ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ Ηχοβολιστική αποτύπωση του αναγλύφου του πυθμένα και διερεύνηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, Ν. Μεσσηνίας, καθώς και ψηφιακή χαρτογράφηση των καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΤΡΑ, Ιούλιος

2 Μέλη Τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής Παπαστεργιάδου Ευανθία, (Επίκουρος καθηγήτρια, Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών) Παπαθεοδώρου Γεώργιος (Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστημίου Πατρών) Λιβανίου Τηνιακού Αργυρώ (Επίκουρος Καθηγήτρια, Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών) Ο Επιβλέπων Καθηγητής Παπαστεργιάδου Ευανθία, (Επίκουρος καθηγήτρια, Τμήμα Βιολογίας Πατρών) Η έγκριση της διατριβής για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης από το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών δεν υποδηλώνει την αποδοχή των γνώμων του συγγραφέα. Ν. 5343/1392, άρθρο 202.

3

4 Πρόλογος Για να γίνει πράξη η παρούσα εργασία, ήταν πολλοί εκείνοι που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως και βοήθησαν στο μέγιστο βαθμό. Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα και πάνω απ όλα την κα. Ευανθία Παπαστεργιάδου, Επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Βιολογίας Πατρών και τον κ. Γεώργιο Παπαθεοδώρου, Αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας Πατρών, που μου έδωσαν τη μοναδική ευκαιρία να κάνω πράξη τη συγκεκριμένη εργασία, καθώς και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Σε όλη τη διάρκεια της έρευνας, με συμβούλευαν με εύστοχες παρατηρήσεις και σχόλια και με καθοδηγούσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κα. Αργυρώ Λιβανίου - Τηνιακού για την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή της, καθώς με βοήθησε στο να αποδώσω στο χαρτί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τα αποτελέσματα της εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ, για τη χρήσιμη προσφορά τους, τον Δρ. Γεώργιο Δημητρέλο, Μέλος ΕΤΕΠ και τον κ. Κωνσταντίνο Νικολακόπουλο, Επ. Καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας, καθώς υπήρξαν πάντοτε πρόθυμοι στο να παρέχουν τη βοήθειά τους, όποτε τη χρειάστηκα. Στη συνέχεια, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δρ. Κωνσταντίνο Στεφανίδη και τις υποψήφιες διδάκτορες Χρυσούλα Χρηστιά και Κατερίνα Κωστάρα για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφεραν καθ όλη την πορεία της εργασίας μου. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα καίρια υπήρξε και η συμβολή του Δημήτρη Χριστοδούλου, διδάκτορα του Τμήματος Γεωλογίας Πατρών, ο οποίος πάντοτε με στήριζε σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπισα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, επίσης, οφείλω στους ψαράδες της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, χωρίς την συνεργασία των οποίων, δεν θα ήταν εύκολη η δειγματοληψία στο πεδίο. Τέλος, θα ήθελα να τονίσω την ευγνωμοσύνη που οφείλω στην οικογένεια μου και στο στενό φιλικό μου περιβάλλον, οι οποίοι, με τη συνεχή στήριξή τους, την υπομονή και την πίστη που μου έδειξαν όλα αυτά τα χρόνια, έβαλαν ένα λιθαράκι στην προσπάθειά μου να πραγματοποιήσω τους στόχους που είχα θέσει και να βγει εις πέρας το παρόν εγχείρημα.

5 Δύο μήνες πάνε πια στης πλούσιας Πύλος τ αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα. Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα, κι από τα μαύρα νέφαλα χύνοταν βαριά νεροποντή κι ολούθε ο μέγας μας τυραγνούσε κεραυνός του Δία. Στο φως μιας αστραπής, βιγλίζω απάντεχα τον Οδυσσέα στη μέση του πελάγου, γαλήνιο να κρατά το δοιάκι, κατάματα στηλώνοντας τη μπόρα! Δυσσέα του κράζω, πας για την πατρίδα; Πια μες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες; Μ αυτός, με το τιμόνι στην παλάμη και τ αρμυρά δαγκώνοντας μουστάκια, τήραε μακριά σκυφτός και δεν εστράφη! Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια, Εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1967

6

7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ABSTRACT ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ορισμός υγροτόπου Θεσμικό πλαίσιο Οδηγία 2000/60/ΕΕ Οδηγία 92/43/ΕΚ Λιμνοθάλασσες Λιμνοθάλασσες της Ελλάδας Υδρόβια μακρόφυτα Μέθοδοι αποτύπωσης του πυθμένα και της υδρόβιας βλάστησης Ακουστικές/ ηχοβολιστικές μέθοδοι αποτύπωσης της φυτοκάλυψης του πυθμένα Ερμηνεία ηχογραφιών Δυσκολίες στην ερμηνεία των ηχογραφιών Μωσαϊκά πυθμένα Ταξινόμηση των ηχογραφιών Καλύψεις/ Χρήσεις γης Το πρόγραμμα Corine Landcover Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Geographic Information Systems, G.I.S.) Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Περιγραφή περιοχής μελέτης Κλίμα Θερμοκρασία και βροχόπτωση Σχετική υγρασία Ταχύτητα και διεύθυνση ανέμων 28

8 Βιοκλίμα Υδρομορφολογία και γεωλογία της περιοχής μελέτης Περιγραφή των τύπων βλάστησης Χλωρίδα Πανίδα Ορνιθοπανίδα Ερπετοπανίδα Ιχθυοπανίδα Ο αφρικανικός χαμαιλέων της Πύλου Ανθρωπογενείς πιέσεις και απειλές στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα 37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Εργασία πεδίου Διεξαγωγή ηχοβολιστικής αποτύπωσης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Επιλογή δειγματοληπτικών σταθμών Διαδικασία συλλογής δειγμάτων Καταγραφή των αβιοτικών παραμέτρων του νερού Καταγραφή των βιοτικών παραμέτρων του νερού Επαλήθευση δεδομένων πεδίου (ground truthing) Εργαστηριακή επεξεργασία Χλωρίδα Μεθοδολογία προσδιορισμού και ονοματολογίας Φασματοφωτομετρικός προσδιορισμός της χλωροφύλλης-α (Chl-a) Ποσοτικός προσδιορισμός των ολικών αιωρούμενων στερεών σωματιδίων (Total Suspended Solids, TSS) Ποσοτικός προσδιορισμός των συγκεντρώσεων των χημικών παραμέτρων του νερού Καθορισμός της τροφικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Επεξεργασία ηχογραφιών του πυθμένα Κατασκευή χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης Στατιστική επεξεργασία των περιβαλλοντικών παραμέτρων 53 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Υδρόβια χλωρίδα της λιμνοθάλασσας Ηχοβολιστική αποτύπωση πυθμένα Αβιοτικές παραμέτροι 62

9 Βάθος και Διαφάνεια Λόγος Διαφάνειας/Βάθους Θερμοκρασία και Αλατότητα ph και Διαλυμένο οξυγόνο (DO) Θρεπτικά άλατα Ν και P Νιτρώδη ιόντα (NO 2 -N) και Νιτρικά ιόντα (NO 3 -N) Αμμωνιακά ιόντα (NH 4 -N) και Ολικό ανόργανο άζωτο (DIN) Φωσφορικά ιόντα (PO 4 -N) και Ολικός φώσφορος (TP) Λόγος N/P Ανθρακικά ιόντα (CO = 3 ) και Όξινα ανθρακικά ιόντα (HCO 3ˉ) Χλωροφύλλη-α (Chl-α) και Ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS, Total Suspended Solids) Σταθερά απορρόφησης Κ (m -1 ) Στατιστική επεξεργασία περιβαλλοντικών παραμέτρων Mann Whitney U-test Ανάλυση Spearman Ταξινόμηση της τροφικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Καλύψεις/ χρήσεις γης Καλύψεις/ χρήσεις γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover Χάρτης καλύψεων/ χρήσεων γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover Αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000 ( ) με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» Περιγραφή των τύπων οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» που απαντούν στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας Αγροτικές καλλιέργειες (Κωδικός:1020) Οικισμοί (Κωδικός: 1050) Δρόμοι Λιμνοθάλασσες (Κωδικός: 1150*) Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας (Κωδικός: 1210) Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) Κωδικός: 1240) Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) (Κωδικός: 1410) Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (Κωδικός: 2110) 98

10 Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria («λευκές θίνες») (Κωδικός: 2120) Θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp.) (Κωδικός: 2250*) Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp. (Κωδικός: 5210) Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου (Κωδικός: 5340) Κρητικοί σχηματισμοί με Euphorbio-Verbascion (Κωδικός: 5430) Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion (Κωδικός: 6420) Καλαμώνες (Κωδικός: 72Α0) Ποτάμια, ρυάκια Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (Κωδικός: 8210) Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) (Κωδικός: 92C0) Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaritecea και Securinegion tinctoriae) (Κωδικός: 92D0) 114 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΥΖΗΤΗΣΗ Αβιοτικές παράμετροι Τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας Υδρόβια μακρόφυτα Καλύψεις/ χρήσεις γης Προτεινόμενα μέτρα διαχείρισης 131 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 133 Α.1. Ελληνική βιβλιογραφία 133 Α.2. Διεθνής βιβλιογραφία 135 Β. Ηλεκτρονική βιβλιογραφία 141 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ i Παράρτημα Ι: Τύποι οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΚ που απαντούν στην Ελλάδα Παράρτημα ΙΙ: Ηχοβολιστές πλευρικής σάρωσης Ηχογραφίες i iv

11 Ο ήχος ως εργαλείο για την έρευνα iv Σχηματισμός ηχογραφίας iv Αρχή λειτουργίας ηχογραφίας v Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα των ηχογραφιών vii Εφαρμογές ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης viii Παράρτημα ΙΙΙα: Ονοματολογία καλύψεων/ χρήσεων γης, κατά Corine Land Cover 2000 (Αγγλική έκδοση) x Παράρτημα ΙΙΙβ: Ονοματολογία καλύψεων/ χρήσεων γης, κατά Corine Land Cover 2000 (Ελληνική έκδοση) xi Παράρτημα ΙV: Γεωγραφικές συντεταγμένες σημείων ελέγχου καλύψεων/ χρήσεων γης τον Απρίλιο του 2013, στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας xiii Παράρτημα V: Μεθοδολογία επεξεργασίας ηχογραφιών στο Triton Isis και στο TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc. xiv Εργασία στο περιβάλλον του Triton Isis xiv Εντοπισμός πυθμένα και διόρθωση του εύρους σάρωσης xiv Απόδοση φίλτρου TVG (Time Varying Gain) xvii Εργασία στο περιβάλλον του Delphmap της TritonMap xviii Παράρτημα VI: Σύνοψη φυσικοχημικών παραμέτρων που προέκυψαν, από τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, για κάθε σταθμό xx Παράρτημα VΙΙ: Φωτογραφικό αρχείο από τον υγροβιότοπο της Γιάλοβας και την ευρύτερη περιοχή μελέτης (Προσωπικό αρχείο, Ημερομηνίες λήψης: και ) xxi

12 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, μελετήθηκε η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» με κωδικό GR Διεξάχθηκαν δύο εποχικές δειγματοληψίες, στις 31 Αυγούστου του 2012 και στις 21 Απριλίου του Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας έχει έκταση περίπου 2,5 Km 2, μέγιστο βάθος 1 m και επικοινωνεί με τον κόλπο του Ναυαρίνου μέσω ενός τεχνητού διαύλου. Αρχικά, πραγματοποιήθηκε η ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα, με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar, SSS) με σκοπό να αποκαλυφθεί, τόσο η μορφολογία του βυθού, όσο και η παρουσία, η αφθονία και η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων. Κατόπιν, σε 9 προεπιλεγμένους δειγματοληπτικούς σταθμούς, πραγματοποιήθηκε καταγραφή των φυσικοχημικών παραμέτρων και συλλέχθηκαν δείγματα υδρόβιας χλωρίδας. Με τη βοήθεια του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης μελετήθηκε, περίπου, το 37% της έκτασης της λιμνοθάλασσας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι που αντιστοιχούν σε 6 διαφορετικά ποσοστά φυτοκάλυψης: πυκνή (76-100%), λιγότερο πυκνή (51-75%), αραιή (26-50%), πολύ αραιή (6-25%), σπάνια (1-5%) και καθόλου (<1%). Αφού κατασκευάστηκε το μωσαϊκό του πυθμένα, με τη χρήση των λογισμικών Triton Isis και TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc., διαπιστώθηκε ότι, η λιμνοθάλασσα καλύπτεται από βλάστηση σε ποσοστό περίπου 25% ενώ, περίπου, το 75% δεν καταλαμβάνεται από κάποιο είδος υδρόβιας βλάστησης, και το υπόστρωμα είναι αμμώδες/ ιλυοαμμώδες (Μπούζος et al., 2002a). Τα αποτελέσματα του Αυγούστου έδειξαν ότι, η πυκνή φυτοκάλυψη φτάνει περίπου στο 2% της υπό μελέτη έκτασης, και χωρικά περιορίζεται κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τη θάλασσα. Η υδρόβια χλωρίδα που απαντά στους σταθμούς αυτούς αποτελείται από τα είδη Ruppia cirrhosa σε μίξη με την Cymodocea nodosa, με κυρίαρχο είδος τη Ruppia cirrhosa. Όσο απομακρυνόμαστε από το δίαυλο, η πυκνή φυτοκάλυψη εναλλάσσεται με λιγότερο πυκνή, σε ποσοστό 1% επί του συνόλου, και αποτελείται από τα ίδια είδη. Η αραιή φυτοκάλυψη, απαντά σε ποσοστό 3% και χωρικά κατανέμεται στο δίαυλο επικοινωνίας, αλλά και στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας, όπου, εκτός από τη Ruppia cirrhosa, απαντά και η Cladophora glomerata. To ποσοστό της πολύ αραιής φυτοκάλυψης κυμαίνεται γύρω στο 15% και χωρικά κατανέμεται, κυρίως, στα βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας, όπου απαντά μόνο η Ruppia cirrhosa, ενώ, σε ποσοστό 4%, η φυτοκάλυψη είναι σπάνια και απαντά στα βορειοδυτικά και στα κεντρικά σημεία της λιμνοθάλασσας. Τον Απρίλιο, η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, με συμμετοχή μόνο της Ruppia cirrhosa, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως, κοντά

13 στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, καθώς εκεί ευνοείται η ανανέωση του νερού και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή τους. Τονίζεται επίσης ότι, τον Απρίλιο, συλλέχθηκε από τα βόρεια της λιμνοθάλασσας ένα είδος του γένους Ulva spp, που αποτελεί δείκτη ευτροφικών συνθηκών (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). Γενικά, το κυρίαρχο είδος στη λιμνοθάλασσα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, είναι το κοσμοπολίτικο είδος Ruppia cirrhosa το οποίο έχει καταγραφεί ξανά στην περιοχή (Tiniakos et al., 1997). Σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, καταγράφηκαν οι παράμετροι: θερμοκρασία, αλατότητα, ph και διαλυμένο οξυγόνο, αλλά και το βάθος της λιμνοθάλασσας, η διαφάνεια του νερού και η ένταση της φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας (PAR). Επιπλέον, υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης-α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS), οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, καθώς και τα επίπεδα της ολικής αλκαλικότητας των ανθρακικών και όξινων ανθρακικών ιόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν χωρική και χρονική διακύμανση όλων των παραμέτρων, με πιο σημαντικές τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, της αλατότητας και της συγκέντρωσης των θρεπτικών ενώσεων αζώτου και φωσφόρου. H εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί φυσικό stress στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωσή τους (Crouzet et al., 1999). O έλεγχος των στατιστικώς σημαντικών διαφορών των φυσικοχημικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann-Whitney U, ο οποίος έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, μεταξύ των δύο εποχών, που αφορούν στις παραμέτρους: διαφάνεια, αλατότητα, θερμοκρασία, ph, TSS, NO 2, CO 3ˉ και HCO = 3. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχικών δειγματοληψιών στις παραμέτρους: βάθος, διαλυμένο οξυγόνο, χλωροφύλλη-α, NO 3, NH 4 και PO 4. Ενδεικτικά, η θερμοκρασία παρουσίασε μεγάλη εποχική διακύμανση, σημειώνοντας πολύ υψηλές τιμές τον Αύγουστο (28,8 0 C - 30,5 0 C), και πολύ χαμηλότερες τον Απρίλιο (19,0 0 C - 20,4 0 C). Η αλατότητα παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις από σταθμό σε σταθμό, κυρίως τον Αύγουστο, αλλά και από εποχή σε εποχή. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο, κυμάνθηκε από 42,73 έως 54,42 ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε γύρω στο 31 σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Επιπρόσθετα, το ph παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφορές, καθώς τον Αύγουστο κυμάνθηκε στο 8,23 κατά μέσο όρο, αναφορικά για όλη τη λιμνοθάλασσα, ενώ τον Απρίλιο παρουσίασε πτωτική τάση, αφού η μέση του τιμή ήταν 6,99. Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των θρεπτικών, τα αμμωνιακά ιόντα ήταν η κυρίαρχη μορφή αζώτου, καθώς παρουσίασε υψηλές τιμές και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, ενώ, τα νιτρώδη ιόντα, παρόλο που διέφεραν στατιστικώς σημαντικά, σε γενικές γραμμές, κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τους δύο μήνες (έως 0,010 mg/l). Το διαλυμένο οξυγόνο παρέμεινε σε φυσιολογικά επίπεδα και τους δύο μήνες, όπου η μέση τιμή του ήταν 8 mg/l. Το βάθος

14 δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, ενώ τα επίπεδα της χλωροφύλλης-α, ήταν υψηλά και τις δύο χρονικές περιόδους. Η ανάλυση Spearman έδειξε σαφείς συσχετίσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συγκαταλέγονται, η αρνητική συσχέτιση της διαφάνειας με την εποχή και το βάθος. Επιπλέον, σημαντική είναι η αρνητική συσχέτιση της αλατότητας και της θερμοκρασίας με την εποχή, αλλά και η θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο πρώτων. Στη συνέχεια, εξίσου σημαντική είναι η θετική συσχέτιση του ph με την αλατότητα και τη θερμοκρασία, αλλά αξιοσημείωτες είναι και οι θετικές συσχετίσεις που παρουσιάζουν τα TSS με τη θερμοκρασία και το ph, και η χλωροφύλλη-α με τη διαφάνεια. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η Οργάνωση για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΕCD) για τα στάσιμα ύδατα, προέκυψε η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας, με βάση τις μέσες και οριακές τιμές των παραμέτρων: TP, χλωροφύλλη-α και διαφάνεια (Secchi depth) (OECD, 1982). Έτσι, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική τον Αύγουστο και ως ευτροφική τον Απρίλιο. Όσον αφορά στη χλωροφύλλη-α, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή, αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε. Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια, σύμφωνα με τις μέσες και ελάχιστες τιμές της, η λιμνοθάλασσα, και τους δύο μήνες, χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική. Με χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ), και με υπόβαθρο ένα μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., που αποκτήθηκαν κατά το διάστημα , κατασκευάστηκε ο χάρτης των καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, για ολόκληρη την προστατευόμενη περιοχή. Ακολούθως, έγινε η αντιστοίχηση των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης που προέκυψαν, με τους τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, στο 3 ο επίπεδο ταξινόμησης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ του νέου χάρτη και του χάρτη του Corine Land Cover, που κατασκευάστηκε για την περιοχή το Με βάση το χάρτη που κατασκευάστηκε διαπιστώθηκε ότι, υπάρχει ποικιλία φυσικών τύπων οικοτόπων, που προσδίδουν στην περιοχή ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία. Περιμετρικά της λιμνοθάλασσας απαντούν μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), καλαμώνες, μεσογειακοί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holochoenion), παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae), σχηματισμοί με αρκεύθους (Juniperus spp.), υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και μονοετή βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Επιπλέον, στη νήσο Σφακτηρία, στους λόφους του Παλαιόκαστρου και του Πετροχωρίου, απαντούν απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.), Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου και

15 φρύγανα ενώ, οι όχθες του ποταμού Σελά χαρακτηρίζονται από δάση ανατολικής πλατάνου (Platanus orientalis). Τονίζεται η σημειακή συμμετοχή του τύπου προτεραιότητας των θινών των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp). Επιπλέον, σε μεγάλη έκταση, απαντούν οι αγροτικές καλλιέργειες, με κυρίαρχους τους ελαιώνες, περιοχές αστικού πρασίνου, δρόμοι αλλά και οικισμοί. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας όπως η αποτύπωση της μορφολογίας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και των καλύψεων/ χρήσεων γης, στα όρια της προστατευόμενης περιοχής και η περαιτέρω εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας θα συμβάλλουν περαιτέρω στην ορθολογική διαχείριση της.

16 ABSTRACT In the context of this research, the protected area of the «Natura 2000» ecological network: "Pylos Lagoon, Sfaktiria island, St. Dimitrios" with the sitecode GR , has been studied. Two sampling campaigns were carried out, οn August 31 st 2012 and on April 21 st Gialova lagoon covers an area of 2.5 Km 2 with a maximum depth of 1 m and is connected with the adjoining Navarino Bay, via a small channel. Firstly, side scan sonar bottom interpretation was carried out, in order to investigate, not only the morphology of the lagoon s bottom, but also the presence, abundance and spatial distribution of aquatic macrophytes. In addition, physicochemical parameters were recorded in 9 different sampling stations. Furthermore, samplings of aquatic vegetation were carried out as well. Initially, with the use of SSS, roughly 37% of the lagoon s surface has been studied. Side scan sonar imagery resulted in 6 different acoustic types, which correspond to 6 different percentages of plant cover: thick (76-100%), less than thick (51-75%), sparse (26-50%), too sparse (6-25%), rare (1-5%) and absent (<1%). Having built the mosaic of the bottom of the lagoon, with the use of software Triton Isis and Triton Map (Delphmap) of Triton Imaging Inc., it was found that, the lagoon is covered by vegetation at 25%, while 75% is not occupied by any kind of aquatic vegetation, but the substrate is sandy/mudsandy (Bouzos et al., 2002a). The results of August showed that the thick plant cover reaches approximately 2% of the study area, and it is spatially restricted near the communication channel with the sea. The aquatic flora which responds to these stations is Ruppia cirrhosa in mixing with the Cymodocea nodosa, with the Ruppia cirrhosa as the dominant species. When we move away from the communication channel, the thick plant cover alternates with less than thick, representing 1% of the total, and consists of the same species. The sparse plant cover responds to 3% and is spatially distributed in the communication channel, but also in the southwest of the lagoon, where, apart from the Ruppia cirrhosa, Cladophora glomerata is found as well. The percentage of too sparse vegetation is around 15%, and it is spatially distributed mainly in the north-east of the lagoon, where only Ruppia cirrhosa is found, while, the vegetation is rare at 4%, and responds to the northwest and the central points of the lagoon. In April, the spatial distribution of aquatic macrophytes is even more limited, involving only the Ruppia cirrhosa, which is mainly concentrated near the communication channel with the adjoining Navarino Bay, which favored the renewal of water and where the environmental conditions are suitable for their development. It should be also noted that, in April, an occasional species of the genus Ulva spp., was collected from the northern section of the lagoon. This species is an indicator of eutrophic conditions (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). In general, the

17 dominant species in the lagoon, in both sampling periods, is the cosmopolitan species Ruppia cirrhosa, which has been recorded before in the region (Tiniakos et al., 1997). The following parameters were recorded in all the sampling stations: temperature, salinity, ph and dissolved oxygen, but also the depth of the lagoon, the transparency of the water s column and the volume of photosynthetically active radiation (PAR). Furthermore, chlorophyll-a, total suspended solids (TSS), inorganic nitrogen and phosphorus compounds, as well as the levels of total alkalinity of carbonates and acid carbonates were calculated. The results showed spatial and temporal variability of all parameters, and the most significant fluctuations were observed in temperature, salinity and in nitrogen and phosphorus concentrations. This seasonal variation of environmental parameters causes natural stress on aquatic organisms affecting their abundance and their spatial distribution (Crouzet et al., 1999). The control of the statistically significant differences in physicochemical parameters was carried out with the Mann-Whitney U test, which has shown that, there are statistically significant differences between the two seasons, relating to parameters: transparency, salinity, temperature, ph, TSS, NO 2, CO 3ˉ and HCO = 3. In contrast, there were not statistically significant differences between the two sampling periods for parameters: depth, dissolved oxygen, Chl-a, NO 3, NH 4 and PO 4. More specifically, the temperature has large seasonal variation, noting very high values in August (28.8ᵒ C 30.5ᵒ C) and much lower in April (19.0ᵒ C 20.4ᵒ C). The salinity showed large fluctuations from station to station, especially in August, but also from season to season. Specifically in August, it ranged from to and in April fluctuated around 31 throughout the lagoon. In addition, the ph values presented statistically significant differences. In August, ph ranged from around 8.23 on average, with respect to the entire lagoon, while in April showed a downward trend, when the average value was around With regard to the concentrations of nutrients, ammonium ions were the dominant form of nitrogen, as it presented high values in both sampling periods, while the nitrite ions, although differed statistically significantly, in general, varied in low levels both months. Dissolved oxygen, remained at normal levels in both sampling periods, where the average value was around 8 mg/l. The depth did not change significantly, while the levels of Chl-a, were very high in both time periods. The Spearman analysis showed clear correlations between environmental parameters. Among the most important is, the negative correlation of transparency with season and depth. In addition, significant is the negative correlation of salinity and temperature with season, but also the positive correlation between the first two. Of course, equally important is the positive correlation of ph with salinity and temperature, but also significant are the positive correlations of the TSS with temperature and ph, and Chl-a with transparency. Finally, it is mentioned that there is negative correlation of total

18 phosphorus with season and acid carbonates, and positive correlation with salinity, temperature, ph and TSS. In accordance with the standards set by the Organization for Cooperation and Development (OECD) for stagnant water, the trophic status of the lagoon has been established, on the basis of the average and maximum values of parameters: TP, Chl-a and transparency (Secchi depth) (OECD, 1982). So, on the basis of the average concentration of total phosphorus, it is characterized as hypereutrophic in August and as eutrophic in April. As regards the Chl-a, on the basis of the average and maximum values occurred in August, the lagoon is characterised as eutrophic, while in April it is characterized as eutrophic, based on the average value, but as mesotrophic, on the basis of the maximum value recorded. Finally, with regard to transparency, in accordance with the average and minimum values, the lagoon is characterized as hypereutrophic in both seasons. With the use of Geographical Information Systems (GIS) and with the help of ortho-corrected aerial photographs, acquired during 2007 and 2009, a Land Cover Land Use map was constructed. Subsequently, the categories of Corine Land Cover that came up, matched with the habitat types included in the Annex I of the Directive 92/43/EC, according to the 3 rd classification level. Furthermore, the land cover/ land use categories of the new map compared with those of the map that constructed in 2000 for the same area, in order to estimate the changes during the years that have passed. The map, which was constructed in the context of this research, showed that there is a variety of natural habitat types, which gives the area special ecological and aesthetic value. In particular, around the lagoon, we found mediterranean salt meadows (Juncetalia maritimi), reedbeds, mediterranean grassland with high grass and rush (Molinio Holochoenion), southern riparian forest-arcades and scrubs galleries (Nerio-tamaricetea and Securinegion tinctoriae), formations with juniper thickets (Juniperus spp.), embryonic dunes, shifting dunes along the shoreline with Ammophila Arenaria and vegetation of drift lines. In addition, on the Sfaktiria island, in Paleokastro and Petrochori hills respond vegetated sea cliffs of the Mediterranean coasts (with endemic Limonium spp.), Garrigues of eastern Mediterranean and phrygana, while the banks of the river Selas are characterized by oriental plane woods (Platanus orientalis). The spot presence of dune juniper thickets is emphasized (Juniperus spp), which is a priority habitat. In addition, to a large extent, there are agricultural crops with olive groves, urban areas, roads and different kinds of settlements. The ultimate aim of this study is the visual interpretation of the morphology of the bottom of the lagoon and the Land Cover Land Uses, within the limits of the protected area and the further assessment of the ecological status of the lagoon.

19

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Ορισμός υγροτόπου Ο όρος υγρότοπος είναι η απόδοση του αγγλικού όρου wetland και συχνά αποδίδεται και ως υγροβιότοπος (Γεωργιάδης, 2001). Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Διεθνούς Συνθήκης Ramsar, η οποία υπογράφτηκε στην ομώνυμη πόλη του Ιράν το Φεβρουάριο του 1971, οι υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη γενικώς, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες, ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυζόμενες με νερό, το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Οι περιοχές αυτές επίσης περιλαμβάνουν και εκείνες που καλύπτονται με θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά την αμπώτιδα δεν υπερβαίνει τα 6 μέτρα (άρθρο 1). Στους υγρότοπους μπορεί να περιλαμβάνονται και οι παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες, οι οποίες γειτονεύουν με αυτούς ή με νησιά ή με θαλάσσιες υδατοσυλλογές και είναι βαθύτερες μεν από 6 μέτρα κατά την αμπώτιδα, αλλά βρίσκονται μέσα στα όρια του υγροτόπου όπως αυτός καθορίζεται παραπάνω (Ramsar convention, 1982). Στην Ελλάδα, υπάρχουν περισσότεροι από 400 μικροί και μεγάλοι υγρότοποι, συνολικού εμβαδού πάνω από 2 εκ. στρ. Πολλοί από αυτούς σχηματίζουν μωσαϊκό υγροτόπων ή υγροτοπικά συμπλέγματα. Πριν από δύο γενεές, η Ελλάδα, είχε τριπλάσια έκταση υγροτόπων. Ο αριθμός και το συνολικό εμβαδό των υγροτόπων στην Ελλάδα παρουσιάζεται στον Πίνακα 1.1., σύμφωνα με την απογραφή που διενεργήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) το 1994 (Ζαλίδης et al., 1995). Πίνακας 1.1.: Οι υγρότοποι της Ελλάδας ανά τύπο και εμβαδόν, σύμφωνα με την απογραφή των υγροτόπων της Ελλάδας που έγινε από το ΕΚΒΥ το 1994, σε συνεργασία με το Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ και άλλους φορείς ( Τύπος υγροτόπου Αριθμός ανά Συνολικός Εμβαδόν Συνολικό τύπο αριθμός (%) (στρ.) εμβαδόν (%) Μήκος (Km) Δέλτα 12 3, ,58 - Έλη 75 19, ,88 - Λίμνες 56 14, ,5 - Λιμνοθάλασσες 60 15, ,2 - Πηγές 17 4, ,06 - Εκβολές 42 11, ,1 - Τεχνητές λίμνες 25 6, ,68 - Ποταμοί 91 24, ,268 ΣΥΝΟΛΟ ,268 1

21 1.2. Θεσμικό πλαίσιο Οι υγρότοποι της χώρας προστατεύονται από την εθνική και διεθνή νομοθεσία. Εκτός από τη Συνθήκη Ramsar, που προαναφέρθηκε, στον Πίνακα 1.2. συνοψίζονται ενδεικτικά, μερικές επιπλέον νομοθετικές διατάξεις. Πίνακας 1.2.: Θεσμικό πλαίσιο για το φυσικό περιβάλλον Νομοθεσία Σύμβαση Ramsar, 1971 Ν.1650/1986 Ν.1739/1987 Οδηγία 92/43/ΕΚ ΚΥΑ 33318/3028/1998 Ν.2742/99 Οδηγία 2000/60/ΕΕ Π.Δ.51/2007 Οδηγία 2009/147/ΕΕ (πρώην 79/409/ΕΚ) ΚΥΑ Αρ.οικ Τίτλος Σύμβαση για τους υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας ως ενδιαιτήματος για Υδρόβια Πουλιά Προστασία του περιβάλλοντος Διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις Θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα πολιτικής των υδάτων Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για την ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των υδάτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδ. 2000/60/ΕΚ Διατήρηση των άγριων πτηνών Ορισμός Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης της ποιότητας και της ποσότητας των υδάτων με καθορισμό των θέσεων (σταθμών) μετρήσεων και των φορέων που υποχρεούνται στη λειτουργία τους Οδηγία 2000/60/ΕΕ Σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΕ, ως επιφανειακά ύδατα είναι τα ποτάμια, οι λίμνες, τα παράκτια και τα μεταβατικά ύδατα (Παράρτημα V της Οδηγίας). Η οικολογική τους ποιότητα διαπιστώνεται ποιοτικά, με τη χρήση βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων. Στα βιοτικά στοιχεία περιλαμβάνονται τέσσερις ομάδες οργανισμών: το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα, τα βενθικά ασπόνδυλα και η ιχθυοπανίδα. Στα αβιοτικά στοιχεία περιλαμβάνονται τα υδρομορφολογικά και τα φυσικοχημικά στοιχεία που υποστηρίζουν τα βιολογικά στοιχεία, δηλαδή, τα στοιχεία αυτά που αφορούν στην υδάτινη στήλη και σχετίζονται με μορφολογικές συνθήκες, με βασικές φυσικοχημικές παραμέτρους (θερμοκρασία, διαλυμένο οξυγόνο, αλατότητα, ph, θρεπτικά συστατικά) και με 2

22 συγκεκριμένους οργανικούς και ανόργανους ρύπους που επηρεάζουν το υδάτινο οικοσύστημα. Ο στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η κατάταξη των υδάτινων σωμάτων σε μια από τις πέντε κατηγορίες οικολογικής ποιότητας: Υψηλή, Καλή, Μέτρια, Χαμηλή και Κακή (Σχήμα 1.1.) (Οδηγία 2000/60/ΕΕ). Σχήμα 1.1.: Κατηγορίες οικολογικής ποιότητας υδάτων Για κάθε υδάτινο σώμα, και με βάση την ταξινόμησή του, η κατάστασή του προκύπτει από την εικόνα των δεικτών του, σε σύγκριση με τις τιμές των δεικτών που αντιστοιχούν σε αδιατάρακτες (φυσικές) συνθήκες και οι οποίες ονομάζονται «συνθήκες αναφοράς» (Οδηγία 2000/60/ΕΕ). Η σύγκριση αυτή καθορίζει, τελικά, την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης του υδάτινου σώματος και καταδεικνύει την ανάγκη δράσης για τη βελτίωση ή την προστασία του. Οι συνθήκες αναφοράς δίνονται, συνήθως, με βάση τους απαντώμενους πληθυσμούς και την κατάσταση συγκεκριμένων ειδών χλωρίδας και πανίδας. Σε συμφωνία με τις κοινές προσπάθειες που έχουν γίνει για γενίκευση και τυποποίηση των κριτηρίων αυτών στις χώρες της Ευρώπης (αναφερόμενες ως ασκήσεις διαβαθμονόμησης), τα πιο χαρακτηριστικά είδη, μέσω των οποίων γίνεται ο καθορισμός των συνθηκών αναφοράς και κατ επέκταση η αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης για τα υδατικά σώματα της Μεσογείου, μπορούν να είναι: Για τα ποτάμια: τα ψάρια, τα μακροασπόνδυλα και τα μακρόφυτα. Για τις λίμνες: το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα, η πανίδα βενθικών ασπόνδυλων και η ιχθυοπανίδα. Για τα παράκτια ύδατα: τα μακροασπόνδυλα, τα μακροφύκη, τα αγγειόσπερμα και το φυτοπλαγκτόν, ενώ για τα μεταβατικά νερά, επιπλέον και η ιχθυοπανίδα (Οδηγία 2000/60/ΕΕ). 3

23 Οι συνθήκες αναφοράς για τη χημική κατάσταση των επιφανειακών υδάτινων συστημάτων δεν έχουν καθοριστεί ακόμα σε επίπεδο χώρας και, ως εκ τούτου, ορίζονται από τις μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές που καθορίζει η κάθε χώρα, ως πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) για τις ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους. Η Οδηγία 2008/105/ΕΚ καθορίζει τα ΠΠΠ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 της Οδηγίας 2000/60/ΕΕ, με στόχο την επίτευξη της καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων και σύμφωνα με τις διατάξεις και τους στόχους του άρθρου 4 της ίδιας Οδηγίας. Πρόκειται για τριάντα τρεις (33) ρυπογόνες ουσίες, κυρίως παρασιτοκτόνα και βαρέα μέταλλα. Οι εν λόγω ουσίες, παρουσιάζουν κινδύνους για την επιβίωση των οικοσυστημάτων αλλά και για την ανθρώπινη υγεία, μέσω της διατροφικής αλυσίδας. Για τα φυσικοχημικά στοιχεία δεν έχουν καθοριστεί ακόμα, σε επίπεδο χώρας, οι συνθήκες αναφοράς, οι οποίες αφορούν χαρακτηριστικά των υδάτινων συστημάτων, όπως η οξύτητα, η θερμοκρασία, η θολότητα, η αγωγιμότητα κλπ, αλλά και θρεπτικά συστατικά, όπως νιτρικά, αμμωνιακά φωσφορικά, κλπ. (ΥΠΕΚΑ, 2012) Οδηγία 92/43/ΕΚ Η Οδηγία 92/43/ΕΚ, που αφορά στη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, είναι μια από τις πιο σημαντικές οδηγίες που έχουν θεσπιστεί. Στα πλαίσια της Οδηγίας έχουν οριστεί ως φυσικοί οικότοποι, οι περιοχές ή οι υγρότοποι όπου διακρίνονται χάρη στα βιολογικά (βιοτικά) και μη βιολογικά (αβιοτικά) γεωγραφικά χαρακτηριστικά τους, είτε είναι εξ ολοκλήρου φυσικές είτε είναι ημιφυσικές. Στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας (Παράρτημα Ι του παρόντος κειμένου), έχουν περιληφθεί οι φυσικοί οικότοποι κοινοτικού ενδιαφέροντος. Η ονοματολογία και η περιγραφή των τύπων οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας στηρίζεται στο «Interpretation manual of European Union habitats, version EUR18, 2013». Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις, πραγματοποιήθηκαν συμπληρώσεις ή τροποποιήσεις στις υπάρχουσες περιγραφές, με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία για την Ελλάδα (Ντάφης et al., 2001). Στα πλαίσια της ίδιας Οδηγίας, δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο «Natura 2000». Πρόκειται για ένα οικολογικό δίκτυο περιοχών, όπου λειτουργεί με κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες. Για την Ελλάδα, το Δίκτυο Natura περιλαμβάνει 419 περιοχές (Τόπους Κοινοτικής Σημασίας και Ζώνες Ειδικής Προστασίας) (Χάρτης 1.1.) ( 4

24 Χάρτης 1.1.: Το Οικολογικό Δίκτυο «Natura 2000» στην Ελλάδα ( Λιμνοθάλασσες Σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΕ, ως μεταβατικά ύδατα ορίζονται «τα συστήματα επιφανειακών υδάτων πλησίον του στομίου ποταμών τα οποία είναι εν μέρει αλμυρά λόγω της γειτνίασής τους με παράκτια ύδατα αλλά τα οποία επηρεάζονται ουσιαστικά από ρεύματα γλυκού νερού». Στα 5

25 μεταβατικά ύδατα ανήκουν και οι λιμνοθάλασσες, ως παράκτιοι υγρότοποι σημαντικής οικολογικής αξίας. Οι λιμνοθάλασσες καταλαμβάνουν το 13% των παράκτιων περιοχών παγκοσμίως και συχνά δέχονται την επίδραση φυσικών και ανθρωπογενών πιέσεων. Ειδικότερα για την Ευρώπη, ο οικονομικός και ο οικολογικός της πλούτος οφείλεται, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον που περιλαμβάνει. Περίπου το 1/3 του πληθυσμού έχει συγκεντρωθεί σε ακτίνα 50 km από τις ακτές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση των περιοχών αυτών, καθώς ενισχύεται ακόμα περισσότερο η πίεση που ήδη δέχονται, λόγω της αστικής, βιομηχανικής και αγροτικής ανάπτυξης (Crouzet et al., 1999, Aliaume et al., 2007). Οι λιμνοθάλασσες οφείλουν την ύπαρξή τους στη μορφολογία των ακτών, καθώς κατά μήκος αυτών, σχηματίζονται διάφορου είδους φράγματα, κυρίως αμμώδη. Τα φράγματα αυτά φτάνουν περίπου τα , σε αριθμό, κατά μήκος των ακτών παγκοσμίως, με συμμετοχή της Ευρώπης σε ποσοστό 5.3%, της Βόρειας Αμερικής σε ποσοστό 17,6%, της Νότιας Αμερικής σε ποσοστό 12,2%, της Αφρικής σε ποσοστό 17,9%, της Ασίας σε ποσοστό 13,8% και της Αυστραλίας σε ποσοστό 11,4% (Kjerfve, 1994). Ο σχηματισμός των λιμνοθαλασσών οφείλεται, επίσης, στην επίδραση της ανόδου της στάθμης της επιφάνειας της θάλασσας, κυρίως κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου ή του Πλειστόκαινου, αλλά και στο σχηματισμό των παράκτιων εμποδίων από τις θαλάσσιες διεργασίες. Συνήθως, η επαφή τους με τη θάλασσα, είναι διαμέσου ενός ή περισσότερων διαύλων. Ως προς την αλατότητα, οι λιμνοθάλασσες χαρακτηρίζονται από γλυκά νερά έως και υπεράλμυρα, γεγονός που καθορίζεται από το υδρολογικό καθεστώς που επικρατεί, αλλά και από τις τοπικές κλιματικές συνθήκες, ενώ το υπόστρωμά τους, συνήθως, είναι αμμώδες ή ιλυοαμμώδες (Kjerfve, 1994, Nicοlaidou et al., 2005, Orfanidis et al., 2005). Το μέγεθος των παράκτιων λιμνοθαλασσών ποικίλει σημαντικά και κυμαίνεται από 1 km 2 έως και km 2. Το βάθος τους συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 1-3 m, και σχεδόν πάντα είναι κάτω από τα 5 m, με εξαίρεση τα κανάλια επικοινωνίας που ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερο βάθος. Στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνου, οι λιμνοθάλασσες είναι φυσικά οικοσυστήματα τα οποία έχουν βραχύ χρόνο ζωής, ο οποίος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως, η αποδοτικότητά τους στο να φιλτράρουν, ο ρυθμός αύξησης της στάθμης της θάλασσας σε συνάρτηση με την κλιματική αλλαγή, η τοπική τεκτονική δραστηριότητα και η ανθρωπογενής δραστηριότητα (π.χ. φράγματα ποταμών, υπεράντληση νερού, εκτροπή νερού αλλά, και οι πρακτικές χρήσεις γης/ νερού). Επιπρόσθετα, οι λιμνοθάλασσες δέχονται επιδράσεις από την εισροή των νερών των ποταμών, από τη δράση του ανέμου και της παλίρροιας, από την ισορροπία της σχέσης κατακρημνίσματα/ εξατμισοδιαπνοή αλλά, και από την διακύμανση της θερμοκρασίας και ανταποκρίνονται διαφορετικά 6

26 σε κάθε μια από αυτές. Εν συνεχεία, η ποιότητα του λιμνοθαλάσσιου ύδατος εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την κυκλοφορία του νερού στο εσωτερικό της λιμνοθάλασσας, από την κατανομή της αλατότητας και των διάφορων ουσιών, από την ανταλλαγή νερού μεταξύ θάλασσας και λιμνοθάλασσας μέσω του καναλιού επικοινωνίας αλλά, και από τα διάφορα βιολογικά στοιχεία που διαβιούν στο εσωτερικό της (Kjerfve, 1994, Aliaume et al., 2007). Το νερό των λιμνοθαλασσών προέρχεται, κατά κύριο λόγο, από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από ποταμούς ή από χειμάρρους και από τη θάλασσα. Επιπλέον, οι λιμνοθάλασσες, λόγω της γεωγραφικής θέσης και αξίας που έχουν, δέχονται οργανικά και ανόργανα θρεπτικά συστατικά, μέσω της αγροτικής και τουριστικής εκμετάλλευσης με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητά τους (Basset et al., 2006, Christia et al., 2011). Σε πολλές επίσης περιπτώσεις, αυτές οι δραστηριότητες, εκτός από την υπερβολική προσθήκη θρεπτικών, επιφέρουν και διάφορες άλλες διαταραχές, όπως η ρύπανση, οι βυθοκορύσεις, η αφαίρεση αυτόχθονων ειδών ή ακόμα και αλλαγές στη δομή της τροφικής αλυσίδας. Επιπλέον, οι ανθρώπινες δραστηριότητες οδηγούν στην αλλαγή των χρήσεων γης περιμετρικά των υγροτόπων, αλλά και σε αλλαγές στο υδρολογικό καθεστώς, γεγονός που αποτελεί έναν ακόμα λόγο της υποβάθμισης, όχι μόνο των λιμνοθαλασσών, αλλά και όλων των υγροτόπων παγκοσμίως (Papastergiadou et al., 2008). Πρόκειται για εξαιρετικά ευμετάβλητα συστήματα, υψηλής πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγικότητας, που είναι ιδιαίτερα πολύτιμα για διάφορες δραστηριότητες, όπως είναι η αλιεία, οι υδατοκαλλιέργειες και, μερικές φορές, η εξαγωγή αλατιού, αρκεί, οποιαδήποτε από αυτές τις δραστηριότητες, να υλοποιείται με ορθολογικό τρόπο και με σεβασμό προς το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιούνται (Kjerfve, 1994, Aliaume et al., 2007). Επιπλέον, παίζουν οικολογικό ρόλο σε διάφορα επίπεδα, όπως για παράδειγμα στην απονιτροποίηση, μια διαδικασία απαραίτητη για τη διατήρηση της σύνθεσης της ατμόσφαιρας. Επιπρόσθετα, αποτελούν πόλο έλξης για τα απειλούμενα είδη ορνιθοπανίδας (Kjerfve, 1994, Aliaume et al., 2007). Με μια πρώτη ματιά, τα μεταβατικά αυτά οικοσυστήματα μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι επιβαρυμένα με ρύπανση, καθώς είναι πιο παραγωγικά και με μικρότερη βιοποικιλότητα από άλλα γειτονικά θαλάσσια ή γλυκού νερού οικοσυστήματα. Ωστόσο, οι αρχικές λιμνοθάλασσες και οι υφάλμυροι υγρότοποι, ήταν επίσης πολύ παραγωγικά οικοσυστήματα και χαρακτηρίζονταν από χαμηλή βιοποικιλότητα (Basset et al., 2006). Επιπλέον, η φυσική αστάθεια που έχουν αυτά τα υδάτινα σώματα, αποθαρρύνει την εγκαθίδρυση πολλών οργανισμών, με αποτέλεσμα να απαντούν λίγοι οργανισμοί και περιορισμένος αριθμός μακροφύτων στις λιμνοθάλασσες (Christia et al., 2011). Η κατανόηση των φυσικών, χημικών, γεωλογικών και οικολογικών χαρακτηριστικών που επικρατούν στις λιμνοθάλασσες, είναι ιδιαίτερης σημασίας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή στρατηγικών διαχείρισης για τις περιοχές αυτές (Kjerfve, 1994). 7

27 Σύμφωνα με τον Kjerfve (1986), οι παράκτιες λιμνοθάλασσες διακρίνονται σε τρείς γεωμορφικούς τύπους, με κριτήριο τη δυνατότητα ανταλλαγής του νερού της λιμνοθάλασσας με την ανοικτή θάλασσα (Εικόνα 1.1.). Πιο συγκεκριμένα, διακρίνονται στις κλειστές λιμνοθάλασσες (choked), στις περιορισμένης επικοινωνίας (restricted) και στις λιμνοθάλασσες που έχουν μεγάλη επικοινωνία με τη θάλασσα, καθώς δεν υπάρχουν διαχωριστικά φράγματα μεταξύ τους (leaky). Ο ρυθμός και το μέγεθος των ανταλλαγών αντανακλά τις λειτουργίες των κυρίαρχων δυνάμεων, αλλά και τη χρονική κλίμακα της υδρολογικής μεταβλητότητας. Ο διαχωρισμός αυτός αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο φάσμα της ποικιλομορφίας των λιμνοθαλασσών (Kjerfve, 1986). Οι κλειστές λιμνοθάλασσες (choked lagoons), επικοινωνούν με τη θάλασσα μέσω ενός μόνο διάυλου επικοινωνίας. Απαντούν στις ακτές που έχουν πολλά παραθαλάσσια ρεύματα και έντονο κυματισμό. Ωστόσο, το κανάλι επικοινωνίας λειτουργεί ως φίλτρο που αποδυναμώνει το κύμα και τα ρεύματα και εξουδετερώνει τις διακυμάνσεις της στάθμης του νερού μέσα στη λιμνοθάλασσα. Επιπρόσθετα, οι κλειστές λιμνοθάλασσες χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από την επίδραση των κυρίαρχων ανέμων, από συμβάντα διακοπτώμενης στρωμάτωσης, λόγω της έντονης ηλιακής ακτινοβολίας και από τις απορροές που δέχονται. Εικόνα 1.1.: Διάκριση λιμνοθαλασσών με κριτήριο την επικοινωνία με τη θάλασσα (Kjerfve, 1986) 8

28 Σε ξηρές ή ημίξηρες περιοχές του κόσμου, οι κλειστές λιμνοθάλασσες, συχνά, γίνονται μόνιμα ή περιοδικά υπεράλμυρες και περιορίζονται παράλληλα στις ακτές, ενώ λιγότερο συχνά, αποτελούν τμήμα κάποιου δέλτα ποταμού. Παραδείγματα αποτελούν, η λιμνοθάλασσα της St Lucia στη Νότια Αφρική και η λιμνοθάλασσα Coorong στην Αυστραλία. Επιπλέον, οι λιμνοθάλασσες της Μεσογείου χαρακτηρίζονται, με κάποιες εξαιρέσεις, ως κλειστές λιμνοθάλασσες (choked lagoons) (Kjerfve, 1986, Kjerfve, 1994). Οι περιορισμένης επικοινωνίας με τη θάλασσα λιμνοθάλασσες (restricted lagoons), είναι μεγάλου μεγέθους υδάτινα συστήματα, που βρίσκονται συνήθως παράλληλα με την ακτή, και περιλαμβάνουν δύο ή και περισσότερους διαύλους επικοινωνίας με τη θάλασσα. Έτσι, έχουν πιο καλά καθορισμένη κυκλοφορία του νερού, επηρεάζονται από τον άνεμο ενώ το νερό, λόγω της αλατότητας, είναι υφάλμυρο έως και αλμυρό, σαν της θάλασσας. Παράδειγμα τέτοιου τύπου λιμνοθάλασσας είναι η Laguna de Terminos στο Μεξικό. Τέλος, οι πιο ανοικτές λιμνοθάλασσες (leaky lagoons), είναι επιμήκη και παράλληλα με την ακτή υδάτινα σώματα. Επειδή διαθέτουν πολλά κανάλια επικοινωνίας με τη θάλασσα, τα παλιρροιακά ρεύματα είναι αρκετά δυνατά ώστε να ξεπεράσουν τη τάση που έχουν τα κύματα να κλείνουν τις εισόδους των διαύλων επικοινωνίας με τη θάλασσα. Λόγω της πολύ μεγάλης επικοινωνίας με τη θάλασσα, αυτές οι λιμνοθάλασσες έχουν παρόμοια αλατότητα με αυτή της θάλασσας. Παράδειγμα αποτελεί η λιμνοθάλασσα Wadden Zee στην Ολλανδία. Ολοκληρώνοντας, οι τρεις βασικοί παράγοντες που ελέγχουν την προέλευση και τη συντήρηση των αμμωδών αυτών φραγμάτων και που τελικά καθορίζουν τον τύπο της κάθε λιμνοθάλασσας γενικότερα είναι, το ιστορικό μεταβολής της στάθμης της επιφάνειας της θάλασσας, η δυναμική των ακτών και το παλιρροιακό εύρος (Kjerfve, 1994). Η σημασία της ύπαρξης αλλά, και της διατήρησης της ποιότητας των λιμνοθαλασσών, είναι πολύ μεγάλη. Η μη αποδοτική λειτουργία τους συντελεί στη μείωση του επιπέδου του υπόγειου νερού, στην έλλειψη νερού για άρδευση, στην απώλεια των τύπων οικοτόπων που γειτνιάζουν με αυτές, αλλά και στη βαθμιαία μείωση της βιοποικιλότητας (Papastergiadou et al., 2008). Είναι απόλυτα κατανοητό ότι χρήζουν ειδικής μεταχείρισης, η οποία θα γίνεται με τέτοιο τρόπο, που θα στοχεύει στη διατήρηση και στην προστασία τους. 9

29 Λιμνοθάλασσες της Ελλάδας Οι περισσότεροι υγρότοποι ανά τον κόσμο, απαντούν στα δέλτα ποταμών. Αυτό ισχύει, μέχρι ένα ορισμένο σημείο, και για τους ελληνικούς υγρότοπους, καθώς το 34% αυτών απαντούν σε δέλτα ποταμών (Mallinis et al., 2011). Χάρτης 1.2.: Κυριότερα μεταβατικά ύδατα της Ελλάδας (Nicοlaidou et al., 2005) 10

30 Η Ελλάδα, στο διάστημα μεταξύ του 1920 και 1991 έχασε το 70% των υγροτόπων της (Papastergiadou et al., 2008), κυρίως λόγω του προβλήματος της ελονοσίας που μάστιζε τη χώρα, αλλά και λόγω της ανάγκης για καλλιεργήσιμη γη. Σε αυτό το ποσοστό συμπεριλαμβάνονταν και κάποιες από τις λιμνοθάλασσες της χώρας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, η αποξήρανση της λιμνοθάλασσας Αγουλινίτσας τη δεκαετία του 1970, που ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς υγροτόπους της Πελοποννήσου, αλλά και η αποξήρανση της λιμνοθάλασσας της Δράνας στη Θράκη, το 1987, βιότοπος που ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για την ορνιθοπανίδα στο δέλτα του Έβρου. Σήμερα, η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδας είναι αυτή του Μεσολογγίου (100 Km 2 ) ενώ, ειδικότερα της Πελοποννήσου, είναι η λιμνοθάλασσα του Κοτυχίου (έχει έκταση 5-7 Km 2 ανάλογα την εποχή, καθώς ξηραίνεται κατά τόπους το καλοκαίρι) (Nicοlaidou et al., 2005). Οι περισσότερες λιμνοθάλασσες στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Χάρτη 1.2., συγκεντρώνονται στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του ΕΚΒΥ το 1993 (Πίνακας 1.1.), οι λιμνοθάλασσες είναι 60 σε αριθμό, και ίσως στην πράξη να είναι περισσότερες, καταλαμβάνοντας περίπου το 16% του συνόλου των υγροτόπων της χώρας. Πρέπει να τονιστεί ότι, δεν έχουν μελετηθεί επιστημονικά όλες οι λιμνοθάλασσες. Περισσότερη προσοχή έχει δοθεί σε μερικές από αυτές, όπως για παράδειγμα, στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού κόλπου (Nicοlaidou et al., 2005, Christia et al., 2011), στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα στην Πελοπόννησο (Arvanitidis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000a, Koutsoubas et al., 2000b, Mc Arthur et al., 2000, Triantafyllou, 2000, Triantafyllou et al., 2000) και στις λιμνοθάλασσες της Μακεδονίας και της Θράκης (Orfanidis et al., 2001, 2005, Papastergiadou et al., 2008). Ως προς το καθεστώς προστασίας τους, έχουν ενταχθεί και είναι υπό προστασία, στην Οδηγία 92/43/ΕΚ «για την προστασία και διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας» και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας ως φυσικός οικότοπος προτεραιότητας με κωδικό 1150*: Λιμνοθάλασσες. Στη λεκάνη της Μεσογείου, οι λιμνοθάλασσες της Ελλάδας, και ειδικότερα της Δυτικής Ελλάδας, συνιστούν από τα πιο σημαντικά, ρηχά, ημίκλειστα οικοσυστήματα Υδρόβια μακρόφυτα Ως μακρόφυτα ορίζονται «κάθε φωτοσυνθετικός οργανισμός, ο οποίος είναι ορατός στο γυμνό οφθαλμό». Τα μακρόφυτα περιλαμβάνουν τα μακροφύκη, τα χαρόφυτα, τα βρύα και τα αγγειόσπερμα (Christia et al., 2011) και ζουν αποκλειστικά κάτω από την επιφάνεια του νερού (Papastergiadou et al., 2008). 11

31 Η χερσαία βλάστηση της Ελλάδας έχει μελετηθεί εκτεταμένα, αλλά όσον αφορά στην υδρόβια χλωρίδα, και ειδικότερα στα μακρόφυτα, έχουν γίνει πολύ λίγες μελέτες. Οι περισσότερες έρευνες αφορούν στο θαλάσσιο περιβάλλον της Ελλάδας, ενώ σε κάποιες έχουν εξεταστεί οι τύποι βλάστησης, οι οποίοι περιβάλλουν τις λιμνοθάλασσες. Παρά το σπουδαίο οικολογικό ρόλο που διαδραματίζουν τα μακρόφυτα για τις λιμνοθάλασσες, η ελληνική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη και αποσπασματική (Christia et al., 2011). Τα σημαντικότερα taxa μακροφύτων που συναντώνται στις ελληνικές λιμνοθάλασσες ανήκουν στα γένη Ruppia, Zostera, Cymodocea, Chara, Ulva, Cladophora, Chaetomorpha και Gracilaria, τα περισσότερα από τα οποία, αποτελούν δείκτες καλής οικολογικής ποιότητας των υδάτων (Orfanidis et al., 2005, Christia et al., 2011). Τα βυθισμένα μακρόφυτα, τα οποία είναι είδη με ιδιαίτερη μορφολογία και δομή, διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο, ως ενδιαίτημα και ως πόρος διατροφής, όχι μόνο για τους υδρόβιους οργανισμούς, αλλά και για πολλά είδη πουλιών (Obrador et al., 2010, Christia et al., 2011). Σε αυτά τα εξαιρετικά παραγωγικά συστήματα, όπως οι λιμνοθάλασσες, οι πρωτογενείς παραγωγοί, δηλαδή, τα ριζωμένα στον πυθμένα μακρόφυτα, προσφέρουν τροφή στους πρωτογενείς καταναλωτές της τροφικής αλυσίδας (Obrador et al., 2010, Christia et al., 2011). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της φωτοσύνθεσης, η οποία αποτελεί μια από τις πιο βασικές τους λειτουργίες, εμπλουτίζουν το νερό με οξυγόνο και συμβάλλουν στη διαύγεια των υδάτων. Επιπρόσθετα, κατά τη διαδικασία της αποικοδόμησης των νεκρών τμημάτων τους, παράγουν οργανική ύλη και εμπλουτίζουν το νερό με θρεπτικά συστατικά. Ακόμα, ως εδραίοι οργανισμοί, προσφέρουν καταφύγιο σε άλλους οργανισμούς, αλλά και στα ψάρια, όταν αυτά απειλούνται από τους θηρευτές τους, ενώ ταυτόχρονα, συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση της υδάτινης στήλης και αυτό το πετυχαίνουν μέσω της σταθεροποίησης του ιζήματος στον πυθμένα και μειώνοντας την επαναιώρηση και ανάμειξη του ιζήματος (Agostini et al., 2003, Φυττής, 2011). Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των μακροφύτων στις λιμνοθάλασσες. Πρωταρχικής σημασίας είναι οι διακυμάνσεις της αλατότητας και η διαθεσιμότητα σε θρεπτικά και φως. Επιπλέον παράγοντας κλειδί για την εγκαθίδρυση και την επέκταση των υδρόβιων ανώτερων φυτών, αποτελεί η μεταβολή του επιπέδου της στάθμης του νερού, αλλά και γενικότερα, το υδρολογικό καθεστώς που επικρατεί (Menendez et al., 2002, Papastergiadou et al., 2008). Ακόμα, μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που καθορίζουν τη σύνθεση των μακροφυτικών κοινοτήτων στις λιμνοθάλασσες, είναι ο βαθμός επικοινωνίας με τη θάλασσα, ή αλλιώς, όπως έχει διατυπωθεί από τους Guelorget & Perthuisot (1989), ο όρος «confinement», που είναι ο χρόνος που χρειάζεται μια λιμνοθάλασσα για την ανανέωση των υδάτων της. Γενικά, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του βαθμού απομόνωσης και της 12

32 βιοποικιλότητας. Δηλαδή, σε κλειστές λιμνοθάλασσες η βιοποικιλότητα είναι χαμηλή, ενώ, σε πιο ανοικτές λιμνοθάλασσες, λόγω της εντονότερης ύπαρξης του θαλασσινού στοιχείου και της καλύτερης ανάμιξης των υδάτων, η βιοποιλότητα είναι σαφώς υψηλότερη. Αυτές οι διαφορές στη βιοποικιλότητα, μπορεί να παρατηρηθούν στην ίδια λιμνοθάλασσα, όπου τα πιο εσωτερικά της σημεία παρουσιάζουν χαμηλή βιοποικιλότητα, ενώ κοντά στο κανάλι επικοινωνίας με τη θάλασσα, η βιοποικιλότητα είναι υψηλότερη (Nikolaidou et al, 2005). Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ενδεχομένως επηρεάζουν την κατανομή των μακροφύτων, όπως φυσικοί, γεωλογικοί και γεωχημικοί, των οποίων η κατανόηση είναι απαραίτητη, για να γίνει κατανοητή η σπουδαιότητά τους (Nicοlaidou et al., 2005, Obrador et al., 2010). Σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΕ, τα βενθικά μακρόφυτα αποτελούν ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση αλλά, και για την παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτινων συστημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς είναι ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές αλλαγές και αντικατοπτρίζουν την οικολογική ποιότητα των υδάτων. Αυτοί οι οργανισμοί χρησιμοποιούνται ως δείκτες γιατί, κάποια συγκεκριμένα είδη ή ομάδες ειδών, είναι αντιπροσωπευτικά συγκεκριμένων υδατικών τύπων, ενώ παράλληλα, επηρεάζονται αρνητικά από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Πέραν των ανθρωπογενών επιδράσεων, υπάρχει και μια φυσική ποικιλομορφία στη σύνθεση και στην κατανομή των μακροφύτων, η οποία σχετίζεται με τις μεγάλες χρονικές και χωρικές περιβαλλοντικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα σε μια λιμνοθάλασσα. Οπότε, για να μπορέσουν τα μακρόφυτα να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες της ανθρώπινης παρέμβασης, θα πρέπει πρώτα να έχουν γίνει κατανοητές οι επιπτώσεις αυτών των περιβαλλοντικών μεταβολών στα μακρόφυτα. (Christia et al., 2011). Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, οι αυξημένες εισροές θρεπτικών στα παράκτια οικοσυστήματα, έχουν ευνοήσει την εξάπλωση γρήγορα αναπτυσσόμενων μακροαλγών, τα οποία αντικαθιστούν τα γνήσια ριζωμένα στον πυθμένα μακρόφυτα, και οδηγούν σε έντονες περιβαλλοντικές αλλαγές. Η εξαφάνιση της βυθισμένης υδρόβιας χλωρίδας, μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης της επιβάρυνσης των νερών με θρεπτικά (Papastergiadou et al., 2008), τα οποία κατ επέκταση, υποβαθμίζουν την ποιότητα του υδατικού συστήματος. Γι αυτό, ο χαρακτηρισμός της υδρόβιας βλάστησης σε αυτά τα οικοσυστήματα, καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση της οικολογικής τους ποιότητας. 13

33 1.5. Μέθοδοι αποτύπωσης του πυθμένα και της υδρόβιας βλάστησης Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει γνώση για τη μορφολογία και τη βλάστηση του πυθμένα των υδάτινων σωμάτων, καθώς αυτή η γνώση θα μπορέσει να διευκολύνει την προστασία τους, αλλά και τη διαχείρισή τους. Για την κατασκευή χαρτών της χωρικής κατανομής της υδρόβιας βλάστησης υπάρχουν διάφορες μέθοδοι (Pasqualini et al., 1998, Pasqualini et al., 1999, Piazzi et al., 2000), εκ των οποίων, οι πιο διαδεδομένοι είναι: Η δειγματοληψία στο πεδίο Η λήψη αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων Η χρήση του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης Πιο αναλυτικά, η δειγματοληψία στο πεδίο είναι πολύ σημαντική για την ταυτοποίηση του εκάστοτε αντικειμένου μελέτης, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και, πολλές φορές, είναι χωρικά περιορισμένη. Επιπρόσθετα, η λήψη αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων αποτελεί μια γρήγορη μέθοδο εκτίμησης της φυτοκάλυψης του πυθμένα και μπορεί να γίνει σε μεγάλη κλίμακα. Όμως, η χρήση της περιορίζεται σε ρηχά περιβάλλοντα, ενώ η ακρίβειά της επηρεάζεται από διάφορους μη ελεγχόμενους παράγοντες, όπως είναι η θολερότητα του νερού και η νεφοκάλυψη. Αντίθετα, ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης (Side scan sonar, SSS), δεν επηρεάζεται από αυτούς τους παράγοντες (θολερότητα νερού, νεφοκάλυψη, τραχύτητα της επιφάνειας του νερού) και έχει την ικανότητα να αποτυπώνει τη μορφολογία του πυθμένα με ηχητικά κριτήρια, όπου μέσα από αυτή τη διαδικασία, παράγονται οι ηχογραφίες, οι οποίες είναι δισδιάστατες απεικονίσεις της επιφάνειάς του (Winfield et al., 2007, Christia et al., 2013). Η πιο αποτελεσματική μεθοδολογική προσέγγιση για την αποτύπωση της φυτοκάλυψης του πυθμένα είναι η συνδυαστική χρήση ηχοβολιστικών μεθόδων και των δειγματοληψιών πεδίου, με βάση τα αποτελέσματα της ηχοβολιστικής αποτύπωσης Ακουστικές/ ηχοβολιστικές μέθοδοι αποτύπωσης της φυτοκάλυψης του πυθμένα Οι ακουστικές/ ηχοβολιστικές μέθοδοι προσδιορισμού της φυτοκάλυψης του πυθμένα είναι οι εξής (Blondel, 2007, Savini, 2011): Απλός ηχοβολιστής Ηχοβολιστικό σύστημα πολλαπλής ηχητικής δέσμης 14

34 Ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης Ο απλός ηχοβολιστής (Εικόνα 1.2.), είναι η πιο απλή και η πιο συνηθισμένη μέθοδος αποτύπωσης του πυθμένα. Εκπέμπει τον ήχο κατακόρυφα προς τον πυθμένα έτσι που δεν προσκρούει πάνω σε πέτρες ή υφάλους. Το βάθος προσδιορίζεται με τη μέτρηση του χρόνου που απαιτείται για να διανύσει ο ήχος την απόσταση από τον πομπό μέχρι τον πυθμένα και να επιστρέψει στο δέκτη. Εικόνα 1.2.: Μονοδεσμικός ηχοβολιστής (Paleokrassas et al., 2008) Το ηχοβολιστικό σύστημα πολλαπλής ηχητικής δέσμης (Εικόνα 1.3.), σε αντίθεση με τον απλό ηχοβολιστή, εκπέμπει πολλαπλές ηχητικές δέσμες και γίνεται ταυτόχρονα μέτρηση του βάθους σε ισάριθμα σημεία. Έτσι, καθώς κινείται το σκάφος, πραγματοποιείται συνεχιζόμενη εκπομπή πολλαπλής ηχητικής δέσμης, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται βυθομέτρηση όχι μόνο σε μια γραμμή, αλλά σε ολόκληρη ζώνη. Εικόνα 1.3.: Ηχοβολιστικό σύστημα πολλαπλής ηχητικής δέσμης (Paleokrassas et al., 2008) 15

35 Τέλος, ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης (Εικόνα 1.4.), όπως έχει ήδη προαναφερθεί, εκπέμπει τον ήχο πλευρικά και αποτυπώνει με ηχητικά κριτήρια τη μορφολογία του πυθμένα, δίνοντας δισδιάστατες απεικονίσεις του πυθμένα, τις ηχογραφίες (Siljeström et al., 1996, Savini, 2011). Είναι ένα σύστημα, το οποίο αποτελείται από τους ημιπλωτούς πομποδέκτες που τοποθετούνται στην ηχοβολιστική τορπίλη, το καλώδιο μεταφοράς του σήματος που είναι συγχρόνως και καλώδιο σύρσης και μια καταγραφική μονάδα δύο καναλιών (Fish et al., 1990). Στο Παράρτημα ΙΙ του παρόντος κειμένου, περιγράφονται λεπτομερώς, ο σχηματισμός και η αρχή λειτουργίας της ηχογραφίας, καθώς και οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα των ηχογραφιών. Εικόνα 1.4.: Ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης ( Ερμηνεία ηχογραφιών Η ηχογραφία ενός ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης στοιχειοθετείται με την καταγραφή των επιστρεφόμενων ηχητικών κυμάτων με τη μορφή ιχνών διάφορων χρωματικών τόνων. Ο χρωματικός τόνος των σύνηθων ηχογραφιών κυμαίνεται από μαύρος έως λευκός με όλους τους ενδιάμεσους τόνους. Ο χρωματικός τόνος εξαρτάται από την ανακλαστικότητα των διάφορων περιοχών του πυθμένα. Σκουρόχρωμους τόνους καταγραφής σχηματίζουν πχ. η άμμος ή η ιλύς, καθώς έχουν χαμηλή ανακλαστικότητα ενώ, τα βράχια, τα χαλίκια ή η βλάστηση είναι καλύτεροι ανακλαστήρες (υψηλή ανακλαστικότητα) και σχηματίζουν πιο έντονους χρωματικούς τόνους (Flemming, 1976). Στην Εικόνα 1.5., το σκούρο καφέ χρώμα δηλώνει απουσία φυτοκάλυψης ή παρουσία πολύ αραιής φυτοκάλυψης 16

36 και άρα ύπαρξη ιζήματος, ενώ το ανοιχτό καφέ χρώμα, δηλώνει την ύπαρξη φυτοκάλυψης (Παπαθεοδώρου, 2009). Εικόνα 1.5.: Απεικόνιση χρωματικών τόνων (Christia et al., 2013) Επιπλέον, η τοπογραφία του πυθμένα καθορίζει την ανάκλαση της ενέργειας από την ηχητική δέσμη. Επιφάνειες με κλίσεις προς τα πάνω είναι σαφώς καλύτεροι ανακλαστήρες από επιφάνειες με κλίσεις προς τα κάτω. Αυτό συμβαίνει γιατί μικραίνει η γωνία πρόσπτωσης της ηχητικής δέσμης. Δηλαδή, τοπογραφία με μικρότερη γωνία πρόσπτωσης εμφανίζεται πιο φωτεινή στην καταγραφή. Η ερμηνεία των ηχογραφιών έγκειται στη διακριτική ικανότητα του χειριστή, αλλά θα ήταν ακόμα πιο εύκολη, αν ο χειριστής γνωρίζει, εκ των προτέρων, τι καταγραφές σχηματίζουν οι διάφορες δομές του πυθμένα (λόφοι, βυθίσματα, ρυτιδώσεις κ.α.) (Flemming, 1976, Παπαθεοδώρου, 2009) Δυσκολίες στην ερμηνεία των ηχογραφιών Επειδή, η ερμηνεία της ηχογραφίας είναι μια ποιοτική διαδικασία, απαιτείται η μελέτη ολόκληρης της καταγραφής και συχνά παλαιότερων δεδομένων για την εκάστοτε περιοχή. Ο χειριστής θα πρέπει να έχει την εμπειρία να διακρίνει τις καταγραφές που είναι λανθασμένες και δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που προσθέτουν ή αφαιρούν πράγματα από μια καταγραφή. Οι παράγοντες αυτοί είναι: οι ηχητικές σκιές, οι στροφές, ο θόρυβος και διάφορων ειδών παραμορφώσεις στις καταγραφές (Παπαδάκης, 2007). Η ερμηνεία των ηχητικών σκιών (Εικόνα 1.6.) εξαρτάται από τη θέση τους, το σχήμα τους και την έντασή τους. Κάθε αντικείμενο που έχει κλίση ως προς τον πυθμένα ανακλά περισσότερη ενέργεια στον πομποδέκτη απ ότι η υπόλοιπη περιοχή γύρω του, επειδή η πρόσπτωση του παλμού για το αντικείμενο γίνεται σε μικρότερη γωνία. Επειδή, το αντικείμενο αυτό θα ανακλάσει την περισσότερη 17

37 ενέργεια, η γύρω περιοχή θα δεχτεί λιγότερη ενέργεια και κατά συνέπεια θα ανακλάσει λιγότερη ενέργεια. Η περιοχή που ανακλά λιγότερη ενέργεια εμφανίζεται πιο σκοτεινή στην καταγραφή και αναφέρεται ως ζώνη «ηχητικής σκιάς». Όμως, οι σκιές δεν είναι οι μόνες σκοτεινές περιοχές στις καταγραφές. Σκοτεινή παρουσιάζεται και η υδάτινη στήλη λόγω της πολύ μικρής ανάκλασης της ενέργειας από το νερό, ενώ υπάρχουν περιοχές μικρής ανακλαστικότητας από μαλακά ιζήματα, αλλά και αντικείμενα τα οποία είναι προσανατολισμένα έτσι, ώστε να δίνουν μικρή ανάκλαση. Εικόνα 1.6.: Απεικόνιση σκιών (Christia et al., 2013) Με άλλα λόγια, οι ηχητικές σκιές δίνουν πληροφορίες για τη μορφολογία του πυθμένα. Δηλαδή, η διάταξή τους σε σχέση με τη θέση της τορπίλης διακρίνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πυθμένα σε υβώματα και κοιλώματα (Εικόνα 1.7.). Όταν, για παράδειγμα, σε διεύθυνση απομάκρυνσης από την ηχοβολιστική τορπίλη, μια περιοχή έντονης ανακλαστικότητας ακολουθείται από ηχητική σκιά, αυτό δηλώνει την ύπαρξη υβώματος, ενώ αντίθετα όταν η περιοχή ηχητικής σκιάς ακολουθείται από περιοχή έντονης ανακλαστικότητας, δηλώνει την ύπαρξη κοιλώματος (Παπαπαθεοδώρου, 2009). Οι στροφές έχουν την ιδιότητα να παραμορφώνουν μια κανονική καταγραφή. Κατά τη διάρκεια της στροφής, ο πομποδέκτης δε σαρώνει σε ευθεία γραμμή και οι ανακλάσεις στη μια πλευρά προέρχονται από μικρότερη περιοχή σε σχέση με την άλλη. Επίσης, εμφανίζονται γεωλογικές δομές που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Όσον αφορά στην τορπίλη, μειώνεται το μήκος του καλωδίου, με αποτέλεσμα να ασκούνται δυνάμεις άνωσης στην τορπίλη και να διαταράσσεται η πορεία της. Επιπλέον, συμβαίνει επιβράδυνση της τορπίλης. 18

38 Εικόνα 1.7.: Σχηματική απεικόνιση του τρόπου αναγνώρισης υβώματος (α) και κοιλώματος (β) (Παπαθεοδώρου, 2009) Ο θόρυβος (Εικόνα 1.8.), είναι η καταγραφή ενός σήματος που θέλουμε να αποφύγουμε. Μπορεί να εμφανιστεί στην καταγραφή, ως κηλίδα, ως λευκή κηλίδα, ως συνεχείς ή διακοπτόμενες γραμμές ή ταινίες. Το θετικό είναι ότι, είναι σχετικά εύκολα αντιληπτός και μπορεί να αφαιρεθεί πλήρως ή και μερικώς. Θόρυβος μπορεί να προκληθεί από τον άνεμο στην επιφάνεια του νερού, τις προπέλες, τα ρεύματα ή από κοπάδια ψαριών (Flemming, 1976, Savini, 2011). Εικόνα 1.8.: Απεικόνιση θορύβου (εικόνα από το μωσαϊκό του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας) Σε μια ηχογραφία μπορεί να εμφανίζονται και διάφορες παραμορφώσεις (Fish et al, 1990). Δηλαδή, μπορεί να υπάρχουν παραμορφώσεις: λόγω αστάθειας της ηχοβολιστικής τορπίλης (ρυθμική ανύψωση και βύθιση της τορπίλης, και στον οριζόντιο άξονα, απόκλιση της πορείας της τορπίλης), λόγω μεταβολών στην ταχύτητα, λόγω του ύψους πτήσης της τορπίλης, ή λόγω κλίσης (slant range). Άλλα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν στις καταγραφές είναι η λήψη σήματος από περιοχές εκτός ακτίνας δράσης, οι επιφανειακές ανακλάσεις ή τα απόνερα του σκάφους έρευνας. 19

39 Όλα τα προαναφερθέντα είναι πολύ σημαντικές πληροφορίες που βοηθούν και στην αναγνώριση της υδρόβιας βλάστησης που φύεται στον πυθμένα. Βέβαια, συνήθως, η χωρική κατανομή των φυτών είναι ασυνεχής, γεγονός που βοηθά στην αναγνώρισή τους (Παπαθεοδώρου, 2009) Μωσαϊκά πυθμένα Τα μωσαϊκά δημιουργούνται από γειτονικές καταγραφές (δηλαδή ενώνοντας τη μια ηχογραφία με την παρακείμενή της) με επαρκή επικάλυψη, ώστε να απεικονίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά (Penrose et al., 2005). Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα καθώς, μπορούμε να δούμε πως φαίνεται μια μεγάλη περιοχή του πυθμένα, προκειμένου να εξηγηθούν τα δεδομένα που συλλέγονται. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να βγάλουμε συμπεράσματα μελετώντας την κάθε πορεία ξεχωριστά (Linder, 1994, Παπαδάκης, 2007) Ταξινόμηση των ηχογραφιών Μετά τη δημιουργία του μωσαϊκού, ακολουθεί η ταξινόμηση των χαρακτηριστικών που έχουν αποτυπωθεί σε μια ηχογραφία. Πρόκειται για μια διαδικασία, κατά την οποία γίνεται ομαδοποίηση των περιοχών με παρόμοια ακουστική υπογραφή και στη συνέχεια τους αποδίδονται πληροφορίες που σχετίζονται με τα φυσικά ή βιολογικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι, οι περιοχές αυτές μπορούν να περιγραφούν με βάση την ομαδοποίηση που έχει γίνει (ταξινόμηση). Πρέπει να τονιστεί ότι, παρόλο που οι ηχογραφίες μπορεί να είναι υψηλής ανάλυσης, απαιτείται η επιβεβαίωση (ground truthing) μέσω φωτογραφιών, βίντεο ή δειγματοληψιών. Η διαδικασία της ταξινόμησης των διαφορετικών χαρακτηριστικών των ηχογραφιών, συνήθως, πραγματοποιείται στο περιβάλλον του GIS, μέσω της ψηφιοποίησης πολυγώνων όμοιας υφής και έντασης που παρουσιάζει το κάθε μωσαϊκό (Penrose et al., 2005) Καλύψεις/ Χρήσεις γης Οι καλύψεις και οι χρήσεις γης είναι δύο διαφορετικές έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται ή να θεωρούνται ταυτόσημες. Ως χρήση γης (land use) νοείται ο τρόπος χρήσης της γης από τον άνθρωπο και αντιπροσωπεύει κυρίως τις οικονομικές δραστηριότητες (Campbell, 2002, Καρτάλης et al., 2006). Η μελέτη και η ποσοτικοποίηση των δεδομένων των χρήσεων γης δεν είναι πάντοτε άμεσα 20

40 αντιληπτές. Παραδείγματος χάρη, μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή η χρήση γης στην περίπτωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση ενός δάσους. Ως καλύψεις γης (land cover) νοούνται τα διάφορα φυσικά και ανθρωπογενή στοιχεία που καταλαμβάνουν την επιφάνεια του εδάφους (Καρτάλης et al., 2006). Τύποι καλύψεων γης είναι το δάσος, οι καλλιέργειες, οι διαφορετικοί τύποι οικοτόπων κ.α. Τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί σημαντικές αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης σε χρονική και χωρική κλίμακα, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης του πληθυσμού. Λαμβάνοντας υπόψη τις βιοτικές και αβιοτικές παραμέτρους των οικοσυστημάτων, οι αλλαγές αυτές προκαλούν άμεσες και έμμεσες συνέπειες. Παρόλο που αυτές οι αλλάγες έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο σε τοπικό επίπεδο, μπορούν να επιφέρουν και παγκόσμιες περιβαλλοντικές αλλαγές. Γι αυτό το λόγο, καθίσταται απαραίτητη η παρακολούθηση των αλλαγών των καλύψεων/ χρήσεων γης αλλά, και η εκτίμηση των επιπτώσεων των αλλαγών αυτών, που θα βοηθά στη λήψη ορθών αποφάσεων για τη βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος. Όταν υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης των μεταβολών των καλύψεων/ χρήσεων γης σε βάθος χρόνου, παρέχεται ένα πλαίσιο εφαρμογής οικολογικών ερευνών και σωστού σχεδιασμού πολιτικών διαχείρισης (Papastergiadou et al., 2008). Ειδικότερα, η παρακολούθηση των αλλαγών στις καλύψεις/ χρήσεις γης στα υγροτοπικά συστήματα (μελέτη της έκτασης, της δομής και της λειτουργίας τους) είναι πολύ σημαντική. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο καθορίζονται οι αιτίες και οι συνέπειες που οδήγησαν στην υποβάθμισή τους, αλλά παρέχονται και λύσεις για την προστασία και την αποκατάστασή τους. Η παρακολούθηση είναι εξίσου σημαντική και για την ελαχιστοποίηση μελλοντικών πιέσεων, αλλά και για την αναστολή της περαιτέρω υποβάθμισης (Papastergiadou et al., 2008). Η κατοχή αυτής της γνώσης είναι «δύναμη», ιδιαιτέρως, ύστερα από μια μεγάλη καταστροφή ή ύστερα από απότομες αλλαγές που δεν επιτρέπουν στο εκάστοτε σύστημα να επανέλθει στην προυπάρχουσα κατάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φωτιές που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα το καλοκαίρι του έτους 2007 όπου, καταστράφηκε το 22,3 % ( στρ.) των προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου «Natura 2000» στην περιοχή της Πελοποννήσου (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2007). Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, ο κλάδος της Τηλεπισκόπησης σε συνδυασμό με τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS), μπορούν να παρέχουν ένα εξαιρετικό πλαίσιο για τη γρήγορη συλλογή, επεξεργασία και σύνθεση των αντίστοιχων δεδομένων. Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμα δορυφορικά δεδομένα πριν από το 1972, η φωτοερμηνεία των ιστορικών αεροφωτογραφιών έχει ευρέως αναγνωριστεί ως μια πολύ σημαντική πηγή πληροφόρησης για την έρευνα της δυναμικής των φυσικών οικοσυστημάτων (Mallinis et al., 2011). 21

41 Το πρόγραμμα CORINE LANDCOVER Το πρόγραμμα Corine (Coordination of Information on the Environment) είναι ένα πρόγραμμα που εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται ουσιαστικά για μια βάση δεδομένων, υπό μορφή χάρτη, που αφορά στις καλύψεις/ χρήσεις γης της επιφάνειας της γης και καλύπτει όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (Αλεξανδρής, 2009). Στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν λάβει χώρα πολλές αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης, οι οποίες οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη μετακίνηση των ανθρώπων στις παράκτιες περιοχές, στις δασικές πυρκαγιές, στα ανοιχτά ορυχεία, στη ξυλεία, στη ραγδαία επέκταση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον τουρισμό και στην εντατικοποίηση της γεωργίας. Επιπρόσθετα, η αστικοποίηση και η βιομηχανοποίηση συνεισφέρουν στην υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και επάγουν αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης. Οι περιβαλλοντικές και οικολογικές συνέπειες του μετασχηματισμού του τοπίου είναι πιο έντονες στα φυσικά οικοσυστήματα, καθώς απειλούνται οι αξίες τους, ο πολυ λειτουργικός τους ρόλος και η βιωσιμότητά τους (Mallinis et al., 2011). Ο συντονισμός του Corine γίνεται από το Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Center, JRC) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος (European Environmental Agency, EEA). Υπάρχουν δύο εκδόσεις Corine (1990 και 2000), οι οποίες διατίθενται δωρεάν για μη εμπορικούς σκοπούς. Το Corine Land Cover (CLC) είναι μια βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος CORINE. Περιλαμβάνει έναν κατάλογο όπου αποτελείται από 44 κατηγορίες κάλυψης γης, οι οποίες είναι ομαδοποιημένες ιεραρχικά σε τρία επίπεδα (Παραρτήματα ΙΙΙα και ΙΙΙβ του παρόντος κειμένου). Όλες οι ομάδες εργασίας έπρεπε να υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση καλύψεων/χρήσεων γης, ανάλογα με την κατάσταση που επικρατούσε σε κάθε χώρα. Παρόλο που αυτές οι 44 κατηγορίες δεν έχουν αλλάξει από την εφαρμογή του πρώτου καταλόγου του Corine Land Cover ( ), οι ορισμοί μερικών κατηγοριών έχουν βελτιωθεί σημαντικά (Bossard et al., 2000, Buttner et al., 2004) Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Geographic Information Systems, G.I.S.) Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), ευρέως γνωστά και ως G.I.S. (Geographic Information Systems), είναι συστήματα διαχείρισης χωρικών δεδομένων (spatial data) και συσχετισμένων ιδιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών είναι «ένα 22

42 σύστημα υλικού, λογισμικού και διαδικασιών, που σχεδιάστηκε για να υποστηρίξει την καταγραφή, τη διαχείριση, το χειρισμό, την ανάλυση, την επεκτασιμότητα και την απεικόνιση χωρικών δεδομένων, προκειμένου να επιλυθούν τα πολύπλοκα προβλήματα σχεδιασμού και διαχείρισης» (Goodchild et al., 1995). Το GIS είναι ένα πολύτιμο εργαλείο το οποίο, χρησιμοποιείται ευρέως για την έρευνα των υδάτινων συστημάτων καθώς, παρέχει τη δυνατότητα εισαγωγής, αποθήκευσης, διαχείρισης και ανάλυσης δεδομένων. Βέβαια, η πληρότητα και η ακρίβεια των δεδομένων καθορίζει την ποιότητα της ανάλυσης και φυσικά, την ποιότητα του τελικού προϊόντος (Papastergiadou et al., 2008). Οι εφαρμογές των GIS είναι πολυποίκιλες. Ενδεικτικά, μερικοί από τους τομείς εφαρμογών τους είναι (Goodchild et al., 1995): Ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός Η καταγραφή, προστασία και διαχείριση ιδιωτικής, δημόσιας και δημοτικής ακίνητης περιουσίας Τα δίκτυα Κοινής Ωφέλειας (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτισμός, τηλεπικοινωνίες, φυσικό αέριο κ.α.) Η έρευνα, χαρτογράφηση και παρακολούθηση ειδών και βιοκοινοτήτων Η παρακολούθηση, προστασία και διαχείριση περιβάλλοντος και φυσικών πόρων Ο σχεδιασμός και προγραμματισμός χρήσεων γης Οι κυκλοφοριακές και συγκοινωνιακές μελέτες Η αγροτική ανάπτυξη και αναδιάρθρωση 1.9. Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης Ως αντικείμενο μελέτης επιλέχθηκε η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» με κωδικό GR Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της, παρουσιάζουν ιδιαίτερη γεωμορφολογία και ποικιλομορφία ενδιαιτημάτων και τύπων βλάστησης, όπου φιλοξενούνται πολλά είδη πανίδας και χλωρίδας. Η περιοχή έχει διερευνηθεί ως προς τα ασπόνδυλα (Arvanitidis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000a, 2000b, McArthur et al., 2000, Arvanitidis et al., 2005a, 2005b, Chatzigeorgiou et al., 2011), τα βαρέα μέταλλα και τους υδρογονάνθρακες (Kornilios et al., 1997), ενώ αναφέρονται και οι τύποι 23

43 βλάστησης της ευρύτερης περιοχής (Korakis, 1999, Κουτρούμπα, 2011). Επίσης, κάποιοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί με τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της υδάτινης στήλης της λιμνοθάλασσας (Μπούζος et al., 2002b) ή έχουν μελετήσει τη λιμνοθάλασσα από ιζηματολογικής πλευράς (Μπούζος et al., 2002a) ή υπό μια ευρύτερη σκοπιά (Tiniakos et al., 1997, Nicolaidou et al., 2005). Η ευρύτερη περιοχή της Γιάλοβας δέχεται πιέσεις, είτε ανθρωπογενείς (μέσω της οικιστικής, αγροτικής, τουριστικής ή/και βιομηχανικής ανάπτυξης), είτε λόγω των ατυχημάτων που έχουν συμβεί στο γειτονικό παράκτιο οικοσύστημα του κόλπου του Ναυαρίνου, όπως για παράδειγμα τα ατυχήματα των πετρελαιοφόρων (Tiniakos et al., 1997, Η λιμνοθάλασσα εντάσσεται στην κατηγορία των μεταβατικών υδάτων, τα οποία εξ ορισμού, δέχονται την επίδραση της θάλασσας και των γλυκών νερών. Ταυτόχρονα, θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητο οικοσύστημα και επιρρεπές σε συχνές διακυμάνσεις, αναφορικά με τις περιβαλλοντικές της παραμέτρους σε καθημερινή, αλλά και εποχική βάση. Κατ επέκταση, είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσουν αλλαγές στη δομή και στο πρότυπο κατανομής των οργανισμών που διαβιούν στο εσωτερικό της. Υπό αυτή την έννοια, η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, μπορεί να θεωρηθεί ως εκ φύσεως οικότοπος υπό πίεση (Koutsoubas et al., 2000a). Με βάση τα προαναφερθέντα, οι επιμέρους στόχοι της παρούσας έρευνας είναι: Η καταγραφή των τύπων οικοτόπων που συνθέτουν το τοπίο στην περιοχή μελέτης. Η παρακολούθηση των φυσικοχημικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας. Η διερεύνηση της παρουσίας και της αφθονίας της υδρόβιας χλωρίδας. Μέσω: της ηχοβολιστικής (ακουστικής) αποτύπωσης της μορφολογίας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, με τη χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar, SSS) και της καταγραφής των καλύψεων/ χρήσεων γης, στα όρια που έχουν καθοριστεί από το Δίκτυο «Natura 2000», μέσω των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), με χρήση του συστήματος ταξινόμησης του Corine Land Cover Με απώτερο στόχο: την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας. 24

44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 2.1. Περιγραφή περιοχής μελέτης Η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου «Natura 2000»: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι) και Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Νικόλαος» βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα όρια του ΥΔ Δυτικής Πελοποννήσου (ΥΔ 01) (Χάρτης 2.1.) και συγκεκριμένα στα όρια της Λεκάνης Απορροής Πάμισου Νέδοντος Νέδα (GR32) (ΥΠΕΚΑ, 2012). Χάρτης 2.1.: Αριστερά: Υδατικό Διαμέρισμα Δυτικής Πελοποννήσου (ΥΔ 01). Δεξιά: Λεκάνες Απορροής ΥΔ Δυτικής Πελοποννήσου (ΥΠΕΚΑ, 2012) Έχει έκταση περίπου 35 Km 2 και απαντά σε γεωγραφικό μήκος 21ᵒ 40 και πλάτος 36ᵒ 58. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Πύλου Νέστορος ενώ, ο πληθυσμός στο δημοτικό διαμέρισμα της Πύλου, σύμφωνα με την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ το 2011, φτάνει στους κατοίκους (ΥΠΕΚΑ, 2012). Τα βόρεια όρια της περιοχής μελέτης, σύμφωνα με τον παρακάτω χάρτη (Χάρτης 2.2.), φτάνουν μέχρι και τον ποταμό Σελά, ενώ συμπεριλαμβάνεται και η παραλία «Μάτι». Δυτικά, η περιοχή μελέτης διαγράφεται από τις ακτές του Ιόνιου πελάγους, ενώ συμπεριλαμβάνεται και η νήσος Σφακτηρία. Ανατολικά οριοθετείται από την επαρχιακή οδό Φιλιατρών Κορυφασίου και την εθνική οδό Κυπαρισσίας Πύλου και εκτείνεται ως την Πύλο. Οι οικισμοί που απαντούν στα στενά 25

45 όρια της περιοχής είναι ο Ρωμανός, το Πετροχώρι και η Γιάλοβα ( Στο Παράρτημα VIII του παρόντος κειμένου, υπάρχουν ενδεικτικά μερικές φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν κατά τις δύο επισκέψεις στην περιοχή. Όσον αφορά στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, πρόκειται για έναν υφάλμυρο υγρότοπο, έκτασης περίπου 2.5 Km 2, που δέχεται την εισροή του θαλασσινού νερού και των γλυκών νερών από τα ανατολικά της λιμνοθάλασσας, ενώ ξεραίνεται κατά τμήματα το καλοκαίρι. Το βάθος της κυμαίνεται, ανάλογα την εποχή, από 0,70 έως 1,5 m, ενώ η επικοινωνία της με τον κόλπο του Ναυαρίνου γίνεται διαμέσου ενός καναλιού, το οποίο έχει 100 m μήκος, 10 m πλάτος και 1,2 m βάθος ( δηλαδή, σύμφωνα με τον Kjerfve (1986), πρόκειται για μια κλειστή λιμνοθάλασσα (choked). Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας ( Ως προς το καθεστώς προστασίας, ο υγρότοπος προστατεύεται ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής και Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), ενώ μαζί με την κοντινή Σφακτηρία έχει κηρυχθεί Τόπος Κοινοτικού Ενδιαφέροντος (ΤΚΕ). Η περιοχή προστατεύεται, επίσης, ως αρχαιολογικός χώρος και έχει κηρυχθεί Περιοχή Εξαιρετικής Φυσικής Ομορφιάς (Bonetti, 2008). Χάρτης 2.2.: Περιοχή μελέτης ( 26

46 2.2. Κλίμα Το κλίμα, για την ευρύτερη περιοχή μελέτης, προέκυψε από την ανάλυση μιας σειράς δεδομένων που αφορούν στο διάστημα των ετών 1961 έως 1990, από το μετεωρολογικό σταθμό της Μεθώνης Μεσσηνίας, ο οποίος έχει υψόμετρο 34 m ( και βρίσκεται 10 Km από την περιοχή (Korakis, 1999). Για το χαρακτηρισμό του κλίματος μιας περιοχής χρησιμοποιούνται οι παράγοντες θερμοκρασία και βροχόπτωση (ΥΠΕΚΑ, 2012) Θερμοκρασία και βροχόπτωση Οι τιμές της θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης συνάδουν με το τυπικό μεσογειακό κλίμα. Οι μέσες μηνιαίες μέγιστες θερμοκρασίες καταγράφονται τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ οι μέσες μηνιαίες ελάχιστες θερμοκρασίες τους χειμερινούς μήνες. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα δεδομένα του Πίνακα 2.1., η μέση μηνιαία μέγιστη θερμοκρασία σημειώνεται το μήνα Αύγουστο (28,5ᵒC) ενώ, η μέση ελάχιστη θερμοκρασία σημειώνεται το μήνα Ιανουάριο (7,8ᵒC). Όσον αφορά στις βροχοπτώσεις, οι περισσότερες έλαβαν χώρα κατά τους χειμερινούς μήνες, όπου η μέση μέγιστη μηνιαία βροχόπτωση σημειώθηκε το Δεκέμβριο (141,7 mm) και η μέση ελάχιστη μηνιαία βροχόπτωση τον Ιούλιο (0,4 mm). Ο μέσος αριθμός των συνολικών ημερών βροχής φτάνουν τις 104,5 κάθε έτος, με το Δεκέμβριο να έχει συνολικά 17,4 ημέρες βροχής και τον Ιούλιο να έχει συνολικά 0,4 ημέρες βροχής ( Πίνακας 2.1.: Μέση μηνιαία, μέση ελάχιστη μηνιαία και μέση μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία (ᵒC) και βροχόπτωση (mm) στο μετεωρολογικό σταθμό Μεθώνης την περίοδο ( Μήνας Μέση Μηνιαία θερμοκρασία ( ο C) Μέση Μηνιαία Ελάχιστη θερμοκρασία ( ο C) Μέση Μηνιαία Μέγιστη θερμοκρασία ( ο C) Μέση Μηνιαία βροχόπτωση (mm) Μέση Μηνιαία Ελάχιστη βροχόπτωση (mm) Μέση Μηνιαία Μέγιστη βροχόπτωση (mm) Μέσος αριθμός ημερών με υετό Ι 11,3 7,8 14,6 117,0 23,1 194,7 17 Φ 11,5 7,9 14,8 82,0 12,6 183,5 14,6 Μ 13,0 9,1 16,1 65,8 0,0 163,5 11,6 Α 15,5 11,4 18,4 31,8 2,0 75,8 8,6 Μ 19,1 14, ,9 0,0 62,9 4,7 Ι 22,5 18,3 25,4 3,4 0,0 34,8 2,1 Ι 24,9 20,7 27,7 0,4 0,0 7,0 0,4 Α 25,6 21,2 28,5 4,2 0,0 37,3 1,3 Σ 23,6 19,0 26,8 30,3 0,0 180,7 3,8 Ο 19,6 15,3 23,4 102,1 10,9 522,4 10,3 Ν 16,0 12,3 19,6 114,0 7,3 296,1 12,7 Δ 13,0 9,6 16,3 141,7 35,5 345,6 17,4 27

47 Σχετική υγρασία Η μέση μηνιαία σχετική υγρασία (%) δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εποχικές μεταβολές. Η μέση ετήσια τιμή της είναι 72,6%, με τη μέγιστη τιμή να παρατηρείται τον Δεκέμβριο (74,6%) και την ελάχιστη τιμή να παρατηρείται το Σεπτέμβριο (69,8%) ( Ταχύτητα και διεύθυνση ανέμων Οι άνεμοι που επικράτησαν στην ευρύτερη περιοχή της Πύλου, σύμφωνα με το μετεωρολογικό σταθμό της Μεθώνης, παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.2. και στο Σχήμα 2.1. ( Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό των ετών, οι άνεμοι είχαν νοτιοανατολική διεύθυνση (ΝΑ) και η μέση μηνιαία ταχύτητά τους κυμάνθηκε μεταξύ των 4,6 και 5,9 m/sec. Η μέγιστη μέση μηνιαία ταχύτητα σημειώθηκε το Φεβρουάριο (5,9 m/sec) και η ελάχιστη μέση μηνιαία ταχύτητα σημειώθηκε το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο (4,6 m/sec). Πίνακας 2.2.: Μέση μηνιαία ταχύτητα ανέμου (m/sec) μεταξύ των ετών ( Μέση μηνιαία Μήνας ταχύτητα ανέμου (m/sec) Ι 5,7 Φ 5,9 Μ 5,6 Α 5,5 Μ 4,9 Ι 5,1 Ι 5,2 Α 5,1 Σ 4,6 Ο 4,6 Ν 5,3 Δ 5,8 Σχήμα 2.1.: Μέση μηνιαία ταχύτητα ανέμων κατά τα έτη , σύμφωνα με το μετεωρολογικό σταθμό Μεθώνης ( Βιοκλίμα Στην ευρύτερη λεκάνη απορροής της περιοχής μελέτης, τα κατακρημνίσματα είναι αρκετά σημαντικά και φτάνουν, περίπου, τα mm κατά μέσο όρο το χρόνο. Το πλείστο των 28

48 βροχοπτώσεων παρουσιάζεται από τον Οκτώβριο έως και το Μάρτιο, με πιο υγρό μήνα το Δεκέμβριο και πιο ξηρό τον Ιούλιο (ΥΠΕΚΑ, 2012). Για τον καθορισμό του βιοκλίματος της περιοχής μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν τα κλιματολογικά δεδομένα της περιόδου από το μετεωρολογικό σταθμό της Μεθώνης. Υπολογίστηκε το ομβροθερμικό πηλίκο Q 2 του Emberger, σύμφωνα με τον τύπο Q 2 = 2000*P/(M 2 m 2 ), όπου P είναι η συνολική ετήσια βροχόπτωση, M είναι η μέση τιμή των μεγίστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα (σε βαθμούς Κ) και m είναι η μέση τιμή των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα (σε βαθμούς Κ). Η τιμή του δείκτη Q 2 υπολογίστηκε και είναι ίση με 117,2, ενώ η τιμή m είναι 7,8 0 C. Σύμφωνα με το κλιματικό διάγραμμα του Emberger Sauvage (Σχήμα 2.2.), η περιοχή μελέτης έχει θερμό χειμώνα και εντάσσεται στο μεσογειακό ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο. Σχήμα 2.2.: Κλιματικό διάγραμμα Emberger Sauvage, για την περιοχή της Πύλου Με βάση τις τιμές της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας και βροχόπτωσης, κατασκευάστηκε το ομβροθερμικό διάγραμμα των Bagnouls Gaussen (Σχήμα 2.3.) και προέκυψε ότι, η ξηρή περίοδος στην περιοχή διαρκεί περίπου 6 μήνες, από μέσα Μαρτίου έως αρχές Οκτωβρίου, όπου παρατηρούνται ελάχιστες βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες. 29

49 T (ᵒC) P (mm) Ομβροθερμικό διάγραμμα μετεωρολογικού σταθμού Μεθώνης Μεσσηνίας για τα έτη Μήνας Μέση μηνιαία θερμοκρασία (ᵒC) Μέση μηνιαία βροχόπτωση (mm) Σχήμα 2.3.: Ομβροθερμικό διάγραμμα Bagnouls Gaussen για την περίοδο , σύμφωνα με το μετεωρολογικό σταθμό Μεθώνης ( Υδρομορφολογία και γεωλογία της περιοχής μελέτης Στο επίπεδο της λεκάνης απορροής των ποταμών Πάμισου Νέδοντος Νέδα, όπου συμπεριλαμβάνεται και η περιοχή μελέτης, οι γεωλογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες διαμορφώνονται, τόσο από τους αλπικούς σχηματισμούς των γεωτεκτονικών ζωνών Ιονίου, Τριπόλεως, Πίνδου και της σειράς Φυλλιτών Χαλαζιτών στα ορεινά, όσο και από τις σύγχρονες τεταρτογενείς και νεογενείς αποθέσεις που έχουν πληρώσει τα τεκτονικά βυθίσματα της λεκάνης Καλαμάτας, της λεκάνης της Ανατολικής Μεσσηνίας και τις δυτικές παράκτιες λεκάνες της Πύλου, της Κυπαρισσίας, του Καλού Νερού και της Νέδας (ΥΠΕΚΑ, 2012). Ειδικότερα για την ευρύτερη περιοχή μελέτης, οι γεωλογικές μονάδες που τη συνιστούν (Χάρτης 2.3.), σύμφωνα με το γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ (1980) και το χάρτη των Tiniakos & Kantas (1985) (Tiniakos et al., 1997), είναι: Παχυστρωματώδεις και έντονα καρστικοποιημένοι ασβεστόλιθοι του Κρητιδικού και Πηλοί και άργιλοι του φλύσχη του Ολοκαίνου καθώς και κροκαλοπαγή του φλύσχη. Αυτοί οι σχηματισμοί ανήκουν στην Αλπική γεωτεκτονική ζώνη της Τριπόλεως. Η περιοχή μελέτης αποτελείται από ασβεστόλιθους του Ολιγόκαινου (λόφος Θρασυμήδη, λόφος Παλαιόκαστρου, λόφοι Πετροχωρίου, νήσος Σφακτηρία) (Χάρτης 2.3.). Επιπρόσθετα, περιμετρικά και βόρεια της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας υπάρχουν εκτεταμένες αλλουβιακές αποθέσεις του Ολόκαινου, 30

50 ενώ στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, στην εκτεταμένη ακτή της Χρυσής Άμμου (λωρίδα μεταξύ λιμνοθάλασσας και κόλπου Ναυαρίνου) και στις ακτές του Πετροχωρίου, υπάρχουν αμμοθίνες του Ολόκαινου. Ακόμα, στα βορειοδυτικά όρια της περιοχής μελέτης απαντούν ασβεστιτικές αποθέσεις του Πλειστοκαίνου. Χάρτης 2.3.: Γεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής μελέτης (Tiniakos et al., 1997) Όσον αφορά στη λιμνοθάλασσα, η δημιουργία της οφείλεται, τόσο στην τεκτονική δράση, όσο και στην ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης κατά το τελευταίο μισό του Ολόκαινου σε συνδυασμό με τις αλλουβιακές αποθέσεις του ποταμού της Γιάλοβας (Γιαννούζαγας), που παλαιότερα εξέβαλε στη λιμνοθάλασσα, όπως και ο ποταμός Τυφλομύτης (Κουτρούμπα, 2011). Η ευρύτερη περιοχή της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας χαρακτηρίζεται από έντονη τεκτονική δράση κατά το παρελθόν και έντονες βροχοπτώσεις, με αποτέλεσμα τα υδατορεύματα της περιοχής να μεταφέρουν σε αυτή πλήθος αλλουβιακών αποθέσεων, δημιουργώντας αλλουβιακά εδάφη. Ο πυθμένας της λιμνοθάλασσας συνίσταται από αδρόκοκκα υλικά, εξαιτίας της δράσης των ρευμάτων που οδηγούν σε απομάκρυνση των ιλυο-αργιλωδών συστατικών και από ασβεστιτικό υλικό οργανικής προέλευσης. Στην περιοχή υπάρχει ένα πρόσφατο ρήγμα, ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης, στο οποίο, πιθανόν, οφείλεται η αρχική βύθιση της περιοχής της λιμνοθάλασσας και κατόπιν ακολούθησε ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης, δημιουργώντας έτσι τη λιμνοθάλασσα. Η λιμνοθάλασσα αποτελεί τμήμα του 31

51 δελταϊκού ριπιδίου του ποταμού Τυφλομύτη και ο μορφοδυναμικός τύπος του δελταϊκού σχηματισμού του χαρακτηρίζεται ως πλάγιος τοξοειδής εξαιτίας του σχήματός του, όπως και όλων των άλλων της δυτικής και νοτιοδυτικής Πελοποννήσου που εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό και Μεσσηνιακό κόλπο (Κουτρούμπα, 2011). Οι υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν την κατείσδυση μεγάλου ποσοστού ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, με άμεσο αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορίων (Tiniakos et al., 1997). Στο παρελθόν, ο υγρότοπος υπέφερε, λόγω της απόπειρας αποξήρανσής του στα τέλη της δεκαετίας του 1950, διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή υποβάθμισή του (Μπούζος et al., 2002b). Τελικά, το σχέδιο αυτό απέτυχε, αφού όμως πρώτα, είχε οδηγήσει στη μείωση της αρχικής επιφάνειας της λιμνοθάλασσας κατά το ένα τρίτο. Στο χάρτη 2.4. φαίνονται ξεκάθαρα τα όρια της λιμνοθάλασσας πριν από την αποξήρανση, καθώς και τα αρδευτικά κανάλια που κατασκευάστηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες της περιοχές για νερό. Χάρτης 2.4.: Ρέματα και κύρια γεωγραφικά/γεωμορφολογικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου Ναυαρίνου (Tiniakos et al., 1997) Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια των έργων αποξήρανσης, οι εισροές γλυκών νερών εκτράπηκαν προς τη θάλασσα και στη συνέχεια, ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους θέση, με αποτέλεσμα ο υγρότοπος να υποφέρει από έλλειψη γλυκού νερού για περισσότερα από 40 χρόνια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατασκευή, κατά τη δεκαετία του 1980, ενός μεγάλου καναλιού, το οποίο συνέδεε μόνιμα τον υγρότοπο με τον κόλπο του Ναυαρίνου, αλλά και ενός εσωτερικού 32

52 δρόμου που χώρισε τον υγρότοπο στα δύο (την κυρίως λιμνοθάλασσα από το έλος), οδήγησε σε σοβαρή αύξηση της αλατότητας του νερού. Το αποτέλεσμα ήταν οι περισσότεροι από τους βάλτους γλυκού νερού προοδευτικά να μετατραπούν σε αλμυρόβαλτους, ενώ μόνο μικρές περιοχές διατήρησαν την αρχική τους βλάστηση. Αυτή η σημαντική αλλαγή του οικοσυστήματος επέδρασε πολύ αρνητικά στη βιοποικιλότητα του υγροτόπου (Bonetti, 2008, Περιγραφή των τύπων βλάστησης Η περιοχή της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας είναι πολύ σημαντική, καθώς περιλαμβάνει πλούσια βιοποικιλότητα. Γύρω από τη λιμνοθάλασσα απαντούν αμμώδεις και λασπώδεις παραλίες ανάμικτες με υφάλμυρα έλη και δάση με είδη αρμυρικιών, όπως είναι, για παράδειγμα, η παραλία της Χρυσής Άμμου νότια της λιμνοθάλασσας. Στη βόρεια και δυτική πλευρά της λιμνοθάλασσας απαντούν βράχοι ή βραχώδεις ακτές, όπως οι λόφοι του Πετροχωρίου και του Παλαιόκαστρου, που δίνουν την εντύπωση της συνέχειας της νήσου Σφακτηρίας, της οποίας η βλάστηση είναι χαρακτηριστική και αποτελείται από διάφορα είδη φρυγάνων. Τα φρυγανικά οικοσυστήματα προσφέρουν καταφύγιο σε μερικά πολύ σπάνια φυτά, ιδιαίτερου φυτογεωγραφικού και οικολογικού ενδιαφέροντος. Επίσης, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της ακτής φύονται καλά σχηματισμένες αμμοθίνες, όπως αυτές του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς με Ammophila arenaria και υγιείς σχηματισμοί με Juniperus phoenicea (άρκευθος η φοινικική). Στις αμμοθίνες και στα βραχώδη ασβεστολιθικά εδάφη της νήσου Σφακτηρίας υπάρχουν αξιόλογοι σχηματισμοί με φοινικικές αρκεύθους, που μπορούν να φτάσουν σε μεγάλο ύψος (Bonetti, 2008). Επιπρόσθετα, βόρεια της λιμνοθάλασσας εκτείνονται μεγάλες εκτάσεις αγροτικών εκτάσεων, με κυρίαρχο είδος την Olea europaea (ελιά) (Παράρτημα VΙΙ). Εκτός όμως από τη βλάστηση που φιλοξενεί η περιοχή, φιλοξενεί και πληθώρα ειδών χλωρίδας, πανίδας και ορνιθοπανίδας Χλωρίδα Η γνωστή χλωρίδα της περιοχής της Πύλου είναι πολύ ενδιαφέρουσα και περιλαμβάνει διάφορα ενδημικά και σπάνια είδη (Bonetti, 2008). Από αυτά, η Fritillaria conica είναι ενδημικό της περιοχής. Ο Stachys canescens είναι ενδημικό της Μεσσηνίας, ενώ το σπάνιο αμάραντο Limonium pylium είναι είδος ενδημικό λίγων ασβεστολιθικών παραθαλάσσιων τοποθεσιών στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Η 33

53 Arenaria peloponnesiaca περιορίζεται στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, καθώς και σε κάποια νησιά του Ιονίου. Τέσσερα είδη που φυτρώνουν στους λόφους γύρω από τη λιμνοθάλασσα είναι τα Galanthus reginae-olgae subps. reginae-olgae, Cyclamen peloponnesiacum, Colchicum parlatoris και Ranunculus millii, τα οποία είναι ενδημικά της Πελοποννήσου, ενώ τα Dianthus fruticosus, Crocus boryi, η Anchusella variegata, η Veronica glauca subps. peloponnesiaca, Allium callimischon και τα Ophrys argolica και O. spuneri είναι ενδημικά της Ελλάδας. Άλλα ενδιαφέροντα είδη της περιοχής περιλαμβάνουν τα Acer sempervirens, Hermodactylus tuberosus, Iris unguicularis, Fritillaria messanensis, Hypericum perforatum, Lilium candidum, Mandragora officinarum, Scilla autumnalis, Narcissus serotinus και N.tazetta, Pancratium maritimum, Iris pseudacorus, αλλά και 20 είδη ορχιδέας, που περιλαμβάνουν τα Barlia robertiana, Orchis lactea, O. papilionacea, το σαλέπι Orchis laxiflora, τα Ophrys ferrum-enquinum, O. herae, O. speculum, O. tenthrendinifera, O. lutea, O. cornuta, O. mammosa, O. leucadica και διάφορα είδη Serapias (Bonetti, 2008) Πανίδα Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας αποτελεί καταφύγιο για πολλά διαφορετικά είδη πανίδας, ιδιαίτερα πουλιών και ερπετών (Bonetti, 2008). Εκτός από τα κοινά είδη θηλαστικών που ζουν εκεί (π.χ. αλεπούδες, ασβοί), έχουν επίσης παρατηρηθεί δώδεκα είδη νυχτερίδας. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα Rhinolophus mehelii και R. ferrumequinum, τα οποία το καλοκαίρι συγκεντρώνονται σε μεγάλες αποικίες στις σπηλιές της περιοχής, (π.χ. στη σπηλιά του Νέστορα ή κάτω από γέφυρες), όπου μεγαλώνουν τα νεαρά τους. Οι βίδρες (Lutra lutra) κατοικούν στο έλος γλυκού νερού, ενώ τα τελευταία χρόνια, τα τσακάλια ακούγονται ξανά στην κοιλάδα Καλάμαρη Ορνιθοπανίδα Ερπετοπανίδα Ιχθυοπανίδα Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χάρη στην πλούσια ορνιθοπανίδα που διαθέτει. Ως και 275 είδη πουλιών έχουν παρατηρηθεί εκεί, καθιστώντας τη Γιάλοβα το σπουδαιότερο υγρότοπο της νότιας Πελοποννήσου, αλλά και γενικά των Βαλκανίων ( Η πλειονότητα των πουλιών επισκέπτεται τον υγρότοπο κατά τη διάρκεια της ανοιξιάτικης και της φθινοπωρινής μετανάστευσης. Μπορεί κανείς να δει μεγάλους αριθμούς από όλα τα είδη ερωδιών, αρκετά είδη αρπακτικών, τα περισσότερα είδη παρυδάτιων, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων σπάνιων για τη χώρα ειδών, όπως οι βουνοσφυρίχτες (Charadrius morinellus), οι 34

54 θαλασσολιμόζες (Limoza laponica), οι κοκκινοσκαλήδρες (Calidris canutus), αλλά και πολλά είδη στρουθιόμορφων σε μεγάλους αριθμούς. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι λευκοτσικνιάδες (Egretta garzetta) και οι αργυροτσικνιάδες (Egretta alba), τα φλαμίνγκο, οι κορμοράνοι (Phalacrocorax carbo), οι αλκυόνες (Alcedo atthis) και τα περισσότερα είδη πάπιας βρίσκουν καταφύγιο στη λιμνοθάλασσα. Μεταξύ των αρπακτικών, ψαραετοί (Pandion haliaetus), στικταετοί (Aquila clanga), βασιλαετοί (Aquila heliaca) και γερακαετοί (Hieraaetus pennatus) συνήθως διαχειμάζουν εκεί. Εξαιτίας της απόπειρας αποξήρανσης και της επακόλουθης υποβάθμισης του υγροτόπου, λίγα είναι εκείνα τα είδη πουλιών που ακόμη αναπαράγονται στη λιμνοθάλασσα. Το πιο κοινό, με 40 περίπου φωλιές το χρόνο, είναι ο καλαμοκανάς (Himantopus himantopus) και ακολουθούν ο κοκκινοσκέλης (Tringa totanus), ο μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus) και ο θαλασσοσφυριχτής (Charadrius alexandrinus). Το νεροχελίδονο (Glareola pratincola) αναπαράγεται σποραδικά, ενώ ο καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus) έχει σταματήσει να φωλιάζει από τα τέλη του Άλλα ενδιαφέροντα είδη που φωλιάζουν στην ευρύτερη περιοχή συμπεριλαμβάνουν πετρίτες (Falco peregrinus), λιοστριτσίδες (Hippolais olivetorum), τσαλαπετεινούς (Upupa epops) και έξι είδη γλαυκόμορφων, από τους μεγάλους μπούφους ως τους μικρούς γκιώνηδες. Το είδος που αναπαράγεται πρώτο κάθε χρόνο είναι ο μαυρολαίμης (Saxicola torquata), του οποίου τα πρώτα μικρά, κατά τις καλές χρονιές, αρχίζουν να πετούν ήδη στα τέλη Φεβρουαρίου (Bonetti, 2008). Από το σύνολο των πουλιών που επισκέπτονται την περιοχή της Γιάλοβας, 79 εξ αυτών έχουν χαρακτηριστεί ως απειλούμενα στην Ευρώπη και συγκαταλέγονται στο Κόκκινο Βιβλίο της Ελληνικής πανίδας, ενώ κάποια από αυτά απειλούνται παγκοσμίως. Πρόκειται για τον αργυροπελεκάνο (Pelecanus crispus), τη βαλτόπαπια (Aythya nyroca), το κιρκινέζι (Falco naumanni), το βασιλαετό (Aquila heliaca) και τον αγαιόγλαρο (Larus audouinii) ( Η σημασία ενός υγροβιότοπου για τα πουλιά μπορεί να καθοριστεί μέσω της χρήσης διεθνών κριτηρίων. Προκειμένου να περιγραφεί η διεθνής σημασία της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, εφαρμόζεται το κριτήριο του 1% (δηλαδή η συχνότητα με την οποία το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ενός είδους εμφανίζεται στο συγκεκριμένο υγροβιότοπο) και τα κριτήρια των Συνθηκών της Βέρνης και της Ευρωπαικής Οδηγίας 79/409/ΕΚ ( Η ερπετοπανίδα στη Γιάλοβα παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τα 39 είδη ερπετών και αμφιβίων που παρατηρούνται, τα 4 είναι ενδημικά της νότιας Ελλάδας: Algyroides moreoticus (πελοποννησιακή σαύρα), Lacerta graeca (ελληνική σαύρα), Podarcis peloponnesiaca (πελοποννησιακή γουστέρα) και Anguis cephallonica (κεφαλλονίτικο κονάκι). Ένα άλλο ενδιαφέρον είδος που ζει στην περιοχή είναι το Eryx jaculus (ερημόφιδο), αλλά και το απειλούμενο είδος Caretta caretta. Άλλα ερπετά είναι ο Ophiomorus punctatissimus (οφιόμορος), το Telescopus fallax (αγιόφιδο), ο Ophisaurus apodus (τυφλίτης), η Testudo marginata (κρασπεδωτή χελώνα), η Testudo 35

55 hermanii (μεσογειακή χελώνα), η Vipera ammodytes (οχιά), το Pseudopus apodus (σαυρόφιδο) και ο Typhlops vermicularis (τυφλίνος). Έξι είναι τα είδη των αμφιβίων: ο Rana ridibunda (λιμνοβάτραχος), ο Rana graeca (ελληνικός βάτραχος), ο Rana dalmatina (πηδοβάτραχος), ο Bufo bufo (χωματόφρυνος, μπράσκα), ο Bufo viridis (πρασινόφρυνος) και ο Hyla arborea ή Rana arborea (δεντροβάτραχος). Όμως, το κατεξοχήν ιδιαίτερο είδος είναι ο Chameleo africanus (αφρικάνικος χαμαιλέων), ο οποίος από όλη την Ευρώπη δε συναντάται παρά μόνο στη περιοχή της Πύλου (Bonetti, 2008). Η μεγάλη ποικιλία ειδών βενθικής μακροπανίδας δίνει στη λιμνοθάλασσα μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στις πιο πλούσιες της Μεσογείου. Το υφάλμυρο νερό της, το οποίο είναι πλούσιο σε θρεπτικά, προσελκύει ένα μεγάλο αριθμό ψαριών, προσδίδοντας στην περιοχή μεγάλη αλειευτική αξία. Τα ψάρια της λιμνοθάλασσας είναι εμπορεύσιμα και αποτελούν μια σημαντική πηγή εσόδων για το τοπικό πληθυσμό. Μερικά από τα είδη της λιμνοθάλασσας που έχουν αξία είναι τα λαβράκια, οι κέφαλοι, οι τσιπούρες και τα χέλια Ο αφρικανικός χαμαιλέων της Πύλου Υπάρχουν πολλά σενάρια για το πως έφτασε ο αφρικάνικος χαμαιλέων (Chamaeleo africanus) στην Πύλο. Μία πιθανότητα είναι, να τον έφεραν οι Ρωμαίοι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, καθώς είναι γνωστό ότι διατηρούσαν αυτά τα ζώα ως κατοικίδια. Η Πύλος είναι το μοναδικό μέρος της Ευρώπης στο οποίο ζει ο αφρικάνικος χαμαιλέων, ο οποίος προστατεύεται από τη συνθήκη CITES. Αυτά τα δενδρόβια ερπετά είναι γνωστά για την ικανότητά τους να πιάνουν έντομα με τις μακριές τους γλώσσες και να αλλάζουν γρήγορα χρώμα. Είναι λιγότερο γνωστό το γεγονός ότι το χρώμα χρησιμοποιείται περισσότερο ως μέσον επικοινωνίας και μόνο δευτερευόντως ως αμυντική στρατηγική. Τα τελευταία 20 χρόνια, ο βιότοπος του χαμαιλέοντα στην περιοχή της Πύλου έχει συρρικνωθεί σημαντικά, κυρίως λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας. Μόνο γύρω στα τριακόσια άτομα επιζούν σήμερα. Από το 1998, η Ελληνική Ορθολογική Εταιρία καταβάλλει προσπάθειες για να τον προστατεύσει, διοργανώνοντας, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ένα εθελοντικό πρόγραμμα, μέσω του οποίου, πραγματοποιείται μελέτη του χαμαιλέοντα, καταγραφή του πληθυσμού του και προστασία του βιοτόπου αναπαραγωγής του ( 36

56 2.8. Ανθρωπογενείς πιέσεις και απειλές στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα Η λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, αλλά και η ευρύτερη περιοχή μελέτης, δέχεται από παλιά πολλές πιέσεις, κυρίως ανθρωπογενείς. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, τη δεκαετία του 1960 έγινε απόπειρα αποξήρανσης, μέσω της κατασκευής αποστραγγιστικών καναλιών, η οποία σε μεγάλο βαθμό απέτυχε, αλλά οδήγησε στη μείωση της επιφάνειας της λιμνοθάλασσας κατά το 1/3. Επιπλέον, κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, έγιναν διάφορες τεχνικές παρεμβάσεις στην περιοχή. Μερικές από αυτές ήταν η μείωση του γλυκού νερού, λόγω της ανάγκης για αστική και αγροτική χρήση, η περιοδική διακοπή της επικοινωνίας με τη θάλασσα, με κλείσιμο του καναλιού επικοινωνίας, το άνοιγμα ενός μόνιμου καναλιού επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας με τον κόλπο του Ναβαρίνου και η κατασκευή και τοποθέτηση ιχθυοσυλληπτικών εγκαταστάσεων από τους ψαράδες. Οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε σοβαρές αλλαγές στις περιβαλλοντικές παραμέτρους της λιμνοθάλασσας, με αποτέλεσμα την πρόκληση δυστροφικών κρίσεων, δηλαδή, το φαινόμενο να παρατηρούνται πολύ υψηλές τιμές αλατότητας κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών και να δημιουργούνται ανοξικές συνθήκες λόγω των χαμηλών τιμών οξυγόνου. Οι δυστροφικές κρίσεις έχουν άμεση επίπτωση στους οργανισμούς της λιμνοθάλασσας ( Εξίσου αρνητικές επιπτώσεις στην περιοχή, είχαν τα ατυχήματα με πετρελαιοκηλίδες που έχουν λάβει χώρα στο γειτονικό κόλπο, από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Συγκεκριμένα, το 1980, το πετρελαιοφόρο «Irenese Serenade» βυθίστηκε στο εσωτερικό του κόλπου, ρυπαίνοντας την περιοχή με 2 εκ. γαλόνια αδιύλιστου πετρελαίου. Το 1986, το πετρελαιοφόρο «Happy Leader» προκάλεσε ξανά ρύπανση στην περιοχή, μέσω της διαρροής σημαντικής ποσότητας πετρελαίου, ενώ το πιο πρόσφατο ατύχημα έγινε τον Οκτώβριο του Το πετρελαιοφόρο «Iliad» επιβάρυνε τον κόλπο του Ναυαρίνου, αλλά και τη λιμνοθάλασσα, με γαλόνια αδιύλιστου πετρελαίου. Για την εκτίμηση του επιπέδου επιβάρυνσης των ανωτέρω οικοσυστημάτων, πραγματοποιήθηκε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Ρύπανση από πετρελαιοειδή στον κόλπο Ναυαρίνου και τη λιμνοθάλασσα Γιάλοβας» υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τότε Υπουργείου Γεωργίας, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας της Κρήτης. Αυτή η ερευνητική προσπάθεια στόχευε, επιπλέον, στο να παρέχει μια βάση για την ανάπτυξη μιας οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής διαχειριστικής πολιτικής για τη λιμνοθάλασσα και τον κόλπο του Ναυαρίνου, η οποία όμως θα είχε ως βασική μέριμνα τη διατήρησή τους (Κornilios et al., 1997). Επιπρόσθετα, στα πλαίσια του προγράμματος LIFE NAT/GR/004247, τέθηκε σε εφαρμογή ένα διαχειριστικό σχέδιο που αφορούσε στη λιμνοθάλασσα της Πύλου και το Δέλτα του Ευρώτα. Στόχοι του προγράμματος, αναφορικά με τη λιμνοθάλασσα της Πύλου, ήταν η αποκατάσταση του υδάτινου οικοσυστήματος, ως προς την ποιότητα του νερού αλλά και του επιπέδου της στάθμης του, η πρόληψη καταστροφικών 37

57 γεγονότων μετά από τα ατυχήματα με πετρελαιοκηλίδες, η αποκατάσταση και η προστασία των αμμοθινών, η προστασία του Chameleo africanus και η προστασία και διατήρηση του πληθυσμού της Caretta caretta ( Σήμερα, πολλές δραστηριότητες του ανθρώπου, απειλούν τη βιοποικιλότητα και διαταράσσουν την ευαίσθητη ισορροπία του οικοσυστήματος του υγροτόπου. Ενδεικτικά, οι κυριότερες από αυτές είναι ( Η διαταραχή του υδάτινου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας από τη μειωμένη παροχή γλυκών νερών, καθώς αυξάνεται πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό η αλατότητα. Η μείωση της βιοποικιλότητας από την καταπάτηση των υγροτοπικών εκτάσεων και την μετατροπή τους σε αγροτική γη. Η χρήση φυτοφαρμάκων και τα απόβλητα των ελαιοτριβείων. Η μεγάλη επέκταση των ελαιώνων και κατά συνέπεια των ελαιοτριβείων, έχει ως αποτέλεσμα τη διοχέτευση των αποβλήτων στα γειτονικά ρέματα ή ποτάμια που γειτνιάζουν με τη λιμνοθάλασσα, αλλά και με τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς. Το παραπροϊόν που παράγεται (λιόσμος) είναι ιδιαίτερα τοξικό και έτσι είναι επικίνδυνο για τα σημεία που διοχετεύεται. Οπότε, είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένο, αλλά αποτελεί και υποχρέωσή τους, τα ελαιοτριβεία να επεξεργάζονται τα απόβλητά τους, οδηγώντας τα σε ειδικές δεξαμενές, έτσι ώστε να επιδεχθούν κατάλληλης επεξεργασίας. Το παράνομο κυνήγι. Οι φωτιές, οι οποίες έχουν καταγραφεί στην ευρύτερη περιοχή της λιμνοθάλασσας κατά καιρούς. Η ενόχληση των πουλιών την εποχή της αναπαραγωγής και η θανάτωση ή συλλογή ζώων ιδιαίτερα ερπετών. Η ελεύθερη και ανεξέλεγκτη πρόσβαση οχημάτων σε ευαίσθητες περιοχές, όπως οι αμμόλοφοι, και η καταστροφή των φωλιών του χαμαιλέοντα αλλά και γενικότερα της βλάστησης. Η ρίψη μπαζών και σκουπιδιών και η περαιτέρω υποβάθμιση της αισθητικής αξίας της περιοχής. Η έλλειψη ενημέρωσης των επισκεπτών για την σημασία του υγροτόπου για την επιβίωση πολλών σπάνιων ειδών. Η Ελληνική Ορνιθολογική εταιρεία που παρακολουθεί την περιοχή από το 1998, εφαρμόζει δράσεις διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος και ευαισθητοποίησης του κοινού ( 38

58 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 3.1. Εργασία πεδίου Η πρώτη δειγματοληψία πεδίου πραγματοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου 2012, ενώ η δεύτερη δειγματοληψία έλαβε χώρα στις 21 Απριλίου 2013, έτσι ώστε να υπάρχουν δεδομένα για την περιοχή μελέτης κατά την ξηρή και κατά την υγρή περίοδο Διεξαγωγή ηχοβολιστικής αποτύπωσης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Η ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα της λιμνοθάλασσας πραγματοποιήθηκε μόνο κατά την 1 η δειγματοληπτική περίοδο (Αύγουστος 2012). Χρονικά, έλαβε χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας, καθώς δεν έπνεαν άνεμοι που να προκαλούν στη λιμνοθάλασσα κυματισμό, ο οποίος γενικότερα δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της χαρτογράφησης. Χρησιμοποιήθηκε ένα μικρό σκάφος ενός ντόπιου ψαρά, το οποίο εξοπλίστηκε με τα απαραίτητα όργανα. Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των δεδομένων της επιφάνειας του πυθμένα ήταν το σύστημα του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης E.G & G 272TD (Side Scan Sonar, SSS) της Triton Imaging Inc. (Εικόνες 3.1, 3.2), το οποίο είναι ισομετρικής καταγραφής (image corrected) και περιλαμβάνει: μια ηχοβολιστική τορπίλη 272TD, ένα καλώδιο έλξης, ελαφρού τύπου Kevlar, μήκους 200 m, και μία ψηφιακή μονάδα καταγραφής και επεξεργασίας σήματος Edgetech 4100P (Εικόνα 3.1.). Εικόνα 3.1.: Σύστημα ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (αριστερά), μονάδα καταγραφής (δεξιά) ( 39

59 Εικόνα 3.2.: Ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης (προσωπικό φωτογραφικό αρχείο) Το σύστημα του ηχοβολιστή ήταν συνδεδεμένο με το σύστημα παγκόσμιου προσδιορισμού θέσης (Global Positioning Signal - GPS) τύπου GPSmap 76 της εταιρείας GARMIN (Εικόνα 3.3.). Έτσι, ο γεωγραφικός προσδιορισμός των ηχογραφιών γινόταν σε πραγματικό χρόνο σε όλη τη διάρκεια της σάρωσης του πυθμένα. Εικόνα 3.3.: GPS της εταιρείας GARMIN (προσωπικό φωτογραφικό αρχείο) Το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για την πλοήγηση του σκάφους ήταν το TritonMap (Delphmap) της εταιρείας Triton Imaging Inc. Η ηχοβολιστική τορπίλη προσδέθηκε στην αριστερή πλευρά πλεύσης του σκάφους, καθώς ήταν αδύνατον να είναι συρόμενη, όπως συνηθίζεται να τοποθετείται όταν πρόκειται για μεγαλύτερα βάθη. Το SSS σάρωσε το βυθό περίπου 50 μέτρα εκατέρωθεν της πορείας πλεύσης του σκάφους, δηλαδή, σάρωσε συνολικά 100 μέτρα σε κάθε μια από τις πορείες που πραγματοποιήθηκαν. Στο σύνολό τους, οι πορείες ήταν 9 (Χάρτης 3.1.) και η μεταξύ 40

60 τους αλληλεπικάλυψη ήταν λίγα μέτρα ενώ, κάποιες φορές υπήρχε ολική αλληλεπικάλυψη ή παρατηρήθηκε το φαινόμενο του να διασταυρώνεται η μια πορεία με την άλλη, ανάλογα με την κατεύθυνση και διεύθυνση που διέγραφε το σκάφος. Έτσι, κάθε ηχογραφία εμπεριείχε πληροφορία που ήταν κοινή με την παρακείμενή της, ανάλογα με το μέγεθος της αλληλεπικάλυψης. Το σκάφος πορευόταν με ταχύτητα περίπου 2 κόμβων, ούτως ώστε η χαρτογράφηση να γίνει με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο (Flemming, 1976) και η συχνότητα του πομποδέκτη ήταν 100 khz. Η περιοχή, για την οποία συγκεντρώθηκαν δεδομένα, καταλαμβάνει περίπου, το 37% του συνόλου της επιφάνειας της λιμνοθάλασσας, καθώς λόγω του μικρού της βάθους, δεν κατέστη εφικτή η πρόσβαση του σκάφους σε όλα τα σημεία της λιμνοθάλασσας. Χάρτης 3.1.: Πορείες πλεύσης σκάφους Επιλογή δειγματοληπτικών σταθμών Αφού ολοκληρώθηκε η αποτύπωση του πυθμένα, ακολούθησε η επιλογή της θέσης των δειγματοληπτικών σταθμών. Η επιλογή τους βασίστηκε στην ηχοβολιστική αποτύπωση, ύστερα από μια προκαταρκτική μελέτη των διαφορετικών ακουστικών τύπων, που προέκυψαν από τα διαφορετικά 41

61 χαρακτηριστικά του πυθμένα της λιμνοθάλασσας (π.χ. είδος υποστρώματος, παρουσία ή απουσία φυτοκάλυψης κ.α.). Ακόμα, η επιλογή των σταθμών, στηρίχθηκε σε ένα σύνολο άλλων παραμέτρων, όπως είναι η εισροή γλυκού νερού ή/και θρεπτικών από τους χειμάρρους και η εισροή θαλασσινού νερού από το σημείο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου. Επιπλέον στόχος ήταν να καλυφθεί, κατά το δυνατόν, το μεγαλύτερο ποσοστό της λιμνοθάλασσας. Με αυτό τον τρόπο, επιλέχθηκαν 9 δειγματοληπτικοί σταθμοί και η ακρίβεια της θέσης τους ορίστηκε με τη χρήση του GPS. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες των σταθμών αναφέρονται στον Πίνακα 3.1. και είναι κοινοί και στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους (Αύγουστος 2012 και Απρίλιος 2013). Πίνακας 3.1.: Γεωγραφικές συντεταγμένες δειγματοληπτικών σταθμών Σταθμοί δειγματοληψίας Γεωγραφικές συντεταγμένες Πλάτος Μήκος 1 36ᵒ 57 ' 19,0 N 021ᵒ 39 ' 56,5 E 2 36ᵒ 57 ' 28,4 N 021ᵒ 40 ' 06,7 E 3 36ᵒ 57 ' 41,4 N 021ᵒ 40 ' 16,4 E 4 36ᵒ 57 ' 50,2 N 021ᵒ 40 ' 40,2 E 5 36ᵒ 57 ' 30,02 N 021ᵒ 39 ' 54,52 E 6 36ᵒ 57 ' 21,6 N 021ᵒ 39 ' 45,5 E 7 36ᵒ 57 ' 56,3 N 021ᵒ 40 ' 18,4 E 8 36ᵒ 57 ' 31,8 N 021ᵒ 39 ' 43,1 E 9 36ᵒ 57 ' 50,1 N 021ᵒ 39 ' 59,0 E Πρέπει να τονιστεί ότι οι σταθμοί 7 και 9 (Χάρτης 3.2.) δεν βρίσκονται στα πλαίσια της περιοχής που σαρώθηκε με τον ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν εφικτή η προσέγγιση όλων των σημείων της λιμνοθάλασσας κατά την ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα Διαδικασία συλλογής δειγμάτων Εφόσον επιλέχθηκαν οι δειγματοληπτικοί σταθμοί (Χάρτης 3.2.), με το ίδιο σκάφος και με τη βοήθεια του GPS έγινε η προσέγγιση των σταθμών, όπου πραγματοποιήθηκε η καταγραφή των επιλεγμένων περιβαλλοντικών παραμέτρων και έλαβε χώρα η δειγματοληψία του νερού και της υδρόβιας χλωρίδας. 42

62 Χάρτης 3.2.: Δειγματοληπτικοί σταθμοί στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας Καταγραφή των αβιοτικών παραμέτρων του νερού Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων στην περιοχή μελέτης, καταγράφηκαν σε κάθε επιμέρους σταθμό, και στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, οι παρακάτω παράμετροι: Βάθος (cm) Διαφάνεια, με τη χρήση του Δίσκου Secchi (cm) 43

63 Επίσης, με τη χρήση φορητού πολυπαραμετρικού οργάνου τύπου YSI (556 MPS), σημειώθηκαν, in situ, οι τιμές των παραμέτρων: Θερμοκρασία νερού (Temperature, T)(ᵒC) Αλατότητα (Salinity, Sal.)( ) Διαλυμένο οξυγόνο (Dissolved Oxygen, DO)(mg/l) ph Επιπρόσθετα, και μόνο κατά τη δεύτερη δειγματοληπτική περίοδο (Απρίλιος 2013), πραγματοποιήθηκε, σε κάθε σταθμό, καταγραφή της έντασης της φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας (Photosynthetically active radiation, PAR) με τη χρήση ειδικού φωτοαισθητήρα και καταγραφέα (Li-Cor-LI-250Α, Light meter). Οι μετρήσεις της έντασης του φωτός έγιναν στην επιφάνεια του νερού και, ανάλογα με το βάθος, ανά 10 cm ή ανά 20 cm, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Στη συνέχεια, μετά την εφαρμογή των τιμών της έντασης του φωτός σε λογιστική εξίσωση, υπολογίστηκε ο συντελεστής απορρόφησης της στήλης του νερού Κ (Christian et al., 2003, Takamura et al., 2003). Παράλληλα με την καταγραφή των παραπάνω παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε και η συλλογή νερού, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν φιάλες πολυαιθυλενίου χωρητικότητας 1 L. Η συλλογή νερού έγινε στο επιφανειακό στρώμα της υδάτινης στήλης (0 20 cm) μεταξύ 10:00 και 11:00 το πρωΐ και, μέχρι την μεταφορά τους στο εργαστήριο, τα δείγματα διατηρήθηκαν σε φορητό ψυγείο στους 4 ᵒC Καταγραφή των βιοτικών παραμέτρων του νερού Η εκτίμηση του ποσοστού της φυτοκάλυψης της λιμνοθάλασσας τον Αύγουστο του 2012, έγινε ποιοτικά με οπτική παρατήρηση και στη συνέχεια επαληθεύτηκε και από τις ηχογραφίες του πυθμένα. Αντίθετα, τον Απρίλιο του 2013, έγινε μόνο οπτική εκτίμηση του ποσοστού φυτοκάλυψης, καθώς δεν επαναλήφθηκε η ηχοβολιστική αποτύπωση. Το ποσοστό φυτοκάλυψης εκτιμήθηκε με τη χρήση της τροποποιημένης, από τον Boudouresque, εφταβάθμιας κλίμακας των Braun-Blanquet (Fortney et al., 2004), σύμφωνα με την οποία, η κάλυψη του κάθε φυτικού είδους βαθμονομείται ως εξής: r: παρατήρηση μεμονωμένων ατόμων (φυτοκάλυψη είδους <<1%) +: παρατήρηση μικρού αριθμού ατόμων (φυτοκάλυψη είδους <1%) 1: φυτοκάλυψη είδους <5% 2: φυτοκάλυψη είδους = 6-25% 3: φυτοκάλυψη είδους = 26-50% 4: φυτοκάλυψη είδους = 51 75% 5: φυτοκάλυψη είδους = % 44

64 Κατόπιν, τα δείγματα των φυτών που συλλέχθηκαν, τοποθετήθηκαν σε πλαστικές σακούλες και μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο για την αναγνώριση τους Επαλήθευση δεδομένων πεδίου (ground truthing) Στη δεύτερη δειγματοληπτική περίοδο, έγινε επαλήθευση (ground truthing) σε 4 σημεία της λιμνοθάλασσας (Χάρτης 3.3.), των οποίων οι συντεταγμένες μετρήθηκαν με τη χρήση GPS (Πίνακας 3.2.). Ο στόχος της επαλήθευσης ήταν η επιβεβαίωση ύπαρξης ή μη υδρόβιων μακροφύτων στα συγκεκριμένα σημεία, για να είναι εφικτή η ταξινόμηση των αντίστοιχων πολυγώνων του μωσαϊκού του πυθμένα, που προέκυψε κατά την επεξεργασία των ηχογραφιών, στην σωστή κατηγορία. Πίνακας 3.2.: Συντεταγμένες σημείων ελέγχου τον Απρίλιο του 2013 Σημεία ελέγχου Γεωγραφικές συντεταγμένες Πλάτος Μήκος 0 36 ο 57 ' 44,183 '' Ν 21 ο 40 ' 29,878 '' E 1 36 ο 57 ' 42,353 '' Ν 21 ο 40 ' 23,594 '' E 2 36 ο 57 ' 41,29 '' Ν 21 ο 40 ' 30,306 '' E 3 36 ο 57 ' 37,035 '' Ν 21 ο 40 ' 20,523 '' E Επιπλέον, κατά τη δεύτερη δειγματοληπτική περίοδο (Απρίλιος 2013), διενεργήθηκε επιτόπιος οπτικός έλεγχος για την επιβεβαίωση των δεδομένων, αναφορικά με τις καλύψεις/ χρήσεις γης, σε επιλεγμένα σημεία, των οποίων οι συντεταγμένες καταγράφηκαν με GPS (Παράρτημα IV). Η επιβεβαίωση έγινε σε 26 σημεία όπου δεν ήταν εύκολη η διάκρισή τους από το μωσαϊκό των ορθοφωτοχαρτών, ενώ για την περαιτέρω διευκόλυνση της όλης διαδικασίας, συλλέχθηκε και φωτογραφικό υλικό, το οποίο, σε συνδυασμό με τους ορθοφωτοχάρτες και την επιτόπια επαλήθευση, βοήθησε στην ένταξη των καλύψεων/ χρήσεων γης στη σωστή κατηγορία. Στο χάρτη που ακολουθεί (Χάρτης 3.4.), διακρίνονται τα σημεία στα οποία πραγματοποιήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος των καλύψεων/ χρήσεων γης. 45

65 Χάρτης 3.3.: Σημεία ελέγχου κατά τη δειγματοληπτική περίοδο του Απριλίου

66 Χάρτης 3.4.: Σημεία ελέγχου καλύψεων/ χρήσεων γης (LCLU) στο σύνολο της περιοχής μελέτης 47

67 3.2. Εργαστηριακή επεξεργασία Μετά το πέρας των εργασιών πεδίου, τα δείγματα νερού και φυτών μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο Οικολογίας Φυτών του Πανεπιστημίου Πατρών για περαιτέρω επεξεργασία και ανάλυση. Για το φασματοφωτομετρικό προσδιορισμό χρησιμοποιήθηκε φασματοφωτόμετρο HITACHI U1800 και οι απορροφήσεις μετρήθηκαν με τη χρήση κυψελίδων χαλαζία 1 cm Χλωρίδα Μεθοδολογία προσδιορισμού και ονοματολογίας Μετά την επιστροφή στο εργαστήριο, τα φυτά που συλλέχθηκαν από τη λιμνοθάλασσα ξεπλύθηκαν με άφθονο απεσταγμένο νερό και μέρος αυτών συντηρήθηκε σε αραιό διάλυμα φορμαλδεΰδης (2%) (A.P.H.A., 1989) για σκοπούς συντήρησης, ενώ τα υπόλοιπα αποξηράνθηκαν, για σκοπούς αναγνώρισης, στο εργαστήριο της Οικολογίας Φυτών. Κάθε δείγμα τοποθετήθηκε σε ξεχωριστό χαρτί και πάνω στο χαρτί αναγραφόταν το όνομα της λιμνοθάλασσας, ο σταθμός από τον οποίο συλλέχθηκε και η ημερομηνία της συλλογής του. Η αναγνώριση των taxa έγινε με χρήση στερεοσκοπίου και στην κατώτερη δυνατόν βαθμίδα. Ο προσδιορισμός των taxa, αλλά και της ονοματολογίας τους, πραγματοποιήθηκε με βάση τις κλείδες των Tutin et al. ( ) (Flora Europea) και του Van den Hoek (1963) Φασματοφωτομετρικός προσδιορισμός της χλωροφύλλης-α (Chl-a) Η Chl-α αποτελεί ένδειξη της συγκέντρωσης φυτοπλαγκτού μέσα στο νερό. Για τον υπολογισμό της, το νερό διηθήθηκε με τη χρήση αντλίας υπό κενό και φίλτρων Whatman GF/C/45 μm. Μετά από επώαση των φίλτρων σε διάλυμα ακετόνης (90%) για 24 ώρες, πραγματοποιήθηκε ο φασματοφωτομετρικός της προσδιορισμός (A.P.H.A., 1989) Ποσοτικός προσδιορισμός των ολικών αιωρούμενων στερεών σωματιδίων (Total Suspended Solids, TSS) Η συγκέντρωση των TSS στην υδάτινη στήλη αποτελεί ένδειξη της θολερότητας του νερού. Ο προσδιορισμός τους έγινε μέσω του υπολογισμού της διαφοράς του βάρους φίλτρων Whatman GF/C/45μm, πριν και μετά τη διήθηση γνωστού όγκου νερού της λιμνοθάλασσας, και ύστερα από ξήρανσή τους σε προθερμαινόμενο κλίβανο στους 105 ᵒC για 24 ώρες (A.P.H.A., 1989). 48

68 Ποσοτικός προσδιορισμός των συγκεντρώσεων των χημικών παραμέτρων του νερού Οι εισροές των θρεπτικών στις λιμνοθάλασσες, συνήθως, οφείλονται στις αλλαγές των γεωργικών πρακτικών ή στην αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγικότητας, που με τη σειρά της οδηγεί στην εμφάνιση του φαινομένου του ευτροφισμού. (Aliaume et al., 2007). Ο ποσοτικός προσδιορισμός της συγκέντρωσης των ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, των ανθρακικών, των όξινων ανθρακικών και του ολικού φωσφόρου πραγματοποιήθηκε με τη χρήση χημικών αναλυτικών μεθόδων (A.P.H.A., 1989). Ο ποσοτικός προσδιορισμός της συγκέντρωσης των νιτρωδών (NO 2 -N) έγινε με τη χρωματομετρική μέθοδο και μετά ακολούθησε ο φασματοφωτομετρικός τους προσδιορισμός. Για τον υπολογισμό των νιτρικών αλάτων (NO 3 -N), χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος αναγωγής καδμίου, όπου τα νιτρικά ανάγονται σε νιτρώδη, καθώς το δείγμα περνά διαμέσου της στήλης καδμίου, και ύστερα επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία με τα νιτρώδη. Τα αμμωνιακά ιόντα (NH 4 -N), προσδιορίστηκαν με τη μέθοδο του κυανού της ινδοφαινόλης, όπου μετά από την παραμονή των διαλυμάτων στο σκοτάδι για 24h, ακολούθησε ο φασματοφωτομετρικός τους προσδιορισμός. Στη συνέχεια, υπολογίστηκε η ολική συγκέντρωση του ανόργανου αζώτου (Dissolved Inorganic Nitrogen, DIN), η οποία ισούται με το άθροισμα των επί μέρους συγκεντρώσεων νιτρικών, νιτρωδών και αμμωνιακών ιόντων, ενώ παράλληλα υπολογίστηκε και ο λόγος N/P. Για τον ποσοτικό προσδιορισμό του φωσφόρου των ορθοφωσφορικών (PO 4 -P), εφαρμόστηκε η μέθοδος του ασκορβικού οξέως ενώ, για τον υπολογισμό του ολικού φωσφόρου (TP) χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος πέψης με υπερθειϊκό οξύ. Κατόπιν, και στις δύο περιπτώσεις, ακολούθησε ο φασματοφωτομετρικός τους προσδιορισμός. Για τον ποσοτικό προσδιορισμό των ανθρακικών (CO = 3 ) και των όξινων ανθρακικών αλάτων (HCO 3ˉ), έγινε τιτλοδότηση με θειικό οξύ (H 2 SO 4 ) με χρήση των δεικτών φαινολοφθαλεΐνης για τα ανθρακικά, και του πορτοκαλόχρου του μεθυλίου, για τα όξινα ανθρακικά Καθορισμός της τροφικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντώνται αρκετές μέθοδοι για τον προσδιορισμό της τροφικής κατάστασης ενός συστήματος. Στην παρούσα μελέτη επιλέχθηκε η μέθοδος OECD (Organisation for Economic Co-operation and Development) (OECD, 1982), η οποία χρησιμοποιεί ως δείκτες (δείκτες ευτροφισμού) για την ταξινόμηση ενός συστήματος, τις μέσες και τις μέγιστες τιμές ορισμένων παραμέτρων της ποιότητας του νερού (Πίνακας 3.3.). Η ίδια μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί και σε 49

69 άλλες λιμνοθάλασσες, με σκοπό την εκτίμηση της τροφικής κατάστασης (Φυττής, 2011, Πίνακας 3.3.: Προτεινόμενες τροφικές κατηγορίες με βάση τις μέσες και οριακές τιμές παραμέτρων, σύμφωνα με τη μέθοδο OECD (OECD, 1982) Παράμετρος Τροφική κατηγορία Υπερ-ολιγοτροφική Ολιγοτροφική Μεσοτροφική Ευτροφική Υπερτροφική TP (μg/l) (μέση <4 4 έως έως έως 100 >100 Chl α (μg/l) Μέση τιμή <1 <2,5 2,5 έως 8 8 έως 25 >25 Μέγιστη τιμή <2,5 <8 8 έως έως 75 >75 Διαφάνεια (m) Μέση τιμή (m) >12 >6 6 έως 3 3 έως 1,5 <1,5 Ελάχιστη τιμή (m) >6 >3 3 έως 1,5 1,5 έως 0,7 <0, Επεξεργασία ηχογραφιών του πυθμένα Η επεξεργασία των δεδομένων, που συλλέχθηκαν μέσω της ηχοβολιστικής αποτύπωσης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, έγινε στο Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα λογισμικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Triton Isis και το Triton Map (Delphmap) της εταιρίας Triton Imaging Inc. (file:///c /Guides/Mosaic_with_TritonMap/Mosaicing.htm). Το πρώτο χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία των ηχογραφιών και το δεύτερο για την κατασκευή του μωσαϊκού, αντίστοιχα (Παράρτημα V). Κατόπιν, το μωσαϊκό εισήχθη στο περιβάλλον του ArcGis 9.3. για να υλοποιηθεί η ψηφιοποίηση των διαφορετικών τμημάτων από τα οποία αποτελείται η επιφάνεια του πυθμένα, ώστε να προκύψει ο χάρτης φυτοκάλυψης του πυθμένα. Με τη βοήθεια του ArcCatalog δημιουργήθηκε ένα νέο shapefile, στο οποίο αποθηκεύονταν, με τη μορφή πολυγώνων, τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του πυθμένα που ψηφιοποιήθηκαν (Χάρτης 3.5.). 50

70 Χάρτης 3.5.: Ψηφιοποίηση του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, με βάση τους διαφορετικούς ακουστικούς τύπους Ως βασικό κριτήριο για τη ψηφιοποίηση, χρησιμοποιήθηκε η διαφορά στην ένταση της ανακλαστικότητας του ηχητικού σήματος του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (χαμηλή ή υψηλή ανακλαστικότητα), η οποία αποκάλυπτε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας του πυθμένα. Επιπλέον, ελήφθη υπόψη και η χωρική τους κατανομή (π.χ. διάστικτη, αραιή ή πυκνή). Αφού ολοκληρώθηκε η ψηφιοποίηση του πυθμένα, στη συνέχεια, έγινε η ταξινόμηση των πολυγώνων χρησιμοποιώντας ως βασικό κριτήριο το ποσοστό φυτοκάλυψης με βάση το οποίο, η φυτοκάλυψη του 51

71 πυθμένα διακρίθηκε σε πυκνή (thick), λιγότερο πυκνή (less than thick), αραιή (sparse), πολύ αραιή (too sparse), σπάνια (rare) και απούσα (absent) Κατασκευή χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας έγινε καταγραφή, με τη χρήση του GIS, των καλύψεων/ χρήσεων γης στα όρια της προσταστευόμενης περιοχής του Δικτύου «Natura 2000» με όνομα: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι) και Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» και με κωδικό GR Για την κατασκευή του χάρτη χρησιμοποιήθηκε, ως υπόβαθρο, μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε. (Χάρτης 3.6.), που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών ( Στο περιβάλλον του GIS, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων, στην οποία αποθηκεύονταν τα ψηφιοποιημένα πολύγωνα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η ψηφιοποίηση και η καταχώρηση των χαρακτηριστικών που αφορούσαν σε κάθε ένα από τα πολύγωνα. Δηλαδή, δόθηκαν ονόματα σε κάθε μια από τις καταγραφές, όπως για παράδειγμα, το όνομα της κάλυψης γης (πχ. αγροτικές καλλιέργειες). Αφού ολοκληρώθηκε η κατασκευή του χάρτη, έλαβε χώρα η τοπολογία του χάρτη. Η δημιουργία τοπολογίας σε ένα ψηφιοποιημένο σύνολο δεδομένων μπορεί αφενός, να αναγνωρίσει σφάλματα ή παραλείψεις και αφετέρου, να χρησιμεύσει ως επιπρόσθετη πληροφορία για την ανάλυση των δεδομένων. Ουσιαστικά, η τοπολογία καθορίζει τις γεωμετρικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων σε ένα αρχείο δεδομένων. Παραδείγματα τοπολογικών σχέσεων αποτελούν οι διασταυρώσεις, οι γειτνιάσεις, το αν μια οντότητα περιέχει ή περιέχεται σε μια άλλη κ.λπ. (Robinson et al., 2002). Έτσι, και στη περίπτωση του χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης, έγιναν, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι απαραίτητες διορθώσεις. Η ταξινόμηση των καλύψεων/ χρήσεων γης έγινε σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover 2000 (Παράρτημα ΙΙΙα και ΙΙΙβ). Αφού ολοκληρώθηκε αυτό το στάδιο, στη συνέχεια, έγινε η αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης, με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000», όπως αυτοί αναφέρονται στο Παραρτήμα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ (Παράρτημα Ι του παρόντος κειμένου). Η αντιστοίχιση έγινε στο 3 ο επίπεδο ταξινόμησης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια σύγκριση μεταξύ του χάρτη Corine Land Cover 2000 και του νέου χάρτη ( ), ως προς το ποσοστό κάλυψης της κάθε μιας κατηγορίας καλύψης/ χρήσης γης, για να διαπιστωθούν οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των ετών. 52

72 Χάρτης 3.6.: Χάρτης ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., που χρησιμοποιήθηκε ως υπόβαθρο για την κατασκευή του χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης της περιοχής μελέτης 3.5. Στατιστική επεξεργασία των περιβαλλοντικών παραμέτρων Μετά την καταγραφή των περιβαλλοντικών παραμέτρων στο πεδίο και την εξαγωγή αποτελεσμάτων από την επεξεργασία των δειγμάτων στο εργαστήριο, ακολούθησε η στατιστική τους 53

73 επεξεργασία με τη χρήση ειδικών στατιστικών πακέτων. Το στατιστικό πακέτο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το SPSS Statistics v.20. Αρχικά, υπολογίστηκαν οι στατιστικώς σημαντικές διαφορές, όπου αυτές υπήρχαν, μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων που μελετήθηκαν κατά τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Δηλαδή, διενεργήθηκε ο μη παραμετρικός έλεγχος Mann-Whitney U- Test (Mann et al., 1947). Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε συσχέτιση μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων για τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους με την εφαρμογή του συντελεστή συσχέτισης Spearman. Ο συντελεστής αυτός αντιπροσωπεύει την έκταση της γραμμικής συσχέτισης μεταξύ του αριθμού δεδομένων δύο παραμέτρων και κυμαίνεται από -1 έως 1. Ο έλεγχος των συσχετίσεων έγινε στα επίπεδα σημαντικότητας 0,01 και 0,05. 54

74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 4.1. Υδρόβια χλωρίδα της λιμνοθάλασσας Μετά την αναγνώριση της υδρόβιας χλωρίδας στο εργαστήριο διαπιστώθηκε ότι, τα είδη που απαντούν στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας είναι τα μακρόφυτα Ruppia cirrhosa (Petagna) Grande και Cymodocea nodosa (Ucria) Ascherson, το χλωρόφυτο Cladophora glomerata (Linnaeus) Kützing και η Ulva spp (Linnaeus), που βρέθηκε τον Απρίλιο βόρεια της λιμνοθάλασσας, σε σημείο που δεν αποτελούσε προκαθορισμένο δειγματοληπτικό σταθμό. Η Ruppia cirrhosa ανήκει στην κλάση των μονοκοτυλήδονων, στην τάξη των Alismatales, στην οικογένεια Ruppiaceae και στο γένος Ruppia. Η Cymodocea nodosa ανήκει στην κλάση των μονοκοτυλήδονων, στην τάξη των Alismatales, στην οικογένεια Cymodoceaceae και στο γένος Cymodocea. Η Cladophora glomerata ανήκει στην κλάση των Ulvophyceae, στην τάξη των Cladophorales, στην οικογένεια Cladophoraceae και στο γένος Cladophora. Τέλος, το είδος του γένους Ulva spp. ανήκει στην κλάση Ulvophyceae, στην τάξη των Ulvales και στην οικογένεια Ulvaceae. Στον Πίνακα 4.1. παρουσιάζεται η υδρόβια χλωρίδα της λιμνοθάλασσας ανά δειγματοληπτικό σταθμό και ο βαθμός πληθοκάλυψής τους. Πίνακας 4.1.: Υδρόβια χλωρίδα της λιμνοθάλασσας ανά δειγματοληπτικό σταθμό και ο βαθμός πληθοκάλυψής τους Αύγουστος 2012 Απρίλιος 2013 Σταθμός Είδος Βαθμός Βαθμός Είδος πληθοκάλυψης πληθοκάλυψης 1 Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa 5/5 Ruppia cirrhosa 5 2 Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa 4/4 Ruppia cirrhosa 4 3 Ruppia cirrhosa Ruppia cirrhosa, Cladophora glomerata 2/ Ruppia cirrhosa 1 8 Ruppia cirrhosa Όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα (Πίνακας 4.1.), η υδρόβια βλάστηση εκτείνεται κυρίως, κοντά στο σημείο επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας με τη θάλασσα. Οι σταθμοί 1 και 2 είναι οι πιο πλούσιοι σε φυτοκάλυψη, καθώς στα σημεία αυτά, ευνοείται η ανανέωση των υδάτων της λιμνοθάλασσας. Ειδικότερα, η Ruppia cirrhosa, η οποία ριζώνει στον πυθμένα (Εικόνα 4.1), ανήκει 55

75 στο κοσμοπολίτικο γένος της Ruppia. Έχει πολύ μεγάλο εύρος ανοχής στις μεταβολές της αλατότητας (3-100 ), αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως το βάθος, η θερμοκρασία και το φως, και είναι χαρακτηριστικό των μεταβατικών υφάλμυρων υδάτων και των εσωτερικών αλόφυτων οικοτόπων (Nicolaidou et al., 2005, Obrador et al., 2010). Το είδος αυτό απαντά στη λιμνοθάλασσα και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, μόνο του ή, σε μερικές περιπτώσεις, σε μίξη με το αγγειόσπερμο Cymodocea nodosa. Εικόνα 4.1.: Ruppia cirrhosa (Petagna) Grande (αριστερά) ( Cymodocea nodoca (Ucria) Ascherson, (δεξιά) ( Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η Ruppia cirrhosa εκτείνεται νότια, νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά της λιμνοθάλασσας, με μειούμενη χωρική κατανομή από νότο προς βορρά, όσο δηλαδή, αυξάνεται ο βαθμός απομόνωσης από τη θάλασσα. Η Cymodocea nodosa είναι ένα χαρακτηριστικό αγγειόσπερμο, το οποίο σχηματίζει εκτεταμένα λιβάδια, τα οποία εκτείνονται από την επιφάνεια της θάλασσας έως και 10 μέτρα βάθος. Ωστόσο, λόγω της μείωσης εισροής γλυκού νερού στη λιμνοθάλασσα και της ταυτόχρονης αύξησης της αλατότητας, ευνοήθηκε η ανάπτυξη του είδους αυτού (Nicolaidou et al., 2005). Η C. nodosa ριζώνει στον πυθμένα, όπως και η R. cirrhosa, αλλά είναι πιο χαμηλό σε ύψος από τη R. cirrhosa, καθώς φτάνει μόλις στα 40 εκατοστά, σε αντίθεση με τη R. Cirrhosa, η οποία έχει ύψος 55 εκατοστά. Η C. nodosa απαντά κοντά στο κανάλι επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου (Σταθμοί 1 και 2) μόνο τον Αύγουστο. Όσον αφορά στο είδος Cladophora glomerata (Εικόνα 4.2), πρόκειται για ένα ευκαιριακό χλωροφύκος με νηματοειδή έντονα διακλαδισμένο θαλλό, το οποίο απαντά είτε να επιπλέει είτε βυθισμένο. Το είδος αυτό βρέθηκε να επιπλέει στη νοτιοδυτική πλευρά της λιμνοθάλασσας μόνο τον Αύγουστο σε πολύ μικρή αφθονία και ήταν σε μίξη με το είδος R. cirrhosa. 56

76 Γενικά, τα είδη του γένους Cladophora sp. απαντούν σε εύτροφα ύδατα τα οποία είναι πλούσια σε θρεπτικά και όταν απαντούν σε μεγάλους πληθυσμούς, εκτοπίζουν τα βυθισμένα αγγειόσπερμα. Το καιροσκοπικό είδος του γένους Ulva spp. βρέθηκε βόρεια της λιμνοθάλασσας, το μήνα Απρίλιο, εκτός του εύρους των προκαθορισμένων δειγματοληπτικών σταθμών. Η παρουσία του είδους αυτού, υποδηλώνει ένδειξη εύτροφων συνθηκών και υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων στην υδάτινη στήλη (Orfanidis et al., 2005). Η ύπαρξή του ενισχύει την πιθανότητα εισροής, στη λιμνοθάλασσα, θρεπτικών αλάτων από τις γειτονικές καλλιέργειες. Εικόνα 4.2.: Cladophora glomerata, (Linnaeus) Kützing ( Ηχοβολιστική αποτύπωση πυθμένα Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας των ηχογραφιών, προέκυψε το μωσαϊκό της επιφάνειας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας (Χάρτης 4.1.), με τη διαδικασία που αναφέρεται αναλυτικά στο Παράρτημα V. Το μωσαϊκό της επιφάνειας του πυθμένα καταλαμβάνει περίπου το 37% του συνόλου της έκτασης της λιμνοθάλασσας και έχει έκταση, περίπου, 1 Km 2. Όπως φαίνεται στον παρακάτω χάρτη (Χάρτης 4.1.), η έκταση της φυτοκάλυψης του πυθμένα είναι πολύ περιορισμένη και απαντά κυρίως, κοντά στο κανάλι επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας με τον κόλπο του Ναυαρίνου. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό του πυθμένα που καλύπτεται από υδρόβια βλάστηση, φτάνει περίπου στο 25% της περιοχής που μελετήθηκε, ποσοστό που είναι αρκετά μικρό, συγκρινόμενο με τη συνολική έκταση της λιμνοθάλασσας, ενώ περίπου το 75% δεν καταλαμβάνεται από κάποιο είδος υδρόβιας βλάστησης. 57

77 Χάρτης 4.1.: Μωσαϊκό της επιφάνειας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Επιπρόσθετα, από τη μελέτη του μωσαϊκού του πυθμένα, προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι, οι οποίοι καθορίστηκαν με βάση την ανακλαστικότητα (ανοιχτόχρωμη-σκουρόχρωμη) και με βάση την εναλλαγή της ανακλαστικότητας, στα πλαίσια του εκάστοτε ακουστικού τύπου (πρότυπο). Σύμφωνα με το Χάρτη 4.2., οι 6 ακουστικοί τύποι αντιστοιχούν στα 6 διαφορετικά χωρικά πρότυπα που ακολουθεί η φυτοκάλυψη (πυκνή, λιγότερο πυκνή, αραιή, πολύ αραιή, σπάνια και καθόλου). Ο ακουστικός τύπος 1 (Εικόνα 4.3.) αντιστοιχεί στις περιοχές της επιφάνειας του πυθμένα που καλύπτονται από πυκνή φυτοκάλυψη, σε ποσοστό μεταξύ %. Ο ακουστικός τύπος 1 χαρακτηρίζεται από υψηλή ανακλαστικότητα, καθώς αποτυπώνει περιοχές που βρίσκονται βυθομετρικά υψηλότερα από τις γύρω περιοχές. Ο ακουστικός τύπος αυτός απαντά μόνο κοντά στο κανάλι επικοινωνίας με τη θάλασσα και καταλαμβάνει το 2,24% του συνόλου της περιοχής που σαρώθηκε με τον ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης. Συγκεκριμένα, η υδρόβια βλάστηση που απαντά σε αυτό το σημείο της λιμνοθάλασσας είναι μίξη από Ruppia cirrhosa και Cymodocea nodosa. 58

78 Χάρτης 4.2.: Απεικόνιση ακουστικών τύπων πυθμένα, όπως προέκυψαν από την ηχοβολιστική αποτύπωση Ο ακουστικός τύπος 2, ο οποίος φαίνεται στην Εικόνα 4.4., παρουσιάζει υψηλή ανακλαστικότητα και αντιστοιχεί σε περιοχές της λιμνοθάλασσας οι οποίες είναι καλυμένες από υδρόβια βλάστηση, με λιγότερο πυκνή χωρική κατανομή (σε ποσοστό 51-75%), σε σχέση με τη χωρική κατανομή της υδρόβιας χλωρίδας που αντιστοιχεί στον ακουστικό τύπο 1. Εικόνα 4.3.: Ακουστικός τύπος 1 Εικόνα 4.4.: Ακουστικός τύπος 2 59

79 Η υδρόβια φυτοκάλυψη του τύπου αυτού αποτελείται, επίσης, από τη μίξη των ειδών Ruppia cirrhosa (πιο έντονη καταγραφή) και Cymodocea nodosa (λιγότερο έντονη καταγραφή). Στη λιμνοθάλασσα, ο τύπος αυτός απαντά κυρίως, κοντά στο κανάλι επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας με τον κόλπο του Ναυαρίνου και καταλαμβάνει το 0,89% της μελετώμενης έκτασης. Ο ακουστικός τύπος 3 (Εικόνα 4.5) αφορά στις περιοχές της λιμνοθάλασσας, οι οποίες είναι καλυμένες από αραιή βλάστηση. Πρόκειται για ακουστικό τύπο χαμηλής ανακλαστικότητας με διάστικτο χαρακτήρα. Συνίσταται από τα είδη Ruppia cirrhosa και Cymodocea nodosa, αλλά με πιο περιορισμένη αφθονία και των δύο (26-50%). Το ποσοστό που καταλαμβάνει ο συγκεκριμένος ακουστικός τύπος είναι 2,95% και εκτείνεται δεξιά και αριστερά από το κανάλι επικοινωνίας. Ο ακουστικός τύπος 4, ο οποίος φαίνεται στην Εικόνα 4.6, είναι χαμηλής ανακλαστικότητας και αντιστοιχεί στις περιοχές της επιφάνειας του πυθμένα όπου απαντά πολύ αραιή φυτοκάλυψη, σε ποσοστό 6-25%. Η υδρόβια χλωρίδα που συνιστά το συγκεκριμένο ακουστικό τύπο είναι η Ruppia cirrhosa και το είδος Cladophora glomerata. Η Cladophora glomerata είναι ένα είδος που δημιουργεί ρίζωμα στον πυθμένα, αλλά μπορεί και να αιωρείται. Ο ακουστικός τύπος αυτός αποτελεί το 15,42% της συνολικής έκτασης που χαρτογραφήθηκε και βρίσκεται βορειοανατολικά σε σχέση με την έκταση που καταλαμβάνει το μωσαϊκό του πυθμένα. Όταν, όμως, αναφερόμαστε σε όλη τη λιμνοθάλασσα, ο ακουστικός τύπος 4 βρίσκεται στο κέντρο της λιμνοθάλασσας. Ακόμα, απαντά και νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας αλλά σε πιο περιορισμένη έκταση. Εικόνα 4.5.: Ακουστικός τύπος 3 Εικόνα 4.6.: Ακουστικός τύπος 4 Ο ακουστικός τύπος 5 (Εικόνα 4.7.) αντιστοιχεί στις περιοχές εκείνες του πυθμένα που η φυτοκάλυψη είναι σπάνια (<5%). Πρόκειται για έναν ακουστικό τύπο χαμηλής ανακλαστικότητας όπου απαντά το είδος Ruppia cirrhosa. Τονίζεται ότι, το γεγονός ότι η Ruppia cirrhosa αντιστοιχεί σε 60

80 ακουστικούς τύπους υψηλής και χαμηλής ανακλαστικότητας, ενδεχομένως να οφείλεται στο πόσο ανεπτυγμένη είναι μορφολογικά καθώς, από την ανάπτυξή της, καθορίζεται και το ύψος της. Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι, τόσο πιο έντονη ανακλαστικότητα θα έχει. Ο ακουστικός τύπος 5 καταλαμβάνει το 3,57% της συνολικής περιοχής που σαρώθηκε και απαντά νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας, κοντά στους σταθμούς 6 και 8, αλλά και στο κέντρο της λιμνοθάλασσας, βόρεια του 3 ου σταθμού. Ολοκληρώνοντας, στην Εικόνα 4.8. φαίνεται και οπτικά, ο ακουστικός τύπος 6, ο οποίος είναι χαμηλής ανακλαστικότητας. Αντιστοιχεί στις περιοχές της επιφάνειας του πυθμένα οι οποίες δεν έχουν βλάστηση ή υπάρχει πολύ αραιή βλάστηση, η οποία δεν ήταν εφικτό να καταγραφεί κατά την ηχοβολιστική αποτύπωση. Ουσιαστικά, ο τύπος αυτός αντικατροπτίζει το ιλυοαμμώδες υπόστρωμα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας. Σε σχέση με τους υπόλοιπους ακουστικούς τύπους, αυτός καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό, το οποίο αγγίζει το 74,9% του συνόλου της περιοχής που σάρωσε ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης. Εικόνα 4.7.: Ακουστικός τύπος 5 Εικόνα 4.8.: Ακουστικός τύπος 6 Στο Σχήμα 4.1. φαίνεται συνοπτικά το ποσοστό που καταλαμβάνει η φυτοκάλυψη του πυθμένα, με κριτήριο το πρότυπο που ακολουθεί ως προς την κατανομή της. 61

81 Σχήμα 4.1.: Ποσοστό φυτοκάλυψης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, σε αντιστοιχία με τους 6 διαφορετικούς ακουστικούς τύπους 4.3. Αβιοτικές παραμέτροι Η θερμοκρασία, η αλατότητα, το ph, το διαλυμένο οξυγόνο, οι συγκεντρώσεις των θρεπτικών αλάτων, το βάθος και η διαφάνεια, αποτελούν μερικές από τις παραμέτρους που καθορίζουν τη σύνθεση και την αφθονία των ειδών στις λιμνοθάλασσες (McArthur et al., 2000). Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα συνολικά αποτελέσματα επεξεργασίας των αβιοτικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας και για τις δύο εποχικές δειγματοληψίες (Αύγουστος 2012 και Απρίλιος 2013) Βάθος και Διαφάνεια Το βάθος είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων μέσα στο νερό, αλλά και όλων υδρόβιων οργανισμών γενικότερα. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, το βάθος ήταν μεγαλύτερο τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.1. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο το βάθος κυμάνθηκε από 55 έως 90 cm, ενώ τον Απρίλιο από 65 έως 95 cm. Το πιο βαθύ σημείο της λιμνοθάλασσας είναι στη νοτιοδυτική της πλευρά, δηλαδή, στον 6 ο σταθμό, ενώ η λιμνοθάλασσα είναι πιο ρηχή στον 1 ο σταθμό, δηλαδή, στο σημείο που βρίσκεται το κανάλι επικοινωνίας της λιμνοθάλασσας με τη θάλασσα (Χάρτης 3.2.). 62

82 Διάγραμμα 4.1.: Εποχική διακύμανση του βάθους του Διάγραμμα 4.2.: Εποχική διακύμανση της διαφάνειας νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Η διαφάνεια είναι πολύ σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη της υδρόβιας ζωής. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα παρουσίασε μειούμενη τάση μεταξύ των δύο δειγματοληπτικών περιόδων. Επιπλέον, υπήρχε διαφοροποίηση στη διαφάνεια και μεταξύ των σταθμών και στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το Διάγραμμα 4.2, τον Αύγουστο ήταν πιο αυξημένη και κυμάνθηκε από 19 cm έως 47,5 cm, ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε από 12,5 cm έως 22,5 cm. Τον Αύγουστο, η υδάτινη στήλη είχε τη μεγαλύτερη διαφάνεια στον 1 ο σταθμό, ενώ τη μικρότερη στον 6 ο σταθμό, ενώ τον Απρίλιο, τη μεγαλύτερη διαφάνεια παρουσίασε ο 5 ος σταθμός, σε αντίθεση με τους σταθμούς 2, 4 και 7 που είχαν τη μικρότερη διαφάνεια, η οποία ήταν ίδια και στους τρείς σταθμούς και ίση με 12,5 cm (Χάρτης 3.2.). Η μειωμένη διαφάνεια στους σταθμούς αυτούς, ίσως οφείλεται στην επίδραση των ανέμων που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της μέτρησης της διαφάνειας, οι οποίοι προκάλεσαν κυματισμό στη λιμνοθάλασσα, αλλά και στην επαναιώρηση του ιζήματος του πυθμένα Λόγος Διαφάνειας/Βάθους Ο λόγος διαφάνειας/βάθους, με εξαίρεση τον 1 ο σταθμό και μόνο τον Αύγουστο, όπου παρουσίασε τη μεγαλύτερη διαφάνεια, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους σταθμούς, αναφορικά και με τις δύο εποχές, κατά τ άλλα, κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα και στις δύο εποχικές δειγματοληψίες. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο κυμάνθηκε από 0,21 έως 0,86 στον 6 ο και στον 1 ο σταθμό, αντίστοιχα, ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε από 0,15 έως 0,27 στον 2 ο και στον 1 ο σταθμό, αντίστοιχα (Χάρτης 3.2.). Τονίζεται ότι, όσο πιο κοντά στο 1 είναι η τιμή του λόγου διαφάνειας/βάθους, τόσο πιο μεγάλη διαφάνεια έχει η υδάτινη στήλη. 63

83 Θερμοκρασία και Αλατότητα Η θερμοκρασία και η αλατότητα αποτελούν δύο από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που καθορίζουν την παρουσία και την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων μέσα στο νερό. Η θερμοκρασία στην περιοχή μελέτης, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.3., παρουσίασε μεγάλες διαφοροποιήσεις κυρίως από εποχή σε εποχή, καθώς μειώθηκε αισθητά τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο. Όμως, ανάμεσα στους σταθμούς, την κάθε εποχή ξεχωριστά, παρουσίασε ομοιομορφία σε όλη τη λιμνοθάλασσα. Τον Αύγουστο κυμάνθηκε από 28,8 ᵒC έως 30,5 ᵒC, ενώ τον Απρίλιο η θερμοκρασία ξεκινούσε από 19,0 ᵒC και άγγιζε τους 20,4 ᵒC. Η οριζόντια διαβάθμιση της αλατότητας είναι χαρακτηριστικό των παράκτιων οικοσυστημάτων και συχνά καθορίζει τη χωρική κατανομή των μακροφύτων (Menendez et al., 2002, Agostini et al., 2003, Lirman et al., 2008, Obrador et al., 2010). Στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας τον Αύγουστο (Διάγραμμα 4.4.), παρατηρήθηκαν υψηλές τιμές αλατότητας, μάλλον, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων ή ακόμα και της αυξημένης εξάτμισης (Kormas et al., 2001), και παρουσίασαν διαφοροποιήσεις ανά σταθμό (εύρος αλατότητας: 42,73 στο σταθμό 1 μέχρι και 54,42 στο σταθμό 6) (Χάρτης 3.2.). Αντίθετα, τον Απρίλιο, η αλατότητα ήταν αρκετά χαμηλότερη και ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας (περίπου 32 ), υποδεικνύντας έτσι, ένα σαφές εποχικό πρότυπο με μέγιστες και ελάχιστες τιμές αργά το καλοκαίρι και στο τέλος της άνοιξης, αντίστοιχα. Η πτώση της τον Απρίλιο μάλλον οφείλεται στην αύξηση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, στη μείωση της θερμοκρασίας, αλλά και στην εισροή γλυκών νερών από τα ανατολικά της λιμνοθάλασσας. Το πρότυπο αυτό παρατηρείται και σε άλλες μεσογειακές λιμνοθάλασσες (Kormas et al., 2001, Obrador et al., 2010). Διάγραμμα 4.3.: Εποχική διακύμανση της θερμοκρασίας του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.4.: Εποχική διακύμανση της αλατότητας του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας 64

84 ph και Διαλυμένο οξυγόνο (DO) Ο ρόλος του ph είναι πολύ σημαντικός για τα υδάτινα οικοσυστήματα, καθώς καθορίζει την διαλυτότητα των περισσοτέρων ουσιών, αλλά και την ιοντική τους μορφή, μέσα στο νερό. Οι αυξομειώσεις του ph συνδέονται άμεσα με την φωτοσύνθεση και την αναπνοή των υδρόβιων οργανισμών και κατ επέκταση με την παραγωγικότητα της βιομάζας (Orfanidis et al., 2005). Όσον αφορά στο ph της λιμνοθάλασσας, αυτό παρουσίασε μείωση τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο (Διάγραμμα 4.5.). Δηλαδή, τον Αύγουστο η τιμή του ph κυμάνθηκε από 8,15 έως 8,40 και τον Απρίλιο κυμάνθηκε από 6,86 έως 7,08. Το μειωμένο ph τον Απρίλιο, ενδεχομένως, οφείλεται στη μειωμένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα, λόγω της μη παρουσίας υδρόβιων μακροφύτων. Το οξυγόνο που είναι διαλυμένο στο νερό είναι πολύ σημαντικό για την επιβίωση των υδρόβιων οργανισμών. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, το διαλυμένο οξυγόνο υπήρχε σε επαρκή συγκέντρωση στο νερό και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, δηλαδή, δεν παρατηρήθηκαν συνθήκες ανοξίας (για συγκεντρώσεις μικρότερες των 5 mg/l) (Petaloti et al., 2004, Zaldivar et al., 2008). Η ανοξία αποτελεί το τελευταίο στάδιο του ευτροφισμού, φάση η οποία συχνά χαρακτηρίζεται ως δυστροφική (Karydis, 2009). Παρατηρήθηκε όμως, μια ανεπαίσθητη μείωση τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο, η οποία όμως, δεν είναι πολύ σημαντική. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Διάγραμμα 4.6., τον Αύγουστο οι τιμές του διαλυμένου οξυγόνου ήταν μεταξύ 7,45 mg/l (σταθμός 8) και 8,48 mg/l (σταθμός 2), ενώ τον Απρίλιο, ήταν μεταξύ 6,73 mg/l (σταθμός 6) και 8,45 mg/l (σταθμός 7) (Χάρτης 3.2.). Διάγραμμα 4.5.: Εποχική διακύμανση του ph του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.6.: Εποχική διακύμανση του διαλυμένου οξυγόνο του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας 65

85 Θρεπτικά άλατα Ν και P Νιτρώδη ιόντα (NO 2 -N) και Νιτρικά ιόντα (NO 3 -N) Γενικά, τα νιτρώδη άλατα απαντούν σε χαμηλές συγκεντρώσεις στα φυσικά υδάτινα οικοσυστήματα (<1 mg/l). Όμως, επειδή συμμετέχουν στον κύκλο του αζώτου, αποτελούν βασικό στοιχείο της υδάτινης στήλης καθώς, μέσω της δράσης των νιτροποιητικών βακτηρίων, οξειδώνονται και μετατρέπονται σε νιτρικά ιόντα (Τζιωρτζιής, 2008). Στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, τα νιτρώδη διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Μάλιστα, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.7., σε κάποιους από τους σταθμούς, δεν ήταν ανιχνεύσιμα ή ενδεχομένως δεν υπήρχαν. Τον Απρίλιο αυξήθηκαν ελαφρώς αλλά, τέτοιου μεγέθους συγκεντρώσεις, θεωρούνται χαμηλές για τα υδάτινα οικοσυστήματα. Πιο αναλυτικά, τον Αύγουστο τα νιτρώδη κυμάνθηκαν από 0 μg/l έως 2 μg/l, ενώ τον Απρίλιο από 6 μg/l έως 10 μg/l. Τα νιτρικά ιόντα αποτελούν τη βασική μορφή αζώτου στα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα. Τα νιτρικά ιόντα, αλλά και οι υπόλοιπες μορφές αζώτου που απαντούν στις λιμνοθάλασσες, αποτελούν πολύ σημαντική πηγή για τα μακρόφυτα, καθώς αφομοιώνουν το άζωτο και το χρησιμοποιούν για να επιβιώσουν (Christia et al., 2007, Φυττής, 2011). Σύμφωνα με το Διάγραμμα 4.8., στην περιοχή μελέτης τα νιτρικά ιόντα παρουσίασαν διακυμάνσεις από εποχή σε εποχή, αλλά και μεταξύ των σταθμών την ίδια εποχή. Δηλαδή, τον Αύγουστο, οι συγκεντρώσεις των νιτρικών ιόντων ήταν μεταξύ 0,039 mg/l και 0,096 mg/l, ενώ τον Απρίλιο ήταν μεταξύ 0,040 mg/l και 0,078 mg/l. Οι ελάχιστες τιμές παρατηρήθηκαν στον 1 ο σταθμό τον Αύγουστο και στον 6 ο σταθμό τον Απρίλιο, ενώ οι μέγιστες τιμές, στον 3 ο σταθμό τον Αύγουστο και στο 2 ο σταθμό τον Απρίλιο (Χάρτης 3.2.). Διάγραμμα 4.7.: Εποχική διακύμανση των νιτρωδών ιόντων του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.8.: Εποχική διακύμανση των νιτρικών ιόντων του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας 66

86 Αμμωνιακά ιόντα (NH 4 -N) και Ολικό ανόργανο άζωτο (DIN) Εκτός από τα νιτρώδη και τα νιτρικά ιόντα, το άζωτο απαντά στην υδάτινη στήλη και με τη μορφή αμμωνιακών ιόντων. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, τα αμμωνιακά ιόντα παρουσίασαν υψηλές συγκεντρώσεις και τις δύο εποχές. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των σταθμών σε κάθε μία από τις εποχές ξεχωριστά. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Διάγραμμα 4.9., τα αμμωνιακά ιόντα τον Αύγουστο κυμάνθηκαν μεταξύ 0,16 mg/l και 0,40 mg/l και τον Απρίλιο κυμάνθηκαν μεταξύ 0,12 mg/l και 0,52 mg/l. Τον Αύγουστο, η ελάχιστη συγκέντρωση παρατηρήθηκε στο σταθμό 2 και η μέγιστη συγκέντρωση στο σταθμό 3, ενώ τον Απρίλιο, η ελάχιστη συγκέντρωση παρατηρήθηκε στο σταθμό 2 και η μέγιστη συγκέντρωση στο σταθμό 4 (Χάρτης 3.2.). Η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων αμμωνιακών ιόντων το καλοκαίρι, μπορεί να οφείλεται στην αποικοδόμηση των υδρόβιων μακροφύτων, αλλά και στις διαδικασίες επαν-ανοργανοποίησης, οι οποίες ευνοούνται από τις υψηλές θερμοκρασίες (Menendez et al., 2002, Christia et al., 2012). Από την άλλη, οι υψηλές τιμές των αμμωνιακών την άνοιξη, ενδεχομένως, οφείλονται στην εισροή των λιπασμάτων από τις γειτονικές καλλιέργειες ή στην εισροή των αστικών αποβλήτων από το γειτονικό χωριό της Γιάλοβας, που συμπίπτουν με τις ισχυρές βροχοπτώσεις του χειμώνα. Το ολικό ανόργανο άζωτο είναι το άθροισμα των επιμέρους συγκεντρώσεων των νιτρωδών, των νιτρικών και των αμμωνιακών ιόντων (ΝΟ 2 -Ν+ΝΟ 3 -Ν+ΝΗ 4 -Ν) που απαντούν στα υδάτινα οικοσυστήματα. Ειδικότητα στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.10., το ολικό ανόργανο άζωτο κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα και τους δύο μήνες που έγιναν οι δειγματοληψίες πεδίου. Οι υψηλές συγκεντρώσεις του ολικού ανόργανου αζώτου εξηγούνται από τις υψηλές συγκεντρώσεις των αμμωνιακών ιόντων, που αποτελούν την κυρίαρχη μορφή αζώτου στη λιμνοθάλασσα. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του έτους 2012, οι τιμές του ολικού ανόργανου αζώτου κυμάνθηκαν μεταξύ 0,222 mg/l και 0,496 mg/l, στο 2 ο και στον 3 ο σταθμό, αντίστοιχα. Τον Απρίλιο του έτους 2013, κυμάνθηκαν μεταξύ 0,197 mg/l και 0,593 mg/l στον 1 ο και στον 4 ο σταθμό, αντίστοιχα (Χάρτης 3.2.). Τονίζεται ότι, ο 4 ος σταθμός, στον οποίο παρατηρήθηκε η μέγιστη τιμή τον Απρίλιο, αναφορικά με όλους τους υπόλοιπους σταθμούς και μεταξύ των δύο εποχών, βρίσκεται στα ανατολικά όρια της λιμνοθάλασσας, γεγονός που μαρτυρά την εισροή θρεπτικών στη λιμνοθάλασσα, μέσω των καναλιών που βρίσκονται στο σημείο αυτό. Το ολικό ανόργανο άζωτο διαμορφώνεται περισσότερο από τις συγκεντρώσεις των αμμωνιακών ιόντων και επηρεάζεται λιγότερο από τα νιτρώδη και νιτρικά ιόντα (Διάγραμματα 4.7., 4.8. και 4.9.). 67

87 Διάγραμμα 4.9.: Εποχική διακύμανση των αμμωνιακών ιόντων του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.10.: Εποχική διακύμανση του ολικού ανόργανου αζώτου του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Φωσφορικά ιόντα (PO 4 -N) και Ολικός φώσφορος (TP) Ο ανόργανος φώσφορος σε συνύπαρξη με το ανόργανο αζώτο αποτελούν τα κύρια στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η πρωτογενής παραγωγικότητα των υδάτινων οικοσυστημάτων ((Zaldivar et al., 2008). Στο υδάτινο οικοσύστημα της Γιάλοβας, τα φωσφορικά ιόντα παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια των δύο εποχικών δειγματοληψιών. Όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.11., οι τιμές των φωσφορικών ιόντων ήταν από 0 μg/l έως 21 μg/l τον Αύγουστο και από 0 μg/l έως 33 μg/l τον Απρίλιο. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο, οι σταθμοί 2, 5 και 7 δεν παρουσίασαν κάποια ένδειξη ύπαρξης φωσφορικών ή απλώς δεν ήταν εφικτό να ανιχνευτούν, ενώ η μέγιστη τιμή φωσφορικών σημειώθηκε στον 4 ο σταθμό (Χάρτης 3.2.). Τον Απρίλιο, στους σταθμούς 1, 3, 5 και 6 δεν παρατηρήθηκαν συγκεντρώσεις φωσφορικών ή δεν ήταν εφικτό να ανιχνευτούν και η μέγιστη συγκέντρωση παρατηρήθηκε στον 8 ο σταθμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο, ιδιαίτερα στον 7 ο και στον 8 ο σταθμό, παρατηρήθηκαν οι υψηλότερες τιμές των φωσφορικών ιόντων με αισθητή διαφορά, συγκριτικά με τους υπόλοιπους σταθμούς και τις δύο εποχές. Στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας μετρήθηκαν και οι συγκεντρώσεις του ολικού φωσφόρου. Η διακύμανσή του παρουσίασε έντονες μεταβολές από εποχή σε εποχή, αλλά και από σταθμό σε σταθμό. Τον Αύγουστο, οι συγκεντρώσεις του ήταν κατά πολύ υψηλότερες σε όλους τους σταθμούς, σε σχέση με τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις που καταγράφηκαν τον Απρίλιο, γεγονός που, ενδεχομένως, οφείλεται στην αυξημένη πρωτογενή παραγωγικότητα των υδρόβιων μακροφύκων. Σύμφωνα με το παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 4.12.), τον Αύγουστο, ο ολικός φώσφορος κυμάνθηκε μεταξύ 0,01 68

88 mg/l (σταθμός 1) και 0,11 mg/l (σταθμός 4), ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε μεταξύ 0,19 mg/l (σταθμός 4) και 0,61 mg/l (σταθμός 6). Διάγραμμα 4.11.: Εποχική διακύμανση των φωσφορικών ιόντων του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.12.: Εποχική διακύμανση του ολικού φωσφόρου του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Λόγος N/P Ο λόγος Ν/Ρ αποτελεί ένδειξη της τροφικής κατάστασης ενός υδάτινου σώματος. Η βέλτιστη τιμή της αναλογίας υπολογίστηκε ότι είναι, περίπου, και αποτελεί τη μέση αναλογία περιεκτικότητας Ν και Ρ στους υδρόβιους οργανισμούς (Redfield, 1958). Αποκλίσεις από την αναλογία αυτή, δείχνουν πιθανή έλλειψη του ενός ή του άλλου στοιχείου, κάτι που το καθιστά περιοριστικό παράγοντα για την πρωτογενή παραγωγικότητα (Orfanidis et al., 2005). Πίνακας 4.2.: Εποχική διακύμανση του λόγου N/TP στους δειγματοληπτικούς σταθμούς στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα Λόγος Ν/ΤP Σταθμός Αύγουστος Απρίλιος δειγματοληψίας

89 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Πίνακα 4.2. φαίνεται ότι, για το μήνα Αύγουστο, ο βασικός περιοριστικός παράγοντας είναι το N, ενώ τον Απρίλιο εξακολουθεί να είναι περιοριστικός παράγοντας το N, με εξαίρεση τους σταθμούς 1 και 9, οι οποίοι φαίνεται να παρουσιάζουν έλλειψη P. Η έλλειψη N μπορεί να οφείλεται, είτε στο γεγονός ότι, αφομοιώνεται από τα υδρόβια μακρόφυτα για την επιβίωσή τους, είτε στο γεγονός ότι δεν εισέρχεται νερό, πλούσιο σε θρεπτικά, από τα αρδευτικά κανάλια, είτε και στη μείωση των βροχοπτώσεων, οι οποίες αποτελούν κύρια πηγή αζώτου για τα επιφανειακά ύδατα (Zaldivar et al., 2008). Όσον αφορά στον P, η έλλειψή του τον Απρίλιο, ίσως μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι, ήταν δεσμευμένος στο ίζημα του πυθμένα (Zaldivar et al., 2008). Σε διάφορες εργασίες έχει αναφερθεί ότι, κυρίως στις λίμνες αποτελεί περιοριστικό παράγοντα ο P, ενώ στις λιμνοθάλασσες το N. Βέβαια, στην περιοχή της Μεσογείου, παρατηρείται το αντίθετο, δηλαδή, ο P αποτελεί συνήθως τον περιοριστικό παράγοντα, εκτός και αν παρατηρηθεί υπερβολική προσθήκη P, λόγω ανθρώπινης δραστηριότητας (Kormas et al., 2001, Karydis, 2009) Ανθρακικά ιόντα (CO 3 = ) και Όξινα ανθρακικά ιόντα (HCO 3ˉ) Ο άνθρακας βρίσκεται στο νερό με τη μορφή των ανθρακικών ή των όξινων ανθρακικών ιόντων, και βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με το ph. Σε τιμές ph<5, το διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ) κυριαρχεί στην υδάτινη στήλη, σε τιμές 7<pH<9 υπερέχουν τα όξινα ανθρακικά ιόντα (HCO 3ˉ), ενώ σε τιμές ph>9, υπάρχουν στο νερό σημαντικές ποσότητες ανθρακικών ιόντων (CO = 3 ) (Menendez et al., 2001). Οι τιμές του ph της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας είναι μεταξύ 6,86 και 8,40, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συμπεριφορά των όξινων ανθρακικών σε σχέση με τα ανθρακικά ιόντα. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 4.13), και τους δύο μήνες δειγματοληψιών, τα όξινα ανθρακικά ιόντα υπερέχουν κατά πολύ των ανθρακικών σε όλους τους σταθμούς. Πιο συγκεκριμένα, τα ανθρακικά ιόντα παρουσίασαν μεταβολές, αναφορικά με την εποχή. Μπορεί τον Απρίλιο τα ανθρακικά ιόντα να παρέμειναν αμετάβλητα στους σταθμούς 2 και 8 σε σχέση με τον Αύγουστο, αλλά στους υπόλοιπους σταθμούς παρουσίασαν μείωση (Χάρτης 3.2.). Τον Αύγουστο, η ελάχιστη και η μέγιστη τιμή τους ήταν 30 mg/l (σταθμός 2) και 48 mg/l (σταθμός 1) αντίστοιχα, ενώ τον Απρίλιο, η ελάχιστη τιμή ήταν 24 mg/l (σταθμός 1) και η μέγιστη 36 mg/l (σταθμός 9). 70

90 Διάγραμμα 4.13.: Εποχική διακύμανση των ανθρακικών και των όξινων ανθρακικών ιόντων στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Τα όξινα ανθρακικά ιόντα αποτελούν την πηγή άνθρακα που συνεισφέρει στη φωτοσυνθετική δραστηριότητα και κατ επέκταση, στην ανάπτυξη των υδρόβιων μακροφύτων (Menendez et al., 2000). Ως προς τις συγκεντρώσεις τους στην υδάτινη στήλη, παρουσίασαν μεγάλες διαφοροποιήσεις σε όλους τους σταθμούς (Διάγραμμα 4.13.). Τον Αύγουστο κυμάνθηκαν μεταξύ 36,6 mg/l (σταθμός 2) και 122,0 mg/l (σταθμός 4) και τον Απρίλιο κυμάνθηκαν μεταξύ 134,2 mg/l (σταθμός 8) και 207,4 mg/l (σταθμός 2) (Χάρτης 3.2.) Χλωροφύλλη-α (Chl-α) και Ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS, Total Suspended Solids) Η χλωροφύλλη-α αποτελεί βασικό δείκτη της συγκέντρωσης του φυτοπλαγκτού και καθρεπτίζει τα επίπεδα ευτροφισμού στην υδάτινη στήλη (Raitsos et al., 2012). Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, παρουσίασε αυξομειώσεις ως προς τη συγκέντρωση ανάμεσα στους σταθμούς, αλλά και τις δύο εποχικές δειγματοληψίες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Διάγραμμα 4.14, το καλοκαίρι του 2012 (Αύγουστος), τα επίπεδά της ήταν πιο υψηλά, σε σχέση με την άνοιξη του 2013 (Απρίλιος). Πιο αναλυτικά, το καλοκαίρι κυμάνθηκε μεταξύ 8,52 mg/m 3 και 25,70 mg/m 3 στον 9 ο σταθμό και στον 4 ο σταθμό, αντίστοιχα. Αντίθετα, την άνοιξη κυμάνθηκε μεταξύ 2,85 mg/m 3 και 19,69 mg/m 3 στον 1 ο και στον 8 ο σταθμό, αντίστοιχα (Χάρτης 3.2.). Τα ολικά αιωρούμενα στερεά (εφεξής TSS) αποτελούν μια πολύ σημαντική παράμετρο για τα υδάτινα οικοσυστήματα. Άμεση συνέπεια της αυξημένης συγκέντρωσης των TSS είναι η θολερότητα του νερού, η οποία λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη των υδρόβιων μακροφύτων, καθώς συμβάλλει στη μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που εισέρχεται στο νερό, η οποία είναι απαραίτητη 71

91 για τη φωτοσύνθεση (Zaldívar et al., 2008). Με αυτό τον τρόπο, επέρχεται και μείωση της παραγωγής της Chl-α (Christia et al., 2013). Σύμφωνα με το διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 4.15), τα TSS κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα τον Αύγουστο και σε πιο χαμηλά επίπεδα τον Απρίλιο. Πιο συγκεκριμένα, η ελάχιστη και μέγιστη τιμή των TSS τον Αύγουστο ήταν 0,16 mg/l και 0,54 mg/l αντίστοιχα. Η ελάχιστη τιμή παρατηρήθηκε στον 3 ο σταθμό, ενώ η μέγιστη στον 4 ο σταθμό (Χάρτης 3.2.). Τον Απρίλιο, η συγκέντρωση των TSS ήταν μεταξύ 0,11 mg/l και 0,35 mg/l. Οι καταγραφές αυτές παρατηρήθηκαν στον 8 ο και στον 4 ο σταθμό, αντίστοιχα. Αναφορικά και με τις δύο εποχές, η μέγιστη συγκέντρωση των TSS στον 4 ο σταθμό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι, ο 4 ος σταθμός βρίσκεται κοντά στα σημεία εισροής νερού από τα κανάλια ανατολικά της λιμνοθάλασσας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο την προσθήκη θρεπτικών από τις γειτονικές αγροτικές καλλιέργειες, αλλά και την επαναιώρηση του ιζήματος και άρα, την αύξημενη συγκέντρωση των TSS στην υδάτινη στήλη. Διάγραμμα 4.14.: Εποχική διακύμανση της χλωροφύλλης-α του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Διάγραμμα 4.15.: Εποχική διακύμανση των ολικών αιωρούμενων στερεών του νερού στους σταθμούς δειγματοληψίας της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Σταθερά απορρόφησης Κ (m -1 ) Η σταθερά απορρόφησης (Κ) του φωτός, καθώς αυτό διαπερνά από την υδάτινη στήλη, είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος της ποιότητας των υδάτων. Όταν Κ>1, τότε το νερό χαρακτηρίζεται από υψηλή θολερότητα και υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών, δηλαδή, επικρατούν ευτροφικές συνθήκες. Αντίθετα, όταν Κ<1, τότε το νερό χαρακτηρίζεται από υψηλή διαφάνεια και σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων, οπότε η ποιότητα του νερού βελτιώνεται (Orfanidis et al., 2005). 72

92 Διάγραμμα 4.16.: Διακύμανση της σταθεράς απορρόφησης Κ στους σταθμούς δειγματοληψίας της υδάτινης στήλης της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας τον Απρίλιο Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, η σταθερά απορρόφησης Κ υπολογίστηκε μόνο τον Απρίλιο. Όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 4.16., η σταθερά απορρόφησης Κ ήταν μεγαλύτερη από τη μονάδα (Κ>1) σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς. Η ελάχιστη τιμή της ήταν 2,27 m -1, η οποία καταγράφηκε στον 3 ο σταθμό, ενώ η μέγιστη τιμή της ήταν 5,67 m -1, όπου σημειώθηκε στον 4 ο σταθμό (Χάρτης 3.2.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, το πρότυπο που ακολούθησε η σταθερά απορρόφησης Κ δικαιολογείται και από τις συγκεντρώσεις της Chl-α και των TSS, παράγοντες οι οποίοι ενισχύουν τη θολερότητα της υδάτινης στήλης της λιμνοθάλασσας. Στο Παράρτημα VI συνοψίζονται όλες οι φυσικοχημικές παράμετροι που προέκυψαν από τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, για κάθε σταθμό Στατιστική επεξεργασία περιβαλλοντικών παραμέτρων Για την εύρεση στατιστικώς σημαντικών διαφορών μεταξύ των δύο δειγματοληπτικών περιόδων (Αύγουστος 2012 και Απρίλιος 2013), αναφορικά με τις αβιοτικές παραμέτρους, χρησιμοποιήθηκε η μη παραμετρική μέθοδος Mann Whitney (Mann et al., 1947). Σημειώνεται ότι, ο σταθμός 0 δεν λήφθηκε υπόψη κατά τη στατιστική επεξεργασία καθώς, βρίσκεται εκτός των ορίων της λιμνοθάλασσας. Επιπλέον, η σταθερά απορρόφησης K υπολογίστηκε μόνο κατά τη δεύτερη δειγματοληπτική περίοδο. Ο εντοπισμός στατιστικώς σημαντικών διαφορών, όσον αφορά στη διακύμανση των φυσικοχημικών παραμέτρων μεταξύ των δειγματοληπτικών περιόδων, θα συνεισφέρει στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων που αφορούν στην εξάπλωση των υδρόβιων 73

93 μακροφύτων σε όλη τη λιμνοθάλασσα αλλά, και στο πως μεταβάλλονται οι φυσικοχημικές παράμετροι ανάλογα με την εποχή. Επιπρόσθετα, για την εύρεση συσχετίσεων μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων που καταγράφηκαν στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, χρησιμοποιήθηκε μη παραμετρική μέθοδος συσχέτισης, η οποία βασίστηκε στο συντελεστή συσχέτισης Spearman (Spearman s rank correlation coefficient). Έτσι, θα μπορέσει να εξηγηθεί το γιατί και το πως αλληλοεπηρεάζονται οι φυσικοχημικές παράμετροι Mann Whitney U-test Μετά την εφαρμογή του Mann Whitney U-test, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των παραμέτρων, αναφορικά με τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Σημειώνεται ότι, όταν το επίπεδο σημαντικότητας είναι p<0,05, τότε υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές ενώ, εάν το επίπεδο σημαντικότητας είναι p>0,05, τότε δεν υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα του Πίνακα 4.3., οι στατιστικώς σημαντικές διαφορές που βρέθηκαν μεταξύ των δύο εποχών, εντοπίζονται στις παρακάτω παραμέτρους: Διαφάνεια, Αλατότητα, Θερμοκρασία, ph, TSS, NO 2, CO 3ˉ και HCO = 3. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχικών δειγματοληψιών στις παραμέτρους: Βάθος, Διαλυμένο οξυγόνο, Χλωροφύλλη-α, NO 3, NH 4 και PO 4. Πίνακας 4.3.: Αποτελέσματα του Mann-Whitney U-test. Στατιστικώς σημαντικές διαφορές των φυσικοχημικών παραμέτρων στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους Παράμετρος Mann-Whitney U test Asypm. Sig. (2-taile d) Βάθος (cm) 0,083 Διαφάνεια (cm) 0,001 Αλατότητα ( ) 0,000 Θερμοκρασία (ᵒC) 0,000 ph 0,000 Διαλυμένο οξυγόνο (mg/l) 0,122 Chl-α (mg/m 3 ) 0,058 TSS (mg/l) 0,031 NO 2 -N (mg/l) 0,000 NO 3 -N (mg/l) 0,860 NH 4 -N (mg/l) 0,825 PO 4 -P (mg/l) 0,750 CO 3 = (mg/l) 0,020 HCO 3ˉ (mg/l) 0,000 74

94 Πιο συγκεκριμένα, το βάθος αυξήθηκε ελαφρώς τον Απρίλιο σε κάθε σταθμό σε σχέση με τον Αύγουστο και η αύξηση αυτή ήταν από 1 έως 12 cm. Αυτή η, έστω μικρή διαφορά στο βάθος, πιθανώς οφείλεται στις βροχοπτώσεις που παρατηρήθηκαν τους χειμερινούς μήνες, σε συνδυασμό με την εισροή γλυκού νερού από τα ανατολικά της λιμνοθάλασσας. Η διαφάνεια παρουσίασε αισθητή μείωση σε όλους τους σταθμούς τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο. Αυτή η μείωση ενισχύεται και από τις τιμές της σταθεράς απορρόφησης K, οι οποίες τον Απρίλιο κυμαίνονται από 2,27 έως 5,67. Γενικά, όταν Κ>1, τότε σημαίνει ότι, είτε έχουμε αυξημένα ολικά αιωρούμενα στερεά στην υδάτινη στήλη, είτε έχουμε εισροές θρεπτικών αλάτων (Orfanidis et al., 2005). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μειωμένη διαφάνεια τον Απρίλιο, ενδεχομένως να οφείλεται στις εισροές θρεπτικών αλάτων από τις γειτονικές καλλιέργειες. Η αλατότητα της λιμνοθάλασσας μειώθηκε αισθητά τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο. Τον Αύγουστο υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις της αλατότητας από σταθμό σε σταθμό, καθώς κυμάνθηκε από 42,73 στον 1 ο σταθμό, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο σημείο επικοινωνίας με τη θάλασσα, έως 54,42 στον 6 ο σταθμό, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της λιμνοθάλασσας. Γενικότερα, η αλατότητα παρουσίασε αυξημένες τιμές, καθώς αυξανόταν ο βαθμός απομόνωσης της λιμνοθάλασσας από τη θάλασσα (Lirman et al., 2008). Αντίθετα, τον Απρίλιο, η τιμή της κυμάνθηκε γύρω στο 31, σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Σε αυτό ενδεχομένως βοήθησε η αύξηση των κατακρημνισμάτων κατά τους χειμερινούς μήνες, αλλά και η εισροή γλυκού νερού από τα ανατολικά (Πηγές Τυφλομύτη). Η θερμοκρασία παρουσίασε μείωση τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο αλλά, ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας και τις δύο εποχές. Η διαφοροποίησή της, τον Απρίλιο, έγκειται στις ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. Επιπλέον, το ph μειώθηκε τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο, γεγονός που υποδηλώνει ότι, τον Απρίλιο, μειώθηκε η φωτοσύνθεση και η παραγωγή βιομάζας. Η χλωροφύλλη-α κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα και παρουσίασε διακυμάνσεις μεταξύ των σταθμών και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Η μέση τιμή της Chl-α, αναφορικά με όλους τους σταθμούς τον Αύγουστο, ήταν 16,83 mg/m 3, ενώ τον Απρίλιο ήταν 11,33 mg/m 3. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι, τα ολικά αιωρούμενα στερεά παρουσίασαν αξιοσημείωτη μείωση τον Απρίλιο. Στη συνέχεια, τα νιτρώδη (NO 2 -Ν) διέφεραν στατιστικώς σημαντικά, αλλά σε γενικές γραμμές, κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τους δύο μήνες (από 0 έως 1 μg/l). Τέλος, τα ανθρακικά (CO = 3 ) και τα όξινα ανθρακικά ιόντα (HCO 3ˉ), διαπιστώθηκε ότι έχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχών. Τα ανθρακικά ιόντα παρουσίασαν μείωση 75

95 από τον Αύγουστο έως τον Απρίλιο, σημειώνοντας μέση συγκέντρωση 35 mg/l και 28 mg/l, αντίστοιχα, ενώ τα όξινα ανθρακικά ιόντα σημείωσαν αύξηση τον Απρίλιο (μέση τιμή: 170,7 mg/l) σε σχέση με τον Αύγουστο (μέση τιμή: 85,4 mg/l) Ανάλυση Spearman Για τη διερεύνηση πιθανών σχέσεων μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας εφαρμόστηκε ο συντελεστής συσχέτισης Spearman, ο οποίος κυμαίνεται από -1 έως 1 και αντιπροσωπεύει την έκταση της γραμμικής συσχέτισης μεταξύ του αριθμού των δεδομένων δύο παραμέτρων. Στον Πίνακα 4.4., αναγράφονται όλες οι συσχετίσεις που εντοπίστηκαν μεταξύ των παραμέτρων κατά τη διάρκεια των δύο εποχικών δειγματοληψιών (Αύγουστος 2012 και Απρίλιος 2013). Ο έλεγχος των συσχετίσεων έγινε στα επίπεδα σημαντικότητας 0,01(**) και 0,05(*), και όπου βρέθηκαν συσχετίσεις (για p<0.05), έχουν χρωματιστεί με κόκκινο και κίτρινο χρώμα αντίστοιχα. Οι τιμές που δεν είναι χρωματισμένες δεν σχετίζονται μεταξύ τους (p>0,05). Πίνακας 4.4.: Συσχέτιση περιβαλλοντικών παραμέτρων με χρήση του συντελεστή συσχέτισης Spearman αναφορικά με τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους (Αύγουστος και Απρίλιος) Εποχή Βάθος (cm) Διαφάνεια (cm) Αλατότητα ( ) Θερμοκρασία (ᵒC) Εποχή 1,000 Βάθος (cm),421 1,000 Διαφάνεια (cm) -,797 ** -,469 * 1,000 Αλατότητα ( ) -,868 ** -,268,702 ** 1,000 Θερμοκρασία -,870 ** (ᵒC) -,580 *,634 **,625 ** 1,000 ph -,869 ** -,341,597 **,755 **,800 ** 1,000 Διαλυμένο οξυγόνο ph Διαλυμένο οξυγόνο (mg/l) -,375 -,261,218 -,043,590 **,383 1,000 chl- a (mg/m 3 ) chl- a (mg/m 3 ) -,460 -,017,476 *,252,351,358,162 1,000 TSS (mg/l) TSS (mg/l) -,525 *,004,044,332,554 *,478 *,467,240 1,000 CO 3 = (mg/l) -,565 * -,017,587 *,462,273,317,100,449,233 1,000 HCO 3ˉ (mg/l),873 **,223 -,717 ** -,757 ** -,667 ** -,796 ** -,360 -,470 * -,396 -,497 * 1,000 NO 2 -N (mg/l),889 **,362 -,741 ** -,726 ** -,781 ** -,789 ** -,418 -,384 -,445 -,610 **,794 ** 1,000 = CO 3 HCO 3ˉ NO 2 -N NO 3 -N PO 4 -P NH 4 -N (mg/l) (mg/l) (mg/l) (mg/l) (mg/l) (mg/l) NO 3 -N (mg/l) -,043,163 -,158,031,106,258 -,004,279,168 -,142 -,048,004 1,000 PO 4 -P (mg/l),077 -,321 -,191 -,349,100 -,014,284,160 -,046,005,057,041,030 1,000 NH 4 -N (mg/l),054 -,075,120 -,149 -,142 -,152,127,125 -,310,216 -,006,018,003,426 1,000 Αρχικά, η διαφάνεια φαίνεται να σχετίζεται αρνητικά με την εποχή και με το βάθος. 76

96 Η αλατότητα σχετίζεται αρνητικά με την εποχή και θετικά με τη διαφάνεια. Η αλατότητα είθισται να μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή, σημειώνοντας πιο υψηλές τιμές το καλοκαίρι και χαμηλότερες το χειμώνα και την άνοιξη, λόγω των κατακρημνισμάτων που λαμβάνουν χώρα σε ένα τόπο. Η θερμοκρασία σχετίζεται αρνητικά με την εποχή και με το βάθος, ενώ έχει θετική συσχέτιση με τη διαφάνεια και με την αλατότητα. Όσον αφορά στην αρνητική συσχέτιση της θερμοκρασίας με την εποχή, είναι λογικό (η θερμοκρασία) να μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή. Πράγματι, στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, η θερμοκρασία ήταν υψηλότερη το καλοκαίρι απ ότι την άνοιξη. Επιπλέον, το βάθος επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, καθότι όταν αυξάνεται η θερμοκρασία, αυξάνεται η εξάτμιση με περαιτέρω συνέπεια τη μείωση του βάθους. Τέλος, η θερμοκρασία επιδρά στη διαμόρφωση των επιπέδων της αλατότητας, καθώς όταν αυξάνεται η θερμοκρασία αυξάνεται και η αλατότητα και το αντίστροφο. Το ph σχετίζεται αρνητικά με την εποχή και θετικά με τη διαφάνεια, την αλατότητα και τη θερμοκρασία. Το αυξημένο ph, κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, οφείλεται στην αυξημένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα των υδρόβιων μακροφύτων, όπου αυξάνεται και η αλατότητα (Orfanidis et al., 2005). Το διαλυμένο οξυγόνο σχετίζεται θετικά με τη θερμοκρασία, ενώ η Chl-α σχετίζεται θετικά με τη διαφάνεια. Στη συνέχεια, το TSS σχετίζεται αρνητικά με την εποχή και θετικά με τη θερμοκρασία, το ph και το διαλυμένο οξυγόνο. Όσον αφορά στα ανθρακικά, έχουν αρνητική συσχέτιση με την εποχή και θετική με τη διαφάνεια. Από την άλλη, τα όξινα ανθρακικά σχετίζονται θετικά με την εποχή, αλλά σχετίζονται αρνητικά με τη διαφάνεια, την αλατότητα, τη θερμοκρασία και το ph. Ολοκληρώνοντας, τα νιτρώδη σχετίζονται θετικά με την εποχή και με τα όξινα ανθρακικά, ενώ σχετίζονται αρνητικά με τη διαφάνεια, την αλατότητα, τη θερμοκρασία, το ph και τα ανθρακικά Ταξινόμηση της τροφικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Με βάση τα κριτήρια που έθεσε η Οργάνωση για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΕCD) για τα στάσιμα ύδατα, προέκυψαν τροφικές κατηγορίες, με βάση τις τιμές των παραμέτρων: TP, Chl-α και διαφάνεια (Secchi depth) (OECD, 1982), οι οποίες συνοψίζονται στον Πίνακα Δηλαδή, με βάση τις τιμές των παραμέτρων που καταγράφονται, ένα υδάτινο σύστημα εντάσσεται σε μια από τις κατηγορίες: υπερ-ολιγοτροφική, ολιγοτροφική, μεσοτροφική, ευτροφική και υπερ-τροφική. 77

97 Η λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου (TP) που καταγράφηκε τον Αύγουστο (0,35 mg/l) και τον Απρίλιο (0,05 mg/l), χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική και ως ευτροφική, αντίστοιχα. Όσον αφορά στη Chl-α, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές που σημειώθηκαν τον Αύγουστο (μέση: 16,83 mg/m 3, μέγιστη: 25,70 mg/m 3 ) η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή (11,33 mg/m 3 ), αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε (19,69 mg/m 3 ). Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια (Secchi depth), σύμφωνα με τη μέση (26,6 cm) και ελάχιστη τιμή (19 cm) που καταγράφηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική, και τον Απρίλιο, όπου η μέση τιμή της διαφάνειας ήταν 16,9 cm και η ελάχιστη τιμή ήταν 12,5 cm, η λιμνοθάλασσα εντάσσεται και πάλι στην ίδια κατηγορία. Συμπερασματικά, και για τις τρεις παραμέτρους που εξετάστηκαν, η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας, για τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, χαρακτηρίζεται από μεσοτροφική έως υπερτροφική Καλύψεις/ χρήσεις γης Καλύψεις/ χρήσεις γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover 2000 Ο χάρτης καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000, που αφορά στην προστατευόμενη περιοχή: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Νικόλαος», κατασκευάστηκε το έτος 2000, στα πλαίσια του προγράμματος Corine και του υποπρογράμματος Corine Land Cover Τονίζεται ότι, ο χάρτης του Corine Land Cover το 2000, έγινε για όλη την έκταση της Ευρώπης και όχι μεμονωμένα για κάθε περιοχή. Η βάση δεδομένων του Corine Land Cover 2000 περιλαμβάνει έναν κατάλογο από 44 κατηγορίες κάλυψης/ χρήσης γης, οι οποίες είναι ομαδοποιημένες ιεραρχικά σε τρία επίπεδα (Παραρτήματα ΙΙΙα και ΙΙΙβ). Στη συνέχεια, παρατίθεται ο χάρτης που αφορά στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας και αφορά στις καλύψεις/ χρήσεις γης, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί το έτος 2000 (Χάρτης 4.3.). Ο χάρτης συνοδεύεται από ένα υπόμνημα που αναγράφονται οι κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης (Πίνακας 4.5.). Οι κατηγορίες που απαντούν είναι 9 στο σύνολό τους. Επιπλέον, παρατίθεται διάγραμμα (Διάγραμμα 4.17.) που δείχνει το ποσοστό που καταλαμβάνει η κάθε κατηγορία επί του συνόλου. Επισημαίνεται ότι, ο χάρτης αυτός έχει κατασκευαστεί σε κλίμακα 1: (η μικρότερη έκταση που χαρτογραφήθηκε ήταν ίση με ή μεγαλύτερη από 25 ha ή 0,25 Km 2 ), και είναι πιο γενικευμένος 78

98 από το χάρτη που έγινε σε αυτή την εργασία, ο οποίος έγινε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα (1:10.000). Αυτό σημαίνει ότι, όποια κάλυψη/ χρήση γης καταλάμβανε χώρο μικρότερο από 25 ha, συγχωνευόταν με τη γειτονική της και δεν αποτυπωνόταν στον τελικό χάρτη. Αντίθετα, στη παρούσα εργασία, οι ορθοφωτοχάρτες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μεγάλης ακρίβειας (με χωρική διακριτική ικανότητα 50 cm), που επιτρέπουν τον ευκρινή εντοπισμό και την ακριβή απεικόνηση των καλύψεων/ χρήσεων γης ( Χάρτης 4.3.: Καλύψεις/ χρήσεις γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης Corine Land Cover 2000 ( 79

99 Πίνακας 4.5.: Υπόμνημα του Χάρτη 4.3., που αφορά στις καλύψεις/ χρήσεις γης του σύστηματος Corine Land Cover 2000 ( Καλύψεις/ χρήσεις γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης Corine Land Cover (%) 112 0, , , , , , , , ,37 Διάγραμμα 4.17.: Ποσοστό επί του συνόλου που καταλαμβάνουν οι καλύψεις/ χρήσεις γης, στο σύνολο της περιοχής μελέτης, με βάση το χάρτη του Corine Land Cover 2000 (Χάρτης 4.3.) Χάρτης καλύψεων/ χρήσεων γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover 2000 Με βάση τη σημερινή διαμόρφωση των καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας, κατασκευάστηκε ένας νέος χάρτης καλύψεων/ χρήσεων γης, 80

100 σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Corine Land Cover 2000 (Χάρτης 4.4.). Ως υπόβαθρο χρησιμοποιήθηκε ένα μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., οι οποίοι προέκυψαν από δεδομένα που συλλέχθηκαν για την περιοχή μεταξύ των ετών ( και η κλίμακα που χρησιμοποιήθηκε ήταν 1: Ο χάρτης που προέκυψε (Χάρτης 4.4.), συνοδεύεται από το υπόμνημα των καλύψεων/ χρήσεων γης (Πίνακας 4.6.) οι οποίες συνθέτουν την περιοχή μελέτης. Χάρτης 4.4.: Καλύψεις/ χρήσεις γης με βάση το σύστημα ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, αναφορικά με τα έτη

101 Πίνακας 4.6.: Υπόμνημα του Χάρτη 4.4., που αφορά στις καλύψεις/ χρήσεις γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, αναφορικά με τα έτη Συγκριτικά με το χάρτη του Corine Land Cover που αφορά στο έτος 2000, ο νέος χάρτης παρουσίαζει αρκετές διαφοροποιήσεις. Η μεγαλύτερη κλίμακα χαρτογράφησης παρείχε τη δυνατότητα της καταγραφής και της οπτικής απεικόνισης και άλλων κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης που απαντούν στην υπό μελέτη περιοχή. Οι καλύψεις/ χρήσεις γης που αναδείχθηκαν μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι: το οδικό, σιδηροδρομικό δίκτυο και οι συναφείς εκτάσεις (Κωδικός: 122) (γραμμικό), οι περιοχές αστικού πρασίνου (Κωδικός: 141), τα δάση πλατύφυλλων (Κωδικός: 311), τα χερσαία έλη (Κωδικός: 411), οι τυρφώνες (Κωδικός: 412) και τα υδάτινα ρεύματα (Κωδικός: 511) (γραμμικό). Στη συνέχεια, ακολουθεί πίνακας (Πίνακας 4.7.) όπου περιλαμβάνει τις κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης της προστατευόμενης περιοχής, οι οποίες είναι ομαδοποιημένες ιεραρχικά στα τρία επίπεδα του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover Στον ίδιο πίνακα, δίνονται πληροφορίες σχετικά με την έκταση (km 2 ) που καταλαμβάνει κάθε μια από τις καλύψεις/ χρήσεις γης αλλά, και το ποσοστό τους (%), επί της συνολικής περιοχής. Τονίζεται ότι, η κάλυψη/ χρήση γης με κωδικό όπου αντιστοιχεί στα γυμνά βράχια, κατέστη αδύνατο να χαρτογραφηθεί κατά τη ψηφιοποίηση, λόγω της σημειακής συμμετοχής του. 82

102 Πίνακας 4.7.: Επίπεδα ταξινόμησης των καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος Corine Land Cover 2000, καθώς και η έκταση (Km 2 ) και το ποσοστό (%) που καταλαμβάνουν στο σύνολο της προστατευόμενης περιοχής της Γιάλοβας, αναφορικά για τα έτη ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover 2000 Καλύψεις (Km 2 ) Ποσοστό επί του συνόλου (%) 1. Τεχνητές επιφάνειες 1.1. Αστικός ιστός Ασυνεχής αστικός ιστός 0,7 3, Βιομηχανικές, εμπορικές και μεταφορικές μονάδες 1.4. Τεχνητές μη γεωργικές περιοχές με βλάστηση Δρόμοι και σιδηροδρομικό δίκτυο Γραμμικό Περιοχές αστικού πρασίνου 0,07 0, Αρώσιμη γη Μη αρδευόμενη αρώσιμη γη 1,07 6, Μόνιμες καλλιέργειες Ελαιώνες 4,54 25,4 2. Γεωργικές περιοχές Συμπλέγματα καλλιεργειών 1,37 7, Ετερογενείς γεωργικές περιοχές Γη που χρησιμοποιείται κυρίως για γεωργία μαζί με σημαντικά τμήματα φυσικής βλάστηση 0,49 2,7 3. Δάση και ημιφυσικές περιοχές 3.1. Δάση Δάση πλατύφυλλων 0,18 1, Συνδυασμός θαμνώδους ή/και ποώδους βλάστησης 3.3. Ανοικτοί χώροι με λίγη ή καθόλου βλάστηση Σκληρόφυλλη βλάστηση 3,76 21, Παραλίες, αμμόλοφοι και αμμουδιές 0,57 3, Γυμνά βράχια Σημειακό Εσωτερικοί υγρότοποι Χερσαία έλη 0,10 0,6 4. Υγρότοποι 5. Υδάτινες επιφάνειες 4.2. Παράκτιοι υγρότοποι Τυρφώνες 0,48 2, Αλατούχα έλη 1,92 10, Εσωτερικά ύδατα Υδάτινα ρεύματα Γραμμικό Θαλάσσια ύδατα Πάρακτιες λιμνοθάλασσες 2,42 13,5 ΣΥΝΟΛΟ 17,

103 Αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000 ( ) με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» Αφού κατασκευάστηκε ο χάρτης καλύψεων/ χρήσεων γης, με βάση τις κατηγορίες του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης που προέκυψαν, με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000». Η αντιστοίχιση πραγματοποιήθηκε στο 3 ο επίπεδο ταξινόμησης (Πίνακας 4.8. & 4.9.) και διαπιστώθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των κατηγοριών του συστήματος Corine Land Cover 2000 και των τύπων οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΚ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής χαρτών με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και πληροφορία. Πιο συγκεκριμένα, οι χάρτες του Corine Land Cover 2000 για την Ευρώπη, και κατ επέκταση για την Ελλάδα, είναι πιο γενικευμένοι, ως προς την πληροφορία που παρέχουν, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υπόβαθρο για την κατασκευή χαρτών, οι οποίοι θα μπορούν να δίνουν πληροφορίες για μια περιοχή ακόμα και στο επίπεδο των τύπων οικοτόπων της φυσικής βλάστησης που ενδεχομένως απάντα σε αυτή. Υπογραμμίζεται ότι, οι τύποι οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» οι οποίοι δεν έχουν ψηφιοποιηθεί και δεν καταγράφονται στο χάρτη, λόγω της μικρής τους χωρικής κατανομής, είναι: οι θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp), υπό τον κωδικό 2250*, ο οποίος θεωρείται ως τύπος προτεραιότητας, οι κρητικοί σχηματισμοί Euphorbio-Verbascion (φρύγανα), υπό τον κωδικό 5430, τα ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση, που έχουν καταχωρηθεί με τον κωδικό 8210 και ο τύπος οικοτόπου 92D0, που αφορά στα νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae), ενώ οι δρόμοι και τα ποτάμια/ ρυάκια είναι γραμμικές καταγραφές (Πίνακας 4.8. & 4.9.). Στη συνέχεια, ο πίνακας που ακολουθεί (Πίνακας 4.10.), αναγράφει την έκταση (Km 2 ) και το ποσοστό (%) επί του συνόλου των τύπων οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» που απαντούν στην ευρύτερη περιοχή της Γιάλοβας. 84

104 Πίνακας 4.8.: Αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000 με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000», στο 3 ο επίπεδο ταξινόμησης 1 ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover ο επίπεδο ταξινόμησης_corine Landcover ο επίπεδο ταξινόμησης_natura ο επίπεδο ταξινόμησης_natura Αστικός ιστός Ασυνεχής αστικός ιστός Οικισμοί 3 ο επίπεδο ταξινόμησης_natura Τεχνητές επιφάνειες 1.2. Βιομηχανικές, εμπορικές και μεταφορικές μονάδες Δρόμοι και σιδηροδρομικό δίκτυο Δρόμοι (Γραμμικό) 1.4. Τεχνητές μη γεωργικές περιοχές με βλάστηση Περιοχές αστικού πρασίνου 2.1. Αρώσιμη γη Μη αρδευόμενη αρώσιμη γη 2.2. Μόνιμες καλλιέργειες Ελαιώνες Οικισμοί 2. Γεωργικές περιοχές 2.4. Ετερογενείς γεωργικές περιοχές Σύνθετες καλλιέργειες Γη που χρησιμοποιείται κυρίως για γεωργία μαζί με σημαντικά τμήματα φυσικής βλάστησης Αγροτικές καλλιέργειες 3.1. Δάση Δάση πλατύφυλλων 9. ΔΑΣΗ 92. Μεσογειακά δάση φυλλοβόλων 92C0. Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) 92D0. Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) (Σημειακό) 52. Δενδροειδή matorrals της Μεσογείου Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp Συνδυασμός θαμνώδους ή/και ποώδους βλάστησης Σκληρόφυλλη βλάστηση 5. ΛΟΧΜΕΣ ΜΕ ΣΚΛΗΡΟΦΥΛΛΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ (MATORRALS) 53. Θερμομεσογειακές και προστεπικές λόχμες Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου 3. Δάση και ημιφυσικές περιοχές 3.3. Ανοικτοί χώροι με λίγη ή καθόλου βλάστηση Παραλίες, αμμόλοφοι και αμμουδιές 2. ΠΑΡΑΚΤΙΕΣ & ΕΝΔΟΧΩΡΙΚΕΣ ΘΙΝΕΣ 54. Φρύγανα 21. Παράκτιες θίνες των ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής 22. Παράκτιες θίνες των ακτών της Μεσογείου Κρητικοί σχηματισμοί Euphorbio-Verbascion (Σημειακό) Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria («λευκές θίνες») θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp.) (Σημειακό) Γυμνά βράχια 8. ΒΡΑΧΩΔΕΙΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΑ 82. Βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (Σημειακό) 85

105 Πίνακας 4.9.: Συνέχεια Πίνακα Εσωτερικοί υγρότοποι Χερσαία έλη Τυρφώνες 6. ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΜΙΦΥΣΙΚΕΣ ΧΛΟΩΔΕΙΣ ΔΙΑΠΛΑΣΕΙΣ 7. ΥΨΗΛΟΙ ΤΥΡΦΩΝΕΣ, ΧΑΜΗΛΟΙ ΤΥΡΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΛΤΟΙ 64. Ημιφυσικοί υγροί λειμώνες με υψηλή χλόη 72. Ασβεστούχοι βάλτοι 72Α0. Καλαμώνες Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion 4. Υγρότοποι 4.2. Παράκτιοι υγρότοποι Αλατούχα έλη 1. ΠΑΡΑΚΤΙΟΙ ΚΑΙ ΑΛΟΦΥΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ 12. Απόκρημνες βραχώδεις ακτές και παραλίες με κροκάλες 14. Μεσογειακά και θερμοατλαντικά παραθαλάσσια έλη και αλίπεδα Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) 5.1. Εσωτερικά ύδατα Υδάτινα ρεύματα Ποτάμια, ρυάκια (Γραμμικό) 5. Υδάτινες επιφάνειες 5.2. Θαλάσσια ύδατα Πάρακτιες λιμνοθάλασσες 1. ΠΑΡΑΚΤΙΟΙ ΚΑΙ ΑΛΟΦΥΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ 11. Θαλάσσια ύδατα και περιοχές στις οποίες εκδηλώνεται παλίρροια 1150.* Λιμνοθάλασσες 86

106 Πίνακας 4.10.: Έκταση (Km 2 ) και ποσοστό (%) επί του συνόλου των τύπων οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» που απαντούν στην περιοχή της Γιαλοβας 1 ο επίπεδο ταξινόμησης_natura ο επίπεδο ταξινόμησης_natura ο επίπεδο ταξινόμησης_natura 2000 Καλύψεις (Km 2 ) Οικισμοί 0,77 4,3 Δρόμοι Γραμμικό Αγροτικές καλλιέργειες 7,47 41,7 Ποσοστό επί του συνόλου (%) 9. ΔΑΣΗ 92. Μεσογειακά δάση φυλλοβόλων 92C0. Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) 92D0. Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) 0,18 1,0 Σημειακό Δενδροειδή matorrals της Μεσογείου Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp. 0,23 1,3 5. ΛΟΧΜΕΣ ΜΕ ΣΚΛΗΡΟΦΥΛΛΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ (MATORRALS) 2. ΠΑΡΑΚΤΙΕΣ & ΕΝΔΟΧΩΡΙΚΕΣ ΘΙΝΕΣ 8. ΒΡΑΧΩΔΕΙΣ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΑ 1. ΠΑΡΑΚΤΙΟΙ ΚΑΙ ΑΛΟΦΥΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ 5.3. Θερμομεσογειακές και προστεπικές λόχμες 5.4. Φρύγανα 21. Παράκτιες θίνες των ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής 2.2. Παράκτιες θίνες των ακτών της Μεσογείου 8.2. Βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση 1.2. Απόκρημνες βραχώδεις ακτές και παραλίες με κροκάλες 1.4. Μεσογειακά και θερμοατλαντικά παραθαλάσσια έλη και αλίπεδα Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου 3,54 19, Κρητικοί σχηματισμοί Euphorbio- Verbascion Σημειακό Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες 0,46 2, Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria («λευκές θίνες») θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp.) Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) 0,11 0,6 Σημειακό - Σημειακό - 0,12 0,7 0,60 3, Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) 1,20 6,7 6. ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΜΙΦΥΣΙΚΕΣ ΧΛΟΩΔΕΙΣ ΔΙΑΠΛΑΣΕΙΣ 6.4. Ημιφυσικοί υγροί λειμώνες με υψηλή χλόη Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion 0,10 0,6 7. ΥΨΗΛΟΙ ΤΥΡΦΩΝΕΣ, ΧΑΜΗΛΟΙ ΤΥΡΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΛΤΟΙ 1. ΠΑΡΑΚΤΙΟΙ ΚΑΙ ΑΛΟΦΥΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ 72. Ασβεστούχοι βάλτοι 72Α0. Καλαμώνες 0,48 2, Θαλάσσια ύδατα και περιοχές στις οποίες εκδηλώνεται παλίρροια Ποτάμια, ρυάκια Γραμμικό * Λιμνοθάλασσες 2,42 13,5 ΣΥΝΟΛΟ 17,94 100,0 87

107 Περιγραφή των τύπων οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» που απαντούν στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας Στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί 5 κυρίως ζώνες βλάστησης, λόγω της γεωγραφικής θέσης, της γεωλογίας, της ορεογραφικής διαμόρφωσης, αλλά και λόγω του κλίματος που έχει. Ειδικότερα, η λιμνοθάλασσα Γιάλοβα και η ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή εντάσσονται στην παραλιακή, λοφώδη και υποορεινή περιοχή με ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia ilicis), γνωστή ως ζώνη των αείφυλλων-πλατύφυλλων, και συγκεκριμένα στην υποζώνη της ελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-Ceratonion), με βάση τα οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά της χαρακτηριστικά (Ντάφης et al., 2001). Ωστόσο, η βλάστηση της περιοχής δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στην παραπάνω υποζώνη, καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό αζωνική, και ως τέτοια, δεν επηρεάζεται τόσο από το κλίμα, αλλά περισσότερο από τις συνθήκες του τοπικού υποστρώματος (Korakis, 1999). Η περιοχή μελέτης συγκροτείται από, συνολικά, 19 καλύψεις/ χρήσεις γης (Πίνακας 4.11.), εάν συνυπολογίστουν και οι τύποι οικοτόπων που δεν ήταν εφικτό να χαρτογραφηθούν. Παρακάτω ακολουθεί η περιγραφή τους, η οποία περιλαμβάνει τον ορισμό του κάθε οικότοπου, τις οικολογικές συνθήκες όπου απαντούν, τη χλωριδική τους σύνθεση και άλλα στοιχεία, όπως η μοναδικότητα, η σπανιότητα και η κατάσταση διατήρησης. Ακόμα, αναφέρεται η γεωγραφική τους εξάπλωση και οι απειλές που δέχονται (Ντάφης et al., 2001). Τέλος, γίνεται συσχέτιση των τύπων οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» με τις αντίστοιχες καλύψεις/ χρήσεις γης του χάρτη του Corine Land Cover 2000, αναφορικά με το έτος Τονίζεται ότι, η ονοματολογία και η περιγραφή των τύπων οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, στηρίζεται στο Interpretation manual of European Union habitats, ver. EUR15, 1996» (Ντάφης et al., 2001). 88

108 Πίνακας 4.11.: Έκταση (km 2 ) και ποσοστό επί του συνόλου (%) των τύπων οικοτόπων Δικτύου «Natura 2000» που απαντούν στην περιοχή μελέτης 3 ο επίπεδο ταξινόμησης_natura 2000 Καλύψεις (Km 2 ) Αγροτικές καλλιέργειες 7,47 41, Οικισμοί 0,77 4,3 Δρόμοι Γραμμικό * Λιμνοθάλασσες 2,42 13, Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) 0,12 0,7 0,60 3, Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) 1,20 6, Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες 0,46 2, Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria («λευκές θίνες») θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp.) 0,11 0,6 Σημειακό Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp. 0,23 1, Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου 3,54 19, Κρητικοί σχηματισμοί Euphorbio-Verbascion Σημειακό Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion 0,10 0,6 72Α0. Καλαμώνες 0,48 2,7 Ποτάμια, ρυάκια Γραμμικό Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση Σημειακό - 92C0. Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) 0,18 1,0 92D0. Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) Σημειακό - ΣΥΝΟΛΟ 17, Ποσοστό επί του συνόλου (%) Αγροτικές καλλιέργειες (Κωδικός:1020) Σύμφωνα με τον Πίνακα 4.7., τη μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή μελέτης καταλαμβάνουν οι αγροτικές καλλιέργειες με ποσοστό 41,7% (άθροισμα ποσοστού συμμετοχής κωδικών: 211, 223, 242 και 243). Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί, συγκριτικά με το ποσοστό που καταλάμβαναν οι αγροτικές 89

109 καλλιέργειες το 2000, το οποίο έφτανε, περίπου, το 53%. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από το άθροισμα του ποσοστού των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης: 211, 223, 242 και 243 (Διάγραμμα 4.17.). Η μείωση αυτή, ενδεχομένως, οφείλεται στο ότι, το 2000 η χαρτογράφηση της περιοχής έγινε σε μικρότερη κλίμακα (1: ) και συμπεριελάμβανε τεμάχια γης, τα οποία ανήκαν σε άλλη κατηγορία καλύψεων/ χρήσεων γης από αυτή στην οποία τελικά εντάχθηκαν. Μετά την αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000 με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» πρόεκυψε ότι, αυτές οι κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης (211, 223, 242 και 243) αντιστοιχούν με τον κωδικό 1020 (Πίνακας 4.8.). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται, κατά κύριο λόγο, οι μεγάλες εκτάσεις ελαιώνων, που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να απαντούν σε μίξη με αμπελώνες ή εσπεριδοειδή ή άλλου τύπου καλλιέργειες. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται οι ελαιώνες που εναλλάσσονται με εκτάσεις φυσικής βλάστησης και τα απλά χέρσα ή αναξιοποίητα αγροτεμάχια. Στο χάρτη 4.5. διακρίνονται, με το θαλασσί χρώμα, οι αγροτικές καλλιέργειες, οι οποίες καταλαμβάνουν όλη σχεδόν την περιοχή βόρεια και βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας. Επιπρόσθετα, αγροτικές καλλιέργειες υπάρχουν καθώς κατευθυνόμαστε προς την Πύλο. Γενικά, η περιοχή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αγροτική παραγωγή. Σημειώνεται ότι, η βιομηχανία, στην ευρύτερη περιοχή, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ελαιοπαραγωγή και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, το 72% των βιομηχανικών μονάδων ασχολούνται με την παραγωγή ελαιόλαδου (ΥΠΕΚΑ, 2012). Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις δεν δέχονται κάποιου είδους απειλές, αν και, εν δυνάμει, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος πυρκαγιών, πλημμύρων ή άλλων φυσικών φανομένων Οικισμοί (Κωδικός: 1050) Στα όρια της περιοχής μελέτης χαρτογραφήθηκαν οι οικισμοί της προστατευόμενης περιοχής ή άλλες υποδομές, υπό τους κωδικούς 112 και 141 (πχ. το Παλαιόκαστρο, το νέο λιμάνι στην Πύλο ή οι τεχνητές περιοχές πρασίνου κ.α.), όπου, αθροιστικά, κατέχουν το 4.3% του συνόλου (Πίνακας 4.7.). Πρόκειται για τους οικισμούς Ρωμανό, Πετροχώρι και Γιάλοβα, οι οποίοι βρίσκονται βόρεια, βορειοδυτικά και ανατολικά της λιμνοθάλασσας αντίστοιχα (Χάρτης 4.6.). Στην ίδια κατηγορία (112), εντάχθηκαν και τα αναξιοποίητα οικόπεδα ή τα γήπεδα του γκόλφ του πολυτελούς ξενοδοχείου Costa Navarino, τα οποία καταλαμβάνουν μια μεγάλη έκταση νότια και παραπλεύρως του ποταμού Σελά. Στο χάρτη του Corine Land Cover 2000 οι οικισμοί δεν φαίνονται καθόλου (Χάρτης 4.3.), με εξαίρεση το λιμάνι της Πύλου, λόγω μικρής κλίμακας χαρτογράφησης και γι αυτό, κατείχαν, μόνο, το 0,55% του συνόλου. 90

110 Οι οικισμοί και οι συναφείς υποδομές (112 και 141), μετά την αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήεων γης με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000», εντάχθηκαν στην κατηγορία με κωδικό Χάρτης 4.5.: Χωρική κατανομή αγροτικών καλλιεργειών Χάρτης 4.6.: Χωρική κατανομή των οικισμών Δρόμοι Ο κωδικός 122 αφορά στο οδικό, σιδηροδρομικό δίκτυο και τις συναφείς εκτάσεις. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι αυτοκινητόδρομοι και οι σιδηρόδρομοι, συμπεριλαμβανομένων και των συνοδών εγκατάστασεων (π.χ. σταθμοί, αποβάθρες, αναχώματα). Στον κωδικό αυτό, έχουν ενταχθεί όλοι οι δρόμοι που βρίσκονται στην περιοχή μελέτης (Χάρτης 4.7.), αλλά η ψηφιοποίησή τους δεν έγινε με τη μορφή πολυγώνων, όπως στις υπόλοιπες κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης, αλλά με τη μορφή γραμμών. Όπως διακρίνεται και στο χάρτη 4.7., οι δρόμοι είναι είναι ένα στοιχείο που υποδηλώνει την έντονη ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία οδηγεί σε κατακερματισμό του τοπίου, με μεγάλες αρνητικές συνέπειες για τους φυσικούς τύπους οικοτόπων, αλλά και για τα είδη χλωρίδας και πανίδας που διαβιούν σε αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο δρόμος που έχει κατασκευαστεί μέσα στη λιμνοθάλασσα χωρίζοντάς τη στα δύο. Η ύπαρξη του δρόμου αυτού, έχει 91

111 αρνητικές συνέπειες για το εν λόγω οικοσύστημα (π.χ. μείωση της έκτασης της επιφάνειας της λιμνοθάλασσας κ.α.). Σε αντίθεση με την οπτική απεικόνιση των δρόμων που παρέχει ο νέος χάρτης του Corine Land Cover ( ), στον αντίστοιχο χάρτη του Corine Land Cover, αναφορικά με το έτος 2000, οι δρόμοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου Λιμνοθάλασσες (Κωδικός: 1150*) Οι λιμνοθάλασσες είναι οικοσυστήματα χωρίς βλάστηση ή με βλάστηση των κλάσεων Ruppietea maritimae, Potametea, Zosteretea ή Charetea, αλλά απαντούν και μακροφύκη. Η βλάστηση που χαρακτηρίζει γενικά τις λιμνοθάλασσες είναι τα υποβρύχια λιβάδια με το είδος Ruppia maritima που καλύπτει σημαντικό τμήμα του πυθμένα. Η βλάστηση παρουσιάζει διαβάθμιση ανάλογα με την αλατότητα και το βαθμό απομόνωσης της λιμνοθάλασσας από τη θάλασσα. Έτσι, σε κάποιες περιοχές έχουμε πληθυσμούς, όπως των ρηχών ημίκλειστων κολπίσκων (π.χ. πληθυσμούς μεγάλων φαιοφυκών χαμηλού υδροδυναμισμού, όπως το είδος Cystoseira barbata και πληθυσμούς νιτρόφιλων χλωροφυκών (Enteromorpha spp και Ulva spp, σε περιοχές με φαινόμενα ευτροφισμού), αλλού έχουμε πληθυσμούς, όπως των εκβολών (πληθυσμοί Ruppia maritima, Zostera noltii, Caulerpa prolifera) ή και τα είδη: Ranunculus peltatus ssp. Baudotii, Chara vulgaris, Zannichellia palustris, Ruppia cirrhosa (Ντάφης et al., 2001). Οι λιμνοθάλασσες είναι ευαίσθητοι τύποι οικοτόπων στις μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας, στην αλατότητα και στη ρύπανση των υδάτων. Στις περισσότερες λιμνοθάλασσες παρατηρείται υποβάθμιση, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης γεωργικών δραστηριοτήτων και των ιχθυοκαλλιεργειών. Άλλες απειλές είναι, η άναρχη και παράνομη δόμηση, η απόθεση υλικών και σκουπιδιών, η διάνοιξη δρόμων, οι καταπατήσεις και η αποκοπή από την παραλία (Ντάφης et al., 2001). Ο οικότοπος της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας ή "Διβάρι", υπό τον κωδικό 521 (Παράκτιες λιμνοθάλασσες) του Corine Land Cover 2000, βρίσκεται βόρεια του κόλπου του Ναυαρίνου (Χάρτης 4.8.) και καταλαμβάνει το 13,5% του συνόλου της προστατευόμενης περιοχής (Πίνακας 4.7.). Σύμφωνα με την έρευνα πεδίου, στο εσωτερικό της απαντούν τα είδη Ruppia cirrhosa, Cymodocea nodosa, Cladophora glomerata και Ulva spp.. Περιβάλλεται από αλίπεδα και υφάλμυρα έλη και έχει αποκοπεί από τη θάλασσα με τις αμμώδεις αποθέσεις της Βοϊδοκοιλιάς στα δυτικά και του Λούρου στα νότια (Χάρτης 4.8.). Στο νότιο τμήμα της βρίσκεται μικρή διώρυγα, μέσω της οποίας επικοινωνεί με το κόλπο της Πύλου. Σε αυτή τη διώρυγα, έχουν τοποθετηθεί ιχθυοληπτικές εγκαταστάσεις από τους τοπικούς ψαράδες, οι οποίοι, μετά από διαγωνισμό που προκηρύσσεται, έχουν τη δυνατότητα να 92

112 την εκμεταλλευτούν ( Το γεγονός ότι, η λιμνοθάλασσα γειτνιάζει με μεγάλες εκτάσεις αγροτικών καλλιεργειών, που πολλές φορές φτάνουν μέχρι και τις όχθες της, έχει ως συνέπεια την επιβάρυνσή της με θρεπτικά, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται το φαινόμενο του ευτροφισμού. Κατά τη διαδικασία της αντιστοίχισης με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000», ο κωδικός 521 αντιστοιχήθηκε με τον κωδικό 1150* (Λιμνοθάλασσες) του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, με βάση την οποία, έχει χαρακτηριστεί ως φυσικός οικότοπος προτεραιότητας (Πίνακας 4.9.). Αναφορικά με το χάρτη του Corine του 2000, η λιμνοθάλασσα καταλάμβανε ποσοστό ίσο με 13,37% (Διάγραμμα 4.17.) και δεν παρουσιάζει μεταβολή, σε σχέση με το ποσοστό (13,5%) που κατέχει στο νέο χάρτη ( ). Χάρτης 4.7.: Χωρική κατανομή δρόμων Χάρτης 4.8.: Χωρική κατανομή της λιμνοθάλασσας 93

113 Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας (Κωδικός: 1210) Στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας απαντούν και αλατούχα έλη, υπό τον κωδικό 421. Το ποσοστό συμμετοχής αυτής της κατηγορίας καλύψεων/ χρήσεων γης φτάνει στο 10,7% του συνόλου (Πίνακας 4.7.). Κατά το έτος 2000, ο κωδικός 421 καταλάμβανε ποσοστό ίσο με 13,5% (Διάγραμμα 4.17.). Η διαφορά αυτή, του ποσοστού κατανομής, έγκειται ενδεχομένως, στο γεγονός ότι, στο χάρτη του 2000, λόγω της μικρότερης κλίμακας χαρτογράφησης, αυτή η κατηγορία καλύψεων χρήσεων γης περιελάμβανε και παρακείμενες περιοχές, που δεν ανήκαν, ουσιαστικά, σε αυτή. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ο κωδικός αυτός δεν αντιστοιχεί μόνο στον κωδικό 1210 του Δικτύου «Natura 2000», αλλά και στους κωδικούς 1240 (Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) και 1410 [Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi)] (Πίνακας 4.9.). Ειδικότερα, ο κωδικός 1210, ο οποίος κατέχει το 0,7% (σε σχέση με το 10,7% του κωδικού 421) του συνόλου της περιοχής μελέτης, περιλαμβάνει σχηματισμούς με μονοετή και πολυετή είδη της Cakiletea maritimae, που καταλαμβάνουν εκτάσεις με συσσωρευμένο, από τον κυματισμό, υλικό (χοντρόκοκκη άμμος και χαλίκια σε ποσοστό συνήθως 70-90%). Το υπόστρωμα είναι αμμώδες και έχει σχηματιστεί από αλλουβιακές ποτάμιες ή θαλάσσιες αποθέσεις. Απαντά σε υψόμετρο από 0 έως 1 m από την επιφάνεια της θάλασσας με ελαφρά κλίση και εκτείνεται κατά μήκος της ακτογραμμής, εκεί που γίνεται συγκέντρωση άφθονου οργανικού υλικού. Έτσι, το υπόστρωμα, το οποίο είναι πλούσιο σε άζωτο, φιλοξενεί κυρίως χαλαρής δομής βλάστηση που κυριαρχείται από ετήσια νιτρόφιλα είδη, όπως: Salsola kali, Cakile maritima, Xanthium strumarium, Euphorbia peplis, Atriplex tatarica, Cynodon dactylon, Atriplex hastata, Polygonum maritimum κ.α. Οι θίνες που σχηματίζονται, έχουν πλάτος 5 με 8 m, αποτελούν τον πρώτο και μικρότερο τύπο θινών που απαντούν στις ακτές και γειτνιάζουν συνήθως με τις υποτυπώδεις κινούμενες θίνες. Γενικά, δέχεται πολυάριθμες και έντονες ανθρώπινες επιδράσεις (π.χ. τουριστική δραστηριότητα), ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (Ντάφης et al., 2001). Οι κοινότητες αυτές, παρόλο που είναι εφήμερες και ευμετάβλητες, αποτελούνται από ανθεκτικά είδη, προσαρμοσμένα σε πολύ αντίξοες συνθήκες και με μεγάλη δυνατότητα εξάπλωσης. Λόγω της θεροφυτικής τους φύσης μπορούν, ως ένα βαθμό, να επανέλθουν ακόμα και μετά από έντονες πιέσεις. Η ευπάθειά τους έγκειται στο ότι, τα χαρακτηριστικά τους είδη περιορίζονται στο συγκεκριμένο βιότοπο και επομένως, απειλούνται από την υποβάθμιση και την απώλειά του. Οι έντονες πιέσεις στις ακτές όπου αναπτύσσονται, μπορούν να οδηγήσουν σε κρίσιμα μικρά μεγέθη πληθυσμών ή ακόμα και στην εξαφάνιση των κοινοτήτων. Σε ορισμένες παραλίες που 94

114 χρησιμοποιούνται περισσότερο από το κοινό, υπάρχει πιθανότητα υποχώρησης των αμμονιτρόφιλων ειδών και επικράτησης των νιτρόφιλων της κλάσης Chenopodietea (Ντάφης et al., 2001). Αναφορικά με την χωρική κατανομή αυτού του οικότοπου στην περιοχή μελέτης, αυτός εντοπίζεται κατά μήκος των ακτών που βρέχονται από το Ιόνιο πέλαγος, αλλά και στις ακτές του κόλπου της Πύλου (πχ. Χρυσή Άμμος) (Χάρτης 4.9.) Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) Κωδικός: 1240) Ο κωδικός 421 του νέου χάρτη Corine Land Cover 2000, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνει και τον τύπο οικοτόπου Αναφορικά με όλη την περιοχή μελέτης, το ποσοστό το οποίο κατέχει, φτάνει στο 3,3% (Πίνακας 4.7.). Αυτός ο τύπος οικοτόπου απαντά σε βράχους και βραχώδεις ακτές καλυμμένες με βλάστηση, στις ακτές της Μεσογείου, στη νοτιοδυτική Ιβηρική Χερσόνησο και στη Μαύρη Θάλασσα (Crithmo- Limonietalia). Φτάνει έως τα 20 m υψόμετρο και το γεωλογικό του υπόστρωμα είναι συνήθως ασβεστολιθικό. Ο οικότοπος περιλαμβάνει βραχώδεις εξάρσεις που καταλήγουν στην ακτή και υπόκεινται στη θαλάσσια διάβρωση. Στις θέσεις αυτές αναπτύσσονται φυτοκοινότητες χαλαρής δομής, ανθεκτικές στην επίδραση του ανέμου και στον ψεκασμό του θαλασσινού νερού. Για το λόγο αυτό, συχνά απαντώνται στη βλάστηση αλόφυτα που εμφανίζονται σε διαπλάσεις αλιπέδων ή λοιπών παράκτιων οικοσυστημάτων. Εξαιτίας των μεγάλων κλίσεων που απαντά, καθίσταται δύσβατος και δύσκολα προσεγγίσημος οικότοπος και, προς το παρόν, δεν διατρέχει κίνδυνο υποβάθμισης. Υπάρχουν, όμως επιφυλάξεις για μελλοντική αρνητική επίδραση, λόγω της αναμενόμενης αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας (Ντάφης et al., 2001). Χαρακτηριστικά είδη του τύπου οικοτόπου 1240 αποτελούν τα Crithmum maritimum, Helichrysum italicum, πολλά είδη του γένους Limonium spp., Capparis spinosa, Malcolmia flexuosa, Arthrocnemum macrostachyum, Silene sedoides, Inula crithmoides, Sedum acre, Glaucium flavum, και πολλά άλλα (Ντάφης et al., 2001). Στην περιοχή μελέτης, τα φυτά που συνθέτουν τον οικότοπο ανήκουν φυτοκοινωνιολογικά στην κλάση Crithmo-Staticetea, στην τάξη Crithmio-Staticetalia και στη συνένωση Crithmo-Staticion. Από μελέτες που έχουν προηγηθεί, έχει διακριθεί η κοινότητα με Limonium pylium, το οποίο είναι ενδημικό της Δυτικής Πελοποννήσου, καθώς και η παρουσία του σπάνιου ενδημικού είδους Arenaria peloponnesiaca (Korakis, 1999, Κουτρούμπα, 2011). Επιπλέον, στα ασβεστολιθικά αυτά βράχια, απαντούν σε νανώδη μορφή, κυρίως λόγω της επίδρασης του ανέμου, είδη σκληρόφυλλης βλάστησης, όπως Juniperus phoenicea, Pistacia lentiscus, Genista acanthoclada, Sarcopoterium spinosum, 95

115 Anthyllis hermaniae και πολύ συχνά, Smilax aspera σε έρπουσα μορφή (Korakis, 1999). Αξίζει να σημειωθεί η χαρακτηριστική ανάπτυξη της θαμνώδους βλάστησης των αειφύλλων πλατυφύλλων που κατεβαίνουν χαμηλά, κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, κατά μήκος της υπήνεμης ανατολικής ακτής της Σφακτηρίας και η πρόσμιξη της διάπλασης αυτής με τις μεγαλύτερες ή μικρότερες αποικίες που σχηματίζει σε απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές, ο νανώδης θάμνος Ptilostemon chamaepeuce ( Όπως διακρίνεται στο χάρτη 4.10., τα σημεία που απαντά ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου στην περιοχή της Γιάλοβας, είναι στις απότομες πλαγιές περιμετρικά της νήσου Σφακτηρίας, στο ομώνυμο νησάκι της Πύλου, στις βραχώδεις ακτές του λόφου Παλαιόκαστρου προς τη πλευρά του Ιονίου, σε μικρότερες θέσεις ανάμεσα στις παράκτιες αμμοθίνες του Πετροχωρίου, αλλά και λίγο πιο βόρεια στις παράκτιες αμμοθίνες της παραλίας του Ρωμανού. Επιπλέον, απαντά και στα κάθετα παραλιακά βράχια στο βορειοδυτικό τμήμα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς, όπου αρκετά άτομα του είδους Limonium pylium, φύονται απομονωμένα σε σημεία που είναι δύσκολα σε πρόσβαση (Κουτρούμπα, 2011). Γενικά, η κατάσταση του οικοτόπου είναι καλή στην περιοχή, μιας και τα περισσότερα σημεία που απαντάται είναι δυσπρόσιτα και δεν δέχονται άμεσες ανθρώπινες πιέσεις. Χάρτης 4.9.: Χωρική κατανομή της μονοετούς βλάστησης μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας Χάρτης 4.10.: Χωρική κατανομή των απότομων βραχωδών ακτών με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) 96

116 Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) (Κωδικός: 1410) Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην περιοχή μελέτης υπάρχουν αλατούχα έλη, υπό τον κωδικό 421 (σε ποσοστό 10,7%), όπου, μεταξύ άλλων, αντιστοιχούν και με τον κωδικό 1410 (Μεσογειακά αλίπεδα) του Δικτύου «Natura 2000». Τα μεσογειακά αλίπεδα, τα οποία κατέχουν το 6,7% από το συνολικό ποσοστό του 10,7% του κωδικού 421 (Πίνακας 4.7.), περιλαμβάνουν διάφορες μεσογειακές κοινωνίες παράκτιων αλατούχων λιβαδιών της τάξης Juncetalia maritimi. Αποτελούν αλμυρόβαλτους σε δελταϊκές πεδιάδες, σε επίπεδα εδάφη ή και σε κοιλώματα με κυριαρχία ψηλών βούρλων των ειδών Juncus maritimus και Juncus acutus. Οι οικολογικές απαιτήσεις αυτού του τύπου βλάστησης, τον τοποθετούν σε εσωτερικές θέσεις ως προς την ακτή, όπου τα εδάφη χαρακτηρίζονται από υψηλή υγρασία, αλλά δεν κατακλύζονται. Λόγω της έντονης υγρασίας, η βλάστηση χαρακτηρίζεται από ποικιλία φυτικών ειδών της οικογένειας των ψυχανθών, κάτι που κάνει τον οικότοπο των υγρών λειμώνων κατάλληλο για βόσκηση. Αναπτύσσεται σε υγρά, κατά κανόνα, αλλουβιακά εδάφη, πηλώδη, αργιλλοπηλώδη ή αμμοπηλώδη, στις παράκτιες ή παραλίμνιες περιοχές, που μπορεί να είναι ελαφρώς αλατούχα ή όχι. Ως εκ τούτου, οι εκτάσεις που απαντά ο οικότοπος, ποικίλουν σε υψόμετρο, αλλά συνήθως, το ανάγλυφο είναι επίπεδο ή με ελαφρές κλίσεις (<10%). Πρόκειται για αζωνικό τύπο βλάστησης με χωρικό πρότυπο διαδοχής που εμφανίζεται, είτε ως τμήμα υγροτοπικών συστημάτων (σε ζώνες ή με τη μορφή κηλίδων σε μωσαϊκά), είτε σε άλλες υγροτοπικές θέσεις, όπως οι εκβολές και όχθες ποταμών, καναλιών και ρεμάτων και οι όχθες λιμνοθαλασσών (Ντάφης et al., 2001). Χαρακτηριστικά είδη του οικοτόπου μεταξύ άλλων, είναι: Juncus acutus, Juncus maritimus, Saccharum ravennae, Tamarix hampeana, Juncus conglomeratus, Juncus articulatus, Rubus ulmifolius, ενώ σε υψηλά επίπεδα αλατότητας απαντούν και τα Aster tripolium, Sarcocornia perennis, Salicornia europaea, Halimione portulacoides και Limonium vulgare (Ντάφης et al., 2001). Από οικολογική άποψη, αποτελεί λειτουργικό τμήμα των παράκτιων υγροτοπικών οικοσυστημάτων, όπου συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία τους ενώ, η ανάπτυξη τους, αποτελεί ένδειξη της καλής οικολογικής κατάστασης των οικοσυστημάτων με τα οποία σχετίζονται. Βέβαια, είναι ευαίσθητος, τόσο στη μεταβολή των φυσικών κύκλων πλημμύρας-αποξήρανσης, όσο και στις μεταβολές του ισοζυγίου γλυκού/ αλμυρού νερού. Κύρια απειλή αποτελούν, οι μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας, λόγω αποστραγγίσεων, αρδευτικών έργων, διευθετήσεων της ροής ποταμών και ρεμάτων. Η εισβολή νιτρόφιλων ειδών και ζιζανίων, λόγω βόσκησης, ρύπανσης ή γειτνίασης με καλλιέργειες, αποτελεί επιπρόσθετη απειλή (Ντάφης et al., 2001). Σύμφωνα με το χάρτη 4.11., τα μεσογειακά αλίπεδα καταλαμβάνουν μια σημαντική έκταση στην ανατολική πλευρά της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, δεξιά από το δρόμο που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα στα δύο. Επίσης, απαντούν βόρεια της λιμνοθάλασσας, αλλά και σε μεταβατική φάση 97

117 στα δυτικά της λιμνοθάλασσας μεταξύ των αρκεύθων και των αμμοθινών. Ο οικότοπος αυτός είναι σημαντικός για την περιοχή διότι, προσφέρει θέσεις αναπαραγωγής και φωλιάσματος για την ορνιθοπανίδα. Ωστόσο, ο οικότοπος κινδυνεύει από την επέκταση των καλλιεργειών, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη των ζιζανίων με τη φυσική χλωρίδα Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (Κωδικός: 2110) Στο πλούσιο μωσαϊκό οικοτόπων που συνιστούν την περιοχή μελέτης περιλαμβάνονται και παραλίες, αμμόλοφοι και αμμουδιές με ποσοστό συμμετοχής 3,2%, υπό τον κωδικό 331 (Πίνακας 4.7.). Αυτή η κατηγορία καλύψεων/ χρήσεων γης καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με αυτό που καταλάμβανε στο χάρτη του Corine το 2000 (1,6%) (Διάγραμμα 4.17.) και αυτό μάλλον, οφείλεται στη διαφορετική κλίμακα χαρτογράφησης. Ο κωδικός αυτός αντιστοιχεί σε δύο κωδικούς του Δικτύου «Natura 2000». Οι κωδικοί αυτοί είναι ο 2110, που κατέχει το 2,6% και ο 2120, που κατέχει το 0,6% (Πίνακας 4.10.). Αναφορικά με τον κωδικό 2110, πρόκειται για σχηματισμούς των ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής και της Μεσογείου. Αντιπροσωπεύουν το πρώτο στάδιο σχηματισμού θινών, αποτελούμενες από ρυτιδώσεις ή ανυψωμένες αμμώδεις επιφάνειες της ανώτερης υπερπαραλιακής ζώνης ή στο περιθώριο του κυματισμού ή στους πρόποδες των υψηλών θινών. Συνήθως, απαντούν σε απόσταση 5 με 10 m από την ακτή, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 0,5 έως 2 m. Οι υποτυπώδεις κινούμενες θίνες αναπτύσσονται σε αλλουβιακές, ποτάμιες ή θαλάσσιες αποθέσεις, με έδαφος αμμώδες, επίπεδο ή με μικρές κλίσεις (<5%) (Ντάφης et al., 2001). Ως τύπος βλάστησης, χαρακτηρίζεται από τα είδη: Elymus farctus, Cyperus capitatus, Echium arenarium, Otanthus maritimus, Sporobolus pungens, Centaurea aegialophila, Centaurea pumilio, Cudantia maritima, Pancratium maritimum, Silene ammophila ssp. carpatha, Silene succulenta, Silene sartorii, Triplachne nitens, Eryngium maritimum, Medicago marina, Verbascum pinnatifidum, Medicago marina, Euphorbia paralias, Vulpia fasciculata, Pseudorlaya pumila, Calystegia soldanella, Anthemis tomentosa, Silene colorata, Phleum arenarium (Ντάφης et al., 2001). Η οικολογική σημασία των υποτυπωδών κινούμενων θινών είναι μεγάλη και έγκειται στο ρόλο τους ως δομικού στοιχείου της αμμοθινικής βλάστησης, η οποία είναι σημαντική καθώς, συγκρατεί την άμμο, σταθεροποιεί την ακτογραμμή και λειτουργεί προστατευτικά για τις φυτοκοινότητες του εσωτερικού. Οι κοινότητες των πρωτογενών θινών είναι εκ φύσεως ευμετάβλητες, καθώς βρίσκονται διαρκώς σε δυναμική εξέλιξη, αλλά αποτελούνται από είδη ανθεκτικά με υψηλή προσαρμογή στον βιότοπο αυτό (Ντάφης et al., 2001). 98

118 Στην προστατευόμενη περιοχή της Πύλου, όπως διακρίνεται στο χάρτη 4.12., ο τύπος οικοτόπου των υποτυπωδών κινούμενων θινών απαντά στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, όπου γειτνιάζει με τον τύπο οικοτόπου 1210 προς την ακτή και με τις κινούμενες θίνες της Ammophila arenaria προς το εσωτερικό. Επιπρόσθετα, απαντά και στη λωρίδα γης που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα από τον κόλπο του Ναυαρίνου και καταλαμβάνει μια αμμώδη ζώνη, η οποία ποικίλει σε πλάτος από 3 έως και 15 m, καθώς μετακινούμαστε από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Το ύψος των θινών, σπάνια ξεπερνά το 1 m. Στο εσωτερικό της εξάπλωσής του, εναλλάσσεται με σχηματισμούς αρκεύθων. Ακόμα, πηγαίνοντας στα βορειοδυτικά της λιμνοθάλασσας, συναντάμε αυτό τον τύπο οικοτόπου στις παραλίες του Πετροχωρίου και του Ρωμανού, ενώ εκτείνεται μέχρι και το βόρειο άκρο των ορίων της προστατευόμενης περιοχής (παραλία Μάτι). Σημειώνεται ότι, λόγω του ελεύθερου camping και άλλων τουριστικών δραστηριοτήτων που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή (π.χ. Costa Navarino), υπάρχει κίνδυνος υποβάθμισης του οικότοπου αυτού, γι αυτό θα ήταν απαραίτητο να ληφθούν μέτρα προστασίας για τη διατήρησή του. Χάρτης 4.11.: Χωρική κατανομή των μεσογειακών αλιπέδων Χάρτης 4.12.: Χωρική κατανομή των υποτυπωδών κινούμενων θινών 99

119 Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria («λευκές θίνες») (Κωδικός: 2120) Μετά την αντιστοίχιση που πραγματοποιήθηκε, διαπιστώθηκε πως, η κατηγορία καλύψεων/ χρήσεων γης με κωδικό 331, περιλαμβάνει και τον τύπο οικοτόπου 2120 σε ποσοστό 0,6% (Πίνακας 4.10.). Οι κινούμενες θίνες της ακτογραμμής είναι αυτές που σχηματίζονται στη ζώνη του κυματισμού ή οι ζώνες των αμμοθινικών συστημάτων στις ακτές της Βόρεια Θάλασσας, της Βαλτικής και του Ατλαντικού, της Μεσογείου και των Κανάριων νήσων (Ammophilion arenariae, Zygophyllion fontanesii). Αντιπροσωπεύουν το δεύτερο στάδιο σχηματισμού θινών και έχουν ύψος που κυμαίνεται από 3 έως 20 m και πλάτος που φτάνει τα 100 έως 200 m. Η βλάστηση που κυριαρχεί, αποτελείται από αμμόφιλα μεμονωμένα άτομα ή πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά αμμόφιλα φυτικά είδη που συνθέτουν τον οικότοπο είναι τα: Αmmophila arenaria, Cutandia maritima, Medicago marina, Sporobolus pungens, Pancratium maritimum κ.ά. (Ντάφης et al., 2001). Γενικά, ο οικότοπος αυτός, αποτελεί το άριστο στάδιο ανάπτυξης των κινουμένων θινών ενώ, αναπτύσσεται εν γένει πίσω από τις πρωτογενείς θίνες. Η οικολογική του σημασία είναι μεγάλη και έγκειται στο δομικό του ρόλο ως στοιχείο της αμμοθινικής βλάστησης. Επειδή ο οικότοπος αυτός βρίσκεται διαρκώς σε δυναμική εξέλιξη, είναι εκ φύσεως ευμετάβλητος, αλλά αποτελείται από είδη ανθεκτικά με υψηλή προσαρμογή στον βιότοπο αυτό. Η δυνατότητά του να αναπτύσσει ένα σχεδόν απεριόριστου μήκους και βάθους ρίζωμα, το κάνει ικανό να ακολουθεί τις μεταβολές, σε μεγέθος και σχήμα, των αμμοθινών και να δικτυώνει εσωτερικά τους αμμώδεις λοφίσκους πετυχαίνοντας το πρώτο σημαντικό βήμα στη διαδικασία σταθεροποίησης (Ντάφης et al., 2001, Όπως φαίνεται και στο χάρτη 4.13, ο τύπος οικοτόπου των κινούμενων θινών απαντά στην παραλιακή κυρίως ζώνη. Εκτός από την Ammophila arenaria που χαρακτηρίζει τον οικότοπο στην παραλία της Βοϊδοκοιλιάς, επικρατούν είδη των υψηλών αμμοθινών, όπως : Eryngium maritimum, Otanthus maritimus, Silene nicaeensis, Medicago marina, Euphorbia paralias και σπάνια Calystegia soldanella (μοναδική θέση σε όλη τη περιοχή μελέτης) ( Ο οικότοπος στην παραλία της Βοϊδοκοιλιάς βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση πίσω από τις υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, σε πλάτος 20 m και ύψος που κυμαίνεται από 1,5 έως 3. Το είδος Ammophila arenaria βρίσκεται αποκλειστικά στις κορυφές των αμμόλοφων και πολλές φορές ξεπερνά το ύψος των 2 m. Επιπλέον, ο οικότοπος αυτός, απαντά πιο βόρεια στην παραλία του Πετροχωρίου, επίσης σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά και στην παραλία του Ρωμανού. Τέλος, εκτείνεται και στην παραλία Μάτι, στο εσωτερικό της ακτής, σε γειτνίαση με σχηματισμούς με αρκεύθους. Αξιοσημείωτο είναι ότι, απουσιάζει από τη διαχωριστική λωρίδα μεταξύ της λιμνοθάλασσας και του κόλπου Ναυαρίνου 100

120 (Korakis, 1999). Όμως, γενικά, στη περίπτωση της Γιάλοβας, οι κινούμενες θίνες της ακτογραμμής είναι σε πολύ καλή κατάσταση και είναι εκτεταμένες και αντιπροσωπευτικές. Χάρτης 4.13.: Χωρική κατανομή των κινούμενων θινών της ακτογραμμής με Ammophila arenaria Θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp.) (Κωδικός: 2250*) Ο τύπος οικοτόπου 2250* απαντά σημειακά στην περιοχή μελέτης και έτσι, δεν κατέστει εφικτό να χαρτογραφηθεί. Σημειώνεται ότι, αντιστοιχεί με τον κωδικό 331 (Πίνακας 4.8.) του χάρτη Corine Land Cover που δημιουγρήθηκε για την περιοχή (Χάρτης 4.4.). Πρόκειται για σχηματισμούς με είδη Juniperus [(Juniperus turbinata spp. turbinata (=J. lycia, J. phoenicea spp. lycia), J. macrocarpa, J. navicularis (=J. transtagana, J. oxycedrus spp. transtagana), J. communis] της Μεσογείου και των θερμο-ατλαντικών ακτών σε κοιλότητες μεταξύ των θινών και σε πλαγιές (Juniperion lyciae). Απαντούν σε αμμώδες υπόστρωμα σε παραλίες και ακτές της Μεσογείου και της θερμοατλαντικής περιοχής. Η βλάστηση που κυριαρχεί σε αυτές τις αμμοθίνες αποτελείται από μεμονωμένα αμμόφιλα άτομα ή πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά φυτικά είδη που συμμετέχουν σε αυτόν τον οικότοπο είναι τα: Juniperus macrocarpa, Juniperus phoenicea, Ephedra campylopoda, Asparagus acutifolius, Centaurea pumilio κ.ά. (Ντάφης et al., 2001). 101

121 Ως προς τη χλωριδική σύνθεση, ο οικότοπος αυτός φιλοξενεί, επίσης, τα: Pistacia lentiscus, Rhamnus lycioides spp. oleoides, Rubia tenuifolia, Lycium sweinfurthii. Ενίοτε, στο θαμνώδη υπόροφο συμμετέχουν τα: Ceratonia siliqua, Olea europaea spp. oleaster, Ephedra campilopoda και σε υγρές θέσεις τα: Myrtus communis, Prasium majus. Στον φρυγανώδη υπόροφο, συχνά, συμμετέχουν τα: Coridothymus capitatus, Helichrysum conglobatum, Helichrysum italicum, Phagnalon graecum και λιγότερο συχνά τα: Cistus creticus, Cistus salviifolius, Erica manipuliflora, Teucrium capitatum, Asparagus aphyllus, Anthyllis hermaniae. Χαρακτηριστική είναι και η συμμετοχή αμμόφιλων ειδών όπως τα: Pancratium maritimum, Medicago marina, Elytrigia juncea, Pseudorlaya pumila, Reichardia picroides, Valantia hispida, αλλά και αλοφυτικών ειδών Limonium όπως τα: L. graecum, L. hyssopifolium, L. ocymifolium, L. echioides. Τέλος, στον ποώδη όροφο συμμετέχουν διάφορα είδη συχνά των Thero-Brachypodietea: Senecio vernalis, Lagurus ovatus, Vulpia fasciculata, Senecio vulgaris, Sonchus oleraceus, Rumex bucephalophorus, Hyoseris radiata ssp. graeca, Trachynia distachya, Catapodium rigidum, Melica minuta, Dactylis glomerata, Bupleurum semicompositum, Tuberaria guttata, Silene colorata, Erodium laciniatum (Ντάφης et al., 2001, Ως τμήμα των αμμοθινικών κοινοτήτων, ο τύπος οικοτόπου 2250* είναι σημαντικός για τις λειτουργίες της συγκράτησης της άμμου, της σταθεροποίησης της ακτογραμμής και της προστασίας των κοινοτήτων του εσωτερικού. Πρόκειται για οικότοπο υψηλής προτεραιότητας καθώς, είναι σπάνιος και η έκτασή του έχει μειωθεί πολύ τις τελευταίες δεκαετίες (Ντάφης et al., 2001). Στην περιοχή μελέτης, ο οικότος απαντά σημειακά και περιλαμβάνει την αμιγή συστάδα φοινικικής αρκεύθου (Juniperus phoenicea) που εξαπλώνεται στη Βοϊδοκοιλιά. Επιπλέον, δημιουργεί γραμμική συστάδα με ισχυρή μίξη αειφύλλων πλατυφύλλων, η οποία εκτείνεται κατά μήκος της λουρονησίδας αλλά, με μειωμένη αντιπροσωπευτικότητα. (Korakis, 1999, Ντάφης et al., 2001, Στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, απαντά σε αμμώδες υπόστρωμα και σε σχετικά αραιή κανανομή. Το ύψος του φτάνει περίπου τα 3 m και αναμειγνύεται και με άλλα είδη, όπως τα: Thymus capitatus, Pistacia Lentiscus, Sarcopoterium spinosum, Osyris alba. Επίσης, λειτουργεί και ως «νησί βιοποικιλότητας», καθώς στον υπόροφό του, μετριάζονται οι ακραίες κλιματεφαδικές συνθήκες των αμμοθινών και αναπτύσσονται και άλλα είδη όπως τα: Prasium majus, Rubia peregrina και Smilax aspera (Korakis, 1999, Στη Βοϊδοκοιλιά, όπου οι δύο οικότοποι εμφανίζονται σε συνέχεια (2120 & 2250), θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο οικοσύστημα, που αποτελεί φυσικό απόθεμα υψηλής βιολογικής και αισθητικής αξίας και επιβάλλεται η λήψη των απαραίτητων μέτρων που θα εξασφαλίσουν την ανάδειξη, προστασία και διατήρησή του ( Στη λουρονησίδα, η Juniperus phoenicea εμφανίζεται πάνω σε αμμώδες υπόστρωμα. Η συστάδα, όπου έχει πλάτος μεταξύ 20 και 30 m, εμφανίζει πυκνή συγκόμωση και την εξής σύνθεση 102

122 ειδών: Κυριαρχεί μερικώς η Juniperus phoenicea, αλλά και άλλα είδη όπως: Pistacia lentiscus, Quercus coccifera, Cistus incanus και σπανιότερα, Olea europaea, Ruscus aculeatus, Osyris alba, Smilax aspera, Myrtus communis, Anthyllis hermanniae, Genista acanthoclada, ενώ στον όροφο ποωδών: Chrysanthemum coronarium, Thymus capitatus, Juncus conglomeratus, Lagurus ovatus, Alkanna tinctoria, Avena sterilis, Helichrysum italicum, Trifolium angustifolium, Prasium majus, Asparagus angustifolius ( Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp. (Κωδικός: 5210) Στο χάρτη 4.4., που απεικονίζει τις καλύψεις/ χρήσεις γης της περιοχής μελέτης, απαντά και σκληρόφυλλη βλάστηση, υπό τον κωδικό 323. Η σκληρόφυλλη βλάστηση αγγίζει το 21% του συνόλου (Πίνακας 4.7.), γεγονός που την κατατάσσει ως τη δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση στην περιοχή μελέτης, μετά τις αγροτικές καλλιέργειες. Επίσης, το ποσοστό που κατέχει είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό που καταλάμβανε (περίπου 18%), κατά τη χαρτογράφηση του 2000 (Διάγραμμα 4.17.). Μετά την αντιστοίχηση διαπιστώθηκε ότι, ο κωδικός 323 αντιστοιχεί σε 3 τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000». Σύμφωνα με τον Πίνακα 4.8., οι οικότοποι αυτοί είναι: τα Δενδροειδή Matorrals με Juniperus spp. (Κωδικός: 5210), τα Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου (Κωδικός: 5340) και τα φρύγανα (Κωδικός: 5430), όπου απαντούν σε ποσοστό 1,3% και 19,7%, αντίστοιχα, οι δύο πρώτοι, ενώ τα φρύγανα, απαντούν σημειακά (Πίνακας 4.10.). Αναφορικά με τον κωδικό 5210, πρόκειται για μεσογειακούς και υπομεσογειακούς αείφυλλους σκληρόφυλλους θάμνους γύρω από δενδρώδη είδη Juniperus. Φυτοκοινωνιολογικά ανήκουν στην κλάση Quercetea ilicis και στην τάξη Pistacio-Rhamnetalia. Το υπόστρωμά τους ποικίλει και μπορεί να είναι ασβεστόλιθος, σχιστόλιθος, φλύσχης, μάρμαρα, όξινα γρανιτικά ή βασικά οφιολιθικά. Το υψόμετρο που απαντά κυμαίνεται μεταξύ m, σε κλίσεις από 0 έως 60% ενώ, η έκθεση είναι ποικίλη. Ως οικότοπος αποτελεί ενδιαίτημα διαφόρων ζώων και σπάνιων φυτών (Ντάφης et al., 2001). Ως προς τη χλωριδική σύνθεση, μερικά από τα είδη που αυτός ο τύπος μπορεί να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, είναι: Juniperus oxycedrus, Teucrium capitatum, Abies borisii-regis, Berberis cretica, Juniperus foetidissima, Brachypodium pinnatum, Juniperus communis, Pteridium aquilinum, Thymus sibthorpii, Viola macedonica, Erica arborea κ.ά. (Ντάφης et al., 2001). Το ποσοστό που καταλαμβάνει ο οικότοπος στην υπό μελέτη περιοχή, είναι στην πραγματικότητα λίγο μεγαλύτερο από το 1,3%, εάν συνυπολογιστεί και η παρουσία του σε μίξη με τον τύπο οικοτόπου Διακρίθηκε η φυτοκοινωνία Pistacio lentisci-juniperetum phoeniceae. Εκτός από το Juniperus phoenicea, την εικόνα συνθέτουν και τα είδη: Pistacia lentiscus, Cistus creticus, Phillyrea latifolia, Quercus coccifera κ.ά. Ο οικότοπος αυτός αναπτύσσεται σε άμμο, είναι σε πολύ 103

123 καλή κατάσταση και σε ευρεία ζώνη. Στον υπόροφο εμφανίζονται αρκετά φρυγανικά φυτά. Ωστόσο, απαντά και σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα. Στην υπό μελέτη περιοχή, σύμφωνα με το χάρτη 4.14., απαντά νότια της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, αλλά και βόρεια του ποταμού Σελά στο εσωτερικό της παραλίας Μάτι. Επιπλέον, απαντά και στο νησί της Σφακτηρίας αλλά και απέναντι από αυτό, δηλαδή στο Παλαιόκαστρο, όπου σε πολλά σημεία αναμιγνύεται με τις Euphorbia dendroides και Phlomis fruticosa. Στην περίπτωση της νήσου Σφακτηρίας, δεν έχει χαρτογραφηθεί, καθώς δεν αποτελεί τον κυρίαρχο τύπο βλάστησης του νησιού αλλά επίσης, επειδή δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση στο νησί Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου (Κωδικός: 5340) Επόμενος τύπος οικοτόπου που απαντά στη περιοχή μελέτης είναι ο 5340: Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου. Ο κωδικός 5340 αντιστοιχεί στον κωδικό 323 του Corine Land Cover, και κατέχει το 19,7% της σκληρόφυλλης βλάστησης (Πίνακας 4.10.). Πρόκειται για θαμνώδεις σχηματισμούς, συχνά χαμηλούς, της μεσο-θερμο και υπερ- Μεσογειακής ζώνης της Ελλάδος. Περιλαμβάνονται όλοι οι σκληρόφυλλοι σχηματισμοί, ανεξαρτήτως υποστρώματος με εξαίρεση τους ειδικούς σχηματισμούς, όπως τα φρύγανα και οι ερεικώνες. Απαντά σε ξηρά εδάφη με ελάχιστο έδαφος, όπου το μητρικό υπόστρωμα μπορεί να είναι ασβεστόλιθοι, γνεύσιοι ή βασάλτης. Τα εδάφη συνήθως είναι θερμά, ξηρά και φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, δεν έχουν καταγραφεί και άλλες περιπτώσεις (π.χ. εδάφη που προέρχονται από φλύσχη, σχιστόλιθους κλπ.). Οι υπόλοιπες οικολογικές παράμετροι, όπως η κλίση και η έκθεση ποικίλουν πολύ, αλλά και το υψόμετρο, καθώς αυτός ο τύπος οικοτόπου έχει καταγραφεί από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι το υψόμετρο των 1200 μέτρων (Ντάφης et al., 2001). Μερικά από τα είδη που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου είναι τα: Quercus coccifera, Phillyrea latifolia, Arbutus unedo, Arbutus andrachne, Erica manipuliflora, Pistacia lentiscus, Olea europaea ssp. oleaster, Sarcopoterium spinosum, Fumana thymifolia, Dactylis glomerata, Lagoecia cuminoides, Crepis hellenica ssp. hellenica, Aetheorhiza bulbosa, Cistus creticus, Cistus monspeliensis, Anthyllis hermanniae, Asparagus acutifolius, Cistus creticus, Stipa capensis, Nigella stricta, Silene colorata, Silene sedoides, Medicago littoralis, Erica manipuliflora, Genista acanthoclada, Asteriscus spinosus, Asphodelus ramosus και πολλά άλλα (Ντάφης et al., 2001). Σύμφωνα με το χάρτη 4.15., ο τύπος των Garrigues χαρακτηρίζει τη νήσο Σφακτηρία σε όλη της την έκταση, αλλά απαντά και απέναντι από αυτή, βόρεια της Πύλου. Επίσης, απαντά στο Παλαιόκαστρο και στους λόφους του Πετροχωρίου, δίνοντας μια αίσθηση της συνέχισης της Σφακτηρίας. Εντοπίζεται όμως και ακόμα πιο βόρεια αλλά, σημειακά. Φυτοκοινωνιολογικά 104

124 διακρίνεται η κοινότητα με Quercus coccifera, όπου εντάσσεται στην κλάση Quercetea ilicis, στην τάξη Pistacio-Rhamnetalia και στη συνένωση Ceratonio-Rhamnion. Στη Σφακτηρία, η βλάστηση είναι πυκνή, αν και σε πολλά σημεία φαίνεται η ανθρώπινη παρέμβαση. Παράδειγμα αποτελεί το εγκαταλελειμμένο διϋλιστήριο. Ωστόσο, η επανακάλυψη γίνεται σε γρήγορους ρυθμούς. Σε αντίθεση με παλαιότερα, δεν παρατηρείται πλέον βόσκηση στο νησί ή είναι ελάχιστη έως αμελητέα και φιλοξενείται μεγάλος αριθμός ειδών χλωρίδας. Στο Παλαιόκαστρο, ο τύπος οικοτόπου βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αλλά κατά την επίσκεψη στην περιοχή διαπιστώθηκε ότι, απειλείται από τη βόσκηση, αλλά και από το τουρισμό. Όσον αφορά στους λόφους του Πετροχωρίου, αλλά και στην περιοχή βόρεια της Πύλου, ο τύπος οικοτόπου, έχει αρχίσει να υποχωρεί υπέρ των αγροτικών καλλιεργειών. Χάρτης 4.14.: Χωρική κατανομή των σχηματισμών με αρκεύθους Χάρτης 4.15.: Χωρική κατανομή των Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου 105

125 Κρητικοί σχηματισμοί με Euphorbio-Verbascion (Κωδικός: 5430) Ο τύπος οικοτόπου 5430, ο οποίος αντιστοιχεί στον κωδικό 323 του Corine Land Cover, αφορά στους κρητικούς σχηματισμούς, οι οποίοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Στην περιοχή μελέτης, δεν ήταν εφικτό να χαρτογραφηθεί, καθώς απαντά σημειακά (Πίνακας 4.8.) Πρόκειται για φρύγανα της Κρήτης, της Σαρδηνίας, της Ιταλίας και των Βαλεαρίδων νήσων (Euphorbio-Verbascion). Είναι προσκεφαλαιόμορφοι, σκληρόφυλλοι σχηματισμοί της θερμο- Μεσογειακής ζώνης, συχνά ακανθώδεις και φυλλοβόλοι το καλοκαίρι. Ποικίλοι σχηματισμοί της υπερ- και ορομεσογειακής περιοχής της Κρήτης, οι οποίοι προκύπτουν από την ευρεία επαφή μεταξύ των φρυγάνων και των ακανθωδών ερεικώνων : Euphorbia acanthothamnos, Verbascum spinosum, Berberis cretica, Phlomis cretica, Satureja biroi, Sideritis syriaca, Hypericum empetrifolium, Origanum microphyllum, Micromeria juliana, Helichrysum italicum ssp. microphyllum, Genista acanthoclada. Αποτελούν σχηματισμούς μοναδικής οικολογικής αξίας και φιλοξενούν έναν σημαντικό αριθμό ειδών χλωρίδας. Επίσης, αποτελούν τόπο φωλιάσματος για πολλά είδη πανίδας (Ντάφης et al., 2001). Τα φρύγανα απαντούν σε πολλά σημεία της νήσου Σφακτηρίας. Εκεί, οι τοπικές αποικίες είναι του ημισφαιρικού θάμνου Hypericum aegyptiacum, ο οποίος σχηματίζει αραιά φρύγανα σε ασβεστολιθικούς βράχους κοντά στη θάλασσα αλλά, τα φρύγανα γενικά φτάνουν μέχρι και τα 150 m στο νησί. Φυτοκοινωνιολογικά ανήκει στην κλάση Cisto-Micromerietea, στην τάξη Cisto- Micromerietalia και στη συνένωση Helichryso orientale-phagnalenion graeci. Διακρίθηκε η κοινότητα με κύρια τα είδη: Hypericum aegyptiacum και Helichrysum orientalis. Το νησί παλαιότερα χρησιμοποιόταν για τη βόσκηση των ζώων και, γι αυτό το λόγο, ευνοήθηκε η εξάπλωση των φρυγάνων στην περιοχή. Πλέον, όμως, η βόσκηση στο νησί έχει σχεδόν σταματήσει, με αποτέλεσμα τα φρύγανα να έχουν αποκτήσει πυκνότητα και να βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση. Σε αυτό το σημείο σημειώνεται ότι, στο νησί της Σφακτηρίας, υπάρχει και το είδος Pinus halepensis ssp. halepensis, το οποίο χωρικά βρίσκεται στο κέντρο αλλά, και στα νοτιοανατολικά του νησιού (Korakis, 1999, Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion (Κωδικός: 6420) Κατά τη χαρτογράφηση της περιοχής μελέτης διαπιστώθηκε ότι απαντούν και χερσαία έλη, υπό τον κωδικό 411. Ωστόσο, στο χάρτη που κατασκευάστηκε το 2000 (Χάρτης 4.3.), λόγω της μικρότερης κλίμακας χαρτογράφησης, δεν απεικονίζονται καθόλου. Στο νέο χάρτη (Χάρτης 4.4.), τα χερσαία έλη καταλαμβάνουν το 0,6% του συνόλου της περιοχής μελέτης (Πίνακας 4.7.). Μετά την 106

126 αντιστοίχιση των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης, ο κωδικός 411 αντιστοιχήθηκε με τον κωδικό 6420 (Πίνακας 4.9.). Οι μεσογειακοί υγροί λειμώνες των υψηλών χόρτων και βούρλων (Κωδικός 6420) έχουν ευρεία εξάπλωση σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και εκτείνονται κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, συγκεκριμένα, στα αμμοθινικά συστήματα, βόρεια από τη Dodrogea και το δέλτα του Δούναβη, στις κοιλάδες της Βαλκανικής χερσονήσου βόρεια του Banat και αλλού. Αυτός ο τύπος οικοτόπου απαντά κατά μήκος των παραθαλάσσιων ακτών, όπου υπάρχουν καλά αναπτυγμένα αμμοθινικά συστήματα με ενδιάμεσες κοιλότητες γλυκού νερού, όπου παρατηρείται η ανάπτυξη μιας βλάστησης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός μεγάλου αγρωστώδους, του Erianthus ravennae. Βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τους ελοφυτικούς σχηματισμούς του Phragmites australis, προς τη μεριά της χέρσου, καθώς και με κοινότητες της Imperata cylindrica, προς τη μεριά της ακτής. Το υπόστρωμά του σχηματίστηκε κυρίως, από αλλουβιακές ποτάμιες αλλά και λιμναίες αποθέσεις και συνίσταται από πηλώδες ή αμμοπηλώδες έδαφος. Κατά κανόνα, το ανάγλυφο όπου απαντά είναι επίπεδο, φτάνει μέχρι 1800 m υψόμετρο, με κλίσεις <15% και ποικίλη έκθεση (Ντάφης et al., 2001). Τα χαρακτηριστικά και επικρατή είδη είναι τα: Oenanthe pimpinelloides, Scirpus holoschoenus (=Scirpoides holoschoenus), Juncus effusus, Lathyrus neurolobus, Plantago lanceolata, Polypogon monspeliensis, Dittrichia viscosa, Equisetum ramosissimum, Trifolium resupinatum, Hydrocotyle vulgaris, Bolboschoenus maritimus, Ranunculus ficaria, και ειδικότερα σε υφάλμυρα νερά τα: Imperata cylindrica, Juncus acutus, Ranunculus marginatus var. trachycarpus, Saccharum ravennae, Schoenus nigricans, Elymus elongatus, Aeluropus littoralis, Juncus heldreichianus (Ντάφης et al., 2001). Η οικολογική του σημασία σχετίζεται με τη διατήρηση της ισορροπίας και της βιοποικιλότητας των υγροτοπικών συστημάτων όπου αναπτύσσεται και με τις γνωστές, για τους υγροτόπους, λειτουργίες και τα ανάλογα λειτουργικά οφέλη, όπως είναι, για παράδειγμα, η προσφορά ενδιαιτήματος σε είδη της ορνιθοπανίδας και της πανίδας των αμφιβίων (Ντάφης et al., 2001). Οι υγροί αυτοί λειμώνες είναι ευαίσθητοι στις μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας (όπως, αποστραγγίσεις, αντλήσεις νερού, διευθετήσεις της ροής του νερού κ.ά.), αλλά και στη ρύπανση των υδάτων (κυρίως από λίπανση, ζιζανιοκτόνα-παρασιτοκτόνα και λιγότερο από απόρριψη απορριμάτων). Στις παράκτιες θέσεις όπου απαντά, σοβαρή απειλή αποτελεί η οικοδόμηση και άλλα έργα τουριστικής αξιοποίησης. Η βόσκηση αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα υποβάθμισης, όχι όμως τόσο καταστροφικό (Ντάφης et al., 2001). Σύμφωνα με το χάρτη 4.16., στην περιοχή της Γιάλοβας, απαντά σημειακά στα νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά της λιμνοθάλασσας στη διαχωριστική λωρίδα γης. Χαρακτηριστικοί αντιπρόσωποι 107

127 στη περιοχή είναι τα: Schoenus nigricans και Erianthus ravennae, ενώ διακρίθηκε η φυτοκοινωνία Eriantho-Schoenetum nigricantis, που φυτοκοινωνιολογικά εντάσσεται στην κλάση Molinio- Arrhenatheretea, στην τάξη Ηoloschoenetalia και στη συνένωση Molinio-Holoshoenion. Επίσης, συμμετέχουν τα είδη: Juncus acutus, Phragmites australis, Inula crithmoides κ.ά. Συχνά, βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τους ελοφυτικούς σχηματισμούς του Phragmites australis Καλαμώνες (Κωδικός: 72Α0) Από έναν υγρότοπο, όπως αυτός της Γιάλοβας, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι τυρφώνες, οι οποίοι κατέχουν τον κωδικό 412. Σύμφωνα με τον Πίνακα 4.7., στο νέο χάρτη (Χάρτης 4.4.) οι τυρφώνες κατέχουν το 2,7% του συνόλου των καλύψεων/ χρήσεων γης ενώ, αυτή η κατηγορία κάλυψης/ χρήσης γης δεν υφίσταται καθόλου στο χάρτη του έτους 2000 (Πίνακας 4.5.). Αυτό, ενδεχομένως, οφείλεται στην κλίμακα χαρτογράφησης, η οποία το 2000 ήταν μικρότερη. Μετά τη διαδικασία της αντιστοίχησης, ο κωδικός 412 αντιστοιχήθηκε με τον κωδικό 72Α0 (Καλαμώνες) του Δικτύου «Natura 2000» (Πίνακας 4.9.). Πρόκειται για σχηματισμούς από καλαμώνες με ψηλά ελόφυτα, οι οποίοι συνήθως, είναι φτωχοί σε είδη και συχνά κυριαρχούμενοι από ένα είδος. Αναπτύσσονται σε στάσιμα ή αργά ρέοντα νερά με διακύμανση της στάθμης και μερικές φορές σε κορεσμένα με νερό εδάφη. Μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με το κυρίαρχο είδος, το οποίο τους δίνει μια διακριτή εμφάνιση. Επιπλέον, αναπτύσσονται σε όχθες με μικρή κλίση και ιλυοαργιλλώδες υπόστρωμα. Καταλαμβάνουν την ανώτερη υποπαράκτια ζώνη και τη ζώνη των αναδυόμενων μακροφύτων, η οποία συνήθως εξαπλώνεται από την όχθη μέχρι βάθος νερού περίπου 1 m. Η ελόβια βλάστηση εντάσσεται στη φυτοκοινωνιολογική κλάση των Phragmitetea. Κυρίαρχο είδος είναι το Phragmites australis, το οποίο σχηματίζει συμπαγείς, μικτές (π.χ. με Scirpus sp. ή Typha sp.) ή και αμιγείς φυτοκοινότητες. Στις συστάδες αυτές, επειδή το Phragmites australis εξασκεί απόλυτη ανταγωνιστικότητα, μπορεί να εισχωρήσουν λίγα άλλα είδη, όπως τα Oenanthe aquatica και Carex pseudocyperus (Ντάφης et al., 2001). Χαρακτηριστικά επικρατή είδη είναι τα: Phragmites australis (στην πλειοψηφία των εμφανίσεων του οικοτόπου), Bolboschoenus maritimus (συχνά), Schoenoplectus litoralis, Typha domingensis, Typha latifolia, Apium nodiflorum. Σε ορισμένες κοινότητες επικρατούν είδη των αλμυρών λιβαδιών όπως: Carex divisa, Juncus heldreichianus, Scirpus holoschoenus (=Scirpoides holoschoenus) ή άλλα υγρόφιλα είδη, όπως τα: Hydrocotyle vulgaris, Ludwigia palustris, Arundo donax, Samolus valerandi. Άλλα χαρακτηριστικά είδη (Phragmito-Magnocaricetea) είναι τα: Cladium mariscus, Iris pseudacorus, Schoenoplectus tabernaemontani, Galium palustre, Berula erecta, Euphorbia pubescens. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή ειδών των υγρών λιβαδιών (αλμυρών ή μη), 108

128 όπως τα: Aster tripolium, Ditrichia viscosa, Polypogon monspeliensis, Lythrum junceum, Oenanthe pimpinelloides, Ranunculus marginatus, Saccharum ravennae, Teucrium scordium, Juncus inflexus, Juncus effusus, Carex extensa, Juncus acutus, Juncus gerardii, Juncus maritimus, Schoenus nigricans. Συχνά, συμμετέχουν είδη νιτρόφιλα, όπως τα: Calystegia sepium, Cynanchum acutum, Epilobium hirsutum, Rubus sanctus, και αλονιτρόφιλα, όπως τα: Atriplex hastata, Polypogon maritimus, Salsola soda. Ορισμένες κοινότητες συνοδεύονται από είδη υδρόβια, όπως τα: Potamogeton nodosus, Chara sp., Lemna minor (Ντάφης et al., 2001). Γενικά, ως οικότοπος είναι ευαίσθητος στις μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας και στη ρύπανση των υδάτων. Συνεπώς, απειλείται από αποστραγγίσεις, υπερβολική άρδευση και διευθετήσεις ρεμάτων. Δεν είναι γνωστό αν επηρεάζονται όλες οι κοινότητες και κατά πόσο, από τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων στις γειτονικές καλλιέργειες. Η υψηλή παροχή θρεπτικών αυξάνει, αρχικά, την πυκνότητα των συστάδων του Phragmites australis αλλά αργότερα, μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στις συνθήκες του οικοτόπου, με αποτέλεσμα οι βλαστοί να γίνονται υψηλότεροι αλλά λιγότεροι. Κύριο παράγοντα υποβάθμισής τους έχουν αποτελέσει οι εκχερσώσεις, με σκοπό την επέκταση των καλλιεργειών, και η κατασκευή δρόμων και οικημάτων, με άμεση συνέπεια τη μείωση της έκτασης και τη διάσπαση του οικοτόπου. Επίσης, η διαχείριση με καύση/κοπή για τη βόσκηση, αποτελεί κοινή πρακτική, ιδιαίτερα στις παράκτιες τουριστικά αξιοποιήσιμες εκτάσεις, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες (Ντάφης et al., 2001). Όπως φαίνεται και στο χάρτη 4.17., στην περιοχή της Γιάλοβας οι καλαμώνες καταλαμβάνουν μια ευρεία ζώνη γύρω από τη λιμνοθάλασσα (κυρίως στα ανατολικά), σε διάφορα σημεία του συνόλου της περιοχής, όπου απαντούν γλυκά νερά και στις όχθες των ρεμάτων (π.χ. Ξερολάγκαδο) και των ποταμών Σελά και Γιαννούζαγα ( Από φυτοκοινωνιολογική άποψη, διακρίνονται δύο κοινότητες. Η κοινότητα με Phragmites australis, που εντάσσεται στην κλάση Phragmiteto-Magnocaricetea, στην τάξη Phragmitetalia και στη συνένωση Phragmition, και η φυτοκοινωνία Bolboschoenetum maritimi, που εντάσσεται στην κλάση Phragmiteto-Magnocaricetea, στην τάξη Phragmitetalia και στη συνένωση Bolboschoenion maritimi. Αναφορικά με την πρώτη φυτοκοινωνία, αποτελείται κυρίως, από τα Phragmites australis και Scirpus maritimus. Τα φυτά αναπτύσσονται σε άμεση επαφή με το νερό, σχηματίζοντας μια αδιαπέραστη βλάστηση. Η παρουσία της ζώνης αυτής είναι ιδιάζουσας σημασίας, καθώς προσφέρει προστασία στην πανίδα της περιοχής. Άλλωστε, στην περιοχή υπάρχει παρατηρητήριο της Ορνιθολογικής Εταιρίας. Η κατάσταση των καλαμώνων αυτών είναι ικανοποιητική. Όσον αφορά στη δεύτερη φυτοκοινωνία, απαντά, επίσης γύρω από τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Η παρουσία της ζώνης αυτής είναι αντιπροσωπευτική στην περιοχή, με κυρίαρχο είδος το Scirpus maritimus. Δημιουργεί εναλλαγή στο ευρύτερο τοπίο και προσδίδει, σε συνδυασμό με τη γύρω περιβάλλουσα βλάστηση, 109

129 ιδιαίτερη φυσική ομορφιά και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής. Κατά τόπους δημιουργεί προσμίξεις με Phragmites australis. Η παρουσία της ζώνης στην περιοχή είναι σε καλή κατάσταση και αρκετά αντιπροσωπευτική. Ωστόσο σε μερικά σημεία, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της καύσης τους, γεγονός που αποτελεί απειλή για την ορνιθοπανίδα της περιοχής, αλλά οδηγεί και στην υποβάθμιση του τοπίου γενικότερα. Χάρτης 4.16.: Χωρική κατανομή των μεσογειακών υγρών υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holochoenion) Χάρτης 4.17.: Χωρική κατανομή των καλαμώνων Ποτάμια, ρυάκια Ο επόμενος τύπος οικοτόπου που συναντάμε στην περιοχή της Γιάλοβας είναι τα ρέοντα ύδατα, υπό τον κωδικό 511. Στον κωδικό αυτό, έχουν ενταχθεί τα ρέματα και οι ποταμοί που βρίσκονται στην περιοχή μελέτης (Χάρτης 4.7.), αλλά η ψηφιοποίησή τους, δεν έγινε με τη μορφή πολυγώνων, όπως στις υπόλοιπες κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης, αλλά με τη μορφή γραμμών. Τονίζεται ότι, στο χάρτη του Corine Land Cover του 2000, δεν έχουν ψηφιοποιηθεί καθόλου. Όπως διακρίνεται και στο χάρτη 4.18., στα βόρεια όρια της προστατευόμενης περιοχής, ρέει ένα κομμάτι του ποταμού Σελά και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος, ενώ βόρεια της λιμνοθάλασσας φαίνεται 110

130 μέρος του Ξερολάγκαδου, που εκβάλλει, ύστερα από την εκτροπή του, στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς. Στα νοτιοανατολικά της λιμνοθάλασσας συναντάμε το σημείο που εκβάλλει ο Γιαννούζαγας ποταμός στον κόλπο του Ναυαρίνου, ενώ ακόμα πιο νότια υπάρχει ο ποταμός Ξεριάς, ο οποίος εκβάλλει, επίσης στον κόλπο του Ναυαρίνου. Χάρτης 4.18.: Χωρική κατανομή των ρέοντων υδάτων Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (Κωδικός: 8210) Με σημειακή συμμετοχή, διαπιστώθηκε η ύπαρξη της κατηγορίας κάλυψης/ χρήσης γης με κωδικό 332 (Γυμνά βράχια), που αντιστοιχεί με τον κωδικό 8210 του Δικτύου «Natura 2000», δηλαδή, τα ασβεστολιθικά πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (Πίνακας 4.8.). Αυτός ο τύπος οικοτόπου δεν είχε χαρτογραφηθεί το Ως χασμοφυτική βλάστηση ορίζεται η βλάστηση των ασβεστολιθικών κρημνών στη Μεσογειακή περιοχή και στην Ευρω Σιβηρική πεδινή περιοχή μέχρι το αλπικό επίπεδο, η οποία ανήκει κυρίως στις τάξεις Potentilletalia caulescentis και Asplenietalia glandulosi. Απαντά σε απόκρημνους βράχους με κλίσεις %. Υψομετρικά εξαπλώνεται από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι τα 2500 m περίπου. Σε περιοχές, όπου, η ηπειρωτικότητά τους κυμαίνεται ως τις ακραίες τιμές, μπορεί να είναι παραθαλάσσιοι βράχοι υψομέτρου 10 m, αλλά μπορούμε να τους 111

131 συναντήσουμε μέχρι και στις κορυφές υψηλών βουνών της κεντρικής Ελλάδας. Πρόκειται για κοινότητες που συγκροτούνται από χασμόφυτα είδη, τα οποία έχουν τις προσαρμογές που απαιτούνται για να φυτρώσουν και να αναπτυχθούν μέσα στις σχισμές των βράχων, ακόμη και σε ελάχιστο έδαφος. Μερικά από τα είδη που χαρακτηρίζουν αυτόν τον τύπο οικοτόπου είναι τα: Sedum album, Saxifraga paniculata, Campanula rotundifolia, Silene parnassii, Inula verbascifolia, Sedum hispanicum, Centaurea salonitana, Centaurea graeca, Sedum acre, Festuca valesiaca, Sesleria tenerrina, Globularia cordifolia, Anthyllis aurea, Pinus nigra, κ.ά. (Ντάφης et al., 2001). Στην περιοχή της Γιάλοβας, η εικόνα του οικοτόπου δεν είναι αντιπροσωπευτική, λόγω της σημειακής του έκτασης, καθώς και λόγω του ότι εισχωρούν φυτά και από τη μακκία βλάστηση. Το σημείο που απαντά είναι στα δυτικά της λιμνοθάλασσας στο λόφο του Παλαιόκαστρου, σε χαμηλό υψόμετρο. Συγκεκριμένα, σχηματίζεται η φυτοκοινωνία με κυρίαρχα είδη τα: Inula verbascifolia ssp. methanea, Ptilostemon chamaepeuce, που εντάσσεται φυτοκοινωνιολογικά στην κλάση Asplenietea trichomanis, στην τάξη Onosmetalia frutescentis και στη συνένωση Campanulion versicoloris. Δεν παρατηρείται καμία ανθρώπινη δραστηριότητα στον οικότοπο, καθώς δεν είναι εύκολα προσβάσιμος και δεν φαίνεται να απειλείται. Ωστόσο, η ύπαρξη του οικοτόπου αυτού έστω και σημειακή, προσδίδει στην περιοχή ιδιαίτερη αξία Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) (Κωδικός: 92C0) Με τον κωδικό 311 έχουν καταχωρηθεί στο Corine Land Cover 2000, τα δάση πλατύφυλλων. Στην περιοχή μελέτης, καταλαμβάνουν μόλις το 1% του συνόλου (Πίνακας 4.7.), ενώ στο χάρτη του 2000 (Χάρτης 4.3.) δεν είχαν αποτυπωθεί καθόλου, λόγω της μικρής κλίμακας χαρτογράφησης. Ο κωδικός αυτός αντιστοιχεί στον κωδικό 92C0 του Δικτύου «Natura 2000», δηλαδή, τα Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis). Ο κωδικός 92C0 αφορά στα δάση και δένδρα, που στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι παραποτάμια, με κυρίαρχο είδος το Platanus orientalis ή το Liquidambar orientalis που ανήκουν στην ένωση Platanion orientalis. Τα δάση αυτά αποικίζουν ελαφρώς σταθεροποιημένες αποθέσεις ποταμών, κολλούβια, χαλικώνες, πηγές, καθώς και τη βάση βαθιών απότομων σκιερών φαραγγιών, με τη δημιουργία πλούσιων, σε είδη, φυτοκοινότητες. Η υψομετρική τους κατανομή ποικίλει από πολύ χαμηλά έως και ψηλά υψόμετρα (στον Ταΰγετο, τα δάση πλατάνου των φαραγγιών φτάνουν μέχρι και τα 1300 m). Στα χαμηλά υψόμετρα, σε επίπεδο ή με μικρές κλίσεις ανάγλυφο, το υπόστρωμα συνίσταται από αλλουβιακές αποθέσεις με ποικίλη σύσταση. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα με μεγαλύτερες κλίσεις και υψόμετρο μέχρι 1000 m, το υπόστρωμα ποικίλει και ανάλογα με την περιοχή 112

132 μπορεί να είναι: ασβεστόλιθος, γνεύσιος, σχιστόλιθος, μάρμαρα ή οφιόλιθοι με ποικίλη σύσταση (Ντάφης et al., 2001). Χαρακτηρίζεται από τα είδη: Platanus orientalis (επικρατές είδος), Salix alba, Alnus glutinosa, Acer sempervirens, Rubus fruticosus. Υπάρχει, επίσης χαρακτηριστική συμμετοχή ειδών των Nerio- Tamaricetea: Nerium oleander, Vitex agnus-castus. Σημαντικό ρόλο, στη φυσιογνωμία και στη δομή, παίζουν τα υγρόφιλα ποωδών είδη: Equisetum arvense, Equisetum ramossisimum, Equisetum telmateia, Carex pendula, Carex spicata, είδη των υγρών λιβαδιών, όπως τα: Festuca arundinacea, Plantago major, Juncus inflexus, Carex distans και διάφορα είδη αγρωστωδών, όπως τα: Poa sylvicola, Brachypodium sylvaticum, Piptatherum miliaceum, Poa bulbosa, Calamagrostis epigejos και σε ορισμένες περιοχές το Pteridium aquilinum. Επίσης, συμμετέχουν νιτρόφιλα είδη: Utrica dioica, Rubus caesius, Sabucus embulus. Η οικολογική τους αξία έγκειται στις λειτουργίες που επιτελούν, με πιο σημαντικές μεταξύ των λειτουργικών τους οφελών, την αντιδιαβρωτική ικανότητα, τη σταθεροποίηση των οχθών, τη συγκράτηση του νερού και των στερεών υλικών, τη διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και τη διατήρηση μεσοκλιματικών συνθηκών. Ως προς τη βιοποικιλότητα, η αξία τους έγκειται στην προσφορά ενδιαιτήματος, καθώς αποτελούν μοναδικούς βιοτόπους για πληθώρα ζωϊκών ειδών, αλλά και υγρόφιλων φυτικών ειδών, τη θέση διαδρόμου που έχουν σε επίπεδο τοπίου και τη συνεισφορά στη μωσαϊκότητα του τοπίου. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί και η αισθητική αξία των πλατανοδασών. Ως προς την κατάσταση διατήρησης, οι κοινότητες αυτές, εξαρτώνται από τη μόνιμη παρουσία του νερού, είναι ευαίσθητες στις μεταβολές της υδρολογικής κατάστασης (αρδευτικά έργα, έργα ύδρευσης, διευθέτηση των ρεμάτων), αλλά και στη ρύπανση των υδάτων, δραστηριότητες που διαρκώς εντείνονται χωρίς να λαμβάνονται μέτρα μείωσης των επιπτώσεών τους. Η ρύπανση των υδάτων μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης, όπως και άλλες δραστηριότητες όπως, η βόσκηση, η γειτνίαση με καλλιέργειες και η εναπόθεση απορριμάτων (Ντάφης et al., 2001). Στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας, περιβάλλει τον ποταμό Σελά (Χάρτης 4.19.). Σε πλάτος φτάνει, μερικές φορές, και τα 100 m, ενώ τα ώριμα άτομα του Platanus orientalis μπορεί να φτάσουν τα 20 m, με μέση διάμετρο τα 70 cm. Η κάλυψή του αγγίζει το 90-95%. Εντυπωσιακή είναι η παρουσία του Hedera helix, το οποίο καλύπτει σε πολύ μεγάλο ποσοστό τους κορμούς των δέντρων. Επιπλέον, οι θαμνώνες χαρακτηρίζονται από το είδος Nerium oleander, το οποίο φτάνει σε ύψος 6 m, αλλά και το είδος Vitex agnus-castus, που φτάνει στα 4 m (Korakis, 1999). Άλλα είδη που απαντούν στον ποταμό είναι τα: Rubus ulmifolius, Arundo donax και Phragmites australis ( Κατά την επίσκεψη μας στη συγκεκριμένη περιοχή, παρατηρήθηκε αλλαγή του τοπίου γενικότερα, ύστερα από την κατασκευή του ξενοδοχείου Costa Navarino, τα νότια όρια του οποίου, συνορεύουν με τον ποταμό από τη βόρεια πλευρά. Επιπλέον, νότια του ποταμού, η 113

133 ξενοδοχειακή αυτή μονάδα, μετέτρεψε μεγάλες εκτάσεις σε αθλητικές εγκαταστάσεις (π.χ. γήπεδα γκόλφ). Χάρτης 4.19.: Χωρική κατανομή των δασών της ανατολικής πλατάνου (Platanus orientalis) Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaritecea και Securinegion tinctoriae) (Κωδικός: 92D0) Οι νότιες παρόχθιες στοές και πυκνοφυτείες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) (Κωδικός 92D0), έχουν συμπεριληφθεί στο Corine Land Cover με τον κωδικό 311 (Δάση πλατύφυλλων), αλλά στην περιοχή μελέτης έχουν σημειακή συμμετοχή (Πίνακας 4.10.). Όπως και αρκετές από τις προηγούμενες κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης, έτσι και αυτή η κατηγορία δεν είχε ψηφιοποιηθεί στο χάρτη του Corine, το Πρόκειται για στοές και πυκνοφυτείες από αλμυρίκια (Tamarix), πικροδάφνες (Nerium) και λυγαριές (Vitex agnus-castus) και παρόμοιους ξυλώδεις σχηματισμούς σε ρέματα διαρκούς ή παροδικής ροής και υγροτόπους της θερμο-μεσογειακής ζώνης και της Νοτιο-Δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου και των πιο υγρομορφικών τοποθεσιών εντός της Σαχαρο-Μεσογειακής και Σαχαρο- Σινδιακής ζώνης. Αυτός ο τύπος οικοτόπου απαντά σε αμμοπηλώδες ή αργιλλοαμμώδες υπόστρωμα, 114

134 συχνά αλατούχο, και προέρχεται από αλλουβιακές ποτάμιες ή λιμναίες αποθέσεις. Δεν εξαρτάται από τη μόνιμη παρουσία νερού και έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται σε θέσεις ξηρότερες απ ότι οι οικότοποι με Salix, Populus, Platanus (Ντάφης et al., 2001). Μερικά από τα επικρατή είδη που χαρακτηρίζουν αυτόν τον οικότοπο είναι διάφορα είδη Tamarix, όπως: Tamarix hampeana, Tamarix parviflora, Tamarix smyrnensis, Tamarix tetrandra, αλλά επίσης τα: Nerium oleander, Vitex agnus-castus. Μερικές φορές συμμετέχουν είδη των θαμνώνων όπως το Spartium junceum. Συχνή είναι και η παρουσία ειδών των υγρών λιβαδιών και των καλαμώνων όπως τα: Brachypodium sylvaticum, Poa trivialis, Saccharum ravenae, Phragmites australis, Juncus subulatus. Σε υφάλμυρα νερά συμμετέχουν είδη των Juncetea, όπως τα: Elymus elongatus, Puccinellia distans, Lotus cytisoides, Aeluropus litoralis, Carex flacca, Juncus maritimus, Juncus acutus, Polypogon maritimus, Ranunculus marginatus, Sarcocornia perennis, Scirpus holoschoenus, Spergularia media, Halimione portulacoides (Ντάφης et al., 2001). Στην περιοχή της Γιάλοβας απαντά σημειακά, ανατολικά της λιμνοθάλασσας στη θέση «Βάλτος». Διακρίθηκε το είδος Tamarix hampeana. Τα σημεία αυτά ήταν καλλιεργούμενες περιοχές στο παρελθόν και ιδιαίτερα τα πιο απομακρυσμένα από τη λιμνοθάλασσα τμήματα, τα οποία είχαν γλυκό νερό. Σήμερα, τα σημεία αυτά υπόκεινται σε ελαφρά βόσκηση. Τα αρδευτικά κανάλια που βρίσκονται εκεί, ευνοούν την ύπαρξη γλυκού νερού και αυτό αντανακλάται στη βλάστηση, καθώς απαντούν είδη όπως τα: Nerium oleander, Vitex agnus-castus, Phragmites australis, Iris pseudacorus, Orchis laxiflora κ.ά. Η μετάβαση σε σημεία με μεγαλύτερη αλατότητα αντικατροπτίζεται από την ύπαρξη ειδών, όπως τα: Aster tripolium, Polypogon maritimus και Atriplex halimus (Korakis, 1999, 115

135 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΥΖΗΤΗΣΗ 5.1. Αβιοτικές παράμετροι Οι λιμνοθάλασσες απαντούν στην μεταβατική ζώνη μεταξύ της ξηράς και της θάλασσας και παρουσιάζουν ποικιλομορφία ως προς τις χημικές και φυσικές παραμέτρους (Ward et al., 1989). Η αφθονία και η εξάπλωση των υδρόβιων μακροφύτων στις λιμνοθάλασσες επηρεάζονται, σε μεγάλο βαθμό, από τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, που μεταβάλλονται εποχικά και χωρικά. Το φως, η θερμοκρασία, η αλατότητα και η διαθεσιμότητα σε οξυγόνο και θρεπτικά άλατα, αποτελούν μερικούς από τους αβιοτικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων (Crouzet et al., 1999). Κατά την έρευνα στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας διαπιστώθηκε ότι, οι τιμές των φυσικοχημικών παραμέτρων που μετρήθηκαν στη στήλη του νερού παρουσιάζουν εποχική και χωρική διακύμανση. Οι διακυμάνσεις αυτές είναι τυπικές των μεταβατικών οικοσυστημάτων λόγω, της εισροής γλυκών υδάτων, της ανάμιξής τους με τη θάλασσα και των ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Η θερμοκρασία και η αλατότητα αποτελούν τις δύο πιο σημαντικές παραμέτρους που καθορίζουν την παρουσία και την κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων μέσα στο νερό. Η μεταβολή της θερμοκρασίας στα νερά της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας ορίζει δύο θερμοκρασιακούς κύκλους. Μια ψυχρή περίοδο από το Νοέμβριο έως το Μάρτιο και μια θερινή περίοδο τους υπόλοιπους μήνες. Πιο συγκεκριμένα, παρουσίασε αισθητή μείωση τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο. Ωστόσο, και τις δύο εποχές παρουσίασε ομοιομορφία σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Οι τιμές που καταγράφηκαν, παρουσιάζουν αντίστοιχο εποχικό πρότυπο με παλαιότερες καταγραφές στην περιοχή (Petihakis et al.,1999, Koutsoubas et al., 2000b, Μπούζος et al., 2002b). Σύμφωνα με την ανάλυση Spearman διαπιστώθηκε ότι, η θερμοκρασία σχετίζεται αρνητικά με την εποχή. Επιπλέον, διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση της θερμοκρασίας με την αλατότητα, γεγονός που ενισχύεται από τις παρατηρούμενες τιμές στη λιμνοθάλασσα, καθώς όταν η θερμοκρασία ήταν υψηλή, ήταν και η αλατότητα αυξημένη και το αντίστροφο. Η οριζόντια διαβάθμιση της αλατότητας είναι κοινό χαρακτηριστικό των παράκτιων οικοσυστημάτων και συχνά καθορίζει τη χωρική κατανομή των μακροφύτων (Menendez et al., 2002, Agostini et al., 2003, Lirman et al., 2008, Orfanidis et al. 2008, Obrador et al., 2010). Η μεταβολή της αλατότητας στα νερά της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας ορίζει δύο κύκλους με διαφορετικές τιμές αλατότητας για κάθε έναν από αυτούς, οι οποίοι χρονικά αντιστοιχούν στους δύο θερμοκρασιακούς κύκλους. Ο κύκλος με τις χαμηλές τιμές αλατότητας αντιστοιχεί στη ψυχρή περιόδο και ο κύκλος με 116

136 τις υψηλές τιμές αλατότητας αντιστοιχεί στη θερμή περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, το καλοκαίρι (Αύγουστος) παρατηρήθηκαν υψηλές τιμές αλατότητας, όπως αναμένεται σε τέτοιου είδους ρηχά οικοσυστήματατα, λόγω των μεγάλων τιμών του λόγου έκτασης/όγκου της λιμνοθάλασσας, σε συνδυασμό με το μικρό βάθος (Petihakis et al., 1999). Η χαμηλότερη αλατότητα σημειώθηκε κοντά στο κανάλι επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, ενδεχομένως, λόγω της άμεσης επικοινωνίας των υδάτων με τα νερά της θάλασσας, ενώ η υψηλότερη καταγράφηκε στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας. Γενικά, η χωρική διακύμανση της αλατότητας τον Αύγουστο παρουσίασε το εξής πρότυπο: οι χαμηλότερες τιμές σημειώθηκαν κοντά στο κανάλι επικοινωνίας με τη θάλασσα, οι αμέσως υψηλότερες βόρεια, βορειοανατολικά και βορειοδυτικά της λιμνοθάλασσας, ενώ οι μέγιστες τιμές της σημειώθηκαν στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας. Οι τόσο υψηλές τιμές της αλατότητας τον Αύγουστο, προσδίδουν στη λιμνοθάλασσα υπεράλμυρο χαρακτήρα και ενδεχομένως εξηγούνται από το μεγάλο βαθμό απομόνωσης της λιμνοθάλασσας, η οποία θεωρείται κλειστό σύστημα, στην έντονη εξάτμιση των υδάτων, αλλά και στη μείωση των εισροών γλυκών υδάτων, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού από τα κανάλια ανατολικά της λιμνοθάλασσας (Μπούζος et al., 2002b). Αντίθετα, τον Απρίλιο, η αλατότητα ήταν αρκετά χαμηλότερη (περίπου 31 ), δηλαδή, έφτανε στα επίπεδα αλατότητας του θαλασσινού νερού, και ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Η πτώση της, μάλλον, οφείλεται στην αύξηση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, στη μείωση της θερμοκρασίας, αλλά και στην εισροή γλυκών νερών από τα ανατολικά της λιμνοθάλασσας (Πηγές Τυφλομύτη) (Μπούζος et al., 2002b). Τέλος, στη μείωση της αλατότητας τον Απρίλιο μπορεί να συνετέλεσε και το γεγονός ότι, το κανάλι επικοινωνίας είχε προσχωθεί με φερτά υλικά από τη θάλασσα, και έτσι, ο βαθμός ανανέωσης του νερού της λιμνοθάλασσας, ήταν μικρός έως και ανύπαρκτος. Οι χωρικές διακυμάνσεις της αλατότητας είναι σύμφωνες και με προηγούμενες καταγραφές στην περιοχή (Petihakis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b, Μπούζος et al., 2002b, ενώ το πρότυπο αυτό παρατηρείται και σε άλλες ελληνικές και μεσογειακές λιμνοθάλασσες (Obrador et al., 2010, Christia et al., 2012). Σύμφωνα με την ανάλυση Spearman, η αλατότητα σχετίζεται θετικά με τη θερμοκρασία και το ph. Αυτό, ενδεχομένως, οφείλεται στο γεγονός ότι, η υδρόβια χλωρίδα, μέσω των διεργασιών που επιτελεί, αυξάνει τις συγκεντρώσεις του αζώτου και φωσφόρου και κατ επέκταση την αλατότητα. Επίσης, το αυξημένο ph κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, οφείλεται στην αυξημένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα των υδρόβιων μακροφύτων, αλλά και στο ότι αυξάνεται και η αλατότητα (Crouzet et al., 1999, Orfanidis et al., 2005). Οι συγκεντρώσεις του διαλυμένου οξυγόνου στην υδάτινη στήλη, αλλά και στο ίζημα, είναι από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν την αφθονία και την κατανομή των υδρόβιων οργανισμών (Petihakis et al., 1999). Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα κυμάνθηκε μεταξύ 7,45 mg/l και 8,48 mg/l τον 117

137 Αύγουστο, ενώ τον Απρίλιο, ήταν μεταξύ 6,73 mg/l και 8,45 mg/l. Από παλαιότερες μελέτες έχει αποδειχθεί ότι, πρόκειται για ένα καλά οξυγονωμένο σύστημα κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους και σε όλα τα βάθη (Petihakis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b). Όταν υπάρχουν ακραίες τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας, το διαλυμένο οξυγόνο διαμορφώνεται τόσο από την ανταλλαγή οξυγόνου μεταξύ του αέρα και της επιφάνειας του νερού, όσο και από τις ιδιότητες της θερμοκρασίας/αλατότητας του νερού και λιγότερο από τις βιολογικές παραμέτρους (Petihakis et al., 1999). Τονίζεται ότι, η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, βιώνει δυστροφικές κρίσεις (πολύ υψηλές τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας που συνοδεύονται από πολύ χαμηλές τιμές διαλυμένου οξυγόνου στην υδάτινη στήλη, αλλά και στο ίζημα), κυρίως κατά το διάστημα του Οκτωβρίου/Νοεμβρίου, αλλά, σύντομα επανέρχεται σε φυσιολογικές συνθήκες (Petihakis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b, Μπούζος et al., 2002b). Ο ρόλος του ph είναι πολύ σημαντικός για τα υδάτινα οικοσυστήματα, καθώς καθορίζει την διαλυτότητα των περισσοτέρων ουσιών, αλλά και την ιοντική τους μορφή μέσα στο νερό. Οι αυξομειώσεις του ph συνδέονται άμεσα με την φωτοσύνθεση και την αναπνοή των υδρόβιων οργανισμών και κατ επέκταση με την παραγωγικότητα της βιομάζας (Orfanidis et al., 2005). Όσον αφορά στο ph της λιμνοθάλασσας, αυτό παρουσίασε μείωση τον Απρίλιο σε σχέση με τον Αύγουστο, γεγονός που σημαίνει ότι τον Αύγουστο, υπήρχε πιο αυξημένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα στη λιμνοθάλασσα (Koutsoubas et al., 2000b). Οι τιμές αυτές προσδίδουν στη λιμνοθάλασσα αλκαλικό χαρακτήρα. Το ph, αναφορικά με την ανάλυση Spearman, παρουσιάζει θετική συσχέτιση με την αλατότητα, τη θερμοκρασία και το TSS. Το αυξημένο ph κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, που αυξάνεται και η αλατότητα, οφείλεται στην αυξημένη φωτοσυνθετική δραστηριότητα των υδρόβιων μακροφύτων (Orfanidis et al., 2005), αλλά η αύξησή του ευνοείται και από το φαινόμενο του ευτροφισμού, που παρατηρήθηκε στη λιμνοθάλασσα τον Απρίλιο, λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης των θρεπτικών, και κυρίως των αμμωνιακών ιόντων (Crouzet et al., 1999). Η λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, παρουσίασε μεγάλη θολότητα στην υδάτινη στήλη και μικρό λόγο διαφάνειας/βάθους και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Αυτό, ενδεχομένως, συνδέεται με τις υψηλές συγκεντρώσεις του ολικού φωσφόρου, της χλωροφύλλης α και των ολικών αιωρούμενων σωματιδίων τον Αύγουστο, αλλά και με τις υψηλές τιμές της σταθεράς απορρόφησης Κ και της χλωροφύλλης-α, ειδικότερα για τον Απρίλιο. H μείωση του φωτός στις λιμνοθάλασσες οφείλεται, κυρίως, στις συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης-α και των ολικών αιωρούμενων σωματιδίων που βρίσκονται στη στήλη του νερού (Christian et al., 2003, Zaldívar et al., 2008, Christia et al., 2013). Ένας επιπλέον παράγοντας, που συντελεί στη μείωση της διαφάνειας του νερού, είναι οι εισροές γλυκών υδάτων, οι οποίες διεγείρουν την ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού (Menendez et al., 2002), αλλά επίσης, εμπλουτίζουν και το νερό με θρεπτικά, τα οποία συχνά οδηγούν στην αύξηση της 118

138 χλωροφύλλης-α, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μείωση της διαφάνειας (Christia et al., 2012). Κατά την ανάλυση Spearman βρέθηκε ότι, ο ολικός φώσφορος σχετίζεται θετικά με τα ολικά αιωρούμενα στερεά. Αυτό αποδεικνύει τη συσχέτιση των παραπάνω παραμέτρων, δηλαδή ότι, η αύξηση της μιας παραμέτρου ευνοεί την αύξηση της άλλης ή ότι η αύξηση της μιας είναι επακόλουθο της άλλης. Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, όταν απαντούν σε υπερβολικές συγκεντρώσεις στο νερό, δρουν είτε άμεσα, ως τοξικές ουσίες, είτε έμμεσα, διότι εντείνουν το φαινόμενο του ευτροφισμού (Crouzet et al., 1999). Οι περισσότερες λιμνοθάλασσες δρουν ως «αποθήκη» για τα θρεπτικά συστατικά, καθώς η εξάτμιση είναι μεγαλύτερη από την εισροή γλυκού νερού. Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας παρουσίασε χωρικές και εποχικές διαφοροποιήσεις, ως προς τις συγκεντρώσεις των θρεπτικών στην υδάτινη στήλη του νερού. Τα νιτρώδη άλατα, σε γενικές γραμμές απαντούν σε χαμηλές συγκεντρώσεις στα φυσικά υδάτινα οικοσυστήματα (<1 mg/l). Όμως, επειδή συμμετέχουν στον κύκλο του αζώτου, αποτελούν βασικό στοιχείο της υδάτινης στήλης, καθώς μέσω της δράσης των νιτροποιητικών βακτηρίων, οξειδώνονται και μετατρέπονται σε νιτρικά ιόντα, μια διαδικασία αρκετά σύντομη σε χρόνο. Στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, τα νιτρώδη διατηρήθηκαν σε χαμηλά ή ακόμα, και σε μηδενικά επίπεδα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους. Χαμηλές τιμές νιτρωδών έχουν παρατηρηθεί και σε άλλες λιμνοθάλασσες (Christia et al., 2012), αλλά και στην ίδια λιμνοθάλασσα, σύμφωνα με παλαιότερες μετρήσεις (Petihakis et al., 1999, Μπούζος et al., 2002b). Τα νιτρικά ιόντα αποτελούν τη βασική μορφή αζώτου στα λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα. Όταν οι συγκεντρώσεις των νιτρικών βρίσκονται σε φυσιολογικά πλαίσια είναι πολύ ωφέλιμα για τα υδρόβια μακρόφυτα, καθώς τα τελευταία, αφομοιώνουν το άζωτο και το χρησιμοποιούν για να επιβιώσουν. Στην περιοχή μελέτης, τα νιτρικά ιόντα παρουσίασαν διακυμάνσεις από εποχή σε εποχή, αλλά και μεταξύ των σταθμών την ίδια εποχή. Ωστόσο, κυμάνθηκαν μέσα στα πλαίσια που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες λιμνοθάλασσες, όπως για παράδειγμα, στον Παλαιοπόταμο (Christia et al., 2012). Η ανάλυση Spearman έδειξε ότι τα νιτρικά δεν σχετίζονται με καμία από τις υπόλοιπες παραμέτρους που μελετήθηκαν. Εκτός από τα νιτρώδη και τα νιτρικά ιόντα, το άζωτο απαντά στην υδάτινη στήλη και με τη μορφή αμμωνιακών ιόντων. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, τα αμμωνιακά ιόντα παρουσίασαν υψηλές συγκεντρώσεις και τις δύο εποχές, καθώς και διαφοροποιήσεις μεταξύ των σταθμών εποχικά. Οι υψηλές τιμές των αμμωνιακών την άνοιξη, ενδεχομένως, οφείλονται στην εισροή των λιπασμάτων που εισέρχονται από τις γειτονικές καλλιέργειες ή στην εισροή των αστικών αποβλήτων από το γειτονικό χωριό της Γιάλοβας, που συμπίπτουν με τις ισχυρές βροχοπτώσεις του χειμώνα. Το καλοκαίρι μπορεί να οφείλονται στην αποικοδόμηση των υδρόβιων μακροφύτων, αλλά και στις διαδικασίες επαν- 119

139 ανοργανοποίησης, οι οποίες ευνοούνται από τις υψηλές θερμοκρασίες (Christia et al., 2012). Γενικά, οι υψηλές συγκεντρώσεις των αμμωνιακών αποτελούν ένδειξη ρύπανσης του νερού και η παρουσία τους διευκολύνεται και από το αυξημένο ph (Crouzet et al., 1999). Οι αυξημένες συγκεντρώσεις των αμμωνιακών στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας καταγράφηκαν και από άλλους ερευνητές στο παρελθόν και αποδίδουν αυτή την αύξηση στους ίδιους λόγους (Petihakis et al., 1999, Christia et al., 2012). Η ανάλυση Spearman έδειξε ότι τα αμμωνιακά δεν σχετίζονται με καμία από τις υπόλοιπες παραμέτρους που μελετήθηκαν. Το ολικό άζωτο (DIN) κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα και τους δύο μήνες που έγιναν οι δειγματοληψίες πεδίου. Τονίζεται ότι, η μέγιστη τιμή του ολικού αζώτου τον Απρίλιο, παρατηρήθηκε στα ανατολικά όρια της λιμνοθάλασσας, γεγονός που μαρτυρά την εισροή θρεπτικών μέσω των καναλιών που βρίσκονται στο σημείο αυτό. Μπορεί να διακρίνει κανείς με επιφύλαξη ότι, το ολικό άζωτο διαμορφώνεται περισσότερο από τις συγκεντρώσεις των αμμωνιακών ιόντων και επηρεάζεται λιγότερο από τα νιτρώδη και νιτρικά ιόντα, καθώς διαπιστώθηκε ότι τα αμμωνιακά αποτελούν την κύρια πηγή αζώτου στη λιμνοθάλασσα, αναφορικά με τις δύο εποχικές δειγματοληψίες. Σε πολλές λιμνοθάλασσες παγκοσμίως, η παραγωγή ενεργού φωσφόρου φτάνει σε ένα μέγιστο το καλοκαίρι, το οποίο οφείλεται στην αποσύνθεση της οργανικής ύλης, αφού έχει προηγηθεί φυτοπλανγκτονική άνθηση, αλλά και στην απελευθέρωση φώσφορου από το ίζημα του πυθμένα, όταν φυσικά επικρατούν ανοξικές συνθήκες (Petihakis et al., 1999, Zaldívar et al., 2008). Όμως, τα φωσφορικά στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας παρουσίασαν χαμηλές τιμές και τους δύο μήνες, δείχνοντας πιθανή έλλειψη φωσφόρου ή απλά λόγω παραμονής του στο ίζημα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, και παρουσίασε αντίστοιχο πρότυπο με προηγούμενες μελέτες στην περιοχή (Petihakis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b). Ο ολικός φώσφορος, από την άλλη πλευρά, ήταν ιδιαίτερα αυξημένος το καλοκαίρι, ενώ μειώθηκε αισθητά τον Απρίλιο. Η αύξηση του ολικού φωσφόρου, ενδεχομένως, οφείλεται στην αυξημένη πρωτογενή παραγωγικότητα των υδρόβιων μακροφύκων. Ο άνθρακας βρίσκεται στο νερό με τη μορφή των ανθρακικών ή των όξινων ανθρακικών ιόντων, τα οποία βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με το ph. Τα όξινα ανθρακικά ιόντα υπερέχουν κατά πολύ των ανθρακικών σε όλους τους σταθμούς και τις δύο εποχές. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανάλυση Spearman, τα όξινα ανθρακικά σχετίζονται αρνητικά με τη θερμοκρασία και την αλατότητα, γεγονός που αποδεικνύει ότι, η αύξηση των όξινων ανθρακικών ευνοείται από τις χαμηλές τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας που καταγράφηκαν την άνοιξη στη λιμνοθάλασσα. Η Chl-α αποτελεί δείκτη της συγκέντρωσης του φυτοπλαγκτού και καθρεπτίζει τα επίπεδα ευτροφισμού στην υδάτινη στήλη. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, παρουσίασε αυξομειώσεις, εποχικά και χωρικά. Οι υψηλές τιμές της συγκέντρωσης της Chl-α τον Αύγουστο ίσως εξηγούνται, από την 120

140 ενίσχυση των θρεπτικών από αυτά του ιζήματος, τα οποία ευνοούνται από την αύξηση της θερμοκρασίας και τη μείωση του διαλυμένου οξυγόνου που ενδεχομένως να σχετίζεται με την αποσύνθεση του οργανικού υλικού. Τον Απρίλιο η Chl-α μειώθηκε, και αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι, τα νερά της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας ήταν αδιαφανή, αλλά και στο γεγονός ότι, παρατηρήθηκε μείωση της πρωτογενούς παραγωγικότητας. Σε σχέση με άλλες μελέτες, ειδικότερα για την περιοχή, αλλά και σε σχέση με άλλες λιμνοθάλασσες, οι τιμές της Chl-α κυμάνθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα (Petihakis et al., 1999, Christia et al., 2012). Η σταθερά απορρόφησης (Κ) του φωτός, καθώς αυτό διαπερνά την υδάτινη στήλη, είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος της ποιότητας των υδάτων. Στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, βρέθηκε να είναι μεγαλύτερη από τη μονάδα (Κ>1) σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε μειωμένη διείσδυση φωτός στην υδάτινη στήλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το πρότυπο που ακολούθησε η σταθερά απορρόφησης Κ είναι παρόμοιο με αυτό της Chl-α και των TSS, γεγονός που υποδηλώνει μερικούς από τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Από προηγούμενες μελέτες στην λιμνοθάλασσα έχει διαπιστωθεί ότι, η μείωση του φωτός στην υδάτινη στήλη είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού απ ότι το φθινόπωρο και το χειμώνα και ενδεχομένως να οφείλεται περισσότερο στις διακυμάνσεις της αποσύνθεσης της οργανικής ύλης και λιγότερο στην πρωτογενή παραγωγικότητα (Petihakis et al., 1999) Τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας Οι φυσικοχημικές παράμετροι έχουν αποτελέσει τη βάση για τους πιο κοινούς δείκτες, αναφορικά με την τροφική κατάσταση ενός υδάτινου οικοσυστήματος (Christia et al., 2013), όπως είναι για παράδειγμα, ο TSI (Trophic State Index) του Carlson (Carlson, 1977). Στην περίπτωση της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, η τροφική της κατάσταση υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο OECD (OECD, 1982). Τα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου έδειξαν ότι, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου, κρίνεται ως υπερτροφική τον Αύγουστο και ως ευτροφική τον Απρίλιο. Επιπλέον, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές της Chl-α που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή, αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή. Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια, σύμφωνα με τις μέσες και ελάχιστες τιμές που σημειώθηκαν και τους δύο μήνες, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική. Συμπερασματικά θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα διαχείρισης και παρακολούθησης της λιμνοθάλασσας, έτσι ώστε να μην υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο. 121

141 Αντίστοιχα αποτελέσματα έχουν προκύψει και σε άλλες ελληνικές λιμνοθάλασσες, όπως για παράδειγμα στη λιμνοθάλασσα του Πρόκοπου (Φυττής, 2011) ή σε κάποιες λιμνοθάλασσες της Βόρειας Ελλάδας, όπως είναι η Βάσσοβα, η Ερατεινό και η Βιστωνίδα. ( Υδρόβια μακρόφυτα Απο τη δεκαετία του 1970 και μετά, οι καταγραφές του συστήματος του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (SSS), μπορούν να δώσουν πληροφορίες για το ανάγλυφο του πυθμένα της θάλασσας (πχ. λιβάδια βλάστησης, ίχνη από μηχανότρατες, ναυάγια κ.ά.). Παρόλο που έκτοτε, έχουν διεξαχθεί πολλές τέτοιου είδους έρευνες, δεν υπάρχει διαθέσιμη διεθνής βιβλιογραφία σχετική με τη χαρτογράφηση οικοτόπων σε ρηχά νερά με τη χρήση του SSS, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του Οι μέχρι τότε έρευνες πεδίου λάμβαναν χώρα, κυρίως, σε βαθιά νερά και συνήθως, για την μελέτη μεγάλης κλίμακας γεωλογικών διεργασιών (Penrose et al., 2005). Σήμερα, το σύστημα του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης εξακολουθεί να παρουσιάζει ευρεία χρήση, αλλά κυρίως στα θαλάσσια οικοσυστήματα (Pasqualini et al., 1998, Piazzi et al, 2000, Ardizzone et al., 2006). Στην Ελλάδα, μόλις τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει κάποιες έρευνες με χρήση αυτής της τεχνολογίας, όπως, στη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα (Παπαδάκης, 2007, Κωστοπούλου, 2010, Christia et al., 2013) και στη λιμνοθάλασσα του Πάπα (Papatheodorou et al., 2012), ενώ αναφέρεται και η χρήση του στη γεωφυσική έρευνα της λίμνης Παμβώτιδας (Ζούρα, 2011). Γενικότερα, στις ελληνικές λιμνοθάλασσες δεν χρησιμοποιείται πολύ αυτή η τεχνολογία, κυρίως λόγω του μικρού βάθους που έχουν. Όσον αφορά στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, δεν έχει γίνει αποτύπωση του πυθμένα. Η παρούσα μελέτη, αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης του πυθμένα της λιμνοθάλασσας, που θα αποτελέσει τη βάση για την κατανόηση του οικοσυστήματος αλλά και για μελλοντικές έρευνες στην περιοχή, και θα βοηθήσει, ενδεχομένως, στη χάραξη πολιτικών και δράσεων για τη βελτίωση του οικοτόπου, και ειδικότερα της υδρόβιας χλωρίδας του. Με τη χρήση του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και με τη βοήθεια των λογισμικών GIS, Triton Isis και TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc, τον Αύγουστο του 2012, μελετήθηκε η επιφάνεια του πυθμένα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, ως προς την ύπαρξη, κατανομή και αφθονία της υδρόβιας χλωρίδας. Τονίζεται ότι, δεν ήταν εφικτό να χαρτογραφηθεί σε όλη της την έκταση καθώς, δεν το επέτρεπαν οι τοπογραφικές συνθήκες που επικρατούν στη λιμνοθάλασσα. Συγκεκριμένα, το βάθος της λιμνοθάλασσας ήταν πολύ μικρό σε αρκετά σημεία της, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της, για 122

142 να μπορέσει να προσεγγίσει το σκάφος, ενώ στα ανατολικά, υπήρχε περιορισμός από το δρόμο που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα στα δύο και από τα αναχώματα που υπάρχουν σε κάποια σημεία, λόγω των προσπαθειών του παρελθόντος να αποξηρανθεί η λιμνοθάλασσα. Από την ηχοβολιστική αποτύπωση προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι, που αντιστοιχούν σε 6 διαφορετικά ποσοστά φυτοκάλυψης της επιφάνειας του πυθμένα: Η κλίμακα των ποσοστών φυτοκάλυψης έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες έρευνες για την καταγραφή και την ποσοτικοποίηση της αφθονίας και κάλυψης των υδρόβιων μακροφύτων (Obrador et al., 2010). Η αποτύπωση της φυτοκάλυψης του πυθμένα με τη χρήση του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης κρίνεται ως ιδιαίτερα ικανοποιητική, καθώς έδωσε σαφή και συνεχή επιφανειακή κατανομή της φυτοκάλυψης. Επιπλέον, η ηχοβολιστική αποτύπωση πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, καθώς έλαβε χώρα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (μέσα σε λίγες ώρες), σε εξαιρετικά ρηχά νερά για τη λειτουργία του οργάνου (<1 m) και παρόλο που οι περιβαλλοντικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την οπτική παρατήρηση του πυθμένα (λόγω αυξημένης θολερότητας της υδάτινης στήλης). Το κόστος της διαδικασίας ήταν μηδαμινό, κάτι που συνεισφέρει πολύ θετικά στα ήδη προαναφερθέντα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το σύστημα αυτό. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι, η τεχνολογία αυτή, έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί από διάφορους συγγραφείς για την αποτελεσματικότητά της, όσον αφορά στη διάκριση του ανάγλυφου του βυθού, καθώς τα δεδομένα που εξάγονταν, επιδέχονταν επεξεργασίας με τεχνικές ερμηνείας εικόνων (συχνά με οπτική ερμηνεία), οπότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι υποκειμενικά (Christia et al., 2013). Τον Απρίλιο, δεν επαναλήφθηκε η διαδικασία της ηχοβολιστικής αποτύπωσης αλλά, αποκτήθηκε εικόνα μόνο από τις δειγματοληψίες της υδρόβιας χλωρίδας. Η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων είναι πιο περιορισμένη τον Απρίλιο, με συμμετοχή μόνο της Ruppia cirrhosa, η οποία απαντά κυρίως, κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, όπου ευνοείται η ανανέωση του νερού και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή της. Γενικά, το κυρίαρχο είδος στη λιμνοθάλασσα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, είναι το κοσμοπολίτικο είδος Ruppia cirrhosa, το οποίο έχει καταγραφεί ξανά στην περιοχή (Tiniakos et al., 1997). Η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων στη λιμνοθάλασσα τον Απρίλιο παρουσίασε μείωση σε αριθμό ειδών, αλλά και σε ποσοστό φυτοκάλυψης, σε σχέση με τον Αύγουστο. Όπως προαναφέρθηκε, τον Αύγουστο συλλέχθηκαν 3 είδη, ενώ τον Απρίλιο 2 είδη, και από αυτά, το ένα ήταν εκτός των ορίων της περιοχής μελέτης. Αυτό, μπορεί να οφείλεται στο ότι, τα αγγειόσπερμα παρουσιάζουν υψηλή φυτοκάλυψη το καλοκαίρι και χαμηλή φυτοκάλυψη το φθινόπωρο και το χειμώνα (Menendez, 2002; Orfanidis et al., 2008). Ένας ακόμα λόγος είναι οι χωρικές και οι χρονικές διακυμάνσεις των φυσικοχημικών παραμέτρων, που επηρεάζουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο την 123

143 παρουσία και την κατανομή τους (Orfanidis et al., 2008). Γενικά, στις λιμνοθάλασσες, είθιστε να παρατηρείται χαμηλή βιοποικιλότητα, μικρός αριθμός ειδών, αλλά και έντονη κυριαρχία λίγων ειδών (Reizopoulou et al., 2004). Αυτό που, επίσης, παρατηρήθηκε και στις δύο δειγματοληπτικές περιόδους είναι ότι, πηγαίνοντας από την είσοδο του διαύλου επικοινωνίας με τη θάλασσα, προς τα εσωτερικά σημεία της λιμνοθάλασσας, το ποσοστό φυτοκάλυψης των υδρόβιων μακροφύτων μειώθηκε, και αυτό ενδεχομένως να οφείλεται είτε στο φυσικό stress που δέχονται τα φυτά, είτε στο γεγονός ότι, οι λιμνοθάλασσες είναι εξ ορισμού ευμετάβλητα οικοσυστήματα (Orfanidis et al., 2008). Μια ακόμα σημαντική μεταβλητή, που καθορίζει τη σύνθεση και τη δομή των υδρόβιων μακροφύτων, είναι ο βαθμός επικοινωνίας με τη θάλασσα ή αλλιώς confinement, όπως έχει περιγραφεί απο τους Guelorget & Perthuisot (1992), ως ο χρόνος που απαιτείται έτσι ώστε μια λιμνοθάλασσα να ανανεώσει τα ύδατά της (Guelorget & Perthuisot, 1989, Reizopoulou et al, 2004, Nicolaidou et al., 2005, Orfanidis et al., 2008). Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας και έχει αποτελέσει πολύ καλή εξήγηση για την κατανομή των ασπόνδυλων ή της βενθικής πανίδας σε προηγούμενες έρευνες (Arvanitidis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b, McArthur et al., 2000, Arvanitidis et al., 2005b). Ακόμα μία παράμετρος, που καθορίζει την παρουσία συγκεκριμένων ειδών, είναι η σύσταση του ιζήματος του πυθμένα (Reizopoulou et al, 2004). Σύμφωνα με το μοντέλο της «απομόνωσης», έχουν καθοριστεί 6 ζώνες για τις ελληνικές λιμνοθάλασσες. Η Ζώνη Ι, είναι η συνέχεια της θάλασσας και έχει αποκλειστικά θαλάσσια είδη, η Ζώνη ΙΙ, όπου τα θαλάσσια είδη έχουν υποχωρήσει και απαντούν είδη με μικρότερο εύρος ανοχής στην αλατότητα, η Ζώνη ΙΙΙ, η οποία έχει ποικιλία ειδών με διαφορετικό εύρος ανοχής στην αλατότητα, δηλαδή, ανάμεικτα είδη, η Ζώνη IV, αυστηρά με είδη που απαντούν σε υφάλμυρα νερά, η Ζώνη V με βενθική πανίδα και είδη γλυκών ή ειδών που διαβιούν σε πολύ αλμυρά νερά και τέλος, η Ζώνη VI, που δείχνει ολική αποίκηση της υδάτινης στήλης από κυανοβακτήρια. Σε κάθε ελληνική λιμνοθάλασσα υπάρχουν μερικές ή όλες οι ζώνες. Τα όρια κάθε ζώνης μπορεί να παρουσιάζουν εποχικές διακυμάνσεις δείχνοντας το δυναμικό χαρακτήρα του λιμνοθαλάσσιου περιβάλλοντος (Nicolaidou et al., 2005). Το φαινόμενο του confinement ισχύει και για την κατανομή της υδρόβιας χλωρίδας που μελετήθηκε στην παρούσα μελέτη, καθώς η Cymodocea nodosa, ως θαλάσσιο είδος, απαντά μόνο κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο, η Ruppia cirrhosa, ως είδος με μεγάλο εύρος ανοχής σε πολλές παραμέτρους, εξαπλώνεται σε όλες τις ζώνες, η Cladophora glomerata, απαντά στη ζώνη με τα ανάμεικτα είδη και η Ulva sp. στο βόρειο τμήμα της λιμνοθάλασσας, όπου επικρατούν ακόμα πιο αλμυρά νερά. Τα αγγειόσπερμα, ετήσια ή αειθαλή ριζωμένα φυτά, που καταγράφονται στα ελληνικά μεταβατικά ύδατα, ανήκουν κυρίως στα γένη Ruppia, Zostera, Cymodocea και Zannichellia 124

144 (Nicolaidou et al., 2005) και απαντούν σε ph από 6 έως 9 (Τζιωρτζής, 2008). Η Ruppia cirrhosa είναι ένα κοσμοπολίτικο αγγειόσπερμο είδος, το οποίο ριζώνει στον πυθμένα (Zaldivar et al., 2008, Christia et al., 2011) και, συχνά σχηματίζει πυκνά και παραγωγικά λιβάδια στα μεταβατικά ύδατα της Ευρώπης. Δεν είναι αποκλειστικά θαλάσσιο είδος, καθώς δεν απαντά μόνο σε υψηλές τιμές αλατότητας. Είναι χαρακτηριστικό των μεταβατικών υφάλμυρων υδάτων και των εσωτερικών αλόφυτων οικοτόπων (Menendez et al., 2002, Nicolaidou et al., 2005, Obrador et al., 2010). Γενικά, έχει πολύ μεγάλο εύρος ανοχής στις μεταβολές της αλατότητας (3-100 ) αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι το βάθος, η θερμοκρασία, το φως, η θολότητα καθώς και στις συνθήκες οξειδοαναγωγής της επιφάνειας των ιζημάτων του πυθμένα. Οι παράγοντες αυτοί ελέγχουν την κατανομή και την αφθονία του είδους αυτού (Obrador et al., 2010). Το εύρος ανοχής της Ruppia cirrhosa στις παραπάνω περιβαλλοντικές παραμέτρους, δικαιολογεί απόλυτα την παρουσία του στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, όπου επικρατούν μεγάλες διακυμάνσεις και ακραίες τιμές αυτών των παραμέτρων. Η καταγραφή της Ruppia cirrhosa έχει διαπιστωθεί σε πολλές λιμνοθάλασσες σε όλη τη Μεσόγειο (Menendez, 2002, Agostini et al., 2003, Mannino et al., 2006, Obrador et al., 2010), αλλά και σε πολλές λιμνοθάλασσες της Ελλάδας, όπως το Κοτύχι, το Αγίασμα, οι λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, η Κλείσοβα, ο Άραξος, η Αλυκή Αιγίου, ο Πρόκοπος, η Βάσσοβα, το Φανάρι και η Κεραμωτή (Nicolaidou et al., 2005, Orfanidis et al., 2008, Christia et al., 2011, Φυττής, 2011). Η Cymodocea nodosa είναι ένα πολύ κοινό αγγειόσπερμο στις κλειστές και ημίκλειστες ακτές της Μεσογείου, της Μαυριτανίας και των Κανάριων νήσων (Agostini et al., 2003). Τα λιβάδια της Cymodocea nodosa προστατεύονται από την Οδηγία 92/43/ΕΚ, μέσω των τύπων οικοτόπων 1110 και 1150*. Απαντά σε πολλές ελληνικές ακτές και σχηματίζει λιβάδια από την επιφάνεια της θάλασσας έως και τα 10 m βάθος. Οι πρόσφατες απόπειρες της μείωσης του γλυκού νερού στις λιμνοθάλασσες, ως μέτρο ενάντια στον ευτροφισμό, οδήγησε στην αύξηση της αλατότητας και ευνοήθηκε η ανάπτυξή τους και στις λιμνοθάλασσες (Nicolaidou et al., 2005). Κατ αυτό τον τρόπο, δικαιολογείται η παρουσία της στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Επίσης, η παρουσία της έχει καταγραφεί και από άλλες έρευνες που έχουν γίνει στη Γιάλοβα (Arvanitidis et al., 1999, Koutsoubas et al., 2000b, McArthur et al., 2000, Chatzigeorgiou et al., 2011). Όμως, απαντά και σε άλλες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας, όπως, για παράδειγμα στην Κλείσοβα και στον Άραξο, όπου βρέθηκε να σχηματίζει εκτεταμένα λειβάδια, αλλά και στη λιμνοθάλασσα Λογαρού σε μικρότερες αφθονίες (Christia et al., 2011), ή της Μεσογείου (Agostini et al., 2003). Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι, σε κάποιες λιμνοθάλασσες, απαντά και σε μίξη με τη Ruppia cirrhosa, όπως συμβαίνει και στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας (Mannino et al., 2006). Όσον αφορά στα είδη του γένους Cladophora sp., αυτά γενικά απαντούν σε εύτροφα ύδατα που είναι πλούσια σε θρεπτικά και όταν απαντούν σε μεγάλους πληθυσμούς εκτοπίζουν τα βυθισμένα 125

145 αγγειόσπερμα. Βέβαια, στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας το χλωροφύκος βρέθηκε σε πολύ μικρό ποσοστό και μόνο τον Αύγουστο, όπου οι συγκεντρώσεις θρεπτικών, ιδιαίτερα των αμμωνιακών, ήταν υψηλές. Δεν υπάρχει προηγούμενη αναφορά της Cladophora glomerata στη Γιάλοβα, αλλά έχει καταγραφεί στον Αμβρακικό (Ροδιά, Τσουκαλιό, Λογαρού), στον Πρόκοπο και στο Κοτύχι (Κωστοπούλου, 2010, Christia et al., 2011). Κάτω από συνθήκες αυξημένης εισροής θρεπτικών και αυξημένης θολερότητας, αλλάζει η σύνθεση των ειδών και τα αγγειόσπερμα αντικαθιστώνται από ευκαιριακά είδη (π.χ. Gracilaria sp, Ulva sp.) (Zaldivar et al., 2008). Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, τα ευκαιριακά είδη αφομοιώνουν αρκετά γρήγορα τα διαθέσιμα θρεπτικά, αλλά επίσης στη μη γραμμική και αυτοεπιταχυνόμενη απόκριση, στην πάνω από, συγκεκριμένα όρια, διαθεσιμότητα των θρεπτικών. Επιπλέον, τα ευκαιριακά είδη απαιτούν λιγότερο φως για την ανάπτυξή τους, απ ότι τα αγγειόσπερμα (Orfanidis et al. 2008). Η αυξημένη θολερότητα του νερού της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, σε συνδυασμό με την αυξημένη συγκέντρωση θρεπτικών αλάτων στην υδάτινη στήλη, αλλά και τις υψηλές τιμές της σταθεράς Κ, που υποδηλώνουν χαμηλή διαφάνεια, επέτρεψαν την εγκαθίδρυση της Ulva spp. Ταυτόχρονα, η παρουσία της, δηλώνει εύτροφες συνθήκες στη λιμνοθάλασσα (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). Επιπλέον, η βέλτιστη ανάπτυξη της Ulva spp. επιτυγχάνεται σε θερμοκρασίες έως 23 o C (Orfanidis et al., 2008), και στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας όπου βρέθηκε τον Απρίλιο, η θερμοκρασία δεν ξεπέρασε τους 20,4 o C. Εκτός από τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, η Ulva spp. έχει καταγραφεί και στη λιμνοθάλασσα Αγίασμα, στη Λογαρού, στο Αιτωλικό, στον Πάπα, στη Βάσσοβα, στην Ερατεινό, στη Λακκί και στη Μονολίμνη (Nicolaidou et al., 2005) Καλύψεις/ χρήσεις γης Στην περιοχή της Μεσογείου, οι κοινωνικές και οικονομικές παράμετροι, που είναι υπεύθυνες για τις αλλαγές των καλύψεων/ χρήσεων γης, καθώς και οι περιβαλλοντικές παράμετροι που καθορίζουν τον τύπο της αλλαγής, καθιστούν δύσκολη την ανάπτυξη ενός γενικού μοντέλου για την κατανόηση των αλλαγών αυτών. Τα δελταϊκά συστήματα και οι λιμνοθάλασσες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από περιβαλλοντική άποψη, λόγω της ταχείας δυναμικής τους. Τα οικοσυστήματα αυτά, είναι ελκυστικά για την ανάπτυξη ανθρώπινων δραστηριοτήτων, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την εξέλιξή τους. Οπότε, καθίσταται αναγκαία η ανάπτυξη και η εφαρμογή πρακτικών διατήρησης, η ανάπτυξη κοινωνικο-οικονομικών πολιτικών και οδηγιών, αλλά και η ανάπτυξη ειδικών μελετών και προγραμμάτων παρακολούθησης ώστε, να ποσοτικοποιηθούν και να ερμηνευτούν οι αλλαγές που 126

146 έχουν επέλθει με το πέρασμα του χρόνου (Mallinis et al., 2011). Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η κατασκευή χαρτών, χάρη στους οποίους μπορούν να εντοπιστούν και να απεικονιστούν οι διάφορες διαχρονικές αλλαγές και να ληφθούν, με αυτό τον τρόπο, τα κατάλληλα μέτρα. Στην προστατευόμενη περιοχή της Πύλου, εκτός από τον υγρότοπο της λιμνοθάλασσας, περιλαμβάνονται και οι γύρω περιοχές, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη λιμνοθάλασσα και επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα τον υγροβιότοπο. Προκειμένου να αποκτηθεί μια συνολική εικόνα της ευρύτερης περιοχής, εξετάστηκαν οι καλύψεις/ χρήσεις γης στα όρια της προστατευόμενης περιοχής, μέσω της κατασκευής του χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης. Το μέσο με το οποίο έγινε η οπτικοποίηση του χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης, είναι το GIS, το οποίο παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Η αποτελεσματική, περιοδική και έγκαιρη διαχρονική παρακολούθηση της βιοποικιλότητας των προστατευόμενων περιοχών και άλλων απειλούμενων, και από άποψη βιολογίας, σημαντικών τοπίων, είναι κρίσιμη για την ανίχνευση αλλαγών, οι οποίες ενδέχεται να έχουν επίπτωση στην κατάσταση διατήρησης της ποιότητας των φυσικών πόρων. Επιπρόσθετα, η παρακολούθηση είναι απαραίτητη για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα των πολιτικών διατήρησης, αναφορικά με την προστασία της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων από ανθρώπινες δραστηριότητες (Tomaselli et al., 2013). Γενικά, υπάρχουν αρκετά συστήματα ταξινόμησης, μερικά από τα πιο κοινά παγκοσμίως είναι, το Corine Land Cover (LCLU), το σύστημα ταξινόμησης του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (LCCS), το Διεθνές πρόγραμμα για τη Γεώσφαιρα και τη Βιόσφαιρα (Tomaselli et al., 2013) και το σύστημα ταξινόμησης του Anderson (Mallinis et al., 2011). Πολλές χώρες εστίασαν στο σύστημα ταξινόμησης LCLU και είχαν αγνοήσει την ανάγκη για χάρτες που θα παρέχουν πιο λεπτομερή πληροφορία για τους οικοτόπους του «Natura 2000» (Tomaselli et al., 2013). Με αυτό τον τρόπο έχει προκύψει ο χάρτης Corine για όλη την Ευρώπη. Τα κοινά συστήματα ταξινόμησης που έχουν να κάνουν με τις καλύψεις/ χρήσεις γης ή με οικοτόπους, τείνουν να έχουν περιορισμένη ικανότητα στο να χαρτογραφήσουν όλες τις πτυχές του τοπίου και πολλές φορές αδυνατούν να συμπεριλάβουν όλη τη βιοποικιλότητα των καλύψεων/ χρήσεων γης ή τους τύπους ενδιαιτημάτων (Tomaselli et al., 2013). Αυτό ισχύει για το Corine Land Cover 2000 καθώς, έχοντας υιοθετήσει, ως ελάχιστη μονάδα χαρτογράφησης τα 25 ha, συντελεί στο να χάνονται λεπτομέρειες του τοπίου (Bock et al., 2005). Γι αυτό, ο νέος χάρτης που κατασκευάστηκε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως, για να καλύψει τα κενά του Corine Land Cover, αναφορικά για την περιοχή μελέτης. Οι τύποι οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» έχουν καταχωρηθεί στον κατάλογο της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, με έναν ιεραρχικό τρόπο. Επίσης, όλες οι καταχωρήσεις, στα πλαίσια ενός επιπέδου, είναι του ίδιου τύπου και κάθε ένας από τους τύπους οικοτόπων μπορεί να εισαχθεί μόνο σε ένα επίπεδο. 127

147 Αντίθετα, το Corine Land Cover 2000, δεν περιλαμβάνει σε κάθε επίπεδο καλύψεις του ίδιου τύπου, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και καλύψεις γης μαζί με χρήσεις γης (Tomaselli et al., 2013). Στην παρούσα εργασία, για τη χαρτογράφηση των καλύψων/ χρήσεων γης, χρησιμοποιήθηκε το σύστημα ταξινόμησης των καλύψεων/ χρήσεων γης του Corine Land Cover 2000 και κατόπιν, πραγματοποιήθηκε μια συσχέτιση με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ. Για την αντιστοίχιση, χρησιμοποιήθηκε το 3 ο επίπεδο ταξινόμησης, στο οποίο ήταν εφικτή η συσχέτιση. Αντίστοιχη σύγκριση ως προς το σύστημα ταξινόμησης που επιλέξαμε, έχουν και άλλοι ερευνητές (Tomaselli et al., 2013). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε σύγκριση του νέου χάρτη, που αφορά στα έτη , με τον αντίστοιχο χάρτη του 2000, για να εντοπιστούν οι διαφοροποιήσεις που έχουν οι χάρτες μεταξύ τους. Η προστατευόμενη περιοχή της Πύλου η οποία εντάσσεται στο Οικολογικό Δίκτυο «Natura 2000», με βάση το χάρτη καλύψεων/ χρήσεων γης που κατασκευάστηκε στο περιβάλλον του GIS, συγκροτείται από 19 διαφορετικές κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover, οι οποίες προσδίδουν στην περιοχή ιδιαίτερο οικολογικό χαρακτήρα. Μετά τη διαδικασία της αντιστοίχισης διαπιστώθηκε ότι, οι φυσικοί τύποι οικοτόπων που απαντούν στην προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας είναι 15, χωρίς να συνυπολογίσουμε τους οικισμούς και τις αγροτικές καλλιέργειες, καθώς πρόκειται για κατηγορίες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, αλλά και τους δρόμους και τα ποτάμια/ρυάκια, αφού είναι γραμμικές καταγραφές. Αποτελείται, δηλαδή, από ένα σύμπλεγμα φυσικών, ημιφυσικών και μη φυσικών περιοχών, που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και ανταλλαγή ύλης και ενέργειας, και αυτό οφείλεται στο πλούσιο γεωμορφολογικό ανάγλυφο που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της. Σύμφωνα με το νέο χάρτη, αναφορικά με τα έτη , οι κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης, αλλά και τα ποσοστά συμμετοχής της κάθε μιας από αυτές, είναι: 112. Ασυνεχής αστικός ιστός (3,9%), 122. Οδικό, σιδηροδρομικό δίκτυο και συναφείς εκτάσεις (γραμμική καταχώρηση), 141. Περιοχές αστικού πρασίνου (0,4%), 211. Μη αρδευόμενες αρόσημες εκτάσεις (6%), 223. Ελαιώνες (25,4%), 242. Συμπλέγματα καλλιεργειών (7,6%), 243. Αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης (2,7%), 311. Δάση πλατύφυλλων (1%), 323. Σκληρόφυλλη βλάστηση (21%), 331. Παραλίες, αμμοθίνες και αμμώδεις εκτάσεις (3,2%), 411. Χερσαία έλη (0,6%), 412. Τυρφώνες (2,7%), 421. Αλατούχα έλη (10,7%), 511. Υδάτινα ρεύματα (γραμμική καταχώρηση), 521. Λιμνοθάλασσες (13,5%) και 332. Γυμνά βράχια. Τα Γυμνά βράχια, επειδή η συμμετοχή τους στην περιοχή είναι πολύ μικρή, δεν ήταν εφικτό να ψηφιοποιηθούν στο χάρτη. Μετά την αντιστοίχιση των καλύψεων/ χρήσεων γης με τους τύπους οικοτόπων του Δικτύου «Natura 2000» διαπιστώθηκε ότι απαντούν οι: 1020: Αγροτικές καλλιέργειες (41,7%), Οικισμοί 128

148 (4,3%), Δρόμοι (γραμμική καταχώρηση), 1150*. Λιμνοθάλασσα (13,5%), Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας (0,7%), Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium sp.) (3,3%), Μεσογειακά αλίπεδα (6,7%), Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2,6%), ποσοστό που αυξάνεται, αν συνυπολογιστούν οι μίξεις του οικοτόπου αυτού με τις κινούμενες θίνες της ακτογραμμής (Ammophila arenaria) και τους σχηματισμούς με αρκεύθους (Juniperus sp.), Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) (0,6%), ποσοστό που αυξάνεται, αν συνυπολογιστεί η μίξη του με τις υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, 2250*. Θίνες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp) (σημειακή μη ψηφιοποιημένη καταγραφή), Σχηματισμοί με αρκεύθους (1,3%), ποσοστό που αυξάνεται, αν συνυπολογιστεί και η μίξη του με τις κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria, Garrigues της ανατολικής Μεσογείου (19,7%), Κρητικοί σχηματισμοί με Euphorbio- Verbascion (σημειακή μη ψηφιοποιημένη καταγραφή), Μεσογειακοί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (0,6%), 72Α0. Καλαμώνες (2,7%), Ποτάμια, ρυάκια (γραμμική καταχώρηση), Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (σημειακή μη ψηφιοποιημένη καταγραφή), 92C0. Δάση ανατολικής πλατάνου (Platanion orientalis) (1%) και 92D0. Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) (σημειακή μη ψηφιοποιημένη καταγραφή). Οι τύποι οικοτόπων που δεν ψηφιοποιήθηκαν, δεν ήταν εύκολο να χαρτογραφηθούν, είτε γιατί απαντούν σημειακά και δεν ήταν εύκολο να διακριθούν, είτε δεν ήταν επικρατείς στην περιοχή. Γενικά, η λογική που ακολουθήθηκε ήταν, η χαρτογράφηση να γίνει με γνώμονα τον κυρίαρχο τύπο βλάστησης. Οι περισσότερες καλύψεις συγκεντρώνονται κυρίως περιμετρικά της λιμνοθάλασσας, ενώ η κυρίαρχη κάλυψη στην περιοχή μελέτης είναι οι αγροτικές καλλιέργειες. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί στη μεσογειακή λεκάνη για την εκτίμηση των αλλαγών των καλύψεων/ χρήσεων γης, υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές αυτές σχετίζονται κυρίως με την εντατικοποίηση της γεωργίας, αλλά και με την επέκτασή της (Gerakis et al., 1998, Mallinis et al., 2011). Γενικότερα, σχετίζονται με την ανθρώπινη παρέμβαση, απειλώντας τη βιοποικιλότητα και την επιβίωση των απειλούμενων ειδών που απαντούν σε οικοτόπους, όπως αυτοί που απαντούν στο Οικολογικό Δίκτυο «Natura 2000». Ο αντίστοιχος χάρτης του Corine Land Cover για την περιοχή, αναφορικά με το έτος 2000, περιλαμβάνει 9 κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων γης, οι οποίες είναι: 112. Ασυνεχής αστικός ιστός (0,55%), 211. Μη αρδευόμενες αρόσιμες εκτάσεις (9,86%), 223. Ελαιώνες (23,12%), 242. Συμπλέγματα καλλιεργειών (11,9%), 243. Αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης (8%), 323. Σκληρόφυλλη βλάστηση (18,1%), 331. Παραλίες, αμμοθίνες και αμμώδεις εκτάσεις (1,6%), 421. Αλατούχα έλη (13,5%) και 521. Λιμνοθάλασσες (13,37%). Είναι φανερό ότι, υπάρχουν αλλαγές μεταξύ των δύο χαρτών, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι, οφείλονται περισσότερο στο 129

149 ότι κατασκευάστηκαν με διαφορετική κλίμακα χαρτογράφησης, παρά σε πραγματική αλλαγή στις καλύψεις/ χρήσεις γης τα χρόνια που μεσολάβησαν. Ωστόσο, οι αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης, είτε σε τοπική είτε σε ευρύτερη κλίμακα έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί μπορεί να επηρεάσουν τις φυσικές περιοχές που μπορεί να περιλαμβάνουν. Συγκεκριμένα, η επιλογή του τρόπου χρήσης γης από τον άνθρωπο, μπορεί να επιφέρει αλλαγές στο τοπίο, σε τοπικό επίπεδο. Όμως, έχει γίνει σαφές ότι, οι αλλαγές αυτές έχουν πλέον παγκόσμιες συνέπειες, λόγω της ταχύτητας, της έκτασης και του μεγέθους, όπου αυτές συμβαίνουν. Η κυριότερη μεταβολή της χρήσης γης, παγκοσμίως, είναι η τροποποίηση των φυσικών εδαφών σε γεωργικές εκτάσεις. Για παράδειγμα, το 50% των εκτάσεων των ΗΠΑ χρησιμοποιείται είτε για βόσκηση ζώων είτε για καλλιέργειες. Επίσης, το 65% της λεκάνης απορροής του ποταμού Mississippi έχει μετατραπεί σε χωράφια, εκ των οποίων, καλλιεργείται το 25%. Τοπικές και περιφερειακές αλλαγές τέτοιου είδους, μπορεί να επηρεάσουν αθροιστικά διάφορες διεργασίες σε ευρύτερη χωρική κλίμακα, όπως για παράδειγμα το φαινόμενο του ευτροφισμού στις παράκτιες περιοχές ή τον κύκλο του άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι, το 35% της εκπομπής του CO 2 από τον άνθρωπο, από το 1850 και μετά, οφείλεται στις αλλαγές των πρακτικών χρήσης της γης. (Rayburn, 2009). Άρα, οι αγροτικές καλλιέργειες στην περιοχή μελέτης, που καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο ποσοστό, συνεισφέρουν στον υγροβιότοπο της Γιάλοβας, ενισχύοντας το φαινόμενο του ευτροφισμού, μέσω της ροής θρεπτικών συστατικών. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας που προκαλεί έντονες αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης είναι η κατασκευή κατοικιών ή άλλων κτιρίων. Το φαινόμενο της άτακτης αποκέντρωσης από τις μεγάλες πόλεις και η συγκέντρωση των κατοικιών κατά μήκος των οδικών δικτύων, οδήγησαν στη μετατροπή των αγροτικών εκτάσεων σε κατοικημένες περιοχές, ενισχύοντας τον κατακερματισμό του τοπίου, γεγονός που ενδεχομένως έχει δραματικές συνέπειες στην κίνηση του νερού και των θρεπτικών, στην ποιότητα των οικοτόπων και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του ανθρώπου και του αναπτυσσόμενου τοπίου. Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις για τη βιοποικιλότητα, καθώς συντελεί στην αλλαγή της σύνθεσης, της δομής και της συνδεσιμότητας των οικοτόπων. Επίσης, η αυξανόμενη δόμηση έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της αισθητικής του τοπίου, καθώς το τοπίο συνεχώς μετασχηματίζεται και κατακερματίζεται από τις κατασκευές κατοικιών και άλλων υποδομών. Τονίζεται ότι, και η χωρική κατανομή των υποδομών αυτών, έχει περιβαλλοντικές συνέπειες (Rayburn, 2009). Υπάρχουν ευκαιρίες και τρόποι για τη βελτίωση της οικολογικής λειτουργίας των αγροτικών τοπίων, που μπορούν να περιλαμβάνουν την αποκατάσταση των αυτόχθονων ειδών με ταυτόχρονη απομάκρυνση των ξενικών ειδών, με σκοπό τη βελτίωση της βιοποικιλότητας ή την τροποποίηση των συστημάτων γεωργικής παραγωγής για τη βελτίωση της παροχής των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων στην κοινωνία. Για να είναι πιο αποτελεσματική η επίτευξη αυτών των στόχων, οι 130

150 ευκαιρίες αυτές θα πρέπει να αξιολογηθούν σε κλίμακα του τοπίου, και όχι σε επίπεδο των επιμέρους εκμεταλλεύσεων (Rayburn, 2009) Προτεινόμενα μέτρα διαχείρισης Για τη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούν στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, θα ήταν προτιμητέο να ληφθούν κάποια μέτρα διαχείρισης. Μπορούν να γίνουν ήπιες και οικονομικές παρεμβάσεις, όπως: Η δημιουργία ενός Φορέα Διαχείρισης. Η δημιουργία ενός Δικτύου Παρακολούθησης των βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας. Η εφαρμογή των στρατηγικών διαχείρισης που έχουν οριστεί, σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης (ΥΠΕΚΑ, 2012). Η διάνοιξη του δεύτερου διαύλου επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου. Η αύξηση της εισροής του γλυκού νερού, μέσω της διεύρυνσης των ήδη υπαρχόντων αρδευτικών καναλιών στα ανατολικά της λιμνοθάλασσας. Η τοποθέτηση κινητών φραγμάτων στα σημεία εισόδου του θαλασσινού νερού, για την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων. Η εκτροπή των ρεμάτων γλυκού νερού της περιοχής προς τη λιμνοθάλασσα, με κατασκευή ειδικών υδατοφρακτών με ελεγχόμενη ροή, καθώς αυτή τη στιγμή, εκβάλλουν στη θάλασσα ή στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς. Η μείωση ρίψης αποβλήτων ελαιοτριβείων της περιοχής στα νερά του Ξηρολάγκαδου. Η συντήρηση των τάφρων με περιοδικούς καθαρισμούς, ώστε να υπάρχει ελεύθερη ροή των νερών προς τη λιμνοθάλασσα. Η πιο ορθολογική χρήση των αλιευμάτων. Η πιο ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων στις γειτονικές καλλιέργειες, που θα οδηγήσουν στη μείωση εισροής θρεπτικών στη λιμνοθάλασσα ή ακόμα, ο εμπλουτισμός των γεωργικών εκτάσεων με διαφορετικές καλλιέργειες, εκτός από τους ελαιώνες, που θα οδηγήσουν στην αύξηση της βιοποικιλότητας. Ο περιορισμός οδικής μετακίνησης σε οριοθετημένες διαδρομές, αλλά και διευθέτηση των χώρων, όπου μπορούν να προσεγγίσουν οι επισκέπτες. 131

151 Η φύλαξη και η συχνή επιτήρηση της περιοχής. Η απαγόρευση συλλογής ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού για τη σημασία που έχει η λιμνοθάλασσα, αλλά και η ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτή. 132

152 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α.1. Ελληνική βιβλιογραφία Αλεξανδρής Ν., Αναπαραγωγή του χάρτη CORINE με το GRASS-GIS, 2η δημοσίευση: Bonetti, A., Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα: 40 φυσικοί παράδεισοι. Road Εκδόσεις Α. Ε., Αθήνα. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, (2007). «Μελέτη Αποκατάστασης & Ανάπτυξης του Αγροτικού Τομέα των Δασών της Προστασίας του Περιβάλλοντος στις Πυρόπληκτες Περιοχές», Αθήνα Γεωργιάδης, Θ., Οικολογία βλάστησης. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, σελ. 3-25, Ζαλίδης, Γ. Χ., Μαντζαβέλας, Α.Λ., Απογραφή των Ελληνικών Υγροτόπων ως Φυσικών Πόρων. Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας/ Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων -Υγροτόπων. Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Ζούρα Δέσποινα, Θαλάσσια γεωφυσική μελέτη πυθμένα λίμνης Παμβώτιδας. Διπλωματική εργασία, Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. Καρτάλης Κ., Φείδας Χ., Αρχές & Εφαρμογές Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης, Εκδόσεις Β. Γκιούρδας, Αθήνα. Κορνήλιος, Σ., Βλαχώνης, Γ., Ντούνας, Κ., Κουτσούμπας, Δ., Κατανομή υδρογονανθράκων και βαρέων μετάλλων στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας και στον κόλπο του Ναυαρίνου, Ιόνιο Πέλαγος. Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συμπόσιου Ωκεανογραφίας & Αλιείας, Τόμος : Κουτρούμπα, Κ Συμβολή στη μελέτη των παράκτιων οικοσυστημάτων στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς και στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας (Νομός Μεσσηνίας). Διπλωματική εργασία, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. Κωστοπούλου Σ., Γεωφυσικά και μικροβιολογικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα. Διπλωματική εργασία, Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. Μπούζος, Δ., Κοντόπουλος, Ν. & Αβραμίδης, Π. 2002(a): Ιζηματολογικές παρατηρήσεις στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας (ΝΔ/κή Πελοπόννησος). 6ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο (Θεσσαλονίκη 2002), Μπούζος, Δ., Κοντόπουλος, Ν., Αβραμίδης, Π. 2002(b): Ωκεανογραφικές παρατηρήσεις στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας (ΝΔ/κή Πελοπόννησος). 6ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο (Θεσσαλονίκη 2002),

153 Ντάφης, Σ., Παπαστεργιάδου, Ε., Λαζαρίδου, Ε., Τσιαφούλη, Μ., Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης, Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτόπων της Ελλάδας, Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) Οδηγία 92/43/ΕΚ, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας Οδηγία 2000/60/ΕΕ, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα πολιτικής των υδάτων Οδηγία 2008/105, σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων καθώς και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Παπαδάκης, Ε., Ανάλυση των περιβαλλοντικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Καϊάφα σε περιβάλλον GIS. Μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών. Παπαθεοδώρου, Γ., Τηλεσκόπηση Χαρτογράφηση (Θαλάσσιο Περιβάλλον), Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστημίο Πατρών. Robinson, H.A., Morrison L.J., Muehrcke, C.P., Kimerling A.J., Guptill C.S., Στοιχεία χαρτογραφίας. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., σελ Τζιωρτζιής, Ι., Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας παράκτιων οικοσυστημάτων Ελλάδας και Κύπρου στα πλαίσια εφαρμογής της Οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα. Μεταπτυχιακή διατριβή. Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), Κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών των υδατικών διαμερισμάτων Δυτικής Πελοποννήσου, Βόρειας Πελοποννήσου και Ανατολικής Πελοποννήσου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, κατ εφαρμογή του Ν.3199/2003 και του ΠΔ 51/2007 Φυττής, Γ., Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των λιμνοθαλασσών Κοτύχι και Πρόκοπος της Δ. Ελλάδας: Ανάλυση των βιοκοινωνιών των υδρόβιων μακροφύτων και μακροασπόνδυλων στα πλαίσια εφαρμογής της Οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα. Μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. 134

154 Α.2. Διεθνής βιβλιογραφία Agostini, S., Capiomont, A., Marchanda, B., Pergent, G., Distribution and estimation of basal area coverage of subtidal seagrass meadows in a Mediterranean coastal lagoon. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 56: Aliaume, C., Do Chi, T., Viaroli, P., Zaldívar, J. M., Coastal lagoons of Southern Europe: recent changes and future scenarios. Transitional Waters Monographs, 1: APHA, Standard methods for the examination of water and waste water. In American Public Health Association. 18th Edition. N. York. Ardizzone, G., Belluscio, A., Maiorano, L., Long-term change in the structure of a Posidonia oceanic landscape and its reference for a monitoring plan. Marine Ecology, 27: Arvanitidis, C., Koutsoubas, D., Dounas, C., Eleftheriou, A., Annelid fauna of a Mediterranean lagoon (Gialova Lagoon, south-west Greece): community structure in a severely fluctuating environment. Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom, 79: Arvanitidis, C., Chatzigeorgiou, G., Koutsoubas, D., Dounas, C., Eleftheriou, A., Koulouri, P., 2005 (a). Mediterranean lagoons revisited: weakness and efficiency of the rapid biodiversity assessment techniques in a severely fluctuating environment. Biodiversity and Conservation, 14: Arvanitidis, C., Chatzigeorgiou, G., Koutsoubas, D., Kevrekidis, T., Dounas, C., Eleftheriou, A., Koulouri, P., Mogias A., 2005 (b). Estimating lagoonal biodiversity in Greece: comparison of rapid assessment techniques. Helgoland Marine Research, 59: Basset, A., Sabetta, L., Carrada, G.C., Conservation of transitional water ecosystems in the Mediterranean area: bridging basic ecological research and theories with requirements of application. Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems, 16: Blondel, P., A review of acoustic techniques for habitat mapping. Bock, M., Xofis, P., Mitchley, J., Rossner, G., Wissen, M., Object-oriented methods for habitat mapping at multiple scales Case studies from Northern Germany and Wye Downs, UK. Journal for Nature Conservation, 13: Βossard, M., Feranec, J., Otahel, J., CORINE Land Cover Technical Guide Addendum Technical report No 40. Copenhagen (EEA). Büttner, G., Feranec, J., Jaffrain, G., Mari, L., Maucha, G., Soukup, T., The CORINE Land Cover 2000 Project. EARSeL eproceedings, Vol. 3 (No. 3): Campbell B.J., Introduction to Remote Sensing. 3rd edition. Virginia Polytechnic Institute and State University. The Guilford Publications Press, New York, London. 135

155 Carlson R.E., A trophic state index of lakes. Limnology and Oceanography: 22, Chatzigeorgiou, G., Reizopoulou, S., Maidanou, M., Naletaki, M., Orneraki, E., Apostolaki, E., Arvanitidis, C., Macrobenthic community changes due to dystrophic events and freshwater inflow: Changes in space and time in a Mediterranean lagoon (Gialova lagoon, SW Greece). Estuarine, Coastal and Shelf Science, 94: Christia, C., Papastergiadou, E., Spatial and temporal variations of aquatic macrophytes and water quality in six coastal lagoons of western Greece. Belgian Journal of Botany, 140 (1): Christia, C., Tziortzis, I., Fyttis, G., Kashta, L., Papastergiadou, E., A survey of the benthic aquatic flora in transitional water systems of Greece and Cyprus (Mediterranean Sea). Botanica Marina, 54: Christia, C., Maneta, M., Papastergiadou, E., Katselis, G., Ramfos, A., Monitoring of environmental parameters at Palaiopotamos lagoon (Mesollonghi, W. Greece)-First approach. Unpublished. Christia, C., Papastergiadou, E., Papatheodorou, G., Geraga, M., Papadakis, E., Seasonal and spatial variations of water quality, substrate and aquatic macrophytes based on side scan sonar, in an eastern Mediterranean lagoon (Kaiafas, Ionian Sea). Environmental Earth Sciences. Christian, D., Sheng, Y. P Relative influence of various water quality parameters on light attenuation in Indian River Lagoon. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 57: Crouzet, P., Leonard, J., Nixon, S., Rees, Y., Parr, W., Laffon, L. & J. Bøgestrand Nutrients in European ecosystems. In Environmental Assessment Report, 4. Ed. by N. Thyssen. European Environment Agency, 82 pp. European Commission, Corine Land Cover, Fish, J.P., Carr, H.A., Sound underwater images. A guide to the generation and interpretation of side scan sonar data. Orleans Lower Cape Publishing, 188 p. Flemming B.W., Side-scan Sonar: A practical guide. International Hydrographic Review, 53 (1): 65-92, Monako. Fortney, R.H., Benedict, M., Gottgens, J.F., Walters, T.L., Leady, B.S., Rentch, J Aquatic plant community composition and distribution along an inundation gradient at two ecologicallydistinct sites in the Pantanal region of Brazil. Wetlands Ecology and Management, 12: Gerakis, A., Kalburtji K., Agricultural activities affecting the functions and values of Ramsar wetland sites of Greece. Agriculture, Ecosystems and Environment, 70: Goodchild, F.M., Palladino, D.S., Geographic information systems as a tool in science and technology education. Speculations in Science and Technology, 18:

156 Guelorget, O., Perthuisot, J.P., The paralic realm: Geological, biological and economic expressions of confinement. Report prepared for the Mediterranean Regional Aquaculture Project. FAO of the UN, Rome. Karydis, M., Eutrophication assessment of coastal waters based on indicators: a literature review. Global NEST Journal, 11: Kjerfve, B., Comparative oceanography of coastal lagoons. pp In: Estuarine Variability (Wolfe D.A., 4), Academic Press, New York. Kjerfve, B., Coastal lagoons. (B. Kjerfve, Ed.). 1-8., Amsterdam, Netherlands: Elsevier Korakis G., Description of vegetation types in Pylos Lagoon and Sfacteria Island, Greece. In: Proceedings of the International Conference Sustainable Management and Development of Mountainous and Island Areas 29th September - 1st October 2006, Island of Naxos, Greece: Kormas, K., Nikolaidou, A., Reizopoulou, S., Temporal variations on nutrients, Chlorophyll a and particulate matter in three coastal lagoons of Amvrakikos Gulf (Ionian Sea, Greece). Marine Ecology, 22: Koutsoubas, D., Arvanitidis, C., Dounas, C., Drummond, L., 2000 (a). Community structure and dynamics of the molluscan fauna in a Mediterranean lagoon (Gialova lagoon, SW Greece). Belgian Journal of Zoology, 130 (Supplement 1): Koutsoubas, D., Dounas, C., Arvanitidis, C., Kornilios, S., Petihakis, G., Triantafyllou, G., Eleftheriou, A., 2000 (b). Macrobenthic community structure and disturbance assessment in Gialova Lagoon, Ionian Sea. Journal of Marine Science, 57: Linder, A.C., Microcomputer processing and interpretation of side-scan sonar data, mid- Chesapeake Bay, U.S.N.A.-Trident Scholar project report; 217. Lirman, D., Deangelo, Ζ G., Serafy, Ζ J., Hazra, Ζ A., Smith Hazra, Ζ D., Herlan, Ζ J., Luo, Ζ J., Bellmund, Ζ S., Wang, Ζ J., Clausing, Ζ R., Seasonal changes in the abundance and distribution of submerged aquatic vegetation in a highly managed coastal lagoon. Hydrobiologia, 596: Mallinis, G., Emmanoloudis, D., Giannakopoulos, V., Maris F., Koutsias, N., Mapping and interpreting historical land cover/land use changes in a Natura 2000 site using earth observational data: The case of Nestos delta, Greece. Applied Geography 31: Mann, H.B., Whitney, D.R., On a Test of Whether one of Two Random Variables is Stochastically Larger than the Other. Annals of Mathematical Statistics, 18 (1): Mannino, A.M., Gianluca, S., The effect of Ruppia cirrhosa features on macroalgae and suspended matter in a Mediterranean shallow system. Marine Ecology, 27:

157 McArthur, V. E., Koutsoubas D., Lampadariou, N. Dounas, C., The meiofaunal community structure of a Mediterranean lagoon (Gialova lagoon, Ionian Sea). Helgoland Marine Research, 54: Menendez, M., Comin, F.A., Spring and summer proliferation of floating macroalgae in a Mediterranean coastal lagoon (Tancada Lagoon, Ebro Delta, NE Spain). Estuarine, Coastal and Shelf Science, 51: Menendez, M., Martinez, M., Comin, A.F., A comparative study of the effect of ph and inorganic carbon resources on the photosynthesis of three floating macroalgae species of a Mediterranean coastal lagoon. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 256: Menendez, M., Hernandez, O., Comin, F. A., Spatial distribution and ecophysiological characteristics of macrophytes in a Mediterranean coastal lagoon. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 55: Nicοlaidou, A., Reizopoulou, S., Koutsoubas, D., Orfanidis, S., Kevrekidis, T., Biological components of Greek lagoonal ecosystems: an overview. Mediterranean Marine Science, Vol. 6/2: Obrador, B., Pretus, J. L., Spatiotemporal dynamics of submerged macrophytes in a Mediterranean coastal lagoon. Estuarine, Coastal and Shelf Science, 87: OECD (1982). Eutrophication of Waters: Monitoring, Assessment and Control. Report of the OECD cooperative programme on eutrophication. (Eds.) R.A. Vollenweider and J. Kerekes. Organisation for Economic Development and Co-operation. Paris. Orfanidis, S., Panayotidis, P., Stamatis, N., Ecological evaluation of transitional and coastal waters: A marine benthic macrophytes-based model. Mediterranean Marine Science, Vol. 2/2: Orfanidis, S., Stamatis, N., Ragias, V., Schramm, W., 2005 (a). Eutrophication patterns in an eastern Mediterranean coastal lagoon: Vassova, Delta Nestos, Macedonia, Greece. Mediterranean Marine Science, Vol. 6/2: Orfanidis, S., Stamatis N., Tsiagga, E., 2005 (b): Eutrophication assessment of Delta Nestos Lagoons by using biological and chemical indicators in agreement to Water Framework Directive (WFD): 12th Panhellenic Congress of Ichtyologists, Drama, Greece. Orfanidis, S., Pinna, M., Sabetta, L., Stamatis, N., Nakou, K., Variation of structural and functional metrics in macrophytes communities within two habitats of eastern Mediterranean coastal lagoons: natural versus human effects. Aquatic Conservation: Marine and Freshwater Ecosystems, 18: S45-S

158 Paleokrassas, A, Tsavliris, E, Christoforou, G, Hasiotis, Th., "Multi beam EchoSounder: Τhe modern survey tool for mapping the coastal areas and marine installations", In: 4MMCZ: Papastergiadou, E., Retalis, A., Apostolakis, A., Georgiadis, Th., Environmental Monitoring of Spatio-temporal Changes Using Remote Sensing and GIS in a Mediterranean Wetland of Northern Greece. Water Resour Manage, 22: Papatheodorou, G., Avramidis, P., Fakiris, E., Christodoulou, D., Kontopoulos, N., Bed diversity in the shallow water environment of Pappas lagoon in Greece. International Journal of Sediment Researsh, 27: Pasqualini, V., Pergent-Martini, C., Clabaut P., Pergent, G Mapping of Posidonia oceanica using Aerial Photographs and Side Scan Sonar: Application off the Island of Corsica (France). Estuarine, Coastal and Shelf Science, 47: Pasqualini, V., Pergent-Martini, C., Pergent, G., Environmental impact identification along the Corsican coast (Mediterranean sea) using image processing. Aquatic Botany, 65: Penrose, J.D., Siwabessy, P.J.W., Gavrilov, A., Parnum, I., Hamilton, L.J., Bickers, A., Brooke, B., Ryan, D.A., Kennedy, P., Acoustic Techniques for Seabed Classification. Cooperative Research Centre for Coastal Zone Estuary and Waterway Management, Technical Report, 32. Petaloti, C., Voutsa, D., Samara, C., Sofoniou, M., Stratis, I., Kouimtzis, T., Nutrient dynamics in shallow lakes of northern Greece. Environmental Science and Pollution Research, 11 (1) : Petihakis, G., Triantafyllou, G. Koutsoubas, D., Allen, I., Dounas, C., Modelling the annual cycles of nutrients and phytoplankton in a Mediterranean lagoon (Gialova, Greece). Marine Environmental Research, 48: Piazzi, L., Acunto, S., Cinelli, F., Mapping of Posidonia oceanica beds around Elba Island (western Mediterranean) with integration of direct and indirect methods. Oceanologica Acta, 23: Raitsos, D.E., Korres, G., Triantafyllou, G., Petihakis, G., Pantazi, M., Tsiaras, K., A. Pollani, Assessing chlorophyll variability in relation to the environmental regime in Pagasitikos Gulf, Greece. Journal of Marine Systems, 94: S16-S22. Rayburn, A.P., Schulte, L.A., Landscape change in an agricultural watershed in the U.S. Midwest. Landscape and Urban Planning, 93: Redfield, A.C., The biological control of the chemical factors in the environment. American Scientist, 46:

159 Reizopoulou, S., Nicolaidou A., Benthic diversity of coastal brackish-water lagoons in western Greece. Aquatic Conservation: Marine and freshwater ecosystems, 14: S93-S102. Savini, A., Side-Scan Sonar as a Tool for Seafloor Imagery: Examples from the Mediterranean Continental Margin, Sonar Systems, Prof. Nikolai Kolev (Ed.), ISBN: , InTech, DOI: / Available from: seafloor-imagery-examples-from-the-mediterraneancontinental-margin. Siljeström, A. P., Rey, J., Moreno, A., Characterization of phanerogam communities (Posidonia oceanica and Cymodocea nodosa) using side-scan-sonar images. Journal of Photogrammetry and Remote Sensing, Vol. 51: Takamura, N., Kadono, Y., Fukushima, M., Nakagawa, Μ. & Kim, B-H.O Effects of aquatic macrophytes on water quality and phytoplankton communities in shallow lakes. Ecological Research, 18: The Ramsar Convention on Wetlands, Protocol to Amend the Convention on Wetland of International Importance especially as Waterfowl Habitat Tiniakos, L., Tiniakou, A., Geomorphological processes and environmental considerations in the Navarino Bay area, SW Peloponnisos, Greece. Engineering Geology and the Environment. Balkema, Rotterdam, Vol. 1: Tomaselli V., Dimopoulos, P., Marangi, C., Kallimanis, S.A., Adamo, M., Tarantino, C., Panitsa, M., Terzi, M., Veronico, G., Lovergine, F., Nagendra, H., Lucas, R., Mairota, P., Mucher, A.C., Blonda, P., Translating land cover/land use classifications to habitat taxonomies for landscape monitoring: a Mediterranean assessment. Landscape Ecology, 28: Triantafyllou, G., An application of a complex marine ecological model to describe pelagicbenthic processes in a lagoon ecosystem. SAMS, Vol.39, pp Triantafyllou, G., Petihakis G., Dounas, C., Koutsoubas, D., Arvanitidis, C.,. Eleftheriou A, Temporal variations in benthic communities and their response to physicochemical forcing: a numerical approach. Journal of Marine Science, 57: Tutin, G., Heywood, V.H., Burges, N.A., Moore, D.H., Valentine, S.M., Walters & D.A. Webb (Eds.), Flora Europeae, Vol Cambridge University Press, Cambridge. Van den Hoek, C. (1963): Revision of the European species of Cladophora. E.J. Brill, Leiden, pp Ward, L., Ashley, G.M., Introduction: Coastal lagoonal systems. Marine Geology, 88:

160 Winfield, I.J., Onoufriou, C., O Connell, M.J., Godlewska, M., Ward, R.M., Brown, A.F., Yallop, M.L., Assessment in two shallow lakes of a hydroacoustic system for surveying aquatic macrophytes. Hydrobiologia, 584: Zaldívar, J.M., Cardoso, A.C., Viaroli, P., Newton, A., de Wit, R., Ibañez, C., Reizopoulou S., Somma, F., Razinkovas, A., Basset, A., Holmer, M., Murray, N., Eutrophication in transitional waters: an overview. Transitional Waters Monographs, 1: Β. Ηλεκτρονική βιβλιογραφία file:///c /Guides/Mosaic_with_TritonMap/Mosaicing.htm [Haralambidou, Κ., Gikas, G.D., Dimitriou, D., Tsihrintzis, V.A., Sylaios, G.K., Markou, D. Nutrients variability in lagoons of Northern Greece] 141

161 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτημα Ι: Τύποι οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΚ που απαντούν στην Ελλάδα Πίνακας 1: Τύποι οικοτόπων της Οδηγίας 92/4/ΕΚ που απαντούν στην Ελλάδα i

162 ii

163 iii

164 Παράρτημα ΙΙ: Ηχοβολιστές πλευρικής σάρωσης Ηχογραφίες Ο ήχος ως εργαλείο για την έρευνα Ο αριθμός των κυμάτων που περνάνε από ένα συγκεκριμένο σημείο σε διάστημα 1 sec είναι γνωστό ως συχνότητα κύματος. Η συχνότητα μετριέται σε κύκλους/sec (1 κύκλος/sec ισούται με 1 Hz.), ενώ η απόσταση μεταξύ δύο κυμάτων είναι το μήκος κύματος. Ο ρυθμός με τον οποίο, τα κύματα περνούν από ένα συγκεκριμένο σημείο, καθορίζει την ταχύτητα του κύματος. Η ταχύτητα των ηχητικών κυμάτων στο νερό είναι περίπου 1500 m/sec. Τα, υψηλής συχνότητας, κύματα αποσβένουν γρήγορα στο θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ τα χαμηλής συχνότητας κύματα αποσβένουν με μικρότερο ρυθμό. Για παράδειγμα, ένας ηχητικός παλμός 100 Hz, που αποτελεί μια τυπική συχνότητα για τον ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, μπορεί να μεταδοθεί 1-2 χλμ. Στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 2), παρουσιάζεται η απόσταση που διανύει ένα κύμα σε συνάρτηση της συχνότητας και του μήκους κύματος. Πίνακας 2: Απόσταση που διανύει ένα κύμα συναρτήσει της συχνότητας (ή του μήκους κύματος) Συχνότητα Μήκος κύματος Απόσταση που καλύπτει 100 Hz 15 m 1000 km ή περισσότερο 1 khz 1,5 m 100 km ή περισσότερο 10 khz 15 cm 10 km 25 khz 6 cm 3 km 50 khz 3 cm 1 km 100 khz 1,5 cm 600 m 500 khz 3 mm 150 m 1 MHz 1,5 mm 50 m Το επίπεδο ισχύος του εκπεμπόμενου κύματος εκφράζεται σε decibels (db). Η κλίμακα είναι λογαριθμική και είναι πιο εύχρηστη στη μέτρηση της ισχύος του ήχου. Όσον αφορά στα ηχοβολιστικά συστήματα, η ισχύς τους ποικίλει, αλλά γενικά για ένα παράκτιο περιβάλλον, έχουν ισχύ της τάξης των 225 db. Σχηματισμός ηχογραφίας Ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης συλλέγει πληροφορίες κατά μήκος μιας γραμμής δεξιά και αριστερά της πλεύσης της τορπίλης. Αυτό συμβαίνει καθώς, ο εκπεμπόμενος παλμός διαμορφώνεται iv

165 σε κατακόρυφο επίπεδο, το οποίο σαρώνει ηχητικά τον πυθμένα και την υδάτινη στήλη. Οι πομποδέκτες, μέχρι την εκπομπή του επόμενου παλμού, δέχονται τα ανακλώμενα ηχητικά κύματα, τόσο από τον πυθμένα όσο και από την υδάτινη στήλη. Είναι επόμενο ότι, οι ανακλάσεις που προέρχονται από περιοχές του πυθμένα κοντά στην τορπίλη, επιστρέφουν πιο γρήγορα στους πομποδέκτες από αυτές που προέρχονται από μεγαλύτερες αποστάσεις. Οι ανακλάσεις καταγράφονται ως ανοικτόχρωμα και ως σκουρόχρωμα τμήματα, κατά μήκος μιας γραμμής, ανάλογα με την έντασή τους, η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα της φύσης του πυθμένα. Η διαδικασία αυτή, επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές το λεπτό, καθώς κινείται η τορπίλη και τοποθετούνται, εκατοντάδες γραμμές καταγραφής, η μια δίπλα στην άλλη, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται η ηχογραφία του πυθμένα. Αρχή λειτουργίας ηχογραφίας Αναφορικά με τη λειτουργία ενός ηχοβολιστή, πρέπει να αναφερθεί ότι, οι πλευρικοί πομποδέκτες είναι πιεζοηλεκτρικοί κεραμικοί προβολείς, οι οποίοι, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, πάλλονται (Εικόνα 1). Το ηλεκτρονικό μέρος, το οποίο είναι υπεύθυνο για την πυροδότηση του παλμού (triggering electronics), αναπτύσσει ένα ηλεκτρικό πεδίο το οποίο τροφοδοτείται προς τους πιεζοηλεκτρικούς κεραμικούς προβολείς. Όταν εφαρμοστεί η ηλεκτρική τάση στους πομποδέκτες, αυτοί μεταβάλλουν το σχήμα τους με γρήγορο ρυθμό, δηλαδή, πάλλονται. Αυτή η αλλαγή στο σχήμα, προκαλεί κύμα πίεσης (υψηλή και χαμηλή ακουστική πίεση) στο νερό, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με την επιφάνεια του προβολέα με συνέπεια να δημιουργείται ηχητικός παλμός. Αφού επαναληφθεί η παραπάνω διαδικασία μερικές φορές, κάποια στιγμή, ο κεραμικός προβολέας παύει να πάλλεται, έτσι ώστε να δεχτεί τα ανακλώμενα κύματα. Εικόνα 1: Αρχή λειτουργίας ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης v

166 Τα ανακλώμενα στον πυθμένα κύματα προσπίπτουν στον προβολέα και προκαλούν μεταβολή στο σχήμα του. Η μεταβολή του σχήματος του προβολέα μετασχηματίζεται σε ηλεκτρικό σήμα και οδηγείται στην καταγραφική μονάδα. Ο εκπεμπόμενος παλμός αποδυναμώνεται πολύ γρήγορα μέσα στην υδάτινη στήλη. Η απόσβεση (absortion) μειώνει την ένταση, τόσο του εκπεμπόμενου παλμού, όσο και των ανακλασθέντων κυμάτων που επιστρέφουν στον πομποδέκτη. Η απόσβεση αυτή, όταν συνδυαστεί με άλλα φαινόμενα όπως η επέκταση της ηχητικής δέσμης (beam spreading) και η διάχυση (scattering), είναι ιδιαίτερα σημαντική (αυξάνεται εκθετικά) και συνεπώς, τα επιστρεφόμενα ανακλώμενα κύματα είναι ιδιαίτερα ασθενή. Η απόσβεση που υφίστανται τα ηχητικά κύματα είναι ευθέως ανάλογη με την απόσταση που αυτά διανύουν μέσα στην υδάτινη στήλη. Οι ανακλάσεις που προέρχονται από τον πυθμένα ακριβώς κάτω από την τορπίλη, είναι πολύ ισχυρές και δεν απαιτούν σημαντική ενίσχυση ενώ, οι ανακλάσεις που έχουν διανύσει μεγάλες αποστάσεις απαιτούν σημαντική ενίσχυση. Ολοκληρώνοντας, το ηλεκτρονικό μέρος του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε, να ενισχύει αναλογικά τα επιστρεφόμενα σήματα. Δηλαδή, να ενισχύει λιγότερο αυτά που προέρχονται από ανάκλαση από κοντινές περιοχές του πυθμένα και έχουν εξασθενήσει σε μικρό βαθμό και περισσότερο αυτά που έχουν ανακλαστεί από περιοχές στα όρια της ζώνης σάρωσης, τα οποία έχουν υποστεί σημαντική απόσβεση. Είναι φανερό ότι, η ενίσχυση των επιστρεφόμενων σημάτων πρέπει να αυξάνεται ανάλογα με το χρόνο άφιξης των σημάτων, συνιστώντας έτσι αυτό που καλούμε ενίσχυση κυμαινόμενη με το χρόνο (Time Varied Gain, TVG). Το TVG είναι ένα ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο βρίσκεται στην ηχοβολιστική τορπίλη ή, σε ορισμένα συστήματα, στην καταγραφική μονάδα. vi

167 Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα των ηχογραφιών Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ελέγχουν τη μορφή και την ποιότητα των ηχογραφιών που προκύπτουν από τη λειτουργία του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης. Οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται σε αυτούς που οφείλονται στις συνθήκες που επικρατούν στο υδάτινο περιβάλλον, όπως είναι ο άνεμος, τα ρεύματα, η γενικότερη κατάσταση που βρίσκεται το νερό και πυκνοκλινή, λόγω των μεταβολών της θερμοκρασίας και της αλατότητας και σε αυτούς που οφείλονται στο χειρισμό του συστήματος και στην επεξεργασία των ληφθέντων πληροφοριών, όπως είναι η πορεία του σκάφους, η ταχύτητα της τορπίλης, το ύψος της τορπίλης από τον πυθμένα και, διαφόρων ειδών, παραμορφώσεις. Η ανάπτυξη των δικάναλων (dual channel) καταγραφικών μονάδων επέτρεψε τη σύγχρονη καταγραφή των προσλαμβανόμενων ανακλάσεων και από τους δύο πομποδέκτες. Έτσι, οι ηχογραφίες παρουσιάζουν πλέον μια συμμετρική μορφή με δύο ζώνες καταγραφής (αντίστοιχες των πομποδεκτών), οι οποίες διαχωρίζονται από μια λευκή ζώνη. Η ζώνη αυτή στοιχειοθετείται από την καταγραφή της υδάτινης στήλης και στα δύο κανάλια, περιορίζοντας έτσι σημαντικά την αποτύπωση της επιφάνειας του πυθμένα. Εντός της ζώνης καταγραφής της υδάτινης στήλης είναι δυνατόν να ανιχνευθεί η πρώτη ανάκλαση του παλμού από τη διαχωριστική επιφάνεια υδάτινου σώματος/αέρα. Η ανάπτυξη των τρικάναλων καταγραφικών μονάδων επέτρεψε την επιπλέον καταγραφή, εκτός των σημάτων από τους δύο πομποδέκτες, της βυθομετρικής τομής κατά μήκος της πορείας της τορπίλης. Βέβαια, αυτή η βυθομετρική τομή δεν συνιστά τυπική βυθομετρική τομή που μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το βάθος και τη μορφολογία του πυθμένα. Αυτό συμβαίνει γιατί, το επιφανειακό ίχνος της τομής δεν ανταποκρίνεται στην επιφάνεια του νερού αλλά, στη θέση της τορπίλης. Το τρίτο κανάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη και καταγραφή δεδομένων, τα οποία δεν προέρχονται από την εκπομπή ηχητικών παλμών, όπως για παράδειγμα μαγνητικά δεδομένα. Τα σύγχρονα συστήματα ηχοβολιστών πλευρικής σάρωσης έχουν τη δυνατότητα να απαλείφουν από την καταγραφή τις λευκές ζώνες -Η- που αντιστοιχούν στην υδάτνη στήλη. Τα πλεονεκτήματα αυτού του τρόπου καταγραφής είναι: α. Η απαλοιφή της συμπίεσης που υφίσταται η αποτύπωση του πυθμένα, εξαιτίας της σπατάλης τμήματος καταγραφικού χαρτιού για την καταγραφή της υδάτινης στήλης β. Οι καταγραφές δίνουν μια πιο «ρεαλιστική» εικόνα του πυθμένα, καθιστώντας έτσι πιο εύκολη την ερμηνεία τους και γ. Είναι δυνατή η κατασκευή μωσαϊκών (mosaics) από τις ηχογραφίες. vii

168 Αντίθετα, μειονέκτημα αυτού του τρόπου καταγραφής είναι το γεγονός ότι, καθίσταται αδύνατη η ανίχνευση στόχων στην υδάτινη στήλη (αέριοι υδρογονάνθρακες, κοπάδια ψαριών) κάτω από την τορπίλη. Όμως, το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με την ανάπτυξη του τρίτου καναλιού, στο οποίο καταγράφεται η υδάτινη στήλη κάτω από την τορπίλη. Συνεπώς, μια τυπική ηχογραφία περιλαμβάνει τρία μέρη (αντίστοιχα των τριών καναλιών καταγραφής): την αριστερή ζώνη καταγραφής της επιφάνειας του πυθμένα, η οποία προέρχεται από τον αριστερό πομποδέκτη (port), τη δεξιά ζώνη καταγραφής, όπου προέρχεται από το δεξί (starboard) πομποδέκτη και τη βυθομετρική τομή που καταγράφεται στο τρίτο κανάλι. Μεταξύ της βυθομετρικής τομής και της ζώνης καταγραφής, συνήθως, παρουσιάζονται πληροφορίες που αναφέρονται σε ηλεκτροακουστικές παραμέτρους και χαρακτηριστικά της καταγραφής όπως, η εκπεμπόμενη συχνότητα, το επίπεδο ενίσχυσης και το εύρος (σε m) της ζώνης καταγραφής (και σάρωσης). Το κεντρικό ίχνος που διαχωρίζει τις δύο ζώνες καταγραφής αντιπροσωπεύει την πορεία της τορπίλης. Η κλίμακα των ζωνών καταγραφής αποτυπώνεται στη ηχογραφία, με τη μορφή στιγμάτων (scale marks) στις κορυφές τετραγώνων με πλευρά ανάλογη του εύρους σάρωσης. Τα σημεία προσδιορισμού θέσης αποτυπώνονται, τόσο στο κεντρικό ίχνος της τορπίλης όσο και στη βυθομετρική τομή, στην οποία καταγράφονται και διάφορες επιπλέον χρήσιμες πληροφορίες, όπως ο χρόνος λήψης του σήματος και ο αύξων αριθμός. Εφαρμογές ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης Οι ηχοβολιστές πλευρικής σάρωσης είναι πολύ σημαντικό εργαλείο και ιδαίτερα χρήσιμο και αυτό προκύπτει και από το εύρος των εφαρμογών τους. Αρχικά, εφαρμόζεται στον κλάδο της αλιείας, όπου χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και τη μελέτη των ιχθυοπληθυσμών, στον εντοπισμό και στην αποτύπωση βιολογικών στόχων (φυτοκάλυψη, αποικίες δίθυρων, λιβάδια της Posidonia oceanica κ.α.) αλλά και στην αποτύπωση αλιευτικών πεδίων (μηχανότρατες πυθμένα). Ειπλέον, ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό μορφολογικών στοιχείων του πυθμένα που οφείλονται σε διαφυγές αερίων υδρογονανθράκων στα παράκτια περιβάλλοντα του Ελληνικού θαλάσσιου χώρου (Παπαθεοδώρου, 2009). Επιπρόσθετα, χρησιμοποιείται στη θαλάσσια γεωλογία, καθώς αποτυπώνει γεωλογικές δομές που υπάρχουν στον πυθμένα και έτσι βοηθά στον καθορισμό της λιθολογίας και της τοπογραφίας του. Ακόμα, πολύ σημαντική είναι η εφαρμογή του ηχοβολιστή στην ανεύρεση ναυαγίων, τόσο σύγχρονων όσο και ιστορικών. Επίσης, μπορεί να δώσει ενδείξεις για θερμική ρύπανση του νερού καθώς, έντονες μεταβολές της θερμοκρασίας επηρεάζουν την ταχύτητα διάδοσης του ήχου στο νερό και κατά συνέπεια τη μορφή των ηχογραφιών (Παπαδάκης, 2007). Χρήσιμη είναι η εφαρμόγη του και στο να υποδείξει στη θάλασσα τα σημεία εκείνα, που μπορούν να viii

169 γίνουν διάφορες κατασκευές (πχ. γεωτρήσεις για την ανεύρεση πετρελαίου, πλατφόρμες, χώροι τοποθέτησης καλωδίων κλπ.). Στη συνέχεια, σημαντική είναι η εφαρμογή του ηχοβολιστή στην παρακολούθηση του πυθμένα των παράκτιων περιοχών αλλά και σημείων της θάλασσας με μεγάλο βάθος, όπου θα έχει ως απώτερο σκοπό τη διαχείριση τους (Savini, 2011). Τέλος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης χρησιμοποιείται ευρέως στα θαλάσσια ύδατα για τη χαρτογράφηση των λειβαδιών του φανερόγαμου Ποσειδόνια (Posidonia oceanica) (L.) Delile. Πρόκειται για ένα είδος που είναι ενδημικό της μεσογειακής λεκάνης, αποτελεί δείκτη της καλής ποιότητας των υδάτων (Pasqualini et al., 1998, Piazzi et al, 2000) και έχει καταστεί ιδιαίτερα κρίσιμη η διατήρησή του. ix

170 Παράρτημα ΙΙΙα: Ονοματολογία καλύψεων/ χρήσεων γης, κατά Corine Land Cover 2000 (Αγγλική έκδοση) Πίνακας 3: Κατηγορίες καλύψεων/ χρήσεων του συστήματος Corine Land Cover 2000 x

171 Παράρτημα ΙΙΙβ: Ονοματολογία καλύψεων/ χρήσεων γης, κατά Corine Land Cover 2000 (Ελληνική έκδοση) Πίνακας 4: Ονοματολογία καλύψεων/ χρήσεων του 3 ου σύμφωνα με το Corine Land Cover 2000 επιπέδου ταξινόμησης, xi

172 *Η ελληνική έκδοση του καταλόγου ονοματολογίας των καλύψεων/χρήσεων γης περιλαμβάνει μόνο το τρίτο επίπεδο ταξινόμησης του Corine Land Cover Η εύρεση λημμάτων που να μεταφράζουν επακριβώς τους ορισμούς με την επιστημονική τους σημασία είναι συχνά μια δύσκολη διαδικασία. Γι αυτό το λόγο είναι σκόπιμος ο σχολιασμός που αφορά στις Ζώνες μεταβατικής δασικής βλάστησης (Κωδικός: 324). Οι εν λόγω Ζώνες περιλαμβάνουν υποβαθμισμένα δασικά οικοσυστήματα (οπισθοδρομική διαδοχή) και περιοχές αναγέννησης- δάσωσης (προοδευτική διαδοχή) (Αλεξανδρής Ν., 2009). xii

173 Παράρτημα ΙV: Γεωγραφικές συντεταγμένες σημείων ελέγχου καλύψεων/ χρήσεων γης τον Απρίλιο του 2013, στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας Πίνακας 5: Γεωγραφικές συντεταγμένες σημείων ελέγχου καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή της Γιάλοβας Σημείο Γεωγραφικές συντεταγμένες Πλάτος Μήκος 1 37ᵒ 0 20,991 Ν 21ᵒ 38 7,782 Ε 2 36ᵒ 59 48,327 Ν 21ᵒ 39 42,511 Ε 3 36ᵒ 59 19,755 Ν 21ᵒ 39 25,523 Ε 4 36ᵒ 59 5,322 Ν 21ᵒ 38 56,686 Ε 5 36ᵒ 59 29,87 Ν 21ᵒ 38 46,231 Ε 6 36ᵒ 59 29,87 Ν 21ᵒ 39 14,29 Ε 7 36ᵒ 58 25,81 Ν 21ᵒ 39 29,81 Ε 8 36ᵒ 58 57,243 Ν 21ᵒ 40 49,324 Ε 9 36ᵒ 58 36,755 Ν 21ᵒ 40 55,476 Ε 10 36ᵒ 58 1,062 Ν 21ᵒ 39 39,028 Ε 11 36ᵒ 57 50,52 Ν 21ᵒ 39 36,963 Ε 12 36ᵒ 57 35,205 Ν 21ᵒ 39 39,584 Ε 13 36ᵒ 58 15,194 Ν 21ᵒ 40 12,842 Ε 14 36ᵒ 58 15,76 Ν 21ᵒ 40 44,59 Ε 15 36ᵒ 57 52,356 Ν 21ᵒ 41 23,201 Ε 16 36ᵒ 57 0,759 Ν 21ᵒ 41 34,127 Ε 17 36ᵒ 57 11,109 Ν 21ᵒ 41 36,675 Ε 18 36ᵒ 57 8,103 Ν 21ᵒ 41 18,87 Ε 19 36ᵒ 57 15,459 Ν 21ᵒ 40 19,337 Ε 20 36ᵒ 57 34,903 Ν 21ᵒ 40 52,397 Ε 21 36ᵒ 57 3,558 Ν 21ᵒ 39 54,274 Ε 22 36ᵒ 57 3,587 Ν 21ᵒ 39 54,261 Ε 23 36ᵒ 57 12,558 Ν 21ᵒ 42 2,069 Ε 24 36ᵒ 56 21,431 Ν 21ᵒ 42 38,423 Ε 25 36ᵒ 56 11,91 Ν 21ᵒ 42 41,162 Ε 26 36ᵒ 55 0,361 Ν 21ᵒ 42 3,116 Ε xiii

174 Παράρτημα V: Μεθοδολογία επεξεργασίας ηχογραφιών στο Triton Isis και στο TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc. Εργασία στο περιβάλλον του Triton Isis Οι ηχογραφίες που συλλέχθηκαν κατά την ηχοβολιστική αποτύπωση εισήχθησαν στο πρόγραμμα Isis με τη μορφή αρχείων xtf (Εικόνα 2). Τα αρχεία αυτά επιδέχθηκαν κάποιων ρυθμίσεων (file:///c /Guides/Mosaic_with_TritonMap/Mosaicing.htm). Εικόνα 2: Εισαγωγή δεδομένων στο πρόγραμμα Triton Isis Εντοπισμός πυθμένα και διόρθωση του εύρους σάρωσης Αρχικά, με το Bottom tracking πραγματοποιήθηκε ο εντοπισμός του πυθμένα. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Amplitude (Εικόνα 3), με την οποία έγινε αυτόματη διόρθωση. Η απεικόνιση του Bottom tracking στο main window είναι μια συνεχής κόκκινη λεπτή γραμμή κατά μήκος του προφίλ του πυθμένα (Εικόνα 4). xiv

175 Εικόνα 3: Εφαρμογή μεθόδου Amplitude Εικόνα 4: Εντοπισμός πυθμένα Όπου χρειάστηκε, ο εντοπισμός του πυθμένα έγινε χειροκίνητα με τη μέθοδο P&C, έχοντας ως σημείο αναφοράς την κόκκινη γραμμή που προέκυψε από την αυτόματη διόρθωση. Σημειώνεται ότι, η επιλογή του καναλιού όπου γίνεται το bottom tracking (κανάλι 1 ή κανάλι 2) είναι στην κρίση του κάθε χρήστη. Στην προκειμένη περίπτωση, για τη χειροκίνητη διόρθωση επιλέχθηκε το κανάλι 2 όπου η καταγραφή ήταν πιο ευδιάκριτη. Τα δεδομένα αποθηκεύτηκαν έχοντας συνέχεια πατημένο το: Save newly tracked altitude to original file (Εικόνα 5). xv

176 Εικόνα 5: Μέθοδος P&C για τον εντοπισμό του πυθμένα Για να επιβεβαιωθεί ότι έχει γίνει σωστά το bottom tracking, επιλέχθηκε off στο method και με δεξί πάτημα πάνω στο παράθυρο vertical waterfall (main window), από το παράθυρο waterfall display επιλέχθηκε correct for: slant-range. Ύστερα, τρέχοντας πάλι το αρχείο, διαπιστώθηκε ότι έχει πραγματοποιηθεί το bottom tracking. Παράλληλα με τον εντοπισμό του πυθμένα έχει γίνει και η διόρθωση του εύρους σάρωσης (slant range correction) (Εικόνα 6). Δηλαδή, έχει αφαιρεθεί η υδάτινη στήλη από τις ηχογραφίες και έχει μετατραπεί η χρονική κλίμακα σε χωρική (ms εκπομπήςεπιστροφής του ακουστικού παλμού σε πλάτος του πυθμένα εκατέρωθεν της ηχοβολιστικής τορπίλης). Αυτή η διόρθωση γίνεται με την υπόθεση ότι η ταχύτητα του ήχου στο νερό είναι ίση με 1500 m/sec. Το στάδιο αυτό είναι απαραίτητο για την ορθή χωρική αναφορά των ηχογραφιών κάθετα στην πορεία της τορπίλης. Εικόνα 6: Αφαίρεση της υδάτινης στήλης από τις ηχογραφίες xvi

177 Απόδοση φίλτρου TVG (Time Varying Gain) Μετά την αφαίρεση της υδάτινης στήλης από τις ηχογραφίες, εφαρμόστηκε χρονομεταβλητή ενίσχυση του ακουστικού σήματος (TVG). Το TVG είναι μια βασική διόρθωση για τη μεταβολή της έντασης του σήματος του sonar με το χρόνο. Ο ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης (E.G. & G 272TD) που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα, παρέχει αυτόματα χρονομεταβλητή ενίσχυση, αλλά κατά την επεξεργασία των ηχογραφιών στο πρόγραμμα Isis έγινε επιπλέον ενίσχυση του ακουστικού σήματος για την περαιτέρω βελτιστοποίηση τους. Στο νέο παράθυρο (Εικόνα 7), έχοντας επιλέξει τα: custom και first return, διαμορφώθηκαν χειροκίνητα οι τρεις τιμές, έτσι ώστε να έχουμε μια ομοιόμορφη καταγραφή. Σημειώνεται ότι, οι περιοχές του πυθμένα με υψηλή ανακλαστικότητα αποτυπώνονται με ανοιχτόχρωμους τόνους καταγραφής, ενώ οι περιοχές του πυθμένα με χαμηλή ανακλαστικότητα αποτυπώνονται με σκουρόχρωμους τόνους καταγραφής. Εικόνα 7: Απόδοση TVG Συγκεκριμένα, για κάθε μια από τις 9 πορείες που διέγραψε το σκάφος, οι συναρτήσεις με τα καλύτερα αποτελέσματα αναγράφονται στη συνέχεια (Πίνακας 6). Τονίζεται ότι η πορεία 3 «κόπηκε» σε τέσσερεις μικρότερες πορείες, για να τύχουν καλύτερης επεξεργασίας, καθώς κατά μήκος της συγκεκριμένης πορείας, διαπιστώθηκαν μεγάλες αλλαγές στην ένταση του σήματος του sonar. xvii

178 Πίνακας 6: Απόδοση φίλτρου TVG στις πορείες σάρωσης του πυθμένα Πορείες σκάφους TVG Κανάλι 1 Κανάλι 2 1 1x log (R) x R-4 2x log (R) x R-1 2 2x log (R) x R-6 3x log (R) x R-1 3-1x log (R) x R+0 3x log (R) x R+2 3a 6x log (R) x R-9 11,3x log (R) x R-1 3b 8,7x log (R) x R-6 1,7x log (R) x R+3 3c 6x log (R) x R-6 1,7x log (R) x R+3 4 3x log (R) x R+3 5x log (R) x R x log (R) x R+2 7x log (R) x R+7 5-1x log (R) x R+3 7x log (R) x R-1 6 5x log (R) x R-5 5x log (R) x R+2 7 1x log (R) x R-3-1x log (R) + 0,030x R+5 8 1x log (R) x R-3 3x log (R) x R+1 *R: χρονική διάρκεια σε ms μεταξύ της εκπομπής και της λήψης του ακουστικού σήματος από τον πομποδέκτη του οργάνου. Εργασία στο περιβάλλον του Delphmap της TritonMap Αφού ολοκληρώθηκε το στάδιο απόδοσης του TVG στο περιβάλλον του Triton Isis έγινε μετάβαση στο περιβάλλον του Delphmap, όπου πλέον, δημιουργείται το μωσαϊκό. (file:///c /Guides/Mosaic_with_TritonMap/Mosaicing.htm). Το εν λόγω μωσαϊκό στοιχειοθετείται από τις πορείες, οι οποίες ουσιαστικά τοποθετούνται η μια μετά την άλλη. Δηλαδή, γίνεται ένωση των πορειών, με αποτέλεσμα την οπτικοποίηση του μωσαϊκού του πυθμένα. Ειδικότερα, από το main menu του Triton Isis επιλέγουμε: Tools: Coverage map and mosaic και ανοίγει ένα νέο παράθυρο. Στο νέο παράθυρο επιλέγουμε το Full Delphmap mosaic και πατάμε ok. Ύστερα, ανοίγουν δύο νέα παράθυρα. Το ένα είναι ουσιαστικά το πρόγραμμα Delphmap όπου δημιουργήθηκε το μωσαϊκό και το άλλο είναι το Delph Mosaic and DTM. Όσο βρισκόμαστε στο παράθυρο Delph Mosaic and DTM (Εικόνα 8) επιλέγουμε το set projection and bounding box και οδηγούμαστε σε ένα παράθυρο όπου επιλέγουμε το Grid resolution: 0,1 m. Όταν πατήσουμε ok επιστρέφουμε και πάλι στο Delph Mosaic and DTM. Εκεί, και με αυτή τη σειρά, επιλέγουμε Apply layback to nav in mosaic και επιλέγουμε 0,50 m στο Layback correction. Αφού γίνει και αυτό, κατόπιν, επιλέγουμε το Build sidescan mosaic και πατάμε start. Με αυτή την κίνηση, ουσιαστικά, δημιουργείται το μωσαϊκό στο περιβάλλον του Delphmap (Εικόνα 9) και παράλληλα γίνεται και save στο φάκελο που θέλουμε να σωθεί το μωσαϊκό. Κατόπιν, εξάγουμε τα αρχεία σε μορφή GEOTIFF, για να μπορεί το μωσαϊκό να εισαχθεί στο περιβάλλον του GIS ούτως ώστε να ψηφιοποιηθεί. xviii

179 Εικόνα 8: Δημιουργία μωσαϊκού Εικόνα 9: Ολοκλήρωση μωσαϊκού στο περιβάλλον του Delphmap xix

180 Παράρτημα VI: Σύνοψη φυσικοχημικών παραμέτρων που προέκυψαν, από τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, για κάθε σταθμό. Πίνακας 7: Σύνοψη φυσικοχημικών παραμέτρων των σταθμών δειγματοληψίας, αναφορικά με τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους στη λιμνοθάλασσα Γιάλοβα *Αναγράφονται οι τιμές που καταγράφηκαν για κάθε παράμετρο, η μέση τιμή κάθε παραμέτρου για όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς και η τυπική απόκλιση. Οι ελάχιστες και μέγιστες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στον Αύγουστο έχουν τονιστεί με κίτρινο, ενώ αυτές που αφορούν στον Απρίλιο έχουν τονιστεί με κόκκινο. Σημειώνεται ότι, οι ελάχιστες ή οι μέγιστες τιμές μπορεί να είναι ίδιες σε περισσότερους από έναν σταθμό. xx

181 Παράρτημα VΙΙ: Φωτογραφικό αρχείο από τον υγροβιότοπο της Γιάλοβας και την ευρύτερη περιοχή μελέτης (Προσωπικό αρχείο, Ημερομηνίες λήψης: και ) Εικόνα 10: Πανοραμική θέα της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Εικόνα 11: Λιμνοθάλασσα Γιάλοβα xxi

182 Εικόνα 12: Πανοραμική θέα της λωρίδας γης που διαχωρίζει τη λιμνοθάλασσα από τον κόλπο του Ναυαρίνου Εικόνα 13: Κανάλι επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου όπου διακρίνονται και οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις (Λήψη: : Μπούκα ανοικτή) xxii

183 Εικόνα 14: Κανάλι επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου (Λήψη: : Μπούκα κλείστη) Εικόνα 15: Κανάλι βόρεια της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας xxiii

184 Εικόνα 16: Αγροτικές καλλιέργειες στη βόρια πλευρά της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας Εικόνα 17: Βόσκηση στα βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας, ενώ στο βάθος διακρίνονται καλαμώνες xxiv

185 Εικόνα 18: Παλαιόκαστρο Εικόνα 19: Μακκία βλάστηση στο λόφο του Παλαιόκαστρο xxv

186 Εικόνα 20: Νήσος Σφακτηρία Εικόνα 21: Πανοραμική θέα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς xxvi

187 Είκονα 22: Όρμος Βοϊδοκοιλιάς, Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria Εικόνα 23: Αμμοθίνες στην παραλία Πετροχωρίου xxvii

188 Εικόνα 24: Εκβολές Σελά ποταμού Εικόνα 25: Παραλία Μάτι xxviii

189 Εικόνα 26: Παραλία Χρυσή άμμος, ενώ στο βάθος διακρίνεται η νήσος Σφακτηρία και ο λόφος του Παλαιόκαστρου Εικόνα 27: Δυτικές ακτές που βρέχονται από το Ιόνιο. Στο βάθος διακρίνεται η ξενοδοχειακή μονάδα του Costa Navarino xxix

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Κωνσταντίνος Στεφανίδης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική

Διαβάστε περισσότερα

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα Περιγραφή Η εκβολή του όρμου Λεύκα βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Αρνάς (ή Άρνη) στην Άνδρο. Πρόκειται για εκβολή ρύακα σχεδόν μόνιμης ροής, που τροφοδοτεί

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ Υδατικά οικοσυστήματα Στη βιόσφαιρα υπάρχουν δύο είδη οικοσυστημάτων: τα υδάτινα και τα χερσαία. Tα υδάτινα οικοσυστήματα διαχωρίζονται ανάλογα με την αλατότητα του νερού

Διαβάστε περισσότερα

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια MIL006 - Εκβολή Αγκάθια Περιγραφή Η εκβολή στα Αγκάθια βρίσκεται στον ομώνυμο όρμο, 4,4 χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για εκβολή χειμάρρου σε άμεση αλληλεπίδραση

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Habitat: κυρίαρχη μορφή, γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένας οικότοπος Χλωρίδα (π.χ. φυτό-φύκος) Πανίδα (π.χ. ύφαλος διθύρων) Γεωλογική μορφή (π.χ.

Διαβάστε περισσότερα

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος) PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος) Περιγραφή Ο υγρότοπος των Αλυκών Λάγγερη βρίσκεται περίπου 4 χιλιόμετρα βορειανατολικά της Νάουσας στην Πάρο. Πρόκειται για υγρότοπο που αποτελείται από δύο εποχιακά

Διαβάστε περισσότερα

AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας AND001 - Έλος Βιτάλι Περιγραφή Το έλος Βιτάλι βρίσκεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα ανατολικά του ομώνυμου οικισμού στην Άνδρο. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422343000 και όνομα "Έλος

Διαβάστε περισσότερα

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου Περιγραφή Η εκβολή του ρύακα Σπυρίτου βρίσκεται στην παραλία Αμμουδαράκι ή Τριάδες, 5,5 χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για εκβολή

Διαβάστε περισσότερα

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος) AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος) Περιγραφή Η εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος) βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοδυτικά του οικισμού Βιτάλι στην Άνδρο. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στην

Διαβάστε περισσότερα

AND002 - Έλος Άχλα. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία

AND002 - Έλος Άχλα. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία AND002 - Έλος Άχλα Περιγραφή Το έλος Άχλα βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια βορειοανατολικά του οικισμού Στενιές της Άνδρου. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422345000 και

Διαβάστε περισσότερα

«το νερό δεν αποτελεί ένα απλό εμπορικό προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο, αλλά, είναι μια κληρονομιά που πρέπει να προστατευθεί...»

«το νερό δεν αποτελεί ένα απλό εμπορικό προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο, αλλά, είναι μια κληρονομιά που πρέπει να προστατευθεί...» Οικολογία Υδάτινων Οικοσυστημάτων ιερεύνηση των σχέσεων της οικολογικής ποιότητας των υδάτων και των υδρόβιων οργανισμών ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΡΑ Οδηγία 2000/60 τουευρωπαϊκούκοινοβουλίουτης23ης

Διαβάστε περισσότερα

E1K206. ΧΩΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ (Β /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ)

E1K206. ΧΩΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ (Β /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ) ΧΩΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ (Β /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ) ιονύσιος Μπούζος 1 & Νικόλαος Κοντόπουλος 1 1 Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Γεωλογίας, Εργαστήριο Ιζηµατολογίας,

Διαβάστε περισσότερα

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό Κ. Ποϊραζίδης Χειμερινό 2010 2011 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ Ενότητα 1: Εισαγωγή στους υγροτόπους 1.1. Λίμνες 1.2. Έλη 1.3. Υφάλμυρα νερά 1.4. Τρεχούμενα νερά Ενότητα 2: ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Διαχείριση Εκβολών & Παράκτιας Ζώνης π. Νέστου

Περιβαλλοντική Διαχείριση Εκβολών & Παράκτιας Ζώνης π. Νέστου Περιβαλλοντική Διαχείριση Εκβολών & Παράκτιας Ζώνης π. Νέστου Γ. Συλαίος 1, Ν. Καμίδης 1,2, & Β. Τσιχριντζής 1 1 Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής & Τεχνολογίας, Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος, Δημοκρίτειο

Διαβάστε περισσότερα

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

AND019 - Έλος Κρεμμύδες AND019 - Έλος Κρεμμύδες Περιγραφή Το έλος Κρεμμύδες βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του οικισμού Κόρθι στην Άνδρο. Τροφοδοτείται από δύο ρύακες περιοδικής ροής και λόγω της απομόνωσής του

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή εργασία ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΥ ΤΗΣ ΑΛΥΚΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΑΠΟΡΡΟΗ

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών

Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών Γιώργος Πουλής, Δημήτρης Ζέρβας, Βασιλική Τσιαούση e-mail: gpoulis@ekby.gr

Διαβάστε περισσότερα

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα) AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα) Περιγραφή Η εκβολή του ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα) βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Μακρομάνταλο στην Άνδρο. Πρόκειται για

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή Διατριβή

Μεταπτυχιακή Διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΑΦΑΛΑΤΩΣΗΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ Κατερίνα

Διαβάστε περισσότερα

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου Περιγραφή Η εκβολή του χειμάρρου Βάτου δεν είναι προσβάσιμη με δρόμο από τη στεριά. Προσεγγίζεται μόνο με σκάφος και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 17 χλμ. μακριά από το λιμάνι

Διαβάστε περισσότερα

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Εαρινό

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Εαρινό Κ. Ποϊραζίδης Εαρινό 2010 2011 ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ Ενότητα 1: Εισαγωγή στους υγροτόπους 1.1. Λίμνες 1.2. Έλη 1.3. Υφάλμυρα νερά 1.4. Τρεχούμενα νερά Ενότητα 2: ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Ενότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ INTERREG IIIA / PHARE CBC ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Καθηγητής Βασίλειος A. Τσιχριντζής Διευθυντής, Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής και Τεχνολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ

ΥΨΗΛΗ ΚΑΛΗ ΜΕΤΡΙΑ ΕΛΛΙΠΗΣ ΚΑΚΗ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ HELECO ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΕΕ Σχεδιασμός και εφαρμογή συστήματος παρακολούθησης ποιότητας επιφανειακών και υπόγειων νερών, σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ε.Ε. Σπύρος Παπαγρηγορίου Μελετητής,

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ Εαρινό 2010 2011 2011 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ της ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ 1 Η βλάστηση αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του υγροτοπικού συστήματος καθορίζοντας

Διαβάστε περισσότερα

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες) AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες) Περιγραφή Η εκβολή του ποταμού Πλούσκα βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του οικισμού Βιτάλι και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Άνδρου. Πρόκειται για εκβολή ποταμού

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ενότητα 1: Εισαγωγή Eαρινό 2013-2014 Το περιεχόμενο του μαθήματος διατίθεται με άδεια Creative Commons εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά

Διαβάστε περισσότερα

SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή)

SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή) SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή) Περιγραφή H λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή) βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νοτιοδυτικά του οικισμού Καμαριώτισσα στη Σαμοθράκη. Περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 17.5.2017 C(2017) 2842 final ANNEX 1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της Οδηγίας της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΕ και ευτροφισμός

Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΕ και ευτροφισμός Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΕ και ευτροφισμός Η Οδηγία Πλαίσιο αντιμετωπίζει το φαινόμενο του ευτροφισμού ως μία επιμέρους ένδειξη της οικολογικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, αναγνωρίζει

Διαβάστε περισσότερα

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Εύα Παπαστεργιάδου, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ Σκοπός Προστασία της βιολογικής

Διαβάστε περισσότερα

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα Αποτελέσματα και προκλήσεις της Πράξης: «Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων» Πρόγραμμα «GR02 ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου Περιγραφή Ο υγρότοπος της εκβολής Ποτάμι Καρλοβάσου, βρίσκεται 2,5 χιλιόμετρα βοριοδυτικά του οικισμού Λέκα και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Σάμου. Πρόκειται για εκβολή

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών 30-12-2014 EVA PAPASTERGIADOU Ανακύκλωση των Θρεπτικών είναι η χρησιμοποίηση, ο μετασχηματισμός, η διακίνηση & η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα

Διαβάστε περισσότερα

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα Περιγραφή Το αλμυρό λιμνίο Αδάμα βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού στη Μήλο. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο σε άμεση αλληλεπίδραση με τη

Διαβάστε περισσότερα

MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου

MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου Περιγραφή Το εποχιακό αλμυρό λιμνίο Αγ. Δημητρίου βρίσκεται στον ομώνυμο όρμο, 2,3 χιλιόμετρα περίπου βόρεια του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Μεταβατικά ύδατα (transitional waters) σύµφωνα µε την Οδηγία Πλαίσιο για τα

Διαβάστε περισσότερα

εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την

εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την Αναγκαίες Μελέτες Υποβάθρου για την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την Περιβαλλοντική Ευθύνη Σπύρος Παπαγρηγορίου, α αγρηγορ ου, Π.Μ. Μέλος ΜΕΠΑΑ/ ΤΕΕ 30 IOYNIOY 2010 Πλαίσιο Περιβαλλοντικής Ευθύνης

Διαβάστε περισσότερα

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2 78 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΦΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (μακροφύκη φυτοπλαγκτόν) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠAΡΑΓΩΓΟΙ ( μετατρέπουν ανόργανα συστατικά σε οργανικές ενώσεις ) φωτοσύνθεση 6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12

Διαβάστε περισσότερα

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Ποτάμι είναι το ρεύμα γλυκού νερού που κινείται από τα ψηλότερα (πηγές) προς τα χαμηλότερα μέρη της επιφάνειας της Γης (πεδινά) και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ, ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Σχολή Μηχανικής και Τεχνολογίας Μεταπτυχιακή διατριβή Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Αναστασία Υφαντίδου Λεμεσός, Νοέμβριος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

«Μετρήσειςρύπανσηςποταμώνκαιδιακρατική συνεργασία:ο ρόλος του διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος»

«Μετρήσειςρύπανσηςποταμώνκαιδιακρατική συνεργασία:ο ρόλος του διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος» «Μετρήσειςρύπανσηςποταμώνκαιδιακρατική συνεργασία:ο ρόλος του διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος» Καθηγητής Γεώργιος Ζαλίδης Γεωπονική Σχολή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονικώς υπεύθυνος

Διαβάστε περισσότερα

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου Περιγραφή Το έλος Μεσοκάμπου βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νότια - νοτιοδυτικά από το Παλαιόκαστρο, στο Δήμο Σάμου. Περιλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR412341000 και

Διαβάστε περισσότερα

PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής

PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής Περιγραφή Το έλος Χρυσής Ακτής βρίσκεται περίπου 1,2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οικισμού Δρυός στην Πάρο. Πρόκειται για μικρό εποχιακό λιμνίο υφάλμυρου νερού με περιορισμένη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΘΗΝΑ 2013 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ (ΛYΜΑΤΩΝ) FRAMME - LIFE08 NAT/GR/000533 ΡΟΔΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2013 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ (ΛYΜΑΤΩΝ) FRAMME - LIFE08 NAT/GR/000533 ΡΟΔΟΣ FRAMME LIFE 08 NAT//GR//000533 ΑΘΗΝΑ 2013 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ (ΛYΜΑΤΩΝ) FRAMME - LIFE08 NAT/GR/000533 ΡΟΔΟΣ Το FRAMME, "Μεθοδολογία Αποκατάστασης Πυρόπληκτων Μεσογειακών Δασών - Ασφάλεια & Αποδοτικότητα

Διαβάστε περισσότερα

SAT013 - Εκβολή Ξηροποτάμου

SAT013 - Εκβολή Ξηροποτάμου SAT013 - Εκβολή Ξηροποτάμου Περιγραφή Η εκβολή Ξηροποτάμου βρίσκεται περίπου 5,4 χιλιόμετρα νότια - νοτιοδυτικά από τον οικισμό της Σαμοθράκης. Πρόκειται για έναν εποχικό ρύακα που δέχεται νερό από μια

Διαβάστε περισσότερα

ACTION 3: RIVER BASIN FUNCTIONS AND VALUES ANALYSIS AND WATER QUALITY CRITERIA DETERMINATION

ACTION 3: RIVER BASIN FUNCTIONS AND VALUES ANALYSIS AND WATER QUALITY CRITERIA DETERMINATION ACTION 3: RIVER BASIN FUNCTIONS AND VALUES ANALYSIS AND WATER QUALITY CRITERIA DETERMINATION Giannouris Ε. & Manolaki P. giannouris.epaminondas@gmail.com manolaki@upatras.gr ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη Φ.Σάλτα Κύκλος αζώτου Κύκλος φωσφόρου Kύκλος πυριτίου

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας. ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ Η Λιμνολογία είναι μία σχετικά νέα επιστήμη: πρώτη αναφορά το 1895 από τον Ελβετό F. A. Forel στο βιβλίο του με τίτλο: Le Leman: Monographie limnologique. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της

Διαβάστε περισσότερα

SAL002 - Αλυκή ναυτικής βάσης

SAL002 - Αλυκή ναυτικής βάσης SAL002 - Αλυκή ναυτικής βάσης Περιγραφή Η αλυκή ναυτικής βάσης βρίσκεται περίπου 1,3 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης της Σαλαμίνας. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο, του οποίου το μεγαλύτερο τμήμα έχει

Διαβάστε περισσότερα

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Μήπως η Γη αποτελεί ενιαίο υδατικό οικοσύστηµα ; Η απάντηση εξαρτάται από το πώς

Διαβάστε περισσότερα

AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές)

AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές) AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές) Περιγραφή Η εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές) βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του οικισμού Στενιές Άνδρου. Πρόκειται για έναν σχετικά υποβαθμισμένο υγρότοπο

Διαβάστε περισσότερα

SAM003 - Έλος Γλυφάδας

SAM003 - Έλος Γλυφάδας SAM003 - Έλος Γλυφάδας Περιγραφή Το έλος Γλυφάδας βρίσκεται βορειοανατολικά του Ηραίου, στην νοτιοδυτική πλευρά του αεροδρομίου Σάμου, στο Δήμο Σάμου. Περιλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR412342000

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? ΘΕΙΟ (S) 26 Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? σημαντικό στοιχείο στη δομή των πρωτεϊνών (*) συνήθως δεν δρα ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και την κατανομή των οργανισμών στα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας Τί είναι ένα Οικοσύστημα; Ένα οικοσύστημα είναι μια αυτο-συντηρούμενη και αυτορυθμιζόμενη κοινότητα ζώντων

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: «ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ»

ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: «ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ» ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ 2000-2006 ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ 75% ΑΠΟ ΤΟ Ε. Τ. Π. Α. ΚΑΙ 25% ΑΠΟ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Εργαστήριο Οικολογικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Χ. ΓΑΛΑΖΟΥΛΑΣ: ΓΕΩΛΟΓΟΣ,

Διαβάστε περισσότερα

AIG003 - Εκβολή ρύακα Αννίτσα

AIG003 - Εκβολή ρύακα Αννίτσα AIG003 - Εκβολή ρύακα Αννίτσα Περιγραφή Η εκβολή του ρύακα Αννίτσα βρίσκεται περίπου 1,4 χιλιόμετρα ανατολικά - νοτιοανατολικά από τον οικισμό Άλωνες και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Αίγινας. Πρόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ Κ Kάνιγγος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΟΛΛΙΝΤΖΑ 10, (5ος όροφ. Τηλ: 210-3300296-7. www.kollintzas.gr OΙΚΟΛΟΓΙΑ 1. Όσο το ποσό της ενέργειας: α) μειώνεται προς τα ανώτερα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ (WFD 2000/60/ΕΚ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛIΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ (WFD 2000/60/ΕΚ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛIΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ (WFD 2000/60/ΕΚ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛIΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Ν. Σύμπουρα 1, Σ. Ρεϊζοπούλου 1, Σ. Ορφανίδης 2 & Π. Παναγιωτίδης 1 1 Ελληνικό Κέντρο

Διαβάστε περισσότερα

Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα INTERREG IIIB- MEDOCC Reseau Durable d Amenagement des Ressources Hydrauliques (HYDRANET) (

Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα INTERREG IIIB- MEDOCC Reseau Durable d Amenagement des Ressources Hydrauliques (HYDRANET) ( Ποιότητα νερού στραγγιστικών καναλιών πεδιάδας Χρυσούπολης - Προτάσεις επαναχρησιμοποίησης Καθηγητής Βασίλειος Α. Τσιχριντζής Διευθυντής Εργαστηρίου Οικολογικής Μηχανικής & Τεχνολογίας Πρόεδρος Τμήματος

Διαβάστε περισσότερα

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΙΑΛΟΒΑΣ (Ν /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ) 1

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΙΑΛΟΒΑΣ (Ν /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ) 1 ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΙΑΛΟΒΑΣ (Ν /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ) 1 ΜΠΟΥΖΟΣ. 2, ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Ν. 3 & ΑΒΡΑΜΙ ΗΣ Π. 4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εργασία αυτή µελετά φυσικές και χηµικές παραµέτρους των νερών της

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: 1893. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 03/06/2011 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ.

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: 1893. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 03/06/2011 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: 193 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 3//11 Προς: Σύλλογο Φίλων Πηνειού και του Παραποτάμιου Πολιτισμού του Υπόψη Δ.Σ. ΕΚΘΕΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΜΗΝΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ- ΜΑΡΤΙΟΥ- ΑΠΡΙΛΙΟΥ- 11 ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά

SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά Περιγραφή Ο ρύακας Φονιάς και η εκβολή του βρίσκονται 11,3 χλμ.α-βα της Χώρας στη νήσο Σαμοθράκη. Πρόκειται στην ουσία για δύο εκβολές σε απόσταση μερικών μέτρων η μια από την

Διαβάστε περισσότερα

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. www.ypeka.gr. www.epperaa.gr

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. www.ypeka.gr. www.epperaa.gr Προστατεύει το υδάτινο περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Το ΕΠΠΕΡΑΑ προστατεύει το Υδάτινο περιβάλλον βελτιώνει την Ποιότητα της Ζωής μας Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη»

Διαβάστε περισσότερα

«ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙEΡΓΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ»

«ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙEΡΓΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ» ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή «ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙEΡΓΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ» Άντρεα Χ. Σταυρινίδη Λεµεσός 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών

THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών Περιγραφή Η Φραγμολίμνη Μαριών βρίσκεται περίπου 2,2 χιλιόμετρα βορειανατολικά του ομώνυμου οικισμού του Δήμου Θάσου. Πρόκειται για ταμιευτήρα που προέκυψε με την κατασκευή

Διαβάστε περισσότερα

Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑΣ Ή ΘΗΣΑΥΡΟΣ; ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΖΙΩΡΤΖΙΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ ENALIA PHYSIS ENVIRONMENTAL RECEARCH CENTER

Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑΣ Ή ΘΗΣΑΥΡΟΣ; ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΖΙΩΡΤΖΙΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ ENALIA PHYSIS ENVIRONMENTAL RECEARCH CENTER Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑΣ Ή ΘΗΣΑΥΡΟΣ; ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΖΙΩΡΤΖΙΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ ENALIA PHYSIS ENVIRONMENTAL RECEARCH CENTER ΣΥΝΟΨΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ 1. Εισαγωγή στο δίκτυο NATURA 2000 2. Βασικά υδρολογικά

Διαβάστε περισσότερα

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος Περιγραφή Ο υγρότοπος της εκβολής Κερκητείου ρέματος βρίσκεται στο παραλιακό μέτωπο του νέου Καρλόβασι και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Σάμου. Η εκβολή κρατά νερό όλο

Διαβάστε περισσότερα

AND011 - Έλος Καντούνι

AND011 - Έλος Καντούνι AND011 - Έλος Καντούνι Περιγραφή Το έλος Καντούνι βρίσκεται νότια - νοτιοανατολικά στο όριο του χωριού Κόρθι στην Άνδρο. Πρόκειται για υποβαθμισμένη εκβολή που τροφοδοτείται από έναν ρύακα σχεδόν μόνιμης

Διαβάστε περισσότερα

Μέτρο EuDREP ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΗΨΗ ΑΜΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ

Μέτρο EuDREP ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΗΨΗ ΑΜΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ Μέτρο 2.4 - EuDREP ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΗΨΗ ΑΜΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ Β.Α. ΤΣΙΧΡΙΝΤΖΗΣ, Γ. ΣΥΛΑΙΟΣ, Ν. ΚΑΜΙΔΗΣ, Β. ΠΙΣΙΝΑΡΑΣ, Χ. ΑΚΡΑΤΟΣ Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής

Διαβάστε περισσότερα

AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού)

AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού) AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού) Περιγραφή Η εκβολή Παραπόρτι ή Μεγάλου Ποταμού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του οικισμού της Χώρας στην Άνδρο. Πρόκειται για έναν υποβαθμισμένο υγρότοπο

Διαβάστε περισσότερα

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα.

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΡΑ Η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά ή αλλιώς Οδηγία 2000/60/ΕΚ, οποία τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2000, προτείνει νέους, αποτελεσματικότερους τρόπους προστασίας του

Διαβάστε περισσότερα

Ανθρωπογενής επιβάρυνση της θαλάσσιας περιοχής του κόλπου της Παλαιόχωρας

Ανθρωπογενής επιβάρυνση της θαλάσσιας περιοχής του κόλπου της Παλαιόχωρας ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΕΕ HELECO 20 - ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου 2 Μαρτίου 200 Ανθρωπογενής επιβάρυνση της θαλάσσιας περιοχής του

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ροή του νερού μεταξύ των άλλων καθορίζει τη ζωή και τις λειτουργίες των έμβιων οργανισμών στο ποτάμι. Διαμορφώνει το σχήμα του σώματός τους, τους

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Όλα τα έμβια όντα συνυπάρχουν με αβιοτικούς παράγοντες με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Υπάρχουν οργανισμοί: 1. Αυτότροφοι (Δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια και μέσω της

Διαβάστε περισσότερα

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Γήινη επιφάνεια Κατανομή υδάτων Υδάτινο στοιχείο 71% Ωκεανοί αλμυρό νερό 97% Γλυκό νερό 3% Εκμεταλλεύσιμο νερό 0,01% Γλυκό νερό 3% Παγόβουνα Υπόγεια ύδατα 2,99% Εκμεταλλεύσιμο νερό

Διαβάστε περισσότερα

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Βούδια, Ν. Μήλου, για τα έτη 2011-2014

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Βούδια, Ν. Μήλου, για τα έτη 2011-2014 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ H Οδηγία 2006/118/ΕΚ ορίζει τα υπόγεια ύδατα ως πολύτιμο φυσικό πόρο, που θα πρέπει να προστατεύεται από την υποβάθμιση και τη ρύπανση. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 Εισαγωγή... 1 KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 1.1 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων... 4 1.2 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη Στρατηγική Περιβαλλοντική

Διαβάστε περισσότερα

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον Οικολογία: η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών, και φυσικά του ανθρώπου, με τους βιοτικούς (ζωντανούς οργανισμούς του ίδιου

Διαβάστε περισσότερα

AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού)

AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού) AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού) Περιγραφή Η εκβολή Μαραθώνα (Βιρού ή «Λίμνη») βρίσκεται περίπου 1,6 χιλιόμετρα βόρεια βορειοδυτικά από τον οικισμό Αιγηνίτισσα και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Αίγινας.

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π.

Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π. Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π. Στρυμόνα ρ. Γεώργιος Συλαίος Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής & Τεχνολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ ΠΟΙΙΟΤΗΤΑ ΕΠΙΙΦΑΝΕΙΙΑΚΩΝ ΚΑΙΙ ΥΠΟΓΕΙΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Π ΕΕ ΡΡ ΙΙ ΙΟΟ ΔΔ ΟΟ ΣΣ Α ΝΝ ΑΑΦ ΟΟ ΡΡ ΑΑ ΣΣ : 8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 212 (2 η έκδοση) ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 1 Η τεχνική έκθεση με τίτλο «: περίοδος αναφοράς

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Πρωτοποριακό στοιχείο της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ είναι ότι η ποιότητα των επιφανειακών υδάτων δεν εκτιμάται με βάση μόνο τα αποτελέσματα των χημικών

Διαβάστε περισσότερα

AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας AND003 - Λίμνη Ατένη Περιγραφή Η λίμνη Ατένη βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειοανατολικά του ομώνυμου οικισμού στην Άνδρο. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422344000 και με το

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ Ο ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ Επιφάνεια: 2600 km 2 Μέγιστο βάθος: 450 m

Διαβάστε περισσότερα

Ι. Μποσκίδης, Γ. Γκίκας, Β. Πισινάρας, Γ. Συλαίος, Χ. Πεταλάς, Α. Γκεμιτζή, Κ. Μουτσόπουλος, Χ. Ακράτος, Β.Α. Τσιχριντζής

Ι. Μποσκίδης, Γ. Γκίκας, Β. Πισινάρας, Γ. Συλαίος, Χ. Πεταλάς, Α. Γκεμιτζή, Κ. Μουτσόπουλος, Χ. Ακράτος, Β.Α. Τσιχριντζής Ι. Μποσκίδης, Γ. Γκίκας, Β. Πισινάρας, Γ. Συλαίος, Χ. Πεταλάς, Α. Γκεμιτζή, Κ. Μουτσόπουλος, Χ. Ακράτος, Β.Α. Τσιχριντζής Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής & Τεχνολογίας Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος Πολυτεχνική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΚΑΙ LIFE+ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/ 369 370 371 ΠΑΡΚΟ ΠΡΕΣΠΩΝ.

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Αρβανίτης Παντελής Δασολόγος, PhD Δ/νση Δασών Ηρακλείου τηλ 2810264962. email: p.arvanitis@apdkritis.gov.gr NATURA 2000

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγία 2000/60/EΚ: Κατευθύνσεις για το σχεδιασμό προγραμμάτων παρακολούθησης Παράδειγμα Εφαρμογής στην Ελλάδα

Οδηγία 2000/60/EΚ: Κατευθύνσεις για το σχεδιασμό προγραμμάτων παρακολούθησης Παράδειγμα Εφαρμογής στην Ελλάδα Οδηγία 2000/60/EΚ: Κατευθύνσεις για το σχεδιασμό προγραμμάτων παρακολούθησης Παράδειγμα Εφαρμογής στην Ελλάδα Kostantinos Galanis Environmental Management Expert Εισαγωγή Περιβαλλοντικός στόχος της Οδηγίας

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 3 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ (2 Ο κεφάλαιο) ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

MIL016 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1

MIL016 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1 MIL016 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1 Περιγραφή Η λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1 βρίσκεται περίπου 3,5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για μικρό λιμνίο που

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ενός στοιχείου είναι, η επαναλαμβανόμενη κυκλική πορεία του στοιχείου στο οικοσύστημα. Οι βιογεωχημικοί κύκλοι, πραγματοποιούνται με την βοήθεια, βιολογικών, γεωλογικών

Διαβάστε περισσότερα

(LIFE00/GR/NAT/7242) Χημική ανάλυση ιζήματος από θέσεις περιφερειακά της λίμνης Χειμαδίτιδας Ν. Φλώρινας. Γεωπόνος

(LIFE00/GR/NAT/7242) Χημική ανάλυση ιζήματος από θέσεις περιφερειακά της λίμνης Χειμαδίτιδας Ν. Φλώρινας. Γεωπόνος Έργο LIFE-Nature : Διατήρηση-Διαχείριση των λιμνών Χειμαδίτιδα-Ζάζαρη (LIFE/GR/NAT/7242) Χημική ανάλυση ιζήματος από θέσεις περιφερειακά της λίμνης Χειμαδίτιδας Ν. Φλώρινας Μανώλης Αναστασιάδης Γεωπόνος

Διαβάστε περισσότερα