ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΟΚΟΜΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΣΤΑΜΠΟΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΜΥΡΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Θεσσαλονίκη 2012

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΣΩΝ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΟΚΟΜΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΣΤΑΜΠΟΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΜΥΡΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Θεσσαλονίκη 2012

3 Πρόλογος Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. και αφορά την ανασυγκρότηση λατομείου στην περιοχή του Χορτιάτη. Με την ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής μου διατριβής, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον καθηγητή κ. Παύλο Σμύρη για τις υποδείξεις του και τη συνεχή καθοδήγηση καθ όλη τη διάρκεια διεξαγωγής της εργασίας αυτής. Ευχαριστώ θερμά τα μέλη της τριμελούς εξεταστικής επιτροπής, τον κ. Ιωάννη Ισπικούδη αναπληρωτή καθηγητή Δασολογίας και τον κ. Πέτρο Γκανάτσα επίκουρο καθηγητή Δασολογίας, για τη συμμετοχή τους στην επιτροπή, αλλά και για τις πολύτιμες διορθώσεις και παρατηρήσεις τους με αποτέλεσμα την βελτίωση της διατριβής μου. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τους συναδέλφους του εργαστηρίου της Δασοκομίας και της Λιβαδικής Οικολογίας για την πολύτιμη βοήθειά τους. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην οικογένειά μου και στους φίλους μου για την υπομονή και την αμέριστη συμπαράστασή τους καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου.

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 1 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις Οπτικές Επιπτώσεις Κοινωνικές Επιπτώσεις ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΕΙΡΩΝ ΥΛΙΚΩΝ Φυσικές ιδιότητες στείρων Χημικές και βιολογικές ιδιότητες στείρων ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Φυσική διαδοχή - Αναγέννηση Τεχνητή οικολογική αποκατάσταση ΙΙΙ. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ, ΕΚΤΑΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Κλιματικά και βιοκλιματικά στοιχεία Γεωλογικά και εδαφολογικά στοιχεία Υδρολογικά στοιχεία Γεωμορφολογικά στοιχεία της περιοχής Βλάστηση - Πανίδα IV. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Ανάλυση του τοπίου: Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ)

5 1.2 Ανάλυση του τοπίου: Σύστημα Οπτικής Διαχείρισης του Τοπίου Αξιολόγηση του τοπίου ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ V. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΖΩΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Ανάλυση του τοπίου: Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ) Ανάλυση του τοπίου: Σύστημα Οπτικής Διαχείρισης του Τοπίου Αξιολόγηση τοπίου ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Δραστηριότητες και χωροταξική διαμόρφωση Ανάπλαση ανάγλυφου διαμόρφωση βαθμίδων Επιφανειακό έδαφος Εγκατάσταση βλάστησης Εργασίες συντήρησης VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ABSTRACT VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ VIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

6 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εξόρυξη και χρησιμοποίηση ορυκτών είναι μία από τις αρχαιότερες ανθρώπινες οικονομικές δραστηριότητες και έχει παίξει πρωτεύοντα ρόλο στη μετάβαση του ανθρώπου από την πρωτόγονη κατάσταση στο σύγχρονο πολιτισμό. Η ιστορία της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της γεωργίας, όπου ο άνθρωπος στην προσπάθεια του να επιβιώσει, στράφηκε στη γη, με αποτέλεσμα την κατασκευή των πρώτων εργαλείων και όπλων από πέτρα, πηλό και αργότερα από μέταλλο (el.wikipedia.org). Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι από το π.χ. χρησιμοποίησαν τον ασβεστόλιθο και τον αμμόλιθο για την κατασκευή κτιρίων, πυραμίδων, ναών και τάφων (Harrell and Storemyr 2009), ενώ στην Ελλάδα η χρήση του μαρμάρου ήταν εκτεταμένη και ξεκίνησε από τη Μέση Νεολιθική περίοδο (περίπου π.χ). Η μεταλλευτική και λατομική δραστηριότητα, είχαν πάντα σημαντική θέση στην οικονομική ζωή της Ελλάδας από αρχαιοτάτων χρόνων. Η πόλη-κράτος της Αθήνας χρησιμοποίησε τον άργυρο από τα μεταλλεία του Λαυρίου (483 π.χ), καλύπτοντας επί μακρόν τις ανάγκες της, ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος στήριξε τη χρηματοδότηση της εκστρατείας του κατά των Περσών στο χρυσό του Παγγαίου (el.wikipedia.org). Επίσης ανεκτίμητα αγάλματα που βρίσκονται σε μουσεία όλου του κόσμου κατασκευάστηκαν από παριανό, πεντελικό και ναξιώτικο μάρμαρο, αλλά και από πωρόλιθο. Η έντονη λατόμευση μαρμάρου σημειώνεται κατά τον 6 ο και κυρίως κατά τον 5 ο αιώνα π.χ, όταν το πεντελικό μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για μεγάλης κλίμακας κατασκευές και συγκεκριμένα το 447 π.χ για την κατασκευή του Παρεθενώνα (Laskaridis 2004). Οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που πρώτοι ανέπτυξαν μεθόδους εξόρυξης μεγάλης κλίμακας, με την χρησιμοποίηση υδραγωγείων για τη μεταφορά νερού από μεγάλες αποστάσεις στα μέτωπα των λατομείων. Τον 1ο αιώνα π.χ. ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφήβραν στα τέλη του 3ου αιώνα π.χ. Το τσιμέντο ήταν ένα πολύ ισχυρό υλικό που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης (en.wikipedia.org). Στις αρχές του Μεσαίωνα, η μεταλλευτική βιομηχανία στην Ευρώπη ήταν επικεντρωμένη κυρίως στην εξόρυξη του χαλκού και του σιδήρου. Κατά τον 14ο αιώνα, η ζήτηση για όπλα, πανοπλίες και πέταλα αύξησε ακόμη περισσότερο τη ζήτηση του σιδήρου. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την έκρηξη αύξησης του πληθυσμού σε ολόκληρη την Ευρώπη μεταξύ 11ου-14ου αιώνα, αύξησε τη ζήτηση 3

7 σε πολύτιμα μέταλλα. Η κρίση του ασημιού το 1465 εμφανίστηκε όταν όλα τα μεταλλεία είχαν φθάσει σε βάθη πέρα από τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να προχωρήσει η εξόρυξη με την ως τότε διαθέσιμη τεχνολογία (en.wikipedia.org). Η μαύρη σκόνη ή αλλιώς πυρίτιδα ή μπαρούτι που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1627 σε ορυχεία στην πόλη Selmecbánya (Βασίλειο της Ουγγαρίας) έκανε πλέον δυνατή την ανατίναξη των βράχων και της γης και επέτρεπε πλέον την εξόρυξη των πρότερα αδιαπέραστων μετάλλων και μεταλλευμάτων. Φυσικά μετά την ανακάλυψη της δυναμίτιδας από τον Νόμπελ (1866) και την μηχανοποίηση της εξόρυξης και εξαιτίας της δραματικής αύξησης του καταναλωτισμού στις κοινωνίες τον 19 ο και 20 ο αιώνα, η εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών πήρε τεράστιες διαστάσεις. Οι γεωργικές καινοτομίες όπως τα σιδερένια υνία, καθώς και η αυξανόμενη χρήση του μετάλλου ως οικοδομικό υλικό, ήταν επίσης η κινητήρια δύναμη για την τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας σιδήρου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Τα υπαίθρια ορυχεία απέκτησαν τεράστιες διαστάσεις και μαζί με αυτά γιγαντώθηκε και η απόρριψη στείρων, η απορροή όξινων και τοξικών νερών, ο θόρυβος, η σκόνη και συχνά η καταστροφή του φυσικού τοπίου. Πέρα από τη ρύπανση του περιβάλλοντος, η μεταλλευτική έχει συνδεθεί επίσης και με πολλά μελανά σημεία στην ανθρώπινη ιστορία, όπως η δουλεία, οι κατακτητικοί πόλεμοι και η αποικιοκρατία (en.wikipedia.org). Η ιστορία της εξόρυξης μαρμάρου για τη νεότερη Ελλάδα ξεκινάει τη δεκαετία του 60, όταν η οικοδομική δραστηριότητα και το βιοτικό επίπεδο αυξάνονονται σημαντικά. Από τότε ο αριθμός των λατομείων συνεχώς αυξάνεται (Laskaridis 2004), με περίπου 300 να είναι πλέον ενεργά και περίπου εγκαταλειμένα, απασχολώντας περίπου εταιρίες που εμπλέκονται στην παραγωγή και επεξεργασία του μαρμάρου (Kaliampakos and Mavrikos 2006). Η Ελλάδα σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που διαθέτουν σηµαντικό ορυκτό πλούτο. Η μεγάλη ποικιλία, η ποιότητα και ποσότητα των ορυκτών και μεταλλευμάτων που απαντώνται στην ελληνική περιοχή, καθιστούν την εκμετάλλευση τους μια εξαιρετικά βιώσιμη και κερδοφόρα δραστηριότητα. Συγκεκριμένα για την εξόρυξη ασβεστόλιθου για την παραγωγή αδρανών και άλλων υλικών και τη μετέπειτα χρησιμοποίησή τους στην τσιμεντοβιομηχανία, θα πρέπει να αναφερθεί πως η χώρα μας κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις σημαντικότερες χώρες τσιμέντου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο τσιμέντου (Τζέφερης 2009). Επίσης αναφέρεται ότι η Ελλάδα, σε 4

8 παγκόσμια κλίμακα, είναι η μοναδική χώρα παραγωγής χουντίτη, πρώτη χώρα παραγωγής περλίτη, δεύτερη χώρα παραγωγής κίσσηρης (ελαφρόπετρας) και μπεντονίτη, καθώς και πρώτη στην εξαγωγή προϊόντων λευκόλιθου (μαγνησίτη) στην ΕΕ ( Αναμφισβήτητα λοιπόν, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου είναι μια σημαντική οικονομική πηγή τόσο για τη χώρα μας, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, που ικανοποιεί ζωτικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες με τη χρησιμοποίησή του σε χιλιάδες καθημερινά προϊόντα. Μεγαλύτερη ανάγκη όμως, αποτελεί η προστασία του περιβάλλοντος, δεδομένης της αναντικατάστατης διηνεκούς προσφοράς του σε προϊόντα και υπηρεσίες. Οι επεμβάσεις του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον θα πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό προς αυτό, δεδομένου ότι οι ανθρώπινες επεμβάσεις χρησιμοποιώντας πλέον βελτιωμένο τεχνολογικό εξοπλισμό εξελίσσονται με ταχύ ρυθμό, εν αντιθέσει με τις φυσικές διεργασίες που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του γεωλογικού γεωμορφολογικού περιβάλλοντος που είναι κατά κανόνα βραδείες, προκαλώντας έτσι θεαματική σε ένταση, έκταση και ρυθμό μεταβολή και συχνά καταστροφή του φυσικού τοπίου των πλούσιων σε ορυκτά και μεταλλεύματα περιοχών (Χιονίδου 2007). Ο συνεχώς εντεινόμενος οικοδομικός οργασμός συνέπεια της έντονης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και η συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη του πληθυσμού σε πρώτες ύλες, κάνει πλέον φανερό ότι το πρόβλημα της αλλοίωσης του τοπίου και της διατάραξης της ισορροπίας των οικοσυστημάτων δεν θα σταματήσει να προβάλει (Ισπικούδης 1981). Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες πλέον επηρεάζουν κάθε οικοσύστημα και σε πολλές περιπτώσεις κυριαρχούν σε αυτό (Vitousek et al. 1997). Τα προβλήματα της καταστροφής του τοπίου και των οικοσυστημάτων που προκύπτουν από την εξόρυξη ίσως να μη μπορούν να σταματήσουν αλλά μπορούν να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό εάν υπάρξει σωστός σχεδιασμός και επίβλεψη εκ μέρους της πολιτείας. Γι αυτόν το λόγο η εκμετάλλευση των ορυκτών σε μια χώρα πρέπει να αποφασιστεί ύστερα από μια συστηματική έρευνα των επικρατούντων οικονομικών παραγόντων και περιβαλλοντικών προβλημάτων, καθώς και μετά από το σχεδιασμό του κατάλληλου πλάνου αποκατάστασης (Ισπικούδης 1981). Με τον κατάλληλο χειρισμό της αποκατάστασης, οι «πληγές» που δημιουργούνται στο τοπίο προοδευτικά μειώνονται και σε πολλές περιπτώσεις η περιοχή δεν θυμίζει σε τίποτα το παρελθόν της. 5

9 Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να οριστούν οι μέθοδοι και οι διαδικασίες ανασυγκρότησης του ανενεργού λατομείου ασβεστόλιθου στη περιοχή του Χορτιάτη. Επιμέρους στόχοι της εργασίας είναι: 1. να γίνει ανάλυση των δεδομένων του τόπου (στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και πολιτισμικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία) και να καταγραφεί η γνώμη και οι απόψεις των πολιτών (ανάλυση της ζήτησης) έτσι ώστε να προκύψουν οι ανάγκες της περιοχής. 2. να γίνει ανάλυση και αξιολόγηση του τοπίου που θα μας παρέχει πληροφορίες για την οπτική κατάσταση, τα χαρακτηριστικά και την τρωτότητά του και θα μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε το μέγεθος της οπτικής όχλησης που προκαλεί το λατομείο στην ευρύτερη περιοχή, όπως επίσης και να καθορίσουμε το μελλοντικό οπτικό ποιοτικό στόχο διαχείρισης των στοιχείων που συνθέτουν το τοπίο αυτό. 3. Να οργανωθεί η χωροταξία δραστηριοτήτων σε ένα ανασυγκροτημένο τοπίο. 6

10 ΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 1. ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως προαναφέρθηκε, επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον προκαλώντας την υποβάθμισή του. Τα λατομεία τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των πόλεων, κατασκευή δρόμων κλπ. προκαλούν σοβαρές συνέπειες στα οικοσυστήματα, εξαφανίζοντας ή αλλοιώνοντας τη βλάστηση και αφήνοντας πίσω τους γυμνές σεληνιακές εκτάσεις που πολλές φορές δεν διαθέτουν ούτε το απαραίτητο επιφανειακό έδαφος (Martin et al. 2002). Οι κυριότερες επιπτώσεις (αναστρέψιμες ή μη) που προκαλούνται στο φυσικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος λειτουργίας μιας λατομικής εξορυκτικής δραστηριότητας, είναι : 1.1. Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις α. Μεταβολές στα φυσικά οικοσυστήματα και βιοποικιλότητα Κατά τις εργασίες εξόρυξης, το επιφανειακό έδαφος αναμειγνύεται με τα υπολείμματα της εξόρυξης (στείρα) δημιουργώντας σωρούς, τα οποία χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη υψηλών επιπέδων τοξικότητας, καθώς και από την έλλειψη θρεπτικών συστατικών και οργανικών υλικών. Έτσι η αυτοφυής βλάστηση που η ύπαρξη της συνδέεται άμεσα με την τοπογραφία της περιοχής, το κλίμα και τις εδαφικές συνθήκες που επικρατούσαν πριν από τη διαταραχή, είναι πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει ξανά, ενώ η φυσική αναγέννησή της καθυστερεί και πραγματοποιείται συνήθως μετά από μακροχρόνια περίοδο (Sort and Alcaniz 1996, Hatzistathis et al. 1997). Πέρα από τη βλάστηση που αποψιλώνεται στην περιοχή εξόρυξης παρατηρούνται σοβαρές ζημιές στη βλάστηση της γύρω περιοχής, όπου γίνεται η απόθεση των στείρων υλικών, λόγω της σκόνης, των υψηλότερων θερμοκρασιών και γενικότερα της ανθρώπινης δραστηριότητας (Hatzistathis et al. 1997). 7

11 Ο περιορισμός των πολλαπλών λειτουργιών που ασκεί το δάσος, το οποίο αποψιλώνεται (παραγωγή ξύλου και δευτερογενών καρπώσεων, αντιδιαβρωτική προστασία του εδάφους, ρύθμιση υδατικού δυναμικού, αναψυχή, προστασία και εμπλουτισμός ατμόσφαιρας και κλιματική ρύθμιση) (Μπρόφας 1987), διαταράσσει την οικολογική ισορροπία της περιοχής προκαλώντας αλυσιδωτές δυσμενείς επιπτώσεις στην πανίδα, καθ ότι καταστρέφονται και χάνονται θέσεις φωλιάσματος και τροφοληψίας για πολλά είδη, με αποτέλεσμα τη μείωση των ειδών της πανίδας (Μερτζάνης et al. 2004). O θόρυβος, η σκόνη, τα μηχανήματα και τα φορτηγά προκαλούν επίσης περαιτέρω προβλήματα στα ζώα και ιδιαίτερα στα μεγάλα θηλαστικά (Hatzistathis et al. 1997). Η καταστροφή και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη βιοποικιλότητα και ο πρωταρχικός λόγος για την εξαφάνιση των ειδών (IUCN 2008). H δημιουργία διαδοχικών κενών βλάστησης κατά τη διάρκεια των εργασιών εξόρυξης, η εναπόθεση των στείρων, καθώς επίσης και η δημιουργία δευτερογενών φυτικών συνενώσεων με μικρότερη ποικιλότητα ειδών, αποτελούν σημαντική απειλή για τους οικολογικά σπουδαίους βιοτόπους που περιλαμβάνουν σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εύθραυστα και δυσαναπλήρωτα (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995, Μερτζάνης et al. 2004). Σε κάποιες περιπτώσεις όμως λόγω της δημιουργίας κρασπεδικού βιότοπου (Edge effect) στο χώρο του λατομείου, αυξάνεται η ετερογένεια της βλάστησης που συνήθως συντελεί σε μία αύξηση της ποικιλίας και της πυκνότητας των ειδών. Επίσης υπό ορισμένες συνθήκες, μετά το τέλος των εξορυκτικών δραστηριοτήτων είναι δυνατόν να έχουν δημιουργηθεί νέες θέσεις φωλιάσματος στην περιοχή, όπως π.χ στα μέτωπα του λατομείου (Hatzistathis et al. 1997). β. Μεταβολές στη γεωμορφολογική δομή τοπογραφία της περιοχής Προκειμένου να εξορυχτούν οι απαραίτητες ποσότητες ορυκτών που προορίζονται για βιομηχανική επεξεργασία και εμπορική εκμετάλλευση, γίνεται ολοκληρωτική απόσπαση του επιφανειακού εδάφους και υπεδάφους στις εκτάσεις των λατομείων, που οδηγεί στην δημιουργία μεγάλων μετώπων εκσκαφής, έντονων εξάρσεων από την εναπόθεση των στείρων, καθώς και διάφορων άλλων κοιλοτήτων και λάκκων. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η αλλοίωση του αναγλύφου, η 8

12 δημιουργία ασταθών καταστάσεων διάβρωσης-απόθεσης εδάφους ή αλλαγών στη γεωλογική διάταξη των πετρωμάτων, καθώς και η απομάκρυνση, συμπίεση ή υπερκαλύψεις του επιφανειακού στρώματος του εδάφους και των γεωλογικών σχηματισμών (Μερτζάνης et al. 2004). γ. Επιδράσεις στο μικροκλίμα Η αλλαγή στην τοπογραφική διαμόρφωση της περιοχής, οδηγεί με τη σειρά της στη σημαντική αλλαγή του μικροκλίματος. Η έλλειψη δέντρων και θάμνων αυξάνει την ένταση του φωτός και την άμεση κατακρήμνιση και οδηγεί στη μείωση της εξατμισoδιαπvoής. Στη συνέχεια η έκθεση του εδάφους στην άμεση ηλιακή ακτινοβολία χωρίς την προστασία από τη βλάστηση και το επιφανειακό οργανικό υλικό, αυξάνει τις ακραίες τιμές των θερμοκρασιών του αέρα και του εδάφους, που επηρεάζουν αρνητικά οποιαδήποτε μορφή ζωής (Hatzistathis et al. 1997). δ. Μεταβολές στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα Μια άλλη σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον μετά από οποιαδήποτε μεταλλευτική δραστηριότητα, είναι η ριζική αλλαγή του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής, όπως επίσης η υποβάθμιση και η ρύπανση του υδάτων (Λουλούδης 1991). Η τοπογραφική αλλοίωση μιας περιοχής σε συνδυασμό με την απομάκρυνση της βλάστησης, οδηγεί στην διαφοροποίηση της πορείας κίνησης, της ποιότητας και ποσότητας των υδάτων, καθώς και στις αλλαγές του ρυθμού απορρόφησης των επιφανειακών υδάτων και των οδών αποστράγγισης (Μερτζάνης et al. 2004). Αποτέλεσμα αυτού είναι η αύξηση της ετήσιας επιφανειακής απορροής, αλλά και η αύξηση των πλημμυρικών και ελάχιστων υδάτων, που συντελούν στην εμφάνιση φαινομένων έντονης διάβρωσης και απόπλυσης του επιφανειακού εδάφους, κάνοντας τη μεταφορά των στερεών υλικών πολύ πιο έντονη στα μικρά ρέματα και στους ποταμούς (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Πέρα από τη διαταραχή του υδρολογικού κύκλου, η εξόρυξη οδηγεί επίσης στη ρύπανση των ποταμών και λιμνών, εξαιτίας της συγκέντρωσης στην επιφάνεια του φλοιού της γης τοξικών ή ραδιενεργών στοιχείων από τα βαθύτερα στρώματα αυτού, μεταβάλλοντας δραστικά το οικολογικό περιβάλλον για την υδρόβια ζωή, όπως επίσης και για τη χλωρίδα και πανίδα της περιοχής (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). 9

13 1.2. Οπτικές Επιπτώσεις α. Αισθητική αλλοίωση τοπίου Η τοπογραφική αλλοίωση της περιοχής εξόρυξης με την καταστροφή των φυσικών στοιχείων του τοπίου (βλάστηση, έδαφος, βραχώδεις σχηματισμοί), οδηγεί στη δημιουργία «σύνθετων» αντιθέσεων χρώματος, γραμμής, σχήματος και υφής που προκύπτουν από τους νέους ανθρωπογενείς οπτικούς χαρακτήρες που κυριαρχούν σε αυτό. Η μορφή των αλλαγών στο τοπίο εξαρτάται κάθε φορά από τη μέθοδο εξόρυξης, από το μέγεθος της περιοχής που καταλαμβάνει και από την ένταση της επέμβασης στο τοπίο (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Ένα ακόμα στοιχείο που επιβαρύνει επί πλέον την αισθητική του τοπίου μετά το πέρας των εργασιών εξόρυξης, είναι η πιθανή μετατροπή του σε χώρο απόρριψης απορριμμάτων. Η παρουσία κατεστραμμένων ηλεκτρικών συσκευών, ελαστικών αυτοκινήτων και σκουπιδιών, εντείνει την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζει η εκμετάλλευση. Εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα αποκατάστασης και δεν γίνει προσπάθεια θετικής αξιοποίησης των ιδιαίτερων φαινομένων και στοιχείων που παρουσιάζουν οι εξορυγμένες εκτάσεις, όπως είναι τα μέτωπα εκσκαφής που παρουσιάζουν εντυπωσιακή στρωματογραφία, οι ιδιόμορφοι βραχώδεις σχηματισμοί κλπ., η αλλοίωση του τοπίου θα είναι μακροχρόνια (Χιονίδου 2007) Κοινωνικές Επιπτώσεις α. Επιδράσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων των γειτονικών περιοχών Η εξορυκτική δραστηριότητα μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας στην τοπική κοινωνία. Οι ατμοσφαιρικοί ρύποι (σκόνη, αιωρούμενα σωματίδια), οι ηχητικοί ρύποι (θόρυβος από τα μηχανήματα εξόρυξης, απόθεσης και μεταφοράς), οι δονήσεις από τις εκρήξεις, όπως επίσης και τα στερεά και υγρά απόβλητα, που συνοδεύουν την εξορυκτική δραστηριότητα, μπορούν να αποτελέσουν σοβαρή ενόχληση, ακόμα και κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων (αναπνευστικά προβλήματα, ψυχικές διαταραχές, καρκίνος κτλ.), εάν δεv ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση αυτών των επιδράσεων (Hatzistathis et al. 1997). 10

14 Σε περιοχές όπου κυριαρχούν τεράστιοι σωροί στείρων υλικών προερχόμενοι από τις εξορυκτικές ενέργειες, οι κάτοικοι κινδυνεύουν επίσης από πιθανή κατολίσθηση των ασταθών αυτών εδαφών καθώς και των βράχων στα μέτωπα του λατομείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο θάνατος 144 ατόμων, από τα οποία 116 ήταν μαθητές ηλικίας 7 10 ετών στο σχολείο στο Aberfan της Ουαλίας το οποίο καλύφθηκε το 1966 από την κατολίσθηση στείρων υλικών σωρού λιγνιτωρυχείου (Bishop 1973). Επίσης πολλές είναι οι περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση χωραφιών, οικοπέδων αλλά και ολόκληρων οικισμών σε περιοχές με κοιτάσματα κάποιου ορυκτού, οι οποίες πρέπει να δεσμευτούν από τον οργανισμό εκτέλεσης του έργου εκμετάλλευσης. Αυτό συνεπάγεται είτε την οικονομική αποζημίωση των ιδιοκτητών είτε την ανταλλαγή με οικόπεδα σε άλλες, πιο απομακρυσμένες περιοχές από την αρχική με αποτέλεσμα την αναγκαστική μετατόπιση του πληθυσμού η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα (Χιονίδου 2007). β. Τοπικές οικονομίες Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι απασχολούνται άμεσα στα μεταλλεία και στα λατομεία περίπου εργαζόμενοι, ενώ έμμεσα απασχολούνται άλλοι εργαζόμενοι. Η μεγάλη λοιπόν διασπορά των εξορυκτικών κέντρων και των συναφών δραστηριοτήτων στην ελληνική επικράτεια, δημιουργεί σημαντικούς περιφερειακούς κοινωνικούς ιστούς, οικονομικούς πόλους έλξης και ανάπτυξης, με ευεργετικά αποτελέσματα για την ελληνική επαρχία ( Πρέπει σε αυτό το σημείο βεβαίως να τονιστεί το γεγονός ότι η χώρα μας, από τη μια πλευρά στηρίζει την οικονομική της πολιτική στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και στην ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ από την άλλη όλες οι μεταλλοφόρες θέσεις βρίσκονται σε περιοχές όπου υπάρχουν προϋποθέσεις τουριστικής ανάπτυξης. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι πρέπει να δοθεί περισσότερο βάρος στην αποκατάσταση και αξιοποίηση του διαταραγμένου τοπίου (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Οι εξορυκτικές εργασίες πέρα από την πιθανή διατάραξη των τουριστικών προορισμών, μπορεί να επηρεάσουν επίσης αρνητικά μερικές τοπικές οικονομίες, ειδικότερα γεωργικές και κτηνοτροφικές, από τις ακραίες αλλαγές των χρήσεων γης, 11

15 καθώς μεγάλες γόνιμες εκτάσεις γης αφαιρούνται πλέον από την παραγωγική διαδικασία. Έτσι προκαλούνται επίσης σημαντικές επιπτώσεις στον κοινωνικό τρόπο ζωής του πληθυσμού, όπου οι μέχρι πρότινος γεωργοί υποχρεώνονται να στραφούν σε νέους τρόπους βιοπορισμού, με αναμφίβολες ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις ( Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995, Χιονίδου 2007). Λαμβάνovτας υπόψη τα παραπάνω γίνεται φανερό πως κάθε φιλόδοξο σχέδιο εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της γης θα βρεθεί αναπόφευκτα αντιμέτωπο μ ένα πλήθος δυσκολιών και περιορισμών. Μέσα σ αυτούς, κυρίαρχη θέση παίρνουν σήμερα τα προβλήματα προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, όπως η δημόσια αποδοχή (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). 2. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Η μεταλλευτική εκμετάλλευση είναι μια δραστηριότητα, η οποία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο περιβάλλον. Η ανάγκη για μέριμνα και ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος ανάγκασε τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν πληθώρα θεμάτων και να θεσπίσουν νόμους και αποφάσεις, σε μια προσπάθεια να προλάβουν και να ανακόψουν την αλόγιστη δράση του σύγχρονου ανθρώπου (Χιονίδου 2007). Στην Ελλάδα το Σύνταγμα του 1975, αποτέλεσε για πρώτη φορά το νομοθετικό πλαίσιο που είχε διατάξεις, για την προστασία του περιβάλλοντος σε όλες του τις πτυχές. Εδώ η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων αποτελεί αντικείμενο ειδικής προστασίας. Το 1979 ψηφίστηκε ο Ν.998/1979 για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας. Ο Ν.998/1979, όρισε για τη μεταλλευτική εκμετάλλευση να ενεργείται υποχρεωτικά με τέτοιο τρόπο, που να μην καταστρέφει τη δασική βλάστηση, παρά μόνο στο απολύτως απαραίτητο μέτρο. Η εναπόθεση των στείρων να ενεργείται σε ειδικούς χώρους και κάθε ζημία που προκαλείται στο δάσος να αποκαθίσταται. Η επιχείρηση δε που έχει τη μεταλλευτική εκμετάλλευση, να προβαίνει περιοδικώς σε αποκατάσταση του τοπίου και της βλάστησης, με την εφαρμογή προγράμματος αναδάσωσης. Σε περίπτωση που η αναδάσωση είναι δυσχερής, η δασική υπηρεσία μπορεί να υποχρεώσει την επιχείρηση, να αναδασώσει άλλη έκταση, μέχρι και πενταπλάσια από εκείνη όπου 12

16 προξένησε ζημία, ή να αναδασώσει η ίδια την έκταση και να της επιβάλλει, να καταβάλλει στο Δημόσιο τη δαπάνη αναδάσωσης. Η επιχείρηση σε περίπτωση που αρνηθεί ή παραλείψει, να εκπληρώσει τα παραπάνω, υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη (ΦΕΚ 289/Α/1979 αρθ.57 παρ.4). Σκοπός του ολοκληρωμένου νομικού πλαισίου για το περιβάλλον όπως το ορίζει ο Ν.1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος», είναι η θέσπιση θεμελιωδών κανόνων και η καθιέρωση κριτηρίων και μηχανισμών για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Από το 1990 και μετά, η διείσδυση του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος συντέλεσε στην επιτάχυνση της δημιουργίας εθνικών ρυθμίσεων του περιβάλλοντος και στον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση του περιεχομένου τους. Ενσωματώθηκαν έτσι στο Ελληνικό δίκαιο πλήθος Κοινοτικών Οδηγιών και Κανονισμών που καταλαμβάνουν από άποψη αντικειμένου ένα μεγάλο αριθμό των γενικών και ειδικών θεμάτων προστασίας του περιβάλλοντος (Παζαράς 2008). Σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της χώρας μας υποχρέωση Μελέτης και εκτίμησης των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) υπάρχει για όλα τα έργα και δραστηριότητες, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, εκτός από όσα εξυπηρετούν σκοπούς εθνικής άμυνας. Στη μελέτη αυτή θα αναφέρονται αναλυτικά οι πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον από την πραγματοποίηση του έργου αλλά και προτάσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση τους (Βαβίζος και Μερτζάνης 2003). Όσον αφορά στην εξορυκτική δραστηριότητα και συγκεκριμένα την εξόρυξη του μαρμάρου ισχύει το νομοθετικό πλαίσιο του Ν.669/77 «Περί εκμεταλλεύσεως λατομείων», ενώ τα δομικά και αδρανή υλικά υπάγονται στο Ν.1428/84 «Εκμετάλλευση λατομείων αδρανών υλικών και άλλες διατάξεις» που τροποποιήθηκε από το Ν.2115/93. Στους παραπάνω νόμους απαγορεύεται η εξορυκτική δραστηριότητα αν από τη λειτουργία των λατομείων δημιουργούνται κίνδυνοι για την ασφάλεια της ζωής ή για την υγεία των εργαζομένων, των περιοίκων και των διερχομένων, βλάβες σε κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία ή ιστορικά μνημεία ή τουριστικές εγκαταστάσεις, καθώς και βλάβες σε έργα δημόσιας ωφέλειας, όπως επίσης και σοβαρές αλλοιώσεις του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα τα λατομεία θα πρέπει να βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον ενός (1) χιλιομέτρου έξω από κατοικημένες περιοχές, ενώ απαγορεύεται ο καθορισμός λατομικών περιοχών σε ακτίνα δύο (2) χιλιομέτρων από κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους ή 13

17 προστατευόμενες ζώνες, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (ΦΕΚ 15/Α/ αρθ.3 παρ. 4, αρθ.4 παρ.1 και αρθ. 10). Επίσης απαιτείται η Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων (ΕΠΟ) και επιβάλλεται η υποχρέωση της προστασίας του περιβάλλοντος και της αποκατάστασης μετά τη λήξη των εργασιών εξόρυξης (ΦΕΚ 43/Α/ ). Παρόλα αυτά όμως στην Ελλάδα, μολονότι τόσο η Ελληνική όσο και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε ότι αφορά στην αποκατάσταση των λατομείων μετά τη χρήση τους, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που τα λατομεία αφέθηκαν στην τύχη τους μετά την εκμετάλλευση του πετρώματος. 3. ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Μετά από κάθε ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον, υπάρχει ανάγκη να γίνει δραστική επαναφορά των οικοσυστημάτων (Suding et al. 2004). Η ανάγκη αποκατάστασης είναι ακόμα πιο έντονη σε περιοχές με ξηρό και ημίξηρο κλίμα όπου η φυσική διαδοχή είναι συνήθως απούσα ή πάρα πολύ αργή (Caravaca et al. 2003). Αν και με ενέργειες αποκατάστασης είναι δυνατόν να επαναφερθεί η μορφή και η λειτουργία του οικοσυστήματος (Aronson et al. 2005), η μετάλλευση και η λατόμευση θεωρούνται παρόλα αυτά ολέθριες δραστηριότητες (Sinha et al. 2000). Λατομεία που λειτούργησαν από λίγα έως πολλά χρόνια εγκαταλείπονται μόλις εξαντληθούν ή μόλις γίνεται ασύμφορη η λειτουργία τους. Με την αποκατάσταση εφαρμόζεται μια μεθοδολογία που σκοπό της έχει την επαναφορά των ενδιαιτημάτων και τη λειτουργία του οικοσυστήματος σε περιοχές υποβαθμισμένες από εξορυκτικές επιχειρήσεις (Cummings et al. 2005). Παρόλα αυτά η θεραπεία (αποκατάσταση) στις περιοχές αυτές μπορεί να αποδειχθεί χειρότερη από τον ιό (εξόρυξη), εάν το σχέδιο αποκατάστασης που θα εφαρμοστεί δεν μελετηθεί προσεκτικά και δεν συμπεριλαμβάνει όλους τους κοινωνικούς και οικολογικούς παράγοντες (Burley 2001). Ο όρος της οικολογικής αποκατάστασης πρωτοαναφέρθηκε το 1935 αλλά η έννοιά της καθορίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (Jordan et al. 1987), που οδήγησε σε πολυάριθμες μελέτες τα επόμενα χρόνια.με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στην επανεγκατάσταση της δομής, παραγωγικότητας και βιοποικιλότητας που υπήρχε αρχικά στην περιοχή (Lamb and Gilmour 2003). 14

18 Σύμφωνα με την Εταιρεία Οικολογικής Αποκατάστασης (SER 2004) είναι το σύνολο των ενεργειών που αποσκοπούν στην επιτάχυνση της διαδικασίας αποκατάστασης ενός οικοσυστήματος που έχει υποβαθμιστεί, αλλοιωθεί και καταστραφεί και που γίνονται με σεβασμό πάντα στην συνολική υγεία, ακεραιότητα και βιωσιμότητά του. Για την οικολογική αποκατάσταση έχουν ειπωθεί διάφοροι ορισμοί, που ως κοινό παρονομαστή έχουν την αναστροφή της διαταραχής του οικοσυστήματος που προκλήθηκε από την ανθρώπινη παρέμβαση. Ο όρος αποκατάσταση στην αγγλική βιβλιογραφία αναφέρεται ως: restoration, reclamation, rehabilitation κ.ά. Ως «Restoration» (αποκατάσταση) ορίζεται η διαδικασία μέσα από την οποία οι συνθήκες της περιοχής πριν τη διατάραξη, θα επανέλθουν πανομοιότυπα μετά τη διατάραξη (Hatzistathis et al. 1997). Είναι δηλαδή η διαδικασία επαναφοράς του οικοσυστήματος στην αρχική του κατάσταση (Jordan et al. 1988). Αυτή η ολοκληρωτική αποκατάσταση είναι σχεδόν αδύνατη, ιδιαίτερα σε λατομεία μαρμάρου και άλλων αδρανών υλικών, αφού κάποιες από τις συνθήκες αυτές έχουν μεταβληθεί ή οριστικά χαθεί (Hatzistathis et al. 1997). Η πλήρης αποκατάσταση κάποιων οικοσυστημάτων μπορεί να απαιτεί τόσο χρόνο που η πραγματοποίησή της να είναι είτε οικονομικά ασύμφορη, είτε τεχνικά αδύνατη (Hough et al. 1995). Μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση του όρου «αποκατάσταση» είναι: η προσπάθεια της επαναφοράς του διαταραγμένου οικοσυστήματος όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αρχική του κατάσταση. Το οικοσύστημα τότε θα περιέχει τα περισσότερα από τα αυτόχθονα είδη φυτών και ζώων και θα έχει επίσης τη δομή και παραγωγικότητα που προϋπήρχε (Lamb and Gilmour 2003). Για τον παραπάνω λόγο, λοιπόν, προτιμούνται οι όροι: «Reclamation» (αναβάθμιση), όπου συνεπάγεται ότι η περιοχή θα γίνει κατοικήσιμη από ζωντανούς οργανισμούς (φυτά και ζώα) στην ίδια σύνθεση και πυκνότητα όταν οι εργασίες της αναβάθμισης του τοπίου ολοκληρωθούν (Hatzistathis et al. 1997). Στην πραγματικότητα, αυτόχθονα είδη ίσως να μη χρησιμοποιούνται καθόλου. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχουν λίγα μέχρι και καθόλου οφέλη για τη βιοποικιλότητα, αλλά ίσως να υπάρχουν κοινωνικά, οικονομικά ή και λειτουργικά οφέλη όπως η βελτιωμένη προστασία της λεκάνης απορροής (Lamb and Gilmour 2003). 15

19 «Rehabilitation» (ανασυγκρότηση), που συνεπάγεται ότι οι χρήσεις γης της διαταραγμένης περιοχής θα μεταβληθούν σε χρήσεις διαφορετικές από αυτές πριν τη διατάραξη (Hatzistathis et al. 1997). Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να επανέλθει το οικοσύστημα στην αρχική του κατάσταση, είναι επειδή οι επιτακτικές ανάγκες της αγοράς, απαιτούν την παραγωγή συγκεκριμένων γεωργικών ή ξυλώδων ειδών, έτσι ώστε να δικαιολογηθεί η απόπειρα αποκατάστασης, είτε επειδή η περιοχή κατέστη ακατάλληλη για κάποια από τα αυτόχθονα είδη (Lamb and Gilmour 2003). Η ανασυγκρότηση του τοπίου υποδηλώνει ότι η επιλεγόμενη χρήση γης θα πρέπει να είναι και οικολογικά σταθερή, αλλά και θα έχει υψηλή αξία για την τοπική κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η απόδοση στο χώρο κάποιας νέας αισθητικά αποδεκτής μορφής και αποδοτικής χρήσης (Hatzistathis et al. 1997). Σύμφωνα με τον Simpson (1999) η ανασυγκρότηση μιας περιοχής στοχεύει σε κοινωνικά και οικονομικά οφέλη με την επαναχρησιμοποίηση των περιοχών για κοινωφελείς χρήσεις. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι στην πόλη Hagen της Γερμανίας το δημαρχείο έχει ανεγερθεί στη θέση ενός ανενεργού λατομείου (Steves 2008). Άλλα παραδείγματα ανασυγκρότησης είναι η δημιουργία βοτανικού κήπου, εμπορικών κέντρων, γηπέδων γκολφ ακόμη και βιομηχανικών πάρκων κλπ. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στην παρούσα εργασία, για λόγους ευκολίας, θα χρησιμοποιηθεί ο γενικός όρος «αποκατάσταση». Στις περισσότερες περιπτώσεις η αποκατάσταση ενός τοπίου που λαμβάνει χώρα μετά το πέρας των εργασιών εξόρυξης, μειώνει τις επιπτώσεις που επέφερε η εξόρυξη, αναπλάθει την τοπογραφία και το έδαφος και μετριάζει την αισθητική βλάβη στη διαταραγμένη περιοχή (Durkin et al ). Η ιδανική όμως μέθοδος μιας επιτυχημένης αποκατάστασης απαιτεί το σχεδιασμό της πριν από την έναρξη των εργασιών εξόρυξης, έτσι ώστε ο χώρος να αποκτά σταδιακά τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά για την μελλοντική χρήση που επιλέχτηκε (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Μια ανάλυση πριν από την εξόρυξη σ ένα μεταλλείο είναι ευεργετική, προκειμένου να γίνει σωστή χωροθέτηση και να ελαχιστοποιηθεί η συνολική επιφάνεια που θα καταλαμβάνει η εκμετάλλευση. Επίσης στην ανάλυση αυτή καθορίζεται ο τρόπος μίξης ή χωρισμού των διαφόρων υλικών μετά την εκμετάλλευση και κατά τη διαμόρφωση των σωρών. Έτσι με αυτόν τον τρόπο θα αφήνονται στην επιφάνεια των σωρών υλικά που δεν είναι τοξικά. Επιπλέον, όπου αυτό είναι δυνατό, κατά τη διάρκεια των εργασιών εξόρυξης το φυσικό επιφανειακό έδαφος τοποθετείται στην επιφάνεια των σωρών 16

20 εξασφαλίζοντας γενικότερα τις καλύτερες φυσικές ιδιότητές τους (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Η ενσωμάτωση της αποκατάστασης στο γενικότερο σχεδιασμό της εξόρυξης, απαιτεί τον αποκαταστάτη μελετητή να είναι παρών από τη σύνταξη της τεχνικής μελέτης εκμετάλλευσης και όχι να καλείται να προτείνει έργα αποκατάστασης αφού έχει τελειώσει η μελέτη αυτή. Έτσι αποφεύγεται η δημιουργία ακραίων συνθηκών ή φαινομένων, επιτυγχάνεται η ταχύτερη αποκατάσταση του χώρου και η σημαντική ελάττωση του κόστους της (Jeffrey et al. 1974). Γενικά όταν οι προσπάθειες για αποκατάσταση γίνονται με πιο λεπτομερειακό και προσεκτικό τρόπο, μετά από επισταμένη μελέτη, φέρουν συχνά καλύτερα αποτελέσματα και μεγαλύτερη οικονομία στο κόστος εφαρμογής (Todd and Struhsacker 1997). Η ταυτόχρονη αποκατάσταση ενός λατομείου με τις εργασίες εξόρυξης πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του Από τότε η λειτουργία των λατομείων είναι χωρισμένη σε στάδια, έτσι ώστε να ξεκινάει από έναν τομέα του λατομείου, ο οποίος πρέπει πρώτα να εξοφληθεί, για να συνεχιστούν οι εργασίες εξόρυξης στον επόμενο τομέα. Τη στιγμή που ξεκινούν οι εργασίες εξόρυξης στο νέο τομέα, ξεκινούν και οι εργασίες αποκατάστασης του εξοφλημένου τομέα (εικ. 1). Με τη μέθοδο αυτή μειώνεται η έκταση της γης που διαταράσσεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ταυτόχρονα μειώνεται το κόστος αποκατάστασης αφού ο μηχανικός εξοπλισμός παραμένει στο χώρο του λατομείου (Ισπικούδης 1981, Burley 2001). Δυστυχώς όμως σήμερα, τουλάχιστον στη χώρα μας, αυτό συμβαίνει ελάχιστες φορές και η αποκατάσταση είτε δεν γίνεται ποτέ είτε ξεκινάει μετά το τέλος των εξορυκτικών εργασιών και περιορίζεται σε κάποιες εργασίες φύτευσης. Συχνά χρησιμοποιείται η αναδάσωση είτε ως προσωρινή λύση για λατομεία για τα οποία δεν υπάρχει μόνιμο και προγραμματισμένο πλάνο αποκατάστασης, είτε βάσει νόμου (ΦΕΚ 289/Α/1979) συνδυάζεται στις δασικές εκτάσεις και με κάποια έργα κοινής ωφέλειας, όπως γήπεδα, θέατρα, έργα αναψυχής κ.ά. Στις μη δασικές εκτάσεις υπάρχει ελευθερία επιλογής μελλοντικής χρήσης, όπου μπορεί να επιλεγεί οποιαδήποτε μέθοδος αποκατάστασης. Ο σχεδιασμός της αποκατάστασης ενός λατομείου είναι περίπλοκος, διότι οι συνθήκες στις διάφορες θέσεις του λατομείου ποικίλουν και πρέπει να αναγνωρίζονται πλήρως. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν την καταστροφή του οικοσυστήματος απαιτείται ειδική πείρα που αποκτάται με εμπεριστατωμένη έρευνα των οικολογικών συνθηκών, την επιλογή κατάλληλων μεθόδων για την αποκατάσταση της βλάστησης, της οικολογικής ισορροπίας και της 17

21 Εικόνα 1. Η ταυτόχρονη με τις εργασίες εξόρυξης αποκατάσταση ενός λατομείου αποτελεί την ιδανικότερη μέθοδο αποκατάστασης (antigoldgreece.files.wordpress.com).

22 αισθητικής του τοπίου στο μέτρο του δυνατού. Είναι αυτονόητη και θεωρείται επομένως απαραίτητη η συμμετοχή διαφόρων ειδικών για την εκτέλεση αυτού του πολύπλοκου σχεδιασμού όπως π.χ. πολιτικών μηχανικών, μεταλλειολόγων, γεωλόγων, υδρολόγων, εδαφολόγων, δασολόγων, οικολόγων, αρχιτεκτόνων τοπίου κλπ. (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Για τη σωστή, λοιπόν, αποκατάσταση ενός λατομείου πέρα από την επιστημονική γνώση, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι αποφάσεις και συμφωνίες μεταξύ της πολιτείας, των υπεύθυνων εταιρειών για το έργο και των κατοίκων της περιοχής. Πολύ συχνά καταναλώνεται τεράστιος και πολύτιμος χρόνος μέχρι να ληφθεί η τελική απόφαση η οποία πολλές φορές δεν αποτελεί την ιδανική λύση για την περιοχή και τα χαρακτηριστικά της, αλλά υποκύπτει στις απαιτήσεις των χορηγών και όχι στις πραγματικές ανάγκες. Έργο της πολιτείας θα πρέπει να είναι η συγκρότηση του κατάλληλου υπεύθυνου φορέα που θα αναλάβει να προγραμματίσει το δύσκολο αυτό έργο, έτσι ώστε οι εκτάσεις αυτές να μπορέσουν να αναπτυχθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Ισπικούδης 1981). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποκατάσταση του τοπίου μιας μεταλλευτικής περιοχής διαρκεί από 3 έως 4 χρόνια και εξαρτάται από τη μέθοδο εξόρυξης που χρησιμοποιήθηκε, από το μητρικό υλικό, το κλίμα, την τοπογραφία και το έδαφος της περιοχής. Ο προγραμματισμός και οι συχνές γεωτεχνικές και τοπογραφικές μελέτες (όγκος στείρων υλικών, ύψος των μετώπων εκσκαφής, πλάτος βαθμίδων, κλίσεις πρανών κτλ.) είναι απαραίτητοι παράγοντες για το σχεδιασμό και τη μείωση των εξόδων για τη μελλοντική αποκατάσταση. Η διαδικασία της αποκατάστασης αποτελείται από στάδια κάθε ένα από τα οποία εξαρτάται από την επιτυχή έκβαση του προηγούμενου σταδίου (Lubke 1993). Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι οι εκμεταλλεύσεις εκτός από τη δημιουργία δυσμενών επιπτώσεων, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν και ωφέλιμα αποτελέσματα, όπως την αποκάλυψη γεωλογικών φαινομένων ή την ιστορική ανάδειξη ενός τόπου. Τα έργα βελτίωσης τοπίου με τον κατάλληλο σχεδιασμό μπορούν να βοηθήσουν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων και χρήσεων που δεν υπήρχαν πριν από αυτήν. Ανάλογα με τη φύση της εκμετάλλευσης και τις συνθήκες που δημιουργούνται, η αποκατάσταση μπορεί να εξυπηρετήσει παραγωγικούς σκοπούς, να έχει προστατευτικό χαρακτήρα και να διευκολύνει την αναψυχή ή ακόμη και να συμβάλλει στην εγκατάσταση της άγριας ζωής (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). 19

23 Τα χαρακτηριστικά λοιπόν της περιοχής και του λατομείου δημιουργούν μια πλειάδα επιλογών για μελλοντική χρήση. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η δημιουργία ανοιχτών θεάτρων, μουσείων, οικισμών, γεωργικών καλλιεργειών, χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων αλλά και γηπέδων, βοτανικών κήπων ακόμη και χώρων για πεζοπορία, ποδηλασία ή για εναλλακτικά αθλήματα όπως ορειβασία, αναρρίχηση πλαγιάς κλπ. Σημαντικό ρόλο παίζει και η ύπαρξη νερού προσφέροντας την επιλογή κατασκευής κολυμβητηρίων, τεχνητών λιμνών, υγρότοπων και δραστηριοτήτων αναψυχής με βάση το νερό. Τα κριτήρια με τα οποία θα αποφασιστεί ο σχεδιασμός της αποκατάστασης αναφαίνονται από την ανάλυση των δεδομένων, των δυνατοτήτων και των περιορισμών που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του τοπίου και του περιβάλλοντος. Η εκτίμηση αυτών των μελλοντικών λύσεων σε μία περιοχή μπορεί να γίνει με (Ισπικούδης 2001): 1) Ανάλυση της περιοχής για να προσδιοριστεί κατά πόσο είναι μηχανικά ή περιβαλλοντικά κατορθωτή η αποκατάσταση. 2) Ανάλυση του «κόστος/κέρδος» για να προσδιοριστούν το κέρδος από την επένδυση των κεφαλαίων και οι κοινωνικές, οι περιβαλλοντικές και οι οικονομικές συνέπειες που θα έχει η αποκατάσταση. 3) Δημιουργική εφαρμογή των αρχών της αρχιτεκτονικής του τοπίου για να επιτευχθεί ο βαθμός αποδοτικότητας με τον οποίο θα μεγιστοποιηθούν τα οφέλη και θα ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις με το περιβάλλον. 4) Δημόσιες συναντήσεις, όπου θα ζητηθεί και η γνώμη των πολιτών (ή τουλάχιστον ομάδων συλλόγων που έχουν ιδιαίτερες ευαισθησίες και αντικρουόμενα ενδιαφέροντα π.χ. φυσιολάτρες κυνηγοί). Με την ανάπτυξη σε βάθος αυτών των πληροφοριών ο ειδικός μελετητής για την αποκατάσταση μπορεί να σχεδιάσει τις δυνατές διαμορφώσεις του τοπίου και να συμβιβάσει τις διάφορες πραγματοποιήσιμες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ανθρώπων, ενώ ο μηχανικός θα βρίσκεται σε θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες σε μηχανικό εξοπλισμό και εφόδια, καθώς και τη χωροταξική και χρονική διευθέτηση των εργασιών αποκατάστασης έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος αυτής (Ισπικούδης 2001). 20

24 Σε κάθε περίπτωση πάντως σκοπός της αποκατάστασης πρέπει να είναι η αποκατάσταση του περιβάλλοντος ώστε να είναι λειτουργικό σε ότι αφορά στο έδαφος, τους φυτικούς οργανισμούς και την αισθητική του τοπίου. 4. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΕΙΡΩΝ ΥΛΙΚΩΝ Τα στείρα υλικά (μπάζα) της εξόρυξης είναι το υλικό που εξορύσσεται μαζί με το μετάλλευμα, αλλά δεν είναι αξιοποιήσιμο, διότι δεν περιέχει ορυκτά με οικονομικό ενδιαφέρον. Οι σωροί των στείρων υλικών, κατά κανόνα αποτελούνται από έδαφος αναμειγμένο με θραύσματα και μεγάλα κομμάτια βράχων του υποκείμενου πετρώματος και πλέον η μάζα που δημιουργείται δεν θεωρείται πια έδαφος, αλλά είναι ένα σύνολο από αδρανή υλικά. Τα υλικά αυτά συνήθως αποτελούν το βασικό όγκο ρύπων στο χώρο του λατομείου. Χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια, ως προς τη μηχανική και χημική τους σύσταση και επιπλέον παρουσιάζουν παντελή έλλειψη οργανικής ουσίας και βιολογικής δραστηριότητας (Χατζηστάθης κ.ά. 2003) Φυσικές ιδιότητες στείρων Οι φυσικές ιδιότητες των σωρών, όπως η μηχανική σύσταση, η δομή, το ειδικό βάρος, η κλίση των πρανών, το χρώμα, η έκθεση, η διαβρωσιμότητα και η σταθερότητα του εδάφους μπορεί να επηρεάσουν την εκλογή, την εγκατάσταση και την αύξηση των φυτών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Συγκεκριμένα η μηχανική σύσταση των υλικών των αποθέσεων ποικίλει και περιλαμβάνει υλικά όλων των διαστάσεων, από ογκόλιθους μέχρι συστατικά στο μέγεθος ιλύος και αργίλου. Εδάφη μεταλλείων αποτελούμενα από χονδρόκοκκα υλικά ή λίθους, ξηραίνονται γρήγορα λόγω μικρής ικανότητας υδατοσυγκράτησης, και κυρίως στην επιφάνειά τους, όπου η υγρασία είναι αποφασιστικής σημασίας για τη φύτρωση των σπόρων (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Επίσης λόγω της συνήθως μικρής περιεκτικότητας σε λεπτόκοκκο υλικό των αποθέσεων, πέρα από τη μειωμένη ικανότητα συγκράτησης νερού, παρατηρείται επίσης και μικρή δύναμη συγκράτησης θρεπτικών συστατικών (Γεωργιάδης 2004). Έτσι περιορίζεται ή και απαγορεύεται όπως είναι επόμενο η φυσική ή τεχνητή εγκατάσταση της βλάστησης. 21

25 Όσον αφορά τις υδατικές συνθήκες στην επιφάνεια των στείρων, διαπιστώθηκε από τους Carey et al. (2005), πως χωρίς την ύπαρξη βλάστηση η απώλεια υγρασίας μέσω της εξάτμισης ήταν πολύ μεγάλη. Έτσι κατά τον Packer (1974) η υγρασία θεωρείται ο περιοριστικός παράγοντας για την αποκατάσταση των διαταραγμένων επιφανειών. Η επανεγκατάσταση της βλάστησης σε λατομικούς χώρους έδειξε ότι αυξάνει τη διήθηση, μειώνει την απορροή και βελτιώνεται την ικανότητα υδατοσυγκράτησης (Loch 2000). Η χρησιμοποίηση οργανικής ουσίας και προϊόντων εδαφοκάλυψης (mulches) βοηθάει επίσης στη βελτίωση των υδατικών σταθερών, ενώ η χρήση βαθύρριζων ειδών βοηθάει στην έμμεση παράκαμψη της ελλειμματικής υγρασίας του εδάφους. Επίσης για τη βελτίωση της υδατοσυγκράτησης, χρησιμοποιούνται και τα πολυμερή συνθετικά προϊόντα, γνωστά ως υδροζελατίνες ή υπεραπορροφητικά, επειδή απορροφούν νερό σε πολλαπλάσιες του όγκου τους ποσότητες. Τα προϊόντα αυτά δεδομένου του ότι είναι χημικά αδρανή, βελτιώνουν κάποιες φυσικές ιδιότητες των εδαφών, χωρίς να επηρεάζουν τις χημικές τους ιδιότητες, όπως την αύξηση της υδατοσυγκράτησης, τη μείωση του συντελεστή εξάτμισης, την ανασταλτική δράση στη δημιουργία επιφανειακής κρούστας και ρωγμών στο έδαφος. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται κατά πολύ το κόστος για το πότισμα των φυτών και ειδικά όταν το νερό πρέπει να μεταφερθεί σε μακρινές αποστάσεις (Μπρόφας κ.ά. 2000). Τα εξαντλημένα λατομεία που εγκαταλείπονται, γίνονται επίσης ιδιαίτερα ευάλωτα στη διάβρωση, στην κατάρρευση και στην πτώση βράχων (Wong 2009). Η διάβρωση διατηρεί σε αστάθεια την κεκλιμένη επιφάνεια, γεγονός που δυσκολεύει την αγκύρωση των σπόρων της φυσικής βλάστησης, όπως επίσης την εγκατάσταση της βλάστησης και την επιβίωση των φυταρίων. Πολλές φορές απογυμνώνει τις ρίζες ή παρασύρει ολόκληρα τα φυτά που εγκαταστάθηκαν με φυσικό ή τεχνητό τρόπο (Χιονίδου 2007). Ιδιαίτερα δύσκολη είναι η εγκατάσταση βλάστησης στα χαμηλότερα μέρη των πρανών, όπου η διάβρωση είναι εντονότερη και συγκεντρώνεται μεγάλος όγκος χονδρόκοκκων υλικών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Η πιθανότητα ενός τόπου για να διαβρωθεί καθορίζεται από: α) το έδαφος και γεωλογικό υπόθεμα, β) τη βλάστηση, γ) το κλίμα και δ) το ανάγλυφο. Εδάφη με κακή δομή περιορίζουν τη διήθηση και απορρόφηση του νερού και κατά συνέπεια αυξάνουν την επιφανειακή απορροή και τη διάβρωση (Παπαμίχος 1996). Βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την ένταση της διάβρωσης είναι η συχνότητα, η ένταση και η διάρκεια των βροχοπτώσεων. Οι επιδράσεις του νερού των κατακρημνισμάτων 22

26 στην ευστάθεια των πρανών είναι τόσο μηχανικές όσο και χημικές. Το νερό επιδρά χημικά με τη διάλυση επιδεκτικών πετρωμάτων, όπως τα ανθρακικά (π.χ ασβεστόλιθος), συντελώντας στη χημική αποσάθρωσή τους και στη μείωση της ευστάθειας των πρανών. Η εναλλαγή των θερμοκρασιών μπορεί επίσης να καθορίσει περιόδους έντονης διάβρωσης, όπως για παράδειγμα η ταχεία τήξη του χιονιού και των πάγων που μπορεί να οδηγήσει σε αποκόλληση συσσωματωμάτων εδάφους και έκσυρση των φυταρίων (Τσότσος 1991, Παπαμίχος 1996). Τέλος, η δυνατότητα διάβρωσης επηρεάζεται αισθητά από τα γεωμορφολογικά στοιχεία. Μεγάλες και απότομες πλαγιές αυξάνουν την ένταση της έκπλυσης και διάβρωσής τους, λόγω της αυξημένης ταχύτητας της επιφανειακής απορροής καθώς το μήκος της κλίσης αυξάνει (Παπαμίχος 1996). Κάποια από τα μέτρα προστασίας για την αντιμετώπιση της διάβρωσης είναι η άμεση κάλυψη των εδαφών με βλάστηση, που αποτελεί την πιο πρακτική και σχετικά ανέξοδη λύση σε βάθος χρόνου, διότι θα χρειάζεται πολύ λιγότερη συντήρηση σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο μηχανικό τρόπο συγκράτησης του εδάφους (Morgan 2005). Υπάρχουν περιπτώσεις όμως, όπως συμβαίνει σε πρανή λατομείων και δρόμων, που πέρα από την εγκατάσταση της βλάστησης είναι απαραίτητο να ληφθούν και άλλα μέτρα για να περιοριστεί η διάβρωση. Τέτοια είναι η κατασκευή τεχνικών έργων, η χρησιμοποίηση προστατευτικών υλικών (mulches) ή σταθεροποιητικών του εδάφους (συγκολλητικές ουσίες) ή γεωϋφασμάτων και κλαδοπλεγμάτων (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989), όπως επίσης και άλλων μεθόδων της φυτομηχανικής που θα αναλυθούν σε επόμενο κεφάλαιο (κεφ Διαμόρφωση και Ανάπλαση) Χημικές και βιολογικές ιδιότητες στείρων Σε περιοχές όπου απομακρύνεται το επιφανειακό στρώμα του εδάφους ή παραχώνεται αλόγιστα κατά την εξόρυξη του μεταλλεύματος, προκαλείται έλλειψη των τριών βασικών θρεπτικών στοιχείων (άζωτο, φώσφορος, κάλιο) για την ανάπτυξη των φυτών (Bradsahw and Chadwick 1980, Sheoran et al. 2010). Συγκεκριμένα η λίπανση με άζωτο στις περιπτώσεις αυτές, διευκολύνει πάντα την εγκατάσταση βλάστησης και θα πρέπει να επαναλαμβάνεται για αρκετά χρόνια μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμη βλάστηση και να υπάρξει επάρκεια αζώτου στο έδαφος 23

27 (Ντάφης 1986). Η πλειονότητα του αζώτου προέρχεται από την ανοργανοποίηση της οργανικής ουσίας, καθώς και από τη δέσμευση του ατμοσφαιρικού αζώτου με τη βοήθεια της μυκόρριζας, αλλά κυρίως με τα βακτήρια του Rhizobium που συμβιούν στις ρίζες των φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψυχανθών (Leguminaceae). Η δράση όμως των παραπάνω μικροοργανισμών μειώνεται με το βάθος του εδάφους και καθώς το επιφανειακό έδαφος συνεχίζει να εναποτίθεται σε σωρούς και να διαταράσσονται οι εδαφικοί ορίζοντες κατά τη διάρκεια της εξόρυξης (Harris et al. 1989, Diaz and Honrubia 1994, Gould et al. 1996). Έτσι λοιπόν για την επιτυχία της αποκατάστασης, κρίνεται απαραίτητη η εγκατάσταση και συντήρηση ψυχανθών φυτών. Επειδή όμως τα περισσότερα εδάφη λατομείων δεν περιέχουν αυτόχθονους πληθυσμούς του βακτηρίου Rhizobium για την δέσμευση του ατμοσφαιρικού αζώτου, θα πρέπει να φροντίσουμε να εμβολιάσουμε τους σπόρους των ψυχανθών με το βακτήριο αυτό (Sheoran et al. 2010). Από την άλλη, η κάλυψη των γυμνών επιφανειών, με έδαφος από την ευρύτερη περιοχή αποδείχτηκε ένας πολύ αποτελεσματικός εναλλακτικός τρόπος εμβολιασμού των νέων επιφανειών με μυκόρριζες (Mehrotra 1998). Επίσης ο συνδυασμός του εμβολιασμού με την προσθήκη οργανικής ουσίας μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ενισχύσει το ποσοστό επιτυχίας (Lunt and Hedger 2003). Για να εφοδιάσουμε το έδαφος με τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία, προκειμένου στα φυτά να μην παρουσιαστεί περιορισμός στην ανάπτυξή τους, κρίνεται απαραίτητη λοιπόν η προσθήκη λιπασμάτων. Ο τύπος και ο ρυθμός εφαρμογής των λιπασμάτων, εξαρτώνται από την περιοχή, τον τύπο του εδάφους και τη χρήση για την οποία θα προοριστεί η περιοχή μετά την αποκατάσταση (Kenny and Bremner 1966). Θα πρέπει επίσης η προετοιμασία και η εφαρμογή του λιπάσματος να γίνεται με μεγάλη προσοχή, διότι οι ρίζες των φυταρίων μπορεί να καταστραφούν εάν το λίπασμα προστεθεί πολύ κοντά στο φυτό (Ghose 2005). Η ωφελιμότητα όμως ορισμένων θρεπτικών συστατικών του εδάφους περιορίζεται στις ακραίες συνθήκες οξύτητας εδάφους (πολύ όξινα ή αλκαλικά) (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Η περιοχή του ph του εδάφους που εξασφαλίζει τις καλύτερες συνθήκες διαλυτότητας και δυνατότητας πρόσληψης των περισσότερων θρεπτικών στοιχείων είναι αυτή μεταξύ 5,0 και 7,5 (Παπαμίχος 1996). Καθώς το ph ενός λατομείου μπορεί να αλλάξει ραγδαία λόγω της αποσάθρωσης και οξείδωσης των θραυσμάτων του πετρώματος, παρατηρούνται συνήθως πολύ χαμηλές τιμές του ph σε εδάφη ανθρακωρυχείων, ενώ σε λατομεία ασβεστόλιθου και 24

28 μαρμάρου (ανθρακικά πετρώματα) οι τιμές του ph κυμαίνονται από 7,4 έως 8,4 (Μπρόφας 1989). Στην προσπάθεια αύξησης της γονιμότητας του εδάφους έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο οργανικά όσο και χημικά (ανόργανα) λιπάσματα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βασική διαφορά μεταξύ των παραπάνω λιπασμάτων φαίνεται να είναι η διάρκεια δράσης τους. Τα χημικά λιπάσματα έχουν προφανώς τη δυνατότερη δράση, αλλά χωρίς επαναληπτικές εφαρμογές η επίδρασή τους είναι βραχυπρόθεσμη, καθώς είναι γρήγορη η έκπλυσή τους από το έδαφος (Gardiner 1993, Wilden et al. 2001). Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί πως η προσθήκη μέτριων ποσοτήτων λιπασμάτων υποστηρίζει τα υψηλότερα επίπεδα ποικιλομορφίας, κάλυψης και βιομάζας, ενώ τα υψηλά επίπεδα εφαρμογής ωφελούν τα ξενικά είδη εις βάρος των επιθυμητών αυτοφυών (Smith et al. 1986, O Dell and Claassen 2006). Εφαρμογή οργανικού λιπάσματος Η οργανική ουσία είναι η βασικότερη πηγή θρεπτικών συστατικών του εδάφους (Donahue et al. 1990). Τα προβλήματα της δομής και της διαβρωσιμότητας του εδάφους, του βάθους και της γονιμότητάς του, όπως επίσης και της διήθησης και υδατοσυγκράτησης μπορούν όλα να ελαττωθούν με την προσθήκη οργανικής ύλης στο έδαφος (Reid and Neath 2005). Η οργανική ουσία προστατεύει τα εδάφη από την έκπλυση και την απώλεια των θρεπτικών στοιχείων καθώς αποδεσμεύονται με βραδύ ρυθμό κατά την πορεία αποσύνθεσής της. Επιπλέον αυξάνει τη δράση των μικροοργανισμών του εδάφους και ευνοεί το σχηματισμό μυκόρριζας, ενώ μειώνει την πλαστικότητα και συνεκτικότητα των αργιλικών εδαφών βελτιώνοντας το πορώδες τους και αποτρέποντας τη δημιουργία επιφανειακής κρούστας. Στα αμμώδη εδάφη η οργανική ουσία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της υγρασίας και των θρεπτικών στοιχείων καθώς αυξάνει την συνεκτικότητά τους με τη δημιουργία σταθερών συσσωματωμάτων των εδαφικών κόκκων. Στις διαταραγμένες όμως από την εξόρυξη περιοχές η ποσότητα της οργανικής ύλης, τόσο στις επιφάνειες των στείρων υλικών, όσο και στις βαθμίδες είναι μηδαμινή (Ντάφης 1986, Καραγιάννη 2009). Η λυματολάσπη ή αλλιώς ιλύς βιολογικού καθαρισμού (sewage sludge), έχει αποδειχτεί από πολλές μελέτες να είναι ένα αποδοτικό εδαφοβελτιωτικό σε εδάφη λατομείων, έχοντας ευεργετική δράση στην ανάπτυξη των φυτών (McNearny 1998, 25

29 Thorne et al. 1998, Brofas et al. 2000, Felix et al. 2008). Η λυματολάσπη που παράγεται από τις μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων έχει μεγάλη υγρασία (75-85%), μικρή συνοχή και χαρακτηρίζεται από δυσάρεστη οσμή. Περιέχει οργανικές ουσίες, θρεπτικά συστατικά (Ν, Ρ και Κ), βαρέα μέταλλα (κατά περιοχές) και παθογόνους μικροοργανισμούς. Η διαχείρισή της περιλαμβάνει τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και διάθεση αυτής με στόχο την ελάττωση του όγκου, την αποδόμηση των οργανικών ουσιών, τη μείωση των παθογόνων μικροοργανισμών και την προστασία του γεωπεριβάλλοντος Η κομποστοποίηση της λυματολάσπης και η ανάμειξή της με αδρανή υλικά, φύλλα, κλαδιά δένδρων, πριονίδια κ.ά. παράγει ένα εδαφοβελτιωτικό μίγμα που μπορεί να διατεθεί ως υλικό αποκατάστασης χωματερών, λατομείων ή ορυχείων, σε πρανή δρόμων ή ως εδαφοβελτιωτικό για κήπους, πάρκα κ.λπ. ( Άλλοι αποτελεσματικοί χειρισμοί για την λίπανση του εδάφους σε περιοχές με ημίξηρο κλίμα είναι ο εμβολιασμός με μυκόρριζες, η κομποστοποιημένη οργανική ύλη, η λάσπη απομελανωμένου χαρτιού, τα θρύμματα ξύλου, το άχυρο και ο φλοιός των δέντρων κλπ. (Schoenholtz et al. 1992, Fierro et al. 1999, Barbera et al. 2005). 5. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Μετά από την υποβάθμιση ενός τόπου λόγω της εξορυκτικής δραστηριότητας, η περιοχή μπορεί είτε να αφεθεί ώστε να αναγεννηθεί από μόνη της (φυσική αναγέννηση), είτε να αποκατασταθεί με τη δική μας παρέμβαση (τεχνητή αποκατάσταση). Ποια από τις δύο προσεγγίσεις θα ακολουθηθεί καθορίζεται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος στη περιοχή μελέτη, το επίπεδο της υποβάθμισης και από τους στόχους της αποκατάστασης. Ο βαθμός επιτυχίας των παραπάνω μεθόδων αποκατάστασης εξαρτάται από το περιβάλλον κάθε θέσης, ενώ η προσεκτική κατανόηση των τοπικών συνθηκών απαιτείται πριν την εφαρμογή οποιασδήποτε μεθόδου αποκατάστασης (Hobbs and Norton 1996) Φυσική διαδοχή - Αναγέννηση Στο φυσικό περιβάλλον, μετά από μια διαταραχή η οποία έχει καταστρέψει τη βλάστηση, το οικοσύστημα εξελίσσεται ακολουθώντας τους μηχανισμούς της 26

30 οικολογικής διαδοχής (Connell and Slatyer 1977). Η οικολογική διαδοχή είναι μια δυναμική διαδικασία, η οποία εμπλέκει την εναλλαγή διαφόρων φυτικών ειδών σε σχέση με το χρόνο, καθώς το οικοσύστημα ωριμάζει προς την κατάσταση ισορροπίας (σταθερή κατάσταση). Όταν το περιβάλλον είναι τελείως καινούριο και το υπόστρωμα δεν έχει υποστηρίξει ποτέ βλάστηση στο παρελθόν, τότε μιλάμε για πρωτογενή διαδοχή. Όταν η διατάραξη καταστρέφει μόνο μέρος του οικοσυστήματος, τότε η διαδοχή ονομάζεται δευτερογενής, επειδή το περιβάλλον περιέχει ήδη ζωντανούς οργανισμούς, όπως π.χ τους σπόρους που βρίσκονται στο έδαφος και τα ριζώματα που θα φυτρώσουν ή θα αναγεννηθούν μετά τη διαταραχή (π.χ μετά από πυρκαγιές) (Keeley et al. 1981). Σε υποστρώματα που έχουν παραχθεί από λατομική ή μεταλλευτική δραστηριότητα έχει παρατηρηθεί η περίπτωση της «ανθρωπογενούς πρωτογενούς οικολογικής διαδοχής», όπου λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων έρχεται στην επιφάνεια έδαφος που προέρχεται από κατώτερα στρώματα και δεν έχει υποστηρίξει βλάστηση ποτέ στο παρελθόν (Παπανικολάου 2010). Γενικότερα η ταχύτητα επαναβλάστησης στη δευτερογενή διαδοχή είναι μεγαλύτερη απ ότι στην πρωτογενή. Στην πρωτογενή διαδοχή ο χρόνος που απαιτείται είναι πολύ μεγάλος λόγω της έλλειψης εδάφους, όπως συμβαίνει π.χ. στα λατομεία που καταλήγουν με βαθμίδες και πρανή, που αποτελούνται από γυμνό βράχο. Ο ρυθμός εδαφογένεσης σε αυτές τις περιπτώσεις εξαρτάται από τον τύπο του μητρικού πετρώματος ή του υποστρώματος. Αν η υποβάθμιση του οικοσυστήματος δεν έχει προχωρήσει πολύ και πάψουν να ενεργούν οι ανασταλτικοί παράγοντες (βόσκηση, φωτιά κτλ.) όπως και κάθε ανθρώπινη διαταραχή, είναι πολύ πιθανό το οικοσύστημα, λόγω της δυναμικής που διαθέτει, να επανέλθει από μόνο του στην αρχική του κατάσταση ή να εξελιχθεί προς μια κατάσταση ισορροπίας με τις κλιματικές, εδαφολογικές και γενικότερα οικολογικές συνθήκες της περιοχής (φυτοκοινωνία ή φυτοκοινότητα «κλίμαξ») (Aronson et al. 1993). Μελετώντας λοιπόν την ικανότητα της φύσης να γιατρεύεται, οι οεπιστήμονες ανακαλύπτουν συνεχώς νέες μεθόδους αποκατάστασης, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις γεωλογικές και βιολογικές διαδικασίες. Οι Thompson and McKinney (2006) μελετώντας τη φυσική διαδοχή σε ένα εγκαταλειμμένο λατομείο ασβεστόλιθου διαπίστωσαν μια ποικιλία διαφορετικών ειδών στα οποία συμπεριλάμβανονταν και δύο σπάνια είδη, ενώ ταυτόχρονα παρατήρησαν αφθονία ειδών εισβολέων. Οι Novak and Prach (2003) 27

31 παρακολούθησαν τη διαδοχή σε διαταραγμένα λατομεία και κατέγραψαν επίσης μερικά σπάνια είδη, επισημαίνοντας πως χρειάστηκαν περίπου 20 χρόνια για να δημιουργηθεί μια ημι-φυσική φυτοκοινότητα στην περιοχή μελέτης τους. Σύμφωνα με τους παραπάνω συγγραφείς, η απόσταση από το φυσικό ενδιαίτημα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που επηρέασε την ικανότητα και τον βαθμό αποίκισης των ειδών. Σε μελέτη του Burke (2007) διαπιστώθηκε επίσης πως η ποικιλότητα των ειδών στις αναδασωμένες περιοχές ήταν συγκρίσιμη με τις περιοχές αναφοράς μετά από περίπου 30 χρόνια και θεωρήθηκε πως ο περιοριστικός παράγοντας ήταν η μικρή διαθεσιμότητα σπόρων. Σε μελέτη των Sieg et al. (1983) φάνηκε πως οι λόγοι που περιορίζουν τη φυσική διαδοχή είναι η συμπίεση του εδάφους, το ph και η αλατότητα, ενώ οι Duan et al. (2008) σε μελέτη τους κατέληξαν πως η εδαφική οργανική ύλη, η δομή του εδάφους και η υγρασία του ήταν οι πιο καθοριστικοί παράγοντες. Κατά τους Yuan et al. (2006) οι σημαντικότεροι παράγοντες που ελέγχουν τη διαδοχή είναι το βάθος του εδάφους και το περιεχόμενο σ αυτό άζωτο,φώσφορο και οργανική ύλη. Η βελτίωση όμως της δομής και της γονιμότητας του εδάφους επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη της βλάστησης (Baig 1992). Σύμφωνα με τους Rowe et al. (2006) η προσθήκη επιφανειακού εδάφους και η λίπανση αποδείχτηκαν επιτυχείς μέθοδοι για την επανεγκατάσταση της βλάστησης σε μια λατομική περιοχή αν και οι φυτοκοινωνίες που προέκυψαν ήταν διαφορετικές από τις περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από την εξόρυξη. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν επίσης καθοριστικά την πορεία και τη χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η διαδοχή, γι αυτό και σε υποβαθμισμένες σε προχωρημένο στάδιο και για μεγάλο χρονικό διάστημα περιοχές όπου κυριαρχούν αντίξοες κλιματικές συνθήκες, η φυσική αναγέννηση μπορεί να καθυστερήσει πάρα πολύ ή ακόμη και να μη συμβεί ποτέ. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων από την φυσική εγκατάσταση της βλάστησης και την τεχνητή εγκατάσταση απέφερε ποικίλα αποτελέσματα. Ο Wali (1999) διαπίστωσε πως είτε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η αφθονία και ποικιλομορφία των ειδών ακόμη και μετά από 45 χρόνια διέφερε αρκετά από τις περιοχές αναφοράς. Οι Khater and Martin (2007) από στοιχεία που συλλέχτηκαν στο Λίβανο, επισήμαναν πως η φυσική αναγέννηση σε τέτοιες περιοχές γίνεται με πάρα πολύ αργό ρυθμό και μπορεί να διαρκέσει από χρόνια σε λατομεία σκληρού ασβεστόλιθου. Τέλος, οι Hodačová and Prach (2003) που σύγκριναν τις παραπάνω περιπτώσεις, διαπίστωσαν 28

32 μεγαλύτερη συσσώρευση βιομάζας σε φυτεμένες περιοχές, αλλά μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε φυσικώς αποικούμενες περιοχές. Η φυσική διαδοχή, λοιπόν, πλεονεκτεί έναντι της τεχνητής αποκατάσταση για τους παρακάτω λόγους: 1) Θεωρείται πως τα φυτά που θα αποικήσουν την περιοχή είναι καλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες και επομένως δεν απαιτείται παραπάνω φροντίδα, 2) Η περιβαλλοντική αξία των περιοχών που αποικίζονται φυσικά, είναι συνήθως μεγαλύτερη από αυτή των τεχνητά αποκαταστημένων περιοχών, 3) Παρέχουν καταφύγιο στην άγρια πανίδα της περιοχής, 4) Είναι οικονομικότερη κ.ά. Μειονέκτημα της φυσικής διαδοχής θεωρείται το γεγονός ότι εξελίσσεται με πολύ αργές διαδικασίες, καθώς και το γεγονός ότι υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα ελέγχου της αρχικής πυκνότητας του χώρου και του χρόνου αποκατάστασης (Whisenant 1999) Τεχνητή οικολογική αποκατάσταση Από τα παραπάνω φαίνεται πως σε πολλές περιπτώσεις όπου οι συνθήκες είναι εχθρικές για την εγκατάσταση της αυτοφυούς βλάστησης, η ανθρώπινη παρέμβαση θεωρείται απαραίτητη για τη βελτίωση των συνθηκών αυτών. Η τεχνητή λοιπόν οικολογική αποκατάσταση του περιβάλλοντος περιλαμβάνει ένα σύνολο αλληλένδετων εργασιών που απαιτούν προσεκτική μελέτη, όπου θα συμπεριλαμβάνονται όλοι οι κοινωνικοί και οικολογικοί παράγοντες, έτσι ώστε να επιτευχθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Κάθε ενέργεια αποκατάστασης θα πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα: 1 ο επίπεδο: Μελέτη των οικολογικών συνθηκών. Διαμόρφωση και ανάπλαση των επιφανειών προς αποκατάσταση (μέτωπα εξόρυξης και αποθέσεις στείρων) ώστε να είναι εναρμονισμένες με το τοπίο και να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα εγκατάστασης των νέων χρήσεων. Χωματοκαλύψεις με φυτική γη, ιδιαίτερα όπου το υλικό είναι αδρομερές. Χρήση εδαφοβελτιωτικών (λυματολάσπη, υδροζελατινών, λιπασμάτων κλπ.) 29

33 2 ο επίπεδο: Επιλογή της βλάστησης που θα εγκατασταθεί στις νέες ακραίες συνθήκες περιβάλλοντος και η επιλογή των μεθόδων εγκατάστασης της βλάστησης. Περιφράξεις των αποκατεστημένων εκτάσεων για προστασία της βλάστησης από τη βοσκή. Συντήρηση των φυτών μέσω άρδευσης και παροχής λιπασμάτων όπου απαιτείται. Διαχείριση και παρακολούθηση των εργασιών αποκατάστασης τοπίου σε συντονισμό με τις παραγωγικές διαδικασίες ο Στάδιο Εργασιών Αποκατάστασης Μελέτη οικολογικών συνθηκών Πρωταρχικό μέλημα κατά την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης είναι η μελέτη των βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων που συνθέτουν το οικοσύστημα. Απαραίτητη είναι η γνώση των αυτόχθονων οργανισμών που αποικούν την περιοχή που προορίζεται για αποκατάσταση, όπως επίσης οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν και οι ιδιότητες του γεωλογικού υλικού όπου θα εγκατασταθεί η νέα βλάστηση. Η γνώση των ιδιοτήτων του γεωλογικού υλικού είναι απαραίτητη, καθώς από την ποσοτική σύνθεση των διαφόρων γεωλογικών υλικών και τον τρόπο με τον οποίο αναμειγνύονται κατά την εξόρυξη, επηρεάζονται άμεσα οι χημικές, φυσικές και βιολογικές ιδιότητες του εδάφους. Επειδή όμως οι διαταρασσόμενες επιφάνειες συνήθως καλύπτονται με επιφανειακό έδαφος που παρέχει ένα εντελώς καινούργιο περιβάλλον στο οποίο θα αναπτυχθούν τα φυτά, δεν είναι πολλές φορές ανάγκη να μελετηθούν οι ιδιότητες του γεωλογικού υποθέματος (Bradshaw and Chadwick 1980). Σημαντικές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά της περιοχής μπορούν να συλλεχθούν και έμμεσα με μια γενική θεώρηση της περιοχής έρευνας και την καταγραφή των χαρακτηριστικών που υποδεικνύουν τη φύση και κατάσταση του υπεδάφους, του κλίματος κτλ. (Bradshaw and Chadwick 1980). Το χρώμα π.χ. του εδάφους μπορεί να μας δώσει πολλές πληροφορίες σχετικά με τη γεωλογική προέλευση, το βαθμό αποσάθρωσης του μητρικού υλικού, την 30

34 περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία κ.ά. (Παπαμίχος 1996). Επίσης ενδείξεις διάβρωσης δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την προέλευση του γεωλογικού υλικού. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί οποιαδήποτε ένδειξη ύπαρξης λιμνάζοντων υδάτων και προβλημάτων αποστράγγισης. Η φυσική αναγέννηση στο χώρο του λατομείου θα μπορούσε επίσης να είναι ένας πολύ χρήσιμος οδηγός για τη βλάστηση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την αποκατάσταση (Bradshaw and Chadwick 1980). Κάποιες βασικές αρχές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την αξιολόγηση της περιοχής είναι οι εξής (Bradshaw and Chadwick 1980): Α) Η έλλειψη και σπανιότητα αποικούμενων φυτών υποδεικνύει την ύπαρξη αδρανούς υλικού με τοξικότητα, έλλειψη θρεπτικών συστατικών ή προβλήματα στις φυσικές ιδιότητές τους. Β) Η σύνθεση των ειδών μπορεί να είναι ένας καλός οδηγός για την φύση του υποστρώματος: πολλά είδη έχουν καλά καθορισμένα όρια ανοχής και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες της κατάστασης του υποστρώματος. Όπως π.χ. η εμφάνιση σε κάποια περιοχή του είδους Alnus glutinosa υποδεικνύει πως το έδαφος αυτό είναι γόνιμο και υγρό, η εμφάνιση του είδους Acer platanoides υποδεικνύει ότι το έδαφος είναι ασβεστώδες και σε ορεινή περιοχή κτλ. Γ) Η κατάσταση της βλάστησης είναι επίσης κατατοπιστικός οδηγός για τις συνθήκες της περιοχής: συνήθως φυτά που δεν είναι υγιή έχουν ανοιχτό πράσινο ή κίτρινο χρώμα, μωβ κηλίδες ή καφέ στίγματα στα φύλα. Δ) Υπερβολικά μακριές, αραιά διακλαδισμένες ρίζες είναι συχνά δείκτης ανεπαρκούς παροχής νερού, ενώ πολύ επιφανειακές ρίζες υποδεικνύουν την ύπαρξη λιμνάζοντων νερών ή τοξικότητας στο εδάφους. Οι παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω επηρεάζουν την αύξηση των φυτών και θα πρέπει να μελετούνται πριν οποιαδήποτε ενέργεια αποκατάστασης, έτσι ώστε να γίνεται η σωστή εκλογή των φυτικών ειδών που είναι προσαρμοσμένα στις ακραίες συνθήκες του συγκεκριμένου σταθμού Διαμόρφωση και Ανάπλαση Μια εξορυκτική εκμετάλλευση περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα μέτωπα εκσκαφής που αποτελούνται από βαθμίδες, δηλαδή επίπεδες επιφάνειες που ονομάζονται επίσης και «ταράτσες» με ενδιάμεσες κεκλιμένες επιφάνειες (πρανή), 31

35 όπως επίσης από την πλατεία που αναπτύσσεται στη βάση των μετώπων και τέλος τις αποθέσεις των στείρων. Τα υλικά των στείρων είτε αποτίθενται σε σωρούς κοντά στην περιοχή εκμετάλλευσης, είτε στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται για την πλήρωση των παλαιότερων εκσκαφών, εξοικονομώντας πολύτιμο χώρο και διευκολύνοντας τις μελλοντικές ενέργειες αποκατάστασης. Τα μέτωπα των λατομείων και οι αποθέσεις των στείρων μπορεί να είναι ορατά στις γύρω περιοχές για πολλές δεκαετίες εάν δε ληφθούν σύντομα τα κατάλληλα μέτρα αποκατάστασης. Με την κατάλληλη λοιπόν τοπογραφική διαμόρφωση του χώρου του λατομείου πέρα από την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων διάβρωσης και κατολισθήσεων και τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την επιβίωση της βλάστησης, επιτυγχάνεται επίσης η οπτική εναρμόνιση του χώρου αυτού με το γύρω αδιατάρακτο περιβάλλον. Σημαντικό είναι επίσης κατά τον σχεδιασμό της ανάπλασης να γίνεται εκμετάλλευση και τονισμός των ιδιαίτερων και χαρακτηριστικών μορφών και της έντονης τοπογραφίας που υπάρχει στην περιοχή ώστε να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα ποικιλόμορφο και πιο ενδιαφέρων τοπίο (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Ο έλεγχος της διάβρωσης τόσο στα πρανή των μετώπων όσο και στις αποθέσεις των στείρων υλικών, γίνεται με τη δημιουργία ηπιότερων κλίσεων μέσω της δημιουργίας βαθμίδων και την εξοµάλυνση των τελικών επιφανειών. Κατά τη δημιουργία των βαθμίδων δημιουργούνται πρανή μικρού μήκους που θα εξασφαλίσουν τη γεωτεχνική ευστάθεια και την αποφυγή φαινομένων διάβρωσης, καθίζησης και έκπλυσης του εδάφους, που έχουν ως αποτέλεσμα την εκρίζωση, το πνίξιμο ή την αποκάλυψη του ριζικού συστήματος του φυτευτικού υλικού. Οι βαθμίδες συνεισφέρουν επίσης στη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους με τη βαθιά κατεργασία του καταστρώματος, διευκολύνουν τις αναδασωτικές εργασίες, συγκρατούν μεγαλύτερο ποσοστό υγρασίας και οδηγούν στη γρήγορη σε βάθος αύξηση των ριζών των φυτών που φυτεύονται (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Gunn and Bailey 1993). Όσον αφορά στην διαμόρφωση των πρανών στα μέτωπα και στις αποθέσεις των στείρων ο σημαντικότερος παράγοντας απ όλους είναι η γνώση της κλίσης ισορροπίας του εδάφους που φυσικά διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, διότι εξαρτάται από τη δομή, σύνθεση και την περιεκτικότητα των διαφόρων στρωμάτων του εδάφους σε νερό. Όσο πιο υγρό είναι το έδαφος, τόσο πιο μικρή πρέπει να είναι η κλίση ισορροπίας για την επιτυχή σταθεροποίηση, όπως επίσης μικρότερη είναι η 32

36 κλίση που πρέπει να έχει μια έκταση η οποία προορίζεται για καλλιέργεια σε σχέση με μια έκταση που πρόκειται να αναδασωθεί (εικ. 2) (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Η εκλογή των γεωµετρικών χαρακτηριστικών των βραχωδών πρανών είναι συνάρτηση του είδους, της υγείας και των μηχανικών χαρακτηριστικών του πετρώµατος, της κλίσης των στρώσεων των στρωσιγενών πετρωμάτων, του συμπαγούς του πετρώματος, της σεισμικότητας της περιοχής, των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής και εν γένει της σοβαρότητας του έργου. Για να μη δημιουργείται κίνδυνος κατολίσθησης ή κατακρήμνισης, η γωνία πρανούς σύμφωνα με τον Κανονισμό Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ) δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 45 ο (αρθ. 79 ΦΕΚ 931/Β/ , Σακελλαρίου 2001). Εικόνα 2. Η κλίση των πρανών δεν περιορίζει μόνο τις διαδικασίες αποκατάστασης, αλλά και τη μελλοντική χρήση γης. Στο διάγραμμα διακρίνονται οι μέγιστες τιμές κλίσης που μπορεί να έχουν συγκεκριμένες χρήσεις γης (Bradshaw and Chadwick 1980). Σύμφωνα με τον ΚΜΛΕ κάθε εκσκαφή για την ασφαλή και ορθολογική εκτέλεση της εργασίας, πρέπει να υποδιαιρείται σε βαθμίδες ύψους, το πολύ, 15 m. Κατ εξαίρεση, επιτρέπεται το ύψος της βαθμίδας να φτάνει τα 20 m όταν η εκσκαφή εκτελείται για την αποκάλυψη κοιτάσματος σε σταθερά και συμπαγή πετρώματα και εφόσον εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ή μέθοδοι για την σταθεροποίηση των πρανών (αρθ. 80 ΦΕΚ 931/Β/ ). Πέρα λοιπόν από το ύψος και την κλίση των βαθμίδων, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη το πλάτος, καθώς και η εσωτερική κλίση των βαθμίδων αυτών. Κατά τους Χατζηστάθη και Ντάφη (1989) με τη δημιουργία μιας ελαφράς κλίσης 1-2 % προς τα ανάντη, τα απορρέοντα νερά οδηγούνται σε σταθερή τάφρο αποχέτευσης 33

37 (εικ. 3) και έτσι αποφεύγονται προβλήματα διάβρωσης, ενώ συγκρατούνται επίσης τα νερά της βροχής ώστε αυτά να διατεθούν για την ανάπτυξη της βλάστησης. Ο καθορισμός του πλάτους της, γίνεται με βάση το κριτήριο της ασφαλούς και ορθολογικής λειτουργίας του μηχανικού εξοπλισμού που απασχολείται και δεν πρέπει να είναι μικρότερο από τα 6 m. (αρθ. 80 ΦΕΚ 931/Β/ ). Κατά τη βαθμίδωση όμως στις αποθέσεις των στείρων υλικών το πλάτος αυτό κυμαίνεται από 1,0-3,0 (4,0) m (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Εικόνα 3. Εικόνα όπου φαίνεται το ύψος και το πλάτος των βαθμίδων που έχουν χρησιμοποιηθεί στην αποκατάσταση, η κλίση των πρανών και της πλαγιάς, καθώς και η εσωτερική κλίση των βαθμίδων ( Γενικά εφόσον η αποκατάσταση αποτελεί μέρος της εκμετάλλευσης, είναι δυνατή και σχετικά εύκολη, η επιθυμητή από άποψη μορφής και κλίσης διαμόρφωση των πρανών κατά την διάρκεια των εργασιών εξόρυξης. Εν συνεχεία, μετά το πέρας των εργασιών ανάπλασης, εφόσον κρίνεται απαραίτητο ακολουθεί η διάστρωση των επιφανειών με φυτική γη. Για τη διαμόρφωση λοιπόν και την ανάπλαση των απόκρημνων μετώπων, εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι που ως κοινό στόχο έχουν τη διατήρηση των φυσικών στοιχείων του λατομείου και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τη βλάστηση. Κάποιες από αυτές τις μεθόδους παρουσιάζονται στις εικόνες 4, 5 και 6. Στις σκληρές, στιλπνές, μεγάλες και απόκρημνες επιφάνειες των μετώπων εκσκαφής όπου δεν είναι δυνατή η δημιουργία βαθμίδων, προτείνεται η δημιουργία σκόπιμης τραχύτητας, ώστε να δημιουργηθεί μια ποικιλία προεξοχών και ρωγμών, που μιμούνται τις φυσικές επιφάνειες βράχων και μειώνουν την ταχύτητα απορροής του νερού διευκολύνοντας έτσι τη διήθησή του. Η τεχνική αυτή έχει χαμηλό κόστος, αλλά δεν εξασφαλίζει τη σταθεροποίηση των επιφανειών των βράχων, δημιουργεί όμως με το χρόνο μια πιο φυσική εμφάνιση (Ισπικούδης 2001, Wong 2009). Στην περίπτωση αυτή για την αποφυγή διάβρωσης και κατολισθήσεων, είναι πολλές φορές 34

38 απαραίτητη η κατασκευή επιπλέον τεχνικών έργων καθώς και η χρήση γεωυφασμάτων (εικ. 7). Εικόνα 4. Ανατίναξη των ανώτερων άκρων (φρύδι) των πρανών για τη δημιουργία τραχείας επιφάνειας που θα αποτελείται από χαλαρό υλικό κατάλληλο για την φύτευση (Fowler 1990). Εικόνα 5. Επιλεκτική ανατίναξη στις βαθμίδες μπορεί να δημιουργήσει μια πιο φυσική όψη. Στη συνέχεια ακολουθεί η διάστρωση των επιφανειών με φυτική γη (Fowler 1990). Εικόνα 6. Η ανατίναξη σε μεγαλύτερη κλίμακα ξεκινάει από την κορυφή της πλαγιάς και δημιουργεί βαθμίδες οι οποίες μπορούν επίσης να καλυφθούν με φυτική γη. Αυτή αν και δεν είναι πάντα επιθυμητή μέθοδος, μερικές φορές είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος απευθείας απόκτησης υλικού (Fowler 1990). Επίσης για την μείωση της οπτικής όχλησης που οφείλεται στην έντονη χρωματική αντίθεση που δημιουργείται μεταξύ του χώρου του λατομείου και το γύρω φυσικό περιβάλλον εφαρμόζεται η τεχνητή γήρανση ή παλαίωση του χρώματος των βράχων των εκσκαφών με ψεκασμό με μίγμα από βακτηρίδια, φύκη και μύκητες. Αυτό επιταχύνει τη φυσική αποίκιση από αυτούς τους οργανισμούς. Με αυτή την 35

39 μέθοδο επιταχύνεται η φυσική αποσάθρωση των επιφανειών του βράχου που είναι ιδιαίτερα απότομες και δυσμενείς για την υποστήριξη των φυτών (Ισπικούδης 2001). Εικόνα 7. Η εφαρμογή γεωυφασμάτων στα πρανή συνιστάται τόσο για την συγκράτηση και προστασία του πρανούς από τη διαβρωτική δράση του νερού και του ανέμου όσο και ως υπόστρωμα φύτευσης (Fowler 1990). Οι Cullen et al. (1998) μέσω της επιλεκτικής ανατίναξης των μετώπων και τη μετέπειτα εφαρμογή υδροσποράς με μίγμα αυτοφυών ειδών, κατάφεραν μέσα σε 2 έτη να δημιουργήσουν μικροβιότοπους και φυτοκοινότητες παρόμοιες με αυτές της περιοχής αναφοράς. Επίσης επισήμαναν πως αυτές οι θέσεις έμοιαζαν χλωριδικά περισσότερο με τις περιοχές αναφοράς απ ότι οι θέσεις που δεν ανατινάχτηκαν και αφέθηκαν να αποικηθούν μόνες τους. Άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά την αποκατάσταση και τη διαμόρφωση των τελικών επιφανειών αναλύονται παρακάτω: 1. Για την προσωρινή προστασία του ισχνού και φτωχού σε χούμο εδάφους από τις βροχοπτώσεις και τη διάβρωση, μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος γνωστή ως «mulching». Κατά τη μέθοδο αυτή μέχρι που να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί η μόνιμη βλάστηση, εφαρμόζεται στην επιφάνεια του εδάφους ένα προστατευτικό κάλυμμα το οποίο αποτελείται συνήθως από φυσικά αποικοδομήσιμα υλικά, όπως στελέχη ετήσιων φυτών (άχυρο, κριθάρι, ρύζι κ.λ.π.), ξύλο ή φλοιό δένδρων κατάλληλα θρυμματισμένων, φύλλα, χαρτί χρησιμοποιημένο (παλιές εφημερίδες κλπ), ίνες ξύλου, κυτταρίνη, τύρφη κλπ. (Wong 2009). Τα προστατευτικά αυτά υλικά που χρησιμοποιούνται, αυξάνουν τη διήθηση και μειώνουν την απώλεια νερού μέσω της εξάτμισης εξασφαλίζοντας καλύτερες συνθήκες υγρασίας για την φύτρωση των σπόρων. Εμπλουτίζουν επίσης το έδαφος με θρεπτικές για τα φυτά ουσίες, ενεργοποιούν τους μικροοργανισμούς, ρυθμίζουν τις δυσμενείς επιδράσεις των ακραίων θερμοκρασιών, προστατεύουν το έδαφος από 36

40 το σχηματισμό κρούστας, καθώς επίσης καταπιέζουν την ανάπτυξη των ζιζανίων. Η εδαφοκάλυψη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για περιπτώσεις όπου οι συνθήκες για τη φύτρωση δεν είναι οι βέλτιστες, όπως είναι το καλοκαίρι, οι απότομες πλαγιές και οι πλαγιές με νότια έκθεση (Wong 2009). Τα οργανικά εδαφοκαλύμματα όπως το άχυρο, το πριονίδι, ο φλοιός δέντρων αποδείχτηκε πως είναι πιο αποτελεσματικά, γιατί η αποσύνθεση τους προσφέρει σημαντικές ποσότητες αζώτου (NCDENR 2006). 2. Οι μέθοδοι γνωστοί ως «rip-rap» και «gabions», χρησιμοποιούνται για τη σταθεροποίηση πρανών και ιδιαίτερα αυτών στις όχθες των λιμνών και των ποταμών. Οι λιθορριπές (rip-rap) είναι ένα στρώμα από λίθους διαφόρων διαστάσεων που τοποθετείται στην επιφάνεια των πρανών, δημιουργώντας έτσι ένα καλυπτήριο στρώμα το οποίο εμποδίζει την κίνηση του εδάφους και αποτρέπει τη διάβρωση (εικ. 8). Η μέθοδος αυτή συνίσταται σε εδάφη με ήπια κλίση και σχετικά λεπτόκοκκη σύσταση και προσφέρεται ιδιαίτερα για τις λοφώδεις και τις πεδινές περιοχές. Μεγάλη σημασία θα πρέπει να δίδεται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ώστε να προσδιορίζεται η κατάλληλη διάμετρος των λίθων που θα διαστρωθούν. Το μέγεθος των λίθων πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μην παρασύρονται από τα νερά, αλλά ούτε να έχουν αδικαιολόγητα υπερβολικό όγκο. Από την άλλη, με τη μέθοδο του εγκιβωτισμού (gabions) χρησιμοποιούνται λιθοπλήρωτα συρματοκιβώτια που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό (εικ. 9 και 10) (Wong 2009). Εικόνα 8. Προστασία πρανών με την εφαρμογή της μεθόδου των λιθορριπών (Wong 2009, Εικόνα 9. Εικόνα όπου διακρίνονται δυο διαφορετικές μέθοδοι εγκιβωτισμού (Wong 2009). 37

41 Εικόνα 10. Παραδείγματα εγκιβωτισμού τόσο στις όχθες ποταμού, όσο και σε πρανή μεγάλου μήκους, όπου διακρίνεται η οπτική βελτίωση που επιτυγχάνεται ( 3. Όπου οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες και η φύτευση δεν αρκεί για να εμποδίσει τη διάβρωση, αλλά ούτε υπάρχει η χρηματική δυνατότητα κατασκευής των παραπάνω τεχνικών έργων, η προσέγγιση φθηνότερων μεθόδων της φυτομηχανικής (bioengineering) ίσως να είναι μια καλύτερη λύση. Η φυτομηχανική περιλαμβάνει τη χρήση φυτών σε συνδυασμό με φυσικά υλικά όπως είναι οι κορμοί, τα μοσχεύματα (π.χ. ιτιάς), τα κλαδοπλέγματα από ζωντανά ξυλώδη φυτά που δένονται μεταξύ τους (εικ. 12), με σκοπό τη δημιουργία πιο σταθερών πρανών με πιο φυσική εμφάνιση καθώς και τη δημιουργία ενδιαιτήματος για την άγρια ζωή. Τα φυσικά αυτά υλικά τοποθετούνται στο έδαφος με διάφορες μεθόδους και προσφέρουν άμεση προστασία με μακροχρόνια αποτελέσματα (εικ. 11, 12 και 13) (Wong 2009). Εικόνα 11. Διάφορες μέθοδοι φυτομηχανικής: α) ζωντανά φακελώματα (live fascines), β) ζωντανά βλαστοθέματα (live stakes), γ) φυτοστρώματα (brush mattresses), ζωντανά φρακτοθέματα (live cribwalls) ( 38

42 Εικόνα 12. Κλαδοπλέγματα τα οποία χρησιμοποιούνται για την αποτροπή της διάβρωσης ( Εικόνα 13. Μια ακόμη μέθοδος φυτομηχανικής, όπου κλαδιά τυλίγονται μέσα σε γεωύφασμα κοκοφοίνικα και τοποθετούνται στις όχθες του ποταμού ( 4. Κατά καιρούς για την σταθεροποίηση των πρανών είχε υιοθετηθεί επίσης η χρήση εκτοξευμένου σκυροδέματος λόγω της εύκολης και γρήγορης εφαρμογής του και του χαμηλού κόστους του, παρόλο που άφηνε πίσω του γυμνές πλαγιές. Βέβαια η τεχνική αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως τελευταία εναλλακτική λύση, διότι δεν προσφέρει τα πολύπλευρα οφέλη που προσφέρει η εγκατάσταση βλάστησης σε πρανή, όπως είναι π.χ. η βελτίωση της αισθητικής και η μείωση της οπτικής όχλησης. Γιατί σκοπός μας δεν είναι μόνο η προστασία της ανθρώπινης ζωής αλλά και του οικοσυστήματος. Εκεί όπου η χρήση εκτοξευμένου σκυροδέματος είναι αναπόφευκτη, τότε θα πρέπει οι πλαγιές αυτές να χρωματίζονται με πιο φυσικά χρώματα και να προστίθενται αναρριχητικά φυτά (NCDENR 2006). Η προστασία των πρανών δεν είναι απλά μια διαδικασία εξωραϊσμού, αλλά το κριτήριο στο οποίο βασίζεται η τελική χρήση της γης, η ανθρώπινη ασφάλεια και γενικότερα η όλη αποτελεσματικότητα της αποκατάστασης. 39

43 Διάστρωση επιφανειών με φυτική γη Η διάστρωση των διαμορφωμένων πλέον επιφανειών με φυτική γη, κρίνεται ως μια διαδικασία απαραίτητη τόσο στα μέτωπα των λατομείων όπου ο ρυθμός αποίκισης των επιφανειών τους είναι εξαιρετικά αργός, όσο και στις αποθέσεις των στείρων υλικών, οι οποίες αποτελούνται από αδρανή και νεκρά υλικά, που οδηγούν στην εμφάνιση δυσμενών χημικών, φυσικών και βιολογικών ιδιοτήτων και καθιστούν απαγορευτική τη χρήση των στείρων ως μέσο αύξησης για τα φυτά. Με την τοποθέτηση λοιπόν επιφανειακού εδάφους, δημιουργείται ένα εξαιρετικά ομοιόμορφο στρώμα σ όλη την έκταση, χωρίς λίθους, κάνοντας εύκολη την κατεργασία και τη σπορά του (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη δομή και τη γονιμότητα του εδάφους που θα διαστρωθεί στις διαμορφωμένες επιφάνειες είναι η προέλευση αυτού, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα εφαρμοστεί. Το έδαφος που διαστρώνεται στις τελικές επιφάνειες θα πρέπει να προέρχεται από τον Α ορίζοντα του φυσικού εδάφους το οποίο είναι γόνιμο (Ν, Ρ, Κ και ιχνοστοιχεία) και βιολογικά ενεργό, εμπλουτισμένο με μικροοργανισμούς του εδάφους και οργανική ουσία. Στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκδήλωση των βιολογικών λειτουργιών των φυτών και την επανεγκατάσταση της φυσικής βλάστησης (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Θα πρέπει επίσης το έδαφος κατά προτίμηση να έχει αργιλοαμμώδη σύσταση (10-30% άργιλος, 40-60% άμμος και 10-30% ιλύς), συσσωματώδη υφή, άριστη υδατοϊκανότητα και υδατοπερατότητα, ενώ συγχρόνως να μην περιέχει CaCO3 σε υψηλή σχετικά τιμή και να έχει κατά το δυνατόν ουδέτερο ΡΗ ( Το επιφανειακό αυτό έδαφος που θα χρησιμοποιηθεί, κατά κανόνα προέρχεται από τις εκτάσεις που σταδιακά καταστρέφονται καθώς προχωράει η πρώτη τομή κάθε λατομείου και σπάνια γίνεται αγορά φυτική γης, καθώς η τιμή της είναι αποτρεπτική για το συνολικό κόστος της αποκατάστασης (Χιονίδου 2007). Το επιφανειακό έδαφος που συλλέγεται από την περιοχή εξόρυξης, πέρα από ένα κατάλληλο και γόνιμο φυτευτικό υπόστρωμα προμηθεύει επιπλέον αφθονία σπόρων από είδη της αυτοφυούς χλωρίδας. Βρέθηκε πως στις εκτάσεις όπου το επιφανειακό έδαφος ξαναστρώθηκε σ ένα ελάχιστο βάθος 4 με 10 cm, δεν ήταν μόνο γρηγορότερη και πυκνότερη η ανάπτυξη των σπαρθέντων αγρωστωδών, αλλά και τα αυτοφυή ποώδη πλατύφυλλα και αγρωχτώδη είδη ενθαρρύνθηκαν να απλωθούν 40

44 πάνω στα διαταραγμένα πρανή. Σε αντίθετη περίπτωση σε περιοχές όπου τα αυτοφυή αγρωστώδη φυτά αρχικά ευδοκιμούσαν χωρίς κανένα πρόβλημα στις αποθέσεις των στείρων υλικών, μόλις προστέθηκε επιφανειακό έδαφος προερχόμενο από άλλη περιοχή, δημιουργήθηκε έντονος ανταγωνισμός με ξενικά είδη (Huxtable et al. 2005). Βεβαίως, η επαναχρησιμοποίηση του εδάφους που προϋπήρχε στην έκταση έχει μεγαλύτερη επιτυχία σε περιοχές όπου τα φυσικά εδάφη τους ήταν βαθιά και σχετικά γόνιμα πριν από την ανθρώπινη επέμβαση. Σε ορεινές όμως περιοχές, όπου τα εδάφη είναι συνήθως αβαθή, έντονα εκπλυμένα και άγονα, η επαναφορά του απομακρυσμένου Α ορίζοντα δεν προάγει την επιτυχία της αναχλόασης και την παραγωγικότητα των διαταραγμένων εδαφών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Επίσης ακατάλληλα για τη διάστρωση των τελικών επιφανειών, είναι τα ελαφρά αμμώδη ή βαριά αργιλικά εδάφη, ακόμα κι αν αυτά εμφανίζονται σαν επιφανειακό έδαφος στην αρχική έκταση (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως κατά τη διάρκεια των εξορυκτικών διαδικασιών παρατηρείται ενταφιασμός πολύτιμου επιφανειακού εδάφους με αποτέλεσμα τα εδάφη που συγκεντρώνονται και φυλάγονται για την επικάλυψη των νέων επιφανειών, να αποτελούνται από Β και C ορίζοντες ή ακόμη και μητρικό υλικό. Το εδαφικό αυτό υλικό είναι πολλές φορές φτωχό σε θρεπτικά συστατικά και συχνά ισχυρά όξινο (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Σε άλλες πάλι περιπτώσεις είναι αδύνατη η απευθείας διάστρωση, είτε εντός είτε εκτός των εκτάσεων του λατομείου, της φυτικής γης που έχει συλλεχτεί από την περιοχή εξόρυξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρείται απαραίτητη η αποθήκευσή της φυτικής γης σε σωρούς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι που να χρησιμοποιηθεί. Αποτέλεσμα αυτής της στοίβαξης είναι να χάνει το έδαφος τη γονιμότητά του (Ghose 2004), να ελαττώνονται τα αποθέματα βιώσιμων σπόρων, να αυξάνεται η απορροή και η διάβρωση (McIntosh and Barnhisel 1993), όπως επίσης και η συμπίεση του εδάφους και επιπλέον να μειώνεται η υδατοσυγκράτηση και τα επίπεδα αζώτου (Antonopoulos and Wyseure 1998), καθώς και η πυκνότητα των μυκόρριζων (Reddell and Milnes 1992). Για τη συντήρηση, λοιπόν, της φυτικής γης προβλέπεται μετά την εκσκαφή της, η διαφύλαξή της σε σωρούς μικρών διαστάσεων, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συμπίεση των υλικών που βρίσκονται στη βάση των σωρών και να διασφαλίζεται η κυκλοφορία του αέρα. Στη συνέχεια, οι σωροί αυτοί πρέπει να καλύπτονται πλήρως με ποώδη βλάστηση ώστε να συγκρατείται κατά το δυνατό περισσότερη υγρασία 41

45 (Χιονίδου 2007). Οι παραπάνω εργασίες αποτελούν όμως ένα σοβαρό μειονέκτημα από άποψη κόστους που σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω κακού ή και ελλιπή σχεδιασμού, ξεπερνά τα αναμενόμενα όρια. Εν κατακλείδι, ως βέλτιστη πρακτική διαχείρισης της φυτικής γης φαίνεται να είναι η άµεση µεταφορά και η απευθείας διάστρωσή της στις επιλεγμένες τελικές επιφάνειες των στείρων υλικών. Με αυτόν τον τρόπο παραλείπεται η διαδικασία προσωρινής αποθήκευσής της, η οποία µπορεί να επιφέρει µερική ή ολική απώλεια των θρεπτικών συστατικών και μικροοργανισμών. Η παραπάνω διαδικασία έχει επίσης οφέλη και ως προς το συνολικό κόστος των έργων αποκατάστασης, αφού αποδεσμεύεται ο χώρος που θα χρησίμευε στην αποθήκευση της φυτικής γης και εξοικονομούνται τα υλικά και τα ημερομίσθια που θα ξοδεύονταν στη συντήρησή της. Από έρευνα των Yuan et al. (2006) σε υποβαθμισμένες εκτάσεις λατομείων, προέκυψε πως στα αρχικά στάδια της αποκατάστασης, η διαδοχή της βλάστησης περιορίζεται περισσότερο από το διαθέσιμο όγκο του εδάφους παρά από τη γονιμότητά του και ειδικά σε συνθήκες όπως της Ελλάδας όπου λόγω της ξηροθερμικής περιόδου η ύπαρξη βλάστησης εξαρτάται από το ελάχιστο βάθος του εδάφους, καθότι το έδαφος ενεργεί σαν υδατοδεξαμενή και εξασφαλίζει την απαιτούμενη υγρασία στα δέντρα κατά τη θερινή περίοδο. Για την ύπαρξη ψηλού δάσους για παράδειγμα, ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής και την κοκκομετρική σύσταση, το ελάχιστο βάθος κυμαίνεται μεταξύ 30 και 80 cm (Παπαμίχος 1996). Ο Μπρόφας (1998) σε έρευνά του που αφορούσε την επίδραση του βάθους του εδάφους στην επιβίωση και ανάπτυξη της χαλεπίου πεύκης στις βαθμίδες ενός λατομείου, έδειξε ότι το ελάχιστο βάθος εδάφους που απαιτείται για την επιβίωση του είδους ανέρχεται στα 30 cm, ενώ για την καλύτερη αύξηση και επιβίωση αυτό ανέρχεται στα 40 cm. Οι Heinze et al. (1984) από την άλλη αναφέρουν ότι η εγκατάσταση δέντρων σε λατομεία είναι δυνατή όταν το έδαφος που διαστρώνεται έχει βάθος μεγαλύτερο από 50 cm. Γενικά ισχύει ότι το μεγαλύτερο βάθος εδάφους δίνει πάντοτε καλύτερα αποτελέσματα (Redente et al. 1985). Η ανεύρεση όμως εδάφους στον ελληνικό χώρο είναι δύσκολη και το κόστος απόκτησης και μεταφοράς του ιδιαίτερα υψηλό. Σημειώνεται δε ότι 20 τόνοι φυτικής γης, όχι ιδιαίτερα καλής ποιότητας για οικιακή χρήση, κοστίζει περίπου 45 με 60 (Χιονίδου 2007). Απαιτείται λοιπόν η διαφύλαξη του επιφανειακού εδάφους σε αρκετή ποσότητα, 42

46 ώστε να καλύψει τα άγονα στείρα με πάχος το οποίο ας σημειωθεί ότι δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 cm (Μπρόφας 1998). Για να αυξηθεί το φυσιολογικό βάθος του εδάφους που διαστρώνεται στα δάπεδα των διαμορφωμένων βαθμίδων προτείνεται η εφαρμογή υποδιάτρησης που ρηγματώνει το δάπεδο της βαθμίδας και εν συνεχεία η πλήρωση των ρηγμάτων αυτών με έδαφος. Παράλληλα οι ρηγματώσεις αυτές επιτρέπουν την αγκύρωση των φυτών. Σε μαλακά όμως πετρώματα (περλίτης, σχιστόλιθος κλπ.), τα δάπεδα των βαθμίδων δεν ανατινάζονται και απλά αναμοχλεύονται και θρυμματίζονται από προωθητήρες με αναμοχλευτή (Χιονίδου 2007). Άλλες μέθοδοι που εφαρμόζονται στα μέτωπα εκσκαφής με σκοπό τη συγκράτηση και αύξηση του βάθους του επιφανειακού εδάφους, χωρίς τη χρησιμοποίηση των τεχνικών ανατίναξης, είναι π.χ. το άνοιγμα οπών με λοστούς για την τοποθέτηση μεμονωμένων φυτών (Ισπικούδης 2001), καθώς και η δημιουργία τάφρων στις βαθμίδες και η συμπλήρωσή τους με χαλαρό υλικό και έδαφος (εικ. 14). Στα πρανή των μετώπων όταν δεν έχουν δημιουργηθεί βαθμίδες, η χρήση γεωυφασμάτων και περβαζιών ή ραφιών είναι μέθοδοι που βοηθούν στην καλή συγκράτηση του επιφανειακού εδάφους (εικ. 15) (Fowler 1990). Εικόνα 14. Δημιουργία τάφρων με πέτρινα τοιχώματα για να αυξηθεί το φυσιολογικό βάθος του εδάφους (Fowler 1990). Γενικότερα επειδή το έδαφος αποτελεί το μέσο αύξησης των φυτών, η μελέτη αυτού αποτελεί το σημαντικότερο μέρος της επιτυχίας μιας αποκατάστασης. Η μελέτη αυτή είναι μια περίπλοκη διαδικασία λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας που παρουσιάζουν τα εδάφη των εξορυκτικών περιοχών (Dimitrakopoulos and Mackie 2003). 43

47 Εικόνα 15. Αριστερά: Η χρήση γεωυφασμάτων, μερικές φορές περιλαμβάνει και την ενσωμάτωση και σταθεροποίηση ενός στρώματος εδάφους πάνω στα πρανή, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εγκατάσταση της βλάστησης. Δεξιά: Χρήση τεχνιτών ραφιών, όπου θα στηρίζεται το έδαφος (Fowler 1990) ο Στάδιο Εργασιών Αποκατάστασης Λόγοι που καθιστούν απαραίτητη την εγκατάστασης και διατήρησης της βλάστησης Η επιτυχής έκβαση μιας αποκατάστασης δεν κρίνεται μόνο από το οπτικό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως από την επιτυχή εγκατάσταση ενός βιώσιμου και αυτόνομου οικοσυστήματος με ικανοποιητική ποικιλία ειδών χλωρίδας και πανίδας. Η εγκατάσταση και επαναφορά του φυσικού περιβάλλοντος από τις ζημιές που προκλήθηκαν στο τοπίο λόγω της εξόρυξης είναι έργο δύσκολο και απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα, γνώση και προ παντός εμπειρία. Πρωταρχικό λοιπόν μέλημα στις υποβαθμισμένες αυτές περιοχές είναι η εγκατάσταση βλάστησης, διότι: α) Η παρουσία της βλάστησης βελτιώνει σημαντικότατα τα οπτικά χαρακτηριστικά του τοπίου, μειώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την οπτική όχληση στις γύρω περιοχές. β) Η βλάστηση ασκεί επίσης ευεργετικό ρόλο στη σταθεροποίηση των εδαφών και την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης και αγονοποίησής τους από διαβρώσεις και κατολισθήσεις. Ευεργετικό ρόλο έχει επίσης και στις υδρολογικές διαδικασίες. Η βλάστηση λοιπόν προστατεύει τα πρανή από την πρόσπτωση των κατακρημνισμάτων με το φύλλωμά της, το οποίο συγκρατεί ένα τμήμα τους και ανακόπτει την ταχύτητα του προσπίπτοντος νερού (Τσότσος 1991, Wong 2009). Το ποσοστό αυτής της κατακράτησης κυμαίνεται μεταξύ 10-20% για τα φυλλοβόλα 44

48 πλατύφυλλα και 30-40% για τα αειθαλή κωνοφόρα, ενώ από αυτό που φτάνει στο έδαφος απορρέει επιφανειακά μόνο 1-5% (Ντάφης 2010). Η βλάστηση προσφέρει επίσης μια τραχεία επιφάνεια η οποία μειώνει την ταχύτητα επιφανειακής απορροής και διευκολύνει τη διήθηση και την εναπόθεση των ιζημάτων, ενώ παράλληλα με το ριζικό σύστημα διασωληνώνει το έδαφος και διευκολύνει τη διείσδυση του νερού μέσα σ αυτό, εμπλουτίζοντας έτσι τα υπόγεια νερά των γειτονικών περιοχών. Οι ρίζες που βοηθούν στη διατήρηση της δομής του εδάφους, οπλίζουν το έδαφος και όταν εισχωρούν σε συμπαγές υπόστρωμα δρουν ως πάσσαλοι που στηρίζουν την προς ανάντη εδαφική μάζα. Κατά αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η συνοχή του εδάφους και παράλληλα οι κόκκοι δένονται από τις λεπτότερες ρίζες (Τσότσος 1991). Επομένως για την βελτίωση και προστασία του εδάφους, θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο σχέδιο αποκατάστασης δενδρώδης βλάστηση µε πλούσιο υπέργειο τµήµα και πυκνό και βαθύ ριζικό σύστηµα. γ) Η συνολική ποσότητα της οργανικής ουσίας που φτάνει στο έδαφος εξαρτάται άμεσα από την ποσότητα των φυτικών υπολειμμάτων που φτάνει στο έδαφος, όπως επίσης και από τη μικροχλωρίδα και πανίδα που δραστηριοποιείται μέσα σε αυτό (Παπαμίχος 1996). Η οργανική αυτή ουσία, επηρεάζει ευμενώς τις φυσικές, βιολογικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους, που συνδέονται στενά με την εδαφογένεση, την υδρολογία και τη διαβρωσιμότητα αυτού. Επίσης οι Brune et al. (2007) επισήμαναν την ευεργετική επίδραση που έχει η βλάστηση στο έδαφος και ιδιαίτερα τα ψυχανθή φυτά, λόγω της ικανότητάς τους να το εμπλουτίζουν με άζωτο. δ) Τέλος, η βελτίωση της χλωρίδας των λατομείων και των χώρων απόθεσης στείρων υλικών παρέχει τροφή και καταφύγιο στην πανίδα, συντελώντας στην ολοκλήρωση και δημιουργία ενός αυτόνομου οικοσυστήματος Επιλογή φυτικού είδους Οι άκρως δυσμενείς κλιματεδαφικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν το περιβάλλον των διαταραγμένων περιοχών, επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη και ευδοκίμηση της βλάστησης. Γι αυτό καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχή εγκατάσταση της βλάστησης είναι η επιλογή των κατάλληλων ειδών, που θα πρέπει να είναι άκρως εξονυχιστική και να βασίζεται σε αυστηρά οικολογικά κριτήρια (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995, Sharma et al. 2000). 45

49 Η στρατηγική αποκατάστασης που θα ακολουθηθεί εξαρτάται πάντα από το σκοπό της αποκατάστασης. Γι αυτό αν ο σκοπός της μελλοντικής διαχείρισης είναι οικονομικός, θα προτιμηθούν είδη εμπορικής αξίας και συνήθως είδη που προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας, γεωργικών καλλιεργειών ή βοσκήσιμης ύλης. Αν το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι η προστασία και διατήρηση, τότε επιλέγονται τα αυτοφυή και βαθύρριζα είδη της περιοχής, διότι είναι πιο ανθεκτικά στις τοπικές συνθήκες περιβάλλοντος και είναι πιο πιθανό να έχουν μεγαλύτερη προστατευτική αξία. Η διαχείριση όμως δεν πρέπει να στοχεύει στην πραγματοποίηση μιας μόνο εναλλακτικής χρήσης, αλλά στην πραγματοποίηση πολλαπλών σκοπών, όπως δηλ στην αριστοποίηση των αισθητικών αξιών του τοπίου, στις προστατευτικές του επιδράσεις αλλά ταυτόχρονα και στην παραγωγή μεγαλύτερων οικονομικών κερδών από τις πολλαπλές χρήσεις αυτών των οικοσυστημάτων για αναψυχή, τουρισμό και την παραγωγή π.χ. βοσκήσιμης ύλης, την παραγωγή δασικών προϊόντων κ.ά. (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Σε ένα δυναμικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό στον οποίο θα διαφυλάσσεται η ποικιλότητα κα θα αυξάνεται η βιολογική παραγωγικότητα θα πρέπει να γίνεται συνδυασμός τόσο δενδρώδους βλάστησης όσο και θαμνώδους και ποώδους βλάστησης. Η δημιουργία μεικτών συστάδων με υπόροφο θα εξασφαλίσει την επιτυχία της περιβαλλοντικής αποκατάστασης σε βάθος χρόνου, καθώς θα διαθέτουν την ικανότητα να αυτοπροστατεύονται από πυρκαγιές και από ασθένειες όπως επίσης θα είναι πιο ανθεκτικές απέναντι στους ισχυρούς ανέμους (Χατζηστάθης κ.ά. 2003). Κατά την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης πρέπει να επισημανθεί πως είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν αυτοφυή πρόδρομα είδη, τα οποία αντέχουν στις αντίξοες συνθήκες θερμοκρασίας, ήλιου κτλ., καθώς είναι φυτά ευκαιριακά και μικρού μεγέθους με κύριο χαρακτηριστικό τις χαμηλές ενεργειακές απαιτήσεις. Τα πρόδρομα λοιπόν φυτά είναι είδη ταχυαυξή κατά το πρώτο στάδιο της ηλικίας τους που συγκρατούν το έδαφος με το πλούσιο ριζικό τους σύστημα. Αυτά καθώς αποδομούνται παρέχουν επίσης οργανική ύλη και όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εγκατάσταση απαιτητικότερων ειδών. Τα πρόδρομα/πρωτοπόρα ή αλλιώς πρόσκοπα είδη, όντας ηλιόφιλα, εκτοπίζονται σταδιακά (λόγω σκίασης) από θαμνώδη είδη. Αυτά είναι πολυετή φυτά με πιο εξεζητημένες οικολογικές απαιτήσεις. Κατόπιν και αυτός ο τύπος βλάστησης θα υποχωρήσει δίνοντας τη θέση του σε δενδρώδη φυτά (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Στα είδη αυτά πρέπει να συμπεριληφθούν και ψυχανθή είδη, διότι αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα 46

50 στοιχεία στην αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων περιοχών, λόγω της ικανότητάς τους να δεσμεύσουν το ατμοσφαιρικό άζωτο και να βελτιώνουν τη δομή και γονιμότητα των διαταραγμένων εδαφών (Singh et al. 2004). Ο βασικός κανόνας που πρέπει να ακολουθηθεί κατά την εκλογή της βλάστησης είναι η μίμηση της ίδιας της φύσης, η μελέτη δηλαδή και ερμηνεία της βλάστησης και της δομής της στη γύρω μη διαταραγμένη περιοχή. Απαντώντας λοιπόν στα ερωτήματα: ποια είδη μακροχρόνια θα εγκαθίσταντο από μόνα τους στον χώρο και ποια αναπτύσσονται σε όμορες περιοχές, έχουμε μία κατηγορία ειδών που θεωρείται η καταλληλότερη για τις αναδασώσεις (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Η εισαγωγή αυτοφυών ειδών συντελεί στη διατήρηση του οικολογικού χαρακτήρα και της οικολογικής ισορροπίας της περιοχής. Μελέτες έχουν αναφέρει πως η χρησιμοποίηση αυτοφυών ειδών στην επανεγκατάσταση της βλάστησης δίνει καλύτερα αποτελέσματα από τα συνήθως χρησιμοποιούμενα σε αυτές τις περιπτώσεις ξενικά είδη (Tordoff et al. 2000), διότι τα αυτοφυή είδη είναι προσαρμοσμένα στις κλιματικές συνθήκες του συγκεκριμένου σταθμού και ο μόνος παράγοντας που αλλάζει για αυτά μετά την εξόρυξη είναι το φυτευτικό υπόθεμα (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Τα αυτοφυή είδη παρέχουν επίσης καταφύγιο σε ενδημικά πουλιά και έντομα και ενισχύουν τη βιοποικιλότητα, τη φυσική διαδοχή και τη σταθερότητα των πρανών, χωρίς να αλλοιώνουν τη χλωριδική φυσιογνωμία της περιοχής. Οι αυτοφυείς φυτικές κοινότητες παρουσιάζουν επιπλέον αντοχή απέναντι στην εισβολή νέων ειδών (ζιζάνια), που ανταγωνίζονται τα επιθυμητά είδη και δημιουργούν συχνά μεγάλο πρόβλημα στα απογυμνωμένα εδάφη και ειδικά όταν προστίθενται σε αυτά λιπάσματα (O'Dell and Claassen 2006). Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η εγκατάσταση αυτοφυών ειδών εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα την απόλυτη σταθερότητα, χωρίς να απαιτούνται εργασίες συντήρησης (Martin et al. 2002). Παρόλα αυτά, η χρησιμοποίηση των αυτοφυών ειδών εμφανίζει δύο σοβαρά προβλήματα : Α) Σε πολλές περιοχές η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει αλλάξει τόσο τα εδάφη και τη δομή των εδαφών, που η επιβίωση κάποιων αυτοφυών ειδών είναι πλέον αδύνατη (Martin et al. 2002). Από τα αυτοφυή είδη φαίνεται να καταλαμβάνουν επιτυχώς τέτοιες εκτάσεις αυτά που βρίσκονται στα χαμηλότερα στάδια διαδοχής, όπως τα αγρωστώδη και λίγες πλατύφυλλες πόες, τα οποία δεν 47

51 υπάρχουν στην αγορά και πρέπει να συλλεχθούν με τα χέρια ή άλλα μέσα από τη γύρω περιοχή (Σιδηροπούλου κ.ά. 2002). Β) Πολλά αυτοφυή είδη, όπως προαναφέραμε, πρέπει να συλλέγονται με τα χέρια από τις γύρω αδιατάρακτες εκτάσεις. Γεγονός που περιορίζει τη διαθεσιμότητά τους και καθιστά αδύνατη την επαναβλάστηση μεγάλων εκτάσεων με τα είδη αυτά. Η διαθεσιμότητα των σπόρων ίσως να είναι ο πιο δαπανηρός παράγοντας της αποκατάστασης της βλάστησης σε μια διαταραγμένη έκταση και ακόμη περισσότερο αν αυτή η έκταση βρίσκεται σε ορεινή περιοχή όπου η διαθεσιμότητα του σπόρου είναι ελάχιστη λόγω των δυσμενών συνθηκών αύξησης. Άγρια είδη που έχουν καλλιεργηθεί για να παρέχουν σπόρους σε έργα αποκατάστασης μεγαλύτερης κλίμακας και με χαμηλό κόστος, τείνουν να είναι ποώδη πολυετή φυτά ή θάμνοι που ανήκουν στις οικογένειες Asteraceae, Poaceae και Fabaceae (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995, Martin et al. 2002). Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως παρόλο που υπάρχουν αναμφίβολα πλεονεκτήματα από την εγκατάσταση των αυτοφυών ειδών στα ποσοστά επιβίωσης τους και ρυθμούς ανάπτυξης, είναι απαραίτητη πολλές φορές και η εισαγωγή και άλλων ειδών. Έχει αποδειχθεί πως και ορισμένα ξένα προς την φυσική φυτοκοινωνία, αλλά σταθμικώς αρμόζοντα φυτικά είδη ή και ξενικά είδη από άλλες χώρες έδωσαν άριστα αποτελέσματα, όπως π.χ. τα είδη Robinia pseudoacacia, Spartium junceum κλπ. (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Θα πρέπει όμως να γίνεται προσεκτικός σχεδιασμός κατά την επιλογή ξενικών ειδών και ιδιαίτερα σε περιοχές που βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας, λόγω της τάσης κάποιων ειδών να εισβάλουν στα ξένα οικοσυστήματα και να διαταράσσουν τις φυτοκοινότητες των παρακείμενων εκτάσεων με σοβαρό κίνδυνο τη γενετική ρύπανση ή και απώλεια σπάνιων ειδών. Επίσης τα ξενικά είδη μπορεί να παρουσιάσουν απρόσμενα μικρή ανάπτυξη, υψηλή θνησιμότητα και ασθένειες, όπως επίσης να απαιτούν παραπάνω φροντίδα από τα αυτοφυή είδη. Τα αυτοφυή ή μη είδη που θα επιλεχτούν στην αποκατάσταση διαταραγμένων εκτάσεων θα πρέπει κατά προτίμηση να έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά (Ισπικούδης και Κούκουρα 1992, Khater and Martin 2007): 1 Αντοχή στις ακραίες συνθήκες ξηρασίας και θερμοκρασίας. 2 Προσαρμοστικότητα: να ευδοκιμούν σε μια ποικιλία οικοσυστημάτων και εδαφών, τόσο φτωχών όσο και γόνιμων, ξηρών ή υγρών, όξινων ή αλκαλικών κλπ ( μεγάλο οικολογικό εύρος) 48

52 3 Ποικίλη μορφή και χαρακτήρα ανάπτυξης: όπως π.χ χαμηλά φυτά με εκτεταμένο ριζικό σύστημα για τη σταθεροποίηση του εδάφους, θάμνοι με πυκνά κλαδιά και φύλλωμα για ανεμοφράκτες, πυκνή ανάπτυξη σε συνδυασμό με αγκάθια για ζωντανούς φράκτες, αναρριχώμενα είδη για πρανή και απόκρημνες όχθες, φυλλοβόλα είδη για τη γρήγορη δημιουργία ξηροφυλλάδας που είναι χρήσιμη για τον έλεγχο της διάβρωσης και τον εμπλουτισμό του εδάφους με θρεπτικά στοιχεία, αειθαλή είδη για το διακοσμητικό τους χαρακτήρα σε όλες τις εποχές. 4 Αυξητική συμπεριφορά: να έχουν δυνατότητα γρήγορης ανάπτυξης κατά το πρώτο στάδιο της ηλικίας τους, για την άμεση κάλυψη του εδάφους και να ανταγωνίζονται επιτυχώς τη φυσική αναγέννηση ανεπιθύμητων ειδών. Επιθυμητή είναι επίσης και η ικανότητα πρεμνοβλάστησης μετά από πυρκαγιά και βόσκηση, όπως επίσης επιθυμητό είναι το ελάχιστο των καλλιεργητικών επεμβάσεων για την περιποίηση και διατήρησή τους. 5 Βιότοποι άγριας πανίδας: Να προσφέρουν τροφή και να διασφαλίζουν καταφύγιο για φώλιασμα, προστασία από τις αντίξοες συνθήκες και τους εχθρούς τους. Κάποια είδη θάμνων π.χ. είναι πιο ωφέλιμα από άλλα για συγκεκριμένα είδη της άγριας πανίδας. 6 Απουσία ανεπιθύμητων ιδιοτήτων: να μην είναι δύσοσμα, δηλητηριώδη, να μην προκαλεί η γύρη τους αλλεργικές καταστάσεις, να είναι ακίνδυνα για πυρκαγιές κτλ. 7 Διαθεσιμότητα: θα πρέπει να είναι εύκολη η απόκτηση φυταρίων και σπόρων και σε λογικές τιμές. 8 Ευκολία εγκατάστασης: Να είναι ελαφρόσπορα, φωτόφιλα με μικρές εδαφικές απαιτήσεις ώστε να μην εξαρτώνται από τη σκίαση, άρδευση, λίπανση, ιδιαίτερη φροντίδα κλπ. Επιθυμητά είναι επίσης τα είδη που μπορούν να εγκατασταθούν με μοσχεύματα, απευθείας σπορά κλπ. Στην επιστημονική βιβλιογραφία λείπουν οι αναφορές που να επισημαίνουν την οικολογική αξία των εγκαταλειμμένων λατομείων. Τα μέτωπα των λατομείων μπορούν φυσιογραφικά να συγκριθούν με τους φυσικούς απόκρημνους βράχους, όπου εμφανίζεται διαφορετική και ιδιαίτερα σπάνια βλάστηση. Από μελέτες των Cullen et al. (1998) διαπιστώθηκε συγκρίσιμη χλωριδική σύνθεση μεταξύ τους και γι αυτό οι απόκρημνοι φυσικοί βράχοι στην περιοχή θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οικοσυστήματα αναφοράς για τα μέτωπα των λατομείων. Επιβεβαιώθηκε η 49

53 ύπαρξη συγκεκριμένων φυτικών ειδών, τα οποία φύονται αποκλειστικά σε οικοσυστήματα αυτού του τύπου, όπως είναι π.χ. η χασμοφυτική βλάστηση που εμφανίζεται στις εξάρσεις των ασβεστολιθικών βράχων και πρανών, ενώ κάποια από αυτά είναι σπάνια προστατευόμενα είδη που έχουν εντοπιστεί σε εγκαταλειμμένα λατομεία (Khater and Martin 2007). Ένα σχέδιο αποκατάστασης θα πρέπει λοιπόν να σέβεται τη δυνατότητά τους να φιλοξενήσουν ενδημικά και πολύ ενδιαφέροντα είδη. Τελειώνοντας λοιπόν, πρέπει να αναφέρουμε πως το αποκατασταθέν οικοσύστημα που θα προκύψει πρέπει να αλληλεπιδρά με άλλα οικοσυστήματα ή να είναι μέρος ενός μεγαλύτερου οικοσυστήματος. Σύμφωνα μάλιστα με την Society for Ecological Restoration International ένα οικοσύστημα θεωρείται αποκαταστημένο όταν περιλαμβάνει βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, χωρίς περαιτέρω εξωτερική επίδραση (SER 2004). Άρα, το οικοσύστημα θα πρέπει να μπορεί να συντηρηθεί τόσο δομικά όσο και λειτουργικά. Αυτό το οικοσύστημα θα δείξει αντοχή τόσο σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες όσο και σε διαταράξεις. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως οι βασικότερες προϋποθέσεις για την εκλογή της βλάστησης είναι : Α) Να είναι βιολογικά προσαρμοσμένη προς τις οικολογικές συνθήκες του σταθμού, στον οποίο θα εισαχθεί. Β) Να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τεθέντος δασοπονικού σκοπού και Γ) Η εγκατάστασή της και ο παραπέρα χειρισμός της να είναι εύκολος χωρίς ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989) Εγκατάσταση βλάστησης Η εγκατάσταση της βλάστησης μπορεί να γίνει με σπορά ή με φύτευση φυταρίων ή δενδρυλλίων που έχουν παραχθεί σε φυτώριο. Η κάθε μία από αυτές τις μεθόδους παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και αφορούν τις δαπάνες, την καταβολή εργασίας, τις ιδιότητες των ειδών, τους κινδύνους της νεοφυτείας, τις σταθμολογικές συνθήκες και τη μετέπειτα φροντίδα. Ανάμεσα στις δύο μεθόδους θεωρείται ότι η επιτυχία της σποράς οφείλεται περισσότερο στην τύχη, καθώς εξαρτάται άμεσα από τις βιοκλιματικές συνθήκες που θα ακολουθήσουν. Από την άλλη η φύτευση εξαρτάται κυρίως από την ορθή εκτέλεση των εργασιών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). 50

54 Τα πλεονεκτήματα της σποράς έναντι της φύτευσης είναι το μικρότερο αρχικό κόστος, ιδίως όταν υπάρχουν άφθονοι διαθέσιμοι σπόροι, όπως επίσης το μικρότερο εργατικό δυναμικό και η μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή μεθόδου. Επειδή όμως μπορεί να υπάρξει μεγάλο ποσοστό αποτυχίας τότε το κόστος και η καταβολή εργασίας αυξάνεται καθώς θα πρέπει να γίνει επαναληπτική σπορά. Άλλα μειονεκτήματα κατά την σπορά είναι η πιθανότητα διάβρωσης κατά τη διάρκεια του σταδίου εγκατάστασης, περιορισμοί ως προς την κατάλληλη εποχή φύτευσης και η ανάγκη νερού και κατάλληλων θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια βλάστησης (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Η φύτευση, από την άλλη, απαιτεί μεγαλύτερη καταβολή εργασίας αρχικά κι έχει υψηλό κόστος για την προμήθεια των φυτών. Με τη χρήση όμως βελτιωμένων μεθόδων φύτευσης και κατάλληλων φυτευτικών συνδέσμων το κόστος μπορεί να μειωθεί αρκετά (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Ανάλογα με τις ιδιότητες των ειδών επιλέγεται η εγκατάστασή τους με σπορά ή με φύτευση. Είδη τα οποία καρποφορούν άφθονα και συχνά είναι τα πλέον κατάλληλα για σπορά, ενώ επίσης προτείνεται και για είδη τα οποία αναπτύσσουν γρήγορα βαθύ ριζικό σύστημα όπως είναι η κουκουναριά, η δρυς και η καρυδιά. Η φύτευση δενδρυλλίων ή μοσχευμάτων είναι πιο συμφέρουσα για είδη τα οποία δεν καρποφορούν αρκετά συχνά και σε μεγάλη ποσότητα ή που οι σπόροι τους είναι ακριβοί (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Επειδή μια νεοφυτεία απειλείται τόσο από τη χλωρίδα όσο και από την πανίδα, η σπορά αποκλείεται σε περιπτώσεις έντονης χορτοβρίθειας λόγω του ανταγωνισμού της παριδαφιαίας βλάστησης και του κινδύνου να φαγωθούν οι σπόροι από τρωκτικά, πτηνά ή άλλα ζώα. Για τους παραπάνω λόγους απαιτείται επιμελέστερη κατεργασία του εδάφους σε σχέση με τη φύτευση, που σκοπό έχουν την απομάκρυνση του νεκρού εδαφοκαλύμματος και της παρεδαφιαίας βλάστησης. Η φύτευση από την άλλη εξασφαλίζει μεγαλύτερη επιτυχία, καθώς τα δενδρύλλια μπορούν να αντέξουν καλύτερα τις ζημιές από την πανίδα, ενώ ξεπερνούν γρήγορα τον ανταγωνισμό της παρεδαφιαίας βλάστησης σε χορτομανή εδάφη (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Η σπορά έχει περισσότερους περιορισμούς όσον αφορά στις σταθμολογικές συνθήκες. Τα βαριά χορτομανή εδάφη είναι ακατάλληλα για σπορά όπως επίσης και τα άγονα αμμώδη. Για την επιτυχία της σποράς απαιτείται επαρκής υγρασία εδάφους με σχετική ομοιομορφία, ενώ κάθυγροι ή επιφανειακά αποξηραινόμενοι σταθμοί πρέπει να αποφεύγονται. Οι καλύτερες συνθήκες εξασφαλίζονται σε μέσης ποιότητας 51

55 τόπους. Η φύτευση από την άλλη μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τις συνθήκες (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, ΤΔ-Δ ). Από δασοκομικής άποψης η σπορά αποτελεί μία φυσική μέθοδο όπου υπό ευνοϊκές συνθήκες εξελίσσεται καλύτερα και καλύπτει γρηγορότερα το έδαφος εξασφαλίζοντας μεγαλύτερο αριθμό φυταρίων ανά μονάδα επιφάνειας. Η σπορά παρέχει επίσης μεγαλύτερη δυνατότητα φυσικής και καλλιεργητικής επιλογής και συμβάλλει στη απρόσκοπτη και φυσιολογική εξέλιξη των φυταρίων και ιδιαίτερα του ριζικού συστήματός τους. Η φύτευση όμως από την άλλη συνεπάγεται κέρδος χρόνου και επιτρέπει την ευκολότερη κάλυψη συγκεκριμένων και σαφώς ορισμένων περιοχών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Φύτευση Κατά τους Bradshaw and Chadwick (1980) η ηλικία των φυταρίων, των δενδρυλλίων και των μοσχευμάτων που θα φυτευτούν θα πρέπει να είναι 1-3 ετών και να έχουν ύψος cm. Στη φύτευση πρέπει να εξασφαλίζεται η άμεση ριζοβόληση των φυταρίων και η αντοχή στο δυσμενές περιβάλλον κατά το πρώτο έτος (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της φύτευσης, είναι η εκλογή της κατάλληλης εποχής και μεθόδου φύτευσης. Το φυτευτικό υλικό που θα χρησιμοποιηθεί στην αποκατάσταση θα πρέπει να είναι υγιές, με καλά αναπτυγμένα στελέχη και χωρίς την ύπαρξη εκδορών στο φλοιό, κακώσεις και άλλες παραμορφώσεις. Ο κορμός του θα πρέπει να είναι επίσης όσο το δυνατόν ίσιος, με σωστή διαμόρφωση κλαδιών, συμμετρική κορυφή κτλ. και να έχει πλούσιο ριζικό σύστημα. Το φυτικό υλικό πρέπει να προέρχεται από φυτώριο που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 1564/85 και θα βρίσκεται κατά προτίμηση σε θέση με παρόμοιες κλιματεδαφικές συνθήκες, προκειμένου να μειωθεί το «σοκ» μεταφύτευσης (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, ΤΔ-Δ ). Κατά την φύτευση ο άξονας του φυτού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν κατακόρυφος, να μην κάμπτεται το άκρο της ρίζας, ενώ θα πρέπει ο ριζικός κόμβος να βρίσκεται στο επίπεδο του εδάφους μετά την κατακάθιση του εδάφους. Σε ξηρά και θερμά κλίματα εφαρμόζεται κατά προτίμηση η μέθοδος της χαμηλής φύτευσης όπου διαμορφώνεται ένας «λάκκος συντηρήσεως», στον οποίο ο ριζικός κόμβος του φυτού βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της γύρω περιοχής, επιτρέποντας αφ ενός στις ρίζες να φτάνουν όσο πιο κοντά στα βαθύτερα και υγρότερα στρώματα 52

56 του εδάφους και αφετέρου να συγκρατείται στον λάκκο περισσότερο νερό κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων. Καλά αποτελέσματα επιβίωσης των φυτών έχει δώσει επίσης η κάλυψη του λάκκου συντήρησης με πλαστικό διαμέτρου εκ., από το οποίο θα διέρχεται το φυτό μέσω μιας οπής στο κέντρο του. Το πλαστικό στη συνέχεια θα καλύπτεται με έδαφος για να προστατεύεται από τον ήλιο. Το πλαστικό προστατεύει επίσης αποτελεσματικά το νερό του εδάφους από την εξάτμιση. Σε βαριά όμως και συνεκτικά εδάφη, όπου το νερό διηθείται βραδέως, θα πρέπει αυτή η μέθοδος να αποφεύγεται, καθώς εγκυμονεί ο κίνδυνος ασφυξίας των φυτών. Σε αυτή την περίπτωση προτιμάται η υψηλή φύτευση οπότε και το νερό απομακρύνεται εγκαίρως. Επίσης, στις περιπτώσεις όπου η φύτευση πραγματοποιείται σε εδάφη με απότομη κλίση, θα πρέπει η φύτευση να γίνεται σε βαθμίδες με αντίκλιση 2%. (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Το έδαφος που θα περιβάλλει το ριζικό σύστημα θα πρέπει να είναι το καλύτερο δυνατό, να είναι νωπό και να συμπιέζεται καλά έτσι ώστε να έρχεται σε επαφή με όλες τις ρίζες, χωρίς όμως αυτές να συνθλίβονται ή να κόβονται. Στα ξηρά κλίματα το ανώτερο στρώμα του εδάφους πρέπει να σκαλίζεται τακτικά ώστε να διατηρείται χαλαρό και να αποφεύγεται ο σχηματισμός κρούστας. Είναι δυνατή επίσης η κάλυψη με πλακόμορφες πέτρες έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η απώλεια υγρασίας (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Υδροσπορά Προηγούμενες μελέτες έδειξαν πως η εγκατάσταση της βλάστησης με τη μέθοδο της υδροσποράς είναι μια από τις καλύτερες πρακτικές σε περιπτώσεις όπου έχουμε γυμνές, ασταθείς, κεκλιμένες επιφάνειες στις αποθέσεις των στείρων και στα μέτωπα εξόρυξης και ειδικά όταν η πρόσβαση σε αυτά είναι πολύ δύσκολη (εικ. 16). Επίσης με την υδροσπορά συντομεύεται η διαδικασία της φυσικής διαδοχής κατά 5 με 10 χρόνια (Khater and Martin 2007). Η υδροσπορά είναι μια μέθοδος που άρχισε να χρησιμοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως για την αποκατάσταση διαταραγμένων περιοχών. Έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε διάφορες περιπτώσεις αποκατάστασης του τοπίου (Albaladejo et al. 2000) και ειδικά σε επιφάνειες όπου τα σκαπτικά μηχανήματα δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση ή εμφανίζουν μεγάλη κλίση, λόγω της ικανότητας των υδροσπορέων να ψεκάζουν το υδατικό διάλυμα σε απόσταση έως και 60 μέτρων 53

57 (Bradshaw and Chadwick 1980). Σε περιπτώσεις που πρέπει να αποκατασταθούν μεγάλες εκτάσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και ελικόπτερα (εικ. 17). Εικόνα Υδροσπορά πάνω σε επιφάνεια που ήδη έχει καλυφθεί με γεωύφασμα (πηγή: Εικόνα 17. Υδροσπορά με ελικόπτερο σε μεγάλες εκτάσεις (polymerinnovations.blogspot.com). Άλλα πλεονεκτήματα της υδροσποράς είναι επίσης η άμεση προστασία του εδάφους από τη διάβρωση, η βελτίωση των συνθηκών εγκατάστασης και ανάπτυξης της βλάστησης, η ελαστικότητα στην επιλογή των μιγμάτων και της πυκνότητας σποράς σε λογικό κόστος. Τα μειονεκτήματα είναι ότι οι ανάγκες εξοπλισμού απαιτούν μεγάλες περιοχές κάλυψης, ώστε να είναι συμφέρουσα η εφαρμογή από πλευράς κόστους (Ισπικούδης 2010). Κατά την υδροσπορά, εκτοξεύεται με ειδικό εξοπλισμό ένα μίγμα που αποτελείται από υδατικό διάλυμα που περιέχει το κατάλληλο μίγμα σπόρων, λίπασμα που εμπλουτίζει το έδαφος με θρεπτικές για τα φυτά ουσίες και ενεργοποιεί τους μικροοργανισμούς, καθώς και άλλα βοηθητικά προϊόντα. Τέτοια είναι ο μπεντονίτης, η κυτταρίνη, ασφαλτικό γαλάκτωμα, άχυρο, ξερά φύλλα, ίνες ξύλου κ.ά., που προστατεύουν προσωρινά την εδαφική επιφάνεια από τη διάβρωση, επικολλούν τους σπόρους στην επιφάνεια του εδάφους, προστατεύουν τους σπόρους κατά την πρώτη τους ανάπτυξη και στη συνέχεια τους βοηθούν παρέχοντάς τους για όσο χρόνο χρειάζεται την απαραίτητη τροφή και υγρασία (ΤΔ-Δ ). 54

58 Πριν ή μετά την υδροσπορά τοποθετούνται πλαστικά δίκτυα, για τη στερέωση τόσο των ίδιων των πρανών όσο και του υλικού επικάλυψης (π.χ. άχυρο). Για τη συγκράτηση κυρίως υλικών στις εκσκαφές, χρησιμοποιούνται επίσης συρμάτινα δίκτυα. Άλλο υλικό που τοποθετείται είτε πριν είτε μετά την υδροσπορά και χρησιμοποιείται για την προστασία και αναχλόαση των πρανών είναι το γεωύφασμα, το οποίο κατασκευάζεται συνήθως από οργανικά υλικά (άχυρο, γιούτα, κοκοφοίνικα ή άλλα υπολείμματα γεωργικών προϊόντων) αλλά και από συνθετικά προϊόντα με ποικίλο βαθμό βιοδιάσπασης, όπως επίσης και με συνδυασμό τόσο οργανικών όσο και συνθετικών προϊόντων (ΤΔ-Δ , Χιονίδου 2007, Ισπικούδης 2010). Η επιλογή του μίγματος σπόρων που επιλέγεται κάθε φορά κατά την εργασία της υδροσποράς εξαρτάται από τη γεωγραφική θέση, το μικροκλίμα της περιοχής και της απαιτήσεις του έργου. Στις περιπτώσεις δυσπρόσιτων επιφανειών όπως πρανών αυτοκινητοδρόμων χρησιμοποιούνται μίγματα σπόρων της τοπικής αυτοφυούς χλωρίδας (ΤΔ-Δ ) Εποχή σποράς και φύτευσης Η εκλογή της κατάλληλης εποχής σποράς και φύτευσης παίζει αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχία των φυτεύσεων. Γενικότερα η φύτευση συνίσταται να γίνεται στην χώρα μας το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές και την άνοιξη μετά την τήξη του χιονιού που υπάρχουν καλές συνθήκες ριζοβόλησης (υγρασία στο έδαφος μέχρι και σε βάθος τουλάχιστον 30 cm και θερμοκρασία στο βάθος του ριζικού συστήματος μεγαλύτερη από 5 C). Επίσης η σχετική υγρασία του αέρα είναι υψηλή, η εξάτμιση χαμηλή, το υπέργειο τμήμα των φυταρίων βρίσκεται σε βλαστητική ηρεμία, ενώ το ριζικό τους σύστημα αυξάνει ακόμα ή έχει ήδη αρχίσει την αύξησή του (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Συγκεκριμένα η σπορά και η φύτευση πραγματοποιούνται το φθινόπωρο για τα χαμηλά υψόμετρα και τις θερμές περιοχές και την άνοιξη για τα μεγαλύτερα και πιο ψυχρά υψόμετρα. Για την υδροσπορά ο κατάλληλος χρόνος εκτέλεσής της για τις ελληνικές συνθήκες είναι το φθινόπωρο. Ανοιξιάτικη σπορά είναι επίσης δυνατή, αλλά με φτωχότερα αποτελέσματα και με μεγαλύτερο κόστος (Ισπικούδης 2010). Η κατάλληλη εποχή για τη σπορά μπορεί να ποικίλλει επίσης ανάλογα με το συγκεκριμένο είδος. 55

59 Καλλιεργητικές φροντίδες και Συντήρηση Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη τόσο κατά τη φύτευση και τη σπορά, όσο και μετά τη φύτευση. Τα φυτάρια δεν πρέπει να εγκαταλείπονται στην τύχη τους, αλλά πρέπει να εκτελούνται όλες οι εργασίες που καθιστούν καλή την εγκατάσταση της βλάστησης και την επίτευξη της συγκόμωσης των δενδρυλλίων : 1) Μετά τη διάστρωση των επιφανειών με έδαφος, πρέπει να ακολουθήσει η άροση και το σβάρνισμα του εδάφους, που αποσκοπούν στη χαλάρωσή του και στην ομοιογενοποίηση της επιφάνειάς του, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο ευνοϊκές συνθήκες για τη διείσδυση των νεαρών σποριοφύτων (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Ashby 1997). Στα ξηρά κλίματα το ανώτερο στρώμα του εδάφους θα πρέπει να σκαλίζεται τακτικά ώστε να διατηρείται χαλαρό και να αποφεύγεται ο σχηματισμός κρούστας. Είναι δυνατή επίσης η κάλυψη με πλακόμορφες πέτρες έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η απώλεια υγρασίας (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989) 2) Πριν τη φύτευση ή σπορά πρέπει να προηγηθεί το βοτάνισμα του χώρου χειρωνακτικά ή με χρήση ζιζανιοκτόνου. Η εργασία αυτή αφορά στο καθάρισμα των χώρων, τόσο πριν τη φύτευση όσο και κατά τη διάρκεια του χρόνου συντήρησης των φυτών, από την ανταγωνιστικά βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή (βρύα, πόες, φτέρες και θάμνοι). Η ανάγκη καταπολέμησής της είναι εντονότερη σε ξηρές και άγονες περιοχές όπου ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος κυρίως για το νερό (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). 3) Η άρδευση είναι επίσης απαραίτητη για την επιτυχία της εγκατάστασης. Οι Messina and Duncan (1993) διαπίστωσαν τη θετική επίδραση της άρδευσης των δέντρων και των θάμνων κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη φύτευσή τους. Ο Bjugstad (1984) αναφέρει ότι το ποσοστό επιβίωσης των φυτών είναι μεγαλύτερο τα έτη που οι βροχοπτώσεις είναι μεγαλύτερες του μέσου όρου ή όταν ποτίζονται τα πρώτα δύο έτη. Εάν οι συνθήκες κατά την καλοκαιρινή περίοδο είναι αντίξοες για τα φυτάρια, επιβάλλεται να γίνονται 4 ποτίσματα ανά έτος κατά τα 2 πρώτα χρόνια εγκατάστασης της νεοφυτείας (Χιονίδου 2007). Η βελτίωση των συνθηκών εδαφικής υγρασίας μπορεί επίσης να επιτευχθεί με την βαθμίδωση των σωρών, διαμόρφωση ήπιων κλίσεων, κάλυψη των αδρανών υλικών με άχυρο, κοπριά κλπ. 4) Τα λιπάσματα και τα υπόλοιπα εδαφοβελτιωτικά προστίθενται συνήθως κατά τη διάρκεια της σποράς ή των φυτεύσεων (Ισπικούδης 2010). Σύμφωνα με τους 56

60 Bradshaw and Chadwick (1980), αν και τα δέντρα με τις ρίζες τους μπορούν να φτάσουν αρκετά μακριά για την εύρεση θρεπτικών συστατικών, πρέπει και σε αυτά να εφαρμόζεται λίπανση με Ν και Ρ τόσο στα αρχικά στάδια ανάπτυξής τους, αλλά ιδιαιτέρως κατά τον δεύτερο και τρίτο χρόνο. 5) Η στήριξη των δέντρων είναι επίσης απαραίτητη ώστε να μην ξεριζωθούν από τον άνεμο. 6) Η βόσκηση είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τόσο τις φυτεμένες όσο και τις φυσικώς αποικούμενες περιοχές. Οι Schuman and Belden (2002) σημείωσαν πως με τη σπορά υψηλών ποσοστών αγρωστωδών, μειώθηκε η πίεση βόσκησης προς τους θάμνους, αυξάνοντας έτσι την επιβίωσή τους. Για την αποφυγή των παραπάνω προβλημάτων που μπορεί να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στα νεαρά δενδρύλλια, προτείνεται η περίφραξη των φυτεμένων περιοχών. Η περίφραξη μπορεί να γίνει επίσης με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων θάμνων που θα σχηματίζουν έναν φυσικό φράχτη ο οποίος προσφέροντας πολύτιμη βοσκήσιμη ύλη στα κτηνοτροφικά ζώα, θα τα εμποδίζει από την είσοδό τους στις αναδασωμένες εκτάσεις (Ισπικούδης και Κούκουρα 1992). 7) Δέντρα που δεν ευδοκίμησαν ή έχουν προσβληθεί από ασθένειες πρέπει να απομακρύνονται, προκειμένου να μην αποτελέσουν εστία μόλυνσης. 8) Συμπληρωματικές δεντροφυτεύεις. Τα φυτάρια που εγκαθίστανται στις αναδασώσεις ακόμη και υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες δεν επιβιώνουν όλα. Τον πρώτο χρόνο μετά την εγκατάσταση είναι απαραίτητη η συμπλήρωση των δημιουργηθέντων κενών, όταν διαπιστωθεί ποσοστό επιβίωσης μικρότερο του 75-85%. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου χρησιμοποιήθηκε στενός φυτευτικός σύνδεσμος, οπότε είναι δυνατό να γίνει παραδεκτό ακόμη χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης που κυμαίνεται στο 60 70% (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). 9) Κλάδεμα. Κάθε χρόνο, ανάλογα με το είδος του φυτού, την ηλικία, την ανάπτυξη και το σκοπό που επιδιώκεται, πρέπει αυτό να κλαδεύεται από ειδικευμένο προσωπικό. Ασφαλώς η ανάλυση και γνώση των χαρακτηριστικών του εδάφους, του υπεδάφους, της βλάστησης και της υδατικής κατάστασης μιας περιοχής δεν αρκεί για την πραγματοποίηση μιας ολοκληρωμένης αποκατάστασης. Θα πρέπει εκτός των άλλων να γίνει δημιουργική εφαρμογή των αρχών της αρχιτεκτονικής του τοπίου έτσι ώστε το αποτέλεσμα να συνδυάζει τόσο τη λειτουργικότητα όσο και την αισθητική του χώρου που θα καλύπτει τις ανάγκες και επιθυμίες του ανθρώπου. Το 57

61 σχέδιο της αποκατάστασης θα πρέπει με την κατάλληλη οπτική ανάλυση να αναπτύξει και να τεκμηριώσει επαρκή αποφασιστικά κριτήρια για τη διαχείριση των ορατών χαρακτηριστικών της τοπογραφικής διαμόρφωσης και των διαφόρων δραστηριοτήτων που θα αναπτυχθούν στην επιφάνεια της γης. Αυτό θα γίνει αναγνωρίζοντας τα υφιστάμενα επίπεδα της ποιότητας της θέας, τις κατηγορίες προτιμήσεων και του επιπέδου στο οποίο διατηρείται το ενδιαφέρον των κατοίκων της περιοχής και των επισκεπτών καθώς και της απορροφητικής ικανότητας του τοπίου, δηλ. της σχετικής ικανότητας της γης να δέχεται οργανωμένες δραστηριότητες και ακόμη να διατηρεί την ακεραιότητα της ποιότητας της θέας της (Ισπικούδης 1981). 58

62 ΙΙΙ. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ Το Ασβεστοχώρι είναι ένας οικισμός χτισμένος αμφιθεατρικά στους πρόποδες δύο λόφων, οι οποίοι αποτελούν συνέχεια του όρους Χορτιάτη. Βρίσκεται βορειοανατολικά του κέντρου της Θεσσαλονίκης σε μια απόσταση μικρότερη των 10 χιλιομέτρων και σε υψόμετρο 400 μέτρων. Το Ασβεστοχώρι πρωτοσυστάθηκε με την ονομασία «Νεοχώριον» γύρω στο μ.χ, επί Τουρκοκρατίας και σε χάρτη του 1914 αναφέρεται με τρείς ονομασίες: Κιρέτσκιοϊ, Νεοχώρι και Παεζάνοβο. Ιδρύθηκε στο μέσο της ακατοίκητης δασώδους έκτασης μεταξύ Θεσσαλονίκης και Χορτιάτη, στην οποία υπήρχαν οι Βυζαντινοί μύλοι και τα υδραγωγεία που ύδρευαν τη Θεσσαλονίκη. Διερχόταν επίσης παρακαμπτήριος της Εγνατίας οδού, από την οποία μεταφερόταν συντομότερα το Ταχυδρομείο, από το Δυρράχιο προς Θεσσαλονίκη- Κωνσταντινούπολη (Ζαχαροπούλου 2006). Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν κυβερνητικοί φύλακες οι οποίοι προστάτευαν το πέρασμα από τις λίμνες (Κορώνεια και Βόλβη) προς τη Θεσσαλονίκη και ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη του διερχόμενου ταχυδρομείου προς την Κωνσταντινούπολη και των χρηματαποστολών. Αυτοί μαζί με τις οικογένειές τους ήταν επιφορτισμένοι επίσης με την ευθύνη του καθαρισμού των βυζαντινών υδραγωγείων, ένα μέρος των οποίων διασώζεται ακόμη και σήμερα μεταξύ των οικισμών Ασβεστοχωρίου και Χορτιάτη. Το νερό ξεκινούσε από τις πηγές του βουνού, διέσχιζε μέσα σε πέτρινο αγωγό όλη την περιοχή και κατέληγε στην Άνω πόλη της Θεσσαλονίκης, στη σημερινή δεξαμενή της Μονής Βλατάδων. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, το Ασβεστοχώρι μετείχε ενεργά με δικό του αντάρτικο σώμα, κατορθώνοντας να εξολοθρέψει τις Βουλγαρικές ομάδες και να καταστρέψει τις βάσεις τους στη λίμνη του Λαγκαδά (Σφενδόνης 1956). Οι πρώτοι κάτοικοι ζούσαν με το μισθό του φύλακα και σε συνδυασμό με την άφθονη καύσιμη ύλη και τον ασβεστόλιθο της περιοχής σύντομα ξεκίνησε η παραγωγή του ασβέστη από τους κατοίκους του περίπου το , όπως γραπτές μαρτυρίες τεκμηριώνουν, χωρίς όμως να είναι γνωστό πως αποκτήθηκε η 59

63 απαραίτητη τεχνογνωσία. Έτσι οι Τούρκοι μετονόμασαν το Νεοχώρι σε Κιρέτσ-Κιοϊ (= Ασβεστοχώρι) (Ζαχαροπούλου 2006). Μετά το 1780, οι φύλακες απολύθηκαν από την κυβερνητική υπηρεσία και καταδικάστηκαν σε ισόβια εξορία στην Προύσα της Μ. Ασίας, η οποία την εποχή εκείνη ήταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, μετά από ληστεία, που οι ίδιοι έκαναν στο ταχυδρομείο. Μετά την παρέλευση ετών οι εξόριστοι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή στρατιωτικών έργων. Οι εν λόγω φύλακες δήλωσαν ότι είναι ασβεστοποιοί και έτσι τους ανατέθηκε η παραγωγή της απαιτουμένης ποσότητας ασβέστου για την ολοκλήρωση των έργων (Σφενδόνης 1956). Μετά την αποπεράτωση των έργων αυτών που διήρκησαν δυο με τρία χρόνια, οι εξόριστοι αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, λόγω της σημαντικής συμβολής τους στην ολοκλήρωση των έργων. Και όταν ρωτήθηκαν οι άνθρωποι αυτοί αν ήθελαν να ζητήσουν κάτι από το κράτος, αυτοί το μόνο που ζήτησαν ήταν να τους επιτραπεί να ασκήσουν το επάγγελμα του ασβεστοποιού σε όλες τις πόλεις του κράτους (Σφενδόνης 1956). Η παραγωγή ασβέστου κυριάρχησε, καθώς υπήρχαν άφθονες πρώτες ύλες, δηλαδή ασβεστολιθικά πετρώματα και πουρνάρια ως καύσιμη ύλη. Οι κάτοικοι στο χωριό συνεχώς αυξανόντουσαν διότι προσέφευγαν εκεί οι άνεργοι των γύρω χωριών και τσιφλικιών που εργάζονταν ως κολίγοι, των οποίων η ζωή ήταν μαρτυρική λόγω της τυραννίας που ασκούσαν οι τσιφλικούχοι Τούρκοι. Λόγω της αύξησης του πληθυσμού και λόγω της έλλειψης άλλων πόρων ζωής, διότι τα εδάφη του χωριού ήταν ακατάλληλα για καλλιέργεια, οι ασβεστοποιοί ξενιτεύονταν συχνά σε ομάδες με αρχικό προορισμό την Προύσα. Οι ομάδες αυτές αναχωρούσαν το Φεβρουάριο και επέστρεφαν μόλις έμπαινε ο χειμώνας, Οκτώβριο με Νοέμβριο. Πολλοί από τους ασβεστοποιούς μετανάστευσαν επίσης στις γύρω βαλκανικές χώρες, κυρίως στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπου κατασκεύασαν δικές τους μονάδες, ενώ αρκετοί μετακόμισαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας για τον ίδιο σκοπό. Όλοι οι παραπάνω έφεραν το προσωνύμιο «προυσαλήδες», που ονομάζονταν γενικά οι ξενιτεμένοι (Σφενδόνης 1956, Ζαχαροπούλου 2006). Το Ασβεστοχώρι απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 27 Οκτωβρίου 1912 και από τότε άρχισε η οργανωμένη ανάπτυξη της ασβεστοποιίας στην περιοχή, που υποβοηθήθηκε από την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 (Ζαχαροπούλου 2006). 60

64 Το Ασβεστοχώρι σταμάτησε να λειτουργεί ως ανεξάρτητη κοινότητα, όταν το 1998 εντάχθηκε στον Καποδιστριακό Δήμο του Χορτιάτη μαζί με τα Τοπικά Διαμερίσματα Χορτιάτη, Εξοχής και Φιλύρου, που απλώνονται σε μεγάλη έκταση στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Από την 1 η Ιανουαρίου του 2011 ο Δήμος Χορτιάτη καταργήθηκε και εντάχθηκε στον Καλλικρατικό Δήμο Πυλαίας Χορτιάτη, μαζί με τους δήμους του Πανοράματος και Πυλαίας. Ενώ στις αρχές του 20 ου αιώνα παρατηρήθηκε γενικά μείωση του πληθυσμού στο Ασβεστοχώρι, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μία αλματώδης αύξηση του πληθυσμού του και θεωρείται από τις πλέον αναπτυσσόμενες περιοχές του Νομού Θεσσαλονίκης, καθώς όλο και περισσότεροι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τον προτιμούν ως μόνιμο τόπο κατοικίας αναζητώντας καλύτερη ποιότητα ζωής. Σ αυτό βοήθησε επίσης η εύκολη πρόσβαση και η μικρή του απόσταση από το κέντρο της πόλης (μέσω της περιφερειακής οδού), όπως και η φυσική ομορφιά της περιοχής ( Το Ασβεστοχώρι χαρακτηρίζεται από έντονο φυσικό ανάγλυφο και πλούσιους φυσικούς πόρους. Φημισμένο ιδιαιτέρως για το καλό του κλίμα και την ελάχιστη υγρασία, λόγω των ασβεστόλιθων που βοηθούν στη διαμόρφωση του ευεργετικού κλίματος, αποτέλεσε καλοκαιρινό θέρετρο για τους κατοίκους της πόλης και οδήγησε το 1920 μια ομάδα Γάλλων να το επιλέξει ως χώρο ανέγερσης Σανατορίου, το σημερινό νοσοκομείο «Γεώργιος Παπανικολάου», που είναι το μεγαλύτερο νοσοκομείο του Νομού Θεσσαλονίκης. Σε απόσταση λίγων λεπτών από το Ασβεστοχώρι βρίσκεται επίσης το δάσος του Κέδρηνου Λόφου (Σέιχ - Σου), το οποίο έχει κηρυχθεί τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, καθώς και το καταπράσινο δάσος Κουρί, που είναι ιστορικός μάρτυρας του παλαιού πυκνού δρυοδάσους του Σέιχ - Σου. Τα δάση αυτά αποτελούν τόπο αναψυχής εδώ και δεκαετίες για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Αυτή η συνύπαρξη των δύο δασών, είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ό,τι καλύτερο για την υγεία των κατοίκων ενός οικισμού που βρίσκεται ανάμεσά τους. Το Ασβεστοχώρι διαθέτει επιπλέον σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία, κυρίως Βυζαντινά μνημεία και ορισμένα βιομηχανικά συγκροτήματα ασβεστοποιίας ( 61

65 Εξέλιξη της παραγωγής ασβέστου και καταγραφή της βιομηχανικής κληρονομιάς στην περιοχή του Ασβεστοχωρίου. Η ευρύτερη περιοχή του Ασβεστοχωρίου έχει τεκμηριωθεί, με βάση διεθνώς αποδεκτά κριτήρια, ως ένα αναντικατάστατο ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό και τεχνολογικό σύνολο που περιγράφει με σαφήνεια και πληρότητα την εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας παραγωγής ασβέστου για δύο κυρίως λόγους (Ζαχαροπούλου 2008): α) συγκεντρώνει σε μικρή περιοχή αντιπροσωπευτικά, αλλά και σπάνια (π.χ. ασβεστοκάμινοι Hoffman) προβιομηχανικά, πρώιμα βιομηχανικά και βιομηχανικά δείγματα ασβεστοκαμίνων από την παγκόσμια ιστορία παραγωγής ασβέστου, β) ανέπτυξε και συνεχίζει να αναπτύσσει πλήρη καθετοποίηση στην παραγωγή, από την εξόρυξη μέχρι και το τελικό προϊόν, αδιάλειπτα για πάνω από 300 χρόνια. Η περιοχή αποτέλεσε για πάνω από 300 χρόνια πεδίο εκτεταμένης εκμετάλλευσης και έχει να επιδείξει σαφή ιστορική συνέχεια και αναμφισβήτητη εμπειρία σε όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας ασβέστου. Δεδομένου ότι, ο σχεδιασμός και η λειτουργία των καμίνων διατηρήθηκαν σχεδόν απαράλλαχτα ως το τέλος του 19ου αιώνα, οι διασωθείσες στην περιοχή προβιομηχανικές ασβεστοκάμινοι με την ευρύτερη περιοχή των αντίστοιχων λατομείων εξόρυξης καλύπτουν την ιστορική προβιομηχανική φάση. Α) Προβιομηχανική περίοδος Κύρια αγορά κατανάλωσης της ασβέστου ήταν αρχικά η Θεσσαλονίκη προς την οποία η μεταφορά γινόταν με γαϊδούρια. Ωστόσο, λόγω μεγάλου ανταγωνισμού, ομάδες ασβεστοπαραγωγών και ασβεστεμπόρων περιόδευαν στα Βαλκάνια και στη Μ. Ασία. Από την περίοδο αυτή έχουν καταγραφεί δύο ομάδες ανάπτυξης των προβιομηχανικών ασβεστοκαμίνων, γύρω από τις περιοχές εξόρυξης Ομόνοια και Αργυρό (εικ. 18), οι οποίες ανήκουν τυπολογικά και λειτουργικά στην κατηγορία των φρεατοειδών (κατακόρυφων) ασβεστοκαμίνων διακεκομμένης λειτουργίας συνεχούς φόρτισης. Ασβεστοκάμινοι που διασώζονται από τον 17 ο - 19 ο αιώνα βρίσκονται ανατολικά του οικισμού και στις παρυφές του, κάτω από το μη ενεργό σήμερα λατομείο της Ομόνοιας (εικ. 19). Φρεατοειδείς κάμινοι δεύτερης γενιάς που χρονολογούνται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, βρίσκονται 62

66 νότια του λατομείου Αργυρό και στα ΒΔ του οικισμού και αποτελούν το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης (Ζαχαροπούλου 2006). Εικόνα 18. Σκαρίφημα χάρτη περιοχής Ασβεστοχωρίου με τις δύο ομάδες ανάπτυξης και δραστηριότητας των προβιομηχανικών ασβεστοκαμίνων, που σχετίζονται άμεσα με τις περιοχές εξόρυξης Ομόνοια και Αργυρό (Ζαχαροπούλου 2006). Εικόνα 19. Προβιομηχανικές ασβεστοκάμινοι (κατασκευή: 17ος-19ος αιώνας) (Ζαχαροπούλου 2006). Β) Πρώιμη βιομηχανική περίοδος Μετά την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917, κατά την περίοδο της ραγδαίας ανοικοδόμησής της, ο ανταγωνισμός εντάθηκε. Η πρώτη εταιρεία ασβεστοποιίας Ένωσις ιδρύθηκε το , κατασκευάζοντας στο Ασβεστοχώρι το πρώτο στην Ελλάδα «εργοστάσιο» σύγχρονης για την εποχή τεχνολογίας (τύπου Ηoffman). Αργότερα, κατασκευάστηκε δεύτερο «εργοστάσιο» δίπλα του και τρίτο στην Αθήνα 63

67 στο Γαλάτσι, που ήταν το πρώτο εργοστάσιο ασβεστοποιίας στην πρωτεύουσα της χώρας και ιδρύθηκε από Ασβεστοχωρίτες. Το 1930 ιδρύθηκε η δεύτερη εταιρεία η Ομόνοια, που κατασκεύασε «εργοστάσιο» ίδιου τύπου. Οι προβιομηχανικές ασβεστοκάμινοι που ήταν κατασκευασμένοι για αποκλειστική παραγωγή ασβέστου σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, αλλά δεν γκρεμίστηκαν (Ζαχαροπούλου 2006). Σήμερα διασώζονται οι δύο ασβεστοκάμινοι της εταιρείας Ένωσις (που από το 1995 φέρει την επωνυμία ΔΙΑΣ ) με ανέπαφες τις αυθεντικές καπνοδόχους της και τα ισόγεια τμήματα των οριζόντιων ελλειψοειδών τμημάτων (εικ. 20) (Ζαχαροπούλου 2006). Οι παραπάνω ασβεστοκάμινοι τύπου Hoffman αποτελούν μαρτυρίες της πρώιμης βιομηχανικής τεχνολογίας, από τα ελάχιστα διασωθέντα δείγματα σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο (σε Αγγλία και Γερμανία έχουν όλα κατεδαφιστεί). Ενώ απ ότι φαίνεται η προβιομηχανική ανάπτυξη της τεχνογνωσίας παραγωγής ασβέστου στην περιοχή (~1700) είχε τοπικό χαρακτήρα. Η πρώιμη βιομηχανική τεχνολογία της καμίνου Hoffman μεταφέρθηκε από την Ευρώπη με χρονική υστέρηση 65 χρόνων ( ), η τεχνολογία της κατακόρυφης καμίνου συνεχούς λειτουργίας με υστέρηση περίπου 50 χρόνων (τέλος 19ου αι ), ενώ η ενσωμάτωση της σύγχρονης αυτοματοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας, ξεκίνησε τη δεκαετία του 90 (Ζαχαροπούλου 2008). Εικόνα 20. Εξωτερική και εσωτερική άποψη της καμίνου Hoffman (χρονολογία κατασκευής 1924) (Ζαχαροπούλου 2006). 64

68 Γ) Βιομηχανική περίοδος Κατά την περίοδο , ιδρύθηκε η τρίτη εταιρεία η Πρόοδος, κατασκευάζοντας ασβεστοκάμινο καθέτου λειτουργίας (τύπος γνωστός στην Ελλάδα ως πάτα-τράβα ), που λειτουργούσε με υγρά καύσιμα. Ακολούθησε η κατασκευή δύο ιδιωτικών εργοστασίων το 1948 και το 1949, ένα εκ των οποίων τη δεκαετία του 60 αντικαταστάθηκε από φρεατοειδή ασβεστοκάμινο με μεταλλικό περίβλημα γερμανικής τεχνολογίας, ενώ από το 1978 λειτουργεί και μονάδα παραγωγής κονιοποιημένης υδρασβέστου. Το 1959, ιδρύθηκε η εταιρεία παραγωγής και διάθεσης αδρανών με την επωνυμία Η ΕΛΠΙΣ, που το 1964 επεκτάθηκε στην παραγωγή καμένης ασβέστου και το 1992 εγκατέστησε επίσης μονάδα παραγωγής πολτού υδρασβέστου με την επωνυμία ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ Η ΚΥΨΕΛΗ (Ζαχαροπούλου 2006). Σήμερα διασώζονται από την περίοδο αυτή η φρεατοειδής ασβεστοκάμινος τεχνολογίας του 50 (φέρουσα πλινθοδομή με ενίσχυση μεταλλικού δικτυώματος) (εικ. 22) και άλλη κάμινος τεχνολογίας 70 (μπετόν και πλινθοδομή) (εικ. 21), η οποία σταμάτησε τη λειτουργία της το 1997, ενώ το 2003 επισκευάστηκε από ενοικιαστές χρήστες, με σκοπό την επαναλειτουργία της. Το εργοστάσια παραγωγής ασβέστου, του συνεταιρισμού Η ΚΥΨΕΛΗ που λειτούργησε μέχρι το 2007 στο Ασβεστοχώρι αντιπροσωπεύει το επίπεδο τεχνολογίας της δεκαετίας του 70, με τις βοηθητικές τους εγκαταστάσεις, τις μονάδες σβέσης και τα γραφεία του (Ζαχαροπούλου 2006). Από τα παραπάνω στοιχεία τεκμηριώνεται λοιπόν ότι η περιοχή έρευνας αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα κέντρο ανάπτυξης, τεχνογνωσίας και εμπειρίας στην παραγωγή ασβέστου για πάνω από 300 χρόνια, με επιτυχή εξαγωγή σε έναν ευρύτατο γεωγραφικά χώρο, γεγονός ενδεικτικό της αποδοχής και καταξίωσης που έχαιραν οι ασβεστοχωρίτες ως τεχνίτες ασβέστου. Εικόνα 21. Βιομηχανικές ασβεστοκάμινοι χρονολογίας 1970 (Ζαχαροπούλου 2006). 65

69 Εικόνα 22. Βιομηχανικές Ασβεστοκάμινοι χρονολογίας (Ζαχαροπούλου 2006). 2. ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙΟΥ Το Ασβεστοχώρι σύμφωνα με τα απογραφικά στοιχεία του 2001 της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) έχει μόνιμο πληθυσμό κατοίκων. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολούταν μέχρι προσφάτως με την εκμετάλλευση των λατομείων αδρανών υλικών, καθώς ο μικρός γεωργικός κλήρος που έχει η κοινότητα του Ασβεστοχωρίου, είναι ανεπαρκής για την επιβίωσή των κατοίκων. Η εξόρυξη επομένως μέχρι και πριν μερικά χρόνια ήταν η πιο σημαντική δραστηριότητα του χωριού και οι κάτοικοι απασχολούνταν σε αυτήν ως εργάτες, μηχανοδηγοί και υπάλληλοι. Αρκετοί κάτοικοι εργάζονται επίσης στη Θεσσαλονίκη και οι υπόλοιποι ασχολούνται στο χωριό με διάφορα άλλα επαγγέλματα, ενώ πολύ λίγοι είναι αυτοί που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την γεωργία. 3. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ, ΕΚΤΑΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Η περιοχή μελέτης της παρούσας εργασίας είναι το λατομείο ασβεστόλιθου «Η ΚΥΨΕΛΗ» που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του οικισμού του Ασβεστοχωρίου και σε απόσταση πολύ μικρή από αυτόν (χάρτης 1 παραρτήματος). Η λατομική έκταση συμπεριλαμβανομένου και των εγκαταστάσεων επεξεργασίας του εξορυσσόμενου υλικού, ορίζεται σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (Ε.Γ.Σ.Α.) από τις παρακάτω συντεταγμένες (χάρτης 2 παραρτήματος): Γεωγραφικό μήκος Χ έως Γεωγραφικό πλάτος Ψ έως

70 Η παραπάνω έκταση ιδιοκτησιακά ανήκει στην κοινότητα Ασβεστοχωρίου, ενώ δασικά υπάγεται στο Δασαρχείο Θεσσαλονίκης, της Διεύθυνσης Δασών του Νομού Θεσ/νίκης. Η προσπέλαση του λατομείου είναι ευνοϊκότατη, καθόσον το λατομείο βρίσκεται σχεδόν πάνω στην κεντρική οδική αρτηρία Θεσσαλονίκης- Ασβεστοχωρίου, με την οποία συνδέεται με ασφαλτοστρωμένο δρόμο 400 μ. περίπου και από εκεί διακλαδίζεται σ όλο το χώρο του λατομείου ο οποίος είναι προσπελάσιμος σε όλες τις εποχές του χρόνου. Το εν λόγω λατομείο βρίσκεται πλησίον της προστατευόμενης περιοχής του περιαστικού δάσους πάρκου Θεσ/νίκης (Σέιχ-Σου), από το οποίο χωρίζεται νότια και νοτιοδυτικά με κεντρικό ρέμα της περιοχής (Ξηροπόταμος). Από βορρά χωρίζεται από τις υπώρειες της ευρύτερης αναδασωτέας περιοχής, νότια και ανατολικά του βρίσκεται ο οικισμός του Ασβεστοχωρίου, ενώ στα δυτικά βρίσκεται ο οικισμός των Πεύκων (Ρετζίκι). Επίσης στην κοντινή περιοχή της εν λόγω περιοχής βρίσκεται το δάσος Κουρί, το Νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου, καθώς και διάφορες κλινικές, οικοτροφεία και σχολεία δημόσια και ιδιωτικά. Η έκταση του λατομείου «Η ΚΥΨΕΛΗ» με την καταγραφή που έγινε από το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης το έτος 1995 βρέθηκε να είναι 480,931 στρ. Σε νέα δε επέκταση που έγινε στο ανατολικό τομέα του λατομείου το έτος 2003 βρέθηκε ότι προστέθηκαν επιπλέον άλλα 21,187 στρ. Επειδή όμως έκτοτε η εξορυκτική δραστηριότητα συνεχίστηκε, δεν είναι γνωστή η πραγματική έκταση του λατομικού χώρου. Από μετρήσεις που έγιναν πάνω σε δορυφορική εικόνα του λατομείου, αυτή φαίνεται να φτάνει πλέον τα 607 στρ. περίπου (χάρτης 3 παραρτήματος), συμπεριλαμβανομένου τόσο της πλατείας και των μετώπων του λατομείου, όσο και της έκτασης που καταλαμβάνουν οι λοιπές εγκαταστάσεις επεξεργασίας του ασβεστόλιθου (παλαιότερες και νεότερες) και τα γραφεία της εταιρείας. Η παραπάνω έκταση είναι πολύ μεγαλύτερη από την αρχική άδεια εκμετάλλευσης, που ήταν τα 268,867 στρ. 4. ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ Η κοινότητα του Ασβεστοχωρίου έχει έκταση στρ. από τα οποία το 11% είναι καλλιεργούμενες εκτάσεις και αγραναπαύσεις και το 9,3% είναι δάση, ενώ η 67

71 κυρίαρχη χρήση γης είναι οι δημοτικοί ή κοινοτικοί βοσκότοποι (73%) (ΕΛΣΤΑΤ 1991). Η έκταση του λατομείου χαρακτηρίζεται ως «δασική», εμπίπτουσα στην παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.998/79 Περί προστασίας δασών και εν γένει εκτάσεων (ΦΕΚ 289/Α/1979). Παρόλα αυτά εκδόθηκε άδεια λειτουργίας του, διότι θεωρήθηκε η εκμετάλλευση του λατομείου ιδιαίτερα συμφέρουσα για την εθνική οικονομία (ΦΕΚ 111/Α/9.6.75, άρθ. 24, παρ.1). Κατ επέκταση, η έκταση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 117 και παρ.3 του Συντάγματος (ΦΕΚ 111/Α/9.6.75), δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα που είχε πριν καταστραφεί και κηρύσσεται υποχρεωτικά ως «αναδασωτέα» και αποκλείεται να διατεθεί για άλλο προορισμό. Ως προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετεί η έκταση του χώρου του λατομείου μαζί με τις εγκαταστάσεις του υπάγεται στην κατηγορία ε της παρ.1 του άρθρου 4 του Ν. 998/79 (ΦΕΚ 289/Α/1979). Δεν είναι δηλαδή εθνικός δρυμός, αισθητικό δάσος, υγροβιότοπος, διατηρητέο μνημείο της φύσης, δεν ασκεί ιδιαίτερη προστατευτική επίδραση επί των εδαφών και των υπόγειων υδάτων, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία από απόψεως παραγωγής δασικών προϊόντων, δεν προσφέρεται στην παρούσα κατάσταση για αναψυχή του πληθυσμού και δεν αποτελεί παράγοντα τουριστικής ανάπτυξης. Η ευρύτερη περιοχή του λατομείου ιδιαίτερα προς τη βόρεια πλευρά με την οποία ο υπόψη λατομικός χώρος είναι ενιαίος, διαπιστώνεται ότι καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση πρίνου και χρησιμοποιείται σαν βοσκότοπος πλην ελαχίστων καλλιεργούμενων αγρών. 5. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Την εκμετάλλευση του πλέον εγκαταλελειμμένου υπό μελέτη λατομείου είχε αναλάβει ο Συνεταιρισμός Ασβεστοχωριτών «Η ΚΥΨΕΛΗ» που είχε έδρα το Ασβεστοχώρι. Αντικείμενο της επιχείρησης ήταν η εξόρυξη και η κατεργασία στις εγκαταστάσεις της, που βρίσκονται στον ίδιο χώρο, λατομικού υλικού για την παραγωγή αδρανών υλικών πάσης φύσεως, ασβέστη και υδρασβέστου. Η έναρξη λειτουργίας της παρούσας εταιρίας με την επωνυμία: Εργασιακός Παραγωγικός Συνεταιρισμός Ασβεστοχωρίου Η ΚΥΨΕΛΗ, προσδιορίζεται το έτος 1964 στην ίδια θέση όπου προϋπήρχαν παλιότερες εταιρίες που εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα ασβεστόλιθου ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας. 68

72 Η νόμιμη όμως λειτουργία του λατομείου επετράπη το 1979 με άδεια εκμετάλλευσης που έληξε στις χωρίς δυνατότητα ανανέωσης βάσει του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσ/νίκης (ΟΡ.ΘΕ) (ΦΕΚ 148/Α/6.9.85). Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, όσες μονάδες βρίσκονταν έξω από τις λατομικές ζώνες που έχουν καθοριστεί με την κοινή υπουργική απόφαση 12901/ των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, υποχρεούταν σε οριστική παύση λειτουργίας τους μετά τη λήξη της άδειας λειτουργίας τους. Εν συνεχεία με απόφαση της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας Θεσ/νίκης προτάθηκε διετής άδεια η οποία έληγε στις , με σκοπό την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, παρότι σύμφωνα με το λατομικό νόμο θα έπρεπε ο συνεταιρισμός να είχε προβεί ήδη σε αποκατάσταση παράλληλα με τις εργασίες εξόρυξης. Επιπλέον στη 10 η Συνεδρίαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου Θεσ/νίκης ( ), δόθηκε παράταση της άδειας του λατομείου για μια πενταετία, που όμως δεν τέθηκε σε ισχύ διότι δεν εκπληρώθηκαν οι όροι που έθετε (προσκόμιση εγκεκριμένης μελέτης περιβαλλοντικών όρων και τεχνικής μελέτης, απόδειξη κατάθεσης εγγυητικής επιστολής για έργα αποκατάστασης κλπ.). Εν ολίγοις από το Μάρτιο του 1991 το λατομείο λειτούργησε χωρίς άδεια. Πράξη που καταμηνύθηκε από το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης. Το λατομείο αυτό αν και από το 1991 λειτουργούσε χωρίς άδεια εκμετάλλευσης, κατά την έναρξη ισχύος του Ν.1428/84 λειτουργούσε με άδεια και έτσι υπάγεται στις διατάξεις της παρ.4 του άρθ. 20 του Ν.2115/93 (και ως εκ τούτου εμπίπτει στις διατάξεις του άρθ.7 της παρ.1 του Ν.2837/2000), γεγονός που κάνει σαφές πως η αποκατάσταση του λατομικού χώρου από το συνεταιρισμό είναι υποχρεωτική. Η Ειδική Μελέτη Αποκατάστασης (ΕΜΑ) που κατέθεσε ο Εργασιακός Παραγωγικός Συνεταιρισμός Ασβεστοχωρίου «Η ΚΥΨΕΛΗ» απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 2001, διότι το χρονοδιάγραμμα της αποκατάστασης υπερέβαινε τα δυο χρόνια και δεν υπήρχε θετική γνωμοδότηση από τον ΟΡ.ΘΕ. Ο παραπάνω οργανισμός απέρριψε την ΕΜΑ και ζήτησε την υποβολή νέας μελέτης στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν η χρήση εκρηκτικών υλών, διότι κατά την άποψή τους η αιτούμενη επέμβαση του συνεταιρισμού συνιστούσε επί της ουσίας άλλοθι για την εκμετάλλευση του λατομείου και όχι για την αποκατάστασή του. Μετά από αυτοψία του Δασαρχείου το 2001 διαπιστώθηκε ότι το λατομείο όντως ήταν ακόμη ενεργό. Σε νέα αίτηση που έγινε το 2005 στην οποία ο συνεταιρισμός κατέθεσε ΕΜΑ όπου 69

73 αναφέρεται ότι δε θα γινόταν χρήση εκρηκτικών, εγκρίθηκε η διενέργεια εργασιών αποκατάστασης έπειτα από απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, οι οποίες όμως ανεστάλησαν το 2007 με απόφαση της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Κ. Μακεδονίας και με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας. Τελικά η αποκατάσταση του λατομείου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και οι εργασίες εξόρυξης έπαψαν οριστικά το Το 2008 με επιστολή του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, προς όλα τα δασαρχεία της χώρας και με θέμα: «αποκατάσταση λατομικών χώρων», επισημαίνεται πως στις περιπτώσεις όπου τα λατομεία εγκαταλείφτηκαν και οι υποχρεώσεις των λατόμων για την αποκατάσταση των λατομικών χώρων δεν εκπληρώθηκαν, θα πρέπει να προχωρήσουν τα δασαρχεία ως έχουν υποχρέωση στα προβλεπόμενα από τη δασική νομοθεσία μέτρα δίωξής τους, ενώ θα πρέπει να ζητηθεί επίσης η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ.3 αρθ.8 Ν.2115/1993 (ΦΕΚ 15/Α/ ), έτσι ώστε να προχωρήσουν τα ίδια τα δασαρχεία στην αποκατάσταση των λατομείων. 6. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Στο συγκεκριμένο λατομείο εφαρμόστηκε η μέθοδος της επιφανειακής εκμετάλλευση των ανοιχτών βαθμίδων. Κατά την περίοδο λειτουργίας του λατομείου τα προϊόντα που εξορύσσονταν κατεργάζονταν στους σπαστήρες και αξιοποιούνταν πλήρως σε όλες τους τις διαστάσεις (λίθοι, χαλίκια, γαρμπίλι, άμμος). Λόγω της γενικής παραγωγής του λατομείου, όπου αξιοποιούνταν όλα τα υλικά εξόρυξης, η απόρριψη των στείρων υλικών ήταν ελάχιστη και συγκεντρωνόταν κυρίως σε παλαιότερα σκάμματα της πλατείας. Η φυτική γη επίσης ήταν σε μηδαμινή ποσότητα και γι αυτόν τον λόγο δεν ήταν δυνατή η εναπόθεσή της χωριστά για την επαναχρησιμοποίησή της. Η δραστηριότητα της εταιρείας τόσο με τη μορφή της εξόρυξης όσο και με τη μορφή των μετέπειτα κατεργασιών, είχε σαν αποτέλεσμα μία σειρά επιπτώσεων στον ευρύτερο χώρο της περιοχής. Οι βασικότερες από αυτές ήταν τα αέρια απόβλητα (καπνοί και σκόνες), ο αερομεταφερόμενος θόρυβος και δονήσεις ανατινάξεων. 70

74 7. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ο χώρος του λατομείου αποτελείται από τρία μέτωπα και τις πλατείες τους, καθώς και από την έκταση που καταλαμβάνουν οι διάφορες κτιριακές εγκαταστάσεις της εταιρείας (χάρτης 4 παραρτήματος). Ο ανατολικός τομέας του λατομείου έκτασης περίπου 140 στρ., αποτελείται από έξι βαθμίδες, όχι όμως κατάλληλα διαμορφωμένες για τους σκοπούς της αποκατάστασης. Η πρώτη βαθμίδα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 373 μέτρων εκτείνεται σε όλη την περιφέρεια του μετώπου και το πλάτος της κυμαίνεται από 15 μέχρι 100 m. Η δεύτερη βαθμίδα σε υψόμετρο 398 μέτρων έχει πλάτος 10 μέχρι 90 m, ενώ οι υπόλοιπες εκτείνονται κυρίως κεντρικά του τομέα αφήνοντας τόσο στα δυτικά όσο και στα ανατολικά του μεγάλα απόκρημνα μέτωπα που φτάνουν μέχρι και τα 88 m και 75 m αντίστοιχα. Ο κεντρικός τομέας του λατομείου που έχει έκταση περίπου 180 στρ. παρουσιάζει μεγαλύτερη έλλειψη κατάλληλων διαμορφωμένων βαθμίδων που περιορίζονται στην κορυφή του μετώπου. Έτσι λοιπόν η πρώτη βαθμίδα βρίσκεται σε υψόμετρο 355 m, ενώ η δεύτερη η οποία φτάνει μόνο μέχρι τα μισά του μετώπου βρίσκεται πολύ πιο ψηλά σε υψόμετρο 415 μέτρων. Η τρίτη βαθμίδα βρίσκεται σε ύψος 463 μέτρων, ενώ οι υπόλοιπες δυο βαθμίδες (492 m και 515 m αντίστοιχα) επεκτείνονται και προς το δυτικό τομέα. Οι βαθμίδες αυτές είναι πιο στενές και το πλάτος τους δεν ξεπερνάει τα 20 m. Στα δυτικά του μετώπου έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ρήγμα που φτάνει μέχρι και τα 100 μέτρα. Επίσης μεγάλο ρήγμα εμφανίζεται και στα ανατολικά του μετώπου, το οποίο όμως είναι μικρότερο (60 m). Ο δυτικός τομέας του λατομείου έχει έκταση που φτάνει τα 103 στρ. και έχει έξι διαμορφωμένες βαθμίδες, από τις οποίες οι πέντε ανώτερες ισαπέχουν μεταξύ τους δημιουργώντας πρανή 20 και 30 μέτρων. Η πρώτη βαθμίδα σ αυτό το μέτωπο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 385 μέτρων. Κι εδώ υπάρχουν μέτωπα τα οποία ξεπερνάνε τα 100 m. Το πλάτος των βαθμίδων δεν ξεπερνάει τα 15 m. Η έκταση που καταλαμβάνουν οι διάφορες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του λατομείου και εξυπηρετούσαν στην επεξεργασία του ασβεστόλιθου και στην ταξινόμηση των προϊόντων καταλαμβάνουν μια έκταση περίπου 180 στρ. Τέτοιες εγκαταστάσεις είναι οι ασβεστοκάμινοι, τα σπαστηροτριβεία, τα κόσκινα και οι ταινιόδρομοι, όπως επίσης και οι εγκαταστάσεις πολτοποιίας και παραγωγής υδρασβέστου (χάρτης 5 παραρτήματος). 71

75 Το λατομείο εξυπηρετούταν επιπλέον από δύο συγκροτήματα αποθηκών, όπου συγκεντρώνονταν τα έτοιμα προϊόντα, τα εκρηκτικά κλπ. Το μηχανουργείο το οποίο λειτουργούσε για τις εργασίες συντήρησης, έχει μετατραπεί πλέον σε δημοτικές εγκαταστάσεις όπου γίνεται η επισκευή των φορτηγών, απορριμματοφόρων κλπ. Οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν τα γραφεία του συνεταιρισμού, χώρους εξυπηρέτησης του προσωπικού, καθώς και πολύ παλιές ημικατεστραμμένες ασβεστοκάμινοι και παλιές αποθήκες ασβέστου κλπ. 8. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ 8.1. Κλιματικά και βιοκλιματικά στοιχεία Για τη μελέτη του κλίματος και του βιοκλίματος στην περιοχή μελέτης, λήφθηκαν στοιχεία από το Μετεωρολογικό Σταθμό του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών (Μ.Σ. ΙΔΕ) που βρίσκεται στα Λουτρά Θέρμης. Οι παρατηρήσεις καλύπτουν χρονική διάρκεια 33 ετών ( ), ενώ τα γεωγραφικά δεδομένα του μετεωρολογικού σταθμού φαίνονται στον πίνακα 1. Σύμφωνα με τα δεδομένα του σταθμού που θα αναλυθούν παρακάτω, η περιοχή μελέτης μπορεί να υπαχθεί στο Μεσογειακό τύπο κλίματος Csa κατά Köppen, το οποίο σημαίνει πως η περιοχή χαρακτηρίζεται από πολύ θερμά και ξηρά καλοκαίρια, καθώς και από ήπιους χειμώνες. Πίνακας 1. Γεωγραφικά δεδομένα του Μετεωρολογικού Σταθμού του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΣΤΑΘΜΟΥ ΙΔΑ (ΛΟΥΤΡΑ ΘΕΡΜΗΣ) ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΤΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΜΗΚΟΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 40 30' ' m Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής σύμφωνα με τα στοιχεία του Μ.Σ ΙΔΕ ανέρχεται στα 455 mm. Η καμπύλη που παριστάνει την ετήσια πορεία της βροχόπτωσης (εικ. 23), παρουσιάζει δυο κορυφές (Μάιο, Νοέμβριο) με μέγιστο ύψος βροχής το μήνα Νοέμβριο (58 mm) και το ελάχιστο το μήνα Αύγουστο (24 mm). Τη βλαστητική περίοδο (Μάρτιος- Σεπτέμβριος) το ύψος βροχής ανέρχεται στα 236 mm που αναλογεί σε ποσοστό περίπου 52% του ετήσιου ύψους βροχής, ενώ την αναδασωτική περίοδο (Οκτώβριος-Φεβρουάριος) το ύψος βροχής ανέρχεται στα

76 mm (48%). Χιόνι πέφτει συνήθως μια ή δυο φορές το χρόνο κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, αλλά είναι μικρού πάχους cm και διατηρείται μόνο για 2-4 μέρες. Μέσο Μηνιαίο Ύψος Βροχής και Μ.Ο. Ημερών Βροχόπτωσης Βροχόπτωση (mm) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μέρες Βροχής Εικόνα 23. Διάγραμμα όπου φαίνεται η ετήσια πορεία του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής σε mm, καθώς και ο αριθμός ημερών (κατά μέσο όρο) στις οποίες σημειώθηκε βροχή για τα έτη στον Μ.Σ ΙΔΕ (Λουτρά) Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κλίματος της περιοχής είναι η μεγάλη κύμανση του ετήσιου ύψους των κατακρημνισμάτων από χρόνο σε χρόνο, όπως φαίνεται στην εικόνα 24, όπου παρατηρούμε πως η ξηρότερη χρονιά κατά την περίοδο ήταν το έτος 1993 με ετήσιο ύψος βροχής 225 mm, ενώ το έτος 2003 όπου παρατηρήθηκε η μέγιστη τιμή των ετήσιων κατακρημνισμάτων το ύψος βροχής έφτασε τα 783 mm. Η μεγάλη αυτή κύμανση είναι χαρακτηριστικό των ξηροθερμικών κλιμάτων και αποτελεί πρωταρχικής σημασίας παράγοντα για την επιβίωση του δάσους και των δασικών δένδρων (Χατζηστάθης κ.ά. 2003). Η μέση θερμοκρασία αέρα στη περιοχή μελέτης είναι ίση με 15,6 C. Τιμή που κρίνεται ικανοποιητική γενικά για την ανάπτυξη της βλάστησης της περιοχής. Την κρίσιμη περίοδο του καλοκαιριού η μέση μηνιαία θερμοκρασία του αέρα εμφανίζει τη μέγιστη τιμή της τον Ιούλιο (26,7 C) και όχι το μήνα Αύγουστο που είναι συνήθως πιο ξηροθερμικός, ενώ ο ψυχρότερος μήνας φαίνεται να είναι ο Ιανουάριος με μέση θερμοκρασία 5,3 C (εικ. 25). Επίσης η μέση ελάχιστη θερμοκρασία του αέρα είναι 9,2 C, ενώ η μέση μέγιστη είναι 21,1 C. 73

77 Ετήσιο Ύψος Βροχής Ύψος Βροχής (mm) Εικόνα 24. Διάγραμμα όπου φαίνεται το συνολικό ύψος βροχής για την περίοδο , όπως επίσης και ο αριθμός των ημερών βροχής (για την περίοδο δεν υπάρχουν δεδομένα) Η απολύτως ελάχιστη θερμοκρασία που έχει σημειωθεί κατά την περίοδο , είναι οι -12 ο C τον Δεκέμβριο του 1988 και η απολύτως μέγιστη (45 ο C) τον Ιούλιο του 1997 (εικ. 26). Επίσης οι ημέρες ολικού παγετού εμφανίζονται κατ εξαίρεση κυρίως τους μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο. Γενικότερα οι χαμηλές θερμοκρασίες που εμφανίζονται στην περιοχή δεν αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για την ανάπτυξη του δάσους και των δασικών δένδρων Θερμοκρασία ( C ) ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜAI ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Tmin T Tmax Εικόνα 25. Διάγραμμα όπου διακρίνονται οι μέσες (Τ), ελάχιστες (Tmin) και μέγιστες (Tmax) μηνιαίες τιμές θερμοκρασιών του σταθμού ΙΔΕ (Λουτρά) για την περίοδο ( ). 74

78 ΑΠΟΛΥΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΑΕΡΟΣ ( C) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΑΠΟΛΥΤΑ ΜΕΓΙΣΤΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΑΕΡΟΣ ( C) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Εικόνα 26. Διαγράμματα όπου διακρίνεται η απόλυτα ελάχιστη και η απόλυτα μέγιστη θερμοκρασία αέρος κατά μήνα για την χρονική περίοδο Η ξηροθερμική περίοδος σύμφωνα με το ομβροθερμικό διάγραμμα Bagnouls Gaussen (εικ. 28), κατά την οποία τα φυτά υποφέρουν, διαρκεί 4,5 μήνες στην περιοχή μελέτης και διαρκεί από αρχές Μαΐου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Το ομβροθερμικό διάγραμμα, παρέχει επίσης άμεσα ή έμμεσα πολλά άλλα δεδομένα όπως την πορεία της ετήσιας θερμοκρασίας, το ετήσιο θερμικό εύρος, που στη δική μας περίπτωση είναι 21,4 C, καθώς επίσης τη μηνιαία και εποχική κατανομή της βροχής, το διαχωρισμό της υγρής και της ξηρής περιόδου, την ένταση και διάρκεια της θερινής ξηρασίας κλπ. Η μέση ετήσια τιμή της σχετικής υγρασίας του αέρα στην περιοχή μελέτης είναι 69%. Η καμπύλη της σχετικής υγρασίας ακολουθεί, κατά ένα γενικό τρόπο, αντίθετη πορεία από την καμπύλη της θερμοκρασίας, καθώς αύξηση της θερμοκρασίας επιφέρει μείωση της σχετικής υγρασίας και αντίστροφα. Έτσι η σχετική υγρασία φαίνεται να μειώνεται κατά τη θερινή περίοδο με ελάχιστη τιμή τον Ιούλιο (58%) και να αυξάνεται τον χειμώνα με μέγιστη τιμή το Δεκέμβριο (78 %) (εικ. 27). 75

79 Μέση μηνιαία σχετική υγρασία (%) Ετήσια Πορεία Σχετικής Υγρασίας Αέρος Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Εικόνα 27. Διάγραμμα όπου διακρίνονται οι μέσες μηνιαίες τιμές της σχετικής υγρασίας του αέρα (%), με βάση τη περίοδο Σύμφωνα με το Μετεωρολογικό Σταθμό του Α.Π.Θ οι άνεμοι που επικρατούν στην περιοχή του Κέδρινου λόφου που βρίσκεται πλησίον της περιοχής μελέτης, είναι αρκετά ισχυροί και πνέουν με ταχύτητες που φθάνουν έως και τα 40Km/h με διεύθυνση Β, ΒΑ, Α, Ν και ΝΔ και κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Ιούνιο. Ειδικότερα ο Βαρδάρης, που είναι Β-ΒΔ άνεμος και ο πλέον χαρακτηριστικός άνεμος της Θεσσαλονίκης, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη λόγω της ψυχρότητας και της ξηρότητάς του αλλά και σε συνδυασμό με τις ημέρες του παγετού, που εμφανίζονται κυρίως τους μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο. Τις ημέρες αυτές θα πρέπει να σταματάει κάθε δραστηριότητα φύτευσης αφενός και απαιτείται καλή διατήρηση των ήδη υπαρχόντων φυτών στο χώρο φύτευσης (Ραδόγλου 1987). 70 ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΛΟΥΤΡΩΝ ΘΕΡΜΗΣ ( ) 35 Βροχή (mm) P(mm) T ( C) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Εικόνα 28. Ομβροθερμικό διάγραμμα Θέρμης από δεδομένα του Μετεωρολογικού Σταθμού ΙΔΕ για το χρονικό διάστημα Μέση θερμ. αέρος ( C) 76

80 Η μέση νέφωση στην Θεσσαλονίκη κυμαίνεται από 370 ώρες τον Ιούλιο έως 644 ώρες τον Ιανουάριο κατά μήνα, ενώ η συνολική ετήσια ηλιοφάνεια φτάνει τις 2.645,2 ώρες το χρόνο (7,2 ώρες την ημέρα) (Παπαγιανόπουλος 1982, Ραδόγλου 1987). Ομβροθερμικό πηλίκο του Emberger (βιοκλιματικό διάγραμμα) Για τον προσδιορισμό του βιοκλίματος μιας περιοχής αναπτύχθηκαν διάφορες μέθοδοι. Μια από της περισσότερο χρησιμοποιούμενες και πιο κατάλληλες για την περιοχή της Μεσογείου είναι και η μέθοδος των βιοκλιματικών ορόφων «Emberger- Sauvage» (Παπανικολάου 2010). Με το βιοκλιματικό δείκτη Q 2 του Emberger διακρίνονται επτά βιοκλιματικοί όροφοι για τη Μεσογειακή περιοχή, ενώ για την Ελλάδα έχουν περιοριστεί στους τρεις κύριους: ημίξηρος, ύφυγρος και υγρός (Μαυρομάτης 1980). Κατά ένα γενικό τρόπο, το μεσογειακό βιοκλίμα είναι τόσο λιγότερο ξηρό όσο μεγαλύτερη τιμή έχει ο βιοκλιματικός δείκτης Q 2. βιοκλιματικός δείκτης Q 2 του Emberger δίνεται από τον τύπο: Q 2 = Όπου: Ρ η ετήσια βροχόπτωση σε mm = ( ) ( ) M η μέση τιμή των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς (-273,2 C = 0 o K) m βαθμούς η μέση τιμή των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους Ο Πίνακας 2. Δεδομένα που απαιτούνται για τον υπολογισμό του βιοκλιματικού δείκτη της περιοχής μελέτης. Μ.Σ P(mm) M ( o K) m ( o K) Q 2 ΕΘΙΑΓΕ ,65 273,85 49,1 O Emberger, με βάση τις τιμές του Q 2 και του m συνέταξε το βιοκλιματικό διάγραμμα (εικ. 29) το οποίο ισχύει μόνο για τη μεσογειακή περιοχή ενώ σε περιοχές που βρίσκονται στα όρια του μεσογειακού κλίματος εφαρμόζεται με δυσκολία. Το διάγραμμα αυτό χωρίζεται σε ακανόνιστες ζώνες που λέγονται βιοκλιματικοί όροφοι βλάστησης και με βάση την τιμή m C μπορεί επιπλέον να προσδιοριστεί η χειμερινή κατάσταση που επικρατεί σε μια περιοχή από την άποψη της έντασης του ψύχους. Έτσι σύμφωνα με το διάγραμμα του Emberger το βιοκλίμα της περιοχής μελέτης που έχει βιοκλιματικό δείκτη Q 2 = 49,1 και m= 0,7 o C, είναι μεσογειακό, ημίξηρο με ψυχρούς χειμώνες. 77

81 Εικόνα 29. Βιοκλιματικό διάγραμμα κατά Emberger (πηγή: Μαυρομάτης 1980α) Γεωλογικά και εδαφολογικά στοιχεία Εικόνα 30. Περιροδοπική ζώνη: 1) Ενότητα Ντεβέ Κοράν - Δουμπιά, 2) Ενότητα Μελισσοχωρίου - Χολομώντα, 3) Ενότητα Άσπρης Βρύσης - Χορτιάτη, 4) οφειόλιθοι, 5) όριο της ζώνης με την Σερβομακεδονική (Μουντράκης 2010). Γεωλογικά η περιοχή μελέτης ανήκει στην Περιροδοπική ζώνη και συγκεκριμένα στην ενότητα Άσπρης Βρύσης Χορτιάτη, που έχει πλάτους 4-8 km και αρχίζει βόρεια της Θεσσαλονίκης, διέρχεται από το Χορτιάτη, φτάνει στο νότιο άκρο της 78

82 Σιθωνίας, όπου κάμπτεται και συνεχίζει στο άκρο του Αγίου Όρους (εικ. 30) (Μουντράκης 2010). Οι πετρολογικοί σχηματισμοί της περιοχής έρευνας, που ορίζουν την πορεία εδαφογένεσης, τον τύπο του εδάφους, τη μηχανική σύστασή του, αλλά και τη διαβρωσιμότητά του είναι ως επί το πλείστον οι ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι Τριαδικής ηλικίας και οι αργιλικοί σχιστόλιθοι της Ιουρασικής περιόδου όπως φαίνεται από το γεωλογικό χάρτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) (εικ. 31) : 1. Οι ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι που εντοπίζονται στο χώρο εξόρυξης του λατομείου είναι τεφρογάλανοι ή λευκοί, συμπαγείς ή παχυστρωματώδεις σχηματισμοί που δημιουργούν τεκτονικούς φακούς ή ενστρώσεις μέσα στη μαγματική σειρά Χορτιάτη και στους φυλλιτικούς αργιλικούς σχιστόλιθους (ΙΓΜΕ 1978). Τα ασβεστολιθικά (ανθρακικά) πετρώματα ανήκουν στην κατηγορία των ιζηματογενών πετρωμάτων και έχουν ως κύριο ορυκτολογικό τους συστατικό τον ασβεστίτη (CaCO3). Η προέλευσή τους μπορεί να είναι χημική αλλά και βιογενής, καθώς σχηματίζονται στο βυθό της θάλασσας εν μέρει με την απόθεση των ασβεστούχων σκελετών των οργανισμών (όστρακα, υπολείμματα φυτών) και εν μέρει με την καθίζηση του διαλυμένου στο νερό ανθρακικού ασβεστίου (Παπαμίχος 1996). Τα πιο διαδεδομένα ανθρακικά πετρώματα είναι ο δολομίτης, η κρητίδα (κιμωλία), ο ασβεστόλιθος και το μάρμαρο. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι εξαιρετικά σημαντικοί φυσικοί πόροι με ευρύτητα εφαρμογών γι αυτό και τοποθετούνται ανάμεσα στις 30 σπουδαιότερες πρώτες ύλες. Βρίσκουν ποικίλες εφαρμογές στην βιομηχανία (παραγωγή αδρανών υλικών, σκυροδέματος κ.ά.), προσφέροντας αντοχή και σκληρότητα, ιδανικό σχήμα κόκκων και αντίσταση στην αποσάθρωση. Οι ασβεστόλιθοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης ως πληρωτικό υλικό σε διάφορες φαρμακευτικές εφαρμογές όπως π.χ. στην κατασκευή συμπληρωμάτων διατροφής. Επιπλέον χρησιμοποιούνται ως βελτιωτικά των όξινων εδαφών, στην επεξεργασία πόσιμου νερού (αποσκλήρυνση - μικροβιακός καθαρισμός) και στην επεξεργασία αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, στην απομάκρυνση όξινων αερίων, στην υαλουργία, στη μεταλλουργία κ.ά. (Νταγκουνάκη κ.ά. 2004, Τριανταφύλλου και Μανούτσογλου 2004). 79

83 Εικόνα 31. Γεωλογικός χάρτης όπου διακρίνεται η περιοχή έρευνας (ΙΓΜΕ, Φύλλο Θέρμης 1978). Η τεχνική συμπεριφορά του ασβεστόλιθου εξαρτάται από τον προσανατολισμό, την πυκνότητα και το εύρος των διακλάσεών του. Είναι πέτρωμα με υψηλές αντοχές κατάλληλο για δομικά έργα. Η συμπεριφορά του, όμως, αλλάζει όταν προσβληθεί από καρστική διάβρωση. Η διαδικασία αυτή είναι η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου από το νερό, που εμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους με στρογγυλευμένο ανάγλυφο και μικρά κλειστά βυθίσματα (δολίνες και πόλγες), ενώ στη μάζα του πετρώματος εμφανίζονται κενά ποικίλου εύρους (από μερικά mm έως πολλά μέτρα). Η ύπαρξη καρστικών κενών δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα τόσο 80

84 στις θεμελιώσεις τεχνικών έργων, όσο και στη διάνοιξη σηράγγων. Αν και τα ανθρακικά πετρώματα παρουσιάζουν μεγάλη περατότητα λόγω της διάλυσής τους από το νερό, πρέπει να τονιστεί ότι η διάλυση των πετρωμάτων αυτών είναι αργή και δε συντελείται στη διάρκεια ζωής ενός τεχνικού έργου ( Εικόνα 32. Ανακρυσταλλωμένος ασβεστόλιθος στα μέτωπα του λατομείου της περιοχής έρευνας. 2. Οι αργιλικοί σχιστόλιθοι οι οποίοι εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα του χώρου του λατομείου και στην περιοχή όπου βρίσκονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις, είναι πρασινωποί αμμούχοι και πρασινότεφροι, αδιαβάθμητοι ψαμμίτες, που μεταβαίνουν σε πράσινους αμμούχους ή ανοιχτοκάστανους έως μαύρους λεπτόκοκκους φυλλίτες με γραφίτη. Επίσης σε αυτούς παρεμβάλλονται μαύροι ορίζοντες κερατόλιθου (πυριτόλιθου), καθώς και στρώματα μαύρου δολερίτη (ΙΓΜΕ 1987). Οι αργιλικοί σχιστόλιθοι είναι μεταμορφωσιγενή ή κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα και προέρχονται από τη μεταμόρφωση αργιλικών αποθέσεων. Είναι σκληροί και συνήθως σχίζονται σε φύλλα, γι αυτό και παρουσιάζουν την πτωχότερη μηχανική συμπεριφορά και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην αποσάθρωση. Τα μηχανικά χαρακτηριστικά του αργιλικού σχιστόλιθου εξαρτώνται από τις μηχανικές ιδιότητες του αργιλικού του ορυκτού. Παρουσιάζει μεγάλες παραμορφώσεις (καθιζήσεις), όταν επικρατεί το αργιλικό στοιχείο και έχει χαμηλή διατμητική αντοχή σε επίπεδα παράλληλα προς τη στρώση ( 81

85 Εικόνα 33. Αργιλικός σχιστόλιθος που διακρίνεται στα βόρια όρια του λατομείου. Η ποσοτική σύνθεση των γεωλογικών υλικών και ο τρόπος ανάμειξης και χρησιμοποίησης κατά την εξόρυξη και ταξινόμηση έχει άμεση επίδραση στις φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητες των εδαφών αυτών. Τα νέα εδάφη που προκύπτουν έχουν μικρή συνεκτικότητα, είναι ασταθή και ευάλωτα στη διάβρωση. Ανάλογα λοιπόν με το είδος του μητρικού πετρώματος δημιουργούνται συγκεκριμένες συνθήκες διάθεσης των θρεπτικών συστατικών, γεγονός που επηρεάζει τα φυτικά είδη που μπορούν να ευδοκιμήσουν: 1. Πάνω σε σκληρό (καθαρό) ασβεστόλιθο, που αποσαθρώνεται εύκολα στα υγρά κλίματα, αλλά όχι στα ξηρά, σχηματίζονται εδάφη συνήθως αβαθή, σκελετικά, καρστικής μορφής (εικ. 34) και πολύ φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα η πιθανή σύνθεση εδάφους που προέρχεται από ασβεστούχα πετρώματα, είναι εδάφη με έλλειψη σε N, P και K και ίσως σε Fe. Από την άλλη όμως τα εδάφη αυτά είναι πλούσια σε Ca. Κατά κύριο λόγο η γονιμότητα των εδαφών που προέρχονται από ασβεστόλιθο επηρεάζεται από την ποσότητα και το είδος των προσμίξεων που υπάρχουν σε αυτόν (Bradshaw and Chadwick 1980, Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Καββαδάς 2007). Επίσης λόγω της αλκαλικής αντίδρασης των ασβεστούχων εδαφών ευνοείται η ανάπτυξη ορισμένων παθογόνων μικροοργανισμών, όπως αυτών που προκαλούν την τήξη των αρτιφύτρων. Το υψηλό ph των αλκαλικών εδαφών αντιμετωπίζεται με την προσθήκη αμμωνιακών λιπασμάτων ή θείου, που είναι 82

86 σχετικά δαπανηρές διαδικασίες, καθότι χρειάζονται σχετικά μεγάλες ποσότητες για αξιόλογα αποτελέσματα. Η καλύτερη αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι η επιλογή ανθεκτικών σε αυτές τις συνθήκες φυτικών ειδών (ασβεστόφιλα) όπως είναι τα είδη της οικογένειας Leguminaceae σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη λίπανση του εδάφους για να αναπληρώνονται τα θρεπτικά στοιχεία που λείπουν (Παπαμίχος 1996). Εικόνα 34. Καρστικά φαινόμενα στα μέτωπα του λατομείου. 2. Όσον αφορά στα εδάφη που βρίσκονται επί αργιλικού σχιστόλιθου αναφέρεται ότι αυτά είναι αβαθή με πολλά πλακοειδή τεμάχια, που σχηματίζουν όχι και τόσο ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη των ριζών. Αυτό παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις, όταν το έδαφος έχει υποστεί ισχυρή επιφανειακή διάβρωση. Γενικά, οι αργιλικοί σχιστόλιθοι δίνουν γόνιμα, αργιλώδη (βαριά) εδάφη, όταν προφυλάσσονται από τη διάβρωση (Παπαμίχος 1996). 83

87 8.3. Υδρολογικά στοιχεία Η έκταση του λατομείου εφάπτεται με τμήμα του ρέματος του Ασβεστοχωρίου, τον Ξηροποτάμο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους» και συνιστά ένα φυσικό όριο μεταξύ της οικιστικής περιοχής και του περιαστικού δάσους Θεσ/νίκης (Μπλιώνης 1996). Εικόνα 35. Τρισδιάστατη απεικόνιση της λεκάνης απορροής στην περιοχή του λατομείου. Με μπλε χρώμα φαίνονται τα ρέματα, ενώ με γαλάζιο διακρίνεται ο Ξηροπόταμος και με κίτρινο χρώμα οι οικισμοί Εξοχής, Ασβεστοχωρίου και Πεύκων. Εντός του χώρου του λατομείου υπάρχουν μικρά ρέματα περιοδικής και σύντομης ροής που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο υδρολογικό ενδιαφέρον. Στα βόρεια όρια του λατομείου υπάρχει μια πηγή (βρύση) (εικ. 37), ενώ μέσα στην περιοχή του λατομείου (δυτικός τομέας) έγινε γεώτρηση συνεχούς παροχής από την οποία αντλείται ικανή ποσότητα νερού (εικ. 36 και 38). Τέλος επισημαίνεται ότι το λατομείο συνδέεται με το υδραγωγείο του Ασβεστοχωρίου και έτσι μπορούν να εξασφαλιστούν απόλυτα οι ανάγκες του χώρου σε νερό. Αν και δεν υπάρχουν αποστραγγιστικά έργα στο χώρο επέμβασης, μέχρι στιγμής δεν έχουν παρουσιαστεί πλημμυρικά φαινόμενα, καθώς όλη η ποσότητα του βρόχινου νερού απορροφάται προς τις εσωτερικές κατακλάσεις του ασβεστολιθικού όγκου. 84

88 Εικόνα 36. Γεώτρηση στην πλατεία του δυτικού τομέα του λατομείου. Εικόνα 37. Βρύση στα βόρεια όρια του λατομείου Εικόνα 38. Το υδραγωγείο που βρίσκεται στον δυτικό τομέα του λατομείου. 85

89 8.4. Γεωμορφολογικά στοιχεία της περιοχής Ο χώρος του λατομείου βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Ασβεστοχωρίου που αποτελεί επέκταση του όρους Χορτιάτη. Η μορφολογία του εδάφους είναι ημιορεινή με υψόμετρο που κυμαίνεται από τα 308 m μέχρι τα 520 m περίπου. Ο χώρος του λατομείου έχει κυρίως Ν-ΝΔ έκθεση. Σε ότι αφορά το ανάγλυφο του εδάφους στη διαταρασσόμενη έκταση αυτό μπορεί να θεωρηθεί ήπιο μέχρι και έντονο, καθώς οι κλίσεις που επικρατούν στο χώρο των κτιριακών εγκαταστάσεων δεν ξεπερνούν το 30%, ενώ στο χώρο εκσκαφής οι κλίσεις ξεπερνούν κατά πολύ το 100%. Τα παραπάνω στοιχεία απεικονίζονται αναλυτικά στους αντίστοιχους χάρτες του παραρτήματος (χάρτης 6, 7 και 8) Βλάστηση - Πανίδα Η βλάστηση της περιοχής σύμφωνα με το φυτοκοινωνικό χάρτη της Ελλάδας, ανήκει στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδη, υποορεινή), στην υποζώνη Ostryo Carpinion και πιο συγκεκριμένα στον αυξητικό χώρο του Coccifero-Carpinetum. Η υποζώνη Ostryo-Carpinion αντιπροσωπεύεται από τα είδη Pistacia terebinthus (κοκορεβιθιά), Cotinus coggygria/rhus Cotinus (χρυσόξυλο), Cercis siliquastrum (κουτσουπιά), Carpinus orientalis (γαύρος ο ανατολικός), Ostrya carpinifolia (Οστρυά καρπινόφυλλη), Quercus coccifera (πουρνάρι), Quercus frainetto (δρυς η πλατύφυλλη), Quercus pubescens (χνοώδης δρυς) (Μαυρομάτης 1980α). Όσον αφορά στην ένωση Coccifero Carpinetum πολλοί ερευνητές την θεωρούν όχι μια τελική φυτοκοινωνία, αλλά ένα εξαρτημένο από τις ανθρωπογενείς επιδράσεις και τη βόσκηση στάδιο υποβάθμισης, που η εξάπλωσή της οφείλεται επίσης στη μεγάλη αντοχή του πουρναριού στη βοσκή, τις πυρκαγιές και άλλες κακώσεις, καθώς και στη μεγάλη ριζοβλαστική και πρεμνοβλαστική ικανότητά του. Στη ζώνη αυτή λοιπόν σχηματίζονται σχεδόν αμιγείς συστάδες από πουρνάρια, που βρίσκονται σε πυκνή διάταξη, με τη μορφή υψηλών θάμνων ύψους 1,5 έως 3,5 m (Μουλόπουλος 1964, Ντάφης 1973, Αθανασιάδης 1985). Συνήθως πρόκειται για πρεμνοφυή άτομα, οπότε δίνουν και την όψη της ψευδομακκίας και σπανιότερα με τη μορφή υψηλότερων δένδρων. Η ένωση αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από την ύπαρξη 86

90 των ειδών Carpinus orientalis καθώς και το Pistacia terebinthus όπου εδώ βρίσκει το οικολογικό και φυτοκοινωνιολογικό του βέλτιστο. Άλλα είδη που συναντώνται στο δενδρώδη όροφο της ένωσης Coccifero Carpinetum είναι επίσης τα Cornus mas (κρανιά), Pyrus amygdaliformis (γκορτσιά) και Quercus frainetto, ενώ στον όροφο των χαμηλών θάμνων (1-2 m) κυριαρχούν επίσης τα είδη: Juniperus oxycedrus (άρκευθος οξύκεδρος), Rosa sempervirens κ.ά. (Χοχλιούρος 2005). Η κατακόρυφη εξάπλωση του πουρναριού φτάνει μέχρι τα 750 μ. στη Β. Ελλάδα (Παπαναστάσης και Πλατής 1989), κυρίως σε προσνότιες εκθέσεις και συγκροτεί αμιγείς συστάδες ή απαντάται στη ζώνη Quercetalia pubescentis σε μίξη με άλλα είδη, όπως τον φράξο (Fraxinus ornus), τον γαύρο (γένος Carpinus), τη χνοώδη δρυ (Quercus pubescens), τη φουσκιά (Colutea arborescens), την κορονίλλα (Coronilla emeroides) κ.ά. (Μαυρομάτης 1980β). Τα βασικότερα δασικά είδη που καλύπτουν την περιοχή βόρεια του Ξηροποτάμου καθώς και την έκταση του λατομείου καταγράφονται στον πίνακα 3. Επάνω στις σωρούς των αδρανών υλικών του λατομείου, καθώς και στα μέτωπα εξόρυξης έχουν καταγραφεί επίσης αρκετά πρόσκοπα ποώδη είδη (πίνακας 4), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και πολλά είδη της οικογένειας Poaceae. Στα μέτωπα του λατομείου ο ακατέργαστος ασβεστολιθικός βράχος στον οποίο υπάρχει έλλειψη θρεπτικών συστατικών, προσφέρει ένα ιδανικό ενδιαίτημα για τη φύτρωση των εξειδικευμένων χασμοφυτικών φυτών (εικ. 44), τα οποία δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε ολοκληρωμένα οικοσυστήματα επειδή δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό. Η εξειδίκευση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι τα φυτά αυτά έχουν αναπτύξει κάποιες ιδιαίτερες προσαρμογές, όπως ισχυρό ριζικό σύστημα, που τους επιτρέπει να έχουν καλή στήριξη στα βράχια και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο το λιγοστό νερό και τα θρεπτικά συστατικά που συγκρατεί το ελάχιστο έδαφος. Έτσι το γεγονός ότι το περιβάλλον των απόκρημνων βράχων είναι ουσιαστικά αφιλόξενο για άλλα φυτά σε συνδυασμό με την απουσία της βόσκησης, οδηγεί στη δημιουργία καταφυγίου για σπάνια είδη και αυτοφυή που είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν, διότι όταν επανακάμψει η βλάστηση της περιοχής, αυτά υποχωρούν σταδιακά (Bradshaw and Chadwick 1980). 87

91 Πίνακας 3. Η ξυλώδης βλάστηση που καταγράφηκε στο λατομείο και στη ευρύτερη περιοχή αυτού. Δένδρα Θάμνοι Alianthus altissima Crataegus monogyna Carpinus orientalis Cercis siliquastrum Cupressus sempervirens Ficus carica Fraxinus ornus Pinus brutia Platanus orientalis Populus alba Pyrus amygdaliformis Ulmus campestris Juniperus oxycedrus Paliurus spina-christii Pistacia terebinthus Prunus spinosa Quercus coccifera Rosa canina Rubus hirtus Spartium junceum Πίνακας 4. Η ποώδης βλάστηση που καταγράφηκε εντός του χώρου του λατομείου. Είδος Οικογένεια Είδος Οικογένεια Torilis japonica Apiaceae Vicia villosa Fabaceae Muscari comosum Asparagaceae Origanum sp. Lamiaceae Achillea millefolium Asteraceae Sideritis sp. Lamiaceae Carlina sp. Asteraceae Stachys germanica Lamiaceae Cichorium intybus Asteraceae Thymus capitatus Lamiaceae Taraxum sp. Asteraceae Ophrys mammosa Orchidaceae Anchusa officinalis Boraginaceae Papaver rhoeas Papaveraceae Euphorbia seguierana Euphorbiaceae Anemone coronaria Ranunculaceae Astragalus sp. Fabaceae Sanguisorba minor Rosaceae Lathyrus sp. Fabaceae Verbascum sinuatum Scrophulariaceae Medicago sp. Fabaceae Solanum Solanaceae elaeagnifolium Trifolium sp. Fabaceae Solanum luteum Solanaceae Στα όρια του λατομείου εντοπίστηκαν επίσης είδη που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως οι πανέμορφες ανεμώνες και συγκεκριμένα το είδος Αnemone coronaria (εικ. 40, 41). Άλλο φυτό ιδιαίτερης αξίας που εντοπίστηκε είναι η ορχιδέα και συγκεκριμένα ένα είδος που ανήκει στο σύμπλεγμα Ophrys mammosa (εικ. 41), το οποίο φύεται σε ανοιχτά πευκοδάση ή φρυγανότοπους με βασικά ή ασβεστολιθικά εδάφη και ανθίζει σχετικά νωρίς κυρίως από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τέλη Απριλίου. 88

92 Σε όλες τις ορχιδέες, οι σπόροι δε διαθέτουν τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες για να τραφεί το έμβρυο κατά την εξέλιξή του. Ο μικροσκοπικός σπόρος που φτάνει στο έδαφος θα πρέπει να έχει την τύχη να βρει τον μικρομύκητα αυτόν που θα διεισδύσει στο δικτυωτό περίβλημα του σπόρου της και να προμηθεύσει στο έμβρυο και στη συνέχεια το μικρό φυτό τις απαραίτητες για την ανάπτυξή τους θρεπτικές ουσίες. Λόγω λοιπόν της συμβιωτικής τους σχέσης με τους μύκητες του εδάφους, της κατασκευής του άνθους τους και της στενής σχέσης που έχουν με ειδικά έντομα για την επικονίασή τους, καθώς και τα πολλά χρόνια που χρειάζονται τα φυτά μέχρι να ωριμάσουν και ν ανθίσουν, παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα και έχουν ανάγκη προστασίας (Άλκιμος 1988, Καρατζάς και Καρατζά 2009). Τα είδη της οικογένειας Orchidaceae αποτελούν φυτοκοινωνίες στενά δεμένες με τον τόπο που φύτρωσαν λόγω της συμβίωσής του με τον μύκητα που τα βοηθάει να φυτρώσουν και να πολλαπλασιαστούν. Γι αυτό η μεταφύτευση αυτών των ειδών είναι απαγορευτική, όπως επίσης και το ξερίζωμά τους. Ευαίσθητα είναι επίσης στη λίπανση, το ράντισμα και στην υπερβόσκηση. Κύρια αιτία της μείωσης των φυσικών πληθυσμών της ορχιδέας κατά το παρελθόν ήταν επίσης η ληστρική συλλογή του κονδύλου τους για την παρασκευή σαλεπιού (Άλκιμος 1988, Καρατζάς και Καρατζά 2009). Αναφέρεται επίσης ότι νότια του Ξηροποτάμου και σε απόσταση μικρότερη των 1000 μ. περίπου από το λατομικό χώρο, το περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης, καλύπτεται κατά ένα μικρό μέρος από βλάστηση πρίνου θαμνώδους μορφής, ενώ η υπόλοιπη έκταση αποτελείται κυρίως από τα είδη Pinus brutia και Cupressus sempervirens, καθώς και από Cupressus arizonica, Pinus pinea, Pinus halepensis, Ligustrum vulgare, Celtis australis, Populus alba, Laurus nobilis, Salix sp., Juglans regia, Ulmus campestris, Platanus orientalis κ.ά. Τέλος, επειδή εντός του λατομείου η βλάστηση είναι πενιχρή, η περιοχή δεν αποτελεί τόπο διαμονής ενδεικτικής πανίδας. Στην ευρύτερη περιοχή η πανίδα είναι ελάχιστη σε είδη και αριθμό αποτέλεσμα της υποβάθμισης του οικολογικού περιβάλλοντος. Κάποια από τα είδη που απαντώνται είναι η αλεπού (Vulpes vulpes), ο λαγός (Lepus europeus), ο λύκος (Canis lupus), οι πέρδικες, κάργιες, κουκουβάγιες κλπ. 89

93 Εικόνα 39. Η βλάστηση στα βόρεια όρια του λατομείου, όπου κυριαρχούν κυρίως τα πουρνάρια και οι γκορτσιές. Εικόνα 40. Ένα πέπλο από ανεμώνες καλύπτει τις επιφάνειες στα ανάντη του λατομείου (λήψη φωτογραφίας: Μάρτιος 2011). 90

94 Εικόνα 41. Αριστερά: Anemone coronaria, Δεξιά: Ophrys mammosa (λήψη: Μάρτιος 2011) Εικόνα 42. Ένα μικρό πευκάκι που βρήκε καταφύγιο στα αφιλόξενα μέτωπα του λατομείου (λήψη: Δεκέμβριος 2011) Εικόνα 43. Η φυσική αναγέννηση της P.brutia εντός του χώρου του λατομείου (λήψη: Ιανουάριος 2012). 91

95 Εικόνα 44. (δεξιά και κάτω). Χασμοφυτική βλάστηση στα βραχώδη μέτωπα του λατομείου. 92

96 IV. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 1. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Κατά τους Χατζηστάθη και Ισπικούδη (1995) «Οπτικό τοπίο είναι το τοπίο που εξαιτίας της άμεσης εποπτείας του από θέσεις που χρησιμοποιούνται έντονα από τους ανθρώπους, είναι ευαίσθητο στην παρατήρηση και στην κριτική από μεγάλη μερίδα του κοινού». Το οπτικό τοπίο συνίσταται από πολλά στοιχεία φυσικά, γεωμορφολογικά, βιολογικά και πολιτισμικά που αλληλοσχετίζονται και δημιουργούν ένα ενιαίο και μοναδικό σύνολο. Παρ όλο λοιπόν που η χρησιμότητα της ποιότητας του τοπίου δεν είναι άμεση, αποτελεί ωστόσο ένα σημαντικό συστατικό για την καλή ποιότητα της ζωής μας. Θα πρέπει επομένως το οπτικό τοπίο και η ανάλυση αυτού να αναγνωρίζεται ως ένας βασικός φυσικός πόρος που πρέπει να τυγχάνει ίσης μελέτης με τους άλλους φυσικούς πόρους της γης (Ισπικούδης κ.ά. 2003). Η σπουδαιότητα της προστασίας και διαχείρισης των τοπίων κατά τις εργασίες αποκατάστασης τονίζεται και αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο που τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο του 2004 (Dejeant-Pons 2006). Από πολλές χώρες έχει γίνει πλέον αποδεκτή, τόσο στο σχεδιασμό, όσο και στην αποκατάσταση του τοπίου, η μέθοδος της οπτικής ανάλυσης του τοπίου, κατά την οποία γίνεται απογραφή και αξιολόγηση των οπτικών χαρακτηριστικών του, όπως είναι η οπτική τρωτότητα (ευαισθησία στις αλλοιώσεις) του τοπίου, η οπτική απορροφητική ικανότητα του τοπίου και ο καθορισμός ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων για την ορθολογική διαχείρισή τους (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Με την οπτική ανάλυση και αξιολόγηση γίνεται εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης λειτουργίας και εξέλιξης αλλά και αισθητικής του τοπίου. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει ανάλυση των οικολογικών και αισθητικών παραμέτρων, που καθορίζουν τη λειτουργία, την εξέλιξη και τη διαμόρφωση της συνολικής εικόνας του κάθε τοπίου. Παράλληλα, στο κάθε τοπίο αξιολογείται ως στοιχείο της ευρύτερης περιοχής η αισθητική του, η αναψυχική του λειτουργία, τα κοινωνικά δεδομένα και οι κίνδυνοι που το αποτελούν (Ισπικούδης κ.ά. 2003). Επειδή λοιπόν, η περιοχή έρευνας στο χώρο του συγκεκριμένου λατομείου έχει υποστεί ισχυρή διαταραχή εξαιτίας της έντονης ανθρωπογενούς επέμβασης με την εξόρυξη, κρίνεται απαραίτητη η προσπάθεια οπτικής ανάλυσης και αξιολόγησης του τοπίου στην περιοχή για να καθοριστεί το κατά πόσον η περιοχή εξόρυξης είναι 93

97 ορατή από παρατηρητές που βρίσκονται στους παρακείμενους του λατομείου δρόμους και θέσεις παρατήρησης. Η ανάλυση αυτή θα μας οδηγήσει στην εύρεση της πιο κατάλληλης μεθόδου αποκατάστασης για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Για την οπτική ανάλυση χρησιμοποιούνται πλέον τεχνικές τρισδιάστατης απεικόνισης του τοπίου, οι οποίες λειτουργούν σαν εργαλείο λήψης αποφάσεων και οδηγούν στη μείωση της υποκειμενικότητας και στη λήψη αμερόληπτων αποφάσεων (Orland et al. 2001, Schmid 2001) Ανάλυση του τοπίου: Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ) Η Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ) του κάθε τοπίου, δηλαδή η φυσική ικανότητά του να δέχεται οργανωμένες δραστηριότητες ανάπτυξης ή διαχείρισης και να διατηρεί τον οπτικό του χαρακτήρα και την ακεραιότητα της ποιότητας της θέας του, υπολογίζεται από τον παρακάτω τύπο (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995): ΟΑΙ = Κ (Δ+ΑΒ+ΑΧ+Π) Όπου: Κ= κλίση Δ= διάβρωση εδάφους ΑΒ= δυναμικό αναγέννησης της βλάστησης ΑΧ= αντίθεση χρώματος εδάφους Π= ποικιλότητα του τοπίου Η βαθμολόγηση του κάθε παράγοντα φαίνεται στον πίνακα 5, όπου ο μεγαλύτερος βαθμός σημαίνει την υψηλότερη ΟΑΙ. Οι τιμές της ΟΑΙ ενός τοπίου είναι δυνατόν να ποικίλουν από πολύ χαμηλές έως πολύ υψηλές: Πολύ χαμηλή = 4 15 Χαμηλή = Μέση = Υψηλή = Πολύ υψηλή =

98 Πίνακας 5. Οπτική Απορροφητική Ικανότητα τοπίου (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995) ΟΠΤΙΚΗ ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ (Ο.Α.Ι) Παράγοντας Συνθήκες Βαθμός (Κ) Κλίση (κυρίαρχος και καθοριστικός παράγοντας) (Δ) Διάβρωση εδάφους (ΑΒ) Δυναμικό αναγέννησης βλάστησης (καλυπτική ικανότητα ) (ΑΧ) Αντίθεση χρώματος εδάφους Π) Ποικιλότητα τοπίου Χρήσεις γης (όπως ορίζεται από τις κλάσεις ποικιλίας ) 0-5% κλίση 6-15% 16-30% 31-60% >60% Χαμηλό δυναμικό διάβρωσης Μέσο Υψηλό Υψηλό δυναμικό αναγέννησης Μέσο Χαμηλό Μικρή αντίθεση Μέση Μεγάλη Μεγάλη ποικιλότητα βλάστησης, αναγλύφου, υδάτινων μαζών Μέση ποικιλότητα Μικρή ποικιλότητα ή καθόλου Ανάλυση του τοπίου: Σύστημα Οπτικής Διαχείρισης του Τοπίου Ένα Σύστημα Οπτικής Ανάλυσης και Διαχείρισης του τοπίου θα πρέπει (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995): α) να καθορίζει τα κριτήρια για την αναγνώριση και ταξινόμηση της ποιότητας των οπτικών πόρων του τοπίου (Ζώνες Απόστασης του Τοπίου - ΖΑΤ, Κλάσεις Ποικιλίας του Τοπίου - ΚΠΤ) καθώς και το αισθητικό ενδιαφέρον του κοινωνικού συνόλου (Επίπεδα Ευαισθησίας του Τοπίου - ΕΕΤ) και β) να αναγνωρίζει και καθορίζει τους οπτικούς ποιοτικούς στόχους διαχείρισης του τοπίου Ζώνες Απόστασης Τοπίου (ΖΑΤ) Κατά ένα συμβατικό τρόπο το τοπίο διαιρείται σε τρεις ζώνες απόστασης. Έτσι ανάλογα με την απόσταση που χωρίζει τον παρατηρητή από το ορατό προς αυτόν τοπίο έχουμε (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995): Πζ- Πρώτη ζώνη. Απόσταση 0 έως m. Το όριο αυτής της ζώνης βασίζεται στις αποστάσεις στις οποίες είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές οι λεπτομέρειες. 95

99 Δζ- Δεύτερη ζώνη. Η ζώνη αυτή εκτείνεται από το τέλος της πρώτης μέχρι τα μ. Είναι η κυρίαρχη ζώνη του τοπίου, αφού τις περισσότερες φορές καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής του (περίπου 2/3). Τζ- Τρίτη ζώνη. Εκτείνεται από τη δεύτερη ζώνη και πέραν αυτής Κλάσεις Ποικιλίας του Τοπίου (ΚΠΤ) Με τις Κλάσεις Ποικιλίας Τοπίου διαχωρίζονται τα σημαντικά από τα μικρότερης αξίας τοπία όσον αφορά την ποιότητα και την αξία τους. Με βάση την παραδοχή ότι τοπία με τη μεγαλύτερη ποικιλία έχουν την υψηλότερη αξία, διακρίνονται τρείς κλάσεις ποικιλίας, που προσδιορίζουν την ποιότητα θέας του τοπίου και οι οποίες αναλύονται στον πίνακα 6 (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Πίνακας 6. Κλάσεις Ποικιλίας του Τοπίου (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). ΚΛΑΣΕΙΣ ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ ΤΟΠΙΟΥ (ΚΠΤ) Φυσικά στοιχεία Κλάση Α Κλάση Β Κλάση Γ Ανάγλυφο Κλίσεις μεγαλύτερες Κλίσεις μεταξύ Κλίσεις μεταξύ 0-30% από 60% 30-60% Μορφές βράχων και σχηματισμών Βλάστηση Λίμνες Ρεύματα ή ρυάκια Μεγάλοι- Κυρίαρχοι, Ασυνήθιστοι Μεγάλη ποικιλία στα είδη και στη διάρθρωση. Ασυνήθιστη, Μνημειακά δένδρα 200στρ. ή μεγαλύτερες όχθες, ανομοιόμορφες, Αντανακλάσεις μορφών, νησιά, παρόχθια βλάστηση Καταρράκτες, μεταβαλλόμενη ροή, μικρολίμνες, βοή, μαίανδροι Ορατοί αλλά όχι κυρίαρχοι Συνεχής με μικρή ποικιλία στα είδη και στη διάρθρωση. Ώριμα δένδρα αλλά ασήμαντα στρ. μερική ανομοιομορφία στις όχθες, λίγες αντανακλάσεις. Βλάστηση Β κλάσης Κοινά χαρακτηριστικά ροής και λίγοι μαίανδροι Μικροί ή ανύπαρκτοι Συνεχής, χωρίς ξέφωτα και χωρίς υπόροφο Μικρότερες των 20στρ. χωρίς αντανακλάσεις ή ανομοιομορφία Εποχιακοί ξεροπόταμοι ή μικρά ρέματα με λίγα στοιχεία και ίσως διαβρώσεις- αποθέσεις ΚΛΑΣΗ Α: Χαρακτηριστική διαφοροποίηση στοιχείων. Ωραίο τοπίο με μεγάλη ποικιλία αισθητικών στοιχείων. ΚΛΑΣΗ Β: Κοινή διαφοροποίηση στοιχείων. Μέτριο τοπίο με λίγα στοιχεία ΚΛΑΣΗ Γ: Ελάχιστη διαφοροποίηση στοιχείων. Τοπίο με τέλεια απουσία αισθητικών στοιχείων. 96

100 Επίπεδα Ευαισθησίας του Τοπίου (ΕΕΤ) Το Επίπεδο Ευαισθησίας του Τοπίου αναφέρεται στο ενδιαφέρον των ανθρώπων για την οπτική ποιότητα της θέας του τοπίου. Τα ΕΕΤ καθορίζονται για τα τοπία τα οποία είναι ορατά από τους επισκέπτες μιας περιοχής, από τους περαστικούς σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες δρόμους, από χώρους αναψυχής, από υδάτινες μάζες κτλ. Έχουν καθοριστεί τρία επίπεδα ευαισθησίας, το καθένα από τα οποία προσδιορίζει ένα διαφορετικό μέτρο ενδιαφέροντος των επισκεπτών ( Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995) : Επίπεδο 1 Υψηλή ευαισθησία = Μέγιστο ενδιαφέρον Επίπεδο 2 Μέση ή Μέτρια ευαισθησία = Μέτριο ενδιαφέρον Επίπεδο 3 Χαμηλή ή Ελάχιστη ευαισθησία = Ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον Ο βαθμός ευαισθησίας του επισκέπτη όσον αφορά στο οπτικό του περιβάλλον είναι πολύ δύσκολο να εκφραστεί ποσοτικά. Χρειάζεται πολύ έρευνα, ιδίως πάνω στις αντιλήψεις του ανθρώπου για το τοπίο. Στον πίνακα 7 διακρίνεται ο τρόπος διαχωρισμού των ΕΕΤ. Το ενδιαφέρον των περαστικών για το τοπίο της περιοχής έρευνας εκτιμήθηκε από προφορικές συνεντεύξεις. Οι θέσεις θέας που επιλέχτηκαν είναι η οδική αρτηρία Επταπυργίου- Φιλιππείου, οι χώροι αναψυχής στο περιαστικό δάσος Θεσ/νίκης, καθώς και ο οικισμός του Ασβεστοχωρίου. Πίνακας 7. Επίπεδα Ευαισθησίας του Τοπίου (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Ορατό τοπίο από Πρωτεύοντες δρόμους, Λιγότερο από το ¼ των χώρους αναψυχής και υδάτινες μάζες επισκεπτών δείχνουν Δευτερεύοντες δρόμους, χώρους αναψυχής και υδάτινες μάζες Τουλάχιστο το ¼ των επισκεπτών δείχνουν ΜΕΓΙΣΤΟ ενδιαφέρον για την ποιότητα θέας του τοπίου Τουλάχιστο τα ¾ των επισκεπτών δείχνουν ΜΕΓΙΣΤΟ ενδιαφέρον για την ποιότητα θέας του τοπίου ΜΕΓΙΣΤΟ ενδιαφέρον για την ποιότητα θέας του τοπίου ¼ - ¾ των επισκεπτών δείχνουν ΜΕΓΙΣΤΟ ενδιαφέρον για την ποιότητα θέας του τοπίου Λιγότεροι από το ¼ των επισκεπτών δείχνουν ΜΕΓΙΣΤΟ ενδιαφέρον για την ποιότητα θέας του τοπίου 97

101 Οπτικοί Ποιοτικοί Στόχοι (ΟΠΣ) Μετά την οπτική ανάλυση του τοπίου, αποφασίζεται στη συνέχεια ο σχεδιασμός και η διαχείρισή του. Ανάλογα με την επιτρεπόμενη αλλαγή μέσα σε μια συγκεκριμένη έκταση του τοπίου, καθορίζονται οι «Οπτικοί Ποιοτικοί Στόχοι» διαχείρισης των στοιχείων που συνθέτουν το τοπίο, καθώς και οι επεμβάσεις του διαχειριστή. Οι οπτικοί ποιοτικοί στόχοι διακρίνονται ως (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995): (Δ)- Διατήρηση ή Προστασία των στοιχείων του τοπίου, τα οποία διατηρούνται ως έχουν ακριβώς και αφήνονται στη φυσική τους εξέλιξη, όπως συμβαίνει στις περιοχές απόλυτης προστασίας, όπως είναι οι πυρήνες Εθνικών Δρυμών κλπ. (Σ)- Συγκράτηση ή Συντήρηση, η οποία επιτρέπει επεμβάσεις και διαχειριστικές δραστηριότητες που όμως δεν είναι οπτικά εμφανείς. Υπάρχει δηλ. άμεση κάλυψη από τα στοιχεία του τοπίου. (ΜΣ)- Μερική Συγκράτηση ή Μερική Συντήρηση, στην οποία οι επεμβάσεις είναι εμφανείς, αλλά υποτάσσονται στο τοπίο και κυριαρχούνται από τα φυσικά στοιχεία (π.χ ένα μονοπάτι, πινακίδες). Πρέπει να υπάρξει κάλυψη μέσα σε ένα χρόνο. (Τ)- Τροποποίηση, στην οποία οι επεμβάσεις κυριαρχούν, αλλά δανείζονται από το τοπίο (π.χ. χιονοδρομική πίστα, αντιπυρική λωρίδα με ανομοιόμορφα κράσπεδα, υλοτόμιο σαν φυσικό ξέφωτο, μικρής κλίμακας παραδοσιακά σπίτια κλπ.). Πρέπει να υπάρξει κάλυψη μέσα σε ένα χρόνο. (ΜΤ)- Μέγιστη Τροποποίηση, στην οποία οι επεμβάσεις κυριαρχούν στο τοπίο αλλά σε μεγάλη απόσταση θα πρέπει να φαίνεται ότι δανείζονται από αυτό (π.χ αντιπυρική ζώνη που φαίνεται να διασπάται από το τοπογραφικό ανάγλυφο). Πρέπει να υπάρξει κάλυψη τουλάχιστον μέσα σε 5 χρόνια. Εκτός από τη διατήρηση (Δ), οι υπόλοιποι όροι περιγράφουν ένα διάφορο βαθμό ευπρόσδεκτης αλλαγής του τοπίου, μέσα στα όρια της απορροφητικής ικανότητάς του. Σε περίπτωση που οι επεμβάσεις στο τοπίο ξεπεράσουν τα όρια της απορροφητικής ικανότητάς του, όπως π.χ συμβαίνει σε εξορυκτικές περιοχές τότε οδηγούμαστε στην: (ΑΤ)- Ανεπίτρεπτη Τροποποίηση, στην οποία οι επεμβάσεις δεν σχετίζονται οπτικά με το τοπίο, γεγονός που σημαίνει διαταραχή ή αλλοίωση του χαρακτήρα του. Οι επεμβάσεις αυτές θα είναι ορατές για περισσότερα από 10 χρόνια (π.χ. λατομεία, φράγματα, μεγάλα πρανή δρόμων) 98

102 Στην περίπτωση αυτή απαιτούνται δύο επιπρόσθετοι βραχυπρόθεσμοι οπτικοί ποιοτικοί στόχοι που είναι: (Απ)- Αποκατάσταση, δηλ. επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση και (Βε)- Βελτίωση, δηλ. έντονη επέμβαση, ώστε να επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός τελειότητας του τοπίου, βασισμένος σε φυσικά οικολογικά, αλλά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Συνδυάζοντας τα δεδομένα των ΖΑΤ, ΚΠΤ, ΕΕΤ, με τους ΟΠΣ (Σ-ΜΤ), δημιουργήθηκε ο πίνακας 8, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιείται σαν απλός κανόνας στη διαχείριση ενός τοπίου. Πίνακας 8. Οπτικοί Ποιοτικοί Στόχοι (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Επίπεδα Ευαισθησίας 1 ο επίπεδο 2 ο επίπεδο 3 ο επίπεδο Ζώνες απόστασης Πζ Δζ Τζ Πζ Δζ Τζ Κλάσεις ΚΛΑΣΗ Α Σ Σ Σ ΜΣ ΜΣ ΜΣ ΜΣ Ποικιλίας ΚΛΑΣΗ Β Σ ΜΣ ΜΣ ΜΣ Τ Τ Τ/ΜΤ ΚΛΑΣΗ Γ ΜΣ ΜΣ Τ Τ Τ ΜΤ ΜΤ 1.3. Αξιολόγηση του τοπίου Για την αξιολόγηση του τοπίου, χρησιμοποιούνται κριτήρια και βαθμολογίες (πίνακας 9) που χρησιμοποιούνται διεθνώς καθώς έχουν γίνει αποδεκτά από τη Διεθνή Οργάνωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Στη συνέχεια ταξινομούνται οι βαθμολογίες σε τέσσερις κατηγορίες και σύμφωνα με αυτές ταξινομούνται και τα τοπία καθώς επίσης επιλέγεται και ο ΟΠΣ (πίνακας 10). Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του τοπίου σε συνδυασμό με αυτά της οπτικής ανάλυσής του, ουσιαστικά αποτελούν τα συμπεράσματα για το σχεδιασμό των προτάσεων παρέμβασης και βελτίωσης του κάθε τοπίου (Ισπικούδης κ.ά. 2003). 99

103 Πίνακας 9. Αξιολόγηση τοπίου (IUCN). Κριτήριο Διαβάθμιση Κλίμακα Περιορισμένη 1 Μικρή 2 Μεγάλη 3 Αχανής 4 Εγκλεισμός Ασφυκτικός 1 Έντονος 2 Ανοικτός 3 Ανύπαρκτος 4 Ποικιλία Ανύπαρκτη 1 Μικρή 2 Μεγάλη 3 Πολύ 4 μεγάλη Αρμονία Χαοτικό 1 Παράτονο 2 Ισορροπημένο 3 Αρμονικό 4 Κίνηση Στάσιμη 1 Ήρεμη 2 Έντονη 3 Φρενιώδης 4 Υφή Λεία 1 Ομαλή 2 Τραχεία 3 Οργιώδης 4 Χρωματισμός Άχρωμος 1 Μονόχρωμος 2 Χρωματιστός 3 Φανταχτερός 4 Σπανιότητα Συνήθης 1 Ασυνήθιστη 2 Σπάνια 3 Μοναδική 4 Αίσθημα ασφάλειας Απειλή 1 Επιφυλακτικότη 2 Ασφάλεια 3 Ανεση 4 τα Ερέθισμα Πληκτικό 1 Ουδέτερο 2 Ήπιο 3 Διεγερτικό 4 Εντύπωση Απεχθής 1 Δυσάρεστη 2 Ευχάριστη 3 Όμορφη 4 Τύπος θέας Μακρινή 1 Περίκλειστη 2 Ασυνεχής 3 Πανοραμική 4 Τρωτότητα Μεγάλη 1 Μέτρια 2 Μικρή 3 Καθόλου 4 Φυσικότητα Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Τυπικότητα Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Μέγεθος Ελάχιστο 1 Μικρό 2 Μέτριο 3 Μεγάλο 4 Σπουδαιότητα Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Αυθεντικότητα Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Συμβολική Αξία Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Ενδεχόμενη αξία Ελάχιστη 1 Μικρή 2 Μέτρια 3 Μεγάλη 4 Πίνακας 10. Κατηγορίες βαθμολογίας και αντιστοιχία ΟΠΣ (IUCN). ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΑΘΜΟΙ ΑΞΙΑ ΟΠΣ Α ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Δ-Σ Β ΜΕΓΑΛΗ Σ-ΜΣ Γ ΜΕΤΡΙΑ ΜΣ-Τ Δ ΜΙΚΡΗ Τ-ΜΤ SWOT Analysis Προκειμένου να κωδικοποιηθούν τα κυριότερα συμπεράσματα που προέκυψαν από την ανάλυση της περιοχής μελέτης και να δοθούν καίριες κατευθύνσεις για την ανάπτυξή της, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση SWOT (Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats) (Σωσσίδου και Μπελιμπασάκη 2010). 2. ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Για την πραγματοποίηση της έρευνας συλλέχθηκαν βιβλιογραφικά δεδομένα και πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις στην περιοχή, όπου έγινε η καταγραφή της βλάστησης και της υφιστάμενης κατάστασης του λατομείου με ταυτόχρονη λήψη φωτογραφικού υλικού. Παράλληλα, σημαντικές πληροφορίες συλλέχθηκαν από 100

104 προσωπικές συζητήσεις με πολίτες κατοίκους της περιοχής και εργαζόμενους στο ανενεργό πλέον λατομείο. Στοιχεία που αφορούν τη λειτουργία του λατομείου συλλέχτηκαν από τα αρχεία του Δημαρχείου Χορτιάτη και του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης. Προκειμένου να μελετηθεί η κατάσταση του λατομείου και να γίνει οπτική ανάλυση, έγινε αρχικά συλλογή του απαραίτητου χαρτογραφικού υλικού, το οποίο αφορούσε: - Τέσσερις (4) τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:5.000 (αριθμός φύλλου χάρτου : , , και ) της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ), έτσι ώστε να καλύπτεται όλη η έκταση της περιοχής του λατομείου. - Χρησιμοποιήθηκαν επίσης και εικόνες του Google Earth plus χρονολογίας 2011 για την αναλυτικότερη παρατήρηση των τωρινών ορίων (έκταση επέκταση) της περιοχής του λατομείου, όπως και του τωρινού οδικού δικτύου. 3. ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Για τη σύνθεση και ψηφιακή επεξεργασία των γεωγραφικών δεδομένων, καθώς και για την παραγωγή των απαιτούμενων δισδιάστατων και τρισδιάστατων χαρτών της περιοχής χρησιμοποιήθηκαν τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) και συγκεκριμένα το λογισμικό ArcGIS 9.2. Συμπληρωματικά χρησιμοποιήθηκε και το πρόγραμμα μετατροπής συντεταγμένων COORD_GR, ενώ επικουρικά χρησιμοποιήθηκε και το πρόγραμμα Google Earth Plus. Για τη λεπτομερή αναπαράσταση του γήινου αναγλύφου στην περιοχή του λατομείου εισήχθηκαν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή σε ψηφιακή μορφή κανάβου (raster) οι σκαναρισμένοι σαρωμένοι τοπογραφικοί χάρτες ισοδιάστασης 4 μέτρων της ΓΥΣ, ώστε να γίνει η περαιτέρω επεξεργασία τους με τη χρήση των ειδικευμένων λογισμικών προγραμμάτων, όπως του ArcGIS. Έπειτα, αφού εισήχθησαν τα ψηφιακά χαρτογραφικά δεδομένα στο περιβάλλον του ArcGIS έγινε η εισαγωγή των συντεταγμένων (γεωαναφορά), με βάση το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87), το οποίο αποτελεί το επίσημο γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς της χώρας. Επειδή όμως το σύστημα συντεταγμένων των τοπογραφικών χαρτών της ΓΥΣ, είναι το προβολικό σύστημα Hatt, έγινε 101

105 μετατροπή των συντεταγμένων αυτών με τη χρήση του λογισμικού COORD_GR, από μοίρες του συστήματος Hatt σε μέτρα του προβολικού συστήματος ΕΓΣΑ 87. Μετά από αυτές τις απαραίτητες μετατροπές άρχισε η διαδικασία ψηφιοποίησης των ισοϋψών καμπύλων ανά 4 m., μέσα από το λογισμικό πρόγραμμα ArcGIS, η οποία έγινε με τη μέθοδο heads up digiting, δηλαδή στην οθόνη του υπολογιστή με τη χρήση του ποντικιού πάνω στο υπόβαθρο των ψηφιακών σαρωμένων χαρτών. Έπειτα ακολούθησε η ψηφιοποίηση επιπλέον πληροφοριών στην περιοχή του λατομείου, όπως οι κεντρικοί δρόμοι, οικισμοί της περιοχής, τα όρια, μέτωπα και πλατείες του λατομείου, οι κτιριακές εγκαταστάσεις στο χώρο του λατομείου, το υδρογραφικό δίκτυο κλπ. Τα παραπάνω στοιχεία αφού αρχικά διακρίθηκαν στις δορυφορικές εικόνες της περιοχής έρευνας, στη συνέχεια επαληθεύτηκαν στο πεδίο. Από τον ψηφιοποιημένο χάρτη και την επεξεργασία των υψομετρικών δεδομένων των ισοϋψών προέκυψε εν συνεχεία το τρισδιάστατο μοντέλο εδάφους (ΤΙΝ/ Triangulated Irregular Network) (χάρτης 6 παρατήματος), μέσω της επέκτασης 3D Analyst (Τρισδιάστατος Αναλυτής) του λογισμικού ArcGIS και της εντολής Create/Modify TIN, Create TIN from Features. Το τρισδιάστατο αυτό μοντέλο εδάφους αποδίδει με παραστατικό, τρισδιάστατο τρόπο το ανάγλυφο στην περιοχή γύρω από το λατομείο, καθώς και τις υψομετρικές ζώνες και τέλος αποτελεί το υπόβαθρο των περεταίρω χαρτών που αφορούν στην οπτική ανάλυση του τοπίου. Από το Τρισδιάστατο Μοντέλο Εδάφους (TIN) και με τη διαδικασία ανάλυσης επιφάνειας (Surface Analysis) της επέκτασης 3D Analyst προέκυψαν τα φυσιογραφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης με τις εντολές slope, hillshade και aspect και παρήχθησαν οι χάρτες κλίσεων, σκιασμένου αναγλύφου και έκθεσης αντίστοιχα. Στη συνέχεια έγινε υπέρθεση του χάρτη έκθεσης και του χάρτη κλίσεων πάνω στο επίπεδο του σκιασμένου ανάγλυφου (hillshade), ώστε να δοθεί μια τρισδιάστατη αίσθηση στον τελικό χάρτη κλίσεων και έκθεσης (χάρτης 7, 8 και 10 παραρτήματος). Με βάση τα τοπογραφικά και φυσιογραφικά στοιχεία της περιοχής έγινε προσπάθεια οπτικής ανάλυσης της περιοχής του λατομείου. Για τη σχεδίαση των ΖΑΤ χρησιμοποιήθηκε η εντολή Buffer ή Multiple Ring Buffer από τα εργαλεία Analysis Tools του ArcToolbox. Με την ίδια εντολή δημιουργήθηκε επίσης ο χάρτης ζωνών επιρροής του ενός (1) και δυο (2) χιλιομέτρων για να βρεθεί κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις του Νόμου 2115/1993 (αρθ.3) (χάρτης 9 παραρτήματος). Στη συνέχεια συνδυάστηκε ο χάρτης ΖΑΤ με το χάρτη οπτικής ανάλυσης (viewshed analysis), έτσι 102

106 ώστε να βρεθούν οι θέσεις αυτές από τις οποίες είναι ορατό το λατομείο, τόσο λόγω ευνοϊκής απόστασης, όσο και ευνοϊκού ανάγλυφου (χάρτης 11 παραρτήματος). Ο χάρτης οπτικής ανάλυσης (viewshed) δημιουργήθηκε με την εντολή Surface analysis > Viewshed της επέκτασης Spatial Analyst. Η εντολή αυτή πραγματοποιεί οπτική ανάλυση σε μια εισηγμένη εικόνα στο πρόγραμμα λαμβάνοντας υπόψη τα υψομετρικά στοιχεία του τρισδιάστατου μοντέλου εδάφους (ΤΙΝ) και καθορίζει είτε ποιες περιοχές είναι ορατές από συγκεκριμένα σημεία παρατήρησης είτε πόσα σημεία παρατήρησης είναι ορατά από κάθε σημείο της εικόνας. Στην παρούσα εργασία τέθηκε ως επίκεντρο ο χώρος του λατομείου για να βρεθούν τα σημεία της εικόνας που είναι ορατά από αυτό, άρα και τα σημεία από τα οποία είναι ορατό το λατομείο. Με τον παραπάνω χάρτη στην ουσία οδηγούμαστε στην ποσοτικοποίηση της αισθητικής υποβάθμισης του χώρου. Η παραπάνω διαδικασία ακολουθήθηκε επίσης για την εύρεση της καταλληλότερης θέσης θέας εντός του χώρου του λατομείου (χάρτης 12 παραρτήματος). 103

107 V. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1. ΖΩΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ Αρχικά αναφέρεται πως από το χάρτη ζωνών επιρροής (χάρτης 9 παραρτήματος) επιβεβαιώνεται τελικά πως το σύνολο του λατομικού χώρου, γειτνιάζει απαγορευτικά (< 550 m) με χώρο στρατοπέδου, με το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού του Ασβεστοχωρίου και με τα όρια του οικισμού των Πεύκων, καθώς βρίσκονται εντός της ζώνης επιρροής (buffer zone) του ενός χιλιομέτρου από το λατομικό χώρο (N. 2115/93, αρθ. 3 παρ. 4). Επίσης πέρα από το Δάσος Κουρί και από το περιαστικό δάσος Θεσ/νίκης, το οποίο συγκεκριμένα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου και έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους από το Υπουργείο Πολιτισμού σύμφωνα με τον Ν.1469/50 (ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3503/72155/ ), δεν υπάρχουν στην ακτίνα των 2 km αρχαιολογικοί χώροι ή άλλες περιοχές που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας (Ν. 1428/1984, άρθ.4, παρ.1). 2. ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ 2.1. Ανάλυση του τοπίου: Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ) Για τον υπολογισμό της ΟΑΙ για το χώρο του λατομείου δόθηκαν οι παρακάτω τιμές από τον πίνακα 5: Οι κλίσεις στο χώρο του λατομείου ποικίλλουν πολύ από θέση σε θέση (χάρτης 10 παραρτήματος), ενώ οι πλατείες του λατομείου έχουν κλίση μικρότερη από 5%, στα μέτωπα του λατομείου και στα πρανή των αποθέσεων οι κλίσεις ξεπερνούν το 30% και τις περισσότερες φορές ξεπερνούν κατά πολύ το 60% φτάνοντας μέχρι και κλίσεις της τάξης του 200%. Τέλος, στο χώρο των κτιριακών εγκαταστάσεων οι κλίσεις έχουν τιμές που κυμαίνονται κυρίως από 6-30%. Σε αυτήν την περίπτωση δεχόμαστε ένα υψηλό επίπεδο κλίσεων >60%, διότι αυτές κυριαρχούν στο τοπίο (Κ=1). Το δυναμικό διάβρωσης του εδάφους είναι υψηλό, διότι είναι γυμνό από βλάστηση και εκτίθεται στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες βροχής και αέρα. Κατά συνέπεια είναι Δ=1. Το δυναμικό αναγέννησης της βλάστησης (καλυπτική ικανότητα) είναι μικρό λόγω έλλειψης επαρκούς ποσότητας επιφανειακού εδάφους στους βραχώδεις 104

108 σχηματισμούς, όσο και στις αποθέσεις των στείρων. Σε συνδυασμό επομένως με τις ξηρές συνθήκες κλίματος και την Ν-ΝΔ έκθεση του λατομείου (χάρτης 8 παραρτήματος), δημιουργείται ένα αφιλόξενο περιβάλλον για την αναγέννηση της βλάστησης. Αυτό διαπιστώθηκε βεβαίως και από επιτόπια επίσκεψη, όπου βρέθηκε πως η αναγέννηση της βλάστησης βρίσκεται ακόμη στο πρώτο στάδιο διαδοχής αν και η εξορυκτική δραστηριότητα έχει εγκαταλειφτεί εδώ και μια πενταετία. Επομένως το δυναμικό αναγέννησης λόγω των παραπάνω παραγόντων είναι χαμηλό (ΑΒ=1). Η αντίθεση χρώματος εδάφους είναι πολύ έντονη μεταξύ των ανοιχτόχρωμων ασβεστολιθικών μετώπων και της ευρύτερης περιοχής που καλύπτεται κυρίως από θαμνώδη βλάστηση. Επομένως έχουμε ΑΧ=1. Ποικιλότητα τοπίου (όπως ορίζεται από τις κλάσεις ποικιλίας) : Οι κλίσεις όπως αναφέρθηκε ξεπερνούν το 60% με αποτέλεσμα τα μέτωπα εκσκαφής να κυριαρχούν στο τοπίο. Η βλάστηση αν και είναι ελάχιστη, αποτελούμενη κυρίως από ποώδη είδη και από λιγοστά άτομα θάμνων και δέντρων, φιλοξενεί είδη ιδιαίτερης σημαντικότητας, όπως είναι π.χ. οι ορχιδέες και η χασμοφυτική βλάστηση στα μέτωπα του λατομείου. Λόγω των ασυνήθιστων ειδών που φιλοξενούνται στο λατομείο και λόγω του έντονου ανάγλυφου, θα χαρακτηρίσουμε το τοπίο αυτό ως τοπίο μεγάλης ποικιλότητας (ΚΛΑΣΗ Α). Συνεπώς Π=3. Επομένως η τιμή της Ο.Α.Ι. με τις παραπάνω τιμές των παραγόντων που αναφέρθηκαν, είναι: ΟΑΙ = Κ (Δ+ΑΒ+ΑΧ+Π)= 1 ( ) = 6 Άρα ΟΑΙ = Πολύ χαμηλή Πολύ χαμηλή Ο.Α.Ι. σημαίνει πως στην παρούσα κατάσταση το τοπίο στο χώρο του λατομείου έχει την ικανότητα να δεχτεί μόνο επεμβάσεις που αφορούν στην αποκατάστασή του (έλεγχος διάβρωσης, εγκατάσταση βλάστησης). Με την εγκατάσταση της βλάστησης και την μεγάλη καλυπτική της ιδιότητα, θα βελτιωθεί το τοπίο, θα ελαχιστοποιηθεί η διάβρωση και θα μειωθεί η αντίθεση χρώματος εδάφους Ανάλυση του τοπίου: Σύστημα Οπτικής Διαχείρισης του Τοπίου Ζώνες Απόστασης του Τοπίου (ΖΑΤ) Στη περιοχή έρευνας διακρίθηκαν δύο ζώνες απόστασης του ορατού τοπίου, όπως φαίνεται στον χάρτη 11 του παραρτήματος. Από την πρώτη ζώνη περιλαμβάνονται 105

109 Εικόνα 46. Τα τρία μέτωπα του λατομείου όπως φαίνονται από διαφορετικό σημείο του επαρχιακού δρόμου Επταπυργίου- Φιλιππείου.

110 στο ορατό τοπίο κυρίως κάποια τμήματα του οικισμού του Ασβεστοχωρίου, καθώς και οι περιοχές που βρίσκονται στη βόρεια πλαγιά του Κέδρηνου λόφου. Από αυτές τις περιοχές περνάει μικρό τμήμα του επαρχιακού δρόμου Επφταπυργίου Φιλιππείου. Στις περισσότερες θέσεις ανάντη του λατομείου τα αποτελέσματα της εξόρυξης δεν είναι εμφανή. Η δεύτερη ζώνη επεκτείνεται σε λιγότερο από τα m, μέχρι τις λοφώδεις και ορεινές περιοχές που εκτείνονται περιφερειακά του λατομείου. Από αυτή τη ζώνη στο ορατό τοπίο περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα τμήματα του επαρχιακού δρόμου Επταπυργίου Φιλιππείου (εικ. 45) και τμήματα του κεντρικού δρόμου Θεσσαλονίκης Ασβεστοχωρίου. Περιλαμβάνονται επίσης θέσεις εντός του Ασβεστοχωρίου, σχεδόν ολόκληρος ο οικισμός Εξοχής, καθώς και δυο θέσεις αναψυχής και θέας στο δάσος του Κέδρηνου Λόφου (Σέιχ - Σου). Τέλος, δεν αναγνωρίστηκε καθόλου Τρίτη ζώνη, καθώς πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα τοπίου που δεν είναι ορατό πέρα από τις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο. Έτσι λοιπόν η πλαγιά στην οποία εκτείνεται το λατομείο αποκρύπτεται από τη πόλη της Θεσ/νίκης διότι ακριβώς προς νότια εκτείνεται ο Κέδρινος λόφος Κλάσεις Ποικιλίας του Τοπίου (ΚΠΤ) Σύμφωνα με τον πίνακα 6 και όπως αναλύθηκε προηγουμένως, η περιοχή του λατομείου κατατάσσεται στην κλάση Α (τοπίο με χαρακτηριστική διαφοροποίηση στοιχείων), τόσο επειδή κυριαρχεί στο ευρύτερο περιβάλλον, λόγω του έντονου ανάγλυφου και της έντονης χρωματικής αντίθεσης που δημιουργεί το γυμνό έδαφος, όσο και λόγω της ιδιαίτερης αν και ελάχιστης βλάστησης που εμφανίζεται στα μέτωπα του λατομείου Επίπεδα Ευαισθησίας Τοπίου (ΕΕΤ) Από τις προφορικές συνεντεύξεις των περαστικών από το δρόμο Επταπυργίου Φιλιππείου, όσο και από τους επισκέπτες των χώρων αναψυχής στο δάσος του Κέδρηνου Λόφου και τους κατοίκους του Ασβεστοχωρίου, βρέθηκε πως ο χώρος του λατομείου προσελκύει το ενδιαφέρον τους, προκαλώντας όμως αρνητική εντύπωση. Κατ αυτόν το τρόπο το διαταραγμένο τοπίο του λατομείου κατατάσσεται στο επίπεδο 1 σύμφωνα με τον πίνακα 7 (Υψηλή ευαισθησία = Μέγιστο ενδιαφέρον) Οπτικός Ποιοτικός Στόχος (ΟΠΣ) Η εξορυκτική δραστηριότητα ανήκει στην κατηγορία της ανεπίτρεπτης τροποποίησης (ΑΤ), διότι δε σχετίζεται οπτικά με το τοπίο, ξεπερνάει τα όρια της 107

111 απορροφητικής ικανότητάς του και αλλοιώνει το χαρακτήρα του για περισσότερα από 10 χρόνια. Έτσι λοιπόν στη περιοχή έρευνας, απαραίτητη προϋπόθεση πριν οποιαδήποτε άλλη ενέργεια είναι η Αποκατάσταση (Απ) και στη συνέχεια η Βελτίωση (Βε) του τοπίου και του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια αφού επανέλθει το τοπίο στη προηγούμενή του κατάσταση ή σ ένα επιθυμητό βαθμό τελειότητας θα εφαρμοστούν οι ΟΠΣ που υπολογίζονται από τον πίνακα 8. Έτσι η έκταση του λατομείου επειδή ανήκει στο 1 ο Επίπεδο Ευαισθησίας και στην Α Κλάση Ποικιλίας Τοπίου, αφού ολοκληρωθεί η αποκατάσταση, θα πρέπει μελλοντικά να Συντηρείται (Σ). Εικόνα 45. Το λατομείο έτσι όπως φαίνεται από το δρόμο Επταπυργίου-Φιλιππείου. Το Ασβεστοχώρι στην ουσία βρίσκεται δίπλα από το χώρο εξόρυξης Αξιολόγηση τοπίου Μερική Αξιολόγηση του Τοπίου Αφού βαθμολογήθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης τοπίου για το χώρο του λατομείου (πίνακας 11), αυτό κατατάχτηκε στη Γ κατηγορία, ως Τοπίο με Μέτρια αξία και αντίστοιχο ΟΠΣ τη Μερική Συντήρηση Τροποποίηση. Αυτό είναι πολύ λογικό σαν αποτέλεσμα, καθώς ο χώρος του λατομείου έχει μεν αξιόλογα στοιχεία της χλωρίδας (χασμοφυτική βλάστηση, ορχιδέες κλπ.), γεγονός που αυξάνει τη σπουδαιότητα και τρωτότητά του, ωστόσο είναι ένα τοπίο διαταραγμένο και ως τέτοιο κρίθηκε στη παρούσα φάση. Έτσι εξηγείται το πώς προκύπτει ο παραπάνω ΟΠΣ, ενώ από την Ανάλυση του Τοπίου προέκυψε η Συντήρησή του, γιατί αυτός ο οπτικός 108

112 σκοπός είναι που θα τεθεί μακροπρόθεσμα, μετά την Αποκατάσταση και Βελτίωση του συγκεκριμένου χώρου. Πίνακας 11. Αποτελέσματα αξιολόγησης του τοπίου στην περιοχή έρευνας. Κριτήριο Βαθμολογία Κλίμακα Μικρή 2 Εγκλεισμός Ασφυκτικός 1 Ποικιλία Μεγάλη 3 Αρμονία Χαοτικό 1 Κίνηση Στάσιμη 1 Υφή Οργιώδης 4 Χρωματισμός Άχρωμος 1 Σπανιότητα Ασυνήθιστη 2 Αίσθημα ασφάλειας Απειλή 1 Ερέθισμα Πληκτικό 1 Εντύπωση Δυσάρεστη 2 Τύπος θέας Μακρινή 1 Τρωτότητα Μεγάλη 1 Φυσικότητα Ελάχιστη 1 Τυπικότητα Μικρή 2 Μέγεθος Μέτριο 3 Σπουδαιότητα Μέτρια 3 Αυθεντικότητα Μέτρια 3 Συμβολική Αξία Μεγάλη 4 Ενδεχόμενη αξία Μεγάλη 4 Σύνολο 41 SWOT Analysis Στον πίνακα 12 καταγράφονται τα κυριότερα συμπεράσματα που προέκυψαν από την ανάλυση της περιοχής μελέτης. Πίνακας 12. SWOT Ανάλυση. Strengths (δυνατότητες) Τοπίο με μέγιστο ενδιαφέρον: μεγάλη ποικιλία αισθητικών και πολιτισμικών στοιχείων και πλούσια βιομηχανική κληρονομιά. Εγγύτητα σε αστικό κέντρο. Εγγύτητα στο προστατευόμενο περιαστικό δάσος Θεσ/νίκης. Opportunities (ευκαιρίες) Ισχυρό δυναμικό πολυλειτουργικότητας του τοπίου (αναψυχή, αισθητική και πολιτισμικές αξίες). Τοπίο με μεγάλη συμβολική αξία. Τοπίο με μεγάλη ενδεχόμενη αξία. Weaknesses (αδυναμίες) Υποβάθμιση του περιβάλλοντος και του τοπίου από την μακροχρόνια εξορυκτική δραστηριότητα. Χαμηλή Ο.Α.Ι. Threats (απειλές) Κατάπτωση βράχων. Έλλειψη επαρκούς επιφανειακού εδάφους, μικρή φυσική αναγέννηση και αυξανόμενη διάβρωση. 109

113 3. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Η αποκατάσταση του τοπίου στο χώρο του λατομείου είναι ο πρωταρχικός μας στόχος, τόσο για τη βελτίωση των οικολογικών συνθηκών, όσο και της οπτικής εικόνας του. Συγκεκριμένα θα γίνει ανασυγκρότηση αυτού, καθότι ο όρος «αποκατάσταση» παραπέμπει στην ολοκληρωτική επαναφορά του οικοσυστήματος στην κατάσταση που βρισκόταν πριν ξεκινήσει η διατάραξή του, κάτι που προφανώς δεν είναι εφικτό να συμβεί στη δική μας περίπτωση, καθώς η εξόρυξη είναι μια δραστηριότητα που επιβαρύνει και καταστρέφει, τόσο την ίδια τη φύση, όσο και το τοπίο. Για λόγους ευκολίας όμως, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, θα χρησιμοποιείται ο όρος «αποκατάσταση». Λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση των πολιτών (που καταγράφηκε μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις) για αύξηση των χώρων αναψυχής στην περιοχή τους και δεδομένης της μικρής απόστασης του λατομείου από τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, αλλά και της εύκολης πρόσβασής του, προτείνεται η αποκατάσταση του λατομείου να κατευθυνθεί προς τη δημιουργία ενός πάρκου αναψυχής, του οποίου οι λειτουργίες θα ενταχθούν στην καθημερινή ζωή των περιοίκων, άλλα και των κατοίκων της Θεσσαλονίκης όλων των ηλικιών. Σύμφωνα λοιπόν με τα ιδιαίτερα φυσικά, πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του τόπου, προτείνονται λύσεις αναβάθμισης του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με τη δημιουργική εφαρμογή των αρχών της αρχιτεκτονικής του τοπίου με στόχο τη δημιουργία ενός αισθητικού, λειτουργικού, αλλά και οικολογικά αποδεκτού πάρκου αναψυχής Δραστηριότητες και χωροταξική διαμόρφωση Προτεινόμενες δραστηριότητες 1. Τεχνολογικό πάρκο Πρωταρχικό μέλημα κατά το σχεδιασμό της αποκατάστασης θεωρείται η ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου. Οι εγκαταστάσεις του λατομείου «Κυψέλη», καθώς και των λοιπών λατομείων του Ασβεστοχωρίου αποτελούν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστορικό, κοινωνικό και τεχνολογικό σύνολο που περιγράφει την εξέλιξη της ιστορίας παραγωγής ασβέστου. Η μοναδικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι διατηρούνται όλα τα στοιχεία των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού 110

114 από τις διάφορες φάσεις παραγωγής (π.χ. κάμινοι Hoffman χρονολογίας 1924). Για τους παραπάνω λόγους απαιτείται αρχικά η διενέργεια ανασκαφών, ώστε να αποκαλυφθούν πλήρως οι μπαζωμένες ή θαμμένες προβιομηχανικές ασβεστοκάμινοι και οι βοηθητικές τους εγκαταστάσεις. Στη συνέχεια προτείνεται να αποκατασταθούν και να διατηρηθούν οι εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις παραγωγής ασβέστη, τα λιθοτριβεία και τα κτίσματα συνοδείας, όπως και τα αντιπροσωπευτικά και σπάνια δείγματα ασβεστοκάμινων. Έπειτα τα παραπάνω κτίρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός σύγχρονου πολυδύναμου πολιτιστικού κέντρου, αφιερωμένου στη βιομηχανική παράδοση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Για τη διάσωση και διάσωση της βιομηχανικής ιστορίας και της εγχώριας τεχνογνωσίας και εμπειρίας προτείνεται να δημιουργηθεί Μουσείο Βιομηχανικής Ιστορίας, το οποίο θα αποτελεί μέρος του ευρύτερου υπαίθριου τεχνολογικού πάρκου, όπου θα γίνονται οργανωμένες ξεναγήσεις σε επισκέπτες, σχολεία κλπ. Η λειτουργία του Μουσείου Βιομηχανικής Ιστορίας θα συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων μορφών τουρισμού (πολιτισμικού, σχολικού και ειδικών ενδιαφερόντων), σε συνάρτηση με την ανάδειξη του ιστορικού ενδιαφέροντος της ευρύτερης περιοχής. Τα υπόλοιπα κτίρια που θα αποκατασταθούν προτείνεται να προοριστούν για χειροτεχνικά εργαστήρια, εκθεσιακούς χώρους, βιβλιοθήκη, αναψυκτήριο, εστιατόριο και μικρά εμπορικά καταστήματα με παραδοσιακά προϊόντα της περιοχής. 2. Τεχνητή λίμνη Η διατήρηση των χαρακτηριστικών χώρων του λατομείου και η εσκεμμένη δημιουργία νέων βιότοπων και οικοσυστημάτων στα μέτωπα και στις πλατείες του λατομείου θα μπορούσε να αποδειχτεί ανεκτίμητη (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Η κατασκευή τεχνητής λίμνης για τη δημιουργία υγροβιότοπου, θα προσελκύσει ποικιλία ειδών της πανίδας, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει ευκαιρίες ενεργητικής ή παθητικής αναψυχής. Στις όχθες της λίμνης θα υπάρχει η δυνατότητα για ελεγχόμενο ψάρεμα, θα κατασκευαστεί εξέδρα για τα πουλιά, ενώ θα υπάρχει και η δυνατότητα βαρκάδας στη λίμνη. 3. Αμφιθέατρο Στη πλατεία του δυτικού μετώπου προτείνεται να κατασκευαστεί υπαίθριο αμφιθέατρο, όπου θα στεγάζονται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις της κοινότητας, καθώς και θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, αλλά και η λειτουργία θερινού κινηματογράφου. 111

115 4. Κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και προστασίας Κρίνεται απαραίτητο επίσης να στεγαστεί ένα κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και προστασίας, όπου το κοινό θα μπορεί να ενημερώνεται από ένα επιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό για τη χλωρίδα και πανίδα της ευρύτερης περιοχής (συμπεριλαμβανομένου του περιαστικού δάσους Θεσ/νίκης και του δάσους Κουρί). Η ενημέρωση μπορεί να γίνεται μέσα από παιχνίδια διαδραστικής εκπαίδευσης και οργανωμένες δραστηριότητες, όπου θα δοθεί η ευκαιρία σε γονείς και παιδιά να αναπτύξουν το ενδιαφέρον τους, το σεβασμό και την αγάπη προς τη φύση. Η ξενάγηση των επισκεπτών μπορεί να συνεχίζεται στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο θεραπευτικών και αρωματικών βοτάνων με τη δυνατότητα αγοράς τους από το ειδικά διαμορφωμένο περίπτερο μετά το πέρας της ξενάγησης. Στα πλαίσια της περιβαλλοντικής αφύπνισης προτείνεται να δημιουργηθεί η δυνατότητα εισόδου στο πάρκο, συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολικής, ηλιακής) που πλην της ευαισθητοποίησης του κοινού θα συμβάλουν θετικά στο ενεργειακό ισοζύγιο του πάρκου. Τέλος, λόγω της ιδιαιτερότητας της ορχιδέας και της δύσκολης και περιπετειώδους διαδρομής του σπόρου της μέχρι τη φύτρωση θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την προστασία της από τους ανυποψίαστους επισκέπτες, με την κατάλληλη περίφραξη και την ενημέρωση των επισκεπτών από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό που επιπλέον θα προστατεύει, θα ελέγχει και θα φροντίζει το βιότοπο. Απώτερος στόχος των παραπάνω ενεργειών θα είναι η βαθμιαία αφύπνιση και περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και ειδικότερα των παιδιών. 5. Χώροι παιχνιδιού και άθλησης Η ανάπτυξη χώρων παιχνιδιών αυξάνει την αξία ενός πάρκου αναψυχής, καθώς στους χώρους αυτούς μπορούν να απασχοληθούν ευχάριστα μικροί και μεγάλοι. Προτείνεται λοιπόν η δημιουργία ενός πυρήνα αθλητικών εγκαταστάσεων με γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, τένις, καθώς και κλειστού γυμναστηρίου, όπως επίσης και ειδικά διαμορφωμένος χώρος για ελεύθερο παιχνίδι που θα προσφέρει ένα κατάλληλο περιβάλλον άσκησης μέσα σε πλούσιο πράσινο. Στο χώρο αυτό προτείνεται επίσης η εγκατάσταση παιδικής χαράς για την αναψυχή των μικρών παιδιών. 112

116 Η ύπαρξη ενός αναρριχητικού πεδίου κοντά στα δυτικά όρια του λατομείου (χάρτης 13 και 14 παραρτήματος), δίνει επίσης τη δυνατότητα διαμόρφωσης μονοπατιών που με την κατάλληλη σήμανση θα κατευθύνουν τους ενδιαφερόμενους επισκέπτες προς το εκπαιδευτικό κέντρο αναρρίχησης (εικ. 47). Τέλος εντός του χώρου του λατομείου προτείνεται να διαμορφωθούν ειδικοί ποδηλατόδρομοι για την άνετη μετακίνηση των επισκεπτών αλλά και την ενίσχυση της οικολογικής τους συνείδησης. 6. Χώρος υπαίθριας εστίασης (Picnic) Στην πλατεία του δυτικού τομέα, όσο και στην κατώτερη βαθμίδα αυτού, προτείνεται να δημιουργηθεί χώρος υπαίθριας εστίασης με παιδική χαρά, καθώς και ελεύθερος χώρος για μικρούς και μεγάλους. Στην έκταση αυτή πρέπει να τοποθετηθεί επαρκής αριθμός τραπεζόπαγκων, η πυκνότητα των οποίων θα είναι τέτοια ώστε να εξυπηρετεί επαρκή αριθμό επισκεπτών. Εικόνα 47. Υπάρχων πεδίο αναρρίχησης στα όρια του λατομείου (πηγή: ). 7. Θέσεις θέας και ανάπαυσης Ο επισκέπτης σε ένα πάρκο αναψυχής μπορεί να απολαύσει τη φύση και τα τοπία, είτε βαδίζοντας στα μονοπάτια, είτε κινούμενος με το ποδήλατο. Σε κάθε περιοχή όμως υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία, από τα οποία ξετυλίγονται εντυπωσιακά τοπία. Τα σημεία αυτά, τα οποία αποκαλούνται χώροι θέας, θα πρέπει να διαμορφώνονται κατάλληλα με ήπιες παρεμβάσεις και να διατίθενται στους επισκέπτες για ξεκούραση και απόλαυση της θέας. Ως τέτοια θέση επιλέχτηκε ο 113

117 χώρος που βρίσκεται στα βόρια του λατομείου μεταξύ του κεντρικού και ανατολικού τομέα, απ όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να απολαύσει τόσο τη θέα της λίμνης, όσο και του Κέδρηνου λόφου (χάρτης 12). Επίσης θα μπορούσαν να διαμορφωθούν και άλλοι χώροι ανάπαυσης, όπου ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να χαλαρώνει και να απολαμβάνει το τοπίο. Επισημαίνεται τέλος πως η ένταξη των παραπάνω δραστηριοτήτων στο σχέδιο αποκατάστασης θα οδηγήσει στη προσέλκυση επισκεπτών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους ντόπιους κατοίκους, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της οικονομικής ζωής της τοπικής κοινωνίας, η οποία επλήγει έντονα μετά την παύση των εργασιών εξόρυξης του λατομείου. Παρακάτω αναλύονται τα στάδια αποκατάστασης που θα ακολουθηθούν Χωροταξία δραστηριοτήτων Όσον αφορά στη χωροταξία των παραπάνω δραστηριοτήτων μέσα στο χώρο του λατομείου, αναφέρεται πως σχεδιάστηκε ένα εναλλακτικό πλάνο Α (χάρτης 13 παραρτήματος), όπου έγιναν οι προτάσεις χωροταξίας των δραστηριοτήτων και σημειώθηκαν οι σχέσεις αυτών μέσα στο χώρο. Στο πλάνο αυτό προτάθηκε η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου στάθμευσης στην είσοδο, έτσι ώστε να μην ενοχλούνται οι πεζοί εντός του πάρκου από τη διέλευση των οχημάτων. Η παραπάνω πρόταση αποδείχτηκε πως δεν αποτελεί πρακτική λύση διότι οι επισκέπτες (οικογένειες, σχολεία κλπ.) θα πρέπει να διανύουν μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια για να φτάνουν στο χώρο που επιθυμούν. Επιπλέον αλλαγές έγιναν στη θέση κάποιων λειτουργικών χώρων (εστιατόριο κλπ.). Στον πίνακα 13 φαίνονται αναλυτικά οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη του παραπάνω πλάνου και στη δημιουργία νέου. Στο εναλλακτικό πλάνο Β, προτάθηκε τελικά η δημιουργία τριών χώρων στάθμευσης. Ένας πλησίον της εισόδου για όσους έχουν διάθεση για πεζοπορία, ποδηλασία κλπ. Ο δεύτερος χώρος στάθμευσης προτείνεται να βρίσκεται στα ανατολικά του λατομείου για να εξυπηρετεί τους επισκέπτες στο χώρο υπαίθριας εστίασης, το εστιατόριο, το περιβαλλοντικό κέντρο κλπ., ενώ για να εξυπηρετούνται οι επισκέπτες του αμφιθεάτρου και των χώρων ανάπαυσης και παιχνιδιού προτείνεται η δημιουργία χώρου στάθμευσης στα αριστερά της έκτασης. Πέραν των χώρων στάθμευσης θα απαγορεύεται η κυκλοφορία κάθε μηχανοκίνητου οχήματος, εκτός 114

118 των οχημάτων έκτακτης ανάγκης, ανεφοδιασμού προϊόντων και συντήρησης. Επίσης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επισκεπτών και κυρίως των ευαίσθητων ομάδων (παιδιά, ηλικιωμένοι), θα μπορούσε να δίνεται η δυνατότητα μετακίνησής τους μέσω μικρού ηλεκτρικού τρένου, το οποίο θα κάνει στάσεις εντός του χώρου του λατομείου, περνώντας από τα βασικότερα σημεία ενδιαφέροντος. Στον πίνακα 14 καταγράφονται αναλυτικά τα δεδομένα του νέου πλάνου, ενώ στον χάρτη 14 του παραρτήματος φαίνεται η ακριβής θέση της κάθε δραστηριότητας. Πίνακας 13. Αξιολόγηση του εναλλακτικού πλάνου Α. Πλεονεκτήματα + Η είσοδος βρίσκεται κοντά σε δημόσιο δρόμο (εύκολη πρόσβαση). + Το κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης συνδέεται με τη λίμνη και με αναψυκτήριο. Μειονεκτήματα - Ο χώρος στάθμευσης απέχει πολύ από πολλές δραστηριότητες. - Το εστιατόριο έχει περιορισμένη θέα και είναι απομονωμένο από τις υπόλοιπες δραστηριότητες. - Ο χώρος παιχνιδιού και ανάπαυσης δεν μπορεί να βρίσκεται στον ίδιο χώρο. - Η θέση αναψυκτήριου στα δυτικά δεν εξυπηρετεί, καθότι δεν έχει θέα προς τη λίμνη ή τον Κέδρηνο λόφο. Πίνακας 14. Αξιολόγηση του εναλλακτικού πλάνου Β (τελικό πλάνο). Πλεονεκτήματα + Η είσοδος βρίσκεται κοντά σε δημόσιο δρόμο (εύκολη πρόσβαση). + Το κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης συνδέεται με τη λίμνη και με αναψυκτήριο. + Οι χώροι στάθμευσης εξυπηρετούν όλες τις δραστηριότητες και δεν τις εμποδίζουν. + Το εστιατόριο βρίσκεται σε σημείο απ όπου απολαμβάνει κανείς τη θέα της λίμνης καθώς και του Κέδρηνου λόφου. + Ο χώρος ανάπαυσης βρίσκεται σε διαφορετική έκταση από το χώρο παιχνιδιού και έτσι όσοι θέλουν να χαλαρώσουν δεν θα ενοχλούνται από τους θορύβους, καθώς αυτοί θα απορροφούνται από τη βλάστηση που θα περιβάλλει την έκταση. + Το αναψυκτήριο βρίσκεται πάνω στην νησίδα και έχει υπέροχη θέα τη λίμνη. + Όλοι οι πυρήνες εξυπηρετούνται από χώρους υγιεινής, περίπτερα, χώρους εστίασης, αναψυκτήρια ή καταστήματα αγοράς καφέ- φαγητού στο χέρι κλπ. 115

119 Όλες οι δραστηριότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω θα πρέπει να συνοδεύονται από τις απαραίτητες υποδομές, όπως είναι τα περίπτερα ενημέρωσης και πληροφοριών, χώροι υγιεινής, θέσεις πόσιμου νερού, χώροι εστίασης (αναψυκτήρια, εστιατόρια), περίπτερα, κιόσκια όπου μπορούν να πωλούνται διάφορα σουβενίρ, βότανα, σπόροι κλπ. Η είσοδος του χώρου αναψυχής προτείνεται να τοποθετηθεί στο νότιο άκρο της περιοχής, όπου θα πρέπει να βρίσκεται επίσης και ένα κέντρο πληροφόρησης, καθώς και χώρος παροχής πρώτων βοηθειών. Τέλος απαραίτητη είναι η σωστή χάραξη και κατασκευή δικτύου μονοπατιών που θα συνδέουν τους κύριους χώρους όλων των δραστηριοτήτων και θα εξασφαλίζουν την καλύτερη εξυπηρέτηση των επισκεπτών κατά τη μετακίνησή τους στο χώρο αναψυχής. Στην είσοδο και κατά μήκος των μονοπατιών πρέπει να τοποθετηθεί η κατάλληλη σήμανση όπως και χάρτες προσανατολισμού που θα βοηθήσουν στην καλύτερη οργάνωση του χώρου και στην ενημέρωση των επισκεπτών για τις διάφορες δραστηριότητες που προσφέρονται Ανάπλαση ανάγλυφου διαμόρφωση βαθμίδων Πριν από κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης, η έκταση του λατομείου θα πρέπει να καθαριστεί από τα σκουπίδια (ελαστικά, οικιακές συσκευές, έπιπλα κλπ.) (εικ. 49). Για λόγους ασφαλείας θα πρέπει να απομακρυνθούν επίσης τα υλικά μεγάλων διαστάσεων τα οποία έχουν εξορυχθεί στο παρελθόν, ενώ τα υλικά μικρότερων διαστάσεων (χαλίκια, κροκάλες) θα διαστρωθούν στις υπάρχουσες επιφάνειες και θα αποτελέσουν το υπόβαθρο στο οποίο θα εκτελεστούν τα υπόλοιπα έργα αποκατάστασης (Bradshaw and Chadwick 1980). Επειδή στα λατομεία ασβεστόλιθου το υλικό όπου θα ριζοβολήσουν τα φυτά είναι στην ουσία ακατέργαστος βράχος με έλλειψη θρεπτικών συστατικών, όπου πολλές φορές ακόμα και η ασβεστόφιλη βλάστηση δυσκολεύεται να εγκατασταθεί, θα πρέπει στο επόμενο στάδιο να δημιουργηθεί κατάλληλο φυτευτικό υπόθεμα (Bradshaw and Chadwick 1980). Σύμφωνα με τον ΚΜΛΕ για να μη δημιουργείται κίνδυνος κατολίσθησης, το ύψος των διαμορφωμένων βαθμίδων στα μέτωπα του λατομείου δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 15 m, ενώ η γωνία πρανούς δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τις 45 ο (100%) (ΦΕΚ 931/Β/ ). Στη δική μας περίπτωση ο τρόπος με τον οποίο έχει εξορυχθεί το λατομείο οδήγησε σ ένα χώρο, όπου υπάρχει έλλειψη σωστά διαμορφωμένων 116

120 βαθμίδων που το ύψος τους είναι πολύ μεγαλύτερο από τα 15 m, ενώ αρκετά σημεία του λατομείου στερούνται εντελώς βαθμίδων έχοντας σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μετώπων που ξεπερνούν σε ύψος τα 100 m. Οι κλίσεις των πρανών όπως φαίνεται και στο χάρτη 7 του παραρτήματος ξεπερνούν επίσης τις προτεινόμενες κλίσεις ασφάλειας (>45 0 ). Λόγω όμως της απαγόρευσης της χρήσης εκρηκτικών, καθώς το λατομείο γειτνιάζει με νομοθετημένες αστικές περιοχές (χάρτης 9 παραρτήματος) και επειδή η δημιουργία νέων βαθμίδων θα ξεπερνούσε τα όρια του υπάρχοντος λατομείου και θα επεκτεινόταν σε βάρος της αναδασωτέας έκτασης, οδηγώντας σε μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή, αποφασίστηκε να γίνει η διαμόρφωση ηπιότερων κλίσεων και η σταθεροποίηση των πρανών με την εφαρμογή άλλων μεθόδων. Προτείνεται επομένως οι υφιστάμενες βαθμίδες να χρησιμοποιηθούν ως έχουν, αφού πρώτα διαμορφωθεί η κατάλληλη κλίση των πρανών με την επίστρωση προς τον πόδα χαλικόμορφου ή κροκαλόμορφου ασβεστολιθικού υλικού και εν συνεχεία επιφανειακού εδάφους σε αναλογία 70% και 30% αντιστοίχως. Για βέλτιστα αποτελέσματα προτείνεται να διαμορφωθεί κλίση ο (~58-70%) (εικ. 48) (WBCSD 2010). Τέλος, για τη συγκράτηση των όμβριων υδάτων, την αποφυγή εκπλύσεων και τη συντήρηση της βλάστησης, οι βαθμίδες θα διαμορφωθούν με εσωτερική κλίση 2-3% (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Εικόνα 48. Διαμόρφωση ηπιότερων κλίσεων με την επίστρωση ασβεστολιθικού υλικού ( Στα πολύ υψηλά μέτωπα που εμφανίζονται και στους τρεις τομείς του λατομείου, η μόνη επέμβαση που προτείνεται να γίνει είναι η εφαρμογή της υδροσποράς και η χρησιμοποίηση δικτύων προστασίας από τις κατολισθήσεις. Τέλος οι χώροι απόθεσης των στείρων υλικών πρέπει να διαμορφωθούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται και να εναρμονίζονται οπτικά με το γύρω αδιατάρακτο περιβάλλον και να εξυπηρετούν τις προτεινόμενες δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν στο χώρο 117

121 του λατομείου. Αποφασίστηκε για τον παραπάνω λόγο στις διαμορφωμένες αποθέσεις των στείρων υλικών να γίνει επίσης υδροσπορά και να μη διαμορφωθούν βαθμίδες, διότι σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η μέθοδος δεν εναρμονίζεται με τη φυσική τοπογραφική διαμόρφωση της περιοχής (Τσιουβάρας 2006) Επιφανειακό έδαφος Το έδαφος σε ένα λατομείο ασβεστόλιθου αν και δεν είναι τοξικό για τα φυτά, είναι παρόλα αυτά ελάχιστο και ανεπαρκές σε θρεπτικά στοιχεία (P, N, K και Fe) και νερό. Έτσι λόγω αυτών των συνθηκών προτείνεται η εγκατάσταση ασβεστόφιλων ειδών. Για την εγκατάσταση όμως ειδών που επιβιώνουν σε εδάφη ουδέτερης οξύτητας, καθώς και για να υπάρξουν άμεσα αποτελέσματα στην αποκατάσταση, θα πρέπει να καλυφθούν οι επιφάνειες με επιφανειακό έδαφος πάχους 40 cm, έτσι ώστε να μπορέσουν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τη βλάστηση (Bradshaw and Chadwick 1980, Μπρόφας 1998, Zagas et al. 2010). Στις επιφάνειες οι οποίες προορίζονται για την εγκατάσταση ποώδους βλάστησης, η κάλυψη με επιφανειακό έδαφος πάχους 20 cm φαίνεται να είναι ικανοποιητική (Κούκουρα και Ισπικούδης 1996). Το βάθος του επιφανειακού εδάφους έχει μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη των φυτών, με τα βαθιά εδάφη να είναι πιο γόνιμα, συγκρατώντας περισσότερο νερό και περισσότερη βιομάζα (Holmes 2001, Bowen et al. 2005). Το έδαφος αυτό πρέπει να προέρχεται από την ευρύτερη ή κοντινή περιοχή του λατομείου ή τουλάχιστον από περιοχή όπου κυριαρχεί η ίδια βλάστηση, έτσι ώστε να μην εισέλθουν εντός του χώρου σπόροι ξένων και ανεπιθύμητων ειδών (WBCSD 2010). Η κάλυψη των γυμνών επιφανειών του λατομείου, με έδαφος από την ευρύτερη περιοχή είναι επίσης ένας αποτελεσματικός εναλλακτικός τρόπος εμβολιασμού των νέων επιφανειών με μυκόρριζες, καθώς και επανεγκατάστασης της μικροπανίδας του εδάφους (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Mehrotra 1998). Συγκεκριμένα πάνω στις σκληρές ασβεστολιθικές επιφάνειες των βαθμίδων για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη υδατοχωρητικότητα και ομαλή ανάπτυξη των φυτών, προτείνεται πριν τοποθετηθεί το επιφανειακό έδαφος να καλυφθούν οι επιφάνειες με χαλαρό υλικό από θρυμματισμένο ασβεστόλιθο (αδρανή υλικά). Έτσι με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί το φυσιολογικό βάθος του εδάφους, θα εξομαλυνθούν οι κλίσεις και θα αποκατασταθούν οι γραμμές του ανάγλυφου (Bradshaw and Chadwick 1980). 118

122 Το επιφανειακό έδαφος που θα διαστρωθεί θα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με οργανική ύλη (τουλάχιστον 2%) και λιπάσματα (κυρίως P και K), για να βελτιωθεί η γονιμότητά του και να μειωθεί η αλκαλικότητά του (Bradshaw and Chadwick 1980, Zagas et al. 2010). Η προσθήκη αζώτου δεν είναι τόσο απαραίτητη εάν στο σχέδιο φυτοκάλυψης περιλαμβάνονται ψυχανθή είδη, τα οποία θα εφοδιάζουν το έδαφος με άζωτο. Κατά τους Bradshaw and Chadwick (1980), στα δέντρα που φυτεύονται σε λατομεία ασβεστόλιθου πρέπει να εφαρμόζεται λίπανση τόσο στα αρχικά στάδια ανάπτυξής τους, αλλά ιδιαιτέρως κατά το δεύτερο και τρίτο χρόνο, όταν δηλαδή εξαντλούνται εντελώς τα αποθέματα του φυτού σε θρεπτικά συστατικά. Η προσθήκη οργανικής ύλης στο έδαφος θεωρείται απαραίτητη για τη βελτίωση της γονιμότητας και της δομής του εδάφους. Εδάφη πλούσια σε οργανική ύλη έχουν μεγαλύτερη ικανότητα υδατοσυγκράτησης, βελτιώνουν τη διήθηση και κατά συνέπεια μειώνουν τη διαβρωσιμότητα (Reid and Neath 2005, NCDENR 2006). Στην περίπτωσή μας θα χρησιμοποιηθεί επεξεργασμένη λυματολάσπη, καθώς η εφαρμογή αυτής σε λατομεία ασβεστόλιθου έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα (Tak and Rao 2001). Η λυματολάσπη αυτή που χρησιμοποιήθηκε σε στείρα ασβεστολιθικά υλικά επέφερε αύξηση της οργανικής ουσίας, των θρεπτικών στοιχείων (N, P, Mg, K) και της εναλλακτικής ικανότητας, ενώ μείωσε σημαντικά το ph. Επίσης αυξήθηκε η διαθέσιμη υγρασία των στείρων υλικών και βελτιώθηκε σημαντικά η φυσική αναγέννηση (Brofas et al. 2000). Η λυματολάσπη αυτή θα κυλήσει και θα εισχωρήσει επίσης στις ρωγμές και σχισμές των σκληρών ασβεστολιθικών πρανών και στις αποθέσεις των στείρων, δημιουργώντας ιδανικά μικροενδιαιτήματα που θα συνδέονται με βαθύτερα και υγρότερα στρώματα του ασβεστολιθικού υποστρώματος, όπου τα φυτά θα μπορούν να ριζώσουν. Στο μίγμα της λυματολάσπης θα μπορούσαν να ενσωματωθούν επίσης σπόροι από ποώδη φυτά, έτσι ώστε να μεταφερθούν στις σχισμές όπου η φυτρωτική ικανότητα θα είναι βέλτιστη (Bradshaw and Chadwick 1980) Εγκατάσταση βλάστησης Πριν από την έναρξη σποράς και φύτευσης θα πρέπει να προηγηθεί το όργωμα του εδάφους, ώστε να είναι χαλαρό έτσι ώστε να καταστραφεί η ανεπιθύμητη παρεδαφιαία βλάστηση. 119

123 Έπειτα προτείνεται να γίνει υδροσπορά, τόσο στα μεγάλα μέτωπα του λατομείου και στα πρανή των βαθμίδων, όσο και στις αποθέσεις των στείρων υλικών, καθώς παρουσιάζει ευκολία εφαρμογής σε μεγάλες εκτάσεις. Επισημαίνεται επίσης πως τα υλικά υδροσποράς προστατεύουν τους σπόρους από πουλιά, μυρμήγκια και έντομα, τους συγκρατούν στο έδαφος και δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση της βλάστησης (Τσιουβάρας 2006). Συγκεκριμένα για τα βραχώδη μέτωπα και πρανή προτείνεται η υδροσπορά επικάλυψης με κυτταρίνη.. Η μέθοδος αυτή προτιμάται διότι είναι πιο συμφέρουσα και έχει ευκολότερη εφαρμογή σε σχέση με άλλες μεθόδους (π.χ. επικάλυψη με άχυρα) (Mermiris et al. 2001, Ισπικούδης 2010). Αν και η υδροσπορά με κυτταρίνη παρουσιάζει κάποια ευαισθησία στις διαβρώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με πλαστικά ή φυτικής προέλευσης δίκτυα για την προστασία από τις κατολισθήσεις των βράχων (Ισπικούδης 2010). Στις υπόλοιπες επιφάνειες θα γίνει υδροσπορά με αχυροκάλυψη, καθώς η εφαρμογή της θα είναι ευκολότερη. Η αχυροκάλυψη αυξάνει σημαντικά την ανάδυση των αρτιβλάστων με ποσοστό εδαφοκάλυψης μέχρι και 100%, ενώ κατά την αποσύνθεση του αχύρου εκλύονται σημαντικές ποσότητες αζώτου. Η ευνοϊκή αυτή επίδραση της επικάλυψης φαίνεται να συνδέεται με το ότι εμποδίζει την εμφάνιση ακραίων θερμοκρασιών και βελτιώνει τις συνθήκες εδαφικής υγρασίας. Η στερέωση επίσης του αχύρου με γεωύφασμα ή με τον ψεκασμό ασφαλτικού διαλύματος κρίθηκε απαραίτητη δεδομένου ότι με ισχυρούς ανέμους μπορεί να απομακρυνθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από την επιφάνεια (Brofas 1997, NCDENR 2006). Στις θέσεις οι οποίες είναι προσβάσιμες (βαθμίδες και πλατείες του λατομείου, έκταση κτιριακών εγκαταστάσεων και πρανή με ομαλές κλίσεις) ενδείκνυται επίσης η φύτευση μικρών δενδρυλλίων και θάμνων για τη μείωση της πιθανότητας διάβρωσης κατά τη διάρκεια του σταδίου εγκατάστασης, καθώς και για την άμεση μείωση της οπτικής όχλησης (WBCSD 2010). Με τη διαδικασία της φύτευσης μας δίδεται η δυνατότητα καλύτερης οργάνωσης του χώρου (αποστάσεις, πυκνότητα κλπ) (Meliadis et al. 2001) και είναι ευκολότερη η κάλυψη συγκεκριμένων και σαφώς ορισμένων περιοχών (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989). Τα φυτά που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι 1-3 ετών, διότι η φύτευση μεγάλων και ώριμων δέντρων υπό τις ξηροθερμικές συνθήκες της περιοχής είναι επίφοβη (Bradshaw and Chadwick 1980, WBCSD 2010). 120

124 Λόγω των ξηρών κλιματικών συνθηκών η φύτευση θα πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της χαμηλής φύτευσης. Προτείνεται επίσης η προσθήκη υδροφιλικού πολυμερούς στο λάκκο φύτευσης και η μετέπειτα κάλυψή του με πλαστικό, καθώς έδωσε πολύ υψηλά ποσοστά επιβίωσης των φυτών (>95%) ακόμη και όταν μειώθηκε η άρδευση κατά 40% (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Mermiris et al. 2001). Οι θάμνοι και τα δέντρα θα φυτευτούν σε ακανόνιστο φυτευτικό σύνδεσμο, για να δημιουργούν την αίσθηση της τυχαιότητας που θα εξασφαλίζει οπτική τέρψη στους επισκέπτες. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούνται και κατάλληλοι χώροι για τις προτεινόμενες δραστηριότητες αναψυχής. Έτσι η απόσταση μεταξύ τους δεν θα είναι σταθερή, αλλά θα κυμαίνεται μέσα σε κάποια όρια ανάλογα με τα ευνοϊκά για τη φύτευση μικροπεριβάλλοντα (Χατζηστάθης και Ντάφης 1989, Ισπικούδης 2001). Σε γενικές γραμμές οι αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται είναι π.χ. 7 8 m για τα μεγάλα και ογκώδη δένδρα, 5 6 m για τα μέτρια, 2 3 m για τους ψηλούς θάμνους και 1,5 m για τους χαμηλούς Προτεινόμενα φυτικά είδη Κατά την υδροσπορά προτείνεται να χρησιμοποιηθούν κυρίως είδη που ανήκουν στις οικογένειες Poaceae (αγρωστώδη) ή Fabaceae (ψυχανθή) (Martin et al. 2002). Τα αγρωστώδη είδη θα χρησιμοποιηθούν επειδή συγκρατούν αποτελεσματικά το έδαφος των διαταραγμένων εκτάσεων με το θυσσανώδες ριζικό τους σύστημα (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995) και τα ψυχανθή θα χρησιμοποιηθούν διότι μέσω αυτών γίνεται εμπλουτισμός των εδαφών σε άζωτο και επιταχύνεται η εδαφογένεση διευκολύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την εγκατάσταση και άλλων ειδών (Chiti et al. 2007). Αν και για καλύτερα και σίγουρα αποτελέσματα προτιμάται η χρησιμοποίηση σπόρων της τοπικής αυτοφυούς χλωρίδας (Meliadis et al. 2001, Petrakis and Rigopoulos 2001), επειδή το κόστος συλλογής των σπόρων αυτών είναι μεγάλο, προτείνεται να εμπλουτιστεί το μίγμα της υδροσποράς με είδη που είναι κατάλληλα για τις περιοχές τις Μεσογείου και που η προμήθειά τους γίνεται από το εμπόριο (πίνακας 15) (Mermiris 2001, Τσιουβάρας 2006, Zagas et al. 2010, Ισπικούδης 2010). Συγκεκριμένα τα είδη Onobrychis sativa, Medicago sativa και Melilotus alba έδωσαν πολύ καλά αποτελέσματα κατά τη σπορά σε αποθέσεις στείρων υλικών σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε περιοχή με παρόμοιες κλιμεταδαφικές συνθήκες (Κούκουρα και Ισπικούδης 1996). Ενδείκνυται επίσης στο μίγμα των σπόρων της υδροσποράς να 121

125 προστίθενται σπόροι πολυετών ποωδών φυτών, καθώς και ορισμένων ξυλωδών και δενδρωδών, τα οποία είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες (πίνακας 16). Τα ξυλώδη είδη θα συμπεριληφθούν μόνο στο μίγμα το οποίο θα ψεκαστεί στα βραχώδη μέτωπα. Στις υπόλοιπες επιφάνειες στις οποίες θα λάβουν μέρος οι δραστηριότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν θα χρησιμοποιηθούν ξυλώδη είδη στο μίγμα της υδροσποράς, καθότι μπορεί να φυτρώσουν σε σημεία όπου θα εμποδίζουν π.χ. την εύκολη κίνηση των παιδιών στους χώρους παιχνιδιού. Η ξυλώδης βλάστηση η οποία υπάρχει στην υπό μελέτη περιοχή δεν καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του προτεινόμενου χώρου αναψυχής. Έτσι για τη βελτίωση και τον εμπλουτισμό της βλάστησης επιλέχτηκαν επιπλέον δενδρώδη και θαμνώδη είδη με βάση τα εδαφικές και κλιματικές συνθήκες της περιοχής (πίνακας 17 και 18). Επισημαίνεται επίσης πως επειδή ο χώρος θα αρδευτεί και θα εμπλουτιστεί με έδαφος και οργανικό υλικό η λίστα των κατάλληλων ειδών έχει μεγαλώσει. Πίνακας 15. Ποώδη είδη που προτείνεται να συμπεριληφθούν στο μίγμα της υδροσποράς. ΕΙΔΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΙΔΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Chamomile sp. Asteraceae Papaver rhoeas Papaveraceae Phacelia tanacetifolia Boraginaceae Cynodon dactylon Poaceae Lathyrus sp. Fabaceae Dactylis glomerata Poaceae Medicago sativa Fabaceae Festuca ovina Poaceae Melilotus alba Fabaceae Lolium rigidum Poaceae Onobrychis sativa Fabaceae Poa sp. Poaceae Trifolium sp. Fabaceae Sanguisorba minor Rosaceae Vicia sp. Fabaceae Centranthus rubber Valerianaceae Πίνακας 16. Ξυλώδη είδη που προτείνεται να συμπεριληφθούν στο μίγμα της υδροσποράς. ΕΙΔΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Cistus sp. Anthyllis hermanniae Coronilla emeroides Colutea arborescens Spartium junceum Cistaceae Fabaceae Fabaceae Fabaceae Fabaceae Στα δενδρώδη είδη που θα συμπεριληφθούν στο φυτοκομικό σχέδιο προτάθηκαν κάποια κωνοφόρα δέντρα, καθώς διατηρούν το διακοσμητικό τους χαρακτήρα καθόλη τη διάρκεια του έτους. Τα κωνοφόρα είδη που θα φυτευτούν στον 122

126 προς αποκατάσταση χώρο είναι είδη που μπορούν να ευδοκιμήσουν στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης και σε ασβεστολιθικά, αβαθή εδάφη (πίνακας 17 και 18). Είναι επίσης είδη λιτοδίαιτα, ξηρόβια και φωτόφιλα με μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα. Συγκεκριμένα το Pinus brutia θα χρησιμοποιηθεί επειδή φύεται και αναγεννάται με επιτυχία εντός της περιοχής του λατομείου. Επίσης επειδή είναι είδος ευαίσθητο στους ανέμους, δεν θα φυτευτεί σε ανεμόπληκτες θέσεις. Τα Pinus halepensis και Pinus pinea θα χρησιμοποιηθούν για τη χαρακτηριστική τους κόμη και το φωτεινό τους χρώμα. Το Cupressus sempervirens συναντάται κυρίως σε μικτές συστάδες με την τραχεία πεύκη και το πουρνάρι και είναι είδος κατάλληλο για ανεμοφράχτες και δενδροστοιχίες. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη διαμόρφωση τοπίων, αφού αποτελεί βασικό στοιχείο του ελληνικού τοπίου και σε συνδυασμό με σφαιρόμορφα δέντρα, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Το Cupressus arizonica χρησιμοποιείται για το ιδιαίτερο γλαυκοπράσινο χρώμα του (Αθανασιάδης 1986, Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995). Από τα πυραμιδοειδή κωνοφόρα μεγάλων διαστάσεων θα χρησιμοποιηθούν τα είδη Cedrus libanii και Cedrus atlantica, τα οποία φυτεύονται συχνά μεμονωμένα και με αρκετό ζωτικό χώρο γύρω τους (κατά μέσο όρο διαμέτρου 12 m), ώστε να έχουν τη δυνατότητα διατήρησης βλαστών από το έδαφος και κυρίως την προβολή της όμορφης κόμης τους (Αθανασιάδης 1986). Από τα αυτοφυή πλατύφυλλα δέντρα που προτείνεται να χρησιμοποιηθούν στο σχέδιο φυτοκάλυψης (πίνακας 17 και 18), ιδιαίτερο διακοσμητικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα είδη Cercis siliquastrum και Pyrus amygdaliformis τα οποία έχουν έντονη ανοιξιάτικη ανθοφορία ροζ και λευκού χρώματος αντίστοιχα. Το δέντρο Ailanthus altissima, το οποίο επωφελήθηκε από το χαμηλό ανταγωνισμό και εξαπλώθηκε στο χώρο του λατομείου, δεν θα το απομακρύνουμε διότι συγκρατεί το έδαφος και το προστατεύει από τη διάβρωση. Επίσης προτείνεται να χρησιμοποιηθεί το είδος Celtis australis που ευδοκιμεί στην ευρύτερη περιοχή του περιαστικού δάσους, επειδή παρουσιάζει δυνατότητες προσαρμογής σε ξηρό, αβαθές και φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία έδαφος. Η επιλογή του έγινε επειδή παρέχει καλή σκιά και είναι είδος κατάλληλο για την αποκατάσταση εδαφών. Άλλο είδος που εμφανίζεται στο γειτονικό δάσος Κουρί και θα χρησιμοποιηθεί για την όμορφη κόμη του, είναι το Acer campestre (σφενδάμι πεδινό). Προτείνεται επίσης η εισαγωγή του Prunus cerasifera pissardii (δαμασκηνιά καλλωπιστική) που προτιμάται κυρίως για το σκούρο πορφυρό φύλλωμά του και τα ροζ άνθη που εμφανίζονται την άνοιξη πριν την έκπτυξη των φύλλων. Το είδος 123

127 Sorbus aucuparia (σορβιά) είναι ένα επίσης πολύ όμορφο δέντρο. Τον Μάιο Ιούνιο εμφανίζονται τα λευκά του άνθη σε πολυσύνθετους, χνουδωτούς κορύμβους, τα οποία μετατρέπονται τον Αύγουστο σε ράγα με ζωηρό κόκκινο χρώμα και παραμένουν πάνω στο δένδρο μέχρι το τέλος του χειμώνα, αποτελώντας ελκυστική τροφή για τα πουλιά (Αθανασιάδης 1986). Κοντά στις υδάτινες μάζες προτείνεται να χρησιμοποιηθούν επίσης το είδος Salix alba., το οποίο διατηρεί τη διακοσμητική του αξία όλες τις εποχές του έτους ακόμη και χωρίς φύλλωμα, καθώς και το είδος Liquidambar styraciflua (υγράμβαρη) για τα όμορφα φθινοπωρινά χρώματα του φυλλώματός του, το Tamarix parviflora (αλμυρίκι) για την εντυπωσιακή ανοιξιάτικη ανθοφορία του, όπως και το Tilia platyphyllos (φιλύρα πλατύφυλλος) για τα λευκοκίτρινα αρωματικά άνθη του στο τέλος της άνοιξης με αρχές του καλοκαιριού και τα πράσινα φύλλα του που συνήθως έχουν έντονο κίτρινο χρώμα το φθινόπωρο. Για την ικανότητά τους να επιβιώνουν σε αφιλόξενο περιβάλλον, όπως αυτό των στείρων υλικών, προτείνεται να συμπεριληφθούν στο σχέδιο φυτοκάλυψης και ψυχανθή δέντρα όπως είναι τα Robinia pseudoacacia (ψευδακακία) και Albizzia julibrissin (ακακία Κωνσταντινουπόλεως). Είναι είδη γρήγορης ανάπτυξης και εξυπηρετούν στη ταχεία οπτική κάλυψη των βαθμίδων. Έχουν μεγάλη ικανότητα σταθεροποίησης του εδάφους και το εμπλουτίζουν με άζωτο, αλλά και με άλλα απαραίτητα στοιχεία όταν πραγματοποιείται η αποσύνθεση των φύλλων τους. Υπολογίζεται ότι ένα δάσος ακακίας εντός μιας περιόδου 10 ετών είναι σε θέση να προσθέσει στην επιφάνεια του εδάφους γόνιμη γη πάχους 10 εκατοστών. Με άλλα λόγια οι ακακίες αποτελούν ένα φυσικό εδαφοβελτιωτικό (Χιονίδου 2010). Άλλα ενδιαφέροντα είδη ικανά να επιβιώνουν στις συγκεκριμένες συνθήκες και να εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο είναι τα είδη του γένους Elaeagnus. Συγκεκριμένα προτείνεται η χρησιμοποίηση του είδους Elαeagnus angustifolia (μοσχοϊτιά, αγριοτζιτζιφιά) μεμονωμένα ή σε ομάδες, καθώς η ιδιόμορφη ασημόχρωμη κόμη και τα χρυσοκίτρινα άνθη του που έχουν εξαιρετικό άρωμα, του προσδίδουν μεγάλη αισθητική αξία. Για τον εμπλουτισμό της θαμνώδους βλάστησης προτείνεται η εισαγωγή ειδών που επιλέχτηκαν για την ικανότητά τους να επιβιώνουν στις συγκεκριμένες συνθήκες και επίσης για την αισθητική τους αξία σε όλες τις εποχές του χρόνου. Τα είδη αυτά καταγράφονται στον πίνακα 19, 20 και 21. Για να καλυφθούν τα απότομα πρανή των βαθμίδων προτείνεται να φυτευτούν στον πόδα καθώς και στο φρύδι αυτών αναρριχητικά και κατανεύοντα φυτά, όπως το 124

128 Hedera helix (κισσός), Clematis flammula (κληματίδα), Lonicera etrusca (αγιόκλημα), Capparis spinosa (κάππαρη) και το Ampelopsis quinquefolia / Parthenocissus quinquefolia (αμπέλοψη / παρθενόκισσος σβάιτς) για το έντονο κόκκινο φθινοπωρινό του χρώμα. Τα παραπάνω είδη εκτός της μεγάλης τους αντοχής στην ξηρασία και στο ψύχος και της γρήγορης προσαρμογής τους, αναπτύσσουν μεγάλο και πλούσιο ριζικό σύστημα με το οποίο «δένουν» τη θρυμματισμένη επιφάνεια των πρανών βοηθώντας κατά αυτόν τον τρόπο τη συγκράτηση των εδαφών. Επίσης, όπου χρειαστεί στα πρανή των βαθμίδων θα τοποθετηθούν πλέγματα για τη βοήθεια των αναρριχητικών φυτών. Πίνακας 17. Δενδρώδη είδη που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή και που προτείνεται να συμπεριληφθούν στο φυτευτικό σχέδιο ΚΩΝΟΦΟΡΑ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ Cupressus sempervirens Acer campestre Platanus orientalis Pinus brutia Carpinus orientalis Populus alba Quercus pubescens Celtis australis Pyrus amygdaliformis Cercis siliquastrum Fraxinus ornus Ulmus campestris Πίνακας 18. Δενδρώδη είδη που προτείνονται για τον εμπλουτισμό της βλάστησης ΚΩΝΟΦΟΡΑ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ Cedrus atlantica Albizzia julibrissin Salix alba Cedrus libanii Elaeagnus angustifolia Sorbus aucuparia Cupressus arizonica Liquidambar styraciflua Tamarix parviflora Pinus halepensis Prunus cerasifera pissardii Tilia platyphyllos Pinus pinea Robinia pseudoacacia Πίνακας 19. Θαμνώδη είδη που προτείνεται να συμπεριληφθούν στο φυτευτικό σχέδιο και η αντίστοιχη περιγραφή των χαρακτηριστικών τους. Είδος Φύλλωμα Ανθοφορία Καρπός Άλλες πληροφορίες Berberis thunbergii var. atropurpurea Φυλλοβόλος αγκαθωτός Φθινώπορο: Πορφυρό Άνοιξη: Κίτρινη Φθινόπωρο- Χειμώνα: κόκκινη ράγα Ύψος 0,5-1 m Berberis vulgaris Φυλλοβόλος Άνοιξη: Κίτρινη Buxus sempervirens (πυξάρι ) Αειθαλές Άνοιξη: λευκή Φθινόπωρο: λαμπερή κόκκινη ράγα Φθινόπωρο: σκούρα καστανή κάψα 2-3 m ύψος Για βελτίωση βιοτόπων, για σχηματισμό φρακτών. Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα Ύψος > 3 m. Για δημιουργία φράκτη και βελτίωση βιοτόπων. Κουρεύεται σε διάφορες μορφές 125

129 Chaenomeles japonica speciosa (Τσιντόνια) Φυλλοβόλος αγκαθωτός Χειμώνα, Άνοιξη: Κόκκινη, ροζ Cornus mas (κρανιά) Φυλλοβόλος Χειμώνα: κίτρινη Cotinus coggygria / Rhus Cotinus (Χρυσόξυλο) Cotoneaster franchetii (κυδωνίαστρο) Cotoneaster horizontalis (Κυδωνίαστρο) Crataegus monogyna Φυλλοβόλος Φθινόπωρο: πορφυρό Αειθαλές Αειθαλές Φθινόπωρο: Πορτοκαλοκόκκινο Φυλλοβόλος αγκαθωτός Καλοκαίρι: Αραιές φόβες Καλοκαίρι: λευκή Άνοιξη: λευκή Άνοιξη: λευκή Φθινόπωρο: εδώδιμος (κυδώνι) Καλοκαίρι: δρύπη κόκκινη, εδώδιμη Φθινόπωρο: δικτυωτή καστανόμαυρη δρύπη Φθινόπωρο: έντονα κόκκινη ράγα Φθινόπωρο: έντονα κόκκινη ράγα Φθινόπωρο: κόκκινη δρύπη Ύψος < 3 m Ύψος 3-8 m. Θάμνος που κλαδεύεται σε διάφορες μορφές και προσαρμόζεται σε πλήρη σκιά Ύψος 2-3 m Ύψος 2-3 m Ύψος <0,5 m. Για βελτίωση βιοτόπων και διακόσμηση βράχων Elaeagnus pungens (ελαίαγνος πανασέ) Euphorbia dendroides (γαλατσίδα) Ligustrum vulgare (λιγούστρο) Lonicera nitida (λονίκερα νιτίντα) Prunus spinosa (τσαπουρνιά) Pyracantha coccinea (Πυράκανθος) Αειθαλές Φυλλοβόλο Αειθαλής Αειθαλής Φυλλοβόλος αγκαθωτός Αειθαλής αγκαθωτός Φθινόπωρο: Λευκή αρωματική Άνοιξη: κίτρινη Καλοκαίρι: λευκή, εύοσμη Άνοιξη- Καλοκαίρι: λευκή Άνοιξη: λευκή Άνοιξη: λευκή Χειμώνα: δρύπη κοκκινωπή, κιτρινωπή Κάψα Φθινόπωρο: μαύρη ράγα Καλοκαίρι: ράγα μπλε-μωβ Φθινόπωρο: σκούρα γαλανή δρύπη Φθινόπωρο: Έντονα κόκκινη δρύπη Ύψος 1-2 m Για τη βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος και αισθητική ανάδειξη του χώρου. Είδος δηλητηριώδες. Αποφεύγεται η εγκατάστασή του σε πολυσύχναστους χώρους Ύψος 1-2 m.χρησιμοποιείται για βελτίωση βιοτόπων Ύψος 1-2 m. Φυτεύεται σε ομάδες για εδαφοκάλυψη και μπορντούρες. Ύψος >3 m. Για δημιουργία φρακτών Ύψος >3 m, Αντέχει σε ημίσκιο περιβάλλον Quercus coccifera (πουρνάρι) Rhus coriaria (ρούδι, σουμάκι) Rosa canina (κυνοροδή) Rubus hirtus (βουνοβατομουριά) Αειθαλής αγκαθωτός Φυλλοβόλος Φθινόπωρο: πορτοκαλοκίτρινα Φυλλοβόλος αγκαθωτός Φυλλοβόλος ή αειθαλής αγκαθωτός Άνοιξη: μονογενή άνθη. Κίτρινοι ίουλοι. Άνοιξη: πρασινόλευκη σε πυκνές φόβες Καλοκαίρι: Λευκή ή ροδόχρωμη Άνοιξη: Λευκή, ροδόχρωμη Spiraea prunifolia Φυλλοβόλος Άνοιξη: λευκή Φθινόπωρο: βελανίδι Δρύπη κοκκινοκάστανη Καλοκαίρι: Κόκκινη ράγα Καλοκαίρι: εδώδιμος σύνθετος με πολλές μικρές γαλανόμαυρες δρύπες Χειμώνας: καστανός θύλακος Δέντρο ύψους m. Συνήθως με μορφή θάμνου. Ύψος < 3 m. Ύψος >3 m. Όρθιοι, αναρριχώμενοι ή έρποντες θάμνοι. βλαστοί που ξεκινούν από το έδαφος σχηματίζοντας τούφα 126

130 Thuja occidentalis (τούγια) Vitex agnus castus (λυγαριά) Αειθαλής αρωματικός Φυλλοβόλος Χειμώνα: Πολύ μικρά άνθη, μονογενή Καλοκαίρι: μωβ Μικροί σφαιρικοί κώνοι Φθινόπωρο: Δρύπη κοκκινόμαυρη αρωματική Ύψος 2-3 m. Πίνακας 20. Αναρριχητικά και κατανεύοντα είδη. ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΕΥΟΝΤΑ ΕΙΔΗ Ampelopsis quinquefolia Clematis flammula Lonicera etrusca Capparis spinosa Hedera helix Πίνακας 21. Υδρόφιλα είδη. ΥΔΡΟΦΙΛΑ ΕΙΔΗ Acorus calamus Juncus sp. Typha latifolia Arundo donax Cyperus sp. Nymphaea gigantea Nymphaea odorata Πίνακας 22. Αρωματικοί θάμνοι και πόες. Αρωματικά θαμνώδη και ποώδη είδη Artemisia absinthium Cineraria maritima Lavandula sp. Origanum vulgare Rosmarinus officinalis Salvia fruticosa Salvia officinalis Santolina chamaecyparissus Teucrium fruticans Thymus capitatus Η επιλογή και τοποθέτηση των παραπάνω ειδών στο χώρο πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα οικολογικά και λειτουργικά τους χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών (σκίαση, τοποθέτηση πλαισίων, σταθεροποίηση εδάφους, αισθητική απόλαυση, αντιανεμικοί φράκτες κλπ.). Η μελέτη και αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων για την επιλογή των κατάλληλων ειδών, εξασφαλίζει τόσο την επιτυχία στην εγκατάσταση και ανάπτυξή τους στην περιοχή μελέτης, όσο και την άριστη συνέχεια και εναρμόνιση με τον περιβάλλοντα χώρο. Συγκεκριμένα: 1. Στο τεχνολογικό πάρκο και στους χώρους ξενάγησης θα χρησιμοποιηθούν δενδρώδη και θαμνώδη είδη που θα πλαισιώνουν τα κτίρια. Επίσης η εισαγωγή αγκαθωτών ειδών θα αποτελέσει φυσικό φράκτη, αποτρέποντας τους επισκέπτες να 127

131 πλησιάζουν σε επικίνδυνα κτίσματα. Προτείνεται κατ αυτόν τον τρόπο να χρησιμοποιηθούν είδη όπως το Carpinus orientalis, Cupressus sempervirens και C. arizonica και από τη θαμνώδη βλάστηση τα είδη Rosa canina, Rubus hirtus, Berberis thunbergii var. atropurpurea, Buxus sempervirens, Cotoneaster franchetii κλπ. 2. Στην τεχνητή λίμνη θα γίνει εισαγωγή φυτών παρόχθιας βλάστησης, όπως τα Salix alba, Populus alba, Platanus orientalis, Tilia platyphyllos, Ulmus campestris, Fraxinus ornus, Liquidambar styraciflua, Tamarix parviflora και Vitex agnus castus, καθώς και τα είδη Typha latifolia (ψαθί, παπύρι ή ραγάζι), Cyperus sp. (κύπερη), Phragmites australis/ Arundo donax (καλάμι), Juncus sp. (βούρλο), Acorus calamus (άκορος), Nymphaea gigantea και N. odorata (νούφαρα). Η ύπαρξη υγρού στοιχείου στην περιοχή μαζί με τη βλάστηση που θα φυτευτεί και την υδρόφιλη αυτοφυή χλωρίδα που θα αναπτυχθεί φυσικά με το χρόνο, θα αποτελέσουν ιδιαίτερο στοιχείο αισθητικής αναβάθμισης του τοπίου. 3. Εντός του χώρου του αμφιθεάτρου δεν προβλέπεται η εισαγωγή βλάστησης. Στις βαθμίδες όμως που βρίσκονται πάνω από το αμφιθέατρο (όπως και σ όλες τις υπόλοιπες βαθμίδες) θα φυτευτούν δέντρα και θάμνοι, όσο και αναρριχητικά είδη. Από τα δέντρα θα φυτευτούν ακακίες, πεύκα και κυπαρίσσια, ενώ από τους θάμνους θα χρησιμοποιηθεί το Quercus coccifera και Euonymus japonicus, καθώς και τα αναρριχητικά φυτά του πίνακα 20, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η οπτική κάλυψη των γυμνών πρανών καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς και η προστασία των πρανών από τη διάβρωση. 4. Στο χώρο των θεραπευτικών και αρωματικών βοτάνων προτείνεται να φυτευτούν θάμνοι και πόες της οικογένειας Lamiaceae που αντέχουν στη ξηρασία και στα ασβεστώδη εδάφη και μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και θαυμαστών της φύσης. Τέτοια είναι π.χ τα είδη: Rosmarinus officinalis (δενδρολίβανο), Salvia officinalis, S. fruticosa (φασκομηλιά), Lavandula sp. (λεβάντα), Teucrium fruticans (Τεύκριο) Origanum vulgare (ρίγανη), Thymus capitatus (θυμάρι), Artemisia absintium (αψιθιά) κλπ. Άλλα είδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι το Cineraria maritima (σινεράρια ή κενταύριο), Santolina chamaecyparissus (λεβαντίνη) κλπ. από την οικογένεια Asteraceae. Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται επίσης ως φυτά εδαφοκάλυψης σε πλαγιές. 128

132 5. Στις εκτάσεις όπου θα παίζουν παιδιά, στους ελεύθερους χώρους παιχνιδιού και στο χώρο υπαίθριας εστίασης προτείνεται να φυτευτούν τα ανθεκτικά πλατύφυλλα είδη: Celtis australis, Acer campestre και Quercus pubescens, καθώς προσφέρουν σκίαση και δροσιά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και προσελκύοντας πουλιά στο φύλλωμά τους συμπληρώνουν ακουστικά το τοπίο. Επίσης παρουσιάζουν αντοχή στη συμπίεση του εδάφους από την ποδοπάτηση, ενώ η αλλαγή του χρώματος του φυλλώματός τους προσφέρει εναλλαγές εικόνων και τοπίων στις διάφορες εποχές του έτους. Επίσης προτείνεται να χρησιμοποιηθεί το είδος Elaeagnus angustifolia για το άρωμα και τη διακοσμητική του αξία, όπως επίσης και τα είδη Cercis siliquastrum, Prunus cerasifera pissardii, Sorbus aucuparia και Albizzia julibrissin. Η βλάστηση θα συμπληρωθεί με κωνοφόρα είδη και θάμνους. Δεν θα χρησιμοποιηθούν όμως σε αυτούς τους χώρους πεύκα, διότι προκαλούν αλλεργίες και ενοχλούν με τις βελόνες και τη ρητίνη που εκκρίνουν. Μεμονωμένα ή σε ομάδες μπορούν να φυτευτούν επίσης τα είδη Spirea prunifolia, Kerria japonica, Cornus mas, Cotinus coggygria, Rhus coriaria και για την ιδιαίτερα όμορφη εμφάνισή τους και για το γεγονός ότι είναι ασφαλή (δεν έχουν αγκάθια) για χώρους όπου παίζουν παιδιά. Στις εκτάσεις αυτές, όπου θα παίζουν τα παιδιά θα χρειαστεί να δημιουργηθούν αδιαπέρατοι φυσικοί φράκτες από τα αειθαλή είδη Ligustrum vulgare και Elaeagnus pungens, τα οποία έχουν όμορφο άρωμα κατά την άνθησή τους το καλοκαίρι και το φθινόπωρο αντίστοιχα, καθώς και τα είδη Buxus sempervirens, Cotoneaster franchetii, Euonymus japonicus κλπ. 6. Στο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων επιλέχτηκε η φύτευση των δενδρωδών ειδών Celtis australis και της Robinia pseudoacacia, καθώς είναι ταχυαυξή και ανθεκτικά στις πληγώσεις δέντρα και προσφέρουν σκιά στα σταθμευμένα οχήματα με την πλούσια κόμη τους. Επιλέχτηκε επίσης η φύτευση του αειθαλούς θάμνου Buxus sempervirens περιμετρικά του χώρου έτσι ώστε να οριοθετηθεί φυσικά η έκταση. Όσον αφορά στα μονοπάτια, αυτά θα πρέπει να τονίζονται με παρόδιες φυτεύσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται οι διαδρομές και να μην εμποδίζεται η θέα στον υπόλοιπο χώρο, εκτός από συγκεκριμένες θέσεις όπου αυτό θα κρίνεται επιθυμητό. Συμπερασματικά αναφέρεται πως οι θάμνοι που θα χρησιμοποιηθούν θα φυτευτούν για συμπλήρωση, περίφραξη ή και διαχωρισμό των λειτουργικών χώρων 129

133 της περιοχής, καθώς και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (καρπούς, άνθη, χρώμα φυλλώματος) και για τη παροχή τροφής και καταφυγίου στα πουλιά. Τέλος, η εισαγωγή της χλόης κρίνεται απαραίτητη για τη γενίκευση της εικόνας του πρασίνου, για την προστασία του εδάφους από τη συμπίεση και για τη δημιουργία φόντου πάνω στο οποίο θα αναπτυχθούν διάφορα άλλα στοιχεία του τοπίου που θα δημιουργήσουν ποικίλη οπτική και χρωματική αντίθεση (ανθόκηποι, βραχόκηποι κλπ.). Για τη δημιουργία τοπίου χαρακτηριστικών μορφών θα χρησιμοποιηθούν είδη όπως είναι το Pinus pinea, Cedrus libani, Cedrus atlantica κλπ., ενώ για τη δημιουργία εστιακού τοπίου ή πράσινης ζώνης περιμετρικά του λατομείου θα χρησιμοποιηθεί το είδος Cupressus sempervirens Φυτευτικό σχέδιο Case Study: Τεχνητή λίμνη και χώρος χαλάρωσης. Το φυτευτικό σχέδιο (χάρτης 15 παραρτήματος) που προτείνεται για το χώρο της τεχνητής λίμνης και του χώρου χαλάρωσης περιλαμβάνει τα φυτικά είδη που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Τα φυτικά αυτά είδη, όπως φαίνεται στο φυτευτικό σχέδιο, προτείνεται να φυτευτούν περιμετρικά της λίμνης και εντός του χώρου χαλάρωσης, σύμφωνα με τα οικολογικά, αισθητικά και λειτουργικά τους χαρακτηριστικά. Στο σχέδιο διακρίνεται η θέση του αναψυκτηρίου, όπου οι επισκέπτες θα μπορούν να απολαμβάνουν τη θέα της λίμνης και του πρασίνου. Επίσης διακρίνεται η ξύλινη πεζογέφυρα που προτείνεται να κατασκευαστεί, καθώς και η θέση των προτεινόμενων εξεδρών, όπου θα δίνεται η δυνατότητα για ψάρεμα, όπως και οι προτεινόμενες θέσεις των παγκακιών Εργασίες συντήρησης Το χαμηλό σχετικά μέσο ετήσιο ύψος των κατακρημνισμάτων της περιοχής και η ανομοιόμορφη κατανομή τους έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία υδατικών συνθηκών που κυμαίνονται από μέτριες έως οριακές. Η νότια έκθεση των μετώπων και το μικρό βάθος του εδάφους, δημιουργούν ακόμη πιο δυσμενείς και οριακές συνθήκες ανάπτυξης. Η άρδευση των φυταρίων θεωρείται επομένως απαραίτητη για τα πρώτα χρόνια μετά τη σπορά ή φύτευσή και ιδίως την περίοδο του καλοκαιριού που συμπίπτει με την αυξητική περίοδο των φυταρίων. 130

134 Στην περιοχή έρευνας, όπως αναφέρθηκε, το νερό δεν αποτελεί πρόβλημα για τη συντήρηση της βλάστησης, καθώς στο χώρο του λατομείου έχει γίνει γεώτρηση με ικανή παροχή νερού, ενώ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και κοινοτικό νερό του υδραγωγείου. Οι εργασίες συντήρησης (άρδευση, επαναλίπανση, σκάλισμα για την απομάκρυνση της ανταγωνιστικής βλάστησης και χαλάρωσης του εδάφους, συμπλήρωση και αντικατάσταση κλπ.) πρέπει να εφαρμοστούν για τουλάχιστον δυο χρόνια (Brofas 1997). Απαραίτητη επίσης για την επιτυχία της αποκατάστασης της βλάστησης είναι η περίφραξη του χώρου για να προφυλαχτεί ιδιαιτέρως από τη βόσκηση. Εικόνα 49. Μπάζα και σκουπίδια πρέπει να απομακρυνθούν πριν ξεκινήσουν οι εργασίες αποκατάστασης. Εικόνα 50. Η πλατεία του ανατολικού τομέα καθώς και η κατώτερη βαθμίδα του, προτείνεται να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων υπαίθριας εστίασης. Αρχικά θα διαμορφωθούν οι κλίσεις των πρανών, θα ακολουθήσει η υδροσπορά αυτών και έπειτα θα γίνει φύτευση δέντρων, θάμνων και αναρριχητικών στις βαθμίδες. 131

135 Εικόνα 51. Δυτικά του ανατολικού τομέα οι κλίσεις είναι πολύ έντονες. Εδώ οι συνθήκες των βράχων (σχισμές, προεξοχές κλπ.) είναι ιδανικές για την εφαρμογή της εμπλουτισμένης με σπόρους λυματολάσπης και τη δημιουργία ιδανικών μικροενδιαιτημάτων όπου θα αναπτυχθεί η βλάστηση. Τέλος πρέπει να τοποθετηθούν προστατευτικά δίκτυα προς αποφυγή ατυχημάτων. Εικόνα 52. Ο χώρος όπου προτείνεται να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη (κεντρικός τομέας). Εδώ προτείνεται επίσης να γίνει υδροσπορά, ενώ στην κατώτερη βαθμίδα του μετώπου προτείνεται να φυτευτεί υδρόβια βλάστηση. 132

136 Εικόνα 53. Στον δυτικό τομέα οι εργασίες φύτευσης θα είναι πιο εύκολες, καθώς υπάρχουν καλύτερα διαμορφωμένες βαθμίδες σχεδόν σε ολόκληρο το μέτωπο. Εικόνα 54. Στα βόρεια όρια του λατομείου διακρίνεται η έντονη διαβρωσιμότητα του σχιστολιθικού υποστρώματος. Εδώ προτείνεται να ληφθούν άμεσα αντιδιαβρωτικά μέτρα. 133

137 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η μακροχρόνια εξορυκτική δραστηριότητα στην περιοχή μελέτης έχει οδηγήσει τόσο στην οικολογική υποβάθμισή της, όσο και στην οπτική αλλοίωση και ασυνέχεια σε μια ευρεία οπτική γωνία του τοπίου της ευρύτερης περιοχής, προσελκύοντας κατ αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον του παρατηρητή, προκαλώντας όμως αρνητική εντύπωση λόγω της μεγάλης αντίθεσης με το γύρω περιβάλλον. Ο χώρος του λατομείου αξιολογήθηκε ως τοπίο με χαμηλή Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ), γεγονός που σημαίνει πως στην παρούσα κατάσταση το τοπίο έχει την ικανότητα να δεχτεί μόνο πολύ προσεκτικές επεμβάσεις που αφορούν στην αποκατάστασή του (έλεγχος διάβρωσης, εγκατάσταση βλάστησης). Το τοπίο του λατομείου διακρίθηκε ως τοπίο με Μέγιστο Ενδιαφέρον (1 ο Επίπεδο Ευαισθησίας) και με μεγάλη ποικιλία αισθητικών στοιχείων (Α Κλάση Ποικιλίας Τοπίου). Κατ αυτόν τον τρόπο ο μακροπρόθεσμος Οπτικός Ποιοτικός Στόχος (ΟΠΣ) του είναι η Συντήρηση, αφού προηγουμένως πραγματοποιηθούν οι βραχυπρόθεσμοι ΟΠΣ, που είναι η Αποκατάσταση και η Βελτίωσή του. Το βαριά τραυματισμένο από τις εξορύξεις τοπίο, χρειάζεται επομένως ειδικό σχεδιασμό έτσι ώστε να εξομαλυνθούν οι έντονες κλίσεις, να μειωθεί η διάβρωση του εδάφους και να αναπτυχθεί η βλάστηση, γεγονός που θα συντελέσει στη βελτίωση του τοπίου, στην αύξηση της ποικιλότητάς του και στην αύξηση της ΟΑΙ. Έτσι, κατά την ανάπλαση και διαμόρφωση του λατομείου προτείνεται να διαμορφωθούν ηπιότερες κλίσεις (30-36 ο ) στα πρανή των υφιστάμενων βαθμίδων και στη συνέχεια προτείνεται η κάλυψη των διαμορφωμένων επιφανειών με επιφανειακό έδαφος (πάχους 40 cm για τα ξυλώδη είδη και 20 cm για τα ποώδη είδη) προερχόμενο κατά προτίμηση από περιοχές με παρόμοια βλάστηση και η μετέπειτα εφαρμογή λυματολάσπης. Λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση των πολιτών προτείνεται η ανάπτυξη ενός λειτουργικού υπερτοπικού πάρκου αναψυχής με τη δημιουργική εφαρμογή των αρχών της αρχιτεκτονικής του τοπίου. Το πάρκο αυτό θα συνδυάζει την αναψυχή (ελεύθεροι χώροι παιχνιδιού, χώροι άθλησης, τεχνητή λίμνη, υπαίθρια εστίαση, 134

138 αμφιθέατρο κλπ.) με την προστασία της φύσης (προστασία ορχιδέας κλπ.), την περιβαλλοντική αφύπνιση (ίδρυση κέντρου περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, πάρκο συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κλπ.), την οικονομική ενίσχυση της τοπικής κοινωνίας, καθώς και την προστασία και ανάδειξη της πολιτισμικής και βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου με τη δημιουργία Μουσείου Βιομηχανικής Ιστορίας και την αναπαλαίωση και προστασία των παλαιών καμίνων και των λοιπών εγκαταστάσεων επεξεργασίας του ασβεστόλιθου κλπ. Μετά από αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των προτάσεων που αφορούσαν την χωροταξία των δραστηριοτήτων, προτάθηκε το τελικό πλάνο χωροταξίας το οποίο φαίνεται να εξυπηρετεί τις ανάγκες των επισκεπτών σε όλη την έκταση του πάρκου (χώροι στάθμευσης, εστιατόριο, αναψυκτήριο, χώροι υγιεινής κλπ.). Κατά το πρώτο στάδιο της εγκατάστασης της βλάστησης προτείνεται να γίνει υδροσπορά με επικάλυψη με κυτταρίνη στα μέτωπα του λατομείου, ενώ στις υπόλοιπες επιφάνειες (αποθέσεις στείρων κλπ.) προτείνεται η επικάλυψη με άχυρο, όπου θα χρησιμοποιηθούν αγρωστώδη και ψυχανθή είδη κατάλληλα για τις περιοχές τις Μεσογείου. Στην συνέχεια με τη μέθοδο της χαμηλής φύτευσης και τη μετέπειτα προσθήκη υδροφιλικού πολυμερούς στο λάκκο φύτευσης προτείνεται να φυτευτούν σε ακανόνιστο φυτευτικό σύνδεσμο ξυλώδη είδη της αυτοφυούς βλάστησης, η οποία θα εμπλουτιστεί με επιπλέον βλάστηση, προσαρμοσμένη στις κλιματεδαφικές συνθήκες της περιοχής, έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του προτεινόμενου πάρκου αναψυχής. Οι εργασίες συντήρησης (άρδευση, επαναλίπανση, σκάλισμα για την απομάκρυνση της ανταγωνιστικής βλάστησης και χαλάρωσης του εδάφους, συμπλήρωση και αντικατάσταση κλπ.) προτείνεται να εφαρμοστούν για τουλάχιστον δυο χρόνια. 135

139 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή έχει ως σκοπό την ανάλυση και αξιολόγηση του τοπίου του ανενεργού λατομείου ασβεστόλιθου «ΚΥΨΕΛΗ» στην περιοχή Χορτιάτη και τον καθορισμό των μεθόδων και διαδικασιών ανασυγκρότησης αυτού. Για τον υπολογισμό της Οπτικής Απορροφητικής Ικανότητας (ΟΑΙ) του τοπίου, των Ζωνών Απόστασης του Τοπίου (ΖΑΤ), των Κλάσεων Ποικιλότητας, των Επιπέδων Ευαισθησίας και του Οπτικού Ποιοτικού Σκοπού (ΟΠΣ), έγινε ανάλυση των δεδομένων του τόπου (στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου), μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις με τους περιοίκους και επισκέπτες της περιοχής έγινε ανάλυση των εντυπώσεών τους για την ποιότητα της θέας και επίσης δημιουργήθηκαν χάρτες (χάρτης ΖΑΤ, κλίσεων, έκθεσης και υψομετρικών ζωνών) με τη χρήση GIS, ενώ το τοπίο αξιολογήθηκε επιπλέον με κριτήρια Αξιολόγησης Συστήματος Τοπίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η ΟΑΙ του τοπίου του λατομείου είναι χαμηλή και πως έχει υποστεί Ανεπίτρεπτη Τροποποίηση. Καθώς όμως το τοπίο αξιολογήθηκε ως τοπίο με Μέγιστο Ενδιαφέρον και με μεγάλη ποικιλία αισθητικών στοιχείων, καθορίστηκε ως μακροπρόθεσμος ΟΠΣ του η Συντήρηση, αφού προηγουμένως πραγματοποιηθεί η Αποκατάσταση και η Βελτίωσή του. Στα πλαίσια της αποκατάστασης του λατομείου προτείνεται η ανάπτυξη ενός λειτουργικού υπερτοπικού πάρκου αναψυχής που θα συνδυάζει την αναψυχή με την προστασία της φύσης, την περιβαλλοντική αφύπνιση, την οικονομική ενίσχυση της τοπικής κοινωνίας, καθώς και την προστασία και ανάδειξη της πολιτισμικής και βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου με τη δημιουργία Τεχνολογικού Πάρκου. Για τη μείωση των πιθανοτήτων διάβρωσης προτείνεται να διαμορφωθούν ηπιότερες κλίσεις (30-36 ο ) και να εφαρμοστεί άμεσα υδροσπορά. Μετά τη διάστρωση των νέων επιφανειών με έδαφος (πάχους 20 ή 40 cm) από περιοχές με παρόμοια βλάστηση και την εφαρμογή λυματολάσπης, θα φυτευτούν είδη της αυτοφυούς χλωρίδας, η οποία μπορεί να εμπλουτιστεί με είδη προσαρμοσμένα σε παρόμοιες κλιματεδαφικές συνθήκες έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του πάρκου αναψυχής. Οι εργασίες συντήρησης προτείνεται να εφαρμοστούν για τουλάχιστον δυο χρόνια. 136

140 ABSTRACT The aim of the present postgraduate thesis is the Visual Analysis and Landscape Evaluation of the inactive limestone quarry called Kipseli in the area of Hortiatis and the specification of the methods and process of its rehabilitation. In order to calculate the Visual Absorption Capability (VAC), the Landscape Zones, the Variety Classes, the Sensitivity Levels and the Visual Quality Objectives (VQO), local environmental and landscape factors have been analyzed, people s perception of the scenic quality has been taken into consideration via personal interviews with the residents and the visitors of the area and also maps of Landscape Zones, slope, aspect and elevation have been created with the use of GIS, while evaluation criteria were applied to the Landscape of the study area. The results show that the VAC of the quarry s landscape is low and that the landscape has suffered from Unacceptable Modification. Since the landscape has been evaluated as a landscape of highest sensitivity and distinctive scenic quality, the long term VQO that resulted is the Retention of the landscape, once its Rehabilitation and Improvement has been completed. In the context of the quarry s restoration, the development of a functional and supralocal recreation park is suggested, which will combine recreation with the environmental awareness and protection, the financial enhancement of the local community and at last the protection and designation of the cultural and industrial heritage of the area through the development of a Technology Park. As for the erosion control, it is suggested to form mild slope inclination (30-36 ο ) and directly apply hydroseeding. After covering the newly formed surfaces with topsoil of 20 or 40 cm deriving from areas with similar vegetation type and the application of sewage sludge, native species and species adapted to similar environmental conditions will be planted in order to serve the needs of the recreation park. The maintenance activities are recommended to last for two years at least. 137

141 VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Antonopoulos, V.Z. and G.C.L. Wyseure Modelling of water and nitrogen dynamics on an undisturbed soil and a restored soil after open-cast mining. Agricultural Water Management 37: Aronson, J., C. Floret, E. LeFloc h, C. Ovalle and R. Pontanier Restoration and rehabilitation of degraded ecosystems in arid and semi-arid lands. I. A view from the South. Restoration Ecology 1: Aronson, J., D. Vallauri, T. Jaffré and P.P. Lowry II Restoring dry tropical forests. In: S. Mansourian, D. Vallauri and N. Dudley (eds.) Forest restoration in landscapes: beyond planting trees. Springer, New York, pp Ashby, W.C Soil ripping and herbicides enhance tree and shrub restoration on strip mines. Restoration Ecology 5: Baig, M.N Natural revegetation of coal-mine spoils in the Rocky mountains of Alberta and its significance for species selection in land restoration. Mountain Research and Development 12: Barbera, G.G., F. Martinez-Fernandez, J. Alvarez-Rogel, J. Albaladejo and V. Castillo Short- and intermediate-term effects of site and plant preparation techniques on reforestation of a Mediterranean semiarid ecosystem with Pinus halepensis Mill. New Forests 29: Bishop, A.W The stability of tips and spoil heaps. Quarterly Journal of Engineering Geology and Hydrogeology 6: Bjugstad, A.J Establishment of trees and shrubs on lands disturbed by mining in the West. In Proceedings of the 1983 convention of the Society of American Foresters: New forests for a changing world October 1983, Portland, Oregon, Society of American Foresters, pp Bowen, C.K., G.E. Schuman, R.A. Olson and L.J. Ingram Influence of topsoil depth on plant and soil attributes of 24-year old reclaimed mined lands. Arid Land Research and Management 19: Bradshaw, A.D. and M.J. Chadwick The Restoration of Land: The ecology and reclamation of derelict and degraded land. University of California Press, Berkley. Brofas, G Hydroseeding and mulching efficiency in reclamation of mine soils Geotechnical Scientific Issues 8:

142 Brofas, G., P. Michopoulos and D. Alifragis Sewage sludge as an Amendment for Calcareous Bauxite Mine Spoils Reclamation. Journal of Environmental Quality 29: Brune, B., O. Domergue, L. Maure, P. Brahic, A. Galiana, R. Josa, P. De Lajudie, T. Attallah, H. Risk, S. El-Hajj and J.C. Cleyet-Marel Potential of nitrogenfixing symbiotic systems for revegetation strategies of degraded land sites in Mediterranean conditions. Cahiers Agricultures 16: Burke, A Recovery in naturally dynamic environments: A case study from the Sperrgebiet, southern African arid succulent Karoo. Environmental Management 40: Burley, J.B Post-mining land-use reclamation: An introduction from a planning and design perspective. In: J.B. Burley (ed.) Environmental Design for Reclaiming Surface Mines. New York: The Edwin Mellen Press, pp Caravaca, F., J.M. Barea, J. Palenzuela, D. Figueroa, F.F. Alguacil and A. Roldá Establishment of a shrub species in a degraded semiarid site after inoculation with native or allochthonous arbuscular mycorrhizal fungi. Applied Soil Ecology 22: Carey, S.K., S.L. Barbour and M.M. Hendry Evaporation from a waste-rock surface, Key Lake, Saskatchewan. Canadian Geotechnical Journal 42: Chiti, T., G. Certini, A. Puglisi, G. Sanesi, A. Capperucci and C. Forte Effects of associating a N-fixer species to monotypic oak plantations on the quantity and quality of organic matter in minesoils. Geoderma 138: Connell J.H. and R.O. Slatyer Mechanisms of succession in natural communities and their role in community stability and organization. American Naturalist 111: Cullen, W.R., C.P. Wheater and P.J. Dunleavy Establishment of species-rich vegetation on reclaimed limestone quarry faces in Derbyshire, UK. Biological Conservation 84: Cummings, J., N. Reid, I. Davies and C. Grant Adaptive restoration of sandmined areas for biological conservation. Journal of Applied Ecology 42: Dejeant-Pons, M The European landscape convention. Landscape Res. 31:

143 Diaz, G. and M. Honrubia A mycorrhizal survey of plants growing on mine wastes in southeast Spain. Arid Soil Research and Rehabilitation 8: Dimitrakopoulos, R. and S.M. Mackie Stochastic simulation for the quantification of mine spoil variability and rehabilitation decision making. In: D.A. Post (ed.) Proceedings of MODSIM 2003: Integrative Modelling of Biophysical, Social, and Economic Systems for Resource Management Solutions July 2003, Townsville, Queensland, Modelling and Simulation Society of Australia and New Zealand Inc. pp Donahue, R.L., R.W. Miller and J.C. Shickluna Soils: An introduction to soils and plant growth, 5th ed., Prentice-Hall, New Delhi. Duan, W. J., H. Ren, S.L. Fu, J. Wang, L. Yang and J.P. Zhang Natural recovery of different areas of a deserted quarry in South China. Journal of Environmental Sciences-China 20: Durkin, T.V., R.D. Townsend and M.D. Cepak South Dacota Gold Mining: regulations, compliance and environmental history. SME s Mining Engineering 50: Felix, E., D.R. Tilley, G. Felton and E. Flamino Biomass production of hybrid poplar (Populus sp.) grown on deep-trenched municipal biosolids. Ecological Engineering 33: Fierro, A., D.A. Angers and C.J. Beauchamp Restoration of ecosystem function in an abandoned sandpit: plant and soil responses to paper de-inking sludge. Journal of Applied Ecology 36: Fowler, P. and Q. Earle The Hong Kong Quarrying Industry : A Decade of Change. Institute of Quarrying, Hong Kong. Gardiner, D.T Revegetation status of reclaimed abandoned mined land in western North-Dakota. Arid Soil Research and Rehabilitation 7: Ghose, M.K Effect of opencast mining on soil fertility. Journal of Scientific & Industrial Research 63: Ghose, M.K Soil conservation for rehabilitation and revegetation of minedegraded land. TIDEE TERI Information Digest on Energy and Environment 4: Gould, A.B., J.W. Hendrix and R.S. Ferriss Relationship of mycorrhizal activity to time following reclamation of surface mine land in western Kentucky

144 Propagule and spore population densities. Canadian Journal of Botany-Revue Canadienne De Botanique 74: Gunn, J. and D. Bailey Limestone quarrying and quarry reclamation in Britain. Environmental Geology 21: Harrell, J.A. and P. Storemyr Ancient Egyptian quarries-an illustrated overview. Geological Survey of Norway Special Publication 12: Harris, J.P., P. Birch and K.C. Short Changes in the microbial community and physio-chemical characteristics of top soils stockpiled during opencast mining. Soil Use Management 5: Hatzistathis Α., P. Gkanatsas and I. Ispikoudis Surface mining impacts and the planning process for their restoration. In: G.C. Koukis, P. G. Marinos, G. C. Koukis, G. C. Tsiambaos and G. C. Stournaras (eds.) Proceedings of the International Symposium of the IAEG on Engineering Geology and Environment, organized by the Greek National Group of IAEG., June , Athens, Greece, pp Heinze, M., H.J. Fielder and H. Liebmann, Field experiments on the establishment of vegetation on potash spoil heaps in the southern Harz region. Hercynia 21: Hodačová, D. and K. Prach Spoil heaps from brown coal mining: Technical reclamation versus spontaneous revegetation. Restoration Ecology 11: Holmes, P.M Shrubland restoration following woody alien invasion and mining: Effects of topsoil depth, seed source, and fertilizer addition. Restoration Ecology 9: Huxtable, C.H.A., T.B. Koen and D. Waterhouse Establishment of native and exotic grasses on mine overburden and topsoil in the Hunter Valley, New South Wales. Rangeland Journal 27: Jeffrey, D.W., M. Mabury and D. Levinge Ecological approach to mining waste re-vegetation. In: M.J. Jones (ed.) Proceedings of Conference on Minerals and the Environment. London, Institute of Mining and Metallurgy, pp Jordan III W.R., M.E. Gilpin and J.D. Aber Restoration ecology: ecological restoration as a technique for basic research. In: Restoration ecology: a synthetic approach to ecological research. Cambridge University Press, Cambridge, pp Kaliampakos, D.C. and A.A. Mavrikos Introducing a new aspect in marble quarry rehabilitation in Greece. Environmental Geology 50:

145 Keeley S.C., J.E. Keeley, S.M. Hutchinson and A.W. Johnson Postfire succession of the herbaceous flora in southern California chaparral. Ecology. 62: Kenny, D.R. and J.M. Bremner Chemical index of soil nitrogen availability. Nature 211: Khater C. and A. Martin Application of restoration ecology principles to the practice of limestone quarry rehanilitation in Lebanon. Lebanese Science Journal 8: Lamb, D. and D. Gilmour Rehabilitation and Restoration of Degraded Forests. IUCN and WWF, Gland, Switzerland and Cambridge, UK. Laskaridis, K Greek marble through the ages: an overview of geology and the today stone sector, In: R. Prikryl (ed.) Proceedings of International Conference Dimension Stone: New perspectives for a traditional building material June 2004, Prague, Czech Republic, Taylor and Francis Group, pp Loch, R.J Effects of vegetation cover on runoff and erosion under simulated rain and overland flow on a rehabilitated site on the Meandu Mine, Tarong, Queensland. Australian Journal of Soil Research. 38: Lubke, R. A Ecosystem management and political correctness. Bulletin of the South African Institute of Ecologists and Environmental Scientists 12: Lunt, P.H. and J.N. Hedger Effects of organic enrichment of mine spoil on growth and nutrient uptake in oak seedlings inoculated with selected ectomycorrhizal fungi. Restoration Ecology 11: Martin, A., C. Khater, H. Mineau and S. Puech Rehabilitation ecology by revegetation: Approach and results from two Mediterranean countries. Korean Journal of Ecology 25: McIntosh, J.E. and R.I. Barnhisel Erodibility and sediment yield by natural rainfall from reconstructed mine soils. Soil Science 156: McNearny, R.L Revegetation of a mine tailings impoundment using municipal biosolids in a semi-arid environment. In Proceedings of the 1998 Conference on Hazardous Waste Research Bridging Gaps in Technology and Culture May 1998, Utah, USA, The Great Plains/Rocky Mountain HSRC, pp Mehrotra, V.S Arbuscular mycorrhizal associations of plants colonizing coal mine spoil in India. Journal of Agricultural Science 130:

146 Meliadis, I., P. Platis, K. Radoglou, K and Radoglou G Ecological principles in restoration of abandoned quarry in Milos Island. In: Z. Agioutanis (ed.) International Workshop New Frontiers in Reclamation: Facts and Procedures in Extracting Industry September 2001, Milos, Greece, Milos Conference Center - George Eliopoulos pp Mermiris, C., G. Kailidis, S. Peppas and J. Kosmas Reclamation methods improvement in bauxite mines, In: Z. Agioutanis (ed.) International Workshop, New Frontiers in Reclamation: Facts and Procedures in Extracting Industry September 2001, Milos, Greece, pp Messina, M.G. and J.E. Duncan Establishment of hardwood tree and shrub species on a Texas lignite mine using irrigation, mulch and shade. Landscape and Urban Planning 25: Morgan, R.P.C Soil Erosion and Conservation. 3rd ed., Blackwell Publishing, Oxford. Muzzi, E., F. Roffi, M. Sirotti and U. Bagnaresi Revegetation techniques on clay soil slopes in northern Italy. Land Degradation and Development 8: Novak, J. and K. Prach Vegetation succession in basalt quarries: Pattern on a landscape scale. Applied Vegetation Science 6: O'Dell, R.E. and V.P. Claassen Relative performance of native and exotic grass species in response to amendment of drastically disturbed serpentine substrates. Journal of Applied Ecology 43: Orland, B., Budthimedhee, K., Uusitalo, J., Considering virtual worlds as representations of landscape realities and as tools for landscape planning. Landscape and Urban Planning 54: Packer, P.E Rehabilitation potential and limitations on surface-mined lands in the northern Great Plains. Intermountain Forest and Range Experimental Station, Forest Service, U.S.D.A. Ogden. Reddell, P. and A.R. Milnes Mycorrhizas and other specialized nutrientacquisition strategies - their occurrence in woodland plants from Kakadu and their role in rehabilitation of waste rock dumps at a local uranium-mine. Australian Journal of Botany 40: Reid, N.B. and M.A. Naeth Establishment of a vegetation cover on tundra kimberlite mine tailings: 2. A field study. Restoration Ecology 13:

147 Redente, E.F., T. McLendon and W. Agnew Influence of topsoil depth on plant community dynamics of a seeded site in northwest Colorado. Arid Soil Research and Rehabilitation 11: Rowe, E.C., J.R. Healey, G. Edwards-Jones, J. Hills, M. Howells and D.L. Jones Fertilizer application during primary succession changes the structure of plant and herbivore communities. Biological Conservation 131: Schmid, W.A The emerging role of visual resource assessment and visualization in landscape planning in Switzerland. Landscape and Urban Planning 54: Schoenholtz, S.H., J.A. Burger and R.E. Kreh Fertilizer and organic amendment effects on mine soil properties and revegetation success. Soil Science Society of America Journal 56: Schuman, G.E. and S.E. Belden Long-term survival of direct seeded Wyoming big sagebrush seedlings on a reclaimed mine site. Arid Land Research and Management 16: Sharma, K.D., S. Kumar and L.P. Gough Rehabilitation of lands mined for limestone in the Indian desert. Land Degradation and Development 11: Sheoran, V., A.S. Sheoran and P. Poonia Soil Reclamation of Abandoned Mine Land by Revegetation: A Review. International Journal of Soil, Sediment and Water Vol. 3: Iss. 2, Article 13. Sieg, C.H., D.W. Uresk and R.M. Hansen Plant-soil relationships on bentonite mine spoils and sagebrush-grassland in the northern high-plains. Journal of Range Management 36: Simpson J.W Visions of Paradise: Glimpses of Our Landscape's Legacy. University of California Press. Berkeley. Singh, A.N., A.S. Raghubanshi and J.S. Singh, J. S Impact of native tree plantations on mine spoil in a dry tropical environment. Forest Ecology and Management 187: Singh, A.N. and J.S. Singh Experiments on ecological restoration of coal mine spoil using native trees in a dry tropical environment, India: A synthesis. New Forests 31: Sinha, R.K., D.K. Pandey and A.K. Sinha Mining and the environment: case study from Bijolia quarrying site in Rajasthan. The Environmentalist 20:

148 Smith, J.A., E.J. Depuit and G.E. Schuman Wood residue and fertilizer amendment on bentonite mine spoils: 2. Plant-species responses. Journal of Environmental Quality 15: Steves, R Rick Steves' Germany and Austria. Avalon Travel Publishing. Sort, X. and J.M. Alcaniz Effects of sewage sludge amendment on soil aggregation. Land Degradation and Development 10: Suding, K.N., K.L. Gross and G.R. Houseman Alternative states and positive feedbacks in restoration ecology. Trends in Ecology and Evolution 19: Tak, R. and A.V. Rao Microbiological productivity of mine spoils as influenced by the incorporation of organic amendments. Agrochimica 45: Thompson, R.L. and L.E. McKinney Vascular flora and plant habitats of an abandoned limestone quarry at Center Hill Dam, DeKalb County, Tennessee. Castanea 71: Thorne, M.E., B.A. Zamora and A.C. Kennedy Sewage sludge and mycorrhizal effects on secar bluebunch wheatgrass in mine spoil. Journal of Environmental Quality 27: Tordoff G.M., A.J.M. Baker and A.J. Willis Current approaches to the revegetation and reclamation of metalliferous mine wastes. Chemosphere 41: Vitousek, P.M., H.A. Mooney, J. Lubchenco and J.M. Melillo Human domination of the Earth s ecosystems. Science 277: Wali, M.K Ecological succession and the rehabilitation of disturbed terrestrial ecosystems. Plant and Soil 213: Whisenant, S Repairing damaged ecosystems. Cambridge University Press, New York. Wilden, R., W. Schaaf and R.F. Huttl Element budgets of two afforested mine sites after application of fertilizer and organic residues. Ecological Engineering 17: Wong, P.S Quarry Triathlon : human reclamation at Mt Butler, Master of Landscape Architecture, University of Hong Kong. Yuan, J.G., W. Fang, L. Fan, Y. Chen, D.Q. Wang and Z.Y. Yang Soil formation and vegetation establishment on the cliff face of abandoned quarries in the early stages of natural colonization. Restoration Ecology 14:

149 Zagas, T., T. Tsitsoni, P. Ganatsas, M. Tsakaldimi, T. Skotidakis and D. Zagas Land Reclamation and Ecological Restoration in a Marine Area. International Journal of Environmental Research 4: Αθανασιάδης, Ν.Η Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη. Αθανασιάδης, Ν.Η Δασική Βοτανική (δέντρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος) Μέρος ΙΙ. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη. Άλκιμος, Α. 1988, Οι Ορχιδέες της Ελλάδας. Εκδόσεις Ψύχαλου. Αθήνα. Βαβίζος, Γ. και Α. Μερτζάνης Περιβάλλον Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. 2η Έκδοση. Εκδόσεις Παπασωτηρίου. Αθήνα. Βαλιάνζα, Ε., Δ. Αλιφραγκής, Θ. Λέκκας, Α. Τρούμπης Αποκατάσταση και Σταθεροποίηση Διαταραγμένων Εδαφών σε Πρανή Δημοσίων Έργων με Σπορές. Πρακτικά 5ου Πανελληνίου Συνεδρίου Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής. ΤΕΕ, Ξάνθη 31 Μαΐου - 2 Ιουνίου Γεωργιάδης, Θ Οικολογία βλάστησης. Πανεπιστήμιο Πατρών. ΕΛΣΤΑΤ Κατανομή της εκτάσεως της Ελλάδος κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως. Ζαχαροπούλου, Γ Τεχνολογικό Πάρκο-Οικομουσείο Βιομηχανικής Κληρονομιάς παραγωγής ασβέστου στο Ασβεστοχώρι. Τεχνογράφημα 321: Ζαχαροπούλου, Γ., Προστασία της Ιστορικής Περιοχής Ασβεστοχωρίου. Τεχνογράφημα 356: 19. Ισπικούδης, Ι Αποκατάσταση και αξιοποίηση διαταραγμένων μεταλλευτικών χώρων. Επιστ. Επετηρίδα Γ/Δασολογικής Σχολής. Τόμος 24, σελ Ισπικούδης, Ι Αποκατάσταση λατομικών χώρων. Πρακτικά Ημερίδας: Ελληνικό Μάρμαρο. Θεσσαλονίκη. Τμήμα Γεωλογίας Α.Π.Θ και Ο.Α.Ε.Δ. Σελ Ισπικούδης, Ι Προστασία και διαμόρφωση λιβαδικού τοπίου. Σημειώσεις στο εργαστήριο της Λιβαδικής Οικολογίας, Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος. ΑΠΘ. Ισπικούδης, Ι. και Ζ. Κούκουρα Ο πολλαπλός ρόλος των θάμνων στα μεσογειακά οικοσυστήματα και τοπία στο παρόν και στο μέλλον. Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου: Έρευνα και Πράξη στα Ελληνικά Δάση. Καλαμάτα 4-6 Μαρτίου 1992, σελ Ισπικούδης, Ι., Δ. Χουβαρδάς και Π. Κουράκλη Οπτική ανάλυση και αξιολόγηση του τοπίου της περιοχής του Βενέτικου ποταμού. 11ο Πανελλήνιο 146

150 Δασολογικό Συνέδριο: Δασική Πολιτική-Πρεμνοφυή Δάση-Προστασία Φυσικού Περιβάλλοντος. Αρχαία Ολυμπία, 30 Σεπτεμβρίου-2 Οκτωβρίου 2003, σελ Καραγιάννη, Π Μελέτη της χλωρίδας και βλάστησης και οικολογική διερεύνηση περιβαλλοντικών παραμέτρων στα πλαίσια προγράμματος πιλοτικού επαναπλημμυρισμού. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών. Καρατζάς, Γ. και Α. Καρατζά Ορχιδέες, αγριολούλουδα της Λέσβου. Εκδόσεις Εντελέχεια. Μυτιλήνη. Κούκουρα, Ζ. και Ι. Ισπικούδης Χρησιμοποίηση ειδών της οικογένειας των ψυχανθών (Papilionaceae, Fabaceae) σε εργασίες αποκατάστασης λατομείων. Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου: Αξιοποίηση Δασικών Πόρων. Καρδίτσα Οκτωβρίου 1995, Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, σελ Λουλούδης, Γ Υδρογεωλογικές Συνθήκες Νοτίου Λιγνιτοφόρου Πεδίου Πτολεμαίδας. Προβλήματα Υπόγειων Νερών και Αντιμετώπισή τους κατά την Εκμετάλλευση. Διδακτορική Διατριβή, Ε.Μ.Π. Αθήνα. Μαυρομάτης, Γ. 1980α. Το Βιοκλίμα της Ελλάδας. Σχέσεις κλίματος και φυσικής βλαστήσεως. Βιοκλιματικοί χάρτες. Δασική έρευνα 1: Μαυροµάτης, Γ. 1980β. Φυτογεωγραφική, Φυτοκοινωνιολογική και Βιοκλιµατική σηµασία του χώρου εξάπλωσης του πουρναριού (Quercus coccifera L.) στην Ελλάδα. Το Δάσος 90: Μερτζάνης, Α., Α. Σκοτίδα, Γ. Ευθυμίου και Γ. Ζακυνθινός Διαχρονική εξέλιξη της κατάστασης περιβάλλοντος (Γεωλογία γεωμορφές) και των χρήσεων γης, σε αργούντα λατομεία του Πεντελικού Όρους (Αττική). Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας: Εφαρμοσμένη Γεωφυσική. Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας (εκδότης), Θεσσαλονίκη Απριλίου 2004, pp Μουλόπουλος, Χ Μαθήµατα Δασοκοµικής. Πρώτο Μέρος. Θεσσαλονίκη. Μουντράκης, Δ Γεωλογία και Γεωτεκτονική Εξέλιξη της Ελλάδας. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ Μπλιώνης Γ Τα ρέματα της Θεσσαλονίκης. Συνδέσμου Ο.Τ.Α. Μείζονος Θεσσαλονίκης. Μπρόφας, Γ Έρευνα για την αποκατάσταση του τοπίου στον λατομικό χώρο Πεντέλης. Δασική Έρευνα, σελ

151 Μπρόφας, Γ Προστασία του Περιβάλλοντος στη Μεταλλευτική, στη Μεταλλουργία και στην Τεχνολογία Υλικών. Τµήµα Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών. Ε.Μ.Π. Αθήνα Μπρόφας, Γ Επίδραση του βάθους εδάφους στην επιβίωση και ανάπτυξη της Χαλεπίου Πεύκης σε βαθμίδες λατομείου στην περιοχή ράκειας Ν. Μαγνησίας. Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Εδαφολογικού Συνεδρίου. Αγρίνιο Μαϊου 1998, σελ Μπρόφας, Γ., Γ. Ανδρέου, Κ. Βαρελίδης, Γ. Μάντακας Η επίδραση του συνθετικού πολυμερούς Stockosorb στην επιβίωση της ελάτης και μαύρης πεύκης σε φυτεύσεις αποθέσεων στείρων ασβεστολιθικών υλικών από εκμεταλλεύσεις βωξίτη. 3ο Συνέδριο Ορυκτού πλούτου, ΤΕΕ, Αθήνα Νοεμβρίου 2000, σελ Νταγκουνάκη, Κ., Α. Κασώλη-Φουρναράκη, Α. Τσιραµπίδης και Κ. Σικαλίδης Ανθρακικοί σχηματισμοί της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης και δυνατότητα αξιοποίησής τους στην υαλουργία, στην απομάκρυνση όξινων αερίων και στη μεταλλουργία. Πρακτικά 10 ου Διεθνούς Συνεδρίου της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, Θεσσαλονίκη Απρίλιος 2004, σελ Ντάφης, Σ Ταξινόµηση της δασικής βλαστήσεως της Ελλάδος. Επιστηµονική Επετηρίδα της Γεωπονικής και ασολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 15: Ντάφης, Σ Δασική οικολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη. Ντάφης, Σ Τα δάση της Ελλάδας. Εκδόσεις Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Αθήνα. Παζαράς, Β Περιβαλλοντική αποκατάσταση χώρου μεταλλείου λευκόλιθου στην περιοχή Τρούπιου Ευβοίας και αναβάθμιση της περιοχής με την αξιοποίηση της λίμνης που υπάρχει στο χώρο του. Μεταπτυχιακή διατριβή. Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Παπαγιανόπουλος, Α Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Εκδόσεις Ρέκκος, Θεσσαλονίκη. Παπαμίχος, Ν Δασικά εδάφη. Έκδοση Β. Υπηρεσία δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη. Παπαναστάσης, Β. και Π. Πλατής Βοσκόμενες δασικές εκτάσεις Νομού Ξάνθης. Πρόγραμμα Απογραφής Βοσκότοπων Βόρειας Ελλάδας. ΙΔΕΘ. Δελτίο Νο

152 Παπανικολάου, Ι Οικολογία, διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Μεταπτυχιακή διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών. Ραδόγλου, Κ Επίδραση του σταθμού στην επιτυχία των αναδασώσεων και στην οικοφυσιολογικη κατάσταση των δέντρων του Κέδρηνου Λόφου. Διδακτορική Διατριβή. Α.Π.Θ, Θεσσαλονίκη. Σιδηροπούλου, Α., Σ. Μπέρδος και Ι. Ισπικούδης Αισθητική και περιβαλλοντική προσαρμογή δρόμων στα ψευδαλπικά λιβάδια. Πρακτικά 3 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου: Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών. Καρπενήσι 4-6 Σεπτεμβρίου, σελ Σωσσίδου, E.N. και Σ. Μπελιμπασάκη Συμβολή της εκτατικής μορφής αιγοπροβατοτροφίας στην ανάπτυξη κοινωνικών και οικονομικών δομών των ορεινών μειονεκτικών περιοχών της Μεσογείου. Πρακτικά 7 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου: Λιβαδοπονία και ποιότητα ζωής. Ξάνθη Οκτωβρίου, σελ ΤΔ-Δ140.0, Πρότυπα τεύχη για περιφερειακά έργα. Τεύχη δημοπράτησης. Γενική τεχνική συγγραφή υποχρεώσεων Εργασίες διαμόρφωσης τοπίου. Επενδύσεις πρανών και πλήρωση νησίδων με φυτική γη. Υπουργείο οικονομίας και οικονομικών. Γενική Γραμματεία επενδύσεων και Ανάπτυξης. Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τζεφέρης, Π Η εξορυκτική/μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Στατιστικά δεδομένα Ορυκτός πλούτος/mineral Wealth. 153: Τριανταφύλλου, Γ. και Ε. Μανούτσογλου Η συμβολή της ασβέστου στην αντιμέτωπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων. Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας. Θεσσαλονίκη Απρίλιος 2004, σελ Τσιουβάρας, Κ Αποκατάσταση διαταραγμένων εκτάσεων. Πρακτικά ημερίδας: Ενεργειακή Αξιοποίηση και Θερμική Επεξεργασία Στερεών και Υγρών Αποβλήτων. Θεσσαλονίκη 15 Δεκεμβρίου, σελ Τσότσος Σ Εδαφομηχανική : Θεωρία Μέθοδοι Εφαρμογές: Εκδόσεις Φ. Βερβερίδης και Π. Πολυχρονίδης Α.Ε. Θεσσαλονίκη. ΦΕΚ 111/Α/ (Σύνταγμα της Ελλάδας) ΦΕΚ 148/Α/ (Ν.1561/85 «Ρυθμιστικό Σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης και άλλες διατάξεις»). ΦΕΚ 15/Α/ (Ν.2115/93 Τροποποίηση, αντικατάσταση και συµπλήρωση διατάξεων του Ν.1428/1984). 149

153 ΦΕΚ 289/Α/1979 (Ν.998/79 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας»). ΦΕΚ 43/Α/ (Ν.1428/1984 «Εκµετάλλευση λατοµείων αδρανών υλικών και άλλες διατάξεις»). ΦΕΚ 931/Β/ (Υπουργική Απόφαση 11-5η/Φ/17402/1984 «Κανονισµός Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών»). Χατζηστάθης, Α. και Ι. Ισπικουδης Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική τοπίου. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη. Χατζηστάδης, Α. και Σ. Ντάφη Αναδασώσεις, δασικά φυτώρια. Εκδόσεις Γιαχούδη. Θεσσαλονίκη. Χιονίδου, Ε Μελέτη και αξιολόγηση των μεθόδων αποκατάστασης του τοπίου και της βλάστησης διαταραγμένων περιοχών από μεταλλευτικές δραστηριότητες. Η περίπτωση του λιγνιτικού κέντρου Πτολεμαΐδας - Αμύνταιου, Μεταπτυχιακή Διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών. Χοχλιούρο, Στ Χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα του Όρους Βέρμιου-Οικολογική Προσέγγιση. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών. Ιστοσελίδες: IUCN International Union for the Conservation of Nature. NCDENR.. Erosion and Sediment control: Planning and Design Manual. SER The SER International Primer on Ecological Restoration. Todd, J.W. and D.W. Struhsacker Environmentally Responsible Mining: Results and Thoughts Regarding a Survey of North American Metallic Mineral Mines. WBCSD Quarry Rehabilitation: a CEMEX experience. An experimental project on ecological rehabilitation in Mediterranean conditions. SearchContextKey=true Wikipedia. Mining. Βικιπαίδεια. Αρχαία Ρώμη 150

154 %B1_%CE%A1%CF%8E%CE%BC%CE%B7 Βικιπαίδεια. Μεταλλευτική. E%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. Σταθμοί Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, Προδιαγραφές Πρασίνου. Καββαδάς, Μ Στοιχεία Περιβαλλοντικής Γεωτεχνικής, Παράρτημα Α «Στοιχεία εδαφολογίας» Ε.Μ.Π. Σακελλαρίου, Μ.Γ Σχεδιασμός-Μελέτη-Λειτουργία Οδικών Έργων. Ε.Μ.Π. Αθήνα. Σφενδόνης, Ν Μακεδονικό ημερολόγιο. ΥΠΕΚΑ. Ορυκτοί φυσικοί πόροι. Χατζηστάθης, Α., Θ. Χατζηστάθης και Α. Γεωργίου Η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στα μεταλλεία «Ελληνικοί Λευκόλιθοι» στη Γερακινή Χαλκιδικής. Εδαφική Διάθεση των Υγρών Αποβλήτων. Σχολή Γεωλογίας ΑΠΘ. Τεχνική Συμπεριφορά Πετρωμάτων, Σημειώσεις Μαθήματος Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πηγές εικόνων: ΙΓΜΕ Γεωλογικό Φύλλο Θέρμης. Κλίµακα 1:

155 A8A E72001B} 152

156 VIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΤΕΣ ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ 153

157 Χάρτης 1. Γεωγραφική θέση του Ασβεστοχωρίου.

158 Χάρτης 2. Δορυφορική εικόνα του λατομείου. Διακρίνονται η πλατεία του λατομείου, τα μέτωπά του και οι κτιριακές εγκαταστάσεις αυτού (Google Earth plus, ημερομηνία λήψης: 2011).

159 Χάρτης 3. Η έκταση που καταλαμβάνουν τα μέτωπα και οι πλατείες του λατομείου (μπλε διαγράμμιση), καθώς και οι κτιριακές εγκαταστάσεις (κόκκινη διαγράμμιση).

160 Χάρτης 4. Τα τρία μέτωπα του λατομείου, οι πλατείες και οι βαθμίδες τους με το αντίστοιχο φωτογραφικό υλικό.

161 Χάρτης 5. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις του λατομείου με το αντίστοιχο φωτογραφικό υλικό.

162 Χάρτης 6. Υψομετρικές ζώνες και ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής του λατομείου που προέκυψαν με τη μέθοδο ΤΙΝ.

163 Χάρτης 7. Χάρτης κλίσεων στον χώρο του λατομείου, οι οποίες κατά ένα μεγάλο ποσοστό στα πρανή των μετώπων έχουν κλίση που κυμαίνεται από % (45-60 ο ), ενώ κατά θέσεις οι κλίσεις ξεπερνούν το 170% και στα ακόμα πιο απότομα πρανή ξεπερνούν τα 280% (70 ο ).

164 Χάρτης 8. Χάρτης έκθεσης, όπου διακρίνεται η Ν-ΝΔ έκθεση των πρανών στο χώρο του λατομείου.

165 Χάρτης 9. Ζώνες επιρροής του λατομείου.

166 Χάρτης 10. Χάρτης κλίσεων που δημιουργήθηκε για τον προσδιορισμό της ΟΑΙ του τοπίου στον χώρο του λατομείου.

167 Χάρτης 11. Ζώνες Απόστασης ορατού Τοπίου (ΖΑΤ). Με έντονα χρώματα διακρίνονται οι θέσεις απ όπου είναι ορατό το λατομείο.

168 Χάρτης 12. Χάρτης οπτικής ανάλυσης όπου διακρίνονται οι περιοχές που θα είναι ορατές από την θέση θέας που έχει επιλεγεί στα πλαίσια δημιουργίας ενός πάρκου αναψυχής.

169 Χάρτης 13. Εναλλακτικό πλάνο Α της χωροταξίας των δραστηριοτήτων εντός του χώρου του λατομείου.

170 Χάρτης 14. Τελικό πλάνο της χωροταξίας των δραστηριοτήτων εντός του χώρου του λατομείου.

171 Χάρτης 15. Φυτευτικό σχέδιο που αφορά την έκταση της τεχνητής λίμνης και του χώρου χαλάρωσης.

172 ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ 1. Η τωρινή θέα του λατομείου από τον επαρχιακό δρόμο Επταπυργίου Φιλιππείου. 2. Η θέα του λατομείου αφού ολοκληρωθούν οι προτεινόμενες εργασίες αποκατάστασης.

173 3. Άποψη των βαθμίδων στην σημερινή τους κατάσταση. 4. Άποψη των βαθμίδων όταν θα έχει αναπτυχθεί η βλάστηση.

174 5. Άποψη της κεντρικής πλατείας του λατομείου, όπου έχει προταθεί η δημιουργία τεχνητής λίμνης. 6. Άποψη της τεχνητής λίμνης και του υπόλοιπου χώρου του λατομείου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης.

175 7. Μια πιο κοντινή άποψη της λίμνης. 8. Μια πιο κοντινή άποψη της νησίδας και του αναψυκτηρίου.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Θ. Δ. Ζάγκα Καθηγητή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Τομέας Δασικής Παραγωγής-Προστασίας Δασών-

Διαβάστε περισσότερα

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής Εργαστήριο Δασικής Εδαφολογίας ΑΠΘ Αύξηση του ρυθμού δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ είναι οι παραγωγικές δυνάμεις ή το αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων που υπάρχουν και δρουν στο φυσικό περιβάλλον και που για τον σημερινό άνθρωπο μπορούν,

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Δασική Εδαφολογία Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Μέρος 1 ο ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Η μεταφορά του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της γης, η κίνησή του σ αυτή και η επιστροφή

Διαβάστε περισσότερα

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ *Φέρουσα χωρητικότητα Ο μέγιστος αριθμός ατόμων ενός είδους που μπορεί να υποστηρίζεται από ένα δεδομένο οικοσύστημα. Ο προσδιορισμός της για τον άνθρωπο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων) Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Έννοια του όρου αποκατάσταση Ο προσδιορισμός μιας έννοιας, το περιεχόμενο της και η δυναμική που

Διαβάστε περισσότερα

ΠΠΣΠΑ ΜΑΘΗΜΑ:Γεωλογία & ΔΦΠ ΤΑΞΗ : Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : 9/12/2013 Σχολικό έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ...

ΠΠΣΠΑ ΜΑΘΗΜΑ:Γεωλογία & ΔΦΠ ΤΑΞΗ : Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : 9/12/2013 Σχολικό έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ... ΠΠΣΠΑ ΜΑΘΗΜΑ:Γεωλογία & ΔΦΠ ΤΑΞΗ : Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : 9/12/2013 Σχολικό έτος 2013-2014 Η εργασία συντάχθηκε από τις μαθήτριες Στεφανάκου Θεανώ και Μίτλεττον Μυρτώ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ...σελιδα

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτέα ύλη μέχρι

Διδακτέα ύλη μέχρι 7Ο ΓΕΛ Πειραιά Α Λυκείου Σχολικό έτος 2017-18 ΓΕΩΛΟΓΙΑ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ (μάθημα επιλογής) Διδακτέα ύλη μέχρι 18-12-2017 Α ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Η διδακτέα ύλη για το μάθημα επιλογής «ΓΕΩΛΟΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από

Διαβάστε περισσότερα

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών Το Φαινόμενο του θερμοκηπίου Η τρύπα του όζοντος Η μόλυνση της ατμόσφαιρας Η μόλυνση του νερού Η μόλυνση του εδάφους Όξινη βροχή Ρύπανση του περιβάλλοντος Ραδιενεργός ρύπανση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ περιβαλλοντική διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων ΕΚΔΟΣΗ 1.0. Σόλωνος 108,Τηλ Φαξ 210.

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ περιβαλλοντική διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων ΕΚΔΟΣΗ 1.0. Σόλωνος 108,Τηλ Φαξ 210. ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ περιβαλλοντική διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων ΕΚΔΟΣΗ 1.0 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Το πρόγραμμα αυτό απευθύνεται στους

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ. 1 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ. το βενζοπυρένιο 2. Τα οξείδια του αζώτου: α. αντιδρούν με το οξυγόνο

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Απελευθέρωση ουσιών αποσύνθεση Απορρόφηση

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων Αλμπάνη Βάλια Καραμήτρου Ασημίνα Π.Π.Σ.Π.Α. Υπεύθυνος Καθηγητής: Δημήτριος Μανωλάς Αθήνα 2013 1 Πίνακας περιεχομένων ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ...2 Εξαντλούμενοι φυσικοί

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:

Διαβάστε περισσότερα

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του Έδαφος Οι ιδιότητες και η σημασία του ΕΔΑΦΟΣ : Είναι το χαλαρό επιφανειακό στρώμα του στερεού φλοιού της γης. ΕΔΑΦΟΓΕΝΕΣΗ: Το έδαφος σχηματίζεται από την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων με την επίδραση

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών 30-12-2014 EVA PAPASTERGIADOU Ανακύκλωση των Θρεπτικών είναι η χρησιμοποίηση, ο μετασχηματισμός, η διακίνηση & η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής. Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ

Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής. Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ Τα paleosols θεωρούνται και ως λείψανα εδαφών των οποίων η μελέτη αποτελεί ένα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ Κ Kάνιγγος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΟΛΛΙΝΤΖΑ 10, (5ος όροφ. Τηλ: 210-3300296-7. www.kollintzas.gr OΙΚΟΛΟΓΙΑ 1. Όσο το ποσό της ενέργειας: α) μειώνεται προς τα ανώτερα

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 9 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 9 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 03/12/10 Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 9 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Εαρινό 2010 2011 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ 1 Ηαποκατάσταση υγροτόπων δεν έχει ένα γενικά αποδεκτό ορισμό: Με την ευρύτερη ερη

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογή ΜΠΕ 2. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή

Εφαρμογή ΜΠΕ 2. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή Εφαρμογή ΜΠΕ 2 Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων ΧΥΤΑ είναι ο συνδυασμός ενός χώρου ειδικά επιλεγμένου, διαμορφωμένου και εξοπλισμένου και ενός τρόπου λειτουργίας, διαχείρισης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ Πένη Ιωαννίδου - Αλαμάνου Δρ. Μηχανολόγος Μηχανικός Ε.Μ.Π. Δ/ντρια Διεύθυνσης Περιβάλλοντος Ν.Α. Εύβοιας 6 Συνέδριο Νησιωτικών ΤΕΕ - ΧΑΛΚΙΔΑ, 5-7 ΙΟ ΥΝ ΙΟ Υ2008

Διαβάστε περισσότερα

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ο χώρος µπορεί να διακριθεί σε 2 κατηγορίες το δοµηµένοαστικόχώρο και το µη αστικό, µη δοµηµένο ύπαιθρο αγροτικό ή δασικό χώρο. Αστικός χώρος = ήλιος, αέρας, το νερό, η πανίδα, η χλωρίδα,

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ενός στοιχείου είναι, η επαναλαμβανόμενη κυκλική πορεία του στοιχείου στο οικοσύστημα. Οι βιογεωχημικοί κύκλοι, πραγματοποιούνται με την βοήθεια, βιολογικών, γεωλογικών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗΟ Θ Ω ΔΙΑΒΡΩΣΗ Έφη Λαμπροπούλου, Γεωλόγος 7 ου Γυμνασίου Περιστερίου ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Αποσάθρωση καλείται το φαινόµενο κατά το οποίο τα προϊόντα της φθοράς

Διαβάστε περισσότερα

Σ. ΧΑΤΗΡΑΣ & ΣΙΑ Ε.Ε.

Σ. ΧΑΤΗΡΑΣ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟ ΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ του άρθρου 16 της ΚΥΑ 69269/5387/90 (ΦΕΚ 678 Β') ΕΚΤΑΣΗ:: ΠΕΡΙΙΟΧΗ:: ΘΕΣΗ:: ΝΟΜΟΣ:: 96..674 τ..µ...... ΚΕΧΡΟΚΑΜΠΟΥ Τύµπανο Καβάλαςς ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αθροιστικές επιπτώσεις

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας την τελευταία πεντηκονταετία είχε και έχει σαν επακόλουθο εκτεταµένες οικολογικές καταστροφές που προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ 2013-2014 ΤΑΞΗ:B ΤΜΗΜΑ: Β1 ΡΥΠΑΝΣΗ- ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Η καθαριότητα και η λειτουργικότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ - ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) "ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ" 2η ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ ΗΓΕΩΡΓΙΚΗΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΑ Α 2 H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΛΑΤΟΜΙΚΟΥ Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΛΑΤΟΜΙΚΟΥ Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Η ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΛΑΤΟΜΙΚΟΥ Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ *Η Εργασία αυτή βασίστηκε σε αντίστοιχο πλαίσιο που εφαρμόζεται από τον Όμιλο LAFARGE με τις κατάλληλες προσαρμογές και αναφορές στην

Διαβάστε περισσότερα

Συμπίεση Αστικών Εδαφών Αιτίες-Επιπτώσεις-Έλεγχος

Συμπίεση Αστικών Εδαφών Αιτίες-Επιπτώσεις-Έλεγχος Συμπίεση Αστικών Εδαφών Αιτίες-Επιπτώσεις-Έλεγχος ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΤΖΙΡΗΣ Δρ. Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος Προϊστάμενος Τμήματος Συντήρησης Κήπων Δήμου Θεσσαλονίκης Το έδαφος είναι το δημιούργημα της ζωής και

Διαβάστε περισσότερα

Όνομα φοιτήτριας: Παπαστρατή Σοφία Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ. Χειμερινό Εξάμηνο, Ακαδημαϊκό έτος

Όνομα φοιτήτριας: Παπαστρατή Σοφία Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ. Χειμερινό Εξάμηνο, Ακαδημαϊκό έτος ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Β : ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Βιώσιμη πόλη. Η συνύπαρξη βαριάς βιομηχανίας-

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Καθ. Γεράσιμος ΑΡΑΠΗΣ Εργαστήριο Οικολογίας & Προστασίας Περιβάλλοντος mani@aua.gr Βιώσιμη Ανάπτυξη, Φέρουσα Ικανότητα

Διαβάστε περισσότερα

2.4 Ρύπανση του νερού

2.4 Ρύπανση του νερού 1 Η θεωρία του μαθήματος με ερωτήσεις 2.4 Ρύπανση του νερού 4-1. Ποια ονομάζονται λύματα; Έτσι ονομάζονται τα υγρά απόβλητα από τις κατοικίες, τις βιομηχανίες, τις βιοτεχνίες και τους αγρούς. 4-2. Ποιοι

Διαβάστε περισσότερα

ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ «ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ. «Εξορυκτική ή βιομηχανία και βώ βιώσιμη ανάπτυξη»

ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ «ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ. «Εξορυκτική ή βιομηχανία και βώ βιώσιμη ανάπτυξη» ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ «ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ» ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ «Εξορυκτική ή βιομηχανία και βώ βιώσιμη ανάπτυξη» Η σημασία του εξορυκτικού κλάδου για την ελληνική οικονομία Ο

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι άμεση ρύπανση?

Τι είναι άμεση ρύπανση? ΡΥΠΑΝΣΗ ΝΕΡΟΥ Τι είναι ρύπανση; Ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί η δυσμενής μεταβολή των φυσικοχημικών ή βιολογικών συνθηκών ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος ή/και η βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη βλάβη στην

Διαβάστε περισσότερα

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Δολαπτσόγλου Χριστίνα ΤΕΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΤΩΝ ΔΡΑΜΑ 2019 Chr. Dolaptsoglou Οργανική ουσία είναι όλα τα οργανικά υπολείμματα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ !Unexpected End of Formula l ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΞΙΝΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Παραδεισανός Αδάμ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία αυτή εκπονήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2003 2004 στο μάθημα «Το πείραμα στη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης 2018/0216(COD) 03.12.2018 ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 410-446 Σχέδιο γνωμοδότησης (PE629.641v01-00) Θέσπιση κανόνων για τη στήριξη των στρατηγικών σχεδίων

Διαβάστε περισσότερα

Αλλάζει τη. ζωή μας. www.epperaa.gr. www.ypeka.gr. Προστατεύει από τα Απόβλητα

Αλλάζει τη. ζωή μας. www.epperaa.gr. www.ypeka.gr. Προστατεύει από τα Απόβλητα Προστατεύει από τα Απόβλητα Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 Το ΕΠΠΕΡΑΑ ενισχύει την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αποβλήτων βελτιώνει την Ποιότητα

Διαβάστε περισσότερα

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα» «Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα» του Δημήτρη Κοσμά, icsd07055@icsd.aegean.gr d και της Γεωργίας Πολυζώη, icsd07105@icsd.aegean.gr 1 Δείκτης: Επιφανειακή Θερμοκρασία Ως μέση επιφανειακή θερμοκρασία,

Διαβάστε περισσότερα

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει το περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 αξιοποιεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας Με την αξιοποίηση των ΑΠΕ αναδεικνύεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A. 1 Εισαγωγή Η εισήγηση αυτή αποσκοπεί: Στον εντοπισμό της αξιοπιστίας των νομοθετημένων τεχνικών

Διαβάστε περισσότερα

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή ΜΕΛΙΔΟΝΙ 12/11/18 Δρ Αλέξανδρος Ε. Στεφανάκης Κτηνίατρος Προεδρος ΓΕΩΤΕΕ- ΠΚ Φυσικό Περιβάλλον Ορίζεται το σύνολο των βιοτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΛΕΝΗ ΜΑΙΣΤΡΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016 1ο ερώτημα Γιατί και με ποιους όρους η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ενός

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη Δημήτρης Μπότσης 1 Περιβάλλον Το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας. Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης

ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας. Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης Η εκμετάλλευση του λιγνίτη Ο λιγνίτης αποτελεί την κατεξοχήν ενεργειακή πρώτη ύλη της Ελλάδας και τη βάση των αναπτυξιακών

Διαβάστε περισσότερα

http://www.eu-water.eu

http://www.eu-water.eu 5ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu "Οικονομικά κίνητρα για την υιοθέτηση πρακτικών εξοικονόμησης νερού και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η στην έκθεσή της με θέμα περιγράφει πώς με την πρόοδο της ανάπτυξης, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για: Κοινωνικο κεντρικούς λόγους (ικανοποίηση ανθρώπινων προσδοκιών και φιλοδοξιών).

Διαβάστε περισσότερα

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων Ενότητα 5: Πηγές και Τύποι Ρύπανσης Αναπληρωτής Καθηγητής Νικόλαος Θεοδοσίου ΑΠΘ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Κεφάλαιο 5 ο : Οικοσυστήµατα ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Η µελέτη των αλληλεπιδράσεων µεταξύ των µορφών ζωής και του περιβάλλοντός τους είναι η επιστήµη της οικολογίας. Το οικολογικό σύστηµα των οργανισµών και

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα ΜΠΕ. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή

Περιεχόμενα ΜΠΕ. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή Περιεχόμενα ΜΠΕ Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΑΛΕΞΗΣ Γενικά στοιχεία σχετικά με τα περιεχόμενα κάθε Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) ανεξάρτητα από το είδος του έργου ή της δραστηριότητας

Διαβάστε περισσότερα

«ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ-ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ»

«ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ-ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» http://www.buildnet.gr Σ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ Msc, Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργών Επιθεωρήτρια Περιβάλλοντος, Τμηματάρχης Γ Τμήματος της ΕΥΕΠ 27 και 28 Νοεμβρίου 2012, Αθήνα «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ-ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση. «ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, ΓΕΩΤΕΕ, 4.02.14 Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση. Π. Βύρλας Γενικότητες Με τον όρο ενεργειακή καλλιέργεια εννοούμε καλλιέργειες που η παραγωγή τους χρησιμοποιείται

Διαβάστε περισσότερα

4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ. Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων

4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ. Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων 4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων 4.1 Ορισμός του εδάφους Χερσαία ζωή Οικονομία (;) Διάφοροι ορισμοί Μεταλλειολόγοι, Πολιτικοί Μηχανικοί, Γεωπόνοι κτλ. ΔΦΠ: αλληλεπίδραση με περιβάλλον& άλλους

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΕ - ΤΜΗΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΤΕΕ - ΤΜΗΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Αποκατάσταση εδαφών Ορυχείων ΔΕΗ Α.Ε. στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας. - Υποχρεώσεις της Επιχείρησης, προβληματισμοί που προκύπτουν από τη Μ.Π.Ε. του Έργου. - Διεθνείς πρακτικές ΤΕΕ - ΤΜΗΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ 2013-14

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ 2013-14 ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ Μπορεί να λειτουργήσει ένα οικοσύστημα α) με παραγωγούς και καταναλωτές; β) με παραγωγούς και αποικοδομητές; γ)με καταναλωτές και αποικοδομητές; Η διατήρηση των οικοσυστημάτων προϋποθέτει

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

Άρθρο 4 Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης τα Παραρτήματα Ι έως και ΧΙΙ που ακολουθούν.

Άρθρο 4 Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης τα Παραρτήματα Ι έως και ΧΙΙ που ακολουθούν. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 1 Άρθρο 1 Αποσκοπεί στην εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 4014/2011 (Α 209) για την κατάταξη σε κατηγορίες, ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Τα ανωτέρω έργα και δραστηριότητες

Διαβάστε περισσότερα

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Μεγάλη ποικιλία εδαφών Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου Οδήγησε ταξινόμηση εδαφών Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες Ταξινόμηση πληροφορίες Ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Ορυκτός πλούτος παρούσα κατάσταση και προοπτικές ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Ορυκτός πλούτος παρούσα κατάσταση και προοπτικές ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ορυκτός πλούτος παρούσα κατάσταση και προοπτικές ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ Η σημασία του εξορυκτικού κλάδου για την ελληνική οικονομία Ο ελληνικός ορυκτός πλούτος αποτελείται από

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ Τι είναι ρύπανση: Ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί η δυσμενής μεταβολή των φυσικοχημικών ή βιολογικών συνθηκών ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος ή/και η βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη βλάβη στην ευζωία, την ποιότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ Χειμερινό εξάμηνο 2009 2010 Κ. Ποϊραζίδης Διαμόρφωση προτύπων ΕΙΣΗΓΗΣΗ 3 Γιατί μελετάμε το πρότυπο τοπίου; Το χωρικό πρότυπο επηρεάζει τις οικολογικές διεργασίες (δυναμική των πληθυσμών,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ 16 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ 2014-15 Δάσος ονομάζεται ένα πολύπλοκο οικοσύστημα με φυτά και ζώα που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πυκνότητα δέντρων. Τα

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση Ενότητα 01: Άνθρωπος και Περιβάλλον Πολυξένη Ράγκου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 3 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ (2 Ο κεφάλαιο) ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ενότητα 4: Περιεχόμενα Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) - ΙI

Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ενότητα 4: Περιεχόμενα Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) - ΙI Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ενότητα 4: Περιεχόμενα Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) - ΙI Καθηγητής Α. Κούγκολος Δρ Στ. Τσιτσιφλή Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Η σχέση μεταξύ βλάστησης και των παραγόντων του περιβάλλοντος, δηλαδή του κλίματος (cl), του μητρικού πετρώματος(p), του ανάγλυφου

Διαβάστε περισσότερα

Μια δεύτερη ζωή για πρώην βιομηχανικούς χώρους (brownfields)

Μια δεύτερη ζωή για πρώην βιομηχανικούς χώρους (brownfields) Μια δεύτερη ζωή για πρώην βιομηχανικούς χώρους (brownfields) Πρώην βιομηχανικός χώρος: έχει πάψει να λειτουργεί αλλά η ρύπανση που προκάλεσε μπορεί να έχει πάψει να υπάρχει στην ατμόσφαιρα και στα επιφανειακά

Διαβάστε περισσότερα

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Ορισμός: Μια χερσαία και/ή θαλάσσια έκταση με ιδιαίτερα οικολογικά και τοπικά χαρακτηριστικά, αφιερωμένη στην

Διαβάστε περισσότερα

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Η πόλη ως καταλύτης για ένα αειφόρο πρότυπο ανάπτυξης Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Διαπιστώσεις Πού ζούμε ; Ο χάρτης αναπαριστά τη συγκέντρωση πληθυσμού

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Εισαγωγή για νέους µηχανικούς. Εισηγητής: Μυλωνάς Σωτήρης Πολ. Μηχανικός, ΜΒΑ

ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Εισαγωγή για νέους µηχανικούς. Εισηγητής: Μυλωνάς Σωτήρης Πολ. Μηχανικός, ΜΒΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Εισαγωγή για νέους µηχανικούς Εισηγητής: Πολ. Μηχανικός, ΜΒΑ ΣΤΟΧΟΙ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ - ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΙΑ ΙΚΑΣΙΩΝ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ - ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ -ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν 7. Επαναχρησιμοποίηση νερού στο δήμο μας! Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν επεξεργασία πριν την επανάχρησή τους. Ο βαθμός επεξεργασίας εξαρτάται από την χρήση για την

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

Παγκόσμια Ημέρα Νερού

Παγκόσμια Ημέρα Νερού ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΜΦΙΑΛΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ Παγκόσμια Ημέρα Νερού Ενημερωτική Εκδήλωση «Οι ευεργετικές ιδιότητες του νερού στη διατήρηση της καλής υγείας και ενυδάτωσης» HILTON ATHENS

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012 1 Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του αγροδιατροφικού τομέα

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 Εισαγωγή... 1 KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 1.1 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων... 4 1.2 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη Στρατηγική Περιβαλλοντική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ «ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ «ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ «ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ του Θ. Δ. Ζάγκα Αν. Καθηγητή Τομέας Δασικής Παραγωγής-Προστασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 1.2 ΕΙΔΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΟΣ ΕΡΓΟΥ 1.3 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΕΡΓΟΥ 1.4 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΡΓΟΥ 1.5 ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ 1.6 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Η εφαρμογή των γεωλογικών πληροφοριών σε ολόκληρο το φάσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος Η περιβαλλοντική γεωλογία είναι εφαρμοσμένη

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργου-Αποκαταστάσεις

Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργου-Αποκαταστάσεις Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργου-Αποκαταστάσεις ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 1. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΕΡΓΟΥ Ως αρχή πρέπει να θεωρήσουμε τους

Διαβάστε περισσότερα

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 22.4.2009 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 102/7 ΙΙ (Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Οι επιμέρους μελέτες ανέδειξαν τον πλούτο των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας αλλά και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό

Διαβάστε περισσότερα

Απόβλητα - «Ένας φυσικός πόρος στο σχολείο μας;»

Απόβλητα - «Ένας φυσικός πόρος στο σχολείο μας;» Απόβλητα - «Ένας φυσικός πόρος στο σχολείο μας;» Λέξεις κλειδιά: Απορρίμματα, ανακύκλωση, ρύπανση, υγεία, προστασία περιβάλλοντος, ΧΥΤΥ, ΧΑΔΑ Εισαγωγή Απόβλητα ένα επίκαιρο ζήτημα, που αποτελεί διαχρονικά

Διαβάστε περισσότερα

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Πώς μπορεί να καλυφθεί η απουσία του κράτους; Κρίνα Μπελεάν Δικηγόρος ΔΣ Χανίων Περιβαλλοντολόγος, MSc Στην Ελλάδα, οι κατ εξοχήν αγροτικές περιοχές καταλαμβάνουν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΑΣ Κεφάλαιο 1 ο ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΔΑΦΟΥΣ 1. Κυριότερες ιδιότητες της αργίλου 2. Ποια είναι τα ποιο κοινά ορυκτά της αργίλου. Ποιο θεωρείτε σημαντικότερο. 3. Κατατάξτε τα

Διαβάστε περισσότερα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα «Προοπτικές αειφορικής ανάπτυξης ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα». ΑΕΙΦΟΡΙΑ είναι μια έννοια που ευρύτατα χρησιμοποιείτε

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος

Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ε.Α.Γ.Μ.Ε.) Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος Ημερίδα ΕΑΓΜΕ «Ο διαχρονικός ρόλος της ΕΑΓΜΕ στην έρευνα και αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή;

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή; Αναδάσωση. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή; Εισαγωγή Το δάσος Τα δάση δεν αποτελούν απλώς ένα σύνολο δένδρων και θάµνων, αλλά πλούσια οικοσυστήµατα µε πολλά είδη φυτών και ζώων, που αλληλοσυνδέονται µε πολύπλοκες

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ Δεν υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ Υπάρχουν Μόνιμες αλλαγές Διαδοχή Μετανάστευση ειδών Ιστορικές αλλαγές,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 Κυριακή 18 Μαρτίου 2012, ώρα 11:00 ενδροφύτευση - Τριάδι Θέρµης ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ: Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012, ώρα 18:00 ΚΤΙΡΙΟ ΠΑΛΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ - Αίθουσα Τελετών Σχολή ασολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Όλα τα έμβια όντα συνυπάρχουν με αβιοτικούς παράγοντες με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Υπάρχουν οργανισμοί: 1. Αυτότροφοι (Δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια και μέσω της

Διαβάστε περισσότερα

«ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ» Παράρτηµα VΙΙΙ

«ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ» Παράρτηµα VΙΙΙ ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ» Παράρτηµα VΙΙΙ Εκτίµηση οπτικής όχλησης εγκαταστάσεων ENVECO A.E ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Εισαγωγή... 2 2. Οπτικές επιπτώσεις µεταλλευτικής δραστηριότητας... 2 3. Αξιολόγηση της οπτικής

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων

Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων Ενότητα 3: Βασικές παράμετροι σχεδιασμού υπαιθρίων εκμεταλλεύσεων Μ. Μενεγάκη Άδεια Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για

Διαβάστε περισσότερα