ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Εμμανουήλ Στεφ. Παπουτσάκης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Εμμανουήλ Στεφ. Παπουτσάκης Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ελένη Μανακίδου Ημερομηνία έγκρισης: 19/10/2016 «Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα»

3 Στους γονείς και στον αδελφό μου

4 Περιεχόμενα Α Μέρος: Κείμενο Πρόλογος 6 Εισαγωγή Τα νεκροταφεία Έθιμα ταφής της Εποχής Σιδήρου στη Μακεδονία Τα νεκροταφεία των αυτοχθόνων κατοίκων στη Χαλκιδική (από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο) Αϊ Γιάννης Νικήτης Ιερισσός Κούκος Συκιάς Τορώνη Έθιμα ταφής της αρχαϊκής περιόδου στη Μακεδονία και τη Χαλκιδική Τα νεκροταφεία των αποίκων στη Χαλκιδική (από τον 8 ο αι. π.χ. έως και την ύστερη αρχαϊκή περίοδο) Αϊ-Γιάννης Νικήτης Ιερισσός/Άκανθος Νέα Καλλικράτεια Νέος Μαρμαράς Μένδη Όλυνθος Πολύχρονο Σάνη Nέα Σκιώνη Τα αγγεία των εγχυτρισμών και καύσεων Ταφικά αγγεία από την YE III Γ έως και τον 8 ο αι. π.χ Ι. Ταφικά αγγεία της προαποικιακής φάσης της Χαλκιδικής Α: Tοπική κεραμική Τροχήλατη κεραμική Αμφορείς Αμφορέας/πυξίδα Αμφορίσκοι Κρατήρες Σκύφοι

5 Τροχήλατη κεραμική με μαύρο και κόκκινο επίχρισμα Χειροποίητη κεραμική Αμφορίσκοι Κρατηρόσχημο σκεύος-χύτρα Κύπελλα/κύαθοι Πιθαμφορέας Πίθοι Μικροί πίθοι Οπισθότμητη πρόχους Τριποδική χύτρα Β: Εισηγμένη Κεραμική Τροχήλατη κεραμική από τη νότια Ελλάδα και το βορειοελλαδικό χώρο Νότια Ελλάδα Αττικά αγγεία Ευβοϊκά αγγεία Θεσσαλο-ευβοϊκά αγγεία Κυκλαδικά αγγεία 51 Βορειοελλαδικός χώρος Σίνδος Χειροποίητη κεραμική από περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου Aμφορίσκος Aμφορίσκος με δύο κάθετες λαβές στον ώμο Πιθόσχημο Πυξίδα 52 ΙΙ. Ταφικά αγγεία της μεταποικιακής φάσης της Χαλκιδικής Α: Tοπική κεραμική Ασημίζουσα κεραμική Α)Πιθαμφορέας 54 Β: Εισηγμένη κεραμική 54 Β)Πιθαμφορέας 54 Α: Tοπική κεραμική Πιθαμφορέας Πίθος

6 Αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση Πιθαμφορείς Βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ και πιθαμφορείς Βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ Βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς Ταφικά αγγεία από τον 7 ο έως και τις αρχές του 5 ου αι. π.χ Α: Tοπική κεραμική Γραπτή κεραμική Χαλκιδικής (χαλκιδικιώτικη) Κρατηρόσχημα αγγεία Πιθαμφορείς Πιθόσχημα Σιπύες Σταμνοειδή αγγεία Υδρίες Τοπική αβαφής κεραμική Οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς Πιθαμφορέας Πίθοι Υδρίες Χύτρες 133 Β: Εισηγμένη κεραμική Εισηγμένη κεραμική Αμφορείς με γραπτή διακόσμηση Οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς Πιθοειδές αγγείο Υδρία Σιπύη Κτερίσματα Συμπεράσματα Βιβλιογραφία-Συντομογραφίες

7 Β Μέρος: Πίνακες Α. Πίνακες I. Ταφικά έθιμα II. Αγγεία εγχυτρισμών και καύσεων από τη Χαλκιδική III. Αγγεία άλλων περιοχών IV. Κτερίσματα V. Συγκεντρωτικοί πίνακες αγγείων εγχυτρισμών και καύσεων από τη Χαλκιδική Β. Κατάλογος πινάκων 4

8 ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Α Mέρος: Κείμενο

9 Πρόλογος Στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος του κλάδου Κλασικής Αρχαιολογίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., προχώρησα στη συγγραφή αυτής της εργασίας. Αντικείμενό της είναι τα «Αγγεία για εγχυτρισμούς και καύσεις στα νεκροταφεία των οικισμών της Χαλκιδικής κατά την Εποχή του Σιδήρου και την αρχαϊκή περίοδο». Μετά την ανεύρεση, μελέτη και αξιοποίηση της σχετικής ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, έγινε μια εκτενής ανάλυση των ταφικών εθίμων, των ταφικών αγγείων και των κτερισμάτων στα νεκροταφεία των οικισμών της Χαλκιδικής. Ευχαριστώ θερμά την καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας κ. Ελένη Μανακίδου για την πολύτιμη καθοδήγηση και τις εμπεριστατωμένες και λεπτομερείς επιστημονικές της υποδείξεις, από το ξεκίνημα της συγγραφής μου μέχρι και το τελικό στάδιό της. Επίσης ευχαριστώ την καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας κ. Ευρυδίκη Κεφαλίδου και την καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας κ. Σεβαστή Τριανταφύλλου, που δέχτηκαν ευχαρίστως να συμμετάσχουν στην επιτροπή κρίσεως της εργασίας μου και για τις επιστημονικές τους επισημάνσεις, τις οποίες ενσωμάτωσα στην τελική μορφή της εργασίας μου. Τέλος, εγκάρδιες ευχαριστίες οφείλω στην πατρική μου οικογένεια για την αμέριστη ηθική και υλική συμπαράσταση, που είχα κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών όσο και των μεταπτυχιακών μου σπουδών. 6

10 Εισαγωγή Στο πλαίσιο των νεκρικών εθίμων αξιοσημείωτη θέση κατέχουν οι ενταφιασμοί και οι καύσεις μέσα σε αγγεία κατά την αρχαιότητα 1, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για τη συγγραφή αυτής της εργασίας. Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο συγκεκριμένους τρόπους ταφής, που απαντούν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή του βόρειου ελλαδικού χώρου, τη Χαλκιδική με χρονικό πλαίσιο την περίοδο από την Εποχή του Σιδήρου έως και την αρχαϊκή περίοδο. Για την ιστορία της Χαλκιδικής κατά την αρχαιότητα υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, προερχόμενες από τους αρχαίους ιστορικούς, όπως τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον Στράβωνα κ.α. 2 Οι αρχαιολογικές έρευνες ειδικά των τελευταίων σαράντα χρόνων στη Χαλκιδική, με εξαίρεση την Όλυνθο, η οποία είχε ανασκαφεί πριν το Β Παγκόσμιο Πόλεμο από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή 3, απέφεραν πολλά δεδομένα όχι μόνο σχετικά με τα ταφικά έθιμα, αλλά και την τυπολογία και τη διακόσμηση των αγγείων για εγχυτρισμούς και καύσεις και γενικότερα για τα ιερά και τους οικισμούς της περιοχής. Η αρχαιολογική μελέτη είχε ως επακόλουθο την επαλήθευση και τη συμπλήρωση, ορισμένες φορές, των ιστορικών πηγών. Γενικά, η έρευνα για τους ταφικούς πιθαμφορείς, οξυπύθμενους αμφορείς, αμφορείς, υδρίες, σκύφους και άλλα σχήματα αγγείων της Χαλκιδικής, βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, εκτός από τους ταφικούς πίθους. Επιπλέον, οι οστεολογικές μελέτες, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν πολλές πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, τις πιθανές ασθένειες, τις διατροφικές συνήθειες, αλλά και τις ενασχολήσεις των κατοίκων της περιοχής, βρίσκονται σε εμβρυακό στάδιο. Η καύση των νεκρών και η περισυλλογή τους σε τεφροδόχα αγγεία εντοπίζεται ήδη από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Κριαρίτσι Συκιάς Χαλκιδικής 4 και στα νεκροταφεία της Εποχής του Σιδήρου στην Τορώνη 5, την Άκανθο 6 και τον Κούκο Συκιάς 7, αλλά και στο Γυναικόκαστρο Κιλκίς 8, τη Βεργίνα 9 κ.α. Εντούτοις ήδη από τη γεωμετρική περίοδο στην Ερέτρια και μετέπειτα στα πιο πολλά αρχαϊκά νεκροταφεία του βορειοελλαδικού, αλλά και του υπόλοιπου ελληνικού χώρου, συντελείται μια αλλαγή, καθώς η καύση αποτελεί περιορισμένο ταφικό έθιμο, σε αντίθεση με τους εγχυτρισμούς, που κυριαρχούν κυρίως στις ταφές παιδιών. Η καύση σε όποιες θέσεις συνεχίζεται, έστω και περιορισμένα, κατά την αρχαϊκή περίοδο, χρησιμοποιείται κυρίως για τους ενήλικες, γυναίκες και άντρες 10. Η συνηθισμένη πρακτική του εγχυτρισμού στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο στις πόλεις της Χαλκιδικής, όπως στην Άκανθο 11, το Πολύχρονο 12, τη Μένδη 13 κ.α., πιθανότατα 1 Κurtz Boardman 2011, 34-46, Μαζαράκης-Αινιάν 2000, A.M. Guimier-Sorbets Y. Morizot (επιμ.), Les enfants et la mort dans l Antiquitè Ι: Nouvelles recherchés dans les nécropoles grecques. Le singalement des tombes d enfants, Αctes de la table ronde internationale organisèe à Ècole française d Athènes, mai 2008, Travaux de la Maison Renè Ginouvè 12, De Boccard, Paris, Για τον όρο εγχυτρισμός, βλ. Olynthus XI, Τiverios 2008, OlynthusV. Olynthus XI. Olynthus XIII. 4 Ασουχίδου Μανταζή Τσολάκης 1998, Papadopoulos Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Βοκοτοπούλου 1987, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1988, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1989, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1990, Σαββοπούλου 2001, Ανδρόνικος Braüning Killian-Dirlmeier Μοσχονησιώτη 2012, Καλτσάς 1998, 289 κ.ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1987, 297. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1992, 386. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1993, 413. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1995, 481. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996 α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, 110. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998 α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998β, Τρακοσοπούλου- 7

11 αιτιολογείται από τη μακραίωνη παράδοση, η οποία ξεκινά με τα παρόντα στοιχεία από το νεκροταφείο του Αγ. Μάμαντος της πρώιμης Εποχής του Χαλκού 14. Παρ όλα αυτά η ταφική πρακτική του εγχυτρισμού συναντάται και στην ΠΕΣ στα νεκροταφεία του Αϊ-Γιάννη Νικήτης 15 και στην Ιερισσό 16. Εντούτοις το έθιμο του εγχυτρισμού σε αμφορείς συναντάται και σε περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 17. Η τοποθέτηση των νεκροταφείων στις παράκτιες ζώνες είναι συχνή στα νεκροταφεία των αποίκων στη Χαλκιδική, όπως στη Μένδη 18, το Πολύχρονο 19 και τη Νέα Καλλικράτεια 20. Η ίδια πρακτική εμφανίζεται σε άλλες περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου και αλλού 21. Η συνήθεια να θάβονται οι νεκροί στις παραθαλάσσιες αμμώδεις ζώνες, αιτιολογείται κυρίως από την αδυναμία καλλιέργειας προϊόντων στην άμμο 22. Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία στοχεύει στην παρουσίαση των πληροφοριών, που έχουν δημοσιευθεί μέχρι στιγμής, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα ταφικά έθιμα των εγχυτρισμών και τεφροδόχων αγγείων, αλλά και την τυπολογία και τη διακόσμηση αυτών. Ερμηνείες για τις κοινωνικές διαστάσεις, μέσω της οργάνωσης του νεκροταφείου και του είδους των κτερισμάτων, παρέχονται, όπου είναι δυνατόν, εξαιτίας της απουσίας ολοκληρωμένων δημοσιεύσεων για ορισμένα νεκροταφεία, αλλά και της μη μελέτης στην παρούσα εργασία άλλων τύπων τάφων, όπως των λακκοειδών και των κιβωτιόσχημων. Θα ήθελα να αναφέρω, ότι αρκετές φωτογραφίες ταφικών αγγείων της Μένδης και της Ακάνθου προέρχονται από τις αδημοσίευτες διδακτορικές διατριβές της Μοσχονησιώτη 23 και του Φίλη 24 αντίστοιχα, ενώ μία φωτογραφία προέρχεται από την αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία της Τρακοσοπούλου. Όσον αφορά τη δομή της εργασίας μου, έχει ως εξής: Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται τα ταφικά έθιμα από την Εποχή του Σιδήρου μέχρι και την αρχαϊκή περίοδο. Στην πρώτη υποενότητα εκτίθενται περιληπτικά τα έθιμα ταφής της Εποχής Σιδήρου στη Μακεδονία και στη δεύτερη υποενότητα παρουσιάζονται εκτενώς τα ταφικά έθιμα των αγγείων εγχυτρισμών και καύσεων των νεκροταφείων των αυτοχθόνων της Χαλκιδικής από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και τις αρχές της αρχαϊκής περιόδου. Στην τρίτη υποενότητα γίνεται γενική αναφορά για τα έθιμα ταφής της αρχαϊκής περιόδου στη Μακεδονία και τη Χαλκιδική, ενώ σε ξεχωριστή υποενότητα αναλύονται λεπτομερώς τα ταφικά έθιμα των νεκροταφείων των αποίκων της Χαλκιδικής από τον 8 ο αι. π.χ. έως τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου. Στη δεύτερη ενότητα γίνεται παρουσίαση των αγγείων εγχυτρισμών και καύσεων, με πρώτο κριτήριο διαχωρισμού τη χρονική σειρά, δεύτερο την προέλευση, τρίτο τη Σαλακίδου 1999α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004, β, γ Trakosopoulou-Salakidou 2006/07, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου 1988, Βοκοτοπούλου 1989, Βοκοτοπούλου 1990, Μοσχονησιώτη Παππά 1998, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2000, 710. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2001, 34. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2002, 84. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2003, Σκαρλατίδου 2010, 349. Γιούρη Κουκούλη 1969, Βλ. σημ Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, Μπιλούκα Βασιλείου Γραικός 2000, 301. Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2004, Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2005, Φίλης 2011, Kurtz Boardman 1971, Μοσχονησιώτη Φίλης

12 διακόσμηση και τέταρτο το σχήμα. Στην πρώτη υποενότητα αναλύεται η χρονική περίοδος από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και τον 8 ο αι. π.χ. και στη δεύτερη υποενότητα από τον 7ο έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Στην τρίτη ενότητα επιχειρείται η παρουσίαση σε γενικές γραμμές των κτερισμάτων στα ταφικά αγγεία. Τέλος, συνοψίζονται οι πληροφορίες των προηγούμενων ενοτήτων και παρουσιάζονται τα γενικά συμπεράσματα. 9

13 1. Τα νεκροταφεία 1.1. Έθιμα ταφής της Εποχής Σιδήρου στη Μακεδονία Η Μακεδονία χαρακτηρίζεται στις πρώιμες φάσεις της Εποχής Σιδήρου από ποικιλία ταφικών πρακτικών. Αυτό ερμηνεύεται όχι από τη συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων, αλλά από τις διαφορετικές κοινωνικο-πολιτικές ομάδες με επιρροές βέβαια από νότο και βορρά. Όλα τα νεκροταφεία βρίσκονται εκτός των οικισμών. Γενικά, κυριαρχούν τα επίπεδα νεκροταφεία και ως ταφική πρακτική ο ενταφιασμός. Επίσης, οι καύσεις έχουν αυξηθεί πάρα πολύ σε σχέση με την Εποχή του Χαλκού. Τα νεκροταφεία έχουν κατηγοριοποιηθεί γεωγραφικά και με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε τέσσερις ομάδες (πίν. 1). Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τα νεκροταφεία του Θερμαϊκού κόλπου 25, όπως στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην οποία επικρατεί ο ενταφιασμός, αλλά παρατηρείται και μικρός αριθμός καύσεων σε τεφροδόχα αγγεία (πίν. 3Α) 26, το Ωραιόκαστρο, την Άνω Τούμπα και τη Θέρμη. Τα νεκροταφεία είναι κυρίως επίπεδα και επικρατεί ο ενταφιασμός σε λακκοειδείς τάφους. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται τύμβοι και επίπεδα νεκροταφεία, που συναντώνται στην περιοχή εκατέρωθεν του Αξιού. Καλύτερα γνωστή περίπτωση νεκροταφείου με τύμβους αποτελεί το Γυναικόκαστρο, το οποίο βρίσκεται σε βραχώδες έξαρμα 27. Επικρατεί το έθιμο της καύσης σε τεφροδόχα αγγεία τοποθετημένα στο έδαφος στο εσωτερικό κυκλικών ή τετράγωνων θηκών, κατασκευασμένες από όρθιες πέτρες. Οι εγχυτρισμοί γίνονται σπανιότερα σε μεγάλους πίθους το στόμιο των οποίων σφραγιζόταν 28. Άλλα χαρακτηριστικά νεκροταφεία είναι στην Τσαουσίτσα και τα Καραθοδωρέικα 29. Συγκεκριμένα, στα δύο αυτά νεκροταφεία οι λιθοσωροί έχουν τη μορφή τύμβων, που καλύπτουν κιβωτιόσχημους τάφους και ελεύθερες ταφές, και ορίζονται από σειρά λίθων 30. Παρόμοια πρακτική παρατηρείται στο Γυναικόκαστρο. Οι λιθοσωροί, όπως και οι τύμβοι, αποτελούν τρόπο καλύψης και σήμανσης των τάφων 31. Σ αυτά τα νεκροταφεία παρατηρείται το έθιμο της καύσης, όπως στο Γυναικόκαστρο (πίν. 3Β), αλλά και του ενταφιασμού στο Γυναικόκαστρο και την Τσαουσίτσα. Στα επίπεδα νεκροταφεία της Πλαγιάς και της Τούμπας Παιονίας οι νεκροί τοποθετούνται σε κιβωτιόσχημους τάφους, αλλά και σε πίθους. Τα νεκροταφεία των τύμβων προηγούνται χρονολογικά των επίπεδων. Το νεκροταφείο στο Γυναικόκαστρο χρονολογείται από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως τον 9 ο αι. π.χ. ενώ στην Τσαουσίτσα και στα Καραθοδωρέικα στον 7 ο αι. π.χ. Στην τρίτη ομάδα εντάσσεται η Χαλκιδική, που θα αναλυθεί παρακάτω. Η τέταρτη ομάδα αποτελείται από τα νεκροταφεία της Πιερίας, η οποία χωρίζεται σε δύο υποομάδες. Συγκεκριμένα, στην πρώτη υποομάδα εντάσσονται τα νεκροταφεία της νότιας Πιερίας, όπως το νεκροταφείο τύμβων στην περιοχή του Δίου και το επίπεδο νεκροταφείο της Πέτρας. Γενικά, επικρατεί το ταφικό έθιμο του ενταφιασμού. Στη δεύτερη υποομάδα εντάσσεται το επίπεδο νεκροταφείο της Πύδνας, που εντοπίζεται στη βόρεια Πιερία. Το νεκροταφείο αποτελείται από 122 τάφους. Εκτός αυτού έχουν εντοπιστεί και πέντε θαλαμωτοί τάφοι μυκηναϊκού τύπου. Γενικά, επικρατεί ο ενταφιασμός Χαβέλα 2012, 308, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, Χαβέλα 2012, Σαββοπούλου 2001, Χαβέλα 2012, Σαββοπούλου 1994, Σαββοπούλου 2004, Triantaphyllou 2001, Χαβέλα 2012,

14 Η Βεργίνα, αν και δεν εντάσσεται σε κάποια από τις παραπάνω ομάδες, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό νεκροταφείο τύμβων, στο οποίο επικρατούν οι ενταφιασμοί σε λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους αλλά και πίθους (πίν. 2Β) 33. Συγκεκριμένα, οι τύμβοι θεμελιώνονται σε λίθινο θεμέλιο, αποτελούμενο από σωρό χώματος και αποτελούν τρόπο οργάνωσης και σήμανσης των τάφων Ανδρόνικος Triantaphyllou 2001,

15 1.2. Τα νεκροταφεία των αυτοχθόνων κατοίκων στη Χαλκιδική (από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο) Τα νεκροταφεία της Εποχής Σιδήρου, που εντοπίστηκαν στη Χαλκιδική, αποτελούν την τρίτη ομάδα σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Χαβέλα: Αϊ Γιάννης Νικήτης, Άκανθος, Τορώνη και Κούκος Συκιάς. Τα νεκροταφεία της Χαλκιδικής δεν σχετίζονται με τις ταφικές πρακτικές της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά της νότιας Ελλάδας και του ΒΑ Αιγαίου 35. Η Νέα Καλλικράτεια, αν και χρονολογείται από την πρώιμη Εποχή Σιδήρου, δεν αναφέρεται από τη Χαβέλα. Σε αυτό το νεκροταφείο δεν εντοπίστηκαν αγγεία εγχυτρισμών και καύσεων αλλά λακκοειδείς τάφοι 36. Τα νεκροταφεία χωρίζονται σε δύο υποομάδες. Η πρώτη υποομάδα αποτελείται από την Άκανθο και τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης και η δεύτερη από την Τορώνη και τον Κούκο Συκιάς. Στην πρώτη υποομάδα επικρατούν οι εγχυτρισμοί σε πίθους 37, ενώ στην δεύτερη το έθιμο της καύσης 38. Η Άκανθος και ο Αϊ- Γιάννης Νικήτης αποτελούν ενιαίο πολιτιστικό κύκλο στο ΒΑ Αιγαίο με βάση τους εγχυτρισμούς. Η συνεχής χρήση του εγχυτρισμού στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο στην Άκανθο αλλά και σε άλλες πόλεις της Χαλκιδικής 39, όπως το Πολύχρονο 40, τη Μένδη 41 και αλλού, όπως θα φανεί παρακάτω, πιθανότατα αιτιολογείται από τη μακραίωνη παράδοση, η οποία ξεκινά με τα παρόντα στοιχεία από το νεκροταφείο της ΠΕΧ του Αγ. Μάμαντος 42. Ο συνδυασμός του εγχυτρισμού με κάλυψη από σχιστόπλακα και περίβολο εντοπίζεται επίσης στο νεκροταφείο του Αϊ-Γιάννη Νικήτης, αλλά και στα νεκτοταφεία της Θάσου («Κεντριά» και «Τσιγανάδικα») και της περαίας της Θάσου αλλά και της Αμφίπολης, γεγονός που υποδηλώνει έναν ενιαίο πολιτιστικό κύκλο 43. Αντίθετα η ταφική πρακτική της καύσης, αλλά και τα κτερίσματα στην Τορώνη και τον Κούκο Συκιάς υποδηλώνουν εμπορικές σχέσεις με τη νότια Ελλάδα, όπως φαίνεται από την εισηγμένη κεραμική. Συγκεκριμένα, η Τορώνη έχει σχέσεις με την Αττική, την Εύβοια και τη Θεσσαλία και ο Κούκος με την Εύβοια και τη Θεσσαλία. Αυτή η έντονη εμπορική δραστηριότητα ερμηνεύεται από την ύπαρξη πλούσιων πηγών χαλκού και άλλων μεταλλευμάτων στη Χαλκιδική (πίν. 2Α) 44. Η πρακτική του ενταφιασμού και της καύσης σε αγγεία δεν συνδέεται απαραίτητα με αλλαγές στη θρησκεία. Οι αλλαγές σε ταφικές πρακτικές μπορεί να συνδέονται με κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τάσεις ή και προσωπικές προτιμήσεις και όχι φυλετικές διαφορές και θρησκευτικές αλλαγές. Η καύση χρειάζεται κάποια εξειδίκευση για τη σωστή εκτέλεση, αλλά και κόστος για την κοπή των δέντρων Αϊ-Γιάννης Νικήτης Η περιοχή Αϊ-Γιάννης Νικήτης βρίσκεται στη χερσόνησο της Σιθωνίας (πίν. 1 και πίν. 4Α). Οι ταφές χρονολογούνται στην Εποχή του Σιδήρου, δηλαδή μεταξύ του 900 και 750 π.χ. 35 Χαβέλα 2012, Μπιλούκα, Γραικός και Κλάγκα 2005, Ταφικοί πίθοι εκτός Χαλκιδικής έχουν βρεθεί στη Βεργίνα, στο Μακρύγιαλο, στους τύμβους του Ολύμπου, στο Γυναικόκαστρο, στην Αγριοσυκιά και στη Νέα Ζωή, βλ.triantaphyllou 2001, Πληροφορίες σχετικά με τα βαθύτερα αίτια της ταφικής πρακτικής της καύσης, βλ. Μελάς Φίλης 2011, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου κ.α. 1988, , Βοκοτοπούλου κ.ά. 1989, , Vokotopoulou 1996, Βοκοτοπούλου 1989, , κυρίως , Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990, , Vokotopoulou 1996, Μοσχονησιώτη Παππά 1998, Χαβέλα 2012, 318. Φίλης 2011, Χαβέλα 2012, 318. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Κουκούλη- Χρυσανθάκη 1992, , , , Λαζαρίδης 1977, 42-43, πίν. 29β. 44 Χαβέλα 2012, Papadopoulos 2005, Μελάς

16 Αποκαλύφθηκαν γενικά, 73 ταφές της Εποχής του Σιδήρου. Γενικά, το νεκροταφείο εκτείνεται κατά μήκος της ακτής. Οι τάφοι αποκαλύφθηκαν σε μικρό βάθος σε δύο τουλάχιστον επάλληλα στρώματα στην παραλία σε πυκνή διάταξη και σε βάθος μόνο 0,20μ.- 0,80μ. Οι τύποι των τάφων ήταν κυρίως ατρακτόσχημοι οξυπύθμενοι πίθοι, αν και βρέθηκαν επίσης μια λάρνακα και ένας αμφορέας (πίν. 4Β). Η τοποθέτηση των νεκρών στα αγγεία είναι σε ύπτια θέση, με το κεφάλι στην πλευρά του στομίου του αγγείου (πίν. 5Β). Εντοπίστηκαν σχιστόπλακες σε όρθια θέση, οι οποίες σήμαιναν τους τάφους. Το στόμιο των πίθων ήταν καλυμμένο με αδρά στρογγυλεμένες σχιστολιθικές πλάκες, ενώ για την ενίσχυση της ασφάλειας τοποθετήθηκε λιθοσωρός. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα ενταφιασμών σε πίθους είναι τοποθετημένα σε περιβόλους-θήκες, το ένα δίπλα στο άλλο (πίν. 5Α). Συγκεκριμένα, τα στόμια των πίθων καλύπτονται με σχιστόπλακα και περίβολο 46. Ίδιες πρακτικές υπάρχουν στο λόφο «Καστά» στην Αμφίπολη 47 και στα νεκροταφεία «Κεντριά» (πίν. 3Γ) και «Τσιγανάδικα» της Θάσου 48, στην περιοχή του τύμβου 2 της Μεσημβρίας 49 και στη Νέα Ζωή 50. Ουσιαστική διαφορά της ομάδας αυτών των ταφών σε σχέση με τις υπόλοιπες του νεκροταφείου είναι ότι δεν είναι ατομικές, αλλά πιθανόν οικογενειακές. Οι πίθοι αυτής της ομάδας περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο νεκρούς 51. Γενικά, το ποσοστό των ενταφιασμών ανέρχεται περίπου σε 90%. Οι καύσεις αποτελούν το υπόλοιπο 10%. Οι ενταφιασμοί σε πίθους δεν προσανατολίζονται προς την ίδια κατεύθυνση. Οι ταφές παιδιών ανέρχονται στο 55%, ποσοστό μεγαλύτερο από τις ταφές των ενηλίκων. Το στόμιο των πίθων ήταν καλυμμένο, με αδρά στρογγυλεμένες σχιστολιθικές πλάκες. Οι πίθοι βρέθηκαν σπασμένοι, γεμάτοι χώμα εξαιτίας της μικρής επίχωσης. Ωστόσο πολλοί πίθοι περιείχαν και παλαιότερους νεκρούς, έως και τρεις. Οι περισσότεροι νεκροί είχαν τοποθετηθεί πάνω σε παχύ στρώμα κάποιου οργανικού υλικού. Οι καύσεις βρέθηκαν στο πρώτο στρώμα τάφων, πάνω από τους ενταφιασμούς σε αγγεία. Τα καμένα οστά στις δύο από τις τρείς ταφές βρίσκονταν στο κάτω μέρος αβαφών οξυπύθμενων αγγείων, τα οποία ήταν τοποθετημένα όρθια, δίπλα ή ανάμεσα σε πέτρες 52. Συγγενικά στοιχεία έχουν παρατηρηθεί και σε ταφικές κατασκευές της Θάσου π.χ. στην ταφή Τ12 στη θέση "Τσιγανάδικα" 53. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν ακτέριστοι, ενώ όσα κτερίσματα βρέθηκαν, ήταν άβαφα χειροποίητα αγγεία και κοσμήματα της Εποχής του Σιδήρου 54. Το νεκροταφείο εκτείνεται σε κοντινή απόσταση από τον αρχαίο οικισμό, ο οποίος πιθανόν βρίσκεται στο νησάκι Καστρί ακριβώς απέναντι από το νεκροταφείο. Οι δύο θέσεις ήταν παλαιότερα ενωμένες μέσω λιθόστρωτου δρόμου 55. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι υπάρχουν κοινά πολιτιστικά στοιχεία μεταξύ των οικισμών της Χαλκιδικής και της ανατολικής Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ομοιότητες στη διαμόρφωση μεταξύ των νεκροταφείων της Ιερισσού 56 και του Αϊ-Γιάννη Νικήτης, καθώς και του λόφου «Καστά» της Αμφίπολης 57, όπως και των «Κεντριών» και «Τσιγανάδικων» της Θάσου 58 και της περιοχής του τύμβου 2 της Μεσημβρίας 59. Με βάση 46 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Λαζαρίδης 1977, 42-43, πίν. 29β. 48 Κουκούλη- Χρυσανθάκη 1992, , , , Βαβρίτσας 1970, 72, εικ Τriantaphyllou 2001, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Πολλαπλές ταφές εντοπίζονται όχι μόνο στον Αϊ- Γιάννη Νικήτης, αλλά και στον Κούκο Συκιάς όπως και στο Γυναικόκαστρο, βλ. Τriantaphyllou 2001, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Κουκούλη-Χρυσανθάκη, ό.π. 264, εικ. 48 β.γ. 54 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Χαβέλα 2012, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Λαζαρίδης 1977, 42-43, πίν. 29β. 58 Κουκούλη- Χρυσανθάκη 1992, , , ,

17 τις παραπάνω παρατηρήσεις, πιθανολογείται ότι υπήρχε επικοινωνία και γίνονταν ανταλλαγές μεταξύ των οικισμών του ΒΑ αιγαίου Ιερισσός Η Άκανθος βρίσκεται κοντά στη σημερινή Ιερισσό. Στην ίδια θέση κατά την Εποχή Σιδήρου υπήρχε ντόπιος πληθυσμός Θρακών, πριν την ίδρυση της Ακάνθου τον 7 ο αι. π.χ. από αποίκους της Άνδρου και της Χαλκίδας. Το νεκροταφείο της προαποικιακής περιόδου κατά τη διάρκεια της ΠΕΣ βρίσκεται ΝΔ, παράλληλα με το παράκτιο νεκροταφείο των αποίκων (πίν. 24). Το ίδιο νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα από τους αποίκους κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Ο οικισμός της ΠΕΣ έχει εντοπιστεί στο Κάστρο και τοποθετείται στον κεντρικό λόφο του αρχαιολογικού χώρου 61. Γενικά, βρέθηκαν πολλοί ταφικοί πίθοι και ένας αμφορέας (πίν. 6Β, 6Γ και πίν. 7Α), καθώς και λίγα αγγεία καύσεων (πίν. 7Β, 7Γ, 56 και 60Δ). Οι εγχυτρισμοί επικρατούν έναντι των αγγείων καύσεων. Οι πίθοι καλύπτονται και οριοθετούνται συνήθως από λιθορριπή. Αρκετοί πίθοι είχαν δεχθεί πολλαπλή χρήση. Επίσης, οι πίθοι δεν έχουν κοινό προσανατολισμό και διάταξη. Η καύση εντοπίστηκε σε πολύ μικρό αριθμό. Τα στόμια των πίθων φράσσονταν συνήθως με σχιστόπλακες και ασβεστολιθικούς λίθους (λιθοσωρό), ενώ άλλοι λίθοι οριοθετούν σε αρκετές περιπτώσεις το επίπεδο έδρασης των πίθων, όπως συμβαίνει στο νεκροταφείο του Αϊ-Γιάννη Νικήτης. Παρατηρείται επίσης πολλαπλή ταφή σε αρκετές ταφές 62. Όσον αφορά τις καύσεις, η πιο χαρακτηριστική ταφή από αυτές ήταν ένας λακκοειδής τάφος πιθανόν οικογενειακός, που αποτελείται από τρείς ταφές μέσα σε τεφροδόχα (τ.8978 α-β, τ. 8979). Η περίμετρος της επιφάνειας του ορθογώνιου λάκκου οριζόταν από σειρά αργών ασβεστολίθων. Η χρήση των ασβεστολίθων μπορεί να ήταν για τη στερέωση ξύλινων σανίδων με σκοπό την κάλυψη του τάφου. Τα αγγεία ήταν καλυμμένα με καμένο χώμα αλλά και υπολείμματα καμένων οστών, επειδή η καύση του νεκρού και η τοποθέτησή του σε αγγείο έγινε στο ίδιο σημείο 63. Αυτή η πρακτική αποτελεί το συνδυασμό της πρωτογενούς και δευτερογενούς καύσης. Ειδικότερα η πρωτογενής καύση είναι η επιτόπια καύση και εναπόθεση του νεκρού στο ίδιο σημείο, ενώ η δευτερογενής είναι η καύση του νεκρού και μετά ακολουθεί η περισυλλογή των καμένων οστών και η τοποθέτησή τους σε τεφροδόχο αγγείο ή σε ταφικές κατασκευές 64. Τα χειροποίητα τεφροδόχα είναι μια οπισθότμητη πρόχους, ένας αμφορέας και ένα κρατηρόσχημο σκεύος-χύτρα. Σε μεγαλύτερο βάθος από το επίπεδο εύρεσης του κρατηρόσχημου αγγείου, προς το μέσο του λάκκου, βρέθηκαν δύο χειροποίητα αγγεία, επάλληλα μεταξύ τους. Το χώμα σε εκείνο το σημείο ήταν καμένο. Συγκεκριμένα, βρέθηκε μια οπισθότμητη πρόχους, της οποίας το στόμιο ήταν στραμμένο ΒΑ. Το αγγείο βρέθηκε λοξά τοποθετημένο πάνω σε μια σχιστόπλακα ενός τρίτου τεφροδόχου αγγείου, συγκεκριμένα ενός αμφορέα τοποθετημένου όρθια. Το στρώμα καύσης των νεκρών κάτω από τον αμφορέα από τη μια βρέθηκε άθικτο στην αρχική του θέση μαζί με υπολείμματα απανθρακωμένων κομματιών ξύλου και από την άλλη ένα τμήμα του στρώματος καύσης είχε ηθελημένα αποκοπεί και σκορπιστεί πάνω από τα αγγεία. Η σημαντική αυτή αποκάλυψη έγινε μετά την περισυλλογή των οστών από το στρώμα καύσης. Η πρόχους περιείχε καμένα οστά παιδιού και ο αμφορέας καμένα οστά ενήλικου ατόμου, ίσως γυναίκας. Πιθανολογείται, ότι στον αμφορέα βρίσκεται η μητέρα του πιθανόν νεογέννητου 59 Βαβρίτσας 1970, 72, εικ Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2000, 710. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2001, 34. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2002, 84. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2003, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α,

18 παιδιού. Τέλος, η τέφρα, που περιείχε το κρατηρόσχημο σκεύος, ίσως συνδέεται με την καύση των άλλων νεκρών στα άλλα δύο αγγεία της κατώτερης στρώσης. Άλλη ερμηνεία είναι, ότι η ταφή είναι χρονικά υστερότερη. Τα κτερίσματα της ταφής ήταν χάλκινα κοσμήματα και τα όστρακα μιας χύτρας, που θα αναλυθούν περισσότερο παρακάτω 65. Επίσης, άλλο ένα τεφροδόχο αγγείο είναι ένας χειροποίητος τοπικός πιθαμφορέας χωρίς κτερίσματα 66 και ένας αβαφής πιθόσχημος αμφορέας με στίλβωση Κούκος Συκιάς Το νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε από το 10 ο μέχρι τις αρχές του 7 ου αι. π.χ. (πίν. 14Β). Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στην κορυφή του όρους Κούκος δυτικά του χωριού Συκιά (πίν. 14Α και πίν. 1). Ο οικισμός σχετιζόταν με μεταλλευτικές δραστηριότητες 68, καθώς στην περιοχή υπήρχε χαλκός 69. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν επίσης ακμαίο οικισμό με εμπορικές σχέσεις με την Εύβοια και τη Θεσσαλία. Η κεραμική στον Κούκο είναι επηρεασμένη από την Εύβοια και τη Θεσσαλία 70. Η χρονολόγηση του οικισμού και του νεκροταφείου στον Κούκο συμπίπτει χρονικά με τον οικισμό της ΠΕΣ στο Λευκαντί, αλλά και με τον οικισμό στη Ζαγορά της Άνδρου. Τα αίτια έτσι της παρακμής του Κούκου, αλλά και των προαναφερθέντων οικισμών, πιθανόν να οφείλονται στον πόλεμο για το Ληλάντιο πεδίο. Βρέθηκαν συνολικά 98 τάφοι από τους οποίους 49 είναι κιβωτιόσχημοι 71 εντός των οποίων στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν τεφροδόχα αγγεία, 34 πίθοι και 15 τεφροδόχοι, τοποθετημένες σε αβαθείς λάκκους (πίν. 15). Το έθιμο της καύσης κυριαρχεί στο νεκροταφείο, καθώς σχεδόν όλοι οι κιβωτιόσχημοι περιελάμβαναν τεφροδόχα (πίν. 15Β και πίν. 16), εκτός από λίγες περιπτώσεις, όπου οι κιβωτιόσχημοι ήταν συλημένοι. Παρόμοιες ταφικές συνήθειες συναντώνται σε ορισμένους τάφους από το Λευκαντί. Ο τάφος αρ. 20 είχε δύο θαλάμους, κάτι το οποίο αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό στο νεκροταφείο. Τεφροδόχα αγγεία ήταν κυρίως τροχήλατοι γραπτοί αμφορείς, σκύφοι, αμφορίσκοι, κρατήρες και χειροποίητα αγγεία, όπως μια τριποδικη χύτρα και πίθοι (πίν. 54Β και 55Α-Ε). Τα τροχήλατα αγγεία συνήθως δεν σώζουν τη διακόσμηση, αλλά ακολουθούν την παράδοση της Εύβοιας ίσως και της Θεσσαλίας. Εξαίρεση αποτελεί ο μικρός εισηγμένος αμφορίσκος από τον οποίο σώζεται η διακόσμηση με μερικές ταινίες, αντίθετα με τα άλλα αγγεία στον Κούκο. Τα στόμια των εγχυτρισμών στους πίθους έκλειναν με λεπτές πλάκες ή με το μισό τμήμα ενός μεγαλύτερου κομμένου κατά μήκος πίθου. Στη ΒΑ άκρη του νεκροταφείου είχε εντοπιστεί ωοειδής περίβολος 72 κατασκευασμένος με μεγάλες πλάκες, η χρήση του οποίου δεν είναι εξακριβωμένη. Πάνω από το βράχο εντός του περιβόλου εντοπίστηκε ωοειδής κατασκευή από μικρούς ακατέργαστους λίθους, ελαφρά κοίλη, ενώ οι πέτρες έφεραν ίχνη έντονης καύσης. Πιθανότατα η κατασκευή χρησιμοποιήθηκε ως το αποτεφρωτήριο του νεκροταφείου, εξαιτίας των χαρακτηριστικών της κατασκευής, αλλά και της θέσης της. Βρίσκεται στο σημείο απέναντι ακριβώς από μία 65 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013, Παντή 2005, Βοκοτοπούλου 1987, Καρινγκτον-Σμιθ Βοκοτοπούλου 1988, Τιβέριος 2007, Tiverios 2008, Xαβέλα 2012, Αντίστοιχα, κιβωτιόσχημοι τάφοι, που χρησιμοποιήθηκαν ως θήκες τεφροδόχων, βρέθηκαν στην Τορώνη, όπως θα δούμε παρακάτω, βλ. Papadopoulos 1996, 165. Επίσης, κιβωτιόσχημοι τάφοι επενδυμένοι με σχιστόπλακες βρέθηκαν στο νεκροταφείο της ΠΕΣ στην Πύδνα, βλ. Μπέσιος 1996, 236, ενώ στον Ωρωπό ένας από τους παιδικούς τάφους της ΥΓ περιόδου ήταν σε κιβωτιόσχημο, βλ. Vlachou 2007, Η Τριανταφύλλου θεωρεί, ότι ήταν πιθανόν ταφικός περίβολος, που περιέκλειε συστάδα τάφων και αποτελούσε σήμα τους. Aντίστοιχο παράδειγμα, ίσως ταφικού περιβόλου, προέρχεται από το Γυναικόκαστρο Κιλκίς, όπου σ αυτήν την περίπτωση περικλείει ένα τεφροδόχο και όχι συστάδα τεφροδόχων, βλ. Triantaphyllou 2001,

19 σχισμή στο βράχο από την οποία συνήθως βγαίνει μικρό ρεύμα αέρα. Ο περίβολος που χτίστηκε από πάνω, πιθανόν να έγινε για τη σήμανση του αποτεφρωτηρίου μετά την παύση της λειτουργίας του, ενώ με άλλη ερμηνεία που δίνεται, είναι ότι ο περίβολος ήταν τα θεμέλια μιας μεταγενέστερη καλύβας, που δεν σχετίζεται με το νεκροταφείο. Τελετουργικό ταφής δεν εντοπίστηκε. Σε κάποιες τομές βρέθηκε παχύ στρώμα απανθρακωμένου μαύρου χρώματος. Πιθανόν σε αυτό το σημείο υπήρχε χώρος αποτέφρωσης των νεκρών Τορώνη Η Τορώνη βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσόνησου της Σιθωνίας. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως το νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (πίν. 8). Το νεκροταφείο χρονολογείται από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως το 850 π.χ. Η περιοχή με βάση την κεραμική ήταν γνωστή από τους Μυκηναίους 74. Οι Χαλκιδείς σύμφωνα με μια άποψη αποίκισαν τα επόμενα χρόνια την περιοχή. Η αποικία τους είναι η παλαιότερη στη Χαλκιδική 75. Εντούτοις η θεωρία της αποίκησης της Τορώνης από τους Χαλκιδείς έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Παπαδόπουλου. Η θεωρία του βασίζεται στις πρωιμότερες φάσεις κατοίκησης, τη σχέση των μυκηναϊκών αγγείων με την κεντρική και νότια Ελλάδα, τη σχέση της ΥΓ κεραμικής με την Εύβοια, την Αθήνα, την Κόρινθο και τα ανατολικοϊωνικά εργαστήρια και τέλος την ύπαρξη ευβοϊκών αγγείων σε μη ευβοϊκές αποικίες, όπως την Αγχίαλο/Σίνδο και το Καραμπουρνάκι 76. Στο νεκροταφείο έχουν βρεθεί εγχώρια αγγεία παρόμοια με τα αντίστοιχα της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και επείσακτα αττικά, ευβοϊκά και θεσσαλικά αγγεία και απομιμήσεις τους της πρωτογεωμετρικής περιόδου. Στην ΥΓ περίοδο εντάσσονται εισηγμένα αγγεία από τα ανατολικοϊωνικά εργαστήρια, την Κόρινθο και την Εύβοια. Η τοπική κεραμική επηρεάζεται αρχικά από την Αττική και μετέπειτα από την Εύβοια 77. Στο νεκροταφείο της Τορώνης βρέθηκαν διάφοροι τύποι τάφων (πίν. 9), με πιο συνηθισμένες ταφές τα τεφροδόχα αγγεία μέσα σε βράχους ή σε λάκκους και σπάνια σε κιβωτιόσχημους (θήκες) τάφους (πίν. 13Δ). Επίσης, εμφανίζεται ο απλός ενταφιασμός σε λάκκο, σε κιβωτιόσχημο τάφο και ο εγχυτρισμός σε πίθο (πίν. 10). Εξαίρεση αποτελεί η τοποθέτηση της τέφρας σε πίθο. Συγκεκριμένα, τα τεφροδόχα αγγεία αριθμούν στα 118 στο σύνολο των 134 τάφων στο Άνδηρο V. Οι λάκκοι που ανοίγονταν στο βραχώδες υπόστρωμα, για την τοποθέτηση των τεφροδόχων αγγείων, είχαν κυκλικό ή ελλειπτικό σχήμα μήκους από 0,25-0,80μ. Τα τεφροδόχα αγγεία τοποθετούνταν μέσα στους λάκκους όρθια ή στα πλάγια. Το γέμισμα των λάκκων αποτελούνταν από μαυρισμένο χώμα, λόγω των υπολειμμάτων των πυρών. Επίσης, βρέθηκαν καμένα όστρακα και μικρός αριθμός καμένων οστών. Η εύρεσή τους υποδηλώνει τη μη προσεκτική συλλογή και τοποθέτησή τους στο τεφροδόχο αγγείο (πίν. 11Β). Η χρήση τροχήλατων αμφορέων ως τεφροδόχων αγγείων είναι η πιο συνηθισμένη. Το σχήμα των αγγείων δεν παίζει ρόλο για τη χρήση του ως τεφροδόχου, καθώς χρησιμοποιήθηκαν μικρά αγγεία (αμφορίσκοι), κύπελλα/κύαθοι εκτός από μεγάλα, αλλά και ανοιχτά όπως σκύφοι, κρατήρες, πίθοι και άλλα (πίν. 11Α). Σχήματα αγγείων που ήταν συνηθισμένα τεφροδόχα στα νεκροταφεία της Εποχής Σιδήρου, όπως η τροχήλατη λεκανίδα, η χειροποίητη πρόχους, ο κάνθαρος, το φιαλόσχημο αγγείο και η τριποδική χύτρα δεν συναντώνται στο νεκροταφείο της Τορώνης ως τεφροδόχα, αλλά ως κτερίσματα. Ως πώμα στα τεφροδόχα έμπαιναν επαναχρησιμοποιημένες βάσεις άλλων αγγείων. Τμήμα 73 Βοκοτοπούλου 1987, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1988, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1989, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1990, Μοσχονησιώτη 2012, Τiverios 2008, 45-47, σημ Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, ,

20 πίθου ή συνηθέστερα αμφορέα τοποθετούνταν συνήθως πάνω από το τεφροδόχο ως κάλυμμα. Οι σπασμένες βάσεις ήταν επεξεργασμένες στις άκρες, ώστε να ταιριάζουν στο στόμιο του τεφροδόχου αγγείου. Άλλος τρόπος καλύμματος του τεφροδόχου αγγείου ήταν με ανοιχτά αγγεία τοποθετήμενα ανάποδα πάνω στο στόμιο των τεφροδόχων είτε όρθιων είτε πλαγιασμένων, όπως οι λεκανίδες, φιάλες και δύο σκύφοι. Οι τάφοι είχαν ως κάλυψη ένα μετρίου μεγέθους λίθο, ο οποίος βρισκόταν οριζόντια πάνω από το λάκκο για τη σφράγισή του. Οι λίθοι τοποθετούνταν επίπεδα πάνω από το λάκκο με το τεφροδόχο αγγείο, ενώ σπάνια κάλυπτε εξ ολοκλήρου το λάκκο (πίν. 13 Α-Γ). Πάνω από τους καλυπτήριους λίθους δεν βρέθηκαν στοιχεία για την ύπαρξη κάποιου σήματος. Τμήματα αγγείων κυρίως χειροποίητων χρησιμοποιήθηκαν για τη σταθερή τοποθέτηση μέσα στο λάκκο του τεφροδόχου αγγείου ή και άλλων αγγείων. Εντός των τεφροδόχων αγγείων υπήρχαν τα καμένα οστά συνηθέστερα ενός νεκρού, υπάρχουν όμως και αρκετά τεφροδόχα αγγεία, που περιείχαν δύο ή και περισσότερους νεκρούς. Επιπλέον, άλλο είδος πολλαπλής ταφής είναι η τοποθέτηση πολλών τεφροδόχων σε ένα λάκκο. Όσα τεφροδόχα αγγεία τοποθετούνταν πλαγιαστά, τα περισσότερα δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο προσανατολισμό. Η καύση γινόταν σε άλλη θέση και στη συνέχεια μάζευαν τα καμένα οστά και τα τοποθετούσαν στα τεφροδόχα, όπως γινόταν και στην Αθήνα. Η πρακτική αυτή ονομάζεται δευτερεύουσα καύση. Κτερίσματα ήταν κυρίως αγγεία, με πιο συνηθισμένο την οπισθότμητη πρόχου. Άλλα κτερίσματα ήταν χάλκινα κοσμήματα, αιχμή δόρατος, μια λεπίδα κ.α. 78, όπως θα δούμε και παρακάτω. Εγχυτρισμοί νεκρών βρέθηκαν σε δύο πίθους. Στη μια ταφή (τάφος 1) δεν βρέθηκαν ανθρώπινα οστά in situ αλλά σε κοντινή απόσταση από τον πίθο, τα οποία ανήκουν σε παιδί. Η δεύτερη ταφή (τάφος 12) περιείχε μικρό αριθμό οστών παιδιού ηλικίας 6 χρόνων. Συγκεκριμένα, για τον τάφο 12 ανοίχτηκε λάκκος στο χώμα και εν μέρει στο βραχώδες υπόστρωμα μέσα στο οποίο τοποθετήθηκε ένα μεγάλο τμήμα από το σώμα πίθου, πάνω στο οποίο εναποτέθηκε ο νεκρός. Μικροί λίθοι τοποθετήθηκαν πάνω από τον τάφο για τη μερική κάλυψή του. Ο προσανατολισμός των νεκρών φαίνεται να είναι περίπου Α-Δ. Τα κτερίσματα που βρέθηκαν στους πίθους ήταν ελάχιστα 79. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι στο νεκροταφείο της Τορώνης οι ενταφιασμοί σε λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους, καθώς και οι εγχυτρισμοί σε πίθους είναι ίσως προγενέστεροι χρονικά των καύσεων στα τεφροδόχα 80. Ταφικές τελετουργίες εντοπίστηκαν στην Τορώνη, όπως προσφορές φαγητού και υγρών μέσω αγγείων, όπως και στη Βεργίνα. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν όστρακα από αγγεία και οστά ζώων με ίχνη καύσης ή όχι, στους λάκκους μαζί με τα τεφροδόχα. Επίσης, βρέθηκαν με ίχνη καύσης ή μη σε θαλασσινά όστρεα και σε υπολείμματα φυτών μέσα στα τεφροδόχα μαζί με τα ανθρώπινα οστά, με αρκετές ομοιότητες με την Αθήνα. Τράπεζες προσφορών, αν και βρέθηκαν πολλά καμένα όστρακα, δεν υπήρχαν στην Τορώνη, αντίθετα με την Αθήνα. Παρ όλα αυτά το ίδιο έθιμο θα μπορούσε να γίνει με την τοποθέτηση αγγείων στην πυρά που καίγεται ο νεκρός ή τη ρήψη τους μέσα στην πυρά 81. Ορισμένοι ερευνητές συνδέουν τις ταφικές πρακτικές της Εύβοιας με την Τορώνη, άποψη η οποία σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο δεν ισχύει. Ο ίδιος επισημαίνει, ότι παρατηρούνται ομοιότητες μεταξύ Τορώνης και Αθήνας. Συγκεκριμένα, ο κυκλικός λάκκος μέσα στον οποίο τοποθετούνταν το τεφροδόχο εμφανίζεται και σε υπομυκηναϊκούς τάφους της Αθήνας. Η μόνη διαφορά είναι, ότι στην Τορώνη δεν παρατηρείται ο τετράγωνος ή ορθογώνιος λάκκος 78 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 395. Το ίδιο συμβαίνει και σε νεκροταφείο στην Αθήνα, όπου οι καύσεις κατά τη διάρκεια της πρωτογεωμετετρικής περιόδου αντικαταστάθηκαν από το έθιμο του ενταφιασμού, βλ. Kraiker Kübler 1939, , τόμ. 1. Kübler 1943, 1-5, τομ Papadopoulos 2005,

21 (trench and hole). Εντούτοις οι πολιτιστικές επιρροές δεν μπορούν να βασιστούν μόνο στα ταφικά έθιμα, αλλά στον κατάλληλο συνδυασμό και άλλων δεδομένων. Στο νεκροταφείο περιλαμβάνονται όλες οι ηλικίες (πίν. 12). Υπερτερούν οι ενήλικες, με 56 νεκρούς από το σύνολο των 107 τεφροδόχων αγγείων, που περιείχαν οστά. Ο προσδιορισμός του πραγματικού μεγέθους της κοινωνικής ομάδας της Τορώνης είναι αδύνατος μέσα από τους τάφους, καθώς για να γίνει τέτοια μελέτη χρειάζεται να μελετηθεί όλος ο οικισμός. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα να υπάρχουν και άλλα νεκροταφεία στην Τορώνη, όπως συμβαίνει στην Αθήνα και στο Λευκαντί. Αυτή η άποψη είναι πολύ πιθανόν να ισχύει, καθώς οι ενήλικες υπερτερούν σε σχέση με τα βρέφη και τα παιδιά, αντίθετα με άλλα νεκροταφεία της Ελλάδας, που η αναλογία είναι 50% ή και παραπάνω νεκρά βρέφη και παιδιά. Επομένως, θα έπρεπε να υπάρχει και άλλο ένα νεκροταφείο για βρέφη και παιδιά. Επίσης, ο αριθμός των ενήλικων νεκρών μέσα στα 200 χρόνια χρήσης του νεκροταφείου είναι περιορισμένος, ώστε να πιθανολογείται η ύπαρξη άλλου νεκροταφείου και για τους υπόλοιπους ενήλικες. Επίσης, δεν υπάρχει κάποιος συνδυασμός σχήματος αγγείων με βάση την ηλικία ή το φύλλο των νεκρών παιδιών/ εφήβων. Τα κτερίσματά τους είναι πολύ λίγα. Γενικά, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο ταφικό έθιμο για βρέφη και παιδιά/ εφήβους στην Τορώνη. Με βάση τα ταφικά έθιμα, όπως έχει ήδη λεχθεί, δεν είναι δυνατή πολλές φορές η εξακρίβωση του φύλου και της ηλικίας των νεκρών εξαιτίας της αποσπασματικής κατάστασης των καμένων οστών. Επίσης δεν είναι δυνατόν να διευκρινιστούν ενδεχόμενες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Παρ όλα αυτά διαμορφώνονται ομάδες τάφων, που ξεχωρίζουν με βάση την τοποθέτησή τους στο χώρο και όχι με άλλα κριτήρια. Δεν εντοπίστηκαν ίχνη συγγένειας εξ αίματος στα οστά εξαιτίας της κακής διατήρησης των ευρημάτων. Τέλος, το θέμα του αποκλεισμού των παιδιών/εφήβων από το Άνδηρο V, η προβολή του νεκροταφείου πάνω από τον οικισμό, αλλά και οι μικρής σημασίας διαφοροποιήσεις μεταξύ των τάφων οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο οικισμός της Τορώνης ήταν μια μεγάλη κοινότητα και όχι ένα μικρό χωριό Papadopoulos 2005,

22 1.3. Έθιμα ταφής της αρχαϊκής περιόδου στη Μακεδονία και τη Χαλκιδική Οι ευβοϊκές αποικίες στη Χαλκιδική και την παραθερμαϊκή ζώνη κατά τη διάρκεια του 8 ου και 7 ου αι. π.χ αποτελούσαν τμήμα ενός πολύ έντονου φαινομένου αποικισμών και εμπορικών σχέσεων 83 (πίν. 17Α). Τα νεκροταφεία της Μακεδονίας χωρίζονται σε τρείς ομάδες, σύμφωνα με την Παντή, με βάση την τυπολογία των τάφων, την εφαρμογή του ενταφιασμού και της καύσης, καθώς και τις μικρές διαφοροποιήσεις στην κτέριση των νεκρών (πίν. 17Β). Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τα νεκροταφεία του εσωτερικού του Θερμαϊκού κόλπου, συγκεκριμένα το Αρχοντικό Πέλλας, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τον Άγιο Αθανάσιο και τη Λητή, τα οποία παρομοιάζονται με τα νεκροταφεία της ενδοχώρας, συγκεκριμένα τις Αιγές, το Τρεμπένιστε και την Αιανή. Στη δεύτερη ομάδα εντάσσονται τα νεκροταφεία του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου, όπως η Σίνδος, η Πολίχνη, το Καραμπουρνάκι, η Άνω Τούμπα, η Θέρμη και η Σουρωτή, αλλά και η Πύδνα. Τέλος, η τρίτη ομάδα αποτελείται από τις νεκροπόλεις του ανατολικού τμήματος της παραθερμαϊκής ζώνης, δηλαδή από την Αγία Παρασκευή έως την Αίνεια 84. Τα νεκροταφεία της Χαλκιδικής διαφέρουν από αυτά της λοιπής Μακεδονίας, επειδή στη Χαλκιδική οι λακκοειδείς τάφοι δεν αποτελούν την κύρια ταφική πρακτική, καθώς υπάρχουν σε μεγάλη ποσότητα και άλλα είδη τάφων, όπως κιβωτιόσχημοι, σαρκοφάγοι και ταφικά αγγεία, στα οποία τοποθετούνταν παιδιά. Εντούτοις η επίδραση των αποικιακών πόλεων της Χαλκιδικής αυξάνεται στις δύο τελευταίες προαναφερθείσες ομάδες και έτσι εμφανίζονται τάφοι απόλυτα συνηθισμένοι στη Χαλκιδική, όπως οι κιβωτιόσχημοι και οι εγχυτρισμοί. Τα παιδιά ενταφιάζονται κυρίως σε ταφικά αγγεία 85, όπως σε οξυπύθμενους αμφορείς και πιθαμφορείς. Σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό, λόγω της πολύ μεγάλης παιδικής θνησιμότητας. Η τυπολογία των τάφων στη χερσόνησο της Κασσάνδρας έχει ομοιότητες με τα νεκροταφεία της Εύβοιας και της Κορίνθου, που ίδρυσαν αποικίες στη χερσόνησο. Συγκεκριμένα, τα νεκροταφεία της Κασσάνδρας, κατ αναλογία με της Εύβοιας, έχουν μεγάλο ποσοστό ενταφιασμού παιδιών σε ταφικά αγγεία, όπως πιθαμφορείς και οξυπύθμενους αμφορείς, ενώ των ενηλίκων σε λακκοειδείς τάφους. Επίσης, είναι σημαντική η ομοιότητα που παρουσιάζουν τα πρώιμα ταφικά αγγεία της Κασσάνδρας, με αυτά του νεκροταφείου της Ερέτριας και γενικότερα η επιρροή της ευβοϊκής κεραμικής στα τοπικά εργαστήρια κεραμικής. Τέλος, οι καύσεις στη Χαλκιδική, αν και είναι αρκετά λιγότερες από τους ενταφιασμούς, εντοπίζονται σε μεγαλύτερο αριθμό απ ότι στα νεκροταφεία του Θερμαϊκού κόλπου. Αιτία της αύξησης των καύσεων στη Χαλκιδική σε αντίθεση με το Θερμαϊκό κόλπο είναι η άφιξη των Ευβοέων αποίκων στην Κασσάνδρα. Στην Εύβοια, ειδικότερα στην Ερέτρια, οι καύσεις ενηλίκων επικρατούν, αλλά και στις αποικίες των Ευβοέων στην Ιταλία οι καύσεις βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά. Αντίθετα το έθιμο της καύσης στην Άκανθο συνδέεται με τα ταφικά έθιμα του ανατολικονησιωτικού χώρου, όπως φαίνεται και από το νεκροταφείο των Αβδήρων Τiverios 2008, Παντή 2012, , 85 Τα αίτια μη καύσης των παιδιών, αλλά ενταφιασμού τους σε αγγεία και σε άλλου τύπους τάφων, είναι ψυχολογικά παρά λειτουργικά. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά μ αυτό θέμα, βλ. Μελάς 2001, Παντή 2012,

23 1.4. Τα νεκροταφεία των αποίκων στη Χαλκιδική (από τον 8 ο αι. π.χ. έως και την ύστερη αρχαϊκή περίοδο) Τα νεκροταφεία, που εντοπίστηκαν στη Χαλκιδική με εγχυτρισμούς είναι στη Μένδη, το Πολύχρονο, την Άκανθο, τον Αϊ Γιάννη Νικήτης, τη Νέα Σκιώνη, τη Νέα Καλλικράτεια, τη Σάνη, την Όλυνθο 87 και το Νέο Μαρμαρά 88. Μόνο ένα τεφροδόχο αγγείο εντοπίστηκε στην Άκανθο 89. Αντίθετα στις άλλες πόλεις, όπως την Ποτίδαια 90, την Άφυτη 91 κ.α. δεν βρέθηκαν αγγεία εγχυτρισμών και καύσεων Αϊ-Γιάννης Νικήτης Στο αρχαϊκό νεκροταφείο, που χρονολογείται από τον 7 ο έως τον 5 ο αι. π.χ., αποκαλύφθηκαν 30 τάφοι, από αυτούς ήταν 21 πίθοι, 2 ταφικοί αμφορείς (ο ένας από τους δύο αμφορείς φέρει ίχνη διακόσμησης με επάλληλες ταινίες) 92, 3 πιθαμφορείς, 1 λιθοπερίβλητος τάφος, 2 κεραμοσκεπείς και 1 ταφικό αγγείο (πίν. 6Α). Η Σιθωνία σύμφωνα με τον Στράβωνα 93 είχε αποικιστεί από τους Χαλκιδείς, ωστόσο δεν υπάρχει ακριβής πληροφορία, αν είχε συμβεί το ίδιο για τον Αϊ Γιάννη Νικήτης. Οι ταφικοί πίθοι βρίσκονταν μέσα σε λάκκους. Στρογγυλεμένες σχιστόπλακες έκλειναν τα στόμια των πίθων και ο προσανατολισμός των στομίων ήταν συνήθως προς τη δύση. Το κεφάλι σε όσες από τις περιπτώσεις διατηρήθηκε, βρέθηκε στην πλευρά του στομίου. Ένα από τα ταφικά αγγεία περιβαλλόταν από σχιστόπλακες, οι οποίες πιθανόν λειτουργούσαν ως περίβολος (τάφος 18). Η οργάνωση του νεκροταφείου δεν διαφέρει από τα νεκροταφεία της Χαλκιδικής, της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης κατά την αρχαϊκή περίοδο. Οι ταφές ανήκουν κυρίως στον τύπο των ταφικών πίθων και είναι σημαντική η απουσία υδριών, ως ταφικών αγγείων. Επίσης, οι εγχυτρισμοί νηπίων και οι ενταφιασμοί ενηλίκων και παιδιών υπερτερούν αριθμητικά σε σχέση με τους άλλους τύπους ταφών. Η χρήση του νεκροταφείου σταμάτησε στα τέλη του 5 ου αι. π.χ., το οποίο αιτιολογείται πιθανόν με τη μετακίνηση του πληθυσμού προς την Όλυνθο Ιερισσός/ Άκανθος Στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. πραγματοποιήθηκε ο αποικισμός της Ακάνθου με αποίκους της Άνδρου σύμφωνα με τον Θουκυδίδη 95 και πιθανόν της Χαλκίδας σύμφωνα με τον Πλούταρχο 96. Η αρχαία Άκανθος βρίσκεται ΝΑ του σημερινού οικισμού της Ιερισσού. Στην ίδια περιοχή κατοικούσε ντόπιος πληθυσμός, όπως ήδη αναφέρθηκε (πίν. 24). Το νεκροταφείο έχει ανασκαφεί σε μεγάλη έκταση, συγκεκριμένα 60 στρεμμάτων, στην παραθαλάσσια έκταση της σύγχρονης πόλης. Οι άποικοι θάβονταν στην παράκτια ζώνη. Γενικότερα το νεκροταφείο (πίν. 25Α) εκτείνεται χρονικά από τον 7 ο αι. π.χ. έως και τον 3 ο αι.μ.χ., ενώ ένα τμήμα του μέχρι τον 17 ο αι. Οι λακκοειδείς τάφοι υπερτερούν, αλλά 87 Παντή 2012, Βοκοτοπούλου 1987α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, Μοσχονησιώτη 2012, σημ. 489, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 2012, 371, σημ Η κατηγοριοποίησή του σε κάποια διακοσμητική ομάδα είναι αδύνατη. 93 Στράβων, και 7, fr Ρωμιοπούλου 2012, Θουκυδίδης, ΙV Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά

24 υπάρχουν και άλλοι τύποι τάφων, όπως οι εγχυτρισμοί, οι κεραμοσκεπείς τάφοι και λίγα τεφροδόχα αγγεία 97. Οι τάφοι, που βρέθηκαν μέχρι σήμερα, ξεπερνούν τις Οι τάφοι εντοπίστηκαν σε χαμηλό βάθος, όπως και στη Μένδη, όπως θα δούμε παρακάτω. Το χώμα είναι σε αρκετά σημεία διαταραγμένο, καθώς πολλοί τάφοι είναι κατεστραμμένοι. Η στρωματογραφία δεν προσφέρει πληροφορίες για χρονολόγηση των τάφων. Η οργάνωση του νεκροταφείου και η τυπολογία των τάφων της Ακάνθου έχει ομοιότητες όχι μόνο με τα νεκροταφεία της Άνδρου, αλλά και με τα νεκροταφεία του ανατολικονησιωτικού χώρου, όπως και των αποικιών τους στο βορειοελλαδικό χώρο 99, κυρίως με το νεκροταφείο των Αβδήρων 100, από την ίδρυση της Ακάνθου έως και την υστεροαρχαϊκή περίοδο. Συγκεκριμένα, τα κοινά στοιχεία με τα Άβδηρα (πίν. 27) είναι ότι οι ενήλικες θάβονται κυρίως σε απλούς λάκκους και τα παιδιά σε εγχυτρισμούς, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Οι ενταφιασμοί υπερτερούν έναντι των καύσεων, αν και υπάρχει αύξηση της καύσης συγκριτικά με τα νεκροταφεία του Θερμαϊκού κόλπου, εξαιτίας της άφιξης των αποίκων 101. Μοναδική περίπτωση τεφροδόχου αγγείου αποτελεί ένας αττικός μελανόμορφος αμφορέας του 510 π.χ 102. Γενικά, οι εμπορικοί αμφορείς αποτελούσαν το πιο συνηθισμένο σχήμα εγχυτρισμού στο νεκροταφείο (πίν. 25Β). Λιγότερο συνηθισμένα σχήματα για εγχυτρισμούς ήταν οι υδρίες, οι πίθοι και ακολουθούν οι πρόχοι 103, οι πιθαμφορείς, οι λέβητες 104 και χύτρες 105. Ωστόσο τα σχήματα αλλάζουν ανάλογα με την περίοδο. Οι εγχυτρισμοί υπερτερούν έναντι των άλλων τύπων ταφών, εξαιτίας της υψηλής παιδικής θνησιμότητας. Οι ενήλικες θάβονταν κυρίως σε λακκοειδείς τάφους 106. Τα αγγεία τοποθετούνταν χωρίς κάποιο προσανατολισμό. Οι λάκκοι ανοίγονταν εύκολα, διότι το νεκροταφείο βρίσκεται στην αμμώδη παραθαλάσσια ζώνη της Ακάνθου. Οι τάφοι απλώνονται από δύο έως τέσσερα στρώματα, χωρίς όμως να διαφοροποιούνται σε χρονολογικές φάσεις, επειδή ένας εγχυτρισμός σε αμφορέα του 5 ου αι. π.χ. βρίσκεται στο ίδιο βάθος μ έναν του 6 ου αι. π.χ. Οι αμφορείς έχουν άνοιγμα στο σώμα, για να τοποθετείται μέσω αυτού του ανοίγματος ο νεκρός, που ήταν πάντοτε έμβρυα ή νήπια σε ύπτια ή συνεσταλμένη στάση 107, αλλά αρκετά στοιχεία μένουν αναπάντητα, καθώς δεν έχει γίνει οστεολογική μελέτη 108.Το αγγείο τοποθετούνταν συνήθως οριζόντια ή λοξά 109. Συχνά γύρω από το αγγείο έβαζαν μικρές σχιστόπλακες για τη σταθεροποίησή του αγγείου στο αμμώδες έδαφος (πίν. 26Α), ενώ ελάχιστες φορές λίθοι βρίσκονταν και πάνω στους εγχυτρισμούς. Ο Καλτσάς αναφέρει επίσης, ότι ο νεκρός τοποθετούνταν στο αγγείο από το στόμιο του αμφορέα ή από το σπασμένο κάτω τμήμα του προς τη βάση (πίν. 26Β). Ιδιαίτερα παραδείγματα αποτελούν οι ακέραιοι αμφορείς, για τους οποίους μένει αναπάντητο, πως έγινε η τοποθέτηση μέσα στο αγγείο. Η ερμηνεία που δόθηκε είναι, ότι προηγήθηκε καύση, 97 Καλτσάς 1998, 289 κ.ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1987, 297. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1992, 386. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1993, 413. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1995, 481. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, 110. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998 β Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1999α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004, β, γ Trakosopoulou-Salakidou 2006/07, Φίλης 2012, Kαλτσάς 1998, Παντή 2012, Σκαρλατίδου 2010, 343, Kαλτσάς 1998, Παντή 2012, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, Καλτσάς 1998, Φίλης 2011, Οι λέβητες, δεν είναι γνωστό αν μπορούν να ενταχθούν στην αρχαϊκή περίοδο, εξαιτίας της απουσίας λεπτομερέστερων δημοσιεύσεων, σχετικά με τα σχήματα των αγγείων της αρχαϊκής περιόδου. 105 Παντή 2005, 354. Παντή 2008, Παντή 2012, Φίλης 2011, Φίλης 2011, 35, σημ Φίλης 2011,

25 παρόλο που δεν εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και τέφρας στο αγγείο 110. Ο Φίλης θεωρεί, ότι αυτές οι περιπτώσεις σχετίζονται με ταφικά έθιμα 111. Το κομμάτι από το σώμα του αγγείου, που αφαιρείται, τοποθετείται ξανά στη θέση του. Εντούτοις υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν θραύσματα άλλων αμφορέων, χονδροειδών ή διακοσμημένων αγγείων 112, όπως το θραύσμα ενός μελανόμορφου κιονωτού κρατήρα, που χρησιμοποιήθηκε ως κάλυμμα αμφορέα της ανατολικής Ελλάδας (ίσως σαμιακός) 113, ή σχιστόπλακες. Αρκετές φορές δεν υπάρχει κάλυμμα. Το στόμιο του αγγείου καλυπτόταν μ ένα θραύσμα αγγείου ή σχιστόπλακα 114, όπως το θραύσμα του κιονωτού κρατήρα 135, που κάλυπτε το στόμιο του οξυπύθμενου αμφορέα της ταφής Παρ όλα αυτά η κάλυψη του στομίου δεν βοήθησε στο να αποτραπεί η εισχώρηση της άμμου εντός του αγγείου 116. Σύμφωνα με τον Φίλη είναι πιθανόν την άμμο να την έβαζαν στα αγγεία από την αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της ταφής του νεκρού 117, ενώ την ίδια άποψη έχει η Σκαρλατίδου για τους εγχυτρισμούς από τα Άβδηρα 118. Μερικά ταφικά αγγεία σώζονται αποσπασματικά, πιθανόν όχι λόγω της παρόδου των αιώνων, αλλά του σπασίματός τους πριν την ταφική χρήση τους. Η χρονολόγηση των εγχυτρισμών είναι αρκετά σύνθετη, καθώς ένα ταφικό αγγείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πολύ μεγάλο διάστημα πριν την ταφική χρήση, ενώ άλλη δυσκολία είναι, ότι η χρονολόγησή του με βάση μόνο τη διακόσμηση και την τυπολογία είναι αρκετές φορές δύσκολη, αν δεν υπάρχουν κτερίσματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται 119 από τα Άβδηρα, όπου ο εγχυτρισμός Κ1 εντάσσεται στις αρχές του 6 ου αι. π.χ. με βάση τα κτερίσματα, ενώ ο αμφορέας SOS χρονολογείται μετά τα μέσα του 7 ου αι. π.χ Επίσης, ένας πρώιμος αρχαϊκός αμφορέας SOS από τη Σαμοθράκη χρησιμοποιήθηκε ως ταφικός αμφορέας στην ελληνιστική εποχή 121. Οι εγχυτρισμοί είναι το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στους τύπους ενταφιασμών της Ακάνθου, κάτι το οποίο σχετίζεται με το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας 122. Η συνηθισμένη χρήση του εγχυτρισμού στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο στην Άκανθο, αλλά και σε άλλες πόλεις της Χαλκιδικής 123, όπως το Πολύχρονο 124 και τη Μένδη 125, πιθανότατα αιτιολογείται από τη μακραίωνη παράδοση 126, η οποία ξεκινά με τα παρόντα στοιχεία από το νεκροταφείο της ΠΕΧ του Αγ. Μάμαντος 127. Εντούτοις το έθιμο του εγχυτρισμού σε αμφορείς συναντάται και σε περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 128. Η τοποθέτηση των νεκροταφείων στις παράκτιες ζώνες συναντάται και σε άλλες αποικίες του βορείου Αιγαίου 129, όπως στη Μένδη 130, το Πολύχρονο 131, τη Νέα Καλλικράτεια 132, τις 110 Καλτσάς 1998, Φίλης 2011, 35, σημ Φίλης 2011, Καλτσάς 1998, 64-65, πίν. 65γ. 114 Φίλης 2011, Παντή 2008, Φίλης 2011, Φίλης 2011, 36 σημ Σκαρλατίδου 2010, Φίλης 2011, Σκαρλατίδου 2000, 98-99, πίν. 88, εικ. 267β. Σκαρλατίδου 2010, Καραδήμα Κουτσουμάνης 1992, 679, εικ Φίλης 2011, 36. Παρόμοια ποσοστά παρουσιάζουν οι εγχυτρισμοί στο αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων βλ. Σκαρλατίδου 2010, και Φίλης 2011, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου κ.α. 1988, Βοκοτοπούλου κ.ά. 1989, Vokotopoulou 1996, Βοκοτοπούλου 1989, Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990, Vokotopoulou 1996, Μοσχονησιώτη Φίλης 2011, Παππά 1998, Γραμμένος Τιβέριος 1984, 35 (Άργιλος). Κουκούλη- Χρυσανθάκη 2007, 37-56, κυρίως 52-56, πίν (Οισύμη). Σκαρλατίδου 2010, και (Άβδηρα). Τριαντάφυλλος 1973, , πίν. 424δ (Δίκαια). 129 Φίλης 2011,

26 αποικίες της θασιακής περαίας, όπως την Οισύμη 133, τη Γαληψό 134, τα Άβδηρα 135, αλλά και το αρχαϊκό νεκροταφείο της αρχαίας Σμύρνης 136 και της αρχαίας πόλης της Κέρκυρας 137. Η συνήθεια να θάφονται οι νεκροί στις παραθαλάσσιες αμμωδεις ζώνες, αιτιολογείται κυρίως από την αδυναμία καλλιέργειας προϊόντων στην άμμο Νέα Καλλικράτεια Η Νέα Καλλικράτεια βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Χαλκιδικής (πίν. 17Β). Στην περιοχή εντοπίστηκαν το νεκροταφείο και ο οικισμός. Το νεκροταφείο χρονολογείται από την ΠΕΣ έως και την ύστερη αρχαιότητα. Στην παραλία του σύγχρονου οικισμού εκτείνονται οι ταφές του 6 ου και του 5 ου αι. π.χ. Το νεκροταφείο εντοπίστηκε έξω από την αρχαία πόλη. Το όνομα της πόλης είναι άγνωστο, πιθανές ονομασίες είναι η Αίσα, η Λίπαξος, η Δίκαια, ή Βέροια-Βρέα 139. Το πιθανότερο είναι να ταυτίζεται με τη Δίκαια, αποικία της Ερέτριας, χωρίς να είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο. Η χρονολόγηση ίδρυσης του οικισμού είναι άγνωστη 140. Γενικά, αποκαλύφθηκαν αρκετοί τάφοι, οι οποίοι ήταν κυρίως εγχυτρισμοί, σαρκοφάγοι κ.α. 141 Ορισμένοι εγχυτρισμοί βρίσκονται γύρω από πυρές πρωτογενούς καύσης και έχουν προσανατολισμό προς αυτές 142. Στους οξυπύθμενους αμφορείς και πιθαμφορείς ενταφιάζονται μόνο τα νήπια και τα μικρά παιδιά έως την ηλικία των 2-3 ετών και είχαν τον ίδιο τρόπο κάλυψης του στομίου. Ο προσανατολισμός των τάφων στα ύστερα αρχαϊκά χρόνια είναι ΝΔ προς ΒΔ, εκτός από την περίπτωση, που οι ταφές προσανατολίζονται προς μια κεντρική ταφή του περιβόλου ή του τύμβου, που είναι συνήθως η παλαιότερη. Χαρακτηριστικό είναι ότι η στρωματογραφία του νεκροταφείου χωρίζεται με βάση την ηλικία του νεκρού και τα ταφικά έθιμα. Συγκεκριμένα, οι πυρές εντοπίζονται στην επιφάνεια του νεκροταφείου, οι παιδικοί τάφοι (κεραμοσκεπείς και εγχυτρισμοί) πραγματοποιούνται σε ρηχούς λάκκους και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι ενταφιάζονται σε βαθύτερα ορύγματα. Παρουσία κτερισμάτων δεν αναφέρεται Νέος Μαρμαράς Στο Νέο Μαρμαρά εντοπίστηκε εγχυτρισμός σε πίθο με κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ (πίν. 28Β). Το στόμιο του πίθου έφραζε πλάκα 144. Στο εσωτερικό του πίθου βρέθηκαν κτερίσματα. Νεκροταφείο δεν έχει εντοπισθεί. Η ταφή χρονολογείται με βάση τα κτερίσματα στο β μισό του 6 ου αι. π.χ Βλ. σημ Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, Μπιλούκα Βασιλείου Γραικός 2000, 301. Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2004, Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2005, Γιούρη Κουκούλη 1969, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, Σκαρλατίδου 2000, 300. Σκαρλατίδου 2010, Nicholls 1958/59, Πρέκα 1988, Kurzt Boardman 1971, Μπιλούκα Βασιλείου Γραικός 2000, 301, Μπιλούκα Γραικός 2002, 381. Κεφαλίδου 2012, Μπιλούκα Βασιλείου Γραικός 2000, 301. Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2004, Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2005, Αντίστοιχο φαινόμενο συμβαίνει στην Ελεύθερνα, βλ. Σταμπολίδης 2001, Μπιλούκα Γραικός Κλάγκα 2004, Το ίδιο συμβαίνει και στους εγχυτρισμούς των άλλων νεκροταφείων της Χαλκιδικής. 145 Βοκοτοπούλου 1987,

27 Μένδη Η Μένδη ήταν μια από τις πολλές αποικίες της Ερέτριας, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη 146, η οποία ιδρύθηκε στη χερσόνησο Παλλήνη της Χαλκιδικής, χωρίς όμως να είναι γνωστή η χρονολογία ίδρυσής της 147. Οι Κρουσαίοι, οι οποίοι ήταν οι αυτόχθονες κάτοικοι, πιθανόν αποσύρθηκαν ή αφομοιώθηκαν από τους αποίκους. Το αρχικό όνομα της πόλης ήταν Μίνδη με βάση τα πρώτα νομίσματα από το τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Η ονομασία Μένδη καθιερώνεται τον 5 ο αι. π.χ. Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά ιδιαίτερα και με την εξαγωγή του «Μενδαίου οίνου». Το νεκροταφείο εκτείνεται χρονικά από τα μέσα του 8 ου αι. π.χ. έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Βρέθηκαν συνολικά 235 τάφοι, από αυτούς οι 173 είναι εγχυτρισμοί, 59 λακκοειδείς και μόνο 3 κιβωτιόσχημοι. Γενικά, η επίχωση ήταν πολύ χαμηλή από 0,10-0,30μ. (πίν. 19Α- Β). Η παραλία ως θέση νεκροταφείου αποτελεί τον πιο συνηθισμένο χώρο ταφής κατά την αρχαϊκή περίοδο, ωστόσο ένα τμήμα του νεκροταφείου εκτείνεται κάτω από τις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου «Μένδη» (πίν. 18 Α-Β). Αυτή η συνήθεια αιτιολογείται από την επιλογή εκτάσεων χωρίς δυνατότητα καλλιέργειας, καθώς η οικονομία αυτών των οικισμών ήταν αγροτική, όπως και σε εκείνους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι τάφοι βρίσκονται παράλληλα με τη θάλασσα. Το στόμιο των ταφικών αγγείων και το κρανίο των νεκρών προσανατολίζεται κατά πλειονότητα προς τα ανατολικά. Οι νεκροί δεν έχουν αυστηρό προσανατολισμό. Τα αγγεία δεν βρέθηκαν ακέραια, επειδή οι νότιοι άνεμοι αναμόχλευαν το εσωτερικό, με το να αποκαλύπτονται και να ξανασκεπάζονται. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις τα όρια των λάκκων ήταν ασαφή εξαιτίας της αμμώδους επίχωσης. Η στρωματογραφία δεν προσφέρει πληροφορίες για χρονολόγηση, εξαιτίας του αμμώδους εδάφους. Η νότια παρυφή του νεκροταφείου χρησιμοποιήθηκε για ενταφιασμό βρεφών και μικρών παιδιών 148. Αυτή η συνήθεια ίσως μεταφέρθηκε από τη μητρόπολή της την Ερέτρια 149. Ωστόσο αν και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις προς αυτήν την ερμηνεία, θα πρέπει 146 Θουκυδίδης, IV.123, Μοσχονησιώτη 2004, 277. Μοσχονησιώτη 2012, 13, 17. Στη Μένδη, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, είχαν εγκατασταθεί Ευβοείς ήδη κατά τη διάρκεια του πρώτου ιωνικού αποικισμού, βλ. Βοκοτοπούλου 1987, 281. Snodgrass 1994, 91. Popham 1994, Ο Τιβέριος συμφωνεί με τη θεωρία της πρώιμης ευβοϊκής εγκατάστασης στη Μένδη, την οποία όμως εντάσσει αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο πριν τον Ιωνικό αποικισμό. Κατά το Β ελληνικό αποικισμό η παρουσία των ευβοέων αποικων εδραιώνεται στη Μένδη, βλ. Τiverios 2008, 13-17, Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται πιθανόν και σε άλλες ευβοϊκές αποικίες της Χαλκιδικής, όπως τη Νέα Καλλικράτεια, βλ. Κεφαλίδου 2012, 101, καθώς και στην ερετριακή αποικία της Μεθώνης, βλ. Τiverios 2008, Μοσχονησιώτη 2012, 13, 17-18, 21-25, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου 1988, Βοκοτοπούλου 1989, Βοκοτοπούλου 1990, Οι ταφές βρεφών και μικρών παιδιών στην Ερέτρια από τα μέσα του 8 ου αι. π.χ. έως τις αρχές του 7 ου αι. π.χ. βρέθηκαν ανάμεσα σε χώρους κατοίκησης και κοντά στην ακτή, αλλά και στο βόρειο τμήμα του οικισμού. H Blandin θεωρεί, ότι η θέση της ταφής τους συνδέεται με την ηλικία τους, καθώς σύμφωνα μ αυτήν τα βρέφη ενός έτους τοποθετούνταν σε εγχυτρισμούς κοντά στους χώρους κατοίκησης, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά θάβονταν σε λακκοειδείς τάφους σε ξεχωριστούς τόπους ταφής εκτός του χώρου κατοίκησης, βλ. Blandin 2010, Η διάκριση των νεκροταφείων παιδιών και ενηλίκων παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αττική γύρω στο 700 π.χ. και εφαρμόζεται περίπου την ίδια χρονική περίοδο και στην Ερέτρια (πίν. 23). Τα νεκροταφεία ήταν κοντά στην ακτή και στην περιοχή του Υγειονομείου, βλ. Κουρουνιώτης 1903, 4-5. Το Υγειονομείο είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για ταφή-καύση αριστοκρατών ενηλίκων, βλ. Crielaard 2007, Σταδιακά υιοθετήθηκε η διάκριση των νεκροταφείων παιδιών και ενηλίκων και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπως τον Κεραμεικό της Αθήνας (Κerameikos ΙΧ), την Ελευσίνα (Μυλωνάς 1975, 264 και , ), το Φάληρο (Κουρουνιώτης 1911, ), το Μαραθώνα (Σωτηριάδης ΠΑΕ 1934, 37) και αλλού, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, σημ.211. Στον Ωρωπό οι ταφές παιδιών βρέθηκαν ανάμεσα στους χώρους κατοίκησης, βλ. Mazarakis- Ainian 2010, Ωστόσο στα νεότερα χρόνια θα μπορούσε να γίνεται η τοποθέτηση των παιδιών σε οργανωμένο νεκροταφείο, βλ. Vlachou 2007, 228. Στην Κύμη της Εύβοιας στο τέλος του 8 ου αρχές 7 ου αι. π.χ. οι ταφές παιδιών σε εγχυτρισμούς εντοπίστηκαν κοντά στο χώρο κατοίκησης. Το ίδιο συμβαίνει την ίδια περίοδο στην Αρχαία Σμύρνη. Ο Μαζαράκης- Αινιάν θεωρεί, ότι η ύπαρξη ή μη των παιδικών ταφών στους τόπους κατοίκησης κατά τον 8 ο αι. π.χ. σχετίζεται με το φαινόμενο της ίδρυσης της «πόλης», βλ. Mazarakis- Ainian 2010, 69, 72,

28 πρώτα να ολοκληρωθεί εξ ολοκλήρου η ανασκαφή του νεκροταφείου. Η παρουσία των ενηλίκων στο νεκροταφείο επιβεβαιώνεται με τα παρόντα στοιχεία γύρω στις αρχές του 5 ου αι. π.χ. σε ποσοστό 2,4 %. Οι ταφές των ενηλίκων γίνονται σε λακκοειδείς τάφους. Ο εγχυτρισμός βρεφών και πολύ μικρών παιδιών φτάνει το 73,6%. Αυτοί είναι πολύ συνηθισμένοι καθ όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα αγγείων που συναντώνται, είναι πιθαμφορείς, η τυπολογία των οποίων ταιριάζει με τα ερετριακά πρότυπα 150, ενώ πιο λίγα παραδείγματα είναι οι πίθοι 151, τα σταμνοειδή, οι υδρίες, τα πιθόσχημα, οι αμφορείς και τα κρατηρόσχημα. Το στόμιο των αγγείων σφραγιζόταν κυρίως με λίθινη πλάκα ή απλή πέτρα, χρησιμοποιούσαν όμως και τμήμα από την κοιλιά ενός άλλου αγγείου και σπανιότερα πήλινο πώμα. Πλάκες, αργοί λίθοι, τμήματα ή πώματα αγγείων σφράγιζαν τα ανοίγματα εισαγωγής του νεκρού στο αγγείο, δηλαδή του στομίου ή της κοιλιά σε μεγάλα ή σε μικρά αγγεία, αντίστοιχα. Λίγες πέτρες σε ορισμένες ταφές είχαν τοποθετηθεί στα πλάγια των ταφικών αγγείων για τη στερέωσή του σε οριζόντια θέση (πίν. 20 Α-Γ). Τα βρέφη ενταφιάζονταν μέσα στο αγγείο ως επί το πλείστον από ένα σπάσιμο στο μέρος της κοιλιάς και γινόταν παράλληλα αποκοπή ενός τμήματος του λαιμού ή και του ώμου 152. Το σημείο της εισαγωγής έκλεινε με τμήματα του ίδιου αγγείου 153, με πήλινα πώματα, με κυκλικές σχιστόπλακες ή άλλες πέτρες 154, με τμήματα στρωτήρων, με τμήματα άλλων μεγάλων αγγείων, όπως αμφορέων ή πίθων 155 και με αργούς λίθους μεμονωμένους ή σε σωρούς. Τέλος, υπάρχουν ελάχιστα παράδειγματα σφράγισης του τάφου με μάζα πηλού. Η θέση των νεκρών στους εγχυτρισμούς ήταν σε συστολή. Η τοποθέτησή τους με αυτόν τον τρόπο οφείλεται σε λόγους χωρητικότητας των αγγείων. Γενικά, τα ταφικά αγγεία τοποθετούνταν πλάγια και λίγο ανασηκωμένα στην περιοχή του λαιμού. Κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς και του ώμου τοποθετούνταν μικρές πέτρες για τη στερέωσή τους στην άμμο. Μοναδική περίπτωση αποτελεί η ταφή 10 στην οποία αντί για πέτρες χρησιμοποιήθηκε μάζα πηλού για τη στερέωση του αγγείου. Εντούτοις έχουν βρεθεί τοποθετημένα και όρθια αγγεία μικρότερου μεγέθους, τα οποία είχαν στερεωθεί και αυτά περιμετρικά με αργούς λίθους 156. Συχνότερη είναι η καταστροφή τμήματος ενός προγενέστερου τάφου για την κατασκευή ενός καινούργιου, όπως συμβαίνει και σε πολλά νεκροταφεία εκείνης της εποχής 157. Στη Μένδη δεν συναντάμε το έθιμο της καύσης, αντίθετα με την Ερέτρια. Το ταφικό τελετουργικό περιελάμβανε 12 πυρές στις οποίες βρέθηκαν καμένα ξύλα, οστά και όστρακα. Οι πυρές εντοπίζονται στα όρια του νεκροταφείου και ερμηνεύονται πιθανόν ως εναγισμοί, όπως και στο Πολύχρονο. Οι πυρές ανήκουν σε δύο κατηγορίες, πρώτον αυτές που ήταν αβαθείς, εκτεταμένες και τα χώματα που την περιελάμβαναν δεν έφεραν ίχνη καύσης και δεύτερον καύσεις, στις οποίες το στρώμα της άμμου ήταν καμένο. Στις πυρές δεν εντοπίστηκε τέφρα, εξαιτίας ίσως της απορρόφησής της από την υγρή άμμο. Η καύση ήταν ισχυρή αλλά ανομοιογενής, εξαιτίας του ανομοιόμορφου καψίματος των οστών. Περίγραμμα σκελετού νεκρού δεν συναντάται σε καμία πυρά. Τεχνητοί αεραγωγοί για την καλύτερη καύση δεν υπάρχουν, εξαιτίας των ευνοϊκών χαρακτηριστικών της άμμου, που επέτρεπαν την καλύτερη κυκλοφορία του αέρα. Επίσης, βότσαλα από τη θάλασσα και άμμος εντοπίστηκαν σε πολλούς εγχυτρισμούς, που πιθανόν να λειτουργούσαν για 150 Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990, 412, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Για το συγκεκριμένο τρόπο εγχυτρισμού, βλ. Μυλωνάς 1975, Το κλείσιμο των ταφικών αγγείων με πέτρες συναντάται στην Υστερογεωμετρική περίοδο στην Αττική. Στους αρχαϊκούς χρόνους είναι συχνό στον ανατολικό και νησιωτικό χώρο. Για παραδείγματα από τα Άβδηρα και σχετική βιβλιογραφία, βλ. Σκαρλατίδου 2010, Για ανάλογη πρακτική, βλ. Σκαρλατίδου 2010, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 23, σημ

29 εξαγνιστικούς σκοπούς Όλες οι ταφές εκτός από δέκα λακκοεδείς τάφους, που αποδίδονται σε ενήλικες, περιλαμβάνουν βρέφη, νήπια και μικρά παιδιά 158. Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στα ΒΑ του λόφου, αποκάλυψε εργαστηριακές εγκαταστάσεις κάτω από τις οποίες βρέθηκε γεωμετρικός αμφορέας. Στον αμφορέα δεν βρέθηκε ανθρώπινος σκελετός, ωστόσο η σχέση του με ταφικές πρακτικές αιτιολογείται με το ανασκαφέν τμήμα του παράλιου νεκροταφείου, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Ο αμφορέας εντοπίστηκε με άθικτο το κάτω μέρος του μέσα στην άμμο, σε αντίθεση με το πάνω τμήμα του, που καταστράφηκε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο κατά την ισοπέδωση της περιοχής. Ο αμφορέας από εμπορικός μετατράπηκε σε ταφικό αγγείο εγχυτρισμού, πιθανόν για να δεχτεί βρέφος ή παιδί. Η προγενέστερη χρήση του ως εμπορικού αποδεικνύεται από ένα χάραγμα δίπλα στη λαβή. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί όχι από το στόμιο του αγγείου αλλά έσπασαν το κάτω μέρος του και το επανασυγκόλλησαν με μολύβδινους συνδέσμους. Το αγγείο είχε τοποθετηθεί όρθιο, σε αντίθεση με τα ταφικά αγγεία του διπλανού νεκροταφείου, που ήταν τοποθετημένα πλάγια. Ο αμφορέας έχει οριζόντιες λαβές στην κοιλιά, λεπτές κάθετες ταινιωτές λαβές στον ώμο και φαρδύ λαιμό. Αυτό το σχήμα αποτελεί επινόηση, που προέρχεται από τη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της πρωτογεωμετρικής περιόδου και γενικότερα είναι ένα νέο σχήμα στο Αιγαίο την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Ωστόσο οι μολύβδινοι σύνδεσμοι και η απουσία του σκελετού, πιθανόν ερμηνεύονται από την αποκάλυψη του πάνω μέρους του αγγείου κατά την ισοπέδωση της περιοχής στους υστεροαρχαϊκούς χρόνους 159. Οι ακτέριστοι τάφοι ανέρχονται σε ποσοστό 80%. Οι εγχυτρισμοί είναι κυρίως ακτέριστοι, αντίθετα με τους λακκοειδείς τάφους στους οποίους βρέθηκαν άφθονα κτερίσματα, όπως κορινθιακά και αττικά αγγεία Όλυνθος Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο 161, η πόλη κατοικήθηκε από γηγενή πληθυσμό, τους Βοττιαίους γύρω στο 650 π.χ., χωρίς ίσως να διώξουν τον ντόπιο πληθυσμό 162 (πίν. 17Β και πίν. 30). Η εικόνα του νεκροταφείου της Ολύνθου με τις ελάχιστες ταφές της υστεροαρχαϊκής περιόδου ταυτίζεται με τα προαναφερθέντα νεκροταφεία της Κασσάνδρας. Το νεκροταφείο αποτελούνταν εκείνη την περίοδο από απλούς λακκοειδείς τάφους, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς και εγχυτρισμούς της υστεροαρχαϊκής περιόδου (τέλη 6 ου - αρχές 5 ου αι.π.χ) 163. Συγκεκριμένα, οι εγχυτρισμοί ήταν τρείς και βρέθηκαν στο «νεκροταφείο του ποταμού» (Riverside), που έχει τις πιο παλιές ταφές (υπήρχαν άλλα δύο νεκροταφεία, το βόρειο και ανατολικό) 164. Ο εγχυτρισμός για τον οποίο υπάρχουν παραπάνω στοιχεία είναι ο P1/MΘ.34/P224, που βρέθηκε στο παραποτάμιο νεκροταφείο της Ολύνθου και περιείχε παιδική ταφή Μοσχονησιώτη 2012, Αναγνωστοπούλου-Χατζηπολυχρόνη Γιματζίδης 2009, Μοσχονησιώτη 2012, Ηρόδοτος, VIII, Μοσχονησιώτη 2012, 61. Οlynthus V, Παντή 2012, Olynthus XI, 16, Μοσχονησιώτη 2012, 237. Olynthus XIII, 45-47, πίν Olynthus XI,

30 Πολύχρονο Το Πολύχρονο βρίσκεται στην ανατολική ακτή της χερσονήσου της Κασσάνδρας 166 (πίν. 21Α). Ίσως η αρχαία ονομασία της πόλης στην περιοχή του Πολυχρόνου ήταν Νεάπολη ή Αιγές και αποτελούσε αποικία της Μένδης 167. Αναλημματικοί τοίχοι και κατοικίες βρέθηκαν στη θέση Γηρομοίρι 168. Τμήματα του νεκροταφείου εντοπίστηκαν στη θέση «Παναγούδα», NA του λόφου Γηρομοίρι 169 και «Νύφη», νότια του οικισμού 170. Το νεκροταφείο χρονολογείται από τα μέσα του 6 ου αι. π.χ. έως τα τέλη του 4 ου αι. π.χ Αποκαλύφθηκαν συνολικά 78 τάφοι εκ των οποίων ένα μέρος ήταν εγχυτρισμοί σε ταφικούς πιθαμφορείς και το υπόλοιπο ήταν ενταφιασμοί σε κεραμοσκεπείς-καλυβίτες, κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς τάφους. Γενικά, οι εγχυτρισμοί επικρατούσαν και γίνονταν κυρίως σε πιθαμφορείς, αλλά και σε ελάχιστες περιπτώσεις σε μικρούς πίθους, όπως ένα παιδί που ήταν τοποθετημένο σε μικρό πίθο. Η κάλυψη των στομίων είναι ίδια με τα αγγεία της Μένδης, γινόταν δηλαδή με μεγάλα όστρακα ή λίθινες πλάκες, οι οποίες με τη σειρά τους καλύπτονται με μικρό λιθοσωρό (πίν. 21Β). Λίθοι εντοπίστηκαν γύρω από τις ταφές και αυτοί, είτε δημιουργούν περιβόλους γύρω από αυτές είτε σχετίζονταν με κατασκευές, που λειτουργούσαν ως σήμα, ή αποτελούσαν μέρος των ταφικών εθίμων. Η δυσκολία ερμηνείας των λίθων βρίσκεται στις αβαθείς επιχώσεις, στην πυκνότητα των τάφων, στις αρχαίες και νέες διαταράξεις, αλλά και στην περιορισμένη έκταση της ανασκαφής. Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν βρέφη ή παιδιά, ενταφιασμένα κυρίως μέσα σε αγγεία. Αυτές οι ταφές αποτελούν την πλειονότητα του νεκροταφείου. Αντίθετα, οι ενήλικες τοποθετούνταν πάνω σε κεραμίδες και σκεπάζονταν με μεγάλους καλυβίτες. Τα κτερίσματα συναντώνται κυρίως σε βρεφικές ή παιδικές ταφές, τα οποία είναι κατά κανόνα μικρά αγγεία, αλλά και ειδώλια κυρίως ζώων. Ενδιαφέρον προκαλεί, ότι δεν έχει βρεθεί κανένα μεταλλικό αντικείμενο ή κόσμημα στο νεκροταφείο. Όσον αφορά το ταφικό τελετουργικό, εντοπίστηκαν μεγάλες πυρές (πίν. 22 Α-Γ). Αυτές δεν είχαν σχέση με καύση των νεκρών, καθώς όπως διαπιστώνεται τα οστά των νεκρών δεν ήταν καμένα. Οι πυρές καταλάμβαναν διάμετρο πάνω από 2μ. η καθεμία και έχουν μακρά χρονική διάρκεια χρήσης, αν και η οριοθέτησή τους δεν είναι ξεκάθαρη. Τέλος, άφθονη καμένη κεραμική και λίγα ασβεστοποιημένα οστά ζώων από τις υψηλές θερμοκρασίες, εντοπίστηκαν στην επίχωση των πυρών. Αυτές οι πυρές σχετίζονται με εναγισμούς, δηλαδή προσφορές προς τους νεκρούς Σάνη Η Σάνη τοποθετείται βόρεια της Μένδης και εκτείνεται στη ΒΔ ακτή της χερσονήσου της Παλλήνης και δεν αναφέρεται ως αποικία κάποιας πόλης (πίν. 17Β). Η Βοκοτοπούλου πιθανολογεί, ότι είχε ιδρυθεί εκεί κάποιο «εμπόριο» και γι αυτό το λόγο η ιωνική παρουσία στην περιοχή είναι έντονη (εξαιτίας της ιωνικής κεραμικής) 173. Στην περιοχή εντοπίστηκε μόνο ένας εγχυτρισμός σε ατρακτόσχημο πίθο του 6 ου αι. π.χ. με αρκετά κτερίσματα Βοκοτοπούλου 1987, Τiverios 2008, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, Μοσχονησιώτη 2012, Σισμανίδης 1986, 147. Παντή 2012,

31 Νέα Σκιώνη Η Σκιώνη βρίσκεται στη ΝΔ ακτή της Παλλήνης πάνω στο λόφο «Μύτικα» (πίν. 28). Η πόλη ιδρύθηκε σύμφωνα με τον Θουκυδίδη 175 από τους Πελληνείς της Αχαΐας 176. Ωστόσο παρατηρούνται ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους, ίσως από τους Κρουσσαίους πριν την έλευση των Ελλήνων, τα οποία συνεχίζουν στη πρώιμη Εποχή του Σιδήρου 177. Το αρχαϊκό νεκροταφείο βρίσκεται δίπλα στο προϊστορικό νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Χαλκού στα ΝΔ του (πίν. 29). Τα άνδηρα κατασκευάστηκαν εξαιτίας της μεγάλης φυσικής κλίσης του εδάφους και συγκρατούνταν με αργούς λίθους. Λίθοι οριοθετούσαν το νεκροταφείο και σταματούσαν στο σημείο, όπου ξεκινούσε το νεκροταφείο και το κτίσμα της πρώιμης Εποχής Χαλκού. Οι τύποι των τάφων που αποκαλύφθηκαν είναι κιβωτιόσχημοι, που ήταν αριθμητικά οι περισσότεροι, λακκοειδείς και εγχυτρισμοί. Όλες οι ταφές ήταν παιδικές. Οι τάφοι ήταν τοποθετημένοι σε παράλληλες σειρές με προσανατολισμό ΝΑ- ΒΔ σε χωμάτινα άνδηρα. Τα κεφάλια των νεκρών προσανατολίζονταν προς τα ανατολικά Οι εγχυτρισμοί συνολικά ήταν εφτά, πέντε αμφορείς και δύο πίθοι. Το στόμιο των πίθων καλυπτόταν με πήλινο πώμα και αργό λίθο, όπως συμβαίνει και στα άλλα νεκροταφεία της Χαλκιδικής της αρχαϊκής περιόδου. Πολλά μικρά χαλίκια από τη θάλασσα είχαν χρησιμοποιηθεί σαν δάπεδο στο εσωτερικό ενός πίθου, πάνω στα οποία τοποθετήθηκε ο νεκρός. Τέλος, γίνεται κατανοητό, ότι το αρχαϊκό νεκροταφείο σχετίζεται με τους διπλανούς ταφικούς περιβόλους της πρώιμης Εποχής του Χαλκού, υποδηλώνοντας τη σχέση των πρώτων κατοίκων της Σκιώνης με αυτούς του προϊστορικού νεκροταφείου, επειδή δεν τις επικάλυψαν, κάτι όμως που χρειάζεται περαιτέρω ανασκαφική έρευνα Θουκυδίδης, Μπετίνα Τσιγαρίδα Πάτης 2012, Τiverios 2008, Τσιγαρίδα Μανταζή 2003,

32 2. Τα αγγεία των εγχυτρισμών και καύσεων 2.1. Ταφικά αγγεία από την YE III Γ έως τον 8 ο αι. π.χ. Ι. Ταφικά αγγεία της προαποικιακής φάσης της Χαλκιδικής Α: Tοπική κεραμική Τροχήλατη κεραμική Η χρονολόγηση των ταφών στην Τορώνη είναι σε γενικές γραμμές αρκετά δύσκολη, επειδή μόνο πέντε από τις 134 μπορούν να θεωρηθούν στρωματογραφημένες. Η μεγάλη ποσότητα τοπικής χειροποιήτης κεραμικής στους τάφους συνηθίζεται όχι μόνο στην Τορώνη, αλλά και σε άλλες θέσεις στη Μακεδονία. Ορισμένα σχήματα ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού με κάποιες αλλαγές με την πάροδο των χρόνων. Στο νεκροταφείο της Βεργίνας από τα 544 αγγεία μόνο τα 58 ήταν τροχήλατα, ενώ στην Τορώνη τα τροχήλατα είναι περισσότερα από τα χειροποίητα. Συγκεκριμένα, στην Τορώνη εντοπίστηκαν 139 χειροποίητα αγγεία και 204 τροχήλατα, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών και εισηγμένων, καθώς και των καμένων οστράκων. Ο αριθμός των αγγείων μαζί με τα αγγεία του κλιβάνου είναι 171 χειροποίητα και 269 τροχήλατα 179. Συνολικά το 63-68% είναι τροχήλατα σε αντίθεση με τη Βεργίνα, όπου μόνο το 9% των αγγείων είναι τροχήλατα 180. Στον Καστανά 181 η χειροποίητη κεραμική είναι 64-88% της συνολικής κεραμικής. Η τοπική κεραμική της Τορώνης συνδυάζει στοιχεία από αγγεία της Μακεδονίας και του βορείου Αιγαίου, καθώς και της κεντρικής και νότιας Ελλάδας 182. Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα η εισηγμένη τροχήλατη κεραμική εμφανίζεται πρωιμότερα από άλλες θέσεις της βόρειας Ελλάδας, ενώ η συνύπαρξη της χειροποίητης και τροχήλατης κεραμικής παράδοσης ήταν μακροβιότερη και η παραγωγή της τροχήλατης κεραμικής σε σύγκριση με άλλες θέσεις, όπως στη Βεργίνα και τον Καστανά ήταν μεγαλύτερη 183. Τα πρωιμότερα τεφροδόχα στη Τορώνη με βάση τη διακόσμηση είναι ο Τ96, Τ101 και Τ109 (πίν. 39Β-Γ και 40Α). Αυτά τα τεφροδόχα (Τ96-1, Τ101-1 και Τ109-1) είναι αμφορίσκοι με λαβές στην κοιλιά και τοπικής παραγωγής, εκτός ίσως από το Τ96-1. Τα τεφροδόχα είναι σύγχρονα με την αττική υπομυκηναϊκή κεραμική, σύμφωνα με αγγεία από τον αθηναϊκό Κεραμεικό και τη Σαλαμίνα. Τα τελευταία χρονικά εισηγμένα αγγεία στο νεκροταφείο της Τορώνης, που ανάγονται στο τέλος της ύστερης πρωτογεωμετρικής με βάση τη διακόσμηση είναι ένας ευβοϊκός αμφορίσκος με λαβές (Τ22-2) από τον ώμο στο χείλος και η πρόχους Τ72-1 κυκλαδικής προέλευσης. Το κατώτατο χρονικό όριο του νεκροταφείου της Τορώνης στο Άνδηρο V είναι το 850 π.χ. Ο προσδιορισμός του ανώτατου ορίου είναι πιο δύσκολο να προσδιορισθεί 184. Ο Desborough 185, όπως μεταξύ άλλων ερευνητών πρότεινε μια χρονολόγηση γύρω στο π.χ. ή λίγο αργότερα 186. Στην ύστερη Εποχή του Χαλκού εισάγεται στη βόρεια Ελλάδα η μυκηναϊκή κεραμική σε διάφορες θέσεις της Μακεδονίας 187. Η πρωιμότερη κεραμική απ αυτές τις θέσεις 179 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Hochstetter 1984, 12, εικ Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Desborough 1972, 79, βλ. και Για περισσότερες απόψεις σχετικά με το θέμα της χρονολόγησης, βλ. Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005,

33 προέρχεται από την Τορώνη 188. Κατά τη διάρκεια της ύστερης μυκηναϊκής περιόδου παραγόταν κεραμική σε διάφορες θέσεις στο βορρά. Η συνύπαρξη της τροχήλατης και της χειροποίητης κεραμικής συνεχίζει μέχρι την κλασική περίοδο 189, ενώ σταδιακά η παραγωγή της χειροποίητης κεραμικής σταματά 190. Αντίθετα στη Θράκη και περισσότερο στο ΝΑ τμήμα της Ευρώπης η χειροποίητη κεραμική συνεχίζει να παράγεται Αμφορείς Ο αμφορέας αποτελεί το συνηθέστερο τροχήλατο αγγείο στο νεκροταφείο της Τορώνης, όσον αφορά τη χρήση του ως τεφροδόχου, αλλά και την περαιτέρω χρήση του σε άλλες ταφικές πρακτικές. Ο τοπικός αμφορέας διακρίνεται σε τέσσερις τύπους με βάση τη θέση των λαβών. Εξαιτίας όμως της αποσπασματικής διατήρησης πολλών αμφορέων, εμποδίζεται η λεπτομερέστερη ανάλυση, ενώ λιγότερο από τους μισούς αμφορείς δεν μπορούν να διακριθούν στους αντίστοιχους τύπους. Ο αμφορέας χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικό αγγείο, αλλά και ως σκεύος για τη μεταφορά των υγρών. Η διαμόρφωση του σχήματος εκτός από τον τέταρτο τύπο (λαβές στην κοιλιά και τον ώμο) υποδεικνύει επιρροές από άλλα μέρη της Ελλάδας κυρίως την Αττική. Τύπος 1 Στον 1 ο τύπο (λαβές στο λαιμό) από το νεκροταφείο της Τορώνης ανήκουν με βεβαιότητα τα αγγεία Τ41-1, Τ52-1 (πίν. 32Α), Τ73-1, Τ74-1 (πίν. 33Α), Τ77-1 (πίν. 32Γ), Τ124-1 (πίν. 32Β) και 8. Από αυτά μόνο πέντε σώζονται ολόκληρα (Τ52-1, Τ73-1, Τ74-1, Τ77-1, Τ124-1). Όλα τα παραπάνω παραδείγματα έχουν κοινή διακόσμηση και σχήμα, ενώ το μικρότερο αγγείο είναι το Τ73-1 και το μεγαλύτερο το Τ77-1. Το σχήμα ξεχωρίζει για την επίπεδη δισκοειδή βάση 192. Αυτός ο τύπος βάσης είναι ίδιος με τις βάσεις των αττικών αγγείων της Υπομηκυναϊκής και πρώιμης πρωτογεωμετρικής περιόδου 193, που η κανονική δακτυλιόσχημη βάση συνηθίζεται στην πορεία της πρωτογεωμετρικής περιόδου στην Αθήνα 194. Το σώμα είναι ωοειδές, με το σημείο της μεγαλύτερης διαμέτρου σχετικά ψηλά. Ο λαιμός είναι ψηλός και ίσως είναι ίσιος ή κάπως κοίλος, ενώ η μετάβαση προς τον ώμο επισημαίνεται από μικρό αναβαθμό. Το χείλος είναι συνήθως εξωστρεφές. Οι λαβές τοποθετούνται κάθετα από τον ώμο προς το λαιμό 195. Η γενική διακόσμηση χαρακτηρίζεται από τον διαχωρισμό της επιφάνειας σε ζώνες από οριζόντιες ταινίες. Η άνω, η εξωτερική και η εσωτερική επιφάνεια του χείλους καλύπτεται με υάλωμα. Το σώμα των αγγείων φέρει συνήθως ταινίες (Τ52-1, Τ77-1, Τ124-1). Εκτός από τη διακόσμηση με τις ταινίες υπάρχει ένα άλλο είδος διακόσμησης, που συνηθίζεται μόνο στον ώμο των αγγείων (εκτός ίσως από Τ77-1). Συγκεκριμένα, τα διακοσμητικά μοτίβα που εντοπίζονται είναι δύο, συστάδα ομόκεντρων κύκλων (Τ41-1, Τ77-1, Τ124-1) ή συστάδα ομόκεντρων ημικυκλίων (Τ52-1, Τ73-1, Τ74-1, 8). Το αγγείο Τ74-1 φέρει μοτίβα σε σχήμα κλεψύδρας 196. Στο αγγείο Τ77-1 υπήρχε πιθανόν δεύτερη σειρά ομόκεντρων κύκλων σε κακή κάτασταση διατήρησης. Οι λαβές στο άνω τμήμα φέρουν συνήθως δύο παράλληλες 188 Cambitoglou Papadopoulos Papadopoulos 2005, Kiriatzi et al Papadopoulos Papadopoulos 2005, Desborough 1972, 33, εικ Desborough 1972, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 427, βλ. και Kraiker Kübler 1939, πίν. 40, αρ.ευρ Kübler 1943, πίν. 6, αρ. ευρ

34 ταινίες πάνω από την ελαφρώς διπλή κοιλότητα. Κάτω από τη λαβή αυτές οι ταινίες διασταυρώνονται και εκτείνονται πάνω στο σώμα 197. Τα αγγεία Τ και Τ έχουν μεγάλες ομοιότητες όχι μόνο ως προς το σχήμα, αλλά και τη διακόσμηση με τα αγγεία της αττικής πρωτογεωμετρικής περιόδου. H ομοιότητα είναι πολύ στενή, ενώ η σύνδεση μεταξύ Τορώνης και Αθήνας επιβεβαιώνεται από τους αμφορείς με λαβές στο λαιμό σε περιοχές του βορείου Αιγαίου. Ο Catling χρονολογεί το αγγείο Τ52-1 στα μέσα του 10 ου αι. π.χ. και το Τ124-1 λίγο αργότερα. Το Τ41-1 και Τ74-1 τα κατατάσσει περίπου στο π.χ. 200 Ο Desborough 201 έχει παρατηρήσει, ότι η συχνότητα του τύπου αυτού του αμφορέα στην Αθήνα και παράλληλα η ελάχιστη παρουσία του σε άλλες περιοχές αιτιολογείται ίσως από τη χρήση του ως τεφροδόχου, καθώς σε περιοχές που συνηθίζονται οι εγχυτρισμοί είναι σπάνια η παρουσία αυτού του τύπου εκτός από την Ήλιδα και τη Θεσσαλία. Ο αμφορέας με λαβές στην κοιλιά, όπως θα αναφερθεί λεπτομερώς παρακάτω, ακολουθεί τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αττικών αγγείων, αλλά σπάνια εμφανίζεται στη Θεσσαλία 202. Στη Μακεδονία η παρουσία αυτού του σχήματος δεν είναι συνηθισμένη, αν και οι τελευταίες ανασκαφές φέρνουν στο φώς δείγματα, ειδικότερα σε θέσεις από τη Χαλκιδική και γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο, όπως τον Καστανά 203, τη Νέα Αγχίαλο 204, το Αξιοχώρι 205, το Καραμπουρνάκι 206. Η διάδοση των αμφορέων με λαβές στο λαιμό στο βόρειο Αιγαίο είναι πολύ μεγάλη. Αντίθετα η σπανιότητα του αμφορέα με λαβές στη κοιλιά σε πολλές περιοχές του βόρειου Αιγαίου, που έρχεται σε αντίθεση με την Τορώνη υποδεικνύει, ότι η Τορώνη είχε στενότερες επαφές με περιοχές της κεντρικής και νότιας Ελλάδας απ ότι άλλες περιοχές του βορείου Αιγαίου. Ο τοπικός αμφορέας με λαβές στο λαιμό εμφανίστηκε παράλληλα ή λίγο αργότερα με τα αττικά αγγεία τη πρώιμης πρωτογεωμετρικής περιόδου ή μπορεί και ήδη από την ύστερη Εποχή του Χαλκού. Κατά τη διάρκεια του 9 ου αι. π.χ. το σχήμα και η διακόσμηση άλλαξε ελάχιστα (Τ77-1) 207. Τύπος 2 Ο 2 ος τύπος των αμφορέων της Τορώνης αναδεικνύει πιο πολύ σε σχέση με τους άλλους τύπους τις επιρροές των αττικών αγγείων. Στον τύπο εντάσσονται 12 αμφορείς (Τ20-1, Τ24-1, Τ51-1, Τ60-1, Τ65-1, Τ75-1, Τ91-1, Τ95-1, Τ104-1, Τ114-1, Τ115-1 και Τ134-1). Αυτά διαχωρίζονται σε δύο ομάδες με βάση τη διαμόρφωση του λαιμού και του χείλους. Συγκεκριμένα, η πρώτη ομάδα έχει ψηλό ευθύ ή ελαφρύ κοίλο λαιμό με απότομα εξωστρεφές χείλος 208. Τα αγγεία που ανήκουν σ αυτήν την ομάδα είναι το Τ75-1 (πίν. 33Γ), 197 Papadopouos 2005, Παραδείγματα από τον Κεραμεικό της Αθήνας, βλ. Kraiker Kübler 1939, πίν.40, αρ. ευρ. 585, 557, 558, 594, πίν. 57, αρ. 565, 572, 573, 571. Kübler 1943, πίν. 5, αρ. ευρ. 1069, 2008, 906, πίν. 6, αρ. ευρ Brouskari 1980, πίν. 3a. 199 Παραδείγματα από τον Κεραμεικό της Αθήνας, βλ. Kraiker Kübler 1939, πίν. 29, αρ.ευρ. 522, πίν. 41, αρ.ευρ. 591, πίν. 56, αρ. ευρ Kübler 1943, πίν. 5, αρ. ευρ Brouskari 1980, πίν. 3c. 200 Papadopoulos 2005, Desborough 1952, 6,15, 1972, Papadopoulos 2005, Hänsel 1979, 198, εικ. 18, αρ. 3. Jung Σακελλαρίου 1965, 421, πίν. 471e. Tιβέριος 1990, 1991, , 1993, Heurtley Hutchinson , 27, εικ. 14, αρ Tιβέριος Papadopoulos 2005, Desborough 1952, 23-27[ Class I], 1972, 33, 148, p. 36, εικ

35 Τ91-1 και το Τ104-1 (πίν. 33Β) 209. To T104-1 είναι από τα τρία το πρωιμότερο αγγείο και παρόμοια υπάρχουν στον Κεραμεικό της Αθήνας 210. Ως δεύτερη ομάδα χαρακτηρίζονται τα αγγεία με ψηλό καλυκόσχημο λαιμό και απλό χείλος 211. Τα αγγεία που εντάσσονται σ αυτήν την ομάδα είναι τα Τ20-1 (πίν. 34Α), Τ51-1 (πίν. 34Β) και Τ65-1 (πίν. 34Γ) 212, που το γενικό σχήμα είναι παρόμοιο με αγγεία της Αθήνας 213. Οι υπόλοιποι έξι αποσπασματικά σωζόμενοι αμφορείς Τ114-1, Τ60-1, Τ95-1, Τ115-1, Τ134-1 και Τ24-1 δύσκολα κατατάσσονται σε κάποια από τις ομάδες 214. Η τρίτη ομάδα δεν εμφανίζεται στην Τορώνη σε αντίθεση με την Αθήνα, αν και στην Τορώνη υπάρχει μια παραλλαγή αυτού του αμφορέα με λαβές στο σώμα και στον ώμο. Οι δύο ομάδες της Τορώνης πέρα από τη διαμόρφωση του χείλους και του λαιμού είναι παρόμοιες. Συγκεκριμένα, όπως στους αμφορείς με λαβές στο λαιμό η βάση είναι συνήθως επίπεδη (Τ20-1, Τ51-1, Τ95-1, Τ104-1, Τ114-1, Τ115-1, Τ134-1). Το σώμα είναι σφαιρικότερο από τους αμφορείς με λαβές στο λαιμό και στις περισσότερες περιπτώσεις η μετάβαση από το σώμα στο λαιμό δηλώνεται με μικρό αναβαθμό εκτός του αγγείου Τ104-1 (τέτοιοι μικροί αναβαθμοί δεν εμφανίζονται στην Αττική). Οι οριζόντιες λαβές είναι κυκλικής διατομής, τοποθετούνται συνήθως στην κοιλιά ή λίγο πιο πάνω, δηλαδή στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο. Το σύστημα διακόσμησης διαχωρισμού της επιφάνειας του αγγείου σε ζώνες είναι ίδιο με αυτό των αμφορέων με λαβές στο λαιμό. Εξαίρεση αποτελεί, όμως, ο μονόχρωμος λαιμός. Εκτός απ αυτό η διακόσμηση παραμένει πάντα clay-ground. Το σώμα χωρίζεται σε ζώνες είτε με μονές ταινίες είτε με ομάδες ταινιών, που εντοπίζονται πάντα στον ώμο και στο κάτω τμήμα του σώματος. Συχνά, αλλά όχι πάντα οι ταινίες του ώμου χαρακτηρίζονται από πλατιά ταινία, που περικλείεται από λεπτές ταινίες. Εκτός από αυτή τη διακόσμηση παρατηρείται επίσης η απόδοση ομόκεντρων κύκλων στον ώμο (Τ51-1, Τ104-1) και σε μια περίπτωση με κρεμάμενα ομόκεντρα ημικύκλια (Τ114-1). Μια σπάνια και πιθανότατα μεταγενέστερη διακοσμητική απόδοση είναι η τεθλασμένη γραμμή, που ομοιάζει με ζικ-ζακ στον ώμο του Τ75-1 με μια δεύτερη τεθλασμένη παρόμοια γραμμή στο κάτω τμήμα του λαιμού. Η ζώνη της κοιλιάς δεν φέρει διακόσμηση, ενώ μόνο δύο παραδείγματα φέρουν κυματοειδείς γραμμές, το Τ104-1 και Τ Η ράχη των λαβών φέρει ταινίες που εκτείνονται πάνω στο σώμα (Τ20-1, Τ60-1, Τ75-1, Τ104-1) 215. Στην Αθήνα οι ομάδες Α και Β αντιστοιχούν σύμφωνα με την κατάταξη του Desborough στις κατηγορίες (classes) I και ΙΙ 216. Η καταγωγή αυτών των ομάδων εντοπίζεται ίσως στη Μυκηναϊκή περίοδο 217. Στη Μακεδονία αυτό το σχήμα είναι σπάνιο. Γενικά, τα κοντινότερα παραδείγματα των αμφορέων της Τορώνης προέρχονται από τη νότια Εύβοια, την Αττική, την Πελοπόννησο ακόμα και την Κρήτη, ενώ στην Τροία και στο Καλαπόδι, όπως και στη Θεσσαλία, απουσιάζουν. Τέλος, οι στενές σχέσεις των τοπικών αμφορέων με λαβές στο σώμα με τους αμφορείς από την Αθήνα υποδεικνύουν, ότι τα πρωιμότερα παραδείγματα της Τορώνης χρονολογούνται στην πρώιμη πρωτογεωμετρική περίοδο ή και πιο νωρίς στη διάρκεια της 209 Papadopoulos 2005, Kraiker Kübler 1939,πίν. 46, αρ. 857, πίν. 54, αρ. 549, πίν. 55, πίν.56, αρ. 560, 578. Kübler 1943, πίν. 9, αρ. 1089, βλ. και πίν. 10. Kraiker 1951, 23, αρ.1[αρ. 1326]. Brouskari 1980, πίν. 4a, d. Popham κ.α , Toumba t14.1, πίν. 175, 260a. Lefkandi II.1,, πίν. 61, αρ. 450, βλ και πίν. 62, αρ Desborough 1952, 23-24, [ Class II], 1972, 33, 148, 35, εικ Papadopoulos 2005, Kraiker Kübler 1939, πίν. 43, αρ. 559, 586, 611, 583, πίν. 44, πίν. 54, αρ. 562, 563. Kübler 1943, πίν. 4, αρ. 925, πίν. 9, αρ. 1088, πίν. 11, αρ. 904, 902. Brouskari 1980, πίν. 3d, 4c. 214 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Desborough 1952, 23-29, 1972, 33, Desborough 1952, 20, Furumark 1972, σχήματα 58 και 63. Mountjoy 1986, , εικ Karageorghis 1963, πίν. 37, αρ. 1-2, 1965 b,πίν. 23, αρ.3. 32

36 Υπομηκυναϊκής περιόδου, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα ήδη από την ύστερη Εποχή του Χαλκού. Τέλος, υπάρχουν αποσπασματικά αγγεία τα οποία πιθανόν ανήκουν στους αμφορείς με λαβές στην κοιλιά. Τύπος 3 Ο 3 ος τύπος είναι ο αμφορέας με λαβές στον ώμο. Από την Τορώνη χρονολογείται μόνο το αγγείο Τ120-1 (πίν. 35Α). Ο πηλός κατασκευής είναι λίγο ασυνήθιστος, αλλά είναι τοπικός. Το σχήμα ξεχωρίζει για την επίπεδη δισκοειδή βάση με την κάτω άκρη να είναι λίγο ραβδωτή. Το αγγείο τείνει να είναι λίγο ωοειδές. Ο λαιμός και το χείλος είναι ίδια μ αυτά των αμφορέων με λαβές στην κοιλιά της ομάδας Β, αν και δεν υπάρχει μικρός αναβαθμός στη μετάβαση από το σώμα στο λαιμό. Οι δύο κάθετες λαβές στον ώμο, από τις οποίες μόνο μια σώζεται, τοποθετούνται αρκετά ψηλά στο σώμα και καμπυλώνονται αρκετά ψηλά στο σώμα και ενώνονται στο πάνω τμήμα του ώμου, ακριβώς κάτω από το λαιμό. Η σωζόμενη λαβή είναι αρκετά παχιά και η ράχη του είναι αρκετά καμπύλη. Το αγγείο διακοσμείται με τον ίδιο τρόπο με τους αμφορείς με λαβές στο λαιμό και μ αυτούς με λαβές στην κοιλιά και η επιφάνεια χωρίζεται σε ζώνες με τη χρήση οριζόντων ταινιών. Η μετάβαση από το λαιμό στο σώμα δηλώνεται με ταινία, ενώ άλλη πλατύτερη ταινία αποδίδεται στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου. Λεπτή ταινία εικονίζεται στον ώμο και τρεις οριζόντιες ταινίες αποδίδονται μαζί στο κάτω τμήμα του σώματος. Στην Αθήνα ο αμφορέας με λαβές στον ώμο έχει πάντοτε μαύρο βάθος και αντικαθιστά τον αμφορέα με λαβές στην κοιλιά 218. Το αγγείο δεν έχει ακριβές παρόμοιο αγγείο με βάση το σχήμα και τη διακόσμηση, ενώ όσον αφορά το σχήμα η καταγωγή του προέρχεται από τη μυκηναϊκή περίοδο 219. Τύπος 4 Ο 4 ος τύπος είναι αμφορέας με λαβές στην κοιλιά και τον ώμο. Αυτός ο τύπος είναι συνηθισμένος στην Τορώνη και αποτελείται από 11 σίγουρα παραδείγματα: T26-1, T56-1 (πίν. 35Β), T67-1 (πίν. 35Γ), T78-1, T81-1 (πίν. 36Α), T82-1 (πίν. 36Β), T83-1 (πίν. 36Γ), T84-1 (πίν. 37Α), T86-1, T125-1 (πίν. 37Β) και 39. Αρκετά αποσπασματικά αγγεία ίσως ανήκουν σ αυτόν τον τύπο. Το σχήμα είναι ουσιαστικά αμφορέας με λαβές στην κοιλιά, στον οποίο απλώς προστίθενται δύο μικρές κάθετες λαβές τοποθετημένες ψηλά στον ώμο. Το σχήμα δεν έχει σύγχρονα παρόμοια αγγεία από την Αθήνα και είναι εξαιρετικά σπάνιο σε άλλες θέσεις του Αιγαίου. Το σχήμα με βάση τη διαμόρφωση του χείλους χωρίζεται σε δύο ομάδες. Παραλλαγή Α Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα αγγεία Τ56-1, Τ67-1, Τ81-1, Τ82-1, Τ83-1, Τ84-1, Τ125-1 και 39. Το σχήμα φέρει είτε επίπεδη δισκοειδή βάση, όπως τα Τ67-1 και Τ81-1 είτε είναι ελαφρώς κοίλα στην κάτω επιφάνεια της βάσης, όπως τα Τ83-1 και Τ84-1. Το σώμα είναι ωοειδές και τείνει να είναι μεγάλο. Το σχήμα του λαιμού και του χείλους είναι ίδιο με αυτό των αμφορέων με λαβές στην κοιλιά της ομάδας Α, ειδικότερα ο λαιμός είναι ψηλός, ευθύς ή ελαφρά κοίλος και το χείλος διαμορφώνεται απότομα εξωστρεφές. Μερικές φορές υπάρχει μικρός αναβαθμός στη μετάβαση από το σώμα στο λαιμό. Οι δύο οριζόντιες λαβές στην κοιλιά είναι παχιές και κυκλικής διατομής και τοποθετούνται στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου ή και λίγο ψηλότερα. Οι δύο μικρές κάθετες λαβές είναι 218 Papadopoulos 2005, Furumark 1972, σχήμα 62, σχήμα

37 τοποθετημένες ψηλά στον ώμο. Η άνω προσαρμογή της λαβής εκτείνεται στο κάτω τμήμα του λαιμού ή ενώνεται στη μετάβαση από το λαιμό στο σώμα. Η λειτουργία των δύο κάθετων λαβών είναι ασαφής, ενώ η προσαρμογή τους στο αγγείο δεν είναι καλά διαμορφωμένη, με αποτέλεσμα να σπάνε πολύ εύκολα. Οι αμφορείς του τύπου 4 αν και είναι πολύ κοντά τυπολογικά με τον τύπο 2 της ομάδας Α διαφέρουν ως προς το σύστημα διακόσμησης. Με βάση τη διακόσμηση ένα από τα πρωιμότερα αγγεία της παραλλαγής Α είναι το Τ67-1, που μοιάζει περισσότερο στο σχήμα και στη διακόσμηση με τα αγγεία του τύπου 2 (για σχήμα, βλ. Τ75-1, Τ91-1, Τ104-1 και για διακόσμηση, βλ.κυρίως Τ51-1). Ο λαιμός και το χείλος του Τ67-1 είναι μονόχρωμα. Το σώμα των αγγείων φέρει ταινίες. Ο ώμος του διακοσμείται με ομόκεντρους κύκλους, το πάνω μέρος των οποίων εκτείνεται πάνω στο χαμηλό λαιμό. Η διακόσμηση των λαβών της κοιλιάς εκτείνεται πάνω στο σώμα για αρκετό διάστημα. Η ράχη των κάθετων λαβών φέρει την ίδια διακόσμηση με τις οριζόντιες λαβές με τη συνέχιση της διακόσμησης πάνω στο σώμα. Λίγο μεγαλύτερος με ίδιο σχήμα με τον Τ67-1 είναι ο αμφορέας Τ125-1, αν και η διακόσμηση διαφέρει. Τα άλλα έξι παραδείγματα της ομάδας Α χαρακτηρίζονται για την ομοιογένειά τους και χρονολογούνται στα τελευταία στάδια χρήσης του νεκροταφείου. Από τα έξι αγγεία τα Τ81-1, Τ82-1, Τ83-1 και Τ84-1 ήταν τεφροδόχα, τοποθετημένα κοντά στο κέντρο του νεκροταφείου. Ως πώμα του Τ82-1 ήταν ο σκύφος Τ82-2, ενώ το τεφροδόχο αποτελεί ένα από τα τελευταία παραδείγματα του νεκροταφείου. Το πώμα για το Τ81-1 ήταν η αποσπασματική λεκανίδα του τύπου 2 (Τ81-2). Η εξωτερική επιφάνεια των αμφορέων παραμένει πάντα στο χρώμα του πηλού, ενώ εντοπίζεται η τάση να καλύπτεται κυρίως ο ώμος με διακοσμητικά μοτίβα 220.Το σώμα χωρίζεται σε πολλές ζώνες με τη χρήση οριζόντιων ταινιών (βλ. Τ83-1, Τ84-1 αλλά και Τ56-1, Τ82-1). Το σώμα είναι αναλογικά μεγάλο και περισσότερο ωοειδές, δίνοντας έτσι παραπάνω χώρο σε δύο ή τρεις σειρές διακοσμητικών μοτίβων. Στα Τ56-1, Τ82-1 και Τ83-1 ίσως και το Τ82-1 υπάρχουν δύο σειρές διαγραμμισμένων τριγώνων, χωρισμένα από οριζόντιες ταινίες. Ομόκεντροι κύκλοι εντοπίζονται στο αγγείο Τ84-1 τοποθετημένοι μ ένα καινούργιο τρόπο, ειδικότερα ο ώμος χωρίζεται σε δύο ζώνες από λεπτή ταινία. Πάνω και κάτω υπάρχουν δύο κύκλοι, που περνούν κάθετα πάνω από την λεπτή ταινία. Κάθε ομάδα ομόκεντρων κύκλων γεμίζει με το μοτίβο της μονόχρωμης κλεψύδρας. Ο λαιμός αυτών των αμφορέων είναι μονόχρωμος, αν και υπάρχει η τάση το κάτω τμήμα του να είναι αφημένο στο χρώμα του πηλού (T81-1) ή διακοσμημένο με λεπτές ταινίες (Τ83-1, Τ84-1). Υπάρχει επίσης η συνήθεια να κοσμείται η άνω επιφάνεια του χείλους με μικρές παράλληλες γραμμώσεις (Τ82-1, Τ125-1), ενώ σε πολλά αγγεία το χείλος δεν σώζεται, ώστε να βγάλουμε συμπεράσματα για τη διακόσμηση. Η διακόσμηση των λαβών διαφέρει ελάχιστα από αυτές των αμφορέων με λαβές στην κοιλιά. Αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία επικρατούν στα τελευταία στάδια της περιόδου χρήσης του νεκροταφείου. Το σχήμα φαίνεται να συνεχίζεται στην ύστερη γεωμετρική περίοδο, όπως διαπιστώθηκε επίσης και από τα ευρήματα του κλιβάνου (ΚP-5) 221. Χρονολογικά τα αγγεία του τύπου 4 της παραλλαγής Α διαμορφώνουν μια ομοιογενή μεταγενέστερη ομάδα, που πιθανόν αντικατέστησε σταδιακά τον αμφορέα με λαβές στη κοιλιά. Το ίδιο συνέβη στην Αθήνα, όπου ο αμφορέας με λαβές στον ώμο αντικατέστησε τον αμφορέα με λαβές στην κοιλιά κατά τη διάρκεια της ύστερης πρωτογεωμετρικής περιόδου 222. Επιπλέον, υπάρχουν αγγεία που ανήκουν σ αυτήν την ομάδα, όπως το Τ68-1 και Τ122-1 (πίν. 37Γ) με οριζόντιες ταινίες και διαγραμμισμένα τρίγωνα Papadopoulos 2005, Για διαγραμμισμένα τρίγωνα από τη Θάσο, βλ. Bernard 1964, 118, εικ. 30, αρ. 110, 120, εικ. 32, αρ Papadopoulos 2005, Desborough 1972, Papadopoulos 2005,

38 Παραλλαγή Β Υπάρχουν δύο βεβαιωμένα αγγεία που ανήκουν σ αυτήν την ομάδα, τα οποία είναι το Τ26-1 (πίν. 38Α) και Τ78-1 (πίν. 38Β), ενώ το Τ86-1 (πίν. 38Γ) ίσως ανήκει σ αυτήν την ομάδα. Η χρονολογική του κατάταξη είναι δύσκολη, επειδή δεν υπάρχει κάποιο σταθερό στοιχείο, καθώς το Τ78-1 δεν έχει κτερίσματα, ενώ το Τ26-1 και Τ86-1 έχουν και τα δύο ως κτερίσματα, μόνο δύο χειροποίητες πρόχους, τοποθετημένες δίπλα τους. Επιπλέον, το Τ78-1 είχε ως πώμα μια λεκανίδα του τύπου 1 στοιχείο που εμφανίζεται είτε στην πρώιμη είτε στην ύστερη περίοδο του νεκροταφείου, ενώ το Τ86-1 εντοπίστηκε κοντά στην ύστερη ομάδα Α. Το σχήμα διαφέρει από την παραλλαγή Α όχι μόνο στη διαμόρφωση του χείλους, αλλά και στο μέγεθος και γενικά, στις αναλογίες. Το αγγείο είναι μικρότερο και το σώμα σφαιρικότερο. Η βάση είναι επίπεδη δισκοειδής με κοιλότητα στην κάτω επιφάνειά της, όπως το Τ26-1 (βλ. και Τ86-1) ή είναι δακτυλιόσχημη, όπως το Τ78-1. Το σώμα είναι στρογγυλό, σχεδόν σφαιρικό, όπως στα Τ78-1 και Τ86-1, ενώ στο σώμα του Τ26-1 τείνει το κέντρο βάρους να είναι χαμηλό, καθώς η μεγαλύτερη διάμετρος του αγγείου βρίσκεται χαμηλά. Η μετάβαση από το σώμα στο λαιμό των τριών παραδειγμάτων τονίζεται από χαμηλό αναβαθμό. Η διακόσμηση δεν σώζεται σε καλή κατάσταση και δύσκολα μπορούν να ανακατασκευαστούν. Ωστόσο διακρίνεται ότι έχουν και τα τρία αγγεία παρόμοια στοιχεία. Συγκεκριμένα, το χείλος και ο λαιμός είναι βαμμένα μονόχρωμα και η διακόσμηση των λαβών είναι το ίδιο με το Τ67-1 με μονή ταινία, που εκτείνεται στο σώμα. Γενικά, το σώμα των αγγείων φέρει ταινίες. Τα παράλληλα αγγεία αυτού του τύπου αμφορέων και των δύο ομάδων είναι δύσκολο να εντοπιστούν 224. Ωστόσο, αν και υπάρχει ομοιότητα στα αγγεία των δύο περιοχών, παρατηρείται από την άλλη μεγάλο χρονικό κενό, το οποίο δεν μπορεί να γεφυρωθεί με κάποιο ενδιάμεσο παράδειγμα 225. Σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο, τα πιο κοντινά παραδείγματα για την ομάδα Α είναι τρία αποσπασματικά αγγεία από το Λευκαντί, από τα οποία τα δύο είναι της υπομυκηναϊκής περιόδου και το τρίτο της ύστερης πρωτογεωμετρικής περιόδου, ενώ η αποσπασματικότητά τους δεν βοηθά στη σύνδεση με τα αγγεία της Τορώνης, ενώ η ομάδα Β δεν έχει κανένα παράλληλο από το Λευκαντί. Τέλος, τα αίτια της εμφάνισης αυτού του σχήματος στη Τορώνη είναι ασαφή. Οι υποθέσεις που θα μπορούσαν να ισχύσουν είναι, ότι αυτός ο τύπος, είτε προέκυψε από τις τοπικές αλλαγές του σχήματος από τον αμφορέα με λαβές στην κοιλιά, είτε αποτέλεσε κατά τη διάρκεια της Εποχής Σιδήρου, εκδοχή του πρωιμότερου μυκηναϊκού σχήματος Αμφορέας/ πυξίδα Το αγγείο Τ45-1 από την Τορώνη (πίν. 39Α) έχει ιδιαίτερο σχήμα, καθώς δεν είναι απόλυτα αμφορέας 226, γι αυτό ο Παπαδόπουλος πρόσθεσε τον όρο πυξίδα εξαιτίας της ομοιότητας του με πυξίδες σε άλλα μέρη της Ελλάδας 227 To γενικό σχήμα πλην των λαβών εμφανίζει ορισμένα παράλληλα από την Αθήνα, το Λευκαντί και αλλού 228. Το αγγείο φέρει επίπεδη βάση με οριζόντιες λαβές, που υψώνονται κάθετα με σφαιρικό σώμα. Η σωζόμενη ζώνη των λαβών φέρει τρεις ομάδες ομόκεντρων κύκλων, που χωρίζονται από κάθετη ταινία, δημιουργώντας μοναδική διακόσμηση στα αγγεία της Τορώνης. Ο λαιμός και το χείλος καλύπτονται με χρώμα, όπως και το εσωτερικό. Το αγγείο είχε χρησιμοποιηθεί ως 224 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Bohen Papadopoulos Σχετική βιβλιογραφία, βλ. Papadopoulos 2005,

39 τεφροδόχος και δεν βρέθηκε άλλο αγγείο εντός του τάφου, με αποτέλεσμα να μη γίνεται πιο ακριβής χρονολόγηση στην πρωτογεωμετρική περίοδο 229. Το πιο κοντινό παράδειγμα στο σχήμα και τη διακόσμηση είναι ορισμένα κρητικά αγγεία, που αναφέρονται ως «πίθοι με λαιμό» 230, αλλά και ως στάμνοι 231. Πιθανότατα ο Τ45-1 ήταν τοπική εκδοχή μιας συνηθισμένης πυξίδας της κεντρικής ή νότιας Ελλάδας, στην οποία απλώς πρόσθεσαν στην Τορώνη δύο λαβές παρόμοιες μ αυτές των αμφορέων Αμφορίσκοι Τρεις τύποι αμφορίσκων εντοπίζονται στην Τορώνη, ενώ στον Κούκο Συκιάς εντοπίστηκε ο δεύτερος τύπος. Συγκεκριμένα, ο πρώτος τύπος είναι με λαβές στην κοιλιά, ο δεύτερος με κάθετες λαβές, οι οποίοι διαφέρουν με βάση το σχήμα και τη διακόσμηση από τους αμφορείς με λαβές στην κοιλιά και στο λαιμό. Τέλος, ο τρίτος τύπος είναι σπάνιος. Τύπος 1 Ο τύπος 1 αφορά αμφορίσκους με λαβές στην κοιλιά 233. Ο τύπος αποτελεί σχήμα της τελικής μυκηναϊκής ή υπομυκηναϊκής περιόδου 234, που έχει την καταγωγή της στην ύστερη ελλαδική ΙΙΙ Γ 235. Το σχήμα δεν συνεχίζεται στην πρώιμη πρωτογεωμετρική 236. Στην Τορώνη βρέθηκαν τέσσερα παραδείγματα τα Τ9-1, Τ96-1 (πίν. 39Β), Τ101-1 (πίν. 39Γ) και Τ109-1 (πίν. 40Α). Τα Τ9-1, Τ101-1 και Τ109-1 είναι τοπικής παραγωγής, εν αντιθέσει με το Τ96-1, που είναι πιθανόν εισηγμένο εξαιτίας της σχέσης 237 με έναν αμφορίσκο από τον Κεραμεικό (τάφο 24) 238. Το σχήμα και η διακόσμηση του Τ96-1 είναι πιο κοντά 239 στα αττικά παραδείγματα αγγείων από τον Κεραμεικό και τη Σαλαμίνα, από ότι τα άλλα τρία παραδείγματα της Τορώνης 240. Ωστόσο σύμφωνα με χημικές αναλύσεις είναι ίσως τοπικής παραγωγής, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η αττική προέλευση. Τα τέσσερα αγγεία έχουν παρόμοια διακόσμηση και σχήμα, εκτός από το Τ9-1, που η διακόσμηση δεν διασώζεται. Το σχήμα είναι σφαιρικό και έχει κοίλο λαιμό 241. Υπάρχει αναβαθμός στη μετάβαση από το σώμα στο λαιμό. Το χείλος είναι πάντοτε χαμηλό δακτυλιόσχημο. Δύο λαβές είναι τοποθετημένες στο σώμα, λίγο πιο πάνω από το σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο. Όσον αφορά τη διακόσμηση, ο λαιμός και οι λαβές είναι ολόβαφα και το σώμα φέρει ταινίες. Η κοιλιά του Τ96-1-φέρει μονή κυματοειδή γραμμή 242, του Τ101-1 φέρει κρεμάμενα τόξα και του Τ109-1 είναι ακόσμητη. Το Τ9-1 δεν φέρει στον ώμο οριζόντιες ταινίες, αλλά κάθετες γραμμές Papadopoulos 2005, Brock 1957, 147. Desborough 1952, Coldstream 1994 α. 231 Rocchetti , 175, εικ. 5c, 206, εικ. 52b, 270, εικ Για τη χρήση του όρου, βλ. Papadopoulos 1998, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Styrenius 1962, Desborough 1972, 35, 38, εικ. 4. Mountjoy 1986, 196, εικ Furumark 1972, 37, εικ. 9, σχήματα 59-61, 64. Popham κ.α , 308, 399, αρ Popham Milburn 1971, πίν. 50, αρ. 5, πίν. 51, αρ. 4, πίν. 55, αρ. 4. Παρλαμά 1984, πίν. 102, αρ. 78, βλ.και πίν. 117, αρ. A28. Perdrizet 1908, 11, εικ Desborough 1972, Papadopoulos 2005, Kraiker Kübler 1939, 17-18, πίν. 19, αρ Papadopoulos 2005, Kraiker Kübler 1939, πίν Smithson 1961, πίν. 31. Styrenius 1962, , πίν. 1, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 438. Για κυματοειδή γραμμή, βλ. Mountjoy 1986, 195, εικ. 258, αρ. 3. Kraiker Kübler 1939, πίν Papadopoulos 2005,

40 Χρονολογικά αυτοί οι αμφορίσκοι αποτελούν τα πρωιμότερα αγγεία του νεκροταφείου με βάση τη διακόσμηση, αλλά και τα όστρακα, τα οποία εντοπίστηκαν στον τάφο 101, τα οποία μεταξύ άλλων αγγείων ήταν πέντε αποσπασματικά κύπελλα του τέλους της μυκηναϊκής/υπομυκηναϊκής περιόδου και ένας σύγχρονος σκύφος εισηγμένος από την Αθήνα 244. Η διάδοση του τύπου εντοπίζεται στην Αθήνα και τη Σαλαμίνα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, όπως παρατηρεί ο Desborough 245. Στη βόρεια Ελλάδα δεν υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα από την ύστερη Εποχή Χαλκού και την Εποχή Σιδήρου. Τέλος, γίνεται κατανοητό κυρίως με το αγγείο Τ96-1, ότι η Αττική αποτελεί την καταγωγή ή έμπνευση αυτού του σχήματος στην Τορώνη. Τύπος 2 Οι αμφορίσκοι με κάθετες λαβές ανήκουν στον τύπο 2. Ο τύπος είναι αρκετά συνηθισμένος στην Τορώνη και αντιπροσωπεύεται από εννέα τεφροδόχα αγγεία τα Τ27-1 (πίν. 40Β), Τ44-1 (πίν. 40Γ), Τ55-1 (πίν. 41Α), Τ69-1 (πίν. 41Β), Τ71-1, Τ99-1 (πίν. 41Γ), Τ107-1, Τ112-2 και Τ Γενικά, το σώμα είναι σφαιρικό ή στρογγυλό με τη μεγαλύτερη διάμετρο ψηλά. Ενίοτε το σώμα είναι δικωνικό (Τ99-1), ενώ ωοειδές σχήμα σώματος δεν υπάρχει 246, όπως στο Λευκαντί 247. Η βάση είναι επίπεδη δισκοειδής (Τ107-1) ή σε ορισμένα αγγεία η βάση (Τ27-1, Τ123-1) είναι ελαφρώς κοίλη, ενώ πιο συχνά η βάση είναι χαμηλή δακτυλιόσχημη (Τ44-1, Τ55-1, Τ69-1, Τ71-1, Τ99-1, Τ112-2) 248. Μερικές φορές ο λαιμός είναι κάθετος ή κοίλος με στρογγυλό χείλος (Τ44-1, Τ99-1, Τ107-1, Τ112-2), ενώ στα Τ27-1, Τ123-1, Τ55-1 και Τ69-1 διαμορφώνονται διαφορετικά. Παρατηρείται μεγάλη ποικιλία όσον αφορά τα επιμέρους στοιχεία αυτών των αγγείων εκτός από τις λαβές, που παρουσιάζουν ομοιομορφία. Οι λαβές είναι κάθετες από το άνω τμήμα του ώμου στο λαιμό κάτω από το χείλος. Η διακόσμηση έχει μεγάλη ποικιλία, αν και οι οριζόντιες ταινίες υπάρχουν στα περισσότερα αγγεία. Υπάρχει συνήθως πλατιά ταινία στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο (Τ44-1, Τ55-1, Τ99-1, Τ107-1, Τ123-1), που περικλείεται από λεπτές ταινίες (Τ44-1, Τ55-1, Τ123-1) 249. Η εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια του χείλους είναι σχέδον πάντα ολόβαφη, όπως και η ράχη των λαβών. Ο λαιμός, είτε είναι ολόβαφος (Τ69-1, Τ99-1) είτε φέρει ταινίες (Τ55-1, Τ107-1). Το αγγείο Τ27-1 φέρει στο λαιμό ταινίες που περικλείουν ζιγκ-ζακ, ενώ το αγγείο Τ44-1 φέρει τριπλή σειρά τεθλασμένων γραμμών. Το Τ99-1 φέρει τριπλή σειρά γραμμών στον ώμο του. Το αγγείο Τ107-1 φέρει στο κάτω τμήμα του λαιμού τεθλασμένη γραμμή 250. Η χρονολογική κατάταξη των αγγείων είναι αρκετά υποθετική. Τα Τ55-1 και Τ71-1 δεν έχουν άλλη κεραμική ως κτερίσματα. Στους τάφους Τ27-1, Τ69-1, Τ99-1, Τ107-1 και Τ123-1 βρέθηκε κεραμική, που βοηθά ελάχιστα στη χρονολόγηση. Ο τάφος Τ44-1 που βρέθηκε μαζί με το αγγείο Τ44-2, κατατάσσεται στην πρωτογεωμετρική περίοδο και όχι στην ύστερη. Το βρέθηκε μαζί με την πυξίδα Τ112-1, που οδηγεί στην υπομυκηναϊκή, αλλά και πρωτογεωμετρική περίοδο. Τέλος, το Τ105-7 με βάση τα υπόλοιπα αγγεία χρονολογείται πιθανόν στην πρώιμη πρωτογεωμετρική. 244 Papadopoulos 2005, Desborough 1972, Papadopooulos 2005, Popham κ.α , Papadopooulos 2005, 439. Andronikos 1969, 179, εικ. 27, αρ. Υ5, N35, Δ Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 440. Για την τεθλασμένη γραμμή, βλ. Popham κ.α , 309, εικ. 12B (Early Protogeometric). 37

41 Η διάδοση του συγκεκριμένου τύπου σχήματος στην πρωτογεωμετρική περίοδο είναι μεγάλη, κυρίως όμως στην Εύβοια και στις γύρω περιοχές. Τα πιο κοντινά παραδείγματα προέρχονται από Εύβοια (όχι όμως από το Λευκαντί), Θεσσαλία και Κυκλάδες κυρίως στην ύστερη πρωτογεωμετρική και υποπρωτογεωμετρική περίοδο. Αυτή η άποψη ενισχύεται από το εισηγμένο αγγείο Τ47-1 προερχόμενο πιθανόν από την Εύβοια ή Θεσσαλία, όπως θα δούμε παρακάτω. Άλλα τέτοια παραδείγματα προέρχονται από την Ανατολική Ελλάδα. To σχήμα εμφανίστηκε στην Τορώνη στην πρώιμη πρωτογεωμετρική ή και λίγο νωρίτερα. Επίσης, ο τύπος 2 των αμφορίσκων είναι μεταγενέστερος από τον τύπο 1 και συνεχίζει να παράγεται καθ όλη τη διάρκεια της πρωτογεωμετρικής περιόδου 251. Οι τροχήλατοι αμφορίσκοι του Κούκου Συκιάς φέρουν λαβές από την κοιλιά στο λαιμό. Η βάση του ενός είναι χαμηλή δακτυλιόσχμημη και του άλλου επίπεδη 252. Αυτός ο τύπος του αγγείου από το Λευκαντί κράτησε από την υπομυκηναϊκή φάση έως την Υποπρωτογεωμετρική Ι φάση, 253 δηλαδή στον 9 ο αι. π.χ Ο Ανδρόνικος τους αμφορίσκους της Βεργίνας τους χρονολογεί στο 10 ο αι. π.χ. ή στις αρχές του 9 ου αι. π.χ Αντίθετα ο Desborough χρονολογεί τους αμφορίσκους της Βεργίνας στον 9 ο αι. π.χ. 256 Τύπος 3 Μικροί αμφορείς/αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές από την Τορώνη, που υψώνονται κάθετα και χαμηλό κωνικό πόδι, εντάσσονται στον τρίτο τύπο. Στον τύπο ανήκουν μόνο δύο παραδείγματα τα Τ22-1 (πίν. 42Α) και Τ87-1, που είναι τεφροδόχα. Γενικά, το σχήμα είναι μικρό με λαβές στην κοιλιά του αμφορέα ή του αμφορίσκου και είναι διαφορετικά από τον τύπο 1 με βάση τις διαφορές στο σχήμα, τη διακόσμηση και τον πηλό. Το Τ22-1 είναι σε καλύτερη κατάσταση διατήρησης σε σχέση με το Τ87-1. Το σχήμα αποτελείται από χαμηλό κωνικό πόδι και η μετάβαση από τον ώμο στο λαιμό φέρει αβαθή ράβδωση. Το σχήμα του λαιμού και του χείλους είναι άγνωστα. Οι οριζόντιες λαβές τοποθετούνται στον ώμο και υψώνονται κάθετα. Τα αγγεία είναι πιθανόν τοπικής παραγωγής. Η διακόσμηση φαίνεται να απουσιάζει από τα αγγεία, ωστόσο η εξωτερική επιφάνεια δεν σώζεται καλά. Το Τ22-1 χρονολογείται στην ύστερη πρωτογεωμετρική περίοδο, καθώς βρέθηκε μαζί με το εισηγμένο αγγείο Τ22-2, ενώ το Τ87-1 βρέθηκε μόνο αυτό στον τάφο. Ο τύπος 3 στη Μακεδονία είναι σπάνιος, με πιο κοντινό παράδειγμα αυτό που προέρχεται από το Περιβολάκι, ενώ από τη Βεργίνα υπάρχουν δύο κανθαροειδή αγγεία, που παραλληλίζονται όσον αφορά τη βάση και το σώμα με το Τ22-1 και όχι με τις λαβές. Από την κεντρική ή νότια Ελλάδα και από περιοχές βόρεια της Μακεδονίας δεν υπάρχουν αγγεία, που να παραλληλίζονται Κρατήρες Ο κρατήρας ήταν συνηθισμένο σχήμα στο νεκροταφείο της Τορώνης. Το αγγείο χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο μια φορά για τεφροδόχο και για ταφικές πρακτικές, καθώς βρέθηκε μαζί με καμένα όστρακα σε εναγισμούς. Υπάρχουν δύο τύποι κρατήρων. Ο πρώτος τύπος είναι πρωιμότερος και έχει χαμηλό πόδι, με πολύ μεγαλύτερη διάμετρο. Ο δεύτερος τύπος είναι μεταγενέστερος με ψηλό πόδι και η διάμετρος του χείλους είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από το ύψος. Υπάρχουν επίσης ορισμένοι κρατήρες που εντάσσονται στο 251 Papadopoulos 2005, Carington- Smith 1991, Popham κ.α , Carington- Smith 1991, Ανδρόνικος 1969, Desborough 1972, Papadopoulos 2005,

42 μεταβατικό στάδιο από τον τύπο 1 στον τύπο Η αλλαγή από χαμηλό πόδι σε ψηλότερο συναντάται και στην Αθήνα 259 Τύπος 1 Ο τύπος 1 αντιπροσωπεύεται από δύο παραδείγματα τα Τ102-1 (πίν. 42Β) και Τ116-1 (πίν. 42Γ). Το Τ102-1 χρονολογείται στην πρώιμη πρωτογεωμετρική. Η βάση είναι επίπεδη δισκοειδής, ελαφρώς παραμορφωμένη. Το αγγείο φέρει δύο οριζόντιες λαβές, τοποθετημένες στο πάνω τμήμα. Όσον αφορά τη διακόσμηση, το σώμα του αγγείου φέρει ταινίες. Η ράχη των λαβών είναι διακοσμημένη, ενώ αυτή επεκτείνεται στο σώμα. Αντίστοιχη πλατιά ταινία εκτείνεται από το χείλος έως το άνω τμήμα του σώματος, από την οποία κρέμεται σειρά ημικυκλίων, αποτελώντας παράλληλα το πρωιμότερο μοτίβο κρεμάμενων ημικυκλίων (βλ. Τ114-1) 260. Ο δεύτερος κρατήρας Τ είναι μοναδικός, καθώς είναι το μοναδικό αγγείο αυτής της περιόδου στην Τορώνη, που φέρει παράσταση 262. Στο σχήμα είναι ίδιο με το Τ102-1 με ίδιες αναλογίες, με τη διαφορά ότι έχει χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση. Το κάτω τμήμα του σώματος κοσμείται με δύο οριζόντιες ταινίες και με άλλες δύο αντίστοιχες ταινίες στη μέση του αγγείου. Η άνω επιφάνεια του σώματος φέρει συνδεδεμένα «Χ». Το κάτω τμήμα της ράχης των λαβών είναι βαμμένο, ενώ το χρώμα συνεχίζει πάνω στο σώμα στο σχήμα καμπύλων, που στρέφονται προς τα πάνω 263. Η εικονιστική παράσταση στη ζώνη της κοιλιάς μπορεί να διακριθεί παρά την αποσπασματικότητα και τις φθορές του αγγείου, εξαιτίας της επανάχρησης και των αρχαίων επισκευών. Συγκεκριμένα, εικονίζεται με κόκκινο χρώμα πάνω σε υπόλευκο (creamy) επίχρισμα (slip) σειρά ίσως πουλιών αντιπροσωπεύοντας ένα από τα λίγα παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο εικονιστικών παραστάσεων αυτής της περιόδου 264. Αν δεν απεικονίζονται πουλιά τότε ορισμένα παραδείγματα με απεικονίσεις πλοίων της ΠΕΣ δημοσιευμένα από τον Doorninck Jr. 265 και από τη Φορτέτσα από τον Brock 266 έχουν κάποια ομοιότητα. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει αναπάντητο. Το σχήμα του κρατήρα με επίπεδη δισκοειδή βάση ή χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση δεν συνηθίζεται σε άλλα μέρη της Ελλάδος ή υπάρχει μεγάλη έλλειψη υλικού 267. Εξαίρεση αποτελεί η Κρήτη με κρατήρες με χαμηλό πόδι αλλά και ορισμένα παραδείγματα στην Αθήνα 268. Το σχήμα των κρατήρων της Τορώνης είναι κοντά σε κρατήρες της ύστερης ελλαδικής ΙΙΙ Γ. Η διακόσμηση του Τ102-1, όπως και του Τ116-1 είναι πρωτογεωμετρική και ειδικότερα της πρώιμης πρωτογεωμετρικής με βάση και τα καμένα όστρακα Τ102-2 και Τ Papadopoulos 2005, Desborough 1972, 153. Lefkandi II.1, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 450. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αγγείο, βλ. Papadopoulos 1990, 13-24, πίν Papadopoulos Οι καμπύλες που στρέφονται προς τα πάνω και τα συνδεδεμένα Χ δεν συναντώνται σε κανένα άλλο τοπικό ταφικό αγγείο, βλ. Papadopοulos 2005, Papadopoulos 2005, Doorninck Jr. 1982, , εικ Brock 1957, πίν Doorninck Jr. 1982, 281, εικ. 6A. Για περισσότερο γενικές απεικονίσεις πλοίων στην ΠΕΣ, βλ. Basch 1987, 159, εικ. 320 και Papadopoulos 2005, Σχετική βιβλιογραφία για το θέμα των επίπεδων δισκοειδών βάσεων, βλ. Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005,

43 Μεταβατικός τύπος Τρία παραδείγματα εντάσσονται σ αυτήν την κατηγορία τα Τ48-1 (πίν. 43Α), Τ62-1 (πίν. 43Β) και Τ76-1. Το καλύτερα σωζόμενο είναι το Τ48-1 και αυτό θα αναλυθεί. To σώμα διαφέρει από τον τύπο 1 καθώς το άνω τμήμα του είναι ψηλότερο και περισσότερο κάθετο με αποτέλεσμα να έχει μεγαλύτερο βάθος. Οι λαβές είναι σαν του τύπου 1 αλλά το χείλος είναι οριζόντιο, αρκετά ευρύ με επίπεδο το άνω τμήμα του, με τετραγωνισμένη ή λοξή την εξωτερική άκρη του. Ένα καινούργιο στοιχείο που εμφανίζεται και στον τύπο 2 που θα αναλυθεί παρακάτω είναι ο μικρός αναβαθμός στο άνω τμήμα του σώματος κάτω από το χείλος 270. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη και πλησιάζει σχηματικά κρατήρες από την Αττική και το Λευκαντί 271. Το οριζόντιο χείλος είναι συνηθισμένο στους πρωτογεωμετρικούς κρατήρες, καθώς και ο αναβαθμός κάτω από το χείλος 272. Το οριζόντιο χείλος και ο αναβαθμός έχουν πιθανόν μυκηναϊκό πρότυπο 273. Η βάση του αγγείου είναι άβαφη και υπάρχουν πέντε λεπτές ταινίες στο κάτω τμήμα του σώματος, πάνω από τις οποίες υπάρχει πλατιά ταινία, ενώ πιο πάνω δύο λεπτές ταινίες. Το άνω τμήμα και η εξωτερική επιφάνεια του χείλους είναι άβαφα και η περιοχή κάτω από το χείλος και πάνω στον αναβαθμό καλύπτονται με χρώμα. Οι λαβές καλύπτονται με χρώμα. Το άνω τμήμα του σώματος φέρει ομάδα 10 ομόκεντρων ημικυκλίων στις δύο πλευρές του αγγείου, ένας ασυνήθιστος συνδυασμός 274, αν και αυτός ο συνδυασμός όρθιων και κρεμαστών ημικυκλίων εντοπίζεται στην πρωτογεωμετρική κεραμική από τον Αετό της Ιθάκης 275. Εναλλασσόμενα όρθια και κρεμαστά ημικύκλια παρατηρούνται σε αγγεία στην Κνωσσό 276 και το Λευκαντί 277. Το Τ62-1 έχει την ίδια βάση και σχεδόν την ίδια διακόσμηση, εκτός από την πλατιά ταινία στη μετάβαση από τη βάση στο σώμα (το σχήμα παραπέμπει σε κρατήρα αλλά δεν αποκλείεται και ο σκύφος, εξαιτίας της απουσίας του χείλους). Το Τ76-1 είναι παρόμοιο με το Τ62-1. Τα στοιχεία του μεταβατικού τύπου μοιάζουν με αυτά του τύπου 2 εκτός από την απουσία του ψηλού ποδιού. Η χρονολογική κατάταξη είναι δύσκολη εξαιτίας της απουσίας άλλου είδους κεραμικής στους τάφους, μόνο η δακτυλιόσχημη βάση και τα ημικύκλια του Τ48-1 τα τοποθετούν μεταξύ του τύπου 1 και 2. Τύπος 2 Οι κρατήρες με ψηλό πόδι έχουν ευρεία γεωγραφική διάδοση αυτήν την περίοδο και αρκετά θραύσματα εισηγμένων κρατήρων στην Τορώνη ανήκουν σ αυτόν τον τύπο. Τρείς αποσπασματικοί κρατήρες με ψηλό πόδι, που είχαν χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχοι, ανήκουν σ αυτήν την κατηγορία τα Τ33-1 (πίν. 43Γ), Τ35-1 (πίν. 43Δ) και Τ58-1 (πίν. 44Α). Ο Τ58-1 παρέχει πλήρες προφίλ. Κοινό στοιχείο σε όλα αποτελεί ο αναβαθμός ή οι αναβαθμοί στην εξωτερική επιφάνεια του ποδιού, ειδικά κοντά στη μετάβαση με το σώμα (Τ35-1, Τ58-1). Το Τ33-1 έχει βαθιά ράβδωση στη μετάβαση από τη βάση στο σώμα. Μόνο το αγγείο Τ58-1 διαθέτει οριζόντιο χείλος με επίπεδη την άνω πλευρά. Υπάρχει αναβαθμός με εγχαράξεις κάτω από το χείλος. Οι λαβές του Τ35-1 και Τ58-1 είναι οριζόντιες. Το Τ104-2 (πίν. 54Β) με το ψηλό πόδι χρονολογείται με ασφάλεια στην πρώιμη πρωτογεωμετρική περίοδο. 270 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, , όπου και σχετική βιβλιογραφία για τις βάσεις. 272 Papadopoulos 2005, 452, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 273 Mountjoy 1986, 175, εικ Papadopoulos 2005, Desborough 1952, πίν. 37, αρ. 34 και 17. Coldstream 1968, πίν. 47c-d. Heurtley Lorimer , 43, πίν Boardman 1960a, 130, πίν. 31. Για περαιτέρω βιβλιογραφία, βλ. Papadopoulos 2005, Lefkandi II.1, πίν. 49, αρ

44 Η διακόσμηση και στα τρία παραδείγματα δεν σώζεται σε καθόλου καλή κατάσταση. Η διακόσμηση του Τ58-1 είναι παρόμοια μ αυτήν του Τ48-1, ενώ ίδια είναι και η διακόσμηση του κάτω τμήματος του σώματος στο Τ35-1. Η βάση του Τ33-1 καλύπτεται με χρώμα. Ο κρατήρας Τ40-1 πιθανόν ανήκει σ αυτόν τον τύπο. Οι τροχήλατοι κρατήρες στη Μακεδονία δεν συνηθίζονται στην ΠΕΣ 278, με μόνο ένα γνωστό ακέραιο παράδειγμα προς το παρόν από τη Βεργίνα Κατά την άποψη μου, εδώ θα μπορούσε να ενταχθεί και ο τροχήλατος κρατήρας με ζωόμορφες λαβές από τον τάφο 23 από τον Κούκο Συκιάς (πίν. 54Γ). Η διακόσμηση του αγγείου δεν σώζεται. Η βάση είναι κωνική. Το χείλος είναι απλό και εξωστρεφές. Η προχοή βρίσκεται στο χείλος. Οι λαβές διαμορφώνονται ως κεφαλές ζώων με κέρατα. Τα μάτια τους είναι χαραγμένα και υπάρχουν ίχνη σχηματισμού ρουθουνιών. Η πρώτη περίπτωση κρατήρα με ζωόμορφες λαβές με κέρατα 280 είναι των Οπλιτών από τις Μυκήνες 281. Τμήμα κρατήρα με τέτοιο κεφάλι ως λαβή εντοπίστηκε στην Ξερόπολη στο Λευκαντί, που εντάσσεται χρονικά στην φάση 2 της ΥΕ ΙΙΙ Γ κεραμικής στο χώρο 282, ενώ άλλη μια λαβή σε σχήμα κεφαλιού ζώου ή και δύο βρέθηκαν στο Ηρώο του 10 ου αι. π.χ. στην Τούμπα του Λευκαντί 283. Ζωόμορφες λαβές φέρουν μόνο οι κρατήρες. Οι κρατήρες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι των ΥΕ ΙΙΙ Γ/πρωτογεωμετρικών περιόδων με κύριο παράδειγμα τον κρατήρα των Οπλιτών και η δεύτερη είναι της μετεγενέστερης κυπροαρχαϊκής εποχής, στην οποία εντάσσεται 284 και ο κρατήρας της Ταμασσού 285. Ο κρατήρας του Κούκου χρονολογείται στο τέλος της πρώτης ομάδας. Το σχήμα του μοιάζει με έναν κρατήρα στο Αρχαιολ. Μουσείο του Μονάχου (Munich 6157) 286, o oποίος χρονολογείται από τον Desborough στην πρώιμη φάση του πρωτογεωμετρικού αττικού ρυθμού 287. Επίσης, μοιάζει με τον κρατήρα από το Ηρώο της Τούμπας στο Λευκαντί 288, ενώ μια από τις λαβές μοιάζει τεχνοτροπικά παρά χρονολογικά 289 με τη λαβή της ΥΕ ΙΙΙ Γ του κρατήρα από το Λευκαντί 290. Κατά τη γνώμη μου, ο κρατήρας θα μπορούσε επίσης να παραλληλιστεί με τον κράτήρα Τ104-2 από την Τορώνη 291. Η διαμόρφωση του σώματος και η απόδοση ζωόμορφων λαβών είναι παρόμοια στα δύο αγγεία. Τα δύο μόνο σημεία στα οποία διαφοροποιούνται είναι η διαμόρφωση της βάσης και η απουσία προχοής στο Τ Ο κρατήρας του Κούκου χρονολογείται πιθανόν στο πρώτο μισό του 9 ου αι. π.χ Σκύφοι Ο σκύφος αποτελεί το δεύτερο πιο συνηθισμένο σχήμα ανάμεσα στα τροχήλατα αγγεία του νεκροταφείου της Τορώνης, που χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχο και ως αγγείο σχετιζόμενο με ταφικές πρακτικές. Το αγγείο αποτελείται από τέσσερις τύπους. 278 Papadopoulos 2005, Andronikos 1969, 174, εικ. 25, πίν. 45, αρ. N Carington- Smith 1991, Schliemann 1980, 132, εικ Popham Milburn 1971, 340, πίν. 57, αρ Lefkandi II.1, 26, πίν. 19, αρ. 328, ίσως και Carington- Smith 1991, Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ζωόμορφες λαβές, βλ. Carington- Smith 1991, Carington- Smith 1991, Desborough 1952, 94, πίν Lefkandi II.1, 26, πίν Carington- Smith 1991, Popham Milburn 1971, 340, πίν. 57, αρ Papadopoulos 2005, Carington- Smith 1991,

45 Τύπος 1 Ο τύπος 1 αποτελείται από αγγεία με χαμηλό πόδι και χαμηλή κωνική ή δακτυλιόσχημη βάση. Στον τύπο εντάσσονται 14 αγγεία Τ23-1 (πίν. 44Β), Τ25-1 (πίν. 44Γ), Τ85-1, Τ98-1, Τ101-7, Τ103-1, Τ105-1 (πίν. 45Α), Τ106-1 (πίν. 45Β), Τ108-1, Τ110-1, Τ112-4, Τ113-6, Τ117-6 και Τ Γενικά, υπάρχει σταθερότητα στο σχήμα και τη διακόσμηση. Σε ορισμένα παραδείγματα η βάση είναι δακτυλιόσχημη (Τ108-1, Τ110-1, Τ112-4, Τ113-6, Τ117-6, Τ128-5), ενώ σε άλλα είναι ψηλότερη, αλλά και με πολύ χαμηλό κωνικό σχήμα (Τ85-1, Τ98-1, Τ101-7, Τ105-1, Τ106-1). Το χείλος είναι πάντα εξωστρεφές. Οι δύο οριζόντιες λαβές είναι τοποθετημένες στο άνω τμήμα του σώματος και υψώνονται μέχρι το ύψος το χείλους και ποτέ πιο πάνω απ αυτό. Το σχήμα είναι όπως ο σκύφος της υπομυκηναϊκής περιόδου, με καταγωγή από την ύστερη ελλαδική ΙΙΙΓ. Αυτό το σχήμα σκύφου εμφανίζεται στη Μακεδονία την ύστερη Εποχή του Χαλκού, αλλά είναι σπάνιο στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης Εποχής Σιδήρου ο συνηθισμένος τύπος σκύφου είναι με τα κρεμάμενα ημικύκλια. Το σύστημα διακόσμησης των αγγείων είναι ομοιόμορφο και φέρουν τα χαρακτηριστικά «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages). Η εξωτερική επιφάνεια της βάσης είναι είτε ακόσμητη (Τ23-1, Τ85-1, Τ98-1, Τ103-1, Τ110-1), είτε καλύπτεται με χρώμα (Τ25-1, Τ108-1). Το κάτω τμήμα του σώματος φέρει ταινίες με πλατύτερη αυτήν που βρίσκεται στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου. Το άνω τμήμα του σώματος φέρει πάντα «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages). Η περιοχή κάτω από τις λαβές είναι άβαφη 293. Σύμφωνα με τον Coldstream τα «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages) ως διακόσμηση εντοπίζονται μόνο στη δυτική Ελλάδα και δεν είναι πρωιμότερο της ύστερης γεωμετρικής Ι, αν και έχει εντοπιστεί η πρωτογεωμετρική καταγωγή τους από την Ιθάκη 294. Παρ όλα αυτά το υλικό μεταξύ της Τορώνης και της δυτικής Ελλάδας δεν μπορεί να συσχετίζεται εξαιτίας της γεωγραφικής απόστασης των δύο περιοχών, αλλά και των διαφορετικών διακοσμητικών αποδόσεων, χώρια από τη διακόσμηση των «αντιθετικών μοτίβων» (=ugly sausages). Αυτά τα επιχειρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο διακοσμητικό μοτίβο αποτελεί χωριστή τοπική διακοσμητική εξέλιξη. Χρονολογικά, αυτός είναι ο πρωιμότερος τύπος σκύφου στην Τορώνη και αποτελεί το πρωιμότερο παράδειγμα κεραμικής κατά την περίοδο χρήσης του νεκροταφείου. Τύπος 2 Ο τύπος 2 αποτελείται από σκύφους με κωνικό πόδι, που δεν είναι αρκετά ομοιόμορφοι. Το πρώτο αγγείο Τ94-1 (πίν. 45Γ) αντιγράφει το σχήμα και τη διακόσμηση του αγγείου Τ127-1, που είναι ευβοϊκή εισαγωγή. Η βάση είναι κωνική. Η μετάβαση από το σώμα στη βάση γίνεται με βαθιά ράβδωση. Το σώμα, το χείλος και οι λαβές είναι ίδια με αυτά του τύπου 1 με τη διαφορά, ότι η διάμετρος του χείλους είναι αναλογικά μικρότερη και το φιαλόσχημο αγγείο λίγο βαθύτερο. Η βάση και το κάτω τμήμα του σώματος είναι ακόσμητα. Το υπόλοιπο του αγγείου μαζί με το χείλος καλύπτεται με χρώμα, εκτός από την εξηρημένη ταινία στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου. Η εσωτερική πλευρά καλύπτεται και αυτή με χρώμα, ωστόσο δεν σώζεται, καθώς είναι σχεδόν όλη φθαρμένη 295. Αυτός ο τύπος σκύφου με σχετικά ψηλό κωνικό πόδι είναι συνηθισμένος στην αττική πρωτογεωμετρική περίοδο 296, αν και ο απλός τρόπος διακόσμησης δεν συνηθίζεται στην 293 Papadopoulos 2005, Coldstream 1968, Heurtley Robertson 1948, 63, 104. Heurtley Lorimer , Desborough 1952, , πίν. 37, 1972, Coulson Papadopoulos 2005, Desborough 1952, 77, 1972,

46 Αθήνα 297. Ο τύπος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Λευκαντί με σύγχρονα παράλληλα από άλλες θέσεις, όπως τη Θεσσαλια κ.α. στη μέση πρωτογεωμετρκή περίοδο 298. Το σχήμα στη Μακεδονία είναι σπάνιο. Το κοντινότερο παράδειγμα, όσον αφορά το σχήμα, προέρχεται από τη Βεργίνα 299. Ο δεύτερος σκύφος Τ90-1 (πίν. 45Δ) είναι ασυνήθιστος, καθώς στο αγγείο, παρ όλο που είναι αποσπασματικά σωζόμενο, σώζονται ορισμένα στοιχεία. Ειδικότερα το σώμα, το χείλος και οι λαβές είναι κοντά στον τύπο 1 των σκύφων εκτός από το σώμα, που είναι περισσότερο γωνιώδες. Η βάση είναι πολύ μικρή και κωνικού σχήματος. Η βάση είναι αβαφής και υπάρχουν τέσσερις λεπτές ταινίες στην κάτω επιφάνεια του σώματος (βλ. τύπο 1). Το επόμενο αγγείο Τ117-1 (πίν. 46Α) θα μπορούσε να ενταχθεί στο δεύτερο τύπο, παρόλο που δεν σώζεται η βάση του, καθώς το σχήμα του παραλληλίζεται με το Τ90-1. Η εξωτερική επιφάνεια του φέρει τέσσερις λεπτές ταινίες στο κάτω τμήμα του σώματος και αντικριστά «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages) στο άνω τμήμα του σώματος. Ο Τ117-1 με βάση την καμένη κεραμική του τάφου χρονολογείται γύρω στη μέση πρωτογεωμετρικη ή αρχές της ύστερης πρωτογεωμετρικής. Τύπος 3 Ο τύπος αποτελείται από σκύφους με ψηλό πόδι. Υπάρχουν τρία σωζόμενα αγγεία τα Τ28-1 (πίν. 46Β), Τ30-1 (πίν. 46Γ) και Τ37-1 (πίν. 47Α). Σ αυτά εντάσσονται άλλα δύο θραύσματα βάσεων, τα Τ116-2 και Τ Από τα τρία παραδείγματα μόνο τα δύο Τ28-1 και Τ37-1 είναι καλά σωζόμενα. Το σχήμα αποτελείται από ψηλό πόδι με αποτέλεσμα η διαφορά μεταξύ της διαμέτρου της βάσης και του χείλους να μην είναι τόσο μεγάλη. Το χείλος είναι εξωστρεφές. Η βάση είναι άβαφη και υπάρχουν τρείς λεπτές οριζόντιες ταινίες στο κάτω μέρος του σώματος, πάνω από τις οποίες αποδίδεται πλατύτερη ταινία. Το χείλος καλύπτεται με χρώμα και η διακόσμηση των λαβών επεκτείνεται στο σώμα. Η ζώνη των λαβών διακοσμείται με κυματιστές γραμμές. Οι τύποι 2 και 3 δεν είναι συνηθισμένοι στη Μακεδονία 300, αν και υπάρχει σκύφος από τη Βεργίνα, που μοιάζει πάρα πολύ με τα Τ28-1 και Τ Τεθλασμένες γραμμές εντοπίζονται σε σκύφους από τον Καστανά 302, ενώ αυτός ο τύπος δεν εμφανίζεται στο Λευκαντί. Ο τρίτος σκύφος Τ30-1 είναι μεγαλύτερος από τους άλλους δύο, ενώ το σχήμα ταιριάζει με τα άλλα δύο αγγεία, εκτός από το κάτω τμήμα του σώματος, που δεν είναι τόσο στρογγυλεμένο. Η διακόσμηση είναι ίδια με τους σκύφους του τύπου 1. Η βάση και το κάτω τμήμα του σώματος είναι καλυμμένα με χρώμα, πάνω από τα οποία υπάρχουν πολλές λεπτές ταινίες και πάνω απ αυτές υπάρχει πλατιά ταινία στη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου, ενώ το άνω τμήμα του σώματος διακοσμείται με αντικριστά «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages). H εσωτερική επιφάνεια είναι βαμμένη, ενώ η διακόσμηση βρίσκεται κοντά με το αγγείο Τ25-1 του τύπου 1. Ακριβής χρονολογική κατάταξη των αγγείων δεν μπορεί να γίνει πέρα από την πρωτογεωμετρική περίοδο Desborough 1952, 80, Papadopoulos 2005, Andronikos 1969, 170, εικ. 24, πίν. 47, αρ. Ξ Papadopoulos 2005, Andronikos 1969, 170, εικ. 24, πίν. 23, αρ. N Podzuweit 1979, 216, εικ. 22, αρ. 1, 8. McDonald κ.α. 1983, Papadopoulos 2005,

47 Τύπος 4 Ο τύπος 4 χαρακτηρίζεται από σκύφους με κρεμάμενα ημικύκλια. Ο τύπος 4 αντιπροσωπεύεται από το αποσπασματικά σωζόμενο αγγείο Τ82-2 και το θραύσμα χείλους του Τ77-3, που είναι εισηγμένο πιθανόν από την Εύβοια. Αυτός ο τύπος δεν συνηθιζόταν ως τεφροδόχο Τροχήλατη κεραμική με μαύρο και κόκκινο επίχρισμα Υπάρχουν τέσσερα αγγεία με μαύρο επίχρισμα (Τ24-3, Τ50-1, Τ47-2 και Τ104-2) και μόνο ένα με κόκκινο επίχρισμα (Τ111-1) πιθανότατα τοπικής παραγωγής από το νεκροταφείο της Τορώνης, τα οποία αν και τροχήλατα διαφέρουν από τα υπόλοιπα τροχήλατα αγγεία εξαιτίας της διαφορετικής τους διακόσμησης. Μαύρο επίχρισμα Το Τ24-3 είναι αμφορέας, ο αμφορίσκος Τ50-1 (πίν. 47Β), ενώ τα Τ47-2 και Τ104-2 είναι κρατήρες. Τα αγγεία φαίνεται να είναι αρκετά πρώιμα. Το Τ50-1 έχει χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση, που υψώνεται κάπως κάθετα και είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο. Ο λαιμός του Τ50-1 φέρει οριζόντιες ραβδώσεις. Ο κρατήρας Τ104-2 είχε χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα του τεφροδόχου Τ Το Τ47-2 είχε χρησιμοποιηθεί ως πώμα του τεφροδόχου Τ47-1 και έχει σίγουρα το ίδιο σχήμα με τον προηγούμενο κρατήρα με εξαίρεση, ότι η εξωτερική επιφάνεια του ποδιού φέρει οριζόντιες ραβδώσεις. Τα αγγεία της Τορώνης φαίνεται να συνδέονται με αγγεία από την Αιολία και το Λευκαντί, χωρίς όμως απτά στοιχεία, αφήνοντας ανοιχτό το θέμα. Κόκκινο επίχρισμα Το μοναδικό αγγείο με κόκκινο επίχρισμα είναι το Τ111-1 (πίν. 47Γ), που είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο. Το αγγείο ανήκει στο πρωιμότερο στάδιο χρήσης του νεκροταφείου, χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία για ακριβή χρονολόγηση. Το σχήμα του αγγείου είναι κύλικα με οριζόντιες λαβές ή κάλυκας. Το αγγείο έχει μεταλλική όψη. Το αγγείο φέρει τέσσερις ραβδώσεις στην εξωτερική επιφάνεια του στελέχους της βάσης, που διαμορφώνουν τρείς αναβαθμούς. Το αγγείο είναι ρηχό με κάθετα τοιχώματα, που ελαφρώς στρέφονται προς τα έξω στο άνω τμήμα τους και φέρει δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής, τοποθετημένες στο άνω τμήμα του σώματος 305. Το γενικό σχήμα ανακαλεί τις μυκηναϊκές κύλικες 306, ειδικά αυτές που είναι απλές ή μονόχρωμες 307, αν και φέρουν πάντα κάθετες λαβές. Σχετιζόμενα αγγεία ως προς το κόκκινο επιχρίσμα εντοπίζονται 308 στο Λευκαντί 309, τη Λέσβο και σε άλλες θέσεις Papadopoulos 2005, Papadopulos 2005, Furumark 1972, σχήματα Mountjoy 1986, 215, shapes Papadopoulos 2005, Popham κ.α , 347. Popham κ.α. 1982a, Lamb Brock ,

48 Χειροποίητη κεραμική Η χειροποίητη κεραμική της Τορώνης αποτελεί την πιο συνηθισμένη κατηγορία κεραμικής. Αυτή η κεραμική διαφέρει από την κεραμική άλλων θέσεων της Μακεδονίας. Η επιρροή της υπομυκηναϊκής και πρωτογεωμετρικής κεραμικής από την κεντρική και νότια Ελλάδα στην κεραμική της Τορώνης είναι προφανής, με αποτέλεσμα η τροχήλατη να είναι μεγαλύτερη σε αριθμό σε σχέση με τη χειροποίητη, σε αντίθεση με τον Καστανά, τη Βεργίνα και την Άσσηρο. Η εγχάρακτη διακόσμηση είναι σπάνια στην Τορώνη, αντίθετα με άλλες θέσεις κατά τη διάρκεια της ΥΕΧ και ΠΕΣ. Αν και υπάρχουν διαφορές μεταξύ της κεραμικής της Τορώνης και αυτής της λοιπής Μακεδονίας, είναι φανερό, ότι η κεραμική της Μακεδονίας της Εποχής Χαλκού επηρέασε τυπολογικά την κεραμική της Τορώνης. Οι σχέσεις της κεραμικής από τον Καστανά και την Άσσηρο με την κεντρική και νότια Ελλάδα ήταν πολύ περιορισμένες, σε αντίθεση με την κεραμική της Τορώνης, όπως αναφέρθηκε. Παρ όλα αυτά η τοπική κεραμική παραμένει ανεξάρτητη. Οι επαφές με άλλες θέσεις από τη Μακεδονία επιβεβαιώνονται από τις εισαγωγές κεραμικής στην Τορώνη, που εντοπίστηκαν στο νεκροταφείο, ενώ διαφέρουν τυπολογικά και τεχνολογικά από την τοπική χειροποίητη κεραμική της Τορώνης. Ο εντοπισμός της ακριβούς προέλευσης αυτών των αγγείων είναι δύσκολος. Τα χειροποίητα αγγεία χρησιμοποιούνταν για καθημερινές δουλειές, όπως μαγείρεμα και αποθήκευση, αλλά και για σερβίρισμα υγρών. Η ταφική τους χρήση αποτελούσε ένδειξη κύρους, όπως και τα άλλα τροχήλατα και διακοσμημένα αγγεία Αμφορίσκοι Υπάρχουν δύο κύρια είδη τύπων, η πρώτη είναι με λαβές στην κοιλιά και η δεύτερη με λαβές στο λαιμό. Γενικότερα τα δύο σχήματα παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες σε όλη τη Μακεδονία στην ΥΕΧ και ΠΕΣ, αλλά τα ακριβή παράλληλα με βάση τις λεπτομέρειες και τις αναλογίες του σχήματος είναι σπάνια. Το δοχείο με λαβές στην κοιλιά είναι ένα από τα λίγα αγγεία που σχετίζεται με ορισμένα χειροποίητα αγγεία από τη νότια Ελλάδα, ειδικότερα στην Αργολίδα 312. Tύπος 1 Ο αμφορίσκος με λαβές στην κοιλιά αντιπροσωπεύεται από εννέα παραδείγματα τα Τ18-1, Τ63-1, Τ100-1 (πίν. 48Α), Τ118-1 (πίν. 48Β), Τ128-1, Τ130-1 (πίν. 48Γ), Τ132-1, Τ133-1 και 60. Το αγγείο έχει επίπεδη βάση, σφαιρικό σώμα, όπου το σημείο της μεγαλύτερης διαμέτρου εντοπίζεται συνήθως στο πάνω τμήμα του αγγείου. Ο ψηλός λαιμός είναι κάθετος ή ελάχιστα καμπύλος με λοξότμητο χείλος. Η μετάβαση από το λαιμό στο σώμα φέρει συνήθως ράβδωση. Οι οριζόντιες λαβές τοποθετούνται στην κοιλιά συνήθως πάνω από το σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο. Το Τ100-1 φέρει μαστοειδής απόφυση 313. Αντίστοιχα αγγεία του Τ100-1 προέρχονται από το νεκροταφείο τύμβων της Βεργίνας (πίν. 127Γ) 314. Στίλβωμα φέρουν σχεδόν όλα τα αγγεία εκτός από τα Τ118-1 και Τ Η χρονολογική κατάταξη των αγγείων είναι δύσκολη, καθώς λίγα τροχήλατα αγγεία βρέθηκαν μέσα στις ταφές. Το εντάσσεται στα πρωιμότερα στάδια της πρωτογεωμετρικής περιόδου, όπως και το Τ Το Τ100-1 χρονολογείται λίγο νωρίτερα. Τα άλλα αγγεία δύσκολα χρονολογούνται. Μικρότερου αλλά παρόμοιου σχήματος αγγείο είναι το Τ Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Ανδρόνικος 1969, 78, 114. Παππά 1993, 142, εικ Papadopoulos 2005,

49 Ο αμφορέας της ταφής 8978β (πίν. 56Γ) από το νεκροταφείο της ΠΕΣ της Ιερισσού είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο. Το αγγείο θα μπορούσε να ενταχθεί κατά τη γνώμη στον 1 ο τύπο της κατηγοριοποίησης του Παπαδόπουλου. Το αγγείο είναι στιλβωμένο και χαρακτηρίζεται από μεταλλική υφή. Η κατηγορία αυτής της κεραμικής εντοπίζεται κυρίως στην ΠΕΧ και είναι διαδεδομένη στο μακεδονικό (πίν. 127Γ) και θρακικό χώρο. Επίσης εμφανίζεται στην ΠΕΣ, αλλά και στους ιστορικούς χρόνους 316. Στον ίδιο τύπο θα μπορούσε, επίσης, να ενταχθεί κατά την γνώμη μου ένας αμφορίσκος, που περιείχε υπολείμματα καύσης (πίν. 55Β) από τον Κούκο Συκιάς 317. Τύπος 2 Ο αμφορίσκος με λαβές στον ώμο, οι οποίες υψώνονται μέχρι το ύψος του λαιμού, αντιπροσωπεύεται από δύο παραδείγματα τα Τ19-1 και Τ46-1 (πίν. 49Α). Η επιφάνεια των αγγείων είναι στιλβωμένη. Η χρονολόγηση των αγγείων είναι δύσκολη εξαιτίας της έλλειψης εξωτερικών στοιχείων. Οι δύο ομάδες αγγείων ίσως παράγονταν ταυτοχρόνως 318. Στη Βεργίνα οι αμφορίσκοι με λαβές στο λαιμό είναι ασυνήθιστοι, σε αντίθέση με τους αμφορίσκους με λαβές στην κοιλιά 319. Τέλος, υπάρχει η περίπτωση του αγγείου Τ17-1 το οποίο αν και έχει το ίδιο σχήμα με τους χειροποίητους αμφορίσκους με κάθετες λαβές, παρ όλα αυτά είναι τροχήλατο Κρατηρόσχημο σκεύος-χύτρα Το κρατηρόσχημο σκεύος-χύτρα (αρ. ευρ. Ι.ΚΤΝ 201) της ταφής 8979 (πίν. 56Α.1) από το νεκροταφείο της ΠΕΣ της Ιερισσού είναι μαγειρικό σκεύος καθημερινής χρήσης. Το σχήμα είναι γνωστό στην κεντρική Μακεδονία της ΠΕΣ σύμφωνα με του ίδιου σχήματος αγγείο 321, που βρέθηκε στο Αξιοχώρι 322 και ενός παρόμοιου αγγείου από την Όλυνθο 323. Το χείλος του αγγείου φέρει αμελή εγχάρακτη διακόσμηση από λοξές γραμμές (πίν. 56Α.2), που τοποθετούνται αντιθετικά στο μέσο του πλάτους της λαβής στο σημείο ένωσης με το χείλος 324. Το αγγείο συνδέεται με βάση την τυπολογία και το διάκοσμο μ ένα μικρότερο εύρημα του οικισμού του Καστανά, που χρονολογείται στη νεώτερη φάση της ΠΕΣ. Εγχάρακτα μοτίβα σε ελεύθερο έδαφος που διαμορφώνονται ευθύγραμμα και καμπυλόγραμμα, εντοπίζονται στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία, αλλά και σε ομάδες των ηπειρωτικών Βαλκανίων της ΠΕΣ. Η εγχάρακτη κεραμική αν και εμφανίζεται ήδη από τη ΥΕΧ στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία, εντοπίζεται σπάνια στη Χαλκιδική Κύπελλα/κύαθοι Υπάρχουν τέσσερα κύπελλα-κύαθοι από την Τορώνη. Το σχήμα σχετίζεται με τον κάνθαρο και χωρίζεται σε δύο τύπους με βάση τη διαμόρφωση των λαβών. Αντίθετα με 316 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, 270. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013, 144. Περισσότερες πληροφορίες για αυτήν την κατηγορία, βλ. Ανδρόνικος 1969, Radt 1974, Wardle 1996, 454, εικ. 3: Carrington-Smith Βοκοτοπούλου 1990, Papadopoulos 2005, Andronikos 1969, 192, εικ. 38, πίν. 30, αρ. A13. Περαιτέρω βιβλιογραφία για το θέμα της υδρίας από τη Βεργίνα, βλ. Andronikos 1969, 210, fif. 49. Radt 1974, 120, πίν. 36, αρ Papadopoulos 2005, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Heurtley 1939, 234, αρ. 473, πίν. ΧΧΙΙ. 323 Olynthus V, 18, αρ. P2, πίν Hochstetter 1984, , πίν. 217,8. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, 467. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, 270. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013,

50 τους κάνθαρους, τα τρία Τ43-1, Τ57-1 (Τ49-Β) και Τ66-1 (πίν. 49Γ) από τα τέσσερα κύπελλα ήταν τεφροδόχα, που ανήκαν στον τύπο 1, ενώ το τέταρτο αγγείο (Τ10-4) του τύπου 2 ήταν κτέρισμα στον ενταφιασμό Τ10. Ο τύπος 1 χαρακτηρίζεται από ψηλή κάθετη λαβή. Κανένα από τα τρία αγγεία δεν χρονολογείται ακριβώς. Τα Τ43-1 και Τ57-1 σχηματίζουν μια ομάδα, που συνδέεται με τον κάνθαρο του τύπου 1 με κάποιες διαφορές. Η λαβή είναι κάθετα τοποθετημένη και το χείλος είναι εξωστρεφές. To T66-1 είναι ίδιου σχήματος, αλλά διαφέρει στο άνω τμήμα του σώματος, καθώς καμπυλώνεται προς τα μέσα στο ελαφρώς παχύ χείλος, που είναι ίδιο με τον τύπο 2 των κυπέλλων/κυάθων, εντούτοις η λαβή είναι κάθετη και ψηλή. Το ύψος και των τριών αγγείων είναι περίπου ίδιο με τους κανθάρους του τύπου 1. Τα αγγεία είναι στιλβωμένα. Το βασικό σχήμα είναι συνηθισμένο σε όλη τη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της ΠΕΣ 326, αλλά ακριβώς παράλληλα με τον τύπο της Τορώνης είναι ελάχιστα 327, ενώ η καταγωγή του ανάγεται σε πρωιμότερη περίοδο. Ο τύπος 2 αντιπροσωπεύεται μόνο από το αγγείο Τ10-4, που χρησιμοποιήθηκε ως κτέρισμα, όπως θα δούμε παρακάτω Πιθαμφορέας Στο νεκροταφείο της Εποχής Σιδήρου στην Ιερισσό βρέθηκε ένας χειροποίητος πιθαμφορέας (πίν. 60Δ) της ακτέριστης ταφής 9944, ο οποίος χρησιμοποίηθηκε ως τεφροδόχο αγγείο. Το αγγείο έχει κωνοειδή λαιμό, με ενιαίο λοξότμητο χείλος. Η μετάβαση από το λαιμό στο σώμα είναι τονισμένη. Το σώμα του είναι ωοειδές και φέρει δύο λαβές στην κοιλιά. Ο πιθαμφορέας έχει αντίστοιχο τυπολογικά αγγείο από τον Καστανά. Ο τύπος του αγγείου είναι επίσης γνωστός στην Άσσηρο, στην Αγχίαλο-Σίνδο και στην Τορώνη (1 ος τύπος χειροποίητων αμφορίσκων). Μορφολογικές ομοιότητες παρατηρούνται, αν και λιγότερες, σε αγγεία από το νεκροταφείο της Μένδης, όπως σ ένα πιθοειδές αιολικό Bucchero (πίν. 118Α), ένα πίθο της ασημίζουσας (πίν. 88), ένα πιθόσχημο της χαλκιδικιώτικης κεραμικής (πίν. 109) κ.α. Το αγγείο χρονολογείται πιθανόν προς τα τέλη του 8 ου αι. π.χ Πίθοι Συνολικά έχουν βρεθεί 16 πίθοι στην Τορώνη. Τρείς από τους 16 πίθους είχαν χρησιμοποιηθεί ως «υποστρώματα» σε ενταφιασμό (Τ1-1, Τ7-1, Τ12-1), οι οποίοι είναι και από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα. Το αποσπασματικά σωζόμενο σώμα Τ89-1 είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο. Τα υπόλοιπα ήταν πώματα/καλύμματα ή όστρακα σε ταφικές καύσεις. Χρονολογικά οι πίθοι καλύπτουν όλη την περίοδο χρήσης του νεκροταφείου, αλλά η αποσπασματικότητά τους δεν βοηθά για πιο ακριβή χρονολόγηση. Τα έξι παραδειγματα βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση και βοηθούν στη χρονολόγηση. Ειδικότερα τα Τ7-1 και Τ12-1 αποτελούν δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία χαρακτηρίζεται από ευρύ λαιμό και στόμιο (Τ7-1) και η δεύτερη κατηγορία από στενότερο λαιμό και στόμιο, καθώς το σώμα στο άνω τμήμα του καμπυλώνεται περισσότερο (Τ12-1). Το Τ1-1 (πίν. 50Α) είναι αποσπασματικά σωζόμενο, παρ όλα αυτά ανήκει ίσως στην δεύτερη κατηγορία 329. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν και οι πίθοι από τον κλίβανο της Τορώνης ΚΡ1, ΚΡ2 και ΚΡ Παρόμοια διάκριση εντοπίζεται στους αποσπασματικούς πίθους της 326 Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, 475, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 328 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 1989 : 36-37, ills

51 πρωτογεωμετρικής περιόδου από την Ασίνη 331 και τον Καστανά 332. Κανένα από τα παραδείγματα των πίθων της Τορώνης δεν διασώζει τη βάση του, αλλά πολλά θραύσματα από το σώμα στο κάτω τμήμα τους λεπταίνουν προς τη βάση. Πιθανότατα υπήρχαν δύο είδη βάσεων, επίπεδη ή οξυπύθμενη 333, παρόμοιες με αυτές που συναντώνται σε άλλες θέσεις της Μακεδονίας 334, ενώ παραλληλίζονται με τους δύο τύπους βάσεων των μυκηναϊκών πίθων 335. Όλα τα θραύσματα έχουν χοντρό πάχος, υποδηλώνοντας ότι το ύψος τους θα ήταν αρκετά μεγάλο. Το χείλος του Τ7-1 (πίν. 50Β) είναι εξωστρεφές με λοξότμητη την εξωτερική επιφάνειά του. Το Τ12-1 (πίν. 50Γ) έχει σχεδόν οριζόντιο χείλος με δύο ραβδώσεις κατά μήκος της εξωτερικής επιφάνειας. Εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση είναι συνηθισμένη διακοσμητική απόδοση σε πίθους. Το Τ7-1 και 30 φέρουν εγχάρακτες γραμμώσεις ή εγκοπές, το λεγόμενο σχοινοειδές μοτίβο στη μετάβαση από το λαιμό στο σώμα. Το Τ7-1 φέρει επίσης διαγώνιες εγχάρακτες γραμμώσεις στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους. Υπάρχει επίσης ζώνη χωρίς διακόσμηση, όπως στο αγγείο Τ Από τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης προέρχονται αρκετοί ατρακτόσχημοι πίθοι. Οι περισσότεροι πίθοι φέρουν διακόσμηση πλαστικών σχοινιών στο λαιμό 337. Από την Άκανθο προέρχοναι επίσης πολλοί ταφικοί πίθοι, ορισμένοι από τους οποίους έφεραν σχοινοειδές μοτίβο στον ώμο δηλαδή πλαστικές επίθετες ταινίες. Αυτές φέρουν λοξές, είτε εγχαράξεις, είτε εμπίεστες δακτυλιές, είτε ταινίες 338. Στον Κούκο Συκιάς βρέθηκαν ταφικοί πίθοι με έξεργες ζώνες με εγχάρακτη διακόσμηση, ενώ ένας απ αυτούς είναι σφαιρικός με τέσσερις λαβές στην κοιλιά 339. Η διακόσμηση των πίθων και χειροποίητων πιθαμφορέων με σχοινοειδές κόσμημα εντοπίζεται στη Μακεδονία, αλλά και γενικότερα στα Βαλκάνια ήδη από την ύστερη Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου 340. Πίθοι που φέρουν ζώνες με εγχάρακτη διακόσμηση στο σώμα τους εντοπίζονται στη Βεργίνα 341. Άλλα διακοσμητικά στοιχεία είναι οι δύο παράλληλες σειρές εμπίεστων κύκλων στο Τ Ίδια διακόσμηση εντοπίζεται στη Καρφί της Κρήτης 343 αλλά και αλλού στην Ελλάδα 344. Συγκεκριμένα, παραδείγματα πίθων με αντίστοιχη διακόσμηση, όπως τις επίθετες ταινίες, τις λοξές εγχαράξεις και τις εμπίεστες δακτυλιές προέρχονται από τα Νιχώρια Μεσσηνίας, ενώ εμπίεστες ταινίες συναντώνται σε πίθους της Αργολίδας και χρονολογούνται στην πρωτογεωμετρική περίοδο, ενώ οι πίθοι με εμπίεστες ταινίες στο χωριό Μύλοι Λέρνας χρονολογούνται τον 8 ο αι. π.χ Η διακόσμηση ανάγεται ήδη στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού 346. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα παραδείγματα από άλλες περιοχές της Ελλάδας Asine II, Hochstetter 1984, 147, εικ Papadopoulos 2005, Hochstetter 1984, 152, εικ Furumark 1972, Papadopoulos 2005, Ρωμιοπούλου 1984, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1995, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2000, 710. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2001, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2002, 84.Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2003, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1988, 362. Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1989, Ρωμιοπούλου 2012, 449, σημ. 58. Σημαντώνη-Μπουρνιά 1998, Andronikos 1969, πίν Hochstetter 1984, πίν. 192, αρ Papadopoulos 2005, Seiradaki 1960, 29, πίν. 12a. 344 Papadopoulos 2005, Η ανάδειξη περισσότερων παράλληλων στοιχείων είναι αδύνατη εξαιτίας της μη λεπτομερούς δημοσίευσης των πίθων της Xαλκιδικής. 346 Giannopoulou 2010, Σχετική βιβλιογραφία, βλ. Papadopoulos 2005,

52 Τέλος, ο πίθος στη Μακεδονία εμφανίζεται από τη Νεολιθική περίοδο έως τη ΠΕΣ, αλλά ελάχιστοι είναι λεπτομερώς δημοσιευμένοι. Επίσης, πολλά στοιχεία στους πίθους της Τορώνης και της λοιπής Μακεδονίας 348 παραλληλίζονται με τους μυκηναϊκούς πίθους της κεντρικής Ελλάδας ειδικά της Αθήνας, καθώς και με τους ύστερους γεωμετρικούς πίθους της Αθήνας Μικροί πίθοι Υπάρχουν 13 παραδείγματα αυτού του σχήματος στο νεκροταφείο της Τορώνης. Το αγγείο είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο, αλλά και στις ταφικές πυρές των εναγισμών ως προσφορά. Θραύσματα επίσης είχαν χρησιμοποιηθεί ως πώμα/κάλυμμα και ως ταφικές καύσεις. Το σχήμα διαχωρίζεται σε ομάδες, μία με αγγεία μεγάλων διαστάσεων και μία με μικρών. Χρονολογικά οι δύο ομάδες είναι ταυτόχρονες και καλύπτουν όλη την περίοδο χρήσης του νεκροταφείου. Η πρώτη ομάδα των αγγείων χαρακτηρίζεται, όπως ειπώθηκε, από μεγάλου μεγέθους αγγεία με οριζόντιες λαβές. Στην ομάδα ανήκουν 8 αγγεία τα Τ22-3, Τ38-1 ( πίν. 51Α), Τ52-3, Τ53-2, Τ95-2, Τ104-19, Τ113-1 και Τ Από αυτά μόνο το Τ38-1 δίνει πλήρη τυπολογικά στοιχεία. Το σχήμα φέρει επίπεδη βάση, ψηλό ωοειδές σώμα και ψηλό καμπύλο λαιμό με εξωστρεφές και λοξότμητο χείλος. Η μετάβαση από το λαιμό στο σώμα φέρει μικρό αναβαθμό. Το αγγείο φέρει δύο οριζόντιες λαβές, τοποθετημένες στο άνω τμήμα του σώματος. Το σχήμα παραλληλίζεται και με άλλα παραδείγματα αγγείων από άλλες θέσεις της Μακεδονίας με πιο κοντινά αυτά της Βεργίνας. H δεύτερη ομάδα χαρακτηρίζεται από μικρότερου μεγέθους αγγεία με ή χωρίς λαβές. Στην ομάδα εντάσσονται πέντε αγγεία τα Τ31-1 (πίν. 51Γ), Τ49-1, Τ70-1 (πίν. 51Β), Τ118-3 και Τ Τα Τ70-1 και Τ118-3 φέρουν το καθένα δύο οριζόντιες λαβές τοποθετημένες ψηλά στο σώμα. Τα Τ49-1 και Τ31-1 δεν φέρουν λαβές. Για το Τ126-1 δεν είναι γνωστό, εάν έφερε λαβές εξαιτίας της αποσπασματικότητάς του Οπισθότμητη πρόχους Η οπισθότμητη πρόχους (αρ. ευρ. Ι.ΚΤΝ 185) της ταφής 8978α (πίν. 56Β) 351 από το νεκροταφείο της ΠΕΣ της Ιερισσού συνδέεται με την τέταρτη κατηγορία πρόχων της Βεργίνας, που χρονολογείται ίσως μετά τον 9 ο αι. π.χ. ή ακόμα πιο μετά 352. Το αγγείο σχετίζεται με τον τύπο 1 των πρόχων της Τορώνης. Η χρήση της πρόχου ως τεφροδόχου δεν παρατηρείται σ άλλα νεκροταφεία Τριποδική χύτρα Οι τριποδικές χύτρες, αν και αποτελούσαν συνηθισμένο κτέρισμα στο νεκροταφείο του Κούκου Συκιάς, παρ όλα αυτά μια απ αυτές χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχο αγγείο 354 (πίν. 55Γ). Οι τριποδικές χύτρες συνηθίζονταν στα τέλη της υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ και πρώιμης υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ κυρίως στην Πελοπόννησο και την Αθήνα. Οι κάτοικοι του Κούκου φαίνεται, ότι υιοθέτησαν τη μαγειρική παράδοση αυτών των περιοχών. Τα αγγεία 348 Papadopoulos 2005, Σχετική βιβλιογραφία για πίθους από την κεντρική Ελλάδα, βλ. Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Ανδρόνικος 1969, Radt 1974, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013, Carington- Smith Boκοτοπούλου 1990,

53 επιβίωσαν έως την εγκατάλειψη της περιοχής, ίσως στον 7 ο αι. π.χ. και χωρίζονται σε τρείς τύπους, ενώ η τεφροδόχος τριποδική χύτρα, που ανακαλύφθηκε, ανήκει στον τρίτο τύπο 355. Β: Εισηγμένη Κεραμική Τροχήλατη κεραμική από τη νότια Ελλάδα και το βορειοελλαδικό χώρο Νότια Ελλάδα Αττικά αγγεία Στην τελική μυκηναϊκή/υπομυκηναϊκή εντάσσεται ο σκύφος Τ101-8 από την Τορώνη. Το αγγείο βρέθηκε αποσπασματικά σωζόμενο με ίχνη καύσης μαζί με άλλα πέντε κύπελλα, με μια λαβή τοπικής παραγωγής 356. Το σχήμα και η διακόσμηση είναι συνηθισμένα στον αθηναϊκό Κεραμεικό αυτήν την περίοδο 357. Στην πρωτογεωμετρική περίοδο ανήκει το ανοικτό αγγείο Τ93-1 (πίν. 52Α), που είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο, ενώ η αναγνώριση του σχήματος και η ακριβής χρονολόγηση είναι δύσκολη, εξαιτίας της αποσπασματικότητάς του. Η διακόσμηση, όπως αποδίδεται σε ορισμένα όστρακα, είναι διαγραμμισμένα τρίγωνα. Η καταγωγή του από την Αττική επιβεβαιώθηκε από χημικές αναλύσεις και όχι από το σχήμα. Επιμέρους στοιχεία στο σχήμα και τη διακόσμηση του Τ93-1 παραλληλίζονται με καλάθους από την Κρήτη και την Αργολίδα, ένα σχήμα που διαφέρει από καλάθους της Αθήνας και της Εύβοιας, ενώ υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με κυπριακούς καλάθους Ευβοϊκά αγγεία O σκύφος T127-1 (πίν. 52Β) από την Τορώνη είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο αγγείο 359. Παρόμοιος σκύφος προέρχεται από τη Χαλκίδα, που παραλληλίζεται με αγγεία της Αττικής 360. Ο τύπος του σκύφου με το κωνικό πόδι είναι χαρακτηριστικός της αττικής πρωτογεωμετρικής περιόδου 361, αλλά ο τρόπος απόδοσης της διακόσμησης δεν συνηθίζεται στην Αθήνα 362. Το σχήμα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Λευκαντί με σύγχρονα παράλληλα από τη Θεσσαλία, τη Σκύρο και την Αργολίδα στη μέση πρωτογεωμετρική περίοδο Θεσσαλο-ευβοϊκά αγγεία Ο ακριβής εντοπισμός μιας από τις δύο περιοχές είναι αδύνατος, εξαιτίας της ομοιότητας των χημικών στοιχείων μεταξύ της Εύβοιας και της παραλιακής Θεσσαλίας. Ο αμφορίσκος με κάθετες λαβές Τ47-1 (πίν. 52Γ) από την Τορώνη φέρει ομόκεντρα ημικύκλια, ο λαιμός και το χείλος είναι ολόβαφα. Κάτω από τα ημικύκλια αποδίδονται τρείς ταινίες. Αντίστοιχη στενή ταινία παρεμβάλλεται στη ζώνη με τα ημικύκλια. Η ράχη των λαβών φέρει εγκάρσιες 355 Carington- Smith 2000, Papadopoulos 2005, Desborough 1972, 39, 46, εικ. 9. Furumark 1972, σχήμα 286. Mountjoy 1986, 200, εικ Papadopoulos 2005, , όπου και σχετική βιβλιογαφία για τα σχετιζόμενα αγγεία. 359 Papadopoulos 2005, Andriomenou 1966, , ΙΙΙ, αρ. 1344, πίν. XLVb. 361 Desborough 1952, 7ff, 1972, Papadopoulos 2005, Popham κ.α , 299. Σχετική βιβλιογραφία για τους σκύφους από τη Σκύρο και την Αργολίδα, βλ. Papadopoulos 2005,

54 ταινίες 364. Παρόμοιοι αμφορίσκοι εντοπίζονται στη Θεσσαλία και ελάχιστοι στο Λευκαντί, αλλά και ένα παράδειγμα από το Dirmil 365. To αγγείο ίσως χρονολογείται στην πρωτογεωμετρική περίοδο Κυκλαδικά αγγεία Η πρόχους Τ72-1 (πίν. 53Α) από την Τορώνη είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο. Η βάση του αγγείου είναι δακτυλιόσχημη, ο λαιμός είναι στενός και η λαβή λεπτή. Το αγγείο είναι ολόβαφο εκτός από το κάτω τμήμα του σώματος, της βάσης και μιας ζώνης στον ώμο. Η άβαφη ζώνη του ώμου φέρει αντιθετικές διαγώνιες γραμμές 366. Το σχήμα και η διακόσμηση του αγγείου παρομοιάζεται με μία τριφυλλόσχημη οινοχόη από τη Ρήνεια 367. Πρόχοι παρόμοιου σχήματος είναι συνηθισμένες στη Θεσσαλία 368 και το Λευκαντί 369. Το αγγείο χρονολογείται ίσως στο τελευταίο στάδιο της πρωτογεωμετρικής περιόδου ή λίγο αργότερα. Βορειοελλαδικός χώρος Σίνδος Ο εισηγμένος υποπρωτογεωμετρικός αμφορέας 370 (τύπος 2) 371 πιθανόν από τη Σίνδο βρέθηκε στην Ιερισσό. Το αγγείο φέρει ομόκεντρους κύκλους στον ώμο και οριζόντιες ταινίες στο σώμα (πίν. 59Α). To αγγείο αποτελεί σπάνιο εύρημα στο νεκροταφείο της Ιερισσού. Το αγγείο χρονολογείται τον 8 ο αι. π.χ Χειροποίητη κεραμική από περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου Τα οχτώ αγγεία αυτής της ομάδας διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από τέσσερα θραύσματα προερχόμενα από την κεντρική Μακεδονία. Η δεύτερη κατηγορία είναι λιγότερο ομοιογενής, αποτελούμενη από τέσσερα αγγεία διαφορετικών σχημάτων και θα μπορούσαν να προέρχονται από οποιαδήποτε περιοχή της Μακεδονίας. H δεύτερη κατηγορία αποτελείται, όπως αναφέρθηκε, από τέσσερα αγγεία (Τ21-3, Τ54-1, Τ97-1, Τ112-1) Αμφορίσκος Ο αμφορίσκος Τ54-1 από την Τορώνη (πίν. 53Β) έχει επίπεδη βάση, σφαιρικό σώμα και κάθετο λαιμό, που είναι λίγο εξωστρεφής και καταλήγει σε απλό χείλος. To αγγείο έφερε πιθανόν μία κάθετη λαβή, εξαιτίας της έλλειψης χώρου για δεύτερη λαβή. Παράλληλα αγγεία με το Τ54-1 αντιπροσωπεύονται μεταξύ των χειροποίητων αμφορέων στον Καστανά Papadopoulos 2005, Σχετική βιβλιογραφία για αυτές τις θέσεις, βλ. Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Desborough 1952, 157, πίν. 18, αρ. A Heurtley Skeat , 19, εικ. 8, 24, εικ. 9, πίν Desborough 1952, πίν. 20, 21b, 22. Βερδελής 1958, πίν Popham κ.α , 317, εικ. 15, 322, εικ Παντή 2005, 348. Τrakosopoulou-Salakidou , Catling 1998, και 176. Gimatzidis 2010, Παντή 2005, 348. Τrakosopoulou-Salakidou , Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005,

55 Αμφορίσκος με δύο κάθετες λαβές στον ώμο Ο αμφορίσκος Τ97-1 από την Τορώνη (πίν. 53Γ) συνδέεται με το Τ54-1. Το αγγείο έχει επίπεδη βάση, σφαιρικό σώμα και οριζόντιο αναβαθμό από το λαιμό στο σώμα. Οι λαβές τοποθετούνται κάθετα στον ώμο. Το αγγείο χρονολογείται στο πρώιμο στάδιο χρήσης του νεκροταφείου. Το αγγείο συσχετίζεται με ένα πολύ συνηθισμένο τύπο αγγείου, όμως με δύο οριζόντιες λαβές στην κοιλιά, που εντοπίζεται στη ΥΕΧ και στην ΠΕΣ 375, ενώ ο τύπος με λαβές στον ώμο είναι σπάνιος. Συσχετιζόμενα αγγεία εντοπίζονται στον Καστανά και την Άσσηρο 376, αλλά ακριβή παράλληλα είναι ελάχιστα 377. Το αγγείο θα μπορούσε να συγκριθεί και με αγγεία με τέσσερις λαβές της ΥΕΧ Πιθόσχημο Ένα εισηγμένο πιθόσχημο αγγείο βρέθηκε στο νεκροταφείο της Ιερισσού και είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο αγγείο. Τα σώμα του είναι απιόσχημο και στο άκρο φέρει στεφάνη, ενώ φέρει δύο κάθετες λαβές από το λαιμό στον ώμο (πίν. 60Β). Ο λαιμός του έχει στίλβωση 379. Ένα παρόμοιο αγγείο προέρχεται από τον Κεραμεικό της Αθήνας 380. Το πιθόσχημο χρονολογείται στο β μισό του 8 ου αι. π.χ Πυξίδα Η πυξίδα Τ112-1 από την Τορώνη (πίν. 54Α) εντάσσεται στις αρχές της χρήσης του νεκροταφείου και είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο 382. Το σχήμα του αγγείου συνδέεται με τις χειροποίητες πυξίδες από την Αττική 383. Η μελέτη της Sourvinou-Inwood κατέδειξε, ότι η καταγωγή ξεχωριστών αγγείων της αττικής υπομυκηναϊκής χειροποίητης κεραμικής προέρχεται από τη Μακεδονία ή όπως την αποκαλούσε «χαλαρή μακεδονική κοινή» (loose Macedonian koine) 384 και ότι η Αττική ήρθε σε επαφή με τον πολιτισμό της βόρειας Ελλάδας κατά τη διάρκεια της υπομυκηναϊκής περιόδου 385, όπως υποστηρίζεται και από τα στοιχεία της τροχήλατης και διακοσμημένης κεραμικής της Τορώνης. Όσον αφορά την καταγωγή της πυξίδας, επιβεβαιώνεται η άποψη της Sourvinou-Inwood για τη σύνδεση μεταξύ Μακεδονίας και Αττικής, καθώς οι μεγενέστερες ανακαλύψεις πυξίδων στον Καστανά και την Άσσηρο επιβεβαίωσαν την άποψή της. Η βασική μορφή του σχήματος εδραιώθηκε στη Μακεδονία ήδη από την ΥΕΧ, ανακαλώντας ιδιαίτερα τα χάλκινα παραδείγματα. Το αγγείο είτε είναι τοπικής παραγωγής της Τορώνης, είτε εισηγμένο από κάποια άλλη περιοχή Papadopoulos 2005, , όπου και σχετική βιβλιογραφία. 376 Wardle 1980, 245, εικ. 9, αρ. 6, 258, εικ. 17, αρ. 49. Hockstetter 1984, πίν. 10, αρ. 1. Για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με παρόμοια αγγεία, βλ. Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Για σχετική βιβλιογραφία, βλ.papadopoulos 2005, Παντή 2005, Κübler 1970, 191, αρ. 44, πίν Παντή 2005, Papadopoulos 2005, Kraiker Kübler 1939, 37, πίν. 25, αρ Papadopoulos 2005, Sourvinou-Inwood 1975, Papadopoulos 2005,

56 ΙΙ. Ταφικά αγγεία της μεταποικιακής φάσης της Χαλκιδικής Α: Toπική κεραμική Ασημίζουσα κεραμική Σημαντική κατηγορία κεραμικής της ΥΓ στην Κεντρική Μακεδονία είναι η «ασημίζουσα». Από τη Μένδη προέρχονται ο πίθος Μ.11 (πίν. 88) και ίσως ο πιθαμφορέας Μ (πίν. 89), ενώ στο νεκροταφείο της Ιερισσού βρέθηκαν δύο αμφορείς 388. Η ανασκαφή του Αξιοχωρίου έφερε για πρώτη φορά στο φως αυτού του είδους κεραμική και την κατηγοριοποίησαν στην κατηγορία D των αμαυρόχρωμων (matt-painted) αγγείων 389. Στη Σίνδο/Ν. Αγχίαλο εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα οστράκων και λίγων ακέραιων αγγείων, τα οποία ταυτίστηκαν από τον Τιβέριο ως μια ιδιαίτερη κατηγορία κεραμικής και ονομάσθηκαν συμβατικά «ασημίζουσα», εξαιτίας του επιχρίσματος 390. Αυτά τα αγγεία είναι μια «πολυτελής» κατηγορία 391 αγγείων, πιθανόν αρχικά για οικιακή και στη συνέχεια για άλλες χρήσεις. Συγκεκριμένα, εντοπίζεται κυρίως στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, αλλά απαντάται και σε άλλες θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας και της Χαλκιδικής, καθώς και στη Θάσο και τη Βουλγαρία 392. Τα αγγεία αυτής της κατηγορίας είναι κατασκευασμένα από καθαρό λεπτόκοκκο πηλό με αρκετές προσμείξεις και άφθονη μαρμαρυγία 393. Η επιφάνεια έφερε διάλυμα διυλισμένου πηλού, με κύριο χαρακτηριστικό τη μαρμαρυγία. Το επίχρισμα έδινε στα αγγεία μετά την όπτηση ασημίζουσα απόχρωση εξαιτίας και του χρώματος του πηλού του αγγείου. Η διακόσμηση, που έφεραν πάνω από το επίχρισμα, είναι γεωμετρική 394. Η ασημίζουσα κεραμική αποτελείται από μεγάλου μεγέθους τροχήλατα κλειστά αγγεία 395 κυρίως πίθους 396 και πιθαμφορείς 397, ενώ κατασκευάζονται επίσης και μικρότερου μεγέθους κλειστά αλλά και ανοιχτά σχήματα, όπως αμφορείς με κάθετες λαβές 398, 387 Μοσχονησιώτη 2012, Τρακοσοπούλου 2004, Παντή 2005, Heurtley Hutchinson 1925/26, 27-28, D Τιβέριος 1992, Γιματζίδης 1997, Περισσότερες πληροφορίες για την κατηγορία και τα παραδείγματα, βλ. Rey , πίν. 50. Heurtley Hutchinson , 27-28, D4, πίν. ΧΧ b, XXI a. Heurtley 1939, 234, εικ Bernard 1964, Τιβέριος 1990, 322, εικ.11. Τιβέριος 1991, 241. Σουέρεφ 1992, 277, 279, 282. Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1994, 76, 79. Τιβέριος 1996 α, 414, εικ. 4. Γιματζίδης Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, 262. Tiverios 1998, 247, 250. Τιβέριος Γιματζίδης 2000, Τιβέριος Γιματζίδης 2001, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2001, 258. Bozkova 2002, Γιματζίδης 2002, Τιβέριος Γιματζίδης 2002, 228. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2002, 261. Σκαρλατίδου Κωνσταντινίδου 2003, 221. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003 α, 195. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003, 344. Μοσχονησιώτη 2004, 283. Τιβέριος 2004, 296. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2004, 341. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Μοσχονησιώτη Πεντεδέκα Κυριατζή Μέξη 2005, 251, 262. Παντή 2005, 348. Τιβιέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2005, 190. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2006, 267. Παντή 2008, 86-88, , , Χατζής 2008, Πάτης 2010, 56-62, πίν Gimatzidis 2010, Γιματζίδης Γιματζίδης 1997, Γιματζίδης 1997, 5-6 και σημ.13. Πάτης 2010, 57-58, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Hänsel 1979, 197, εικ Τιβέριος 1990, 322. Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1992, εικ. 8. Γιματζίδης 1997, 9, πίν. XXVI,2. Τιβέριος Γιματζίδης 2000, 196, εικ. 2. Boskova 2002, εικ. 119, 1-3. Μοσχονησιώτη 2004, 283, εικ.7. Tiverios 2008, 25, εικ. 8. Gimatzidis 2010, , αρ. 113, 325, 227, 332, 338, 435, 437, 518, 531, , 672, Tιβέριος 1990 β, 332. Τιβέριος 1991, 241. Τιβέριος 1996 α, 414. Γιματζίδης 1997, ΣΑ Μοσχονησιώτη 2004, 283. Μοσχονησιώτη Πεντεδέκα Κυριατζή Μέξη 2005, 251, 262. Gimatzidis 2010, , αρ. 114, , , 339, 436, , 675, 680, 718, εικ. 70. Χατζής 2008, Πάτης 2010, 60, αρ. 42, πίν. 12 και σημ Heurtley Hutchinson , 27-28, εικ Heurtley 1939, 236, αρ Vokotopoulou 1985, 147, πίν. ΙΧ, 1. Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 16-17, αρ. ΣΑ109, πίν. V α. Για θραύσματα από το 53

57 οινοχόες 399, πρόχοι 400, λέβητες 401, σταμνοειδείς πυξίδες 402, λεκάνες 403, λεκανίδες 404, φιάλες 405, σκύφοι 406, κρατήρες 407, κύλικες και κάνθαροι Α) Πιθαμφορέας Ο ταφικός πιθαμφορέας από την Άκανθο (Ι / 134) 409 σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση, αλλά παραλληλίζεται το σχήμα του με τον πιθαμφορέα 108 της χαλκιδικιώτικης κεραμικής 410. Το αγγείο φέρει στον ώμο δύο λαβές κυλινδρικής διατομής, αναβαθμό στο σημείο της μετάβαση από το λαιμό στον ώμο και γραπτό διάκοσμο στην ασημίζουσα επιφάνεια. Παράλληλο αγγείο δεν έχει βρεθεί γενικά, στο βορειοελλαδικό χώρο. Η ακριβής χρονολόγηση του αγγείου είναι αρκετά δύσκολη, εξαιτίας της απουσίας κτερισμάτων 411. Β: Εισηγμένη κεραμική Β) Πιθαμφορέας Ένα εισηγμένο αγγείο (πίν. 58Β), που βρέθηκε στην Άκανθο, είναι ένας ασημίζων πιθαμφορέας, που φέρει σε μία ζώνη ομόκεντρους κύκλους και σε μία άλλη ζώνη λοξά γραμμίδια. Το αγγείο χρονολογείται στον 7 ο αι. π.χ Α: Τοπική κεραμική Πιθαμφορέας Ο πιθαμφορέας Μ.12 (Α.63-Τ.83) από τη Μένδη έχει χαμηλό, κωνικό λαιμό με ευρύ στόμιο με ανάγλυφη νεύρωση στη βάση. Το χείλος είναι οριζόντιο και προεξέχον. Το σώμα είναι ωοειδές. Οι δύο λαβές τοποθετούνται λοξά στον ώμο και είναι διπλές κυκλικής διατομής 413, όπως στο αγγείο 134 από την Άκανθο 414. Καραμπουρνάκι, βλ. Παντή 2008, Για θραύσματα από τη Γκόνα, βλ. Πάτης 2010, Περισσότερες πληροφορίες για το σχήμα και τη διακόσμηση, βλ. Gimatzidis 2010, Περισσότερες πληροφορίες για οινοχόες διαφόρων τύπων, βλ. Γιματζίδης 1997, Παραδείγματα από το Καραμπουρνάκι, βλ. Χατζής 2008, και για τέσσερα όστρακα από τη Γκόνα, βλ. Πάτης 2010, 59, αρ , πίν Τμήμα λαβής από το Αρχοντικό Γιαννιτσών, βλ. Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1992, εικ.8. Για θραύσματα από την αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 18-19, αρ. ΣΑ 3, ΣΑ 18, ΣΑ 54, ΣΑ 153. Περισσότερες πληροφορίες για το σχήμα, βλ. Gimatzidis 2010, Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 20-21, αρ. ΣΑ 79 και ΣΑ 161. Από το Αρχοντικό Γιαννιτσών, βλ. Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1992, 171, 175, εικ Σάνη:Gimatzidis 2010, εικ. 71 b, Σίνδος: Gimatzidis 2010, 240, αρ. 354, Θάσος: Bernard 1964, 125, εικ. 37, αρ Γιματζίδης 2002, 76, εικ.8, Βουλγαρία: Boskova 2002, 137, εικ. 120,2. Περισσότερες πληροφορίες για το σχήμα, βλ. Gimatzidis 2010, Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 21-22, αρ. ΣΑ 118, ΣΑ 126 και για ένα όστρακο από την Γκόνα, βλ. Πάτης 2010, 59, αρ. 41, πίν Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 22, αρ. ΣΑ Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, 22-23, αρ. ΣΑ 139, βλ. και Heurtley Hutchinson , 27-28, εικ. 14, πίν. ΧΧ. Cuttle , Για θραύσματα από την Αγχίαλο, βλ. Γιματζίδης 1997, Gimatzidis 2010, 228 και εικ. 64, Gimatzidis 2010, 244, εικ.73 (από την Τούμπα) και εικ. 74 (από τη Θέρμη). 408 Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα σχήματα της «ασημίζουσας», βλ. Γιματζίδης 1997, Gimatzidis 2010, και 227 (πίνακας). Παντή 2008, Τρακοσοπούλου 2004, , εικ. 3γ. Παντή 2008, 322. Για τον όρο «πιθαμφορέας» βλ. Gimatzidis 2010, Παντή 2008, Τρακοσοπούλου 2004, , εικ. 3γ. 412 Παντή 2005, Mοσχονησιώτη 2012,

58 Το σχήμα του Μ.12 συνδέεται με το σχήμα του πίθου από τη Βεργίνα (πίν. 125Δ) 415 και τον Καστανά (πίν. 125ΣΤ) 416, με διαφορές στο ύψος του χείλους και τη διαμόρφωση των λαβών. Το σχήμα του χείλους, η γωνία ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο, αλλά και οι διπλές λαβές 417 συνηθίζονται στους πιθαμφορείς της «ασημίζουσας» 418. Το εύρος και το μικρό ύψος του κωνικού λαιμού αποτελούν σημαντικές διαφορές από τα συνήθη αγγεία της «ασημίζουσας» 419, που προορίζονταν για αποθήκευση υγρών 420. Το σχήμα του σώματος, η θέση και η μορφή των λαβών, η διαμόρφωση του λαιμού και η ανάγλυφη νεύρωση στη βάση του λαιμού συσχετίζονται με ένα πιθαμφορέα της «ασημίζουσας» από την Άκανθο, από τον οποίο δεν σώζεται το χείλος και η βάση του 421 και ο λαιμός και το χείλος απαντούν και σε τμήμα αγγείου της ίδιας κεραμικής ομάδας από το Ιερό της Σάνης 422. Σύστημα διακόσμησης Η συνηθέστερη διακόσμηση των αγγείων της «ασημίζουσας» κεραμικής 423 είναι η σχεδίαση επάλληλων ζωνών από μεμονωμένες ταινίες 424, που χωρίζουν την επιφάνεια του αγγείου σε ζώνες. Η ζώνη του ώμου επισημαίνεται στα περισσότερα αγγεία, καθώς είναι φαρδύτερη, ενώ τα μοτίβα που την κοσμούν δεν επαναλαμβάνονται σε άλλες ζώνες 425. Τα μοτίβα είναι στην πλειονότητα γραμμικά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αγγεία είναι ακόσμητα 426. Η απόδοση των μοτίβων γίνεται με τη χρήση πολλαπλού πινέλου μαζί με διαβήτη για τους ομόκεντρους κύκλους, αλλά μόνο για απόδοση των γραμμικών μοτίβων 427. Η διάταξη της διακόσμησης του Μ.11 είναι συνηθισμένη. Συγκεκριμένα, το χείλος φέρει στην εξωτερική επιφάνεια συνεχή ταινία, ενώ εγκάρσιες λεπτές ταινίες αποδίδονται στην επίπεδη επιφάνειά του. Ο λαιμός φέρει λεπτή ταινία περίπου στο μέσον και παρόμοια στο σημείο επαφής με τον ώμο του αγγείου 428. Ο λαιμός του αμφορέα 134 από την Άκανθο φέρει σκούρες ταινίες 429. Η ζώνη του ώμου φέρει σειρά από ζεύγη ελεύθερων τριγώνων, που σχηματίζονται από δύο συστάδες λεπτών γραμμών, δημιουργούν δικτυωτό και συμπλέκονται λοξά στο πάνω τμήμα. Τα κενά γεμίζουν από τρεις συνολικά ομάδες των έξι ομόκεντρων κύκλων 430. Η ράχη των λαβών φέρει εγκάρσιες πλατιές ταινίες 431. Στις λαβές του 134 από την Άκανθο αποδίδονται μικρά γραμμίδια 432 Το υπόλοιπο σώμα χωρίζεται σε δεκαέξι συνολικά στενές ταινίες. Στην πρώτη ζώνη εικονίζονται σειρές επάλληλων και 414 Παντή 2008, Petsas 1964, εικ Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Mοσχονησιώτη 2012, Παράδειγμα μικρού μεγέθους πιθαμφορέα με διπλές λαβές από την Άκανθο, βλ. Παντή 2008, πίν. 27 στ, αρ Περισσότερες πληροφορίες για το σχήμα των πιθαμφορέων, βλ. Γιματζίδης 1997, 12-13, 60. Gimatzidis 2010, Οι πιθαμφορείς συνηθίζεται να έχουν υψηλότερο λαιμό με εξωστρεφές χείλος, βλ. Γιματζίδης 1997, 12, ενώ για περισσότερα στοιχεία το σχήμα, βλ. Γιματζίδης 1997, 12-13, Gimatzidis 2010, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, 268, εικ. 3γ. 422 Βοκοτοπούλου 1993 β, 194, αρ. 23, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Σπανια είναι δύο ή περισσότερες, βλ. Gimatzidis 2010, αρ. 682 και Gimatzidis 2010, 241, αρ. 437 και 672. Σε ελάχιστες περιπτώσεις η ζώνη είναι ισοπαχής με τις υπόλοιπες και τα μοτίβα επαναλαμβάνονται και σε άλλες ζώνες (Bozkova 2002, 137, εικ.119,3. Trakosopoulou-Salakidou , 51, πίν. 3,2). 426 Gimatzidis 2010, 235, αρ. 337, 338 (πίθοι), 339 (πιθαμφορείς). 427 Gimatzidis 2010, Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Παντή 2008, Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ. 22, 432 Παντή 2008,

59 πυκνών λοξών με φορά προς τα δεξιά γραμμιδίων σε συστάδες 433. Η επόμενη ζώνη φέρει σειρά ομόκεντρων κύκλων 434, η επόμενη ζώνη δικτυωτούς ρόμβους 435 και η τρίτη ζώνη ομόκεντρους κύκλους. Η περιοχή της κοιλιάς φέρει τρεις σειρές ορθογώνιων δικτυωτών μοτίβων τοποθετημένων έκκεντρα, για να διαμορφώνεται αβακωτό κόσμημα 436. Οι επόμενες τρείς ζώνες είναι αφημένες στο χρώμα του πηλού, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν δύο ζώνες διακοσμημένες με επάλληλες λοξές γραμμές προς τα δεξιά σε κλιμακωτή διάταξη. Το κατώτερο τμήμα του σώματος φέρει τρεις ισοϋψείς ακόσμητες ζώνες και μια πλατύτερη προς τη βάση 437. Ένας ασημίζων αμφορέας προέρχεται επίσης από την Άκανθο (πίν. 58Β), που φέρει στη μια ζώνη ομόκεντρους κύκλους και σε μια δεύτερη δέσμες λοξών γραμμιδίων 438. Η διακόσμηση του αγγείου φέρει τα συνηθέστερα μοτίβα της «ασημίζουσας» κεραμικής. Ειδικότερα οι λοξές πλατιές ταινίες στην επίπεδη επιφάνεια του χείλους του απαντώνται και στο χείλος αγγείων από την Αγχίαλο 439. Το τριγωνικό μοτίβο στον ώμο του αγγείου είναι παραλλαγή του συνηθισμένου μοτίβου των δύο συστάδων λεπτών γραμμών, που συμπλέκονται λοξά στο πάνω τμήμα, σχηματίζοντας ρόμβο, όπως εικονίζεται στην ίδια θέση σε πίθους από τον Καστανά 440 και σε ένα όστρακο από την Αγχίαλο 441. Οι ομόκεντροι κύκλοι στις δύο ζώνες του ώμου είναι το συνηθέστερο μοτίβο της «ασημίζουσας»κεραμικής 442. Οι ομόκεντροι κύκλοι εμφανίζονται στον ώμο ενός πίθου από τον Καστανά 443, σε μεγάλη ποσότητα οστράκων από την Αγχίαλο 444 και σε όστρακο από το Καραμπουρνάκι 445. Ορισμένα αγγεία της «ασημίζουσας» εικονίζονται μόνο με ομόκεντρους κύκλους σε όλες τις ζώνες του σώματος 446. Οι εφαπτόμενοι ρόμβοι με δικτυωτό απαντώνται πολύ συχνά στην ασημίζουσα, 447 όπως σε τρία όστρακα από την Αγχίαλο 448, σε ένα όστρακο αμφορέα από το Καραμπουρνάκι 449 και σε ένα πίθο από τον Καστανά 450. Τα ορθογώνια μοτίβα με δικτυωτό, σχηματισμένο από κάθετα τεμνόμενες ταινίες στη ζώνη της κοιλιάς του αγγείου Μ.11, απαντώνται σε πίθο από τον Καστανά 451, αλλά και σε όστρακα από την Αγχίαλο 452. Οι λεπτές κυματοειδείς γραμμές σε συστάδες αποδοσμένες με το πολλαπλό πινέλο και αυτές στη ζώνη του ώμου κάτω από τις λαβές συνηθίζονται στα αγγεία αυτής της κατηγορίας Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ. 22, αλλά το μοτίβο έχει φορά προς τα αριστερά. 434 Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2005, Γιματζίδης 1997, Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Γιματζίδης 1997, πίν. Χ, Α. Gimatzidis 2010, 245, εικ Gimatzidis 2010, Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Γιματζίδης 1997, 268 (πίν. ΧΙ, ΧΙΙ-ΧVI). 445 Παντή 2008, , αρ. 459, πίν. 70 θ, 71 α, σχ. 27 ζ. 446 Gimatzidis 2010, Τιβέριος 1991, 241. Γιματζίδης 1997, Παντή 2008, 175. Gimatzidis 2010, 244, εικ Γιματζίδης 1997, 30, πίν. Χ, Β, πίν. ΧΧΙΧ, εικ. 1, ΣΑ Παντή 2008, 173, αρ. 578, πίν. 77 α. 450 Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Γιματζίδης 1997, πίν. Χ, Α. Gimatzidis 2010, 245, αρ. 704, εικ. 72, αρ Olynthus V, 23, πίν, , P23, I. M, P24. Bozkova 2002, 137 κ.ε., εικ. 111,4, 119, 3, 120, 3, 123, 5, 124, 1-3. Μοσχονησιώτη 2004, 282, εικ. 7. Gimatzidis 2010, αρ. 684, 704, 705, εικ. 72, 18, 19 και 71 α. 56

60 Το μοτίβο με τις επάλληλες λοξές γραμμές ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν ευθύγραμμες γραμμές απαντάται σε θραύσμα σταμνοειδούς πυξίδας από τη Σάνη 454. Η παραλλαγή αυτών των γραμμών αποδίδεται κυματοειδώς σε επάλληλες σειρές και συναντάται σε όστρακα από την Αγχίαλο 455 και το Καραμπουρνάκι 456. Η διακόσμηση του Μ.12 είναι αρκετά συνηθισμένη γι αυτήν την κατηγορία. Η οριζόντια επιφάνεια του χείλους διακοσμείται από χιαστί μοτίβο αμελώς αποδοσμένο και η εξωτερική κάθετη επιφάνεια φέρει αραιές κάθετες λεπτές ταινίες 457. Ο λαιμός φέρει δύο ευθύγραμμες στενές ταινίες, που περιβάλλουν κυματοειδή ταινία 458. Ευθύγραμμη ταινία ορίζει το σημείο ένωσης του λαιμού με τον ώμο. Η επιφάνεια του σώματος διαιρείται σε επάλληλες ζώνες από ισοπαχείς λεπτές ταινίες. Η ζώνη του ώμου φέρει τέσσερις ομάδες των έξι ομόκεντρων κύκλων σε μονή σειρά 459. Το άνω τμήμα του σώματος του αγγείου 134 από την Άκανθο φέρει συστάδες ομόκεντρων κύκλων 460. Οι δύο επόμενες ζώνες φέρουν συστάδες από οκτώ κάθετα γραμμίδια, σχηματίζοντας κενές «μετόπες». Τα γραμμίδια της κατώτερης ζώνης είναι μεγαλύτερου μεγέθους 461. Στη μεσαία από τις ταινίες στο κάτω μέρος της ζώνης έχει αποδοθεί πάνω από την ταινία εκ των υστέρων στενή ταινία 462. Τα χιαστί μοτίβα στο χείλος συνηθίζονται στα αγγεία της «ασημίζουσας» 463. Το μοτίβο εμφανίζεται και στον πίθο από τη Βεργίνα 464. Οι κάθετες ταινίες στην εξωτερική κάθετη επιφάνεια του χείλους απαντώνται και στον πίθο από τον Καστανά 465. Οι ομόκεντροι κύκλοι αποτελούν το τυπικότερο μοτίβο της κατηγορίας 466. Οι εγκάρσιες ταινίες συνηθίζονται στη διακόσμηση των λαβών και σε άλλους πιθαμφορείς 467. Η οριζόντια κυματοειδής ταινία στη ζώνη του σώματος είναι και αυτό συχνό μοτίβο στη κατηγορία 468. Η απόδοσή του ανακαλεί το αντίστοιχο μοτίβο από το κατώτερο τμήμα του σώματος των αγγείων από τη Βεργίνα 469 και τον Καστανά 470. Τέλος, οι συστάδες των κάθετων λεπτών γραμμών απαντούν σε αρκετά αγγεία της ασημίζουσας από την Αγχίαλο 471 και σε θραύσματα από το Αξιοχώρι Πίθος Ο πίθος Μ.11 (Α.172-Τ.209) έχει ευρύ στόμιο και κοντό λαιμό, σε αντίθεση με τους πιθαμφορείς, που έχουν ψηλότερο λαιμό 473. Το χείλος είναι πεπλατυσμένο και προεξέχον 454 Gimatzidis 2010, 240, εικ. 71 α. 455 Γιματζίδης 1997, ΣΑ 77, ΣΑ 91, ΣΑ Παντή 2008, 174, πίν. 70 η, σχ. 27 ζ. 457 Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Παντή 2008, Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 227, εικ. 72, αρ Gimatzidis 2010, 247, αρ. 435, Petsas 1964, σχεδ Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Για παραδείγματα, βλ. Τιβέριος 1990, 322. Τιβέριος 1991, 241. Γιματζίδης 1997, 40, πίν. ΧΙ, Β, ΣΑ 16, πίν. ΧΙV, A, πίν. XV, Α, πίν. ΧVI, πίν. ΧΧΙΧ, εικ. 1, ΣΑ 104, εικ. 2, ΣΑ 156, ΣΑ 2 και ΣΑ 149. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, 268, εικ. 3γ. Παντή 2008, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, 268, εικ. 3γ. 468 Τιβέριος 1990, 322. Τιβέριος 1991, 241. Γιματζίδης 1997, 34-36, πίν. XVII και XVIII. Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72, αρ Παντή 2008, Petsas 1964, εικ Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Γιματζίδης 1997, 42, ΣΑ 126, πίν. V, B, ΣΑ 146, ΣΑ 78, πίν. Χ, Α, ΣΑ 60, πίν. ΧΙΙΙ, Β, ΣΑ 158, πίν. ΧΧV, Α, SA 148, πίν. ΧΧΙΙΙ, Β. 472 Heurtley Hutchinson , 28, πίν. ΧΧΙ,

61 και το σώμα επίμηκες, ωοειδές με τη μεγαλύτερη διάμετρο ψηλότερα από τη μέση του ύψους του. Οι δύο οριζόντιες λαβές τοποθετούνται ψηλά στον ώμο του αγγείου. Αυτές είναι διπλές κυκλικής διατομής και η ράχη τους φέρει πλαστική πρόσθετη ταινία, που συνεχίζει και απολήγει στον ώμο 474. Το αγγείο είχε αποθηκευτική χρήση 475. Το αγγείο της Μένδης φέρει τα περισσότερα χαρακτηριστικά των πίθων αυτής της κατηγορίας με εξαίρεση το χείλος, καθώς είναι κυρτή η εξωτερική επιφάνειά του και όχι επίπεδη 476, όπως συνήθως 477 και το σχήμα των λαβών 478. Πιο κοντινό τυπολογικά αγγείο είναι ο πίθος από τον Καστανά, όπου η πρόσθετη ταινία δεν συνεχίζει προς τον ώμο 479. Το κατώτερο τμήμα του Μ.11 έχει μεγάλη μείωση 480, όπως σε σύγχρονους χειροποιήτους πίθους 481. Από τη βάση σώζεται μόνο η κυκλική αδρή επιφάνεια πάνω στην οποία προσκολλήθηκε και διαφέρει από τις βάσεις των πίθων 482, οι οποίες είναι συνήθως επίπεδες 483. Η βάση δεν βοηθούσε στην αυτόνομη στήριξη του αγγείου 484, άρα το πιο πιθανό είναι ότι στηριζόταν σ ένα ειδικό στήριγμα 485 ή απλά ακουμπούσε κάπου, όπως οι οξυπύθμενοι αμφορείς 486. Επιρροές Σχήμα Το συγκεκριμένο σχήμα πίθου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα αγγεία της «ασημίζουσας». Το σχήμα δεν απαντάται σε άλλες περιοχές εκτός από την Κεντρική Μακεδονία, στην οποία έχει κάνει την εμφάνισή του ήδη από το β μισό του 8 ου αι. π.χ Το σχήμα του πίθου προέρχεται από την εγχώρια χειροποίητη κεραμική και η παραγωγή του επιβιώνει στην Αγχίαλο και μετά την εμφάνιση της «ασημίζουσας» 488. Το συγκεκριμένο σχήμα των πιθαμφορέων εμφανίζεται ευρέως στο βορειοελλαδικό χώρο από το β μισό του 8 ου αι. π.χ Το σχήμα απαντάται επίσης σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων κυρίως τη Θήρα 490. Στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. συναντάται στην κεραμική της Εύβοιας 491 και της Βοιωτίας 492. Ο Γιματζίδης θεωρεί 493, ότι η καταγωγή των πιθαμφορέων ανάγεται στα αντίστοιχα χειροποίητα αγγεία, που η παραγωγή τους συνεχίζεται στη Σίνδο και μετά την υποπρωτογεωμετρική ΙΙΙβ έως τις αρχές της υπογεωμετρικής περιόδου Γιματζίδης 1997, 12. Πάτης 2010, 60, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Οι πίθοι αποθήκευαν κυρίως υγρά, καθώς αρκετά παραδείγματα έφεραν προχοή, βλ. Gimatzidis 2010, 235, αρ. κατ. 337 και εικ Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Συνήθως οι λαβές είναι μονές, οριζόντιας διατομής και σπάνια διπλές, βλ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, 686, εικ.8. Ελάχιστες φορές είναι πλεκτές ή στριφτές, βλ. Gimatzidis 2010, Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Μοσχονησιώτη 2012, Hochstetter 1984, 145, 151, εικ.40 D. Αντίστοιχα η ίδια μείωση παρατηρείται στον πιθαμφορέα από το Koprivlen της Βουλγαρίας, βλ. Boskova 2002 α, 137, ει. 120,1. Gimatzidis 2010, Mοσχονησιώτη 2012, Mοσχονησιώτη 2012, 146.σημ Mοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Scheibler 1992 (μετ.), 22 και εικ Μοσχονησιώτη 2012, Hochstetter 1984, εικ. 238, 5 και 273,3. Gimatzidis 2010, Γιματζίδης 1997, Pfuhl 1903, 96 κ.ε. και , πίν. 1-6 και Walter-Karydi 1972, 415 κ.ε., πίν. 48. Ζαφειρόπουλος 1976, 333, εικ. 210, β, Ζαφειροπούλου 2004, , πίν. 4, 11. Recke 2005, 43, εικ. 5. Περισσότερες πληροφορίες για σχήμα, βλ. Gimatzidis 2010, Κουρουνιώτης 1903, 17 κ.ε. Boardman 1952, 13 κ.ε. Coldstream 1968, 190. Θέμελης 1979, 51 κ.ε., πίν. 32, 33 α. Ανδρειωμένου 1981 β, 221, εικ. 74. Eretria XX, 102 κ.ε.,εικ. 73, και Canciani 1965, 57 κ.ε., εικ Ruckert 1976, 19-25, εικ. 6-7, πίν Τιβέριος 1996, 29, εικ Gimatzids 2010, Hochstetter 1984, 42,44, εικ. 70, 7, 210, 3. 58

62 Σύστημα διακόσμησης Η διαίρεση του σώματος των αγγείων σε επάλληλες ζώνες, από οριζόντιες ταινίες και η επισήμανση στην περιοχή του ώμου είναι γνωστή στις πρωιμότερες παραγωγές του βορειοελλαδικού χώρου. Επίσης, τα γραμμικά και καμπυλόγραμμα μοτίβα των αγγείων της Μένδης προέρχονται από το πρωτογεωμετρικό και γεωμετρικό ρεπερτόριο 495. Οι δύο συστάδες λεπτών γραμμών που σχηματίζουν ρόμβο είναι διαφορετικές από τα συνήθη μοτίβα των δικτυωτών τριγώνων ή ρόμβων 496. Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται αρχικά στην «αμαυρόχρωμη» μεσοελλάδικη κεραμική 497. Την πρωτογεωμετρική περίοδο το μοτίβο εμφανίζεται συχνά στη Θεσσαλία 498 και απαντάται πολλές φορές σε αγγεία της νότιας Ελλάδας 499. Το μοτίβο εμφανίζεται επίσης στην τροχήλατη πρωτογεωμετρική κεραμική του βορειοελλαδικού χώρου 500. Οι ομόκεντροι κύκλοι συνεχίζουν την εγχώρια παράδοση 501. Το μοτίβο των εφαπτόμενων ρόμβων χρησιμοποιείται ήδη από τον πρωτογεωμετρικό ρυθμό διαφόρων εργαστηρίων και στην Αττική απαντάται πολλές φορές σε κάθετες ζώνες 502. Το ίδιο μοτίβο συναντάται σε ευβοϊκά αγγεία ήδη από τη μέση πρωτογεωμετρική περίοδο 503 και σε θεσσαλικά αγγεία 504. Το μοτίβο προήλθε από την Εύβοια, που εξακολουθεί να εμφανίζεται και στην ύστερη γεωμετρική περίοδο 505. Οι δικτυωτοί ρόμβοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στις εγχώριες παραγωγές κατά τη διάρκεια της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου 506. Τα ορθογώνια μοτίβα με δικτυωτό εμφανίζονται συχνά σε ΥπΠρΓ αγγεία από τη Θεσσαλία 507. Επίσης, απαντούν στην πρωτογεωμετρική και γεωμετρική κεραμική της Κρήτης 508, στην ανατολική Ελλάδα καλύπτοντας ολόκληρες ζώνες 509 και σε κλειστά ΠρΓ αγγεία 510 από την Εύβοια, αλλά και στην κεραμική του 8 ου και 7 ου αι. π.χ Το μοτίβο προήλθε από την «ασημίζουσα» ίσως από την Εύβοια 512. Η χρήση του μοτίβου συνεχίζεται σε εγχώριες παραγωγές του 7 ου αι. π.χ., όπως στα πιθόσχημα από το Καραμπουρνάκι, η 495 Γιματζίδης 1997, Σκιαδάς 2009, 48. Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72 (πίνακας). 496 Γιματζίδης 1997, Σε ένα πίθο από την Εύτρηση της Βοιωτίας, βλ. Schachermeyr 1980, πίν Heurtley Skeat , 45, εικ. 18, πίν. 5, αρ. 74. Βερδελής 1958, 17 και 68, πίν. 13, αρ. 144 και εικ. 23. Sipsie-Eschbach 1991, 203, εικ. 25 b, αρ. 17 και πίν. 4, αρ Desborough 1952, 137. Για αντίστοιχα μοτίβα στον ώμο υδρίας από τη Θήρα, βλ. Desborough 1952, Το μοτίβο συναντάται στον ευβοϊκό πρωτογεωμετρικό ρυθμό, όπως στον ώμο μιας ληκύθου (Lefkandi I, , εικ. 14 Ε) και δύο αμφορίσκων (Popham κ.α. 1982α, , πίν. 22, αρ. 5 και 9. Lefkandi II.1, 48, πίν. 72, αρ. 725). 500 Γιματζίδης 1997, Μοσχονησιώτη 2012, Desborough 1952, πίν. 3.6, 7, 9, Lemos 2002, πίν. 34,2, 34,6, 39,4, 59, 2.5, 74,1, 76,2, 86,1, 90,4, 94,3. Desborough Dickinson , πίν. 32, Heurtley Sketat , σ. 45 κ.ε., εικ Βερδελής 1958, 68, εικ. 23. Sipsie-Eschbach 1991, 200, πίν Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το μοτίβο, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 153, σημ Eretria XX, πίν. 33, 132, 136, 69, 337. Ανδρειωμένου 1981α, 85 και 113, πίν. 15,1, 44, Gimatzidis 2010, Εμφανίζονται στους πιθαμφορείς Μ.38 και στ Α. 107 της Ακάνθου, βλ. Παντή 2008, πίν Ίδιο μοτίβο εμφανίζεται σε τροχήλατο σκύφο από την Ιωλκό (Sipsie-Eschback 1991, , πίν. 8, αρ. 7, πίν. 33, αρ. 3-4, πίν. 36, αρ. 11). Heurtley Skeat , 15-19, εικ Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μοτίβο, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 154, σημ Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 2004, 29, εικ Bernbeck Pollock 2003, 41, εικ. 19. Στα εργαστήρια της Αντατολικής Ελλάδας το μοτίβο εμφανίζεται μέχρι το 600π.Χ., βλ. Cummer 1976, 33, εικ. 2, αρ. 33, πίν Lefkandi I, 73, αρ. 561, 562, 568, πίν Ανδρειωμένου 1979, 187, εικ. 32 ε. Lefkandi I, πίν. 36, αρ. 10 και πίν. 57 αρ Γιματζίδης 1997, 33. Gimatzidis 2010, 245, αρ

63 οποία συνδέεται με αγγεία του ανατολικοϊωνικού χώρου,στα οποία εμφανίζεται το ίδιο μοτίβο 513. Οι επάλληλες λοξές γραμμές ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν αντίστοιχες ευθύγραμμες γραμμές απαντούν σε αγγεία από το Λευκαντί 514, την Ιωλκό 515 και τον Ωρωπό 516. Το κοντινότερο παράδειγμα είναι αυτό που χρονολογείται στους ΥπΠρΓΙΙ/ΙΙΙ χρόνους 517. Το μοτίβο αυτό έχει την καταγωγή του ίσως από τη Θεσσαλοευβοϊκή κοινή. Οι κυματοειδείς ή τεθλασμένες ταινίες συνηθίζονται ως μοτίβο στα πρωτογεωμετρικά αγγεία πολλών εργαστηρίων. Το μοτίβο εμφανίζεται στην κεραμική της Αθήνας 518, της Εύβοιας 519 και της Θεσσαλίας 520 και προέρχεται από τη διακόσμηση αγγείων της υπομυκηναϊκής περίοδου 521 και συνεχίζεται να εμφανίζεται στον πρώιμο γεωμετρικό ρυθμό με τη μορφή της τεθλασμένης ταινίας, έχοντας δευτερεύουσα σημασία 522. Το ίδιο μοτίβο έχει μεγάλη διάδοση στο χώρο της Μακεδονίας Οι συστάδες πολλαπλών κάθετων γραμμών και η διακόσμηση οριζόντιων ζωνών από συστάδες κάθετων γραμμών σχετίζεται με τα ευβοϊκά πρότυπα, στα οποία εμφανίζεται ήδη από την υποπρωτογεωμετρική Ι και ΙΙ 524 και συνεχίζει και στην υποπρωτογεωμετρική ΙΙΙ και υστερογεωμετρική ευβοϊκή κεραμική 525. Τέλος, η «ασημίζουσα» κεραμική στα μεγάλου μεγέθους αγγεία, όπως τους πιθαμφορείς και πίθους συνεχίζει την παλαιότερη παράδοση του μακεδονικού χώρου. Η διακόσμηση των αγγείων έχει επιρροές από τα ευβοϊκά γεωμετρικά εργαστήρια 526, διατηρώντας και στοιχεία της πρωιμότερης παράδοσης της ΥΕΧ, τα οποία εισάγονται ξανά μέσω της Θεσσαλίας κατά τη διάρκεια των ΠρΓ χρόνων 527. Χρονολόγηση Η «ασημίζουσα» χρονολογείται 528 σύμφωνα με την αρχική έρευνα του Γιματζίδη από τον 8 ο ως τις πρώτες δεκαετίες του 5 ου αι. π.χ. χωρίς σημαντική εξέλιξη 529. Αυτή η θεωρία επιβεβαιώνεται από τη στρωματογραφική τομή της Αγχιάλου η οποία χρονολογείται στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. 530 Εντούτοις ο Γιματζίδης αναθεώρησε την παλιά του άποψη προτείνοντας διαφορετική χρονολόγηση. Συγκεκριμένα, χρονολογεί αυτή την κατηγορία από την ΥποΠρΓΙΙΒ της Μακεδονίας ( π.χ.) έως τα τέλη της ΥΓ (περ. 700 π.χ.) ή τις αρχές των αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.) Παντή 2008, Lefkandi II.1, πίν. 13, αρ. 227, πίν. 15, αρ. 309, πίν. 48, αρ Sipsie-Eschbach 1991, σ και 38-39, πίν. 2,αρ. 2 και 5, αρ Mazarakis-Ainian 1998, 186, εικ Παντή 2008, Desborough 1952, πίν Lefkandi II.1, 16 κ.ε. 21κ.ε. 520 Βερδελής 1958, Desborough 1952, 1, πίν. 1. Lefkandi Ι, Coldstream 1968, 12-13, 15, πίν. 1f, g, 1, 2, f, g. 523 Ανδρόνικος 1969, Heurtley Hutchinson , 21 κ.ε., εικ. 11. Heurtley 1939, 233, εικ Γιματζίδης 1997, Σκιαδάς 2009, Το μοτίβο εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μια πυξίδα (Lefkandi I, 40-41, 35, αρ. 69/ P4, πίν. 16 και πίν. 32.) 525 Lefkandi I, 40-41, πίν. 20, αρ. 433, 17, αρ. 240, 49, πίν.22, αρ Ανδρειωμένου 1981α, 88, πίν. 17, αρ Ανδρειωμένου 1982, 173, πίν. 27, αρ Andriomenou 1984, 40, 54, εικ. 5, 27, αρ. 61, 30, αρ. 62 και 58, αρ Τιβέριος 1990, 324, σημ. 9. Γιματζίδης 1997, Μοσχονησιώτη 2012, Για παλαιότερες απόψεις σχετικά με τη χρονολόγηση, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, 47 κ.ε. και κυρίως Τιβέριος Γιματζίδης 2000, Gimatzidis 2010, Η συγκεκριμένη χρονολόγηση είχε ήδη προταθεί από τον Τιβέριο (Τιβέριος 1991, 241). Η άποψη ενισχύεται από ένα όστρακο σε υπόσκαπτο από το Καραμπουρνάκι των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, βλ. Σκιαδάς 2009, 51 και

64 Ο πίθος Μ.11 χρονολογείται στο β μισό του 8 ου αι. π.χ., εξαιτίας της πυκνής διάταξης της διακόσμησης και τα επιμέρους μοτίβα, που θυμίζουν το αγγείο από τον Καστανά 532. Ο πιθαμφορέας Μ.12 χρονολογείται στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. με βάση το κτέρισμα, που ήταν ένα μόνωτο κύπελλο (ΜΘ ). Αυτό συσχετίζεται με ερετριακά παραδείγματα 533. Διάδοση Η «ασημίζουσα» έχει εντοπιστεί σε πάρα πολλές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Από τις αρχές του 20 ου αι. υπάρχουν λίγα δημοσιευμένα όστρακα και αγγεία από ανασκαφές του βορειοελλαδικού χώρου 534. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν βρεθεί πολλά δείγματα αυτής της κατηγορίας σε πολλές περιοχές, όπως στη Ν. Φιλαδέλφεια 535, την Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης 536, τον Καστανά 537, την Γκόνα 538, το Αξιοχώρι 539, το Αρχοντικό Γιαννιτσών 540, τη Μεσημεριανή Τούμπα Τριλόφου Θεσσαλονίκης 541, τη Σταυρούπολη 542, τη Γέφυρα 543, την Πολίχνη 544, το Καραμπουρνάκι 545, την Αγχίαλο/Σίνδο 546 και τη Μεθώνη 547. Επίσης, έχουν εντοπιστεί στην Άργιλο 548, την Ακρόπολη της Ηιόνας 549 και τη Θάσο 550 αλλά και στο Koprivlen της Βουλγαρίας 551. Στη Χαλκιδική έχει βρεθεί στην Όλυνθο 552, τη Σάνη 553, την Άφυτο 554, τη Νέα Καλλικράτεια 555 και την Άκανθο 556 (όστρακα από τον οικισμό και ένας αμφορέας από το νεκροταφείο 557 ). 532 Hänsel 1979, εικ. 18, αρ Ερέτρια 2010, 360, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, Σουέρεφ 1992, 277, 279, Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Rey , 250, πίν Σκαρλατίδου Κωνσταντινίδου 2003, 221. Πάτης 2010, 56-62, πίν Heurtley Hutchinson , 27-28, εικ. 14, πίν. 20 b και 21 a. Cuttle , 210. Heurtley 1939, 234, εικ Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1992, 171, 175, εικ Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1994, 76-77, εικ. 7-9, Γραμμένος Σκουρτοπούλου 1992, Tiverios 2008, 25, εικ Rey , πίν. L. 544 Gimatzidis 2010, 234, εικ Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 1994, Τιβέριος , 309, σημ. 44. Τιβέριος Μανακίδου Τσαφάκη 2001, 258. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2002, 261. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003, 344. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003 α, 195. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2004, 341. Τιβέριος 2004, 296. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2005, 190. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2006, 267, 270, εικ. 6. Χατζής 2008, Παντή 2008, Σκιαδάς 2009, Τιβέριος 2009, Τιβέριος 1990, 322, εικ.11. Τιβέριος 1991, 241, εικ.6. Τιβέριος 1991/1992, 217, εικ. 6. Τιβέριος Καθάριου Λαχανίδου Oettli 1995, 297. Τιβέριος 1996 α, 416. Γιματζίδης Tiverios 1998, 247, 250. Τιβέριος Γιματζίδης 2000, Τιβέριος Γιματζίδης 2001, Τιβέριος Γιματζίδης 2002, 228. Παντή 2008, 208. Τιβέριος 2009 α, 403, εικ. 6. Gimatzidis 2010, Αδημοσίευτο υλικό. 548 Παντή 2008, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, 685, 719, εικ Γιματζίδης 2002, Γιματζίδης 2003, 73, εικ. 7 και Boszova 2002, Gimatzidis Olynthus V, 194, 226, εικ.31. Vokotopoulou 1985, , πίν. ΙΧ, Βοκοτοπούλου 1993 β, 194, 216, εικ Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, Κεφαλίδου 2012, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996, 205, εικ. 15. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, , εικ. 3 β. Γιματζίδης 1997, 46. Παντή 2008, 87-88, πίν. 27 στ. 557 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, , εικ. 3 γ. 61

65 Κεντρά παραγωγής Το κύριο εργαστήριο παραγωγής της «ασημίζουσας» κεραμικής βρισκόταν σύμφωνα με τον Τιβέριο στην Αγχίαλο/Σίνδο 558, εξαιτίας της σχέσης που υπήρχε με την Εύβοια κατά την ΥΓ περίοδο, ενώ ένα ακόμη επιχείρημα είναι ότι η παραγωγή κυρίως πίθων και πιθαμφορέων συνδέεται με το γεωργικό χαρακτήρα της περιοχής και τις ανάγκες αποθήκευσης στερεών (σιτηρών, καρπών κ.λ.π.) και υγρών προϊόντων 559. Το Μ.11 σύμφωνα με τις έρευνες κατασκευάσθηκε στο εργαστήριο της Μένδης. Το Μ.12 προέρχεται πιθανόν από την περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου. Το αγγείο δεν ανήκει επίσης με απόλυτη βεβαιότητα στην ασημίζουσα κεραμική, παρά τη θεωρία ότι η απουσία επιχρίσματος δεν αποτελεί σημαντικό κριτήριο ένταξης στην «ασημίζουσα» 560 και παρά τη συγγένεια με τις παραγωγές αυτής της κατηγορίας. Σύμφωνα με τη Μοσχονησιώτη, θα μπορούσε να αποτελεί απόπειρα μίμησης της «ασημίζουσας» κεραμικής. Τέλος, η επιρροή των σχημάτων και της διακόσμησης της «ασημίζουσας» κεραμικής φαίνεται στις εγχώριες παραγωγές πολλών εργαστηρίων στους ύστερους γεωμετρικούς, αλλά και στους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους, όπως παρατηρείται στα αγγεία της «γραπτής κεραμικής της Χαλκιδικής» Αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση Επτά πιθαμφορείς από τη Μένδη έφεραν εγχάρακτη διακόσμηση Μ-13 (πίν. 90), Μ-14 (πίν. 91), Μ-15 (πίν. 92), Μ-16 (πίν. 93Α), Μ-17, Μ-18 (πίν. 93Β) και Μ.19. Αυτή η κατηγορία κεραμικής δεν έχει βρεθεί σε άλλες θέσεις της Χαλκιδικής και γενικότερα σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο όρος πιθαμφορέας υιοθετείται σ αυτήν την περίπτωση, επειδή ο λαιμός έχει μεγάλο εύρος και ύψος. Αντίστοιχα αγγεία από την Ερέτρια ονομάζονται αμφορείς 562 ή πίθοι 563. Σε δύο μόνο αγγεία υπάρχουν ίχνη στην εσωτερική επιφάνεια χρήσης αργού τροχού (Μ.13 και Μ.15) στο τελικό στάδιο. Τα υπόλοιπα παραδείγματα είναι χειροποίητα 564. Η εγχάρακτη διακόσμηση πραματοποιείται με πολλαπλό αιχμηρό εργαλείο 565 πάνω στη σχετικά αδρά επεξεργασμένη επιφάνεια των αγγείων Πιθαμφορείς Οι πιθαμφορείς της Μένδης χαρακτηρίζονται από το μεγάλο μέγεθός τους. Από τον κανόνα διαφέρει το Μ.14 που είναι μεγαλύτερο. Το σχήμα του σώματος είναι κυρίως σφαιρικό, όπως στα αγγεία Μ.13 (Α.131- Τ.163/ΜΘ.12721), Μ.14 (Α.1-Τ.1), Μ.17 (Α.76-Τ.98) και Μ.19 (Α.14-Τ.34) ή σπάνια ωοειδές όπως στα αγγεία Μ.15 (Α.129-Τ. 159/ΜΘ ), Μ.16 (Α. 184-Τ.227), Μ.18 (Α.10-Τ.10). Ο λαιμός εκτός από το Μ.19, που δεν σώζεται είναι κυρίως ευρύς, κυλινδρικός, αρκετά ψηλός όπως στα Μ.13, Μ.14, Μ.18 ή σχετικά χαμηλός όπως στο Μ.15, Μ.16, Μ.17, διαμορφώνοντας κατά κύριο λόγο ενιαίο και σπάνια γωνιώδες προφίλ με το σώμα του 558 Τιβέριος 1991, 241. Γιματζίδης 1997, 66. Τιβέριος 2009 α. Gimatzidis 2010, (και χάρτης). Στις θεωρίες συμφωνούν και οι πετρογραφικές αναλύσεις σχετικά μ αυτό το θέμα, βλ. Τιβέριος 1996 α, 416,σημ. 17. Γιματζίδης 1997, Γιματζίδης 1997, Σκιαδάς 2009, Γιματζίδης 1997, 5-6 και σημ. 13. Πάτης 2010, 57-58, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Κουρουνιώτης 1903, 26-27, εικ Boardman 1952, Μοχονησιώτη 2012, Ανδρειωμένου 1981 β,

66 αγγείου, όπως στα αγγεία Μ.17 και Μ.18. Το χείλος είναι ευρύ και εξωστρεφές. Το χείλος του Μ.18 διαφέρει, επειδή είναι τονισμένο και ευρύ στην κάθετη επιφάνειά του. Τρία αγγεία φέρουν οριζόντιες λαβές, προσαρμοσμένες ψηλά στον ώμο και σχεδόν τετράπλευρες, όπως στο Μ.13 και Μ.15 ή ελλειψοειδούς διατομής, όπως στο Μ.16. Τα υπόλοιπα παραδείγματα αντί για λαβές φέρουν μαστοειδείς αποφύσεις, όπως στο Μ.18 και Μ.19. Το πόδι σε όλα τα αγγεία εκτός από το Μ.19, το οποίο δεν σώζεται, είναι ψηλό κωνικό, όπως στα αγγεία Μ.13, Μ. 15, Μ.16, Μ.18 ή το σχεδόν κυλινδρικό πόδι, όπως στα αγγεία Μ.14 και Μ.17, εξαίρεση αποτελεί το αγγείο Μ.18 στο οποίο τονίζεται το κατώτερο τμήμα του ποδιού από τον επίπεδο και ευρύ κωνικό αναβαθμό. Το πόδι φέρει περιμετρικά τέσσερα ορθογώνια και σπάνια τριγωνικά ανοίγματα (Μ.18) και η άρθρωση με το σώμα είναι ομαλή, σαν να είναι ενιαία κατασκευασμένα. Από τον κανόνα διαφέρει το Μ.18 στο οποίο η άρθρωση ορίζεται από πλαστικό δακτύλιο 566. Σύστημα διακόσμησης Η εγχάρακτη διακόσμηση είναι απλή και αποδίδεται κυρίως στο λαιμό και τον ώμο. Ξεχωριστό παράδειγμα αποτελεί το αγγείο Μ.18 στο οποίο η διακόσμηση συνεχίζεται και στο πόδι. Μεμονωμένες σβάστικες όπως στα Μ.13, Μ.14, Μ.15 ή σπάνια συνδυασμός μοτίβων, όπως στο Μ.18, εικονίζονται στο λαιμό των αγγείων. Η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο είναι συνήθως ακόσμητη. Ωστόσο μερικές φορές φέρει συνεχή κυματοειδή ταινία, που οριοθετείται στο κάτω μέρος από ανάλογη ευθύγραμμη ταινία (Μ.14) ή από ζεύγος αντιθετικά τοποθετημένων τεθλασμένων ταινιών, που περιβάλλουν μονή σειρά στιγμών (Μ.16). Ο ώμος φέρει κατά κύριο λόγο τεθλασμένες γραμμές, μεμονωμένες και ελεύθερες (Μ.14, Μ.17) ή πλαισιωμένες από ευθύγραμμες γραμμές (Μ.13). Άλλα μοτίβα είναι η οριζόντια ιχθυάκανθα (Μ.19) και οι διπλές και αντιθετικά τοποθετημένες τεθλασμένες γραμμές, που αποδίδουν ρόμβους (Μ.15, Μ.18). Η διακόσμηση του ποδιού του αγγείου Μ.18, που είναι και μοναδική, αποτελείται από εμπίεστα φυλλόσχημα μοτίβα και χαρακτή ιχθυάκανθα 567. Επιρροές Χειροποίητα χονδροειδή πιθόσχημα αγγεία εμφανίζονται στη Μακεδονία, ήδη από την Εποχή του Χαλκού 568. Την πρώιμη Εποχή Σιδήρου απαντούν σε περισσότερες θέσεις, όπως στη Βεργίνα 569, τον Καστανά 570, την Τορώνη 571, τη Θάσο 572 και τη Μεθώνη 573, ωστόσο είναι οξυπύθμενα παραδείγματα, που έφεραν πλαστική ζώνη με εγχάρακτα μοτίβα 574. Επίσης, εγχάρακτη διακόσμηση εμφανίζεται σε χειροποίητα στιλβωμένα αγγεία της ΠΕΣ από την Αγχίαλο και άλλες θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας 575 και της Χαλκιδικής 576, εκτός από τη Μένδη και το Ποσείδι Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Rey , , Ανδρόνικος 1969, Hochstetter 1984, Papadopoulos 1989, 25, 27, Papadopoulos 2005, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, 401, Κοτσώνας 2012, Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την τεχνική της εγχάραξης, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 165, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Τορώνη: Papadopoulos 2005, 491, πίν. 396, Τ21-3 (φιάλη με οριζόντιες λαβές που φύονται από το χείλος) και 476, πίν. 378, Τ67-2 (φιάλη με λοξές λαβές πο φύονται από το χείλος), 473, (τύπος 2), , πίν. 374, Τ7-2 (κάνθαροι ή φιάλες με κομβιόσχημες λαβές), , πίν (πρόχοι). Ο Παπαδόπουλος τοποθετεί 63

67 Αντίθετα, η εγχάρακτη διακόσμηση είναι πολύ διαδεδομένη κατά τη διάρκεια της γεωμετρικής περιόδου στη νοτιότερη Ελλάδα 578 και χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση μεγάλων πίθων, όπως προγενέστερα 579, αλλά και μικρότερων αγγείων 580. Τα κοντινότερα παραδείγματα των αγγείων της Μένδης προέρχονται από την Ερέτρια και τον ευρύτερο ευβοϊκό χώρο (πίν. 126Α). Το αγγείο από τις ανασκαφές του Υγειονομείου που δημοσίευσε ο Κουρουνιώτης 581, το είχε εντάξει σε βοιωτικό εργαστήριο, ενώ αργότερα ο Boardman αμφισβήτησε αυτήν την άποψη, θεωρώντας ότι το αγγείο είναι ερετριακής παραγωγής 582. Από τη δημοσίευση του Boardman 583 πέντε αμφορείς έχουν πλούσια εγχάρακτη διακόσμηση (πίν. 126Γ). Ο Merzger έχει μελετήσει άλλα δύο αντίστοιχα αγγεία από την Ερέτρια 584 (πίν. 126Β) της υστερης γεωμετρικής-πρώιμης αρχαϊκής περιόδου και παρόμοιοι αμφορείς έχουν εντοπιστεί στις νοτιοδυτικές νεκροπόλεις 585. Τέλος, ανάλογοι πιθαμφορείς προέρχονται από το Λευκαντί 586 και τον Ωρωπό 587 (πίν. 126Δ). Η σύγκριση των αγγείων της Μένδης με τα αγγεία από την Ερέτρια και τον Ωρωπό μας προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για τις πιθανές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους. Σημαντική διαφορά είναι ότι, τα περισσότερα αγγεία της Μένδης, περιέχουν μαρμαρυγία σε αντίθεση με τον ερετριακό χονδρόκοκκο πηλό 588. Τα κοινά στοιχεία των δύο αγγείων από τις δύο περιοχές είναι το ωοειδές σώμα,ο λαιμός, που μόνο σε μια περίπτωση 589 διαχωρίζεται από το σώμα και το εξωστρεφές χείλος. Επίσης, άλλο κοινό στοιχείο είναι η έλλειψη κανονικότητας ως προς τον τύπο του ποδιού (ευθύγραμμο και κωνικό ή ευρέως διευρυμένο) και το σχήμα των ανοιγμάτων (ορθογώνια, οβάλ, τριγωνικά ή πλατιά). Άλλο ένα κοινό είναι, ότι τα αγγεία της Ερέτριας και του Ωρωπού δεν φέρουν λαβές, αλλά μαστοειδείς αποφύσεις 590. Συγγενή χαρακτηριστικά, ανάμεσα στα αγγεία της Μένδης και αυτών της Ερέτριας και του Ωρωπού, παρατηρούνται και στη διακόσμηση. Το μοτίβο της ιχθυάκανθας στο λαιμό του Μ.18 σε κάθετη διάταξη εμφανίζεται και σε αγγεία της Ερέτριας 591. Το ίδιο μοτίβο στον ώμο του Μ.19 συνδέεται με τρία ερετριακά παραδείγματα 592. Η σβάστικα στο λαιμό των αγγειων Μ.13, Μ.14, Μ.15, και Μ.18 απαντάται σε δύο αγγεία από την Ερέτρια 593 και σ ένα αγγείο από τον Ωρωπό 594 Οι τεθλασμένες γραμμές με τις δύο αντιθετικά τοποθετημένες γραμμές στα αγγεία Μ.14, Μ.15 και Μ.16 συσχετίζονται με τα αγγεία της Ερέτριας 595. Η μονή τεθλασμένη γραμμή στον χρονικά το αγγείο στην ΥΜ/ΥπΜ περίοδ: Κούκος: Carington - Smith 2003, 244, σημ. 8, εικ. 5, αρ , 5, 8 (10 ος αι. π.χ.). Όλυνθος : Olynthus XIII,22, εικ. 21 a-e, 24-25, εικ. 24, P27 A-I, εικ. 23. Από την Όλυνθο προέρχεται πίθος με κύκλους χρονολογούμενος στον 6 ο αι. π.χ. (Olynthus XIII, 433, αρ. 119, πίν. 265). 577 Μοσχονησιώτη 2012, Κούρου 1999, Περισσότερες πληροφορίες για τα γνωστότερα εργαστήρια εγχάρακτης κεραμικής της γεωμετρικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο με σχετική βιβλιογραφία, βλ. Κούρου 1999, , πίν Bouzek 1985, Reber 1991, Michalaki- Kollia 1988, 205. Κούρου 1999, 111, σημ Κουρουνιώτης 1903, 26-27, εικ. 10 (και 28-38, εικ ). Σύμφωνα με τον ίδιο βρέθηκαν άλλοι 20 παρόμοιοι πίθοι με γεωμετρική διακόσμηση στην Ερέτρια. 582 Boardman 1952, Boardman 1952, 11, εικ Eretria VIII, , εικ. 122 a-d, εικ. 123, βλ. και Blandin 2007, 204, εικ Ανδρειωμένου 1975, 209, εικ. 53 β. Ανδρειωμένου 1981 β, , εικ , 219, εικ Lefkandi I, πίν , αρ , Mazarakis-Ainian 1998, 209, εικ. 30. Vlachou 2007, 215, εικ. 7 a-b. 588 Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον ερετριακό πηλό, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 167, σημ Boardman 1952, εικ. 16 e. 590 Eretria VIII, , εικ. 122 a-d, εικ Κουρουνιώτης 1903, 26-27, εικ Boardman 1952, εικ. 16 g. 592 Boardman 1952, εικ. 16 g, 16 e, εικ. 16 d. Eretria VIII, , εικ Boardman 1952, εικ. 16 d και εικ. 16 g. 594 Mazarakis- Ainian 1998, 209, εικ Eretria VIII, , εικ Ανδρειωμένου 1981 β, 210, εικ

68 ώμο των Μ.16 και Μ.17 αλλά και στον λαιμό του Μ.17 εμφανίζονται στην Ερέτρια 596 και στον Ωρωπό 597, με εξαίρεση τον τρόπο απόδοσης των μοτίβων στον Μ.13 και Μ.18. Η διακόσμηση του λαιμού του αγγείου Μ.18 συνδέεται με ένα αγγείο από την Ερέτρια 598, αν και η διακοσμητική σύνθεση και τα μοτίβα είναι διαφορετικά., επίσης η κάθετη κυματοειδής ταινία του λαιμού εμφανίζεται σ ένα ακόμη ερετριακό αγγείο 599. Τέλος, μόνο ένα μη τριποδικό αγγείο από την Ερέτρια 600 φέρει διακόσμηση στη βάση, αν και δεν πρόκειται για ιχθυάκανθα όπως στο Μ.18, αλλά μοτίβο εμπίεστων κύκλων 601. Χρονολόγηση Τα αγγεία από την Ερέτρια, το Λευκαντί και τον Ωρωπό είναι χρονολογημένα προς το τέλος του 8 ου αι. π.χ. και τις αρχές του 7 ου αι. π.χ Η χρονολόγηση των αγγείων της Μένδης με βάση τις ομοιότητες με τα αγγεία από τις τρείς παραπάνω περιοχές τοποθετείται λίγο πριν το τέλος του 8 ου αι. π.χ. Γενικά, η τυπολογική εξέλιξη του σχήματος δεν είναι ξεκάθαρη 603. Κέντρα Παραγωγής Τα περισσότερα από τα αγγεία της Μένδης θυμίζουν τα ανάλογα αγγεία από την Ερέτρια. Η προέλευσή τους όμως δεν είναι ερετριακή, αλλά αποτελούν τοπικές παραλλαγές, όπως φαίνεται από την πετρογραφική ανάλυση του πηλού του πιθαμφορέα Μ.18, που είναι όμοιος με την άβαφη κεραμική από το νεκροταφείο και το ιερό στο Ποσείδι. Χειροποίητα αγγεία κυρίως οικιακής χρήσης παράγονταν στη Μένδη. Ειδικότερα μια ομάδα μεσαίου μεγέθους χυτροειδών αγγείων επικρατούσαν στις πρώιμες φάσεις κατοίκησης στην πόλη, αλλά και στο Ιερό μέχρι τον 7 ο αι. π.χ. 604 Η Βοκοτοπούλου θεώρησε ως κατασκευαστές αυτής της κεραμικής τους πρώτους αποίκους της Μένδης 605, καθώς υπάρχει συγγένεια μεταξύ των υπομυκηναϊκών και πρωτογεωμετρικών αγγείων από το Λευκαντί 606. Οι κατηγορίες χειροποίητων και διακοσμημένων αγγείων και τεχνικών κεραμικής της ΠΕΣ δεν συναντώνται στην κεραμική της Μένδης με βάση τα έως τώρα δεδομένα. Αυτό το στοιχείο μαζί με την ιδιαίτερα στενή σχέση των αγγείων με τα ευβοϊκά παραδείγματα οδηγεί στην άποψη, ότι τα εγχώρια αγγεία δημιουργήθηκαν από τεχνίτες προερχόμενους από την Ερέτρια στη δεύτερη φάση του αποικισμού της Μένδης. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι σπάνιο, καθώς τεκμηριώνεται από τις πηγές 607, αντικατοπτρίζεται σε πολλές περιπτώσεις στην αρχαιότητα 608 και συνηθίζεται σε αποικίες στο βορειοελλαδικό χώρο, όπως τη Μεθώνη 609, την Άκανθο 610, τη Θάσο 611 και το «εμποριόν» της Αγχιάλου Ανδρειωμένου 1981 β, 214, εικ Mazarakis- Αinian 1998, 209, εικ. 30. Vlachou 2007, 215, εικ. 7 a-b. 598 Boardman 1952, εικ. 16 g. 599 Ανδρειωμένου 1981 β, 212, εικ Boardman 1952, εικ. 16 h. 601 Μοσχονησιώτη 2012, Blandin 2007, Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση, βλ. Μοσχονησιώη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 171, σημ Lefkandi II. 1, 58-60, πίν και Σύμφωνα με τον Πλίνιο (NH XXXV 16 και 152), ο Βακχίδης Δημάρατος φεύγοντας τον 7 ου αι. π.χ. από την Κόρινθο προς την Ετρουρία πήρε μαζί του ένα ζωγράφο και τρεις ασχολούμενους με τον πηλό, βλ. Τιβέριος 1989, 617, σημ. 17. Tiverios 2008, Η εγκατάσταση Ευβοέων τεχνιτών αποδεικνύεται και στις Πιθηκούσες με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ευβοϊζόντων ΥΓ αγγείων, βλ. Ridgway 2007, Επίσης το ίδιο συμβαίνει με τη μετακίνηση τεχνιτών από την Ιωνία στις αποικίες της Δύσης, όπως την Ελέα, τη Μασσαλία, τη Σικελία κ.α, βλ Paspalas 1995, Μπέσιος κ.α. 2004, Παντή 2008,

69 Αυτή η παραγωγή ήταν βραχυπρόθεσμη, όπως και στην Εύβοια 613, και περιοριζόταν στην παρουσία ενός τεχνίτη ή μιας ομάδας. Οι χειροποίητες τεχνικές φθίνουν στο τέλος της γεωμετρικής περιόδου, ενώ στη Μένδη η παρουσία των νέων αποίκων και τεχνιτών μαζί με την αύξηση των εμπορικών σχέσεων και την εισαγωγή διαφόρων προϊόντων, αλλά και η αύξηση επιρροών από άλλες περιοχές, οδηγούν στην ευημερία και συνακόλουθα στην τοπική καλλιτεχνική δημιουργία Βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ και πιθαμφορείς Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ καθώς και οι βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς εντάσσονται σε μια κεραμική ομάδα με βάση τα χαρακτηριστικά του πηλού, της τεχνολογίας κατασκευής, του σχήματος και της διακόσμησης. Η παραγωγή αυτών των αγγείων χρονολογείται στην ύστερη γεωμετρική περίοδο. Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς του τύπου ΙΙ αναγνωρίστηκαν σε ένα μεγάλο σύνολο κεραμικής της Σίνδου-Ν. Αγχιάλου από τον Τιβέριο και αποτελούν τοπική παραγωγή 615. Ο R. Catling διερεύνησε περαιτέρω τα χαρακτηριστικά και την καταγωγή αυτής της κεραμικής, συνδέοντας την παραγωγή της με το μυχό του Θερμαϊκού κόλπου 616. Οι αμφορείς έχουν κάθετες λαβές από το λαιμό στον ώμο με τυποποιημένα τυπολογικά και διακοσμητικά χαρακτηριστικά. Η παραγωγή τους αρχίζει το α μισό του 8 ου αι. π.χ. ενώ το β μισό του ίδιου αιώνα έχει μεγάλη διάδοση και διακόπτεται στο τέλος του 8 ου ή στον πρώιμο 7 ο αι. π.χ. Δύο σχεδόν ολόκληρα αγγεία και ο αποσπασματικά σωζόμενος αμφορέας από τη Μένδη, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία Μ-1 (πίν. 80Α), Μ-2 (πίν. 80Β) και Μ-3 (πίν. 80Γ) 617. Η παραγωγή του πρωιμότερου αμφορέα τύπου Ι 618 με βάση τη μεγάλη ποσότητα αντίστοιχης κεραμικής από την Τροία αρχίζει κατά την πρώιμη ΠρΓ (γύρω 1050 π.χ.) 619 στις περιοχές της παράκτιας Λοκρίδας και της Φωκίδας 620 και επιβιώνει μέχρι το τέλος της Μέσης ΠρΓ (960/950 π.χ.) 621. Ανάμεσα στην παραγωγή του τύπου Ι και ΙΙ υπάρχει μια «μεταβατική» περίοδος αποδοσμένη στη Θεσσαλία, που χωρίζεται σε τρεις υπο-ομάδες 622. Τέσσερις βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς προέρχονται από τη Μένδη οι Μ-4(πίν. 81), Μ-5 (πίν. 82), Μ-6 (πίν. 83), Μ-7 (πίν. 84), Μ-8 (πίν. 85), Μ-9 (πίν. 86) και Μ.10 (πίν. 87). Αυτοί έχουν τέσσερις λαβές, δύο οριζόντιες στο ύψος της κοιλιάς και δύο μικρές κάθετες στον ώμο 623. Η παραγωγή τους εντάσσεται στα μέσα του 8 ου αι. π.χ., αν και προδρομικά παραδείγματα αυτού του τύπου έχουν αποκαλυφθεί στο νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Σιδήρου στην Τορώνη, χρονολογούμενα στην ύστερη πρωτογεωμετρική και υποπρωτογεωμετρική περίοδο Ζαφειροπούλου 1985, 2 κ.ε. Grandjean Salviat 2000, και 301 (7 ος αι. π.χ.). Grandjean Salviat 2000, και 296 (6 ος αι. π.χ.) 612 Τιβέριος Παντή Σέρογλου Αβραμίδου Λαχανίδου Oettli Καϊτελίδης 1997, Σύντομη διάρκεια παρατηρείται από τα τέλη του 8 ου αι. π.χ. έως τις αρχές του 7 ου αι. π.χ. στα αντίστοιχα αγγεία από την Ερέτρια και τον Ωρωπό, βλ. Blandin 2007, Μοσχονησιώτη 2012, Τιβέριος 1990, 322. Τιβέριος 1991/1992, 210, σημ. 32. Τιβέριος 1993 β, 556. Τιβέριος 1996 α, , σημ. 43 και Catling 1998, , Μοχονησιώτη 2004, Μοσχονησιώτη Πεντεδέκα Κυριατζή Μέξη 2005, 250, εικ Catling 1998, και 176. Gimatzidis 2010, Aytaçlar 2004, 24, Catling 1998, 153 και 162. Πάτης 2010, 72, σημ O Catling επισημαίνει, ότι δεν υπάρχουν οικιστικά κατάλοιπα και ίχνη μόνιμης εγκατάστασης στη συγκεκριμένη περίοδο στην Τροία, Catling 1998, 153, 166. Aytaçlar 2004, 24, Catling 1998, Περισσότερες πληροφορίες για το σχήμα, βλ. Papadopoulos 1989, 30-31, KP5, εικ Μοσχονησιώτη 2004, , εικ Μοσχονησιώτη κ.ά. 2005, 251, 266, εικ. 2. Papadopoulos 2005, , πίν. 276 Τ67-1, πίν. 278, Τ82-1. Gimatzidis 2010, Papadopoulos 2005, , πίν

70 Πηλός Ο πηλός των βορειοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ είναι συνήθως ανοικτός καστανός, με γκρίζο πυρήνα 625 και πολύ ασημίζουσα ή χρυσίζουσα μαρμαρυγία, χαρακτηριστικό στοιχείο της μακεδονικής προέλευσης αυτής της ομάδας 626. Η επιφάνεια των βορειοελλαδικών αγγείων είναι λειασμένη και ελάχιστες φορές συναντάται υπόλευκο/υποκίτρινο επίχρισμα 627. Η διακόσμηση είναι αποδοσμένη με εξίτηλο και πυκνό υάλωμα καστανέρυθρου έως ερυθροκάστανου 628 και σπανίως μελανού χρώματος υάλωμα 629. Ο πηλός των αμφορέων της Μένδης είναι σχετικά χονδρόκοκκος και τραχύς με αρκετές προσμείξεις και μαρμαρυγία. Η διακόσμηση είναι αποδοσμένη με καστανέρυθρο υάλωμα 630. Το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο τονίζεται με πλαστικό «αναβαθμό», εν αντιθέσει με τις άλλες κατηγορίες αμφορέων με κάθετες λαβές, όπου η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο δεν ορίζεται από κάποιο «αναβαθμό» 631. Τα αγγεία της Μένδης έχουν κατασκευασθεί ενιαία από το χείλος ως τη βάση, ενώ στο τελευταίο στάδιο της κατασκευής τους εξαιτίας του μεγάλου ύψους τους χρησιμοποιήθηκε αργός τροχός 632. Στα εγχώρια αγγεία δεν υπάρχει «αναβαθμός», η απουσία του οποίου αιτιολογείται από την όψιμη χρονολόγηση του. Η ίδια πρακτική εμφανίζεται σε αντίστοιχους αμφορείς από το «υπόγειο»της Μεθώνης. Χαρακτηριστικό στοιχείο που εμφανίζεται στα περισσότερα αγγεία είναι ένα καμπύλο έξαρμα στο σημείο της μεγαλύτερης διαμέτρου του σώματος. Από αυτό το σημείο αρχίζουν πολλές φορές σειρά από αβαθείς και παράλληλες μεταξύ τους οριζόντιες αυλακώσεις, που εκτείνονται στο ανώτερο τμήμα του σώματος και στην περιοχή του ώμου (Μ.1, Μ.7, Μ.8, Μ.10) Βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς είναι γνωστοί ως «αμφορείς του τύπου ΙΙ της Τροίας» 634 όμως αναφέρονται και με άλλους όρους, όπως «αμφορείς με γεωμετρική διακόσμηση» 635, «υποπρωτογεωμετρικοί αμφορείς» 636, «βορειοελλαδικοί αμφορείς» 637, «αμφορείς του βορείου Αιγαίου-τύπου ΙΙ» 638 κ.α. Πρόσφατα ο Κοτσώνας έδωσε την ονομασία «θερμαϊκοί αμφορείς» 639. Το όνομα που χρησιμοποιείται από τη Μοσχονησιώτη, αποτελεί συνδυασμό των προαναφερθέντων όρων Catling 1998, 153. Gimatzidis 2010, 99. Κοτσώνας 2012, Γιματζίδης 1997, 50. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2002, Όστρακα με επίχρισμα από την Γκόνα (Πάτης 2010, 65, σημ. 396) και από το Καραμπουρνάκι (Χατζής 2008, 66). 628 Catling 1998, 153. Gimatzidis 2010, 99. Κοτσώνας 2012, Εμφανίζεται ιδιαίτερα σε αμφορείς της Αγχιάλου/Σίνδου και σε λίγα δείγματα από τη Μεθώνη, βλ. Κοτσώνας 2012, 157, αρ Γιματζίδης 2002, 76, εικ.5. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον πηλό και τις τεχνικές κατασκευής των αγγείων,βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Περαιτέρω πληροφορίες για τη διαδιακασία κατασκευής μεγάλου μεγέθους αγγείων κυρίως πίθων βλ. Scheibler 1992 (μτφ.), Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, Bernard 1964, Τιβέριος Γιματζίδης 2000, 196. Τιβέριος Γιματζίδης 2001, Χατζής 2008, 65. Πάτης 2010, 63. Gimatzidis 2010, Papadopoulos 2005, Κοτσώνας 2012, Μοσχονησιώτη 2012,

71 Τυπολογία Τα αγγεία αυτής της κατηγορίας έχουν μεγάλο μέγεθος, μεγαλύτερο από το ύψος των αγγείων του τύπου Ι 641. Γενικά, οι αμφορείς αυτής της κατηγορίας έχουν ωοειδές 642 και ελάχιστες φορές δικωνικό σχήμα σώματος 643. Ο λαιμός συνηθίζεται να είναι κυλινδρικός 644.Το χείλος είναι εξωστρεφές, οριζόντιο και επίπεδο στην άνω επιφάνειά του 645. Οι πεπλατυσμένες κάθετες λαβές έχουν έντονη νεύρωση ανάμεσα σε αβαθείς αυλακώσεις. Οι λαβές αρχίζουν από τον ώμο κατακόρυφα και απολήγουν στο μέσο περίπου του λαιμού και η βάση είναι δακτυλιόσχημη 646. Εξελικτικές διαφορές δεν υπάρχουν στο σχήμα, με εξαίρεση την ύπαρξη ή την απουσία της διόγκωσης στο ανώτερο τμήμα του λαιμού 647. Τα δύο αγγεία της Μένδης Μ.1 (Α.87-Τ.111) και Μ.3 (Α.68-Τ.86) έχουν ωοειδές σώμα, οι λαβές είναι ελλειψοειδείς που φέρουν στη ράχη νεύρωση με εκατέρωθεν αυλακώσεις και η βάση είναι δακτυλιόσχημη και χαμηλή. Ο λαιμός του αμφορέα Μ.1 είναι ευρύς και χαμηλός σε ενιαίο περίγραμμα με τον ώμο. Το χείλος του Μ.1 είναι εξωστρεφές, επίπεδο στην οριζόντια επιφάνειά του και λοξότμητο στην περίμετρο. Οι διαστάσεις των λαβών του Μ.3 είναι περιορισμένες σε σχέση με του Μ.1, ενώ το στόμιο είναι ευρύ όπως του Μ.1. Τέλος, τα αγγεία της Μένδης ακολουθούν τα χαρακτηριστικά του τύπου ΙΙ, εξαιρώντας το μεγάλο μέγεθος αλλά και την απουσία πλαστικού «αναβαθμού». Το Μ συνδέεται με ένα παράδειγμα από τον Καστανά 649, όσον αφορά τη διαμόρφωση του σώματος, του λαιμού, του χείλους και των λαβών. Το Μ.3 παραλληλίζεται τυπολογικά μ ένα αγγείο 650 από τις Πιθηκούσες 651. Σύστημα διακόσμησης Η διακόσμηση των βορειοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ διατηρείται σταθερή στη διάρκεια των χρόνων 652. Η εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια του χείλους, αλλά και η άνω πλευρά του λαιμού φέρει ταινία. Το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο φέρει δύο οριζόντιες ταινίες. Η κύρια διακόσμηση βρίσκεται στον ώμο και αποτελείται από τρεις ομάδες ομόκεντρων κύκλων ή σπανιότερα ημικυκλίων 653, αποδοσμένων με πολλαπλό πινέλο και διαβήτη, τεχνική 654 και του τύπου Ι 655. Ο αριθμός των κύκλων είναι από επτά έως έντεκα, συνηθέστερα όμως είναι οκτώ ή εννέα 656. Η ζώνη του ώμου φέρει στο ύψος της γένεσης των λαβών μια πλατιά και τρεις στενότερες οριζόντιες ταινίες. Η κοιλιά φέρει τρεις λεπτές ταινίες και το κατώτερο τμήμα του σώματος άλλες τρεις 657. Οι μικρού μεγέθους αμφορείς 641 Πάτης 2010, 65, σημ Gimatzidis 2010, 258. Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 2002, εικ.2. Gimatzidis 2010, 259, εικ Gimatzidis 2010, 259, εικ.78. Πάτης 2010, 64, σημ Πάτης 2010, 64. Gimatzidis 2010, 258, αρ. 104, αρ. 361, αρ , αρ , αρ , αρ. 522, αρ. 722, 645 Gimatzidis 2010, , 361, , , , Gimatzidis 2010, αρ Catling 1998, Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 255, εικ. 76 k. 650 Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 255, εικ. 76 i. 652 Μοσχονησιώτη 2012, 101. Περισσότερα σχετικά με τη διακόσμηση, βλ. Bernard 1964, εικ. 35, αρ Catling 1998, 166. Γιματζίδης 2002, 75. Gimatzidis 2010, Πάτης 2010, Catling 1998, 166. Γιματζίδης 2002, 75. Papadopoulos 2005, πίν. 259, 262. Gimatzidis 2010, Μοσχονησιώτη 2012, Βλ. Catling 1998, (πρβλ. και Petsas 1964, , εικ. 2-4). 656 Gimatzidis 2010, 259, 109, 110, , 383, 384, 387, 725, Μοσχονησιώτη 2012, 101. Ο Γιματζίδης εντάσσει στο μεταβατικό τύπο ή στα πρώιμα παραδείγματα του τύπου ΙΙ έναν αμφορέα μη ταφικής χρήσης από την Άκανθο και έναν από το Καραμπουρνάκι, που φέρουν πέντε 68

72 φέρουν στον ώμο δικτυωτά τρίγωνα 658 και πιο χαμηλά συστάδα ταινιών 659. Οι λαβές αποδίδονται στην άνω απόληξη από τοξωτή ταινία. Τα άκρα της επεκτείνονται στην περιοχή του λαιμού και ελλειψοειδής ταινία αποδίδεται στη ρίζα των λαβών στο ύψος του ώμου. Οι αβαθείς αυλακώσεις στην εξωτερική επιφάνεια των λαβών τονίζονται με ταινίες, που συνεχίζουν προς την περιοχή της κοιλιάς και διασταυρούμενες ανά ζεύγη σχηματίζουν άγκιστρα 660. Η διακόσμηση των αγγείων της Μένδης συνάδει με τα περισσότερα χαρακτηριστικά της ομάδας. Η διακόσμηση του Μ.1 είναι τυπικότερη από τα άλλα δύο. Συγκεκριμένα, το χείλος καλύπτεται από ταινία στην οριζόντια και την εξωτερική κάθετη επιφάνειά του, που επεκτείνεται χαμηλότερα και στο ανώτερο τμήμα του λαιμού. Ο λαιμός φέρει δύο χιαστί τεμνόμενες ταινίες, ενώ με δύο οριζόντιες ταινίες εξαίρεται το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο. Ο ώμος φέρει τρεις ομάδες των επτά ομόκεντρων κύκλων. Οι λαβές φέρουν ταινίες, η ζώνη του ώμου ορίζεται στο κάτω τμήμα της από τρεις στενές οριζόντιες ταινίες, η κοιλιά φέρει τρεις λεπτές ταινίες και το κατώτερο τμήμα του σώματος προς τη βάση άλλες τρεις. Το τμήμα του ώμου του Μ.2, που σώζεται, φέρει ομάδα εννέα ομόκεντρων κύκλων. Ο αμφορέας Μ.3 φέρει τρεις επάλληλες ανισοπαχείς ταινίες, που οριοθετούν το άνω τμήμα του ώμου και τη μετάβαση με το λαιμό. Ο ώμος παρά το στενό μέγεθος του φέρει τέσσερις ομάδες των έντεκα ομόκεντρων κύκλων. Οι λαβές έχουν στη ράχη την ίδια διακόσμηση με το Μ.1. Στην κοιλιά υπάρχουν τρεις λεπτές ταινίες και στο κάτω μέρος του σώματος προς τη βάση άλλες τρεις. Διαφορετικές από τα άλλα δύο αγγεία είναι οι ταινίες που ορίζουν το κάτω τμήμα της ζώνης του ώμου, οι οποίες αν και είναι τέσσερις σχεδιάζονται λεπτότερες. Η ανώτερη ταινία από αυτές σε ορισμένα σημεία, όπως κάτω από τις λαβές είναι σχεδόν ισόπαχη με τις άλλες 661. Επιρροές Σχήμα Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ σχετίζονται τυπολογικά με τους αμφορείς τύπου Ι και τους μεταβατικούς. Όλοι οι τύποι έχουν πλαστικό αναβαθμό στην άρθρωση ώμου/λαιμού 662, αλλά και νεύρωση ανάμεσα σε δύο αβαθείς αυλακώσεις 663. Η ευρύτερη ομάδα των αμφορέων με κάθετες λαβές επηρεάστηκε από παρόμοια αγγεία στην ύστερη μυκηναϊκή και υπομυκηναϊκή περίοδο 664. Αυτό το σχήμα είναι συνηθισμένο κατά τη διάρκεια των πρωτογεωμετρικών χρόνων για τη μεταφορά και αποθήκευση προϊόντων σε οικιακές δραστηριότητες 665. Το σχήμα συναντάται ελάχιστες φορές στην Αττική, ενώ υπάρχει σε πληθώρα στη Χαλκίδα, τη Σκύρο, τη Θεσσαλία, τις Βόρειες ταινίες στο κατώτερο τμήμα του ώμου, από τις οποίες η ανώτερη είναι η λεπτότερη, η δεύτερη είναι πλατιά και οι υπόλοιπες τρείς στενές. Στο κατώτερο τμήμα του σώματος υπάρχει συστάδα τριών ταινιών (βλ. Gimatzidis 2010, 259, σημ Παντή 2005, Trakosopoulou- Salakidou 2006/ 07, 49, πίν. 3,3) 658 Βλ. Γιματζίδης 2002, 75. Γιματζίδης 2006(υπό εκδόση). Χατζής 2008, αρ. 84. Gimatzidis 2010, 259. Κοτσώνας 2012, 158, αρ. 84, σημ Το παλαιότερο αγγείο με αυτό το μοτίβο προέρχεται από τον Καστανά γύρω στις αρχές της υποπρωτ. ΙΙΙ, βλ. Gimatzidis 2010, 260, εικ. 76 h. 659 Gimatzidis 2010, 260, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Για τη διακόσμηση των λαβών, βλ. Catling 1998, 166. Bernard 1964, εικ. 33, αρ Πάτης 2010,65-66 και σημ Gimatzidis 2010, 259, αρ. 361, 365, εικ , πίν. 113e, 123e. 661 Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, 153, 166. Aytaçlar 2004, 20-21, Πάτης 2010, 69,σημ Catling 1998, 153, 166. Για τα χαρακτηριστικά του σχήματος και της διακόσμησης των αγγείων του τύπου Ι, βλ. Lemos 2002, 56. Aytaçlar 2004, 20-24, 31 κ.ε. Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998 α, 163. Σκιαδάς 2009, Catling 1998,

73 Κυκλάδες, την Κνωσό κ.α. 666 Τέλος, αμφορίσκοι εμφανίζονται στο Λευκαντί από την υπομυκηναϊκή μέχρι και την υποπρωτογεωμετρική Ι περίοδο 667. Σύστημα διακόσμησης Η διακόσμηση των βορειοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ συνεχίζει το διακοσμητικό σύστημα των πρωιμότερων παραγωγών, κυρίως στη διακόσμηση του ώμου με ομάδες ομόκεντρων κύκλων ή και ημικυκλίων αλλά και στις ταινίες, που εικονίζονται στις αυλακώσεις της εξωτερικής επιφάνειας των λαβών. Οι διαφορές άπτονται στο μικρότερο μέγεθος των αμφορέων του τύπου Ι 668. Η διακόσμηση με ομόκεντρους κύκλους είναι συνηθισμένο μοτίβο στα πρωτογεωμετρικά αγγεία από την Αττική, τη ΒΑ Πελοπόννησο, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Ζαγορά, την Κάμιρο, την Κύπρο και την Κνωσό 669. Το μοτίβο κάνει την εμφάνισή του από την υπομυκηναϊκή-πρωτογεωμετρική περίοδο και στην Κεντρική Μακεδονία 670. Τέλος, στην Τορώνη άλλα σχήματα αγγείων εκτός από αμφορείς, κοσμούνταν από ομόκεντρους κύκλους, όπως ένας αρκετά πρώιμος αμφορέας με λαβές στην κοιλιά 671. Ο Catling υποστηρίζει ότι γύρω στα μέσα του β μισού του 10 ου και το α τεταρτο του 9 ου αι. π.χ. αρχίζει η παραγωγή της τοπικής ομάδας αμφορέων του τύπου I στη Μένδη και την Τορώνη, παράλληλα με τη Θεσσαλία. Μεγαλύτερη παραγωγή εμφανίζεται προς το τέλος της περίοδου στην οποία παρατηρούνται τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά των αμφορέων του τύπου ΙΙ. Η παραλλαγή αυτή μετά τον 9 ο αι. π.χ. συνεχίζεται στη Μακεδονία, αντίθετα από άλλες περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας, δημιουργώντας ένα μακεδονικό σχήμα. Τα παλαιότερα δείγματα των αμφορέων έχουν εντοπιστεί στη Μένδη και την Ιωλκό, στοιχείο 672 που οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτά τα αγγεία έχουν αποκρυσταλλωθεί στη διακόσμηση και το σχήμα γύρω στα μέσα του 9 ου αι. π.χ. 673 Σύμφωνα με τον Catling η παραγωγή των αγγείων του τύπου ΙΙ δεν αποτελεί πιθανόν την συνέχεια του τύπου Ι και των υποομάδων, αλλά μακρά επιβίωση στο σχήμα και στα επιμέρους διακοσμητικά μοτίβα μόνο στο χώρο της Μακεδονίας. Οι ισχυρισμοί του Catling βασίζονται στη συντηρητικότητα των τοπικών εργαστηρίων, αλλά και στον αργό ρυθμό εξέλιξης των εμπορικών αμφορέων σε διάφορα κέντρα παραγωγής, ώστε ο προσδιορισμός της καταγωγής των προϊόντων να είναι εύκολος 674. Χρονολόγηση Γενικά, οι βορειοελλαδικοί αμφορείς του τύπου ΙΙ χρονολογούνται σύμφωνα με τον Catling 675 από τις αρχές του 875 π.χ. (ΥποΠρΓ περίοδος) ταυτισμένη με την VIII φάση 676 έως και τον πρώιμο 7 ο αι. π.χ. με βάση τα ευρήματα των ανασκαφών της Θάσου στο στρώμα W, χρονολογούμενο στο α μισό του 7 ου αι. π.χ Παρόμοια κεραμική εντοπίστηκε σε άλλες 666 Βλ. Desborough 1952, Gimatzidis 2011, Lefkandi I, Lefkandi II. 1, 37-40, Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, 163. Αρχοντίδου-Αργύρη 2004, Μοσχονησιώτη 2012, 104. Ενδεικτικά, Αξιοχώρι (Heurtley 1939, 236, αρ. 485, εικ. 108), Βεργίνα (Ανδρόνικος 1969, 168 κ.ε.), Περιβολάκι (Wardle 1980, 261, περίπου στο 900π.Χ.), Καστανάς (Hänsel 1982, 285 πρωτογεωμετρικά) κ.α. 671 Καμπίτογλου 1982, 75 εικ.5. Catling 1998, Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, Catling 1998, Catling 1998, Για χρονολογικές φάσεις και κατάταξη τους στην Τροία, βλ. Blegen κ.α. 1958, 6-10, , Για αναθεώρηση της φάσης VII,βλ. Mountzoy 1999, Bernard 1964,

74 περιοχές, όπως την Αγχίαλο 678 (πίν. 127Α), τον Καστανά, την Τούμπα 679, τον οικισμό της Μένδης και ειδικά το Προάστειο 680, αλλά και στη Μεθώνη 681. Τα στοιχεία από τις παραπάνω περιοχές μαζί με τα νέα ευρήματα της Τροίας 682 επιβεβαιώνουν την άποψη του Catling για τη χρονολόγηση των αγγείων στον πρώιμο 7 ο αι. π.χ. Τα δύο αγγεία Μ.1 και Μ.2 από το νεκροταφείο της Μένδης χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 8 ου αι. π.χ., ενώ το Μ.3 στο τέλος του 8 ου αι. π.χ. Η χρονολόγηση του Μ.3 βασίζεται στο μεγάλο μέγεθος και στη μειωμένη σε πάχος ταινία του ώμου, με παράλληλα στους πιθαμφορείς, κυρίως τον Μ.9. Τέλος, η απουσία του «αναβαθμού» στη μετάβαση από το λαιμό στον ώμο υποδεικνύει οψιμότερη χρονόλογηση, αν αποκλειστεί βέβαια η θεωρία της τοπικής τεχνοτροπίας 683. Διάδοση Η ομάδα των αμφορέων του τύπου ΙΙ έχει μεγάλη διάδοση στο βορειοελλαδικό χώρο, κυρίως στο μυχό της Θεσσαλονίκης και τις γύρω περιοχές 684, όπως τη Σίνδο-Ν. Αγχίαλο 685, το Καραμπουρνάκι 686, τη Γκόνα 687, την Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης 688, τη Νέα Φιλαδέλφεια 689, την Τράπεζα Λεμπέτ 690, τη Θέρμη 691, τον Καστανά 692 και το Αρχοντικό Γιαννιτσών 693. Επίσης, έχουν εντοπιστεί στη Χαλκιδική, όπως στον οικισμό και την Ακρόπολη της Μένδης 694 και στο Ποσείδι 695, στην Άκανθο 696 κ.α., αλλά και στην Πιερία και κυρίως στη Μεθώνη 697, αλλά και στην Αμφίπολη 698, τη Νεάπολη 699 και τη Θάσο 700. Εκτός βορειοελλαδικού χώρου έχουν αποκαλυφθεί στη Μαρμάριανη 701, την Ιωλκό 702, τον Ωρωπό 703, την Ερέτρια 704, το Λευκαντί 705, την Ηφαιστία της Λήμνου και την Άντισσα της 678 Τιβέριος Γιματζίδης 2001, Γιματζίδης 2002, 75. Gimatzidis 2010, Σκιαδάς 2009, Gimatzidis 2010, Βοκοτοπούλου 1990, , εικ. 5.9 και 10 α-β. 681 Κοτσώνας 2012, 158, σημ Aslan 2011, 392, αρ Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση των βορειεοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, Gimatzidis Κοτσώνας 2012, Σακελλαρίου 1965, πίν. 471 ε. Τιβέριος 1991/1992, 219,εικ. 21 και Τιβέριος 1996 α, , εικ.7. Τιβέριος Γιματζίδης 2000, 196. Τιβέριος Γιματζίδης 2001, 302. Τιβέριος 2009 β, 403, εικ.7. Gimatzidis 2010, 258, αρ , , 522, 690, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003 α, 196, 199,εικ.5. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2004, 341. Χατζής 2008, 64-69, αρ Σκιαδάς 2009, Τιβέριος 2009, 392, εικ. 13. Παντή 2009, Πάτης 2010, Σουέρεφ 1992, 287, εικ. 10. Catling 1998, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 1998, , εικ Τζαναβάρη Λιούτας 1993, 271, εικ.11. Catling 1998, Σκαρλατίδου 1996, 440, πίν. 118 γ. 692 Hänsel 1979, , εικ Hänsel 1982, 286, εικ. 13, 2.3. Hänsel 1989, πίν. 8,2. Gimatzidis 2010, εικ Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1993, , εικ Βοκοτοπούλου 1990, 400, εικ. 5 και Βοκοτοπούλου 1992, 385, πίν. 112 α. 696 Παντή 2005, , εικ Gimatzidis 2006, 219. Σκιαδάς 2009, 34. Gimatzidis 2010, 327. Κοτσώνας 2012, , αρ Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, , εικ. 12, 17. Catling 1998, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, 687, εικ.32. Catling 1998, Bernard 1964, , , εικ Heurtley Skeat, , 25, εικ Sipsie-Eschbach 1991, 112, αρ. 79/107, 107 a-b, , αρ. 79/ , 144. Catling 1998, Μαζαράκης-Αινιάν 2007, 13, πίν. 13 β. 704 Ανδρειωμένου 1975, , 53 α. Ο Catling (Catling 1998, 170) αναφέρει ότι υπάρχει μόνο αυτό το θραύσμα από την Ερέτρια, ενώ ο Γιματζίδης επισημαίνει ότι το υλικό είναι περισσότερο, βλ. Gimatzidis 2010, 262, σημ Catling 1998, , εικ. 11. Lemos 2009, 34-35, εικ.6. 71

75 Λέσβου 706, τον Κομμό 707 αλλά και την Τροία 708, τις Πιθηκούσες 709 και το Ρα Ελ Μπασσίτ (Ποσείδιο) της Συρίας 710. Κέντρα παραγωγής Τα αγγεία Μ.1 κκαι Μ κατασκευάστηκαν με πρώτες ύλες, προερχόμενες από την περιοχή της Κασσάνδρας 712. Σύμφωνα με τα στοιχεία υπήρχαν αρκετά κέντρα παραγωγής του τύπου ΙΙ κεραμικής 713, όπως η Αγχίαλος 714, η Τορώνη 715 (στο νεκροταφείο της ΠΕΣ βρέθηκαν αμφορείς μεταβατικού τύπου 716 ) και ίσως η Μεθώνη 717. Τέλος, ο Γιματζίδης υποστηρίζει με βάση ορισμένα ευρήματα από τη Θάσο, την παραγωγή αγγείων από περιπλανώμενους τεχνίτες Βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς Επτά αγγεία (Μ.4-Μ.10) αυτής της ομάδας βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Μένδης 718 και ένα ανάλογο εντοπίστηκε σε σωστική ανασκαφή χωρίς άλλα ευρήματα 719. Αγγεία αυτής της ομάδας έχουν βρεθεί και στην Τορώνη μέσα σε κεραμικό κλίβανο των μέσων του 8 ου αι. π.χ. 720, στο Καραμπουρνάκι 721 τη Σίνδο-Ν. Αγχίαλο 722, την Άφυτο 723, τη Μεθώνη 724 και τη Θάσο 725 (πίν. 127Β) κ.α Παλαιότερα αγγεία αυτού του τύπου κατά τη διάρκεια της ύστερης πρωτογεωμετρικής και υποπρωτογεωμετρικής περιόδου εντοπίστηκαν στο νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Σιδήρου στην Τορώνη 727. Γενικά, τα αγγεία είναι διαφορετικού μεγέθους, αλλά έχουν πολλά κοινά τυπολογικά στοιχεία. Το χείλος είναι εξωστρεφές, το σώμα ωοειδές και η βάση χαμηλή και δακτυλιόσχημη. Το αγγείο φέρει τέσσερις λαβές, δύο οριζόντιες στο ύψος της κοιλιάς και δύο μικρές κάθετες στον ώμο 728. Ο Παπαδόπουλος ορίζει τους αμφορείς με ψηλό και στενό κυλινδρικό λαιμό ως «αμφορείς με λαβές στο λαιμό και τον ώμο» (belly and shoulder handled amphorai) 729. Εντούτοις η Μοσχονησιώτη για το σχήμα των αγγείων από τη Μένδη χρησιμοποιεί τον όρο 706 Lamb , 56, εικ. 9b. Catling 1998, 170. Cultrano 2004, 221, , εικ. 8,αρ Κοτσώνας 2012, 159, σημ Catling 1998, Di Sandro 1986, 116, πίν. 25, sg 264. Pithekoussai I, , πίν. 211, αρ Courbin 1990, 49 κ.ε., πίν. 9 a-d, 10 a-d, 11 a. Courbin 1993, 95 κ.ε., πίν. 15, 1-4 b. Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν ανήκουν στους αμφορείς τύπου ΙΙ ή στους μεταβατικούς, βλ. Gimatzidis 2010, 262. Για περισσότερες πληροφορίες για νέες θέσεις, όπου έχουν εντοπιστεί αμφορείς τύπου ΙΙ, βλ. Κοτσώνας 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη Κυριατζή Πεντεδέκα Μέξη 2005, , Gimatzidis 2010, Τιβέριος 2012, 180. Κοτσώνας 2012, Τιβέριος 1991/1992, 219, εικ. 21. Τιβέριος 1996 α, , εικ. 7. Catling 1998, 176. Τιβέριος Γιματζίδης 2000, 196. Τιβέριος Γιματζίδης 2001, 302. Gimatzidis 2010, Gimatzidis 2010, 262, αρ. 399 και Papadopoulos 2005, 427 κ.ε. Πάτης 2010, 68. Gimatzidis 2010, Papadopoulos 2005, εικ. 97, a, 130 a.b, 261, Χατζής 2008, 69. Κοτσώνας 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 271, εικ Papadopoulos 1989, 24, 30-31, εικ.20-21, KP-5, Χατζής 2008, 69-71, πίν. 7 (αρ ). Gimatzidis 2010, πίν. 97, αρ Gimatzidis 2010, , πίν. 95,αρ. 695, πίν. 96, αρ Μισαηλίδου-Δεσποτίδου 2009, 224, εικ Μοσχονησιώτη 2012, σελ.112, σημ Γιματζίδης 2002, 75-76, εικ.4. Παντή 2009, 279, εικ.17. Gimatzidis 2010, πίν. 102, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, , πίν Μοσχονησιώτη 2012, 113. Περισσότερες πληροφορίες για χαρακτηριστικά σχήματος, βλ. Papadopoulos 1989, 30-31, KP5, εικ Μοσχονησιώτη 2004, , εικ Μοσχονησιώτη κ.ά. 2005, 251, 266, εικ.2. Papadopoulos 2005, , πίν. 276 Τ 67-1, πίν. 278, Τ82-1. Gimatzidis 2010, Papadopoulos 2005,

76 «πιθαμφορείς», διότι τα περισσότερα αγγεία έχουν ευρύ άνοιγμα στομίου, χαρακτηριστικό που δεν υπάρχει στους αμφορείς. Επίσης, στα αγγεία της Μένδης ο λαιμός είναι αποκλίνων προς το χείλος και ψηλότερος από το συνηθισμένο ύψος του λαιμού των πιθοειδών 730. Η διακόσμηση είναι επίσης κοινή όσον αφορά τη διάταξή της και τα μοτίβα. Ειδικότερα η εξωτερική επιφάνεια του σώματος του αγγείου διαιρείται σε ζώνες από οριζόντιες ταινίες και γραμμές, που περιβάλλουν σειρές από δικτυωτά τρίγωνα, ομόκεντρους κύκλους και συστάδες κάθετων ή οριζόντιων γραμμιδίων 731. Τυπολογία Τα αγγεία της Μένδης είναι μεγάλου μεγέθους, όπως το ύψος των αμφορέων με λαβές του τύπου ΙΙ. Τρεις πιθαμφορείς από τη Μένδη (Μ.4, Μ.7 και Μ.10) έχουν χείλος, που είναι εξωστρεφές, επίπεδο στην οριζόντια επιφάνεια και λοξότμητο ή κυρτό στην περίμετρο, αντίστοιχα με τους αμφορείς. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός (Μ.10), ενώ σε ορισμένα αγγεία (Μ.4, Μ.6, Μ.9) ανοίγεται προς την περιοχή του ώμου. Στα αγγεία Μ.5 και Μ.7 ο λαιμός διευρύνεται αντίθετα προς το χείλος. Το στόμιο είναι τις πιο πολλές φορές ευρύ. Εντούτοις το στόμιο των αγγείων Μ.5, Μ.6 και Μ.8 φαίνεται να είναι στενότερο, αν και λόγω της αποσπασματικότητας του λαιμού δεν είναι βέβαιο το σχήμα του. Το σώμα είναι στα παλαιότερα παραδείγματα σφαιρικό (Μ.4) και με το πέρασμα των χρόνων γίνεται ωοειδές, ενώ σε ένα μόνο παράδειγμα απαντάται αμφικωνικό (Μ.10). Οι οριζόντιες λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής και τοποθετούνται λοξά στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του σώματος. Η εξωτερική επιφάνεια των λαβών έχει έντονη νεύρωση ανάμεσα στις αβαθείς (Μ.4, Μ.5, Μ.6, Μ.8, Μ.9) και σπάνια (Μ.7, Μ.10) φέρουν έντονες αυλακώσεις, κάτι που θυμίζει τους αντίστοιχους αμφορείς. Οι δύο κάθετες λαβές είναι πεπλατυσμένες και κοίλες σε τομή. Το μόνο αγγείο που δεν έχει οριζόντιες λαβές, αλλά πλαστικές αποφύσεις είναι το Μ.9 και το Μ.10, που δεν φέρει κάθετες λαβές, αλλά μόνο δύο οριζόντιες ψηλά στον ώμο. Η βάση είναι χαμηλή και δακτυλιόσχημη, όπως στους αμφορείς και με την πάροδο των χρόνων η διάμετρος μειώνεται.τα αγγεία της Μένδης έχουν ποικιλία εξαιτίας της χρονολογικής εξέλιξης. Μόνο το εύρος του στομίου και το σχήμα των λαβών δεν αλλάζει. Συγκεκριμένα, ο πιθαμφορέας Μ.4 (Α.176-Τ.217) αποτελεί το πρωιμότερο αγγείο εξαιτίας του σφαιρικού σώματος, του χαμηλού και ευρύ λαιμού, που διευρύνεται ελάχιστα προς τον ώμο και ενώνεται ομαλά. Οι δύο λαβές είναι οριζόντιες και η βάση είναι ευρεία και ψηλή. Το αγγείο Μ.5 (Α.32-Τ.45/ΜΘ ) ανήκει ίσως στα πρώιμα παραδείγματα, επειδή έχει ωοειδές σώμα με διόγκωση στη μεγαλύτερη διάμετρο, που βρίσκεται ψηλότερα από το μέσο το σώματος. Οι λαβές τοποθετούνται οριζόντια. Το Μ.6 (Α.126-Τ.153/ΜΘ 17820) συσχετίζεται με το Μ.4 με τη διαφορά, ότι το σώμα είναι επιμηκυσμένο, οι λαβές είναι χαμηλότερα και το στόμιο είναι στενό. Ο πιθαμφορέας Μ.7 (Α.101-Τ. 126/Μ.18040) έχει χαμηλό λαιμό, που αποκλίνει προς το χείλος, όπως στο Μ.5. Το χείλος όμως είναι ευρύτερο. Το σώμα είναι ωοειδές, διογκωμένο στο κάτω μέρος και η βάση ευρεία. Οι οριζόντιες λαβές προσαρμόζονται χαμηλά στην περιοχή της κοιλιάς στο σημείο της μέγιστης διαμέτρου. Ο πιθαμφορέας Μ.8 (Α.65-Τ. 83/18053) συνδέεται με τα προηγούμενα αγγεία με εξαίρεση, ότι το κάτω τμήμα του σώματος είναι επιμηκυσμένο και η διάμετρος της βάσης είναι μειωμένη. Επίσης, οι κάθετες λαβές είναι συμπιεσμένες για λόγους χρηστικότητας Βλ. και Γιματζίδης 1997, 12. Πάτης 2010, 60, σημ Περισσότερες πηλοροφορίες για τη διακόσμηση, βλ. Papadopoulos 1989, 31, 39, εικ Γιματζίδης 2002, Μοσχονησιώτη 2004, , εικ Μοσχονησιώτη κ.ά. 2005, 251, 266, εικ.2. Papadopoulos 2005, , πίν. 276 Τ 67-1, πίν. 278, Τ82-1, πίν. 279, Τ83-1. Gimatzidis 2010, Βλ.και λαβή οστράκου από το Καραμπουρνάκι (Παντή 2009, 279, εικ.17 α). 73

77 Ο πιθαμφορέας Μ.9 (Α.166-Τ.202) είναι το μεγαλύτερο και νεότερο αγγείο αυτής της ομάδας. Ο λαιμός αποκλίνει προς τον ώμο, όπως το Μ.4 και Μ.6. Το σώμα είναι πιο ραδινό και έχει μικρή βάση. Το μέγεθος των οριζόντιων λαβών είναι μικρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα αγγεία. Οι δύο κάθετες λαβές είναι απλές αποφύσεις, χωρίς καμιά χρήση 733. Συγγενές αγγείο ως προς το σχήμα είναι ο πιθαμφορέας από το Προάστειο (πίν. 125Α) 734. Το σχήμα του λαιμού και του χείλους συσχετίζεται πάρα πολύ με το Μ.7. Το ραδινό σώμα και η μικρή βάση συνδέεται με το Μ.9. Το αγγείο Μ.10 (Α.91-Τ.115) αποτελεί ξεχωριστό παράδειγμα σε σχέση με τα άλλα αγγεία, καθώς έχει ευρύ, ψηλό και κυλινδρικό λαιμό. Το χείλος είναι λοξότμητο, το σώμα ωοειδές με έντονη διόγκωση στο ύψος της κοιλιάς, αποκτώντας αμφικωνικό σχήμα 735. Αμφικωνικού σχήματος αγγεία απαντούν σε μικρού μεγέθους αμφορείς του τύπου ΙΙ 736. Άλλη διαφορά με τα άλλα αγγεία είναι το μικρό μέγεθος και η διαμόρφωση των λαβών. Οι δύο λαβές τοποθετούνται ψηλά στον ώμο και κοντά στο λαιμό, οι οποίες αντί για κάθετες είναι οριζόντιες, προσαρμοσμένες κατακόρυφα, ενώ είναι αρκετά ψηλές. Η ράχη των λαβών, όπως και στα προηγούμενα αγγεία έχει έντονη νεύρωση ανάμεσα σε έντονες αυλακώσεις. Η βάση είναι χαμηλή, δακτυλιόσχημη και σχετικά ευρεία, όπως με τα προηγούμενα αγγεία ιδιαιτέρως με τους Μ.6 και Μ.7. Σύστημα διακόσμησης Γενικά, η διακοσμητική σύνθεση είναι ομοιογενής με κοινά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, η περίμετρος του χείλους φέρει πλατιά ταινία και η επίπεδη επιφάνειά του συστάδες κάθετων γραμμιδίων ( Μ.4,Μ.7) 737 ή είναι άβαφη (Μ.10). Η εσωτερική επιφάνεια στο ανώτερο τμήμα του λαιμού φέρει πλατιά ταινία. Ο λαιμός φέρει σε όλα τα παραδείγματα υάλωμα. Στα πρωιμότερα αγγεία υπάρχει στο κατώτερο τμήμα του λαιμού οριοθετημένη λεπτότερη ζώνη, που είναι είτε ακόσμητη (Μ.4), είτε καλύπτεται με συστάδες κάθετων γραμμιδίων (Μ.5). Αυτή η ζώνη με την πάροδο των χρόνων μειώνεται και προστίθεται στη διακόσμηση του ώμου (Μ.6 και Μ.9) ή καταργείται (Μ.7, Μ.8, Μ.10). Το σώμα διαιρείται σε ζώνες από οριζόντιες ταινίες και γραμμές, που με το πέρασμα των χρόνων πυκνώνουν και καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια (Μ.9). Η επιφάνεια από τον ώμο έως το σημείο των δύο οριζοντίων λαβών, όπου βρίσκεται τις πιο πολλές φορές η μέγιστη διάμετρος του σώματος, τονίζεται με διακοσμητικά μοτίβα. Οι ταινίες που βρίσκονται στο κάτω τμήμα αυτής της επιφάνειας και την ορίζουν είναι πάντα τέσσερις, εκτός από το αγγείο Μ.10 στο οποίο είναι τρεις. Οι ζώνες της κύριας διακοσμητικής επιφάνειας ποικίλλουν σε αριθμό με βάση το ύψος. Συγκεκριμένα, η ανώτερη ζώνη που ορίζεται στο ύψος της ρίζας των κάθετων λαβών είναι ενιαία (Μ.7, Μ.8 και Μ.10) και αρκετές φορές χωρίζεται εσωτερικά σε μικρότερες ζώνες, που αριθμούν μαζί με το κατώτερο τμήμα του λαιμού από δύο (Μ.4 και Μ.9), σε τρείς (Μ.5) ή και τέσσερις (Μ.6). Η μείωση του μεγέθους της λαβής οδηγεί και στη μείωση της διακοσμητικής ζώνης, όπως στο Μ.9. Η κατώτερη ζώνη βρίσκεται στο ύψος των οριζοντίων λαβών και έχει μεγάλο ύψος. Η αύξηση της κύριας διακοσμητικής επιφάνειας δημιουργείται με μια ακόμη ζώνη (Μ.6-Μ.8), ενώ στο αγγείο Μ.9 προστίθενται δύο ζώνες. Η διακόσμηση της κύριας ζώνης συνεχίζεται ενιαία, περιμετρικά του αγγείου και διακόπτεται στην περιοχή των λαβών. 733 Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 271, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 2002, εικ Για αντίστοιχη διακόσμηση χείλους, βλ. Papadopoulos 2005, 435. Gimatzidis 2010, αρ

78 Το σύνηθες διακοσμητικό μοτίβο εσωτερικά των ζωνών είναι σειρές από δικτυωτά τρίγωνα 738, όπως και σε άλλα αγγεία 739. Τα δικτυωτά τρίγωνα εικονίζονται πάντοτε στη ζώνη των οριζοντίων λαβών, ενώ παρόμοια μοτίβα αποδίδονται και σε άλλες ζώνες. Στα κενά ανάμεσα στις σειρές των δικτυωτών αποδίδονται κυματοειδή γραμμίδια (Μ.5, Μ.6, Μ.7 και Μ.10) ή κρέμονται από την υπερκείμενη ταινία (Μ.5, Μ.6, Μ9, Μ.10). Σπάνια παρεμβάλλονται ομάδες ομόκεντρων κύκλων (Μ.6). Ομόκεντροι κύκλοι εικονίζονται συχνά σε ομάδες των τριών και σπάνια των τεσσάρων κύκλων (Μ.8) στις ανώτερες ζώνες σε πυκνή διάταξη και σε πολλαπλές σειρές 740. Η ράχη των κάθετων λαβών φέρει δύο ταινίες στα άκρα και μια ανάλογη στο μέσον 741. Οι λαβές των αγγείων Μ.4, Μ.5 και Μ.8 κοσμούνται από δύο ταινίες. Εσωτερικά αυτών των ταινιών υπήρχαν πολλές φορές οριζόντια ευθύγραμμα γραμμίδια σε συστάδες 742. Τα γραμμίδια βρίσκονται κυρίως στη βάση της λαβής στα πρώιμα παραδείγματα (Μ.4). Αργότερα τα γραμμίδια επεκτείνονται (Μ.8) και καλύπτουν όλη την έκταση (Μ.9). Οριζόντια γραμμίδια αποδίδονται επίσης στις οριζόντιες λαβές του Μ.10. Αντίθετα οι λαβές του αγγείου Μ.5 κοσμούνται από δύο ταινίες έκκεντρα αποδοσμένες, χωρίς περαιτέρω διακόσμηση. Τέλος, οι λαβές των αγγείων Μ.6 και Μ.7 φέρουν μοτίβα της αντίστοιχης ζώνης. Γενικά, η ελεύθερη περιοχή στη ρίζα των λαβών είναι ακόσμητη, με εξαίρεση το αγγείο Μ.6 στο οποίο υπάρχει συστάδα κυματοειδών γραμμιδίων, πλαισιωμένη από ταινία και σχηματοποιημένο ίσως πτηνόμορφο μοτίβο. Η ράχη της λαβής του αγγείου Μ.6 κοσμείται με γραμμίδια. Η κάτω επιφάνεια του σώματος κοσμείται από ομάδα ευθύγραμμων ισοπαχών ταινιών, που ποικίλλουν από δύο, όπως στα αγγεία Μ.6, Μ.9 και Μ.10, σε τρείς όπως στα Μ.4, Μ.7 και Μ.8 και σε τέσσερις όπως στο Μ.5 Την ίδια σύνθεση έχουν και οι αμφορείς. Εξαίρεση αποτελεί το αγγείο Μ.7, που διακοσμείται από ομάδα τριών ταινιών χαμηλότερα προς τη βάση και το Μ.9 το οποίο φέρει δύο ομάδες των δύο και τεσσάρων ταινιών. Τέλος, η βάση είναι σε όλα τα αγγεία αυτής της ομάδας άβαφη. 743 Τα αγγεία της Μένδης διακρίνονται ίσως σε δύο υποομάδες με βάση τη διακόσμηση. Η πρώτη υποομάδα αποτελείται από τους πιθαμφορείς Μ.5 και Μ.6, οι οποίοι έχουν ίδιο αριθμό γραμμικών μοτίβων (10), κρεμάμενα γραμμίδια από την ταινία του λαιμού, έλλειψη της οριζόντιας διαίρεσης των κάθετων λαβών και τη χρήση ταινίας στη ράχη των οριζόντιων λαβών για τον τονισμό της αυλάκωσης. Σ αυτήν την ομάδα εντάσσεται ίσως και το αγγείο Μ.7, διότι ο αγγειογράφος αρχίζει την απόδοση των τριγωνικών μοτίβων από τα αριστερά, εξαιτίας ενός μικρού κενού, που εντοπίζεται σε αρκετά μοτίβα στην κάτω αριστερή γωνία. Παρόμοια είναι και η απόδοση των ομόκεντρων κύκλων, οι οποίοι είναι τρείς με παχύτερο τον κεντρικό. Η δεύτερη υπο-ομάδα αποτελείται από τα αγγεία Μ.4 και Μ.8 και ίσως από το Μ.9 και Μ.10. Το κοινά στοιχεία αυτών των αγγείων είναι ο τονισμός με δύο ταινίες της ράχης των οριζόντιων λαβών και η διαίρεση με γραμμίδια του εσωτερικού των κάθετων λαβών. Εντούτοις, υπάρχει αναντιστοιχία με τον αριθμό και την απόδοση των γραμμικών τους μοτίβων, που συναρτάται και με τη χρονολογική τους εξέλιξη. Η απόδοση των μοτίβων όπως των δικτυωτών τριγώνων, των ομόκεντρων κύκλων αλλά και των συστάδων ευθύγραμμων ή κυματοειδών γραμμιδίων γίνεται με τη χρήση πολλαπλού πινέλου και του διαβήτη. Η τεχνική αυτή ήταν γνωστή εξαιτίας της παρουσίας «ευβοϊκού τύπου» εγχώριων σκύφων με ομόκεντρα ημικύκλια στο χείλος, αλλά και από τους αμφορείς 738 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2004, 282, εικ Papadopoulos 2005, 435, πίν. 279, Τ. 83-1, πίν.282, Τ Χατζής 2008, αρ. 89, πίν Βλ. και Gimatzidis 2010, αρ. 695, αρ. 701, αρ Για αντίστοιχο παράδειγμα από τη Σίνδο, βλ. Gimatzidis 2010, 272, αρ Για αντίστοιχο παράδειγμα από τη Σίνδο, βλ. Gimatzidis 2010, 272, αρ Μοσχονησιώτη 2012,

79 του τύπου ΙΙ. Η χρήση του πολλαπλού πινέλου και με ελεύθερο χέρι, που απαντάται στα αγγεία της «ασημίζουσας» της ΥΓ περιόδου προσέφερε στην απεικόνιση μοτίβων, όπως των κυματοειδών και τεθλασμένων γραμμών και των δικτυωτών τριγώνων, όπως και των ενάλληλων γωνιών και ρόμβων. Επιρροές Σχήμα Πρωιμότερα αγγεία αυτής της ομάδας ανήκουν στα αγγεία από το νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Σιδήρου στην Τορώνη 744. Ο Παπαδόπουλος υποστηρίζει, ότι οι αμφορείς αυτού του τύπου στην Τορώνη αντικατέστησαν τους αμφορείς με λαβές στην κοιλιά 745. Το ίδιο συνέβη στην Αττική, που οι αμφορείς με λαβές στον ώμο αντικατέστησαν στη διάρκεια της ύστερης πρωτογεωμετρικής περίοδού τους αμφορείς με λαβές στην κοιλιά 746. Τα αγγεία της Τορώνης χωρίζονται σε δύο παραλλαγές (Α-Β) με βάση τη διαμόρφωση του χείλους. Με τρία αγγεία της παραλλαγής Α 747 συσχετίζονται τα αγγεία της Μένδης 748. Τα περισσότερα αγγεία συνολικά της Τορώνης εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία. Ο λαιμός των αγγείων της Τορώνης είναι ψηλότερος, στενός 750 ή ευρύς 751 και αποκλίνει προς το χείλος, το οποίο είναι λεπτό στην περίμετρο του. Σημαντική διαφορά με τα αγγεία της Μένδης είναι το μέγεθος και η διαμόρφωση των λαβών σε όλα τα παραδείγματα της Τορώνης. Αναλυτικά οι οριζόντιες λαβές είναι μεγάλου μεγέθους, κυκλικής διατομής και δεν φέρουν αυλάκωση στη ράχη τους 752. Επίσης, οι κάθετες λαβές είναι μεγαλύτερου μεγέθους και βρίσκονται κυρτές στο πάνω τμήμα 753 ή ελάχιστες φορές ελλειψοειδείς 754. Η χρήση των λαβών στα αγγεία της Τορώνης είναι δυσδιάκριτη, όπως και στα αγγεία της Μένδης, καθώς η τοποθέτηση τους είναι αμελής και πολλές φορές σπάζουν 755. Η πιο συγγενική σχέση παρατηρείται μεταξύ του αγγείου Μ και του αγγείου Τ από την τελευταία φάση λειτουργίας του νεκροταφείου της Τορώνης 757. Τα αγγεία της παραλλαγής Β 758 έχουν κυλινδρικό λαιμό, η βάση είναι απλή δισκόμορφη, που ανοίγει στο κάτω μέρος 759 ή και δακτυλιόσχημη 760. Εντούτοις η βάση είναι ευρύτερη από αυτήν της προηγούμενης παραλλαγής 761. Οι λαβές είναι ίδιες με τα αγγεία της παραλλαγής Α 762. Ο πιθαμφορέας Μ.10 συνδέεται ως προς τη διαμόρφωση του σώματος και της βάσης με τα αγγεία της παραλλαγής Β 763 κυρίως με το αγγείο Τ , ωστόσο αυτό το αγγείο έχει ψηλότερο λαιμό. 744 Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, T.81-1, πίν. 277, εικ. 137, Τ.83-1, πίν. 279, εικ.139 και Τ.84-1, πίν. 280, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, αρ. Τ.26-1, Τ.56-1, Τ.67-1, Τ.78-1, Τ.81-1, Τ.82-1, Τ.83-1, Τ.84-1, Τ.86-1, Τ και Ενδεικτικά, Papadopoulos 2005, εικ. 138, Τ Ενδεικτικά, Papadopoulos 2005, εικ. 137, Τ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, T.67-1, πίν. 276, Τ.81-1, πίν. 277, εικ.137, Τ.82-1, πίν. 278, εικ.138, Τ.83-1, πίν. 279, εικ Papadopoulos 2005, T.84-1, πίν. 280, εικ. 140 και Τ Papadopoulos 2005, Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, πίν. 279, εικ Papadopoulos 2005, T.26-1, πίν. 285, Τ.78-1, πίν. 286 και ίσως Τ.86-1, πίν. 287, εικ Papadopoulos 2005, T.26-1, πίν Papadopoulos 2005, T.78-1, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, T.78-1, πίν. 286 και T.86-1, πίν. 287, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, πίν

80 Τα αγγεία της Μένδης διαφέρουν από τα αγγεία της Τορώνης. Η πρώτη διαφορά σχετίζεται με το μέγεθος των αγγείων, στοιχείο που χωρίζει τους αμφορείς του τύπου ΙΙ από τους παλαιότερους τύπους. Συγκεκριμένα, τα αγγεία της Μένδης είναι μεγάλου μεγέθους 765, σε αντίθεση με τα αγγεία της Τορώνης, που είναι μικρότερα (παραλλαγή Α) 766. Τα αγγεία της παραλλαγής Β έχουν μικρότερο μέγεθος. Η δεύτερη διαφορά είναι, ότι τα αγγεία της Τορώνης φέρουν μικρό πλαστικό «αναβαθμό» στο σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο, όπως και οι αμφορείς, εν αντιθέσει με τα αγγεία της Μένδης 767. Ο πλαστικός «αναβαθμός» είναι χαρακτηριστικό των προϊόντων της Τορώνης 768. Το σχήμα του αμφορέα με τέσσερις λαβές δεν έχει αντίστοιχα δείγματα στην Αττική και απαντάται ελάχιστες φορές σε περιοχές του Αιγαίου 769. Τέσσερις λαβές αν και κατακόρυφες στο ύψος τοποθετούνται σε αμφορείς με επίπεδη βάση και κωνικό χείλος στη χειροποίτη ακόσμητη κεραμική της Μέσης Εποχής Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία. Η παραλλαγή με τις τέσσερις κατακόρυφες λαβές κάνει την εμφάνιση της στη διάρκεια της ύστερης Εποχής του Χαλκού. Συνηθισμένη αυτήν την περίοδο είναι η παραλλαγή με τις δύο οριζόντιες κυλινδρικές λαβές στην κοιλιά και τις δύο αποφύσεις ανάμεσα στις λαβές, που απαντάται από οικισμούς της ύστερης Εποχής Χαλκού στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία (Καστανάς, Άσσηρος, Καστρί Θάσο) και διαδίδεται αρκετά στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου 770. Αγγεία με δύο οριζόντιες λαβές προσαρμοσμένες λοξά στην περιοχή της κοιλιάς ψηλότερα από το σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο, καθώς και δύο μικρές κάθετες λαβές προσαρμοσμένες στον ώμο συναντώνται στη ΜΕ και ΥΕ ΙΙΙ Γ στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο 771, (Εύτρηση 772, Κοράκου 773 ). Ορισμένα αγγεία με τέσσερις λαβές έχουν βρεθεί στην Αχαΐα 774 και χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙ Γ1β έως τη υπομυκηναϊκή περίοδο 775, ενώ συναντώνται ελάχιστες φορές στην Κρήτη, τη Σικελία και τη Θεσσαλία 776. Πίθοι με τέσσερις λαβές συναντώνται και στην Κρήτη κατά την ΥΓ και ανατολίζουσα περίοδο 777 και ο τρόπος τοποθέτησης των κάθετων λαβών ανακαλεί αγγεία άλλων εργαστηρίων, όπως π.χ. στο γνωστό ευβοϊκό αμφορέα του ζωγράφου του Censola 778. Οι πιθαμφορείς της Μένδης συσχετίζονται με τα πιθοειδή αγγεία 779. Τα πιθοειδή αγγεία είναι συνηθισμένα ήδη από το 10 ο ή 9 ο αι. π.χ. στην Κεντρική Μακεδονία 780 και είναι ευρέως γνωστά στον 8 ο αι. π.χ., όπως φαίνεται στα αγγεία της «ασημίζουσας»κεραμικής 781. Το σχήμα όπως και το μέγεθος και κυρίως η διαμόρφωση των λαβών των αγγείων της Μένδης 782 συναντάται σε δύο ακόσμητα αγγεία από το νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Σιδήρου στον Κούκο της Συκιάς Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, 434, πίν. 276 και 434, πίν. 282, Τ. 56-1, αντίστοιχα, βλ. και Γιματζίδης 2002, Μοσχονησιώτη 2012, Catling 1998, Papadopoulos 2005, Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, Μοσχονησιώτη 2012, Goldman 1931, 166, αρ. 174, εικ. 232, αρ Blegen 1921, 23, Desborough 1964, , πίν. 10 και Θ. Papadopoulos 1978/79, 68-70, εικ , Papadopoulos 2005, Papadopoulos 1978/79, Παπαδόπουλος , Παντή 2009, Coldstream 1968, , πίν Μοσχονησιώτη 2012, Ενδεικτική περίπτωση είναι ο πίθος της Βεργίνας (πίν. 125Δ), βλ. Petsas 1964, , σχεδ. 1-2 και εικ. 2-4 χρονολογούμενος από τον Πέτσα στον 10 ο αι. π.χ. Αντίθετα ο Colstream (Coldstream 1968, 236) τον κατατάσσει λίγο μετά τον 9 ο αι. π.χ. 781 Hänsel 1979, 197, εικ Γιματζίδης 1997, 61, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Carington-Smith 2003, 246, 252, εικ

81 Τέλος, οι πιθαμφορείς αυτής της ομάδας όσον αφορά το σχήμα είναι ο «βορειοελλαδικός τύπος» στον οποίο συνδυάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της πρωιμότερης παραγωγής της Τορώνης με ένα συνηθισμένο μακεδονικό σχήμα τον πίθο. Οι δύο κάθετες λαβές, που είναι λιγότερο τονισμένες από αυτές της Τορώνης, λειτουργούσαν ίσως για την πρόσδεση ενός λίθινου πώματος. Σύστημα διακόσμησης Η σύνθεση της διακόσμησης των αγγείων της Μένδης θυμίζει τα πρότυπα των αγγείων από το νεκροταφείο της Τορώνης της παραλλαγής Α. Παρ όλα αυτά υπάρχουν πολλές διαφορές και η διακόσμηση των αγγείων της Μένδης είναι πιο σύνθετη. Η επίπεδη επιφάνεια του χείλους των Μ.4 και Μ.7 φέρει συστάδες κάθετων γραμμιδίων 784, που εμφανίζονται σε δύο μόνο μεταγενέστερα αγγεία της Τορώνης 785. Ο λαιμός είναι ολόβαφος 786. Η κατώτερη ζώνη του είναι αφημένη στο χρώμα του πηλού, όπως στο Μ Τα μεταγενέστερα αγγεία της τελευταίας φάσης του νεκροταφείου φέρουν γραμμίδια, είτε μεμονωμένα 788 όπως στο αγγείο Μ.5 789, είτε σε συνδυασμό με δικτυωτά τρίγωνα 790. Τα πρωιμότερα αγγεία φέρουν δύο πλατιές ταινίες στην περιοχή με τη μέγιστη διάμετρο, πάνω απ αυτές υπάρχουν δύο στενές ταινίες και δύο πλατιές ταινίες στο κατώτερο τμήμα του σώματος 791. Τα νεότερα παραδείγματα χωρίζονται σε περισσότερες ζώνες 792. Οι ταινίες που χωρίζουν την επιφάνεια των αγγείων της Τορώνης είναι παχύτερες από της Μένδης 793. Το σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο επισημαίνεται από πλατιά ταινία σπάνια μεμονωμένη 794, που ακολουθείται από δύο ή τρείς στενότερες ταινίες 795. Η απόπειρα απόδοσης μετόπης δημιουργείται στην ανώτερη ζώνη του ώμου του αγγείου Μ.4 796, ενώ εντοπίζεται μόνο σε ένα αγγείο της Τορώνης, στο οποίο πολλές συστάδες κάθετων γραμμών διαμορφώνουν αντίστοιχες μικρές και ακόσμητες μετόπες σε μια από τις στενές ζώνες του ώμου 797. Ομάδα τριών ταινιών εικονίζονται στο κατώτερο τμήμα του σώματος στα μεταγενέστερα αγγεία της Τορώνης 798. Τα διακοσμητικά μοτίβα στα αγγεία της Τορώνης είναι κυρίως δικτυωτά τρίγωνα. Σε αντίθεση βρίσκονται τα πρώιμα παραδείγματα στα οποία η διακόσμηση είναι κυρίως ομόκεντροι κύκλοι σαν κύρια μοτίβα και στις δύο ζώνες του ώμου 799.Τα δικτυωτά μοτίβα είναι μεγάλου μεγέθους και είναι κυρίως μεμονωμένα 800, που καλύπτουν είτε ολόκληρη τη 784 Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, T.82-1, πίν. 278, εικ. 138, Τ Papadopoulos 2005, T.81-1, πίν. 277, εικ. 137, Τ.82-1, πίν. 278, εικ. 138 και ίσως Τ.83-1, πίν. 279, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, Τ.67-1, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, Τ.56-1, πίν Papadopoulos 2005, Τ.67-1, πίν. 276, Τ Papadopoulos 2005, Τ.83-1, πίν. 279, εικ. 139, Τ.84-1, πίν. 280, εικ. 140, Τ.56-1, πίν. 282, Τ.82-1, πίν. 278, εικ Papadopoulos 2005, Τ.56-1, πίν. 282, Τ. 67-1, πίν. 276, Τ.81-1, πίν. 277, εικ. 137, Τ.82-1, πίν. 278, εικ. 138, Τ. 84-1, εικ. 140, αρ. 39, πίν. 281, αρ. 24, πίν. 288, Τ.122-1, πίν Papadopoulos 2005, T.81-1, πίν. 277, εικ Μοσχονησιώτη 2012, 127.Από το γενικό κανόνα εξαιρείται μόνο ένα αγγείο, που φέρει στενή ταινία στο σημείο με τη μέγιστη διάμετρο, που πλαισιώνεται χαμηλότερα από στενότερη ταινία, βλ. Papadopoulos 2005, T.83-1, πίν. 279, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, Τ.82-1, πίν. 278, εικ Papadopoulos 2005, Τ.56-1, πίν. 282, Τ.83-1, πίν. 83-1, πίν. 279, εικ. 139, Τ. 84-1, εικ. 140, αρ Papadopoulos 2005, Τ. 84-1, πίν. 280, εικ Μοσχονησιώτη 2012,

82 ζώνη του ώμου 801 είτε εικονίζονται σε περισσότερες ζώνες 802. Η ζώνη του ώμου των αμφορέων της παραλλαγής Β φέρει κυματοειδή ταινία 803 ή δικτυωτά τρίγωνα 804, καθώς η διακόσμηση είναι απλούστερη. Η διακόσμηση των οριζόντιων λαβών είναι γενικά, παρεμφερής. Σε αντίθεση με τα αγγεία της Μένδης στα οποία η εξωτερική επιφάνεια και το άνω σημείο τοποθέτησης της λαβής συνεχίζουν κάθετα, τα παραδείγματα της Τορώνης φέρουν ταινίες έντονα λοξές, όπως στον Μ.4 805, φτάνοντας πολύ χαμηλά σχεδόν στη βάση 806. Οι κάθετες λαβές φέρουν γενικά, στην εξωτερική επιφάνεια δύο ταινίες. Από τα αγγεία της Τορώνης κανένα δεν φέρει πρόσθετη διακόσμηση με τα εγκάρσια γραμμίδια, όπως στα περισσότερα αγγεία της Μένδης. Τέλος, η σύγκριση των αγγείων της Μένδης με τα πρωτογεωμετρικά αγγεία της Τορώνης οδηγεί σε ασφαλή αποτελέσματα. Οι δύο κεραμικές ομάδες ανήκουν στην ίδια ευρύτερη κατηγορία, αν και τα αγγεία της Μένδης χαρακτηρίζονται από διαφορές, τόσο στα χαρακτηριστικά του σχήματος, όσο και στη διάταξη της διακόσμησης και στα μοτίβα. Η αναλογία των αγγείων της Μένδης είναι πιο ραδινή, ενώ η διακόσμηση γίνεται πιο εκλεπτυσμένη. Γίνεται κατανοητό, ότι μόνο τα πρώιμα αγγεία της Τορώνης σχετίζονται πιο πολύ με τα παραδείγματα της Μένδης, ιδιαίτερα στα Μ.4 και Μ..5, καθώς τα μεταγενέστερα αγγεία αποκλίνουν. Τα μοτίβα των βορειοελλαδικών πιθαμφορέων προέρχονται από την πρωιμότερη παράδοση 807. Το πιο γνωστό μοτίβο, το λοξό δικτυωτό που διαμορφώνει τρίγωνα, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ληκύθους της υπομυκηναϊκής περιόδου 808. Κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους απαντάται στην κεραμική της Αττικής 809, της Κρήτης 810, της Τίρυνθας 811, της Λακωνίας 812 και της Εύβοιας 813, της Θεσσαλίας 814 και της Σκύρου 815, που ανήκουν στη παράδοση της «θεσσαλοευβοϊκής κοινής» 816. Στη γεωμετρική περίοδο το μοτίβο απαντάται στην Αττική 817, την Εύβοια 818 και τις Κυκλάδες 819 και χρησιμοποιείται περισσότερο στην Θεσσαλία 820. Στο μακεδονικό χώρο εμφανίζεται ήδη από την ύστερη πρωτογεωμετρική ή υποπρωτογεωμετρική περίοδο, όπως φαίνεται στα αγγεία της Τορώνης 821 και εφαρμόζεται σε υστερογεωμετρικές παραγωγές, όπως στην «ασημίζουσα» κεραμική και σταματάει να χρησιμοποιείται σε μεταγενέστερους χρόνους 822. Οι ομόκεντροι κύκλοι απαντώνται στη Μακεδονία λίγο μετά την εμφάνιση του πρωτογεωμετρικού ρυθμού 823. Στη Μένδη η παρουσία τους είναι αρκετά πρώιμη. Η χρήση 801 Papadopoulos 2005, Τ. 81-1, πίν. 277, εικ Papadopoulos 2005, αρ. 39, πίν Papadopoulos 2005, Τ.78-1, πίν Papadopoulos 2005, Τ.26-1, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 2005, Τ. 84-1, πίν. 280, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Mountjoy 1998, 198, εικ Desborough1952, πίν. 3,6, Desborough1952, πίν Desborough1952, πίν Desborough1952, πίν Lefkandi II.1, 28, πίν. 21,22,25, Coldstream 1968, 160. Sipsie-Eschbach 1991, πίν.4.9, 16.4, Βλαβιανού-Τσαλίκη, 1997, σ. 121, αρ. 666, 727, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Kerameikos VI.2, πίν. 83, αρ Lefkandi I, 64, πίν. 48. Ανδρειωμένου 1981α, 101, πίν Κούρου 1999, 46, αρ. 27, εικ. 12 α, πίν. 26 α-β, αρ. 23, εικ. 13 και 192, εικ.24, πίν , πίν Heurtley Skeat, , 2, εικ Coldstream 1968, Papadopoulos 2005,, , πίν Μοσχονησιώτη 2012, Heurtley 1939, 106, 235, αρ. 480, 237, αρ , 238, αρ Ανδρόνικος 1969, 168 κ.ε., εικ Catling 1996, 162 κ.ε., εικ

83 τους μέχρι τους γεωμετρικούς χρόνους σχετίζεται με το συντηρητικό χαρακτήρα των τοπικών εργαστηρίων, αλλά και των επιρροών της Εύβοιας 824, όπου οι αγγειογράφοι απεικονίζουν αυτό το μοτίβο και στους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους 825. Η διαφορά της απόδοσης των ομόκεντρων κύκλων μεταξύ των πιθαμφορέων και αμφορέων είναι το μέγεθος και ο αριθμός των κύκλων ανά ομάδα, καθώς στους πιθαμφορείς ελαττώνεται σε τρείς ή τέσσερις κύκλους και ο εσωτερικός γίνεται παχύτερος. Ο τρόπος απόδοσης αυτών των μοτίβων σε πυκνές συστάδες και επάλληλες σειρές συναντάται σε ελάχιστες περιπτώσεις σε αγγεία αυτής της περιόδου. Οι ομόκεντροι κύκλοι έχουν μεγαλύτερο μέγεθος και αποδίδονται μεμονωμένοι ή σε συνεχή σειρά 826. Το μοτίβο εφαρμόζεται στα τοπικά εργαστήρια μέχρι τους κλασικούς χρόνους, όπως φαίνεται στα αγγεία της «γραπτής κεραμικής» της Χαλκιδικής 827. Αντίθετα, τα ομόκεντρα ημικύκλια 828, γνωστό μοτίβο των πρωτογεωμετρικών χρόνων, δεν χρησιμοποιούνται σ αυτήν την κεραμική ομάδα, ενώ απαντώνται σπανίως σε αμφορείς της ίδιας κατηγορίας 829, όπως και στην εγχώρια παραγωγή των αρχαϊκών χρόνων 830. Οι πυκνές συστάδες ευθύγραμμων ή λοξών γραμμιδίων αποδοσμένες με πολλαπλό πινέλο συνηθίζονται στα αγγεία της γεωμετρικής περιόδου από την Ερέτρια 831. Το μοτίβο χρησιμοποιείται στην «ασημίζουσα» κεραμική, αποδοσμένο σε κάθετες στήλες, διακοσμώντας ολόκληρες ζώνες 832. Αυτό επιβιώνει μέχρι τους αρχαϊκούς χρόνους, όπως φαίνεται από αγγεία της «γραπτής κεραμικής» της Χαλκιδικής από το νεκροταφείο της Μένδης. Οι συμπλεκόμενες ταινίες σε Χ είναι μοτίβο που αποδίδεται εύκολα και γρήγορα για την πλήρωση του κενού σε στενές ζώνες. Στους βορειοελλαδικούς πιθαμφορείς εμφανίζεται ελάχιστες φορές 833. Εντούτοις αντίστοιχες ταινίες εικονίζονται στην κόσμηση του χείλους ή του λαιμού αμφορέων της «ασημίζουσας» κεραμικής 834. Το μοτίβο είναι σύνηθες στο βορειοελλαδικό χώρο 835, επειδή ταιριάζει με τη διακόσμηση των αμφορέων με κάθετες λαβές από την Εύβοια 836, τη Θεσσαλία 837 και την Αττική 838. Συμπερασματικά, η γενική σύνθεση και διάταξη της διακόσμησης συνάδουν απόλυτα με τις πρωτογεωμετρικές παραγωγές της Τορώνης. Η παραγωγή της Μένδης αποτελείται από χαρακτηριστικά της πρωιμότερης παράδοσης, που χρονολογείται στα τέλη της 2 ης χιλιετίας και από τις επιρροές του ευβοϊκού και θεσσαλικού χώρου. Ο αργός ρυθμός εξέλιξης έχει τις ρίζες του στο συντηρητικό χαρακτήρα των εγχώριων εργαστηρίων και τη μακραίωνη επιβίωση συντηρητικών γεωμετρικών μοτίβων στην Κεντρική Μακεδονία 839. Αντίθετα η 824 Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1968, 192. Lefkandi I, 59 κ.ε., 63, πίν. 38, αρ. 23, πίν. 43, αρ. 52, πίν. 44, αρ. 71, πίν. 46, αρ Ανδρειωμένου 1981α, 90 κ.ε., πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μεγάλα αγγεία της ύστερης αρχαϊκής περιόδου από το Θερμαϊκό κόλπο φέρουν ομόκεντρους κύκλους, όπως σ ένα κιονωτό κρατήρα από την Τούμπα και ένα κρατήρα από τη Θέρμη (Gimatzidis 2010, εικ ), αλλά και σε σκύφους της ίδιας περίοδου από το Φαρί της Θάσου, βλ. Blondè κ.α Εξαίρεση ένα όστρακο από την Αγχίαλο, βλ. Gimatzidis 2010, πίν. 96, αρ Catling 1998, 166. Γιματζίδης 2002, 75. Papadopoulos 2005, πίν. 259, Μοσχονησιώτη 2012, Ανδρειωμένου 1982, αρ. 225, πίν. 31. Στα τέλη του 7 ου αι. π.χ. απαντάται στο πόδι κάλυκα και στο λαιμό μιας ονοχόης σε δύο ζώνες, βλ. Boardman 1957, 17, πίν. 2 cκαι 2 d, καθώς και στο χείλος ορισμένων ΥΓ ευβοϊκών αγγείων Boardman 1952, πίν. Ι, Α,3. Ανδρειωμένου 1975, 219, πίν. 61γ. Andriomenou 1980, 30-31, πίν. 3 αρ.1. Γιματζίδης 1997, Γιματζίδης 1997, 38, ΣΑ 10 και ΣΑ 84, πίν. XIV A και Β. 833 Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, 29, αρ. ΣΑ 109, πίν. V, A. Gimatzidis 2010, 247, αρ Heurtley Hutchinson , εικ. 14,7. Heurtley 1939, 236, αρ Desborough 1952, 179. Bernard 1964, 117 κ.ε., εικ. 30, 34, Lefkandi ΙΙ, 39, πίν. 64, αρ Heurtley Skeat , 25, πίν. VI, a, αρ. 78 και Desborough 1952, 9, Μοσχονησιώτη 2012,

84 πυκνή διάταξη της διακόσμησης κυρίως των μεταγενέστερων αγγείων και τα επιμέρους μοτίβα αποτελούν γνώρισμα των αγγείων της Κεντρικής Μακεδονίας κατά τους υστερογεωμετρικούς χρόνους, όπως στον πίθο Μ.11 από τη Μένδη 840 και σ ένα πίθο από τον Καστανά 841. Χρονολόγηση Οι πιθαμφορείς αυτής της κατηγορίας από τη Μένδη έχουν ορισμένα επιμέρους χαρακτηριστικά στο σχήμα αλλά και στη διακόσμηση, που υποδεικνύουν ορισμένα στοιχεία της εξέλιξής τους. Γενικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο συντηρητικός χαρακτήρας της συγκεκριμένης παραγωγής. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εξέλιξη του σχήματος δεν εναρμονίζεται με την εξέλιξη στη σύνθεση της διακόσμησης ή και το αντίθετο. Τα πρωιμότερα αγγεία με βάση το σχήμα είναι δύο αγγεία το Μ. 4, που το σώμα του είναι σφαιρικό και το Μ.5 που το σώμα του είναι ωοειδές με τη μέγιστη διάμετρο ψηλά. Λίγο μεταγενέστερα είναι τα Μ.6 και Μ.7 τα οποία έχουν ωοειδές και βαρύ σώμα και η μέγιστη διάμετρος έχει μετατοπισθεί χαμηλότερα στην περιοχή της κοιλιάς. Το Μ.10 με το σχεδόν αμφικωνικό σώμα, ίσως εντάσσεται στην ίδιο περίοδο. Το Μ.8 είναι το νεότερο αγγείο, καθώς το σώμα παραμένει ωοειδές και αρκετά επιμηκυσμένο στο κάτω μέρος. Οι διαστάσεις των κάθετων λαβών και της βάσης είναι περιορισμένη. Το τελευταίο παράδειγμα Μ.9 έχει ραδινές αναλογίες, οι διαστάσεις των οριζοντίων λαβών μειώνονται και οι ταινίες γίνονται πλαστικές αποφύσεις. Η διακόσμηση συνάδει με την εξέλιξη του σχήματος. Τα πρωιμότερα αγγεία Μ.4 και Μ.5 έχουν περιορισμένο πλάτος κύριας διακόσμησης. Η βάση του λαιμού δεν αποτελεί τμήμα της διακόσμησης του ώμου. Το κατώτερο τμήμα του σώματος φέρει ομάδα ταινιών και τα μοτίβα είναι διακοσμητικά τρίγωνα και συστάδες γραμμιδίων. Με την πάροδο των χρόνων το πλάτος της κύριας διακοσμητικής επιφάνειας του ώμου στα αγγεία Μ.6, Μ.7 και Μ.10 μεγαλώνει, όπως και ο συνολικός αριθμός των εσωτερικών ζωνών, αλλά και οι ομάδες ταινιών στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Στα νεότερα παραδείγματα της Μένδης, όπως το Μ.8 και Μ.9, το μέγεθος της κύριας διακοσμητικής ζώνης μεγαλώνει περισσότερο και ξεπερνάει το μέσον του ύψους του αγγείου και οι τέσσερις ταινίες, που την ορίζουν στο ύψος των οριζοντίων λαβών, γίνονται ισοπαχείς. Τέλος, γίνεται κατανοητό, ότι πραγματοποιείται σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος προς την κοιλιά καθώς και επιμήκυνση των αναλογιών του σώματος. Αυτές οι αλλαγές συνδυάζονται με τον τονισμό της κύριας διακοσμητικής ζώνης, αλλά και της κατώτερης ζώνης του σώματος. Επιπλέον, παρατηρείται απόπειρα απόδοσης πιο σύνθετης διακόσμησης μέσα από τη συσσώρευση διακοσμητικών μοτίβων, που δίδουν την εντύπωση υφαντού όπως στο Μ Οι πιθαμφορείς αυτής της ομάδας συσχετίζονται με τους αμφορείς, όσον αφορά τα τεχνικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά (διαμόρφωση σώματος, ράχη λαβών και βάση). Όμοια στοιχεία των δύο ομάδων από τη Μένδη είναι το μεγάλο μέγεθος των αγγείων και η απουσία «αναβαθμού» 843. Η διακόσμηση των δύο αυτών ομάδων έχει παρόμοια στοιχεία 844. Ειδικότερα τα κοινά στοιχεία των δύο ομάδων είναι: η σύνθεση των τεσσάρων ταινιών ως πλαίσιο της κύριας διακοσμητικής ζώνης του ώμου (που η ανώτερη στα πρώιμα αγγεία είναι φαρδύτερη), η απόδοση ισόπαχων ταινιών στο κατώτερο τμήμα του σώματος, 840 Μοσσχονησιώτη 2012, Hänsel 1979, , εικ. 18, αρ Η σχέση των μοτίβων και των συνθέσεων με την υφαντική ή την καλαθοπλεκτική συνηθίζεται σε πολλά αγγεία της Γεωμετρικής περιόδου, καθώς συνδέεται ίσως με τη συμμετοχή και των γυναικών στη διακόσμηση των αγγείων, βλ. Boardman 2001 (μετ.), 30, εικ. 35 και Μοσχονησιώτη 2012, Βλ. Papadopoulos 1989, Μοσχονησιώτη 2004, Μοσχονησιώτη Πεντεδέκα Κυριατζή Μέξη 2005, 250. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2005, 190. Gimatzidis 2010,

85 η παρόμοια διακόσμηση των λαβών (αν και υπάρχουν διαφορές στη διακόσμηση, που κατά το ήμισυ πηγάζουν από τη διαμόρφωση του σχήματος των λαβών) και τέλος η απεικόνιση ίδιων μοτίβων, όπως των ομόκεντρων κύκλων. Το συμπέρασμα είναι ότι οι δυο αυτές ομάδες εντάσσονται στην ίδια περίοδο. Η επαλήθευση της χρονολόγησης των πιθαμφορέων της Μένδης θα γίνει από τη σύγκριση με τα υπόλοιπα σύγχρονα αγγεία, που χρονολογούνται στα μέσα και το β μισό του 8 ου αι. π.χ. 845 Τα αγγεία της Μένδης παραλληλίζονται με παραδείγματα από το Καραμπουρνάκι 846. Τέλος, η τυπολογική έρευνα των αγγείων της Μένδης και η σύγκρισή τους με άλλα αγγεία, αλλά και από στρωματογραφικά παράλληλα από το «Προάστειο» 847 χρονολογούν τα αγγεία στην ίδια περίοδο με τα αγγεία από τον κλίβανο της Τορώνης, (πίν. 125Ε) με ορισμένες διαφοροποιήσεις στη διακόσμηση 848, τη Θάσο 849 (β μισό του 8 ου αι. π.χ. 850 ) και την Αγχίαλο 851. Έτσι τα αγγεία Μ.4 και Μ.5 χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 8 ου αι. π.χ., τα Μ.6, Μ.7 και Μ.10 στο γ τέταρτο του 8 ου αι. π.χ., το Μ.8 στο τελευταίο τέταρτο του 8 ου αι. π.χ. και το Μ.9 γύρω στα 700 π.χ. ή λίγο πιο μετά, όπως και ο πιθαμφορέας από το «Προάστειο». 852 Κέντρα παραγωγής Η κεραμική ανήκει με ασφάλεια στην ίδια κατηγορία παραγωγής με τους βορειοελλαδικούς αμφορείς του τύπου ΙΙ με βάση τη σύσταση του πηλού, την τεχνολογία της κατασκευής και επιμέρους τυπολογικά και στυλιστικά χαρακτηριστικά. Διαπιστώνεται η παρουσία ενός εργαστηρίου στη Μένδη αυτήν την περίοδο σύμφωνα με τις πετρογραφικές αναλύσεις του πηλού των αγγείων. Άλλο εργαστήριο βορειοελλαδικών πιθαμφορέων ίσως της ίδιας περιόδου τοποθετείται στην Τορώνη, όπως αποδεικνύεται από τον πιθαμφορέα μέσα στον κλίβανο. Εντούτοις, με βάση τις πετρογραφικές αναλύσεις, ο πηλός δεν προέρχεται από τη Σιθωνία, αλλά ταιριάζει περισσότερο με τον πηλό της Μένδης ή της περιοχής της Κασσάνδρας. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι ο πηλός μεταφέρθηκε από αυτήν την περιοχή στην Τορώνη 853, κάτι το οποίο είναι συνηθισμένο σε εργαστήρια του αρχαίου, αλλά και σύγχρονου κόσμου 854, ενώ η ερμηνεία των περιοδευόντων τεχνιτών, που έφερναν μαζί τους και τον πηλό, φαινόμενο σύνηθες στην αρχαιότητα 855 στερείται επιχειρημάτων, επειδή η Τορώνη ήταν ήδη κέντρο παραγωγής αγγείων από την ύστερη πρωτογεωμετρική ή υποπρωτογεωμετρική περίοδο 856. Ένα τρίτο εργαστήριο βορειοελλαδικών πιθαμφορέων αλλά και αμφορέων τύπου ΙΙ εντοπίζεται στην Αγχίαλο. Η κοινή διακόσμηση, αλλά και η ομοιογένεια στην κεραμική ύλη 857 μεταξύ των αγγείων της Θάσου και της Αγχιάλου υποδεικνύουν το εργαστήριο της Αγχιάλου Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, πίν. 97, αρ Χατζής 2008, αρ Βοκοτοπούλου 1988, 332, εικ. 3 α. Βοκοτοπούλου 1990, 400, εικ Papadopoulos 1989, 30-31, εικ , KP Gimatzidis 2010, πίν. 102,αρ Γιματζίδης 2002, 73-78, Σκιαδάς 2009, 39, σημ Gimatzidis 2010, , πίν. 95, αρ. 695, πίν. 96, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Εισαγωγές πηλού στην αρχαιότητα, βλ. Τιβέριος 2004, 302 και σημ. 50 και Για τέοια εργαστήρια, βλ. Τιβέριος 1989, 617 κ.ε. με σχετική βιβλιογραφία, βλ. Τιβέριος 2004, 302 και σημ Καμπίτογλου 1981, 38, πίν. 53 α. Καμπίτογλου 1982, 75, εικ. 5. Catling 1998, 176. Papadopoulos 2005, και , πίν Γιματζίδης 2002, 76, εικ Μοσχονησιώτη 2012,

86 Χρήση των εγχώριων βορειοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ και πιθαμφορέων Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο, όπως αποδεικνύεται από την ευρύτατη διάδοση τους στο βορειοελλαδικό χώρο και στις περιοχές του βορειοανατολικού Αιγαίου, της κεντρικής Ελλάδας, της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου 859. Οι βορειοελλαδικοί αμφορείς εξαιτίας του σχήματος προορίζονταν για τη μεταφορά υγρών προϊόντων 860. Η συγκεκριμένη χρήση επιβεβαιώνεται από τη διατήρηση των ίδιων σχημάτων και την τυποποιημένη διακόσμηση, για να είναι αναγνωρίσιμη η προέλευση των προϊόντων 861, αλλά και από την απεικόνιση εμπορικών συμβόλων 862. Ο Γιματζίδης αναφέρει, ότι αποτελούν τους παλαιότερους τυποποιημένους αμφορείς των ιστορικών χρόνων για εμπόριο. Η διάδοσή τους υποδεικνύει ένα από τα αρχαιότερα και άγνωστα εμπορικά δίκτυα της Εποχής Σιδήρου στο Αιγαίο. Η αφετηρία τους ήταν ο Θερμαϊκός κόλπος και έφταναν στο βόρειο και βορειοδυτικό Αιγαίο, την Εύβοια και τη Θεσσαλία 863 αλλά και την Ιταλία 864 και Τροία. Η παραγωγή αυτών των αμφορέων πραγματοποιούνταν σε πολλές θέσεις 865 Αντίθετα, οι βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς είχαν οικιακή χρήση, επειδή το σχήμα, με το ευρύ στόμιο και το χαμηλό λαιμό 866 δεν θα βοηθούσε στη μεταφορά των προϊόντων μέσω θαλάσσης. Αυτό αποδεικνύεται από την περιορισμένη διάδοση, τις διαφοροποιήσεις στο σχήμα και στο μέγεθος, την προσεγμένη και πλούσια διακόσμηση, αλλά και την ποικιλία στα μοτίβα 867. Αυτά τα στοιχεία οδηγούν στην υπόθεση, ότι δεν γινόταν μαζική και τυποποιημένη παραγωγή πιθαμφορέων, ενώ για τους αμφορείς υπήρχε μεγάλη ζήτηση 868. Τέλος, οι πιθαμφορείς δεν φέρουν εμπορικά σύμβολα, με εξαίρεση ένα χάραγμα σε ακόσμητο αγγείο από το νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής Σιδήρου στον Κούκο Συκιάς 869. Διακίνηση Οι Ευβοείς έμποροι είχαν δραστηριοποιηθεί έντονα στην περιοχή της Μακεδονίας και κυρίως στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και τη Χαλκιδική με βάση το υλικό από το «υπόγειο» της Μεθώνης 870. Η δράση των Φοινίκων εμπόρων δεν επιβεβαιώνεται στα αρχαιολογικά δεδομένα σ αυτές τις περιοχές 871. Η διακίνηση των βορειοελλαδικών αμφορέων τύπου ΙΙ γινόταν από τους Ευβοείς 872. Η διάδοσή τους, σύμφωνα με τον Γιματζίδη, συνάδει με τους δρόμους του ευβοϊκού εμπορίου 873. Ο Κοτσώνας από την άλλη υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένοι αμφορείς είχαν 859 Catling 1998, Gimatzidis 2010, βλ. και Σκιαδάς 2009, 38, 102. Πάτης 2010, 67, Gimatzidis 2011, Τιβέριος 1996 α, Catling 1998, 170 κ.ε. Gimatzidis 2010, Catling 1998, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003 α, 194. Σκιαδάς 2009, Μοσχονησιώτη 2012, Οι σχέσεις ανάμεσα στο ΒόρειοΑιγαίο και την Ιταία αποδεικνύεται από την διάδοση στην Ιταλία των «μακεδονικών ορειχάκλων, βλ. Pingel Martelli 1997, Bouzek 2000, Gimatzidis 2010, Μοσχονησιώτη 2012, 138, σημ Οι αμφορείς με ευρύ στόμιο χρησιμοποιούνταν τις πιο πολλές φορές στην αποθήκευση στερεών προμηθειών όπως δημητριακά, όσπρια, καρύδια και παστά ψάρια, βλ. Scheibler 1992 (μετ.), Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Carington-Smith 2003, 246, 252, εικ Κοτσώνας 2012, Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την παρουσία των Φοινίκων στην περιοχή, όπου και σχετική βιβλιογραφία, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 140, σημ Μοσχονησιώτη 2012, 140. Για σχέσεις της Εύβοιας μ αυτό το εμπόριο, βλ. Catling 1998, 164, Lemos 2002, Σκιαδάς 2009, 38. Πάτης 2010, Gimatzidis 2011,

87 μεγάλο εύρος διάδοσης όχι όμως σε μεγάλες ποσότητες, επειδή αυτά τα δίκτυα δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως ευβοϊκά 874, καθώς όχι μόνο η παραγωγή αλλά και η διακίνηση γινόταν από εμπόρους του Θερμαϊκού κόλπου, αν και δεν μπορεί να εξαιρεθεί η παρουσία εμπόρων διαφορετικής καταγωγής 875. Για το τέλος της παραγωγής των αμφορέων υπάρχουν δύο απόψεις. Από τη μια ο Catling θεωρεί, ότι η εμφάνιση του νέου τύπου αμφορέων για εμπορική χρήση από τις αποικίες της Μένδης και της Θάσου υπερκέρασε τους αμφορείς του τύπου ΙΙ 876. Από την άλλη ο Γιματζίδης υποστηρίζει, ότι η κύρια αιτία ήταν η εξασθένιση των ευβοϊκών θαλάσσιων εμπορικών δραστηριοτήτων στο τέλος του 8 ου αι. π.χ. 877, εξαιτίας πιθανόν του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο μεταξύ Ερέτριας και Χαλκίδας 878. Παράλληλα αυξάνεται η εμπορική ισχύς άλλων κέντρων, όπως στις πόλεις της Ανατολικής Ελλάδας, αλλά και της Κορίνθου, ενώ παρατηρούνται κοινωνικές διαφοροποιήσεις στην Εύβοια και αλλού 879. Τέλος, η Μοσχονησιώτη υποστηρίζει ότι η Μένδη έπαιξε καίριο ρόλο στη διακίνηση αυτών των αγγείων 880. Οι πρώτοι κάτοικοι γνώριζαν τον βορειοελλαδικό χώρο και είχαν στενή συγγένεια με την Εύβοια, άρα θα υπήρχε η δυνατότητα να δραστηριοποιούνται σ αυτόν τον τομέα. Υπάρχουν εντούτοις πολλά κενά εξαιτίας του περιορισμένου δείγματος στο νεκροταφείο της Μένδης, της απουσίας μιας γενικότερης και συστηματικότερης εξέτασης των ευρημάτων και της αδιευκρίνιστης σχέσης των βορειοελλαδικών αμφορέων του τύπου ΙΙ με τους πρωιμότερους τύπους κυρίως του τύπου Ι, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στην Τροία και τις Κλαζομενές, ενώ έχουν και εμπορικό χαρακτήρα Κοτσώνας 2012, Κοτσώνας 2012, 161και Catling 1998, 171. Παντή 2005, Gimatzidis 2001, Για το θέμα, βλ. Boardman 1996, Χαραλαμπίδου 2008, και Μοσχονησιώτη 2012, 141. Για το ρόλο των αποίκων σε αυτό το εμπόριο, βλ. και Gimatzidis 2011, Μοσχονησιώτη 2012,

88 2.2. Ταφικά αγγεία από τον 7 ο έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Α. Τοπική κεραμική Γραπτή κεραμική Χαλκιδικής (χαλκιδικιώτικη) Σημαντική κατηγορία τροχήλατων αγγείων του βορειοελλαδικού χώρου αποτελεί η γραπτή κεραμική της Χαλκιδικής (χαλκιδικιώτικη) 882. Για πρώτη φορά εντοπίστηκε στην Όλυνθο από τον Robinson, ο οποίος την ονόμασε «προπερσική» κεραμική 883. Εντούτοις οι μεταγενέστερες αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν, ότι εμφανίζεται σ όλη τη Χαλκιδική. Συγκεκριμένα, ταφικά αγγεία με τη διακόσμηση της γραπτής κεραμικής της Χαλκιδικής αποκαλύφθηκαν στη Μένδη 884, όπου και η μεγαλύτερη ποσότητα, στο Πολύχρονο 885, τη Νέα Καλλικράτεια 886, τη Νέα Σκιώνη 887, την Άκανθο 888 και την Όλυνθο 889. Επιπλέον, ποικίλων σχημάτων αγγεία όχι όμως ταφικής χρήσης έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής 890. Ο όρος «χαλκιδική» 891 επικράτησε κυρίως από την Βοκοτοπούλου 892. Τον όρο «χαλκιδικιώτικη» της προσδίδει η Παντή προκειμένου να διασαφηνίσει το διαχωρισμό από τα χαλκιδικά αγγεία της Δύσης 893. Επίσης, εμφανίζει μεγάλη διάδοση στο βορειοελλαδικό χώρο (Θράκη, δυτική Μακεδονία και κεντρική Μακεδονία) 894. Η «χαλκιδικιώτικη» κεραμική ονομάζεται επίσης κεραμική με κυματοειδή διακόσμηση (waveline ware) και ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα κεραμικής των αρχαϊκών χρόνων τη λεγόμενη «κυματοειδή κοινή» (waveline koine). Προήλθε από εργαστήρια της Μικράς Ασίας, με εξάπλωση σε ελληνικές αποικίες και «εμπορεία» της Δύσης, της Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας. Στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. παρατηρείται αύξηση των επιδράσεων των ιωνικών στοιχείων στη «χαλκιδικιώτικη» κεραμική, γεγονός που αιτιολογείται από την πιθανή εγκατάσταση Ιώνων κεραμέων στο βορειοελλαδικό χώρο, εξαιτίας της περσικής κατάκτησης της Ιωνίας. Δεν είναι απόλυτως ακριβής η χρήση του όρου «ιωνίζουσα» για τη χαλκιδικιώτικη κεραμική. Την ανακρίβεια του όρου ενισχύει η επινοητικότητα των ντόπιων κεραμέων 895. Η παραγωγή αυτής της κεραμικής διήρκεσε από τον 7 ο έως και το τέλος του 5 ου ή τις αρχές του 4 ου αι. π.χ. Τα σχήματα των αγγείων που φέρουν αυτού του είδους τη διακόσμηση είναι κυρίως μεγάλου μεγέθους κλειστά αγγεία, όπως οι πιθαμφορείς, οι 882 Παντή 2008, 52. Σαριπανίδη 2013, Olynthus V, 54. Mοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη Βοκοτοπούλου 1987, 1988, Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, 79-86, πίν Αναφέρεται ότι βρέθηκαν δύο πιθαμφορείς χαλκιδικού εργαστηρίου, χωρίς όμως παραπάνω πληροφορίες σχετικά με την διακόσμηση, βλ. Μπιλούκα, Γραικός, Κλάγκα 2005, Συγκεκριμένα, βρέθηκαν εφτά εγχυτρισμοί. Οι δύο ήταν σε αβαφείς και ακόσμητους πίθους. Οι πέντε ήταν σε αμφορείς. Από τους πέντε αμφορείς οι τρείς έφεραν κόκκινες και μελανές ταινίες, ομόκεντρους κύκλους και ημικύκλια χαρακτηριστικά, τα οποία εντάσσονται στη «χαλκιδικιώτικη» κεραμική, βλ. Τσιγαρίδα Μανταζή 2003, 373 και παραλληλίζονται με αγγεία από τη Μένδη, το Πολύχρονο και την Όλυνθο, βλ. Τσιγαρίδα 2003, 137, σημ Παντή 2008, 17-18, πίν Από τους τρείς εγχυτρισμούς της ύστερης αρχαϊκής περιόδου (τέλη 6 ου αι. π.χ. αρχές 5 ου αι. π.χ.) μόνο για τον ένα (τάφος 68) υπάρχουν στοιχεία για τη διακόσμηση, η οποία αποδίδεται στο χαλκιδικό εργαστήριο. Το στόμιο του ήταν στραμμένο στα ανατολικά, βλ.οlynthus XIII, 45-47, πίν Olynthus XI, 16, εικ. 1.. Οι άλλοι δύο εγχυτρισμοί ήταν μια υδρία (τάφος 453) που είχε το στόμιο στραμμένο στα νότια και ένας αμφορέας (τάφος 455), που είχε το στόμιο στραμμένο στα νοτιοανατολικά, βλ. Olynthus XI, Όπως στην Άφυτη κ.α., βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Σύμφωνος με τον συγκεκριμένο όρο είναι ο Σ. Πασπαλάς. 892 Βοκοτοπούλου 1987 α, 284 και σημ Παντή 2008, Η κατασκευή της έχει επιβεβαιωθεί, ότι γίνεται και σ άλλα κέντρα εκτός Χαλκιδικής, όπως στην Άργιλο σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά πιθανόν και στο μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου, βλ. σημ Σαριπανίδη 2013,

89 πίθοι, οι σταμνοειδείς κρατήρες, οι σιπύες, οι υδρίες κ.ά., καθώς και άλλων μικρότερων αγγείων, όπως οινοχόες, κρατήρες, λεκανίδες κ.λ.π Τα κύρια διακοσμητικά στοιχεία είναι οριζόντιες ή κυματοειδείς ταινίες, ζώνες με γραμμικά, καμπύλα ή φυτικά μοτίβα και έχουν συνήθως αραιό επίχρισμα. Άλλα κύρια μοτίβα είναι πέταλα ή έλικες, ενώ άλλα έχουν σχήμα S κ.α. Επίσης, εμφανίζονται σπανιότερα μελανόμορφες, μελανόγραφες ή με περίγραμμα ζωικές ή ανθρώπινες μορφές 897. Ο ώμος του αγγείου συνήθως αποτελεί το φορέα της διακόσμησης του 898. Η διακόσμηση διακρίνεται ως γραμμική ή «ποικίλου ρυθμού». Η πρώτη ομάδα μπορεί να είναι «ταινιωτή», είτε «κυματιστή». Η δεύτερη ομάδα συνήθως συνδυάζει διακοσμητικά στοιχεία της πρώτης με φυτικά μοτίβα, με γεωμετρικά σχήματα, όπως π.χ. οι ομόκεντροι κύκλοι 899. Η κατηγοριοποίηση των αγγείων και η ένταξη τους στη χαλκιδικιώτικη κεραμική με βάση τη διακόσμησης τους πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή λαμβάνοντας υπόψην παράλληλα το σχήμα του αγγείου και τα τεχνολογικά του χαρακτηριστικά Κρατηρόσχημα αγγεία Στη κατηγορία αυτή ανήκει ένα μόνο αγγείο Μ-48 (Α.127/128-Τ.155), (πίν. 115) από τη Μένδη, σε αποσπασματική κατάσταση. Το σώμα είναι βαθύ και σχετικά σφαιρικό, το χείλος είναι στενό, σύμφυτο με το σώμα, πεπλατυσμένο στην οριζόντια επιφάνειά του και ελαφρά κυρτό και εξέχον στην περίμετρο. Το αγγείο έχει λαβές κυκλικής διατομής, τοποθετημένες ψηλά στον ώμο, χωρίς όμως να ξεπερνούν το χείλος. Το πόδι είναι σχετικά ψηλό και κωνικό, διευρυνόμενο και ανακαμπτόμενο στην απόληξή του, σχηματίζοντας είδος αναβαθμού 901. Οι επιρροές του σχήματος προέρχονται από εγχώριους ΥΓ κρατήρες 902. Όμοια χαρακτηριστικά εντοπίζονται σε κρατήρες του όψιμου 8 ου πρώιμου 7 ου αι. π.χ. από τον Ωρωπό 903. Η διακόσμηση του αγγείου είναι απλοποιημένη. Συγκεκριμένα, η επίπεδη επιφάνεια του χείλους φέρει συστάδες εγκάρσιων γραμμιδίων, ενώ η βάση του πλατιά ταινία. Η κύρια ζώνη των μετοπών διαμορφώνεται με τις ευθύγραμμες κάθετες γραμμές εκατέρωθεν των λαβών στο ύψος του ώμου. Η διακόσμηση, αν και δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση, αποτελούνταν ίσως από χιαστί κόσμημα διαμορφωμένο από δύο σχεδόν τεμνόμενες καμπύλες ταινίες, που επεκτείνονται χαμηλότερα στη ζώνη της κοιλιάς, ενώ στο κέντρο αποδίδεται αμελές αβακωτό μοτίβο. Η ράχη των λαβών φέρει συνεχή κάθετα γραμμίδια, η ζώνη της κοιλιάς κοσμείται με έξι παράλληλες ανισοπαχείς γραμμές και μια πλατιά ταινία χαμηλότερα, ενώ ολόβαφο είναι το προς τα κάτω μέρος του σώματος και το πόδι. Οι επιρροές της διακόσμησης προέρχονται από την Εύβοια και τις Κυκλάδες 904. Το μοτίβο απαντά στην Κεντρική Μακεδονία, όπως δείχνουν τα ΥΓ παραδείγματα από το Καραμπουρνάκι 905 και την Τορώνη 906. Το «αβακωτό» μοτίβο το βρίσκουμε σε πολλά γεωμετρικά εργαστήρια της Αττικής 907, της Εύβοιας 908, της Βοιωτίας 909, της Ανατολικής Ελλάδας 910 και της κορινθιακής αγγειογραφίας Μοσχονησιώτη 2012, Σαριπανίδη 2013, Μοσχονησιώτη 2012, Χαβέλα 2013, Σαριπανίδη 2013, Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 227, εικ. 64, αρ. 5 και Χαραλαμπίδου 2008, 82-83,αρ. 2, πίν.2 και αρ. 6, KP 2 και 87, πίν.104, ΚP 5 α. 904 Μοσχονησιώτη 2012, Σκιαδάς 2009,31-32, αρ. 32. Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003, 344, εικ Torone I, 318, πίν Το μοτίβο συνεχίζει την ΠρΓ παράδοση (Lefkandi II.1, 25. Τιβέριος 1996, 21). 86

90 Το Μ.48 αγγείο προτείνεται να αποσυνδεθεί από τη χαλκιδικιώτικη κεραμική 912, μια πρόταση, η οποία έχει και τον αντίλογο της 913. Το κρατηρόσχημο αγγείο εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με αγγεία προερχόμενα από τη Μένδη 914. Πιθανή χρονολόγηση του κρίνεται το α μισό του 7 ου αι. π.χ. με βάση τις ομοιότητες, που εμφανίζει το σχήμα και η διακόσμηση του 915, μ ένα λέβητα από το Ιερό της Σάνης, που εντάσσεται χρονολογικά στον 7 ο αι. π.χ Θεωρείται ερετριακής προέλευσης ωστόσο η ομοιότητα των δύο αγγείων δεν αποκλείει ως τόπο προέλευσης του τη Μένδη, αν βέβαια και το υλικό του προέρχεται από την ίδια περιοχή Πιθαμφορείς Το σχήμα παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο βορειοελλαδικό χώρο κατά τον 7 ο αι. π.χ Το σχήμα παράγεται και στην ασημίζουσα κεραμική, όπως φαίνεται στα όστρακα της Αγχιάλου 919, αλλά και από το μικρό αγγείο 134 της Ακάνθου 920. Το σχήμα είναι ίσως δάνειο από τους ντόπιους κεραμείς της Εύβοιας 921. Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται από το νεκροταφείο της Μένδης, η οποία ήταν αποικία της Ερέτριας, όπου βρέθηκαν πολλοί παρόμοιοι πιθαμφορείς 922. Το σχήμα εντοπίζεται σ όλον τον ελλαδικό χώρο, όπως στη Θήβα 923, την Ανατολική Ελλάδα, την Αιολία 924, τη Σάμο 925, τη Σμύρνη 926, την Κύπρο 927 και στα νησιά των Κυκλάδων 928. Οι πιθαμφορείς χωρίζονται σε δύο τύπους με βάση τη διαμόρφωση των λαβών τους. Τα αγγείου του πρώτου τύπου έχουν οριζόντιες λαβές, ενώ του δευτέρου κάθετες. Τύπος 1 Τον πρώτο τύπο διακρίνουν δύο παραλλαγές, στην πρώτη έχουν κωνική βάση, στη δεύτερη κωνικό πόδι. 908 Lefkandi I, πίν. 27, αρ. 803, πίν. 24, αρ. 651, πίν. 54, αρ Lefkandi II.1, πίν. 15, αρ. 292, πίν. 21, αρ Ανδρειωμένου 1975, πίν. 64, α-β και δ. 909 Torone I, 318, σημ Boardman 1967, 110, πίν Pithekoussai I, πίν Παντή 2008, 240, σημ Η Παντή υποστηρίζει αυτήν την άποψη, επειδή η εξωτερική επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται με υάλωμα, αντί να αφεθεί στο χρώμα του πηλού. Εντούτοις, σύμφωνα με τη Μοσχονησιώτη το σχήμα του σώματος, η μορφή του χείλους, η θέση και η μορφή των λαβών συνδέονται με τη στάμνο Μ.45 με εξαίρεση το εύρος του στομίου, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Η διαμόρφωση του ποδιού συσχετίζεται με τους πιθαμφορείς Μ.34 και Μ.36, ενώ η διακόσμηση θυμίζει παλαιότερες παραγωγές. Οι συστάδες πυκνών κάθετων γραμμών που οριοθετούν την ενιαία μετόπη ή επιμέρους μετόπες και η ομάδα λεπτών ταινιών στο κάτω μέρος της ζώνης του ώμου θυμίζουν τους πρώιμους πιθαμφορείς Μ.35 και Μ.36, τον πιθαμφορέα από το Προάστειο της Μένδης και τη στάμνο Μ.45. Με το αγγείο Μ.45 συνδέεται το αγγείο Μ.48, όσον αφορά τα εγκάρσια γραμμίδια στην επίπεδη επιφάνεια και την πλατιά ταινία στη βάση του χείλους, βλ. σημ Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1993 β, 195, αρ. 24 γ1, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 1989, εικ Γιματζίδης 1997, ΣΑ Παντή 2008, Παντή 2008, 55. Coldstream 1997, 259, εικ. 62 α. Lefkandi I, 71. Kουρουνιώτης 1903, Παντή 2008, 55. Kουρουνιώτης 1903, 1-38, εικ 10. Boardman 1952, 14, εικ Σπυρόπουλος 1971, 213, πίν. 185β. 924 Larissa III, πίν Walter-Karydi 1970, 3-18, πίν Samos V 926 Cook 1965, Παντή 2008, Λεμπεση 1967 α, Pfuhl 1903, αρ. J3-6, πίν. ΧΧVII. 87

91 Τύπος 1, Παραλλαγή Α Ο 1 ος τύπος περιλαμβάνει αρκετούς πιθαμφορείς από τη Μένδη 929, το Πολύχρονο 930, την Άκανθο 931, την Όλυνθο 932, τη Μηκύβερνα 933, την Τορώνη 934 και το Καραμπουρνάκι 935. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι πιθαμφορείς από το Καραμπουρνάκι και την Τορώνη δεν είναι ταφικοί, αλλά προέρχονται από τους οικισμούς τους. Από το νεκροταφείο του Πολύχρονου προέρχοντα τρείς πιθαμφορείς, που η Μοσχονησιώτη έχει εντάξει σ αυτόν τον τύπο. Από το σύνολο 17 πιθαμφορέων, που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Μένδης, οι 12 ανήκουν σ αυτόν τον τύπο Μ-20 (πίν. 94), Μ-21 (πίν. 95Α), Μ-22 (πίν. 95Β), Μ-23 (πίν. 96), Μ-24 (πίν. 97), Μ-25 (πίν. 98), Μ-26 (πίν. 99Α), Μ-27 (πίν. 99Β), Μ-28 (πίν. 100), Μ-29 (πίν. 101), Μ-30 (πίν. 102), Μ-31 (πίν. 103) και Μ-32 (πίν. 104Α). Τυπολογία Ο κυλινδρικός λαιμός 936 των αγγείων είναι τις περισσότερες φορές ψηλός, ευρύς και προσαρμόζεται ομαλά στο λαιμό. Εξαίρεση αποτελεί το αγγείο Μ.31, επειδή ο λαιμός είναι σχεδόν κυλινδρικός και δεν συγκλίνει στο κάτω μέρος του προς τον ώμο, με αποτέλεσμα να ακουμπά σχεδόν κάθετα σ αυτόν. Ο λαιμός του αγγείου Π.1 από το Πολύχρονο είναι κυλινδρικός και στέκεται βαριά στο σώμα 937. Το χείλος είναι συνήθως ευρύ και εξέχον, με επίπεδη την οριζόντια επιφάνεια (Μ20-Μ.25 και Μ.30 και Π.1 και Π.3) 938. Ωστόσο το χείλος του Π.3 είναι έντονα εξωστρεφές και πιο λεπτό στο εξωτερικό μέτωπο 939. Ο πιθαμφορέας με αρ. 107 από την Άκανθο (πίν. 57Α) έχει παρόμοια διαμόρφωση 940 (το αγγείο χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ.) 941. Το σχήμα του χείλους απαντά σε αμφορείς του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» 942 και σε ύστερα αγγεία του «ρυθμού των Αιγάγρων» 943. Με βάση το χείλος του αγγείου Μ.26 παρατηρείται διαφοροποίηση στο σχήμα των πιθαμφορέων με την πάροδο των χρόνων, αποτελώντας προϊόντα μεγαλύτερων πειραματισμών σε ότι αφορά στα επιμέρους χαρακτηριστικά του τύπου, αν και φαινόταν ότι είχαν παγιωθεί τον 7 ο αι. π.χ., όπως δείχνει η διαφορετική διαμόρφωση του χείλους, που είναι μεγαλύτερο σε ύψος και φέρει αναβαθμό στη μετάβαση από το χείλος στο λαιμό. Οι παρεκλίσσεις στην εγχώρια κεραμική οφείλονται στην εντονότερη επίδραση των εργαστηρίων της Ανατολικής Ελλάδας και κυρίως της Ιωνίας 944. Επίσης, διαφέρουν τα χείλη των αγγείων Π.2 και Μ.31, τα οποία έχουν 929 Μοσχονησιώτη Βοκοτοπούλου 1987, 1988, Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, 79-86, πίν Παντή 2008, 17-18, πίν Οlynthus XIII, 45-47, πίν Παντή 2008, 60, πίν. 17β. Paspalas 1995, πίν. 1, αρ Paspalas 1995, πίν. 26, αρ Ρουκά 2011, 14, αρ. κατ. 1, πίν. 1, , αρ. κατ. 2-4, πίν. 1,2-4 και πίν. 2, 1-3, Ο λαιμός προσομοιάζει προς αυτόν αγγείων από την Εύβοια (ενδεικτικά, Κουρουνιώτης 1903, 17 κ.ε., 28-38, εικ Boardman 1952, 13-20, πίν. 4.), των υπογεωμετρικών αμφορέων της Θήρας (ενδεικτικά, Pfuhl 1903, , πίν. ΙΙΙ, αρ. Α.13 και Α.17) και των αμφορέων του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» (Λεμπέση 1967, πίν. 79 α-β, 80 α-β, 82 α-γ). 937 Vokotopoulou 1990, 82, πίν. 16, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 55, πίν Το αγγείο σύμφωνα με την Παντή αποτελεί δημιουργία των πρώτων αποίκων, βλ.παντή 2008, Ζαφειροπούλου 2004, 417, εικ Καρδαρά 1963, 289, αρ. Ι. 944 Μοσχονησιώτη 2012,

92 πεπλατυσμένο και αρκετά λοξό χείλος 945, ενώ το χείλος στο αγγείο Π.3 είναι λεπτό και έντονα εξωστρεφές 946. Οι οριζόντιες λαβές είναι κυκλικής διατομής και προσαρμόζονται ψηλά στον ώμο (Μ.20, Μ28, Μ.31 και Π.1, Π.2), αλλά και λίγο χαμηλότερα (Μ.21) 947. Η θέση, το μέγεθος και η κλίση των λαβών δεν παρακολουθούν τις μορφολιγές αλλαγές του αγγείου. Το σώμα συνήθως είναι ωοειδές (Μ.21, Μ.22, Μ.23, Μ.25, Μ.28, Μ.29, Μ.30) και πιο σφαιρικό (Μ.20 και Μ.31) 948. Το Π.2 μοιάζει περισσότερο με το Μ Οι αναλογίες του σώματος και του λαιμού του αγγείου Μ.24 είναι περισσότερο επιμηκυσμένες 950. Το αγγείο Μ.30 έχει σχεδόν ίδιο σχήμα με το αγγείο Μ.24, κυρίως όμως με το Μ Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελεί το αγγείο του Πολυχρόνου Π.3, που είναι ατρακτόσχημο με τη διόγκωση ψηλά στην περιοχή του ώμου 952 και το Π.4 (πίν. 123), που είναι αμφικωνικό 953. Το σχήμα του σώματος Π εξαιρώντας το χείλος, συσχετίζεται μ ένα αμφορέα από τη Μύρινα του 560 π.χ. 955 Το σώμα του αγγείου Π.1 από το Πολύχρονο τυπολογικά βρίσκεται ανάμεσα στα αγγεία Μ.20 και Μ.21 της Μένδης. Το σώμα του είναι σφαιρικό, αν και επιμηκυσμένο 956. Ο πιθαμφορέας αρ. 108 (πίν. 57Β) συσχετίζεται τυπολογικά πιο πολύ με τους πιθαμφορείς Μ.29 και Μ.30 από τη Μένδη. Το σχήμα του αγγείου P1/MΘ.34/P224 (πίν. 124Α) πλησιάζει τυπολογικά στους πιθαμφορείς της Μένδης και διαφέρει από αυτούς μόνο ως προς το χείλος, που είναι πεπλατυσμένο και ως προς την ψηλή κωνική βάση 957. Το σχήμα της βάσης είναι κωνικό και στενό, με εξαίρεση τη σχεδόν κυλινδρική βάση του Μ Σύστημα διακόσμησης Η διακόσμηση των πιθαμφορέων είναι αρκετά πλούσια 959. Γενικά, τα μοτίβα της Χαλκιδικιώτικης κεραμικής προέρχονται από το ΥΓ θεματολόγιο, σε μία σύνθεση, χωρίς μεταβολές όπως αυτές του σχήματος και της γενικότερης διακοσμητικής σύνθεσης 960. Συγκεκριμένα, η εξωτερική και η εσωτερική κάθετη επιφάνεια του χείλους φέρει πλατιά ταινία. Η επίπεδη επιφάνεια του χείλους, αντίθετα, εμφανίζει μεγαλύτερες παραλλαγές. Το χείλος των αγγείων Μ.21, Μ22, Μ.26 και Μ.30 έχει συνεχείς εγκάρσιες ταινίες, το χείλος των αγγείων Μ.23, Μ.31 και Π.1 συνεχή ταινία, ενώ το Π.3 τεμνόμενες ταινίες σε σχήμα V έχοντας δεχθεί επιρροές από τα υστερογεωμετρικά πρότυπα. Εκτός αυτών χρησιμοποιούνται συστάδες ισοπαχών ταινιών στα αγγεία Μ.24, Μ.28, Μ.29 και Π.2, μεμονωμένες εγκάρσιες ταινίες πλαισιωμένες από εγκάρσιες γραμμές, όπως στο αγγείο Μ.20 και λοξές συνεχείς ταινίες, όπως στο αγγείο Μ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Cook 1952, 127. Schiering 1957, 120, αρ Walter-Karydi 1970, 7, 10, πίν. 5, 4-5. Jully 1977, 12, εικ. 14 a-b. Paspalas 1995, πίν. 60, αρ. 3/ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012,

93 Οι οριζόντιες κυματοειδείς 962 ταινίες αποτελούν ένα από τα συνηθέστερα μοτίβα της «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής, που εμφανίζονται είτε στις δευτερεύουσες είτε στις κύριες ζώνες διακόσμησης 963. Ο λαιμός συνηθίζεται να έχει παράλληλες οριζόντιες και κάποιες φορές ανισοπαχείς ταινίες, όπως στα αγγεία Μ.28, Μ ,Μ , Μ.24, και Π.1 και Π αλλά και στους πιθαμφορείς αρ. 108 από την Άκανθο 967 (το αγγείο χρονολογείται στις αρχές ή το α μισό του 6 ου αι. π.χ.) 968 και Α9 από την Τορώνη 969, ενώ αντίστοιχη περίπτωση προέρχεται από τη διακόσμηση του πιθαμφορέα ΜΠ από τη Μηκύβερνα (πίν. 124Β) 970. Τα μεγάλου μεγέθους αγγεία του 7 ου αι. π.χ. φέρουν το συγκεκριμένο μοτίβο κυρίως σε δευτερεύουσες ζώνες, όπως στην περιοχή του λαιμού των πιθαμφορέων Μ.21, Μ.23, Μ.25 και Μ , αλλά και του πιθαμφορέα αρ.107 από την Άκανθο 972. Επίσης, εμφανίζεται στη σιπύη Μ.45. Τα νεότερα παραδείγματα, όπως οι πιθαμφορείς Π.2 και Π.3 φέρουν ακόμα αυτό το μοτίβο, το οποίο όμως αποδίδεται στο κατώτερο τμήμα του σώματος προς τη βάση 973. Τέλος, οριζόντιες κυματοειδείς ή και τεθλασμένες γραμμές αποτελούν συνηθισμένο μοτίβο σε αγγεία της «ασημίζουσας» κεραμικής, κοσμώντας ολόκληρες ζώνες πλαισιωμένες από ευθύγραμμες ταινίες ή γραμμές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτό ήταν η μοναδική διακόσμηση μικρών αγγείων 974. Η εμφάνιση αυτού του μοτίβου στη «γραπτή κεραμική της Χαλκιδικής» αποτελεί επιβίωση του ΥΓ μοτίβου, με επιρροές όμως και από εργαστήρια των Κυκλάδων ή της Ανατολικής Ελλάδας 975. Ανάμεσα στις ταινίες υπάρχουν δύο στενότερες κυματοειδείς (Μ.21) ή ένα πλάγιο σιγμοειδές κόσμημα 976 σε μονή (Μ.23, Μ.30) αλλά και διπλή σειρά (Μ.26) 977. Εντούτοις, ο τρόπος απόδοσης και η φορά του μοτίβου στο αγγείο Μ.26 διαφέρουν από τα σιγμοειδή του αγγείου Μ.23, ανακαλώντας υστερογεωμετρικά κυκλαδικά πρότυπα 978. Ο λαιμός του αγγείου Μ.25 αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, επειδή συνδυάζει τις στενές ταινίες με κυματοειδή γραμμή, συνεχή «Σ» και πλάγια σιγμοειδή μοτίβα. Εντελώς διαφορετική είναι η διακόσμηση του λαιμού του αγγείου Μ.31, που διαιρείται σε μετόπες από ζεύγη ταινιών, διακοσμημένες από δύο αντιθετικά τοποθετημένα σκιαγραφημένα τρίγωνα, σαν κλεψύδρες πλαισιωμένες από λεπτές γραμμές. Επιπλέον, οι λαιμοί των αγγείων Μ.32 και Π.2 φέρουν φυτικά μοτίβα σε δύο ζώνες, ακολουθώντας τη διακόσμηση του σώματος του αγγείου 979. Ο λαιμός του Μ.22 κοσμείται από μικρές μετόπες, που σχηματίζονται από τριπλές λεπτές κάθετες ταινίες και εσωτερικά υπάρχουν ταινίες χιαστί. Αυτή η διακόσμηση 962 Αυτό αποτελεί σύνηθες μοτίβο σε διάφορα αγγεία (Μοσχονησιώτη 2012, 195), από την Αττική (Desborough 1952, πίν.4), την Εύβοια (Lefkandi II.1, 16 κ.ε. και 21 κ.ε.), τη Θεσσαλία (Βερδελής 1958,57), τη Μακεδονία (Ανδρόνικος 1969, , εικ , εικ και εικ.33. Olynthus XIII, 46), τη Σάμο (Schiering 1964, 6, εικ.8. Cook , πίν. 4C), τη Χίο (Hood 1986, Boardman 1967, 105), την Ταρσό (Hanfmann 1956, 180, εικ ), σε ιωνικές υδρίες από τη Ρόδο (Clara Rhodos III, πίν. 3XLV) και σε αιολικά αγγεία (Larissa III, πίν. 49). 963 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν.15. Τρακοσοπούλου 1997, 110, εικ Το αγγείο είχε χρονολογηθεί στο β μισό του 6 ου αι. π.χ. και αποδίδεται σε τοπική παραγωγή της Ακάνθου. Ωστόσο η συγγένεια που παρουσιάζει με τα αγγεία της Μένδης αλλάζει τη χρονολόγηση, ίσως γύρω στις αρχές ή το α μισό του 6 ου αι. π.χ. εξαιτίας του ευρύτερου περιβάλλοντος ενός εγαστηρίου ή στις κοινές επιρροές, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, πίν. 26a. 970 Paspalas 1995, πίν. 1.αρ Μοσχονησιώτη 2012, 195, σημ Παντή 2008, 55 πίν Μοσχονησιώτη 2012, 195, σημ Μοσχονησιώτη 2012, 196, σημ Gimatzidis 2010, Μοσχονησιώτη 2012, Μοτίβο του τρέχοντος κυνός-running dog pattern, βλ. Paspalas 1995, Μοσχονησιώτη 2012, Λεμπέση 1967, πίν. 83 α. 979 Μοσχονησιώτη 2012,

94 είναι ίδια στον ώμο του μικρού μεγέθους πιθαμφορέα Μ.35, ενώ ο λαιμός του Μ.31 έχει απλοποιημένο σύστημα μετόπης 980. Το μοτίβο αυτό δεν είναι συνηθισμένο στις εγχώριες παραγωγές 981, εκτός από τον πιθαμφορέα (το αγγείο χρονολογείται στα τέλη του 7 ου αι. π.χ.) 983 και το λέβητα 125 β 984 από την Άκανθο, αλλά και σ ένα κρατήρα από το Καραμπουρνάκι 985. Το μοτίβο είναι πολύ συχνό στην κεραμική των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων της Ανατολικής Ελλάδας 986. Η διακόσμηση του αγγείου Π.2 (πίν. 121) είναι κυρίως φυτική. Η ανώτερη ζώνη του λαιμού φέρει αλυσίδα από άνθη λωτού, όπως και η κατώτερη με τη διαφορά, ότι από την αλυσίδα εξαρτώνται ανεστραμμένα δίχρωμα ανθέμια. Συνεχή δίχρωμα πεταλόσχημα-σταγονόμορφα φύλλα εκφύονται από την ταινία του λαιμού 987. Ο λαιμός του αγγείου P1/ΜΘ.34/P224 από την Όλυνθο 988 (το αγγείο χρονολογείται στον 7 ο αι. π.χ.) 989 κοσμείται με ζεύγος ταινιών στο ανώτερο τμήμα και συστάδες κάθετων γραμμών στο κατώτερο, διαμορφώνοντας κενές «μετόπες» 990. Οι λαβές φέρουν τις περισσότερες φορές στη ράχη τους πλατιά ταινία (Μ.21, Μ.23, Μ.24, Μ.29, Μ.30, Μ.31 και Π.3). Σπανιότερα είναι ολόβαφες (Μ.26, Μ28) και φέρουν πυκνές κάθετες γραμμώσεις (Μ.20, Μ.25 και Π.1, Π.2) 991. Με πυκνές κάθετες γραμμώσεις καλύπτονται οι λαβές των πιθαμφορέων αρ. 107 και 108 από την Άκανθο 992 και ΜΠ1309 από τη Μηκύβερνα 993. Η ρίζα των λαβών καλύπτεται συνήθως με πλατιά ταινία, όπως στο Μ.21. Σε ελάχιστα παραδείγματα η ταινία προεκτείνεται προς το ένα άκρο (Μ.25) ή και στα δύο άκρα, τα οποία τέμνονται λοξά στην ταινία, που βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα του ώμου (Μ.31 και Π.3) 994. Αντίστοιχα, το ίδιο συμβαίνει στο αγγείο αρ. 108 από την Άκανθο 995. Ιδιαίτερη ομοιότητα έχει με το αγγείο Π Η ελεύθερη περιοχή ανάμεσα στις λαβές φέρει στις πιο πολλές περιπτώσεις ζεύγη τεμνόμενων ταινιών σε σχήμα Λ 997. Κάποιες φορές αυτό το μοτίβο είναι μεμονωμένο, όπως στα αγγεία Μ.20 και Μ.28 ή περικλείονται από ανάλογο μοτίβο σε σχήμα V 998. Έχει ερμηνεύτεί είτε ως σχηματοποιημένο άνθος λωτού 999, είτε ως φυλλόσχημο μοτίβο. Άλλη περίπτωση αποτελεί η διακόσμηση του πιθαμφορέα Μ.25, που από το ανοιχτό φυλλόσχημο μοτίβο εκφύεται κλειστό άνθος με μίσχο Η ίδια διακόσμηση εντοπίζεται στο αγγείο αρ. 109 από την Άκανθο (πίν. 58Α), στην οποία όμως η σύνθεση εμπλουτίζεται με ρομβοειδές μοτίβο Στο αγγείο Μ.31 υπάρχουν μόνο δύο τεμνόμενες ταινίες σε 980 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 16. Τρακοσοπούλου 2005, Παντή 2008, Παντή 2008, πίν. 26 ε-στ. 985 Παντή 2008, πίν. 81, σχεδ. 30ι. 986 Boardman 1967, , 112, αρ. 61, πίν. 23. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Η ένταξη του αγγείου στον 7 ο αι. π.χ. είναι πιθανότερη, επειδή σχετίζεται με τις πρώιμες παραγωγές της «γραπτής κεραμικής της Χαλκιδικής» του α μισού και των μέσων του 7 ου αι. π.χ., ενώ ο Μυλωνάς το είχε χρονολογήσει στον 7 ο ή τον 6 ο αι. π.χ., βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 238, με βάση ένα πρώιμο σκύφο, που έφερε ως κτέρισμα (ΜΘ. 34, P XV A7, αρ. 546), βλ. Olynthus XI, 16, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 14 και Paspalas 1995, πίν. 1, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Αντίστοιχη διακόσμηση στη ελεύθερη ζώνη των λαβών έχει αμφορέας από τη Θήρα, βλ.pfuhl 1903, 107, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν

95 σχήμα V, οι οποίες ενώνονται με τις ταινίες των λαβών Στο αγγείο Μ.26 υπάρχουν στην ίδια θέση δύο χιαστί ταινίες στο κατώτερο τμήμα των οποίων έχουν προσαρμοστεί έξι κρεμάμενα φυλλόσχημα μοτίβα 1003, σύνθεση η οποία διαφέρει από τα άλλα αγγεία της Μένδης Άλλη περίπτωση διακόσμησης είναι στο αγγείο Μ.21, όπου κοσμείται η ελεύθερη περιοχή των λαβών του με ομόκεντρους κύκλους, συνεχίζοντας τη διακόσμηση του ώμου. Στο Μ.29 υπάρχει ζεύγος κάθετων ευθύγραμμων ταινιών, στα αγγεία Π.1 και Π.3 παραμένει ακόσμητη και στο Π.2 υπάρχει ανθεμωτό κόσμημα αντίστοιχο με τη διακόσμηση του ώμου 1005, συγκεκριμένα συστάδες από τριπλά άνθη λωτού και πολύφυλλα ανθέμια Η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο κοσμείται πάντοτε με πλατιά ταινία, ενώ σπάνια με λεπτότερη ταινία (Μ.25 και Μ.30). Συμπερασματικά, η διακόσμηση του λαιμού συνδέεται περισσότερο με το γενικότερο πνεύμα ή τα επιμέρους μοτίβα της διακόσμησης του σώματος. Η ελεύθερη περιοχή των λαβών κοσμείται με απλά μοτίβα, ενώ σπάνια και πιο πολύ στα μεταγενέστερα παραδείγματα η διακόσμηση ακολουθεί τη συνολική διακόσμηση του σώματος. Τέλος, η διακόσμηση του λαιμού, του χείλους, αλλά και των λαβών δεν ακολουθούν αρκετά τις αλλαγές του σχήματος και της γενικότερης διακόσμησης τους σώματος. Η ζώνη του ώμου βρίσκεται κατά κύριο λόγο στην περιοχή, όπου εντοπίζεται η μεγαλύτερη διάμετρος του αγγείου εκτός από τα αγγεία Μ.20 και Π.1 αποτελώντας την κύρια επιφάνεια διακόσμησης. Το κάτω μέρος της ζώνης κοσμείται από ταινίες διαφορετικού μεγέθους και αριθμού Στο αγγείο Μ.21 τα τρία ζεύγη ταινιών που χωρίζουν τη μετόπη του ώμου και το υπόλοιπο σώμα λεπταίνουν και έτσι χάνεται η αυστηρή οριοθέτηση, καθώς η διακόσμηση επεκτείνεται αυτή τη φορά και στην περιοχή της κοιλιάς. Η ζώνη ταινιών που χωρίζει τον ώμο από την κοιλιά περικλείει σειρά στιγμών Η ζώνη των στιγμών 1009 κάτω από τον ώμο εμφανίζεται και στον πιθαμφορέα Μ καθώς και σ ένα θραύσμα οινοχόης από το Καραμπουρνάκι Στα αγγεία της «ασημίζουσας» κεραμικής χρησιμοποιείται το ίδιο ακριβώς μοτίβο Η διακόσμηση της ζώνης του ώμου είναι συνήθως σε ενιαία μετόπη, η οποία περιβάλλεται στην περιοχή των λαβών από δύο κάθετες ευθύγραμμες ταινίες, που περιβάλλουν ανάλογη κυματοειδή Η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται η οριοθέτηση της μετόπης από δύο επάλληλες κάθετες ευθύγραμμες ταινίες, περικλείοντας ανάλογη κάθετη κυματοειδή, είναι στο αγγείο Μ.20 από τη Μένδη Η διακόσμηση εμφανίζεται και σε άλλα σχήματα, όπως στις σιπύες Μ Μοσχονησιώτη 2012, Το μοτίβο απαντά στη διακόσμηση της περιοχής των λαβών ενός βορειοϊωνικού σκύφου από τη Ναύκρατη (Samos VI,αρ. 1012) αλλά και σε σκυφοειδή κρατήρα από τη Σμύρνη του π.χ.( Alt-Smyrna I, πίν. 114 β) Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Το ίδιο μοτίβο συναντάται σε αγγεία από εργαστήρια της Αττικής (Coldstream 1968, 19, 180, πίν. 3 j, πίν.5 e, πίν. 10 e,j, πίν.38 c), συγκεκριμένα από τη ΜΓ Ι και μετά, ενώ από την ΥΓ περίοδο εμφανίζεται (Μοσχονησιώτη 2012, 196), σε αγγεία των εργαστηρίων της Εύβοιας (Boardman 1952, 10, εικ. 14. Lefkandi I, 64, πίν. 47, αρ , πίν. 56, αρ Ανδρειωμένου 1981α, 94 κ.ε., πίν Ανδρειωμένου 1983, 164 κ.ε., πίν. 52, αρ. 16, πίν. 53, αρ. 14), της Κορίνθου (Coldstream 1968, πίν. 27 a, c-e, 28, c, e, 29, a, b, d, f), των Κυκλάδων (Pfuhl 1903, 185, πίν. XXVII, αρ. 1, J7 a kai 2, J7b. Buschor 1929, 147, εικ. 3, 16. Coldstream 1968, πίν. 35, 38 c, j) και της Βοιωτίας (Coldstream 1968, πίν. 42 g, j, 43c, 44c) Μοσχονησιώτη 2012, Ρουκά 2011, 42,αρ Γιματζίδης 1997, 37, ΣΑ 37, πίν. XXIV, B Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 188. Αντίστοιχη διακόσμηση υπάρχει σε όστρακο από το Πολύχρονο, που βρέθηκε σε εγκατάσταση των αρχών του 6 ου αι. π.χ.,βλ. Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, 395, εικ.17 α, σε όστρακο από το Καραμπουρνάκι τέλη 6 ου ή α μισό του 5 ου αι. π.χ., βλ. Ρουκά 2011, 14, αρ. κατ.1, πίν. 1, Άλλα αντίστοιχα παραδείγματα προέρχονται από τη μηλιακή κεραμική, καθώς δύο ζεύγη στενών ταινιών περικλείουν 92

96 και Μ Σπάνιο παράδειγμα είναι το αγγείο Μ (χρονολογείται στο α μισό του 7 ου αι. π.χ. και εντάσσεται στις πρώτες παραγωγές του εργαστηρίου) 1017, που το ζεύγος κάθετων ταινιών πλαισιώνει στήλες από ενάλληλες γωνίες σε σχήμα «W» 1018 περιβάλλοντας ομόκεντρους κύκλους, λοξές ταινίες και αγκυλωτούς σταυρούς 1019 και το Μ.26 που ανάμεσα στις ευθύγραμμες ταινίες υπάρχουν ορθογώνια διάχωρα, που έχουν ταινίες σε χιαστί Επίσης, αγκυλωτοί σταυροί συναντώνται σε ζωφόρους ζώων και σε αγγεία του «ρυθμού των αιγάγρων» σχεδόν σ όλα τα εργαστήρια του ανατολικοϊωνικού χώρου. Την ίδια οριοθέτηση έχει και το αγγείο Μ.23, αν και σ αυτήν την περίπτωση οι τρεις ταινίες είναι ισοδύναμες. Επίσης, υπάρχει στο ανώτερο τμήμα της μετόπης οριζόντια ευθύγραμμη λεπτή ταινία και μια ανάλογη κυματοειδής Στα νεότερα παραδείγματα η μετόπη δεν περιβάλλεται με σαφή όρια. Συγκεκριμένα, στα αγγεία Μ.28 και Μ29 η οριοθέτηση γίνεται με απλή κάθετη ευθύγραμμη ταινία. Η διακόσμηση της μετόπης στα ακόμη νεότερα παραδείγματα, όπως στο Π.2 και Π.3, εκτείνεται στην ενιαία επιφάνεια του ώμου. Σπανιότερα η διακόσμηση της μετόπης χωρίζεται σε επιμέρους μετόπες και στις δύο όψεις (Μ.21 και Π.1) ή μόνο στην πίσω όψη του ώμου (Μ.28). Ένα από τα διακοσμητικά μοτίβα του ώμου του αγγείου Μ.20 είναι τα σιγμοειδή (το αγγείο χρονολογείται στο α μισό του 7 ου αι. π.χ.). Ωστόσο ο τρόπος απόδοσής τους είναι διαφορετικός, επειδή τα σιγμοειδή μοτίβα κοσμούν τις περισσότερες φορές δευτερεύουσες ζώνες και αποδίδονται πλαγιαστά και αρκετά καμπυλόγραμμα. Εντός αυτών των μοτίβων περικλείονται ευθύγραμμες οριζόντιες γραμμές (Μ.20). Η πιθανή προέλευση αυτών των μοτίβων είναι οι εγχώριες παραγωγές της ΥΓ περιόδου 1022, όπως η διακόσμηση της «ασημίζουσας» κεραμικής 1023 και των «βορειοελλαδικών πιθαμφορέων», στα οποία εμφανίζεται σαν κύριο διακοσμητικό μοτίβο ή σαν παραπληρωματικό μοτίβο Η χρήση τους στις πρωιμότερες παραγωγές είναι πιθανόν εμπνευσμένη από την ΥΓ κεραμική της Εύβοιας Από την άλλη η χρήση τους έως τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους (Μ.41 και Μ.42) 1026, συσχετίζεται ίσως με επιρροές από τη νησιωτική κεραμική του δεύτερου τετάρτου του 7 ου αι. π.χ κυματοειδή ή τεθλασμένη ταινία, βλ. Ζαφειροπούλου 1985, πίν. Κ. αρ Άλλα αντίστοιχα παραδείγματα προέρχονται από τους αμφορείς του «γραμμικού νησιώτικου ρυθμού», βλ. Pfuhl 1903, , πίν. ΙΙ III. Λεμπέση 1967, , πίν. 81β, 82γ και 87β και της ομάδας Ad, βλ. Pfuhl 1903, 187, αρ. J14, J16-17, πίν. XXX2-4. Λεμπέση 1967,πίν. 83 α-β, στα οποία οι πλατιές ταινίες περιβάλλουν τις πιο πολλές φορές πολλαπλές λεπτές γραμμές. Τέλος άλλη μια περίπτωση προέρχεται από το Λευκαντί σε πυξίδες, αμφορίσκους,υδρίες κ.λ.π., βλ. Lefkandi II.1, 41,πίν. 66, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Τις ενάλληλες γωνίες τις βρίσκουμε σε αγγεία του «Γραμμικού Νησιώτικου» ρυθμού (Pfuhl 1903, πίν. XXVIII, αρ. 1-4, J7a-d, πίν. XXIX, αρ. 4, J10), σε παραδείγματα στη Ζαγορά και στην Αττική (Zagora 2, 103, πίν. 203 a-b και πίν. 205 a-b (εγχώρια). Αντίστοιχο μοτίβο εμφανίζεται σε αττικό σκυφοειδές αγγείο της ΜΓΙΙ βλ. πίν. 182). Η διακόσμηση στα ευβοϊκά αγγεία είναι οι γωνίες σε σχήμα «Μ» συχνά σε κάθετες στήλες, που πλαισιώνουν εικονιστικά θέματα (Lefkandi I, πίν. 44, αρ. 74. Boardman 1952, πίν. 3, αρ. 3. Χαραλαμπίδου 2008, 109, αρ. 59, πίν. 17 (α μισό του 7 ου αι. π.χ.) και 110, αρ. 4, πίν.3) Οι αγκυλωτοί σταυροί αποτελούν σύνηθες γεωμετρικό μοτίβο σε ΥΓ ευβοϊκά (Ενδεικτικά Boardman 1952, πίν. 1, αρ. 25) και κυκλαδικά παραδείγματα. (Σε αμφορείς της Ομάδας Ab της Δήλου, βλ. Pfuhl 1903, 187, αρ. 187, αρ. J14, J16-17, πίν. XXX 2-4. Λεμπέση 1967, πίν. 83 α-β) 1020 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, 38, ΣΑ 10 και ΣΑ 84, πίν. XIV A και Β Μοσχονησιώτη 2012, Ανδρειωμένου 1982,αρ. 225, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Samos V, 117 αρ. 457, πίν

97 Άλλο διακοσμητικό στοιχείο στο αγγείο Μ.21 (το αγγείο χρονολογείται στο α μισό του 7 ου αι. π.χ.) 1028 είναι ο διαχωρισμός της ζώνης του ώμου και στις δύο πλευρές σε τρεις επιμέρους μετόπες, που δημιουργούνται από ομάδες τριών κάθετων ταινιών σε μορφή «τριγλύφων». Ζεύγη τριπλών ομόκεντρων κύκλων βρίσκονται συμμετρικά εντός των μετοπών, πλαισιωμένοι εκατέρωθεν από ομάδες τριπλών κάθετων κυματοειδών γραμμών. Στιγμές βρίσκονται ανάμεσα στα λεπτά γραμμίδια, σαν να τα διακόπτουν και στα κενά Ο ώμος του αγγείου P1/ΜΘ.34/P224 από την Όλυνθο φέρει παρόμοιο μοτίβο με εναλλάξ συστάδες παράλληλων κυματιστών και ευθύγραμμων κάθετων γραμμών χωρίς ομόκεντρους κύκλους Τα γραμμίδια που σχηματίζουν στιγμές και πλαισιώνουν τις ταινίες δεν έχουν ακριβή παράλληλα εκτός από ένα πιθανόν συγγενές μοτίβο στο οποίο σχηματίζονται ενάλληλες γωνίες, που πλαισιώνονται από γραμμίδια 1031.Οι κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές εσωτερικά της διακόσμησης των μετοπών είναι ένα από τα πρωιμότερα μοτίβα σε αγγεία της Μένδης, αλλά και άλλων παραγωγών της «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής. Τα σχήματα των αγγείων, που φέρουν αυτές τις ταινίες είναι τα πιθόσχημα, οι πιθαμφορείς, οι υδρίες κ.α Άλλα αγγεία από τη Μένδη, που φέρουν αυτό το μοτίβο είναι το πιθόσχημο Μ.41, στο οποίο είναι οι ταινίες σε πυκνές συστάδες και είναι η κύρια διακόσμηση του ώμου, στη σιπύη Μ.44 στην οποία δημιουργούνται μετόπες στον ώμο, στο πιθόσχημο Μ.40, που λειτουργεί ως κύριο μοτίβο στην κοιλιά 1033, στα πιθόσχημα του 7 ου αι. π.χ. από το Καραμπουρνάκι Αντίστοιχη διακόσμηση με ομόκεντρους κύκλους σε σειρά για τον εσωτερικό διαχωρισμό της μετόπης του ώμου είναι στους πιθαμφορείς Π.1 από το Πολύχρονο 1035 και ο αρ. 108 από την Άκανθο Στον πιθαμφορέα ΜΠ.1309 της Μηκύβερνας 1037 (το αγγείο χρονολογείται στα τέλη του 7 ου ή τις αρχές του 6 ου αι. π.χ.) 1038 συστάδες κατακόρυφων ταινιών πλαισιώνονται από τους ομόκεντρους κύκλους του ώμου. Επίσης, οι υδρίες 113 και 111 από την Άκανθο φέρουν κυματοειδείς ταινίες σε συστάδες Στη Μακεδονία κατά την ΥΓ περίοδο χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη σύνθεση στους βορειοελλαδικούς αμφορείς 1040, αλλά και στα αγγεία της «ασημίζουσας» 1041 κεραμικής, όπως και στα πιθόσχημα του 7 ου αι. π.χ. από το Καραμπουρνάκι Οι ομόκεντροι κύκλοι ήταν σύνηθες μοτίβο της ΥΓ εγχώριας 1028 Ο πιθαμφορέας Μ.21 γενικώς φέρει μοτίβα που έχουν επιρροές από την υστερογεωμετρική παράδοση της Κεντρικής Μακεδονίας, επιρροές από την Εύβοια, αλλά και έμμεσα ή άμεσα δάνεια από τις Κυκλάδες και την Ιωνία, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 193, σημ Παντή 2008, αρ. 369, πίν. 62 η, αρ. 370, πίν. 62 ε, αρ. 372 και Μοσχονησιώτη 2012, 193, σημ Παντή 2008, πίν Paspalas 1995, πίν. 1, αρ.1. Παντή 2008, 60, πίν. 17β Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 193, σημ Παντή 2008, πίν. 19 και 20. Άλλα αγγεία της ΠρΓ περιόδου που φέρουν κατακόρυφες κυματοειδείς ταινίες σε συστάδες, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό με ομόκεντρους κύκλους (Μοσχονησιώτη 2012, 193), προέρχονται από το Καλαπόδι (Jacob-Felsch 1987, 31-35, εικ.55-56), την Ελάτεια (Deger-Jalkotzy 1999, ), τη Θεσσαλία (Βερδελής 1958, 57. Sipsie-Eschbach 1991, 68, πίν. 64,2), την Εύβοια (Lefkandi I, 297 κ.ε.. Lefandi II.1, 16 κ.ε. Boardman 1952, πίν Ανδρειωμένου 1981β, αρ. 225, πίν. 31. Στο τέλος του 7 ου αι. π.χ. συναντάται στο πόδι κάλυκα και στο λαιμό μιας οινοχόης σε δύο ζώνες, βλ. Boardman 1957, 17, πίν. 2c και 2d), τη Βοιωτία (Boardman 1952, 16-17, σημ ), τις Κυκλάδες (Buschor 1929, 155, εικ. 8. Boardman 1967, 140, αρ. 508 εικ.88. Λεμπέση 1967, πίν Β) κ.α. Επίσης, το διακοσμητικό αυτό μοτίβο εμφανίζεται σε αγγεία (Μοσχονησιώτη 2012, 194), από τη Σάμο (Walter Vierneisel 1959, 21,πίν. 46, 1-2, πίν. 47, 1. Samos V, 121, αρ. 521 και 523, πίν.99 και 124, αρ. 565 και 570, πίν. 110 και 111.), τη Χίο (Boardman 1967, 112, αρ.62, πίν. 23) και τη Σμύρνη (Cook 1965, πίν. 2b.c) αλλά και στη Δύση (Lentini 1992, 19, αρ. 22, εικ. 50, 51. Το μοτίβο υπάρχει σε μια υδρία της Σικελικής Νάξου του 7 ου αι. π.χ.) Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Παντή 2008, αρ. 369, πίν. 62 η, αρ. 370, πίν. 62 ε, αρ. 372 και

98 κεραμικής 1043, όπως στους βορειοελλαδικούς αμφορείς και πιθαμφορείς, στην «ασημίζουσα» κεραμική 1044, αλλά και στα αγγεία από τον κεραμικό κλίβανο της Τορώνης Ο λόγος της συχνής χρήσης αυτού του μοτίβου είναι οι επιρροές 1046 από την Εύβοια Απαντούν συχνά κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και επιβιώνουν έως τον 5 ο αι. π.χ. σε δευτερεύοντα ρόλο, με πρόσθετη επιρροή από τα ανατολικά εργαστήρια Κατά τη διάρκεια των αρχαϊκών χρόνων το μοτίβο εμφανίζεται στους πιθαμφορείς της γραπτής κεραμικής της Χαλκιδικής Ομόκεντροι κύκλοι πλαισιωμένοι από ευθύγραμμες ή κυματοειδείς γραμμές μέσα σε μετόπες είναι γνωστό μοτίβο 1050 από την πρωτογεωμετρική κεραμική της Εύβοιας 1051 και της Θεσσαλίας Από τα τέλη του 8 ου αι. π.χ. έως τους αρχαϊκούς χρόνους 1053 απαντά σε αγγεία από τις Κυκλάδες 1054 και την Ανατολική Ελλάδα Η συγκεκριμένη διακοσμητική σύνθεση εμφανίζεται μέχρι τον 6 ο αι. π.χ. και σε μικρότερου μεγέθους αγγεία 1056, όπως σε κύπελλα από την Όλυνθο 1057, την Άκανθο 1058 και την Τορώνη Οι δύο όψεις του αγγείου στα πρωιμότερα παραδείγματα είναι τις περισσότερες φορές ισοδύναμες (Μ.20, Μ21, Μ.23, Μ.24, Μ.25), καθώς η διακόσμηση είναι επηρεασμένη από τα υστερογεωμετρικά πρότυπα. Στις μεταγενέστερες περιπτώσεις εντοπίζεται μια διαφορετική προσέγγιση στην απόδοση της διακόσμησης, ανάμεσα στην κύρια και δευτερεύουσα όψη. Εντούτοις παρατηρείται αρκετές φορές η χρήση ισοδύναμων διακοσμητικών μοτίβων (Μ.26, Μ.28, Μ.30, Μ.31). Εξαιρέσεις αποτελούν τα αγγεία Μ.29 καθώς και Π.2 και Π.3, στα οποία η διακόσμηση είναι όμοια και στις δύο όψεις του αγγείου Άλλο μοτίβο είναι σειρά όρθιων καμπυλόγραμμων σιγμοειδών μοτίβων και στις δύο όψεις στο αγγείο Μ.23 (το αγγείο χρονολογείται στο γ τέταρτο του 7 ου αι. π.χ.) Τα όρθια σιγμοειδή μοτίβα χρησιμοποιούνται στο αττικό εργαστήριο της ΥΓ περιόδου, συνήθως ως παραπληρωματικό μοτίβο. Από την πρώιμη πρωτοαττική κεραμική εμφανίζονται συχνά σε σειρά σε μεγαλύτερες ζώνες αγγείων ιδιαίτερα του Φαλήρου του 1043 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 192, σημ Papadopoulos 1989, 24, KP5 και ΚP6, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1968, Μοσχονησιώτη 2012, 192. Ο ώμος αμφορέων και υδριών από τη Χίο έως το τέλος του 7 ου αι. π.χ., βλ. Boardman 1967, 101, 141 κ.ε. πίν , ενώ για παράδειγμα του 6 ου αι. π.χ., βλ. Anderson 1954, 136, πίν. 7 α Μοσχονησιώτη 2012, 192, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Lefkandi I, , πίν. 28αρ. 70/ΠΙ και πίν. 29,Β Sipsie-Eschbach 1991, 203,πίν. 25, εικ. 64, Μοσχονησιώτη 2012, Ενδεικτικά, βλ. Pfuhl 1903, 183, πίν. XXVI και 185, XXVIII, αρ. 2, J7b και πίν. XXX, αρ. 1, J11 (αμφορείς) και 188, πίν. XXXI αρ. 6, J26 (σκύφος). Delos XVII, 26-27, αρ. 5,6 και 8, πίν. 18 και 19. Lambrinoudakis 1983, , εικ. 10 και Κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου υπάρχουν παραδείγματα από τη Θάσο και την Πάρο, βλ. Τιβέριος 1989, και 621, σημ Παραδείγματα από το Εμποριό, βλ. Boardman 1967,115 και 139, αρ , πίν. 43, αρ. 493 ( π.Χ.), εικ. 86 α, πίν. 44, 137 ( π.Χ.), αρ. 132, πίν Άλλο παράδειγμα στο οποίο ομόκεντροι κύκλοι ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν κάθετες ευθύγραμμες ταινίες σε συστάδες εμφανίζονται και σε μια υδρία από τη Σμύρνη, βλ. Paspalas 1995, 198, αρ. 4/55, πίν. 66. Από την Τειχιούσσα υπάρχει το θραύσμα μιας σιπύης με αυτήν την διακόσμηση, βλ. Anderson 1954, 136, πίν. 7 α. Για το ίδιο θέμα, βλ. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Olynthus XIII, 44, αρ , πίν Ρωμιοπούλου 1975, Paspalas 1995, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 198,

99 α μισού του 7 ου αι. π.χ Το ίδιο μοτίβο έχουμε και στο λαιμό δύο υδριών από την Εύβοια Άλλη διακοσμητική σύνθεση εμφανίζεται στον ώμο του αγγείου Μ.24 (η Μοσχονησιώτη το χρονολογεί στο γ τέταρτο του 7 ου αι. π.χ.) Συγκεκριμένα, εικονίζονται ένα μεγαλύτερο και δύο μικρότερα ζεύγη ευθύγραμμων ταινιών, που συγκλίνουν σχηματίζοντας Λ. Στο μοτίβο προσαρμόζονται δύο εφαπτόμενες στο κάτω άκρο ταινίες. Μικρότερες τεμνόμενες ταινίες σε σχήμα «V» ή χιαστί και κάθετες κυματοειδείς ταινίες γεμίζουν το κενό μέσα σ αυτά τα μοτίβα, όπως και η ολόβαφη περιοχή ανάμεσα στις καμπυλόγραμμες ταινίες και το άνω τμήμα του «Λ». Ο υπόλοιπος χώρος αποτελείται από μικρότερα αντίστοιχα μοτίβα. Στο άνω αριστερό τμήμα της μετόπης εικονίζεται σκιαγραφημένο ζητοειδές κόσμημα, περιβαλλόμενο από στιγμές. Η διακοσμητική σύνθεση είναι ίδια και στην πίσω όψη του αγγείου, με τη διαφορά, ότι υπάρχει ένα τέταρτο μικρού μεγέθους αντίστοιχο μοτίβο στο αριστερό τμήμα της μετόπης. Η διακοσμητική σύνθεση του ώμου δεν έχει παράλληλα σε άλλες περιοχές. Μεμονωμένα στοιχεία όπως οι κάθετες κυματοειδείς και εφαπτόμενες κατά τα άκρα ταινίες χρησιμοποιούνται στην εγχώρια παραγωγή Ειδικά αυτές οι ταινίες που χαρακτηρίζονται και ως αντιθετικά τοποθετημένοι μύστακες, απαντώνται επίσης σε αμφορέα από την Αττική της πρώιμης πρωτογεωμετρικής περιόδου 1066 ή και σε δύο αγγεία της ΠΕΣ από το Παλαιό Γυναικόκαστρο Στην Κρήτη και ιδιαίτερα στην Κνωσό το μοτίβο αυτό χρησιμοποιείται αδιάκοπα από την υπομυκηναϊκή περίοδο έως το τέλος του 7 ου αι. π.χ Την αρχαϊκή περίοδο χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στις εγχώριες παραγωγές Τα εργαστήρια της Ανατολικής Ελλάδας και κυρίως της «waveline» κεραμικής 1070 έπαιξαν καίριο λόγο στη χρήση αυτού του μοτίβου στην εγχώρια κεραμική Εντούτοις η απεικόνιση των εφαπτόμενων ταινιών στο αγγείο Μ.24 είναι διαφορετική από τα γενικά παραδείγματα, καθώς είναι ανάστροφα τοποθετημένες, πατώντας στην κάτω ταινία του ώμου αντί να κρέμονται από την ταινία του λαιμού και ανοίγονται προς τα πάνω σαν ανάποδο «Λ» Η μετόπη του ώμου του αγγείου Μ.25 φέρει πτηνά (το αγγείο χρονολογείται στο β μισό ή στο τρίτο τέταρτο του 7 ου αι.π.χ). Συγκεκριμένα, αποδίδονται δύο υδρόβια πτηνά 1073 με κλειστά φτερά αποδοσμένα σε σκιαγραφία και σε κατατομή προς τα αριστερά. Μπροστά από κάθε πτηνό υπάρχει φυτικό κόσμημα με ευθύγραμμο στέλεχος, που απολήγει σε τρίφυλλα άνθη λωτού. Παραπληρωματικά μοτίβα είναι σβάστικες και τρία ίσως φυλλόσχημα μοτίβα. Τα άνθη λωτού είναι και αυτά αποδοσμένα σε σκιαγραφία. Το σχήμα τους είναι γωνιώδες και σχηματοποιημένο και στη βάση τους διαμορφώνεται οριζόντια γραμμή. Η πίσω όψη του αγγείου φαίνεται καθαρά, αν και σε αποσπασματική κατάσταση, 1062 Χαραλαμπίδου 2008, 107, σημ Κουρουνιώτης 1903, 25, εικ. 8. Coldstream 1968, 194, σημ. 7. Χαραλαμπίδου 2008, , αρ. 44, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 204. Η πρώτη χρονολόγηση έγινε από την Ι. Βοκοτοπούλου, που το κατατάσσει χρονικά στο β μισό του 7 ου αι. π.χ., βλ. Βοκοτοπούλου 1989, εικ.15.και η δεύτερη από τον Πασπαλά, που το κατατάσσει στα μέσα του 6 ου αι. π.χ., βλ. Paspalas 1995, 63, αρ. 5, πίν. 2., ενώ τελευταία είναι η χρονολόγηση της Μοσχονησιώτη, που ήδη αναφέρθηκε Μοσχονησιώτη 2012, Brouskari 1980, 24 και 30 αρ. 19, πίν. 4d Σαββοπούλου 1993, 146, αρ Paspalas 1995, Olynthus V, 45, P.81, P.81A, πίν. 41. Paspalas 1995, αρ , πίν Paspalas 1995, Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους μύστακες, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Σε ευβοΐζοντα αγγεία του τέλους του 8 ου αρχές του 7 ου αι. π.χ. εικονίζονται υδρόβια πτηνά (Μοσχονησιώτη 2012, 207) αλλά και σε πρωτοαττικά αγγεία του β τετάρτου του 7 ου αι. π.χ. (Agora VIII, 85, πίν. 29, και πίν. 34, 549), καθώς και σε μελανόμορφα αττικά αγγεία (Ενδεικτικά, Beazley 1956, 1), Ιωνικά (Samos V, 114, αρ.401,405, πίν. 74) και κυκλαδικά εργαστήρια χρησιμοποιούν το θέμα των σκιαγραφημένων κύκνων σε κατατομή σε αγγεία (Buschor 1929, 154, εικ. 7). Τέλος, οι κύκνοι στα αγγεία του Ωρωπού αποδίδονται με περισσότερο όγκο, με φτερούγες ανασηκωμένες (Χαραλαμπίδου 2008, 120, πίν.23, αρ. 88). 96

100 ότι εικονίζει πτηνά με σηκωμένα φτερά. Τα πτηνά είναι συνηθισμένο θέμα στις ελάχιστες εικονογραφικές παραστάσεις των αγγείων της Χαλκιδικής Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της πρωτογεωμετρικής περιόδου εικονίζονται σπάνια, όπως σ ένα κρατήρα της Τορώνης 1075, καθώς και σε κρατήρα από το Ραμοβούνι Μεσσηνίας Η αττική αγγειογραφία φέρει ξανά το ίδιο θέμα με τη υιοθέτηση του εικονιστικού ρυθμού λίγο πριν το τέλος της ΜΓ Ι περιόδου Η απόδοσή τους σε υδρόβια πτηνά και ειδικότερα σε κύκνους ερμηνεύεται από τη μια, με βάση τα εγχώρια παραδείγματα 1078, όπως τον πιθαμφορέα από το Προάστειο, τη στάμνο Μ και το σταμνοειδή κρατήρα Β (82.151) από την Τορώνη 1080 και από την άλλη, στην απόδοση και τα χαρακτηριστικά αυτών των πτηνών Ο συνδυασμός στοιχείων της γεωμετρικής 1082 και αρχαϊκής περιόδου είναι από τη μια η απόδοση των πτηνών σε ενιαία «μετόπη» και στις δύο όψεις του ώμου και από την άλλη η μη συμμετρική διάταξη των πτηνών μέσα στη μετοπή, ώστε η ουρά του δεύτερου πτηνού να εισέρχεται στο πλαίσιό της, αλλά και στην άτακτη χρήση των παραπληρωματικών μοτίβων Η απεικόνιση των πτηνών είναι συνηθισμένη στην ΥΓ περίοδο, στην «ανατολίζουσα» περίοδο εμφανίζεται ελάχιστες φορές και συναντώνται πάλι ξανά στα τέλη του 7 ου αι. π.χ Τα πτηνά αποδίδονται παρατακτικά 1085 και τα παραπληρωματικά μοτίβα αποτελούν ίσως το περιβάλλον των πτηνών και το βάθος της σκηνής και όχι διακοσμητικά στοιχεία για το φόβο του κενού Ο τρόπος απόδοσης των πτηνών είναι φυσιοκρατικός, με αναλογίες σχεδόν του φυσικού και ξεκάθαρος διαχωρισμός των επιμέρους μερών των πτηνών. Αυτά αποτελούν βασικά κριτήρια για την απομάκρυνση από τη γεωμετρική παράδοση, παρά τα συντηρητικά διακοσμητικά χαρακτηριστικά, όπως η απλή σκιαγραφία χωρίς περίγραμμα 1087, σύνηθες στο α μισό του 7 ου αι. π.χ και η χρήση επίθετων χρωμάτων και εγχαράξεων, συχνές τεχνικές του β μισού του 7 ου αι. π.χ Η ζώνη του ώμου του αγγείου Μ.26 (με βάση το σχήμα και τη διακόσμησή του χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. ή γύρω στα τέλη του) είναι σχετικά στενή όπως και η ζώνη του Μ.24, που οριοθετείται στο κάτω μέρος από ζεύγος ταινιών. Η σύνθεση επίσης διαφέρει από τα συνηθισμένα παραδείγματα. Συγκεκριμένα, στην παράσταση της ζώνης του ώμου η μια όψη διαφέρει από την άλλη 1090, θυμίζοντας παραδείγματα από τον ευρύτερο Ευβοϊκο-κυκλαδικό χώρο Η κύρια όψη φέρει τμήμα πτηνού στραμμένου προς τα δεξιά και ένας σταυρός συμπληρώνει το αριστερό άνω τμήμα της παράστασης. Το πτηνό αποδίδεται με σκιαγραφία και χαρακτηρίζεται για την 1074 Μοσχονησιώτη 2012, , Papadopoulos 1990, Αποτελεί την πρωιμότερη παράσταση ζωφόρου με πτηνά στην Χαλκιδική Coulson 1986, 14, πίν Benson Carter 1972, 32. Για είδη των πτηνών που εικονίζονται στην Γωμετρική περίοδο, βλ. Benton Κούρου 1999, 195, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 206, σημ., Tudor-Jones 1990, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 206, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Johansen 1923, 136. Kerameikos VI.2, Μοσχονησιώτη 2012, 206. Η πρώτη φορά που συναντάται η παρατακτική απόδοση πτηνών σε ζωφόρο είναι από το α τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. στα πρωτοκορινθιακά εργαστήρια και από το β τέταρτο στα πρωτοαττικά εργαστήρια, βλ. Benson 1956, 221, ση. 17. Kerameikos Vi.2, Μοσχονησιώτη 2012, 206. Βλ. και Vroulia, 252 κ.ε Μοσχονησιώτη 2012, Χαραλαμπίδου 2008, 113. Λαμπρινουδάκης 1977, Εξαίρεση αποτελεί η χρήση σκιαγραφίας μέχρι τον 7 ο αι. π.χ. σε πτηνά από αγγεία της Ερέτριας και του Ωρωπού, βλ. Χαραλαμπίδου 2008, 99, αρ. 58, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 207, σημ Μοσχονησιώτη 2012, 213, Boardman 1952,16. 97

101 καμπυλότητα και το φυσιοκρατισμό του σώματος Η ταύτιση του πτηνού είναι αρκετά δύσκολή, επειδή δεν σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του λαιμού και το κεφάλι. Μια υπόθεση είναι η ταύτισή του με περιστέρι. Άλλη υπόθεση είναι η ταύτισή του με υδρόβιο πτηνό εξαιτίας των σιγμοειδών μοτίβων, που ερμηνεύονται ως θαλάσσιο κύμα, αν και σ αυτήν την περίπτωση δεν εικονίζονται τα πόδια. Η παράσταση της πίσω όψης είναι απλοποιημένη, στην οποία κέντρο της μετόπης φέρει μεγάλο δεκατετράφυλλο ακτινωτό ημιρόδακα με διάστικτο κέντρο και κρέμεται από την ταινία του λαιμού. Αυτός περιβάλλεται από ημικύκλιο και στο κατώτερο τμήμα αποδίδονται σειρές σιγμοειδών Παρόμοιοι ανθεμωτοί ημιρόδακες 1094 απαντώνται σε θραύσματα από εγχώριους σκύφουςκοτύλες από την Τορώνη Πλήρεις ρόδακες αντίθετα εικονίζονται σε κεντρική θέση του ώμου των πιθαμφορέων Μ.31 και Π Η ζώνη του ώμου και της κοιλιάς του αγγείου Μ.28 (με βάση το συνδυασμό στοιχείων του παρελθόντος και νέων στοιχείων, που προέρχονται από την Ανατολή, το αγγείο χρονολογείται ίσως γύρω στα τέλη του 7 ου αι. π.χ.) ορίζονται από δύο ζεύγη τριπλών ταινιών, διαιρώντας το αγγείο σε δύο περίπου ισοϋψείς ζώνες. Ειδικότερα εμφανίζεται πάλι το σύστημα διακόσμησης των επιμέρους μετοπών, όπως στον πιθαμφορέα Μ.21, περιορισμένη μόνο στην πίσω όψη του ώμου, ενώ επεκτείνεται και στη ζώνη της κοιλιάς. Ο ώμος φέρει δύο διαφορετικά θέματα μεταξύ της κύριας και πίσω όψης, όπως στο αγγείο Μ.26. Τα μοτίβα είναι σχηματοποιημένα, ωστόσο είναι περισσότερο φυτικά. Στην κύρια όψη του ώμου αν και απολεπισμένη διακρίνεται σύνθετο κόσμημα από ταινίες συμπλεκόμενες χιαστί μεταξύ τους και εγγράφονται κρεμάμενα από ταινία φυλλόσχημα μοτίβα. Η σύνθεση αποτελεί παραλλαγή της διακόσμησης στην ελεύθερη περιοχή των λαβών του Μ.26. Τα δύο άκρα της ζώνης του ώμου πλαισιώνουν σιγμοειδή κοσμήματα σε συνεχή λοξή σειρά, λειτουργώντας ως παραπληρωματικά μοτίβα. Δίπλα στα σιγμοειδή κοσμήματα βρίσκονται ομάδες των τριών σταγονόμορφων- πεταλόσχημων μοτίβων. Στην άλλη όψη του ώμου εικονίζονται συστάδες από τέσσερις ευθύγραμμες ταινίες, σχηματίζοντας τρείς συνολικά «μετόπες». Η εσωτερική πλευρά των μετοπών κοσμείται με επάλληλες κυματοειδείς ταινίες, τοποθετημένες σχεδόν, όπως στην κοιλιά. Η χρήση σειράς γραμμιδίων συναντάται πολλες φορές στην κεραμική της Μένδης, όπως στα πιθόσχημα Μ.39 και Μ.41 του α μισού του 7 ου αι. π.χ. 1097, αλλά και σε αγγεία από το Καραμπουρνάκι Αντίστοιχα γραμμίδια απαντώνται και σε αγγεία από τη Μακεδονία Γραμμίδια αποδίδονται μέσα σε μετόπες και σε λοξή σειρά όπως στο αγγείο Μ Τα σταγονόμορφα-πεταλόσχημα φύλλα 1101 σε συστάδες τα έχουμε στο συγκεκριμένο αγγείο και αποτέλεσαν συνηθισμένο μοτίβο στα εγχώρια αγγεία της Μένδης και της Χαλκδικής. Εικονίζονται συχνά ανεξάρτητα και μεμονωμένα σε ζεύγη, όπως στους πιθαμφορείς Μ.28 και Μ.29 ή σε συστάδες των τριών, όπως στους πιθαμφορείς Μ.30 και Μ.31, στη σιπύη Μ , αλλά και σε οινοχόη από την Άκανθο 1103 και σε αγγεία από την Όλυνθο Επίσης, 1092 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Ο ανθεμωτός ημιρόδακας, που κρέμεται από ταινία απαντά στη ροδιακή αγγειογραφία (Schierning 1957,86) και στα «μηλιακά» αγγεία, επηρεασμένα πιθανότατα από τη Ρόδο ή την Κρήτη (Ζαφειροπούλου 1985, 104, αρ. 34, αρ Για κρητικά παραδείγματα, βλ. Levi , 325, εικ.420 d). Τα ανθέμια ολόκληρα ή διχοτομημένα εμφανίζονται στη χιακή κεραμική (Lemos 1991, 13, εικ. 3), στην κεραμική της Ανατολικής Ελλάδας (Cook 1952, 127. Schiering 1957, 120, αρ Walter-Karydi 1970, 7, 10, πίν.5,4-5. Jully 1977, 12, εικ. 14 α-β. Paspalas 1995, πίν. 60, αρ. 3/9), αλλά και στις κλαζομενιακές σαρκοφάγους (Cook 1981, , ει. 58, 16-18) Paspalas 1995, , αρ , πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, , Παντή 2008, , πίν Gimatzidis 2010, 428, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Στους αρχαϊκούς χρόνους τα βρίσκουμε σε αγγεία του φυτικού ρυθμού από την Αιολική Λάρισα (Μοσχονησιώτη 2012, 220. Paspalas 1995, ) Μοσχονησιώτη 2012, 218, σημ

102 κρέμονται συχνά από εφαπτόμενες ταινίες, όπως στους πιθαμφορείς Μ.29-Μ.30 και στη σιπύη Μ.45. και βρίσκονται σε συνεχή σειρά, όπως στο πιθόσχημο Π αλλά και στην Όλυνθο 1106 και τη Σίνδο Το μοτίβο κάνει την εμφάνισή του στις πρώιμες φάσεις της ΠΕΣ στη Μακεδονία, όπως σε δύο αμφορίσκους από το νεκροταφείο της Τορώνης 1108 και σε αγγείο από το Παλαιό Γυναικόκαστρο Η Μοσχονησιώτη ονοματίζει αυτό το μοτίβο ως σταγονόμορφα-πεταλόσχημα φύλλα Το σώμα του αγγείου Μ.29 (το αγγείο χρονολογείται στα τέλη του 7 ου ή τις αρχές του 6 ου αι. π.χ.) διαιρείται πάλι σε δύο διακοσμητικές ζώνες. Η ζώνη του ώμου κοσμείται από σύνθετο κόσμημα, που διαμορφώνεται από δύο ταινίες, που δεν ενώνονται μεταξύ τους. Λεπτές ευθύγραμμες και καμπύλες ταινίες εγγράφονται στην άνω απόληξη. Από αυτές τις ταινίες κρέμονται ανισομεγέθη και δίχρωμα σταγονόμορφα-πεταλόσχημα κοσμήματα. Το συγκεκριμένο κόσμημα αποτελεί ίσως παραλλαγή του κοσμήματος στην περιοχή των λαβών Μ , μοτίβο που το συναντούμε στη Ρόδο Το κάτω τμήμα του κοσμήματος του Μ.29 φέρει τριπλό ομόκεντρο κύκλο. Ομόκεντροι κύκλοι άτακτα τοποθετημένοι και ζεύγη σταγονόμορφων πεταλόσχημων φύλλων προστίθενται εκατέρωθεν του κεντρικού διακοσμητικού κοσμήματος. Η ίδια διακόσμηση αποδίδεται και στην πίσω όψη του αγγείου. Ο τρόπος απόδοσης των ομόκεντρων κύκλων και ο αριθμός των κύκλων 1113 πλησιάζει περισσότερο τον πιθαμφορέα ΜΠ από τη Μηκύβερνα 1114 και σ ένα αποσπασματικό παράδειγμα από το Καραμπουρνάκι 1115, χρονολογημένα στα τέλη του 6 ου αρχές του 5 ου αι. π.χ. Τα επόμενα αγγεία Μ.30, Μ.31 και Μ.32, που θα αναφερθούν, αποτελούν τα πρωιμότερα δείγματα του λεγόμενου «φυτικού ρυθμού» στην κεραμική της Χαλκιδικής, που θα επικρατήσει στη διάρκεια του 5 ου αι. π.χ. Τα φυτικά μοτίβα στη Μένδη ήλθαν ήδη από τα τέλη του 7 ου και τις αρχές του 6 ου αι. π.χ. στο πλαίσιο των γενικότερων ανατολικοϊωνικών επιρροών 1116, εντείνοντας την επίδραση τους στον 5 ο αι. π.χ. εξαιτίας των σχέσεων με την Αιολία 1117 και την Μίλητο Η διακόσμηση του ώμου του αγγείου Μ (το αγγείο χρονολογείται τέλη του 6 ου αι. π.χ.) 1120 αποτελεί συνδυασμό χαρακτηριστικών από τα αγγεία Μ.23 και Μ.28. Η ζώνη του ώμου κοσμείται από δύο εφαπτόμενες ταινίες. Από αυτές κρέμονται σταγονόμορφα πεταλόσχημα μοτίβα και εγγράφονται σ αυτές αντίστοιχα ανά δύο αντίστοιχες μικρότερες συνθέσεις. Δύο μεγάλα ροπαλόσχημα μοτίβα εμπλουτίζουν τη σύνθεση και από τα πλάγια σκέλη εκφύονται καμπύλα στελέχη. Την περιοχή μεταξύ των δύο κεντρικών μοτίβων, αλλά και εκατέρωθεν αυτών, κοσμούν τέσσερα συνολικά κλειστά άνθη λωτού με κυματοειδείς 1103 Παντή 2008, 30, πίν. 6στ ζ, σχεδ. 4 γ Ενδεικτικά, Olynthus V, P29-31, πίν , P38, πίν. 27, P45, πίν. 29, P46, πίν. 30, P60, πίν. 35, P76 και P77, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 218, σημ Olynthus V, πίν. 30, P Σίνδος 1985, 49, αρ. 67 (Τιβέριος) Papadopoulos 1987, 467, T.9-1 και Σαββοπούλου 1993, 146, αρ Μοσχονησιώτη 2012, 218. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διάφορες ονομασίες του μοτίβου, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Καρδαρά 1963, 268, εικ.255, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, πίν.1, αρ Ρουκά 2011, 14, αρ.κατ. 1, πίν. 1, 1, Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις της τέχνης της Ανατολής αλλά και της Ανατολικής Ελλάδας στη Μακεδονία, βλ. Paspalas 2006, Perron 2010, Boehlau & Schefold 1942, πίν Caan Voigtländer 1982, Samos V, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 19 (Μέρος Β: Κατάλογος των γραπτών ή εγχάρακτων ταφικών αγγείων της Μένδης). 99

103 μίσχους, μοτίβο που απαντά πιο σχηματοποιημένο στο αγγείο Μ.25. Η συγκεκριμένη σύνθεση σε αντίθεση με τα αγγεία Μ.28 και Μ.29 περιβάλλεται με το τυπικό μοτίβο των ευθύγραμμων ταινιών, που πλαισιώνουν κυματοειδή ταινία. Η κατώτερη ταινία σχηματίζει πάλι ανάστροφα τοποθετημένους «μύστακες». Οι προσθήκες των πεταλόσχημων σταγονόμορφων φύλλων 1121 αποτελούν ανατολική επιρροή Η διακοσμητική σύνθεση πλαισιώνεται από δύο μίσχους με τρίφυλλα άνθη λωτού Η ανώτερη ζώνη του ώμου του αγγείου Μ.31 (το αγγείο χρονολογείται στις αρχές του 6 ου αι. π.χ.) κοσμείται με πλάγια σιγμοειδή μοτίβα, όπως στα αγγεία Μ.23 και Μ.30. Η πλατιά μετόπη του ώμου περιβάλλεται από κάθετες ευθύγραμμες ταινίες, που περιβάλλουν κυματοειδή ταινία. Η διακόσμηση του ώμου φέρει τμήμα από τα πέταλα του κεντρικού ανθεμίου και ένα τέταρτο ανθεμωτού ρόδακα εικονίζεται στο άνω δεξιά άκρο της σύνθεσης Το μοτίβο με το ένα τέταρτο ανθεμωτού ρόδακα φέρει και ο ώμος του αγγείου Μ Στην κάτω αριστερά γωνία της διακόσμησης υπάρχει ζεύγος χιαστί τεμνόμενων ταινιών. Επίσης, αποδίδεται σπειροειδές άγκιστρο με παχύ σκιαγραφημένο το κατώτερο τριγωνικό στέλεχος και λεπτή καμπύλη απόληξη. Η διακόσμηση με τον κεντρικό ανθεμωτό ρόδακα είναι επηρεασμένη από την Ανατολική Ελλάδα με αντίστοιχα παραδείγματα το αγγείο Μ.26, Π και από ένα πιθαμφορέα ή σταμνοειδή κρατήρα από την Όλυνθο Ο τρόπος απόδοσης των ανθεμίων θυμίζει μοτίβα σε αγγεία από τη βόρεια Ιωνία 1128 και τη Χίο Τέλος, η απόδοση, ως κεντρικό μοτίβο ίσως σχετίζεται μ ένα αγγείο από τη Μύρινα του 560 π.χ Τα ανθέμια που βρίσκονται στις γωνίες 1131 έχουν ανατολικά πρότυπα 1132, ενώ υπάρχουν και σε «μηλιακά» αγγεία 1133 και ήταν διαδεδομένα και σε ερετριακό εργαστήριο Το σπειροειδές άγκιστρο θυμίζει τη διακόσμηση αττικών αγγείων της ομάδας Φαλήρου του α μισού του 7 ου αι. π.χ Άγκιστρα απαντούν επίσης σε αγγεία της μέσης πρωτοκορινθιακής περιόδου 1136 και στη μέση πρωτοαττική περίοδο 1137, ενώ από την πρώιμη ανατολίζουσα συναντάται και στα ευβοϊκά εργαστήρια 1138 και στον Ωρωπό Το ίδιο μοτίβο σε συνεχή σειρά κοσμεί και τον πιθαμφορέα Μ.38. Η άλλη όψη του αγγείου φέρει ζεύγος ευθύγραμμων ταινιών, που συγκλίνουν στο ανώτερο τμήμα, σχηματίζοντας «Λ». Ζεύγος παχύτερων ταινιών, που ενώνονται στη βάση και στα άκρα τους, είναι έντονα καμπυλωμένα και στρεφόμενα προς τα μέσα, εγγράφονται στο ανοιχτό «Λ». Τα κενά κοσμούν πέντε ζεύγη σταγονόμορφων μοτίβων, αλλά και συνεχή τεμνόμενα χιαστί κοσμήματα στα δύο άκρα. Η σύνθεση είναι σχεδόν ίδια στον ώμο του Μ.24 και Μ.30. Το 1121 Μοσχονησιώτη 2012, Τα βρίσκουμε σε θραύσμα αγγείου από τη Σάμο (Samos V, 111, αρ. 352, πίν.60) και σ ένα αμφορέα από την Ίστρια (Lambrino 1938, , εικ Alexandrescu 1978, 36-37,αρ. 1, πίν. 1). Άλλα φυτικά κοσμήματα αποδίδονται σ ένα αγγείο από την Ίασο (Paspalas 1995, πίν. 63) κ.α., βλ.μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 224, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Olynthus V, 68, αρ.22 Α-Ε, πίν Samos VI, πίν.111, Lemos 1991, 54, αρ. 259, εικ. 32,2 και 216, εικ. 108, τύπος Cook 1952, 127. Schiering 1957, 1120, αρ Walter-Karydi 1970, 7, 10, πίν. 5, 4-5. Jully 1977, 12, εικ. 14 a- b. Paspalas 1995, πίν. 60, αρ. 3/ Μοσχονησιώτη 2012, Ενδεικτικά, Boardman 1952, 28. Boardman 2001 (μετ.), 209, αρ. 356 κ.α Ζαφειροπούλου 1985, 74, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Eνδεικτικά, Agora VIII, αρ Kerameikos VI 2, εικ. 18. Χαραλαμπίδου 2008, Eνδεικτικά, Boardman 2001(μετ. ), 115, εικ Eνδεικτικά, Boardman 2001(μετ. ), , εικ Boardman 1957, 16-17, πίν. 6 d. Dèlos XVII, αρ Χαραλαμπίδου 2008, , αρ. 1, 39, 59,

104 μοτίβο με επιρροές από την ανατολή αλλάζει με τα χρόνια, πλησιάζοντας τη σύνθεση των αντιθετικά τοποθετημένων«μυστάκων», όπως φαίνεται στο αγγείο Μ Το σώμα του αγγείου Π.1 από το Πολύχρονο (πίν. 120Β) ορίζεται από δύο ταινίες πλαισιωμένες από λεπτές γραμμές. Το αγγείο με βάση τα κτερίσματά του ανήκει στο τέλος του 6 ου αι. π.χ. Εντούτοις το σχήμα και η διακόσμηση ανεβάζουν τη χρονολόγηση στα μέσα ή το β μισό του 7 ου αι. π.χ. Η μεγάλη χρονική διαφορά εξηγείται ίσως από την επανάχρησή του σε νέα ταφή ή από τη χρήση του ως «κειμηλίου». Το αγγείο με βάση τον πηλό προέρχεται από εργαστήριο της Μένδης. Η υπόθεση όμως της οπισθοδρόμησης στην παραγωγή, δεν αποδεικνύεται γενικά, στις παραγωγές του εργαστηρίου της Μένδης. Γενικά, η διακόσμηση του αγγείου σχετίζεται με τα δύο πρώιμα εγχώρια αγγεία, αλλά και με αγγεία του γ τετάρτου του 7 ου αι. π.χ. (Μ.23 και Μ.24). Η ζώνη του ώμου φέρει ομόκεντρους κύκλους, που περιβάλλουν τετραπλές συστάδες κυματοειδών ταινιών 1141, θυμίζοντας πιθανόν τα αγγεία της «ασημίζουσας» κεραμικής 1142 και τα κενά γεμίζουν με σειρά στιγμών. Η διακόσμηση του ώμου συνδέεται με το αγγειο Μ Η ζώνη του ώμου του αγγείου Π.2 φέρει αλυσίδα από δίχρωμα άνθη λωτού και ανθέμια ίδια μ αυτά του λαιμού (το αγγείο έχει παγιώσει τις τάσεις του «φυτικού» ρυθμού και έχει χρονολογηθεί με βάση τα κτερίσματα του τάφου στο π.χ. Ωστόσο η συγγενική σχέση με τα αγγεία του νεκροταφείου και τα τυπολογικά και διακοσμητικά στοιχεία οδηγούν ίσως στο β μισό του 6 ου αι. π.χ.) Αυτά πλαισιώνονται το καθένα από συστάδες τετραπλών κυματοειδών γραμμών και χαμηλότερα από την αλυσίδα του ώμου, που αποδίδεται από οριζόντια στήλη με ανοιχτά άνθη λωτού. Κάτω από την αλυσίδα βρίσκεται οριζόντια σειρά στιγμών, ίδια μ αυτήν των αγγείων Μ.21 και Μ.24 και πιο κάτω ζώνη από κάθετες πυκνές κυματοειδείς γραμμές. Η διακόσμηση στην άλλη όψη είναι ίδια, αν και πιο απλή. Η δεύτερη διακοσμητική ζώνη βρίσκεται χαμηλότερα από την κοιλιά Η σύνθεση αποτελείται από κλειστά άνθη λωτού, τοποθετημένα εναλλάξ, που κρέμονται από καμπύλους μίσχους. Οι στήλες με άνθη λωτών παρατηρούνται συχνά στα εγχώρια αγγεία, όπως στους πιθαμφορείς Π.3 και Π Παράλληλες στήλες σε οριζόντια διάταξη εμφανίζονται σε μια πυξίδα της Συλλογής Λαμπροπούλου 1146, σε σκύφο-κοτύλη από τη Θέρμη 1147, στον σταμνοειδή κρατήρα C της Τορώνης 1148 και σ ένα πιθαμφορέα ή σταμνοειδή κρατήρα από την Όλυνθο 1149 και σ ένα αμφορέα από τη Σμύρνη Οι αλυσίδες με κλειστά ή ανοικτά άνθη λωτού συναντώνται στην Ιωνία από τον 7 ο αι. π.χ Ο συνδυασμός ανθού λωτού με ανθέμια ή κάλυκες συναντώνται στις Κυκλάδες 1152, αλλά και στα «μηλιακά»αγγεία Οι λωτοί σε πλοχμοειδείς συνθέσεις απαντώνται στην Κόρινθο 1154 αλλά και στην Αττική Ο τρόπος απόδοσης των ανθεμίων και των ανθών λωτών απαντά στα μελανόμορφα αγγεία Ο τρόπος απόδοσης των ανθεμίων στο αγγείο θυμίζει αγγεία από την Τορώνη 1157 και την Όλυνθο Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, πίν. ΙΙΙ, ΙΧ και ΧI. Gimatzidis 2010, , αρ. 488, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, αρ. 22, πίν. 10 και Μοσχονησιώτη 1988, 285, εικ Tudor- Jones 1990, 185, εικ Paspalas 1995, 66, αρ. 12, πίν Olynthus V, 68, αρ.22 Α-Ε, πίν. 45. Paspalas 1995, 66, πίν.21,αρ Paspalas 1995, 69, πίν.61, αρ Payne 1931, ,αρ Ενδεικτικά, Vogelpohl 1972, 37, Ζαφειροπούλου 1985, 77-78, εικ. ΙΔ 3.5, εικ. ΙΕ, εικ. ΛΑ Vogelpohl 1972, Agora XXIII, 6-7και 204, αρ. 791, πίν Olmos 1993, , αρ Tudor-Jones 1990, εικ. 1-2, 3-5. Paspalas 1995, πίν. 33,αρ. 30 Α. 101

105 Η ζώνη του ώμου του αγγείου Π.3 (το αγγείο με βάση τα κτερίσματα χρονολογείται μεταξύ του π.χ., εντούτοις θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο β μισό του 6 ου αι. π.χ.) κοσμείται και στις δύο όψεις με την απεικόνιση στο κέντρο μεγάλου ενδεκάφυλλου ρόδακα, με τονισμένο περίγραμμα στα φύλλα και περιβάλλεται κυκλικά από σειρά μικρών λοξών φύλλων (πίν. 122). Η περιοχή ανάμεσα στις λαβές και τον ρόδακα φέρει ζεύγος τετραπλών ομόκεντρων κύκλων. Τέλος, όρθιες ή λοξά τοποθετημένες στήλες με επάλληλα ανοικτά άνθη λωτού προστίθενται στα κενά. Ορισμένα ίδια επιμέρους διακοσμητικά μοτίβα έχει ο αμφορέας από τη Μύρινα, όπως προανέφερα Ο τρόπος απόδοσης του ρόδακα συνδέεται με αγγεία από την Ανατολική Ελλάδα 1160 και με αγγεία της Αιολίας του τέλους του 6 ου αι. π.χ Η διακόσμηση της κοιλιάς έχει τεράστια ποικιλία. Τα πρωιμότερα παραδείγματα των αγγείων φέρουν στην κοιλιά τους οριζόντιες ταινίες (Μ.20) ή μετόπες (Μ.21), ακολουθώντας τη διακόσμηση του ώμου Ειδικότερα στο Μ.21 υπάρχουν μετόπες μόνο με ομόκεντρους κύκλους Η κοιλιά του αγγείου Π.3 από το Πολύχρονο φέρει επίσης σειρά από ομόκεντρους κύκλους, αυτή τη φορά όμως άτακτα τοποθετημένους Σε νεότερα παραδείγματα εμφανίζονται ξανά οι μετόπες αυτή τη φορά περισσότερο απλοποιημένες, περικλείοντας συστάδες κυματοειδών γραμμών (Μ.28), μια απλή διαγώνια γραμμή (Μ.31) ή παραμένοντας ακόσμητες (Μ.29) Στα αγγεία Μ.31 και Μ.29 οι κάθετες ταινίες που οριοθετούν τις μετόπες είναι δύο Οι συστάδες κάθετων γραμμών με κενές μετόπες είναι συχνές στην ΥΓ «ασημίζουσα» κεραμική Για πρώτη φορά εφαρμόζεται σε εγχώρια παραδείγματα το σύστημα διακόσμησης με επιμέρους μετόπες. Το σύστημα τριγλύφων και μετοπών χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στη Αττική κατά την υποπρωτογεωμετρική περίοδο έως το τέλος της γεωμετρικής και εξαφανίζεται μετά το τέλος του 700 π.χ Συνηθισμένο μοτίβο στην εγχώρια κεραμική της Χαλκιδικής είναι τα μεγάλα πλάγια σιγμοειδή μοτίβα στην κοιλιά των αγγείων με παραδείγματα τα Μ.23, Μ.24, Μ.25, Μ.26, Μ30, Π και στον ώμο του Μ Την ίδια διακόσμηση έχει και ο πιθαμφορέας αρ. 108 από την Άκανθο Αρκετές φορές μαζί με τα μεγάλα πλάγια σιγμοειδή μοτίβα υπάρχουν ζώνες με μικρότερα σιγμοειδή, όπως στα Μ.23, Μ.24, Μ.25 ή και με στιγμές, όπως στο Μ.24. Τα νεότερα παραδείγματα από το Πολύχρονο (Π.2-Π.3) ξεφεύγουν από τα προηγούμενα παραδείγματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από σχετική ομοιογένεια. Συγκεκριμένα, η διακόσμηση καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια του αγγείου, καθώς εκτείνεται στο κάτω μέρος του αγγείου Ανάλογα μοτίβα απαντούν στον ώμο ή και στην 1158 Olynthus XIII, 47, P2, πίν Μοχονησιώτη 2012, Παντή 2008, Larisa III, 1942, πίν και Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Η ΥΓ κεραμική της Εύβοιας (Coldstream 1968, ), με επιρροές από την Αττική (Lefkandi I, 62) εμφανίζει πολλαπλές γραμμές, δημιουργώντας «μετόπες». Σε αγγεία των Κυκλάδων (Delos XV, 61, αρ. Αe61, πίν. 31. Pfuhl 1903, πίν. ΙΙΙ, αρ. 3 (Α.23), αρ. 4(Α.24), κ.λ.π. Κούρου 1999, 30, αρ. 2, εικ.2, πίν. 6 και 36-37,αρ.8, εικ. 3, πίν. 9), της Κύπρου (Karageorgis- des Gagniers 1974, αρ. 341, , 356), αλλά και της ανατολικής Ελλάδας εμφανίζονται συστάδες κάθετων γραμμών στο τέλος του 8 ου αι. π.χ. και αρχές του 7 ου αι. π.χ. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το σύστημα τριγλύφων και μετοπών, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 57-61, πίν Μοσχονησιώτη 2012,

106 κοιλιά αμφορέων, υδριών και πρόχων, κυρίως στη μέση και ύστερη ελλαδική ΙΙΙ Γ 1173 και εμφανίζονται σε εγχώρια παραδείγματα από τον Καστανά Το μοτίβο επίσης εμφανίζεται σε αγγεία της «ανατολίζουσας» περιόδου Η χρήση των καμπυλόγραμμων σιγμοειδών στην εγχώρια κεραμική της Χαλκιδικής οφείλεται ιδιαίτερα στις επιρροές των εργαστηρίων της Ανατολικής Ελλάδας. Οι παραγωγές που επηρέασαν περισσότερο ήταν η waveline κοινή», που παράγεται για πρώτη φορά στον 7 ο αι. π.χ. και η ακμή της ήταν στον 6 ο αι. π.χ Οι σιγμοειδείς γραμμές έγιναν γνωστές στη Μακεδονία εξαιτίας των πρώιμων χιακών αμφορέων, που διακοσμούνταν με μεγάλο οριζόντιο S στον ώμο Το μοτίβο προέρχεται από την κεραμική της Ανατολικής Ελλάδας μέσω των χιώτικων αμφορέων, που έφθαναν στη Μακεδονία Το μοτίβο των μικρών πλάγιων συμπλεκόμενων σιγμοειδών μοτίβων στην κοιλιά απαντά στα αγγεία Μ.23, Μ.25, Μ και στο λαιμό του αγγείου Μ από τη Μένδη, αλλά και στον πιθαμφορέα αρ.12 από την Τορώνη Το μοτίβο είναι γνωστό από τη μυκηναϊκή εποχή Παραδείγματα αυτής της περιόδου προέρχονται επίσης από πρωτοαττικά αγγεία, από ένα κορινθιακό σκύφο των μέσων του 7 ου αι. π.χ. και άλλα Αντίστοιχα αγγεία από την Εύβοια φέρουν σιγμοειδή μοτίβα ήδη από τους ΥΓ χρόνους Η εφαρμογή αυτού του μοτίβου στους πρώιμους πιθαμφορείς της Χαλκιδική είναι ίσως δάνειο 1185 από τον ανατολικοϊωνικό χώρο 1186 ή μάλλον από τις Κυκλάδες Η κοιλιά του αγγείου Μ.25 φέρει την καταδίωξη ενός λαγού από ένα κυνηγόσκυλο, που διακόπτει τη σειρά πλάγιων σιγμοειδών μοτίβων έκκεντρα σε σχέση με τον κατακόρυφο άξονα του αγγείου. Αυτή η σύνθεση είναι άγνωστη στην εγχώρια παραγωγή της Χαλκιδικής Ο σκύλος εικονίζεται να τρέχει με τα πόδια ενωμένα, χαρακτηριστική απόδοση στα πρωτοκορινθιακά και ανατολικά παραδείγματα Η κοιλιά έχει έντονη κλίση, δηλώνοντας έτσι ο αγγειογράφος τον διασκελισμό του ζώου Η κίνηση δίνεται μόνο από τα μπροστινά πόδια αντίθετα με τα πίσω, που φαίνονται σχεδόν στατικά. Αυτό το στοιχείο υποδηλώνει είτε την αδεξιότητα του αγγειογράφου, είτε τη στιγμή που το ζώο ετοιμάζεται να εφορμήσει στο λαγό. Ο λαγός είναι αποδοσμένος σαν τον σκύλο, συγκεκριμένα δεν απεικονίζονται τα πλευρά, τα αυτιά είναι μικρά και μια αφύσικη 1173 Ενδεικτικά, Mountjoy 1998(μετ.), 146, εικ.171, 192, εικ. 239 και 194, εικ Paspalas 1995, 257, σημ.7-9. Παντή 2008, 60 και Podzuweit 1979, 212, εικ. 21, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, 199. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την «waveline» κοινή, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 201. Το μοτίβο συναντάται στους χιακούς αμφορείς από το β μισό του 7 ου αι. π.χ. και επιβιώνει μέχρι το τρίτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., βλ. Cook Dupont 1998, 146. Άλλο ένα πρώιμο παράδειγμα προέρχεται από τη Θάσο, βλ. Bernard 1964, , εικ. 50 και ανάλογο μοτίβο φέρουν οι κλαζομενιακοί αμφορείς (τύπος Ι και ΙΙ), που χρησιμοποιείται ως το τελευταίο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. Κλαζομενιακοί αμφορείς του τύπου Ι βρέθηκαν στο αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων, βλ. Sezgin 2004, Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 199, σημ. 1458, όπου και περισσότερα παραδείγματα, που φέρουν το ίδιο μοτίβο Paspalas 1995, πίν Ανδρέου Κωτσάκης 1996, 379, σχ. 7, αρ. ΤΚΑ Μοσχονησιώτη 2012, 199, σημ Ανδρειωμένου 1990, 93, αρ. 24, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, 199. Για αμφορείς της Ομάδας Αb της Δήλου, βλ. Pfuhl 1903, 187, αρ. 2, J14 και 3, J16, πίν. ΧΧΧ. Λεμπέση 1967, πίν. 83 α-β Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παραδείγματα απεικονίσεων σκυλιών σε πρωτοκορινθιακούς αρυβάλλους από τα Άβδηρα, βλ. Σκαρλατίδου 2010, 312, αρ. Κ175 δ,εικ. 65 και Κ175 ιγ, εικ. 66 α-β. 103

107 καμπύλη υποδηλώνει τα μπροστινά πόδια χωρίς να υποδηλώνει την κίνηση Ο σκύλος απαντά για πρώτη φορά 1192 στο θεματολόγιο των παραστάσεων της Αττικής στο τέλος της ΥΓ περιόδου 1193 και ο λαγός στα βοιωτικά αγγεία την ίδια περίοδο Κατά τη διάρκεια της «ανατολίζουσας» περιόδου εισάγεται ο σκύλος στην εικονογραφία της ελληνικής αγγειογραφίας, αποκτώντας κάποιες φορές πρωταγωνιστικό ρόλο Ο σκύλος αποδίδεται σε αγγεία της μέσης και ύστερης πρωταττικής περιόδου 1196, ενώ ο σκύλος που τρέχει εικονίζεται σε αγγεία της πρωτοκορινθιακής κεραμικής 1197, αλλά και σε αγγεία άλλων περιοχών Το κυνήγι του λαγού από το σκύλο απαντά σε αττικά αγγεία του ύστερου 8 ου αι. π.χ Επίσης, απαντάται στην πρωτοκορινθιακή κεραμική από τη ΜΠΚ Ι (μετά τις αρχές του 7 ου αι. π.χ.) 1200 μέχρι τα μέσα του 7 ου αι. π.χ. 1201, αλλά και στην κεραμική του ρυθμού Αιγάγρων κατά την πρώιμη φάση, δηλαδή γύρω στο π.χ Στην αρχαϊκή μελανόμορφη αγγειογραφία γίνεται κύριο εικονιστικό θέμα Ο σκύλος και ο λαγός σε αντίθεση με τα πτηνά του ώμου αποδίδονται με περίγραμμα και με γραμμική απόδοση των λεπτομερειών, όπως τους μύες, τα πλευρά, τα μάτια και το στόμα. Η χρήση δύο διαφορετικών τεχνικών θα ήταν δυνατόν να ερμηνευτεί ως πειραματική προσπάθεια του αγγειογράφου, να αποδώσει την καινούργια τεχνική του περιγράμματος. Οι κύκνοι αντίθετα χαρακτηρίζονται για το φυσιοκρατισμό και την πλαστικότητά τους. Σημαντικό επίσης μοτίβο είναι το άνθος λωτού, που κάνει την πρωιμότερη εμφάνιση του στο αγγείο Μ.25 και θα αποτελέσει συνηθισμένο θέμα στην εγχώρια κεραμική μέχρι τον 5 ο αι. π.χ., αποδοσμένο με την πάροδο των χρόνων περισσότερο φυσιοκρατικά και κυρίως σε ελικοειδείς συνθέσεις Αυτό απαντάται στους πιθαμφορείς Μ.30, Π.2, Π.3, στον πίθο Π.5 και στους σκύφους-κοτύλες του ύστερου 6 ου αι. π.χ Τα άνθη λωτού χρησιμοποιούνται συχνά στην ανατολίζουσα περίοδο Η χρήση τους ως παραπληρωματικών μοτίβων θυμίζει παραδείγματα σε αγγεία της ώριμης ανατολίζουσας περιόδου από την Ερέτρια και τον Ωρωπό 1207, ενώ άνθη λωτών, που περιβάλλουν το κεντρικό θέμα προέρχονται από την ανατολική Ελλάδα και τη Μικρά Ασία Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Cook , 181. Boardman 1966, 1-5. Coldstream 1994 β, Boardman 2001(μετ.), Boardman (μετ.) 2001, εικ Ruckert 1976, BA Μοσχονησιώτη 2012, Cook , Neeft 1987, 71, 125, 133, 135, , 150, 153 κ.ε.. Payne 1933, Εμφανίζονται σε αγγεία από την Ερέτρια (Boardman 1957, 17-18, πίν.4-5), τη Λακωνία, τη Βοιωτία, τη Ρόδο, την Ιωνία, την Ετρουρία και τη Νότια Ιταλία. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διάδοση αυτού του θέματος, βλ. Παπαοικονόμου , Coldstream 1968, 76. Coldstream 1994 β, Johansen 1923, 135, πίν.31, πίν.32, πίν.35,1, ίν.40, Ιd-e. Kraiker 1951, πίν. 23, 288. Perachora II, 1962, πίν. 1,92. Boardman 2001 (μετ.) , εικ. 173, 176, 177. Corinth VII, part II, αρ. 13. Corinth XV, part III, αρ. 298, αρ Payne 1931,74, σημ.9. Perachora II Ενδεικτικά, Johansen 1923, 135. Καρδαρά 1963,66 και , εικ Schiering 1957, 51. Boardman 2001(μετ.), εικ Παπαοικονόμου , Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 211, σημ Μοσχονησιώτη 2012, 211. Αλυσίδες με κλειστά ή ανοιχτά άνθη λωτού συναντώνται σε αγγεία από την Ιωνία, βλ.vogelpohl 1972,54, τις Κυκλάδες, βλ. Dugas 1925, 241. Strøm 1962, 273, πίν. ΙΙ b Vogelpohl 1972,37, 8.56, τη Θήρα, βλ.thera II 142, εικ. 339, τη Μήλο, βλ. Ζαφειροπούλου 1985,77-78, εικ. ΙΔ 3.5, εικ. ΙΕ, εικ. ΛΑ, τη Κόρινθο, βλ. Vogelpohl 1972, 70-72, την Αττική, βλ. Agora XXIII, 6-7 και 204, αρ. 791, πίν Χαραλαμπίδου 2008, 117 και αρ. 93, πίν Παραδείγματα εμφανίζονται σε αγγεία από τη Σάμο (Samos V, 71-72, αρ.591, πίν. 115), τη Σμύρνη (Paspalas 1995, 69-70, πίν. 59 3/1-4), τη Μίλητο (Voigtländer 1982, 43,50, εικ.12, αρ ), τη Χίο (Lemos 1991, 244, αρ. 270, πίν. 33), τις Κλαζομενές (Güngör 2004, 127, εικ. 13) και την περιοχή της Καρίας (Lenz 1997, 52-54, αρ.7, εικ ). 104

108 Η κοιλιά του πιθαμφορέα P1/ΜΘ.34/P κοσμείται από συνεχές μοτίβο με απλές διπλές θηλιές Η κατώτερη ζώνη του αγγείου Π.3 φέρει κυματοειδή ταινία, όπως στο αγγείο Π Οι αγκυλωτοί σταυροί του αγγείου Μ.25 λειτουργούν ως παραπληρωματικά μοτίβα, όπως και στο αγγείο Μ Το αγγείο Μ.28 φέρει στην κοιλιά μετόπες, εσωτερικά των οποίων υπάρχουν επάλληλες κυματοειδείς ταινίες Γενικά, η εξωτερική επιφάνεια της βάσης των αγγείων είναι πάντοτε ολόβαφη Τέλος, αναφορικά με τις αλλαγές του σχήματος παρατηρείται τονισμός των κύριων αρθρώσεων του αγγείου με τάση δημιουργίας περισσότερο ραδινών μορφών. Η διακόσμηση της ζώνης του ώμου σταδιακά αυξάνει σε ύψος και αποκτά πλήρη αυτάρκεια με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των αγγείων σε συνάφεια με το περιβαλλόμενο διακοσμητικό θέμα. Επιπλέον, ο αριθμός των διακοσμητικών ζωνών αυξάνεται, έτσι ώστε στα νεότερα παραδείγματα να καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια των αγγείων. Οι πιθαμφορείς του τύπου Ι (παραλλαγή Α) από το νεκροταφείο της Μένδης παράγονται χωρίς σημαντικές μεταβολές στην τυπολογία καθ όλη τη διάρκεια του 7 ου έως τις αρχές του 6 ου αι. π.χ., τα νεότερα όμως αγγεία Μ.26 και Μ.31 ακολουθούν ορισμένα καινούργια στοιχεία χωρίς να διαφέρουν από τη βασική τυπολογία. Στενή συγγένεια παρατηρείται όσον αφορά τη διακόσμηση στους πιθαμφορείς Μ.20, Μ.23, Μ.24, Μ.25, Μ.27, Μ.28, Μ.30, Μ.31 και Μ.32. Αντίθετα τα αγγεία Μ.21 και Μ.29 έχουν μικρότερη σχέση. Το Μ.26 συσχετίζεται με βάση το μοτίβο των λαβών των αγγείων Μ.28, Μ.29 και Μ.30, αν και παρατηρούνται κάποιες διαφορές. Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν βάσιμα στην υπόθεση της παρουσίας ενός εργαστηρίου σ αυτήν την περιοχή, εξαιτίας των επιμέρους ομοιοτήτων στα αγγεία. Η ύπαρξη ξεχωριστών τάσεων, βρίσκουν την ερμηνεία τους στον επαρχιακό χαρακτήρα του εργαστηρίου και στο γεγονός της απασχόλησης διαφορετικών τεχνιτών ή και των ομάδων, που δούλεψαν σ αυτό Τύπος 1, Παραλλαγή Β Τέσσερα σχεδόν ολόκληρα αγγεία και ένα αποσπασματικό από τη Μένδη ανήκουν σ αυτήν την παραλλαγή της «γραπτής κεραμικής της Χαλκιδικής» [Μ-33 (πίν. 104Β), Μ-34 (πίν. 105), Μ-35 (πίν. 106), Μ-36 (πίν. 107) και Μ-37]. Η διαφορά με την παραλλαγή Α βρίσκεται στο σχετικά ψηλό κωνικό πόδι. Αυτά τα αγγεία διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες με βάση τη διακόσμηση και το σχήμα τους. Ο πιθαμφορέας Μ.33 (Α.159-Τ.194/ΜΘ.16618) εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία. Το αγγείο έχει σφαιρικό σώμα, πλησιάζοντας στην τυπολογία των αγγείων της παραλλαγής Α. Οι δύο διαφορές που συναντώνται είναι στο πόδι και στη διαμόρφωση των λαβών. Οι λαβές έχουν στη ράχη τους πρόσθετη πλαστική ταινία Το σχήμα της λαβής πλησιάζει 1209 Olynthus XIII, 45-47, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 237. Αυτό το μοτίβο εμφανίζεται στην Ιωνία (Venit 1988, 20,αρ. 64, πίν. 18) και τις Κυκλάδες (Ζαφειροπούλου 1985, 73, εικ. Θ17. Delos XVII, πίν. 21, 13) και γενικότερα στο Αιγαίο, ενώ πιο σπάνια (Μοσχονησιώτη 2012, 237) απαντά στην πρωτοκορινθιακή (Perachora II, πίν.24, 457, για ένα παραδείγμα από την Ιθάκη, βλ. Robertson 1948, πίν. 25, 382) και πρωτοαττική κεραμική (Kerameikos VI.2, 525, εικ. 61, 228). Στην αρχαϊκή περίοδο εμφανίζεται πολύ συχνά (Μοσχονησιώτη 2012, 237) στην ερετριακή αγγειογραφία (Boardman 1952, 21-22, εικ. 20. Χαραλαμπίδου 2008, εικ. 34 a-b και εικ Για παραδείγματα από τον Ωρωπό, βλ. Χαραλαμπίδου, ό.π. πίν. 32, αρ ) Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Το ίδιο συμβαίνει στα αγγεία Μ.35,Μ.36 (πιθαμφορείς), Μ.46 (στάμνος) και Μ.48 (κρατήρας), τα οποία θα αναφερθούν παρακάτω, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, 228, σημ Μοσχονησιώτη 2012,

109 σχηματικά τις λαβές του πίθου Μ.11 της «ασημίζουσας», στον οποίο η πρόσθετη ταινία επεκτείνεται στον ώμο 1217 του πίθου από τον Καστανά (πίν. 125ΣΤ) 1218 και στο σταμνοειδή κρατήρα Β από την Τορώνη Το σχήμα του λαιμού και των λαβών 1220 απαντάται σ ένα πιθαμφορέα του α μισού του 6 ου αι. π.χ. από τη Νίσυρο 1221, ενώ οι παρόμοιες λαβές 1222 συναντώνται σε αμφορείς από τη Σμύρνη Ο τρόπος απόδοσης της διακόσμησης είναι εντελώς διαφορετικός σε σχέση με τα αγγεία της παραλλαγής Α. Εμφανίζονται υστερογεωμετρικά μοτίβα, αποδοσμένα με ιδιαίτερα πρόχειρο και βιαστικό τρόπο. Το χείλος του αγγείου φέρει ταινία στην περίμετρο και στην εσωτερική επιφάνειά του. Η οριζόντια επιφάνειά του από την άλλη φέρει στενή ταινία, από την οποία εκφύονται κατά διαστήματα εγκάρσιες πλατιές ταινίες. Ο λαιμός χωρίζεται από δύο ταινίες, ενώ μια τρίτη ορίζει το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο. Οι δύο ζώνες του λαιμού φέρουν αντιθετικές συνεχείς κυματοειδείς ταινίες. Το σώμα χωρίζεται με πυκνές ταινίες, διαμορφώνοντας ζώνες. Η διακόσμηση του ώμου είναι ενιαία κατά τα ΥΓ πρότυπα. Συγκεκριμένα, ομόκεντρα ημικύκλια «κρέμονται» από την κατώτερη ταινία του λαιμού, ενώ αντίστοιχα ομόκεντρα ημικύκλια πατούν στην κάτω ταινία του ώμου. Αυτά τα μοτίβα επεκτείνονται και στην ελεύθερη περιοχή των λαβών. Συστάδα τριών-τεσσάρων οριζόντιων γραμμών τέμνεται από πυκνά κάθετα γραμμίδια, διαμορφώνοντας είδος δικτυωτού, που περιβάλλεται από τις δύο σειρές ομόκεντρων ημικυκλίων. Τα κενά καλύπτονται με συστάδες κάθετων ή σχετικά λοξών κυματοειδών γραμμιδίων, αποδοσμένα με πολλαπλό πινέλο, τα οποία θυμίζουν τον τρόπο πλήρωσης του κενού στους βορειοελλαδικούς πιθαμφορείς. Η ζώνη της κοιλιάς φέρει τριπλούς ομόκεντρους κύκλους σε μονή σειρά, που συνδέονται διαγώνια με λεπτή γραμμή διαμορφώνοντας είδος «ψευδόσπειρας». Η ράχη των λαβών φέρει εξωτερικά πλατιά ταινία. Το πόδι είναι ολόβαφο. Τα μοτίβα και η συνολική διακοσμητική σύνθεση θυμίζει τα πρότυπα στα πιθόσχημα της Α παραλλαγής από το νεκροταφείο, κυρίως το αγγείο Μ Το μοτίβο απαντάται μόνο σ ένα θραύσμα πιθόσχημου από το Καραμπουρνάκι Από την υπόλοιπη Ελλάδα συναντάται με σχεδόν παρόμοιο τρόπο σε ευβοϊκά αγγεία 1226, στην αττική αγγειογραφία εικονίζεται ήδη από τη ΜΓ περίοδο 1227, ενώ συναντάται σε ΥΓ αγγεία από τις Κυκλάδες 1228 και τη Σάμο 1229 και τέλος αποδίδεται σε αγγεία της αρχαϊκής περιόδου Τα ομόκεντρα ημικύκλια είναι σύνηθες μοτίβο στην κεραμική της Χαλκιδικής και γενικά στο βορειοελλαδικό χώρο και χρησιμοποιούνται για αρκετά χρόνια, όπως και οι ομόκεντροι κύκλοι Τα ομόκεντρα ημικύκλια αποδίδονται συχνά σε μονή σειρά τοποθετημένα όρθια ή αντίστροφα και κοσμούν συνήθως δευτερεύουσες ζώνες ως κύρια μοτίβα. Το μοτίβο απαντάται σε αντίστοιχη θέση στο πιθόσχμημο Μ , αλλά και σε πιθόσχημα από το Καραμπουρνάκι Στον πιθαμφορέα ΜΠ.1309 από τη Μηκύβερνα 1234 εικονίζεται αυτό το 1217 Μοσχονησιώτη 2012, 240,σημ Hänsel 1979, 197, εικ. 18, Tudor-Jones 1990, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, πίν. 62, αρ. 3/ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, πίν.61, αρ. 3/12 πίν.62, αρ. 3/ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, , αρ Lefkandi I, πίν. 55, αρ Coldstream 1997 (μετ.), 258, εικ. 61 γ Coldstream 1997 (μετ.), 101, εικ.23 β Pfuhl 1903, πίν. ΙΙ, αρ. 1(Α.11) και 3(Α.12) 1229 Samos V, 24 και 95,αρ. 72, πίν Pfuhl 1903, 100, A20, πίν. V Μοσχονησιώτη 2012, 242.Heurtley 1939, 106 και 235, αρ. 480, 237, αρ και 238, αρ. 496, Ανδρόνικος 1969, 168 κ.ε.εικ και , εικ. 33( Υ 2) Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008,

110 μοτίβο στη ζώνη της κοιλιάς και ως παραπληρωματικό μοτίβο στον πιθαμφορέα αρ. 109 από την Άκανθο Η χρήση του σε αρχαϊκά αγγεία συνδέεται με την επιβίωσή του από την «ασημίζουσα» κεραμική Το αγγείο χρονολογείται με βάση τη διακόσμηση και το σχήμα στο α μισό του 7 ου αι. π.χ. Το αγγείο Μ.34 (Α.62-Τ.80) που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, έχει μεγάλη ομοιότητα όσον αφορά το σχήμα με τα άλλα αγγεία από το Πολύχρονο, αλλά με μεγάλη διαφορά ως προς τη διακόσμηση. Το αγγείο έχει κατασκευασθεί από εγχώριο πηλό, ενώ η ζώνη του ώμου φέρει παχύ υπόλευκο επίχρισμα. Στη διακόσμηση χρησιμοποιήθηκε ξανά βαθύ κοκκινωπό/ιώδες υάλωμα. Το σώμα είναι ωοειδές, με τη μεγαλύτερη διάμετρο αρκετά ψηλά προς την περιοχή του ώμου. Ο λαιμός είναι ευρύς και ακουμπά στο σώμα λίγο ανώμαλα. Το χείλος έχει διαμορφωθεί πιθανόν για την υποδοχή πώματος, όπως στο Μ.31. Η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο φέρει πλαστικό αναβαθμό αντίστοιχο με τους πιθαμφορείς Μ.26 και Μ.31. Οι λαβές είναι αρκετά ψηλές και βρίσκονται χαμηλότερα στον ώμο, κοντά στο σημείο της μέγιστης διαμέτρου του αγγείου. Η ελεύθερη περιοχή των λαβών φέρει ζεύγος μαστοειδών αποφύσεων. Το πόδι αποδίδεται σχετικά ψηλό και κωνικό, ανακαμπτόμενο στην εξωτερική περιφέρεια, όπως θα φανεί παρακάτω στον πιθαμφορέα Μ.36 και στον κρατήρα Μ Το σχήμα του αγγείου και κυρίως ο λαιμός παρομοιάζεται με τον πιθαμφορέα αρ.107 από την Άκανθο Η διακόσμηση του αγγείου διαφέρει από τις σύγχρονες κεραμικές παραγωγές της Μένδης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Το αγγείο φέρει αραιό υάλωμα στο κατώτερο τμήμα του σώματος και το πόδι λεπτές ταινίες. Το χείλος φέρει εξωτερικά και εσωτερικά καστανή ταινία. Ο λαιμός κοσμείται από δύο στενές ταινίες, που περιβάλλουν συνεχείς κάθετες κυματοειδείς ταινίες. Στις λαβές αποδίδονται οι συνηθισμένες εγκάρσιες ταινίες και μια παχύτερη περιβάλλει τη ρίζα. Οι ζώνες του σώματος διαφέρουν από τα άλλα αγγεία της Μένδης. Η ζώνη του ώμου περιβάλλεται από μεμονωμένες λεπτές ταινίες και ορίζεται από συστάδα οριζόντιων γραμμών, που τοποθετούνται στη θέση της μέγιστης διαμέτρου του αγγείου. Η ζώνη με το συνεχές δικτυωτό περιβάλλεται από αυτήν τη συστάδα και πλαισιώνεται από παχύτερη ταινία. Η κύρια όψη του ώμου φέρει σύνθετο φυτικό κόσμημα. Τριγωνικά, ίσως σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα και μικρά σφαιρίδια, που αποδίδουν καρπούς, εκφύονται από τα γραμμίδια. Αντίστοιχοι καρποί κρέμονται από τις απολήξεις των ελίκων. Τέσσερα ισοσκελή τρίγωνα από συμπαγές/ιώδες υάλωμα πατούν στη γραμμή, που ορίζει το κάτω τμήμα του ώμου. Η πίσω όψη φέρει έξι συνολικά σκιαγραφημένα, αλλά όχι ισοσκελή τρίγωνα, που σχηματίζουν είδος «διπλού πέλεκυ» και τοποθετούνται σε συνεχή σειρά χωρίς την παρεμβολή ταινιών. Η διακόσμηση με κάλυψη του κατώτερου μέρους του σώματος από ενιαίο χρώμα, που παρεμβάλλονται εδαφόχρωμες ταινίες, αλλά και πολλαπλές λεπτές γραμμές στην περιοχή της κοιλιάς, στην οποία εικονίζεται στενή ζώνη γραμμικών μοτίβων 1239, θυμίζουν τους πρώιμους ευβοϊκούς αμφορείς 1240 και τους αμφορείς του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» Οι κάθετες κυματοειδείς γραμμές στο λαιμό 1242, πλησιάζουν τους αμφορείς της Ερέτριας 1243, του Ωρωπού 1244, της Βοιωτίας 1245 και του «γραμμικού νησιωτικού» ρυθμού Paspalas 1995, πίν. 1,αρ Παντή 2008, πίν Γιματζίδης 1997, 40-41, ΣΑ 167, πίν. V, 8 και ΣΑ 3, πίν. IX, A Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 57-61, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1997 (μετ.) 259 εικ Pfuhl 1903, πίν. XXVIII-XXIX και ΧΧΧ, αρ. 1 (J 11), Λεμπέση 1967, πίν. 79 και 80, Ζαφειροπούλου 2004, 417, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Boardman 1952, 16-17, πίν.3, και πίν. 4 Β2, Χαραλαμπίδου 2008, εικ , ομάδα D Χαραλαμπίδου 2008, 103, αρ , πίν

111 Τα ζεύγη ελίκων που περιβάλλουν ανθέμια είναι συνηθισμένο μοτίβο στον ανατολίζοντα ρυθμό Τα σκιαγραφημένα τρίγωνα απαντούν στην ιωνική κεραμική του 7 ου και του 6 ου αι. π.χ., που εικονίζονται σκιαγραφημένα και ανάστροφα Τέλος, σκιαγραφημένα τρίγωνα ανεστραμμένα ή κρεμάμενα αποδίδονται σε ζώνες αγγείων στο ευβοϊκό εργαστήριο του α μισού του 7 ου αι. π.χ Οι διπλοί σκιαγραφημένοι πελέκεις αποδίδονται 1250 συχνά εναλλασσόμενοι με ομάδες κατακόρυφων γραμμών σε αττικά αγγεία ήδη από την ΜΓ περίοδο 1251 και στα κορινθιακά αγγεία κατά την πρώιμη πρωτοκορινθιακή περίοδο Επιπλέον, απαντάται σε δύο αποσπασματικά σωζόμενους αμφορείς από την Ερέτρια 1253, σε αμφορείς του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» 1254 και σ ένα αργίτικο κρατήρα του πρώιμου 7 ου αι. π.χ Η κάλυψη των ζωνών με δικτυωτό μοτίβο συνηθίζεται στην «ασημίζουσα» κεραμική με επιρροή από την Εύβοια Αντίστοιχη διακόσμηση εμφανίζεται σε ΥΓ ευβοϊκά αγγεία 1257 και σε πρώιμα αγγεία της Ανατολικής Ελλάδας 1258, αλλά και σε αγγεία με μαύρο βάθος από τη Κυδωνία Χανίων Το αγγείο χρονολογείται στο β μισό του 7 ου αι. π.χ. λαμβάνοντας υπόψη το συνδυασμό στοιχείων, ιδιαίτερα του ευρύτερου ευβοϊκού-βοιωτικού και κυκλαδικού και ίσως αττικού χώρου με επιρροές από την Ανατολική Ελλάδα και με τα παρόμοια τυπολογικά χαρακτηριστικά με τα αγγεία Μ.36 και Μ.48. Ωστόσο τα κτερίσματα (μια όλπη και άποδη κύλικα) του τάφου, συγκεκριμένα δύο «ιωνίζοντα» αγγεία κατεβάζουν τη χρονολόγηση στο β μισό του 6 ου αι. π.χ. 1260, δημιουργώντας ένα χάσμα στη χρονολόγηση εξαιτίας αυτών των δύο προσεγγίσεων. Βέβαια υπάρχει δυσκολία στη χρονολόγηση των «ιωνιζώντων» αγγείων μικρού σχήματος, που είναι κατασκευασμένα στο βορειοελλαδικό χώρο. Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από τα αγγεία Μ.35 και Μ.36, ίσως και το Μ.37 των οποίων δεν σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του λαιμού και του χείλους, αποτελώντας μικρότερη εκδοχή του σχήματος των πιθαμφορέων. Ειδικότερα το Μ.35 (Α.103-Τ.129/ΜΘ.16614) έχει ωοειδές σχεδόν βολβόσχημο σώμα, ψηλό κυλινδρικό λαιμό, που διευρύνεται προς τα πάνω. Οι λαβές βρίσκονται λοξά και χαμηλά στον ώμο, ενώ το κωνικό πόδι έχει ευρεία επίπεδη και έντονα διευρυμένη βάση. Η διακόσμηση είναι απλοποιημένη και τελείως γραμμική. Ο λαιμός φέρει δύο ζεύγη λεπτών γραμμών, που περιβάλλουν κυματοειδή ταινία αντίστοιχη με αυτές, που απαντούν στα αγγεία Μ.21 και Μ.25. Πλατιά ταινία ορίζει το ανώτερο τμήμα προς το χείλος και το σημείο ένωσης του λαιμού με τον ώμο του αγγείου. Η ζώνη του ώμου φέρει στο άνω τμήμα κοντά στο λαιμό τέσσερις λεπτές ευθύγραμμες ταινίες και στο κατώτερο συστάδα πέντε ταινιών. Το σώμα χωρίζεται από τρείς πλατιές ταινίες και μια πλατύτερη τονίζει το σημείο ένωσης με το πόδι. Ο ώμος φέρει συστάδες τετραπλών κάθετων γραμμών σαν τρίγλυφα, διαμορφώνοντας «μετόπες». Οι μετόπες κοσμούνται με χιαστί κόσμημα. Την άνω 1245 Boardman 1952, 16-17, σημ Pfuhl 1903, 183 κ.ε., Thera II, 198 κ.ε., Λεμπέση 1967, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 246. Ενδεικτικά, Schiering 1957, πίν. 12, πίν. 4-6, 1 και 14.1, Καρδαρά 1963, εικ. 48 και Χαραλαμπίδου 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1997 (μετ.), 100, εικ. 23 α 1252 Coldstream 1968, πίν. 19 a (ΥΓ) και πίν. 20 f και 21 d 1253 Κουρουνιώτης 1903, 34, αρ.4 και 5, εικ Pfuhl 1903, 184, πίν. ΧΧVII,αρ. 2, J Boardman 2001 (μετ.), 146, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Lefkandi I, πίν. 36,αρ. 10 και πίν. 57,αρ Bernbeck Pollock 2003,41, εικ Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 2004, 30, εικ. 13, αρ.. 71 P1579 και P Μοσχονησιώτη 2012, 247. Για τη χρονολόγηση της κύλικας, βλ. Τιβέριος 1990 α,

112 επιφάνεια των λαβών περιτρέχει πλατιά ταινία. Το πόδι είναι ολόβαφο από υάλωμα, που διακόπτεται στο χαμηλότερο τμήμα από εδαφόχρωμες γραμμές Το σχήμα θυμίζει τα πρότυπα του πρώιμου ΥΓ ΙΙ αμφορέα από την Εύβοια 1262, αλλά και το σωζόμενο ευβοϊκό κρατήρα της ίδιας περιόδου από τη Μεθώνη Η διακόσμηση ανακαλεί τους αμφορείς «γραμμικού νησιωτικού» ρυθμού 1264, αλλά και γεωμετρικά και ΥΓ πρότυπα από τις Κυκλάδες 1265 και τη Σάμο Μετόπες, που διαφοροποιούνται με περισσότερες από τρεις κάθετες ταινίες και φέρουν απλές τεμνόμενες ταινίες 1267, εμφανίζονται σε ΥΓ αγγεία από το Λευκαντί 1268 και την Ερέτρια 1269, ενώ στην αρχαϊκή περίοδο απαντώνται και στη Χίο Η διακόσμηση με αυτές τις μετόπες, αν και άγνωστη στην εγχώρια πρωτογεωμετρική κεραμική 1271, εμφανίζεται εντούτοις στον ώμο ενός κρατήρα του β μισού του 8 ου αι. π.χ. από τον κλίβανο της Τορώνης Η απλή και γραμμική διακόσμηση του αγγείου Μ.35 συνδέεται με τα αγγεία Μ.20 και Μ.21, ενώ και η σχέση του με τα αγγεία της Μεθώνης και της Τορώνης οδηγούν σε υψηλή χρονολόγηση, γύρω στο α μισό του 7 ου αι. π.χ. Το αγγείο Μ.36 (Α.102-Τ.128) έχει κυλινδρικό και ευρύ λαιμό. Το σώμα είναι σφαιρικό με τη μεγαλύτερη διάμετρο αρκετά ψηλά. Οι λαβές βρίσκονται ψηλότερα και με κλίση προς τα έξω. Το κωνικό πόδι καταλήγει σε ανακαμπτόμενη βάση με έντονο αναβαθμό. Η ίδια διαμόρφωση εμφανίζεται στον πιθαμφορέα Μ.34 και τον σκυφοειδή κρατήρα Μ.48. Ο λαιμός φέρει συστάδες κάθετων γραμμιδίων σε δύο σειρές, σχηματίζοντας κενές μετόπες, που ορίζονται στο πάνω και κάτω μέρος από οριζόντιες λεπτές ταινίες. Η ζώνη του ώμου φέρει στο πάνω μέρος μονή γραμμή. Η περιοχή με τη μεγαλύτερη διάμετρο φέρει δέκα πολλαπλές γραμμές, εναλλάξ σκούρου και ανοικτού υαλώματος. Η περιοχή του ώμου χωρίζεται σε μικρές μετόπες από συστάδες των εννέα κάθετων ευθύγραμμων ταινιών. Η ζώνη της κοιλιάς φέρει δύο πλατιές ταινίες, η λαβή επίσης ταινία και τέλος το κάτω μέρος του σώματος και η βάση είναι ολόβαφα. Ο ώμος στην κύρια όψη φέρει πτηνό σε κατατομή προς τα δεξιά. Το σχέδιο είναι πρόχειρο, επειδή ξεπερνά τα όρια της μετόπης, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της ουράς και του ράμφους προεκτείνεται και στην περιοχή των κάθετων γραμμών. Το σώμα του πτηνού είναι αποδοσμένο με την τεχνική της σκιαγραφίας, ενώ το κεφάλι του πτηνού εικονίζεται με περίγραμμα. Αυτός ο συνδυασμός είναι συνηθισμένος στις εικονιστικές αποδόσεις 1273 του α μισού του 7 ου αι. π.χ. 1274, όπως στα Μηλιακά και Ανατολικά εργαστήρια 1275, αλλά και στον Ωρωπό Το πτηνό αποδίδεται με φυσιοκρατική απόδοση με έντονο και μακρύ ράμφος και η ουρά έχει έξι καμπυλόγραμμες απολήξεις σαν να είναι ριπιδοειδώς ανοιγμένη 1277, παρόμοια απόδοση πτηνού συναντάται σ ένα πιθοειδή κρατηρίσκο από τη Σκύρο Το είδος του 1261 Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1997 (μετ.), , εικ. 62α Μπέσιος 2012, 61, εικ Λεμπέση 1967, , πίν. 78 α-β, Παντή 2008, Pfuhl 1903, πίν. VII, αρ. 4(Α 51) Walter 1957, 40, πίν. 53: 1 και , πίν. 64 a, Snodgrass 1971, 91, εικ. 47, Samos V, 18, αρ. 29, 31, πίν. 6 και 101, αρ. 177, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Lefkandi I, 59, 72, πίν. 38,αρ. 27 και 67-68,αρ. 248, πίν Ανδρειωμένου 1977, πίν. 46 γ Boardman 1967, , αρ , πίν. 31, αρ. 173 (7 ος αι. π.χ.) Μοσχονησιώτη 2012, Papadopoulos 1989,25, αρ. ΚP4, εικ , Paspalas 1995, 8, αρ. 1/ Μοσχονησιώτη 2012, Scheibler 1992 (μετ.), Λαμπρινουδάκης 1977, 21 και Χαραλαμπίδου 2008, 113 και Μοσχονησιώτη 2012, Χαραλαμπίδου 2008, 286, εικ

113 πτηνού δεν αναγνωρίζεται, επειδή δεν εμφανίζεται στην εγχώρια κεραμική. Το πτηνό είναι πιθανόν σαρκοφάγο ίσως κόρακας, ωστόσο δεν υπάρχουν μεμονωμένες απεικονίσεις στην αγγειογραφία της εποχής. Η σύνδεση του πτηνού με τον κόρακα αν είναι ορθή 1279, συνδέεται ίσως με τις διαχρονικά αγροτικές δραστηριότητες των κατοίκων Η πίσω όψη του αγγείου φέρει ελικοειδές κόσμημα, που φαίνεται, ότι εξαρτάται από ρομβοειδές μοτίβο. Το ελικοειδές κόσμημα μαζί με ρόμβο είναι αρκετά συνηθισμένη διακοσμητική σύνθεση αυτήν την περίοδο 1281, όπως στον ώμο ενός ΥΓΙΙβ αττικού κρατήρα Με βάση τη διακόσμηση (η διαίρεση του λαιμού σε κενές μετόπες, η απόδοση μεμονωμένου πτηνού σε μετόπη στον ώμο και οι πλατιές ταινίες στη ζώνη της κοιλιάς) το αγγείο χρονολογείται στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. 1283, επειδή συσχετίζεται με τον πιθαμφορέα από το Προάστειο Στο αγγείο Μ.37 σώζεται μόνο το σώμα και η λαβή. Τρεις ευθύγραμμες ταινίες φαίνονται στο άνω τμήμα του ώμου και κάτω από το ύψος των λαβών αποδίδονται συστάδες από πέντε ευθύγραμμες ανάλογες γραμμές και πλατιά ταινία. Τμήμα ημικυκλικής ταινίας κοσμεί τον ώμο και πλατιά ταινία εικονίζεται στην εξωτερική επιφάνεια της λαβής. Το αγγείο χρονολογείται πιθανόν στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. Τύπος 2: Πιθαμφορείς με κάθετες λαβές από τον ώμο στο λαιμό Στο συγκεκριμένο τύπο ανήκει το αγγείο Μ.38 (Α.64-Τ.82/ΜΘ.17821) 1285 (πίν. 108) και ίσως ο πιθαμφορέας με ταινιωτές λαβές (ταφή 19) από τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης Το χείλος είναι ευρύ και εξέχον με επίπεδη και πεπλατυσμένη την οριζόντια επιφάνεια και την περίμετρό του. Το σώμα είναι ωοειδές με τη μεγαλύτερη διάμετρο σχετικά ψηλά. Τα παραπάνω στοιχεία απαντώνται και στους εγχώριους πιθαμφορείς. Οι διαφορές που παρατηρούνται είναι ο ευρύς και σχετικά χαμηλός κυλινδρικός λαιμός, που ανοίγει ελαφρά προς τα πάνω, συγκλίνοντας στην περιοχή του ώμου, η χαμηλή και δισκόμορφη βάση και φυσικά οι κάθετες λαβές. Το αγγείο έχει δύο κάθετες ταινιωτές λαβές, που ξεκινούν από το λαιμό και καταλήγουν στον ώμο Το εύρος του στομίου συνδέεται με τον πιθαμφορέα 109 από την Άκανθο (τέλη 7 ου αι. π.χ.) 1288, αν και έχει διπλές και τοξωτές λαβές, διαφορετικές απ αυτές του αγγείου Μ.38. Άλλο αγγείο παρόμοιου σχήματος με εξαίρεση τις λαβές είναι οι ΥΓ πιθαμφορείς της «ασημίζουσας», όπως ο Μ και ένα αγγείο από τη Σάνη 1290, ενώ στην ασημίζουσα απαντώνται επίσης κάθετες λαβές από το λαιμό στον ώμο Εντούτοις στα πρωιμότερα παραδείγματα ο λαιμός είναι ψηλός και στενός και οι λαβές καταλήγουν ψηλότερα κοντά στο χείλος Ένα άλλο αγγείο παρόμοιου σχήματος με το Μ προέρχεται από το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων, αν και διαθέτει 1279 Μοσχονησιώτη 2012, Γεροθανάσης 2011, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 251, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1993 α, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Ρωμιοπούλου 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1993 α, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 227, εικ. 64, αρ. 3 a-b (αμφορείς της «ασημίζουσας») και 261, εικ.80 (αμφορείς του τύπου ΙΙ) Μοσχονησιώτη 2012,

114 οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής 1294 και άλλο ένα από τη Σμύρνη, που φέρει και αυτό πυκνές οριζόντιες ταινίες Η διακόσμηση του αγγείου έχει κάποιες διαφορές με άλλα αγγεία της Μένδης, αν και υπάρχουν αρκετά κοινά μοτίβα. Συγκεκριμένα, η εξωτερική περίμετρος του χείλους φέρει κάθετες πλατιές ταινίες. Αυτή η διακόσμηση δεν εμφανίζεται στους πιθαμφορείς της Μένδης 1296, ενώ απαντάται στον πιθαμφορέα της Ακάνθου Η οριζόντια επιφάνεια κοσμείται με πλατιά ταινία, που επεκτείνεται και εσωτερικά του αγγείου. Το ανώτερο τμήμα του λαιμού κοσμείται με ταινίες, καθώς και η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο. Η υπόλοιπη επιφάνεια του σώματος φέρει επτά οριζόντιες σχεδόν ισοπαχείς ταινίες, διαμορφώνοντας ζώνες, που θυμίζουν τη διακόσμηση του αγγείου Μ.35 και Μ.21. Πλατιές κάθετες ταινίες εκατέρωθεν των λαβών οριοθετούν δύο κεντρικές μετόπες, η μια στο λαιμό και η δεύτερη στον ώμο, όπως στα αγγεία Μ.28 και Μ.29. Οι μετόπες φέρουν διακόσμηση μόνο στη μια όψη του αγγείου. Η μετόπη του λαιμού φέρει οριζόντια κυματοειδή ταινία. Η μετόπη του ώμου φέρει τέσσερα μεγάλα σκιαγραφημένα σπειροειδή άγκιστρα. Η περιοχή δίπλα στη σωζόμενη λαβή κοσμείται από δύο ζεύγη αντιθετικά τοποθετημένων τριγώνων, που ενώνονται μεταξύ τους στην κορυφή. Τα ανώτερα τρίγωνα είναι μικρότερου μεγέθους από τα κατώτερα, ωστόσο δίνεται η εντύπωση ότι σχηματίζεται το μοτίβο του «διπλού πελέκεως». Τα τρία από τα τρίγωνα φέρουν εσωτερικά δικτυωτό και το τέταρτο είναι σκιαγραφημένο. Ο κενός χώρος ανάμεσα στα δύο ζεύγη τριγώνων φέρει το ίδιο μοτίβο. Τα δύο τρίγωνα φέρουν δικτυωτό, εντούτοις αυτή τη φορά ενώνονται στις βάσεις τους. Η ράχη των λαβών φέρει εγκάρσιες ταινίες. Η ζώνη χαμηλότερα του ώμου κοσμείται από δικτυωτούς ρόμβους, που διακόπτεται στην πίσω όψη. Το κάτω τμήμα του σώματος και η βάση είναι άβαφα. Η κυματοειδής ταινία που εμφανίζεται στη μετόπη του λαιμού συναντάται και σε άλλα αγγεία της εγχώριας παραγωγής, όπως στον πιθαμφορέα Μ.12 της «ασημίζουσας» κεραμικής, η απόδοσή της συνδέεται με τη σιπύη Μ.43, που κοσμεί όμως τον ώμο και απαντάται στο λαιμό των πιθαμφορέων Μ.21, Μ.25 και Μ.33. Το σπειροειδές άγκιστρο εμφανίζεται και στο Μ.31 (όπου και σχετική βιβλιογραφία παραπάνω). Τα αντιθετικά τοποθετημένα και εφαπτόμενα τρίγωνα σχηματίζουν ένα είδος «κλεψύδρας», που εμφανίζονται και σε άλλα αγγεία π.χ. στο Μ.31 κ.α., όπως έχει αναφερθεί. Η διαφορά με τα άλλα παραδείγματα είναι ότι τα τρίγωνα είναι αποδοσμένα με δικτυωτό 1298, όπως σε κρατήρες από το Λευκαντί 1299, αντίθετα με τα τρίγωνα, που είναι σε σκιαγραφία Σε ιωνικά αγγεία 1301 εμφανίζονται ζεύγη ανάστροφων, αλλά σκιαγραφημένων τριγώνων Επίσης, στο ευβοϊκό εργαστήριο από το α μισό του 7 ου αι. π.χ. απαντούν ανεστραμμένες σκιαγραφημένες ακτίνες ή τρίγωνα Αντιθετικά τρίγωνα στο σχήμα της κλεψύδρας εμφανίζονται στην κεραμική των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων της Ανατολικής Ελλάδας Οι εφαπτόμενοι δικτυωτοί ρόμβοι στην κοιλιά του αγγείου Μ συνηθίζονται και στα αγγεία της «ασημίζουσας» κεραμικής 1306, αλλά και στη γραπτή κεραμική της 1294 Σκαρλατίδου 2010, 162, εικ. 245και 324, εικ Cook 1950, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Lefkandi II.1, πίν.25, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Ενδεικτικά, Schiering 1957, πίν. 12, πίν. 4-6,1 και Καρδαρά 1963, πίν. 1 και ειικ. 72. Samos V, πίν. 95 και 96. Vroulia 215, εικ.103 a-b (=Καρδαρά 1963, 113, εικ. 73) Μοσχονησιώτη 2012, Χαραλαμπίδου 2008, Samos V, 125, αρ. 569, πίν.111 και 119, αρ. 490, πίν. 87. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, πίν. Χ,β, Hänsel 1979, 197, εικ

115 Μακεδονίας 1307, αποτελώντας ευβοϊκή επιρροή Τέλος, το αγγείο συσχετίζεται με τους πιθαμφορείς της Μένδης, αλλά και με το αγγείο αρ.109 της Ακάνθου, όσον αφορά το σχήμα και τα επιμέρους μοτίβα. Η διακόσμηση επιπλέον συνδέεται με τον πιθαμφορέα αρ. 107 από την Άκανθο. Αυτό το αγγείο χρονολογείται στο β τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. και θεωρείται προϊόν των πρώτων αποίκων της Ακάνθου Τα δύο αγγεία έχουν ομοιότητες που άπτονται στα τεχνικά χαρακτηριστικά και εμφανίζουν περιορισμό των διακοσμητικών στοιχείων στην κύρια όψη. Εντούτοις το παράδειγμα της Ακάνθου φέρει στην πίσω όψη ένα υποτυπώδες κόσμημα από χιαστί μοτίβα. Αντίστοιχα, το άνω και κάτω τμήμα του λαιμού φέρει πλατιά ταινία. Η περιοχή κάτω από το χείλος του πιθαμφορέα της Ακάνθου φέρει κυματοειδή ταινία, όπως αυτή στο λαιμό του Μ.38. Άλλο παρόμοιο στοιχείο είναι, ότι τα δύο αγγεία φέρουν εφαπτόμενους ρόμβους. Το μοτίβο στο αγγείο της Ακάνθου καλύπτει τις περισσότερες διακοσμητικές ζώνες Η μετόπη του ώμου φέρει όρθια στήλη που καλύπτεται με πλέγμα 1311, μοτίβο που απαντά και σε αγγεία του ρυθμού των Αιγάγρων 1312, αλλά και σε αγγεία από το Εμποριό Οι ενάλληλες γωνίες, που γεμίζουν τα κενά μεταξύ των εφαπτόμενων ρόμβων 1314 απαντούν σ ένα ψευδόστομο αμφορέα της Μέσης πρωτογεωμετρικής περιόδου 1315 και σε μια οινοχόη των αρχών του 7 ου αι. π.χ Στη χαμηλότερη ζώνη του πιθαμφορέα της Ακάνθου κοντά στη βάση, αποδίδονται τρεις κατακόρυφες ταινίες, που εναλλάσσονται, σχηματίζοντας μετόπες. Αυτές κοσμούνται από όρθιες κυματοειδείς γραμμές, ανακαλώντας τη ζώνη της κοιλιάς του Μ.28 και τη ζώνη των πιθόσχημων Μ.39 και Μ , όπως και του ποδιού ενός μικκύλου αμφορόσχημου αγγείου από την Ερέτρια του όψιμου 7 ου αι. π.χ Ο πιθαμφορέας 109 από την Άκανθο παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το αγγείο Μ.38, ωστόσο χαρακτηρίζεται για τη μοναδικότητά του, εξαιτίας της απουσίας ακριβών παράλληλων παραδειγμάτων από την εγχώρια παραγωγή της Χαλκιδικής. Ειδικότερα οι ζώνες διαφοροποιούνται με λεπτές ταινίες και η κύρια με την πίσω όψη διαχωρίζεται. Ολόκληρη η επιφάνεια του αγγείου φέρει πυκνό πλέγμα γεωμετρικών μοτίβων, όπως επάλξεις, διαγραμμισμένο μαίανδρο, ημικύκλια, διπλούς πελέκεις, τεθλασμένες ταινίες και η ζώνη του ώμου φέρει δύο βόσκοντα ελάφια, κατευθυνόμενα προς τα δεξιά και οριοθετείται από αντιθετικά τοποθετημένα ομόκεντρα ημικύκλια, που περιβάλλονται από ταινίες. Τα κενά της παράστασης συμπληρώνονται από παραπληρωματικά μοτίβα όπως σταυροί, ρόμβοι, ενάλληλες γωνίες και άλλα Τα ελάφια είναι αρσενικού και θηλυκού γένους, αποδοσμένα με σκιαγραφία. Στην πίσω όψη ο λαιμός φέρει και στις δύο ζώνες λοξές γραμμές. Το άνω τμήμα του σώματος φέρει γραμμές σε σχήμα V και στο κάτω μαίανδρο με διπλό περίγραμμα και διαγράμμιση. Το κάτω τμήμα του σώματος φέρει περιμετρικά τις ίδιες ζώνες. Το κάτω τμήμα του σώματος φέρει ερυθρό χρώμα με δύο εξηρημένες ταινίες. Η διακόσμηση κάτω από τις λαβές είναι διαφορετική καθώς κάτω από τη μια λαβή υπάρχουν ταινίες σε σχήμα «Λ», ενώ στο εσωτερικό τους υπάρχει ρόμβος μ ένα μικρότερο εγγεγραμμένο εσωτερικά, ενώ από την κάτω κορυφή του πρώτου ξεκινά κάθετη γραμμή. Το ίδιο μοτίβο αποδίδεται και στην άλλη πλευρά με τη διαφορά, ότι είναι μικρότερου σχήματος, ενώ κάτω από αυτές εικονίζονται δύο ζώνες στις οποίες υπάρχουν 1307 Heurtley Hutchinson , πίν. 21, α, Lefkandi I, 286 κ.ε.. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 2004, 28, εικ Παντή 2008, 56-57, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 256, σημ Larissa III, 72, πίν Boardman 1967, 142, αρ , και 557, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 256, σημ Για τα διακοσμητικά μοτίβα του αγγείου, βλ. Παντή 2008, Boardman 1960 α, 140, πίν. 37, VIII Walter Vierneisel 1959, 21, πίν. 59, Samos V, 106, αρ. 270, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Boardman 1957, 17, πίν. 2e. Παντή 2008, Παντή 2008, 62-64, πίν. 16. Μοσχονησιώτη 2012,

116 τρεις μετόπες με τη βοήθεια συστάδων κάθετων γραμμών. Η άνω ζώνη φέρει στις πλαϊνές μετόπες ομόκεντρους κύκλους και στη μεσαία τετρασκελές σίγμα, ενώ στη δεύτερη ζώνη εμφανίζονται στις πλαϊνές μετόπες πελέκεις και η κεντρική μετόπη είναι χωρίς διακόσμηση Η σύνθεση των γεωμετρικών μοτίβων είναι ασυνήθιστη σε σχέση με άλλα παραδείγματα στα οποία εικονίζονται αυτά τα γεωμετρικά μοτίβα Είναι πιθανόν, ότι ο αγγειογράφος υιοθετεί στοιχεία από την παλιότερη παράδοση, η οποία περιβάλλει με σύγχρονα αιολικά και γενικά νησιωτικά στοιχεία και παρουσιάζει το εικονιστικό θέμα των ελαφιών 1322, που συνηθίζεται στην κυκλαδική κεραμική (άλογα ή ελάφια σε σειρά) του 6 ου αι. π.χ Μια σαμιακή οινοχόη φέρει παρόμοια τρίγωνα με δικτυωτό και όχι με λοξές ταινίες των αρχών του 7 ου αι. π.χ Επιδράσεις Οι πιθαμφορείς της Χαλκιδικής, όσον αφορά το σχήμα και τη διακόσμηση, φαίνεται ότι δεν έχουν ακριβή παράλληλα σε άλλες περιοχές. Συγκεκριμένα, ο αμφορέας με οριζόντιες λαβές στην κοιλιά συναντάται ελάχιστες φορές 1325 στο βορειοελλαδικό χώρο στην πρωτογεωμετρική περίοδο 1326, ενώ κατά τη διάρκεια των Ύστερων ΠρωτΓ χρόνων απαντάται στην Τορώνη, όπως και η παραλλαγή του με τις δύο κάθετες λαβές στον ώμο 1327, οι οποίες και συνεχίζονται μέχρι την ύστερη γεωμετρική περίοδο στους βορειοελλαδικούς πιθαμφορείς. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται ήδη από τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους το σχήμα των αμφορέων με τις λαβές από το λαιμό στον ώμο, που απαντάται έως και την ΥΓ περίοδο, σύμφωνα με τους βορειοελλαδικούς αμφορείς 1328 και τα αγγεία της «ασημίζουσας»κεραμικής Το σχήμα του πιθαμφορέα με οριζόντιες λαβές στον ώμο εμφανίζεται ήδη από την υποπρωτογεωμετρική ΙΙΙβ 1330, όπως φαίνεται σε ανάλογα χειροποίητα αγγεία 1331 και η παραγωγή τους συνεχίζεται στην Αγχίαλο/Σίνδο μέχρι τις αρχές της υποπρωτογεωμετρικής περιόδου Απ αυτά τα αγγεία εικάζεται ότι προήλθε το σχήμα των πιθαμφορέων της «ασημίζουσας» κεραμικής. Η κατασκευή τους γινόταν κυρίως στην Αγχίαλο/Σίνδο 1333 και ίσως στη Μένδη μέχρι τα τέλη του 8 ου αι. π.χ Αυτοί οι πιθαμφορείς συνηθίζουν να έχουν ωοειδές σώμα, κωνικό λαιμό, χείλος επίπεδο και πλατύ στην άνω επιφάνεια και δύο οριζόντιες λαβές ψηλά στον ώμο συνήθως διπλές Η έλευση των νέων αποίκων και πιθανόν νέων τεχνικών οδηγεί ίσως σε αλλαγές του σχήματος και της διακόσμησής τους, όπως παρατηρείται στη παραγωγή ενός νέου τύπου πιθαμφορέα Ειδικότερα στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. ξεκινά στην Εύβοια η παραγωγή 1320 Παντή 2008, Περισσότερες πληροφορίες βλ. Παντή 2008, Παντή 2008, Boardman 2001, , όπου και σχετική βιβλιογραφία Walter Vierneisel 1959, 21, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Ανδρόνικος 1969, , εικ.28.(βεργίνα). Papadopoulos 2005, , πίν (Τορώνη). Desborough 1952, Lefkandi I, Lefkandi II.1, 44 (To σχήμα ανάγεται σε Υστερομυκηναϊκά πρότυπα και παράγεται στο Λευκαντί έως την Πρώιμη ΠρΓ περίοδο) Papadopoulos 2005, Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, εικ. 64, 3 a-b Μοσχονησιώτη 2012, Hochstetter 1984, 42, 44, εικ. 70,7, 210, Gimatzidis 2010, Γιματζίδης 1997, Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, 227,εικ.64,αρ Μοσχονησιώτη 2012,

117 αμφορέων με οριζόντιες λαβές στον ώμο μέχρι το α μισό του 6 ου αι. π.χ Ο λαιμός των αγγείων είναι συχνά ευρύς, κυλινδρικός και ψηλός και στα αρχαϊκά παραδείγματα (ομάδα D) στενεύει χαμηλότερα στον ώμο. Οι λαβές των πρώιμων παραδείγμάτων (ομάδες Α και Β) είναι συχνά μονές και στη συνέχεια (ομάδες C και D) γίνονται αποκλειστικά διπλές. Το πόδι αυτών των αγγείων είναι ψηλό και κωνικό και φέρει στους πρώιμους αμφορείς τριγωνικά ανοίγματα Το σχήμα δεν έχει μεγάλες αλλαγές με την πάροδο των χρόνων, εκτός από τις αλλαγές στο χείλος και μια τάση προς ραδινότητα. Κάτω από το χείλος διαμορφώνεται συχνά έξεργος δακτύλιος, που γίνεται με την πάροδο του χρόνου εντονότερος Η διακόσμηση εντοπίζεται κυρίως στις μεγάλες μετόπες του ώμου 1340, που στα νεότερα παραδείγματα αυξάνουν σε ύψος, καλύπτοντας σχεδόν όλο το τμήμα του σώματος Ο λαιμός των ευβοϊκών αγγείων καλύπτεται από οριζόντιες ταινίες, όπως στα αγγεία της Μένδης και κάθετες κυματοειδείς ή «οφιοειδείς» ταινίες, που στα νεότερα αγγεία εμφανίζονται μόνο στην πίσω όψη με την επέκταση των εικονιστικών παραστάσεων. Η περιοχή της κοιλιάς των πρώιμων πιθαμφορέων φέρει κάθετες κυματοειδείς ταινίες. Το κατώτερο τμήμα του σώματος και συχνά και η βάση είναι ολόβαφα, που παρεμβάλλονται λεπτές εδαφόχρωμες ταινίες, όπως στο Μ.34.Τα διακοσμητικά στοιχεία στις ομάδες (ομάδες Α και Β) είναι τα γραμμικά μοτίβα (ρομβοειδή, αβακωτά, πεταλόσχημα και κυματοειδή) και αργότερα εμφανίζονται τα αντωπά ζώα (πτηνά ή λιοντάρια) και οι σφίγγες Στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. ξεκινά η παραγωγή έως τον 7 ο αι. π.χ. αμφορέων με οριζόντιες λαβές στον ώμο στη Βοιωτία με επιρροή από την Εύβοια στο σχήμα και σε επιμέρους μοτίβα 1343, που συνεχίζουν και στον 7 ο αι. π.χ Οι βοιωτικοί αμφορείς παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις, κάτι το οποίο υποδεικνύει την ύπαρξη πολλών εργαστηρίων στην περιοχή Την ίδια περίοδο από τον 8 ο αι.π.χ έως τις αρχές του 7 ου αι. π.χ. παράγονται αντίστοιχοι αμφορείς στα κυκλαδικά εργαστήρια του λεγόμενου «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» Υπάρχουν επίσης αμφορείς με κωνικό πόδι και ευρύτερο και χαμηλότερο κυλινδρικό λαιμό, που διαφέρει από το χείλος των ερετριακών αγγείων. Ίδιος σχηματισμός του λαιμού εμφανίζεται μόνο στον πιθαμφορέα Π.1 από το Πολύχρονο. Οι πιθαμφορείς τύπου Ι από τη Μένδη του α μισού του 7 ου αι. π.χ. σχετίζονται με τους αμφορείς του (Γ) εργαστηρίου του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» με βάση τη διάκριση της Λεμπέση, καθώς έχουν σφαιρικό σώμα, καλυκόσχημο λαιμό και χαμηλή βάση Τα αγγεία του «γραμμικού νησιωτικού» 1337 Ενδεικτικά, Κουρουνιώτης 1903,εικ Boardman 1952, 13-30, εικ , πίν. 3-6 και 8. Eretria XVII, τ.1, 63, σημ. 525, τ.ιι,34, πίν.53-54, 119, πίν. 193, 3. Χαραλαμπίδου 2008, εικ και εικ Μοσχονησιώτη 2012, 258. Για παραδείγματα, βλ. Κουρουνιώτης 1903,17 κ.ε.,28-38, εικ.11-14, Boardman 1952, 13-20, πίν. 4. Θέμελης 1979, 51 κ.ε., πίν. 32,33 α. Eretria XVII, , πίν.53 f. Eretria XX,102 κ.ε., εικ. 73, και Μοσχονησιώτη 2012, Για παραδείγματα, βλ. Boardman 1952, 15,εικ Boardman 1952, πίν. 4 (Α6,Β2, Β6), Boardman 2001 (μετ.), 74, εικ Μοσχονησιώτη 2012, 259. Για παραδείγματα, βλ. Boardman 1952, πίν. 5,6 και Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1997 (μετ.), Canciani 1965, 19-25, 56-67, εικ Ruckert 1976, 19-25, εικ.6-7, πίν Τιβέριος 1996, 29,εικ. 18. Σπυρόπουλος 1971, 213, πίν. 185 β Coldstream 1997 (μτφ.), 270. Ο πιθαμφορέας εμφανίζεται στο ευβοϊκό, κυκλαδικό και βοιωτικό εργαστήριο στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. βλ. Boardman 1952, 18, Coldstream 1968, 178, 190, 202, Boardman Price 1979/ 80, 71. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο οι πιθαμφορείς συναντώνται στην Αργολίδα (Günter-Bucholz 1968, 66 εικ. 4g), τη Σάμο (Samos V), την ανατολική Κρήτη (Levi ,εικ. 640, Coldstream 1968, 259, Τσιποπούλου 1985,39-40,αρ. V1 5-7,21-22 και πίν. 11, 22-23) Thera II, , εικ , Pfuhl 1903, , J 1- J 11, πίν. XXVI-XXX, Strøm 1962, , Ζαφειρόπουλος 1983, , Λεμπέση 1967, , Ζαφειροπούλου 2004, , εικ Pfuhl 1903, 186, J 10-J11, πίν. XXIV, 4 και ΧΧΧ,1, Thera II, 199, αρ. 1, εικ. 396 και 203, αρ. 10, εικ. 407, Coldstream 1968, 179, πίν. 37 a. 114

118 ρυθμού έχουν τάση προς ραδινότερο σχήμα και τονισμό των κύριων αρθρώσεων 1348, όπως στα ευβοϊκά αγγεία αλλά και στα αγγεία της Μένδης. Ο λαιμός των κυκλαδικών αγγείων φέρει κυματοειδείς ή «οφιοειδείς» ταινίες 1349, όπως στα ερετριακά και βοιωτικά παραδείγματα Στα αγγεία Μ.35 και Μ.36 του τύπου ΙΙ παρατηρούνται κυρίως ευβοϊκές κα λιγότερο κυκλαδικές επιρροές Μεγαλύτερη επιρροή στα αγγεία του τύπου Ι ασκείται από την πρωιμότερη Ομάδα Αd της Δήλου 1352, που σύμφωνα με τον Coldstream επηρέασε τους ανάλογους αμφορείς του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού» Επιπλέον, τα αγγεία της ομάδας Αd της Δήλου έχουν ψηλό και αποκλίνοντα προς τα άνω λαιμό, όπως στα περισσότερα αγγεία της γραπτής Χαλκιδικής κεραμικής με ορισμένες διαφορές στη διαμόρφωση του χείλους, της βάσης και των λαβών. Τέλος, ο εντοπισμός των προτύπων των πιθαμφορέων της Μένδης είναι αρκετά δύσκολος, όσον αφορά απευθείας επιρροές μέσω του ευβοϊκού-κυκλαδικού χώρου. Τα πιο συγγενικά αγγεία στον τύπο Ι της παραλλαγής Α προέρχονται από τα κυκλαδικά αγγεία της ΥΓ περιόδου με αρκετές όμως διαφορές. Εκτός όμως από αυτές τις επιρροές υπάρχουν σαφώς και εγχώριες. Περισσότερη συγγένεια εμφανίζεται με το συγκεκριμένο κύκλο πιο πολύ με τη σύνθεση της διακόσμησης παρά με επιμέρους διακοσμητικά μοτίβα. Συγκεκριμένα, η οριζόντια διάταξη των ζωνών των κοσμημάτων και των παραστάσεων των μετοπών, έμφαση στη μετόπη του ώμου, η οριόθετηση των παραστάσεων με συστήματα ταινιών, η απόδοση των πτηνών σε μετόπες, η προτίμηση στα γραμμικά και καμπύλα μοτίβα, η διάκριση σημαντικών μερών στην άρθρωση του αγγείου με ταινίες (όπως βάση του λαιμού, οι λαβές και το χείλος) και η χρήση επιχρίσματος αποτελούν κοινά στοιχεία. Τα ευβοϊκά και τα κυκλαδικά αγγεία φέρουν στο κατώτερο τμήμα του σώματος πλατιές ταινίες μαύρου χρώματος, που εναλλάσσονται με λεπτές ζώνες. Η χρήση ταινιών στα αγγεία από την Μένδη 1354 θυμίζουν περισσότερο ξανά τα πρωιμότερα αγγεία της ομάδας Αb (αμφορείς Ab1- Ab2) Άλλο κοινό στοιχείο με αυτήν την ομάδα είναι η διακόσμηση της ζώνης της κοιλιάς με μικρά και λοξά σιγμοειδή μοτίβα. Περίπου στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. λίγο πιο μετά από τα εργαστήρια της Μένδης 1356, αρχίζει η παραγωγή αγγείων με παρόμοια διακόσμηση από την Ανατολική Ελλάδα Τα αγγεία από την Ανατολή έχουν κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά τη γενική διακοσμητική σύνθεση και όχι τα μεμονωμένα μοτίβα. Συγκεκριμένα, τα αγγεία φέρουν λευκό ή κιτρινωπό επίχρισμα και η διακόσμηση είναι αποδοσμένη με καστανό ή ερυθρό χρώμα. Η επιφάνεια χωρίζεται από οριζόντιες ταινίες σε ζώνες διαφόρων μεγεθών και η έμφαση επικεντρώνεται στη ζώνη του ώμου Η κοιλιά τονίζεται από διάφορα μοτίβα, 1348 Λεμπέση 1967, Μοσχονησιώτη 2012, Thera II, 198 κ.ε.. Pfuhl 1903, 183κ.ε.. Boardman 1952, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 261. Ο Τιβέριος θεωρεί ότι ο πιθαμφορέας από την Όλυνθο (Olynthus XIII, πίν. 1-2) έχει επιδράσεις από το «γραμμικό νησιωτικό» ρυθμό αλλά και της ομάδας Ad, βλ. Τιβέριος 1989 α, 36, σημ.24. Για άλλα παραδείγματα, βλ. Pfuhl 1903, 187, αρ. J 16-17, ππίν. ΧΧΧ 2-4. Λεμπέση 1967, πίν. 83 α-β. Η ομάδα συχετίζεται με την Πάρο (Sheedy 1985, 158 και189) ή με τη Νάξο (Lambrinoudakis 1983, 167 κ.ε.). Για τις ομάδες Δήλου-Ρήνειας, βλ. Delos XV, Γενικά για την καταγωγή αυτών των ομάδων, βλ. Coldstream 1997 (μετ.), Coldstream 1968, 179 και202. Ο Ζαφειρόπουλος αντίθετα θεωρεί ότι ο ρυθμός προέρχεται από τους γεωμετρικούς αμφορείς, βλ. Ζαφειρόπουλος 1983, Μοσχονησιώτη 2012, Λεμπέση 1967, , Kourou 1998, 171, εικ Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, Μοσχονησιώτη 2012,

119 όπως θηλιές, μαιάνδρους, ομόκεντρους κύκλους και απλά τρίγωνα Ο λαιμός φέρει εναλλασσόμενες κυματοειδείς ταινίες ή πιο συχνά διπλές θηλιές ή ομόκεντρους κύκλους. Ο ώμος κοσμείται με βόσκοντα ζώα και πτηνά, αλλά και φυτικά μοτίβα. Εντούτοις αυτά τα μοτίβα και τα παραπληρωματικά κοσμήματα είναι διαφορετικά από τα εγχώρια αγγεία. Παρόμοιοι αμφορείς παράγονταν από τη γεωμετρική περίοδο μέχρι τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. στην Κύπρο Τα αγγεία της κυπροαρχαϊκής περιόδου ( π.χ.) εντάσσονται στην κατηγορία του Δίχρωμου ρυθμού Ορισμένα μεμονωμένα τυπολογικά χαρακτηριστικά είναι παρόμοια με τα αγγεία της Μένδης, όπως το σχήμα του λαιμού και η θέση των λαβών, ωστόσο δεν υπάρχει άμεση καταγωγή του σχήματος από την Κύπρο, άλλα έμμεση Συγκεκριμένα, οι θηραϊκοί υπογεωμετρικοί πιθαμφορείς με βάση το σχήμα και την τεχνολογία, αλλά και αγγεία του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμού», επηρεάστηκαν από τους σύγχρονους κυπριακούς πιθαμφορείς Τέλος, οι πιθαμφορείς της γραπτής Χαλκιδικής κεραμικής από τη Μένδη, αλλά και από άλλα εγχώρια εργαστήρια αποτελεί πρωτότυπη παραγωγή χωρίς ακριβή παράλληλα σε άλλες περιοχές. Τα πρώιμα αγγεία του 7 ου αι. π.χ. έχουν επιρροές, όσον αφορά την τυπολογία και τη διακόσμηση από τον κυκλαδικό-ευβοϊκό κύκλο. Αντίθετα οι παραγωγές από το τέλος του 7 ου αι. π.χ. και στη διάρκεια του 6 ου και 5 ου αι. π.χ. συσχετίζονται με τα ιωνικά και αιολικά εργαστήρια Πιθόσχημα Το σχήμα δεν είναι συνηθισμένο στην εγχώρια παραγωγή εκτός από τη Μένδη. Η ένταξη στα πιθοειδή αγγεία αιτιολογείται από το εύρος, το μικρό ύψος του λαιμού και την παρουσία λαβών, χαρακτηριστικό των πίθων της Κεντρικής Μακεδονίας Στο Καραμπουρνάκι έχουν βρεθεί αρκετά πιθόσχημα Οι παραλλαγές είναι τρείς, αν και έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Τύπος 1 Το αγγείο Μ.39 (Α.127-Τ.155/ΜΘ.12722), (πίν. 109) ανήκει στα πρωιμότερα αγγεία. Το αγγείο αποτελείται από χαμηλό υποτυπώδη λαιμό, εξωστρεφές, λεπτό και σχετικά κυρτό χείλος σε τομή στην περίμετρό του. Το χείλος συσχετίζεται στενά με το χείλος του πιθαμφορέα Μ.33. Το σώμα είναι σφαιρικό, οι δύο οριζόντιες λαβές είναι προσαρμοσμένες λοξά και ελλειψοειδούς διατομής. Η βάση είναι επίπεδη και αδιαμόρφωτη και λόγω της κατασκευής του αγγείου έχει ακανόνιστο σχήμα. Το αγγείο Μ.41 (Α.13-Τ.29/ΜΘ.14743), (πίν. 110Β) έχει ψηλό κυλινδρικό λαιμό, που απολήγει σε επίπεδο εξέχον και σχετικά πλατύτερο και κυρτό στην περίμετρο χείλος. Το σχήμα του σώματος είναι ωοειδές με τη μεγαλύτερη διάμετρο ψηλότερα από την περιοχή της κοιλιάς. Οι δύο οριζόντιες λαβές ελλειψοειδούς διατομής προσαρμόζονται λίγο χαμηλότερα στον ώμο. Η βάση είναι χαμηλή και δισκόμορφη Paspalas 1995, Stampolidis 1998, πίν. 179, εικ. 9. Barde 1998, 83, εικ Καραγιώργης 2002, 80, εικ 90 (Δίχρωμος ΙΙΙ ρυθμός) και εικ (Δίχρωμος ΙV και V αντίστοιχα) 1362 Μοσχονησιώτη 2012, 265. Η Τρακατέλλη υποστήριξε την καταγωγή του σχήματος των πιθαμφορέων της Χαλκιδικής από την Κύπρο, βλ. Τρακατέλλη 2009, Οι επιρροές των κυπριακών αμφορέων στα θηραϊκά αγγεία, βλ. Τιβέριος 2004, , σημ.44 και σημ.47 και 305 (συζήτηση, σχόλιο Ν. Κούρου) Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, , πίν Μοσχονησιώτη 2012,

120 Το σχήμα έχει μακρά διάρκεια παρουσίας σε διάφορες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας Το σχήμα αυτών των παραδειγμάτων από τη Μένδη ακολουθεί την υστερογεωμετρική παράδοση της «ασημίζουσας» κεραμικής 1369 και ορισμένα μεμονωμένα στοιχεία απαντούν και σε οξυπύθμενους αμφορείς από τη Χίο Συγκεκριμένα, η διακόσμηση του αγγείου Μ.39 καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση στο αγγείο, θυμίζοντας αγγεία της «ασημίζουσας» και τους βορειοελλαδικούς πιθαμφορείς. Παρόμοια χαρακτηριστικά με τους πιθαμφορείς της Μένδης παρατηρούνται στα μοτίβα. Η οριζόντια επιφάνεια του χείλους φέρει πλατιές εγκάρσιες ταινίες, πλατιά ταινία αποδίδεται στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους και ίδια ταινία καλύπτει τη μετάβαση από το λαιμό στο σώμα, που συνεχίζει χαμηλότερα στον ώμο. Το υπόλοιπο σώμα φέρει μία πλατιά και τρεις στενότερες ταινίες. Η ζώνη του ώμου φέρει τρεις συστάδες πενταπλών κάθετων στενών ταινιών σε μορφή τριγλύφων και οι μετόπες περιέχουν ισάριθμες συστάδες ευθύγραμμων ή ελαφρά κυματοειδών ταινιών τοποθετημένες λοξά. Η παράσταση του ώμου περιβάλλεται εκατέρωθεν και κοντά στις λαβές από ευθύγραμμη ταινία. Η ράχη των λαβών φέρει εγκάρσιες ταινίες και η περιοχή ανάμεσα στη ρίζα των λαβών φέρει δύο ταινίες τεμνόμενες στο πάνω μερος σε μορφή Λ και μία κάθετη ανάμεσά τους. Η συγκεκριμένη σύνθεση ανακαλεί παραδείγματα πιθαμφορέων, όπως Μ.20, Μ.23-Μ.25, Μ.28 και Μ.30. Η δεύτερη ζώνη, που βρίσκεται χαμηλότερα από τις λαβές φέρει σειρά τριπλών ομόκεντρων ημικυκλίων, που πατούν σε ταινία. Οι δύο κατώτερες ζώνες φέρουν συστάδες πενταπλών κάθετων ευθύγραμμων ταινιών έκκεντρα τοποθετημένων, που σχηματίζουν κενές μετόπες. Η διακόσμηση με τις επιμέρους μετόπες διαμορφωμένες από συστάδες κάθετων ευθύγραμμων ή και κυματοειδών γραμμών συνηθίζεται στους πιθαμφορείς της Μένδης. Συγκεκριμένα, οι μετόπες τους κοσμούνται με γραμμικά μοτίβα (Μ.21, Μ.28, Μ.35) ή και εικονιστικά θέματα (Μ.36 και πιθαμφορέας Προαστείου) και ελάχιστες φορές είναι ακόσμητες (Μ.29). Συστάδες κάθετων ταινιών, που σχηματίζουν κενές μετόπες καταλαμβάνουν ολόκληρες ζώνες στην περιοχή της κοιλιάς, όπως στο πιθόσχημο της Μένδης και στο Μ , αλλά και γενικά, στην «ασημίζουσα» κεραμική 1372 με καταγωγή από τους ΥΓ ευβοϊκούς σκύφους Οι λοξές ταινίες εμφανίζονται επίσης και στις μετόπες του ώμου του πιθαμφορέα Μ.28 του τέλους 7 ου αι. π.χ. στην πίσω όψη της ζώνης του ώμου και στην περιοχή της κοιλιάς. Συστάδες ομόκεντρων ημικυκλίων, που πατούν σε ταινία, εμφανίζονται και στον πρώιμο πιθαμφορέα Μ.33 ως κύριο μοτίβο 1374 και είναι αρκετά συνηθισμένες σε πιθόσχημα από το Καραμπουρνάκι Από το αγγείο Μ.40 (Α.116-Τ.147), (πίν. 110Α) σώζονται μόνο τρία συγκολλημένα τμήματα από το σώμα στο ύψος της κοιλιάς και φαίνονται ξανά οι ταινίες, που διαχωρίζουν το σώμα σε ζώνες. Η ζώνη της κοιλιάς φέρει συστάδες τεσσάρων κάθετων κυματοειδών γραμμών, που σχηματίζουν κενές μετόπες, σαν και αυτές του πιθαμφορέα από το Προάστειο. Ο ώμος του αγγείου Μ , ο σταμνοειδής κρατήρας από τη Μένδη (πίν. 125Β) 1377 και τμήμα λέβητα από το ιερό της Σάνης φέρει τις ίδιες ταινίες Petsas 1964, 255κ.ε Βλ.π.χ. πίθο από τον Καστανά, Hänsel 1979, 197,εικ. 18, Boardman 1967, πίν. 44Χ. Αρχοντίδου Αργύρη-Κυριακοπούλου 2000, Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, 42-43, ΣΑ 126, πίν. V, B, ΣΑ 78, πίν. Χ. Α, ΣΑ 60, πίν. ΧΙΙΙ, Β, ΣΑ 158, πίν. ΧΧΙΙΙ Β, Gimatzidis 2010, 245, αρ. 330 και 673, εικ. 72,7. Παράδειγμα από την Όλυνθο, βλ. Paspalas 1995, 12, πίν. 53, αρ. 1/ Lefkandi I, 40-41, πίν. 20,αρ. 433, 17,αρ. 240, 49, πίν. 22, αρ Ανδρειωμένου 1981α, 88, πίν. 17, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 164, πίν. 62 ζ Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1988, εικ Βοκοτοπούλου 1993 β, 195, αρ. 24 γ 2, εικ

121 Η διακόσμηση του αγγείου Μ.41 φέρει στην οριζόντια επιφάνεια του χείλους αραιές λοξές ταινίες και πλατιά ταινία κοσμεί την περίμετρο. Στενή ταινία αποδίδεται στο ανώτερο τμήμα του λαιμού και μια ίδια βρίσκεται στη μετάβαση από το λαιμό στον ώμο. Τέσσερις οριζόντιες ταινίες διαχωρίζουν την επιφάνεια του αγγείου σε ζώνες και μια από αυτές βρίσκεται στο σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του σώματος. Η ζώνη του λαιμού φέρει συστάδες οριζόντιων στενών ταινιών σε ομάδες των πέντε, ενώ στον ώμο αποδίδονται πάλι πενταπλές αλλά κάθετες, ευθύγραμμες ταινίες, σχηματίζοντας «μετόπες», που φέρουν συστάδες ίδιου αριθμού κυματοειδών. Η άνω επιφάνεια των λαβών φέρει εγκάρσιες γραμμώσεις και τη ρίζα τους περιτρέχει εξωτερικά στενή ταινία και συνεχίζει χαμηλότερα στην περιοχή του ώμου. Η περιοχή ανάμεσα στις λαβές φέρει δύο συστάδες πενταπλών ευθύγραμμων γραμμιδίων, που τέμνονται στο πάνω μέρος, δημιουργώντας ρόμβο. Η ζώνη της κοιλιάς κοσμείται με σειρά συμπλεκόμενων μεταξύ τους ημικυκλίων και η βάση είναι ακόσμητη. Οι συστάδες ευθύγραμμων οριζόντιων γραμμιδίων του αγγείου εμφανίζονται σε εγχώρια αγγεία της ΥΓ περιόδου, όπως τους βορειοελλαδικούς πιθαμφορείς 1379, αν και παραλληλίζονται πιο πολύ με τη διακόσμηση της «ασημίζουσας» κεραμικής Τέλος, εναλλάξ συστάδες από οριζόντια και κάθετα γραμμίδια απαντούν και στο χείλος ορισμένων ΥΓ ευβοϊκών αγγείων 1381, ενώ παρόμοια μοτίβα εμφανίζονται και στη νησιώτικη κεραμική του δεύτερου τέταρτου του 7 ου αι. π.χ Το μοτίβο του ώμου με τις κυματοειδείς γραμμές απαντάται σε πρωιμότερα μοτίβα στα αγγεία της Μένδης και γενικά, στη «γραπτή κεραμική της Χαλκιδικής». Το μοτίβο εμφανίζεται σε κάθετη ή λοξή διάταξη για το διαχωρισμό μικρότερων «μετοπών» στον ώμο, στο λαιμό και στην κοιλιά των αγγείων 1383, όπως στο πιθόσχημο Μ.40, στους πιθαμφορείς Μ.21, Μ.28, Π , το αγγείο αρ. 108 από την Άκανθο 1385, στο ΜΠ από τη Μηκύβερνα, στη σιπύη Μ και σε υδρίες από την Άκανθο Εμφανίζεται επίσης σε αγγεία από το Προάστειο της Μένδης 1388, από τη Σάνη 1389, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως την Εύβοια 1390, τη Βοιωτία 1391, τη Θεσσαλία 1392, τις Κυκλάδες 1393, τη Χίο 1394, τη Σμύρνη 1395, την Τειχιούσα 1396, τις Πιθηκούσες 1397 κατά την ΥΓΙΙ και τη σικελική Νάξο του 7 ου αι. π.χ Συστάδες ευθύγραμμων ή κυματοειδών 1379 Μοσχονησιώτη 2012, Γιματζίδης 1997, 38, ΣΑ 10 και ΣΑ 84, πίν. XIV Α και Β, Gimatzidis 2010, 242, αρ.19 και 246. Οι γραμμές είναι συχνά ευθείες (εικ.72,20), σπάνια κυρτές ( αρ. 533, 554, 684, 703) ή κυματοειδείς (αρ. 720, 680, εικ ) και συχνά είναι σαν τελείες (αρ. 680, εικ ). Για χρήση του μοτίβου σε αγγεία της «ασημίζουσας», βλ. Olynthus V,23 κ.ε., πίν. 22, αρ. P.24 a.c. Vokotopoulou 1985, πίν. 9,2 (Όλυνθος). Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, 395, 404, πίν. 15γ (Πολύχρονο). Boskova 2002, πίν. 118,2, 121,3, 124, 5-7. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, 685, 719, πίν. 18 (Ηιών) Boardman 1952, πίν. Ι,Α,3. Andriomenou 1980, 30-31, πίν. 3, αρ. 1. Gimatzidis 2010, Samos V, σελ. 117 αρ. 457, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 270, σημ Παντή 2008, πίν Μοσχονησιώτη 2012, 270, σημ Παντή 2008, πίν. 19 και Βοκοτοπούλου 1989, , σχ.2.(πιθαμφορέας). Βοκοτοπούου 1988 β, 331, εικ.1.(υπογεωμετρικός ανατολίζων κρατήρας). Βοκοτοπούλου 1987, 282, εικ. 12.(κοτύλη) Βοκοτοπούλου 1993 β, 195, αρ. 24,2, εικ. 33, και αρ. 24, εικ. 32γ Ενδεικτικά, Lefkandi I, 297 κ.ε., Lefkandi II.1, 16 κ.ε., Ανδρειωμένου 1982, αρ. 225, πίν Ruckert 1976, 118, πίν Βερδελής 1958, Buschor 1929, 155, εικ. 8. Boardman 1967, 140, αρ. 508 εικ Boardman 1967, 112, αρ. 62, πίν Cook 1985, πίν. 2b.c Voigtländer 1988, 625, αρ. 60, εικ Pithekoussai I, 218, πίν. 70 και 235, πίν Lentini 1992, 19, αρ. 22, ειικ. 50,

122 γραμμιδίων εμφανίζονται και σε αγγεία της «ασημίζουσας», ωστόσο ελάχιστες φορές εναλλάσσονται μεταξύ τους Η εναλλαγή κάθετων ευθύγραμμων και κυματοειδών ταινιών απαντάται στην κύρια ζώνη του ώμου στον πιθαμφορέα P1 της Ολύνθου Αντίστοιχο μοτίβο συναντάται σε θραύσμα κλειστού αγγείου ανατολικής προέλευσης από το Tall Daruk του 7 ου ή 6 ου αι. π.χ Τα συμπλεκόμενα μεταξύ τους ημικύκλια απαντούν στους αμφορείς του «γραμμικού νησιωτικού ρυθμου» 1402 και σε ένα όστρακο από το Καραμπουρνάκι χρονολογούμενο στον πρώιμο 5 ο αι. π.χ Τέλος, οι συστάδες ευθύγραμμων γραμμιδίων που τέμνονται στο πάνω μέρος, δημιουργώντας ρόμβο στην ελεύθερη περιοχή των λαβών, συνηθίζονται στην «ασημίζουσα» κεραμική, αλλά και στη διακόσμηση του ώμου, όπως στο αγγείο Μ.11. Τα αγγεία της Μένδης και κυρίως Μ.39 και Μ έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα πιθόσχημα από το Καραμπουρνάκι 1405, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί, ότι αυτά τα αγγεία αποτελούν τοπικές παραγωγές με βάση τον πηλό, αλλά δηλώνουν τη στενή συγγένεια με παλαιοτέρα αλλά και σύγχρονα εγχώρια παραδείγματα. Τα αγγεία Μ.39 και Μ.40 χρονολούνται στο α μισό του 7 ου αι. π.χ. ενώ το Μ.41 χρονολογείται στα μέσα περίπου του 7 ου αι. π.χ. Τύπος 2 Το πιθοειδές αγγείο Μ.42 (Α.139-Τ.171/ΜΘ.12720), (πίν. 111) μικρού μεγεθους είναι το μοναδικό παράδειγμα αυτής της παραλλαγής. Το σχήμα του έχει ορισμένα παρόμοια στοιχεία με τους πιθαμφορείς της Μένδης. Συγκεκριμένα, το σώμα είναι ωοειδές, η μέγιστη διάμετρος είναι αρκετά ψηλά προς τον ώμο. Οι λαβές είναι οριζόντιες, κυκλικής διατομής, τοποθετημένες λοξά χαμηλά στον ώμο του αγγείου. Η βάση είναι χαμηλή και κωνική. Η μεγάλη διαφορά με τα αγγεία της Μένδης άπτεται στο λαιμό, που είναι ευρύς, χαμηλός και σχεδόν κυλινδρικός. Το σχήμα του χείλους πλησιάζει στους πιθαμφορείς, καθώς είναι ευρύ, εξέχον, επίπεδο και πεπλατυσμένο στην οριζόντια επιφάνειά του, εντούτοις το πλάτος της εξωτερικής κάθετης επιφάνειας είναι μειωμένο. Η άνω επιφάνεια του χείλους φέρει συστάδες τετραπλών κάθετων γραμμιδίων, ενώ την περίμετρο, αλλά και την εσωτερική πλευρά περιτρέχει πλατιά ταινία. Δύο πλατιές ταινίες καλύπτουν το κατώτερο τμήμα του χείλους και επεκτείνονται στην περιοχή του λαιμού. Ο λαιμός φέρει συστάδες από τριπλά οριζόντια ευθύγραμμα γραμμίδια, τοποθετημένα πολύ κοντά, σαν να είναι διακοπτόμενες γραμμές. Η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο τονίζεται με τρεις οριζόντιες ταινίες. Το κάτω τμήμα της ζώνης του ώμου οριοθετείται από συστάδα πέντε οριζοντίων ταινιών. Το υπόλοιπο σώμα διαιρείται από δύο ζεύγη ταινιών και μια μονή ανάμεσα τους. Η ζώνη του ώμου φέρει εσωτερικά έξι πολλαπλούς ομόκεντρους κύκλους και η ράχη των λαβών πυκνά εγκάρσια γραμμίδια. Η ζώνη της κοιλιάς φέρει το ίδιο μοτίβο, που φέρει και ο λαιμός. Στην άλλη ζώνη που φέρει το σώμα, εικονίζονται οριζόντιες κυματοειδείς γραμμές σε τέσσερις σειρές. Η βάση είναι ολόβαφη. Η διακόσμηση είναι υστερογεωμετρική και τα διακοσμητικά μοτίβα εμφανίζονται στην «ασημίζουσα» κεραμική Οι ομάδες ομόκεντρων κύκλων, όπως έχει αναφερθεί, είναι 1399 Μοσχονησιώτη 2012, 271. Όπως σε ένα θραύσμα από τη Σίνδο, βλ. Gimatzidis 2010, 245, αρ Olynthus XIII, 45-47, πίν Oldenburg Rohweder 1981, 54, αρ. 234, εικ Pfuhl 1903, 184, πίν. XXVII, αρ. 2, J Ρουκά 2011, 50, αρ. 65, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, , πίν Μοσχονησιώτη 2012,

123 σύνηθες μοτίβο στην ασημίζουσα κεραμική 1407 και εμφανίζονται σε πιθόσχημα από το Καραμπουρνάκι Οι συστάδες ευθύγραμμων οριζόντιων γραμμιδίων απαντούν στο λαιμό του Μ , ενώ προέρχονται από τα αγγεία της «ασημίζουσας» κεραμικής, επειδή η απόδοση αυτού του μοτίβου σε φαρδιές οριζόντιες ζώνες στο σώμα του αγγείου είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος διακόσμησης, που δεν συναντάται επιπλέον σε καμιά άλλη κεραμική του Αιγαίου Οι επάλληλες, συνεχείς, οριζόντιες, κυματοειδείς ταινίες συνηθίζονται στη διακόσμηση των κατώτερων ζωνών του σώματος πιθαμφορέων και πίθων της «ασημίζουσας» κεραμικής Τέλος, το αγγείο της Μένδης με βάση τα προαναφερθέντα δεδομένα χρονολογείται στις πρώιμες παραγωγές αυτής της κεραμικής, δηλαδή στο α μισό του 7 ου αι. π.χ Τύπος 3 Ο κυλινδρικός λεβητοειδής πίθος (cauldron shape vessel) Π.5 (Τ.4) από το Πολύχρονο 1413 εντάσσεται στην τρίτη παραλλαγή (πίν. 120Α). Το αγγείο έχει ευρύ σώμα κατασκευασμένο από χονδρόκοκκο πηλό, ίσως από «κουλούρες» σε τέσσερα μέρη, που μετέπειτα συνενώθηκαν. Τα σημεία συνένωσης των μερών δηλώνονται με ανάγλυφους δακτυλίους. Το χείλος είναι απλό κάθετο και ο ώμος σχεδόν επίπεδος. Οι λαβές του είναι οριζόντιες τριπλές και κυκλικἠς διατομής, τοποθετημένες στο ανώτερο τμήμα του σώματος. Το σώμα είναι ευρύ και κυλινδρικό. Τα τοιχώματά του κατεβαίνουν σχεδόν κάθετα, συγκλίνοντας χαμηλά στην περιοχή της επίπεδης βάσης. Η διακόσμηση είναι αποδοσμένη με καστανέρυθρο υάλωμα. Πλατιά ταινία καλύπτει την οριζόντια επιφάνεια του χείλους, που συνεχίζεται και στην περιοχή του ώμου. Ο ώμος κοσμείται από οριζόντια πλατιά ταινία περίπου στο μέσον, απ όπου εκφύονται σταγονόμορφα-πεταλόσχημα μοτίβα, συγκεντρωμένα στο κεντρικό τμήμα Αυτό το μοτίβο απαντάται συχνά σε σταμνοειδείς πυξίδες του Ανατολικού Αιγαίου 1415 και ανάλογο μοτίβο σε συνεχή σειρά εικονίζεται στον ώμο υδρίας του τέλους του 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ. από την Άκανθο Οι ανάγλυφοι δακτύλιοι επισημαίνονται από ταινίες, που οριοθετούν τις διακοσμητικές ζώνες. Η ανώτερη ζώνη φέρει διπλό πλογχμό με ανοικτά άνθη λωτού, ανακαλώντας τα μοτίβα του πιθαμφορέα Π Η δεύτερη ζώνη καλύπτεται στο άνω μισό τμήμα της από κλειστά άνθη λωτού και στο κάτω μισό από καμπυλόγραμμα σιγμοειδή μοτίβα. Το σχήμα αυτού του πίθου απαντάται ελάχιστες φορές. Η προέλευση του σχήματος είναι πιθανόν ανατολική, σύμφωνα με τον Πασπαλά Η Παντή 1419 βρίσκει παρόμοια αγγεία 1407 Gimatzidis 2010, 242, αρ. 1. Ομόκεντροι κύκλοι εμφανίζονται στον ώμο αλλά και σε δύο ζώνες του σώματος του πίθου Μ.11 της Μένδης και στον ώμο του πιθαμφορέα Μ.12. Αντίστοιχη διακόσμηση σε δύο επάλληλες ζώνες έχουν οι πίθοι της Βεργίνας (Petsas 1964, , σχεδ. 1-2, εικ. 2-4) και του Καστανά (Hänsel 1979, 197, εικ. 18,7). Το μοτίβο απαντάται τέλος σε όστρακα από την Αγχίαλο (Γιματζίδης 1997, 268, πίν. XI, XII- XVI) Παντή 2008, αρ. 369, πίν. 62 η, αρ. 370, πίν. 62 ε, αρ. 372 και Μοσχονησιώτη 2012, Gimatzidis 2010, Γιματζίδης 1997, Μοσχονησιώτη 2012, Vokotopoulou 1990, 82, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Paspalas 1995, Παντή 2008, 75, αρ Μοσχονησιώτη 2012, 274. Ίδια άνθη λωτού με ανοικτά φύλλα απαντώνται σ ένα κέρνο από τη Μένδη, βλ. Πέτσας 1974, 348, αρ. 4, πίν. 48 α. Το μοτίβο των τεμνόμενων τόξων, που δημιουργούν πλογχμό, παραλληλίζεται με άνθη λωτού από την αιολική Λάρισα του α μισού του 5 ου αι. π.χ. και τα μικρά άνθη λωτών απαντούν στη διακόσμηση πινακίων, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ Μοσχονησιώτη 2012, 275. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το σχήμα των πιθόσχημων, βλ. Paspalas 1995, Παντή 2008, 232, πίν. 91 β. 120

124 ανατολικής προέλευσης από το νεκροταφείο των Αρκάδων 1420 και της Κνωσού 1421, που χρονολογούνται στα π.χ. Τέλος, το αγγείο έχει χρονολογηθεί με βάση τα κτερίσματα στα π.χ Εντούτοις οι επιρροές της διακόσμησης από τον ανατολικοϊωνικό χώρο 1423 και οι στενές σχέσεις με τη διακόσμηση των αγγείων των αρχών του 6 ου αι. π.χ. από τη Μένδη, αλλά κυρίως με τον πιθαμφορέα Π.2 του β μισού του 6 ου αι. π.χ. από το Πολύχρονο οδηγούν σε πρωιμότερη χρονολόγηση του αγγείου Π.5 συγκεκριμένα στο β μισό του 6 ου αι. π.χ Σιπύες Στο νεκροταφείο της Μένδης βρέθηκαν δύο ολόκληρες σιπύες Μ.43 (Α.111-Τ. 139/ ΜΘ.12723), (πίν. 112) και Μ.45 (Α.168-Τ.201/ΜΘ ), (πίν. 113) και το αποσπασματικό αγγείο Μ.44 (Α.119/120-Τ.146), που πιθανόν εντάσσεται σ αυτό το σχήμα. Οι σιπύες αποτελούν παραλλαγή των σταμνοειδών αγγείων. Οι σιπύες είναι μεγάλου μεγέθους και χρησιμοποιούνταν ως δοχεία φύλαξης τροφίμων, αλλά και ως τεφροδόχα Τα αγγεία της Μένδης έχουν κάθετο χείλος, υποτυπώδη λαιμό και σφαιρικό σώμα. Οι δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής τοποθετούνται λοξά στον ώμο και δεν ξεπερνούν το χείλος, όπως συμβαίνει στα περισσότερα παραδείγματα και η βάση είναι κωνική. Ο σχηματισμός του χείλους και του λαιμού έχει υποδοχή για πώμα, αποτελώντας χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των αγγείων. Ο λαιμός είναι κατακόρυφος και δεν κάθεται ομαλά στον ώμο σχηματίζοντας γωνία, σε αντιθέση με τα αγγεία της Μένδης Αγγεία αυτής της κατηγορίας των σιπυών απαντούν από τους υστερογεωμετρικούς χρόνους έως και τη ρωμαϊκή περίοδο Η παραγωγή πραγματοποιούνταν σε διάφορα εργαστήρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου Ωστόσο, αγγεία μικρότερου μεγέθους, αλλά με τα ίδια τυπολογικά χαρακτηριστικά εντάσσονται στα σταμνοειδή αγγεία Το σχήμα των αγγείων της Μένδης έχει όμοια στοιχεία με τους εγχώριους σταμνοειδείς κρατήρες και τις πυξίδες των εργαστηρίων της Χαλκιδικής, όσον αφορά το χαμηλό και αρκετές φορές κάθετο χείλος. Επίσης, το σχήμα του σώματος, η ομαλή σχέση του ώμου με το λαιμό, η θέση και η μορφή των λαβών αλλά και η χαμηλή και μικρή κωνική βάση, πλησιάζουν στους πιθαμφορείς. Η διακόσμηση του αγγείου Μ.43 είναι περισσότερο απλοποιημένη. Η εσωτερική και οριζόντια επιφάνεια του χείλους φέρει στενή ταινία. Η μετάβαση από το λαιμό στον ώμο καλύπτεται από πλατιά ταινία, ενώ κάτω από αυτήν αποδίδεται λεπτότερη ταινία. Αυτές οι δύο ταινίες ορίζουν το άνω τμήμα της ζώνης του ώμου. Τρία ζεύγη ισοπαχών ταινιών εικονίζονται στην υπόλοιπη επιφάνεια του σώματος. Η διακόσμηση του ώμου αποτελείται από οριζόντια κυματοειδή ταινία, που περιβάλλεται εκατέρωθεν από ζεύγη κάθετων ευθύγραμμων ταινιών, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει αντίστοιχη κυματοειδής, όπως στη διακόσμηση των πιθαμφορέων. Το ίδιο μοτίβο του ώμου υπάρχει και στο κατώτερο τμήμα 1420 Levi , 119, εικ. 99, 402, εικ. 518 (με ανθρώπινες μορφές και πτηνά), 403, εικ. 519 (με φυτική διακόσμηση και έλικες). Levi 1969, 21-22, πίν. IX, X Coldstream Sackett 1978, 56, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Larisa III 1942, 128 κ.ε., πίν Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Παρόμοια αγγεία από την Αρχαία Αγορά είναι αποθηκευτικά σκεύη φαγητού αλλά, λειτουργούν και ως τεφροδόχοι κάλπες στα νεκροταφεία της Αττικής, βλ. Agora XII, ,αρ , πίν Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 276. Αναλογίες ως προς την τυπολογία παρουσιάζουν οι μικρότερες σταμνοειδείς πυξίδες, που χρησίμευαν κυρίως ως σκεύη γυναικείου καλλωπισμού, βλ. Ρουκά 2011, 33. Χαραλαμπίδου 2008, 41. Ο Πασπαλάς θεωρεί ότι το αγγείο Μ.45 είναι σταμνοειδής κρατήρας, εντούτοις από τα αγγεία της Μένδης λείπει το τυπικό ψηλό πόδι των εγχώριων παραδειγμάτων. 121

125 του σώματος προς τη βάση. Η ράχη των λαβών φέρει εγκάρσιες γραμμώσεις, ταινία γύρω από τη ρίζα των λαβών και η βάση φέρει υάλωμα, διακόσμηση ίδια με αυτή των πιθαμφορέων Η συνεχής οριζόντια κυματοειδής ταινία είναι συνηθισμένο μοτίβο στην κεραμική της Μένδης και γενικά, στη Χαλκιδική, λειτουργώντας ως κύριο ή παραπληρωματικό μοτίβο Η διακόσμηση ζωνών με αυτό το μοτίβο απαντάται ήδη από την ΥΓ «ασημίζουσα» κεραμική Καινοτομία θεωρείται η απόδοση του μοτίβου σε μια αυστηρά καθορισμένη μετόπη του ώμου, που αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο στο λαιμό του πιθαμφορέα Μ Η διακόσμηση με απλές ταινίες στον ώμο αγγείων, που διακόπτονται από στενή ζώνη με λιτό διάκοσμο, συναντάται σε αγγεία κλειστών σχημάτων, ήδη από τα τέλη του 8 ου αι. π.χ. και σε πολλά εργαστήρια με επιρροές από τα υστερογεωμετρικά και πρωτοκορινθιακά εργαστήρια Το αγγείο Μ.43 με βάση το σχήμα και την απλοποιημένη υστερογεωμετρική διακόσημηση χρονολογείται στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. Το αγγείο Μ.44 φέρει γραμμική διακόσμηση. Το χείλος φέρει εσωτερικά και εξωτερικά αλλά και στην επίπεδη επιφάνεια στενή ταινία. Ο ώμος φέρει δύο ομάδες τριών κάθετων γραμμών, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει χιαστί κόσμημα. Το κατώτερο τμήμα του ώμου οριοθετούν δύο ισοπαχείς πλατιές ταινίες. Η περιοχή της κοιλιάς φέρει ίσως σιγμοειδές καμπυλόγραμμο μοτίβο. Ο διαχωρισμός του σώματος από οριζόντιες ταινίες είναι τυπικός για τα αγγεία αυτής της ομάδας. Η εδαφόχρωμη ζώνη στο ύψος των λαβών χωρίζεται σε μετόπες με το σχηματισμό «τριγλύφων», όπου δίνονται ταινίες σε χιαστί. Η ίδια διακόσμηση εμφανίζεται στα αγγεία Μ.22 και Μ και στον ώμο σταμνοειδούς αγγείου των ύστερων γεωμετρικών χρόνων από τη Θήρα Την ίδια διακόσμηση, αλλά με κατακόρυφες κυματοειδείς ταινίες για «τρίγλυφα» και χιαστί, καθώς και ελικοειδές κόσμημα βρίσκουμε και σε καλυκόσχημο αγγείο από τον Ωρωπό Το αγγείο Μ.45 έχει σύνθετη φυτική διακόσμηση. Η εσωτερική και οριζόντια επιφάνεια του χείλους φέρει στενή ταινία και το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο, φέρει πλατύτερη ταινία. Από την ταινία εκφύονται επτά συνολικά συστάδες τριπλών σταγονόμορφων ή πεταλόσχημων μοτίβων. Αντίστοιχο μοτίβο αποδίδεται στην ελεύθερη περιοχή των λαβών και η ράχη φέρει πλατιές ταινίες. Η αρκετά ψηλή μετόπη του ώμου ορίζεται από στενή ταινία στο ανώτερο τμήμα και ζεύγος ανάλογων ταινιών στο κατώτερο. Χαμηλότερα, δύο ομάδες ταινιών αποδίδονται στην υπόλοιπη επιφάνεια του σώματος. Η ζώνη της κοιλιάς φέρει καμπυλόγραμμα σιγμοειδή μοτίβα. Η διακόσμηση της ενιαίας μετόπης του ώμου περιβάλλεται από το ίδιο μοτίβο, που φέρουν και οι πιθαμφορείς. Η διακόσμηση είναι διαφορετική στις δύο όψεις. Η κύρια όψη φέρει σύνθετο κόσμημα, που διαμορφώνεται από δύο ταινίες καστανού χρώματος, οι οποίες αρχίζουν από την ανώτερη ταινία του ώμου και απολήγουν, αποκλίνοντας μεταξύ τους, στην κατώτερη ταινία. Το εσωτερικό τμήμα ορίζεται στο πάνω μέρος από μια έως τρεις οριζόντιες καστανές γραμμές και από αυτές εκφύονται τρία σταγονόμορφα κοσμήματα 1430 Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 278. Παρόμοιο μοτίβο φέρουν στο λαιμό οι πιθαμφορείς Μ.38, Μ.21 και Μ.25 της Μένδης. Η ταινία στο Μ.23 βρίσκεται στο άνω τμήμα της ζώνης του ώμου, αντίθετα στους πιθαμφορείς του Πολυχρόνου (Π.2 και Π.3) βρίσκονται στο κάτω τμήμα του σώματος προς τη βάση. Επίσης ταινίες απαντούν ως κύριο διακοσμητικό μοτίβο στο χείλος πιθαμφορέα του β μισού του 7 ου αι. π.χ., (βλ. Παντή 2008, πίν. 14), και στην κοιλιά ή και το λαιμό υδριών του 6 ου αι. π.χ. από το νεκροταφείο της Ακάνθου, (βλ. Παντή 2008, πίν. 20δ, 22, 23, 24, 25, 26) Gimatzidis 2010, 242, εικ. 72,αρ Μοσχονησιώτη 2012, Payne Corinth VII. Robertson 1948, 60 κ.ε.. Johansen Coldstream 1982, 21 κ.ε. Neeft Weinberg 1941, Benton 1953, 260 κ.ε. Για πρωτοκορινθιακούς αρυβάλλους με ταινιωτή διακόσμηση, βλ. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Pfuhl 1903, πίν. VII, αρ.4, Α Χαραλαμπίδου 2008, 103, πίν. 9, αρ

126 σκούρου καστανού χρώματος, που πλαισιώνονται από λεπτή καστανέρυθρη γραμμή. Χαμηλότερα, αποδίδονται τέσσερις συστάδες από τρία μικρότερα σταγονόμορφαπεταλόσχημα μοτίβα. Εκατέρωθεν εικονίζονται δύο σκιαγραφημένα ανεστραμμένα ισοσκελή τρίγωνα. Η ζώνη ανάμεσα στα δύο μοτίβα συμπληρώνεται από λοξά τοποθετημένη κυματοειδή ταινία, ανακαλώντας το μοτίβο που περιβάλλει τα άκρα της μετόπης. Εκατέρωθεν της κεντρικής σύνθεσης εικονίζονται μικρά συμπλεκόμενα μεταξύ τους σιγμοειδή μοτίβα (running dog pattern) τοποθετημένα σε κάθετη στήλη. Οι στήλες περιβάλλονται από συστάδες τριπλών σταγονόμορφων-πεταλόσχημων μοτίβων. Η πίσω όψη είναι απλοποιημένη, καθώς φέρει τρία ζεύγη ευθύγραμμων ταινιών, που περιβάλλουν κυματοειδή και χωρίζουν την εσωτερική περιοχή σε τέσσερις μικρότερες μετόπες, που διακοσμούνται εσωτερικά από ισάριθμες συστάδες τριπλών σταγονόμορφωνπεταλόσχημων μοτίβων. Τα περισσότερα από τα μοτίβα είναι παρόμοια με αυτά των πιθαμφορέων και γενικά, με τα αγγεία της τοπικής κεραμικής. Το κεντρικό μοτίβο συναντάται στα πρότυπα ανάλογων συνθέσεων περισσότερο σχηματοποιημένων, όπως στους πιθαμφορείς Μ.29 και Μ Τα σκιαγραφημένα τρίγωνα απαντούν σε δύο ακόμη αγγεία από τη Μένδη, δηλαδή τον «υπογεωμετρικό ανατολίζοντα κρατήρα» από το Προάστειο με τα υδρόβια πτηνά 1439 και τον πιθαμφορέα Μ.31 από το νεκροταφείο Ανεστραμμένο τρίγωνο ή ακτινωτό μοτίβο εμφανίζεται σε ευβοϊκά αγγεία, όπως σε ερετριακό αμφορέα του α μισού του 7 ου αι. π.χ Στον ώμο κλειστού αγγείου από τον Ωρωπό περίπου του 700 π.χ. εικονίζονται, επίσης, λεπτές ανεστραμμένες ακτίνες με περίγραμμα Απλά ή εγγεγραμμένα τρίγωνα εμφανίζονται και σε αγγεία της ανατολικής Ελλάδας του ύστερου 7 ου και του 6 ου αι. π.χ Τα σταγονόμορφα ή πεταλόσχημα μοτίβα στους πιθαμφορείς Μ.25, Μ.28, Μ.29, Μ.30, Μ.31 αποτελούν δάνεια από την ανατολικοϊωνική κεραμική των αρχαϊκών χρόνων Τέλος, τριφυλλόσχημη οινοχόη από την Άκανθο του τέλους του 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ και οινοχόες της ίδιας περιόδου από την Όλυνθο 1446, φέρουν σταγονόμορφα-πεταλόσχημα μοτίβα. Τα πλάγια σιγμοειδή και συμπλεκόμενα μοτίβα συνηθίζονται στην εγχώρια κεραμική, αν και η λειτουργία τους ως παραπληρωματικά μοτίβα και ο κάθετος σχηματισμός τους παραπέμπουν περισσότερο στον πιθαμφορέα Μ Τα σταγονόμορφα πεταλόσχημα μοτίβα ανάμεσα στην ελεύθερη περιοχή των λαβών απαντώνται στην ίδια θέση σε αγγεία της Ακάνθου 1448 και της Ολύνθου Το αγγείο εντάσσεται στις νέες παραγωγές της Μένδης, δηλαδή γύρω στα τέλη του 7 ου ή τις αρχές του 6 ου αι. π.χ. Το σχήμα της σιπύης στη Μένδη έχει μεγάλες διαφορές με παραδείγματα από άλλες περιοχές της Μακεδονίας, ενώ η στενή σχέση με τους πιθαμφορείς του τύπου Ι της Μένδης αποδεικνύει με μεγάλη βεβαιότητα, ότι το εργαστήριο παραγωγής βρισκόταν στη Μένδη Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 17 ε Μοσχονησιώτη 2012, Κουρουνιώτης 1903, 35-36, αρ. 9, εικ Boardman 1952, 18-19, A1, εικ Χαραλαμπίδου 2008, 105, αρ. 37, πίν Walter Vierneisel 1959, 28, πίν. 63, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 30-31, πίν. 6 στ, ζ, σχέδ. 4 γ Olynthus XIII, 207, αρ. 255, 256, πίν Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, Olynthus V, 37,αρ. P.60. Olynthus XIII, 207, αρ. 255, 256, πίν Μοσχονησιώτη 2012,

127 Σταμνοειδή αγγεία Παραλλαγή του σχήματος των σιπυών απαντάται στο αγγείο Μ.46 (Α.28-Τ.38/ΜΘ.12725), (πίν. 114). Το αγγείο της Μένδης έχει μεσαίο ύψος 1451, με σφαιρικό σώμα και ευρύ στόμιο, με σκοπό την ανάμειξη του οίνου με το νερό Το σχήμα του χείλους είναι μικρό και εξέχον, σύμφυτο με το σώμα, πεπλατυσμένο στην οριζόντια επιφάνειά του και ελαφρά κυρτό στην περίμετρο. Οι δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής τοποθετούνται λοξά στον ώμο του αγγείου, ενώ η βάση δεν σώζεται. Το αγγείο φέρει επίσης πώμα (Μ.47), το οποίο έχει σωθεί. Αυτό είναι σχεδόν ημισφαιρικό, με μικρή κάθετη λαβή τοποθετημένη στην άνω κοίλη επιφάνειά του. Το ορατό τμήμα του καλύπτεται από απλή ταινιωτή διακόσμηση Τυπολογικά το αγγείο παρομοιάζεται με ένα αποσπασματικά σωζόμενο ιωνικό αγγείο Από τη Θήρα προέρχονται αρκετά παράλληλα παραδείγματα της ύστερης γεωμετρικής περιόδου, με διαφορά στο σχηματισμό του χείλους, καθώς και στην κάθετη διάταξη των λαβών των κυκλαδικών αγγείων Το χείλος παραλληλίζεται με δύο τμήματα λεβήτων από την Άκανθο, το ένα του /555 π.χ και το άλλο των μέσων του 6 ου αι. π.χ Αρκετά στενό παράδειγμα αποτελεί ένα θραύσμα σταμνοειδούς αγγείου από τον Ωρωπό, της ώριμης ανατολίζουσας ή αρχαϊκής περιόδου, όπου στο χείλος αποδίδεται συστάδα από κάθετες γραμμώσεις Το σχήμα είναι συνηθισμένο στη Μακεδονία σύμφωνα με δύο αγγεία από την Αγχίαλο 1459 και μια κρατηρόσχημη στάμνο από τις Σέρρες 1460 του 7 ου αι. π.χ., που συσχετίζονται με τα αγγεία της Μένδης. Επίσης, ομοιότητα με το αγγείο των Σερρών παρουσιάζει ο σκυφοειδής κρατήρας Μ.48, που εδράζεται και αυτός σε κωνικό πόδι, διαφέροντας μόνο στο άνοιγμα του στομίου. Η διακόσμηση του Μ.46 είναι τυπική. Συστάδες γραμμών και ταινιών χωρίζουν το σώμα σε ζώνες και η κύρια διακόσμηση του ώμου εικονίζεται σε οριοθετημένη μετόπη. Η οριζόντια επιφάνεια του χείλους φέρει ανά ομάδα επτά κάθετες γραμμώσεις. Η ζώνη του ώμου, περιβάλλεται στο ανώτερο τμήμα από οριζόντιες γραμμές, ενώ στο κατώτερο από τέσσερεις λεπτές και μια πολύ παχύτερη χαμηλότερα, που επισημαίνει το σημείο με τη μεγαλύτερη διάμετρο του αγγείου. Το κάτω τμήμα του σώματος προς τη βάση φέρει δύο ανάλογες πλατιές ταινίες. Στη ράχη των λαβών εικονίζεται ταινία. Η μετόπη του ώμου οριοθετείται αριστερά και δεξιά και κοντά στις λαβές από συστάδες επτά κάθετων ευθύγραμμων γραμμών. Η γενική διακοσμητική σύνθεση, ο τρόπος οριοθέτησης της ζώνης του ώμου με πυκνές συστάδες κάθετων λεπτών ταινιών για τη δημιουργία είτε επιμέρους μετοπών, είτε ενιαίας μετόπης και οι ευθύγραμμες ταινίες, που πλαισιώνουν τη ζώνη του ώμου θυμίζουν την ΥΓ κυκλαδική επιρροή, συσχετίζοντας το αγγείο με τους πιθαμφορείς Μ.35, Μ.36 και τον κρατήρα Μ.48. Η ενιαία μετόπη του ώμου φέρει έξι πτηνά με κλειστά φτερά, μακρύ και καμπύλο λαιμό, στραμμένα προς τα δεξιά Η πρωιμότερη απόδοση ζωφόρου πτηνών εντοπίζεται στο Άργος κατά τη ΜΓ περίοδο 1462 και στην Αττική αποδίδονται αντιθετικά Στην κορινθιακή αγγειογραφία τα πτηνά αποδίδονται μετά το 750 π.χ Τα πτηνά στην ΥΓ κεραμική της 1451 Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, De Juliis 1979, 439. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, 284. Pfuhl 1903, πίν. VIΙ, 5 ( Α49 ) Καλτσάς 1998, 83 και 256, αρ. 711, πίν. 85 α, σχεδ Παντή 2008, 78-79, αρ. 127, πίν. 26 ε και στ Χαραλαμπίδου 2008, 42, πίν. 81, ΣΤΑΜΝ Gimatzidis 2010, 206, εικ. 55, πίν. 27 και 114, αρ (αναφέρονται ως σταμνοειδείς πυξίδες) Gimatzidis 2010, 240, εικ. 64, αρ Μοσχονησιώτη 2012, Coldstream 1997 (μετ.), 111, εικ.26 γ Carter 1972, 32 και Coldstream 1997 (μετ.), 228, εικ. 55 β-ε). 124

128 Ερέτριας είναι συχνά στους σκύφους με τους ομόκεντρους κύκλους στο χείλος Ο λαιμός και το κεφάλι με το ενιαίο ρύγχος είναι ολόβαφα, ενώ τα μάτια εικονίζονται από το άβαφο τμήμα του αγγείου ή επισημαίνονται από γραπτή τελεία. Το σώμα εικονίζεται με περίγραμμα και αποδίδεται σχηματοποιημένο και σχεδόν αμυγδαλόσχημο. Οι φτερούγες και η ουρά δηλώνονται με εσωτερική διαγράμμιση, ενώ το φτέρωμα του στήθους αποδίδεται με εσωτερική διαγράμμιση και φέρει πρόσθετες κάθετες γραμμές, διαμορφώνοντας δικτυωτό μοτίβο. Η διάταξη των πτηνών δεν είναι συμμετρική, έτσι ώστε το σώμα του πρώτου από τα αριστερά να συνεχίζεται λόγω έλλειψης ελεύθερου χώρου και εσωτερικά του πλαισίου. Η πίσω όψη έχει την ίδια διακόσμηση, αλλά διαφοροποιημένη. Συγκεκριμένα, εικονίζονται τέσσερα ανισομεγέθη πτηνά, από αυτά το ένα είναι πολύ απολεπισμένο. Το μικρότερο πτηνό βρίσκεται στο αριστερό άκρο και βαδίζει προς τα αριστερά. Το σώμα εικονίζεται σε σκιαγραφία και οι γωνιώδεις φτερούγες εξαίρονται με παχύ περίγραμμα και εσωτερική διαγράμμιση. Τα άλλα τρία πτηνά που είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος έχουν κλειστά φτερά και βαδίζουν προς τα δεξιά, στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Το κεφάλι και ο λαιμός είναι ολόβαφα και τα μάτια αποδίδονται, όπως στα πτηνά της άλλης πλευράς. Το σώμα και τα μάτια εικονίζονται με άλλο τρόπο, ειδικότερα στα δύο κεντρικά πτηνά αποδίδεται το στήθος με σχεδόν κυματιστές γραμμές και οι φτερούγες και η ουρά με διαγράμμιση. Το στήθος του τελευταίου πτηνού προς τα δεξιά έχει παραμείνει στο σώμα του πηλού, οι φτερούγες και η ουρά εικονίζονται με σκιαγραφία, ενώ ο λαιμός και το κεφάλι με περίγραμμα Τα πτηνά με το μακρύ λαιμό και το αμυγδαλόσχημο σώμα, αναγνωρίζονται ως ερωδιοί Τα πτηνά με τα κοντύτερα πόδια είναι πιθανόν κύκνοι. Αυτά τα υδρόβια πτηνά συνηθίζονται στην εγχώρια κεραμική. Τα τρία μεγαλύτερα πτηνά της πίσω όψης πιθανόν απεικονίζουν πελαργούς Ο τρόπος απόδοσης των πτηνών της κύριας όψης ανακαλεί τα σχηματοποιημένα πτηνά του αγγείου από το Προάστειο, καθώς το σώμα τους είναι σε σκιαγραφία, ενώ τα πόδια σχεδιάζονται κοντά και το σώμα περισσότερο βαρύ Τα πτηνά αυτής της όψης θυμίζουν επίσης τα εικονιζόμενα πτηνά σε λέβητα από το ιερό της Σάνης Τα πτηνά ανακαλούν ακόμα τα αποδοσμένα στις «κοτύλες με πτηνά» 1471, αλλά και στις μεταγενέστερες κύλικες των αρχών του 7 ου αι. π.χ Παρόμοια απαντώνται επίσης στο βορειοελλαδικό χώρο 1473, που αποδίδονται με δικτυωτό και σπάνια με διαγράμμιση Ο τρόπος απόδοσης των πτηνών της στάμνου συνδέεται επίσης με πτηνά σε αγγεία της ευβοϊκής 1475 και της κυκλαδικής κεραμικής των υστερογεωμετρικών χρόνων Ο γωνιώδης τρόπος απόδοσης των ανυψωμένων φτερών του πτηνού της πίσω όψης, θεωρείται ευβοϊκής προέλευσης Τα μεγαλύτερα πτηνά της πίσω όψης πλησιάζουν αυτά ενός κυκλαδικού σκύφου από τη Θήρα 1478 καθώς και σε κρατηρόσχημο αγγείο από τη 1465 Coldstream 1997 (μετ.), Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, 287. Χαραλαμπίδου 2008, 98, σημ Μοσχονησιώτη 2012, Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1993 β, , εικ Torone I 313, αρ. 5.7 και 5.8 (Τορώνη). Τιβέριος , 307, εικ.4. Tsiafakis 2000, 419, 421 (Καραμπουρνάκι). Κοτσώνας 2012, , αρ (Μεθώνη), κ.α Boardman 1967, , πίν Όσον αφορά την εξάπλωση, βλ. Brommer 1979, 39 κ.3. και Σκαρλατίδου 2010, Ενδεικτικά Boardman 1967, 134, αρ. 444, πίν. 42 και Κοτσώνας 2012, 174, αρ. 95 (κοτύλες) Boardman 2001 (μετ.), εικ.78 (στο λαιμό ΥΓ οινοχόης από το Λευκαντί) Buschor 1929, 135 κ.ε.. Samos V, 97, αρ. 111, πίν. 19, αρ. 155, πίν.30, αρ. 168, πίν. 31. Παντή 2008, 241. Μοσχονησιώτη 2012, Kourou 1998, Pfuhl 1903, πίν. Χ, αρ. 3 (Α 84 b). 125

129 Σάμο Εντούτοις η μεγαλύτερη επιρροή όσον αφορά την απόδοση και τη χρήση του δικτυωτού μοτίβου, αλλά και τη στάση του σώματος προέρχεται από την Εύβοια Τέλος, το αγγείο της Μένδης έχει επιρροές ιδιαίτερα από τις Κυκλάδες και την Εύβοια. Χρονολογείται στο α μισό του 7 ου αι. π.χ. με βάση την απόδοση των πτηνών, τη σχέση με τα ευβοϊκά παραδείγματα, αλλά και την απουσία σχεδίου και συμμετρίας στη διάταξη Υδρίες Στη Μένδη βρέθηκαν τρία αγγεία από τα οποία το Μ-49 (Α.59-Τ.78/ΜΘ.16616), (πίν. 116) είναι με βεβαιότητα υδρία, ενώ τα αποσπασματικά τμήματα των αγγείων Μ.50 (Α.75- Τ.106), (πίν. 117Α) και Μ.51 (Α.111-Τ.139/ΜΘ ), (πίν. 117Β) αποτελούν και αυτά υδρίες, εξαιτίας της διαμόρφωσης του ώμου, της θέσης, της μορφής των λαβών και των συγκεκριμένων διακοσμητικών μοτίβων. Το αγγείο Μ.49 έχει σφαιρικό σώμα, τη μεγαλύτερη διάμετρο στο ύψος των δύο οριζόντιων λαβών και διακριτή την ένωση με τον κυλινδρικό και ελαφρά αποκλίνοντα προς το χείλος λαιμό. Οι οριζόντιες λαβές είναι κυκλικής διατομής, τοποθετημένες χαμηλά στην κοιλιά. Η κάθετη λαβή είναι ταινιωτή, προσαρμοσμένη από το άνω τμήμα του λαιμού μέχρι τον ώμο. Η βάση είναι χαμηλή και κωνική. Κυματοειδής κάθετη ταινία αποδίδεται στο λαιμό, στο ύψος απόληξης της κάθετη λαβής. Το σημείο της μετάβασης από το λαιμό στον ώμο, τονίζεται από συστάδα τεσσάρων καστανών λεπτών ταινιών, αντίστοιχες με τις ταινίες του ανώτερου τμήματος προς το χείλος. Το σώμα χωρίζεται σε ζώνες από δύο στενές ταινίες, μια στη βάση της κάθετης λαβής και μια πιο χαμηλά, που περιβάλλονται από λεπτές γραμμές. Η ράχη της κάθετης λαβής φέρει διασταυρούμενες ταινίες στο άνω τμήμα, σχηματίζοντας χιαστί μοτίβο. Η ράχη των δύο οριζοντίων λαβών φέρει ταινία. Το κάτω τμήμα του σώματος και η βάση φέρουν σκούρο καστανό υάλωμα. Η ζώνη του ώμου φέρει ζεύγη καμπυλόγραμμων πλάγιων σιγμοειδών μοτίβων, αντιθετικά τοποθετημένων. Η ζώνη της κοιλιάς κοσμείται με δύο σιγμοειδή μοτίβα, τοποθετημένα αντιθετικά. Το ένα σκέλος από αυτά δεν καμπυλώνεται, συνεχίζοντας σχεδόν ευθύγραμμα και απολήγει στις οριζόντιες γραμμές, που ορίζουν τη ζώνη του ώμου. Οι ευθύγραμμες απολήξεις των δύο κρεμάμενων σκελών, αποτελούν ίσως νοητή επέκταση των δύο ταινιών, που δίδονται στην κάθετη λαβή του αγγείου. Από το Μ.50 διασώζεται ένα τμήμα του σώματος, η μια οριζόντια λαβή και η χαμηλή δισκοειδής βάση. Η διακόσμηση είναι παρόμοια με το Μ49, αλλά απλούστερη. Το κατώτερο τμήμα του ώμου οριοθετείται από πλατιά ταινία, ψηλότερα από το ύψος των οριζόντιων λαβών. Ισομεγέθης με την προηγούμενη ταινία αποδίδεται στο τμήμα κάτω από τις λαβές και τρίτη ταινία εικονίζεται στο κατώτερο τμήμα του σώματος και της βάσης. Ο ώμος φέρει τμήμα καμπύλης ταινίας, ίσως από σιγμοειδές μοτίβο. Η ράχη της οριζόντιας λαβής φέρει πλατιά ταινία. Από το Μ.51 έχει σωθεί τμήμα του σώματος με τη μια οριζόντια λαβή κυκλικής διατομής. Ο ώμος του αγγείου φέρει μεγάλα πλάγια καμπυλόγραμμα σιγμοειδή μοτίβα, που οριοθετούνται από δύο οριζόντιες στενές ταινίες Υδρίες εμφανίζονται στην Κρήτη από τη μέση Εποχή του Χαλκού 1483 και στη νότια Ελλάδα από την ΥΕ ΙΙΙ Β Διάφορα εργαστήρια της νησιωτικής και Ανατολικής Ελλάδας ήδη από 1479 Samos V, πίν. 8, αρ Μοσχονησιώτη 2012, 289. Ανδρειωμένου 1975, 218 και 221, πίν. 63β. Το εικονιζόμενο πτηνό σε θραύσμα ανοικτού αγγείου της ΥΓ ΙΙ στρέφει πίσω το κεφάλι του με τον ίδιο τρόπο Μοσχονησιώτη 2012, 289. Παντή 2008, Μοσχονησιώτη 2012, Betancourt 1985, 91, Mountjoy 1998 (μετ.), 109, εικ. 124 (από τη Φυλακωπή). 126

130 την πρωτογεωμετρική 1485 έως και την ύστερη γεωμετρική περίοδο παρήγαγαν υδρίες με κυματοειδή και ταινιωτή διακόσμηση. Οι υδρίες από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι ελάχιστες Η επιρροή των αγγείων της Σάμου και ιδίως του Ηραίου, χρονολογούμενα στον ύστερο 8 ο και σε ολόκληρο τον 7 ο αι. π.χ στην τυπολογία και διακόσμηση της εγχώριας παραγωγής της Χαλκιδικής είναι καίρια. Η διακόσμηση των σαμιακών υδριών είναι κυματοειδείς ταινίες και καμπυλόγραμμα σιγμοειδή μοτίβα. Οι πρωιμότερες υδρίες αυτής της κατηγορίας προέρχονται από το «υπόγειο» της Μεθώνης, του ύστερου 8 ου αρχές του 7 ου αι. π.χ Άλλες υδρίες που βρέθηκαν στη Μεθώνη είναι ίσως εισηγμένες από άλλη μακεδονική θέση Το μοτίβο των αντιθετικά τοποθετημένων σιγμοειδών στη ζώνη της κοιλιάς του Μ.49 πλησιάζει σχηματικά τους αντιθετικά τοποθετημένους «μύστακες». Η απόδοση του μοτίβου στην υδρία Μ.49 συσχετίζεται με το μοτίβο του αγγείου της Μεθώνης Μεγάλος αριθμός υδριών της γραπτής Χαλκιδικιώτικης κεραμικής, βρέθηκε στο νεκροταφείο της Ακάνθου σε σωστικές ανασκαφές Η παλαιότερη υδρία 110 από την Άκανθο χρονολογείται το α μισό του 7 ου αι. π.χ. (πίν. 61Β) και η Παντή θεωρεί, ότι αποτελεί προϊόν των πρώτων αποίκων Το σχήμα του αγγείου διαφέρει από τα υπόλοιπα. Συγκεκριμένα, το χείλος είναι ενιαίο με το λαιμό σε σχήμα εχίνου. Το σχήμα του σώματος είναι σχεδόν σφαιρικό και τα τοιχώματα έντονα κυρτά. Η βάση είναι απλή και επίπεδη. Οι οριζόντιες λαβές είναι προσαρμοσμένες χαμηλά στο σώμα. Το άνοιγμα των λαβών είναι μικρό και εξέχουν ελάχιστα από το σώμα. Η συγκεκριμένη υδρία είναι η μοναδική, που καλύπτεται εξωτερικά από λευκό και παχύ επίχρισμα, καθώς, όπως υποστηρίζει η Παντή, υποδηλώνεται μ αυτόν τον τρόπο η πρωιμότητά της 1493, όπως στους χιώτικους κάλυκες 1494, εν αντιθέσει με τις άλλες υδρίες που φέρουν λεπτό επίχρισμα. Το αγγείο κοσμείται με τέσσερις οριζόντιες ταινίες ερυθρού χρώματος και εκατέρωθεν της λαβής διαμορφώνονται δύο τοξωτές, σχεδόν ημικυκλικές ταινίες Το αγγείο συνδέεται με πρώιμα παραδείγματα των υστερογεωμετρικών χρόνων 1496, αλλά και με δύο αποσπασματικά αγγεία από τη Νάξο της Σικελίας, που χρονολογούνται στα τέλη του 8 ου αρχές 7 ου αι. π.χ Οι υπόλοιπες υδρίες της Ακάνθου ανήκουν σε δύο τύπους. Οι υδρίες του τύπου Ι 1498 (αρ (πίν. 61Γ) και (πίν. 62Α) και πιθανόν η αποσπασματικά σωζόμενη 113) έχουν ψηλό, ωοειδές σώμα και επίπεδη βάση, που σε άλλα σημεία της εξωτερικής επιφάνειας είναι αδιαμόρφωτα και σε άλλα έχει χαμηλό, υποτυπώδη δίσκο. Οι λαβές είναι 1485 Η προέλευση των υδριών και των αμφορέων της «Waveline» κεραμικής από την πρωτογεωμετρική περίοδο υποστηρίχθηκε από τον Hanfmann, βλ. Hanfmann 1956, Ανδρόνικος 1969, (λίγες χειροποίητες υδρίες από τη Βεργίνα). Gimatzidis 2010, , αρ. 97 και 244 και ίσως (εισηγμένα αγγεία της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής περιόδου), 292, αρ (υπάρχουν εγχώρια αγγεία από την αρχαϊκή περίοδο) (Αγχίαλος) Isler 1978, 82, εικ Walter 1957, 41-42, εικ. 3, πίν. 55.1,2. Walter Vierneisel 1959, πίν. 19 (6), 20 (3-5), 37 (4), 46 (1-4), 48 (1-2). Paspalas 1995, Παντή 2008, και Μοσχονησιώτη 2012, Οι ερευνητές αυτής της κεραμικής υποστηρίζουν, ότι κάποιες υδρίες από τη Μεθώνη είναι τοπικές και άλλες εισηγμένες, βλ. Κοτσώνας 2012, , αρ Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 71-78, πίν Παντή 2008, 72-73, πίν. 19 α-β Μοσχονησιώτη 2012, Cook Dupont 1998, Μοσχονησιώτη 2012, Graeve 1986, 47, εικ Lentini 1992, 13-14,αρ. 3, 4, εικ. 18, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 73-74, πίν. 19 γ-ε Παντή 2008, 73-74, πίν. 19 στ, 20 α-γ. 127

131 τοποθετημένες ψηλά στο σώμα. Η διακόσμηση του τύπου Ι είναι ταινίες, που χωρίζουν το σώμα. Ο λαιμός φέρει κυματοειδή ταινία, ο ώμος σιγμοειδή γραμμή και η χαμηλότερη ζώνη των οριζόντιων λαβών καμπυλόγραμμα μοτίβα Στον τύπο ΙΙ εντάσσονται τα περισσότερα αγγεία, που χρονολογούνται στον 5 ο και 4 ο αι. π.χ. (αρ ) Το σώμα είναι χαμηλότερο, εξέχοντας εντονότερα προς τη βάση και ο ώμος είναι κυρτός. Η ζώνη των λαβών συνηθίζεται να φέρει κυματοειδή ταινία ή σιγμοειδή μοτίβα. Αντίστοιχα παραδείγματα, αλλά και με αρκετές διαφορές 1503 προέρχονται από δύο υδρίες του αρχαίου Φάγρητα 1504 και μια από τα Άβδηρα Ομοιότητες παρουσιάζουν επίσης έξι αποσπασματικά παραδείγματα από το Καραμπουρνάκι 1506, με τα αγγεία της Ακάνθου. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το σχήμα, εντάσσονται στον τύπο Ι των αγγείων της Ακάνθου και όσον αφορά τη διακόσμηση παραλληλίζονται με όλα τα αγγεία της Ακάνθου. Όλες οι προαναφερθείσες εγχώριες υδρίες εντάσσονται σε μια μεγάλη ομάδα με όμοια στοιχεία. Το σώμα της υδρίας Μ.49 από τη Μένδη 1507 συσχετίζεται περισσότερο με την υδρία 121 από την Άκανθο 1508, μολονότι το αγγείο της Μένδης έχει μεγαλύτερο καμπύλο προφίλ και μικρότερη διόγκωση στο ύψος των οριζόντιων λαβών Επίσης, θυμίζει τα πρότυπα των πρώιμων υδριών από τη Σάμο 1510, όσον αφορά το σχήμα του σώματος, τη θέση και τη μορφή των οριζοντίων λαβών, αλλά και τη διαμόρφωση της βάσης. Το αγγείο Μ.50 συνδέεται με τα αγγεία του τύπου Ι 1511 και ιδιαιτέρως την υδρία με βάση το σχήμα της βάσης. Το σχήμα της υδρίας παραλληλίζεται με νεότερα αγγεία από τη σικελική Νάξο του β μισού του 7 ου αι. π.χ Η διακοσμητική σύνθεση των υδριών της Μένδης συνδέεται με τη διακόσμηση των εγχώριων αγγείων, με αρκετές όμως διαφορές. Η διαίρεση του σώματος σε ζώνες του Μ.49 με δύο πλατιές ταινίες, πλαισιωμένες από λεπτές γραμμές 1515, έχει στενές σχέσεις με τις υδρίες και της Ακάνθου με τη διαφορά, ότι τα αγγεία της Ακάνθου έχουν στενότερη ταινία στο κατώτερο τμήμα του σώματος προς τη βάση και το σημείο της μετάβασης από το σώμα στη βάση είναι άβαφο. Τα καμπυλόγραμμα σιγμοειδή μοτίβα στη διακόσμηση του ώμου 1518 απαντούν, επίσης, στις υδρίες , , , , της Ακάνθου. Επιπλέον, ίδια μοτίβα αποδίδονται στη ζώνη των οριζόντιων λαβών Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, 74-76, πίν. 22, 23 α-δ, 24, Μοσχονησιώτη 2012, Νικολαΐδου-Πατέρα 1987, 344, εικ.3 και εικ Ρωμιοπούλου 1964, 377, πίν. 441α Ρουκά 2011, 28-33, αρ και 32 πίν Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 22 α-β Μοσχονησιώτη 2012, Ενδεικτικά, Walter 1957, 42, πίν. 55, αρ. 2 (β μισό του 8 ου αι.π.χ ) ή Coldstream 1968, και 293 (πρώιμος 7 ος αι. π.χ.) Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 19 γ-ε Μοσχονησιώτη 2012, Lentini 1992, 17, αρ. 14, εικ και 19, αρ. 23, εικ. 52, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 19 γ-ε Παντή 2008, πίν.22 α-β Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2008, πίν. 19 γ-ε Παντή 2008, πίν. 19 στ Παντή 2008, πίν. 20 ε Παντή 2008, πίν. 21 α-γ Παντή 2008, πίν. 21 δ Μοσχονησιώτη 2012,

132 στις υδρίες , , από την Άκανθο, την υδρία από το Φάγρητα 1528 και τις υδρίες , και από το Καραμπουρνάκι. Ο συνδυασμός αυτών των δύο μοτίβων δεν απαντάται σε κανένα από τα προηγούμενα αγγεία, καθώς τα σιγμοειδή μοτίβα με τα έως τώρα δεδομένα συνδυάζονται με κυματοειδείς ταινίες, υιοθετώντας τα σαμιακά πρότυπα. Τέλος, η συστάδα λεπτών γραμμών στο ανώτερο και κατώτερο τμήμα του λαιμού της υδρίας της Μένδης δεν υπάρχει σε κανένα από τα συγκρινόμενα αγγεία, επειδή αυτά φέρουν στις ίδιες θέσεις πλατιές ταινίες. Τέλος, οι υδρίες της Μένδης ανήκουν στο γενικότερο πνεύμα των υδριών της ίδιας περιόδου από τη Χαλκιδική, αποτελώντας εγχώριες παραγωγές. Το αγγείο Μ.49 χρονολογείται ίσως στο α μισό ή τα μέσα του 7 ου αι. π.χ. με βάση τα παράλληλα αγγεία από τη Μεθώνη και τα Μ.50 και Μ.51 αποτελούν ίσως νεότερες παραγωγές του τέλους του 7 ου και των αρχών του 6 ου αι. π.χ Τοπική αβαφής κεραμική Οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς Τοπικοί αμφορείς Ακάνθου Ολόκληρη η Μακεδονία και οι περιοχές του βορείου Αιγαίου βρίσκονταν κάτω από την επιρροή της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή, συγκεκριμένα στο εμπόριο και στην αύξηση της παραγωγής κρασιού για εξαγωγές Η ζήτηση των προϊόντων της στο τέλος του 6 ου ή στις αρχές του 5 ου αι. π.χ. οδήγησε στην παραγωγή ενός νέου εμπορικού αμφορέα από την ίδια την Άκανθο. Η οικονομική ανάπτυξή της οφείλεται επίσης στην προνομιακή θέση της και στη πρόσβασή της στα μεταλλεία της περιοχής Η τοπική παραγωγή αμφορέων σε παλαιότερες περιόδους είναι άγνωστη, κάτι το οποίο δεν αποκλείει την παραγωγή του κρασιού στην Άκανθο, αλλά και τη διακίνησή του. Βεβαίως η κάλυψη των τοπικών αναγκών πραγματοποιούνταν και από τις εισαγωγές προϊόντων. Η πρώιμη παραγωγή των αμφορέων χαρακτηρίζεται από κοντό κυλινδρικό λαιμό και ωοειδές σώμα. Αυτά τα αγγεία παρουσιάζουν ομοιότητες στο περίγραμμα του χείλους και στον τύπο της βάσης με τους αμφορείς των γειτονικών εργαστηρίων, ώστε ο διαχωρισμός τους να είναι αρκετά δύσκολος. Αυτοί οι αμφορείς χρησίμευσαν ως εγχυτρισμοί για βρέφη ή νήπια. Τα αγγεία εντάσσονται χρονικά στο πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. Οι πρώιμοι εμπορικοί αμφορείς των εργαστηρίων του βορείου Αιγαίου και της Ακάνθου δεν έχουν τυπολογικά σχέση με παλαιότερα σχήματα της τοπικής κεραμικής, όπως με τους αμφορείς με τους ομόκεντρους κύκλους, που προορίζονταν για εμπόριο κρασιού από τον 8 ο αι. π.χ. Τον 7 ο και στο μεγαλύτερο τμήμα του 6 ου αι. π.χ. δεν εντοπίζεται ένα συγκεκριμένο «τοπικό» σχήμα αμφορέα σ όλη τη Μακεδονία για εμπορική χρήση Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, που έγιναν στην περιοχή, όπως οι 1525 Παντή 2008, πίν. 222 γ-ε Παντή 2008, πίν. 23 α-β Παντή 2008, πίν. 24 α-ε Νικολαΐδου-Πατέρα 1987, 350, εικ Ρουκά 2011, πίν. 3 γ-δ Ρουκά 2011, πίν.4 α 1531 Ρουκά 2011, πίν. 5 2-γ Μοσχονησιώτη 2012, Φίλης 2011, 415. Το κρασί αποτελούσε από πολύ παλιά συνηθισμένο προϊόν σε όλη την περιοχή του βόρειου Αιγαίου, βλ. Salviat 1986, , του ίδιου 1990, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996 α, , της ίδιας 1998, Φίλης 2011,

133 μετακινήσεις πληθυσμών 1536 και ο αποικισμός Η άποψη της Μοσχονησιώτη 1538 και της Παντή 1539, ότι η διακοπή της παραγωγής των αμφορέων με τους ομόκεντρους κύκλους στις αρχές του 7 ου αι. π.χ. έγινε εξαιτίας των νέων τύπων αμφορέων από τις αποικίες της Μένδης και της Θάσου θεωρείται αβάσιμη σύμφωνα με τον Φίλη, καθώς ούτε ένας αμφορέας απ αυτούς δεν χρονολογείται πριν από τα τέλη του 6 ου αι. π.χ Οι εμπορικοί αμφορείς της Ακάνθου δεν συνδέονται διακοσμητικά με τα αγγεία της Ανατολικής Ελλάδας, αν και η εισαγωγή ιωνικών αμφορέων στο βόρειο Αιγαίο ήταν αυξημένη από το δεύτερο μισό του 7 ου αι. π.χ., σε αντίθεση με τη «χαλκιδικιώτικη» κεραμική. Οι εμπορικοί αμφορείς δεν έφεραν διακόσμηση, αλλά εγχάρακτη αυλάκωση εξωτερικά του χείλους και εμπίεστους δακτύλιους στη βάση των λαβών. Τα στοιχεία αυτά δεν εμφανίζονται σε πολλούς αμφορείς προερχόμενους από εργαστήρια του βορείου Αιγαίου. Εντούτοις ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών, όπως ο βραχύς λαιμός, το ωοειδές σώμα και η δισκόμορφη βάση, βοηθούσαν στην αναγνώρισή τους από εμπόρους και καταναλωτές Μια ομάδα αμφορέων μπορεί να ταυτιστεί με βάση τον τύπο C του Dupont ή του «fabric group 1» με δισκόμορφη βάση σύμφωνα με τη διαφοροποίηση του Lawall. Η ομάδα ανήκει στο πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. και παράγεται στην Άκανθο. Τα προϊόντα δεν προέρχονται από τα εντοπισμένα εργαστήρια της Ακάνθου, καθώς η παραγωγή των εργαστηρίων επικεντρώνεται στον 4 ο αι. π.χ. Οι αμφορείς αυτής της ομάδας έχουν βρεθεί σε πολύ μεγάλο αριθμό στο νεκροταφείο 1542, χωρίς όμως να είναι γνωστός ο συνολικός αριθμός τους μέχρι στιγμής, καθώς το υλικό παραμένει ασυντήρητο Aν και δεν έχει βρεθεί το εργαστήριο που παρήγαγε τους συγκεκριμένους αμφορείς, ο πολύ μεγάλος αριθμός τους στο νεκροταφείο και οι κατασκευαστικές ατέλειες ορισμένων αμφορέων κατά τη διάρκεια της όπτησης, που θα απαγόρευαν την εμπορική τους χρήση 1544, συνηγορούν ότι οι αμφορείς είναι τοπικοί Το σχήμα των αμφορέων της Ακάνθου δεν σχετίζεται με τους πρώιμους αμφορείς της Μένδης. Οι αμφορείς της Ακάνθου έχουν ωοειδές σχήμα και δισκόμορφη βάση εν αντιθέσει με το ευρύ σε σχήμα σβούρας σώμα και την κομβιόσχημη αμφικωνική βάση των πρώιμων αμφορέων της Μένδης. Διαφορές παρατηρούνται και στη διαμόρφωση του χείλους. Ένας από τους αμφορείς φέρει σφράγισμα με το μονόγραμμα Α (αρ. κατ. ΑΚ-2), που βρισκόταν μέσα σε ανάγλυφο κύκλο. Οι συντηρημένοι αμφορείς αυτής της ομάδας αποτελούνται από οχτώ παραδείγματα, που εμφανίζουν πολλές μορφολογικές και κατασκευαστικές ομοιότητες. Θα γίνει αναφορά περισσότερο στους έξι αμφορείς, που χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. ΑΚ-1 (πίν. 77Β), ΑΚ-2, ΑΚ-3 (πίν. 77Γ), ΑΚ-4 (πίν. 78Α), ΑΚ-5 και ΑΚ-6, ενώ δεν θα γίνει αναφορά στους δύο τελευταίους (ΑΚ-7-ΑΚ-8), καθώς χρονολογούνται στο δεύτερο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ Το χείλος τους είναι αρκετά απλό, σε ορισμένα αγγεία είναι εξωστρεφές, με επίπεδη ή ελαφρώς καμπύλη την επιφάνειά του. Η μετάβαση από το χείλος στο λαιμό τονίζεται από αβαθή οριζόντια αυλάκωση, που φαίνεται ελαφρώς στους αμφορείς ΑΚ-2, ΑΚ-3, ΑΚ-5, ενώ απουσιάζει από τους αμφορείς ΑΚ-1 και ΑΚ-6. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ο 1536 Hammond 1995, Tiverios 2008, 1-154, κυρίως Μοσχονησιώτη 2004, Παντή 2008, Φίλης 2011, 417,σημ Φίλης 2011, Φίλης 2011, Φίλης 2011, 280, σημ Φίλης 2011, 280. Εν αντιθέσει η Carlson υποστηρίζει ότι παρά τις κατασκευαστικές ατέλειες κατά την όπτηση των αμφορέων δεν απαγόρευσαν την εμπορική τους χρήση, βλ. Carlson 2004, Φίλης 2011, Φίλης 2011,

134 κοντός κυλινδρικός λαιμός, που έχει χωνοειδή όψη στο σημείο μετάβασης προς τον ώμο (78 Α). Οι κάθετες λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής και ο ώμος είναι καμπύλος. Το σώμα είναι συνήθως ωοειδές. Η βάση είναι συνήθως δισκόμορφη, που μοιάζει με χαμηλό και στενό κυλινδρικό έμβολο. Στα πρώιμα αγγεία η βάση ενώνεται με το σώμα χωρίς την παρεμβολή κάποιου κυλινδρικού «στελέχους». Σφράγισμα καθώς και graffito 1547, που μοιάζει με οριζόντιο δίγαμμα (80, 139.4) 1548 φέρει μόνο ο αμφορέας ΑΚ-2. Το αγγείο χρονολογείται κυρίως με βάση τα τυπολογικά του στοιχεία και με τη σύγκρισή του με αγγεία άλλων περιοχών, καθώς απουσιάζουν τα κτερίσματα. Οι περισσότεροι αμφορείς (ΑΚ-1-ΑΚ-6) χρονολογούνται ίσως στα τέλη του πρώτου τετάρτου του 5 ου αι. π.χ., ενώ το ΑΚ- 7 και ΑΚ-8 στο δεύτερο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. Δύο αμφορείς με παρόμοιο ωοειδές σώμα και τοξωτές λαβές, όπως ο αμφορέας ΑΚ-5 της Ακάνθου 1549, προέρχονται από την Κολώνα της Αίγινας χωρίς ακριβή προέλευση 1550 και από τη Μίλητο, ίσως τοπικής παραγωγής 1551 και χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. Με τους αμφορείς ΑΚ-1, ΑΚ-2 και ΑΚ συσχετίζεται ο αμφορέας με αρ. S102-1 από το Αρχαιολογικο Μουσείο Σαμοθράκης, που χρονολογείται γύρω στο π.χ και ο αμφορέας αρ. Ρ21981 του Μουσείου Αγοράς από αποθέτη της Αθηναϊκής Αγοράς του δεύτερου τετάρτου του 5 ου αι. π.χ Άλλα κοινά στοιχεία είναι το μέγεθός τους και η μέγιστη διάμετρος, που βρίσκεται στο πάνω μισό του σώματος, λίγο πιο κάτω από τον ώμο. Παρόμοιο περίγραμμα 1555 με τον ενσφράγιστο αμφορέα ΑΚ παρουσιάζει το άνω τμήμα ενός αποσπασματικού αμφορέα από τη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου με αρ.κατ. 95. Eπίσης από την Αγχίαλο προέρχεται ένας ακόμη αποσπασματικός αμφορέας με αρ. κατ. 97, που παραλληλίζεται με βάση το περίγραμμα με τον αμφορέα ΑΚ , ενώ ορισμένες βάσεις αμφορέων (αρ. κατ ) έχουν αντίστοιχο περίγραμμα και διάμετρο με τους αμφορείς της Ακάνθου Tα αγγεία χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. Τα αγγεία αν και υποστηρίζεται, ότι συνδέονται με τα προϊόντα της Μένδης, 1559 ο Oettli τα παραλληλίζει με τους αμφορείς της Ακάνθου, λόγω των μορφολογικών στοιχείων, αλλά και της σύστασης του πηλού Επίσης, το θραύσμα από τη Γέλα της Σικελίας με αρ. κατ. ΜΑV 509 χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ., αλλά παραλληλίζεται με τους αμφορείς της Ακάνθου. Η Spagnolo το εντάσσει στην ομάδα των αμφορέων «με ωοειδές σώμα» από το βόρειο Αιγαίο Η ίδια θεωρεί, ότι ο τύπος της βάσης σχετίζεται με τους πρωιμότερους αμφορείς της Μένδης, εντούτοις σημειώνει παράλληλα, ότι είναι πιο κοντή και στενή από τη βάση των αμφορέων της Μένδης Πιθαμφορέας Στον Αϊ-Γιάννη Νικήτης βρέθηκε πιθαμφορέας με ταινιωτές λαβές, που διαμορφώνονται σε πλαστικά «πηνία» στην απολήξη στο άνω μέρος, συγκεκριμένα κάτω από το χείλος. Το 1547 Φίλης 2011, Περισσότερες πληροφορίες για το graffito, βλ. Φίλης 2011, Φίλης 2011, Felten κ.α. 2006, 20, εικ Voigtländer 1981, 123, 128, αρ. 6, εικ. 14.3, πίν Φίλης 2011, Dusenbery 1998, , αρ. S Grace 1953, 106, αρ. 158, πίν Φίλης 2011, Oettli 1994, 70-73, εικ. 39b, 41, πίν. 14a Φίλης 2011, Oettli 1994, 70-73, εικ , πίν. 14b Φίλης 2011, Oettli 1994 I, Spagnolo 2003, 623, πίν. ΙΙ αρ. 4. Φίλης 2011, Φίλης 2011,

135 αγγείο αποτελεί μίμηση πιθαμφορέα «ιωνικού τύπου», ίσως από τοπικό εργαστήριο Επίσης στο ίδιο νεκροταφείο εντοπίστηκε πιθαμφορέας με δύο διπλές λοξά τοποθετημένες και παράλληλες λαβές, που είναι σύμφωνα με τη Ρωμιοπούλου σπάνιος τύπος 1564 (πίν. 31Β) Πίθοι Ταφικοί πίθοι χωρίς διακόσμηση, αν και ορισμένες φορές φέρουν ανάγλυφες ταινίες, βρέθηκαν στην Άκανθο 1565, τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης 1566 (πίν. 31Α), τον Νέο Μαρμαρά 1567, το Πολύχρονο 1568, τη Νέα Σκιώνη 1569 και τη Σάνη Συγκεκριμένα, ο ταφικός πίθος (1334 α) από την Άκανθο κοσμείται με ανάγλυφη ταινία, η οποία φέρει εγχάρακτη διακόσμηση από τετράγωνα με χιαστί γραμμές και εμπίεστους κύκλους. Οι ταφικοί πίθοι από τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης είχαν τα εξής χαρακτηριστικά: ο ένας πίθος έχει ψηλό λαιμό και σφαιρικό σώμα και ο άλλος είναι ατρακτόσχημος με διακόσμηση τριών επάλληλων πλαστικών σχοινιών Για τους υπόλοιπους πίθους από την Άκανθο, τον Νέο Μαρμαρά, τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης καθώς και τα υπόλοιπα προαναφερθέντα νεκροταφεία της Χαλκιδικής δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία. Γενικά, κατά την αρχαϊκή περίοδο στον ελλαδικό χώρο κάνουν την εμφάνισή τους πίθοι με ανάγλυφη διακόσμηση, ενώ παραμένει η παραγωγή απλών πίθων με εμπίεστες ταινίες στο σώμα και το λαιμό. Δυστυχώς τα στοιχεία για τους πίθους της Χαλκιδικής είναι ελλειπή, ώστε να διαπιστωθεί εάν και άλλοι πίθοι είχαν ανάγλυφη διακόσμηση. Ωστόσο διαπιστώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, ότι υπάρχει τοπική παραγωγή απλών πίθων με εμπίεστη ταινία. Πίθοι με εμπίεστες ταινίες που φέρουν εμπίεστη διακόσμηση με δαχτυλιές ή εγχαράξεις συναντώνται στον Άγιο Ανδρέα στη Σίφνο. Πίθοι που φέρουν εμπίεστη ταινία με λοξές εγχαράξεις εντοπίζονται στη Μεγαλόπολη και ειδικά στο Μαλιόκαμπο/Μαλέα Υδρίες Άβαφες υδρίες σε μεγάλη ποσότητα βρέθηκαν ως ταφικά αγγεία στην Άκανθο, όπως η υδρία 177 (πίν. 61Α), χωρίς κτερίσματα. Συνηθίζονται ως ταφικά αγγεία οι «μαγειρικές υδρίες», που δεν συνδέονται με τα αττικά αγγεία. Τα αγγεία έχουν ταινιωτή λαβή από το μέσο του ψηλού λαιμού, η οποία καταλήγει χαμηλά στον ώμο, εν αντιθέσει με τις αττικές που έχουν χαμηλό λαιμό και η λαβή ξεκινά από τη βάση του λαιμού και απολήγει στον ώμο. Τα αγγεία δεν χρονολογούνται Ρωμιοπούλου 2012, Ρωμιοπούλου 2012,,448. Για παρόμοια σχήματα όχι όμως ίδια, βλ. Gimatzidis 2010, , , , εικ. 64, 1-2 και Καλτσάς 1998, 291. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1987, 297. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1991, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1992, 386. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1993, 348. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1995, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996 α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, 110. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999, Ρωμιοπούλου 2012, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου 1987, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Vokotopoulou 1990, Τσιγαρίδα Μανταζή 2003, Σισμανίδης 1986, Σημαντώνη-Μπουρνιά 1998, 490. Ρωμιοπούλου 2012, Giannopoulou 2010, Παντή 2008,

136 Χύτρες Οι μεγάλου μεγέθους χύτρες από την Άκανθο χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά αγγεία, ενώ οι μικρότερες προτιμήθηκαν ως κτερίσματα για τους νεκρούς. Οι χύτρες με ψηλό σώμα και λαιμό και δύο κάθετες λαβές είναι εννέα. Το χείλος είναι εξωστρεφές, ενιαίο με το λαιμό και το περίγραμμα είναι συνεχές με το ψηλό ωοειδές σώμα. Οι χύτρες φέρουν δύο κάθετες ταινιωτές λαβές, που αρχίζουν από το χείλος. Αυτά τα αγγεία είχαν χρησιμοποιηθεί ως ταφικά αγγεία, ενώ η χρονολόγησή τους είναι αδύνατη εξαιτίας της απουσίας στοιχείων. Οι χύτρες 199 (πίν. 78Β), 200 (πίν. 78Γ), 201 (πίν. 78Δ) και 202, που χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά αγγεία στην Άκανθο, χρονολογούνται στον 7 ο αι. π.χ Το σχήμα εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές, όπως στην Αίγινα 1575, τη Θήρα 1576, την αθηναϊκή Αγορά 1577, τη Χίο 1578, τη Ρόδο 1579, την Ολυμπία 1580 κ.α. Άλλο ένα παράδειγμα χύτρας που είχε ταφική χρήση προέρχεται και αυτό από την Άκανθο (πίν. 60Γ) και χρονολογείται στο π.χ Β: Εισηγμένη κεραμική Εισηγμένη κεραμική Αμφορείς με γραπτή διακόσμηση Στην Άκανθο βρέθηκε κυκλαδικός αμφορέας, που χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό μικρού παιδιού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν εισηγμένο αμφορέα από τις Κυκλάδες με γραμμικό νησιωτικό ρυθμό. Ο αμφορέας αποτελεί σπάνιο εύρημα, παρά τις στενές σχέσεις των κατοίκων των Κυκλάδων με την Άκανθο. Ο αμφορέας έχει κυλινδρικό λαιμό, ψηλό πόδι και σφαιρικό σώμα. Ο διάκοσμος είναι παρόμοιος και στις δύο όψεις του αγγείου. Ο λαιμός φέρει σειρά κάθετων κυματοειδών γραμμώσεων. Η κάτω εξωτερική επιφάνεια του αγγείου φέρει οριζόντιες μελανές ταινίες. Στις κεντρικές μετόπες της ζώνης του ώμου και στις δύο πλευρές αποδίδονται αιλουροειδές και πτηνό. Εκατέρωθεν της κεντρικής μετόπης του ώμου εικονίζονται ομόκεντροι κύκλοι. Η ακριβής προέλευση του αγγείου δεν έχει προσδιοριστεί, αν και θα μπορούσε το εργαστήριο, που παρήγαγε αυτού του είδους την κεραμική να είναι η Νάξος, η Πάρος και η Θήρα. Ωστόσο σύμφωνα με τον Τιβέριο, η Θήρα είναι το πιθανότερο κέντρο παραγωγής αυτής της κεραμικής, το οποίο όμως έχει ναξιακή προέλευση. Το αγγείο χρονολογείται στο β' τέταρτο του 7ου αι. π.χ. Κτερίσματα δεν βρέθηκαν Το μοναδικό τεφροδόχο αγγείο της αρχαϊκής περιόδου, που βρέθηκε στην Άκανθο, περιείχε καμένα οστά και ήταν τοποθετημένο όρθιο σε σχεδόν κυκλικό λάξευμα. Λίθοι βρίσκονταν γύρω από το αγγείο και το στήριζαν, ενώ αυτό ήταν καλυμμένο με χώμα. Επίσης, το αγγείο έφερε τεχνητή οπή στη βάση του, για την πραγματοποίηση ταφικών χοών. Το σχήμα του αγγείου είναι ένας μελανόμορφος αττικός αμφορέας με λαιμό, αντιπροσωπευτικό σχήμα της υστεροαρχαϊκής περιόδου. Το στόμιο, η βάση, οι χαμένες 1574 Παντή 2008, Tocra II, 61, αρ. 2247, εικ Pfuhl 1903, Young 1939, 43, X3, εικ. 28, ΙΧ. 18, 41, εικ. 25 (χειροποιήτες χύτρες του 7 ου αι. π.χ.). Agora VIII, αρ Talcott 1936, 343 (τροχήλατες χύτρες του 6 ου αι. π.χ.) Boardman 1967, 145, 146, αρ , πίν Clara Rhodos III, πίν. 8, αρ. LIII Gauer 1975, Παντή 2005, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2005, Τrakosopoulou-Salakidou 2006/07,

137 λαβές και το ανάγλυφο δακτυλίδι στη μετάβαση από τη βάση στο σώμα, καλύπτονται με μελανό υάλωμα. Ο λαιμός φέρει ανάμεσα σε οριζόντιες διπλές γραμμές, πέντε διπλά κάθετα πεντάφυλλα ανθέμια, που τοποθετούνται αντιθετικά. Τα ανθέμια χωρίζονται από σχηματοποιημένα άνθη λωτού. Ο ώμος φέρει γλωσσωτό μοτίβο. Η περιοχή κάτω από τις λαβές φέρει φυτικό κόσμημα. Η κάτω επιφάνεια του αγγείου φέρει πλοχμό από σχηματοποιημένα άνθη λωτού και η τελευταία διακοσμητική ζώνη του αγγείου φέρει ακτίνες. Στη μια όψη του αγγείου υπάρχει παράσταση της Δηλιακής τριάδας και στην άλλη όψη σκηνή μάχης δύο οπλίτων πάνω από ένα πεσμένο οπλίτη. Το αγγείο εντάσσεται στην ομάδα του Λεάγρου και χρονολογείται στο 510 π.χ. To αγγείο περιείχε ως κτέρισμα μια κορινθιακή κοτυλίσκη 1583 Αν και στην Άκανθο μέχρι στιγμής έχει βρεθεί μόνο ένα τεφροδόχο αγγείο, η χρήση εισηγμένων αγγείων ως τεφροδόχων, θα μπορούσε να συγκριθεί με τα τεφροδόχα αγγεία από το νεκροταφείο της αρχαίας Οισύμης Άλλο ένα εισηγμένο αγγείο που χρησιμοποιήθηκε ως εγχυτρισμός ήταν ένας αμφορέας με διπλές λαβές κυκλικής διατομής (πίν. 59Β). Ο αμφορέας φέρει ταινιωτή διακόσμηση καφέ χρώματος. Το αγγείο είναι αρκετά σπάνιο, καθώς αυτή η διακόσμηση εμφανίζεται κυρίως σε οινοχόες και οπισθότμητες πρόχους. Το αγγείο χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ Οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς Οι επείσακτοι αμφορείς της Ακάνθου χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο, όχι όμως σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα πριν τα μέσα του 7 ου αι. π.χ., δηλαδή πριν την ίδρυση της αποικίας των Ανδρίων Γενικότερα εκτός Ακάνθου οι εμπορικοί ελληνικοί αμφορείς του 8 ου ή του πρώτου μισού του 7 ου αι. π.χ. είναι πολύ περιορισμένοι, όπως οι χιακοί, οι λεσβιακοί, οι αττικοί αμφορείς SOS και οι αμφορείς με γεωμετρική διακόσμηση, όπως με ομόκεντρους κύκλους από εργαστήρια του Θερμαϊκού κόλπου, αλλά και οι κορινθιακοί και σαμιακοί Επιβεβαιώνεται λοιπόν ότι από τα πρώτα χρόνια παρουσίας των αποίκων, υπάρχει εμπορική ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου. Ο υψηλός αριθμός των επείσακτων αμφορέων επιβεβαιώνει, ότι οι κάτοικοι της αποικίας είχαν ανάγκη την εισαγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων, όπως το κρασί και το λάδι. Αυτά τα προϊόντα δεν ήταν διαθέσιμα προς καλλιέργεια μέχρι τις αρχές του 5 ου αι. π.χ., γεγονός που επιβεβαιώνεται από την έναρξη της τοπικής παραγωγής αμφορέων. Οι κάτοικοι της Ακάνθου αντάλλασσαν τα εισηγμένα προϊόντα με άλλα γεωργικά ή δασικά προϊόντα καθώς και με πολύτιμα μεταλλεύματα, που ήταν άφθονα 1588 στην περιοχή Οι εμπορικοί αμφορείς που εντοπίζονται από τον 7 ο έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. είναι οι χιακοί, οι αττικοί, οι λεσβιακοί, οι «λεσβιακού» τύπου, οι σαμιακοί, οι λακωνικοί, οι κλαζομενιακοί, οι κορινθιακοί, οι «σαμιακοί» Zeest, οι θασιακοί και οι προέρχομενοι από αδιάγνωστα εργαστήρια του βορείου Αιγαίου. Στο β μισό του 7 ου αι. π.χ. συναντώνται οι χιακοί και ακολουθούν ποσοτικά οι αττικοί. Στο α τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. μεγαλύτερα ποσοστά παρουσιάζουν οι λεσβιακοί και λιγότεροι είναι με τη σειρά οι «λεσβιακού» τύπου και μετά οι αττικοί. Στο β τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. υπερέχουν οι χιακοί αμφορείς και έπονται οι σαμιακοί. Στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. πρώτοι είναι οι αμφορείς «λεσβιακού» τύπου και μετά ακολουθούν με ίδια ποσοστά οι αττικοί και οι λακωνικοί αμφορείς Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999α, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, Μανακίδου 2012, Παντή 2005, Φίλης 2011, Φίλης 2011, 261, σημ Φίλης 2011, Περισσότερες πληροφορίες για τα προϊόντα και τις πρώτες ύλες στο βόρειο Αιγαίο, βλ. Borza 1995, Hammond 1995,

138 Η μεγαλύτερη ποσότητα επείσακτων αμφορέων εντοπίζεται στο β μισό και στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. Στο β μισό του 6 ου αι. π.χ. οι περισσότεροι αμφορείς είναι του «λεσβιακού» τύπου, ενώ ακολουθούν με τη σειρά οι χιακοί, οι αττικοί, οι κλαζομενιακοί, οι σαμιακοί και τέλος με ίδια ποσότητα οι «σαμιακοί» Zeest και οι κορινθιακοί. Στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. εντοπίζονται σε μεγαλύτερη ποσότητα αμφορείς από αδιάγνωστα εργαστήρια του βορείου Αιγαίου και ακολουθούν οι «σαμιακοί» Zeest και με ίδια ποσοστά οι χιακοί, οι κλαζομενιακοί, οι αττικοί, οι κορινθιακοί και οι θασιακοί Στη Μένδη εκτός από τα αγγεία με γραπτή ή και εγχάρακτη διακόσμηση βρέθηκαν εγχώριοι ή και επείσακτοι εμπορικοί αμφορείς από τους οποίους πολύ λίγοι έχουν συντηρηθεί. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν αμφορείς τύπου SOS (165/MΘ και 88/ ΜΘ.17822), χιακοί αμφορείς (Α.29/ Τ41 και Α.123/Τ154), κορινθιακοί αμφορείς (Α.51/Τ.63/ΜΘ ) και γκριζόχρωμα αιολικά αγγεία (bucchero) (Α.55/ Τ75/ΜΘ ). Χιακοί αμφορείς Η παραγωγή των αμφορέων της Χίου ξεκινά ίσως στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. έως τον 1 ο αι. π.χ. Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων υπήρξαν πολλές αλλαγές στη διακόσμηση, αλλά και στο σχήμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διακόσμησης αποτελεί το υπόλευκο επίχρισμα με γραπτές ταινίες σε διάφορα σημεία της εξωτερικής τους επιφάνειας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η διακόσμηση μοτίβων με ιώδες χρώμα γινόταν απευθείας στα τοιχώματα 1591 του αμφορέα Η διακόσμηση συνάδει με την τοπική παράδοση του νησιού 1593, ενώ συναντάται σε αμφορείς άλλων εργαστηρίων, όπως στις Κλαζομενές και τη Μίλητο από τα μέσα του 7 ου αι. π.χ και εγκαταλείπεται περίπου στα τέλη του 6 ου αι. π.χ Το ίδιο σύστημα διακόσμησης συναντάται σε άλλα σχήματα, όπως πιθαμφορείς και υδρίες του π.χ. (φάση ΙΙΙ του οικισμού στο Εμποριό) 1596, από τα οποία υιοθετήθηκαν στους χιακούς αμφορείς σύμφωνα με τον Πασπαλά Αμφορείς τύπου Ι με υπόλευκο επίχρισμα και ταινιωτή διακόσμηση Οι αμφορείς του τύπου Ι της Χίου φέρουν υπόλευκο επίχρισμα και γραπτή διακόσμηση, με οριζόντιες ταινίες καστανέρυθρου χρώματος πάνω σ αυτό. Εντοπίζονται επίσης κατακόρυφες ταινίες, που ξεκινούν από το χείλος, περιτρέχουν τη ράχη των λαβών και σταματούν στην κάτω οριζόντια ταινία. Άλλο ιδιαίτερο στοιχείο διακόσμησης είναι το μεγάλο σιγμοειδές μοτίβο σε οριζόντια διάταξη σαν οριζόντιο , όμοιο μ αυτό των αμφορέων της ΥΕ ΙΙΙ Γ περιόδου 1599, όπως αναφέρθηκε. Οι αμφορείς εντάσσονται χρονικά από τα τέλη του 8 ου αι. π.χ. έως το τρίτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων υπήρξε συνεχής εξέλιξη στο σχήμα, καθώς τα πρώιμα αγγεία είχαν βαριές αναλογίες και μετέπειτα πιο ραδινές. Γενικά, ο λαιμός είναι κοντός, το χείλος είναι είτε με 1590 Τα παραπάνω στοιχεία αντιπροσωπεύουν την εικόνα ενός περιορισμένου και τυχαίου υλικού επείσακτων αμφορέων, που επιλέχθηκαν στη διπλωματική εργασία του Φίλη μετά από τη συντήρησή τους. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εμπόριο των επείσακτων αμφορέων, βλ. Φίλης 2011, Φίλης 2011, Γενικά για χιακούς αμφορείς, βλ. Lambrino 1938, Anderson 1954, Zeest 1960, 74-79, πίν. ΙΙΙ-ΙV. Lazarov 1973, 9-13, πίν. Ι-ΙΙΙ. Grace 1979, εικ Abramov 2002, Dupont 2003, Φίλης 2011, Dupont 2003, Bîrzescu 2009, Φίλης 2011, Φίλης 2011, Για χρήση του σιγμοειδούς μοτίβου, βλ. Paspalas 1995, Φίλης 2011, Hood 1982, , εικ. 272, πίν. 124 αρ και Επίσης το οριζόντιο μοτίβο S συναντάται στην τοπική κεραμική της Μακεδονίας, βλ. Jung 2002, πίν , , 378. Χαβέλα 2007, 86-90, πίν. ΧΙΙΙ, ΧVI. Για την παρουσία των Μυκηναίων στη Χίο, βλ. Hood 1986,

139 ημικυκλική, είτε με ραμφόστομη διατομή, το σώμα είναι σχεδόν σφαιρικού σχήματος και η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Το παχύ υπόλευκο επίχρισμα γίνεται πιο αραιό και γυαλιστερό και οι πλατιές ταινίες του 7 ου αι. π.χ. γίνονται πιο λεπτές και πρόχειρα σχεδιασμένες. Τέλος, ο τύπος του αμφορέα με το υπόλευκο επίχρισμα, όπως αναφέρθηκε, σταματάει περίπου στο 530/20 π.χ. Οι διακοσμητικές οριζόντιες και κατακόρυφες ταινίες γίνονται πολύ λεπτές, ενώ το σιγμοειδές μοτίβο αποδίδεται πιο πρόχειρα. Από την Άκανθο προέρχονται έξι παραδείγματα αυτού του τύπου. Οι Χ-1 (πίν. 62Β) και Χ-2 (πίν. 62Γ) χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. και αποτελούν τους πρωιμότερους αμφορείς από τη Χίο στο βόρειο Αιγαίο, αλλά και τους πρωιμότερους εισηγμένους αμφορείς στην Άκανθο λίγο μετά την ίδρυση της αποικίας, που χρησιμοποιήθηκαν ως εγχυτρισμοί. Οι Χ-3 (πίν. 63Α) και Χ-4 χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ., ενώ ο Χ-4 χρονολογείται λίγο πιο μετά από τον Χ-3, εξαιτίας του λίγο πιο ψηλού λαιμού. Τέλος, οι Χ-5 (πίν. 63Β) και Χ-6 (πίν. 63Γ) χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 6 ου αι. π.χ Σ αυτήν την ομάδα ανήκουν οι δύο αμφορείς από τη Μένδη, ο Α.29 (πίν. 118Β) και ο Α.23 (πίν. 118Γ), οι οποίοι χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. και το πρώτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., αντίστοιχα Αμφορείς του τύπου ΙΙ με «χωνοειδή λαιμό» Οι αμφορείς του συγκεκριμένου τύπου κάνουν την εμφάνιση τους στα μέσα του 6 ου αι. π.χ., πριν διακοπεί η παραγωγή των αμφορέων με το υπόλευκο επίχρισμα και την ταινιωτή διακόσμηση (1 ος τύπος) Τα ακριβή αίτια της αλλαγής του τύπου δεν είναι γνωστά, αν και μπορεί να συνδέονται με την περσική κατοχή της δυτικής Μ. Ασίας το 547 π.χ Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά είναι το λεπτό και δακτυλιόσχημο κυκλικής διατομής χείλος, ο λαιμός είναι ψηλός με τα τοιχώματα να κλίνουν προς τα έξω, σαν να έχουν 1604 χωνοειδή μορφή Το σώμα είναι ωοειδές και η βάση έχει το σχήμα στενού κυλινδρικού εμβόλου. Οι αμφορείς χωρίζονται σε δύο ομάδες Lambrino A1 και Lambrino A Oι αμφορείς της Lambrino A1 (τρίτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. έως περίπου το 510 π.χ.) φέρουν πολύ αραιό επίχρισμα. Η διακόσμηση είναι διαφορετική από τον τύπο Ι, καθώς το οριζόντιο σιγμοειδές μοτίβο στον ώμο εξαφανίζεται και επιβιώνει η χρήση πολύ λεπτών οριζόντιων και κατακόρυφων ταινιών καστανέρυθρου χρώματος. Οι αμφορείς της ομάδας Lambrino A2 είναι μεταγενέστεροι και έχουν πιο κοντό λαιμό, ενώ δεν αποδίδεται ταινιωτή διακόσμηση από το σώμα. Από το νεκροταφείο της Ακάνθου προέρχονται έξι αμφορείς Χ-7 (πίν. 64Α) έως Χ-12, που ανήκουν στην ομάδα Lambrino A1. Οι Χ7-Χ8 με το ευρύ σώμα είναι παλαιότεροι, καθώς χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. και οι αμφορείς Χ9-Χ12, που έχουν πιο στενό σώμα, χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Αμφορείς του τύπου ΙΙΙ με «διογκωμένο λαιμό» Η αλλαγή από τους αμφορείς με «χωνοειδή λαιμό» στον τύπο με «διογκωμένο λαιμό» πραγματοποιείται στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Αυτός ο τύπος διαρκεί ένα αιώνα έως και το τρίτο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. Οι αμφορείς χωρίζονται σε τρεις ομάδες C/1, C/2 και C/3.Θα αναφερθεί η ομάδα C/1, η οποία χρονολογείται από τα τέλη του 6 ου αι. π.χ. έως 1600 Φίλης 2011, Μοσχονησιώτη 2012, Φίλης 2011, Gorman 2001, Φίλης 2011, Ο όρος «χωνοειδής λαιμός» χρησιμοποιήθηκε από τη ρωσική βιβλιογραφία, βλ. Zeest 1960, 74-78, πίν. ΙΙ-ΙΙΙ Φίλης 2011, 59. Ο όρος Lambrino A1 και Α2 υιοθετήθηκε από το όνομα του ερευνητή, βλ. Lambrino 1938, Πρβλ. Dupont 2003,

140 τις αρχές του 5 ου αι. π.χ., καθώς οι άλλες δύο ομάδες είναι χρονικά μεταγενέστερες. Oι αμφορείς της ομάδας C/1 έχουν κοντό και διογκωμένο λαιμό. Οι λαβές είναι είτε ελλειψοειδείς, είτε κυκλικής διατομής και το σώμα είναι ωοειδές. Η βάση είναι στενό κυλινδρικό έμβολο με βάθυνση στην κάτω επιφάνειά της. Τα πρωιμότερα αγγεία έφεραν υπόλευκο αραιό επίχρισμα και συνεχίζει να χρησιμοποιείται η γραπτή διακόσμηση ερυθρωπού έως καστανού χρώματος. Επιπλέον, εμφανίζονται dipinti με δακτυλίους ή σταυρούς. Από το νεκροταφείο της Ακάνθου ανήκουν στην ομάδα C/1 οι Χ-13 και Χ-14 (πίν. 64Β). Ο Χ-13 χρονολογείται εξαιτίας του πιο διογκωμένου σώματος, ίσως στο 510/500 π.χ., ενώ ο Χ-14 γύρω στο 500/490 π.χ Κλαζομενιακοί αμφορείς Η κατηγοριoποίηση των αμφορέων έχει γίνει από διάφορους ερευνητές και συγκεκριμένα τον Doğer, τον Sezgin, τον Dupont και τον Ersoy. Από το νεκροταφείο της Ακάνθου προέρχονται τέσσερις αμφορείς (KΛ-1 έως ΚΛ-4), που ανήκουν στον τύπο Α του Dupont (οι υπόλοιποι τύποι είναι Β έως Ε), στον τύπο 3 του Doğer και στην ομάδα VI του Sezgin. Οι αμφορείς ανήκουν στον πιο γνωστό τύπο κλαζομενιακών αμφορέων του δεύτερου μισού του 6 ου αι. π.χ. σύμφωνα με τον τύπο Α του Dupont, που συναντάται από τα τέλη του 7 ου αι. π.χ. έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Συγεκριμένα οι αμφορείς ΚΛ-1 (πίν. 64Γ) και ΚΛ-2 (πίν. 65Α) με την πιο φαρδιά βάση χρονολογούνται γύρω στο 525 π.χ., ενώ οι αμφορείς ΚΛ-3 (πίν. 65Β) και ΚΛ-4, που έχουν πιο στενή βάση εντάσσονται χρονικά στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. Τυπολογικά χαρακτηριστικά τους είναι το κυκλικής διατομής χείλος, που προεξέχει έντονα, ο ψηλός και σχεδόν χωνοειδής λαιμός, το ωοειδές σώμα, η κωνική βάση και οι κατακόρυφες λαβές ελλειψοειδούς διατομής. Το επίχρισμα στους αμφορείς ΚΛ-1, ΚΛ- 2 και ΚΛ-4 είναι αρκετά αραιό και ανομοιογενές, ενώ στον αμφορέα ΚΛ-3 φαίνεται να μην υπάρχει ή να είναι πιο αραιό. Η γραπτή διακόσμηση αποτελείται από οριζόντιες και κατακόρυφες ταινίες καστανέρυθρου χρώματος Λεσβιακοί και «λεσβιακού τύπου» αμφορείς Οι λεσβιακοί αμφορείς χωρίζονται σε δύο τύπους, τον «γκρίζο» και τον «κόκκινο», εξαιτίας της απόχρωσης του πηλού Ο δεύτερος τύπος χαρακτηρίζεται και ως αμφορέας με βάση σε σχήμα ποτηριού Οι δύο τύποι έχουν κοινά τυπολογικά χαρακτηριστικά με διαφορά μόνο το χρώμα του πηλού και τις αναλογίες τους, καθώς οι αμφορείς με «γκρίζο» πηλό είναι μεγαλύτερου μεγέθους. Η διαφοροποίηση του χρώματος αιτιολογείται από τις διαφορετικές συνθήκες όπτησης του πηλού. Από την Άκανθο προέρχονται αμφορείς που ανήκουν στο δεύτερο τύπο, δηλαδή με την κόκκινη απόχρωση. Αυτός ο τύπος γενικά, χρονολογείται από το τρίτο τέταρτο του 7 ου αι. π.χ. έως τα μέσα του 5 ου αι. π.χ. Στο νεκροταφείο της Ακάνθου εντοπίστηκαν μέχρι στιγμής τρείς αμφορείς, που ανήκουν στο δεύτερο τύπο (Λ-1 έως Λ-3). Ο Λ-1 (πίν.65γ) έχει δακτυλιόσχημο κυκλικής διατομής χείλος, σφαιρικό σώμα στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ το κατώτερο τμήμα του σώματος είναι κωνικό με κατακόρυφες λαβές κυκλικής διατομής. Στην ένωση της λαβής με το σώμα υπάρχει η χαρακτηριστική κατακόρυφη πλαστική διαμόρφωση («rat-tail»). Το άνω τμήμα του λαιμού φέρει οριζόντιο πλαστικό δακτύλιο και άλλο ένα στο σημείο ένωσης του λαιμού με τον ώμο. Η άνω επιφάνεια της λαβής φέρει τρεις μικρές οριζόντιες εγχάρακτες γραμμές, που ερμηνεύονται ως αριθμητικά σύμβολα. Ο αμφορέας χρονολογείται στις αρχές του 6 ου αι. π.χ Φίλης 2011, Φίλης 2011, Φίλης 2011, Zeest 1960, 72-74, πίν. ΙΙ, αρ Εντούτοις έχουν αποδοθεί και άλλες ονομασίες, βλ. Φίλης 2011,

141 Οι αμφορείς Λ-2 και Λ-3 (πίν. 66Α) δεν φέρουν τον πλαστικό δακτύλιο στη μετάβαση από το λαιμό στο σώμα και την πλαστική κατακόρυφη διαμόρφωση στο σημείο που ενώνεται η λαβή με τον ώμο. Το σώμα τους είναι σφαιρικό, ο λαιμός πιο κοντός, ενώ το σχήμα και το μέγεθος της λοξότμητης δακτυλιόσχημης βάσης είναι πιο φαρδιά. Τα αγγεία χρονολογούνται στο τέλος του 7 ου αι.π.χ έως τις αρχές του 6 ου αι. π.χ και μπορούν να ενταχθούν στην ομάδα Ι σύμφωνα με την τελευταία κατηγοριοποίηση του Bîrzesku Η κατηγορία των «λεσβιακού τύπου» αμφορέων αποτελείται από δεκαπέντε αμφορείς, που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Ακάνθου. Η εντοπισμένη ποσότητα αυτών των αγγείων είναι πιο μεγάλη, ενώ αρκετά αγγεία μένουν ασυντήρητα. Το εργαστήριο παραγωγής τους βρίσκεται είτε στη Λέσβο είτε στην Αιολία. Ο τύπος κατηγοριοποιείται σε δύο ομάδες, η πρώτη έχει ψηλό απιόσχημο σώμα και η δεύτερη σφαιρικό σώμα. Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται οι αμφορείς Λ-4 έως Λ-9, που έχουν βαριές αναλογίες. Ειδικότερα το σώμα είναι απιόσχημο, ο λαιμός είναι ευρύς κυλινδρικός και στο άνω μέρος υπάρχει οριζόντιος πλαστικός δακτύλιος. Το χείλος είναι κυκλικής ή ημικυκλικής διατομής, η βάση είναι πλατιά εκτός του αμφορέα Λ-6 και δακτυλιόσχημη και τέλος οι λαβές είναι κυκλικής διατομής. Επίσης, αποδίδονται graffiti τοποθετημένα στον ώμο ή το λαιμό. Ο Λ-4 χρονολογείται πιθανόν στα τέλη του 7 ου αι. π.χ. ή στις αρχές του 6 ου αι. π.χ., ο Λ-5 στο πρώτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., οι Λ-6 (πίν. 66Β) και Λ-7 στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. και οι αμφορείς Λ-8 (πίν. 66Γ) και Λ-9 στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. Στην ομάδα με το σφαιρικό σώμα ανήκουν οι αμφορείς Λ-10 έως Λ-18 (Λ-12= πίν. 67Α). Η εξωτερική επιφάνεια καλύπτεται με αραιό ερυθρωπό επίχρισμα. Το σώμα είναι σφαιρικό, ο λαιμός είναι ψηλός κυλινδρικός με τον οριζόντιο πλαστικό δακτύλιο στο πάνω τμήμα του. Το χείλος είναι δακτυλιόσχημο και προεξέχον, κυκλικής-ημικυκλικής διατομής. Η βάση είναι πλατιά και δακτυλιόσχημη. Το χείλος του Λ-18 διαφέρει, καθώς έχει απλή καμπύλη απόληξη στο άνω μέρος. Οι λαβές είναι ψηλές κυκλικής διατομής, κατακόρυφες με ελαφριά κλίση προς τα μέσα. Επίσης, υπάρχει μεγάλη ποικιλία από graffiti. Oι αμφορείς χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ Αττικοί αμφορείς Η παραγωγή αττικών εμπορικών αμφορέων ξεκινά στα τέλη του 8 ου αι. π.χ με τον τύπο «SOS» (ή «ΟSO») 1615, που αποτελεί έναν από τους πρωιμότερους εμπορικούς αμφορείς. Η ονομασία τους προέρχεται από τη διακόσμηση του λαιμού με παχιές κατακόρυφες κυματιστές γραμμές, που περιβάλλουν κυκλικό μοτίβο. Οι περισσότεροι αμφορείς από τους SOS χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 7 ου αι. π.χ. μέχρι τις αρχές του 6 ου αι. π.χ. Οι αμφορείς σταματούν να κατασκευάζονται στο δεύτερο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., ενώ παράλληλα εμφανίζεται με το πέρας αυτού του τύπου ένας παραπλήσιος τύπος με την ονομασία à la brosse. Η επιφάνεια του αγγείου φέρει αραιό καστανόμαυρο υάλωμα. Η παραγωγή τους σταμάτησε κατά το δεύτερο μισό του 5 ου αι. π.χ. Από το νεκροταφείο της Ακάνθου μόνο ένας αμφορέας ανήκει στον τύπο SOS, ενώ οι υπόλοιποι στον τύπο à la brosse. Ο Α-1 (πίν. 67Β) που ανήκει στον πρώτο τύπο έχει στενό κυλινδρικό λαιμό, το σώμα του είναι διογκωμένο και οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Η εξωτερική επιφάνεια φέρει καστανόμαυρο ανομοιογενές υάλωμα και εξηρημένη λεπτή οριζόντια ταινία στο άνω τμήμα του. Ο λαιμός φέρει δακτύλιο γύρω από μεγάλη κουκκίδα, ανάμεσα σε ζεύγος κατακόρυφων κυματιστών γραμμών. Ο αμφορέας Α-2 (πίν. 67Γ) έχει ψηλό με μορφή εχίνου χείλος και οριζόντιο πλαστικό δακτύλιο στο σημείο της μετάβασης 1611 Φίλης 2011, Bîrzescu 2005, 50-52, εικ. 1 αρ Φίλης 2011, Φίλης 2011, Johston Jones 1978, Jones 1986, Gras 1987, 41-50, του ίδιου 1988,

142 από το χείλος προς τον ψηλό λαιμό. Το σώμα είναι σχεδόν σφαιρικό, η βάση είναι πλατιά και δακτυλιόσχημη με κωνικό σχήμα και οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το καστανό υάλωμα αποδίδεται στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου εκτός από το λαιμό, τις λαβές, το κάτω μισό της εξωτερικής επιφάνειας της βάσης και την κάτω επιφάνειά της. Ορισμένα τυπολογικά χαρακτηριστικά, όπως το εχινόμορφο χείλος που περιβάλλεται από δακτύλιο, απαντάται συνήθως σε αμφορείς SOS του τρίτου τέταρτου του 7 ου αι. π.χ. και όχι σε αμφορείς à la brosse. Εντούτοις τα άλλα τυπολογικά στοιχεία αποτελούν χαρακτηριστικά των πρώιμων τύπων αμφορέων à la brosse. Το αγγείο χρονολογείται πιθανόν στο πρώτο μισό του 6 ου αι. π.χ. Τα υπόλοιπα αγγεία (Α-3 έως Α-10) ανήκουν εξ ολοκλήρου στον τύπο à la brosse. Το χείλος των αγγείων είναι δακτυλιόσχημο κυκλικής διατομής με εξωστρεφή αναδίπλωση και καλύπτεται με καστανό υάλωμα. Ο λαιμός είναι κοντός κυλινδρικός, οι λαβές είναι ελλειπτικής διατομής και το σώμα είναι σφαιρικό. Τέλος, όλοι οι αμφορείς έχουν μικρή δακτυλιόσχημη βάση. Ανάμεσα σ αυτά τα αγγεία υπάρχουν διαφοροποιήσεις, που βοηθούν στην ακριβέστερη χρονολόγησή τους. Συγκεκριμένα, ο Α-3 (πίν. 68Α) και Α-4 είναι τα πρωιμότερα αγγεία και χρονολογούνται περίπου στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. Λίγο μεταγενέστεροι είναι οι Α-5, Α-6 (πίν. 68Β) και Α-7, που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Ο Α-8 εντάσσεται χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. και τέλος οι αμφορείς Α-9 (πίν. 68Γ) και Α-10 στις αρχές του 5 ου αι. π.χ., που έχουν και το πιο στενό σώμα Στη Μένδη έχουν βρεθεί τέσσερις αττικοί εμπορικοί αμφορείς SOS από τους οποίους μόνο οι δύο βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Συγκεκριμένα, οι Τ.165/ ΜΘ (πίν. 119Α) και ο Α. 70 Τ.88/ ΜΘ (πίν. 119Β) χρονολογούνται στο τέλος του 8 ου αι. π.χ. και τις αρχές του 7 ου αι. π.χ., αντίστοιχα Λακωνικοί αμφορείς Γενικά, τα παλαιότερα παραδείγματα λακωνικών αμφορέων χρονολογούνται στα τέλη του 7 ου αρχές 6 ου αι. π.χ Η Pelagatti κατηγοριοποίησε τους αμφορείς σε δύο τύπους 1619, ενώ ο Stibbe σε τρεις τύπους G, H και Ι 1620 με τους δύο πρώτους να είναι ίδιοι με τον τύπο 1 και 2 της Pelagatti Η Pelagatti θεωρεί ότι o τύπος 1 έχει πρότυπο τους αττικούς αμφορείς SOS και à la brosse 1622, αντίθετα ο Stibbe υποστηρίζει ότι έχουν επηρεαστεί περισσότερο από τους σαμιακούς αμφορείς Ο τύπος G εμφανίζεται γύρω στα τέλη του 7 ου αι. π.χ., ο τύπος Η στα τέλη του 7 ου αι. π.χ. με αρχές του 6 ου αι. π.χ. και ο τύπος I, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη κατηγορία λακωνικών αμφορέων, απαντάται κυρίως στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. και αρχές του 5 ου αι. π.χ. Στην Άκανθο μέχρι στιγμής έχει βρεθεί περιορισμένος αριθμός λακωνικών αμφορέων, επειδή είναι γνωστά μόνο τρία παραδείγματα (ΛΑΚ-1 έως ΛΑΚ-3). Ο ΛΑΚ-1 (πίν. 69Α) εντάσσεται στον τύπο G του Stibbe (τύπος 1 της Pelagatti). To χείλος έχει ραμφόσχημη διατομή. Αυτή η διαμόρφωση είναι χαρακτηριστική γι αυτόν τον τύπο. Κάτω από το χείλος υπάρχει πλατιά ταινία, που εκτείνεται έως το μέσο περίπου του κυλινδρικού λαιμού. Το σώμα είναι σφαιρικό και η βάση του είναι δακτυλιόσχημη. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το αγγείο φέρει μελανό στιλπνό υάλωμα. Το αγγείο χρονολογείται στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. ή λίγο πιο μετά Φίλης 2011, Μοσχονησιώτη 2012, Φίλης 2011, Pelagatti 1990, Stibbe 2000, 65-72, κυρίως 70-72, εικ Φίλης 2011, Pelagatti 1990, 133, εικ Stibbe 2000, σημ

143 Ο αμφορέας ΛΑΚ-2 (πίν. 69Β) εντάσσεται στον τύπο Ι του Stibbe (τύπος 2 της Pelagatti). O αμφορέας έχει παχύ χείλος και πλαστικό δακτύλιο στον οποίο διαμορφώνεται ακμή στην κορυφή του. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι χαρακτηριστικά αυτού του τύπου. Ο λαιμός, οι λαβές και ο ώμος δεν φέρουν μελανό υάλωμα. Το σώμα είναι ευρύ σφαιρικό και η βάση είναι κοντή. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής και η μια πλευρά του ώμου φέρει graffito. To αγγείο χρονολογείται στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. Ο αμφορέας ΛΑΚ-3 (πίν. 69Γ) μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στον τύπο Ι του Stibbe (τύπος 2 της Pelagatti), καθώς έχει ορισμένα αποκλίνοντα στοιχεία, τα οποία θα τον ενέτασσαν σ ένα νέο τύπο λακωνικών αμφορέων. Το χείλος είναι τονισμένο, έχοντας τη μορφή εχίνου και ο λαιμός είναι κυλινδρικός. Κάτω από το χείλος υπάρχει πλαστικός δακτύλιος, αλλά και ένας λεπτότερος λίγο πιο κάτω. Το σώμα είναι σφαιρικό και η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το υάλωμα είναι μελανό και καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του στομίου και τμήμα της επάνω εξωτερικής επιφάνειας του χείλους, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, με εξαίρεση το λαιμό, τον ώμο και τις λαβές. Ο αμφορέας εξαιτίας κυρίως του ψηλού εχινόμορφου χείλους χρονολογείται στο τέλος του 7 ου αι. π.χ. και αποτελεί τον πρωιμότερο λακωνικό αμφορέα από τους τρείς αμφορείς της Ακάνθου Κορινθιακοί Οι κορινθιακοί αμφορείς έχουν κατηγοριοποιηθεί από την Koehler στους τύπους Α και Β 1625 και στην υποομάδα Α του τύπου Α O τύπος Α γενικά, ξεκινά την παραγωγή του στις αρχές του 7 ου αι. π.χ. και σταματά στο 300 π.χ., ενώ αν συμπεριλάβουμε και τους αμφορείς του τύπου Α, παράγεται μέχρι το 146 π.χ., έτος κατά το οποίο η Κόρινθος καταστρέφεται από τους Ρωμαίους. Aπό το νεκροταφείο της Ακάνθου προέρχεται μεγάλος αριθμός κορινθιακών αμφορέων, που εντάσσονται στον τύπο Α 1627, αλλά ένα μεγάλο μέρος τους παραμένει ασυντήρητο Στην εργασία του Φίλη εντάσσεται στον τύπο Α ο αμφορέας με αρ. κατ. ΚΟΡ-1 (πίν. 70Α). Το αγγείο φέρει μεγάλο άνοιγμα στη μια πλευρά του σώματος για την τοποθέτηση του βρέφους. Το χείλος είναι οριζόντιο, πεπλατυσμένο, εξωστρεφές και με ορθογώνια διατομή. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός και ψηλός και το σώμα είναι σφαιρικό. Η βάση του είναι κυλινδρική με μορφή εμβόλου. Το σημείο της μετάβασης από τη βάση προς το σώμα φέρει λεπτό οριζόντιο πλαστικό δακτύλιο. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής στο σημείο ένωσης με το λαιμό και κυκλικής διατομής στο σημείο ένωσης με τον ώμο. Στο πάνω τμήμα του σώματος στη μια πλευρά αποδίδεται dipinto με κατακόρυφη ταινία ερυθρού χρώματος. Το αγγείο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. και ίσως στο τελευταίο τέταρτο Στον ίδιο τύπο ανήκει ο κορινθιακός αμφορέας Α.51/ Τ.63/ ΜΘ (πίν. 119Γ) από τη Μένδη, ο οποίος χρονολογείται στα μέσα του 6 ου αι. π.χ Ο τύπος Α, που αποτελεί ουσιαστικά υποομάδα του τύπου Α, ξεκινά την παραγωγή του στο τέλος του 6 ου αι. π.χ. με αρχές του 5 ου αι. π.χ. Ο αμφορέας με αρ. κατ. ΚΟΡ-2 (πίν. 70Β) από το νεκροταφείο της Ακάνθου αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα αυτού του τύπου από το βόρειο Αιγαίο. Το χείλος είναι εξωστρεφές με τραπεζιόσχημη διατομή. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός και σχετικά ψηλός. Το σώμα είναι ωοειδές και η βάση του αρκετά κοντή, κυλινδρική. Το σημείο μετάβασης από τη βάση στο σώμα τονίζεται με λεπτό οριζόντιο 1624 Φίλης 2011, Koehler Koehler 1981, Φίλης 2011, Για ασυντήρητα παραδείγματα, βλ. Καλτσάς 1998, πίν. 43 β, γ (Τφ.1383), 124 α (Τφ.1548) Φίλης 2011, Μοσχονησιώτη 2012,

144 πλαστικό δακτύλιο. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής στο σημείο ένωσης με το λαιμό, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα τους είναι κυκλική. Το αγγείο χρονολογείται στα τέλη του 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ Σαμιακοί αμφορείς Οι σαμιακοί αμφορείς ξεκινούν την παραγωγή τους γύρω στο 600 π.χ Ο Dupont χωρίζει τους αμφορείς σε δύο ομάδες Από την Άκανθο προέρχονται πέντε αμφορείς (Σ- 1 έως Σ-5). Ο Σ-1 (πίν. 70Γ) έχει χείλος σε μορφή σπείρας και ο λαιμός είναι αρκετά κοντός με χωνοειδή διαμόρφωση. Το σώμα έχει απιόσχημη διαμόρφωση. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη και με γωνιώδες περίγραμμα. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο τονίζεται με πλαστικό δακτύλιο. Το αγγείο χρονολογείται τα τέλη του 7 ου - αρχές 6 ου αι. π.χ. και ανήκει στη δεύτερη ομάδα του Dupont στον τύπο 23.6e. Ο αμφορέας με αρ. κατ. Σ-2 (πίν. 71Α) ανήκει πιθανόν στους σαμιακούς αμφορείς. Το χείλος έχει τη μορφή σπείρας, ο λαιμός είναι κυλινδρικός, το σώμα είναι σφαιρικό στο πάνω τμήμα του και με σχεδόν κωνική διαμόρφωση στο κάτω. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη με γωνιώδες περίγραμμα. Το σημείο μετάβασης από τη βάση στο σώμα τονίζεται με λεπτή οριζόντια εγχάρακτη γραμμή. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το αγγείο είναι υστερότερο σε σχέση με το Σ-1 εξαιτίας του ψηλού κυλινδρικού λαιμού, χρονολογείται συγκεκριμένα στο δεύτερο τέταρτο ή γύρω στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. και ανήκει στην πρώτη ομάδα στον τύπο 23.6d του Dupont. Oι αμφορείς Σ-3 (πίν. 71Β) και Σ-4 (πίν. 71Γ) έχουν χείλος σε μορφή σπείρας κυκλικής διατομής και εχίνου ελλειψοειδούς διατομής. Ο λαιμός τους είναι κοντός κυλινδρικός. Το σημείο της μετάβασης προς το σώμα φέρει πλαστικό δακτύλιο στο Σ-3 και χαμηλό αναβαθμό στο Σ-4. Το σώμα του Σ-3 είναι ωοειδές, ενώ του Σ-4 ατρακτόσχημο. Η βάση τους είναι δακτυλιόσχημη με γωνιώδες περίγραμμα. Στο Σ-3 η βάση είναι κοντή και πιο πλατιά και στο Σ-4 στενή και πιο ψηλή. Οι λαβές τους είναι ελλειψοειδούς διατομής. Αυτοί οι αμφορείς ανήκουν στην πρώτη ομάδα στον τύπο 23.9b του Dupont και χρονολογούνται ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. με τη διαφορά, ότι ο Σ-3 εντάσσεται στις αρχές του τελευταίου τετάρτου του 6 ου αι. π.χ. ενώ ο Σ-4 προς το τέλος του. Ο Σ-5 (πίν. 72Α) έχει ελλειψοειδούς διατομής χείλος και αυλάκωση στην κάτω επιφάνειά του. Ο λαιμός είναι ψηλός κυλινδρικός και δεν διαφοροποιείται από τον ώμο, καθώς είναι σε συνεχόμενη καμπύλη. Στο μέσο του λαιμού διαμορφώνεται χαμηλός αναβαθμός. Το σώμα είναι ατρακτόσχημο και η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Ο αμφορέας εντάσσεται στην πρώτη ομάδα στον τύπο 23.9c του Dupont και χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ Aμφορείς «σαμιακού τύπου» της Zeest Oι «σαμιακού τύπου» αμφορείς είναι ετερογενής ομάδα, καθώς η παραγωγή τους γινόταν σε μεγάλη γεωγραφική έκταση της νοτιοδυτικής Μ. Ασίας και των γειτονικών νησιών Από το νεκροταφείο της Ακάνθου έξι αμφορείς εντάσσονται σ αυτόν τον τύπο. Τα αγγεία προέρχονται ίσως από διαφορετικά εργαστήρια της νοτιοδυτικής Μ. Ασίας, άποψη η οποία ενισχύεται από την ύπαρξη μεγάλων dipinti ερυθρού χρώματος O αμφορέας με αρ. κατ. Σ/Ζ-1 (πίν. 72Β) έχει χείλος με μορφή σπείρας. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός και το σημείο της 1631 Φίλης 2011, Φίλης 2011, Dupont 2003, Για την πρώτη ομάδα, βλ. Dupont 2003, 165, εικ. 23.6a-d. Για τη δεύτερη ομάδα, βλ. Dupont 2003, , εικ e-g Φίλης 2011, Περισσότερες πληροφορίες, βλ. Φίλης 2011, Φίλης 2011,

145 μετάβασης προς τον ώμο τονίζεται από πλαστικό δακτύλιο. Κάτω από το χείλος διαμορφώνεται οριζόντια αυλάκωση. Το σώμα είναι σχεδόν σφαιρικό και οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Στο σώμα του αμφορέα αποδίδεται dipinto με τρία γράμματα ΕΠΥ. Ο αμφορέας Σ/Ζ-2 (πίν. 72Γ) διαφέρει ελάχιστα ως προς το σχήμα, καθώς είναι περισσότερο χωνοειδής και το χείλος είναι πιο τετραγωνισμένο. Κάτω από το χείλος υπάρχει λεπτή οριζόντια αυλάκωση, που διακόπτεται στο σημείο ένωσης των λαβών. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής Οι δύο αμφορείς ανήκουν στο βασικό τύπο a-d ( standard type ) του Dupont του δεύτερου μισού του 6 ου αι. π.χ Το Σ/Ζ-1 χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. ενώ το Σ/Ζ-2 γύρω στο 500 π.χ. Ο αμφορέας με αρ. κατ. Σ/Ζ-3 (πίν. 73Α) έχει κυλινδρικό λαιμό. Το σώμα είναι σφαιρικό και η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο επισημαίνεται από πλαστικό δακτύλιο. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Στο λαιμό και στον ώμο αποδίδονται ίχνη dipinti ερυθρού χρώματος. Το αγγείο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. Οι υπόλοιποι τρείς αμφορείς Σ/Ζ-4 (πίν. 73Β), Σ/Ζ-5 και Σ/Ζ-6 (πίν. 73Γ) εντάσσονται σε ξεχωριστή ομάδα «σαμιακού τύπου». Η εξωτερική τους επιφάνεια φέρει υπόλευκο επίχρισμα. Το χείλος των Σ/Ζ-4 και Σ/Ζ-5 διαμορφώνεται ως σπείρα. Αντίθετα το χείλος του Σ/Ζ-6 είναι ελλειψοειδούς διατομής. Ο λαιμός είναι κολουροκωνικός και το σώμα ωοειδές. Η βάση του Σ/Ζ-6 είναι δακτυλιόσχημη με γωνιώδες περίγραμμα. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Το άνω τμήμα του λαιμού αποδίδεται με οριζόντια αυλάκωση. Ο αμφορέας Σ/Ζ-4 φέρει στον ώμο του graffito με σύμπλεγμα γραμμάτων, ενώ στον αμφορέα Σ/Ζ-5 εικονίζεται στη μια λαβή μικρό σφράγισμα με εμπίεστο φυλλωτό ρόδακα Αυτοί οι αμφορείς εντάσσονται στην παραλλαγή των «σαμιακού τύπου» αμφορέων με πιθοειδές σώμα του Dupont, εξαιτίας της συνεχόμενης καμπύλης του λαιμού με τον ώμο και του περιγράμματος του σώματος Τα αγγεία Σ/Ζ-4 και Σ/Ζ-5 χρονολογούνται στα τέλη 6 ου - αρχές 5 ου αι. π.χ. και το Σ/Ζ-6 αρχές του 5 ου αι. π.χ Θασιακοί αμφορείς Οι θασιακοί αμφορείς χωρίζονται σε τρείς τύπους: α) με διπλό ταινιωτό χείλος του τέλους του 6 ου αι. π.χ., β) ο αμφικωνικός τύπος από το τέλος του 5 ου αι. π.χ. και τέλος γ) ο ατρακτόσχημος τύπος με ευρύ ώμο και κωνικό σώμα του 4 ου αι. ή από τα τέλη του 5 ου αι. π.χ. Εκτός των τριών βασικών τύπων υπάρχουν αρκετές παραλλαγές Στην Άκανθο εντοπίστηκαν αρκετά παραδείγματα θασιακών αμφορέων, η πλειονότητα των οποίων παραμένει ασυντήρητη. Μόνο δύο θασιακοί αμφορείς είναι συντηρημένοι. Ο αμφορέας με αρ. κατ. Θ-1 (πίν. 74Α) εντάσσεται στον τύπο με «διπλό ταινιωτό χείλος». Το χείλος του είναι κατακόρυφο. Η εξωτερική επιφάνειά του αγγείου εξαίρεται με δύο οριζόντιες ισοϋψείς ταινίες, η μια γύρω από το χείλος που προεξέχει αρκετά και η άλλη, που βρίσκεται πιο χαμηλά γύρω από το λαιμό, που προεξέχει λιγότερο. Ο λαιμός είναι κυλινδρικός και κοντός. Το σώμα είναι σφαιρικό. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Οι λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής. Οι δύο οριζόντιες ταινίες στο άνω τμήμα του λαιμού και στο χείλος έδωσαν και την ονομασία στον τύπο. Αυτός ο τύπος δεν εξαγόταν σε μεγάλες ποσότητες εκτός από την Άκανθο. Το αγγείο χρονολογείται πιθανόν στο 500 π.χ. Για τον Θ-2 δεν θα αναφερθούμε, εξαιτίας της μεταγενέστερης χρονολόγησής του, συγκεκριμένα στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ Φίλης 2011, Dupont 2003, εικ a-d Φίλης 2011, Dupont 2003, , εικ e Φίλης 2011, Φίλης 2011, , όπου και περισσότερες πληροφορίες για τις παραλλαγές των τριών βασικών τύπων Φίλης 2011,

146 Αμφορείς από αδιάγνωστα εργαστήρια του βορείου Αιγαίου 1644 Οι αμφορείς αδιάγνωστων εργαστηρίων που εντοπίστηκαν στην Άκανθο είναι σε μεγάλη ποσότητα με αρκετές διαφοροποιήσεις στο σχήμα και στον πηλό. Αυτοί οι αμφορείς κατατάσσονται σε τρείς τύπους: α) με ωοειδές σώμα και δακτυλιόσχημη βάση, β) με σφαιρικό σώμα και πλατιά δακτυλιόσχημη βάση και γ) με κατακόρυφο χείλος και κωνική δακτυλιόσχημη βάση. Στον πρώτο τύπο εντάσσονται τα αγγεία με αρ. κατ. ΒΑ-1 (πίν. 74Β) και ΒΑ-2 (πίν. 74Γ) με παραπλήσιες διαστάσεις. Το χείλος τους είναι τριγωνικής διατομής. Στο ΒΑ-1 η άνω επιφάνεια του χείλους είναι ελαφρώς κεκλιμένη και στο ΒΑ-2 το χείλος είναι πιο ψηλό και η άνω επιφάνεια οριζόντια. Στα αγγεία υπάρχει οριζόντια αυλάκωση στη μετάβαση από το χείλος στο λαιμό. Ο λαιμός αυτών των δύο αμφορέων είναι κυλινδρικός, οι λαβές ελλειψοειδούς διατομής, το σώμα ωοειδές και η βάση δακτυλιόσχημη. Στον ίδιο τύπο εντάσσεται και ο αμφορέας με αρ. κατ. ΒΑ-3 (πίν. 75Α). Τα μορφολογικά στοιχεία του δεν διαφοροποιούνται από τα δύο προαναφερθέντα αγγεία με εξαίρεση το ωοειδές σώμα, που είναι πιο στενό. Η δακτυλιόσχημη βάση του είναι πιο απλή και στενή. Τέλος, άλλη διαφορά είναι η ύπαρξη λεπτού πλαστικού δακτυλίου στο σημείο της μετάβασης από τη βάση στο σώμα Οι τρείς αμφορείς βρίσκονται κοντά στον τύπο Α του Dupont Tα αγγεία χρονολογούνται στις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Στον δεύτερο τύπο εντάσσονται τέσσερις αμφορείς (ΒΑ-4, ΒΑ-5, ΒΑ-6 και ΒΑ-7). Το χείλος είναι τριγωνικής διατομής αρκετά τονισμένο με οριζόντια την άνω επιφάνεια, με εξαίρεση το χείλος του ΒΑ-6, που είναι πιο καμπύλο. Το σημείο μετάβασης από το χείλος στο λαιμό επισημαίνεται από αβαθή οριζόντια αυλάκωση. Ο κυλινδρικός λαιμός τους είναι αρκετά κοντός. Το σώμα είναι σφαιρικό, η βάση δακτυλιόσχημη και οι λαβές ελλειψοειδούς διατομής. Η ράχη των λαβών φέρει συνήθως κεντρική νεύρωση εκτός από τον αμφορέα με αρ. κατ. ΒΑ-6. Τέλος, η μια όψη του λαιμού και του ώμου των αγγείων με αρ. κατ. ΒΑ-6 και ΒΑ-7 φέρουν graffiti Οι τέσσερις αμφορείς βρίσκονται κοντά στον τύπο Β του Dupont Οι αμφορείς με αρ. κατ. ΒΑ-4 (πίν. 75Β), ΒΑ-5 (πίν. 75Γ) και ΒΑ-6 (πίν. 76Α) εξαιτίας των κοντόχοντρων αναλογιών εντάσσονται στα πρωιμότερα αγγεία του τύπου, δηλαδή στα τέλη του 6 ου αι. π.χ., ενώ ο αμφορέας με αρ. κατ. ΒΑ-7 εξαιτίας του ψηλού λαιμού και της διαμόρφωσης των λαβών σε σχήμα S χρονολογείται λίγο πιο μετά, πιθανόν στις αρχές του 5 ου αι. π.χ. Στον τρίτο τύπο εντάσσεται μόνο ο αμφορέας με αρ. κατ. ΒΑ-8 (πίν. 76Β). Το χείλος του είναι τετράγωνης διατομής και το σημείο μετάβασης από το χείλος στο λαιμό τονίζεται από οριζόντια αυλάκωση ή ίσως χαμηλό αναβαθμό. Ο λαιμός είναι αρκετά ψηλός και κυλινδρικός. Το σώμα είναι σφαιρικό και η βάση δακτυλιόσχημη. Οι λαβές είναι ταινιωτές Το αγγείο βρίσκεται κοντά στον τύπο Β του Dupont 1650, αν και παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις, όσον αφορά το χείλος και το ύψος του λαιμού. Συνήθως τα υπόλοιπα αγγεία του τύπου Β του Dupont έχουν χείλος τριγωνικής ή τραπεζιόσχημης διατομής και πιο κοντό λαιμό. Ο αμφορέας με αρ. κατ. ΒΑ-8 χρονολογείται στις αρχές του 5 ου αι. π.χ Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις έρευνες και ερμηνείες των αμφορέων από αδιάγνωστα εργαστήρια, βλ. Φίλης 2011, Φίλης 2011, Dupont 2003, , εικ a-d Φίλης 2011, Dupont 2003, 189, εικ e-f Φίλης 2011, Dupont 2003, 189, εικ e-f Φίλης 2011,

147 Αμφορείς από αδιάγνωστα εργαστήρια Στην Άκανθο έχουν εντοπιστεί τέσσερις αμφορείς από αδιάγνωστα εργαστήρια. Ο ΑΔ-1 δεν θα αναφερθεί, επειδή χρονολογείται στα μέσα του 5 ου αι. π.χ. Ο αμφορέας με αρ. κατ. ΑΔ-2 (πίν. 76Γ) έχει ημικυκλικής διατομής χείλος, ψηλό και κυλινδρικό λαιμό, σχεδόν σφαιρικό σώμα, ελλειψοειδούς διατομής λαβές και δακτυλιόσχημη βάση. Το σημείο μετάβασης από το λαιμό στον ώμο φέρει χαμηλό αναβαθμό. Ο ώμος φέρει καστανού χρώματος dipinto με τα αρχικά ΠΡΟ. To αγγείο πιθανόν αποτελεί παραγωγή εργαστηρίου από το ανατολικό Αιγαίο και χρονολογείται πιθανόν στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. Ο αμφορέας με αρ. κατ. ΑΔ-3 (πίν. 77Α) έχει χείλος ημικυκλικής διατομής, ψηλό κυλινδρικό λαιμό, σφαιρικό σώμα, δακτυλιόσχημη βάση και ελλειψοειδούς διατομής λαβές. Το άνω τμήμα του λαιμού φέρει πλαστικό δακτύλιο που διακόπτεται στα σημεία, που ενώνονται οι λαβές. Οι δύο όψεις του λαιμού του φέρουν graffiti. To αγγείο πιθανόν αποτελεί παραγωγή εργαστηρίου από την περιοχή της Ιωνίας και χρονολογείται ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Ο αμφορέας ΑΔ-4 σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση, επειδή λείπει η βάση του. Το χείλος του είναι τριγωνικής διατομής, ο λαιμός κυλινδρικός, το σώμα σφαιρικό και οι λαβές ελλειψοειδούς διατομής. Το αγγείο θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιο εργαστήριο του βορείου Αιγαίου, κάτι το οποίο δεν είναι βέβαιο και χρονολογείται ίσως στα τέλη του 6 ου ή στις αρχές του 5 ου αι. π.χ Πιθοειδές αγγείο Στη Μένδη εντοπίστηκε ένα πιθοειδές αιολικό αγγείο (Α.55/Τ. 75/ ΜΘ ), (πίν. 118Α). Η εξωτερική επιφάνεια φέρει μαύρο και όχι τεφρό χρώμα, σε αντίθεση με τα αγγεία αυτής της κατηγορίας. Ωστόσο θυμίζει τα αντίστοιχα ιωνικά bucchero. Η υφή της εξωτερικής επιφάνειας του αγγείου είναι μεταλλική, κάτι το οποίο οφείλεται σε στίλβωση ή εμβάπτιση σε αραιωμένο πηλό. Το σώμα του αγγείου είναι σφαιρικό, το χείλος είναι εξέχον, η βάση είναι χαμηλή και επίπεδη και οι λαβές οριζόντιες, σχεδόν κάθετα στον ώμο. Η διακόσμηση του αγγείου είναι εγχάρακτες ευθύγραμμες ή κυματοειδείς γραμμές στο χείλος, τον ώμο και την περιοχή της κοιλιάς του αγγείου. Γενικά, η γκριζόχρωμη αιολική κεραμική ξεκινά ήδη από την πρώιμη Εποχή Σιδήρου και επιχωριάζει στο βορειοδυτικό μικρασιατικό χώρο 1653, κυρίως στην Αιολίδα 1654 και τη Λέσβο Η διάδοσή της εκτός του τόπου παραγωγής φτάνει έως τη Ναύκρατη, την Ίστρια και τη Μασσαλία Στη Χαλκιδική σύμφωνα με τα παρόντα στοιχεία, εκτός από τη Μένδη, δεν υπάρχει άλλο δείγμα αυτής της κεραμικής, που να χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό αγγείο Υδρία Άλλο ένα παράδειγμα εισηγμένου αγγείου στην Άκανθο είναι μιας άβαφης υδρίας, που χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό αγγείο (πίν. 60Α). Το αγγείο φέρει στίλβωση στο λαιμό και χρονολογείται γύρω στα 690 π.χ Φίλης 2011, Μοσχονησιώτη 2012, Για παραδείγματα, βλ. Τroy IV 252 κ.ε., (Τροία). Larissa III, (Λάρισα). Cook Dupont 1998, 135 (Μύρινα). Cook Dupont 1998, 135 (Φώκαια) Lamb , Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2005,

148 Σιπύη Άλλο ένα εισηγμένο αγγείο στην Άκανθο είναι μια σιπύη με ταινιωτή διακόσμηση (πίν. 59Γ), που χρονολογείται τέλη του 6 ου αι. π.χ.- αρχές 5 ου αι. π.χ Παντή 2005,

149 3. Κτερίσματα Από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο Αϊ-Γιάννης Νικήτης Τα κτερίσματα των εγχυτρισμών του Αϊ-Γιάννη Νικήτης είναι κυρίως χειροποίητα αγγεία, όπως μια μικρή οινοχόη, ένας ελλιπής κανθαροειδής σκύφος με κομβιόσχημες κάθετες λαβές, ένα φιαλόσχημο με μια οριζόντια λαβή, αρκετές προχοΐσκες-θήλαστρα και ένα άβαφο ευρύστομο ίσως δίωτο αγγείο με δισκόμορφη απόληξη στη λαβή, πιθανόν κάνθαρος. Τα κοσμήματα ήταν ένα δακτυλίδι, χάντρες περιδεραίων, δύο οκτώσχημες πόρπες, ένα μπρούτζινο βραχιόλι, ένα πήλινο αμφικωνικό σφονδύλι και μια γυάλινη χάντρα 1659 Τα κτερίσματα του Αϊ- Γιάννη Νικήτης εντάσσονται στην τρίτη κατηγορία, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Τριανταφύλλου. Αυτή η κατηγορία χαρακτηρίζεται από πλούσια και ποικίλα κτερίσματα. H σύνδεση των κτερισμάτων με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες είναι δύσκολη Ιερισσός Τα κτερίσματα των τριών τεφροδόχων από το νεκροταφείο της Ακάνθου είναι κυρίως αγγεία και μόνο χειροποίητα. Συγκεκριμένα, είναι φιάλες με κάθετες κομβιόσχημες λαβές και δισκόμορφες λαβές, προχοΐσκες-θήλαστρα, μικρά χειροποίητα τριποδικά αγγεία (πίν. 130Ε) και κύπελλα, αλλά και μόνωτα κύπελλα με προχοή ερυθροβαφή. Γενικά, απουσιάζουν τα επείσακτα αγγεία, ενώ είναι συνηθισμένη η απουσία αυλακωτής, εγχάρακτης και τεφρόχρωμης τροχήλατης κεραμικής κατά τη διάρκεια της Ε.Σ. Τα κοσμήματα (πίν. 130ΣΤ) ήταν χάλκινα ψέλια, πολύσπειρα και απλά, τοξωτές και οκτώσχημες πόρπες, ομφάλια, χρυσοί σφηκωτήρες, έξι σιδερένια δακτυλίδια, τρείς ψήφοι περιδεραίου και ενώτια Τα κτερίσματα συνηθίζονται στη Μακεδονία της ΠΕΣ, όπως στη Βεργίνα, αλλά και βορειότερα Ο τύπος της τοξωτής πόρπης εντάσσεται ίσως στο τύπο ΙΙb της Σακελλαράκη Ο τύπος είναι διαδεδομένος στο ΒΑ Αιγαίο και χρονολογείται γύρω στα μέσα του 8 ου αι. π.χ Άλλος ένας παρόμοιος τύπος πόρπης εμφανίζεται στο Λευκαντί της υποπρωτογεωμετρικής ΙΙΙ περιόδου Το μοναδικό όπλο βρέθηκε στην Άκανθο και πρόκειται για ένα σιδερένιο αμφίστομο ξίφος Γενικά, τα κτερίσματα των εγχυτρισμών ήταν κυρίως χάλκινα κοσμήματα, όπως πόρπες, χάντρες, ψέλια αλλά και από πολυτιμότερο υλικό κατασκευής, όπως κοσμήματα από ήλεκτρο, χαλκό και χρυσό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν δύο ζευγάρια χρυσών ενωτίων, μια μικρή δακτυλιόσχημη χάντρα από βαθυπράσινο γυαλί και ένα δακτυλίδι με ρομβόσχημη σφενδόνη. Γενικά, αυτοί οι τύποι των κοσμημάτων συνηθίζονται στη Μακεδονία. Εντοπίστηκαν επίσης σιδερένια εγχειρίδια, αλλά και αγγεία, όπως μια οπισθότμητη πρόχους, κάνθαροι με δισκόμορφες απολήξεις στις λαβές 1667 (πίν. 130Δ), 1659 Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1988, Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται η Βεργίνα, ο Μακρύγιαλος και το Γυναικόκαστρο, βλ. Triantaphyllou 2001, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Ανδρόνικος 1969, , εικ. 83. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992, 414, Sapouna-Sakellaraki 1978, 45-47, αρ. 136, 141, 143, πίν Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Popham κ.α. 1980, 241, πίν. 248, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2004α, Χαβέλα 2012, Για τις διαφορετικές ορολογίες του αγγείου, βλ. Σαριπανίδη 2013,

150 κύπελλα και μια οινοχοΐσκη Tα ταφικά έθιμα απηχούν τη «θρακομακεδονική» παράδοση Κούκος Συκιάς Τα κτερίσματα των τεφροδόχων αγγείων του Κούκου Συκιάς παρά τη μεγάλη σύληση ήταν φιάλες με κάθετες λαβές με δισκόμορφες απολήξεις, φιάλες με διχαλωτές λαβές, οπισθότμητες πρόχοι, ένα ομοίωμα πλοίου (πίν. 128Β) και χειροποίητοι κάνθαροι με γραπτή διακόσμηση, αλλά και τριποδικές χύτρες (πύραυνοι) Στον τύπο 1 εντάσσεται ο κάνθαρος με υπερυψωμένες λαβές (πίν. 129Α), που αποτελεί το δεύτερο σε συχνότητα αγγείο μετά τις οπισθότμητες πρόχους. Στον τύπο 2 εντάσσεται ο κάνθαρος με δισκόμορφες απολήξεις στις λαβές (πίν. 128Δ και πίν. 129Β). Στον τύπο 3 εντάσσεται ο κάνθαρος με κομβία στις λαβές (πίν. 129Γ). Οι κάνθαροι του τύπου 1 χρονολογούνται από την αρχή της ΠΕΣ μέχρι τα μέσα του 8 ου αι. π.χ. Οι κάνθαροι του τύπου 2 εμφανίστηκαν λίγο πιο μετά από τον τύπο 1 και επιβίωσαν μέχρι την αρχαϊκή και πιθανόν μέχρι την κλασικη εποχή. Οι κάνθαροι του τύπου 3 χρονολογούνται πιθανόν από τον 8 ο έως τον 6 ο αι. π.χ Τα κοσμήματα (πίν. 128Α) που εντοπίστηκαν ήταν χάλκινα αντικείμενα, όπως πόρπες, δακτυλίδια και ψέλια, σιδερένια αντικείμενα, όπως αιχμές δοράτων, μαχαίρια και λεπίδες, αλλά και χρυσά, όπως σφηκωτήρες και μια αμφικωνική χάντρα με εγχάρακτη διακόσμηση (πίν. 128Γ), αλλά και πολλές γυάλινες χάντρες Τορώνη Γενικά, το πιο συνηθισμένο κτέρισμα στα τεφροδόχα αγγεία της Τορώνης ήταν η οπισθότμητη πρόχους (πίν. 129Δ). Άλλο κτέρισμα ήταν οι χειροποίητοι κάνθαροι, όπως και στον Κούκο Συκιάς, ενώ οι τύποι των κανθάρων, που εμφανίζονται, είναι του πρώτου (πίν. 129Ε) και δεύτερου (πίν. 129ΣΤ και πίν. 129Ζ) και όχι του τρίτου. Άλλο κτέρισμα είναι ένα διπλό αγγείο και ένας αμφορίσκος ευβοϊκής καταγωγής. Γενικά, ο κάνθαρος χρησιμοποιήθηκε στην Τορώνη ως κτέρισμα σε ενταφιασμούς και ταφικές καύσεις, αλλά και ως πώμα σε τεφροδόχα, ενώ λειτουργούσε σε ταφικά έθιμα ως αγγείο έγχυσης και τροφής, αλλά ποτέ ως τεφροδόχος Οι χειροποίητες τριποδικές χύτρες, που εντοπίστηκαν, ήταν σε όλες τις περιπτώσεις σπασμένες και σε θέση ακατάλληλη για κτερίσματα ή για πώματα/καλύμματα. Πιθανόν είχαν διαφορετική χρήση, ίσως τελετουργική. Η τριποδική χύτρα έχει πολλά παράλληλα στη νότια Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής περιόδου, εν αντιθέσει με θέσεις της Μακεδονίας, όπως τον Καστανά, την Άσσηρο, τη Βεργίνα 1674 εκτός από τον Κούκο Συκιάς 1675, όπου βρέθηκαν τριποδικές χύτρες. Άλλο ένα σχήμα, που χρησιμοποιήθηκε ως κτέρισμα, ήταν το κύπελλο-κύαθος τύπου 2 (Τ10-4), το οποίο χρονολογείται στα πρώιμα στάδια χρήσης του νεκροταφείου. Η μια κάθετη λαβή του αγγείου φέρει στο ανώτερο τμήμα της δισκοειδές κομβίο. Ο κύαθος με μια λαβή έχει μεγαλύτερη διάδοση στη Μακεδονία σε αντίθεση με το ίδιο αγγείο, αλλά με δύο λαβές Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1999, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2000, 710. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2001, 34. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2002, 84. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2003, Παντή 2012, Χαβέλα 2012, Carington-Smith 1991, Βοκοτοπούλου 1987, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1988, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1989, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1990, Papadopoulos 2005, Papadopoulos 2005, Carington- Smith 2000, , εικ. 1, πίν Papadopoulos 2005,

151 Άλλα αντικείμενα ήταν ορισμένα χάλκινα κοσμήματα (πίν. 130Α και πίν. 130Γ), ένα σιδερένιο εγχειρίδιο (πίν. 130Β), μια λεπίδα, ένα βέλος και ορισμένες πήλινες χάντρες. Τα κτερίσματα ήταν πολύ λίγα σε σχέση με άλλα νεκροταφεία, όπως της Βεργίνας και του Λευκαντίου και αυτό οφείλεται αφενός, στο ότι οι κάτοικοι της Τορώνης δεν ήταν εύποροι και αφετέρου, στο ότι δεν είχαν ανάγκη ή επιθυμία για πλούσια κτερίσματα Από τον 8 ο αι. π.χ. έως και την ύστερη αρχαϊκή περίοδο Αϊ-Γιάννης Νικήτης Τα κτερίσματα των εγχυτρισμών στο νεκροταφείο του Αϊ-Γιάννη Νικήτης ήταν μια οπισθότμητη πρόχους, μια κανθαρόσχημη κοτύλη (πίν. 132Α), ένα τριποδικό μαγειρικό σκεύος (πίν. 132Β), ένας αμφορίσκος ανατολικοϊωνικού τύπου από τοπικό εργαστήριο της Χαλκιδικής (πίν. 132Γ), αλλά και ένας αμφορίσκος ανατολικοϊωνικού τύπου, ίσως επείσακτος (πίν. 132Δ). Επίσης, εντοπίστηκαν αττικές κύλικες (πίν. 133Γ), μια κύλικα εγχώριου εργαστηρίου (πίν. 132ΣΤ), εφτά κορινθιακές κοτύλες (πίν. 133ΣΤ), ένα κορινθιακό εξάλειπτρο (πίν. 133Α), έξι αρύβαλλοι (πίν. 133Δ), μια μελαμβαφής ανατολικοϊωνική κύλικα (πίν. 132Ε), δύο σφονδύλια, μια αττική μελαμβαφής κανθαροειδής κοτύλη (πίν. 133Β), ένα μόνωτο μικύλλο κύπελλο (πίν. 133Ζ), ένα κύπελλο (πίν. 133Η), δύο ειδώλια καθιστών παιδιών ανατολικοϊωνικού τύπου (πίν. 133Ε), που φορούν πίλο, πιθανόν σαμιακής προέλευσης και 33 αστράγαλοι Από τα ανωτέρω διαπιστώνεται, ότι επικρατούν τα κορινθιακά αγγεία, όπως συμβαίνει και στα άλλα νεκροταφεία της Χαλκιδικής Ιερισσός/ Άκανθος Τα κτερίσματα των αρχαϊκών εγχυτρισμών της Ακάνθου είναι ένα κάναστρο, θραύσμα υποστατού, πέντε κορινθιακοί σφαιρικοί αρύβαλλοι (πίν. 131Δ), ένα πήλινο πλαστικό αγγείο (πίν. 131Γ), ένα ασημένιο δακτυλίδι (πίν. 131Ε), μια ιωνική κύλικα (πίν. 131Ζ), μια μικρή χύτρα, ένας αστράγαλος, τέσσερις κορινθιακές κοτυλίσκες, μια ιωνική κύλικα, ένας ντόπιος κρατήρας (πίν. 131Η), μια αρυβαλλοειδής λήκυθος ανατολικού εργαστηρίου, ένας οξυπύθμενος κορινθιακός αρύβαλλος, μια οινοχόη ανατολικοϊωνικού εργαστήριου, μια αττική μελανόμορφη λήκυθος, δύο κύπελλα, ένα αλάβαστρο, και όστρεα Το 1979 από τους 402 τάφους που βρέθηκαν, μόνο οι 165 είχαν κτερίσματα δηλαδή το 40%, έτσι η χρονολόγησή τους είναι αρκετές φορές δύσκολη. Από όλους τους τύπους τάφων, οι εγχυτρισμοί είναι οι λιγότερο κτερισμένοι, καθώς από τους 166 εγχυτρισμούς μόνο οι 16 ήταν κτερισμένοι δηλαδή το 9,6%. Αρκετές φορές τα κτερίσματα βρέθηκαν έξω από το ταφικό αγγείο 1681, όπως συμβαίνει στη Μένδη, το Πολύχρονο και τη Σκιώνη. Γενικά, στις παιδικές ταφές εντοπίζονται ειδώλια συνήθως ζώων ανατολικοϊωνικών εργαστηρίων. Η συχνή εύρεση κορινθιακών αγγείων, αλλά και η προτίμηση για αρυβάλλους, ληκύθια, μικρές κοτυλίσκες (πίν. 131ΣΤ) και κύπελλα 1682 σε όλα τα είδη τάφων της Ακάνθου, υποδηλώνει χαρακτηριστικά και τη χρήση τους στους εγχυτρισμούς. Ο μελανόμορφος αμφορέας, που είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο, περιείχε μια κορινθιακή κοτυλίσκη Ο αμφορέας τύπου ΙΙ περιείχε λίγα κορινθιακά όστρακα. Ο αμφορέας, με τις διπλές λαβές κυκλικής διατομής και την ταινιωτή διακόσμηση, έφερε ως κτέρισμα ένα αβαθές μόνωτο κύπελλο τοπικού εργαστηρίου (πίν. 131Α). Στη σιπύη βρέθηκε 1677 Papadopoulos 2005, Ρωμιοπούλου 2012, Παντή 2012, Καλτσάς 1998, Καλτσάς 1998, Παντή 2012, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998,

152 ένα μόνωτο φιαλόσχημο αγγείο (πίν. 131Β) και στην άβαφη υδρία εντοπίστηκε ένα όστρακο ντόπιου λεβητόσχημου αγγείου Γενικά, από τις δημοσιεύσεις, που έγιναν για την Άκανθο στο Αρχαιολογικό Δελτίο, εξαιρώντας την Εποχή Σιδήρου, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τα κτερίσματα των εγχυτρισμών, παρά μόνο γενικές αναφορές για τους τάφους και τα κτερίσματα της Ακάνθου. Για το λόγο αυτό τα παραπάνω στοιχεία που καταγράφηκαν περιορίζονται στις δημοσίευσεις του Καλτσά 1685, της Τρακοσοπούλου 1686 και της Παντή Έτσι η αναλυτική εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα κτερίσματα των εγχυτρισμών θα ήταν ανέφικτη προς το παρόν. Νέα Καλλικράτεια Στο νεκροταφείο της Νέας Καλλικράτειας έχει βρεθεί στους εγχυτρισμούς κορινθιακή και ντόπια κεραμική, ενώ υπήρχαν και ακτέριστες παιδικές ταφές σε οξυπύθμενους αμφορείς ή πιθαμφορείς Νέος Μαρμαράς Στο μοναδικό ταφικό πίθο, που βρέθηκε, εντοπίστηκαν δύο πηνία και τέσσερα ακέραια αγγεία, συγκεκριμένα μια αττική μελανόμορφη λήκυθος, ένας αμφορέας ίσως ντόπιου εργαστηρίου, μια μελαμβαφής αττική κύλικα και μια κορινθιακή κοτύλη Μένδη Η απουσία των κτερισμάτων στους εγχυτρισμούς είναι πολύ υψηλή. Αντίθετα, τα κτερίσματα στους λακκοειδείς τάφους είναι αρκετά πλούσια, κάτι το οποίο υποδηλώνει, ότι οι απλοί λακκοειδείς τάφοι, δεν είχαν σχέση και με την οικονομική κατάσταση του νεκρού. Γενικά, το ποσοστό των ακτέριστων ταφών στη Μένδη είναι σχεδόν στο 80%. Τα κτερίσματα των εγχυτρισμών ήταν τοποθετημένα τις πιο πολλές φορές μέσα στο ταφικό αγγείο μαζί με το νεκρό, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες αυτά τοποθετούνταν έξω από αυτό, κυρίως στα πλευρικά τοιχώματα του ταφικού αγγείου. Ο εντοπισμός τους εκτός των αγγείων, υποδηλώνει ίσως και προσφορές υγρών προς τιμήν του νεκρού. Η θέση των κτερισμάτων μέσα στο αγγείο δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη, όπως συμβαίνει και σε άλλα νεκροταφεία, αν και παρατηρούνται ορισμένες επιλογές στη θέση των κτερισμάτων σε σχέση με το νεκρό. Συγκεκριμένα, οι αρύβαλλοι συχνά βρίσκονταν στην περιοχή των ποδιών ή και των χεριών. Οι κύλικες, οι προχοΐσκες και οι λήκυθοι εντοπίσθηκαν κοντά ή ανάμεσα στα σκέλη Συγκεκριμένα, βρέθηκαν ερυθρωπές άποδες κύλικες Άλλα κτερίσματα ήταν πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι (πίν. 134Β). Τα κύπελλα και τα θήλαστρα 1692 ήταν σε διάφορες θέσεις (πίν. 134Α). Τα ειδώλια, τα οποία ήταν σύνηθες κτέρισμα των παιδιών, τοποθετούνταν στην κοιλιακή χώρα ή λίγο ψηλότερα προς το στέρνο και σπάνια στο πλάι, δεξιά και αριστερά του σώματος. Τα κοσμήματα εντοπίσθηκαν στις θέσεις, όπου γινόταν και η χρήση τους, άρα οι νεκροί τα φορούσαν. Σε κανένα τάφο δεν εντοπίσθηκαν αστράγαλοι, οι οποίοι αποτελούν συχνό εύρημα σε παιδικές ταφές. Τέλος, προκαλεί 1684 Παντή 2005, Καλτσάς 1998, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1998, Παντή 2005, Μπιλούκα 2001, Βοκοτοπούλου 1987, Μοσχονησιώτη 2012, Βοκοτοπούλου 1989, Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990,

153 ενδιαφέρον, ότι οι ταφές μέσα σε διακοσμημένα αγγεία περιείχαν σπανίως κτερίσματα, όπως στα ταφικά αγγεία Μ.17, Μ.12 και Μ.34, που περιείχαν αγγεία πόσεως, ενώ στο αγγείο Μ. 28 υπήρχε μόνο μια πυραμιδοειδής αγνύθα. Η έλλειψη κτερισμάτων ίσως υποδεικνύει, ότι από μόνα τους τα αγγεία αποτελούσαν ένα πολύτιμο δώρο, αλλά δυσκολεύει τη χρονολόγηση των ταφικών αγγείων Όλυνθος Στο νεκροταφείο της Ολύνθου βρέθηκαν τρείς εγχυτρισμοί της ύστερης αρχαϊκής περιόδου 1694 και μόνο ο ένας από τους τρείς εγχυτρισμούς έφερε κτέρισμα, συγκεκριμένα ένα σκύφο (πίν. 134Γ) Πολύχρονο Τα τμήματα του νεκροταφείου του Πολυχρόνου, που έχουν ανασκαφεί, έφεραν στο φως εντός, αλλά και εκτός των ταφικών αγγείων αρκετά κτερίσματα. Αυτά όταν βρίσκονταν εκτός του αγγείου, εντοπίζονταν κοντά ή μεταξύ των λιθοσωρών, που έφραζαν το στόμιο του ταφικού αγγείου. Τα κτερίσματα ήταν κυρίως κύλικες, όπως μια μελανόμορφη οφθαλμωτή κύλικα (πίν. 135Α), και ένας κορινθιακός αρύβαλλος (πίν. 135Β) του 6 ου αι.π.χ. (Π.1), ενώ τα υπόλοιπα κτερίσματα είναι των αρχών του 5 ου αι.π.χ. όπως ληκύθια, εξάλειπτρα, κοτύλες, σκύφοι, αλλά και ειδώλια κυρίως ζώων. Αποκαλύφθηκαν, επιπλέον, πολλοί αστράγαλοι και σπάνια κοσμήματα και μεταλλικά αντικείμενα Σάνη Στο μοναδικό εγχυτρισμό σε πίθο που βρέθηκε στη Σάνη, εντοπίστηκαν 14 συνολικά πήλινα αγγεία του 6 ου αι. π.χ. Τα αγγεία ήταν επτά σκύφοι, δύο οινοχόες, μία κοτύλη, μία φιάλη, ένα λεβητοειδές, ένας αρύβαλλος και μία πυξίδα με το πώμα της (πίν. 135Γ). Αυτά προέρχονταν από την Κόρινθο και την Αθήνα Νέα Σκιώνη Από τους εφτά εγχυτρισμούς με παιδικές ταφές οι τρείς έφεραν κτερίσματα, έξω από το στόμιο των αγγείων, όπως μελανόμορφες ληκύθους, αβαφείς αμφορείς, πήλινα ειδώλια και μια χάλκινη στλεγγίδα. Η θέση του νεκροταφείου κοντά στην αρχαία πόλη, το είδος των παιδικών ταφών αλλά και το είδος και ο αριθμός των κτερισμάτων υποδεικνύει, ότι αυτό το τμήμα του νεκροταφείου είχε χρησιμοποιηθεί από την ανώτερη κοινωνική τάξη. Τέλος, οι ταφικές πρακτικές συσχετίζονται με τις ταφικές πρακτικές της νότιας Ελλάδας και της υπόλοιπης Χαλκιδικής Μοσχονησιώτη 2012, Olynthus XI, 16, Olynthus XI, 16, 1696 Βοκοτοπούλου 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989, Μοσχονησιώτη 2012, Παντή 2012, 476. Σισμανίδης 1986, Τσιγαρίδα Μανταζή 2003,

154 Συμπεράσματα Πιο κάτω παρατίθενται τα συμπεράσματα της μεταπτυχιακής εργασίας μου, όπως προκύπτουν από τη μελέτη των αγγείων εγχυτρισμών και καύσεων στα νεκροταφεία των οικισμών της Χαλκιδικής. Η εργασία μου χωρίστηκε σε δύο μεγάλες θεματικές ενότητες και μία μικρότερη τρίτη. Στην πρώτη ενότητα μελετήθηκαν σε γενικές γραμμές οι ταφικές πρακτικές, που εφαρμόστηκαν στα νεκροταφεία της Χαλκιδικής. Συγκεκριμένα στη δεύτερη υποενότητα της πρώτης ενότητας, η οποία αναφέρεται στην περίοδο προ του δεύτερου αποικισμού της Χαλκιδικής, παρουσιάζονται τα ταφικά έθιμα, που εκτελούσαν κατά παράδοση οι ντόπιοι (αυτόχθονες) κάτοικοι. Από την έρευνα που έκανα, διαπίστωσα ότι, με βάση τον τρόπο ταφής, τα υπολείμματα των καύσεων τοποθετούνταν σε αγγεία στην Τορώνη και στον Κούκο Συκιάς, ενώ στον Αϊ- Γιάννη Νικήτης και στην Ιερισσό επικρατούν οι εγχυτρισμοί σε πίθους. Στην τέταρτη υποενότητα παρουσιάζονται τα νεκροταφεία των αποίκων (από Χαλκίδα, Άνδρο, Ερέτρια και Αχαΐα), όπου επικρατούν οι εγχυτρισμοί βρεφών και παιδιών σε διάφορους τύπους αγγείων. Διαπιστώνεται έτσι, ότι ο αποικισμός συνετέλεσε σημαντικά στην αλλαγή των τοπικών ταφικών εθίμων, λόγω της μεταφοράς των νέων εθίμων ταφής από τη νότια Ελλάδα, αν και η πρακτική των εγχυτρισμών δεν ήταν εντελώς άγνωστη στη Χαλκιδική ήδη από την Εποχή του Χαλκού (Άγιος Μάμας). Διαφορά παρατηρείται στην Όλυνθο, η οποία αποικίστηκε από τους Βοττιαίους, καθώς μόνο από τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου (τέλη 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ.) εντοπίζονται τρείς εγχυτρισμοί, ενώ στις άλλες περιοχές της Χαλκιδικής, οι εγχυτρισμοί συναντώνται ήδη από τον 8 ο αι. π.χ. (Μένδη). Επίσης, τεφροδόχα αγγεία μετά το δεύτερο αποικισμό της Χαλκιδικής συναντάμε μόνο στην Άκανθο σε μια περίπτωση. Στη δεύτερη ενότητα μελετήθηκαν και ερμηνεύτηκαν τα ταφικά αγγεία με βάση τη διακόσμηση και την τυπολογία τους (πίν ). Στην πρώτη υποενότητα αναλύονται τα τοπικής και εισηγμένης προέλευσης αγγεία από την ΥΕ ΙΙΙ Γ έως και τον 8 ο αι. π.χ. παρουσιάζοντας πρώτα τα ταφικά αγγεία της προαποικακής φάσης της Χαλκιδικής. Η πρώτη κατηγορία είναι αγγεία της τοπικής τροχήλατης κεραμικής, όπως αμφορείς, αμφορείς/ πυξίδες, αμφορίσκοι, κρατήρες και σκύφοι, τα οποία βρέθηκαν κυρίως στην Τορώνη και τον Κούκο-Συκιάς, παρόλο που δεν έχει γίνει λεπτομερής δημοσίευση του συνόλου των ταφικών αγγείων του Κούκου. Η δεύτερη κατηγορία της τοπικής κεραμικής είναι τα αγγεία με μαύρο και κόκκινο επίχρισμα από την Τορώνη, τα οποία αν και τροχήλατα διαφέρουν από τα υπόλοιπα. Η τρίτη κατηγορία είναι η τοπική χειροποίητη κεραμική, όπως αμφορίσκοι κυρίως από την Τορώνη και ένα από την Ιερισσό, ένα κρατηρόσχημο σκεύος-χύτρα, ένας πιθαμφορέας και μια οπισθότμητη πρόχους από την Ιερισσό, κύπελλα/κύαθοι και μικροί πίθοι από την Τορώνη, πίθοι κυρίως από τον Αϊ- Γιάννη Νικήτης και την Ιερισσό και λίγοι από τον Κούκο- Συκιάς και την Τορώνη και τέλος μια τριποδική χύτρα από τον Κούκο Συκιάς. Τέλος, τα αγγεία της εισηγμένης τροχήλατης κεραμικής από τη νότια Ελλάδα και της εισηγμένης χειροποίητης κεραμικής από το βορειοελλαδικό χώρο, χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά αγγεία στην Τορώνη, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά αρχαιολογικά στοιχεία. Στην Ιερισσό βρέθηκε ένα μεμονωμένο παράδειγμα τροχήλατου αμφορέα από το βορειοελλαδικό χώρο. Επίσης, στην πρώτη υποενότητα αναλύονται τα ταφικά αγγεία τα οποία βρέθηκαν κυρίως στη Μένδη, που δεν είναι γνωστό αν αποτέλεσαν ταφικά αγγεία των αποίκων, καθώς η χρονολόγηση της ίδρυσης της Μένδης είναι άγνωστη. Ωστόσο, αυτά τα αγγεία τα εντάσσουμε στη μεταποικιακή φάση της Χαλκιδικής, επειδή συμπίπτουν χρονικά με το δεύτερο αποικισμό. Διαπιστώθηκε, ότι η «ασημίζουσα» κεραμική συναντάται στη Μένδη και στην Άκανθο και καθόλου στα άλλα νεκροταφεία της Χαλκιδικής. Η τυπολογία των 151

155 αγγείων της «ασημίζουσας» κεραμικής περιλαμβάνει, κυρίως πιθαμφορείς και λιγότερο πίθους. Η κεραμική με «εγχάρακτη» διακόσμηση συναντάται μόνο στη Μένδη. Δείγματα αυτού του τύπου κεραμικής είναι οι πιθαμφορείς. «Βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ» και «βορειοελλαδικοί πιθαμφορείς» βρέθηκαν μόνο στη Μένδη. Στη δεύτερη υποενότητα μελετώνται τα ταφικά αγγεία, επίσης της μεταποικιακής φάσης της Χαλκιδικής από τον 7 ο έως και τις αρχές του 5 ου αι. π.χ., τα οποία ήταν τοπικής και εισηγμένης κεραμικής. Ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Χαλκιδική όχι μόνο στις αλλαγές των ταφικών εθίμων της, αλλά και στην υιοθέτηση νέας διακόσμησης και σχημάτων στα ταφικά αγγεία. Ωστόσο στη Χαλκιδική σύμφωνα με πολλά αρχαιολογικά στοιχεία είχαν εγκατασταθεί ξανά Ευβοείς, όπως στη Μένδη και τη Νέα Καλλικράτεια ήδη πριν τον Ιωνικό αποικισμό, ενώ η παρουσία των Ευβοέων εδραιώνεται στον δεύτερο αποικισμό. Ο αποικισμός της Τορώνης από τους Χαλκιδείς αμφισβητείται από τον Παπαδόπουλο, εξαιτίας των πρωιμότερων φάσεων κατοίκησής της. Ταφικά αγγεία της «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής βρέθηκαν κυρίως στη Μένδη και το Πολύχρονο και λιγότερο στη Νέα Καλλικράτεια, τη Νέα Σκιώνη, την Άκανθο και την Όλυνθο. Δείγματα αυτού του τύπου κεραμικής είναι κυρίως πιθαμφορείς, λίγα πιθόσχημα αγγεία και υδρίες, ελάχιστα δείγματα σιπυών, σταμνοειδών αγγείων και κρατηρόσχημων αγγείων. Τοπική αβαφής κεραμική βρέθηκε κυρίως στην Άκανθο και τον Αϊ-Γιάννη Νικήτης και ελάχιστα δείγματα βρέθηκαν στον Νέο Μαρμαρά, το Πολύχρονο, τη Νέα Σκιώνη, τη Σάνη και τη Μένδη. Δείγματα αβαφούς κεραμικής είναι κυρίως οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς που βρέθηκαν στην Άκανθο. Άλλα σχήματα είναι οι πίθοι, που βρέθηκαν στα περισσότερα νεκροταφεία, ενώ υδρίες και χύτρες εντοπίστηκαν μόνο στην Άκανθο και τέλος, μόνο ένας αβαφής πιθαμφορέας εντοπίστηκε στον Αϊ- Γιάννη Νικήτης. Εισηγμένα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά αγγεία, βρέθηκαν σε πολύ μεγάλη ποσότητα στην Άκανθο και ελάχιστα στη Μένδη. Τα σχήματα των αγγείων της εισηγμένης κεραμικής ήταν αμφορείς με γραπτή διακόσμηση, μία υδρία και μία σιπύη από την Άκανθο, οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς κυρίως από την Άκανθο και ελάχιστοι από τη Μένδη και ένα μεμονωμένο δείγμα πιθοειδούς αγγείου από τη Μένδη. Άλλο θέμα, το οποίο μας απασχόλησε είναι ότι μερικά ταφικά αγγεία, όπως αυτά από το Πολύχρονο, χρονολογούνται με βάση την τυπολογία και τη διακόσμηση προγενέστερα σε σχέση με τα κτερίσματά τους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σε άλλα νεκροταφεία, όπως των Αβδήρων και της Σαμοθράκης. Ο προσδιορισμός των ακριβών αιτιών είναι δύσκολο να γίνει, ωστόσο κάποιες υποθέσεις που έχουν προταθεί, αναφέρουν, ότι αυτά τα αγγεία αποτελούσαν είδος κειμηλίου για τους κατοίκους ή ότι τα αγγεία χρησιμοποιήθηκαν για πολλά χρόνια μετά την κατασκευή τους. Επίσης, τα αγγεία των εγχυτρισμών και καύσεων πριν την τελική τους χρήση, αποτελέσαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως για αποθήκευση, μεταφορά πρϊόντων κ.ά. από τους κατοίκους της Χαλκιδικής. Είναι σημαντικό ακόμη να αναφερθεί, ότι στα νεκροταφεία της Χαλκιδικής κατά την εποχή του Σιδήρου και την αρχαϊκή περίοδο επικρατούν τα τοπικά ταφικά αγγεία σε σχέση με τα εισηγμένα. Εξαίρεση αποτελεί η Άκανθος, στην οποία κατά την αρχαϊκή περίοδο υπερτερούν τα εισηγμένα αγγεία, όπως οι εμπορικοί οξυπύθμενοι αμφορείς. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάστηκαν τα κτερίσματα, στα οποία αντικατοπτρίζονται οι διαφορές μεταξύ της προαποικιακής και της μετααποικιακής αντίληψης περί κτερισμάτων στη Χαλκιδική. Συγκεκριμένα, οπλισμός και κοσμήματα βρέθηκαν μόνο στις ταφές της Εποχής του Σιδήρου, ενώ μετά τον αποικισμό παύουν να προτιμούνται, καθώς οι εγχυτρισμοί χρησιμοποιούνται κυρίως για παιδιά. Τέλος, μπορεί να σημειωθεί, ότι διάφοροι τύποι μικρών αγγείων χρησιμοποιήθηκαν και στις δύο πρώτες ιστορικές περιόδους της Χαλκιδικής ως κτερίσματα στα ταφικά αγγεία. 152

156 Βιβλιογραφία-Συντομογραφίες (Ακολουθήθηκε το σύστημα συντομογραφιών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου: Ελληνική βιβλιογραφία Αναγνωστοπούλου-Χατζηπολυχρόνη Γιματζίδης 2009: Η. Αναγνωστοπούλου- Χατζηπολυχρόνη Σ. Γιματζίδης, «Αρχαία Μένδη: κεραμική από τις πρώιμες φάσεις της πόλης», ΑΕΜΘ 23, Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 2004: M. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, «Η Κυδωνία της Δυτικής Κρήτης στα Πρώιμα Χρόνια του Σιδήρου», στο: N. Κ. Σταμπολίδης A. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος, 1 4 Νοεμβρίου 2002, Aθήνα, Ανδρειωμένου 1975: A. Ανδρειωμένου, «Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερετρίας», AE, Ανδρειωμένου 1977: A. Ανδρειωμένου, «Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερετρίας, ΙΙ», ΑΕ, Ανδρειωμένου 1981α: A. Ανδρειωμένου, «Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερετρίας, III (Σκύφοι)», AE, Ανδρειωμένου 1981 β: A. Ανδρειωμένου, «Αψιδωτά οικοδομήματα και κεραμική του 8 ου και του 7 ου αι. π.χ. εν Ερετρία», στο: Grecia, Italia e Sicilia nell VIIIe VII secolo a.c. Atti del convegno internazionale, Atene, ottobre ASAtene 59, (1983), Ανδρειωμένου 1982: A. Ανδρειωμένου, «Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερετρίας. IV (Κάνθαροι, Κοτύλαι, Κύπελλα, Κρατήρες Δίνοι)», AE, Ανδρειωμένου 1983: A. Ανδρειωμένου, «Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Ερετρίας. V (Κλειστά αγγεία, Λαβαί, υπογεωμετρική και χειροποίητος κεραμεική)», AE, Ανδρειωμένου 1990: A. Ανδρειωμένου, «Ευρήματα της γεωμετρικής και αρχαϊκής Ερέτριας», στο: Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο. Η πόλη της Χαλκίδας, Σεπτεμβρίου 1987, Ανδρέου Κωτσάκης 1996: Στ. Ανδρέου Κ. Κωτσάκης, «Η προϊστορική Τούμπα της Θεσσαλονίκης, Παλιά και νέα ερωτήματα», ΑΕΜΘ 10 Α, Andriomenou 1966: A. Andriomenou, «Πρωτογεωμετρικά αγγεία εκ Χαλκίδος», στο: Χαριστήριον εις A. K. Ορλάνδον, 2, Αθήνα, Ανδρόνικος 1969: Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, Aθήνα. Αρχοντίδου-Αργύρη Κυριακοπούλου 2000 : A. Αρχοντίδου-Αργύρη Θ. Κυριακοπούλου (επιμ.), Χίος τ έναλος πόλις Οινοποίωνος, Χίος. 153

157 Αρχοντίδου-Αργύρη 2004: A. Αρχοντίδου- Αργύρη, «Πρωτογεωμετρική κεραμική από τη Χίο», στο: N.Κ. Σταμπολίδης A. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος, 1 4 Νοεμβρίου 2002, Aθήνα, Ασουχίδου 2002: Σ. Ασουχίδου, «Aνασκαφικές εργασίες. Δήμο Τορώνης», ΑΔ 56-59, Χρονικά Β 3α, Ασουχίδου 2004: Σ. Ασουχίδου, «Κριαρίτσι Συκιάς νομού Χαλκιδικής Συνολική παρουσίαση των αρχαιολογικών ερευνών και των αποτελεσμάτων τους», στο: Π. Αδάμ Βελένη Κ. Τζαναβάρη (επιμ.), 20 χρόνια: To αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη, Επετειακός τόμος, Βαβρίτσας 1970: A. Bαβρίτσας, ΠΑΕ, 72, εικ. 3. Βλαβιανού-Τσαλίκη, 1997: Κ. Βλαβιανού-Τσαλίκη, «Πρωτογεωμετρικοί τάφοι στη Σκύρο», ΑΔ 52, Χρονικά Β3, 120 κ.ε. Boardman 2001: J. Boardman, Πρώιμη ελληνική αγγειογραφία, Αθήνα. Βοκοτοπούλου 1987: Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφικές έρευνες στη Χαλκιδική», ΑΕΜΘ 1, Βοκοτοπούλου 1987α: Ι. Βοκοτοπούλου, «Νέος Μαρμαράς Σιθωνίας», ΑΔ 42, Χρονικά Β2, Βοκοτοπούλου 1988: Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή Μένδης», ΑΕΜΘ 2, Βοκοτοπούλου 1989: Ι. Βοκοτοπούλου, «Πολύχρονο», ΑΔ 44, Χρονικά Β2, Βοκοτοπούλου 1989: Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή Μένδης», ΑΕΜΘ 3, Βοκοτοπούλου 1990: Ι. Βοκοτοπούλου, «Μένδη Ποσείδι 1990», ΑΕΜΘ 4, Βοκοτοπούλου 1992: I. Βοκοτοπούλου, «Ποσείδι», ΑΕΜΘ 6, Βοκοτοπούλου 1993 α: I. Boκοτοπούλου, «Πληροφορίες για την αρχιτεκτονική δύο αρχαίων πόλεων της Παλλήνης» στο Παράρτημα. Πολιτιστική κληρονομιά και αρχιτεκτονική παράδοση στη Χαλκιδική και στο Άγιο Όρος. Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Συμποσίου. Ουρανούπολη Χαλκιδικής, Σεπτεμβρίου 1990, Θεσσαλονίκη, Βοκοτοπούλου 1993β: Ι. Βοκοτοπούλου, «Αρχαϊκό ιερό στη Σάνη Χαλκιδικής», στο: Αρχαία Μακεδονία V, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1988: Ι. Βοκοτοπούλου Μ. Παππά Μπ. Τσιγαρίδα, «Ανασκαφές στο Πολύχρονο Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 2, Βοκοτοπούλου Παππά Τσιγαρίδα 1989: Ι. Βοκοτοπούλου Μ. Παππά Μπ. Τσιγαρίδα, «Ανασκαφές στο Πολύχρονο Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 3,

158 Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990: Ι. Βοκοτοπούλου Σ. Μοσχονησιώτη, «Το παράλιο νεκροταφείο της Μένδης», ΑΕΜΘ 4, Carington-Smith Βοκοτοπούλου 1988: J. Carington-Smith I. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή στον Κούκο Συκιάς, Ν. Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 2, Carington- Smith Βοκοτοπούλου 1989: J. Carington-Smith Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή στον Κούκο Συκιάς», ΑΕΜΘ 3, Carington- Smith Βοκοτοπούλου 1990: J. Carington-Smith Ι. Βοκοτοπούλου, «Ανασκαφή στον Κούκο Συκιάς», ΑΕΜΘ 4, Carington- Smith 1991: J. Carington-Smith, «Tρείς κάνθαροι και ένας κρατήρας από τη θέση Κούκος Συκιάς», ΑΕΜΘ 5, Coldstream 1997: J. N. Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα (μτφ.), Αθήνα. Γεροθανάσης 2011: Δ. Γεροθανάσης, Διονυσιακά στοιχεία στα νομίσματα της Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη, (αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.). Γιματζίδης 1997: Σ. Γιματζίδης, «Ασημίζουσα» Κεραμική, Μία υποπρωτογεωμετρική εγχώρια κεραμική βορειοελλαδικού χώρου, Θεσσαλονίκη, (αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.) Γιματζίδης 2002: Στ. Γιματζίδης, «Ο αποικισμός της Θάσου: η επανεξέταση της κεραμικής πρώιμων φάσεων της αρχαίας πόλης», ΑΕΜΘ 16, Γιματζίδης 2006: Στ. Γιματζίδης, «Πρώιμοι ελληνικοί εμπορικοί αμφορείς», στο: Thasos. Metropole et colonies. Symposium International à la mémoire de Μarina Sgourou, septembre 2006, Musée Archéologique deτhasos et «Καλογερικό» de Thasos (υπ.έκδ.). é Γιούρη Κουκούλη 1969: Ε. Γιούρη Χ. Κουκούλη, «Οισύμη», ΑΔ 24, Β 2, Χρονικά, Γραμμένος Τιβέριος 1984: Δ. Γραμμένος Μ. Τιβέριος, «Ανασκαφή ενός νεκροταφείου του 5 ου αι. π.χ. στην αρχαία Άργιλο», ΑΔ 39, 1984, Γραμμένος Σκουρτοπούλου 1992: Δ. Γραμμένος Κ. Σκουρτοπούλου, «Μεσημεριανή Τούμπα Τριλόφου Νομού Θες/νίκης, Ανασκαφική περίοδος 1992», ΑΕΜΘ 6, Ερέτρια 2010: Ν. Καλτσάς S. Fachard A. Ψάλτη Μ. Γιαννοπούλου (επιμ. ),Eρέτρια, Ματιές σε μια αρχαία πόλη, Κατάλογος της έκθεσης, Ε.Α.Μ Ζαφειρόπουλος 1976: Ν. Ζαφειρόπουλος, «Ανασκαφή Σελλάδας Θήρας», ΠΑΕ, Ζαφειρόπουλος 1983: Ν. Ζαφειρόπουλος, «Ευβοϊκοί Αμφορείς από την Θήρα», ΑsAtene 61, Ζαφειροπούλου 1985: Φ. Ζαφειροπούλου, Προβλήματα της μηλιακής αγγειογραφία, Αθήνα. Ζαφειροπούλου 2004: Φ. Ζαφειροπούλου, «Οι Κυκλάδες στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ως την ύστερη αρχαϊκή εποχή», στο: Ν.Χ. Σταμπολίδης- Α. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο 155

159 στην πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα, Θέμελης 1979: Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή στην Ερέτρια», ΠΑΕ, Hammond 1995: N. G. L. Hammond, Iστορία της Μακεδονίας, Τόμος Α, Θεσσαλονίκη (ελλ. μτφρ.) Καλτσάς 1998: Ν.Ε. Καλτσάς, Άκανθος Ι. Η ανασκαφή στο νεκροταφείο κατά το 1979, Αθήνα. Καμπίτογλου 1981: Α. Καμπίτογλου, «Ανασκαφή Τορώνης», ΠΑΕ, Καμπίτογλου 1982: Α. Καμπίτογλου, «Ανασκαφή Τορώνης», ΠΑΕ, Καραγιώργης 2002: Β. Καραγιώργης, Αρχαία Τέχνη της Κύπρου στη Συλλογή Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Περίδη, Αθήνα. Καραδήμα Κουτσουμάνης 1992: X. Kαραδήμα Μ. Κουτσουμάνης, «Αρχαιολογικές εργασίες Σαμοθράκης 1992», ΑΕΜΘ 6, Καρδαρά 1963: Χ. Καρδαρά, Ροδιακή Αγγειογραφία, Αθήνα. Κεφαλίδου 2012: Ε. Κεφαλίδου, «Κεραμική από τη Νέα Καλλικράτεια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης», στο: Μ. Τιβέριος Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Ε. Μανακίδου Α. Αρβανιτάκη (επιμ.), Η κεραμική της αρχαϊκής εποχής στο βόρειο αιγαίο και την περιφέρεια του ( π.χ.). Πρακτικά Αρχαιολογικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη Μαΐου 2011, Θεσσαλονίκη, Κουκουλή-Χρυσανθάκη 1992: X. Κουκουλή-Χρυσανθάκη, Πρωτοϊστορική Θάσος. Τα νεκροταφεία του οικισμού Καστρί, Αθήνα. Κουκουλή-Χρυσανθάκη 1993: X. Κουκουλή-Χρυσανθάκη, «Η πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην ανατολική Μακεδονία», στο: Αρχαία Μακεδονία V, Θεσσαλονίκη, Κουκούλη- Χρυσανθάκη 2007: X. Koυκούλη-Χρυσανθάκη, «Παραγωγή και κυκλοφορία οίνου στη θασιακή Περαία. Μια πρώτη προσέγγιση», στο: Οίνον ιστορώ VII, Κούρου 1999: Ν. Κούρου, Ανασκαφές Νάξου, Το Νότιο Νεκροταφείο της Νάξου κατά τη γεωμετρική περίοδο, Αθήνα Κουρουνιώτης 1903: K. Κουρουνιώτης, «Αγγεία Ερέτριας», ΑΕ, Κουρουνιώτης 1911: K. Κουρουνιώτης, «Ανασκαφή Ερετρίας», ΑΕ 65, Κοτσώνας 2012: Α. Κοτσώνας, «Η ενεπίγραφη κεραμική του Υπογείου : προέλευση, τυπολογία, χρονολόγηση και ερμηνεία», στο: Γ. Ζ. Τζιφόπουλος (επιμ.) Μεθώνη Πιερίας Ι: Eπιγραφές χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το «Υπόγειο» της Μεθώνης Πιερίας στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη,

160 Kurtz Boardman 2011:, D.C Kurtz J. Boardman, Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Αθήνα. Λαζαρίδης 1977: Δ. Λαζαρίδης, «Αμφίπολη», ΠΑΕ, 42, πίν. 29β. Λαμπρινουδάκης 1977: Β. Λαμπρινουδάκης, Η αρχαϊκή ελληνική αγγειογραφία, Αθήνα. Λεμπέση 1967: Α. Λεμπέση, «Γραμμικός νησιωτικός αμφορέας εκ Θήρας», ΑΔ 22, Μαζαράκης-Αινιάν 2000: Α Μαζαράκης-Αινιάν, Όμηρος και Αρχαιολογία, Αθήνα. Μαζαράκης-Αινιάν 2007: Α. Μαζαράκης-Αινιάν, «Ανασκαφή στη Σκάλα Ωρωπού ( , 1996)», ΠΑΕ, Mανακίδου 2012: Ε. Mανακίδου, «Εισηγμένη κυκλαδική, κορινθιακή και αττική κεραμική αρχαϊκών χρόνων στην αρχαία Οισύμη», στο: Μ. Τιβέριος Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Ε. Μανακίδου Α. Αρβανιτάκη (επιμ.), Η κεραμική της αρχαϊκής εποχής στο βόρειο αιγαίο και την περιφέρεια του ( π.χ.). Πρακτικά Αρχαιολογικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη Μαΐου 2011, Θεσσαλονίκη, Μελάς 2001 : Μ. Μελάς, «Καύσεις νεκρών- Προς μια Αρχαιολογία του φόβου», στο: Ν.Χ. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Συμποσίου, Ρόδος 29 Απριλίου -2 Μαϊου 1999, Αθήνα, Μισαηλίδου- Δεσποτίδου 1998: B. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου, «Νέα Φιλαδέλφεια. Ανασκαφική έρευνα στην τράπεζα και στο νεκροταφείο της Εποχής Σιδήρου», ΑΕΜΘ 12, Μισαηλίδου- Δεσποτίδου 2004: Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου, «Νέα Φιλαδέλφεια», στο: Δ. Β. Γραμμένος Σ. Τριανταφύλλου (επιμ.), Ανθρωπολογικές Μελέτες από τη βόρεια Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Μισαηλίδου- Δεσποτίδου 2009: Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου, «Άφυτις », στο: Π. Αδάμ Βελένη Κ. Τζαναβάρη (επιμ.), 20 χρόνια: To αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη, Επετειακός τόμος, Μισαηλίδου- Δεσποτίδου 2012: Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου, «H αρχαϊκή κεραμική από το νεκροταφείο της αρχαίας Άφυτης», στο: Μ. Τιβέριος Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Ε. Μανακίδου Α. Αρβανιτάκη (επιμ.), Η κεραμική της αρχαϊκής εποχής στο βόρειο αιγαίο και την περιφέρεια του ( π.χ.). Πρακτικά Αρχαιολογικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη Μαΐου 2011, Θεσσαλονίκη, Μοσχονησιώτη 1988: Σ. Μοσχονησιώτη, «Θέρμη, Σίνδος. Ανασκαφικές παρατηρήσεις στα δύο νεκροταφεία της περιοχής», ΑΕΜΘ 2, Μοσχονησιώτη 2004: Σ. Μοσχονησιώτη, «Εγχώρια διακοσμημένη κεραμική από το νεκροταφείο της αρχαίας Μένδης», στο: Ν.Χ. Σταμπολίδης Α. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα,

161 Μοσχονησιώτη 2012: Σ.Ε. Μοσχονησιώτη, Το εργαστήριο γραπτής κεραμικής της Μένδης από τον 8 ο έως τον 5 ο αι. π.χ., (αδημ. διδ, διατρ. στο Ε.Κ.Π.Α.), Αθήνα. Μοσχονησιώτη Πεντέδεκα Κυριατζή Μέξη 2005: Σ. Μοσχονησιώτη Α. Πεντέδεκα Ε. Κυριατζή Μ. Μέξη, «Πετρογραφικές αναλύσεις γεωμετρικής και πρώιμης αρχαϊκής κεραμικής από το νεκροταφείο της αρχαίας Μένδης. Μερικές σκέψεις για την παραγωγή και διακίνηση κεραμικής στην κεντρική Μακεδονία», ΑΕΜΘ 19, Mountjoy 1998: P. Mountjoy, Μυκηναϊκή γραπτή κεραμική. Οδηγός ταύτισης, Αθήνα. Μπέσιος 1996: M. Μπέσιος, «Νεκροταφεία Πύδνας», ΑΕΜΘ 10 Α, Μπέσιος κ.α. 2004: Μ. Μπέσιος Α. Αθανασιάδου Ε. Γεροφωκά Μ. Χριστάκου- Τόλια, «Ανασκαφή Μεθώνης», ΑΕΜΘ 18, Μπέσιος 2012: Μ. Μπέσιος «H ανασκαφή του Υπογείου», στο: Γ. Ζ. Τζιφόπουλος (επιμ.) Μεθώνη Πιερίας Ι: Eπιγραφές χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το «Υπόγειο» της Μεθώνης Πιερίας στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Μπιλούκα Βασιλείου Γραικός 2000: Α. Μπιλούκα Σπ. Βασιλείου Ι. Γραικός, «Αρχαιολογικές μαρτυρίες από την Ν. Καλλικράτεια Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 14, Μπιλούκα 2001: Α. Μπιλούκα, «Νέα Καλλικράτεια», ΑΔ 56-59, Χρονικά Β3α, Μπιλούκα Γραικός Κλαγκά 2004: Α. Μπιλούκα Ι. Γραικός Π. Κλάγκα, «Νέα Καλλικράτεια 2004: Η ανασκαφική έρευνα στο νεκροταφείο του αρχαίου οικισμού», ΑΕΜΘ 18, Μπιλούκα Γραικός Κλαγκά 2005: Α. Μπιλούκα Ι. Γραικός Π. Κλάγκα, «Νέα Καλλικράτεια 2005: Η ανασκαφική έρευνα στο ανατολικό νεκροταφείο του αρχαίου οικισμού», ΑΕΜΘ 19, Μυλωνάς 1975: Γ. Ε. Μυλωνάς, Το δυτικόν νεκροταφείον της Ελευσίνας Β, Αθήνα. Νικολαΐδου- Πατέρα 1987: Μ. Νικολαΐδου- Πατέρα, «Πρώτα μηνύματα από μια πόλη της Πιερίδας κοιλάδας», ΑΕΜΘ 1, Παντή 2005: A. Παντή, «Κεραμική των εργαστηρίων του βορειοελλαδικού χώρου από το νεκροταφείο της αρχαίας Ακάνθου», ΑΕΜΘ 2005, Παντή 2008: Α. Παντή, Τοπική κεραμική από τη Χαλκιδική και το μυχό του Θερμαϊκού κόλπου (Άκανθος, Καραμπουρνάκι, Σίνδος), (αδημ. διδ, διατρ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Παντή 2012: Α. Παντή, «Έθιμα ταφής στον Θερμαϊκό κόλπο και στη Χαλκδική κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους», στο: Μ. Τιβέριος Π. Νίγδελης Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.), ΘΡΕΠΤΗΡΙΑ. Μελέτες για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Παππά 1993:M. Παππά, «Βεργίνα. Το νεκροταφείο των τύμβων», στο: Ελληνικός Πολιτισμός - Μακεδονία, το Βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου,

162 Παππά 1998: Μ. Παππά, «Η Χαλκιδική κατά τους προϊστορικούς χρόνους», στο: Ιστορία της Χαλκιδικής, Παπαοικονόμου : Ν. Παπαοικονόμου, Ο σκύλος και η γάτα ως εικονογραφικό θέμα στην αγγειογραφία των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Παρλαμά 1984: Λ. Παρλαμά, Η Σκύρος στην Εποχή του Χαλκού (αδημ. διδ. διατρ. στο Ε.Κ.Π.Α.), Αθήνα. Πάτης 2010: Δ. Πάτης, Κεραμικά ευρήματα από την τράπεζα της Γκόνας. Η πρώιμη Εποχή Σιδήρου (αδημ. μτπτ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Πέτσας 1974: Φ. Πέτσας, «Χρονικά Αρχαιολογικά », Μακεδονικά 14, 1974, Πρέκα 1988: Κ. Πρέκα, «Ανθρωπολογική προσέγγιση ταφικών ευρημάτων Κέρκυρας», Ανθρωπολογικά Ανάλεκτα 49 (1987), Ρουκά 2011: Ε. Ρουκά, Χαλκιδικιώτικη κεραμική από τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι (αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Ρωμιοπούλου 1964: Α. Ρωμιοπούλου, «Αρχαιότητες και Μνημεία Ανατολ. Μακεδονίας και Θράκης, Άβδηρα», ΑΔ 19, Χρονικά Β3, Ρωμιοπούλου 1975: Α. Ρωμιοπούλου, «Αρχαιότητες και Μνημεία Κεντρικής Μακεδονίας, Άβδηρα», ΑΔ 30, Χρονικά Β2, Ρωμιοπούλου 1977: A. Ρωμιοπούλου, «Αρχαιότητες και μνημεία κεντρικής Μακεδονίας. Νομός Χαλκιδικής», ΑΔ 32, Χρονικά Β2, 204. Ρωμιοπούλου 1984: A. Ρωμιοπούλου, ΑΔ 39, Χρονικά Β2, Ρωμιοπούλου 2012: Α. Ρωμιοπούλου, «Νεκροταφείο αυτοχθόνων και αποίκων στην παραλία «Αϊ Γιάννης» Σιθωνίας (7 ος - 5 ος αι. π.χ) και ίχνη οικισμού στο νησί Καστρί: η κεραμική», στο: Μ. Τιβέριος Β. Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Ε. Μανακίδου Α. Αρβανιτάκη (επιμ.), Η κεραμική της αρχαϊκής εποχής στο βόρειο αιγαίο και την περιφέρεια του ( π.χ.). Πρακτικά Αρχαιολογικής Συνάντησης, Θεσσαλονίκη Μαΐου 2011, Θεσσαλονίκη, Σαββοπούλου 1987: Θ. Σαββοπούλου, «Ένα νεκροταφείο πρώιμης Εποχής Σιδήρου στο παλαιό Γυναικόκαστρο του Κιλκίς», ΑΕΜΘ 1, Σαββοπούλου 1988: Θ. Σαββοπούλου, «Νέα στοιχεία από το νεκροταφείο του Παλαιού Γυναικόκαστρου», ΑΕΜΘ 2, Σαββοπούλου 1993/4: Θ. Σαββοπούλου, «Καραθοδωρέικα», ΑΕΜΘ 8, Σαββοπούλου 2001: Θ. Σαββοπούλου, «Παλαιό Γυναικόκαστρο. Το νεκροταφείο των «περιβόλων», στο: Ν. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Αθήνα,

163 Σαββοπούλου 2004: Θ Σαββοπούλου, «Η περιοχή του Αξιού στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου», στο: Ν. Σταμπολίδης Ν. Α. Γιαννικουρή (επιμ.) Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος, 1 4 Νοεμβρίου 2002, Aθήνα, Σακελλαρίου 1965: A. Σακελλαρίου, «Νέα Αγχίαλος», ΑΔ 20, Χρονικά, Σαριπανίδη 2013: Β. Σαριπανίδη, «Παράρτημα Β, Ορολογία: Aντιπροσωπευτικές κεραμικές κατηγορίες του Βορειοελλαδικού χώρου (πρώιμη Εποχή του Σιδήρου- Πρώιμος 5 ος αι. π.χ.)», στο: Π. Αδάμ- Βελένη Ε. Κεφαλίδου Δ. Τσιαφάκη (επιμ.), Κεραμικά εργαστήρια στο βορειοανατολικό Αιγαίο ( 8 ος αρχές 5 ου αι. π.χ.), Ημερίδα ΑΜΘ 2010, Θεσσαλονίκη, Σημαντώνη-Μπουρνιά 1998: E. Σημαντώνη-Μπουρνιά, «Πίθοι των ιστορικών χρόνων με εγχάρακτη διακόσμηση από την ΝΑ Κέα», στο: Λ. Γ. Μενδώνη Α. Ι. Μαζαράκης- Αινιάν (επιμ.), Κέα- Κύθνος: Ιστορία και Αρχαιολογία. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Κέα- Κύθνος, Ιουνίου 1994, Αθήνα, Σίνδος 1985: Ι. Βοκοτοπούλου Α. Δεσποίνη Μ. Τιβέριος Β. Μισαηλίδου, Σίνδος, Κατάλογος της Eκθέσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Αθήνα. Σισμανίδης 1986: Κ. Σισμανίδης, «Σάνη», ΑΔ 41, Χρονικά, Σκαρλατίδου 2010: Ε. Σκαρλατίδου, Το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων, Θεσσαλονίκη. Σκαρλατίδου Κωνσταντινίδου 2003: Ε. Σκαρλατίδου Ε. Κωνσταντινίδου, «Δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα στην τράπεζα Γκόνα Θεσσαλονίκης, Πρώτη παρουσίαση», ΑΕΜΘ 17, Σκαρλατίδου 1996: Ε. Σκαρλατίδου, ΑΔ 51, 1995, Χρονικά, Σκαρλατίδου 2010: Ε.Κ. Σκαρλατίδου, Το αρχαϊκό νεκροταφείο των Αβδήρων, Θεσσαλονίκη. Σκιαδάς 2009: Ν. Σκιαδάς, Γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από επιφανειακές έρευνες στο Καραμπουρνάκι. Η Συλλογή Τσάκου( αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Scheibler 1992: I. Scheibler (ελλ. μτφρ.), Eλληνική κεραμική. Παραγωγή, εμπόριο και χρήση των αρχαίων ελληνικών αγγείων, Αθήνα. Σουέρεφ 1992: Κ. Σουέρεφ, «Τούμπα Θεσσαλονίκης 1992: To ανασκαφικό έργο στην Τράπεζα», ΑΕΜΘ 6, Σπυρόπουλος 1971: Σπυρόπουλος, ΑΔ 26, Χρονικά Β2, 213. Σταμπολίδης 2001: Ν. Σταμπολίδης, «Οι ταφικές πυρές στην αρχαία Ελεύθερνα. Αφορμή για επανεξέταση», στο: Ν.Χ. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Συμποσίου, Ρόδος 29 Απριλίου -2 Μαϊου 1999, Αθήνα, Σωτηριάδης 1934: Γ. Σωτηριάδης, «Ανασκαφαί Μαραθώνος», ΠΑΕ 88,

164 Τζαναβάρη Λιούτας 1993: Κ. Τζαναβάρη Α. Λιούτας, «Τράπεζα Λεμπέτ. Μια πρώτη παρουσίαση», ΑΕΜΘ 7, Tιβέριος 1987: Μ. Τιβέριος, «Όστρακα από το Καραμπουρνάκι», ΑΕΜΘ 1, Τιβέριος 1989: Μ. Τιβέριος, «Από τη νησιώτικη κεραμική παραγωγή των αρχαϊκών χρόνων στο βορειοελλαδικό Χώρο», ΑΕΜΘ 3, Τιβέριος 1989α: Μ. Τιβέριος, «Όστρακα από τη Σάνη της Παλλήνης. Παρατηρήσεις στο εμπόριο των ελληνικών αγγείων και στον αποικισμό της Χαλκιδικής», Εγνατία 1, Τιβέριος 1990: Μ. Τιβέριος, «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου (Σίνδος) κατά το 1990», ΑΕΜΘ 4, Τιβέριος 1990 α: Μ. Τιβέριος, «Από τα απομεινάρια ενός προελληνικού ιερού περί τον Θερμαίον κόλπον», στο: Μνήμη Δ. Λαζαρίδη, πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη : Πρακτικά αρχαιολογικού συνεδρίου, Καβάλα 9-11 Μαίου 1986, Τιβέριος 1991: Μ. Τιβέριος, «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου (Σίνδος) κατά το 1991», ΑΕΜΘ 5, Τιβέριος 1992: Μ. Τιβέριος, «Ανασκαφή στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1992», ΑΕΜΘ 6, Τιβέριος : Μ. Τιβέριος, «Έξι χρόνια πανεπιστημιακών ανασκαφών στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης ( )», Εγνατία 5, Τιβέριος 1996: Μ. Τιβέριος, Αρχαία Αγγεία, Αθήνα. Τιβέριος 1996 α: Μ. Τιβέριος, «Επτά χρόνια ( ) αρχαιολογικών ερευνών στη διπλή τράπεζα Αγχιάλου-Σίνδου. Ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 10Α, Τιβέριος 2004: Μ. Τιβέριος, «Οι πανεπιστημιακές ανασκαφές στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης και η παρουσία των Φοινίκων στο βόρειο Αιγαίο», στο: Ν.Χ.Σταμπολίδης Α. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα. Τιβέριος 2009: Μ. Τιβέριος, «Η πανεπιστημιακή ανασκαφή στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης», στο: Π. Αδάμ-Βελένη Κ. Τζαναβάρη (επιμ.), 20 χρόνια: AEMΘ, Επετειακός τόμος, Τιβέριος 2009 α: Μ. Τιβέριος, «Η διπλή τράπεζα Αγχιάλου», στο: Π. Αδάμ-Βελένη Κ. Τζαναβάρη (επιμ.), 20 χρόνια: AEMΘ, Επετειακός τόμος, Τιβέριος 2012: Μ. Τιβέριος, «Ταξινόμηση ντόπιας κεραμικής στο μακεδονικό χώρο (κυρίως τον παραθαλάσσιο) κατά τους Υστερογεωμετρικούς και αρχαϊκούς χρόνους», στο: Μ. Τιβέριος Π. Νίγδελης Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.), ΘΡΕΠΤΗΡΙΑ. Μελέτες για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Τιβέριος Γιματζίδης 2000: Μ. Τιβέριος Σ. Γιματζίδης, «Ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 2000», ΑΕΜΘ 14,

165 Τιβέριος Γιματζίδης 2001: Μ. Τιβέριος Σ. Γιματζίδης, «Ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 2001», ΑΕΜΘ 15, Τιβέριος Γιματζίδης 2002: Μ. Τιβέριος Σ. Γιματζίδης, «Ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 2002», ΑΕΜΘ 16, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 1994:. M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1994: ο αρχαίος οικισμός», AEMΘ 8, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2001: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2001: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 15, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2002: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2002: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 16, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Πανεπιστημιακές ανασκαφές στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, », Εγνατία 7, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2003α: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2003: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 17, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2004: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2004: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 18, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2005: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2005: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 19, Τιβέριος Μανακίδου Τσιαφάκη 2006: M. Τιβέριος Ε. Μανακίδου Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2006: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 20, Τιβέριος Καθάριου Λαχανίδου Oettli 1995: Μ. Τιβέριος Κ. Καθάριου Κ. Λαχανίδου Μ. Oettli, «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1995», ΑΕΜΘ 9, Τιβέριος Παντή Σέρογλου Αβραμίδου Λαχανίδου Oettli Καϊτελίδης 1997: Μ. Τιβέριος Α. Παντή Φ. Σέρογλου Α. Αβραμίδου Κ. Λαχανίδου Μ. Oettli K. Kαϊτελίδης, «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1997», ΑΕΜΘ 11, Τρακατέλλη 2009: A. A. Tρακατέλλη, Η κατηγορία των λεγόμενων ψευδοκυπριακών αμφορέων, Συμβολή στη μελέτη της πρωιμής ελληνιστικής κεραμικής (αδημ. διδ. διατρ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. 162

166 Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1987: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Αρχαία Άκανθος: Πόλη και νεκροταφείο», ΑΕΜΘ 1, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1988: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου «Ανασκαφή στον Αϊ- Γιάννη Νικήτης», ΑΕΜΘ 2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1989: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 44, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1990: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 45, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1991: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 46 Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1992: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 47, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1993: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Από τις ανασκαφές της Ανατολικής Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 7, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1994: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 49, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1995: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 50, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου 1996α: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Αρχαία Άκανθος: », ΑΕΜΘ 10 α, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1998: Ε. Τρακοσοπούλου, Άκανθος. Κεραμική από το αρχαϊκό νεκροταφείο,(μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1998: Ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 53, Β 2, Χρονικά, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1998β: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Αρχαία Άκανθος», στο: Α. Ν. Μπαλκάς (επιμ), Άνδρος και Χαλκιδική, Ανδριακά Χρονικά 29, Πρακτικά συμποσίου, Άνδρος, 23 Αυγούστου 1997, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1999: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 54, Χρονικά Β2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 1999α: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Aπό την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής Ακάνθου», στο: Αρχαία Μακεδονία VI/2, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2000: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 55, Χρονικά Β2,

167 Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2001: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ ( ), Χρονικά Β3α, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2001: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Καύσεις νεκρών στην Άκανθο», στο: Ν.Χ. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Συμποσίου, Ρόδος 29 Απριλίου -2 Μαϊου 1999, Αθήνα, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2002: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ ( ), Χρονικά Β3α, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2003: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ ( ), Χρονικά Β3α, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2004: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «To ανασκαφικό έργο της χρονιάς του 2004», ΑΕΜΘ 18, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2004 α: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Η Άκανθος στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου», στο: Ν.Χ.Σταμπολίδης Α. Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα, Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου 2005: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Ιερισσός», ΑΔ 60, Χρονικά Β'2, Tρακοσοπούλου-Σαλακίδου 2013: Ε. Τρακοσοπούλου- Σαλακίδου, «Tοπική κεραμική από το νεκροταφείο της πρωτοϊστορικής Ακάνθου», στο: Π. Αδάμ- Βελένη Ε. Κεφαλίδου Δ. Τσιαφάκη (επιμ.), Κεραμικά εργαστήρια στο βορειοανατολικό Αιγαίο ( 8 ος αρχές 5 ου αι. π.χ.), Ημερίδα ΑΜΘ 2010, Θεσσαλονίκη, Τριαντάφυλλος 1973: Δ. Τριαντάφυλλος, ΑΔ 28, Χρονικά Β2, Τσιγαρίδα 2003: Ε. Τσιγαρίδα, «Νέα Σκιώνη», ΑΔ 56-59, Χρονικά Β3α, Τσιγαρίδα Μανταζή 2003: Ε. Μπ. Τσιγαρίδα Δ. Μανταζή, «Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Νέας Σκιώνης Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 17, Τσιγαρίδα Νασιώκα Νατσικόπουλος 2010: Μ. Τσιγαρίδα Ο. Νασιώκα Κ. Νατσικόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα εργαστήρια της κεραμικής της αρχαίας Ακάνθου», ΑΕΜΘ 24, Τσιποπούλου 1985: M. Tσιποπούλου, «Κυπριακά στοιχεία στη γεωμετρική και ανατολίζουσα κεραμική της Ανατολικής Κρήτης», Αrchaeologia Cypria I, Φίλης 2011: Κ. Φίλης, Εμπορικοί αμφορείς από την αρχαία Άκανθο και το τοπικό εργαστήριο, (αδημ. διδ. διατρ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Χαβέλα 2012: Κ. Χαβέλα, «Τα ταφικά έθιμα ως δείκτης διακοινοτικών και διαπολιτισμικών επαφών στο χώρο της κεντρικής Μακεδονίας κατά την Εποχή του Σιδήρου», στο: Ν. Χ. Σταμπολίδης Α. Κάντα Α. Γιαννικουρή (επιμ.), ΑΘΑΝΑΣΙΑ. Ο Άνω, ο Υπεράνω και ο Κάτω 164

168 Κόσμος στη Μεσόγειο της ύστερης Εποχής του Χαλκού και της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο, Ρόδος Μαϊου 2009, Ηράκλειο, Χαβέλα 2013: Κ. Χαβέλα, «Τοπική γραπτη κεραμική του 6 ου αι. π.χ. από την Τούμπα Θσσαλονίκης», στο: Π. Αδάμ- Βελένη Ε. Κεφαλίδου Δ. Τσιαφάκη (επιμ.), Κεραμικά εργαστήρια στο βορειοανατολικό Αιγαίο ( 8 ος αρχές 5 ου αι. π.χ.), Ημερίδα ΑΜΘ 2010, Θεσσαλονίκη, Χατζής 2008: N. Xατζής, Κεραμική γεωμετρικών χρόνων από τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι (αδημ. μτπχ. εργ. στο Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη. Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1992: Α. Χρυσοστόμου Π. Χρυσοστόμου, «Συστηματική ανασκαφή της Τούμπας του Αρχοντικού των Γιαννιτσών», ΑΕΜΘ 6, Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1993: Α. Χρυσοστόμου Π. Χρυσοστόμου, «Ανασκαφή στην τράπεζα του Αρχοντικού Γιαννιτσών το 1993, Τομέας ΙV», AEΜΘ 7, Χρυσοστόμου Χρυσοστόμου 1994: Α. Χρυσοστόμου Π. Χρυσοστόμου, «Ανασκαφή στην τράπεζα του Αρχοντικού Γιαννιτσών κατά το 1994», ΑΕΜΘ 8, Χαραλαμπίδου 2008: Ξ. Χαραλαμπίδου, Ωρωπός και Εύβοια κατά την αρχαϊκή εποχή (700 π.χ.- αρχές του 5 ου αι. π.χ.), Η μελέτη της τροχήλατης κεραμικής και των στρωματογραφικών δεδομένων από τον Ωρωπό (αδημ. διδ. διατ. στο E.K.Π.Α.), Αθήνα. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Abramov 2002: Α.P. Abramov, Tipologija I chronologija amfor o Chios, Drevnosti Bospora 5, Agora VIII: E. T. H. Brann, Late Geometric and protoattic pottery, Agora VIII, Princeton Agora XII: B.A. Sparkes I. Talcott, Black and plain pottery of the 6 th, 5 th and 4 th centuries B.C., Athenian Agora XII, Princeton, New Jersey Agora XXIII: M. B. Moore M. Z. P. Phillipides, Attic black- figured pottery, Agora XXIII, Princeton Alexandrescu 1978: P. Alexandrescu, «La cèramique de Gréce l Εst dans les cités pontiques», στο: Les cèramiques de la Gréce de l Est et leur Diffusion a l Occident. Colleque international. Centre Jean Berard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976, Paris- Νaples, Alt-Smyrna I: E. Akurgal, Alt-Smyrna I, Wohnschichten und Athenatempel, Ankara Anderson 1954: J. K. Anderson, Excavation on the Kofina Ridge, Chios, BSA 49, Andriomenou 1980: A. Andriomenou, Ausgewählte geometrische Keramik aus Eretria, στο: H. A. Cahn E. Simon (επιμ.), Τainia. Roland Hampe zum 70. Geburtstag am 2 Dezember 1978 dargebracht von Mitarbeiten, Schülern und Freunden, Mainz,

169 Andriomenou 1984 : A. Andriomenou, Skyphoi de l atelier de Chalcis (fin Xe-fin VIIIe s. av. J. C.), BCH 108, Andriomenou 1985: A. Andriomenou, Keramik aus Eretria im Stil: A. Von Attisch Mittelgeometrisch II. B. Von Euboisch Subprotogeometrisch III, AM 100, Asine II: B. Wells, Asine II. Results of the Excavations East of the Acropolis Fasc. 4. The Protogeometric Period, Part 2. An Analysis of the Settlement, Stockholm. Aslan 2011: C.C. Aslan, A place of burning: Hero and ancestor cult at Troy, Hesperia 80, 2011, Aytaçlar 2004: N. Aytaçlar, The Early Iron Age at Klazomenai, στο: A. Μoustaka Ε. Skarlatidou Μ. C. Tzanes Y. Ersoy (επιμ.), Κlazomenai Teos and Abdera: Proccedings of the International Symposium held at the Archaeological Museum of Abdera, Abdera October 2001, Thessaloniki, Barde 1998: L. Barde, Late Bronze and Iron Age Imported Pottery from the Archaeological Excavations of Urban Beirut, στο: Ν. Stambolidis (επιμ.) Εastern Mediterranean, Cyprus, Dodecanese, Crete 1 6 th - 6 th cent. B.C. Proccedings of the International Symposium held at Rethymnon- Crete in May 1997, Aθήνα, 83 κ.ε. Basch 1987: L. Basch, Le musèe imaginaire de la marine antique, Athens: Institute Hellènique pour la prèservation de la tradition nautique. Beazley 1956: J. D. Beazley, Attic Black- figure Vases-painters, Oxford. Benson 1956: J. L. Benson, Spirally Fluted Columns in Cyprus, AJA 60, Benson 1970: J. L. Benson, Horse, Bird and Men, Amherst. Benton 1961: S. Benton, Cattle, Egrets and Bustards in Greek Art, JHS 81, Bernbeck Pollock 2003 : R. Bernbeck S. Pollock, Fistikli Hoyük , The biography of an Early Halaf Village, IstMitt. 53, 9 κ.ε. Betancourt 1985: P. P. Betancourt, The History of Minoan Pottery, Princeton. Bîrzescu 2005: I. Bîrzesku, Die Handelsamphoren de «Lesbos Rot» -serie in Istros, AM 120, Bîrzescu 2009: I. Bîrzesku, Drei Typen archaischer Reifenamphoren aus Milet, AA, Βlandin 2007: Β. Βlandin, «À propos des sépultures en vase d Érétrie», στο: Mazarakis- Αinian (επιμ.), Οropos and Euboea in the Early Iron Age, Acts of International Round Tamble, University of Thessaly (June 18-20, 2004), Blandin 2010: B. Blandin, «Les enfants et la mort en Eubée au début de l Âge du Fer», στο: A.M. Guimier-Sorbets Y. Morizot (επιμ.), Les enfants et la mort dans l Antiquité Ι: Nouvelles recherchés dans les nécropoles grecques. Le singalement des tombes d enfants, 166

170 Αctes de la table ronde internationale organisèe à Ècole française d Athènes, mai 2008, Travaux de la Maison Renè Ginouvè 12, De Boccard, Paris, Blegen 1921: C. Blegen, Korakou. A prehistoric Settlement near Corinth, ASCS Boston and N. York. Blegen κ.α. 1958: C.W. Blegen C.G. Boulter J.L. Caskey M. Rawson, Troy. Settlements VIIa, VIIb and VIII, Princeton. Blondè κ.α. 1992: F. Blondé J.Y. Perreault C. Péristéri, «Un Atelier de Potier Archaїque à Phari (Thasos)», στο: F. Blondé J.Y. Perreault (επιμ.), Les Ateliers de Potiers dans le Monde Grec aux époques géométrique, archaïque et classique. Actes de la Table Ronde organisée à l École française d Athènes, 2 et 3 octobre BCH 23, Boardman 1952: J. Boardman, Pottery from Eretria, BSA 47, Boardman 1957: J. Boardman, Early Euboean Pottery and History, BSA 52, Boardman 1960: J. Boardman, Protogeometric graves at Aghios Ioannis near Knossos (Knossos Survey 3), BSA 55, Boardman 1966: J. Boardman, Attic Geometric Vases Scenes: Old and New, JHS, 86, 1-5. Boardman 1967: J. Boardman, Excavations in Chios Greek Emporio, BSA 6, Oxford. Boardman 1996: J. Boardman, Euboeans overseas: a question of identity, στο: D. Evely I.S. Lemos S. Sherratt (επιμ.), Minautor and Centaur. Studies in the archaeology of Crete and Euboea presented to M.R. Popham. BARInternat. Series 638, Oxford, Boardman Price 1979/80: J. Boardman M. J. Price, The Late Geometric Pottery, στο: M.R. Popham L.H. Sackett P.G. Themelis (επιμ.), Lefkandi I. The Iron Age Settlement. BSA 11, Πίνακες, (London1979), Κείμενο (London 1980), Boehlau Schefold 1942: J. Boehlau K. Schefold, Larisa am Hermos: Die Ergebnisse der Ausgrabungen , Bd. 3: Die Kleinfunde, Berlin: Walter de Gruyter. Bohen 1988: B. Bohen, Kerameikos XIII. Die geometrischen Pyxiden, Berlin, New York. Bouzek 1985: J. Bouzek, The Aegean, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations in the Second Millenium B.C., SIMA XXIX, Gothenburg and Prague. Bouzek 2000: J. Bouzek, Makedonische Bronzen in Italien, στο: F. Krinzinger (επιμ.), Die Ägäis und das westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr. Akten des Symposions, Wien 1999, Wien, Bozkova 2002: A. Bozkova, Pottery with geometric decoration and Related Wares, στο: P. Delev D. Vulceva (επιμ.), Koprivlen 1. Rescue Archaeological Investigations along the Gotse Deltchev-Drama Road, , Sofia, Brock 1957: J. K. Brock, Fortetsa, Early Greek Tombs Near Knossos, Cambridge. 167

171 Brommer 1979: F. Brommer, Ein ostgriechischer Skyphos, στο: A. Cambitoglou (επιμ.), Studies in Honour of Arthur Dale Trendall, Sydney, Brouskari 1980: M. Brouskari, A Dark Age cemetery in Erechteion Street, Athens, BSA 75, Buschor 1929: E. Buschor, Kykladisches, AM 54, Cambitoglou Papadopoulos 1993: A. Cambitolgou J.K. Papadopoulos, The earliest Mycenaens in Macedonia, στο: C. W. Zerner P. Zerner J. Winder (επιμ.), Wace and Blegen Pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age. Proccedings of the international conference held at the American School of Classical Studies, Athens, 2-3 December 1989, Amsterdam, Canciani 1965: F. Canciani, Böotische Vasen aus dem 8. Und 7. Jahrhundert, JdI 80, Carington- Smith 2000: J. Carington-Smith, Τhe cooking vessels of Koukos, Sykia, στο: Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.), MYΡΤΟΣ: Τιμητικός τόμος στη μνήμη της Ι. Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη, Carington - Smith 2003: J. Carington-Smith, Echoes of a Mycenean Past at Koukos, Sykia, στο: N. Κυπαρρίση-Αποστολίκα M. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Β Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία 1999 / 2nd International Interdisciplinary Colloquium The Periphery of the Mycenaean World, Λαμία Πρακτικά, Αθήνα, Carlson 2004: D. N. Carlson, Cargo in Context: The morphology, stamping and origins of the amphoras from Fifth-century B.C. Ionian shipwreck, (αδημ. διδ. διατρ. University of Texas), Τexas. Carter 1972: J. Carter, The beginning of Narrative Art in the Greek Geometric period, BSA 67, Catling 1998: H. Catling, The typology of the Protogeometric and Subprotogeometric Pottery from Troia and its Aegean context, Stud. Troica 8, Clara Rhodos III: G. Jacobi, Scavi nella necropoli di Jalisso, , Clara Rhodos III, Rhodes. Coldstream 1968: J. N. Coldstream, Greek Geometric Pottery, A survey of ten local styles and their chronology, London. Coldstream 1982: J. N. Coldstream, Some Problems of Eighth-century Pottery in the West, seen from the Greek angle, στο: La céramique grecque ou de tradition grecque au VIIIe siècle en Italie centrale et méridionale. Cahiers du Centre Jean Bérard, III, Naples, Coldstream 1994α: J. N. Coldstream, Urns with Lids: The Visible Face of the Knossian Dark Age, στο: Εvely, D., κ.α. (επιμ.), Κnossos, A Labyrinth of History, Papers presented in Honour of Sinclair Hood, Athens,

172 Coldstream 1994 β: J. N. Coldstream, Warriors, Chariots, Dogs and Lions: A new attic Geometric Amphora, BICS 39, Coldstream Sackett 1978: J. N. Coldstream L. H. Sackett, Knossos: Two deposits of orientalizing pottery, BSA 73, Cook : J. M. Cook, Protoattic Pottery, BSA 35, Cook 1950: J. M. Cook, Archaeology in Greece , JHS 70, Cook : J. M. Cook, Old Smyrna , BSA 53-54, Cook 1965: J. M. Cook, On the date of Alyattes sack of Smyrna, BSA 80, Cook 1952: R. M. Cook, A list of Clazomenian Pottery, BSA 47, Cook 1981: R. M. Cook, Clazomenian Sarcophagi, Mainz. Cook Dupont 1998: R. M. Cook P. Dupont, East Greek Pottery, Routledge Readings in Classical Archaeology Studies, London and New York. Corinth VII, part II: D. A. Amyx P. Lawrence, Corinth VII2, Archaic Corinthian Pottery and the Analpoga Well, Princeton Corinth XV, part III: A. N. Stilweil J. L. Benson, Corinth XV, part III, The Potter s Quarter. The pottery, Princeton Coulson 1986: W. D. E., The Dark Age Pottery of Messenia, Athens. Coulson 1991: W. D. E. Coulson, The Protogeometric from Polis reconsidered, BSA 86, Courbin 1990: P. Courbin, «Fragments d amphores protogéométriques grecques à Bassit», στο: P. Matthiae M. van Loon H. Weiss (επιμ.), Resurrecting the Past. Festschr. A. Bounni, Istanbul, Courbin 1993: P. Courbin, «Fragments d amphores protogéométriques grecques à Bassit (Syrie)». Hesperia 62, Crielaard 2007: J. P. Crielaard, Eretria s west cemetery revisited: Burial plots, social structure and settlement organization during the 8 th and 7 th centuries B.C., στο: Μazarakis- Ainian (επιμ.) Οropos and Euboea in the Early Iron Age, Acts of International Round Tamble, University of Thessaly (June 18-20, 2004), Cultrano 2004: M. Cultraro, The Northern Aegean in the Early Iron Age: An Assessment of the Present Picture, στο: N. Κ. Σταμπολίδης A. Γιαννικουρή (επιμ..), Το Αιγαίο στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος, 1 4 Νοεμβρίου 2002, Aθήνα, Cummer 1976: W. W. Cummer, Iron Age Pottery from Akalan, IstMitt 26,

173 Cuttle : W.L. Cuttle, Report on Excavations at the Toumba and Tables of Vardaróftsa, Macedonia, 1925, 1926, II, ΒSA 28, Deger-Jalkotzy 1999: S. Deger- Jalkotzy, Elateia and Problems of Pottery Chronology, στο: The Mycenaean Periphery, Papers presented at the Lamia Symposium, September 1994, Lamia, Delos XV: Ch. Dugas C. Rhomaios, Les vases préhelléniques et géométriques, Dèlos XV, Paris Delos XVII: Ch. Dugas, Les vases orientalisants de style non mèlien, Dèlos, Paris Desborough 1964: V.R.d A. Desborough, The Last Mycenaeans and Their Successors, An Archaeological Survey, c , Oxford. Desborough Dickinson : V.R.d A. Desborough O.T.P.K. Dickinson, The Protogeometric and Sub-Protogeometric Pottery, στο: M.R. Popham L.H. Sackett P.G. Themelis (επιμ.), Lefkandi I. The Iron Age Settlement. ΒSA. 11, Πίνακες (London 1979), Κείμενο (London 1980), Di Sandro 1986: N. di Sandro, Le anfore arcaiche dallo scarico Gosetti, Pithecusa. Cahiers des amphores archaïques et classiques, 2. Cahiers du Centre Jean Bérard, 12, Neapel. Dupont 2003: P. Dupont, Archaic East Greek trade amphoras, στο: R. M. Cook P. Dupont (επιμ.), East Greek pottery, Routledge Readings in Classical Archaeology Studies, London and New York, Dusenbery 1998: E. B. Dusenbery, Samothrace, The Nekropoleis, Catalogues of objects by categories, Princeton. Desborough 1952: V.R.d A. Desborough, Protogeometric pottery, Oxford. Desborough 1972: V.R.d A. Desborough, The Greek Dark Ages, London. Eretria VIII: P. Ducrey I. Mertzer K. Reber, Eretria VIII- Le Quartier de la Maison aux mosaiques, Lausanne Eretria XVII: B. Blandin, Les pratiques funéraires d époque géométrique à Érétrie : Espace des vivants, demeures des morts, Eretria XVII, Colion Eretria XX: S. Verdan A. Kenzelmann- Pfyffer C. Lèderrey, Cèramique géométrique d Érètrie, Eretria XX, Gollion Felten κ.α. 2006: F. Felten C. Reinholdt E. Pollhammer R. Smetana, Ägina-Kolonna 2005, Vorbericht über die Grabungen des Instituts für Klassische Archäologie der Universität Salzburg, Öjh, Furumark 1972: A. Furumark, Μycenaen pottery, Vol. 1: Analysis and classification, Skrifter utgivna av Svenska Institutet i Athen, 4o, xx: 1, Reprint of the 1941, Stockholm and Lund: Svenska Institutet i Athen. 170

174 Gauer 1975: W. Gauer, Die Tongefässe aus dem Brunnen unterm Stadion-nordwall und in südost- Gebiet, OlForsch 8, Grace 1953: V. Grace, Wine jars, στο: C. Boulter (επιμ.), Pottery of the mid-fifth century from a well in Athenian Agora, Hesperia 22, Grace 1979: V. Grace, Amphoras and the ancient wine trade, Princeton. Grandjean Salviat 2000: Y. Grandjean F. Salviat (επιμ.), Guide de Thasos, Paris. Giannopoulou 2010: M. Giannopoulou, Pithoi: Technology and History of Storage Vessels Through the Ages, BAR-IS 2140, Oxford. Gimatzidis 2010: S. Gimatzidis, Die Stadt Sindos: eine Siedlung von der späten Bronze- bis zur klassischen Zeit am Thermaischen Golf in Makedonien, Prähistorische Archäologie in Südosteuropa Rahden/ Westf. Gimatzidis 2011: S. Gimatzidis, The northwest Aegean in the Early Iron Age, στo A. Mazarakis (επιμ.), Τhe Dark Ages revisited. An International Conference in memory of D. E. William Coulson, Volos, June 2007, Volos, Goldman 1931: H. Goldman, Excavations at Eutresis in Boeotia, Cambridge Mass. Gras 1987: M. Gras, «Amphores commerciales et histoire archaϊque», DdA5 2, Günter-Bucholz 1968: H. Günter-Bucholz, Östliche herkunft eines griechischgeometrischen Gefässdetails, JdI 83, Güngör 2004: Ü Güngör, The History of Klazomenai in the Fifth Century and the Settlement on the Island, στο: A. Μoustaka Ε. Skarlatidou Μ. C. Tzanes Y. Ersoy (επιμ.), Κlazomenai Teos and Abdera: Proccedings of the International Symposium held at the Archaeological Museum of Abdera, Abdera October 2001, Thessaloniki, Hanfmann 1956: G. M. A. Hanfmann, On some eastern greek wares found at Tarsus, στο: The Aegean and the Near East, Studies presented to Hetty Goldman, on the occasion of her seventy-fifth birthday, New York, Hänsel 1979: Β. Ηänsel, Ergebnisse der Grabungen bei Kastanas in Zentral Makedonien, , JRGZM 26. Hänsel 1982: B. Ηänsel, Siedlungskontinuität im spätbronzezeitlichen und früheisenzeitlichen Nordgriechenland, στο: Thracia Praehistorica. Suppl. Pulpudeva 3. Semaines philippopolitaines de l histoire de la culture thrace, Plodiv, 4 9 octobre 1978, Sofia, Hänsel 1989: B. Ηänsel, Kastanas, Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze- und Eisenzeit Makedoniens Die Grabung und der Baubefund. Prähist. Arch. Südosteuropa 7, Berlin. Heurtley Skeat : W.A. Heurtley T.C. Skeat, The Tholos Thombs of Marmariane, BSA 31, 1930/31,

175 Heurtley Lorimer : W.A. Heurtley H.L. Lorimer, Excavations in Ithaca, I, BSA 33, 1932/33, Heurtley Robertson 1948: W.A. Heurtley M. Robertson, Excavations in Ithaca, V: The Geometric and Later Finds from Aetos, BSA 43, Heurtley Hutchinson : W.A. Heurtley R.W. Hutchinson, Report on Excavations at the Toumba and Tables of Vardaróftsa, Macedonia, 1925, 1926, BSA 27, Heurtley 1939: W.A. Heurtley, Prehistoric Macedonia. An Archaeological Reconnaissance of Greek Macedonia (West of the Struma) in the Neolithic, Bronze, and Iron Ages, Cambridge. Hochstetter 1984: A. Hochstetter, Kastanas. Ausgrabungen in einem Siedungsbügel der Bronze- und Eisenzeit Makedoniens Die bandgemachte Keramik, Schichten 19 bis 1. Prähistorische Archäologie in Südosteuropa 3. Berlin: Verlagg Volker Spiess, Berlin. Hood 1982: S. Hood, Excavations in Chios , Prehistoric Emporio and Ayio Gala II, London. Hood 1986: M. S. F. Hood, Mycenaeneans in Chios. Chios. A conference at the Homereion in Chios 1984, Isler 1978: H. P. Isler, Samos: La ceramica arcaica, στο: Les céramiques de la Grèce de Est et leur diffusion en Occident, Centre Jean Bérard. Institut Français de Naples, 6 9 Juillet 1976, Paris, Jacob- Felsch 1987: Μ. Jacob-Felsch, Βericht zur spätmykenischen und sudmykenischen Keramik, στο: R. C. S. Felsch (επιμ.), Κalapodi, Bericht über die Grabungen im Heiligtum der Artemis Elaphebolos und des Apollon von Hyampolis , AA, Jacobstahl Neuffer 1933: P. Jacobstahl J. Neuffer, «Gallia Graeca, Recerches sur l hellènisation de la Provence», Prèhistoire 2, Johansen 1923: F. K. Johansen, Les Vases Sicyoniens, Paris/ Copenhangen. Johston Jones 1978: A. W. Johston R.E. Jones, The SOS amphora, BSA 73, Jones 1986: R.E. Jones, Greek and Cypriot pottery, Athens. Jung 2002: R. Jung, Kastanas, Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze- und Eisenzeit Makedoniens , Die Drehscheibenkeramik der Schichten 19 bis 11, Kiel. Jully 1977: J. J. Jully, «Vases stamnoides de type grec archaϊque», MonPiot 61, Caan 2003: I. Caan, Aiolische orientalisierende Keramik, Instanbul. Karageorghis 1963: CVA Cyprus Fasc. 1, Cyprus Museum, Fasc. 1, Nicosia: Union acadèmique internationale. 172

176 Karageorgis- des Gagniers 1974: Karageorgis- des Gagniers, Le céramique chypriote de style figuré, âge du fer ( av. J C), Roma. Kerameikos VI.2: K. Κübler, Kerameikos VI 2, Die Nekropole des späten 8. Bis frühen 6 jahrhunderts, Berlin. Κerameikos ΙΧ : U. Knigge, Der Südhügel. Kerameikos IX, Berlin Kiriatzi κ.α. 1997: E. Kiriatzi St. Andreou S. Dimitriadis K. Kotsakis, Co-existing Traditions: Handmade and Wheelmade Pottery in Late Bronze Age Central Macedonia, στο: ΤΕΧΝΗ. Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 6th International Aegean Conference/6th Rencontre égéenne internationale, Philadelphia, Temple University, April Aegaeum 16, Liège, Koehler 1978: C. G. Koehler, Evidence around the Mediterranean for the Corintian Export of Wine and Oil, στο: J. Barto Arnold, III (επιμ.), Βeneath the Waters of Time: The Proccedings of the Ninth Conference on Underwater Archaeology, Texas Antiquities Committee Publication 6, Austin, Koehler 1981: C. G. Koehler, Corinthian Developments in the Study of Trade in the Fifth Century, Hesperia 50, Kourou 1998: Ν. Κοurou, Euboea and Naxos in the Late geometric period: The Gensola Style, στο: Μ. Bats B. d Agostino (επιμ.) Εuboica, L Eubea e la presenze Euboica in Chalkidica et in occidente, Napoli, Kraiker Kübler 1939: W. Kraiker K. Kübler, Kerameikos I. Die Nekropolen des 12. bis 10. Jahrhunderts, Berlin. Kraiker 1951: W. Kraiker, Aigina, Die Vasen des 10 bis 7. Jhs. v. Chr., Berlin. Kübler 1943: K. Kübler, Kerameikos: Ergebnisse der Ausgrabungen IV: Neufunde aus der Nekropole des 11. Und 10. Jahrhunders, Berlin: Walter de Gruyter. Lambrino 1938: Μ. F. Lambrino, Les Vases archaϊques d Histria, Bucurest. Lambrinoudakis 1983: V. Lambrinoudakis, «Les ateliers orientalisants de Naxos : perspectives pour l analyse archèomètrique de la céramique», στο: Les Cyclades. Matèriaux pour une étude de gèographie historique, Paris. Lamb and Brock : W. Lamb, Excavations at Thermi, Lesbian Red and Grey Wares, BSA 31, Lamb : W. Lamb, Antissa, BSA 32, Larissa III: J. Boehlau K. Schefold, Larisa am Hermos III, Die Ergebnisse der Ausgrabungen III, Berlin Lazarov 1973: M. Lazarov, «Amphores antiques (VI-Ier s. av. N.ère) du littoral bulgare de la mer Noire», Bulletin du Musèe National de Varna 9,

177 Levi : D. Levi, Arcades- La necropoli, ASAtene 1Q-12, 1 κ.ε. Levi 1969: D. Levi, Early Hellenic Pottery of Crete, Princeton. Lefkandi I: M. R. Popham I. H. Sackett P. G. Themelis (επιμ.), Lefkandi I, The Iron Age, BSA 11, London Lefkandi II.1: R. W. V. Catling I. S. Lemos, Lefkandi II. The Protogeometric Building at Toumba part 1, The pottery, BSA Suppl. vol. 22, Oxford Lemos 1991: Α. Α. Lemos, Archaic Pottery of Chios. The Decorated Styles, Oxford. Lemos 2002: I. S. Lemos, The Protogeometric Aegean: the archaeology of the late eleventh and tenth centuries BC, Oxford. Lemos 2009: I. S. Lemos, Lefkandi in Euboea: Ricerce recent, στο: Kuma: Atti del quarantottesimo convegno di study sulla Magna Grecia, Taranto, 27/9-1/ 10/ Instituto per la Storia e l archeologia della Magna Grecia, Lentini 1992: M. C. Una secondo contributo sulla ceramica di Naxos: idrie ed anfore, BdA 71-73, Lenz 1997: D. Lenz, Karische Keramik im Martin von Wagner Museum, Würzburg, ÖJh 66, Martelli 1997: M Martelli, Un pentaglio macedone a Veio, στο: P. Bartoloni (επιμ.) Le necropoli arcaiche de Veio, Giornata di studio in memoria di Massimo Pallottino, Rom, Mazarakis- Ainian 1998: A. Mazarakis- Ainian, Oropos in the Early Iron Age, στο: Μ. Βats B. d Αgostino (επιμ.) Εuboica. I: Eubea e la presenze Euboica in Chalkidica et in occidente, Napoli, Mazarakis-Ainian 2010: Α. Mazarakis-Ainian, «Tombes d Enfants à l interieur d habitats au dèput de l Âges du Fer dans le Monde Grec», στο: A.M. Guimier-Sorbets Y. Morizot (επιμ.), Les enfants et la mort dans l Antiquitè Ι: Nouvelles recherchés dans les nécropoles grecques. Le singalement des tombes d enfants, Αctes de la table ronde internationale organisèe à Ècole française d Athènes, mai 2008, Travaux de la Maison Renè Ginouvè 12, De Boccard, Paris McDonald κ.α. 1983: W.A. McDonald W. D. E. Coulson J. Rosser, Excavations at Nichoria in southwest Greece III, Dark Age and Byzantine occupation. Minneapolis. Michalaki- Kollia 1988: M. Michalaki- Kollia, «Céramique incisée de tradition géométrique trouvèe dans l ile d Αstypalèe», στο: G. Papachristodoulou S. Dietz (επιμ.), Archaeology in the Dodecanese, Copenhagen, Mountjoy 1986: P. Mountjoy, Mycenean Decorated Pottery: A Guide to Identification, Stud. Mediterranean Arch. 73, Göteborg. Mountzoy 1999: P. A. Mountjoy, Troia VII reconsidered, Studia Troica 9,

178 Neeft 1987: C. W. Neeft, Protocorinthian Subgeometric Aryballoi, Allard Pierson Series 7, Amsterdam. Nicholls 1958/59: R. V. Nicholls, Old Smyrna: The Iron Age fortifications and associated remains on the city perimeter, BSA 53-54, Oettli 1994: M. Oettli, Importierte Handelsamphoren archaischer und klassischer Zeit von der doppelten Trapeza von Achialos in der Nähe des heutigen Sindos, Lizentiatsarbeit vorgelegt der Philosophisch-Historischen Fakultät der Universität Basel, Basel. Oldenburg Rohweder 1981: E. Oldenburg J. Rohweder, The Excavation at Tall Daruk (Usnu?) and Arab al- Mulk (Paltos), Copenhangen. Olmos 1993: R. Olmos, Catalogo de los Vasos Griegos del Museo National de Bellas Artes de la Huelva, Madrid. Olynthus V: D. M. Robinson, Mosaics, Vases and Lamps of Olynthus found in 1928 and 1931, Excavations at Olynthus, Part V, London Olunthus XI: D.M. Robinson, Excavations at Olynthus XI, Necrolynthia. A study in Greek Burial Customs and Anthropology, Baltimore Olynthus XIII: D. M. Robinson, Vases Found in 1934 and 1938, Excavations at Olynthus, Part XIII, London Papadopoulos 1978/79: T. J. Papadopoulos, Mycenaen Achaea, 1-2, Studies in Mediterranean Arhceology 55:1-2, Göteborg and Lund. Papadopoulos 1987: J.K. Papadopoulos, The Early Iron Age cemetery on Terrace V at Torone, 3 vols, (διδ. διατρ. University of Sydney), Sydney. Papadopoulos 1989: J.K. Papadopoulos, An Early Iron Age Potter s Kiln at Torone, MeditArch 2, Papadopoulos 1990: J.K. Papadopoulos, Protogeometric birds from Torone, στο: J. P. Descoeudres (επιμ.), ΕΥΜΟΥΣΙΑ,. A. Campitoglou, Mediterranean Arch. Suppl. 1, Sydney, Papadopoulos 1996: J.K. Papadopoulos, Εuboians in Macedonia? A closer look, Oxford Journal of Archaeology 15 (2), Papadopoulos 1998: J.K. Papadopoulos, A bucket, by any other name and an Athenian stranger in Early Iron Age Crete, Hesperia 67, Papadopoulos 2001: S. Papadopoulos, The Thracian pottery of south-east Europe: A contribution to the discussion on the handmade pottery traditions of the historical period, BSA 96, Papadopoulos 2005: J.K. Papadopoulos, The early Iron Age cemetery at Torone, Monumenta Archaeologica 24, Los Angeles. 175

179 Paspalas 1995: St. Paspalas, The Late Archaic and Early Classical Pottery of the Chalkidike in its wider Aegean Context (αδημ. διδ. διατρ, University of Oxford), Oxford. Paspalas 2006: St. Paspalas, Persian Type Furniture in Macedonia: The Recognition and Transmission of Forms, AJA 104, Payne 1931: H. Payne, Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Oxford. Payne 1933: H. G. C. Payne, Protokorinthische Vasenmalerei, Berlin. Pelagatti 1990: P. Pelagatti, Ceramica laconica in Sicilia e a Lipari, στο: P. Pelagatti C. M. Stibbe (επιμ.), LAKONIKÀ: Ricerche e nuovi materiali di ceramica laconica. I-II, Supplementi al n. 64, Perachora II: H. Payne, Perachora, The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia, Excavations of the British School of Archaeology at Athens , II, Pottery, Ivories, Scarabs and Other Objects, Oxford Perdrizet 1908: P. Perdrizet, Fouilles de Delphes v.1: Monuments figurés, Petits bronzes, terres- cuites, antiquitès diverses, Paris. Perron 2010: M. Perron, «Koinè ionisante ou mobilitè artisanale? Regard sur les influences de la Crèce orientale en Macèdoine aux Vie et Ve siècles av. J. C.», στο: P. Rouillard (επιμ.), Portraits de migrants portraits de colons II, Actes de 6e colloque international de la Maison Renè Ginouvès, Colloques de la MAE 6, Paris, De Boccard, Petsas 1964: F.M. Petsas, The Multiple Brush on a Local Early Iron Age Pithos from Pieria, στο: L.F. Sandler (επιμ.), Εssays in Memory of K. Lehmann. Marsyas Suppl. 1, New York, Pfuhl 1903: E. Pfuhl, Der archaische Friedhof am Stadtberge von Thera, ΑΜ 28, Pingel 1980: V. Pingel, Balkanische Bronzen der älteren Eisenzeit in Sizilien und Unteritalien. Situla, 20/21, Pithekoussai I: O. Ridway G. Buhner, Pithekoussai I, La necropoli : Tombe scavate dal 1952 al 1961, Roma Podzuweit 1979: C. Podzuweit, Spätmykenische Keramik von Kastanas, JbZMusMainz 26, Popham Milburn 1971: M. Popham E. Milburn, The late Helladic IIIC Pottery of Xeropolis (Lefkandi), A Summary, BSA 66, Popham κ.α : M.R. Popham L.H. Sackett P.G. Themelis, The Excavation and Layout of the Cemeteries, στο: M.R. Popham L.H. Sackett P.G. Themelis (επιμ.), Lefkandi I. The Iron Age Settlement. BSA. 11, Πίνακες (London 1979), Κείμενο (London 1980). 176

180 Popham κ.α. 1980: M. Popham H. Hatcher A.M. Pollard, Al Mina and Euboea, BSA 75, Popham κ.α α: M.R. Popham E. Touloupa L.H. Sackett, Further Excavation of the Toumba Cemetery at Lefkandi, 1981, BSA, Popham 1994: M. R. Popham, Precolonization: Early Greek contact with the East, στο: C. R. Tsetskhladze F. D. Angelis (επιμ.) The Archaeology of Greek Colonization, Essays dedicated to Sir J. Boardman, Oxford, Radt 1974: W. Radt, Die Früheisenzeitliche Hügelnekropole bei Vergina in Makedonien, Beiträge zu italienischen und Griechischen Bronzefunden, Reber 1991: K. Reber, Untersuchungen zur handgemachten Keramik Griechenlands in der submykenischen, protogeometrischen und geometrischen Zeit, Bassel. Recke 2005: M. Recke, Zur Herstellung theräischen Amphoren. ΑΜ 120, Rey : L. Rey, «Observations sur les premiers habitats de la Macédoine», BCH 41-43, 74 κ.ε. Ridgway 2007: D. Ridway, Some reflections on the early Euboeans and their partners in the Central Mediterranean, στο: Mazarakis- Ainian (επιμ.) Oropos and Euboea in the Early Iron Age, Acts of International Round Tamble, University of Thessaly, (June 18-20, 2004), Robertson 1948: M. Robertson, Excavations in Ithaka V, BSA 43, 60 κ.ε. Rocchetti 1974/75: L. Rocchetti, La ceramica dell abitato geometrico di Fèstos a occidentale del palazzo minoico, Annu. Scuola Arch. Atene [36 37], Ruckert 1976: A. Ruckert, Frühe Keramik Böotiens, AntK. 10, Bern. Salviat 1986: F. Salviat, «Le vin de Thasos, amphores, vin et sources ècrites», στο: J. Y. Empereur Y. Garlan (επιμ.), Recherches sur les amphores grecques, Athens Colloquium 1984, BCH 13, Paris, Samos V: Η. Walter, Frühe samische Gefässe, Samos V, Bonn Samos VI: Η. Walter- Karydi, Samos VI. 1, Samische Gefässe des 6 Jahrhunderts v. Chr., Bonn, Sapouna- Sakellaraki 1978: E. Sapouna- Sakellaraki, Die Fibeln der griechischen Inseln, Prähistorische Bronzefunde 14:4, Munich. Schachermeyr 1980: F. Schachermeyr, Griechenland im Zeitalter der Wanderungen. Vom Ende der mykenischen Ära bis auf die Dorier, Bd, IV: Die ägäiste Frühzeit, Wien. Schiering 1957: W. Schiering, Werkstätten Orientalisierender Keramik auf Rhodos, Berlin. Schiering 1964: W. Schiering, Masken am Hals Kretisch- Μykenischer und Frügriechischer Tongefässe, JdI 79, 4 κ.ε. 177

181 Schliemann 1980: H. Schliemann, Mycenae, New York. Seiradaki 1960: M. Seiradaki, Pottery from Karphi, BSA 55, Sezgin 2004: Υ. Sezgin, Κlazomenian Transport Amphorae of the Seventh and Sixth Centuries B.C., στο: A. Μoustaka Ε. Skarlatidou Μ. C. Tzanes Y. Ersoy (επιμ.), Κlazomenai Teos and Abdera: Proccedings of the International Symposium held at the Archaeological Museum of Abdera, Abdera October 2001, Thessaloniki, Sheedy 1985: K. A. Sheedy, Three vase- groups from the purification trench on Rheneia and the evidence for a Parian pottery tradition, BSA 80, Sipsie- Eschbach 1991: M. Sipsie- Eschbach, Protogeometrische Keramik aus Iolkos in Thessalien, Prähistorische Keramik in Sudosteuropa 8, Berlin. Smithson 1961: E. L. Smithson, The protogeometric cemetery at Nea Ionia, 1949, Hesperia 30, Snodgrass 1971:A. M. Snodgrass, The Dark Age of Greece, Edinburg. Snodgrass 1994: A.M. Snodgrass, The Euboeans in Macedonia: a new precedent for Westward expansion, στο: B. d Agostino D. Ridgway (επιμ.), Α.Ι.Ο.Ν, n.1, vol. APOIKIA, I piu antichi insediamenti greci in occidente: funzioni e modi dell organizzatione politica e sociale. Scritti in onore di Giorgio Buchner, Napoli, Spagnolo 2003: C. Spagnolo, Anfore da transporto Nord-Egee in Occidente nel periodo Arcaico e Classico : L essempio di Gela, στο: G. Fiorentini M. Caltabiano A. Calderone (επιμ.), Archeologia del Mediterraneo. Studi in honore di Ernesto de Miro, Bibliotheca Archaeologica 35, Roma Sourvinou-Inwood 1975: C. Sourvinou-Inwood, An Iron Age Macedonian bronze vessel in the Bomford collection and the Iron Age pyxis shape, Opuscula Atheniensia 11, Stampolidis 1998: N. Stampolidis, Imports and Amalgamata: The Eleutherna experience, στο: Ν. Stambolidis (επιμ.) Εastern Mediterranean, Cyprus, Dodecanese, Crete 1 6 th - 6 th cent. B.C. Proccedings of the International Symposium held at Rethymnon- Crete in May 1997, Aθήνα, Stibbe 2000: C. M. Stibbe, Laconia oil flasks and other closed shapes, Laconian black-glazed pottery, Part 3, Amsterdam Strøm 1962: I. Strøm, Some groups of Cycladic vase-painting from the seventh century B.C., Acta Arch 33, Styrenius 1962: C. G. Styrenius, The vases from the Submycenaean cemetery on Salamis, Opuscula Atheniensia 4, Talcott 1936: L. Talcott, Vases and Kalos Names from an Agora Well, Hesperia 5,

182 Thera II: H. Dragendorff, Thera II, Untersuchungen Vermessungen und Ausgrabungen in den Jahren , Theraische Graeber, Berlin Tiverios 1998: M. Tiverios, The ancient settlement in the Anchialos- Sindos double trapeza. Seven years ( ) of archaeological research, στο: M. bats B. d Agostino (επιμ.), EUΒOICA. L Eubea e la presenza euboica in Calcidica e in Occidente, Napoli, Tiverios 2008: M. Tiverios, Greek Colonisation of the Northern Aegean, στο: G.R. Tsetskhladze (επιμ.), Greek Colonisation. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas, II (Mnemosyne Suppl. 193), Leiden-Boston, Tocra II: J. Boardman J. Hayes, Tocra II, Excavations at Tocra, , The Archaic Deposits II and Later, Deposits, London Torone I: A. Cambitoglou J. K. Papadopoulos O. T. Jones (επιμ.), Τorone I, The excavations of 1975, 1976 and 1978, Athens Trakosopoulou- Salakidou 2006/2007, E. Trakosopoulou- Salakidou, Aspects of the excavations at Akanthos: the early iron age and the early archaic period, MedA 19/20: Triantaphyllou 2001: S. Triantaphyllou, A Bioarchaeological Approach to Prehistoric Cemetery Populations from Central and Western Greek Macedonia, BAR International Series 976. Tsiafakis 2000: D. Tsiafakis, On some east Greek pottery found at Karabournaki in Thermaic Gulf, στο: F. Krinzinger (επιμ.), Die Agais und das westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. Bis 5 Jh. V. Chr., 24 bis 27, März 1999, Österreichische Akademie der Wissenschaften phil. hist. Klasse Denkschriften, Archaeologische Forschungen Band 4, Wien, Tudor- Jones 1990: O. Tudor Jones, Chalkidic painted ware, AE 129, Venit 1988: M. S. Venit, Greek painted pottery from Naukratis in Egyptian Museums, Winona Lake. Vlachou 2007: V. Vlachou, Oropos : The infant and child inhumations from the Settlement (Late 8 th - Early 7 th centuries B.C.), στο: Mazarakis- Ainian (επιμ.) Oropos and Euboea in the Early Iron Age, Acts of International Round Tamble, University of Thessaly, (June 18-20, 2004), Vogelpohl 1972: C. Vogelpohl, Zur Ornamentik der Griechischen Vasen des siebenten Jahrhunders v. Chr. Voigtländer 1982:W. Voigtländer, Funde aus Milet, Ist. Mitt. 32, Vokotopoulou 1985: I. Vokotopoulou, «La Macédoine de la protohistoire à l époque archaϊque», στο: Magna Grecia, Epiro e Macedonia, Atti del ventiquattre simo convegno di studi sulla Magna Grecia. Taranto, 5-10, Οttobre 1984, Neapel,

183 Vokotopoulou 1990: I. Vokotopoulou, Polychrono: A new archaeological site in Chalkidike, στο: J. P. Descoeudres (επιμ.), ΕΥΜΟΥΣΙΑ. Ceramic and Iconographic studies in honour of Alexander Cαmbitoglou, Mediterranean Archaeology suppl.1, Sydey, Vroulia: K. F. Kinch, Vroulia, Berlin Walter 1957: H. Walter, Frühe samische Gefässe und ihe Fundlage I, AM 72, Walter Vierneisel 1959: H. Walter K. Vierneisel, Die Funde der Kampagnen 1958/ 1959, AM 74, Walter-Karydi 1970: E. Walter-Karydi, Aeolische Kunst, Studien zur Griechischen Vasenmalerei, AntK. 7, Walter-Karydi 1972: E. Walter-Karydi, Geometrische Keramik aus Naxos, AA, Wardle 1980: K. Wardle, Excavations at Assiros , BSA 75, Wardle 1996: K. A. Wardle, Change of continuity: Assiros Toumba and the transition from Bronze to Iron Age, AEMΘ 10 Α, Young 1939: R. S. Young, Late geometric graves and a seventh century well in the Agora, Hesperia I-II. Zagora 2: A. Campitoglou A. Birchall J. J. Coulton J. R. Green, Zagora 2, Excavation of a geometric town on the island of Andros, Athens Zeest 1960:B. Zeest, Keramicheskaya tara Bospora (Pottery containers of the Bosporos), MIA 83, Αρχαίοι Συγγραφείς Ηρόδοτος, Ἱστορίαι. Θουκυδίδης, Ἱστορίαι. Πλούταρχος, Ηθικά. Στράβων, Γεωγραφικά. 180

184 ΑΓΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΓΧΥΤΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Β Mέρος: Πίνακες

185 Πίν. 1 Α. Πίνακες Ι. Ταφικά έθιμα Χάρτης με απεικόνιση νεκροταφείων ΕΣ.

186 Πίν. 2 Α: Χάρτης Χαλκιδικής με απεικόνιση ορυχείων μετάλλου. B: Κάτοψη ενός από τους τύμβους της Βεργίνας.

187 Πίν. 3 A: Νεκροταφείο Νέας Φιλαδέλφειας. B: Περίβολος με τεφροδόχο αγγείο από το Γυναικόκαστρο Κιλκίς. Γ: Εγχυτρισμοί σε πίθους από το νεκροταφείο Κεντριά της Θάσου.

188 Πίν. 4 Α: Χάρτης με απεικόνιση του Αϊ-Γιάννη Νικήτης και του νησιού Καστρί, Δορυφορική φωτογραφία (Google earth). Β: Αγγεία εγχυτρισμών στο νεκροταφείο του Αϊ- Γιάννη Νικήτης.

189 Πίν. 5 A: Ταφικοί πίθοι σε περιβόλους στο νεκροταφείο του Αϊ- Γιάννη Νικήτης. Β: Γυναικεία ταφή από το νεκροταφείο του Αϊ-Γιάννη Νικήτης.

190 Πίν. 6 Α: Τμήμα του νεκροταφείου Αϊ-Γιάννη Νικήτης. Β:Άποψη του νεκροταφείου της Εποχής Σιδήρου-αρχαϊκής Γ: Εγχυτρισμός σε πίθο της της Ιερισσού. ΠΕΣ.

191 Πίν. 7 Α : Άποψη του νεκροταφείου της Ιερισσού. Β: Άποψη της ταφής με τα τεφροδόχα αγγεία από την Ιερισσό. Γ: Προφίλ και κάτοψη ταφής με τεφροδόχα αγγεία από το νεκροταφείο της Ιερισσού.

192 Σχέδιο αποτύπωσης ισοϋψών καμπυλών στην Τορώνη. Πίν. 8

193 Κάτοψη νεκροταφείου Τορώνης με απεικόνιση ενταφιασμών και καύσεων. Πίν. 9

194 Σχέδιο νεκροταφείου με απεικόνιση τύπων τάφων. Πίν. 10

195 Πίν. 11 Α: Στατιστική αποτύπωση της ποσότητας σχημάτων αγγείων στο νεκροταφείο Τορώνης. Β: Σχεδιαστική αποτύπωση τοποθέτησης τεφροδόχων σε λάκκο από το νεκροταφείο της Τορώνης.

196 Σχέδιο με την απεικόνιση της τοποθέτησης των νεκρών ανά ηλικιακή ομάδα. Πίν. 12

197 Πίν. 13 Α: Ταφή πριν και μετά την απομάκρυνση του λίθινου καλύμματος (Τ48). Β: Tεφρόδοχο αγγείο μέσα σε λάκκο (Τ51). Γ: Τεφροδόχο αγγείο μέσα σε λάκκο με κτερίσματα (Τ70). Δ Τεφροδόχο αγγείο μαζί με το κάλυμμά του μέσα σε κιβωτιόσχημο τάφο (Τ104).

198 Πίν. 14 Α: Σχέδιο αποτύπωσης ισοϋψών καμπυλών με απεικόνιση του νεκροταφείου του Κούκου Συκιάς. B: Νεκροταφείο Κούκου Συκιάς.

199 Πίν. 15 A: Κάτοψη του νεκροταφείου Κούκου Συκιάς. B: Κιβωτιόσχημος τάφος με τεφροδόχα αγγεία από τον Κούκο Συκιάς.

200 Κιβωτιόσχημοι τάφοι με τεφροδόχα αγγεία από τον Κούκο Συκιάς. Πίν. 16

201 Πίν. 17 A: Χάρτης με την απεικόνιση του δεύτερου αποικισμού. B: Γεωφυσικός χάρτης της Μακεδονίας και της Χαλκιδικής.

202 Πίν. 18 A: Toπογραφικό με απεικόνιση της θέσης του νεκροταφείου της Μένδης. B: O χώρος του νεκροταφείου Ν του ξενοδοχείου «Μένδη».

203 Πίν. 19 Α: Εγχυτρισμοί σε αγγεία στο νεκροταφείο της Μένδης. B: Εγχυτρισμοί σε αγγεία στο νεκροταφείο της Μένδης.

204 Πίν. 20 Α: Eγχυτρισμός από το νεκροταφείο της Μένδης. B: Εγχυτρισμός σε αμφορέα τύπου SOS από το νεκροταφείο της Μένδης. Γ: Εγχυτρισμός σε πίθο από το νεκροταφείο της Μένδης.

205 Πίν. 21 Α: Χάρτης με απεικόνιση του Πολύχρονου, Δορυφορική φωτογραφία (Google earth). Β: Εγχυτρισμός σε πιθαμφορέα.

206 Πίν. 22 Α: Σωρός αγγείων κοντά στις πυρές στο νεκροταφείο του Πολυχρόνου. Β: Πυρές εναγισμών στη θέση «Νύφη» στο νεκροταφείο του Πολύχρονου. Γ: Σωρός αγγείων δίπλα στις πυρές στο νεκροταφείο του Πολύχρονου.

207 Χάρτης νεκροταφείων Εύβοιας. Πίν. 23

208 Πίν. 24 Γενικό τοπογραφικό Ιερισσού.

209 Πίν. 25 A: Άποψη του νεκροταφείου της Ακάνθου από τη ΒΑ πλευρά. Β: Άποψη του νεκροταφείου της Ακάνθου.

210 Πίν. 26 Α: Εγχυτρισμός με κάλυψη του στομίου του από λίθο (Τ10818). Β: Εγχυτρισμός από την Άκανθο.

211 Νεκροταφείο Αβδήρων. Πίν. 27

212 Πίν. 28 Α: Χάρτης Νέου Μαρμαρά, Δορυφορική φωτογραφία (Google earth). Β: Χάρτης Νέας Σκιώνης, Δορυφορική φωτογραφία (Google earth).

213 Kάτοψη αρχαϊκού νεκροταφείου Νέας Σκιώνης. Πίν. 29

214 Κάτοψη νεκροταφείου Ολύνθου Πίν. 30

215 ΙΙ. Αγγεία εγχυτρισμών και καύσεων από τη Χαλκιδική Πίν. 31 Αϊ- Γιάννης Νικήτης Α: Εγχυτρισμός σε πίθο. B: Εγχυτρισμός σε πιθαμφορέα (ταφή 53).

216 Πίν. 32 Τορώνη Α: Αμφορέας τύπου 1 (Τ52-1). B: Αμφορέας τύπου 1 (Τ124-1). Γ: Αμφορέας τύπου 1 (Τ77-1).

217 Πίν. 33 Α: Αμφορέας τύπου 1 (Τ74-1). Β: Αμφορέας τύπου 2 (Τ104-1). Γ: Αμφορέας τύπου 2 (Τ75-1).

218 Πίν. 34 Α: Αμφορέας τύπου 2 (Τ20-1). Β: Αμφορέας τύπου 2 (Τ51-1). Γ: Αμφορέας τύπου 2 (Τ65-1).

219 Πίν. 35 Α: Αμφορέας τύπου 3 (Τ120-1). Β: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ56-1). Γ: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ67-1).

220 Πίν. 36 Α: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ81-1). Β: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ82-1). Γ: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ83-1).

221 Πίν. 37 Α: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ84-1). Β: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ125-1). Γ: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Α (Τ122-1)

222 Πίν. 38 Α: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Β (Τ26-1). Β: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Β (Τ78-1). Γ: Αμφορέας τύπου 4 παραλλαγή Β (Τ86-1).

223 Πίν. 39 Α: Αμφορέας/πυξίδα (Τ45-1). Β: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ96-1). Γ: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ101-1).

224 Πίν. 40 Α: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ109-1). Β: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ27-1). Γ: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ44-1).

225 Πίν. 41 Α: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ55-1). Β: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ69-1). Γ: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ99-1).

226 Πίν. 42 Α: Αμφορίσκος τύπου 3 (Τ22-1). Β: Κρατήρας τύπου 1 (Τ102-1). Γ: Κρατήρας τύπου 1 (Τ116-1).

227 Πίν. 43 Α: Κρατήρας μεταβατικού τύπου (Τ48-1). Β: Κρατήρας μεταβατικού τύπου (Τ62-1). Γ: Κρατήρας τύπου 2 (Τ33-1). Δ: Κρατήρας τύπου 2 (Τ35-1).

228 Πίν. 44 Α: Κρατήρας τύπου 2 (Τ58-1). Β: Σκύφος τύπου 1 (Τ23-1). Γ: Σκύφος τύπου 1 (Τ25-1).

229 Πίν. 45 Α: Σκύφος τύπου 1 (Τ105-1). Β: Σκύφος τύπου 1 (Τ106-1) Γ: Σκύφος τύπου 2 (Τ94-1) Δ: Σκύφος τύπου 2 (Τ90-1)

230 Πίν. 46 Α: Σκύφος τύπου 2 (Τ117-1) Β: Σκύφος τύπου 3 (Τ28-1) Γ: Σκύφος τύπου 3 (Τ30-1)

231 Πίν. 47 Α: Σκύφος τύπου 3 (Τ37-1) Β: Αμφορίσκος με μαύρο επίχρισμα (Τ50-1). Γ: Κύλικα/κάλυκας με κόκκινο επίχρισμα (Τ111-1).

232 Πίν. 48 Α: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ100-1) Β: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ118-1) Γ: Αμφορίσκος τύπου 1 (Τ130-1)

233 Πίν. 49 Α: Αμφορίσκος τύπου 2 (Τ46-1) Β: Κύπελλο/Κύαθος τύπου 1 (Τ57-1) Γ: Κύπελλο/Κύαθος τύπου 1 (Τ66-1)

234 Πίν. 50 Α: Πίθος (Τ1-1) Β: Πίθος (Τ7-1) Γ: Πίθος (Τ12-1)

235 Πίν. 51 Α: Μικρός πίθος πρώτης ομάδας (Τ38-1). Β: Μικρός πίθος δεύτερης ομάδας (Τ70-1). Γ: Μικρός πίθος δεύτερης ομάδας (Τ31-1).

236 Πίν. 52 Α: Αττικό ανοικτό αγγείο (Τ93-1). Β: Ευβοϊκός σκύφος (Τ127-1). Γ: Θεσσαλοευβοϊκός αμφορίσκος (Τ47-1).

237 Πίν. 53 Α: Κυκλαδική πρόχους (Τ72-1). Β: Αμφορίσκος (Τ54-1). Γ: Αμφορίσκος (Τ97-1).

238 Πίν. 54 Α: Πυξίδα (Τ112-1) Β: Κρατήρας (Τ104-2) Κούκος Συκιάς Γ: Κρατήρας με ζωόμορφες λαβές

239 Πίν. 55 Α: Aγγεία του τάφου 39. B: Χειροποίητος αμφορίσκος τάφου 88. Γ:Τριποδική χύτρα του τάφου 96. Δ:Χειροποίητος κρατήρας με προχοή του τάφου 50. Ε: Eισηγμένος αμφορίσκος.

240 Πίν. 56 Ιερισσός/Άκανθος Α.1: Κρατηρόσχημο σκεύος- χύτρα (Τ8979). Α.2 Λεπτομέρεια του διακόσμου του κρατηρόσχημου σκεύους- χύτρα. B: Οπισθότμητη πρόχους (Τ8978α). Γ : Αμφορέας (Τ8978β).

241 Πίν. 57 Α:Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (107/Ι.118.5) Β:Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (108/Ι )

242 Πίν. 58 Α: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (109/Ι ) Β: Ασημίζων πιθαμφορέας (Τ11233).

243 Πίν. 59 Α: Υποπρωτογεωμετρικός αμφορέας (Ι.0.91). Β: Γραπτός αμφορέας (Τ11337). Γ: Σιπύη με γραπτή ταινιωτή διακόσμηση (Τ11524).

244 Πίν. 60 Α: Αβαφής υδρία με στίλβωση (Τ11238). Β: Αβαφές πιθόσχημο αγγείο με στίλβωση (Τ11260). Γ: Αβαφής χύτρα (Τ11510). Δ: Πιθαμφορέας (Τ.9944)

245 Πίν. 61 Α: Υδρία (177Τ/9681). Β: Υδρία (110/Τ10973/Ι ). Γ: Υδρία τύπου 1 (111/Τ9786).

246 Πίν. 62 Α: Υδρία τύπου 1 (112/Τ9795). Β: Χιώτικος αμφορέας (Χ-1). Γ: Χιώτικος αμφορέας (Χ-2).

247 Πίν. 63 Α: Χιώτικος αμφορέας (Χ-3). Β: Χιώτικος αμφορέας (Χ-5). Γ: Χιώτικος αμφορέας (Χ-6).

248 Πίν. 64 Α: Χιώτικος αμφορέας (Χ-7). Β: Χιώτικος αμφορέας (Χ-14). Γ: Κλαζομενιακός αμφορέας (ΚΛ-1).

249 Πίν. 65 Α: Κλαζομενιακός αμφορέας (ΚΛ-2). Β: Κλαζομενιακός αμφορέας (ΚΛ-3). Γ: Λεσβιακός αμφορέας (Λ-1).

250 Πίν. 66 Α: Λεσβιακός αμφορέας (Λ-3). Β: Αμφορέας «λεσβιακού τύπου» (Λ-6). Γ: Αμφορέας «λεσβιακού τύπου» (Λ-8)

251 Πίν. 67 Α: Αμφορέας «λεσβιακού τύπου» (Λ-12). Β: Αττικός αμφορέας τύπου SOS (Α-1). Γ: Αττικός αμφορέας τύπου SOS (Α-2)

252 Πίν. 68 Α: Αττικός αμφορέας τύπου a la brosse (Α-3). Β: Αττικός αμφορέας τύπου a la brosse(α-6). Γ: Αττικός αμφορέας τύπου a la brosse(α-9).

253 Πίν. 69 Α: Λακωνικός αμφορέας τύπου G (ΛΑΚ-1). Β:Λακωνικός αμφορέας τύπου I (ΛΑΚ-2). Γ: Λακωνικός αμφορέας τύπου I (ΛΑΚ-3)

254 Πίν. 70 Α: Κορινθιακός αμφορέας τύπου Α (ΚΟΡ-1). Β: Κορινθιακός αμφορέας τύπου Α (ΚΟΡ-2). Γ: Σαμιακός αμφορέας της δεύτερης ομάδας του Dupont (Σ-1).

255 Πίν. 71 Α: Σαμιακός αμφορέας της πρώτης ομάδας του Dupont (Σ-2). Β: Σαμιακός αμφορέας της πρώτης ομάδας του Dupont (Σ-3). Γ: Σαμιακός αμφορέας της πρώτης ομάδας του Dupont (Σ-4).

256 Πίν. 72 Α: Σαμιακός αμφορέας της πρώτης ομάδας του Dupont(Σ-5). B: Αμφορέας «σαμιακού τύπου» της Zeest (Σ/Ζ-1). Γ: Αμφορέας «σαμιακού τύπου» Zeest(Σ/Ζ-2).

257 Πίν. 73 Α: Αμφορέας «σαμιακού τύπου» Zeest (Σ/Ζ-3). B: Αμφορέας «σαμιακού τύπου» Zeest (Σ/Ζ-4). Γ:Αμφορέας «σαμιακού τύπου» Zeest (Σ/Ζ-6).

258 Πίν. 74 Α: Θασιακός αμφορέας τύπου α (Θ-1). B: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 1 (ΒΑ-1) Γ: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 1 (ΒΑ-2)

259 Πίν. 75 Α: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 1 (ΒΑ-3). B: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 2 (ΒΑ-4). Γ: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 2 (ΒΑ-5).

260 Πίν. 76 Α: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 2 (ΒΑ-6) B: Αμφορέας Βόρειου Αιγαίου τύπου 3 (ΒΑ-8) Γ: Αμφορέας από αδιάγνωστο εργαστήριο (ΑΔ-2).

261 Πίν. 77 Α: Αμφορέας από αδιάγνωστο εργαστήριο (ΑΔ-3). B:Τοπικός αμφορέας Ακάνθου (ΑΚ-1). Γ: Τοπικός αμφορέας Ακάνθου (ΑΚ-3)

262 Πίν. 78 Α: Τοπικός αμφορέας Ακάνθου (ΑΚ-4) Β: Χύτρα (199/ Ι.74.16/ Τ7757). Γ: Χύτρα (200/ Ι / Τ.7286/ Α101). Δ: Χύτρα (201/Τ9717).

263 Πίν. 79 1) Α όψη 2) Β όψη Α: Αττικός μελανόμορφος αμφορέας Β:Kυκλαδικός αμφορέας

264 Πίν. 80 Μένδη Α: Βορειοελλαδικός αμφορέας τύπου 2 (Μ-1/Α87/Τ111). Β: Βορειοελλαδικός αμφορέας τύπου 2 (Μ-2/Α.135). Γ: Βορειοελλαδικός αμφορέας τύπου 2 (Μ-3/Α.67/Τ.81).

265 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-4/Α.176/Τ.217). Πίν. 81

266 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-5/Α.32/Τ.45/Μ.Θ17818) Πίν. 82

267 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-6/Α.126/Τ.152/ΜΘ17820) Πίν. 83

268 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-7/Α.101/Τ.126/Μ.Θ18040) Πίν. 84

269 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-8/Α.65/Τ.83/Μ.Θ18053) Πίν. 85

270 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-9/Α.166/Τ.202) Πίν. 86

271 Βορειοελλαδικός πιθαμφορέας (Μ-10/Α.91/Τ.115). Πίν. 87

272 Πίθος ασημίζουσας κεραμικής (Μ-11/Α.172/Τ.229). Πίν. 88

273 Πιθαμφορέας πιθανόν ασημίζουσας κεραμικής (Μ-12/Α.63/Τ.81) Πίν. 89

274 Πιθαμφορέας με εγχάρακτη διακόσμηση (Μ-13/Α.131/Τ.163/ΜΘ12721), Πίν. 90

275 Πιθαμφορέας με εγχάρακτη διακόσμηση (Μ-14/Α.1/Τ.1). Πίν. 91

276 Πιθαμφορέας με εγχάρακτη διακόσμηση (Μ-15/Α.129/Τ.159/ΜΘ14512) Πίν. 92

277 Πίν. 93 A: Πιθαμφορέας με εγχάρακτη διακόσμηση (Μ-16/Α.184/Τ.227) Β: Πιθαμφορέας με εγχάρακτη διακόσμηση (Μ-18/Α.10/Τ.10).

278 Πίν. 94 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-20/Α.147/Τ.178)

279 Πίν. 95 A:Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-21/Α.174/Τ.203) Β: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-22/Α.30/Τ.39)

280 Πίν. 96 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-23/Α.173/Τ.205).

281 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-24/Α.141/Τ.170/ΜΘ12731). Πίν. 97

282 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-25/Α.130/Τ.162/ΜΘ12724) Πίν. 98

283 Πίν. 99 Α: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-26/Α.175/Τ.207/ΜΘ16617) Β: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-27/Α.78/Τ.100)

284 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-28/Α.115/Τ.144/ΜΘ14513) Πίν. 100

285 Πίν. 101 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-29/Α.158/Τ.192).

286 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-30/Α.151/Τ.81/ΜΘ16619) Πίν. 102

287 Πίν. 103 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Α, (Μ-31/Α.82/Τ.104)

288 Πίν. 104 Α: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου Ι, παραλλαγής Α, (Μ-32/Α.122). Β: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Β, (Μ-33/Α.159Τ.194/ΜΘ16618)

289 Πίν. 105 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Β, (Μ-34/Α.62/Τ.80)

290 Πίν. 106 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Β, (Μ-35/Α.103/Τ.129)

291 Πίν. 107 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, παραλλαγής Β, (Μ-36/Α.102/Τ.128)

292 Πίν. 108 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 2, (Μ-38/Α.64/Τ.82/ΜΘ18021)

293 Πίν. 109 Πιθόσχημο «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, (Μ-39/Α.127/Τ.155/ΜΘ12722)

294 Πίν. 110 Α: Πιθόσχημο «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, (Μ-40/Α.116) Β: Πιθόσχημο «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 1, (Μ-41/Α.13/Τ.29)

295 Πίν. 111 Πιθόσχημο «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής τύπου 2, (Μ-42/Α.139/Τ.171/ΜΘ12720)

296 Σιπύη «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-43/Α.111/Τ.139). Πίν. 112

297 Σιπύη «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-45/Α.168/Τ.201) Πίν. 113

298 Σταμνοειδές αγγείο «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-46/Α.28/Τ.38) Πίν. 114

299 Κρατήρας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-48/Α.127-8/ΜΘ.155) Πίν. 115

300 Υδρία «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-49/Α.59/Τ.75) Πίν. 116

301 Πίν. 117 Α: Υδρία «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-50/Α.75/Τ.106). Β: Υδρία «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Μ-51/Α.111β).

302 Πίν. 118 Α: Πιθοειδές αιολικό bucchero (Α.55/Τ.75/ΜΘ17816). Β:Χιώτικος αμφορέας (Α.29/Τ.41) Γ:Χιώτικος αμφορέας (Α.23/Τ.154).

303 Πίν. 119 Α:Αττικός αμφορέας SOS (Τ-165/ΜΘ18050). Β: Αττικός αμφορέας SOS (Α.70/Τ-88/ΜΘ17822). Γ:Κορινθιακός αμφορέας (Τ- 63/ΜΘ.18047).

304 Πίν. 120 Πολύχρονο Α: Κυλινδρικός λεβητοειδής πίθος χαλκιδικιώτικης κεραμικής (Π.5/Τ.4) τύπου 3. Β: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Π.1/Α.29/Τ.10/ΜΠ.966).

305 Πιθαμφορέας χαλκιδικιώτικης κεραμικής (Π.2/Α.30/Τ.11/ΜΠ.965). Πίν. 121

306 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Π.3/Α.21/Τ.14/ΜΠ.967) Πίν. 122

307 Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (Π.4/Α.12/Τ.25/ΜΘ.14741). Πίν. 123

308 Πίν. 124 Όλυνθος A: Πιθαμφορέας «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής (αρ. ευρ. 34 P224) από το νεκροταφείο της Ολύνθου. III. Αγγεία άλλων περιοχών B: Πιθαμφορέας (1309) από τη Μηκύβερνα

309 Πίν. 125 Α: Πιθαμφορέας από το Προάστειο. Β: Κρατήρας από τη Μένδη. Γ: Πιθαμφόρεας από το Καραμπουρνάκι.. Δ: Πίθος από τη Βεργίνα. Ε: Πιθαμφορέας από τον κλίβανο της Τορώνης, ΣΤ: Πίθος από τον Καστανά

310 Πίν. 126 Α: Εγχάρακτο αγγείο από την Ερέτρια. Β:Εγχάρακτα αγγεία από την Ερέτρια. Γ: Εγχάρακτα αγγεία από την Ερέτρια Δ: Εγχάρακτα αγγεία από τον Ωρωπό

311 Πίν. 127 Α: Πιθαμφορείς από την Αγχίαλο. Β: Πιθαμφορείς από την Θάσο. Γ: Aμφορίσκος από το νεκροταφείο τύμβων της Βεργίνας.

312 Πίν. 128 IV. Κτερίσματα Κούκος Συκιάς Α: Χάλκινα κοσμήματα. Β: Ομοίωμα πλοίου. Γ: Χρυσή χάντρα. Δ: Φιαλόσχημο αγγείο με κομβιόσχημη απόληξη στη λαβή

313 Πίν. 129 Α: Κάνθαρος με υπερυψωμενές λαβές. Β: Κάνθαρος με δισκόμορφες απολήξεις στις λαβές. Γ: Κάνθαρος με κομβιόσχημες απολήξεις στις λαβές Τορώνη Δ: Οπισθότμητη πρόχους (Τ.52-2). Ε: Κάνθαρος τύπου 1 (Τ.10-3). ΣΤ: Κάνθαρος τύπου 2 (Τ.7-2). Ζ: Κύπελλο/κύαθος τύπου 2 (Τ.10-4).

314 Πίν. 130 Α: Χάλκινο δαχτυλίδι (43). Β: Σιδερένιο εγχειρίδιο (Τ.52-4). Γ: Χάλκινο ψέλιο (Τ.7-7). Ιερισσός Δ: Kάνθαρος με δισκόμορφη λαβή Ε: Όστρακα τριποδικής χύτρας της ταφής της ταφής 8978β. ΣΤ:Κοσμήματα της ταφής 8978β.

315 Πίν. 131 Άκανθος Α: Μόνωτο κύπελλο με ταινιωτή διακόσμηση. Β: Μόνωτο φιαλόσχημο αγγείο με ταινιωτή διακόσμηση. Γ: Πλαστικό αγγείο. Δ:Αρύβαλλος. Ε: Aσημένιο δακτυλίδι. ΣΤ: Κοτυλίσκη. Ζ: Κύλικα. Η: Τμήμα σκυφοειδούς κρατήρα.

316 Πίν. 132 Αϊ-Γιάννης Νικήτης Α:Κανθαρόσχημη κοτύλη B:Τριποδικό μαγειρικό σκεύος Γ:Toπικός αμφορίσκος ανατολικοϊωνικού τύπου. Δ:Εισηγμένος αμφορίσκος ανατολικοϊωνικού τύπου. Ε: Ανατολικοϊωνική κύλικα. ΣΤ: Κύλικα εγχώριου εργαστηρίου.

317 Πίν. 133 Α: Κορινθιακό εξάλειπτρο. Β:Αττική κανθαροειδής κοτύλη Γ:Αττική κύλικα. αρύβαλλοι. Δ:Υστεροκορινθιακοί σφαιρικοί Ε: Ειδώλια καθιστών παιδιών. ΣΤ: Κορινθιακή κοτύλη. Ζ: Μόνωτο μικκύλο κύπελλο. Η: Κύπελλο.

318 Πίν. 134 Μένδη A: Κύπελλα και θήλαστρο με γραμμική διακόσμηση. B: Πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι. Όλυνθος Γ: Κορινθιακός σκύφος της ταφής 68.

319 Πίν. 135 Πολύχρονο Α: Μελανόμορφη οφθαλμωτή κύλικα από τον τάφο 10. Β: Κορινθιακός αρύβαλλος από την ταφή 10. Σάνη Γ: Διάφορα αγγεία

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος http://www.latsis-foundation.org/ell/ekpaidefsiepistimi-politismos/politismos/o-kyklos-ton-mouseion

Διαβάστε περισσότερα

Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.

Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1 ΣΕΒΑΣΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. Η γνώση μας για τις προϊστορικές ταφικές

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :47 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 21 Μάρτιος :16

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :47 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 21 Μάρτιος :16 Περισσότεροι από 28 αθηναϊκοί τάφοι ανήκουν στην εποχή αυτή: οκτώ στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, 12 στην περιοχή του Κεραμεικού (όλοι, εκτός από έναν, στη νότια όχθη του Ηριδανού) και τουλάχιστον οκτώ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Η ανασκαφή τού 2012 είχε ως στόχους: την περαιτέρω διερεύνηση της στοάς του μεγάλου ρωμαϊκού κτιρίου με τη στοά περιμετρικά

Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Κατά την περίοδο 2010 συνεχίσαμε την έρευνα τόσο στο χώρο της αίθουσας όσο και στο χώρο του αιθρίου με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Τα θέατρα της Αμβρακίας Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Αμβρακία Η Αμβρακία, μία από τις αξιολογότερες κορινθιακές αποικίες, ήταν χτισμένη στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου κοντά στην όχθη του ποταμού Άραχθου.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΤΑΔΑ Β. Εικόνα 368. Κάτοψη των δύο τάφων της συστάδας Β. Εικόνα 369. Ο κιβωτιόσχημος Τ5 της συστάδας Β.

ΣΥΣΤΑΔΑ Β. Εικόνα 368. Κάτοψη των δύο τάφων της συστάδας Β. Εικόνα 369. Ο κιβωτιόσχημος Τ5 της συστάδας Β. 6 ΣΥΣΤΑΔΑ Β Στη ΝΔ γωνία του όμορου 153α και σε απόσταση περίπου 20 μ. βόρεια από την Α συστάδα, ανασκάφηκε ένας κιβωτιόσχημος και ένας καλυβίτης υστερορωμαϊκών επίσης χρόνων (ΕΙΚ. 368), που περιείχαν

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η κεραμική, μια πανάρχαια τέχνη, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το αργιλόχωμα. Όταν αναμείξουμε το αργιλόχωμα με νερό θα προκύψει μία πλαστική μάζα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΜΕΤΑΧΕΊΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΏΝ Ανασκαφές νεκροταφείων και μεμονωμένων ταφών

Η ΜΕΤΑΧΕΊΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΏΝ Ανασκαφές νεκροταφείων και μεμονωμένων ταφών ΑΝΑΣΚΑΦΗ 01 Η διαχρονική προσέγγιση των ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο καλύπτει την απόσταση που χωρίζει τη Νεολιθική εποχή από τους χριστιανικούς

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα 06/09/2019 Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα / Παιδεία και Πολιτισμός Ενδυναμώνεται το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας στη σημερινή περιοχή του Αγ. Κωνσταντίνου. Οικιστικά κατάλοιπα κλασσικής

Διαβάστε περισσότερα

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Να περιγράψετε ένα μινωικό ανάκτορο; Μεγάλα Συγκροτήματα κτιρίων, Είχαν πολλές πτέρυγες-δωματίων, Διοικητικά, Οικονομικά, Θρησκευτικά και Καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής,

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Η Ελληνιστική Κεραμική

Η Ελληνιστική Κεραμική Η Ελληνιστική Κεραμική Μικρή Εισαγωγή Πριν από μερικές δεκαετίες η πρόταση μας για ένα φροντιστήριο ελληνιστικής κεραμικής στους φοιτητές αρχαιολογίας απορρίφθηκε πανηγυρικά, αφού η άσκηση των νέων αρχαιολόγων

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :36 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Μάρτιος :44

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :36 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Μάρτιος :44 Το σημαντικότερο γεγονός της περιόδου αυτής είναι η ίδρυση της Ερέτριας γύρω στο 800 π.χ., 10 χλμ ανατολικά από το Λευκαντί, σε μια θέση με ωραίο λιμάνι και φυσικά οχυρή βραχώδη ακρόπολη, 2 χλμ προς το

Διαβάστε περισσότερα

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη, περισσότερους από έναν ορόφους και στιβαρή κατασκευή.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Κ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Από το 2000 έως το 2009 στην περιοχή αρμοδιότητας της Κ ΕΠΚΑ που περιλαμβάνει τα νησιά Λέσβο, Λήμνο, Χίο, Οινούσσες, Ψαρά και Άγιο Ευστράτιο, πραγματοποιήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ 1 Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου, ανάμεσα στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροποτάμου και το Σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με

Διαβάστε περισσότερα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Θέμα της διδακτικής πρότασης Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Τάξη: Α Γυμνασίου Στοχοθεσία Επιδιώκεται οι μαθητές/τριες να εξοικειωθούν με τους τύπους, τα ονόματα και τις χρήσεις των αγγείων της αρχαιότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008)

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Με την αρχή της ΕΧ παρατηρείται μια αλλαγή στη συμβολική έκφραση των προϊστορικών κοινοτήτων στο βόρειο

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος Εικόνων Π12993 Π12995

Κατάλογος Εικόνων Π12993 Π12995 Κατάλογος Εικόνων 1. Αεροφωτογραφία εντοπισμού κλίμακας 1:150000 του αρχαίου νεκροταφείου των Σαβαλίων (Google-Earth). 2. Αεροφωτογραφία εντοπισμού κλίμακας 1:50000 του αρχαίου νεκροταφείου των Σαβαλίων

Διαβάστε περισσότερα

Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου

Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου 29 Αυγούστου 2013 Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου Πολιτισμός / Συνεντεύξεις Στις 18 Αυγούστου 2013, στην κατάμεστη από κόσμο κεντρική συνεδριακή αίθουσα του Ιδρύματος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Το ανάκτορο της Ζάκρου Ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης στον ομώνυμο ευρύχωρο όρμο. Η θέση ήταν γνωστή από τον 19 ο αι.

Διαβάστε περισσότερα

Πάσχα στα «πόδια» της Χαλκιδικής Άγιον Όρος, 5 μέρες. 18 22 Απριλίου 2014

Πάσχα στα «πόδια» της Χαλκιδικής Άγιον Όρος, 5 μέρες. 18 22 Απριλίου 2014 Σίνα 14 & Ακαδημίας, τηλ. 210 3642707, φαξ. 201-3642707 e-mail: info@cosmorama.gr Πάσχα στα «πόδια» της Χαλκιδικής Άγιον Όρος, 5 μέρες 18 22 Απριλίου 2014 Μόνο σε εμάς θα βρείτε: Πλούσιες πρωινές ξεναγήσεις

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Η' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑ Γαρίτσα Οικόπεδο Μπούζη Ο χώρος που ερευνήθηκε κατά τις ανασκαφικές περιόδους 2005-2006 αποτελεί τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης της Κέρ

Διαβάστε περισσότερα

εφαρμόζεται ο γενικότερος κανόνας, ότι δηλ. ο νεκρός να είναι στραμμένος προς τα Β, Δ ή ΒΔ. Στο άμεσο περιβάλλον των τάφων της συστάδας Γ βρέθηκαν

εφαρμόζεται ο γενικότερος κανόνας, ότι δηλ. ο νεκρός να είναι στραμμένος προς τα Β, Δ ή ΒΔ. Στο άμεσο περιβάλλον των τάφων της συστάδας Γ βρέθηκαν 8 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η ανασκαφή του παραλιακού νεκροταφείου στη θέση Κασιδιάρης των Σαβαλιών πρόσθεσε μία ακόμη θέση στις ήδη γνωστές της ευρύτερης περιοχής και εμπλούτισε τις γνώσεις μας με νέα σημαντικά συγκριτικά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών Φοιτήτρια: Ιωάννα Χριστοπούλου Μάθημα: " Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά τη 2η χιλετία π.χ." Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Τομέας: Αρχαιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΓΩΜΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ Υπομυκηναϊκή Περίοδος, 1100 1050/1025 π.. Πρωτογεωμετρική Περίοδος, 1050 900 π.. Γεωμετρική Περίοδος, 900 700 π..

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Εισαγωγή Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά, στη βορειοανατολική Κρήτη (Καβούσι, Ιεράπετρα), διήρκεσαν 6 εβδομάδες, ενώ ακολούθησε

Διαβάστε περισσότερα

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΠΑΡΤΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος 2017-2018 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «ΤΑΦΟΙ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΥΣ,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΤΑΔΑ Α ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΥΣΤΑΔΑ Α ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ 5 ΣΥΣΤΑΔΑ Α Στη ΒΔ γωνία του 154 στην περιοχή δηλαδή των διάσπαρτων οπτόπλινθων, που όπως είπαμε ανήκαν σε έναν ακόμη κιβωτιόσχημο τάφο και ίσως σε ακόμη έναν κεραμοσκεπή, αποκαλύφθηκε συστάδα νεκροταφείου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΖ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΠΙΕΡΙΑ Μεθώνη (εικ. 1-4) Αμέσως βόρεια της Νέας Αγαθούπολης έχει ε ντο πιστεί, ήδη από τη δεκαετία του 1970, η θέ ση της αρχαίας Μεθώνης, της αρχαιότερης

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική. Ευρυδίκη Κεφαλίδου

Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική. Ευρυδίκη Κεφαλίδου Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική Ευρυδίκη Κεφαλίδου Η κεραμική είναι το πολυπληθέστερο και πιο συχνό αρχαιολογικό αντικείμενο. Με τη βοήθεια της κεραμικής: α) εντοπίζουμε μια αρχαιολογική θέση β) χρονολογούμε

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Ξένια Χαραλαμπίδου Τμήμα Αρχαιολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δρ. Ξένια Χαραλαμπίδου Τμήμα Αρχαιολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η κεραμική από το νεκροταφείο του Τσικαλαριού Νάξου και η συμβολή της στη γνώση της Κυκλαδικής κεραμικής 1 Δρ. Ξένια Χαραλαμπίδου Τμήμα Αρχαιολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Στόχος

Διαβάστε περισσότερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια. ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008 ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ ΣΥΝΟΛΟ 20.000 ΝΟΜΟΣ ΡΟΔΟΠΗΣ ΙΘ' Εφορεία Πρ. Κομοτηνής Έργου 4916 ΙΘ' Εφορεία Πρ. Κομοτηνής Π.Τσατσοπούλου Τηλ:2531022411 FAX:2531021517

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Από τη Μεσοχαλκή στην Υστεροχαλκή Στην αρχή της ΥΧ περιόδου η εικόνα σε κάθε περιοχή παραμένει η ίδια με τη ΜΧ, με εξαίρεση την Ηπειρωτική Ελλάδα. Κρήτη: η ανακτορική κοινωνία,

Διαβάστε περισσότερα

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Εργασία στο μάθημα: Το Νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3 η Χιλιετία π.χ. Παναγιώτης Καπλάνης Επιβλέπων Καθηγητής: Βλαχόπουλος Ανδρέας Εαρινό Εξάμηνο 2015 Η Θέση Η Ίος βρίσκεται στο

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017 Γιώργος Πρίμπας Στην περιοχή της πόλης του Άργους έχει διαπιστωθεί αδιάλειπτη ανθρώπινη παρουσία, με σημαντικές πόλεις και οικισμούς, τα τελευταία πεντέμισι με έξι χιλιάδες χρόνια. Αναπόφευκτο λοιπόν να

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 - Μετά τη σύλληψη την περασμένη Δευτέρα τριών μελών μιας οικογένειας από τη Μερσίνα, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν 366 (!) σπάνια και πολύτιμα αρχαία αντικείμενα, χθες συνελήφθη ένας 62χρονος στο ίδιο

Διαβάστε περισσότερα

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που ΠΕΡΙΛΗΨΗ H διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σύγκλιση Απόκλιση. Έρευνα & Συνεισφορά στην τοπική κεραμική της Περιφέρειας Αρμένων-Ρεθύμνου και στην Κεραμική Παραγωγή της Κρήτης κατά τον 14 ο και 13 ο π. Χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΛΖ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Εικ. 1. Θέση «Αναπνοά», οικόπεδο Α. Παπαθανασόπουλου. Τριμερές ταφικό μνημείο. Εικ. 2. Θέση «Περδικαριά». Άποψη της ανασκαφής. ΚΟΡΙΝΘΙΑ Αρχαία Κόρινθος

Διαβάστε περισσότερα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Η καλλιέργεια των φυτών στην Ελλάδα στα προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Τάνια Βαλαμώτη, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Γεωµετρική και Αρχαϊκή κεραµική από επιφανειακές έρευνες στο Καραµπουρνάκι. Η Συλλογή Τσάκου.

Γεωµετρική και Αρχαϊκή κεραµική από επιφανειακές έρευνες στο Καραµπουρνάκι. Η Συλλογή Τσάκου. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Νικόλαος Α. Σκιαδάς Γεωµετρική και Αρχαϊκή κεραµική από επιφανειακές έρευνες στο Καραµπουρνάκι. Η

Διαβάστε περισσότερα

Αναφορά εργασιών για το 2013 του Αρχαιολογικού Προγράμματος Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ)

Αναφορά εργασιών για το 2013 του Αρχαιολογικού Προγράμματος Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ) Αναφορά εργασιών για το 2013 του Αρχαιολογικού Προγράμματος Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ) Το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ) (Eastern Boeotia Archaeological Project, EBAP), συνεργασία μεταξύ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

Σέβη Τριανταφύλλου, Επίκ. Καθηγήτρια Παλαιοανθρωπολογίας, Α.Π.Θ.

Σέβη Τριανταφύλλου, Επίκ. Καθηγήτρια Παλαιοανθρωπολογίας, Α.Π.Θ. ΦΥΣΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Σέβη Τριανταφύλλου, Επίκ. Καθηγήτρια Παλαιοανθρωπολογίας, Α.Π.Θ. Η φυσική ανθρωπολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την μελέτη της εξέλιξης και προσαρμογής του

Διαβάστε περισσότερα

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική Περίοδος ή Φάση Ακρωτηρίου: 11000/10000 8200 π.χ. Νεολιθική Περίοδος: 8200 3900/ 3700 π.χ. Ακεραμεική Νεολιθική: 8200 5500 π.χ. Πρωτοκεραμεική Νεολιθική («lacuna»

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ) ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ () ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τη σύνθεση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ανά νομό/περιφέρεια και

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τα φύλλα εργασίας προέρχεται εξολοκλήρου από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Διαβάζουμε: Οι Κυκλάδες οφείλουν το όνομά τους στη γεωγραφική

Διαβάστε περισσότερα

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας Το φυλλάδιο αυτό είναι του/της... που επισκέφθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας στις... Το φυλλάδιο που κρατάς στα χέρια σου

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό, ΟΤΑ και Δημοτικό Διαμέρισμα (Δ.Δ.). Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΣΙΝΔΟΣ. en Macédoine, 1916-1919,BSA 23, 1918-1919, σελ. 4. 1985 και ΕΑΑ, Suppl., Sindos.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΣΙΝΔΟΣ. en Macédoine, 1916-1919,BSA 23, 1918-1919, σελ. 4. 1985 και ΕΑΑ, Suppl., Sindos. 295 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΣΙΝΔΟΣ Στη B βιομηχανική ζώνη της σημερινής Σίνδου, μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, ανασκάφτηκε τμήμα ενός σημαντικού αρχαίου οικισμού, που έχει ταυτιστεί με την αρχαία Σίνδο

Διαβάστε περισσότερα

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >> 1 Ο ΕΠΑΛ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΤΑΞΗ Α ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 : > ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΥΚΗΝΩΝ Από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα. Χτισμένη πάνω

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Διώροφο οικοδόμημα Θαλαμωτός τάφος

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit 1 ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ Master Card Classic Credit Προχοΐσκη Ερυθροστιλβωτού ΙΙΙ Ρυθμού Προχοΐσκη, δείγμα κεραμικής του Ερυθροστιλβωτού

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΥΠΟΜΝΗΜΑ 1. Ο ΙΚΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΥ» 2. Ο ΙΚΙΑ «ΑΡΠΑΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ» 3. Δ Η Μ Ο Σ ΙΟ ΑΡΧΕΙΟ 4. ΑΓΟΡΑ 5. ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ) ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ () ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τη σύνθεση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ανά Νομό/Περιφέρεια και

Διαβάστε περισσότερα

Η Κεραμική της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία

Η Κεραμική της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία Η Κεραμική της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία Κυριακή Ψαράκη, Ιωάννα Μαυροειδή Ιστορία της έρευνας Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα για την προϊστορία της Μακεδονίας άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ ΣΧ.ΕΤΟΣ: 2011-2012 Υπεύθυνοι/ες καθηγητές/τριες Τζιούφας Βασίλειος ΠΕ11 Φλόκας Αθανάσιος ΠΕ03 Κρομμύδα Δέσποινα ΠΕ09 Σωτήρη Χρυσούλα ΠΕ15 Νασιόπουλος

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ( ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1100-750 π.χ.).) Ή ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΣΕ ΑΥΤΌ ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΜΗΡΙΚΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΟΙ ΟΡΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ Ή ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly 16/09/ :23:54 EEST

Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly 16/09/ :23:54 EEST 8. ΑΝΑΣΚΑφΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΟΤΤΟΛΕΩΣ ΑΜΦΙΤΤΟΛΕΩΣ Συνεχίσθη κατά τό 1957 ή άνασκαφική ερευνά τής διαπιστωθείσης διά τών άνασκαφών τοΰ παρελθόντος έτους ( Έργον 1956, σ. 54 κ. ε.) εκτεταμένης νεκροπόλεως, τής κείμενης

Διαβάστε περισσότερα

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Νοέµβριος 12 2014 13:20 Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Τι ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισµού για τις ανασκαφικές εργασίες στον τάφο της Αµφίπολης. Τι έδειξαν οι ανασκαφές

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ 2009 11-13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΧΩΡΟΣ ΤΑΦΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Γεωργία Στρατούλη, Σέβη Τριανταφύλλου,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ) ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ () ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τη σύνθεση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ανά Νομό/Περιφέρεια και

Διαβάστε περισσότερα

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια ΠΡΟΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Πριν από τις επιφανειακές έρευνες στην περιοχή του Πλακιά και της Πρεβέλης στη νότια Κρήτη, τα μόνα γνωστά προνεολιθικά ευρήματα προέρχονταν από το εσωτερικό του σπηλαίου Ασφέντου στο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΣΤ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Μετρό Κατά το 2007-2008, η ανασκαφική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο χώρο νότια της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ΟΤΑ. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει άμεσα την κινητικότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 19η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΑ Πλάτανος Θέση «Ομβριάσα» Η 19η ΕΒΑ διενεργεί ανασκαφική έρευνα στον αγρό ιδιοκτησίας Σ. και Α. Υφαντή, η οποία είναι συνέχεια αυτής που διενεργούσε η 7η ΕΒΑ,

Διαβάστε περισσότερα

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.). Στην παρούσα Θεματική Έκθεση εξετάζεται και αναλύεται, για την περίοδο 2009-2014 (και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των πιο πρόσφατων στοιχείων), η εξέλιξη εξειδικευμένων δεικτών, οι οποίοι εκφράζουν και

Διαβάστε περισσότερα

ΛΟΡΔΟΣ ΚΟΛΙΝ ΡΕΝΦΡΙΟΥ

ΛΟΡΔΟΣ ΚΟΛΙΝ ΡΕΝΦΡΙΟΥ ΛΟΡΔΟΣ ΚΟΛΙΝ ΡΕΝΦΡΙΟΥ O ΒΡΕΤΑΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ ΚΕΜΠΡΙΤΖ, ΑΦΟΥ ΤΑΡΑΞΕ ΤΑ ΝΕΡΑ ΔΙΑΤΥΠΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΠΩΣ ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ..!!! Κομμάτια έκαναν οι

Διαβάστε περισσότερα

Προκασσάνδρεια Θεσσαλονίκη

Προκασσάνδρεια Θεσσαλονίκη 1 Κώστας Σουέρεφ Προϊστάμενος ΚΘ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων «Κάποιοι στο παρελθόν αναχωρούν, κάποιοι βαθιά στο μέλλον επιστρέφουν» Ορέστης Αλεξάκης, (από το Adagio, Υπήρξε, εκδ. Απόστροφος

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και Δήμο της Ζώνης IV. Η σκοπιμότητα του δείκτη αφορά στην γνώση των μακροσκοπικών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΓ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟ Κνωσός Άγιος Ιωάννης Κνωσού: Νέο τμήμα του «Βόρειου Νεκροταφείου Κνωσού» Κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής (Απρίλιο έως Σεπτέμβριο 2010), με

Διαβάστε περισσότερα

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ. Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/1600 1100/1050 π.χ. Υστεροκυπριακή Ι: 1650/1600-1450 π.χ. (ΥΚ ΙΑ:1650/1600-1500 π.χ. και ΥΚΙΒ: 1500-1450 π.χ.) Υστεροκυπριακή ΙΙ: 1450-1200 π.χ. (ΥΚΙΙΑ:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τους σημαντικούς τόπους τουριστικού ενδιαφέροντος της Ζώνης ΙV που είναι προσπελάσιμοι μέσω κάποιου κόμβου του άξονα και

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ήμο της Ζώνης IV. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει άμεσα την κινητικότητα των επιχειρήσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης καταγράφει το εργατικό δυναμικό σύμφωνα με το μέγεθος του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού ανά Περιφέρεια και το ποσοστό του επί του πληθυσμού άνω

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ Φεβρουάριος 2005 ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ήμο της Ζώνης IV. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Όνομα: Χολέβα Βασιλική Εξάμηνο: Η Μάθημα: Το Αιγαίο κατά την 3η χιλιετία π.χ Διδάσκων: Βλαχόπουλος Ανδρέας ΠΑΛΑΜΑΡΙ I ΠΧ II ΠΑΛΑΜΑΡΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Πρόλογος Ναοί της Αρχαϊκής εποχής Οι κίονες και τα μαθηματικά τους-σχεδίαση Υλοποίηση Επίλογος Πηγές Αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό, που μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 Τελική Έκθεση Για την Κατάσταση της Μεσογειακής φώκιας στη νήσο Γυάρο Περίληψη Σελίδα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων Στη Νότια Εύβοια, ανάμεσα στην Κάρυστο και τα Στύρα, υπάρχουν κάτι ιδιόμορφα κτίσματα, τα "Δρακόσπιτα" όπως τα αποκαλούν οι κάτοικοι. Μυστηριώδη και εντυπωσιακά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό, ΟΤΑ και Δημοτικό Διαμέρισμα (Δ.Δ.). Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει

Διαβάστε περισσότερα