές Δυνάµεις πάνω σε φορτισµένα σωµατίδια. Η ροπή ενός βρόχου ρεύµατος.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ Λ. ΣΕΛΕΚΟΥ «ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΛΙΒΑΝΑΤΩΝ (6 ος -2 ος αι. π.χ.). ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΛΟΚΡΙΔΑΣ» Β

Διαβάστε περισσότερα

Λέξεις κλειδιά: Αρχαιολογία βαθέων υδάτων, Ναυάγια, ROV, Πλοήγηση ακριβείας, Θαλάσσια Τεχνολογία.

Λέξεις κλειδιά: Αρχαιολογία βαθέων υδάτων, Ναυάγια, ROV, Πλοήγηση ακριβείας, Θαλάσσια Τεχνολογία. 8ο Πανελλήνιο Συμποσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 569 τα ROVs και το ΒΑΘΥΣΚΑΦΟς ΤΟΥ ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ βαθεων υδατων Α. Μάλλιος, C. Smith, Σ. Βολονάκης, Ε. Καλλέργης, Κ. Κατσαρός, Λ. Μανουσάκης,

Διαβάστε περισσότερα

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Στην αρχαϊκή εποχή εικάζεται ότι υπήρχε κάποιο είδος θεατρικής κατασκευής στο χώρο που βρίσκονται τα σημερινά ευρήματα του θεάτρου, ενώ στα κλασσικά χρόνια υπήρχε σίγουρα κάποια

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE»

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE» ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE» Οι επιπτώσεις της χρήσης των online τεχνολογιών, σε σχέση με τη συμπεριφορά, τις στάσεις και τις αντιλήψεις

Διαβάστε περισσότερα

Μάρτιος 2005 Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών

Μάρτιος 2005 Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών Μάρτιος 2005 Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών http://www.lis.upatras.gr Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών L Année Philologique Εγχειρίδιο Χρήσης Μάρτιος 2005

Διαβάστε περισσότερα

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ)

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) [1] 52 Οπισθότμητες Πρόχοι Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) ΙI. Κατάλογος: 1-25 1.Οπισθότµητη Πρόχους ΜΔ 2177 Ε. Πουλάκη Παντερµαλή Καρίτσα Γαβριά, τύµβος 1, τάφος Α. Αριστερά από

Διαβάστε περισσότερα

YALOURIS: FOLLOWING THEIR TRACES 36 YEARS LATER

YALOURIS: FOLLOWING THEIR TRACES 36 YEARS LATER -134-9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ THROCKMORTON, EDGERTON ΚΑΙ YALOURIS ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ (ΛΕΠΑΝΤΟ) 36 ΧΡΟΝΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: ΓΛΥΠΤΑ ΣΕ ΑΡΧΑΙΑ ΝΑΥΑΓΙΑ

ΘΕΜΑ: ΓΛΥΠΤΑ ΣΕ ΑΡΧΑΙΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΓΛΥΠΤΑ ΣΕ ΑΡΧΑΙΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗ: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΠΑΣ ΕΠΟΠΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ:

Διαβάστε περισσότερα

21ο Μάθημα ΥΔΡΟΣΤΑΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ

21ο Μάθημα ΥΔΡΟΣΤΑΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ 21ο Μάθημα ΥΔΡΟΣΤΑΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ Μια πίεση που ασκεί το υγρό στον πυθμένα και στα τοιχώματα του δοχείου Σε προηγούμενο μάθημα (13ο) γνωρίσαμε την έννοια της πίεσης που ασκούν τα στερεά σώματα. Τώρα είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας»

ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας» ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας» Εξοπλισµός: Εργαστήριο Η/Υ Στόχοι: Οι µαθητές να µπορούν να: -εντοπίζουν

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι διορθώσεων θεµατικών επικεφαλίδων Η περίπτωση της Βιβλιοθήκης του Ιονίου Πανεπιστηµίου Έλλη Άνθη-Καλοφωλιά Παράγοντες που επηρεάζουν την εφαρµογή Το µέγεθος του αρχείου καθιερωµένων εγγραφών και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 19η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΑ Πλάτανος Θέση «Ομβριάσα» Η 19η ΕΒΑ διενεργεί ανασκαφική έρευνα στον αγρό ιδιοκτησίας Σ. και Α. Υφαντή, η οποία είναι συνέχεια αυτής που διενεργούσε η 7η ΕΒΑ,

Διαβάστε περισσότερα

Για μια ζωντανή θάλασσα στις Κυκλάδες

Για μια ζωντανή θάλασσα στις Κυκλάδες Για μια ζωντανή θάλασσα στις Κυκλάδες H συμμετοχική προσέγγιση στη δημιουργία μίας θαλάσσιας προστατευόμενης περιοχής το έργο ΚΥΚΛΑΔΕΣ LIFE Σπύρος Κοτομάτας, WWF Ελλάς Χανιά, Οκτώβρης 2018 Ιστορικός τόπος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΔΙΟΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Το αρχαίο Δίον του Ολύμπου βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Κατερίνης, στους πρόποδες του Ολύμπου δίπλα στο

Διαβάστε περισσότερα

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού 1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ Μέτρο 2.2 Αναµόρφωση Προγραµµάτων Προπτυχιακών Σπουδών ιεύρυνση Τριτοβάθµιας Κατ. Πράξης 2.2.2.α Αναµόρφωση Προγραµµάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣ. 131 ΕΡΓΑΣΙΑ # (α) Ένα µικρό σώµα πηγαινοέρχεται γλιστρώντας στο κατώτερο µέρος ενός κυλινδρικού αυλακιού ακτίνας R. Ποια είναι η περίοδος

ΦΥΣ. 131 ΕΡΓΑΣΙΑ # (α) Ένα µικρό σώµα πηγαινοέρχεται γλιστρώντας στο κατώτερο µέρος ενός κυλινδρικού αυλακιού ακτίνας R. Ποια είναι η περίοδος ΦΥΣ. 131 ΕΡΓΑΣΙΑ # 11 1. (α) Ένα µικρό σώµα πηγαινοέρχεται γλιστρώντας στο κατώτερο µέρος ενός κυλινδρικού αυλακιού ακτίνας R. Ποια είναι η περίοδος των ταλαντώσεων του σώµατος; (το πλάτος των ταλαντώσεων

Διαβάστε περισσότερα