Στέφανος Λιγκοβανλής. Ημερομηνία Υποστήριξης: 22 Ιανουαρίου 2014

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Στέφανος Λιγκοβανλής. Ημερομηνία Υποστήριξης: 22 Ιανουαρίου 2014"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΩΝ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ, ΤΗ ΜΟΛΟΝΔΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙ 7 ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΓΚΟΒΑΝΛΗΣ

2 Στέφανος Λιγκοβανλής Ανθρώπινη δραστηριότητα και τεχνολογική συμπεριφορά κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα. Οι μαρτυρίες των λιθοτεχνιών λαξευμένου λίθου από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 Ημερομηνία Υποστήριξης: 22 Ιανουαρίου 2014 Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή Νένα Γαλανίδου (επιστημονική υπεύθυνος). Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Κατερίνα Κόπακα. Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Νίκος Ευστρατίου. Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μέλη Εφταμελούς Εξεταστικής Επιτροπής Ίρις Τζαχίλη. Ομότιμη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Björn Forsén. Senior Lecturer στην Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Helsinki. Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη. Επίκουρη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Πάτρας. Γιώργος Ηλιόπουλος. Λέκτορας Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας. Ρέθυμνο 2014

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ i iii xi xxiv 1. ΟΙ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Το χρονικό, οι στόχοι και η μεθοδολογία των ερευνών Οι πρωτοπόροι Η συνέχεια των πρώτων προσπαθειών Οι έρευνες της τελευταίας δεκαπενταετίας Οι μαρτυρίες των λίθινων τεχνέργων Η Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Η Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Η γεωλογία και το παλαιοπεριβάλλον των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας Ο τρόπος σχηματισμού και η προέλευση της terra rossa Ο χρόνος σχηματισμού της ερυθρογής Το παλαιοπεριβάλλον των υπαίθριων θέσεων Το δίκτυο της κατοίκησης στην ύπαιθρο και τα μοντέλα συμπεριφοράς των πρώιμων ανθρωπιδών Σύνοψη Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Παλαιογεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού Το πρόβλημα του παλίμψηστου και ο χρονολογικός διαχωρισμός των ευρημάτων Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας 65

4 3. ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΤΟΜΕΑΣ Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η αρχαιολογική διερεύνηση Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση Συμπεράσματα ΜΟΛΟΝΔΡΑ Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η αρχαιολογική διερεύνηση Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση 187

5 4.7 Συμπεράσματα ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙ Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η αρχαιολογική διερεύνηση Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Σύνθεση της λιθοτεχνίας και γενικά μετρικά χαρακτηριστικά Οι πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συζήτηση Συμπεράσματα ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Παλαιοπεριβάλλον και παλαιογεωγραφία Ο υλικός πολιτισμός Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Η Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Συζήτηση Οι άνθρωποι του Neanderthal και η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι και η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Η ανθρώπινη δράση στη διαχρονία ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟΥ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Η σύγκριση των οικιστικών επιλογών Η βάση δεδομένων αναφοράς Η συγκριτική θεώρηση Συζήτηση 317

6 7.2 Συγκρίσεις των χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Οι λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Συζήτηση ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή και οι άνθρωποι του Nεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα Ερμηνεύοντας την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού στη βορειοδυτική Ελλάδα Εντάσσοντας τον μεσοπαλαιολιθικό υλικό πολιτισμό της βορειοδυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης Δραστηριότητα και συμπεριφορά των ανθρώπων του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα Η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι στη βορειοδυτική Ελλάδα Η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη νοτιοανατολική Ευρώπη Εντάσσοντας τις πρώιμες ανώτερες παλαιολιθικές λιθοτεχνίες της βορειοδυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης Δραστηριότητα και συμπεριφορά των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα Διαφορετικοί ανθρωπίδες, παρόμοιο modus vivendi. Πραγματικότητα ή ψευδής εικόνα; ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 423 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 431 ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ 454 EXTENDED ENGLISH ABSTRACT 456 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 462

7 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η ολοκλήρωση της μελέτης μου κατέστη δυνατή χάρη στη βοήθεια ενός πολύ μεγάλου αριθμού ανθρώπων, η ακριβής απαρίθμηση των οποίων θα μπορούσε να καλύψει σε έκταση ένα ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό, η ευχαριστήρια ενότητα σίγουρα θα παραλείψει μερικούς. Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιστημονική υπεύθυνη αυτής της μελέτης την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νένα Γαλανίδου, για την έμπνευση, τη βοήθεια και την καθοδήγηση που μου έχει προσφέρει εδώ και μια δεκαετία. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στα άλλα δυο μέλη της εποπτεύουσας επιτροπής της διατριβής μου, την Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Κατερίνα Κόπακα και τον Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκο Ευστρατίου για τις συμβουλές τους και την ανταπόκρισή τους σε κάθε αίτημα μου για βοήθεια. Ευχαριστώ την αρχαιολόγο Ουρανία Πάλλη για την παραχώρηση μέρους του αρχαιολογικού υλικού στο οποίο βασίστηκε η μελέτη μου (θέσεις Μολόνδρα και Ελευθεροχώρι 7) και την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια της όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμη ευχαριστώ τον διευθυντή του προγράμματος «Thesprotia Expedition», καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, Björn Forsén, για την παραχώρηση του αρχαιολογικού υλικού από το Μεγάλο Καρβουνάρι και για την εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλλε. Η μελέτη αυτή δεν θα ολοκληρωνόταν εάν δεν συνέβαλαν οι προϊστάμενοι και εργαζόμενοι της ΛΒ ΕΠΚΑ οι οποίοι μου παρείχαν κάθε δυνατή διευκόλυνση κατά τη διάρκεια της μελέτης του αρχαιολογικού υλικού στην αποθήκη της Εφορείας στο Γαρδίκι Θεσπρωτίας. Ιδιαίτερα ως προς αυτό ευχαριστώ τους Ειρήνη Τόκου και Θύμιο Τόκο οι οποίοι διευκόλυναν την παραμονή μου στο Γαρδίκι κατά τους βροχερούς χειμώνες της Θεσπρωτίας. Ευχαριστώ επίσης τον προϊστάμενο και τους εργαζόμενους της ΙΒ ΕΠΚΑ που μου παρείχαν κάθε δυνατή διευκόλυνση στο Μουσείο Ιωαννίνων κατά τη διάρκεια της επισκόπησης του αρχαιολογικού υλικού από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον προϊστάμενο της Εφορείας Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας Βόρειας Ελλάδας, Ανδρέα Ντάρλα για τη συνεχή σε όλα τα επίπεδα υποστήριξη του την τελευταία δεκαετία, για τις εποικοδομητικές επιστημονικές και όχι μόνο συζητήσεις, την έμπνευση και για τη βοήθεια που μου προσέφερε όποτε και αν του ζητήθηκε. Ο Δρ. Βαγγέλης Παπακωσταντίνου στάθηκε επίσης σημαντικός αρωγός σε αυτή μου την προσπάθεια, προσφέροντάς μου την εμπειρία του, τις γνώσεις του και αρκετό από το χρόνο του. i

8 Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον Λέκτορα Στρωματογραφίας και Παλαιοντολογίας στο πανεπιστήμιο Πάτρας Γιώργο Ηλιόπουλο για τη βοήθεια που μου προσέφερε στην ανασύνθεση της γεωλογικής ιστορίας των τριών αρχαιολογικών θέσεων της μελέτης και στην αναζήτηση των πηγών πρώτων υλών πυριτόλιθου στην ύπαιθρο της Θεσπρωτίας. Ευχαριστώ ακόμα την Δρ. Βίκυ Ελεφάντη για τις συζητήσεις που είχαμε και την παροχή διευκολύνσεων όποτε και αν της ζητήθηκε, αλλά και την Επίκουρη Καθηγήτρια στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεωργία Φιλιππάκη για την παροχή πληροφοριών για την Παλαιολιθική Θεσπρωτία. H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Μέρος των εξόδων για τη βιβλιογραφική μελέτη διάρκειας ενός μήνα στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (EFA) καλύφθηκε από βραβείο του εν λόγω ιδρύματος. Ευχαριστώ τους υπεύθυνους και τους συμμετέχοντες του σεμιναρίου La talla laminar, methodos y technicas για τις διευκολύνσεις που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Βαρκελώνη, καθώς και τους προϊστοριολόγους Eric Βοëda και Jaques Pelegrin για τη βοήθεια που μου προσέφεραν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των μαθημάτων και των σεμιναρίων τους στο πανεπιστήμιο Paris X στη Nanterre της Γαλλίας. Την Αγγελική Θεοδωροπούλου επίσης για τη φιλοξενία της στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού και την ακούραστη ξενάγηση που μου προσέφερε στις λιθοτεχνικές συλλογές του ιδρύματος. Χωρίς τη Θεανώ Ντόβα και Άλκηστη Τσάμπρα η διαμονή μου στο Παρίσι δεν θα ήταν απροβλημάτιστη. Θερμές ευχαριστίες οφείλω να απευθύνω στις συναδέλφους Χριστίνα Παπούλια και Αντιγόνη Παπαδέα για την ανταλλαγή απόψεων πάνω στην Παλαιολιθική Εποχή και τις διευκολύνσεις που μου προσέφεραν. Η μελέτη αυτή δεν θα ολοκληρωνόταν χωρίς τη συμπαράσταση και την έμπρακτη βοήθεια της Ελένης Μπονέ, Ζωής Γιαβρή, των «Παιδία Παίζει», της στενής και ευρύτερης οικογένειάς μου, γι αυτό και τους ευχαριστώ θερμά που με ενθάρρυναν και με «ανέχτηκαν» όλα αυτά τα χρόνια. ii

9 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 2.1. Διαφορές ανάμεσα στο δισκοειδές και το Levallois σχήμα απόκρουσης σύμφωνα με τον Ε. Boëda (1993). Πίνακας 3.1. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. Πίνακας 3.2. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. Πίνακας 3.3. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. Πίνακας 3.4. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα. Πίνακας 3.5. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. Πίνακας 3.6. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας 3.7. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Πίνακας 3.8. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας 3.9. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία iii

10 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματος τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά κατεύθυνση απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Είδος αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων iv

11 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρουσμάτα με επεξεργασία. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση ανά διάταξη των αρνητικών λάξευσης. Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση ανά διάταξη των αρνητικών λάξευσης. Πίνακας 4.1. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των λίθινων τεχνέργων με κριτήριο με την προέλευσή τους. Πίνακας 4.2. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Πίνακας 4.3. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα v

12 Πίνακας 4.4. Μολόνδρα. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Πίνακας 4.5. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. Πίνακας 4.6. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας 4.7. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Πίνακας 4.8. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας 4.9. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους. των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών vi

13 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά κατεύθυνση απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης. Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Είδος αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρουσμάτα με επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων vii

14 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων. Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε. Πίνακας 5.1. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των λίθινων τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Πίνακας 5.2. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Πίνακας 5.3. Ελευθεροχώρι 7. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Πίνακας 5.4. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα. Πίνακας 5.5. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. Πίνακας 5.6. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας 5.7. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας 5.8. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας 5.9. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους. των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των προϊόντων των δισκοειδών πυρήνων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία viii

15 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά σχήμα/μέθοδο ή κατεύθυνση απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία ix

16 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων. Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε. Πίνακας 6.1. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των «κλασικών πυρήνων» (πρισματικοί και πυραμιδιειδείς), των «τροπιδωτών υποβάθρων» και των σφηνίσκων στις 3 θέσεις της μελέτης. Πίνακας 7.1. Θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, διαχωρισμένες κατά χρονολόγηση, γεωγραφική ζώνη και αριθμό τεχνέργων. Πίνακας 7.2. Θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, διαχωρισμένες κατά χρονολόγηση, υψόμετρο και αριθμό τεχνέργων. Πίνακας 7.3. Κατάλογος των δειγμάτων (αριθμοί ή ονομασία σακούλας) της αξιολόγησης των λιθοτεχνιών από το Ασπροχάλικο. Πίνακας 7.4. Απόλυτες χρονολογήσεις από προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Πίνακας 8.1. Απόλυτες χρονολογήσεις για τη Μέση και την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή από προφυλαγμένες θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Πίνακας 8.2. Μέσο μήκος των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων και των αιχμών pseudolevallois στη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου και στη λιθοτεχνία από το στρώμα A8 της θέσης Fumane Όλοι οι πίνακες είναι κατασκευασμένοι από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. Σε όσες περιπτώσεις έχουν χρησιμοποιηθεί εξωτερικές πηγές δεδομένων (πέραν των εμπειρικών δεδομένων της παρούσας μελέτης) για τη διαμόρφωση των πινάκων, αυτές αναφέρονται στις λεζάντες τους. x

17 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1.1. Χάρτης με ορισμένες από τις θέσεις που εντοπίστηκαν κατά την επιφανειακή έρευνα του Πανεπιστημίου του Cambridge τη δεκαετία του 1960 στη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. (Πηγή: Higgs 1968). Εικόνα 1.2. Χάρτης με θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Κέρκυρα που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας του Α. Σορδίνα. (Πηγή: Κουρτέση Φιλιππάκη 1996). Εικόνα 1.3. Η περιοχή των ερευνών με ορισμένες παλαιολιθικές υπαίθριες θέσεις που ανιχνεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Nikopolis Survey Project. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα 1.4. Η περιοχή των επιφανειακών ερευνών του «Thesprotia Expedition» και οι κύριες προϊστορικές θέσεις που εντοπίστηκαν. (Πηγή: Forsén 2011). Εικόνα 1.5. Εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας. (Πηγή: Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Runnels & van Andel 1993, Tourloukis 2010). Εικόνα 1.6. Λίθινα τέχνεργα από τη θέση Αλωνάκι. (Πηγή: Tourloukis 2010). Εικόνα 1.7. Φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από τις υπαίθριες θέσεις της Ηπείρου. Higgs Εικόνα 1.8. Λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις θέσεις Μεγάλο Καρβουνάρι και Γκόρτσες. (Πηγή: Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). Εικόνα 1.9. Λίθινα τέχνεργα από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α στον Κοκκινόπηλο. (Πηγή: Dakaris κ.α 1964). Εικόνα Λίθινα τέχνεργα από τη θέση Σπήλαιον. (Πηγή: Runnels κ.α 2003). Εικόνα Χαρακτηριστικές αποθέσεις ερυθρογής (terra rossa) σε τοπίο της Ηπείρου. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Διάκριση των αποθέσεων ερυθρογής του Κοκκινόπηλου σε 3 ζώνες, σύμφωνα με τον Η. Tippet. (Πηγή: Dakaris κ.α 1964). Εικόνα Ακολουθία των γεωλογικών αποθέσεων στη θέση Μόρφι. (Πηγή: Pyle κ.α 1998). Εικόνα Ηλικίες απόλυτων χροονολογήσεων γεωλογικών αποθέσεων σε υπαίθριες αρχαιολογικές θέσεις του νομού Πρέβεζας. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Η ακριβής θέση του χειροπέλεκυ που περισυνέλλεξαν οι C. Runnels και T. van Andel στον Κοκκινόπηλο σε σχέση με τη γεωλογική ακολουθία της θέσης. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Ο τρόπος σχηματισμού των πολγών και των λουτσών στο καρστικό υπόβαθρο σύμφωνα με τους C. Runnels και T. van Andel (2003). Εικόνα Ενεργοί» και μη υγρότοποι (πόλγες και λούτσες) στην περιοχή της Ηπείρου. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Άποψη του έλους Καλοδικίου. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα Ακτογραμμές στη βορειοδυτική Ελλάδα από το OIS 6 μέχρι και σήμερα. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Ευνοϊκές και μη προς κατοίκηση γεωγραφικές ζώνες στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992) xi

18 Εικόνα Κατανομή των θέσεων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με τους G. Bailey κ.α (1997). Εικόνα 2.1. Σχεδιαστική απεικόνιση των ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα στο δισκοειδές και το Levallois σχήμα απόκρουσης. (Πηγή: Boëda 1993). Εικόνα 2.2. Διαφορές ανάμεσα στο σχήμα απόκρουσης Levallois και σε αυτό «παραγωγής λεπίδων», σύμφωνα με τον Ε. Boëda (1988). Εικόνα 2.3. Παραδείγματα, ημι περιστροφικής, περιστροφικής, μετωπικής και πλευρικής λάξευσης πυρήνων του σχήματος παραγωγής λεπίδων. (Πηγή: Delagnes κ.α 2007). Εικόνα 2.4. Σχηματική απεικόνιση των μετρήσεων που λαμβάνονται για την εξαγωγή του δείκτη επαναλαμβανόμενης επεξεργασίας του Kuhn. (Πηγή: Ηiscock & Clarkson 2005). Εικόνα 3.1. Η θέση Μεγάλο Καρβουνάρι στη Θεσπρωτία. Εικόνα 3.2. Άποψη της θέσης Μεγάλο Καρβουνάρι από τα βόρεια. Εικόνα 3.3. Οι Τομείς (Units) της επιφανειακής έρευνας της αρχαιολογικής αποστολής του Φινλανδικού Ινστιτούτου στο Μεγάλο Καρβουνάρι. (Πηγή: Ligkovanlis 2011). Εικόνα 3.4. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, άποψη από τα δυτικά. Καλοκαίρι Εικόνα 3.5. Ο χώρος του Τομέα 24 καλυμμένος από πυκνή βλάστηση το καλοκαίρι του Εικόνα 3.6. Τα τετραγώνα του κανάβου της επιφανειακής περισυλλογής και η πορεία των εποχικών ρεμάτων στον Τομέα 24. (Από το αρχείο του «Thesprotia Expedition»). Εικόνα 3.7. Παράδειγμα διάβρωσης των αποθέσεων terra rossa στον Τομέα 24. Εικόνα 3.8. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Λίθινα τέχνεργα σε παρειά λοφίσκου terra rossa. Εικόνα 3.9. Πυριτόλιθος από τη θέση Στερνάρι. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες xiv

19 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24,. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα 4.1. Η θέση Μολόνδρα στη Θεσπρωτία. Εικόνα 4.2. Άποψη της Μολόνδρας από τα νότια. Εικόνα 4.3. Κολλούβια ερυθρογή στο νότιο τμήμα της Μολόνδρας. Εικόνα 4.4. Επαναποτιθέμενη ερυθρογή στο βόρειο τμήμα της Μολόνδρας. (Φωτογραφία από τον Γιώργο Ηλιόπουλο). Εικόνα 4.5. Χωροθέτηση των δοκιμαστικών τομών στη Μολόνδρα. (Από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα 4.6. Στρωματογραφία της τομής Α1 στη Μολόνδρα. (Από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα 4.7. Διαστρωματωμένος πυριτόλιθος στης Μολόνδρα. Εικόνα 4.8. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα 4.9. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης xv

20 Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα. Εικόνα Μολόνδρα. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα Μολόνδρα. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα 5.1. Η θέση Ελευθεροχώρι 7 στη Θεσπρωτία. Εικόνα 5.2. Η φυσική διάβαση του Ελευθεροχωρίου στα όρη της Παραμυθιάς. Άποψη από τα δυτικά. Εικόνα 5.3. Άποψη της θέσης Ελευθεροχώρι 7 από τα νότια. Εικόνα 5.4. Άποψη του πλατώματος του Ελευθεροχωρίου 7 από τα νότια. Εικόνα 5.5. Άποψη της κοιλάδας της Παραμυθιάς από το Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα 5.6. Ανασκαφικές τομές στο Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα 5.7. Στρωματογραφία δοκιμαστικής τομής στο Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Εικόνα 5.8. Πυριτόλιθος σε πρωτογενή απόθεση, νότια της περιοχής του Ελευθεροχωρίου. Εικόνα 5.9. Άποψη από το Ελευθεροχώρι 7 της τοποθεσίας της πρωτογενούς πηγής πυριτολίθου της εικόνας 5.8. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Η χειροπρακτική διαδικασία της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο», σύμφωνα με τον Β. Παπακωνσταντίνου (1988). Εικόνα Πυρήνες τύπου «Ασπροχάλικο» από την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της ομώνυμης βραχοσκεπής. (Πηγή: Papacostantinou 1988). Εικόνα Αιχμές pseudolevallois/φολίδες τύπου «Ασπροχάλικο» από την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της ομώνυμης βραχοσκεπής. (Πηγή: Papacostantinou & Vasilopoulou 1997). Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία xvi

21 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7. Εικόνα «Αμφιπολικός» δισκοειδής πυρήνας, σύμφωνα με τον L. Slimak (2003). Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Εικόνα 6.1. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του λόγου μήκους πλάτους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Εικόνα 6.2. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκος και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.3. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής του μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.4. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης, του ποσοστού κατανομής του μήκους των ακέραιων πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.5. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης, του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδους απόκρουσης των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.6. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των διαγνωστικών υποβάθρων των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.8. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 6.9. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης xvii

22 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνση της απόκρουσης των πυρήνων και των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής του μήκους των αποκρουσμάτων με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών στα εργαλεία και τα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής του μήκους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδους απόκρουσης των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των διαγνωστικών υποβάθρων των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης xviii

23 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού προετοιμασμένων και μη φτερνών στα εργαλεία και τα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των ξέστρων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των γλυφίδων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους υποβάθρων των πυρήνων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εικόνα 7.1. Υπαίθριες και προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Εικόνα 7.2. Το Ελευθεροχώρι 7 στην είσοδο της, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992), «άγονης» ζώνης της βορειοδυτικής Ελλάδας και πιθανές διαδρομές προς την ενδοχώρα της Ηπείρου και την κοιλάδα του ποταμού Λούρου. Εικόνα 7.3. Ασπροχάλικο, στρωματογραφία της «δυτικής» δοκιμαστικής τομής. (Πηγή: Bailey κ.α 1983). Εικόνα 7.4. Tέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Εικόνα 7.5. Πυρήνες από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Εικόνα 7.6. Αλλομετρία των πυρήνων στην «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Εικόνα 7.7. Τα βασικά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας του Ασπροχάλικου, σύμφωνα με τον Β. Παπακωνσταντίνου (1988) xix

24 Εικόνα 7.8. Μετρικά χαρακτηριστικά των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων σε σχέση με την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου, σύμφωνα με τους Ε. Higgs και C. Vita Finzi (1966). Εικόνα 7.9. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του λόγου μήκους πλάτους των ακέραιων αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ήδη δημοσιευμένα ανάλογα στοιχεία μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ήδη δημοσιευμένα ανάλογα στοιχεία μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνσης απόκρουσης των πυρήνων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνσης της απόκρουσης που των αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης της μέσης έκτασης της επεξεργασίας των ρασπών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του μέσου όρου του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών της Μέσης Παλαιολιθικής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων πυρήνων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με τα ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Εικόνα Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων, του συνόλου των αιχμών pseudolevallois, των αιχμών pseudolevallois με και χωρίς επεξεργασία, στις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης και στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών στις αιχμές pseudolevallois της λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7 και στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο xx

25 Εικόνα Τέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Εικόνα Τέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Εικόνα Τέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Εικόνα Τέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης και στις «Μουστέριες» λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο. (Πηγή: Higgs & Vita Finzi 1966). Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα 3 της Καστρίτσας. (Πηγή: Adam 2009). Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη βραχοσκεπή Μποΐλα (στρώματα ΙΙΙa & IIIb). (Πηγή: Kotjabopoulou κ.α 1999). Εικόνα Εργαλειοτεχνία της θέσης Σπήλαιον. (Πηγή:Runnels κ.α 2003). Εικόνα 8.1. Προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο που συζητούνται στο κείμενο (δεν συμπεριλαμβάνονται οι θέσεις της Ηπείρου) Εικόνα 8.2. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη Θεόπετρα. (Πηγή: Panagopoulou 1999). Εικόνα 8.3. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το σπήλαιο 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Sitlivy κ.α 2007α). Εικόνα 8.4. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τα Καλαμάκια. (Πηγή: Darlas 2007). Εικόνα 8.5. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Λακωνίς I. (Πηγή: Panagopoulou κ.α ). Εικόνα 8.6. Χάρτης με προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στo χώρο των Βαλκανίων. Εικόνα 8.7. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα K της θέσης Vindija στην Κροατία (Πηγή: Montet White 1996). Εικόνα 8.8. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το επίπεδο Β της θέσης Mujina Pecina στην Κροατία(Πηγή: Karavanic κ.α 2008). Εικόνα 8.9. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Bioce στο Μαυροβούνιο. (Πηγή: Duricic 2006). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα G3 της θέσης Vindija στην Κροατία. (Πηγή: Montet White 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Bacho Kiro στη Βουλγαρία (στρώματα 13 και 12/13). (Πηγή: Sitlivy & Zięba 2006). Εικόνα Χάρτης με προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Ιταλία. Εικόνα Τέχνεργα της Ποντίνιας από τη θέση Grotta Guatarri στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής από τη θέση Riparo Tagliente στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τα στρώματα Α8 και Α9 της θέση Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 2011). Εικόνα Χάρτης με προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Τουρκία. Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Karain στην Τουρκία. (Πηγή: Kuhn 2002). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις θέσεις Kanal, Tıkalı και Merdivenli στην Τουρκία. (Πηγή: Kuhn 2002) xxi

26 Εικόνα Απόλυτες χρονολογήσεις και τεχνολογία των λίθινων τεχνέργων στη στρωματογραφική ακολουθία Α της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani κ.α 2008 τροποποιημένη). Εικόνα Φολίδες kombewa και πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων από το στρώμα Α9 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 1998). Εικόνα Τα βασικά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας στο στρώμα Α9 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 1998). Εικόνα Κλιματικές συνθήκες κατά τα τελευταία 200 χιλιάδες χρόνια. (Πηγή: van Andel & Tzedakis 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Πρώιμης Ουλλούζιας από τη θέση Grotta del Cavallo στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Εικόνα Τέχνεργα της Εξελιγμένης Ουλλούζιας από τη θέση Grotta del Cavallo στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Εικόνα Τέχνεργα από το στρώμα G1 της θέσης Vindija στην Κροατία. (Πηγή: Zilhao 2009). Εικόνα Τέχνεργα της Εμίριας από τη θέση Ucagizli στην Τουρκία (Πηγή: Kuhn κ.α 2009). Εικόνα Τέχνεργα της Αμάριας από τη θέση Ucagizli στην Τουρκία. (Πηγή: Kuhn κ.α 2009). Εικόνα Ουλούζια τέχνεργα από το στρώμα V του Σπηλαίου 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Kaczanowska κ.α 2010). Εικόνα Τέχνεργα από το στρώμα Ιa της θέσης Λακωνίς Ι. (Πηγή: Elefanti κ.α 2009). Εικόνα Φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας. (Πηγή: Runnels 1988). Εικόνα Τέχνεργα της Μπατσοκίριας από το στρώμα 11 της θέσης Bacho Kiro στη Βουλγαρία. (Πηγή: Kozlowski 1982). Εικόνα Παραγωγή λεπίδων και μικρολεπίδων κατά την Πρωτο Ωρινιάκια. (Πηγή: Bon 2006). Εικόνα Tέχνεργα της Πρωτο Ωρινιάκιας από το στρώμα G της θέσης Riparo Mochi στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Εικόνα Tέχνεργα της Πρωτο Ωρινιάκιας από τα στρώματα Α2 και Α3 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή:Kuhn 2002β). Εικόνα Παραγωγή λεπίδων και μικρολεπίδων κατά την Τυπική Ωρινιάκια. (Πηγή: Teyssandier & Liolios 2008). Εικόνα Τέχνεργα της Τυπικής Ωρινιάκιας από τη θέση Šandalja II στην Κροατία. (Πηγή: Karavanic 2003). Εικόνα Τέχνεργα της Τυπικής Ωρινιάκιας από το στρώμα F της θέσης Riparo Mochi στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τη θέση Karain Β στην Τουρκία. (Πηγή: Yalçcinkaya & Otte 2000). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας» από τα στρώματα ΙΙΙd e του σπηλαίου 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Kaczanowska κ.α 2010). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τα στρώματα Q και R της θέσης Φράγχθι. (Πηγή: Douka κ.α 2011). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τη θέση Ελαιοχώρι. (Πηγή: Ντάρλας 1989). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από υπαίθριες θέσεις της Ηλείας. (Πηγή: Leroi Gourhan 1964) xxii

27 Εικόνα Πιθανοί «οδοί» και χρόνος «διάχυσης» των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων στον ευρασιατικό χώρο, σύμφωνα με τον P. Μellars (2002). 418 Σε όσες από τις εικόνες δεν αναφέρεται η πηγή ανήκουν ή είναι κατασκευασμένες από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. Τα λίθινα τέχνεργα από τις θέσεις Μεγάλο Καρβουνάρι Τομέας 24, Μολόνδρα και Ελευθεροχώρι 7 είναι σχεδιασμένα από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. xxiii

28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η βορειοδυτική Ελλάδα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες περιοχές αρχαιολογικών μαρτυριών για τη δράση των προϊστορικών ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών στην νοτιοανατολική Ευρώπη, έχοντας φιλοξενήσει και «γαλουχήσει» τα τελευταία πενήντα χρόνια τρεις γενιές ερευνητών της προϊστορίας, αλλά και διαφορετικές σχολές αρχαιολογικής σκέψης. Η πολύχρονη αυτή δραστηριότητα που ως αποτέλεσμα είχε τον εντοπισμό και τη διερεύνηση προφυλαγμένων και υπαίθριων θέσεων με κατάλοιπα της Παλαιολιθικής Εποχής και τη διατύπωση ερμηνειών, σε πολλές περιπτώσεις δημιούργησε νέες μεθοδολογίες αρχαιολογικής τεκμηρίωσης και προώθησε την ανάπτυξη καινούριων ιδεών για τον υλικό πολιτισμό και τους φορείς του. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες αυτές, σήμερα, αυτά που μπορούν να ειπωθούν με σιγουριά για τη ζωή του παλαιολιθικού ανθρώπου στον εν λόγω γεωγραφικό χώρο είναι πολύ λιγότερα από αυτά που αποτελούν απλές ενδείξεις και υποθέσεις εργασίας. Αρκετά ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί ενώ, ακόμη περισσότερα απομένει να διατυπωθούν. Η διαπίστωση αυτή αφορά τόσο σε στοιχειώδη ζητούμενα της έρευνας, όπως είναι η αποσαφήνιση μιας σαφούς και πλήρους χρονο-πολιτισμικής ακολουθίας της κατοίκησης, όσο και σε σημαντικότερα και πιο σύνθετα, όπως η κατανόηση του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς των πρώιμων ανθρωπίδων. Ειδικά ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η σύγχρονη παλαιολιθική έρευνα επιχειρώντας να συνδέσει αιτιολογικά τα αντικείμενα -τον υλικό πολιτισμό- και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτά απέκτησαν υπόσταση, με τα υποκείμενά τους -τους ανθρωπίδες και τις κοινωνίες τους-, μπορεί να προσφέρει μια πιο εμπεριστατωμένη θεώρηση ως προς το είδος και τη σκοπιμότητα της ανθρώπινης δράσης. Η θεώρηση αυτή παρότι συχνά παρέχει μόνο ενδείξεις, έχει την ιδιότητα να γεννάει συνεχώς καινούριες ερευνητικές αναζητήσεις, οι οποίες είναι άλλωστε και αυτές που καθιστούν ζωντανό και όχι πεπερασμένο τον κάθε τομέα της ανθρώπινης επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό η παρούσα μελέτη έχει ως ερευνητικό αντικείμενο τη διερεύνηση της δραστηριότητας και της τεχνολογικής συμπεριφοράς των ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που έζησαν κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Στηρίχθηκε στη συλλογή και αξιολόγηση εμπειρικών δεδομένων, έτσι όπως αυτά έχουν προκύψει μέσα από δυο κύριους πυλώνες έρευνας. xxiv

29 Ο πρώτος πυλώνας αναφέρεται στη συγκριτική τεχνολογική και τυπολογική μελέτη αδημοσίευτων συνόλων τεχνέργων λαξευμένου λίθου της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής τα οποία προέρχονται από τρεις υπαίθριες αρχαιολογικές θέσεις που εντοπίζονται σε χαρακτηριστικές αποθέσεις ερυθρογής, στο νομό Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τις θέσεις Μεγάλο Καρβουνάρι- Τομέας 24, απ όπου μελετήθηκαν 1601 λίθινα τέχνεργα, τη Μολόνδρα, απ όπου μελετήθηκαν 1132 λίθινα τέχνεργα και το Ελευθεροχώρι 7, απ όπου μελετήθηκαν 3615 λίθινα τέχνεργα. Η ερευνά μας δεν είναι η πρώτη συνθετική μελέτη που έχει ως αφετηρία λιθοτεχνίες προερχόμενες από υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Παρότι οι ιδιαίτεροι αυτοί αρχαιολογικοί χώροι στην περιοχή αντιμετωπίζονται συχνά ως ήσσονος σημασίας, λόγω κυρίως της αδυναμίας ακριβούς χρονολόγησής τους και του χαρακτήρα παλίμψηστου που παρουσιάζουν, κατά το παρελθόν, η μελέτη, τόσο των χώρων καθαυτών όσο και των αρχαιολογικών τους καταλοίπων, έχει παίξει αποφασιστική σημασία στη διαμόρφωση της εικόνας για το είδος και το χαρακτήρα της παλαιολιθικής κατοίκησης σε αυτή την επικράτεια προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάτι τέτοιο αφορά ιδίως τη Μέση Παλαιολιθική Eποχή, τα υλικά κατάλοιπα της οποίας μέχρι και σήμερα θεωρείται ότι αποτελούν την πλειονότητα των ευρημάτων στις υπαίθριες θέσεις. Τα δείγματα του υλικού πολιτισμού που μελετούνται στην παρούσα εργασία διαφέρουν σε ορισμένα σημεία από αυτά παλιότερων ερευνών. Έτσι, παρότι οι λιθοτεχνίες από τη Μολόνδρα, το Ελευθεροχώρι 7 και τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, σύμφωνα με τις προκαταρκτικές αναφορές, αλλά και όπως κατέδειξε τόσο η καταρχήν αξιολόγησή όσο και η κύρια ανάλυσή τους, προέρχονται από παλίμψηστα και μάλιστα από δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο, θα πρέπει να σημειωθεί πως έχουν έρθει στο φως μέσα από τη χρήση σύγχρονων και σαφώς διατυπωμένων μεθοδολογιών πρόσκτησης στο πεδίο: στις δυο πρώτες περιπτώσεις από ανασκαφικές τομές και στην τρίτη περίπτωση από λεπτομερή επιφανειακή περισυλλογή με τη χρήση κανάβου. Το γεγονός αυτό, θεωρητικώς, καθιστά τα λίθινα τέχνεργα που μελετούνται εδώ ένα καλύτερο ποιοτικά δείγμα για την προσέγγιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κάθε θέση. Παράλληλα, και σε αντίθεση με ό,τι μέχρι σήμερα επικρατεί ως γενική αντίληψη για το χρονολογικό εύρος της παλαιολιθικής κατοίκησης στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού που μελετούνται εδώ μαρτυρούν πως η ανθρώπινη δραστηριότητα και στις τρεις θέσεις της έρευνάς μας, πέρα από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή επεκτείνεται με αρκετά μεγάλη ένταση και στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. xxv

30 Τα ερωτήματα που επιχειρούμε να απαντήσουμε μέσα από τη μελέτη του υλικού πολιτισμού είναι: Ποιός είναι ο χαρακτήρας και οι αρχές που διέπουν την οργάνωση της παραγωγής των τεχνέργων λαξευμένου λίθου και της διαχείρισης των προϊόντων της σε καθεμία από τις θέσεις της μελέτης κατά τη Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή; Ποιές οι ομοιότητες και διαφορές εντός της ίδιας θέσης και μεταξύ διαφορετικών θέσεων στη συγχρονία και στο πέρασμα του χρόνου (διαχρονία), και σε ποιούς λόγους μπορούν να αποδοθούν; Ο δεύτερος πυλώνας για τη συλλογή των εμπειρικών μας δεδομένων ερευνά τα ιδιαίτερα παλαιογεωγραφικά και τοπογραφικά γνωρίσματα (γεωλογία, παλαιοπεριβάλλον) των χώρων μέσα στους οποίους τα τέχνεργα λαξευμένου λίθου δημιουργήθηκαν και απέκτησαν χρηστική υπόσταση. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούμε να διαπιστώσουμε αν τα χαρακτηριστικά της τεχνολογικής συμπεριφοράς των ανθρώπινων ομάδων μπορούν αιτιακά να συνδεθούν με το χώρο στον οποίο εκδηλώθηκε, αλλά και τι μαρτυρούν τα στοιχεία αυτά για το είδος της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και πάλι ορισμένα γεωγραφικά και τοπογραφικά γνωρίσματα των θέσεων της μελέτης μας διαφέρουν σε κάποιο βαθμό από τις υπάρχουσες μαρτυρίες των γνωστών παλαιολιθικών υπαίθριων θέσεων στη βορειοδυτική Ελλάδα. Οι δύο από τις θέσεις της μελέτης μας, η Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, αποτελούν καινούρια σημεία στο χάρτη της παλαιολιθικής κατοίκησης της περιοχής. Παράλληλα η ιδιαίτερη τοπογραφική διαμόρφωση και το υψόμετρο των δυο αυτών χώρων (άνω των 200 και 600 μ. αντίστοιχα), σε συνδυασμό με το πλήθος των ευρημάτων τους, τους καθιστούν από τα λίγα παραδείγματα μαρτυρίας για την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Παλαιολιθική Εποχή σε μια «ημιορεινή» και «ορεινή» αντίστοιχα περιοχή, όχι μόνο για τη βορειοδυτική Ελλάδα αλλά και ολόκληρη τη νότια βαλκανική. Η τρίτη θέση της μελέτης μας, το Μεγάλο Καρβουνάρι, εντοπίζεται σε ένα «πεδινό», από άποψη τοπογραφίας και υψομέτρου (κάτω των 200 μ.) περιβάλλον, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία άμεσων συγκρίσεων για την πιθανή διαφοροποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε τρεις διαφορετικές από άποψη τοπογραφικής διαμόρφωσης και υψομέτρου περιοχές. Σε αυτό το πλαίσιο τα ερωτήματα που επιχειρούμε να απαντήσουμε είναι: Μπορούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής σε συνδυασμό με τα γεωγραφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων από τις οποίες προέρχονται να καταδείξουν κάποια διακριτή χρήση και λειτουργία αυτών των σημείων του τοπίου μέσα στο χρόνο και το χώρο; Τί μαρτυρούν τα στοιχεία αυτά για τον τρόπο επιβίωσης των ανθρώπινων ομάδων; xxvi

31 Κάνοντας καταρχήν ως υπόθεση εργασίας πως ο υλικός πολιτισμός της Μέσης Παλαιολιθικής στις θέσεις της μελέτης κατασκευάστηκε από ομάδες κυνηγώντροφοσυλλεκτών ανθρώπων του Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis) και αυτός της Ανώτερης Παλαιολιθικής από αντίστοιχες ομάδες Homo sapiens, ποιές είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες στη συμπεριφορά αυτών των δυο διαφορετικών ειδών, ως προς την παραγωγή, χρήση και απόρριψη των εργαλείων τους στους ίδιους χώρους, αλλά και ως προς τον τρόπο δραστηριοποίησής τους; Η προσπάθειά μας δεν περιορίζεται μόνο στη συλλογή και αξιολόγηση εμπειρικών δεδομένων προκειμένου να επιτευχθεί το ζητούμενο της. Αντίθετα, μέσα από μια διαδικασία συγκρίσεων που χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από βιβλιογραφική έρευνα, αλλά και από την αξιολόγηση του υλικού πολιτισμού της πιο πλούσιας και καλά δημοσιευμένης θέσης της Παλαιολιθικής Εποχής στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, της βραχοσκεπής Ασπροχάλικο, σε ένα δεύτερο επίπεδο εξετάζεται: Πώς οι νέες μαρτυρίες που προσφέρει η μελέτη μας για το χώρο, το χρόνο, τα υποκείμενα της δράσης και τα αντικείμενα που κατασκεύασαν, εγγράφονται στο υπάρχον αφήγημα της παλαιολιθικής κατοίκησης της βορειοδυτικής Ελλάδας, αλλά και του ευρύτερου νότιου και νοτιοανατολικού ευρωπαϊκού χώρου; Η παρούσα εργασία αρθρώνεται σε εννέα κεφάλαια. Στο πρώτο ανατρέχουμε την ιστορία, αλλά και τα βασικά συμπεράσματα που έχουν προκύψει από τη μέχρι σήμερα διερεύνηση των υπαίθριων θέσεων της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα ερευνητικά ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζουμε τη μεθοδολογία συλλογής των εμπειρικών μας δεδομένων, καθώς και τους ειδικότερους στόχους της. Στα επόμενα τρία κεφάλαια (3, 4, 5) παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της μελέτης της παλαιογεωγραφίας και των χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού κάθε θέσης. Στο έκτο κεφάλαιο οι μαρτυρίες για τον υλικό πολιτισμό, τα υποκείμενα της δράσης και το χώρο στον οποίο αυτά δραστηριοποιήθηκαν, συγκρίνονται συγχρονικά και διαχρονικά και προτείνονται ερμηνείες για την εξήγηση των ομοιοτήτων και των διαφορών που προκύπτουν. Στο έβδομο κεφάλαιο τα εμπειρικά μας δεδομένα γίνεται προσπάθεια να αντιπαραβληθούν με και να ενταχθούν στην υπάρχουσα εικόνα για τις «οικιστικές» και τεχνολογικές επιλογές των ανθρωπίδων κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη βορειοδυτική Ελλάδα, ενώ στο όγδοο κεφάλαιο συζητούνται βασικά σημεία των συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, με αναφορά στα δεδομένα για την Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, γίνονται επίσης υποθέσεις για το είδος και το χαρακτήρα της καθαυτής ανθρώπινης xxvii

32 δραστηριότητας, κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Τέλος, στο ένατο κεφάλαιο ανακεφαλαιώνονται τα συμπεράσματά και οι απαντήσεις που δόθηκαν στα ερωτήματά που θέσαμε και προτείνονται νέες κατευθύνσεις στις οποίες, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να κινηθεί η μελλοντική έρευνα σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται η μελέτη μας. Εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε πως με το δεδομένο ότι η μελέτη μας είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα έχει γίνει μια προσπάθεια για τη δόκιμη μεταφορά/μετάφραση ορισμένων όρων και εννοιών που αφορούν στην αντιμετώπιση των προϊστορικών λιθοτεχνιών και οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό στο τέλος της εργασίας μας παρατίθεται ένα γλωσσάρι εκείνων των ξένων τεχνολογικών και τυπολογικών όρων που έχουν μεταφραστεί και που χρησιμοποιούμε συχνά στην παρούσα μελέτη. Κάθε όρος ο οποίος βρίσκεται στο γλωσσάρι και για την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται μέσα στο κείμενο έχει την ειδική σήμανση «+». Το γλωσσάρι αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι εξαντλητικό και περιλαμβάνει εκείνους μόνο τους τεχνολογικούς και τυπολογικούς όρους (στην πλειονότητά τους αρκετά σύγχρονοι) που αποδίδονται από σπάνια ή έως καθόλου στη γλώσσα μας και που κρίναμε ότι στην ελληνική τους απόδοση θα μπορούσαν να ξενίσουν τον αναγνώστη. Θα πρέπει να τονιστεί πως το γλωσσάρι που διαμορφώσαμε σίγουρα δεν είναι το μοναδικό και σε καμία περίπτωση δεν διεκδικεί την «πατρότητα» της μετάφρασης του συνόλου των όρων που περιλαμβάνει. Η «ελληνική» βιβλιογραφία για τις προϊστορικές λιθοτεχνίες τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς. Σίγουρα, λοιπόν, κάποιοι ξένοι τεχνολογικοί και τυπολογικοί όροι με ίδια με τη δική μας μετάφραση, περιλαμβάνονται και σε άλλες εργασίες γραμμένες στην ελληνική γλώσσα. Σημειώνουμε επίσης πως πρωτότυποι ξένοι όροι που χρησιμοποιούνται από ορισμένους συγγραφείς με ερμηνευτικό περιεχόμενο (π.χ. ιδιαίτεροι χαρακτηρισμοί) ή αυτούσια αποσπάσματα ξένων εργασιών, τα οποία έχουμε μεταφράσει μέσα στο σώμα του κειμένου, παραθέτονται σε υποσημείωση. Μια ίδια πρακτική έχει ακολουθηθεί και για πρωτότυπους ξένους όρους που δεν αφορούν την τεχνολογία και την τυπολογία των λίθινων τεχνέργων. Τέλος, ξένοι όροι για τους οποίους δεν κρίναμε την σκοπιμότητα μετάφρασης (π.χ. Levallois, pseudolevallois) παραθέτονται αυτούσιοι στο σώμα του κειμένου. xxviii

33 1. ΟΙ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α Με αφετηρία την δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας ερευνητικών προγραμμάτων στην Ήπειρο, αλλά και τη γειτονική Κέρκυρα, έχει εντοπιστεί ένα πλήθος υπαίθριων θέσεων που μέσω των αρχαιολογικών τους καταλοίπων μαρτυρούν τη δραστηριότητα του παλαιολιθικού ανθρώπου. Ο ακριβής αριθμός αυτών των τοποθεσιών στο τοπίο είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο, αν θεωρηθούν ως «θέσεις» οι χώροι απ όπου έχει προέλθει έστω και ένα λίθινο τέχνεργο της Παλαιολιθικής Εποχής, τότε αυτοί ξεπερνούν τους Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των υπαίθριων θέσεων στη βορειοδυτική Ελλάδα ήρθαν στο φως κυρίως μέσα από επιφανειακές περισυλλογές που διενεργήθηκαν υπό το πρίσμα διαφόρων μεθοδολογιών, αλλά και ερευνητικών ζητουμένων. Οι ανασκαφές στους χώρους αυτούς, ωστόσο, είναι ελάχιστες και ποτέ δεν είχαν συστηματικό χαρακτήρα. Παρά την εγγενή αυτή αδυναμία, η αρχαιολογική τεκμηρίωση των υπαίθριων χώρων χρήσης, ανάλογα και με τους στόχους της κάθε ερευνητικής προσπάθειας, προσέγγισε πολλαπλές πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την Παλαιολιθική Εποχή, είτε συνεισφέροντας καινούρια και «αυτόνομα» στοιχεία, είτε εμπλουτίζοντας αυτά των συστηματικά ανασκαμμένων σπηλαίων και βραχοσκεπών της περιοχής. Τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν προς την παραπάνω κατεύθυνση ήταν επίσης πολλαπλά. Τυπολογικές και πιο πρόσφατα τεχνολογικές αναλύσεις λίθινων τεχνέργων, γεωλογικές και γεωαρχαιολογικές μελέτες των αποθέσεων από τις οποίες αυτά ήρθαν στο φως, διατύπωση μοντέλων συμπεριφοράς που ερμηνεύουν τις παλαιο-οικονομικές διαστάσεις των θέσεων, τη λειτουργία και τη διασπορά του δικτύου κατοίκησης και της ανθρώπινης κινητικότητας στο τοπίο (Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966, Sordinas 1968, 1969, Runnels & van Andel 1993, 2003, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, van Andel 1998, Papagianni 2000, van Andel & Runnels 2005, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012). Η ερευνητική αυτή δραστηριότητα, που με μικρά διαλείμματα συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας, δημιούργησε ένα πρότυπο ερευνητικής προσέγγισης στο οποίο η διεπιστημονικότητα κατέχει σημαντικό ρόλο. 1 Το θέμα του αριθμού των εντοπισμένων μέχρι σήμερα υπαίθριων θέσεων της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα συζητείται πιο αναλυτικά στο κεφάλαιο 7. 1

34 Στο κεφάλαιο αυτό θα ανατρέξουμε στο ιστορικό των ερευνών την πορεία, τους ιδιαίτερους τομείς, και τα βασικά συμπεράσματά της πενηντάχρονης και πλέον ερευνητικής δραστηριότητας στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, εστιάζοντας σε εκείνα τα σημεία που συνιστούν το αφετηριακό υπόβαθρο της μελέτης μας και επισημαίνοντας, παράλληλα, τα ερευνητικά ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά. 1.1 Το χρονικό, το αντικείμενο και η μεθοδολογία των ερευνών Οι πρωτοπόροι Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μια ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου του Cambridge υπό τον E. Higgs, ξεκινά έρευνα πεδίου στην Ήπειρο, μετά τα λιγοστά αποτελέσματα ανάλογης προσπάθειας στη δυτική Μακεδονία. Τα κυριότερα ζητούμενα του ερευνητικού αυτού προγράμματος ήταν 2. Καταρχήν να εντοπίσει και να ανασκάψει παλαιολιθικές αρχαιολογικές θέσεις προκειμένου, σύμφωνα και με τους ερευνητικούς προσανατολισμούς της παλαιολιθικής αρχαιολογίας εκείνης της εποχής, να συγκροτήσει μια τυπολογία των λίθινων τεχνέργων στην περιοχή και, αφού τη συγκρίνει με αυτή όμορων περιοχών, να συντάξει μια χρονο-πολιτισμική ακολουθία της κατοίκησης. Παράλληλα, συνδυάζοντας τη γεωλογία και την παλαιοντολογία να ανασυστήσει το κλιματικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο της παλαιολιθικής κατοίκησης προκειμένου να δημιουργηθεί ένα παλαιο-οικονομικό μοντέλο χρήσης της γης για την Εποχή αυτή στη βορειοδυτική Ελλάδα (Dakaris κ.α. 1964, Galanidou 1996, Bailey κ.α. 1997, Papagianni 2000). Αυτό το τελευταίο ζητούμενο, το οποίο διαπνεόταν από τις αρχές της οικολογικής και οικονομικής αρχαιολογίας, ήταν πρωτοποριακό όχι μόνο για την παλαιολιθική έρευνα της εποχής αλλά και για τη γενικότερη αντιμετώπιση του αρχαιολογικού αποθέματος σε παγκόσμια κλίμακα (Galanidou 1996). Οι έρευνες της ομάδας του E. Higgs στο αρχικό τους κυρίως στάδιο κατάφεραν να εντοπίσουν πάνω από 100 θέσεις με ευρήματα που υποδήλωναν δραστηριότητα του παλαιολιθικού ανθρώπου στο τοπίο της Ηπείρου. Οι περισσότερες από τις θέσεις εντοπίστηκαν κυρίως κατά το 1962 στο νομό Θεσπρωτίας. Ακόμη λίγες θέσεις εντοπίστηκαν στο νομό Πρέβεζας και στο νομό Ιωαννίνων. Όπως έχει σημειωθεί και κατά το παρελθόν (π.χ. Bailey κ.α. 1997, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000), ο ακριβής αριθμός των θέσεων που συνολικά ανιχνεύτηκαν, καθώς και η ακριβής μεθοδολογία διερεύνησής τους, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί μέσα από τις δημοσιευμένες πληροφορίες. Η ομάδα του Ε. Higgs δημοσίευσε μόνο ένα γενικό χάρτη των θέσεων που εντοπίστηκαν χωρίς λεπτομερές υπόμνημα (εικ. 1.1), με αποτέλεσμα η ακριβής θέση 2

35 ορισμένων αρχαιολογικών χώρων να παραμένει άγνωστη. Για παράδειγμα, η ακριβής τοποθεσία ενός από τους σημαντικότερους υπαιθρίους χώρους χρήσης στην κοιλάδα του Λούρου ποταμού, της θέσης Γκόρτσες, παραμένει ασαφής μέχρι και σήμερα (Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000). Εικόνα 1.1. Χάρτης με ορισμένες από τις αρχαιολογικές θέσεις που εντοπίστηκαν κατά την επιφανειακή έρευνα του Πανεπιστημίου του Cambridge τη δεκαετία του 1960 στη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. (Πηγή: Higgs 1968). Κύριος σκοπός της ομάδας του Ε. Higgs δεν ήταν τόσο η λεπτομερής διερεύνηση μεμονωμένων θέσεων, αλλά η επιδίωξη για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση των ερευνών στο χώρο (Dakaris κ.α. 1964, ο.π.). Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρησιμοποιήθηκε το κατά τη δεκαετία του 1960 υπάρχον οδικό δίκτυο μόνο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρες περιοχές, όπως οι νοτιοανατολικές ορεινές εκτάσεις της Ηπείρου, να μείνουν εκτός διερεύνησης (ο.π.). Οι έρευνες επικεντρώθηκαν κυρίως σε περιοχές με μη ορεινή τοπογραφία, όπως στις κοιλάδες των ποταμών Λούρου, Θεσπρωτικού και Αχέροντα, στις κοντά στην Ιόνια ακτή περιοχές, αλλά και στη λεκάνη των Ιωαννίνων (ο.π.). 3

36 Ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε κατά τις επιφανειακές έρευνες, στις περιοχές όπου ανιχνεύονταν αρχαιολογικά κατάλοιπα περιγράφονταν οι συσχετιζόμενες γεωλογικές αποθέσεις και το χρώμα τους, δημιουργώντας έναν «οδηγό» του είδους των ιζημάτων που ήταν πιθανό να φιλοξενούν ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής. Η μεθοδολογία των επιφανειακών περισυλλογών δεν είναι σαφής, γεγονός που προκάλεσε δυσκολίες σε μετέπειτα μελέτες των λίθινων τεχνέργων που ήρθαν στο φως από τις έρευνες αυτές. 2 Η ομάδα του Ε. Higgs πέρα από τις επιφανειακές περισυλλογές προχώρησε το 1963 και στην ανασκαφική διερεύνηση της σημαντικότερης, από την άποψη του πλούτου των ευρημάτων της, υπαίθριας θέσης που ανίχνευσε κατά το 1962, τον Κοκκινόπηλο στην κοιλάδα του Λούρου ποταμού. Εκεί διανοίχτηκαν 2 δοκιμαστικές τομές στις επονομαζόμενες ως «Θέσεις» 3 α και β. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως η ακριβής τοποθεσία των Θέσεων α και β, στο σύνολο της έκτασης που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής στον Κοκκινόπηλο, δεν είναι γνωστή. Ο Ε. Higgs (στο Dakaris κ.α. 1964) αναφέρει ότι από την ευρύτερη περιοχή της Παντάνασσας (η οποία εμπεριέχει και τον Κοκκινόπηλο) διερευνήθηκαν συνολικά 13 «επιφάνειες λάξευσης» 4 οι οποίες θεωρήθηκαν ξεχωριστές «Θέσεις». Σύμφωνα με την Δ. Παπαγιάννη (2000), η δοκιμαστική τομή της μετέπειτα αποκαλούμενης Θέσης α διανοίχτηκε στην αρχικά ορισμένη ως Θέση 1, και η δοκιμαστική τομή της Θέσης β διανοίχτηκε στη Θέση 11. Εκτός από τις δοκιμαστικές τομές, στις Θέσεις α και β διενεργήθηκαν ταυτόχρονα και επιφανειακές περισυλλογές. Η δοκιμαστική τομή της Θέσης α είχε διαστάσεις 2,4 x 1,2-2,1 μ. και έφτασε σε βάθος 5,8 μ. Ως προς την ανασκαφική μεθοδολογία, αφαιρέθηκαν στρώσεις των 7 ή των 15 εκ. περίπου, ανάλογα με τις συνθήκες. Οι αφαιρούμενες αποθέσεις κοσκινίστηκαν με τη χρήση λεπτού (με άνοιγμα 3 χιλιοστών), στεγνού κόσκινου, ενώ καταγράφηκε σε 3 διαστάσεις η θέση των ευρημάτων (Dakaris κ.α. 1964, βλ. και Papagianni 2000). Η δοκιμαστική τομή της Θέσης β είχε διαστάσεις 2,7 x 5,5 μ. και έφτασε σε βάθος από 1,5 μέχρι 2,3 μ. Οι αφαιρούμενες στρώσεις είχαν πάχος 15 περίπου εκ., ενώ δεν αναφέρεται η χρήση κόσκινου (ο.π.). Κατά τη δεκαετία του 1960 επίσης, με την ευκαιρία της εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής με θέμα την προϊστορία των νησιών του Ιονίου, ο Α. Σορδίνας, πραγματοποίησε επιφανειακή έρευνα και περισυλλογές αρχαιολογικού υλικού στην Κέρκυρα. Με τον τρόπο αυτό εντόπισε πάνω από 10 υπαίθριες θέσεις με κατάλοιπα της δραστηριότητας του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή αυτή (Sordinas 1968, 1969, 1970, 1983, Σορδίνας 1965, 1968, 2007) (εικ. 1.2). 2 Για το θέμα αυτό βλ. Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni «Sites» 4 «chipping floors» 4

37 Εικόνα 1.2. Χάρτης με θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Κέρκυρα που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας του Α. Σορδίνα. (Πηγή: Κουρτέση Φιλιππάκη 1996). Και πάλι εδώ ακριβείς πληροφορίες για τη μεθοδολογία των ερευνών αυτών δεν είναι διαθέσιμες, ωστόσο, σημειώνεται πως επιφανειακές περισυλλογές πραγματοποιήθηκαν σε ποικιλία γεωλογικών αποθέσεων. Παράλληλα, αναφέρεται πως σε κάθε περίπτωση οι έρευνες επεκτείνονταν σε ακτίνα 50 μέτρων από το χώρο όπου πρωτοανιχνεύονταν λίθινα τεχνέργα, και περισσυλέγονταν «τα πάντα» (Σορδίνας 2007, 25) σε διάστημα μια ημέρας. Ως «θέσεις» θεωρήθηκαν οι τοποθεσίες από τις οποίες είχαν έρθει στο φως τουλάχιστον 100 λίθινα τέχνεργα (Sordinas 1970, Papagianni 2000). Πέρα από την Κέρκυρα, ο Σορδίνας πραγματοποίησε επιφανειακές έρευνες στη Λευκάδα, στην Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο, την Ιθάκη, την Ακαρνανία, όπου σε μερικές περιπτώσεις εντόπισε παλαιολιθικές υπαίθριες θέσεις (Sordinas 1968, Σορδίνας 2007) Η συνέχεια των πρώτων προσπαθειών Μετά από μια περίπου δεκαετία στασιμότητας των ερευνών πεδίου, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια δεύτερη ομάδα του Πανεπιστημίου του Cambridge, αυτή τη φορά με επικεφαλής τον G. Bailey, επέστρεψε στην Ήπειρο, προκειμένου να συνεχίσει την εργασία της ομάδας του Ε. Higgs. Στο πλαίσιο του ερευνητικού αυτού προγράμματος, γνωστού υπό την ονομασία «Klithi Project», εκτός τη μελέτης του αρχαιολογικού υλικού από τις βραχοσκεπές Ασπροχάλικο και Καστρίτσα και της συστηματικής ανασκαφής της βραχοσκεπής Κλειδί, διενεργήθηκαν επιφανειακές έρευνες με κύριο ζητούμενο να εντοπιστούν περιοχές και σημεία με κατάλοιπα παλαιολιθικής δραστηριότητας. 5

38 Επιπλέον, στη βάση μιας, όπως και στην πρώτη επιφανειακή έρευνα του ίδιου ιδρύματος στην περιοχή, κυρίως παλαιο-οικονομικής προσέγγισης του αρχαιολογικού αποθέματος, επιχειρήθηκε να διερευνηθεί η σχέση των υπαίθριων παλαιολιθικών θέσεων με τοποθεσίες που είχαν συγκεκριμένα γεωγραφικά, τοπογραφικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά (Bailey κ.α. 1983, Bailey 1997, Bailey κ.α. 1997). Όσον αφορά την έκταση και την γεωγραφική εξάπλωση των ερευνών, η δεύτερη αυτή ομάδα του Cambridge προσπάθησε να λειτουργήσει συμπληρωματικά σε σχέση με την έρευνα του Ε. Higgs. Έτσι, η προσοχή επικεντρώθηκε σε περιοχές που ο τελευταίος δεν είχε προσεγγίσει (ο.π.). Οι έρευνες διενεργήθηκαν σε 2 φάσεις, κατά το 1987 και το Κατά την πρώτη φάση διερευνήθηκαν οι περιοχές δυτικά της βραχοσκεπής Κλειδί, σε μια πορεία από την ενδοχώρα προς τα παράλια. Το πεδίο των ερευνών περιελάμβανε τις λεκάνες της Κόνιτσας, του ποταμού Καλαμά, καθώς και τις παράκτιες περιοχές κοντά στην Ηγουμενίτσα. Η δεύτερη φάση της έρευνας επικεντρώθηκε σε μια πιο περιορισμένη περιοχή, που περικλείει τις λεκάνες των ποταμών Καλαμά και Βοϊδομάτη (Bailey κ.α. 1997). Εντοπίστηκαν 57 συνολικά υπαίθριες παλαιολιθικές θέσεις. Δεν πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές, παρά μόνο μικρής κλίμακας/δειγματοληπτικές, λόγω του παλαιογεωγραφικού προσανατολισμού των ερευνών, επιφανειακές περισυλλογές. Επιπλέον, οι επιφανειακές αυτές περισυλλογές πραγματοποιήθηκαν μόνο σε περιπτώσεις θέσεων οι οποίες κινδύνευαν να καταστραφούν εξαιτίας της σύγχρονης ανθρώπινης δραστηριότητας (ο.π.). Το επόμενο μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα, κατά τη διάρκεια του οποίου εντοπιστήκαν αρκετές παλαιολιθικές υπαίθριες θέσεις στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, ξεκίνησε το 1991 υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, σε συνεργασία με την ΙΒ ΕΠΚΑ. Το πρόγραμμα, γνωστό ως «Nikopolis Survey Project», υπό τη διεύθυνση των J. Wiseman και K. Ζάχου, είχε ως κύριο ζητούμενο τη διαχρονική διερεύνηση της ιστορίας της ανθρώπινης κατοίκησης του νομού Πρέβεζας, από τα προϊστορικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Με την καθοδήγηση των C. Runnels και T. van Andel, το «παλαιολιθικό» σκέλος του προγράμματος αυτού διήρκησε συνολικά 4 χρόνια και εστιάστηκε στον εντοπισμό νέων υπαίθριων θέσεων. Οι έρευνες κινήθηκαν γεωγραφικά σε 2 άξονες: από την κοιλάδα του Λούρου ποταμού έως και την Ιόνια Ακτή, και στο παραλιακό «μέτωπο» του νομού Πρέβεζας, από την ομώνυμη πόλη μέχρι και την Πάργα. Ως προς τη μεθοδολογία των επιφανειακών ερευνών, η περισυλλογή ευρημάτων δεν ήταν μεγάλης κλίμακας και περιορίστηκε σε διαγνωστικά τέχνεργα που θα επέτρεπαν τη γενική χρονολόγηση των 6

39 θέσεων από τις οποίες προήλθαν. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί η θέση Σπήλαιον, κοντά στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα, όπου η περισυλλογή λίθινων τεχνέργων ήταν μεγάλης κλίμακας και έγινε με τη χρήση κανάβου (ο.π., Runnels κ.α. 2003). Εικόνα 1.3. Η περιοχή των ερευνών με ορισμένες παλαιολιθικές υπαίθριες θέσεις που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια του Nikopolis Survey Project. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Το «Nikopolis Survey Project» εντόπισε συνολικά 38 υπαίθριες θέσεις με παλαιολιθικά κατάλοιπα και, παράλληλα, επαναδιερεύνησε ήδη γνωστές θέσεις, όπως ο Κοκκινόπηλος (Runnels & van Andel 2003) (εικ. 1.3) Οι έρευνες της τελευταίας δεκαπενταετίας Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας κατασκευαστικά έργα στην περιοχή της Ηπείρου (π.χ. Εγνατία οδός) έδωσαν τη δυνατότητα στην Η ΕΠΚΑ να εντοπίσει και να διερευνήσει 4 νέες υπαίθριες θέσεις με ίχνη παλαιολιθικής κατοίκησης: το Νεοχώρι, τη Μολόνδρα, το Ελευθεροχώρι και το Μεσοβούνι (Palli & Papadea 2002, Πάλλη 2007). Στο πλαίσιο αυτό και για τη διάσωση αρχαιοτήτων που κινδύνευαν με ολοκληρωτική καταστροφή, εκτός από περισυλλογές ευρημάτων, διενεργήθηκαν σωστικού χαρακτήρα ανασκαφές, 50 χρόνια μετά την 7

40 ανάλογη προσπάθεια της ομάδας του Ε. Higgs στον Κοκκινόπηλο. Ένα σημαντικό μέρος των αρχαιολογικών καταλοίπων, που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των σωστικών αυτών ερευνών, αναλύονται και ερμηνεύονται στη μελέτης μας. Τη δεκαετία του 2000 μια ακόμη ξένη ερευνητική προσπάθεια ξεκίνησε στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Πρόκειται για το πρόγραμμα «Thesprotia Expedition» του Φινλανδικού Ινστιτούτου στην Αθήνα σε συνεργασία με την ΛΒ ΕΠΚΑ, υπό τη διεύθυνση του Β. Forsén. Αντικείμενό του προγράμματος αυτού ήταν η διερεύνηση της ιστορίας της ανθρώπινης κατοίκησης και δραστηριότητας στην κοιλάδα του Κωκκυτού ποταμού, ο οποίος αποτελεί παραπόταμο στον άνω ρου του Αχέροντα. Από το 2005 μέχρι και το 2007, στο πλαίσιο του «Thesprotia Expedition», κατέστη δυνατό να εντοπιστούν καινούριες υπαίθριες θέσεις με αρχαιολογικά κατάλοιπα της Παλαιολιθικής Εποχής. Παράλληλα, επαναδιερευνήθηκαν ήδη γνωστές θέσεις στην περιοχή, όπως το Μεγάλο και το Μικρό Καρβουνάρι, που πρώτος είχε εντοπίσει ο Ε. Higgs (εικ. 1.4). Εικόνα 1.4. Η περιοχή των επιφανειακών ερευνών του «Thesprotia Expedition» και οι κύριες προϊστορικές θέσεις που εντοπίστηκαν. (Πηγή: Forsén 2011). Η μεθοδολογία πρόσκτησης των παλαιολιθικών ευρημάτων κατά το «Thesprotia Expedition» ποικίλει. Σε κάθε περίπτωση αφορούσε σε επιφανειακές περισυλλογές ευρημάτων, οι οποίες ήταν είτε εξαντλητικές, με τη χρήση κανάβου, είτε δειγματοληπτικές, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το ανάγλυφο της κάθε θέσης (Forsén 2009, Forsén 2011). Μια από τις λιθοτεχνίες της μελέτης μας, αυτή από τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, έχει έρθει στο φως κατά τη διάρκεια των ερευνών αυτών. 8

41 Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, ο Β. Τουρλούκης, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής για την Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή στον ελλαδικό χώρο (Tourloukis 2010), ανέπτυξε εκ νέου μικρής κλίμακας έρευνα πεδίου σε ορισμένες ήδη γνωστές υπαίθριες θέσεις στην Ήπειρο (Κοκκινόπηλος, Αλωνάκι, Όρμος Οδυσσέως). Παρότι η έρευνά του εστίασε στην ανασύσταση της γεωλογικής ιστορίας των αρχαιολογικών αυτών χώρων, κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης του Κοκκινόπηλου, ο Β. Τουρλούκης εντόπισε 2 σπάνια για τον ελλαδικό χώρο εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία + (ο.π., Tourloukis 2009, Tourloukis & Karkanas 2012), ευρήματα που θα συζητήσουμε στην ενότητα 1.2. Τελευταίο και πιο πρόσφατο «επεισόδιο» όσον αφορά τις έρευνες πεδίου για την Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα, αποτελεί η επιφανειακή έρευνα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τη ΛΒ ΕΠΚΑ, την 8 η ΕΒΑ και τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, υπό τη διεύθυνση της Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2011 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2015, διερευνά την ανθρώπινη κατοίκηση στο βόρειο τμήμα του νομού Θεσπρωτίας, μέσα από τη συνεργασία αρχαιολόγων και γεωμορφολόγων. Πιο συγκεκριμένα η έρευνα εστιάζει στη περιοχή που εκτείνεται εκατέρωθεν της πορείας του Μέσου Καλαμά, από τους οικισμούς Καστρί και Άγιος Βλάσσης στα δυτικά, έως τους οικισμούς Παλαιοχώρι και Άνω Παλαιοκλήσι στα ανατολικά. Ως προς τη μεθοδολογία τους, οι επιφανειακές έρευνες είναι εντατικές και δορυφορικά υποβοηθούμενες. Μέχρι και σήμερα, στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, έχουν εντοπιστεί αρκετές νέες υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής, μέσω της περισυλλογής μεγάλων ποσοτήτων λίθινων τεχνέργων (Κουρτέση-Φιλιππάκη προσωπική επικοινωνία). 1.2 Οι μαρτυρίες των λίθινων τεχνέργων Διαχρονικά, τα μοναδικά τεκμήρια που υποδηλώνουν τη ανθρώπινη δραστηριότητα στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας κατά την Παλαιολιθική Εποχή συνίστανται σε μεγαλύτερες ή μικρότερες συγκεντρώσεις τεχνέργων λαξευμένου λίθου. Μέχρι και σήμερα δεν αναφέρεται η ανίχνευση οργανικών καταλοίπων σε οποιαδήποτε παλαιολιθική υπαίθρια θέση στην περιοχή. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο ιδιαίτερο ταφονομικό περιβάλλον των υπαίθριων θέσεων, κατά κανόνα αποθέσεις ερυθρογής, 5 που δεν ευνοεί τη διατήρηση τέτοιου είδους ευρημάτων. 5 Για το θέμα αυτό βλ. ενότητα

42 Τα σύνολα των λίθινων τεχνέργων προσεγγίστηκαν κατά καιρούς υπό από το πρίσμα διαφόρων μεθοδολογιών (τυπολογία, τεχνολογία), με τις οποίες επιχειρήθηκε να απαντηθούν μια σειρά από ερωτήματα, σε σχέση καταρχήν με τη χρονολόγηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού στις υπαίθριες θέσεις. Ωστόσο, η απουσία ανασκαφών στους χώρους αυτούς (με την εξαίρεση των 2 δοκιμαστικών τομών στον Κοκκινόπηλο) και η έλλειψη κοινώς αποδεκτών (π.χ. Bailey κ.α contra Dakaris κ.α. 1964, King κ.α contra Runnels & van Andel 1993) χρονολογήσεων αποτέλεσαν σοβαρό περιοριστικό παράγοντα στην παραπάνω προσπάθεια. Στο πλαίσιο αυτό, τα λίθινα τέχνεργα λειτούργησαν διαχρονικά ως «καθοδηγητικά απολιθώματα» για τη χρονολόγηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, τοποθετώντας τη σε ένα ευρύ χρονολογικό πλαίσιο. Παράλληλα, προς την ίδια κατεύθυνση, αυτή της χρονολόγησης, πολύ συχνά τα ιδιαίτερα τυπολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων συγκρίνονταν με αυτά των λιθοτεχνιών που προέρχονταν από τις χρονο-στρωματογραφικές ακολουθίες βραχοσκεπών της βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως το Ασπροχάλικο και η Καστρίτσα. 6 Επιπλέον, κατά καιρούς, δεν έχουν λείψει και οι εκτιμήσεις που κατηγοριοποίησαν τον υλικό πολιτισμό σε συγκεκριμένες υπο-ενότητες +. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, πιο εξειδικευμένες συνθετικές μελέτες των λίθινων τεχνέργων των υπαίθριων θέσεων προσπάθησαν να ανασυνθέσουν το χαρακτήρα της ανθρώπινης δραστηριότητας στους χώρους αυτούς, πέρα από την απλή καταγραφή και χρονολογική ερμηνεία των χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού (π.χ. Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000, Runnels & van Andel 2003) Η Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή Αξιολογώντας τις μαρτυρίες που μπορεί να προσφέρει η τεχνολογία και η τυπολογία των λίθινων τεχνέργων, υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατοίκηση στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας ξεκινάει πριν από το Ανώτερο Πλειστόκαινο (π.χ. Runnels & van Andel 1993, 2003, Tourloukis 2009, 2010, 2012). Κάτι τέτοιο μπορούν θεωρητικώς να μαρτυρήσουν κάποια από τα 10 συνολικά εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία +, που κατά καιρούς έχουν έρθει στο φως από διάφορες υπαίθριες θέσεις της περιοχής (5 από τον Κοκκινόπηλο-Higgs 1964, Runnels & van Andel 1993, 2003, Αδαμ 1998, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas , 1 από τη θέση Όρμος Οδυσσέως -Runnels & van Andel 2003-, 1 από τη θέση Άγιος Θωμάς-Runnels & van Andel από τη λίμνη Ζήρου -Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997 και 2 από το Μεγάλο Καρβουνάρι- Τομείς 6 & 12- Galanidou κ.α. υπό έκδ.) (εικ. 1.5). 6 Το θέμα της σύγκρισης και συσχέτισης των λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων με αυτές από τις βραχοσκεπές της βορειοδυτικής Ελλάδας συζητείται στο κεφάλαιο 7. 10

43 i ι ii iii iv v. Εικόνα 1.5. Εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας. i iii: Κοκκινόπηλος (Πηγή: i, Runnels & van Andel 1993, ii iii, Tourloukis 2010), iv: Όρμος Οδυσσέως (κλίμακα 1/4 Πηγή: Runnels & van Andel 2003), v: Λίμνη Ζηρός (Πηγή: Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). Όπως υποστηρίζουμε αλλού (Galanidou κ.α. υπό εκδ.), τα εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία δεν θα πρέπει αυτόματα να εκλαμβάνονται ως μαρτυρίες της Κατώτερης Παλαιολιθικής, εφόσον στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, συχνά αποτελούν «συστατικά» μεταγενέστερων λιθοτεχνικών παραδόσεων (π.χ. Μουστέρια Αχελαίας παράδοσης + τύπου I & ΙΙ, Πρόσφατη Μικόκια + κλπ.). Στο πλαίσιο αυτό, τα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των περισσότερων εργαλείων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία που ως σήμερα προέρχονται από τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής 11

44 Ελλάδας μπορούν να υποστηρίξουν πως η πλειονότητά τους αποτελεί μέρος μεσοπαλαιολιθικών εργαλειοτεχνιών. Τα ιδιαίτερα, ωστόσο, χαρακτηριστικά 2 ακέραιων εργαλείων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία που σχετικά πρόσφατα έχουν έρθει στο φως από τον Κοκκινόπηλο, και των οποίων οι δημοσιεύσεις (Runnels & van Andel 1993, 2003, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012) επιτρέπουν τη διατύπωση κάποιων πιο ασφαλών συμπερασμάτων, μπορούν, κατά τη γνώμη μας, να υποστηρίξουν, τουλάχιστον στη θέση αυτή, μια υπόθεση αρκετά πρώιμης ανθρώπινης δραστηριότητας. 7 Το πρώτο από αυτά τα αντικείμενα, ένας Μικόκιος χειροπέλεκυς, υποστηρίζεται ότι ήρθε στο φως κατά χώραν και θεωρείται ότι αποτελεί μέρος μιας «ύστερης» ή «εξελιγμένης» 8 Αχελαίας λιθοτεχνικής παράδοσης (Runnels & van Andel 1993, 2003) (εικ. 1.5 i). Στη βάση της χρονολόγησης του γεωλογικού στρώματος στο οποίο βρέθηκε, το εύρημα αυτό τοποθετήθηκε χρονολογικά στα με χρόνια πριν από τον παρόν (ο.π.). 9 Ο δεύτερος χειροπέλεκυς προέρχεται από διαταραγμένες αποθέσεις και περιγράφεται ως ένα τυπικό Αχελαίο εργαλείο με αμφιπρόσωπη επεξεργασία (Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012) (εικ. 1.5 ii). Πέρα από τα 2 αυτά εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία οι C. Runnels και T. van Andel (2003) αναφέρουν από την υπαίθρια θέση Αλωνάκι κοντά στην Πρέβεζα μια μικρή ομάδα τεχνέργων κατασκευασμένων σε αδρόκοκκο πυριτόλιθο, η οποία υποστηρίζουν ότι εντοπίστηκε κατά χώραν και εκτιμούν ότι θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα «κατώτερο παλαιολιθικό» ή έστω «πρώιμο παλαιολιθικό» χρονολογικό ορίζοντα. Κάτι τέτοιο βασίζεται στην «ιδιαίτερη» πρώτη ύλη που έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των τεχνέργων αυτών και σε ορισμένα τεχνολογικά και τυπολογικά τους χαρακτηριστικά (π.χ. οι C. Runnels και T. van Andel αναφέρουν για το σύνολο αυτό απουσία πυρήνων Levallois, παρουσία κλακτόνιων εγκοπών και μεγάλων σε μέγεθος αποκρουσμάτων με μεγάλες, μη προετοιμασμένες, φτέρνες), σε συνδυασμό με χρονο- 7 Δεν χρησιμοποιείται ο όρος «Κατώτερη Παλαιολιθική», εφόσον η ηλικία της «αρχής» και του «τέλους» αυτής της Εποχής όσο και η ηλικία της μετάβασης στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στη βορειοδυτική Ελλάδα, παραμένουν στοιχεία αβέβαια και δεν υπάρχουν προς το παρόν ασφαλή δεδομένα για τον καθορισμό τους. Αλλωστε τόσο οι C. Runnels και Τ. van Andel (1993,2003) όσο και ο Β. Τουρλούκης (2010) αναρωτιούνται αν τα ευρήματά τους θα πρέπει να ενταχθούν στο πολιτισμικό πλαίσιο μιας «Κατώτερης» ή «Πρώιμης Μέσης Παλαιολιθικής» Εποχής (βλ. και παράρτημα). Για μια συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό καθώς και της σύγχυσης που συχνά προκαλείται από τις χρονολογικές προεκτάσεις της ορολογίας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των εργαλείων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία στον ελλαδικό χώρο βλ. Galanidou κ.α. υπό εκδ. 8 «later or developed» 9 Για το θέμα αυτό βλ. και ενότητα

45 στρωματογραφική αξιολόγηση του γεωλογικού στρώματος από το οποίο προήλθαν (εικ. 1.6). 10 Να σημειωθεί ότι στην ίδια θέση αναφέρονται και μεσοπαλαιολιθικά ευρήματα κατασκευασμένα σε λεπτόκοκκο πυριτόλιθο (Papagianni 2000). Εικόνα 1.6. Λίθινα τέχνεργα από τη θέση Αλωνάκι. (Πηγή: Tourloukis 2010). Η Δ. Παπαγιάννη (2000), η οποία μελέτησε ενδελεχώς τα αντικείμενα από το Αλωνάκι, θεωρεί ότι οι ιδιότητες της πρώτης ύλης στην οποία αυτά έχουν κατασκευαστεί δεν δικαιολογούν μια τόσο πρώιμη χρονολόγησή. Παράλληλα, αναγνωρίζοντας μέσα σε αυτό το σύνολο δισκοειδείς πυρήνες, αλλά και άλλους που έχουν αποκρουστεί με μεθόδους Levallois, sensu stricto Boëda (1993,1994) προτείνει μια χρονολόγηση στα γενικά χρονολογικά όρια της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Αργότερα, ο Β. Τουρλούκης (2010) επανεξέτασε το αρχαιολογικό υλικό από το Αλωνάκι και, παρότι σε γενικές γραμμές συμφωνεί με την Δ. Παπαγιάννη (2000), αφήνει το ενδεχόμενο της πιο πρώιμης χρονολόγησής του ανοιχτό. 10 Για το θέμα αυτό βλ. και ενότητα

46 Κατά τη γνώμη μας, με καθαρά τεχνολογικά και τυπολογικά κριτήρια δεν βλέπουμε το λόγο, προς το παρόν τουλάχιστον, η λιθοτεχνία αυτή να τοποθετηθεί σε μια πρώιμη Εποχή της Παλαιολιθικής. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα σχέδια και φωτογραφίες των τεχνέργων από το Αλωνάκι, αυτά φαίνεται να αποτελούν μέρος μιας Μουστέριας λιθοτεχνίας, που τεχνολογικά χαρακτηρίζεται από τη χρήση δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης, sensu stricto Boëda (1993, 1994), ενώ τυπολογικά, εγκοπές και οδοντωτά αποτελούν τους κυριότερους τύπους εργαλείων. Συμπερασματικά, τα μεμονωμένα τεκμήρια από τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας που έχουν αποδοθεί κατά καιρούς στην Κατώτερη Παλαιολιθική δεν επιτρέπουν τη στιγμή αυτή μια γενικότερη θεώρηση τόσο για τα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού, όσο και για την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Εποχή αυτή στους χώρους αυτούς Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Η έναρξη μιας πιο εντατικής χρήσης των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας φαίνεται ότι ξεκινάει κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο και τοποθετείται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (π.χ. Higgs στο Dakaris κ.α. 1964, Mellars στο Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita Finzi 1966, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000, για την Κέρκυρα βλ. και Σορδίνας 1965, 1968, Sordinas 1968, 1969, 1970, 1983). Θα πρέπει να σημειωθεί πως μέχρι και σήμερα τα γενικά χρονολογικά όρια της Εποχής αυτής στη βορειοδυτική Ελλάδα, σύμφωνα με τις μοναδικές απόλυτες χρονολογήσεις (μέθοδοι 14 C και TL) οι οποίες υπάρχουν για την «αρχή» και το «τέλος» της, που προέρχονται από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, 11 τοποθετούνται από τα έως και τα περίπου χρόνια πριν από το παρόν (Bailey κ.α. 1983,Huxtable κ.α. 1992) Οι πρώτες μελέτες του αρχαιολογικού υλικού της Μέσης Παλαιολιθικής από τις υπαίθριες θέσεις τη δεκαετία του 1960, σύμφωνα και με το πνεύμα της εποχής, πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο με τυπολογικά κριτήρια, και σε συνδυασμό με τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες που την ίδια περίοδο είχαν έρθει στο φως από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός χρονο-πολιτισμικού πλαισίου αναφοράς για την μεσοπαλαιολιθική κατοίκηση στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αρχικά, ο Ε. Higgs (στο Dakaris κ.α. 1964) θεώρησε ότι τα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις υπαίθριες θέσεις ανήκουν σε μια ιδιαίτερη Μουστέρια υποενότητα που χαρακτηριζόταν από τη χρήση μεθόδων απόκρουσης Levallois, και στην οποία έδωσε το όνομα «Κοκκινόπηλος». Πέρα από «κλασικούς» Μουστέριους εργαλειακούς τύπους (π.χ. ράσπες, εγκοπές, αιχμές), η ενότητα αυτή θεωρήθηκε ότι είχε ως κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό 11 Για το θέμα αυτό βλ. και κεφάλαιο 7 14

47 τις φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία + που είχαν έρθει στο φως από υπαίθριες θέσεις, όπως ο Κοκκινόπηλος και το Μόρφι (ο.π.) (εικ. 1.7). Εικόνα 1.7. Φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από τις υπαίθριες θέσεις της Ηπείρου. (Πηγή: Higgs 1968). Την ίδια περίοδο ωστόσο, με αφορμή την τυπολογική μελέτη μιας λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής, που προερχόταν από επιφανειακή περισυλλογή στη Θέση β στον Κοκκινόπηλο, διατυπώθηκε από τον P. Mellars (στο Dakaris κ.α. 1964) η άποψη πως ο υλικός πολιτισμός της Εποχής αυτής, στο σύνολο των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ενιαίος. Χαρακτηρίζοντας τον Κοκκινόπηλο ως «δισδιάστατη Combe Grenal», 12 ο P. Mellars (ο.π.) θεώρησε πως τα λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής που είχαν έρθει στο φως από τις υπαίθριες θέσεις της περιοχής αποτελούν τα απομεινάρια της συνεχούς 12 Η θέση Combe Grenal είναι από τις σημαντικότερες ανασκαμμένες προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στον ευρωπαϊκό χώρο. Πρόκειται για ένα σπήλαιο που έχει καταρρεύσει, στην κοιλάδα της Δορδόνης στη νοτιοδυτική Γαλλία και ανασκάφηκε κυρίως από τον F. Bordes από το 1953 έως το Η θέση έχει προσφέρει μια πολύ πλούσια ακολουθία λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής από συνολικά 54 στρώματα, που καλύπτουν το διάστημα από το OΙS 6 έως και το OIS 3, όλο δηλαδή το γνωστό χρονικό διάνυσμα της Εποχής αυτής στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σημαντική, τυπολογική κυρίως, διαφοροποίηση των λιθοτεχνιών αυτών και η ταξινόμησή τους σε διαφορετικές Μουστέριες υπο-ενότητες αποτέλεσε ένα από τα εναύσματα για τη διατύπωση από τον F. Bordes του λεγόμενου «πολιτισμικού» μοντέλου εξήγησής της ποικιλομορφίας των μεσοπαλαιολιθικών συνόλων τεχνέργων λαξευμένου λίθου. Για το θέμα αυτό βλ. και Mellars

48 ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την Εποχή αυτή στο τοπίο, συμπυκνώνοντας έτσι διαφορετικές Μουστέριες υπο-ενότητες. Πάντως και ο ίδιος ο E. Higgs λίγο αργότερα αναθεώρησε εν μέρει την άποψή του περί μιας και μοναδικής Μουστέριας υπο-ενότητας στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας (Higgs & Vita-Finzi 1966), εντοπίζοντας ορισμένες διαφορές ανάμεσα στα μετρικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών που προέρχονταν από υπαίθριες θέσεις που είχαν εντοπιστεί κοντά στην Ιόνια ακτή (π.χ. Μεγάλο Καρβουνάρι, Μόρφι) και στα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών που προέρχονταν από θέσεις της κοιλάδας του Λούρου (π.χ. Άγιος Γεώργιος, Γκόρτσες). Οι λιθοτεχνίες της πρώτης κατηγορίας θέσεων περιείχαν τέχνεργα μεγαλύτερου μεγέθους και μεγαλύτερο ποσοστό ρασπών απ ότι αυτές της δεύτερης κατηγορίας. 13 Ο Ε. Higgs θεώρησε ότι οι διαφορές αυτές πιθανώς να απεικονίζουν 2 διαφορετικές πολιτισμικές και χρονολογικές φάσεις της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην Ήπειρο σε αναλογία με την ερμηνεία των ευρημάτων από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, όπου είχαν ήδη αναγνωριστεί 2 μεσοπαλαιολιθικά σύνολα, τα οποία θεωρούνταν ότι είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά, η λεγόμενη «Κατώτερη Μουστέρια» και «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία (ο.π.). 14 Την ίδια περίοδο, στη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού από τις υπαίθριες θέσεις της Κέρκυρας, ο Α. Σορδίνας (1968), συμπέρανε ότι η πλειονότητα των ευρημάτων των χώρων αυτών τοποθετούνταν στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή και ότι είχε πολλά κοινά με το αντίστοιχο υλικό που είχε έρθει στο φώς στους υπαίθριου χώρους χρήσης στην Ήπειρο. 30 και πλέον χρόνια μετά, οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) επανήλθαν και μελέτησαν τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, που είχαν έρθει στο φως από το σύνολο των ερευνών του πανεπιστημίου του Cambridge. Στη συνθετική τους μελέτη, και στο ίδιο μήκος κύματος με τον P. Mellars, οι ερευνητές αυτοί συμπέραναν ότι οι υπαίθριες θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής είναι παλίμψηστα και τα ευρήματά τους αποτελούν ουσιαστικά «άχρονες υπογραφές» στο τοπίο, στις οποίες δεν μπορεί να αποδοθεί κάποιο ακριβές χρονολογικό, αλλά και λειτουργικό περιεχόμενο. Για να αντιμετωπίσουν το σκόπελο της απουσίας ενός χρονολογικού πλαισίου για αυτό το αρχαιολογικό υλικό, οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου θεώρησαν καταρχήν τα λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής από τις υπαίθριες θέσεις ως «σύγχρονα» μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι 13 Οι λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων που βρίσκονται κοντά στην Ιόνια Ακτή αναφέρονται και ως «high level industries» ενώ αυτές των υπαίθριων θέσεων που βρίσκονται στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου αναφέρονται και ως «low level industries». 14 «Basal Mouterian» και «Upper Mousterian». Για τα χαρακτηριστικά των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών της βραχοσκεπής Ασπροχάλικο βλ. κεφάλαιο 7. 16

49 μπορούσαν να τοποθετηθούν μεταξύ και χρόνων πριν από το παρόν, στα γενικά χρονολογικά όρια της Μέσης Παλαιολιθικής της Ηπείρου, έτσι όπως αυτά καθορίζονταν από τις απόλυτες χρονολογήσεις των μεσοπαλαιολιθικών στρωμάτων από το Ασπροχάλικο (ο.π.). Ταυτόχρονα εισήγαγαν τεχνολογικά κριτήρια στην ανάλυση τους, κυρίως μέσω της διάκρισης των μεθόδων απόκρουσης σε Levallois και μη, και κατάφεραν να προσεγγίσουν την τεχνολογική ποικιλομορφία που εμφανίζει η Μέση Παλαιολιθική στην Ήπειρο. Η εργασία των Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου είχε ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά να καταγραφεί με μεγαλύτερη σαφήνεια και με σύγχρονους όρους τόσο ο τυπολογικός όσο και ο τεχνολογικός χαρακτήρας της μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας. Αναγνωρίστηκαν οι μέθοδοι απόκρουσης σε κάθε θέση, καθώς και η σε κάθε περίπτωση εργαλειοτεχνία. Βασικό συμπέρασμα της μελέτης τους ήταν η διαπίστωση μιας μεγάλης, πρωτίστως τεχνολογικής και δευτερευόντως τυπολογικής, ποικιλομορφίας. Μάλιστα, παρατήρησαν ότι η ποικιλομορφία αυτή ήταν παρούσα τόσο στον υλικό πολιτισμό μιας θέσης, όσο και στον υλικό πολιτισμό διαφορετικών θέσεων (ο.π.). Παρότι οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου αναφέρουν πως όλο το φάσμα των μεθόδων απόκρουσης αλλά και των εργαλειακών τύπων εντοπίστηκαν στις λιθοτεχνίες σχεδόν όλων των υπαίθριων θέσεων, εντούτοις κατάφεραν να διακρίνουν ορισμένες βασικές τεχνολογικές και τυπολογικές διαφορές ανάμεσα στα σύνολα που μελέτησαν. Αυτό έγινε δυνατό μέσα από την ομαδοποίηση της γεωγραφίας των αρχαιολογικών θέσεων, κάτι που, όπως σημειώθηκε, είχε επιχειρηθεί παλιότερα και από τους Ε. Higgs και C. Vita-Finzi (1966). Η βασική γεωγραφική ομαδοποίηση των υπαίθριων θέσεων των B. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου διέκρινε θέσεις στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου (π.χ. Μεγάλο Καρβουνάρι, Μόρφι, Παραπόταμος) και θέσεις στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου (π.χ. Κοκκινόπηλος, Άγιος Γεώργιος, Στεφάνι) (ο.π.). Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, το κύριο τεχνολογικό χαρακτηριστικό των λιθοτεχνιών των παράκτιων υπαίθριων θέσεων συνίστατο στην ύπαρξη σε αυτές, και σε ένα σημαντικό ποσοστό, επιμηκών αποκρουσμάτων, που φαινόταν να έχουν παραχθεί από πυρήνες αποκρουσμένους με επαναλαμβανόμενες μονοπολικές ή κεντροφερείς μεθόδους Levallois. Ωστόσο, στα δείγματα λιθοτεχνιών που μελέτησαν οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου από τους χώρους αυτούς δεν εντοπίστηκε ανάλογο ποσοστό των παραπάνω ειδών πυρήνων. Αντίθετα το κυριότερο είδος πυρήνα στις λιθοτεχνίες των παράκτιων υπαίθριων θέσεων ήταν ο πυρήνας Levallois που παράγει ένα και μόνο απόκρουσμα, με σημερινούς όρους (sensu Boeda 1993, 1994) «γραμμικός» + Levallois. Το χαρακτηριστικό αυτό προκάλεσε ερωτήματα (ο.π.) για το αν οι πυρήνες κατά τις 17

50 τελικές φάσεις της «ζωής» τους λαξεύονταν με διαφορετική μέθοδο απόκρουσης απ ό,τι στις αρχικές ή αν τα προϊόντα της λάξευσης του λίθου έχουν προκύψει μέσα από τη χρήση διαφορετικών μεθόδων απόκρουσης σε επίσης διαφορετικούς πυρήνες. Τυπολογικά, το κυριότερο είδος εργαλείου που αναφέρεται στις λιθοτεχνίες των παράκτιων θέσεων είναι οι ράσπες (ο.π.) (εικ. 1.8a). Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής που προέρχονταν από τις υπαίθριες θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, σε αντίθεση με αυτές των παράκτιων θέσεων και με εξαίρεση τον Κοκκινόπηλο, περιείχαν τέχνεργα μικρότερου μεγέθους, μικρό ποσοστό επιμηκών αποκρουσμάτων, και χαρακτηρίζονταν ως μη Levallois. Αντίθετα, τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των θέσεων της κοιλάδας του Λούρου φαινόταν να είναι παρόμοια με αυτά των λιθοτεχνιών των παράκτιων θέσεων. Οι ράσπες αποτελούσαν και εδώ το κυριότερο είδος εργαλείου με τη διαφορά πως η επεξεργασία τους δεν ήταν τόσο προσεγμένη όσο αυτή των ρασπών των λιθοτεχνιών των παράκτιων θέσεων (ο.π.) (εικ. 1.8β). α Εικόνα 1.8. Λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι (α) στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου και τις Γκόρτσες (β) στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου. (Πηγή: Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). Ως πιθανή εξήγηση αυτού του γεωγραφικού σταθερότυπου τεχνολογικών κυρίως διαφορών, οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου πρότειναν την ύπαρξη 2 διαφορετικών παραδόσεων 18

51 Μουστέριων λιθοτεχνιών στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας. Ωστόσο, ως προς την γενικότερη ερμηνεία του φαινομένου της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών στην περιοχή, οι ίδιοι ερευνητές υποστηρίζουν πως δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί υπό το πρίσμα ενός και μόνο παράγοντα και πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολλαπλούς όρους: λειτουργικούς, ανθρωπολογικούς, χρονολογικούς ή άλλους (ο.π.). Λίγα χρόνια μετά, η Δ. Παπαγιάννη (2000), στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής, επανεξέτασε τα λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής που ήρθαν στο φως από τις υπαίθριες θέσεις μέσα από τις έρευνες του πανεπιστημίου του Cambridge, ενσωματώνοντας, ωστόσο, στη μελέτη της και τα ευρήματα από τις έρευνες του Α. Σορδίνα στην Κέρκυρα, αλλά και αυτά των επιφανειακών περισυλλογών του «Nikopolis Survey Project». Ένα από τα επιμέρους ζητούμενα της μελέτης αυτής ήταν να διαφωτίσει ακόμη περισσότερο, αλλά και να καταγράψει λεπτομερώς, την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που είχαν διακρίνει οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η Δ. Παπαγιάννη ακολούθησε ένα διαφοροποιημένο σύστημα μελέτης της τεχνολογίας των λίθινων τεχνέργων, που είχε ως αφετηρία τον καθορισμό μεθόδων παραγωγής, στη βάση κυρίως της κατεύθυνσης της απόκρουσης (π.χ. κεντροφερής, μονοπολική, διπολική, συγκλίνουσα) και όχι του «παραδοσιακού» διαχωρισμού Levallois/μη Levallois. Παράλληλα, πέρα από την τεχνολογία και την τυπολογία των τεχνέργων, εισήγαγε ένα επιπρόσθετο κριτήριο ανάλυσης του αρχαιολογικού της υλικού που αφορούσε τη διάγνωση του βαθμού της επαν-επεξεργασίας + των ρασπών, προκειμένου να καθοριστούν οι ενδεχόμενες πρακτικές επανάχρησής τους (ο.π.). Τα πορίσματα της μελέτης της Δ. Παπαγιάννη, τουλάχιστον όσον αφορά τα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των λίθινων τεχνέργων των υπαίθριων θέσεων, δεν διαφοροποιήθηκαν σοβαρά σε σχέση με τα συμπεράσματα της εργασίας των Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997). Οι βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο στην τεχνολογία των λιθοτεχνιών γεωγραφικοί διαχωρισμοί των τελευταίων επιβεβαιώθηκαν: οι λιθοτεχνίες από τις υπαίθριες θέσεις της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου, αλλά και από αυτές της Κέρκυρας, περιείχαν αρκετά μεγάλο ποσοστό επιμηκών αποκρουσμάτων κάτι που δεν χαρακτήριζε τις λιθοτεχνίες από τις θέσεις της κοιλάδας του Λούρου. Εξαίρεση στη γεωγραφική ζώνη του ποταμού Λούρου αποτελούσαν και πάλι οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τον Κοκκινόπηλο (τόσο αυτές που προέρχονταν από επιφανειακή περισυλλογή όσο και αυτές που είχαν έρθει στο φως από τις 2 δοκιμαστικές τομές της ομάδας του Ε. Higgs) οι οποίες περιείχαν αρκετά επιμήκη αποκρούσματα 19

52 (ο.π.). Παράλληλα, αν και όλες οι μέθοδοι απόκρουσης που καθόρισε η Δ. Παπαγιάννη ήταν παρούσες σε όλες τις λιθοτεχνίες που εξέτασε, στα σύνολα που προέρχονταν από τις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου η ίδια εντόπισε προτίμηση στη χρήση μονοπολικών και συγκλινουσών μεθόδων, ενώ στις παράκτιες θέσεις και σε αυτές της Κέρκυρας στη χρήση κεντροφερών. Ως προς τη χρήση διαφορετικών μεθόδων απόκρουσης κατά τη διάρκεια λάξευσης ενός πυρήνα, η Δ. Παπαγιάννη θεωρεί ότι υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την παραπάνω υπόθεση στις παράκτιες υπαίθριες θέσεις, ενώ για αυτές του Λούρου δεν διαπιστώθηκαν ανάλογες ενδείξεις. Σχετικά με την επανάχρηση των ρασπών δεν προέκυψαν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα σε θέσεις από διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες (ο.π.). Σε αντίθεση πάντως με τους Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997), η Δ. Παπαγιάννη (2000) ερμηνεύει την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που διακρίνει τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων με όρους λειτουργίας και χρήσης των εργαλείων, και δευτερευόντως με όρους χρονολογικούς και πολιτισμικούς. Το θέμα της αναγνώρισης υπο-ενοτήτων στον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας αποτελεί το αντικείμενο μιας νέας μελέτης 2 εργαλείων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία που ήρθαν στο φως κατά τις έρευνες του προγράμματος «Thesprotia Expedition» στους Τομείς 6 και 12 στο Μεγάλο Καρβουνάρι (Galanidou κ.α. υπό εκδ.). Στη μελέτη αυτή διατυπώνουμε την πρόταση πως από τυπολογικής άποψης τα αντικείμενα αυτά αποτελούν στην ουσία μαχαίρια με ράχη και αμφιπρόσωπη επεξεργασία +, ομοιάζοντας έτσι με ανάλογα αντικείμενα που χαρακτηρίζουν την Πρόσφατη Μικόκια λιθοτεχνική παράδοση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (ο.π.). Μάλιστα προτείνουμε (ο.π.) ότι πιθανόν 1 εργαλείο με αμφιπρόσωπη επεξεργασία, που πρόσφατα δημοσίευσε ο Β. Τουρλούκης (2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012) από τον Κοκκινόπηλο (εικ. 1.5 iii), ανήκει στον ίδιο εργαλειακό τύπο, είναι δηλαδή επίσης ένα μαχαίρι με ράχη και αμφιπρόσωπη επεξεργασία Η Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Η ανθρώπινη δραστηριότητα στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας συνεχίζεται και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική. Ωστόσο, τα τεκμήρια της Εποχής αυτής μέχρι και σήμερα είναι λιγοστά και κατά κύριο λόγο μη διαγνωστικά, αναλογικά τουλάχιστον με αυτά της Μέσης Παλαιολιθικής. 20

53 Τη δεκαετία του 1960 θεωρήθηκε πως τα ευρήματα της δοκιμαστικής τομής που διενήργησε η ομάδα του Ε. Higgs στη Θέση α του Κοκκινόπηλου αντικατοπτρίζουν μια φάση ανώτερης παλαιολιθικής κατοίκησης στη θέση, λόγω της παρουσίας αρκετών μικρολεπίδων με ράχη (εικ. 1.9) (ο.π.). Αργότερα, η επανεξέταση της λιθοτεχνίας αυτής οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής ήταν αναμεμιγμένα με τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, και πως ο αριθμός τους είναι σημαντικά μικρότερος απ ότι είχε αρχικά θεωρηθεί (Papagianni 2000). Εικόνα 1.9. Λίθινα τέχνεργα από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α στον Κοκκινόπηλο. (Πηγή: Dakaris κ.α. 1964). Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής αναφέρονται σε παλιότερες δημοσιεύσεις και σε άλλες υπαίθριες θέσεις, όπως το Μεγάλο Καρβουνάρι, το Μόρφι, το Ωραιόκαστρο, ο Γαλατάς, ο Βουβοπόταμος. Ωστόσο, ο αριθμός αυτών των ευρημάτων είναι μικρός και ο χαρακτήρας τους μη διαγνωστικός, με αποτέλεσμα να μην έχουν δημοσιευτεί ποτέ αναλυτικά (π.χ. Higgs στο Dakaris κ.α. 1964, Bailey κ.α. 1997, Papagianni 2000, Runnels & van Andel 2003). Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η σχετικά πρόσφατη δημοσίευση των ευρημάτων από τη θέση Σπήλαιον στην Πρέβεζα, η οποία εντοπίστηκε και διερευνήθηκε στο πλαίσιο του «Nikopolis Survey Project» (Runnels κ.α. 2003). Εκεί περιγράφεται μια επιφανειακά περισυλλεγμένη λιθοτεχνία, η οποία τεχνολογικά χαρακτηρίζεται από ευκαιριακές μεθόδους απόκρουσης που 21

54 παράγουν φολίδες και λεπίδες και, περιέχει μερικά τροπιδωτά ξέστρα και ξέστρα-ρύγχη (εικ. 1.10). Εικόνα Λίθινα τέχνεργα από τη θέση Σπήλαιον (κλίμακα 1/3). (Πηγή: Runnels κ.α. 2003). Στη βάση αυτών των χαρακτηριστικών, το σύνολο από το Σπήλαιον τοποθετήθηκε στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική και θεωρήθηκε ότι ομοιάζει με δείγματα Τυπικών Βαλκανικών Ωρινάκιων λιθοτεχνιών (sensu Kozlowski 1999), από τις οποίες απουσιάζουν οι Ωρινιάκιες λεπίδες και οι μικρολεπίδες τύπου Dufour (ο.π.). Στη θέση Σπήλαιον ωστόσο αναφέρονται επίσης ορισμένα λίθινα τέχνεργα μεσοπαλαιολιθικής ηλικίας, όπως 2 πυρήνες Levallois. Όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, ο υλικός πολιτισμός της Ανώτερης Παλαιολιθικής από τις υπαίθριες θέσεις, λόγω της έλλειψης περισσότερων διαγνωστικών στοιχείων, ουδέποτε επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί συνολικά και συνθετικά, όπως έγινε στο παρελθόν με αυτόν της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Η μελέτη μας επιχειρεί να προσφέρει νέα στοιχεία σε σχέση με το θέμα αυτό. 1.3 Η γεωλογία και το παλαιοπεριβάλλον των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας Στην προσπάθεια εντοπισμού υπαιθρίων θέσεων της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα (τόσο στην Ήπειρο όσο και στην Κέρκυρα), από τις πρώτες κιόλας επιφανειακές έρευνες στην περιοχή (Dakaris κ.α. 1964), αρωγός υπήρξε η διαπίστωση πως μεγάλες ποσότητες λίθινων τεχνέργων συγκεντρώνονταν σε ευδιάκριτους στο τοπίο γεωλογικούς σχηματισμούς ερυθρογής, τη λεγόμενη terra rossa (εικ. 1.11). Η σύνδεση της terra rossa με τα παλαιολιθικά κατάλοιπα 22

55 επιβεβαιώθηκε αργότερα, όταν, στο πλαίσιο του «Klithi Project» και του «Nikopolis Survey Project», τοποθεσίες που χαρακτηρίζονταν από άλλου είδους γεωλογικές αποθέσεις, όπως φλύσχες, ερευνήθηκαν ενδελεχώς, με κατά κανόνα αρνητικά αποτελέσματα ως προς την ανεύρεση αρχαιολογικού υλικού (Bailey κ.α. 1997, Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Χαρακτηριστικές αποθέσεις ερυθρογής (terra rossa) σε τοπίο της Ηπείρου. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Παράλληλα λοιπόν με τις πρώτες μελέτες του υλικού πολιτισμού των υπαίθριων θέσεων, ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια διερεύνησης της γεωλογικής τους ιστορίας. Τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα στη βορειοδυτική Ελλάδα πάντα ενσωμάτωναν ένα γεωλογικόπαλαιοπεριβαλλοντικό συστατικό στην ερευνητική τους προτεραιότητα με αντικείμενο την κατανόηση των γεωχωρικών συνιστωσών των αρχαιολογικών θέσεων. Έτσι, γεωλογία και μελέτη των λίθινων τεχνέργων συμπορεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, προσφέροντας αμφίδρομες ερμηνείες για τις υπαίθριες θέσεις, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τα εκάστοτε συμπεράσματα για τη γεωλογική ιστορία των χώρων αυτών, καθόρισαν και τη μεθοδολογία αντιμετώπισης των αρχαιολογικών τους καταλοίπων και εντέλει την ερμηνεία τους. Οι γεωλογικές έρευνες θεωρήθηκαν διαχρονικά ως υψίστης σημασίας για 2 κυρίως λόγους. Ο πρώτος αφορά στην προσπάθεια για χρονολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων τα οποία προέρχονταν από τις αποθέσεις ερυθρογής μέσα από τον υπολογισμό της ηλικίας των στρωμάτων που τα εμπεριείχαν. 15 Προκειμένου, ωστόσο, να χρονολογηθούν με ασφάλεια τα λίθινα τέχνεργα, 15 Αν και για την ασφαλή αποσαφήνιση τέτοιους είδους ζητημάτων απαιτούνταν συστηματικές ανασκαφές οι οποίες εξέλειπαν, οι δοκιμαστικές τομές της ερευνητικής ομάδας του Cambridge στον Κοκκινόπηλο τη δεκαετία του 1960, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διαφωτιστικά ως προς αυτό το θέμα. Παρότι το πρόβλημα της έλλειψης συστηματικών ανασκαφών στις υπαίθριες θέσεις παραμένει, σχετικά πρόσφατα, η θεωρούμενη ως κατά χώραν εύρεση «στρωματογραφημένων» λίθινων τεχνέργων σε παρείες αποθέσεων ερυθρογής, υποβοήθησε τις προσπάθειες 23

56 θα έπρεπε πρώτα να διερευνηθεί η αρχαιολογική και στρωματογραφική σχέση τους με τις αποθέσεις από τις οποίες προήλθαν, δηλαδή η ταφονομία τους. 16 Κάτι τέτοιο επιχειρήθηκε διαχρονικά, μέσω της προσπάθειας διάγνωσης της προέλευσης, του τρόπου και του χρόνου σχηματισμού της ερυθρογής στις υπαίθριες θέσεις. Ο δεύτερος λόγος που καθιστούσε τις γεωλογικές έρευνες ιδιαίτερα σημαντικές ήταν η προσπάθεια ανασύστασης του παλαιοπεριβάλλοντος των υπαίθριων θέσεων, προκειμένου να κατανοηθεί ο ρόλος του σε σχέση με τον τρόπο ένταξης στο χώρο και τις συνθήκες ζωής των ανθρωπίδων. Όπως έχει σημειωθεί, μια τέτοια ερευνητική κατεύθυνση υιοθετήθηκε από την πρώτη κιόλας «επίσκεψη» του πανεπιστημίου του Cambridge στην Ήπειρο, στη βάση των παλαιο-οικονομικών ερωτημάτων του προγράμματος. Εδώ θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, μέχρι και τη δεκαετία του 1990, το σύνολο σχεδόν των γεωλογικών ερευνών άντλησαν τα συμπεράσματά τους από τη μελέτη των αποθέσεων ερυθρογής του Κοκκινόπηλου, τα οποία συνήθως γενικεύονταν για όλες τις περιπτώσεις των υπαίθριων θέσεων (Dakaris κ.α. 1964, Harris & Vita-Finzi 1968, King & Bailey 1985, Bailey κ.α. 1992). Οι μετέπειτα γεωλογικές έρευνες στηρίχτηκαν στην πιο ενδελεχή μελέτη αποθέσεων terra rossa και άλλων υπαίθριων θέσεων στη βορειοδυτική Ελλάδα (van Andel 1998, Runnels & van Andel 2003) Ο τρόπος σχηματισμού και η προέλευση της terra rossa Τα αποτελέσματα των αναλύσεων της σύστασης των ιζημάτων ερυθρογής του Κοκκινόπηλου και της προσπάθειας ανασύνθεσης των αποθετικών τους διαδικασιών, οδήγησε σε 3 μοντέλα που περιέγραφαν τον τρόπο σχηματισμού και την προέλευση των αποθέσεων terra rossa στη βορειοδυτική Ελλάδα. Το πρώτο πρότεινε πως η ερυθρογή είχε αιολική προέλευση (π.χ. Hey στο Dakaris κ.α. 1964, MacLeod 1980). Το δεύτερο θεωρούσε πως η ερυθρογή είναι αλλουβιακής προέλευσης, το αποτέλεσμα δηλαδή της αποσάθρωσης του ασβεστολιθικού υποστρώματος της Ηπείρου από τα εποχικά ρέματα που σχηματίζονται από τις βροχοπτώσεις ή πιο μόνιμες αιτίες, όπως οι ποτάμιες κοίτες (π.χ. Higgs & Vita-Finzi 1966, Harris & Vita-Finzi 1968, Macleod & Vita- Finzi 1982, King & Bailey 1985). Το τρίτο μοντέλο πρότεινε ότι οι σχηματισμοί terra rossa συντίθενται από χημικά ή βιοχημικά υποπροϊόντα της διαδικασίας αποσάθρωσης του χρονολόγησής των αντικειμένων αυτών (π.χ. Runnels & van Andel 1993, 2003, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012). Για το θέμα αυτό βλ. και ενότητα Ο όρος «ταφονομία» χρησιμοποιείται με την αρχαιολογική του έννοια και νοείται ως το σύνολο των φυσικών, χημικών, βιολογικών και ανθρωπογενούς φύσης διαδικασιών που έχουν επηρεάσει την αρχαιολογική συνάφεια των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού (στην προκειμένη περίπτωση των λίθινων τεχνέργων) από τη στιγμή της απόθεσής τους μέχρι και την ανάκτησή τους από την αρχαιολογική διερεύνηση. Για το θέμα αυτό βλ. Dibble κ.α και τις εκεί αναφορές. 24

57 ασβεστολιθικού υποβάθρου, τα οποία έχουν συσσωρευτεί στη θέση ανεύρεσης τους με κολλουβιακούς μηχανισμούς (Bailey κ.α. 1992). Στις τελευταίες τους εργασίες οι C. Runnels και T. van Andel (2003, van Andel & Runnels 2005) μέσα από νέες παρατηρήσεις στο πεδίο όχι μόνο στον Κοκκινόπηλο, αλλά και σε άλλες υπαίθριες θέσεις, διατύπωσαν μια ερμηνεία που εν πολλοίς συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Σύμφωνα με αυτή, οι αποθέσεις ερυθρογής είναι κυρίως αλλουβιακής προέλευσης, ωστόσο μέρος τους μπορεί να αποδοθεί σε διαδικασίες αιολικής μεταφοράς κόκκων ιζημάτων πιθανώς από τη βόρεια Αφρική. Επιπλέον, καθόρισαν 3 διαφορετικά είδη ερυθρογής που είναι παρόντα στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, με κριτήριο την προέλευση και τον τρόπο σχηματισμού τους (ο.π.). Το πρώτο είδος περιγράφεται ως πρωτογενής terra rossa και αποτελεί το κατά χώραν υπόλειμμα της διάβρωσης του ασβεστολιθικού υποστρώματος. Το χρώμα της κυμαίνεται από κόκκινο ως σκούρο κόκκινο (10R 4/6 έως 2.5YR 3/6 και 4/6), λόγω του άφθονου αιματίτη που περιέχει. Σύμφωνα με τους C. Runnels και T. van Andel (ο.π.), στη βορειοδυτική Ελλάδα (αλλά και γενικότερα στον ελλαδικό χώρο) αποθέσεις πρωτογενούς terra rossa συναντούνται σπάνια, με εξαίρεση μικρούς σε έκταση τέτοιου είδους γεωλογικούς σχηματισμούς που παραμένουν στα κοιλώματα των αρχικών καρστικών επιφανειών από τις οποίες και προέκυψαν. Αντίθετα, το δεύτερο είδος ερυθρογής, η επαναποτιθεμένη terra rossa που εντοπίζεται όχι σε μικρά καρστικά κοιλώματα αλλά σε μεγαλύτερες καρστικές λεκάνες, είναι αρκετά κοινό, προέρχεται επίσης από τη διάβρωση του καρστικού υποστρώματος και αποτελεί την πλειονότητα αυτού του είδους γεωλογικών αποθέσεων στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Το χρώμα της επαναποτιθεμένης terra rossa είναι συνήθως πιο κιτρινωπό (5YR έως 7.5YR), σε σχέση με αυτό της πρωτογενούς, εφόσον η πρώτη έρχεται συχνά σε επαφή με νερό που επίσης συγκεντρώνεται στις μεγάλες καρστικές λεκάνες, με αποτέλεσμα να διαλύεται ο αιματίτης που περιέχει. Το νερό επιφέρει και άλλες χρωματικές αλλοιώσεις στην επαναποτιθεμένη terra rossa, με αποτέλεσμα σε αυτή να εμφανίζονται συχνά οριζόντιες ζώνες ή κηλίδες, γκρίζου ή κιτρινωπού/γκρίζου χρώματος (10YR έως 2.5Y 4/6-7/0) (ο.π.). Τα κόκκινα ή κίτρινα χρώματα υποδηλώνουν οξειδωτικές συνθήκες και τα γκρίζα αναγωγικές. Το τρίτο είδος ερυθρογής έχει κολλουβιακή προέλευση. Συναντάται ως αποτέλεσμα της δράσης του νερού κυρίως σε αποξηραμένα αλλουβιακά ριπίδια, τα οποία σχηματίζονται στα ασβεστολιθικά πετρώματα. Η terra rossa στις περιπτώσεις αυτές διατηρεί το πρωταρχικό χρώμα της, ωστόσο βρίσκεται αναμεμιγμένη με χονδροειδή, φερτά υλικά (ο.π.). 25

58 Οι C. Runnels και T. van Andel, πέρα από τα 3 είδη ερυθρογής που αναφέρθηκαν, σημειώνουν τη διάκριση που πρέπει να γίνεται ανάμεσα στην terra rossa και τα λεγόμενα παλαιοιζήματα, τα οποία είναι επίσης παρόντα στις υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα και αλλού. Τα παλαιοιζήματα, που είναι επίσης κόκκινου χρώματος, είναι συχνά διαστρωματωμένα ανάμεσα στην ερυθρογή, αντανακλούν «διαλλείματα» ανάμεσα στις περιόδους απόθεσής της, και σχηματίζονται από τη διαδικασία διάβρωσης των σταθερών παλαιοεδαφών που σε κάθε περίπτωση αυτή διαμορφώνει (ο.π.) Ο χρόνος σχηματισμού της ερυθρογής Ως προς το χρόνο σχηματισμού της ερυθρογής οι απόψεις συνεχίζουν να διίστανται. Οι R. Hey (στο Dakaris κ.α. 1964), E. Higgs και K. Vita-Finzi (1966) και C. Runnels και Τ. van Andel (2003, van Andel & Runnels 2005) έχουν υποστηρίξει πως η διαδικασία της συσσώρευσης των αποθέσεων terra rossa είναι σύγχρονη με την παλαιολιθική κατοίκηση της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η θεώρηση αυτή βασίζεται κυρίως σε πολλές κατά καιρούς προσπάθειες χρονολόγησης της απόθεσης της ερυθρογής με διάφορες μεθόδους. Οι πρώτες τέτοιου είδους απόπειρες βασίστηκαν στη γενική στρωματογραφική διαίρεση του συνόλου των αποθέσεων terra rossa του Κοκκινόπηλου σε 3 διαδοχικές ζώνες, την Α, Β και C, με καθεμία από αυτές να φέρει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κυρίως ως προς το ακριβές χρώμα της (Tippet στο Dakaris κ.α. 1964). Ο διαχωρισμός αυτός με μικρές διαφοροποιήσεις είναι γενικά αποδεκτός μέχρι και σήμερα (εικ. 1.12). 17 Μέσω της σύγκρισης της διαδοχής των ζωνών αυτών με ανάλογες ασφαλώς χρονολογημένες γεωλογικές ακολουθίες από τη βόρεια Κυρηναϊκή, ο R. Hey (στο Dakaris κ.α. 1964) πρότεινε ότι τα ιζήματα του Κοκκινόπηλου συσσωρεύτηκαν μεταξύ και χρόνων πριν από το παρόν. Εκτός από τον Κοκκινόπηλο, στο Μόρφι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, χρονολογήθηκε με τη μέθοδο Ar/Ar ένα στρώμα ηφαιστειακής τέφρας το οποίο προερχόταν από ηφαιστειακή έκρηξη στην Ιταλία (Pyle κ.α. 1998). Τo στρώμα αυτό ήταν πάχους 2 μ. και υπερκαλυπτόταν από αποθέσεις ερυθρογής συνολικού πάχους 12 μ. Τα αποτελέσματα αυτών των μετρήσεων, στα ±7.000 χρόνια πριν από το παρόν, υπέδειξαν για το Μόρφι ένα ελάχιστο όριο για το χρόνο σχηματισμού των αποθέσεων terra rossa (εικ. 1.13). 17 Ο Tippet (στο Dakaris κ.α. 1964) αναγνώρισε και μια τέταρτη ζώνη αποθέσεων ερυθρογής στον Κοκκινόπηλο την οποία δεν ονομάτισε. Στο Bailey κ.α η ζώνη αυτή ονοματίζεται (D) και αναφέρεται και μια πέμπτη ζώνη αποθέσεων (Ε), η οποία δεν έγινε δυνατό να εντοπιστεί και να αναγνωριστεί σε πρόσφατες έρευνες (π.χ. Runnels & van Andel 2003, Tourloukis 2010). 26

59 Εικόνα Η διάκριση των αποθέσεων ερυθρογής του Κοκκινόπηλου σε 3 ζώνες κατά Η. Tippet. (Πηγή: Dakaris κ.α. 1964). Εικόνα Ακολουθία των γεωλογικών αποθέσεων στη θέση Μόρφι. (Πηγή:Pyle κ.α. 1998). Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο του «Nikopolis Survey Project», σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα εκτεταμένο γεωγραφικά, πρόγραμμα χρονολόγησης της terra rossa και των παλαιοιζημάτων από τον Κοκκινόπηλο, την Αγιά, το Αλωνάκι, τον Αναβάτη και τη Λούτσα, με Θερμοφωταύγεια (TL) και Υπέρυθρα Διεγειρόμενη Φωταύγεια (ΙRSL) (van Andel 1998, Zhou & van Andel 2001, Runnels & van Andel 2003). Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών προσέφεραν ένα γενικό χρονολογικό πλαίσιο για την συσσώρευση των αποθέσεων στις συγκεκριμένες θέσεις, που εκτείνεται από την τελευταία μεσοπαγετώδη περίοδο μέχρι και το μέσο-ολόκαινο (ο.π.) (εικ ). Παράλληλα με αυτές τις μετρήσεις, σε ορισμένες υπαίθριες θέσεις εφαρμόστηκε μια συμπληρωματική μέθοδος χρονολόγησης που εδράζεται στον υπολογισμό του βαθμού ωριμότητας των παλαιοιζημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι C. Runnels και T. van Andel εκτίμησαν ως ελάχιστη ηλικία διαμόρφωσης ενός παλαιοιζήματος από την κορυφή των αποθέσεων ερυθρογής (ζώνη C) του Κοκκινόπηλου τα χρόνια πριν από το παρόν, ενώ μια μέτρηση με Θερμοφωταύγεια στο ίδιο παλαιοίζημα, έδωσε μια χρονολόγηση στα ±1.400 χρόνια πριν από το παρόν (ο.π.). 27

60 Εικόνα Ηλικίες απόλυτων χρονολογήσεων γεωλογικών αποθέσεων σε υπαίθριες αρχαιολογικές θέσεις του νομού Πρέβεζας. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Η δεύτερη άποψη για το πότε αποτέθηκε η terra rossa στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας υποστηρίζει πως η διαδικασία αυτή σταμάτησε κατά το Μέσο Πλειστόκαινο ή και νωρίτερα, προχρονολογώντας έτσι την παλαιολιθική κατοίκηση στην περιοχή (Bailey κ.α. 1992, 1993, King & Bailey 1985). Η θεωρία αυτή αναγνωρίζει την κολλουβιακή προέλευση της ερυθρογής. Σύμφωνα με αυτή, μετά την απόθεσή της, η terra rossa υπέστη διάβρωση, ενώ παράλληλα η τεκτονική δραστηριότητα θα ήταν ικανή να μεταβάλλει την αρχική της θέση (ο.π., King κ.α. 1997). Ως ενισχυτικό της άποψης αυτής προβλήθηκαν τα αποτελέσματα προσπαθειών χρονολόγησης της terra rossa από τη Θέση β του Κοκκινόπηλου με Θερμοφωταύγεια, στο τέλος της δεκαετίας του Οι μετρήσεις αυτές, που πάντως δεν θεωρούνται αποδεκτές από τους οπαδούς της θεωρίας της «συγχρονίας» παλαιολιθικής κατοίκησης/συσσώρευσης της terra rossa (Runnels & van Andel 2003, van Andel 2003 & Runnels 2005, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012), έδειξαν πως το σύνολο της ερυθρογής του Κοκκινόπηλου είχε αποτεθεί εκεί πριν από τα χρόνια πριν από το παρόν (Bailey κ.α. 1992). Κάτι τέτοιο, πάντως, έρχεται σε αντίθεση με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των χρονολογήσεων του «Nikopolis Survey Project». Οι 2 διαφορετικές θεωρήσεις του χρόνου συσσώρευσης της ερυθρογής στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας συνδέονται άμεσα με το θέμα του αρχαιολογικού πλαισίου των ευρημάτων που προέρχονται από τους χώρους αυτούς. 28

61 Η άποψη της συγχρονικής διαμόρφωσης των αποθέσεων ερυθρογής και της ανθρώπινης κατοίκησης υποστηρίζει πως είναι δυνατόν να εντοπιστούν αρχαιολογικά ευρήματα σε πρωτογενή συνάφεια σε αποθέσεις terra rossa (Higgs & Vita Finzi 1966, Runnels & van Andel 1993, 2003, van Andel & Runnels 2005, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012). Επιπροσθέτως, θεωρείται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, παρότι τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορεί να έχουν μετακινηθεί από την αρχική θέση απόρριψής τους-να βρίσκονται δηλαδή σε δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια-, δεν έχει αλλάξει η αρχική στρωματογραφική σχέση τους με το γεωλογικό στρώμα στο οποίο είχαν αποτεθεί. 18 Ωστόσο σε πιο σύγχρονες δημοσιεύσεις (π.χ. Runnels & van Andel 2003, van Andel & Runnels 2005, Tourloukis 2009, 2010, Tourloukis & Karkanas 2012) αναγνωρίζεται πως σε πάρα πολλές περιπτώσεις η συνεχής διάβρωση των αποθέσεων ερυθρογής (π.χ. από εποχικά ρέματα) δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη δεκαετία του 1960, θεωρήθηκε ότι τα ευρήματα των 2 δοκιμαστικών τομών στις Θέσεις α και β του Κοκκινόπηλου, που διανοίχτηκαν στις γεωλογικές ζώνες C και Β αντίστοιχα, ήρθαν στο φως σε πρωτογενή αρχαιολογική συνάφεια (Higgs στο Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966). Με την ιδέα πως τα λίθινα τέχνεργα από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α κατασκευάστηκαν κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, ενώ τα λίθινα τέχνεργα από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης β κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, προτάθηκε ότι η ερυθρογή των ζωνών C και Β συσσωρεύτηκε κατά τις αντίστοιχες πολιτισμικές περιόδους. Αντίθετα, φαινόταν πως η ζώνη Α προχρονολογεί την παλαιολιθική κατοίκηση της περιοχής, γι αυτό και δεν παρατηρήθηκαν σε αυτή συγκεντρώσεις λίθινων τεχνέργων (Higgs στο Dakaris κ.α. 1964). Πέρα από την άποψη του Ε. Higgs για κατά χώραν εύρεση αρχαιολογικού υλικού στον Κοκκινόπηλο, πιο πρόσφατα και οι C. Runnels και T. van Andel (1993, 2003) υποστηρίζουν πως ο Μικόκιος χειροπέλεκυς που περισυνέλλεξαν το 1991, και που συζητήθηκε στην ενότητα 1.2, ήρθε στο φως κατά χώραν, 19 από αδιατάρρακτες αποθέσεις ερυθρογής στη ζώνη Β. Με την ιδέα ότι το ακριβές σημείο περισυλλογής του αντικειμένου αυτού ήταν λίγο κάτω από το παλαιοίζημα του οποίου η ηλικία διαμόρφωσης καθορίστηκε με Θερμοφωταύγεια στα χρόνια πριν από το παρόν, χρονολόγησαν το σπάνιο αυτό τέχνεργο καθαυτό, ανάμεσα στα με χρόνια πριν από το παρόν (ο.π.) (εικ. 1.15). Στο πλαίσιο μιας παρόμοιας θεώρησης, εκτίμησαν πως η κατ αυτούς λιθοτεχνία της Πρώιμης Παλαιολιθικής από το Αλωνάκι, προέρχονταν από ένα αδιατάρακτο παλαιοίζημα με ηλικία διαμόρφωσης άνω των χρόνων πριν από το παρόν, χρονολόγηση που πρότειναν και για το σύνολο αυτό. Πιο πρόσφατα, ο Β. Τουρλούκης (2009, 18 Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως αναφέρεται ότι τα λίθινα τέχνεργα είναι «geologically in situ», (π.χ. Tourloukis 2009, 2010, 73) ή «in situ in a geological sense» (π.χ. Runnels & Van Andel 2003, 96). 19 «in situ in a geological sense» (Runnels & Van Andel 2003, 96). 29

62 2010), στο ίδιο πνεύμα με τους C. Runnels και T. van Andel, εκτίμησε ότι περισυνέλλεξε κατά χώραν 20 από αδιατάρρακτες αποθέσεις ερυθρογής στη ζώνη C του Κοκκινόπηλου ένα εργαλείο με αμφιπρόσωπη επεξεργασία ή αμφιπρόσωπο πυρήνα, εύρημα το οποίο συζητήθηκε προηγουμένως, στην ενότητα 1.2. Επιπλέον, για το εύρημα αυτό προτάθηκε μια ελάχιστη ηλικία στα χρόνια πριν από το παρόν, που προέκυψε έπειτα από απόλυτη χρονολόγηση (μέθοδος Post-IR IRSL) των αποθέσεων από τις οποίες προήλθε (Tourloukis & Karkanas 2012). Εικόνα Η ακριβής θέση του χειροπέλεκυ που περισυνέλλεξαν οι C. Runnels και T. van Andel στον Κοκκινόπηλο σε σχέση με τη γεωλογική ακολουθία της θέσης. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Σε αντίθεση με τις παραπάνω απόψεις, η θεμελιώδης αντίληψη πως η διαδικασία σχηματισμού της ερυθρογής προχρονολογεί την ανθρώπινη παρουσία στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα υπολείμματά της δραστηριότητας των πρώιμων ανθρωπίδων, τα λίθινα τέχνεργα, είχαν αρχικά απορριφθεί στην κορυφή στρωματογραφικών ακολουθιών terra rossa πολύ μετά από το τέλος της συσσώρευσής των γεωλογικών αυτών σχηματισμών (King & Bailey 1985, Bailey κ.α. 1992). Στη συνέχεια μερικά λίθινα τέχνεργα θα είχαν ταφεί στην ερυθρογή λόγω της τεκτονικής δραστηριότητας και της διάβρωσης που μετέβαλλε το αρχικό περιβάλλον των υπαίθριων θέσεων (ο.π). Έτσι οι αποθέσεις terra rossa και τα λίθινα τέχνεργα δεν έχουν οποιαδήποτε στρωματογραφική σχέση. Η προσέγγιση λοιπόν αυτή θεωρεί τα τεκμήρια του υλικού πολιτισμού της Παλαιολιθικής Εποχής από τις υπαίθριες θέσεις αντικείμενα σε δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Τα στρώματά τους συνιστούν παλίμψηστα 20 «geologically in situ» (Tourloukis 2009, 2010, 73). 30

63 δραστηριότητας της φύσης και του ανθρώπου, για τα οποία δεν υπάρχει πιθανότητα οποιασδήποτε επιβεβαίωσης ή ένταξής τους σε ένα, σχετικό έστω, χρονολογικό πλαίσιο (King & Bailey 1985, Bailey κ.α. 1992, 1993). Σύμφωνα λοιπόν με τη θεώρηση αυτή, οι δοκιμαστικές τομές του Higgs στον Κοκκινόπηλο έφεραν στο φως ευρήματα τα οποία δεν μπορούν να θεωρούνται in situ. Η τελευταία αυτή υπόθεση εργασίας ενισχύθηκε από τη διδακτορική έρευνα της Δ. Παπαγιάννη (2000): τα ευρήματα της δοκιμαστικής τομής της Θέσης α στον Κοκκινόπηλο, θεωρούμενα παλιότερα ότι αντικατοπτρίζουν μια λιθοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Higgs στο Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966), συνθέτουν ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό» που περιέχει και τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Έτσι, η λιθοτεχνία αυτή δεν θα μπορούσε να έχει έρθει στο φως σε πρωτογενή αρχαιολογική συνάφεια. Η Δ. Παπαγιάννη (2000), ωστόσο, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής κατά χώραν πρόσκτησης αρχαιολογικού υλικού στις αποθέσεις terra rossa στο πλαίσιο ανασκαφών Το παλαιοπεριβάλλον των υπαίθριων θέσεων Παρότι η αντιπαράθεση στο ζήτημα του χρόνου, της ηλικίας και του χρονισμού, σχηματισμού των αποθέσεων terra rossa και της σχέσης τους με τα κατάλοιπα της παλαιολιθικής δραστηριότητας συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, υπάρχει και ένα σημείο όπου οι απόψεις σε σχέση με την ερυθρογή της βορειοδυτικής Ελλάδας λίγο ως πολύ συγκλίνουν. Αυτό αφορά το παλαιοπεριβάλλον αυτού του είδους των γεωλογικών σχηματισμών. Είναι λοιπόν κοινώς αποδεκτό πως οι αποθέσεις terra rossa εντοπίζονται σε μεγάλες καρστικές λεκάνες εσωτερικής αποξήρανσης, πόλγες, ή σε μικρότερους καρστικούς σχηματισμούς, τις λεγόμενες δολίνες ή λούτσες, που προέκυψαν από την τεκτονική δραστηριότητα και άρα ανύψωση περιοχών με ανθρακικά πετρώματα και στη συνέχεια καρστική διάβρωση των πετρωμάτων αυτών (εικ. 1.16). Οι πλούσιοι υδάτινοι πόροι, οι οποίοι με τις βροχοπτώσεις ή τα ρέματα θα συσσωρεύονταν μόνιμα ή εποχικά στις καρστικές αυτές κοιλότητες, τις μετέτρεπαν σε μόνιμους ή εποχικούς υγρότοπους, συγκέντρωναν γύρω τους πλούσια υγρόφιλη βλάστηση, ζώα και πουλιά, προσελκύοντας έτσι τους ανθρωπίδες. Τα σημεία αυτά στο τοπίο με τα ιδιαίτερα τοπογραφικά και υδρολογικά χαρακτηριστικά τους λειτουργούσαν ως σημεία αναφοράς για τις κοινότητες των ανθρωπίδων, ακόμα και κατά τη διάρκεια των μεταβολών του κλίματος κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο (Bailey κ.α. 1992, King κ.α. 1997, Runnels & van Andel 1993, 2003, van Andel & Runnels 2005). 31

64 Εικόνα Ο τρόπος σχηματισμού των πολγών και των λουτσών στο καρστικό υπόβαθρο σύμφωνα με τους C. Runnels και T. van Andel (2003). Σήμερα, «παράλληλα» των παραπάνω παλαιοπεριβαλλόντων μπορούν να εντοπιστούν σε ενεργές πόλγες, λούτσες και δολίνες στη βορειοδυτική Ελλάδα (π.χ. έλος Καλοδικίου). Ωστόσο, άλλοι τέτοιου είδους καρστικοί σχηματισμοί έχουν αποστραγγιστεί τεχνητώς (π.χ. λίμνη Μαύρη) ή έχουν καταστεί «ανενεργοί», λόγω της ανύψωσής τους από την τεκτονική δραστηριότητα (εικ ) (Runnels & van Andel 2003, van Andel & Runnels 2005). Εικόνα «Ενεργοί» και μη υγρότοποι (πόλγες και λούτσες) στην περιοχή της Ηπείρου. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Εικόνα Άποψη του έλους Καλοδικίου χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργούς πόλγης. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). 32

65 1.4 Το δίκτυο της κατοίκησης στην ύπαιθρο και τα μοντέλα συμπεριφοράς των πρώιμων ανθρωπίδων Οι αναλύσεις των λίθινων τεχνέργων σε συνδυασμό με μελέτες της γεωλογίας των υπαίθριων θέσεων και της κατανομής τους στο τοπίο, οδήγησε αρκετές φορές την έρευνα ένα βήμα πέρα από την χρονολόγηση και την πολιτισμική διαδοχή της κατοίκησης: επέτρεψε την προσέγγιση και άλλων πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα. Κάτι τέτοιο μάλιστα, όπως σημειώθηκε, επιχειρήθηκε από την αρχή της διερεύνησής των υπαίθριων χώρων χρήσης στην περιοχή, οι οποίοι δεν αντιμετωπίστηκαν ως μεμονωμένα σημεία στο τοπίο, αλλά ως δίκτυο κατοίκησης των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, με ερμηνευτικές προεκτάσεις σχετικά με τον οικονομικό σχεδιασμό, τις στρατηγικές επιβίωσης και τη συμπεριφορά τους. Στον πυρήνα του προβληματισμού των προσπαθειών αυτών, σχεδόν πάντα, συμπεριλαμβανόταν μια σύγκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά και το είδος της δραστηριότητας 2 διαφορετικών ειδών, τα οποία έζησαν στη βορειοδυτική Ελλάδα (βλ. και παράρτημα). Το πρώτο είδος αναφέρεται σε ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ανθρώπων του Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis), οι οποίες συνδέονται με τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Το δεύτερο είδος αναφέρεται σε ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων (Homo sapiens), οι οποίες θεωρούνται υπεύθυνες για την κατασκευή των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 21 O πλούτος των υλικών τεκμηρίων της Μέσης Παλαιολιθικής στις υπαίθριες θέσεις επέτρεψε πιο εξειδικευμένες θεωρήσεις για την Εποχή αυτή σε σχέση με την Ανώτερη Παλαιολιθική. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα των δημοσιεύσεων της ομάδας του Ε. Higgs (π.χ. Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966), ήταν πως η ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή συγκεντρώνονταν κυρίως σε υπαίθριες θέσεις, ενώ κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική η κατοίκηση μεταφέρθηκε κυρίως στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της περιοχής, λόγω των κλιματολογικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο. Κάτι τέτοιο υπαγορευόταν από τις μικρές ποσότητες λίθινων τεχνέργων της Ανώτερης 21 Η σύνδεση των λιθοτεχνιών της Μέσης και Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχή με ανθρώπους του Νεάντερταλ και Ανατομικά Σύγχρονους Ανθρώπους αντίστοιχα, διαχρονικά, στη βορειοδυτική Ελλάδα γίνεται με παραδοσιακά κριτήρια. Παρότι η βορειοδυτική Ελλάδα αποτελεί μια από τις πλέον ερευνημένες περιοχές της νότιας Βαλκανικής όσον αφορά στην Παλαιολιθική Εποχή, δεν έχει καταστεί ακόμη δυνατό να ανακαλυφθούν παλαιοανθρωπολογικά κατάλοιπα. Όσον αφορά στα λιγοστά πιθανά τεκμήρια μιας Κατώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, μέχρι και σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια πρόταση για τη σύνδεση τους με κάποιο είδος πρώιμου ανθρώπου. 33

66 Παλαιολιθικής Εποχής στις υπαίθριες θέσεις (ο.π.). Μια άλλη ευδιάκριτη «τάση» ήταν η συγκέντρωση των μεγαλύτερων, σε αριθμό ευρημάτων θέσεων, στις παράκτιες περιοχές και ειδικότερα σε υψόμετρα χαμηλότερα των 150 μ., αποτυπώνοντας έτσι μια εμφανή προτίμηση των ανθρώπων του Νεάντερταλ για δραστηριοποίηση σε αυτού του είδους τις περιοχές. Λίγο αργότερα και μέσω μιας γενικής θεώρησης, ο Α. Σορδίνας (1968, 1969, 1983) εκτίμησε πως οι υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής που είχε ανιχνεύσει στην Κέρκυρα συνδέονται «οργανικά» με αυτές της Ηπείρου, αποτελώντας στην ουσία μέρος ενός κοινού δικτύου κατοίκησης, σε περιόδους χαμηλής θαλάσσιας στάθμης (εικ. 1.19). Εικόνα Ακτογραμμές στη βορειοδυτική Ελλάδα από το OIS 6 μέχρι και σήμερα. (Πηγή: Runnels & van Andel 2003). Η δεύτερη αποστολή του πανεπιστημίου του Cambridge στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, επαναπροσέγγισε το θέμα του παλαιολιθικού δικτύου κατοίκησης στη βορειοδυτική Ελλάδα, των ιδιαίτερων χρονολογικών αλλά και λειτουργικών του προεκτάσεων. Ο G. Bailey (1992) διέκρινε στην Ήπειρο 3 γεωγραφικές ζώνες: την παράκτια και ανατολική, εύφορες και κατάλληλες για κατοίκηση, και την άγονη ορεινή ζώνη, η οποία εκτιμήθηκε πως ήταν ακατάλληλη προς κατοίκηση κατά την Παλαιολιθική Εποχή (εικ. 1.20). Η κατανομή των παλαιολιθικών, κυρίως υπαίθριων, θέσεων στο τοπίο, τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως ο «οικονομικός» σχεδιασμός των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής επικεντρώνεται στις εύφορες ζώνες του τοπίου. 34

67 Εικόνα Ευνοϊκές και μη προς κατοίκηση γεωγραφικές ζώνες στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992). Λίγο αργότερα, οι G. Bailey κ.α. (1997), παρατηρώντας τα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά και την κατανομή των παλαιολιθικών θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας (κυρίως των υπαίθριων) διατύπωσαν μερικές νέες προτάσεις για το χαρακτήρα του δικτύου κατοίκησης κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, οι θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής, υπαίθριες και προφυλαγμένες, ταξινομήθηκαν με κριτήριο την σχετική τους χρονολόγηση, το μέγεθος, αλλά και τα ιδιαίτερα γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά (ο.π.). Ως προς το πρώτο κριτήριο, δηλαδή της σχετικής χρονολόγησης, οι θέσεις από τις οποίες είχαν έρθει στο φως μόνο μεσοπαλαιολιθικά κατάλοιπα ήταν εκείνη την περίοδο σχεδόν τριπλάσιες σε αριθμό από τις αντίστοιχες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής: 48 έναντι 17. Όλες οι θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής ήταν υπαίθριες, ενώ 8 από τις θέσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής ήταν προφυλαγμένες. Ακόμη 13 θέσεις, εκ των οποίων μια προφυλαγμένη (βραχοσκεπή Ασπροχάλικο) μαρτυρούσαν τη χρήση τους και στις 2 αυτές Εποχές. Επιπλέον, 16 θέσεις, εκ των οποίων 1 προφυλαγμένη, τοποθετήθηκαν στα γενικά χρονολογικά όρια της Παλαιολιθικής Εποχής. Ως προς το μέγεθός τους, οι παλαιολιθικές θέσεις (δεν υπήρξε διάκριση μεταξύ υπαίθριων και προφυλαγμένων) διαχωρίστηκαν σε 3 μεγάλες κατηγορίες, με κριτήριο τον αριθμό των 35

68 αρχαιολογικών καταλοίπων που προέρχονταν από αυτές. Η πρώτη κατηγορία περιελάμβανε «μεγαλύτερες θέσεις» 22, η δεύτερη «θέσεις μεσαίου μεγέθους» 23 και η τρίτη θέσεις με μεμονωμένα ευρήματα. Από την πρώτη κατηγορία (συνολικά 17 θέσεις) είχαν έρθει στο φως από εκατοντάδες έως χιλιάδες λίθινα τέχνεργα, στοιχείο που θεωρήθηκε ότι καταδείκνυε εντατική ανθρώπινη δραστηριότητα. Από τη δεύτερη κατηγορία (συνολικά 34 θέσεις) είχαν έρθει στο φως από 20 μέχρι 100 λίθινα τέχνεργα, και θεωρήθηκε ότι καταδείκνυαν μια σχετικά επαναλαμβανόμενη χρήση, ενώ η τρίτη κατηγορία περιελάμβανε θέσεις με πολύ μικρό αριθμό ευρημάτων (1-20) και ενδεχομένως συνδέονταν με ένα και μοναδικό επεισόδιο χρήσης (συνολικά 44 θέσεις). H κατηγοριοποίηση αυτή, όπως αναφέρει και η ίδια η ομάδα του G. Bailey (ο.π.) στη δημοσίευσή της είναι αρκετά σχετική και επιδέχεται περαιτέρω επανεκτίμησης. Ένας ακόμη διαχωρισμός των παλαιολιθικών θέσεων που πρότεινε η ομάδα του G. Bailey έχει ως κριτήριο το υψόμετρό τους: θέσεις που βρισκόταν σε υψόμετρο μεταξύ μ. (35 συνολικά παραδείγματα) και μεταξύ μ. (36 συνολικά παραδείγματα) και θεωρήθηκε ότι θα χρησιμοποιούνταν καθ όλη τη διάρκεια του έτους, και θέσεις με υψόμετρο άνω των 600 μ. (24 συνολικά παραδείγματα), οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (ο.π.). Η μελέτη της κατανομής των παλαιολιθικών θέσεων στο τοπίο οδήγησε στον καθορισμό 5 διαφορετικών γεωγραφικών ενοτήτων. Οι 3 πρώτες, Κέρκυρα (15 θέσεις), δυτική Ήπειρος (από τα χαμηλότερα επίπεδα του ποταμού Καλαμά μέχρι τον Αχέροντα ποταμό-21 θέσεις) και νότια Ήπειρος, (από τον ποταμό Λούρο μέχρι και τις ακτές του Ιονίου-17 θέσεις), αντιπροσώπευαν τις χαμηλού υψομέτρου παράκτιες περιοχές. Οι υπόλοιπες 2 γεωγραφικές ενότητες, η ανατολική Ήπειρος (περιελάμβανε τις λεκάνες των Ιωαννίνων και των Δολιανών και τα υψηλά οροπέδια ανάμεσα στις λεκάνες των Ιωαννίνων και του Λούρου ποταμού-21 θέσεις), καθώς και η περιοχή της ορεινής Πίνδου (περιελάμβανε τους λόφους και τις πλαγίες των Νεμέρτζικων στα Αλβανικά σύνορα, τη λεκάνη της Κόνιτσας, τις λεκάνες απορροής των ποταμών Αωού και Βοϊδομάτη, καθώς και τα υψηλά σημεία του ποταμού Άραχθου-21 θέσεις), αντιπροσώπευαν τις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο στην ενδοχώρα, οι οποίες θεωρήθηκε ότι θα αποφεύγονταν το χειμώνα και κατά τη διάρκεια των παγετώδων περιόδων (ο.π.). Η συναξιολόγηση όλων των παραπάνω, οδήγησε την ομάδα του G. Bailey στη διατύπωση συμπερασμάτων και ερμηνειών για τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του δικτύου 22 «major sites». 23 «intermediate sites». 36

69 κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα. Καταρχήν όσον αφορά τη γενική χρονολόγηση των παλαιολιθικών θέσεων (υπαίθριων και προφυλαγμένων), τα διαθέσιμα στοιχεία δεν δικαιολογούσαν την παλιότερη άποψη του Ε. Higgs (στο Dakaris κ.α. 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966), περί πιο εντατικής χρήσης της υπαίθρου κατά τη Μέση Παλαιολιθική σε σχέση με την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Σημειώνεται επίσης ότι η απουσία μεγάλων ποσοτήτων αρχαιολογικών καταλοίπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής από τις υπαίθριες θέσεις, θα έπρεπε να αποδοθεί, εν μέρει, στη μικρότερη διάρκεια της Εποχής αυτής σε σχέση με τη Μέση Παλαιολιθική, αλλά και σε δημογραφικούς παράγοντες (Bailey κ.α. 1997). Ανεξαρτήτως χρονολόγησης, εκτιμήθηκε πως οι περισσότερες παλαιολιθικές θέσεις εντοπίζονται κυρίως στο βόρειο άκρο της ζώνης της ανατολικής Ηπείρου, στη λεκάνη του Λούρου ποταμού και σε μικρότερο βαθμό στη δυτική Ήπειρο και την Κέρκυρα. Οι «μεγαλύτερες θέσεις» συγκεντρώνονταν αποκλειστικά σε υψόμετρο κάτω των 600 μ. (11 κάτω των 200 μ., 6 μεταξύ μ.) και κυρίως σε παράκτιες και πεδινές περιοχές. Η «υψομετρική» και γεωγραφική κατανομή των «θέσεων μεσαίου μεγέθους» ποικίλει, εφόσον αυτού του είδους οι χώροι εντοπίζονταν σε υψόμετρο τόσο κάτω, όσο και άνω των 600 μ., αλλά και σε όλες τις καθορισμένες γεωγραφικές ζώνες. Ποικίλη ήταν και η υψομετρική κατανομή των θέσεων με λιγοστά ευρήματα, ωστόσο αυτές ήταν πιο συχνές μεταξύ 600 και 1000 μ., ενώ αποτελούσαν τη μοναδική κατηγορία θέσεων σε υψόμετρο άνω των 1000 μ. Όπως οι «μεγαλύτερες θέσεις» έτσι και οι θέσεις με λιγοστά ευρήματα εντοπίζονταν με παρόμοια συχνότητα σε όλες τις προκαθορισμένες γεωγραφικές ζώνες. Η συναξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων, σε συνδυασμό με τη γενική χρονολόγηση των θέσεων (υπαίθριων και προφυλαγμένων), οδήγησε την ομάδα του G. Bailey στο συμπέρασμα πως υπάρχει μια μικρή γεωγραφική μετατόπιση του δικτύου κατοίκησης στη βορειοδυτική Ελλάδα από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ενώ φαινόταν πως κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής οι ορεινές περιοχές της ενδοχώρας είχαν περιορισμένη χρήση, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, όπου οι «μεγαλύτερες θέσεις» και οι «θέσεις μεσαίου μεγέθους» ήταν πιο συχνές (ο.π.). Εκτιμήθηκε, λοιπόν, πως οι Homo neanderthalensis δραστηριοποιούνταν κατά κύριο λόγο στις πεδινές και παράκτιες περιοχές της βορειοδυτικής Ελλάδας, ενώ αργότερα οι Homo sapiens επέκτειναν τη δραστηριότητά τους και στις ορεινές ζώνες της περιοχής, σε μεγαλύτερο βαθμό τουλάχιστον σε σχέση με τους Νεάντερταλ (ο.π.) (εικ. 1.21). 37

70 Εικόνα Κατανομή των θέσεων της Μέσης (αριστερά) και της Ανώτερης (δεξιά) Παλαιολιθικής στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με τους G. Bailey κ.α. (1997). Σε παρόμοια σχεδόν συμπεράσματα, σε σχέση τουλάχιστον με το δίκτυο κατοίκησης της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην ύπαιθρο 24 της βορειοδυτικής Ελλάδας, καταλήγουν και οι B. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997). Αναφέρουν ότι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η συγκέντρωση των μεγαλύτερων υπαίθριων θέσεων (με κριτήριο πάντα τον αριθμό των ευρημάτων τους) κοντά στην Ιόνια ακτή ή σε χαμηλό υψόμετρο. Η ύπαρξη λίγων θέσεων με λιγοστά ευρήματα στην ενδοχώρα της Ηπείρου, σε υψόμετρο άνω των 300 μ., οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, αυτές οι περιοχές, είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν είτε δεν κατοικήθηκαν εντατικά. Εκτιμούν, τέλος, πως η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα και δεν αποτελεί αποτέλεσμα λιγότερο εντατικών ερευνών στην ορεινή ενδοχώρα της Ηπείρου (ο.π.). Η Δ. Παπαγιάννη (2000) στα συμπεράσματα της μελέτης της για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στους υπαίθριους χώρους χρήσης αντικρούει την προηγούμενη άποψη (Bailey 1992) σε σχέση με τη συνεχή και ανεξαρτήτως χρονολόγησης κατανομή των παλαιολιθικών θέσεων στις 2 καθορισμένες ως ευνοϊκές για κατοίκηση ζώνες της βορειοδυτικής Ελλάδας. Δίνει ως παράδειγμα το βόρειο τμήμα της ανατολικής ζώνης της Ηπείρου στο οποίο δεν έχουν εντοπιστεί υπαίθριες θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, αν και έχει διερευνηθεί ενδελεχώς στο παρελθόν. Παρατηρεί πως ακόμη και μέσα στις ευνοϊκές ζώνες κατοίκησης, οι υπαίθριες θέσεις κατά τη Μέση Παλαιολιθική δεν βρίσκονται τυχαία μέσα στο τοπίο, αλλά ότι απεικονίζουν ένα σύστημα λογιστικής χρήσης της γης, που στόχο είχε την όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των ωφέλιμων και διαθέσιμων ζωικών, φυτικών και υδάτινων πόρων, καθώς και των λίθινων πρώτων υλών (ο.π., βλ. και Papagianni 2008). 24 Εννοούνται οι υπαίθριες θέσεις, σε αντιδιαστολή με τους φυσικά στεγασμένους χώρους, σπήλαια και βραχοσκεπές. 38

71 Η Δ. Παπαγιάννη προτείνει πως κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή οι χώροι προς κατοίκηση ή δραστηριότητα στο τοπίο επιλέχτηκαν έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο «θέσεων αναφοράς», 25 ενώ στα μεσοδιαστήματα τους εντοπίζονται «θέσεις ενδιάμεσης στάσης». 26 Η πρώτη κατηγορία θέσεων αφορά σε χώρους που χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και αυτό είναι ορατό από το πλήθος των λίθινων τεχνέργων που έχουν έρθει στο φως από αυτές, ενώ η δεύτερη κατηγορία θέσεων, έχοντας προσφέρει λιγοστά ευρήματα, αφορά χώρους στάσης ή περιστασιακής κατοίκησης, μεταξύ 2 «θέσεων αναφοράς». Το παραπάνω γεγονός, σύμφωνα με την Δ. Παπαγιάννη, καταδεικνύει ότι από άποψη διανοητικών ικανοτήτων, οι άνθρωποι του Νεάντερταλ κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα, ήταν ικανοί να κατασκευάσουν έναν «παραγωγικό» χάρτη, ένα πρότυπο ευνοϊκών σημείων στο τοπίο, ώστε να προγραμματίσουν και να σχεδιάσουν τις δραστηριότητες τους μέσα στο χώρο και το χρόνο (ο.π.). Προχωρώντας παραπέρα, η Δ. Παπαγιάννη αναφέρει πως οι μεγαλύτερες υπαίθριες θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην Ήπειρο, οι «θέσεις αναφοράς» (π.χ. Μεγάλο Καρβουνάρι, Μόρφι, Αγιά, Αλωνάκι), απέχουν μέχρι και 30 χλμ. η μια από την άλλη, μια απόσταση που μπορεί να καλυφθεί με τα πόδια μέσα σε μια ημέρα. Στα διαστήματα μεταξύ των «θέσεων αναφοράς» εντοπίζονται οι «θέσεις ενδιάμεσης στάσης» (π.χ. Μικρό Καρβουνάρι, Βαλανιδοράχη, Σκεπαστό), οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημεία σύνδεσης μεταξύ διαδρομών που ακολουθήθηκαν επανειλημμένα στις μετακινήσεις γύρω από την περιοχή (ο.π.). Αυτό το δίκτυο θέσεων, σύμφωνα με την Δ. Παπαγιάννη, πιθανώς θα μετατοπιζόταν με το χρόνο, λόγω των μεταβολών του κλίματος, οι οποίες θα άλλαζαν τη γεωγραφία της περιοχής της βορειοδυτικής Ελλάδας, το ιδιαίτερο παλαιοπεριβάλλον των θέσεων, αλλά και τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων. Επομένως, τροποποιήσεις στην ιδιαίτερη λειτουργία κάθε θέσης, στην κινητικότητα και τις δραστηριότητες των ανθρώπινων ομάδων, θα αποτελούσαν αποκρίσεις και προσαρμογές των Homo neanderthalensis στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι αλλαγές στην τεχνολογία της λάξευσης του λίθου θα αποτελούσαν ένα αναπόσπαστο τμήμα αυτής της διαδικασίας. Αυτό το προτεινόμενο μοντέλο κινητικότητας και συμπεριφοράς για τους ανθρώπους του Νεάντερταλ στην βορειοδυτική Ελλάδα, μπορεί να εξηγήσει την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις υπαίθριες θέσεις της περιοχής (ο.π.). 25 «reference sites». 26 «stop-over sites». 39

72 Στις δημοσιεύσεις που ακολούθησαν του «Nikopolis Survey Project», οι C. Runnels και T.van Andel (2003, van Andel & Runnels 2005) διατυπώνουν τις δικές τους προτάσεις για το δίκτυο της κατοίκησης και τη λειτουργία του κατά την Παλαιολιθική Εποχή στην ύπαιθρο της βορειοδυτικής Ελλάδας. Θεωρούν ότι οι αρχαίοι υγρότοποι έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στις στρατηγικές επιβίωσης του ανθρώπου του Νεάντερταλ και κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από τη μακρά και επανειλημμένη χρήση τους, την οποία μαρτυρά ο μεγάλος όγκος των αρχαιολογικών καταλοίπων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Το γεγονός αυτό μαρτυρά πως οι άνθρωποι του Νεάντεταλ δεν ήταν ευκαιριακοί κυνηγοί μέσα στο τοπίο, αλλά ότι, προκειμένου να επιβιώσουν, δημιούργησαν ένα εποχικό, μερικώς λογιστικό, σύστημα χρήσης της γης. Το σύστημα αυτό, το οποίο από την άποψη των διανοητικών ικανοτήτων που χρειάζονται για την σύλληψη και εφαρμογή του θα μπορούσε να θεωρηθεί «νεωτερικό», 27 βασίζονταν στη διαρκή μετακίνηση και μετεγκατάσταση. 28 Παράλληλα και στο ίδιο πνεύμα με τις προτάσεις άλλων ερευνητών (π.χ. Bailey κ.α. 1997, Papagianni 2000), οι C. Runnels και T. van Andel (2003) θεωρούν ότι κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή ορισμένοι υγρότοποι λειτούργησαν ως θέσεις εξειδικευμένων δραστηριοτήτων (π.χ. λατομεία, θέσεις λάξευσης, θέσεις τεμαχισμού των θηραμάτων). Μέρος αυτού του είδους των χώρων θα βρίσκονταν σε τροφοδοτούμενες από τις βροχοπτώσεις λούτσες, που θα δέχονταν επισκέψεις κατά τη διάρκεια κυρίως του φθινοπώρου και του χειμώνα. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες σε έκταση πόλγες θα τροφοδοτούνταν διαρκώς με υδάτινους πόρους από πηγές και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καθ όλη τη διάρκεια του έτους, αποτελώντας πιθανόν χώρους πιο μόνιμης κατοίκησης (van Andel & Runnels 2005) Στο πλαίσιο του μοντέλου της διαρκούς μετακίνησης και μετεγκατάστασης οι C. Runnels και T. van Andel (2003), προσαρμόζοντας προτάσεις του S. Kuhn (1995) για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στην περιοχή του Latium στην Ιταλία, θεωρούν πιθανό πως οι ομάδες των ανθρώπων του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα ανέπτυξαν 2 στρατηγικές, οι οποίες είναι άμεσα συσχετισμένες με τις μεταβολές του κλίματος κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο και είναι ορατές στον υλικό πολιτισμό, ιδιαίτερα όσον αφορά στη διαχείριση των λίθινων πρώτων υλών. Η πρώτη στρατηγική έδινε έμφαση στην πτωματοφαγία, παρά στο κυνήγι, και απαιτούσε μεγαλύτερη κινητικότητα. Τα μετακινούμενα άτομα θα ήταν προμηθευμένα με υπόβαθρα για τη δημιουργία εργαλείων (π.χ. φολίδες Levallois). Η εξοικονόμηση των πρώτων υλών στην περίπτωση αυτή θα ήταν σημείο σημαντικό για τη λειτουργικότητα: οι πυρήνες θα εξαντλούνταν με φειδώ και προσοχή, ενώ τα εργαλεία θα δέχονταν συχνά επαν-επεξεργασία προκειμένου να 27 «modern». 28 Κάτι που οι C. Runnels και T. van Andel περιγράφουν με τον όρο «residential mobility». 40

73 επαναχρησιμοποιηθούν (Runnels & van Andel 2003). Η δεύτερη στρατηγική, το προσχεδιασμένο, συστηματικό κυνήγι θηραμάτων, επέτρεψε στις ανθρώπινες ομάδες να διατηρούν πιο μακροχρόνιες κατοικίες. Στους χώρους αυτούς θα είχαν την ευκαιρία να αποθηκεύσουν πρώτες ύλες και να τις εκμεταλλεύονται επί τόπου, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας στρατηγικής, θα ήταν μεγάλες συγκεντρώσεις λίθινων τεχνέργων σε σχετικά λίγες θέσεις. Οι λιθοτεχνίες αυτές θα ήταν κατασκευασμένες κυρίως με μεθόδους απόκρουσης μη Levallois, ενώ η επανάχρηση των εργαλείων δεν θα ήταν συχνή (ο.π.). Οι C. Runnels και T. van Andel (ο.π.) σημειώνουν ότι η παρουσία λιθοτεχνιών τύπου Levallois- Mousterian που περιέχουν αρκετά εργαλεία σε ορισμένους μικρούς και απομακρυσμένους υγρότοπους της βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως η Αγιά, η Κρανέα και η Λούτσα, πιθανόν να συνδέονται με την πρώτη στρατηγική, απεικονίζοντας περιόδους υψηλής κινητικότητας των ανθρώπινων ομάδων, η οποία θα ήταν συνδεμένη με την πτωματοφαγία ή την εκμετάλλευση μικρών σε μέγεθος συγκεντρωμένων ζωικών πόρων, όπως οστρακόδερμα, υδρόβια ζώα και πουλιά. Θέσεις όπως o Κοκκινόπηλος, το Αλωνάκι και το Μόρφι, οι οποίες έχουν μεγάλες ποσότητες λίθινων τεχνέργων, πιθανόν να συνδέονται με τη δεύτερη στρατηγική και να αντικατοπτρίζουν επεισόδια πιο μακροπρόθεσμης κατοίκησης. Στην περίπτωση αυτή η κινητικότητα των ανθρώπινων ομάδων ήταν μικρότερης κλίμακας και συνδέεται με μια μεγαλύτερη έμφαση στο προσχεδιασμένο, συστηματικό κυνήγι. Σύμφωνα με τους C. Runnels και T. van Andel (ο.π.), οι 2 διαφορετικές στρατηγικές θα ήταν αλληλοδιαδεχόμενες ενώ σε μερικές περιπτώσεις θα υπήρχε και μίξη τους. Παρότι ο S. Kuhn (1995: ), στο αρχικό μοντέλο του και με γνώμονα τα ιταλικά ευρήματα, θεωρεί ότι η δεύτερη στρατηγική, που απαιτεί την εντατική χρήση ενός μικρότερου αριθμού κατοικημένων θέσεων υπερισχύει μετά από τα χρόνια πριν από το παρόν περίπου, οι C. Runnels και T. van Andel (2003) δεν προβαίνουν σε ανάλογες εκτιμήσεις, λόγω έλλειψης ενός καλά τεκμηριωμένου χρονολογικού πλαισίου για την κατοίκηση κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας. Ως προς την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στην ύπαιθρο της βορειοδυτικής Ελλάδας, οι C. Runnels και T. van Andel (ο.π, Runnels κ.α. 2003, van Andel & Runnels 2005) θεωρούν ότι, με την άφιξη των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων, αυτή περιορίζεται αισθητά, η εκμετάλλευση των αρχαίων υγρότοπων σταματά και η κατοίκηση μετατοπίζεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της περιοχής (επιστρέφοντας έτσι στην υπόθεση 41

74 που διατύπωσε ο Ε. Higgs κατά τη δεκαετία του 1960). Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη λιγοστών ευρημάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στους αρχαίους υγρότοπους και στα παλαιοπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά της θέσης Σπήλαιον (που δεν εντοπίζεται σε αποθέσεις ερυθρογής), η οποία θεωρείται ως μια πιθανή πυρηνική εγκατάσταση της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στην ευρύτερη περιοχή (ο.π.). Παράλληλα, θεωρούν ότι η διαφοροποίηση στις προτιμήσεις της κατοίκησης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα οφείλεται σε μια αλλαγή των στρατηγικών επιβίωσης των «νέων» κατοίκων της περιοχής: οι Ανατομικά Σύγχρονοι Ανθρωποι σε αντίθεση με τους «προκατόχους» τους Homo neanderthalensis, δραστηριοποιούνται βραχύβια σε μικρές εξειδικευμένες θέσεις (υπαίθριες ή προφυλαγμένες) οι οποίες εντοπίζονται σε στρατηγικά σημεία περάσματος μεγάλων θηραμάτων, όπως εισόδους στενών φαραγγιών (van Andel & Runnels 2005). Επισημαίνουν ότι αυτή η αλλαγή στις στρατηγικές επιβίωσης δεν συνδέεται με ανώτερες διανοητικές ικανότητες των Homo sapiens σε σχέση με τους ανθρώπους του Νεάντερταλ, αλλά με προσαρμογή των πρώτων στις δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες της τελευταίας παγετώδους περιόδου (ο.π.). 1.5 Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό αναφερθήκαμε συνοπτικά στα κύρια ευρήματα και ερμηνείες που αφορούν στην πολύχρονη ερευνητική δραστηριότητα στις υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Μια πληθώρα θεμάτων που έχουν απασχολήσει διαχρονικά την έρευνα για αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους παραμένουν ανοιχτά. Κάτι τέτοιο αφορά τόσο τα αντικείμενα -τον υλικό πολιτισμό- όσο και τα υποκείμενα τους ανθρωπίδες- που συνδέονται με αυτόν. Το χρονολογικό εύρος της ανθρώπινης δραστηριότητας στους υπαίθριους χώρους χρήσης αποτελεί ένα ζήτημα προς περαιτέρω διερεύνηση. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να σημειωθεί και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού στις υπαίθριες θέσεις, με την τεχνολογική και τυπολογική του ποικιλομορφία να διευρύνεται συνεχώς τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ ακόμη δεν έχει δοθεί μια οριστική απάντηση σε σχέση με το ζήτημα της ταφονομικής σχέσης των λιθοτεχνιών της Παλαιολιθικής και των αποθέσεων terra rossa. 29 Παράλληλα, τα θέματα της ανασύστασης του δικτύου κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική Εποχή στην ύπαιθρο της βορειοδυτικής Ελλάδας, καθώς και του τρόπου συμπεριφοράς των υποκειμένων που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή, παραμένουν υπό διαρκή συζήτηση, καθώς η έρευνα προχωρά στο πεδίο και το εργαστήριο και νέες μαρτυρίες (π.χ. εντοπισμός νέων θέσεων) έρχονται να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες. 29 Ειδικά για το θέμα αυτό βλ. και Λιγκοβανλής & Παπούλια υπό εκδ. 42

75 2. Η ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η μελέτη μας έχει 2 μεθοδολογικούς πυλώνες. O πρώτος ερευνά τα ιδιαίτερα γεωγραφικά, τοπογραφικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά καθεμίας από τις θέσεις της μελέτης, προκειμένου να ανασυσταθεί το παλαιογεωγραφικό και παλαιοπεριβαλλοντικό πλαίσιο μέσα στα οποία έλαβε χώρα η δραστηριότητα των παλαιολιθικών ομάδων. Ο δεύτερος πυλώνας ερευνά το αρχαιολογικό υλικό καθεμίας από τις 3 θέσεις, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να προσεγγιστεί και να κατανοηθεί ο χαρακτήρας και η οργάνωση της λιθοτεχνίας και παράμετροι της διαχείρισης των προϊόντων της, καθώς και οι προεκτάσεις τους αναφορικά με τη συμπεριφορά των υποκειμένων της δράσης. 2.1 Παλαιογεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Ζητούμενα της παλαιογεωγραφικής και παλαιοπεριβαλλοντικής μελέτης των 3 θέσεων της έρευνάς μας ήταν να τοποθετηθούν αυτοί οι αρχαιολογικοί χώροι «οργανικά» μέσα στο τοπίο και να διερευνηθεί ποια ήταν εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσέλκυσαν τους ανθρωπίδες. Στην κατεύθυνση αυτή μελετήσαμε και τεκμηριώσαμε τα βασικά γεωγραφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά κάθε θέσης, προσδιορίζοντας το υψόμετρο, το ανάγλυφο του εδάφους, την πρoσβασιμότητα και το γεωλογικό της υπόβαθρο. Στο ίδιο πλαίσιο, διερευνήσαμε το πώς οι αρχαιολογικοί χώροι σχετίζονται με ωφέλιμα αποθέματα φυσικών πόρων, όπως για παράδειγμα νερό και λίθινες πρώτες ύλες, για να καθοριστεί η περιοχή πρόσκτησης πόρων της κάθε θέσης. Δεδομένα για τα ιδιαίτερα γεωγραφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων αντλήθηκαν αφενός από ημερολόγια, σχέδια, σκαριφήματα και δορυφορικούς χάρτες και αφετέρου από επιτόπια έρευνα πεδίου που πραγματοποιήσαμε στους αρχαιολογικούς χώρους και την ευρύτερη περιοχή τους. Κατά τις επισκέψεις αυτές, διερευνήθηκε επίσης η ένταση και η έκταση της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας στο τοπίο, όπως αυτή αποτυπωνόταν στην οριζόντια κατανομή των ορατών επιφανειακών τεχνέργων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα συμπεράσματα των παρατηρήσεων αυτών σε κάθε περίπτωση θεωρήθηκαν ως σχετικά, δεδομένου ότι οι μετααποθετικές φυσικές και ανθρωπογενείς διεργασίες σε κάθε θέση, ενδεχομένως να έχουν μεταβάλει την αρχική κατανομή των ορατών ευρημάτων στο χώρο. Παράλληλα, διερευνήσαμε το εάν μέσα στα όρια κάθε θέσης υπάρχουν διαθέσιμες πρώτες ύλες για την κατασκευή των λίθινων τεχνέργων, και αν όχι, από πού θα μπορούσαν αυτές, σε κάθε περίπτωση, να προέρχονται. Η καταγραφή και ερμηνεία της γεωλογικής ιστορίας των 3 θέσεων 43

76 πραγματοποιήθηκε στο πεδίο σε συνεργασία με τον Γιώργο Ηλιόπουλο, λέκτορα Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας. 2.2 Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού Ζητούμενο της μελέτης του αρχαιολογικού υλικού -των λίθινων τεχνέργων- ήταν για κάθε χρονολογική φάση της ανθρώπινης δραστηριότητας (στην προκειμένη περίπτωση τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή) σε καθεμία από τις 3 θέσεις, να καθοριστούν παράμετροι της τεχνολογικής συμπεριφοράς των προϊστορικών λιθοξόων και οι πιθανοί παράγοντες που κάθε φορά φαίνεται να την επηρεάζουν. Στη συνέχεια τα στοιχεία αυτά επιχειρήθηκε να αξιολογηθούν ερμηνευτικά ως προς τις πληροφορίες που μπορούν να προσφέρουν για το είδος και το χαρακτήρα της δραστηριότητας των ανθρωπίδων. Προκειμένου να επιτύχουμε κάτι τέτοιο, ένα θεμελιώδες ζήτημα που προκαταρκτικά μας απασχόλησε ήταν αυτό της επιλογής της καθαυτής «φιλοσοφίας» προσέγγισης των ευρημάτων μας, κάτι που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε και το πρωτόκολλο μελέτης, την ορολογία που χρησιμοποιήθηκε, αλλά και τα νοήματα που αυτή εμπεριέχει. H πολλαπλότητα, και σε πολλές περιπτώσεις, η πολυσημία των θεωρητικών αφετηριών, όρων και «πρακτικών εργαλείων» που σήμερα χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των προϊστορικών λιθοτεχνιών ήταν παράγοντες που επέφεραν αναγκαστικά μια διαδικασία διαλογής, σύνθεσης και σε μερικές περιπτώσεις προσαρμογής εκείνων, που θα επέτρεπαν την όσο το δυνατόν καλύτερη πραγμάτωση των ζητουμένων μας, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες του αρχαιολογικού υλικού που είχαμε στη διάθεσή μας. Για παράδειγμα, στη μελέτη μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε λιθοτεχνίες της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής που διαχρονικά και παραδοσιακά, όσον αφορά τόσο την τεχνολογική όσο και την τυπολογική τους ανάλυση, αντιμετωπίζονται μεθοδολογικά με διαφορετικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό, η προσπέλαση της τεχνολογικής συμπεριφοράς των προϊστορικών λιθοξόων επιχειρήθηκε με την προσέγγιση και αιτιακή αλληλοσύνδεση ορατών σήμερα σε εμάς σταδίων του κύκλου «ζωής», της «βιογραφίας» των λίθινων τεχνέργων, κάτι που εφεξής θα ονομάζουμε ανασύνθεση των (βασικών) σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας +. Η έκφραση «εγχειρηματική αλυσίδα» για πρώτη φορά χρησιμοποιείται από τον Α. Leroi-Gourhan στο έργο του «Le Geste et la Parole» (1964, 164, 1993, 114), χωρίς να ορίζεται ως συγκεκριμένη έννοια, αλλά για να σημάνει, σύμφωνα με τον Μ. Shott (2003, 98), «αλληλουχία ενεργειών δομημένων κάτω από ένα συντεταγμένο σύστημα που μεταδίδει σταθερότητα, αλλά και ευελιξία σε 44

77 μια σειρά από διαδικασίες, με τις οποίες κατασκευάζονται, μεταξύ άλλων, εργαλεία». 30 Ο ίδιος ο Α. Leroi-Gourhan (1993, 114) θεώρησε ότι «αυτό το συντεταγμένο σύστημα δημιουργείται από την μνήμη και υπάρχει ως προϊόν του εγκεφάλου και του φυσικού περιβάλλοντος», 31 συνδέοντας την εξέλιξή του με την εξέλιξη της γλώσσας. Η εγχειρηματική αλυσίδα μεταφέρθηκε στον τομέα της μελέτης των προϊστορικών λιθοτεχνιών από τους γάλλους προϊστοριολόγους στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Tixier κ.α 1980). Αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο και συχνά χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο της λεγόμενης «τεχνολογικής προσέγγισης» των προϊστορικών λιθοτεχνιών, η οποία προσπαθεί όχι να περιγράψει και να ταξινομήσει τις «στατικές» μορφές των αντικειμένων (όπως π.χ. η τυπολογία), αλλά να κατανοήσει και να ανασυνθέσει τη φυσική και διανοητική δράση που απαιτείται, ώστε οι μορφές αυτές να δημιουργηθούν και να χρησιμοποιηθούν. Σύμφωνα με τους Μ. Inizan κ.α (1995, 14) «η εγχειρηματική αλυσίδα στη μελέτη μιας λιθοτεχνίας εξετάζει όλες τις (τεχνικές και διανοητικές) 32 διαδικασίες που εμπλέκονται σε όλα τα βήματα κατασκευής και χρήσης ενός συνόλου εργαλείων, από την προμήθεια της πρώτης ύλης, μέχρι και την απόρριψη. Επιτρέπει την ανασύνθεση της χρήσης των πρώτων υλών από τον άνθρωπο, τοποθετώντας κάθε αντικείμενο σε μια τεχνική συνάφεια και προσφέρει ένα μεθοδολογικό πλαίσιο για κάθε επίπεδο της διαδικασίας ανασύνθεσης». 33 Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, η απουσία συγκεκριμένου ορισμού του τι είναι εγχειρηματική αλυσίδα αλλά μόνο του «πως λειτουργεί» 34 (ο.π.), έχει ως αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα ο όρος να χρησιμοποιείται πολύσημα. Κάτι τέτοιο είναι λογικό εφόσον, κατά τη γνώμη μας, ο τρόπος προσέγγισης της εγχειρηματικής αλυσίδας σύμφωνα με τον ορισμό των Μ. Inizan κ.α (1995) είναι το λιγότερο διττός: Η εγχειρηματική αλυσίδα αποτελεί ταυτόχρονα και κεντρική έννοια (La chaîne opératoire) και διακριτή μεθοδολογική προσέγγιση (offre un cadre méthodologique). Όπως παρατηρούν οι Ο. Bar-Yosef και P. Van Peer (2009) για πολλούς ερευνητές η εγχειρηματική αλυσίδα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως καθαρά κεντρική θεωρητική έννοια (π.χ. Schlanger 1990). Ωστόσο, για άλλους αποτελεί ταυτόχρονα μεθοδολογία μελέτης, ένα ταξινομικό ουσιαστικά 30 «Αction sequentially organized by means of a "syntax" that imparts both fixity and flexibility to operations by which tools, among other things, are made». 31 «This operating syntax is suggested by the memory and comes into being as a product of the brain and the physical environment». 32 Κάτι που στη γαλλική γλώσσα συνήθως αποδίδεται με τους όρους «schéma opératoire» και «schéma conceptuel» αντίστοιχα. 33 «La chaîne opératoire, dans l'étude d'une industrie lithique, prend en compte tous les processus, allant de l'approvisionnement en matière première jusqu'à son abandon, en passant par toutes les étapes de fabrication et d'utilisation d'un outillage. Elle permet de structurer l'utilisation des matériaux par l'homme, en resituant chaque objet dans un contexte technique, et offre un cadre méthodologique à chaque niveau d'interprétation». 34 «Νous ne donnerons pas une définition de ce concept, mais tenterons de montrer comment il fonctionne». 45

78 σύστημα, το οποίο «προσπαθεί να οργανώσει χρονολογικά τη διαδικασία μετατροπής της πρώτης ύλης, η οποία συλλέγεται από το φυσικό περιβάλλον και εισάγεται στον τεχνολογικό κύκλο των δραστηριοτήτων παραγωγής» (Geneste 1989, 76-77), αλλά και υπόρρητα μια κεντρική έννοια, συνώνυμη ουσιαστικά του συνόλου ή μέρους της αλυσίδας των τεχνικών διαδικασιών και των διανοητικών συλλήψεων που τις συνοδεύουν. Παράλληλα, και στις περιπτώσεις αυτές, το τι ακριβώς προσεγγίζει μεθοδολογικά η εγχειρηματική αλυσίδα, ο τρόπος με τον οποίο αυτό προσεγγίζεται, αλλά και τι ονομάζεται εγχειρηματική αλυσίδα δεν είναι οριοθετημένο και διαφέρει κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, παρότι σύμφωνα με τους Μ. Inizan κ.α 1995, η εγχειρηματική αλυσίδα θεωρητικά ασχολείται με το σύνολο της «βιογραφίας» των λίθινων τεχνέργων (από την πρόσκτηση της πρώτης ύλης μέχρι και την τελική απόρριψη των διαμορφωμένων εργαλείων) και με τις διανοητικές διαδικασίες που συνδέονται με αυτή, πολύ συχνά ο όρος χρησιμοποιείται, είτε ως μεθοδολογία μελέτης είτε ως συνώνυμο των ενεργειών εκείνων που απαιτούνται για τη δημιουργία, από μια άμορφη μάζα πρώτης ύλης, επιθυμητών προϊόντων, χωρίς να εξετάζεται ο τρόπος πρόσκτησης των πρώτων υλών ή η διαδικασία ενδεχόμενης περαιτέρω διαμόρφωσης των παραγόμενων αποκρουσμάτων με επεξεργασία, η χρήση τους κλπ. (π.χ. Turq 1992; Boëda 1994, Bourguignon 1997, Soressi 2002). Ταυτόχρονα, σε τέτοιες περιπτώσεις η εγχειρηματική αλυσίδα χρησιμοποιείται συχνά και ως συνώνυμο μεθόδων, σχημάτων 35 ή τεχνικών απόκρουσης (π.χ. la chaîne opératoire Levallois- Goval & Herisson 2006, la chaîne opératoire laminaire-ortega κ.α 2006). Επιπλέον, άλλοι ερευνητές εντάσσουν στη μεθοδολογία της εγχειρηματικής αλυσίδας και τη μελέτη της ταφονομίας και της οριζόντιας διασποράς των ευρημάτων, ως αντανάκλαση της χωρικής οργάνωσης των τεχνικών πράξεων (π.χ. Pigeot 1990, Villa & Soressi 2000). Επίσης, παρότι οι Μ. Inizan κ.α (1995) καταθέτουν ένα βασικό πρωτόκολλο μελέτης της μεθοδολογίας της εγχειρηματικής αλυσίδας, αυτό δεν προσφέρει πρακτικά εργαλεία προσέγγισης του συνόλου της «βιογραφίας» των λίθινων τεχνέργων (π.χ. ενδεχόμενη επανάχρηση των εργαλείων), ενώ άλλα πρωτόκολλα μελέτης είναι ακόμα πιο συνοπτικά, αλλά και διαφορετικά ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους (π.χ. Sorresi & Geneste 2011). Για να αποφύγουμε συγχύσεις που προκαλεί η πολυσημία της εγχειρηματικής αλυσίδας, στη μελέτη μας χρησιμοποιούμε τον όρο με ένα τρόπο ολιστικό (μένοντας στην θεωρητική διάσταση που του έχει δοθεί), προκειμένου να συμπυκνώσουμε όλες τις διαδοχικές διανοητικές συλλήψεις και χειροπρακτικές ενέργειες που απαιτούνται, ώστε τα λίθινα τέχνεργα να κατασκευαστούν, ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν και στο τέλος να απορριφθούν. Δεν δίνουμε στην εγχειρηματική 35 Βλ. ενότητα

79 αλυσίδα την έννοια του αυστηρού πρωτοκόλλου μελέτης των χαρακτηριστικών των λίθινων τεχνέργων, δεν την περιορίζουμε σε ένα στάδιο της «βιογραφίας» τους ούτε την χρησιμοποιούμε ως συνώνυμο για την περιγραφή μόνο του σταδίου αυτού (π.χ. η περιγραφή των διαδοχικών βημάτων μιας μεθόδου απόκρουσης δεν νοούνται ως βήματα ή ανασύνθεση της εγχειρηματικής αλυσίδας, αλλά βήματα που χαρακτηρίζουν ένα στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας, αυτό που στην προκειμένη περίπτωση εμείς ονομάζουμε διαδικασίες λάξευσης). Στην ίδια λογική, χρησιμοποιούμε συμβατικά την εγχειρηματική αλυσίδα με ένα νόημα «κεντρικό», για κάθε χρονολογική φάση της λιθοτεχνίας κάθε θέσης, και, για να αποφύγουμε συγχύσεις, δεν αναγνωρίζουμε διαφορετικές εγχειρηματικές αλυσίδες μέσα στην κεντρική εγχειρηματική αλυσίδα, όπως συχνά, αλλά και όντας μη απαγορευτικό σε θεωρητικό επίπεδο συμβαίνει: για παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κάθε στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας αποτελείται στην ουσία από πολλές συντιθέμενες εγχειρηματικές αλυσίδες. Στο πλαίσιο αυτό και για τις ανάγκες της έρευνάς μας, χωρίσαμε καταρχήν τη «βιογραφία» των λίθινων τεχνέργων, τις διαδοχικές διανοητικές συλλήψεις και χειροπρακτικές ενέργειες που εδώ θεωρείται ότι συμπυκνώνει η εγχειρηματική αλυσίδα, σε 4 βασικά στάδια (στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας). Το πρώτο αφορά στη διαδικασία πρόσκτησης των λίθινων πόρων, το δεύτερο στην καθαυτή διαδικασία παραγωγής αποκρουσμάτων, το τρίτο στην ενδεχόμενη χρήση και επανάχρηση των προϊόντων της λάξευσης και το τελευταίο στην απόρριψη των λίθινων τεχνέργων. Προκαταρκτικά εδώ σημειώνουμε, ότι το πρώτο από τα στάδια αυτά στην περίπτωση κάθε λιθοτεχνίας επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί με τη μελέτη των ιδιοτήτων, της πιθανής προέλευσης και της μορφής με την οποία μεταφέρονται οι πρώτες ύλες, το δεύτερο με την προσπάθεια κατανόησης της οργάνωσης των διαδικασιών λάξευσης, ενώ το τρίτο με την ανάλυση των χαρακτηριστικών της εργαλειοτεχνίας. Το τελευταίο στάδιο, αυτό της απόρριψης των λίθινων τεχνέργων, προσεγγίστηκε συνεπαγωγικά, στη βάση πληροφοριών που μπορούσε να δώσει η κάθε λιθοτεχνία. Ερωτήματα τα οποία τέθηκαν, ως προς το θέμα αυτό, ήταν για παράδειγμα: σε ποιά μορφή συνήθως απορρίπτονται τα λίθινα τέχνεργα (π.χ. είναι μη εξαντλημένοι παραγωγικά πυρήνες); Σε ποιό στάδιο του κύκλου «ζωής» τους (π.χ. εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί) και για ποιούς πιθανούς λόγους έχουν απορριφθεί (π.χ. ατυχήματα κατά τη λάξευση); Σε πρακτικό επίπεδο, ο τρόπος προσέγγισης του κάθε ξεχωριστού σταδίου της «βιογραφίας» των λιθοτεχνιών των 3 θέσεων θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διαθέσιμου αρχαιολογικού αποθέματος. Δεν θα ήταν δυνατόν η προσπάθεια ανάλυσης των ευρημάτων μας να θέσει εξαρχής ερωτήματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να απαντηθούν κάτω από τη χρήση οποιουδήποτε πρωτοκόλλου μελέτης. Στην περίπτωση μας, ορισμένες ιδιαιτερότητες των 47

80 δειγμάτων των λίθινων τεχνέργων έθεσαν περιορισμούς ως προς το εύρος και την ποιότητα των δυνατοτήτων προσέγγισης των σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας, καθορίζοντας και τα όρια και τις πληροφορίες που μπορούσαν να συλλεχθούν. 36 Ένας, λοιπόν, σοβαρός περιοριστικός παράγοντας που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν αυτός του φαινομένου του παλίμψηστου Το πρόβλημα του παλίμψηστου και ο χρονολογικός διαχωρισμός των ευρημάτων Όπως σημειώσαμε στην εισαγωγή της μελέτη μας, πριν την κύρια ανάλυση του αρχαιολογικού υλικού που είχαμε στη διάθεσή μας, προηγήθηκε μια γενική αξιολόγησή του, που σκοπό είχε, ακριβώς, να αναγνωρίσει κάποια γενικά χαρακτηριστικά αλλά και ιδιαιτερότητες των ευρημάτων. Κατά τη φάση αυτή επιβεβαιώθηκαν οι αρχικές πληροφορίες που προέρχονταν από την αρχαιολογική διερεύνηση των 3 θέσεων (π.χ. ημερολόγια, αναφορές), ότι σε κάθε περίπτωση είχαμε να κάνουμε με λιθοτεχνίες που προήλθαν από παλίμψηστα δραστηριότητας και απόθεσης. Αυτό που επίσης έγινε κατανοητό ήταν πως, παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των λίθινων τεχνέργων είχε έρθει στο φως από ανασκαφή (π.χ. Μολόνδρα, Ελευθεροχώρι 7), μια καταρχήν προσπάθεια χρονο-στρωματογραφικής συσχέτισης των ευρημάτων, μας έδειξε πως αντικείμενα που φαινόταν να έχουν κατασκευαστεί σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους της Παλαιολιθικής, 37 σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν αναμεμιγμένα στους ανασκαμμένους ορίζοντες. Βασική προϋπόθεση, λοιπόν, της διαδικασίας ανασύνθεσης των σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας σε κάθε θέση της μελέτης και για κάθε χρονολογική φάση, αποτέλεσε η διαίρεσή του αρχαιολογικού υλικού σε ευρείες, έστω, συγχρονικές ομάδες ευρημάτων. Η μελέτη μας δεν είναι η πρώτη που έρχεται αντιμέτωπη με σύνολα ευρημάτων που αποτελούνται από αντικείμενα κατασκευασμένα σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Όπως συζητήθηκε στο κεφάλαιο 1, παλιότερες αναλύσεις λιθοτεχνιών από υπαίθριες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα αντιμετώπισαν το πρόβλημα αυτό και επιχείρησαν να το υπερκεράσουν (π.χ. Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000). Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές, εστίασαν σε ένα μόνο «συστατικό» του παλίμψηστου, αυτό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Σε αντιδιαστολή λοιπόν με προηγούμενες συνθετικές μελέτες, τώρα, δεν έπρεπε απλά να 36 Π.χ. βλ. το παράδειγμα του σταδίου της «απόρριψης», αλλά και τη συζήτηση παρακάτω στις ειδικές ενότητες για τα 3 πρώτα στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας. 37 Εν προκειμένω τη Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Παρότι στα δείγματά μας σε καμία περίπτωση δεν εντοπίστηκαν τέχνεργα διαγνωστικά μια μεταγενέστερης της Παλαιολιθικής Εποχής πολιτισμικής φάσης (π.χ. Μεσολιθική, Νεολιθική, Εποχή του Χαλκού) δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένα αδιάγνωστα ως προς τη χρονολόγησή τους αντικείμενα (π.χ. αποσπασματικά σωζόμενα ανεπεξέργαστα αποκρούσματα) να έχουν κατασκευαστεί κατά το Ολόκαινο. 48

81 αποκλειστούν απλώς κάποια τέχνεργα, αλλά να διαχωριστούν ξεχωριστές πολιτισμικές ενότητες ευρημάτων, εν προκειμένω αυτές της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Για να επιτευχθεί το ζητούμενο αυτό, ακολουθήσαμε μια πρακτική που σκοπό είχε να αναγνωρίσει όσο το δυνατόν πιο ασφαλείς χρονολογικούς δείκτες πίσω από τα τεχνο-μορφολογικά χαρακτηριστικά των λίθινων τεχνέργων. Κάτι τέτοιο δεν απέχει πολύ από μια λογική «καθοδηγητικών απολιθωμάτων», τόσο με τυπολογικό όσο και με τεχνολογικό περιεχόμενο, η οποία έχει αποδειχτεί πως δεν μπορεί να έχει απόλυτη ακρίβεια και βασίζεται τόσο σε μια πρωταρχική θεωρητική γνώση, όσο και στη «συσσωρευμένη» πρακτική εμπειρία του εκάστοτε μελετητή. Παρόλα αυτά, η πρακτική της χρονολόγησης από τα αντικείμενα προς την ηλικία (στην περίπτωσή μας μια ευρεία τεχνο-πολιτισμική κατηγορία), είναι η μόνη που έχουμε στα χέρια μας, προκειμένου να διατυπώσουμε τις οποιεσδήποτε χρονολογικές εκτιμήσεις μας, όταν τα αρχαιολογικά σύνολα που καλούμαστε να μελετήσουμε προέρχονται από παλίμψηστα, τα οποία δεν είναι χρονολογημένα με απόλυτες μεθόδους χρονολόγησης. Ειδικά ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεθοδολογία της αρχαιολογικής διερεύνησης και των 3 θέσεων της μελέτης, δεν επέτρεπε τη διεξαγωγή χρονολογήσεων των αποθέσεων από τις οποίες προήλθαν τα λίθινα τέχνεργα, όπως έχει συμβεί κατά το παρελθόν σε άλλους παλαιολιθικούς υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας (π.χ. Runnels & Van Andel 2003, Tourloukis & Karkanas 2012, βλ. και κεφάλαιο 1). Οι ανασκαφές στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 ήταν σωστικές με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί η λήψη ιζημάτων προς χρονολόγηση, ενώ η επιφανειακή περισυλλογή στον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι δεν συνοδεύτηκε από γεωαρχαιολογική έρευνα, προκειμένου να καθοριστεί η ακριβής στρωματογραφία της θέσης και ο συσχετισμός της με τα σημεία πρόσκτησης των ευρημάτων. Επιπλέον, η σκοπιμότητα και τα αποτελέσματα τυχόν απόλυτων χρονολογήσεων στην περίπτωση και των 3 θέσεων της μελέτης μας θα ήταν αβέβαια, λόγω της διαφαινόμενης δευτερογενούς αρχαιολογικής συνάφειας των ευρημάτων του δείγματός μας. 38 Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τον χρονολογικό διαχωρισμό των ευρημάτων μας ήταν πολλαπλά και αλληλένδετα και εδράστηκαν, όπως σημειώθηκε, κατά κύριο λόγο στα ιδιαίτερα τεχνο-μορφολογικά γνωρίσματα κάθε ξεχωριστού αντικειμένου. 39 Επιπροσθέτως, τα στοιχεία αυτά συνυπολογίστηκαν μέσα στο σύνολο και την, σε κάθε περίπτωση, αιτιακή αλληλοσύνδεση των σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας. 38 Για το θέμα αυτό βλ. και κεφάλαια 3, 4 & Για το πρωτόκολλο μελέτης των γνωρισμάτων αυτών βλ. ενότητες και αντίστοιχα. 49

82 Έτσι για παράδειγμα, ένας πυρήνας Levallois ή ένας δισκοειδής πυρήνας 40 θεωρήθηκαν αυτόματα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, ενώ ένας πυρήνας που είχε παραγάγει μαζικά μικρολεπίδες ή ένας πυρήνας που φαινόταν να έχει παραγάγει τόσο λεπίδες όσο και μικρολεπίδες (ταυτόχρονα ίσως και φολίδες), τέχνεργο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Μια φολίδα με κεντροφερή αρνητικά λάξευσης και πολυεδρική φτέρνα θεωρήθηκε μεσοπαλαιολιθικό δημιούργημα (συνυπολογίζοντας ότι πιθανόν έχει προκύψει από ένα πυρήνα Levallois), το ίδιο και ένα τέχνεργο που με τυπολογικά κριτήρια ταξινομείται ως αιχμή pseudolevallois (συνυπολογίζοντας ότι πιθανόν έχει προκύψει από ένα δισκοειδή πυρήνα ή ένα πυρήνα Levallois). Στην ίδια λογική, μια μικρολεπίδα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης ή μια μικρολεπίδα με ίχνη διαμόρφωσης κορυφής, θεωρήθηκε τέχνεργο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (συνυπολογίζοντας ότι πιθανόν έχει προκύψει από ένα πυρήνα που έχει παραγάγει μικρολεπίδες). Επακόλουθα, μια ράσπα διαμορφωμένη σε μια πρώτη φολίδα + ή σε μια αιχμή pseudolevallois θεωρήθηκε τέχνεργο μεσοπαλαιολιθικό, όπως και μια εγκοπή ή ένα οδοντωτό σε τέτοιου είδους υπόβαθρο. Αντίστοιχα, ένα τροπιδωτό ξέστρο, ένα ξέστρο σε λεπίδα η μια γλυφίδα σε λεπιδόμορφη φολίδα, θεωρήθηκαν τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Ωστόσο, ένα ξέστρο διαμορφωμένο σε μια φολίδα, που φαινόταν να έχει προκύψει από ένα πυρήνα Levallois, ή μια γλυφίδα σε αιχμή pseudolevallois, θεωρήθηκαν τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, ενώ μια οδοντωτή μικρολεπίδα ή μια λοξή κολόβωση σε λεπίδα, πιθανά δημιουργήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Παράλληλα, ένας «ατυπικός» οπέας ή μια κολόβωση διαμορφωμένα σε υπόβαθρα τα οποία δεν έφεραν διαγνωστικά τεχνολογικά χαρακτηριστικά δεν αξιολογήθηκαν χρονολογικά. Παρότι οι παραπάνω περιπτώσεις χρονολογικής κατάταξης των τεχνέργων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «εύλογες» και σχετικά απλές, κάτι ανάλογο δεν ίσχυσε για άλλου είδους αντικείμενα της λιθοτεχνίας κάθε θέσης. Πολλά τέχνεργα στα δείγματά μας αν συναντιόνταν σε «κλειστά», ασφαλώς στρωματογραφημένα σύνολα, τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, αλλά ίσως και μεταγενέστερων περιόδων, δεν θα προκαλούσαν καμία έκπληξη στους μελετητές τους. Μια τέτοια κατηγορία αντικειμένων αποτελούν τα αποκρούσματα με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων, 41 που δεν έφεραν επεξεργασία, αλλά και οι πυρήνες από τους οποίους αναμένεται να έχουν προκύψει αυτού του είδους τα προϊόντα. Ειδικά για την περιοχή μελέτης, έχει γίνει κατανοητό πως οι τεχνολογίες παραγωγής λεπίδων χρησιμοποιούνται συστηματικά για την κατασκευή επιθυμητών προϊόντων ήδη από ένα πρώιμο στάδιο της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. Huxtable κ.α 1992, Gowlett & Carter 1997) μέχρι 40 Για τα κριτήρια αναγνώρισης αυτών των αντικειμένων βλ. ενότητα Για τα κριτήρια αναγνώρισης αυτών των αντικειμένων βλ. ενότητα

83 και το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Adam 2007). Επιπλέον, κατά κοινή ομολογία (π.χ. Revillon 1993, 1994) δεν υπάρχουν ασφαλή κριτήρια διαχωρισμού των λεπίδων της Μέσης Παλαιολιθικής από αυτές της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, πόσο μάλλον όταν τα τέχνεργα αυτά βρίσκονται αναμεμιγμένα μέσα σε ένα σύνολο που συνθέτει ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό». Με ποιό τρόπο, λοιπόν, θα μπορούσαν να διαχωριστούν τα ανεπεξέργαστα επιμήκη αποκρούσματα (λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες) της Μέσης Παλαιολιθικής από αυτά της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, αλλά και οι πυρήνες οι οποίοι τα παρήγαγαν; Και σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν πολλαπλά κριτήρια. Τα γενικά χαρακτηριστικά (π.χ. προφίλ, διάταξη των πλευρών, είδος φτέρνας, αρνητικά λάξευσης) 42 των λεπίδων και λεπιδόμορφων φολίδων με επεξεργασία, τα οποία μπορούσαν να κατατάξουν τα αντικείμενα αυτά σε μια σαφή χρονολογική φάση, χρησιμοποιήθηκαν ως «οδηγοί» για την πολιτισμική κατάταξη των αντίστοιχων αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας λεπίδας που είχε χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο ενός ξέστρου της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ή μιας λεπιδόμορφης φολίδας, η οποία έφερε φολιδόμορφη επικλινή επεξεργασία «φιλοξενώντας» μια μεσοπαλαιολιθική ράσπα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας τέτοιου είδους χρονολογικής «κατευθυντήριας γραμμής». Ως προς τους πυρήνες που παράγουν αποκρούσματα με αναλογίες λεπίδων ή λεπιδόμορφων φολίδων (οι πυρήνες που μαρτυρούσαν συστηματική παραγωγή «πραγματικών» μικρολεπίδων, όπως σημειώθηκε, κατατάχθηκαν αυτόματα ως τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής), ιδιαίτερα προβληματιστήκαμε για το χρονολογικό διαχωρισμό αυτού του είδους αντικειμένων που στα δείγματά μας παρέπεμπαν σε τεχνολογίες μη Levallois, παραγωγής λεπίδων, 43 που είχαν κυρίως πρισματική μορφολογία. Για τις περιπτώσεις αυτές λήφθηκε υπόψη η «οργανική» σύνδεση των πυρήνων με τα διαφαινόμενα παραγομένα αποκρούσματά τους (π.χ. κυρτότητες των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αρνητικών λάξευσής τους), αλλά και η γενικότερη «αρτιότητα» των τεχνικών πράξεων. 44 Παρά, ωστόσο, τις «ασφαλιστικές αυτές δικλείδες», οφείλουμε να αναφέρουμε πως ειδικά στην περίπτωση των πρισματικών πυρήνων που φαινόταν να έχουν παραγάγει λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποιας αστοχίας, όσον αφορά στη χρονολογική τους κατάταξη. Επικουρικά προς τα παραπάνω κριτήρια και για τη συνολική διαδικασία χρονολογικού διαχωρισμού των ευρημάτων, χρησιμοποιήσαμε και το κριτήριο του εύρους αλλοίωσης της 42 Για τον τρόπο καθορισμού αυτών των χαρακτηριστικών βλ. ενότητα Βλ. ενότητα Για το σκοπό αυτό παρακολουθήσαμε τις εργασίες ειδικού σεμιναρίου που αφορούσε στις τεχνολογίες λάξευσης λεπίδων, που περιείχε τόσο θεωρητικό όσο και πειραματικό σκέλος. Το σεμινάριο αυτό, με τον τίτλο «La talla laminar, methodos y technicas», διεξήχθη το Νοέμβριο του 2011 στη Βαρκελώνη. 51

84 επιφάνειας των τεχνέργων, τη λεγόμενη πατίνα, η οποία περιγράφηκε σε 5 διαβαθμίσεις: 0 για τα τέχνεργα που δεν έφεραν ίχνη πατίνας, 1 και 2 για τέχνεργα στα οποία η αλλοίωση αυτή ήταν αρχόμενη ή μικρής έκτασης αντίστοιχα, επιτρέποντας τη διάγνωση του αρχικού χρώματος και είδους της πρώτης ύλης. Η διαβάθμιση 3 αποδόθηκε σε τέχνεργα στα οποία η πατίνα ήταν εκτεταμένη αποκρύπτοντας εξολοκλήρου το αρχικό χρώμα και το είδος των πρώτων υλών, ενώ η διαβάθμιση 4 σε τέχνεργα στα οποία, η πατίνα, επιπλέον, είχε αλλοιώσει την υφή της πρώτης ύλης, μετατρέποντάς τη σε υλικό εύθρυπτο που θυμίζει κιμωλία, και που σε εξαιρετικές περιπτώσεις είχε απομειώσει ταυτόχρονα και την αρχική μάζα των τεχνέργων. Τα τελευταία 50 χρόνια οι έρευνες στο θέμα της αλλοίωσης της επιφάνειας των λίθινων τεχνέργων έχουν δείξει ότι η πατίνα δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως απόλυτος χρονολογικός δείκτης (π.χ. Schmalz 1960, Rottländer 1975, Purdy & Clark 1987, Burroni κ.α 2002). Εντούτοις, ιδιαίτερα για τη βορειοδυτική Ελλάδα, σειρά μελετών έχουν καταδείξει πως σε γενικές γραμμές τα τέχνεργα που προέρχονται από υπαίθριες θέσεις και έχουν τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της Μέσης Παλαιολιθικής είναι περισσότερο αλλοιωμένα στην επιφάνειά τους, αναλογικά με αυτά μεταγενέστερων Εποχών (π.χ. Papagianni 2000, Runnels & Van Andel 2003). Στον κανόνα αυτό υπάρχουν και εξαιρέσεις. Όπως αναφέρει η Δ. Παπαγιάννη (2000), τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής εμφανίζουν σε μερικές περιπτώσεις την ίδια αλλοίωση με μεσοπαλαιολιθικά τέχνεργα. Αντίθετα, η αντίστροφη εικόνα σπανίως συναντάται (ο.π.). Κάτι τέτοιο χαρακτήριζε εν μέρει και τα δείγματά μας από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Αντίθετα, στο Ελευθεροχώρι 7 τέχνεργα με τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ήταν σε γενικές γραμμές σε παρόμοια έκταση αλλοιωμένα στην επιφάνειά τους. Αναλογιζόμενοι τις παρατηρήσεις αυτές και ότι η πατίνα αποτελεί μια πολυπαραγοντική ως προς τη γένεση και την ανάπτυξή της αλλοίωση που συνδέεται με την ταφονομική ιστορία των ευρημάτων, ένα τέτοιο κριτήριο όπως σημειώθηκε, χρησιμοποιήθηκε μόνο επικουρικά για το χρονολογικό διαχωρισμό των ευρημάτων. Για παράδειγμα, τέχνεργα με εκτεταμένη πατίνα που δεν έφεραν όμως σαφή τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά δεν θεωρήθηκαν αυτόματα πρωιμότερα αυτών με μικρή ή μηδενική αλλοίωση της επιφάνειάς τους. Ωστόσο μια μικρολεπίδα με γραμμική φτέρνα, είτε με μηδενική είτε με εκτεταμένη πατίνα, θεωρήθηκε τέχνεργο υστερότερο από μια φολίδα με εκτεταμένη πατίνα, κεντροφερή αρνητικά λάξευσης και πολυεδρική φτέρνα. Επιπροσθέτως, ένα απόκρουσμα με αναλογίες λεπίδας, εκτεταμένη πατίνα και φτέρνα τύπου «καπέλο χωροφύλακα» θεωρήθηκε τέχνεργο μεσοπαλαιολιθικό. Αντίθετα ένα απόκρουσμα με αναλογίες λεπίδας, εκτεταμένη πατίνα αλλά χωρίς σαφή τεχνολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. μια λεπίδα με λεία φτέρνα), έμεινε εκτός οποιασδήποτε χρονολογικής ταξινόμησης. 52

85 Στην προσπάθεια ενός όσο το δυνατόν «ασφαλέστερου» χρονολογικού διαχωρισμού των ευρημάτων μας, ιδιαίτερα βοηθητικές ήταν και οι παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη σύντομη αξιολόγηση των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, οι οποίες φυλάσσονται στο μουσείο Ιωαννίνων. Η λιθοτεχνία από τη βραχοσκεπή, ιδιαίτερα αυτή της Μέσης Παλαιολιθικής, λειτούργησε και ως δείγμα αναφοράς με το οποίο γίνονται συγκρίσεις των λιθοτεχνιών των 3 θέσεων της μελέτης μας, 45 καθώς αποτελεί το μόνο κλειστό και απόλυτα χρονολογημένο δείγμα αυτής της Εποχής από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Με το σύνολο της διαδικασίας που περιγράφηκε παραπάνω, 3 «χρονολογικές» κατηγορίες αντικειμένων αναγνωρίστηκαν στα δείγματά μας. Η πρώτη περιλαμβάνει λίθινα τέχνεργα που τοποθετούνται με ασφάλεια στης Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Η τρίτη κατηγορία αντικειμένων, περιλαμβάνει τέχνεργα που δεν έφεραν οποιοδήποτε διαγνωστικό χρονολογικό τεχνολογικό ή τυπολογικό γνώρισμα, και θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της λιθοτεχνίας οποιασδήποτε πολιτισμικής περιόδου (π.χ. πρώτες φολίδες ή αποσπασματικά σωζόμενα τέχνεργα). Η τελευταία αυτή ομάδα αντικειμένων «απομονώθηκε», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τα δείγματα στα οποία έγιναν διεξοδικές αναλύσεις να μικρύνουν σε απόλυτο αριθμό. Για τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι το ποσοστό αυτό είναι λίγο πάνω από 50%, ενώ τα τέχνεργα που θεωρήθηκαν χρονολογικά αδιάγνωστα στο Ελευθεροχώρι 7 ήταν πολύ περισσότερα αναλογικά (74,8% του συνόλου της λιθοτεχνίας σε σύνολο 3615 τεχνέργων), λόγω της εξαιρετικά κακής διατήρησης του δείγματος (σπασμένα τέχνεργα), αλλά και της πρόσκτησης από τη θέση αυτή πολλών τεχνέργων περιορισμένων διαστάσεων (τέχνεργα κάτω από 1 εκ. στη μέγιστη διάστασή τους). Σε κάθε περίπτωση πάντως, θεωρούμε ότι η απομόνωση των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων μας εξασφάλισε μια, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, «αξιοπιστία» δείγματος και κρίθηκε προτιμότερη από αυθαίρετες χρονο-πολιτισμικές θεωρήσεις των ευρημάτων μας, πρακτική η οποία πιθανά να «επιμόλυνε» τα αποτελέσματα άλλου είδους αναλύσεων (π.χ. μετρικά χαρακτηριστικά), που διενεργήθηκαν στο στενό πλαίσιο κάθε σαφώς καθορισμένης χρονολογικής ομάδας τεχνέργων. Τέλος, οφείλουμε εδώ να τονίσουμε πως η διαδικασία του χρονολογικού διαχωρισμού των ευρημάτων του δείγματός μας, παρότι αναφέρεται πρώτη εδώ, στην πράξη λειτούργησε απολύτως αμφίδρομα σε σχέση με τα υπόλοιπα ζητούμενα της μελέτης του αρχαιολογικού υλικού: από τον καθορισμό και τη διαίρεση χρονολογικών φάσεων με κριτήριο την κοινή τεχνολογία παραγωγής τεχνέργων και την τυπολογία των εργαλείων, προς την προσπάθεια ανασύνθεσης των ορατών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας του υλικού πολιτισμού της Μέσης και της Ανώτερης 45 Κάτι τέτοιο επιχειρείται στο κεφάλαιο 7. 53

86 Παλαιολιθικής Εποχής κάθε θέσης της μελέτης, και αντίστροφα. Ενώ λοιπόν κάθε λίθινο τέχνεργο αντιμετωπίστηκε ως πιθανός φορέας χρονολογικών στοιχείων στη βάση των τεχνολογικών και τυπολογικών πληροφοριών που εμπεριείχε, παράλληλα, αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά εκτιμήθηκαν στο πλαίσιο της χρονολογικής ομάδας, στην οποία τελικά το κάθε αντικείμενο τοποθετήθηκε. Θα πρέπει εδώ επίσης να σημειώσουμε πως η αμφίδρομη αυτή διαδικασία διαφοροποίησε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μελέτης το «καθαρό» μας δείγμα, μέχρι να καταλήξουμε στο τελικό αποτέλεσμα που παρουσιάζουμε και συζητούμε εδώ Οι πρώτες ύλες Πρωταρχικό βήμα για την προσέγγιση της τεχνολογικής συμπεριφοράς των προϊστορικών λιθοξόων, αποτέλεσε η καταγραφή και κατανόηση των ιδιοτήτων των πρώτων υλών στις οποίες έχουν κατασκευαστεί τα λίθινα τέχνεργα κάθε χρονολογικής φάσης, σε κάθε θέση της μελέτης, καθώς και η προσπάθεια αναγνώρισης της πιθανής προέλευσή τους. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήσαμε να ανασυνθέσουμε αυτού που προηγουμένως ορίσαμε ως πρώτο στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας. Στην πράξη ωστόσο, η εκτεταμένη πατίνα που είχε σχηματιστεί στις επιφάνειες μεγάλου ποσοστού των αντικειμένων, αποκρύπτοντας σε μερικές περιπτώσεις ολοκληρωτικά ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των πρώτων υλών, δυσχέρανε κατά πολύ την καταγραφή των ιδιοτήτων τους, με αποτέλεσμα η διαδικασία αυτή να μην μπορεί να είναι ιδιαίτερα λεπτομερής. Παρά τον περιορισμό αυτό, συλλέγοντας πληροφορίες απ όσα αντικείμενα μπορούσαν να τις προσφέρουν επιχειρήθηκε να καθοριστούν: Τα είδη της πρώτης ύλης που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των τεχνέργων. Το χρώμα, το μέγεθος του κόκκου (λεπτός, αδρός) και η γενικότερη ποιότητα (π.χ. ύπαρξη ρωγμών που ενδεχομένως να προκαλούν ατυχήματα κατά τη λάξευση) των πρώτων υλών. Η μορφή των πρώτων υλών (κόνδυλος, πλακέτα, κροκάλα, ακανόνιστος όγκος, αδιάγνωστη). Τα χαρακτηριστικά των πρώτων υλών που καταγράφηκαν για την λιθοτεχνία κάθε χρονολογικής φάσης κάθε θέσης, στη συνέχεια, λειτούργησαν καθοδηγητικά για την έρευνα πεδίου που πραγματοποιήσαμε, προκειμένου να εντοπίσουμε τις πηγές τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής ήταν θετικά. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε πως με το δεδομένο ότι η βορειοδυτική 54

87 Ελλάδα αποτελεί μια πολύ πλούσια σε λίθινες πρώτες ύλες (κυρίως πυριτόλιθο) 46 περιοχή, οι πηγές που εντοπίσαμε θα πρέπει να θεωρηθούν ως πιθανές μόνο, και προπαντός όχι ως μοναδικές Οι διαδικασίες λάξευσης Με την προσπάθεια προσέγγισης των διαδικασιών λάξευσης, επιχειρήσαμε να ανασυνθέσουμε, να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε το δεύτερο στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας, δηλαδή αυτό της καθαυτής διαδικασίας παραγωγής, του τρόπου-ων κατασκευής των λίθινων τεχνέργων, 47 και των παραγόντων που σε κάθε περίπτωση φαίνεται να την επηρεάζουν (π.χ. μορφή και διαχείριση των πρώτων υλών). Κάτι τέτοιο επιχειρήθηκε με τη διάκριση των διαφορετικών μεθόδων, των τεχνικών και των σχημάτων της απόκρουσης, που χαρακτήριζαν κάθε διαγνωστική χρονολογική ομάδα ευρημάτων, σε κάθε θέση της μελέτης. Με τον όρο «μέθοδος απόκρουσης» + περιγράφεται το σύνολο των διανοητικών βημάτων που ακολουθούνται κατά τη διαδικασία της παραγωγικής εκμετάλλευσης ενός πυρήνα που εκφράζονται πρακτικά μέσα από την ογκομετρική και την «χρονολογική» οργάνωση των αποκρούσεων στην επιφάνειά του (Tixier 1967, Pelegrin 2000, 2005, Sorresi & Geneste 2011). Παράλληλα, σύμφωνα με τον Ε. Boëda (2000) μια μέθοδος απόκρουσης, αποτελώντας κατακτημένη, εφαρμοζόμενη και μεταδιδόμενη γνώση, δρα στη σχέση ανάμεσα στην αφηρημένη αναπαράσταση του τελικού στόχου και την υλοποίησή του και έχει πραγματική υπόσταση, μόνο εάν αποσκοπεί στην επίτευξη του στόχου αυτού, σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Με τον όρο «τεχνική της απόκρουσης» + εννοείται η «φυσική» δράση (π.χ. άμεση ή έμμεση κρούση) και το «μέσο» της (π.χ. σκληρός ή μαλακός κρουστήρας), που είναι απαραίτητα για την υλοποίηση μιας μεθόδου απόκρουσης (π.χ Tixier 1967, 1978, Pelegrin 2005, Sorresi & Geneste 2011). 48 Επιλέξαμε τον όρο «σχήμα απόκρουσης» +, προκειμένου να μεταφέρουμε στην ελληνική γλώσσα αυτό που, στη γαλλόφωνη κυρίως βιβλιογραφία των τελευταίων 25 χρόνων, συχνά αναφέρεται ως 46 «Flint» (με πετρολογικούς και γεωλογικούς όρους «κερατόλιθος», ωστόσο στην παρούσα μελέτη προτιμάται ο όρος «πυριτόλιθος», εφόσον στην αρχαιολογκή πρακτική χρησιμοποιείται κατά κόρον, προκειμένου να περιγράψει αυτό το είδος πετρώματος). 47 Δεν εννοείται εδώ η διαδικασία κατασκευής εργαλείων, κάτι που εξετάζεται ξεχωριστά στην ενότητα Μια τρίτη, συχνά αναφερόμενη (π.χ. Pelegrin 2000), διάσταση του όρου «τεχνική της απόκρουσης», που εξετάζει τη στάση του σώματος του λιθοξόου κατά τη διάρκεια της λάξευσης, δεν συμπεριλήφθηκε προς εξέταση, καθώς για να διαγνωστεί κάτι τέτοιο απαιτούνται συστηματικές πειραματικές λαξεύσεις, οι οποίες ήταν αδύνατο να συμπεριληφθούν ως ξεχωριστός μεθοδολογικός τομέας στην παρούσα μελέτη. 55

88 «concept/conception de debitage» «mode de debitage» κλπ. 49 Όπως και με την περίπτωση της εγχειρηματικής αλυσίδας, ή έλλειψη καταρχήν ορισμού και πρακτικής οριοθέτησης των παραπάνω εννοιών προκαλεί συχνά σύγχυση. Ωστόσο στο σύνολό τους, οι εκφράσεις αυτές μπορεί να ειπωθεί πως αναφέρονται σε ξεχωριστές «οικογένειες» μεθόδων απόκρουσης και των τεχνικών που τις χαρακτηρίζουν, οι οποίες παρουσιάζοντας ορισμένα κοινά τεχνικά χαρακτηριστικά μπορούν να κατηγοριοποιηθούν υπό τη «σκέπη» μιας πρωταρχικής, ολοκληρωμένης και ιεραρχημένης σταθερής «δομής» απόκρουσης 50 (Boëda 1997, 2013). Η δομή αυτή, σύμφωνα με τον Ε. Boëda (2000), συντίθεται από ένα σύνολο καθορισμένων τεχνικών ιδιοτήτων, οι οποίες εφαρμόζονται στο κύριο όργανό της, τον πυρήνα, προκειμένου αυτός, αφού σε μια πρώτη φάση μορφοποιηθεί, να αποτελέσει μια επίσης καθορισμένη λειτουργική/παραγωγική ογκομετρική σύνθεση, ώστε στη συνέχεια να παραγάγει. Στην πράξη, διαφορετικοί πυρήνες διαμορφωμένοι σύμφωνα με τους κανόνες που χαρακτηρίζουν ένα σχήμα απόκρουσης, μια τεχνική δομή, μπορούν να παραγάγουν διαφορετικά ή ακόμη και πανομοιότυπα επιθυμητά προϊόντα -τελικούς στόχους- ακολουθώντας διαφορετικούς «δρόμους», διαφορετικές μεθόδους, ίσως και διαφορετικές τεχνικές απόκρουσης. Οι μέθοδοι και οι τεχνικές αυτές απόκρουσης, ωστόσο, στην πρωταρχική βάση τους και κατά τη διάρκεια της υλοποίησής τους, λειτουργούν σύμφωνα με τις τεχνικές ιδιότητες που συνθέτουν την κάθε «τεχνική δομή», το κάθε, κατ εμάς, σχήμα απόκρουσης. Ταυτόχρονα, παρόμοιοι τελικοί στόχοι μπορούν να παραχθούν με μεθόδους που ανήκουν σε διαφορετικές «δομές», διαφορετικά σχήματα απόκρουσης. Ουσιαστικά λοιπόν, η έννοια του σχήματος απόκρουσης αποτελεί ένα ανώτερο επίπεδο αναγωγής μεθόδων και τεχνικών απόκρουσης (κάθε σχήμα απόκρουσης εμπεριέχει μια σειρά από μεθόδους και τεχνικές απόκρουσης), ένα επιπρόσθετο, τεχνητό πάντα, επίπεδο διάρθρωσης, ανάλυσης, ταξινόμησης, αλλά και περιγραφής εκείνων των τεχνικών πράξεων που χαρακτηρίζουν τις διαδικασίες λάξευσης. Μια τέτοιου είδους θεωρητική, καταρχήν, προσέγγιση έχει κατά καιρούς γίνει αντικείμενο κριτικής. Ένα σημείο κριτικής αναφέρεται στο γεγονός πως για τον καθορισμό των σχημάτων απόκρουσης μέσα σε μια λιθοτεχνία λαμβάνονται υπόψη σχεδόν αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά των πυρήνων και όχι αυτά των αποκρουσμάτων. Επιπλέον, στη βάση της ιδέας ότι κατά τη διάρκεια εκμετάλλευσης ενός πυρήνα μπορεί να μεταβληθεί τόσο η μέθοδος απόκρουσης όσο και 49 Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις οι όροι concept, mode κλπ. παραλείπονται ή υπόρρητα υπονοούνται, και η «οικογένεια», το σχήμα της απόκρουσης- όχι η μέθοδος- αναφέρεται ως επιθετικός προσδιoρισμός, π.χ. debitage Levallois, debitage laminaire. 50 «structure de debitage» 56

89 το σχήμα μέσα στο οποίο αυτή εντάσσεται, θεωρείται ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουμε αφορούν στην τελευταία χρονικά μέθοδο που ακολουθήθηκε (και άρα και στο ανάλογο σχήμα απόκρουσης στο οποίο αυτή μπορεί να ταξινομηθεί). Συχνά, επίσης, αναφέρεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα κριτήρια που κατατάσσουν μια μέθοδο απόκρουσης σε ένα σχήμα απόκρουσης είναι αρκετά σχετικά με αποτέλεσμα επίσης σχετικές θεωρήσεις. 51 Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μερίδα ερευνητών προτιμάει να μην αναφέρεται σε σχήματα απόκρουσης (π.χ. Levallois, δισκοειδές) αλλά σε καθαυτές μεθόδους απόκρουσης, οι οποίες περιγράφονται και ταξινομούνται με την υιοθέτηση ποικίλων κριτηρίων, το βασικότερο από τα οποία είναι η κατεύθυνση της λάξευσης (π.χ. κεντροφερής, μονοπολική κλπ.), στη βάση της παρατήρησης των αρνητικών λάξευσης πυρήνων και αποκρουσμάτων (π.χ. Kuhn 1995). 52 Κατά τη γνώμη μας, τα σημεία αυτά κριτικής είναι εύλογα, ωστόσο δεν μπορούν να ακυρώσουν την πρακτική της διάκρισης των σχημάτων απόκρουσης, η οποία από τη φύση της δεν είναι μια «θεωρία» πεπερασμένη αλλά συνεχώς εξελίσσεται, όπως άλλωστε και μια σειρά από άλλες θεωρητικές αφετηρίες που αφορούν στην αντιμετώπιση των προϊστορικών λιθοτεχνίων (για παράδειγμα προηγουμένως σημειώθηκε η συζήτηση που αναπτύσσεται σε σχέση με το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας της εγχειρηματικής αλυσίδας). Στη μελέτη μας λοιπόν, παρότι για τον καθορισμό μεθόδων και σχημάτων απόκρουσης βασιστήκαμε σε ένα μεγάλο ποσοστό στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πυρήνων (οι οποίοι στην περίπτωση της χρονολογικής φάσης κάθε θέσης συνέθεταν ένα ικανοποιητικό δείγμα), τα αποκρούσματα δεν αγνοήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη στις όποιες τελικές θεωρήσεις μας. Παράλληλα, η πρακτική της διάκρισης σχημάτων απόκρουσης δεν αποτέλεσε μεθοδολογική «προκατάληψη» και απαγορευτικό παράγοντα για την μη εξέταση της πιθανής μετατροπής, κατά τη διάρκεια της λάξευσης, των μεθόδων ή ακόμα και των ίδιων των σχημάτων απόκρουσης. Το ενδεχόμενο αυτό το λάβαμε υπόψη μας και το εξετάσαμε, προκειμένου και εμείς να συμβάλλουμε σε ανάλογη συζήτηση που έχει αναπτυχθεί για την περιοχή μελέτης και 51 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα για τις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα σε ένα μονοπρόσωπα αποκρουσμένο πυρήνα που εντάσσεται σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης και σε ένα πυρήνα που έχει αποκρουστεί με μια επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο απόκρουσης που εντάσσεται σε ένα σχήμα Levallois. Για πολλούς ερευνητές δεν υπάρχει διαφορά στο σχήμα απόκρουσης αλλά στο βαθμό προετοιμασίας των πυρήνων. Ειδικά τα τελευταία χρόνια προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, ο Ε. Boëda (1997, 2013) έχει εισάγει το κριτήριο της ομοθετικότητας ή μη των σχημάτων απόκρουσης. Ομοθετικά θεωρούνται τα σχήματα απόκρουσης (structures homothetiques) κατά τα οποία η μορφολογία του πυρήνα δεν μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της απόκρουσης (π.χ. Levallois), ενώ μη ομοθετικά (structures non homothetiques) εκείνα τα σχήματα όπου η αρχική μορφή των πυρήνων είναι διαφορετική από αυτή με την οποία τελικά απορρίπτονται (π.χ. δισκοειδείς πυρήνες). Tο κριτήριο της «ομοθετικότητας» δεν υιοθετήθηκε στην έρευνά μας, λόγω του «πειραματικού» ακόμα χαρακτήρα του και της μη ευρείας χρήσης του από τους προϊστοριολόγους. 52 Για τη χώρα μας και ιδιαίτερα για την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση των διαδικασιών λάξευσης έχει ακολουθήσει η Δ. Παπαγιάννη (2000), αλλά και εμείς εν μέρει σε παλιότερες μελέτες μας (π.χ. Λιγκοβανλής 2006, Ligkovanlis 2011). Ωστόσο, παρά την άνθιση τα προηγούμενα χρόνια μιας τέτοιας προσέγγισης, πλέον και οι «ενθερμοί» υποστηρικτές της (π.χ. Kuhn 1995) ακολουθούν την πρακτική της διάκρισης σχημάτων απόκρουσης (βλ. π.χ. Shimelmitz & Kuhn 2013). Άλλωστε, και η ίδια η Δ. Παπαγιάννη ακολουθεί υπόρρητα την πρακτική διάκρισης σχημάτων απόκρουσης σε πρόσφατη δημοσίευσή της (Papagianni 2009). 57

90 για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή κατά το παρελθόν (π.χ. Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000). Επιπλέον, για την εγγραφή μιας μεθόδου απόκρουσης σε ένα σχήμα απόκρουσης βασιστήκαμε σε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά και ήδη αυστηρά καθορισμένα κριτήρια, ενώ όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό συζητούμε κατά περίπτωση τους λόγους των ταξινομικών μας διακρίσεων. 53 Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως παρά τις εγγενείς «αδυναμίες» ρητής ή υπόρρητης (μέσω επιθετικού προσδιορισμού, π.χ. απόκρουση Levallois) δήλωσης των σχημάτων απόκρουσης σε μια λιθοτεχνία, μια τέτοια πρακτική, εφόσον εδράζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια, αποτελεί ένα εργαλείο συνεννόησης μεταξύ των προϊστοριολόγων και δεν είναι τυχαίο ότι υιοθετείται σε όλες τις σύγχρονες δημοσιεύσεις (ανεξαρτήτως σχολής), επιτρέποντας έτσι άμεσες και βασικές «τεχνολογικές» συγκρίσεις λιθοτεχνιών, ιδιαίτερα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Η επιλογή τέλος, εισαγωγής του επιπέδου διάρθρωσης του σχήματος απόκρουσης ως αυτόνομης έννοιας (δηλαδή η μη συνεχής υπόρρητη περιγραφή της «οικογένειας» μεθόδων απόκρουσης μέσω επιθετικού προσδιορισμού-π.χ. απόκρουση Levallois), είναι καθαρά θεωρητική, αποσκοπώντας στην, πάντα στο μέτρο του δυνατού, πιο σαφή διάρθρωση της μεθοδολογίας και της ορολογίας μας. Δεν θα θέλαμε για παράδειγμα να ταξινομήσουμε και να ονοματίσουμε μια μέθοδο απόκρουσης ως Levallois, χωρίς να καθορίζουμε τι αντιπροσωπεύει ο όρος Levallois. Σε πρακτικό επίπεδο, το ασφαλέστερο εργαλείο κατανόησης της τεχνικών διαδικασιών που εμπλέκονται στις διαδικασίες λάξευσης, αυτό του εντοπισμού και της επανένωσης συνανήκοντων τεχνέργων + (π.χ. αποκρουσμάτων, πυρήνων, θραυσμάτων) σε «μοναδικές» και διακριτές ενότητες απόκρουσης του λίθου, 54 παρά τις επίμονες προσπάθειές μας, δεν απέδωσε καρπούς. Αποδώσαμε το γεγονός αυτό στο χαρακτήρα παλίμψηστου των θέσεων και στον εντοπισμό των ευρημάτων σε δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Αν και θα μπορούσε να ειπωθεί πως μια τέτοια διαδικασία σε τέχνεργα που φέρουν εκτεταμένη πατίνα 55 δεν έχει ούτως ή άλλως πολλές πιθανότητες επιτυχίας, επανενώσεις δεν κατέστη δυνατόν να γίνουν και μεταξύ τεχνέργων στα οποία μπορούσε να διακριθεί το είδος και το χρώμα της πρώτης ύλης, αλλά και το είδος του φλοιού, όταν υπήρχε. Εναλλακτικά, επιχειρήσαμε να διακρίνουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαδικασιών λάξευσης διανοητικά, επικεντρώνοντας, όπως σημειώθηκε, την προσοχή μας σε εκείνα τα 53 Βλ. για παράδειγμα στα κεφάλαιο 3,4, και 5 τη συζήτηση για τις πιθανές διαδικασίες παραγωγικής εκμετάλλευσης των τροπιδωτών ξέστρων ή στο κεφάλαιο 5 τη συζήτηση για τη μέθοδο απόκρουσης «Ασπροχάλικο», που εμείς εγγράψαμε σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης. 54 Συχνά στην ελληνική βιβλιογραφία η διαδικασία αυτή αναφέρεται ως «ανασύνθεση της εγχειρηματικής αλυδίδας», κάτι που δεν χρησιμοποιούμε εδώ, λόγω του διαφορετικού νοήματος που έχουμε δώσει στον όρο. 55 Βλ. ενότητες 3.3, 4.3,

91 αντικείμενα, πυρήνες και αποκρούσματα (π.χ. επιθυμητά προϊόντα της λάξευσης, «τεχνικά» αποκρούσματα που διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων), που ήταν φορείς τεχνολογικών πληροφοριών, καθώς και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, με τα οποία καθίστανται ευδιάκριτοι κρίκοι στην αλυσίδα κινήσεων των λιθοξόων, σκιαγραφώντας τους εκάστοτε στόχους τους και πως αυτοί υλοποιούνται. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την διάκριση των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης των πυρήνων τα ιδιαίτερα γνωρίσματά των αντικειμένων αυτών, τα οποία καταγράφηκαν και αξιολογήθηκαν ήταν: Η ογκομετρική και γεωμετρική οργάνωση της επιφάνειάς τους, ως προς τη διαμόρφωση, την τοποθέτηση και τη «λειτουργία» των επίπεδων απόκρουσης και επίκρουσης. Η κλίση της απόκρουσης + ως προς το σημείο διατομής του (-ων) επιπέδου (-ων) επίκρουσης και απόκρουσης (κυρτή, παράλληλη, υποπαράλληλη) Η κατεύθυνση της απόκρουσης (κεντροφερής, ημι-κεντροφερής, μονοπολική, αμφιπολική, χιαστί). Λήφθηκε υπόψη η κατεύθυνση της απόκρουσης κατά τη φάση παραγωγής επιθυμητών προϊόντων και όχι αρνητικά λάξευσης που θεωρήθηκε ότι αποτελούν μέρος της προετοιμασίας/μορφοποίησης ή επανα-μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων. Στη μελέτη μας δεν καθορίσαμε «συγκλίνουσα» κατεύθυνση απόκρουσης (με αποτέλεσμα να μην προκύπτει και ως επιθετικός προσδιορισμός σε κάποια σαφώς διακριτή μέθοδο απόκρουσης πυρήνων ή αποκρουσμάτων). Στη διεθνή βιβλιογραφία, άλλωστε, ένας τέτοιος διαχωρισμός στις περισσότερες των περιπτώσεων παραλείπεται, ενώ και όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια καθορισμού μιας συγκλίνουσας κατεύθυνσης απόκρουσης. Παράλληλα, ο όρος «συγκλίνουσα» συνήθως χρησιμοποιείται ως επιπλέον επιθετικός προσδιορισμός, σε μια μονοπολική, κατά κύριο λόγο, κατεύθυνση απόκρουσης 56 Επιπλέον, ειδικά για την περιοχή μελέτης η Δ. Παπαγιάννη (2000) έχει εν πολλοίς αποδείξει πως στην ουσία πυρήνες ή αποκρούσματα με αρνητικά λάξευσης που σε κάποιο βαθμό συγκλίνουν, δεν εγγράφονται σε κάποια ανεξάρτητη μέθοδο απόκρουσης (ανεξαρτήτως σχήματος απόκρουσης), αλλά ότι θα πρέπει να ενταχθούν στη λογική μιας κατά περίπτωση μονοπολικής (κυρίως) ή αμφιπολικής απόκρουσης. Εναλλακτικά, στην περίπτωσή μας ως «συγκλίνουσα» καθορίστηκε μια διάταξη αρνητικών λάξευσης (σε αντιδιαστολή με μια παράλληλη/υποπαράλληλη διάταξη αρνητικών λάξευσης) σε κάποιο σημείο της επιφάνειας ενός πυρήνα ή στην άνω όψη αποκρούσματος, που μαρτυρούσε μονοπολική ή αμφιπολική κατεύθυνση απόκρουσης. Ως κριτήριο ταξινόμησης μιας διάταξης αρνητικών λάξευσης 56 Π.χ. «unipolar convergent». 59

92 ως συγκλίνουσας, τέθηκε η γωνία σύγκλισης των αρνητικών αυτών να είναι μεταξύ 30 και 60 μοιρών. Με τη διαδικασία αυτή επανελέγθηκε και η παλιότερη διαπίστωση της Δ. Παπαγιάννη, εκ των προτέρων να σημειώσουμε θετικά. Στη βάση όλων των παραπάνω κριτηρίων, προκαταρκτικά εδώ, σημειώνουμε ότι οι πυρήνες των λιθοτεχνιών εντάχθηκαν σε 3 διαφορετικά σχήματα απόκρουσης και σε επιμέρους μεθόδους τους (στοιχεία τα οποία και διαγνώστηκαν για τα δείγματα που είχαμε στη διάθεσή μας): α) Σχήμα απόκρουσης: Levallois (αφορά σε πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής). Μέθοδοι απόκρουσης: γραμμική, επαναλαμβανόμενη κεντροφερής +, επαναλαμβανόμενη μονοπολική +, επαναλαμβανόμενη διπολική +. Για την ένταξη των πυρήνων σε αυτό το σχήμα απόκρουσης και στις επιμέρους μεθόδους του, χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια και η ορολογία που καθορίζονται από τον Ε.Boëda (1988,1993, 1994) (πιν. 2.1, εικ. 2.1). ΣΧΗΜΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ LEVALLOIS 1. Ο όγκος του πυρήνα διαιρείται σε 2 κυρτές και ασυμμετρικές, επιφάνειες (όψεις) που οριοθετούν ένα επίπεδο διασταύρωσης + 2. Οι 2 επιφάνειες του πυρήνα (όψεις) είναι λειτουργικά ιεραρχημένες. Η μια αποτελεί το επίπεδο επίκρουσης και η άλλη το επίπεδο απόκρουσης. 3. Στο επίπεδο απόκρουσης διαμορφώνονται τελική και πλευρικές κυρτοτήτες + προκειμένου να παραχθούν προκαθορισμένα σε μορφή προϊόντα 4. Η κλίση της απόκρουσης των προκαθορισμένων προϊόντων είναι παράλληλη/υποπαράλληλη ως προς το σημείο διατομής των 2 διαχωρισμένων επιφανειών (όψεων) του πυρήνα 5. Η απόκρουση γίνεται με άμεση κρούση και με σκληρό κρουστήρα ΔΙΣΚΟΕΙΔΕΣ Το ίδιο Οι 2 επιφάνειες του πυρήνα (όψεις) δεν είναι λειτουργικά ιεραρχημένες. Η μια λειτουργεί ως επίπεδο επίκρουσης, η άλλη ως επίπεδο απόκρουσης, αλλά οι ρόλοι τους μπορεί να αντιστραφούν Στο επίπεδο απόκρουσης διαμορφώνεται περιφερειακή κυρτότητα + προκειμένου να παραχθούν προκαθορισμένα σε μορφή προϊόντα Η κλίση της απόκρουσης των προκαθορισμένων προϊόντων είναι κυρτή ως προς το σημείο διατομής των 2 διαχωρισμένων επιφανειών (όψεων) του πυρήνα Το ίδιο Πίνακας 2.1. Διαφορές ανάμεσα στο δισκοειδές και το Levallois σχήμα απόκρουσης, σύμφωνα με τον Ε. Boëda (1993). Εικόνα 2.1. Σχεδιαστική απεικόνισητων ομοιοτήτων και των διαφορών ανάμεσα στο δισκοειδές και το Levallois σχήμα απόκρουσης. (Πηγή: Boëda 1993). β) Σχήμα απόκρουσης: Δισκοειδές + (αφορά σε πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής). Μέθοδοι απόκρουσης: μονοπρόσωπη +, αμφιπρόσωπη +, «Ασπροχάλικο». Για την ένταξη των πυρήνων σε αυτό το σχήμα απόκρουσης χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια και η ορολογία που 60

93 καθορίζονται από τον Ε. Boëda (1993, 1994) (πιν. 2.1, εικ. 2.1). Για τη διάκριση των επιμέρους μεθόδων του δισκοειδούς σχήματος απόκρουσης χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια και η ορολογία που προτείνουν οι L. Bourguignon και A. Turq (2003), Β. Παπακωνσταντίνου (1988), Μ. Peresani (2003), L. Slimak (2003), F. Bernaldo de Quiros και J. Maillo Fernandez (2009). 57 γ) Σχήμα απόκρουσης: Παραγωγής λεπίδων + (αφορά σε πυρήνες τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής). Μέθοδοι απόκρουσης: μονοπολική, αμφιπολική, χιαστί. Στην ελληνική γλώσσα o όρος «σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων» θα μπορούσε να θεωρηθεί αδόκιμος και ταυτόχρονα αρκετά παραπλανητικός. Τον υιοθετούμε εδώ, προκειμένου να μεταφέρει αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως «debitage laminaire» (η αρκετά πιο σπάνια ως «concept laminaire») και τον χρησιμοποιούμε, για να ομαδοποιήσουμε μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων απόκρουσης που χρησιμοποιούνται από την Κατώτερη ακόμα Παλαιολιθική Εποχή έως και το τέλος της Εποχής του λίθου, οι οποίες συχνά μάλιστα δεν έχουν ως αποκλειστικό στόχο την παραγωγή λεπίδων. Ειδικά στα δείγματά μας, πυρήνες που θεωρήθηκαν μεσοπαλαιολιθικοί και εντάχθηκαν σε ένα τέτοιο σχήμα απόκρουσης, συχνά φαίνεται να έχουν παραγάγει προϊόντα με αναλογίες φολίδων, ενώ αντίστοιχοι πυρήνες της Ανώτερης Παλαιολιθικής (να σημειωθεί πως το σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων είναι το μοναδικό που εντοπίστηκε για τους πυρήνες αυτής της Εποχής στα δείγματά μας), έχουν παραγάγει αποκλειστικά μικρολεπίδες. Ουσιαστικά αυτό που ομαδοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λάξευσης τόσο διαφορετικών, σε μερικές περιπτώσεις, σε ζητούμενα πυρήνων είναι 3 κυρίως γνωρίσματα, τα οποία και χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια ένταξης σε ένα τέτοιου είδους σχήμα απόκρουσης των πυρήνων των δειγμάτων μας (Boëda 1988, Revillion 1993, 1994) (εικ. 2.2): i) ο όγκος του πυρήνα καθ όλη τη διάρκεια της λάξευσης αντιμετωπίζεται με ενιαίο λειτουργικά τρόπο 58 και δεν διαχωρίζεται σε όψεις, όπως για παράδειγμα στο σχήμα απόκρουσης Levallois ή το δισκοειδές. ii) η λάξευση μπορεί εν δυνάμει να επεκταθεί σε όλη την ωφέλιμη επιφάνεια του πυρήνα. iii) η λάξευση συνήθως ακολουθεί μια λογική «κατά μήκους» εκμετάλλευσης της μεγαλύτερης διάστασης του υποβάθρου του πυρήνα. 57 Eιδικά για την ένταξη της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο» (Papaconstantinou 1988) σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης βλ. συζήτηση στο κεφάλαιο Κάτι που στη γαλλική γλώσσα συχνά αναφέρεται και ως «debitage en volume». 61

94 Εικόνα 2.2. Διαφορές ανάμεσα στο σχήμα απόκρουσης Levallois (1) και σε αυτό παραγωγής λεπίδων (2,3), σύμφωνα με τον Ε. Boëda (1988). Σε αντίθεση με το σχήμα Levallois στο σχήμα παραγωγής λεπίδων ο όγκος του πυρήνα αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο και η λάξευσή του μπορεί εν δυνάμει να επεκταθεί σε όλη την επιφάνειά του. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, παρότι στο δισκοειδές και Levallois σχήμα απόκρουσης οι τεχνικές της λάξευσης χαρακτηρίζονται από άμεση κρούση και με τη χρήση σκληρού κρουστήρα, οι πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων μπορεί να λαξεύονται είτε με άμεση είτε με έμμεση κρούση (στην τελευταία περίπτωση, κατά κύριο λόγο, μετά το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής), με κρουστήρα σκληρό ή μαλακό. Ως προς τη διάκριση των μεθόδων του σχήματος απόκρουσης παραγωγής λεπίδων, τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση οι πυρήνες αυτοί να διαχωρίζονται ουσιαστικά με κριτήριο το «βαθμό» εκμετάλλευσης της επιφάνειάς τους (απόκρουση πλευρική +, μετωπική +, ημι-περιστροφική +, περιστροφική + -π.χ. Delagnes κ.α 2007) (εικ. 2.3). Στην παρούσα μελέτη επιλέξαμε τον «κλασικό» διαχωρισμό της διάκρισης των μεθόδων απόκρουσης του σχήματος παραγωγής λεπίδων με κριτήριο την κατεύθυνση της λάξευσης, προκειμένου οι πυρήνες αυτής της κατηγορίας να μπορούν, στο μέτρο του δυνατού, να συνδεθούν με τα πιθανά προϊόντα τους. Σε κάθε περίπτωση 62

95 πάντως στην περιγραφή των πυρήνων αυτών αναφέρεται αν η απόκρουση τους είναι ημιπεριστροφική, περιστροφική κλπ. Εικόνα 2.3. Παραδείγματα, ημι περιστροφικής, περιστροφικής, μετωπικής και πλευρικής λάξευσης πυρήνων του σχήματος παραγωγής λεπίδων. (Πηγή: Delagnes κ.α. 2007). Πέρα από την ένταξη τους σε σχήματα και μεθόδους απόκρουσης, επιπλέον, για τους πυρήνες των λιθοτεχνιών καθορίστηκαν (και κατά περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή τους): Η μορφολογία τους (χελωνοειδής, κωνική, αμφικωνική, πυραμιδοειδής, πρισματική, ακανόνιστη). Το σχήμα τους (ωοειδές, ορθογώνιο, πολυγωνικό, ακανόνιστο). Οι διαστάσεις των ακέραιων παραδειγμάτων τους (μήκος, πλάτος, πάχος). Το μήκος μετρήθηκε στη βάση του άξονα του επιπέδου απόκρουσης, το πλάτος μετρήθηκε κάθετα στον άξονα του μήκους, ενώ το πάχος στο μέγιστο σημείο. Για τα θραύσματα πυρήνων μια μόνο μέτρηση λήφθηκε, αυτή της μέγιστης διάστασης. Σε όσες περιπτώσεις ήταν δυνατό να αναγνωριστεί, το είδος του υποβάθρου τους (κόνδυλος, πλακέτα, κροκάλα, φολίδα) Για τους ακέραιους πυρήνες η ύπαρξη και το ποσοστό φλοιού που έφεραν στην επιφάνειά τους (0%, 1-25%, 26-50%, 51-75%, %). Η προετοιμασία ή μη των επιπέδων επίκρουσής τους. Το είδος (φολίδες, λεπίδες, λεπιδόμορφες φολίδες, μικρολεπίδες) και το σχήμα (ωοειδές, τριγωνικό, πολυγωνικό, επίμηκες) των προϊόντων που έχουν παραχθεί κατά την τελευταία φάση της απόκρουσης. Παράλληλα, μετρήθηκε το μήκος του αρνητικού της λάξευσης του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματος κάθε πυρήνα, σε όσες περιπτώσεις ήταν δυνατό αυτό να καθοριστεί. 63

96 Ακολούθως, η μελέτη των τεχνολογικών χαρακτηριστικών των αποκρουσμάτων των λιθοτεχνιών ως αντικείμενό της είχε να συνδέσει τα αντικείμενα αυτά με τους πυρήνες από τους οποίους έχουν προέλθει, προκειμένου να κατανοηθούν στην πλήρη έκτασή τους οι διαδικασίες λάξευσης, τα διαδοχικά τους βήματα και τα ζητούμενά τους. Ελλείψει παραδειγμάτων επανενώσεων συνανήκοντων τεχνέργων, η διαδικασία αυτή, στο πλαίσιο ενός κατ ουσία αστρωματογράφητου παλίμψηστου, δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Όπως συζητήθηκε και παραπάνω, τα διαφορετικά σχήματα και μέθοδοι απόκρουσης έχουν ως αποτέλεσμα πολλές φορές την παραγωγή προϊόντων με σχεδόν πανομοιότυπα γνωρίσματα. Στην προσπάθεια αυτή λοιπόν, η ένταξη πυρήνων και αποκρουσμάτων σε κοινές διαδικασίες λάξευσης του λίθου έλαβε υπόψη της όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, συνεκτιμώντας τα ιδιαίτερα ποιοτικά αλλά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του συνόλου αυτών των αντικειμένων. 59 Στο πλαίσιο αυτό, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των αποκρουσμάτων τα οποία καταγράφηκαν και τεχνολογικά αξιολογήθηκαν ήταν: Τα μετρικά χαρακτηριστικά και το είδος τους. Όπως και για τους πυρήνες μετρήσεις όλων των διαστάσεων λήφθηκαν μόνο για τα ακέραια παραδείγματα αποκρουσμάτων. Το μήκος τους μετρήθηκε στη βάση του τεχνολογικού τους άξονα (άξονας απόκρουσης), το μέγιστο πλάτος κάθετα στον άξονα του μήκους, ενώ το πάχος στο μέγιστο σημείο του, πέραν του βολβού της κρούσης. Για τα σπασμένα αποκρούσματα μια μόνο μέτρηση λήφθηκε, αυτή της μέγιστης διάστασης. Στα ακέραια αποκρούσματα ο καθορισμός του είδους τους βασίστηκε στο λόγο μήκους-πλάτους τους. Φολίδες θεωρήθηκαν τα αποκρούσματα με λόγο μήκους-πλάτους ίσο ή κάτω από 1,5, λεπιδόμορφες φολίδες τα αντικείμενα με λόγο μήκουςπλάτους πάνω από 1,5 και κάτω από 2, λεπίδες τα αντικείμενα με λόγο μήκους-πλάτους ίσο ή πάνω από 2, αλλά με πλάτος άνω των 12 χιλιοστών, μικρολεπίδες τα αντικείμενα με λόγο μήκους-πλάτους ίσο ή πάνω από 2, αλλά με πλάτος ίσο ή κάτω των 12 χιλιοστών. Το σχήμα τους (ωοειδές, τριγωνικό, επίμηκες, πολυγωνικό- όταν ήταν εφικτό, καθορίστηκε και ο αριθμός των ευδιάκριτων γωνιών, π.χ. πενταγωνιώδες απόκρουσμα). Για τα ακέραια αντικείμενα το ποσοστό φλοιού που έφεραν συνολικά στην άνω όψη τους, τις πλευρές, την άνω και κάτω απόληξή τους (0%, 1-25%, 26-50%, 51-75%, %). Σε όσες περιπτώσεις ήταν εφικτό, μέσω της παρατήρηση των αρνητικών της λάξευσής στις άνω όψεις τους, η κατεύθυνση της απόκρουσης (κεντροφερής, ημικεντροφερής, μονοπολική, αμφιπολική). Όπως και για τους πυρήνες, στις περιπτώσεις των αποκρουσμάτων που μαρτυρούσαν μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση καθορίστηκε και η διάταξη των αρνητικών λάξευσης ως παράλληλη/υποπαράλληλη ή συγκλίνουσα. Ακόμη, για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της απόκρουσης δεν λήφθηκαν υπόψη τα αρνητικά 59 Στο σημείο αυτό δεν προβαίνουμε σε μια κατηγοριοποίηση των κριτηρίων ταξινόμησης σε συγκεκριμένα σχήματα/μεθόδους απόκρουσης των προϊόντων της λάξευσης των δειγμάτων μας, όπως έγινε με τους πυρήνες, αλλά κάτι τέτοιο συζητείται ξεχωριστά στην περίπτωση κάθε λιθοτεχνίας κάθε θέσης, και για κάθε χρονολογική φάση. 64

97 λάξευσης που θεωρήθηκε ότι αποτελούν υπολείμματα της διαδικασίας προετοιμασίας/μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων, αλλά μόνο αυτά που μαρτυρούσαν την προηγούμενη απόσπαση πιθανών επιθυμητών προϊόντων. Το είδος της φτέρνας τους (φλοιώδης, λεία, διεδρική, πολυεδρική, «καπέλο χωροφύλακα», φτεροειδής, στιγμοειδής, γραμμική). 60 Το προφίλ τους (ευθύγραμμο, κυρτό). Πως διατάσσονται μεταξύ τους οι πλευρικές απολήξεις τους (παράλληλες, συστρεμμένες + ). Το μέγεθος των βολβών και της φτέρνας των αποκρουσμάτων, προκειμένου να καθοριστεί το είδος της κρούσης (άμεση ή έμμεση) και του κρουστήρα που χρησιμοποιήθηκε για την απόσπασή τους (σκληρός ή μαλακός) Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Με τη μελέτη των χαρακτηριστικών της εργαλειοτεχνίας 61 κάθε χρονολογικής φάσης σε κάθε θέση της μελέτης, επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε το τρίτο στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας, που αφορά στη χρήση ορισμένων τεχνέργων της κάθε λιθοτεχνίας, αλλά και στην ανασύνθεση και κατανόηση των τάσεων που χαρακτηρίζουν την τεχνική διαδικασία διαμόρφωσης εργαλείων. Προκειμένου, ωστόσο, να προσεγγιστεί ολοκληρωμένα το θέμα της χρήσης των αντικειμένων της κάθε λιθοτεχνίας, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια μελέτη των ιχνών χρήσης όχι μόνο των εργαλείων, αλλά και των αντικειμένων που δεν έφεραν επεξεργασία, κάτι που δεν προβλεπόταν στον προγραμματισμό της μελέτης μας. Ωστόσο, ακόμα και η ανάληψη μιας τέτοιου είδους ανάλυσης θα είχε αμφίβολα αποτελέσματα για τα διαθέσιμα δείγματα, λόγω της διαφαινόμενης δευτερογενούς αρχαιολογικής συνάφειάς τους με πολλά τέχνεργα, επιπροσθέτως, να φέρουν ευδιάκριτα ίχνη ανακύλησης, η οποία επέφερε αλλοιώσεις στις ακμές τους. Έτσι στην περίπτωσή μας, μόνο πτυχές της χρήσης των τεχνέργων της κάθε λιθοτεχνίας θα μπορούσαν να προσεγγιστούν, κάτι που επιχειρήθηκε μέσα από τη συνεκτίμηση των γνωρισμάτων του συνόλου της εργαλειοτεχνίας κάθε χρονολογικής φάσης σε κάθε θέση, πάντα με γνώμονα την προσπάθεια ερμηνείας των αντανακλάσεων των στοιχείων αυτών πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή βασικά ερωτήματα που θέσαμε ήταν: περιορισμένη η μεγάλη ποικιλομορφία ειδών εργαλείων μπορεί να αντικατοπτρίζει την τέλεση εξειδικευμένων εργασιών και το αντίστροφο, σε κάποια από τις θέσεις της μελέτης; Τι μπορεί να ειπωθεί για τις ενδεχόμενες πρακτικές επανάχρησης των εργαλείων σε σχέση με τη διαχείριση των πρώτων υλών; 60 Για την απόδοση στα ελληνικά του είδους της φτέρνας των αποκρουσμάτων υιοθετήθηκε η ορολογία που προτείνει η Α. Μουνδρέα-Αγραφιώτη (στο Inizan κ.α 1995). 61 Νοούνται τα λίθινα τέχνεργα που θεωρήθηκε ότι έφεραν ανθρωπογενή επεξεργασία. 65

98 Υπάρχει σύνδεση συγκριμένου είδους υποβάθρων και συγκεκριμένων εργαλειακών τύπων, κάτι που πιθανώς φανερώνει κάποιο κεντρικό, πρωταρχικό σχεδιασμό των λιθοξόων σε σχέση με τις «χρηστικές» προεκτάσεις και τα ζητούμενα των διαδικασιών λάξευσης; Τα χαρακτηριστικά των εργαλείων που καταγράφηκαν, αξιολογήθηκαν και κατά περίπτωση περιγράφηκαν ήταν: Το είδος (πυρήνας, απόκρουσμα, ακατέργαστη πρώτη ύλη) και τα τεχνολογικά γνωρίσματα (σχήμα/μέθοδος απόκρουσης, είδος φτέρνας και ποσοστό φλοιού για τα αποκρούσματα), των υποβάθρων που επιλέγονται προς επεξεργασία, ώστε αυτό το στάδιο του κύκλου «ζωής» των συγκεκριμένων αντικειμένων να συνδεθεί αιτιακά/λειτουργικά με αυτό της καθαυτής παραγωγής τους. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της επεξεργασίας τους, όπως προτείνεται από τους Μ. Inizan κ.α (1995): i) η μορφολογία της διακρίνοντάς την σε φολιδόμορφη, βαθμιδωτή, υποπαράλληλη και παράλληλη. ii) η θέση της διακρίνοντάς την σε άμεση (εννοείται στην άνω όψη αποκρούσματος), ανάστροφη και αμφιπρόσωπη. ii) η κλίση της διακρίνοντάς την σε επικλινή, ημι-απότομη και απότομη. iv) η έκτασή της διακρίνοντάς την σε σύντομη, εκτεταμένη και επιδρομική. 62 Ακριβείς μετρήσεις της έκτασης της επεξεργασίας λήφθηκαν για τις ράσπες της Μέσης Παλαιολιθικής και για τα ξέστρα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Επιπλέον πρακτική προκειμένου να προσεγγιστούν και να καθοριστούν τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας κάθε θέσης, υπήρξε η τυπολογική περιγραφή και ταξινόμηση των τεχνέργων με επεξεργασία. Παρότι η τυπολογία ως ξεχωριστός πυλώνας μελέτης δεν έχει σχέση με τη λεγόμενη «τεχνολογική προσέγγιση», θεωρείται από ορισμένους μελετητές παρωχημένη, αλλά και με αμφίβολες ερμηνευτικές προεκτάσεις, παραμένει, κατά τη γνώμη μας, ένα αξιόπιστο, πολύ λειτουργικό και μέχρι σήμερα αναντικατάστατο μεθοδολογικό εργαλείο αντιμετώπισης των προϊστορικών λιθοτεχνιών, καθώς προσφέρει μια σαφώς καθορισμένη ονοματολογία και επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ των λίθινων συνόλων. Στη μελέτη μας άλλωστε, και όπως σημειώθηκε, η τυπολογική ταξινόμηση των τεχνέργων με επεξεργασία και οι χρονολογικές της προεκτάσεις, ήταν ένας από τους κύριους πυλώνες χρονολογικού διαχωρισμού του υλικού πολιτισμού των 3 θέσεων, αλλά και αποτέλεσε ένα βασικό κριτήριο (πέρα από την τεχνολογία) για τη σύγκριση των 62 Για την απόδοση στα ελληνικά των χαρακτηριστικών της επεξεργασίας των εργαλείων υιοθετήθηκε η ορολογία που προτείνει η Α. Μουνδρέα-Αγραφιώτη (στο Inizan κ.α 1995). 66

99 λιθοτεχνιών που μελετήσαμε με ήδη δημοσιευμένα σύνολα από το χώρο της βορειοδυτικής Ελλάδας, αλλά και της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης. 63 Για την τυπολογική ταξινόμηση των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, ως βασικό οδηγό χρησιμοποιήσαμε τη δημοσίευση των Α. Debeneath και Η. Dibble (1995). Ωστόσο, από τους τυπολογικούς πίνακες που διαμορφώθηκαν εξαιρέθηκαν οι εργαλειότυποι που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια, 64 αιχμές Levallois και pseudolevallois, των οποίων ο απόλυτος αριθμός σε κάθε λιθοτεχνία καταγράφηκε ξεχωριστά. Άλλωστε, στις λιθοτεχνίες που μελετήσαμε αρκετές από τις αιχμές Levallois και pseudolevallois έχουν χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρα εργαλείων (π.χ. ράσπες, εγκοπές κλπ.). Τα μαχαίρια με φυσική ράχη +, ένα άλλο είδος εργαλείου που παραδοσιακά ταυτίζεται με τεχνολογικά κριτήρια, έμειναν εκτός οποιασδήποτε τυπολογικής θεώρησης, καθώς στην ουσία αποτελούν «τεχνικά» αποκρούσματα που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απόκρουσης του λίθου οποιασδήποτε πολιτισμικής περιόδου. Για την τυπολογική ταξινόμηση των εργαλείων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ως βασικοί οδηγοί χρησιμοποιήθηκαν οι δημοσιεύσεις των D. de Soneville Bordes και J. Perrot (1954, 1955, 1956 α, 1956 β ). Τέλος, όσον αφορά την ενδεχόμενη πρακτική επανάχρησης ορισμένων εργαλείων, το ζήτημα αυτό εξετάστηκε μόνο για τις χρονολογικές ενότητες της Μέσης Παλαιολιθικής με την καταγραφή του βαθμού της επαν-επεξεργασίας + των ρασπών, τον πολυπληθέστερο τύπο εργαλείου κατά την Εποχή αυτή στις 3 θέσεις της μελέτης. Για το σκοπό αυτό κάναμε μετρήσεις για την εξαγωγή του λεγόμενου δείκτη του Kuhn. 65 Ο δείκτης αυτός προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεση του πάχους της πλευράς ενός αποκρούσματος που φέρει επεξεργασία με το πάχος της «κεντρικής αρτηρίας» του (πάχος/πάχος) και κυμαίνεται μεταξύ 0 και 1. Όσο ο δείκτης αυτός πλησιάζει τον αριθμό 1 τόσο μεγαλύτερος θεωρείται η επαν-επεξεργασία, ο βαθμός επανάχρησης ενός αποκρούσματος με πλευρική επεξεργασία (Kuhn 1990, 1995), στην περίπτωσή μας μιας ράσπας (εικ. 2.4). Η μεθοδολογία αυτή υιοθετήθηκε αφενός, επειδή μετά από πειράματα που έχουν πραγματοποιηθεί (π.χ. Ηiscock & Clarkson 2005) θεωρείται η πιο αξιόπιστη για τη μέτρηση της επαν-επεξεργασίας των αποκρουσμάτων με πλευρική επεξεργασία, αφετέρου, διότι έχει ακολουθηθεί και από την Δ. Παπαγιάννη (2000) στη μελέτη της για τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων 63 Βλ. κεφάλαιο Η ομάδα αυτή εργαλείων αναφέρεται συνήθως ως «technologically defined tools». 65 «Kuhn s index». 67

100 της βορειοδυτικής Ελλάδας, επιτρέποντας έτσι συγκρίσεις των δικών μας αποτελεσμάτων με ήδη δημοσιευμένα. Εικόνα 2.4. Σχεδιαστική απεικόνιση των μετρήσεων που λαμβάνονται για την εξαγωγή του δείκτη επαναλαμβανόμενης επεξεργασίας του Kuhn. Όπου t το πάχος της επεξεργασμένης πλευράς, όπου Τ το πάχος της κεντρικής αρτηρίας του αποκρούσματος που φέρει πλευρική επεξεργασία. Ο δείκτης αντιστοιχεί στο πηλίκο της διαίρεσης t/t. Στην προκειμένη περίπτωση το πρώτο παράδειγμα της εικόνας θεωρείται ως το πλέον «επαναχρησιμοποιημένο»). (Πηγή: Ηiscock & Clarkson 2005). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή μεθοδολογία, προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός επαν-επεξεργασίας των ξέστρων, του πολυπληθέστερου εργαλείου της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής και στις 3 θέσεις της μελέτης μας, ώστε να είναι εφικτές διαχρονικές συγκρίσεις. Επιπροσθέτως, τα αντικείμενα με πλευρική επεξεργασία στις λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής ήταν σε κάθε περίπτωση λίγα για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, ενώ άλυτο παραμένει το ερώτημα για το αν συγκεκριμένοι εργαλειακοί τύποι της Εποχής αυτής (π.χ. μικρολεπίδες ή λεπίδες με ράχη η οποία έχει διαμορφωθεί με απότομη επεξεργασία) προκύπτουν ως αποτέλεσμα επανάχρησης ή καταρχήν επιλογής των κατασκευαστών τους (κάτι βέβαια που μπορεί να επεκταθεί και ως ερώτημα για τις ράσπες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής και είναι ζήτημα που αφορά στην παραδοσιακά διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής). Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω επιλέξαμε να αφήσουμε εκτός θεώρησης τη διάσταση της επανάχρησης των εργαλείων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 68

101 3. ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ-ΤΟΜΕΑΣ Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Το Μεγάλο Καρβουνάρι βρίσκεται 22 χλμ. νοτιοανατολικά της Ηγουμενίτσας και 3 χλμ. νότια του ομώνυμου οικισμού (Καρβουνάρι), στην κοιλάδα του Κωκκυτού ποταμού, παραπόταμου στον άνω ρου του Αχέροντα. Απέχει 11 χλμ. από τα παράλια της Θεσπρωτίας και το υψόμετρό του είναι 159 μ. από τη θαλάσσια στάθμη (εικ. 3.1). Η θέση εντοπίζεται σε μια καρστική λεκάνη, συνολικού εμβαδού 33 περίπου στρεμμάτων, η οποία είναι γεμάτη με αποθέσεις ερυθρογής και περικλείεται στα δυτικά, ανατολικά και νότια από ασβεστολιθικούς λόφους, με μέγιστο ύψος μ. (εικ. 3.2). Το σύνολο της έκτασης αυτής οριοθετεί ουσιαστικά μια «ανενεργή» σήμερα πόλγη, σχηματισμένη από την καρστική διάβρωση των ασβεστόλιθων του Παντοκράτορα που αποτελούν το γεωλογικό υπόβαθρό της. Km Km Εικόνα 3.1. Η θέση Μεγάλο Καρβουνάρι στη Θεσπρωτία. Φαίνεται πως μέχρι και την τελευταία παγετώδη περίοδο η καρστική λεκάνη του Μεγάλου Καρβουναρίου ήταν «κλειστή» και «ενεργή». Εκεί θα κατέληγαν και τελικά θα αποθέτονταν υλικά από τη διάβρωση των γύρω ασβεστολιθικών λόφων, ενώ, παράλληλα, θα δημιουργούνταν εποχικά τέλματα ή μόνιμες λίμνες, υδάτινοι σχηματισμοί οι οποίοι θα τροφοδοτούνταν από βροχοπτώσεις 69

102 και ρέματα. Καθώς ολόκληρη η περιοχή βρίσκεται σε μία ενεργή τεκτονική ζώνη, η σταδιακή ανύψωσή της οδήγησε σε έντονη κατακόρυφη διάβρωση, και σταδιακά προκάλεσε το άνοιγμα της πόλγης προς βορρά, και την ένωση της λεκάνης αποστράγγισής της με την λεκάνη του Κωκκυτού ποταμού. Ως αποτέλεσμα, σταμάτησε η διαδικασία της απόθεσης υλικών, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η δημιουργία υδρογραφικού δικτύου στην επικράτεια της πόλγης και στη συνεχεία η διάβρωση και η μεταφορά των ήδη αποτιθεμένων υλικών. Εικόνα 3.2. Άποψη της θέσης Μεγάλο Καρβουνάρι από τα βόρεια. Με κόκκινο περίγραμμα η έκταση που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής. Το εποχικό ή πιο μόνιμο υγρό στοιχείο κατά την προϊστορία στο Μεγάλο Καρβουνάρι θα συγκέντρωνε γύρω του πλούσιους φυτικούς πόρους, ζώα και πτηνά, και είναι φυσικό να αποτέλεσε πόλο έλξης και για τους ανθρωπίδες, οι οποίοι άφησαν το πολιτιστικό και τεχνολογικό τους αποτύπωμα στη θέση αυτή, στη μορφή λίθινων τεχνέργων. 3.2 Η αρχαιολογική διερεύνηση O αρχαιολογικός χώρος στο Μεγάλο Καρβουνάρι είναι γνωστός από τη δεκαετία του 1960, όταν και εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης επιφανειακής έρευνας του πανεπιστημίου του Cambridge στην Ήπειρο (Dakaris κ.α 1964). H ομάδα του Cambridge περισυνέλεξε από την επιφάνεια της terra rossa 1200 τέχνεργα λαξευμένου λίθου, χωρίς να αναφέρεται το ακριβές σημείο από το οποίο αυτά προήλθαν. Συνολικά 3 μελέτες της τεχνολογίας και της τυπολογίας των ευρημάτων αυτών, περιγράφουν μια λιθοτεχνία της οποίας η πλειονότητα ανήκει στη Μέση 70

103 Παλαιολιθική Εποχή (εικ. 1.3). Παράλληλα, ένας μικρός αριθμός τεχνέργων χωρίς πατίνα ή με μικρή αλλοίωση της επιφάνειάς τους, θεωρήθηκε ότι ανήκε σε υστερότερες χρονολογικές φάσεις (Dakaris κ.α 1964, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagiani 2000). Η παραγωγή των μεσοπαλαιολιθικών τεχνέργων γινόταν κυρίως με τη χρήση μεθόδων Levallois. Οι ράσπες αποτελούσαν τον συνηθέστερο τύπο εργαλείου. Παράλληλα, διαπιστώθηκε πως πολλά από τα αποκρούσματα της λιθοτεχνίας ήταν επιμήκη (λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες), κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες υπαίθριων θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας (Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagiani 2000). Ο μεγάλος αριθμός των ευρημάτων από το Μεγάλο Καρβουνάρι κατέστησε τη θέση σε κομβικό σημείο αρχαιολογικής έρευνας. Φαίνεται πως η υπαίθρια αυτή θέση της Παλαιολιθικής Εποχής λειτούργησε ως μια σημαντική τοποθεσία στο σύστημα κατοίκησης του ανθρώπου του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα. Μισόν αιώνα μετά τον αρχικό εντοπισμό και τη διερεύνηση της θέσης από τον Ε. Higgs, το Μεγάλο Καρβουνάρι επαναδιερευνήθηκε το καλοκαίρι του 2005 από ομάδα του Φινλανδικού Ινστιτούτου στην Αθήνα σε συνεργασία με την ΛΒ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Thesprotia Expedition». Όπως σημειώθηκε, το Μεγάλο Καρβουνάρι αποτελεί μια πολύ μεγάλη έκταση τα όρια της οποίας δεν είχαν καθοριστεί στο παρελθόν με σαφήνεια. Εικόνα 3.3. Οι Τομείς της επιφανειακής έρευνας της αρχαιολογικής αποστολής του Φινλανδικού Ινστιτούτου στο Μεγάλο Καρβουνάρι. (Πηγή:Ligkovanlis 2011). Η αρχαιολογική αποστολή του Φινλανδικού Ινστιτούτου ερεύνησε αρκετά σημεία της θέσης, προκειμένου να καλυφθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της. Η έκταση που οριοθετούν οι 71

104 αποθέσεις ερυθρογής στο Μεγάλο Καρβουνάρι διαιρέθηκε σε συνολικά 34 Τομείς, 66 άνισων διαστάσεων, στους οποίους διενεργήθηκαν επιφανειακές περισυλλογές με ποικίλη μεθοδολογία: από λεπτομερείς (με χρήση κανάβου) μέχρι και δειγματοληπτικές, ανάλογα με την ορατότητα και το ανάγλυφο του εδάφους (Forsén 2011) (εικ. 3.3). Η μελέτη μας εστίασε στο αρχαιολογικό υλικό που προήλθε από τον Τομέα 24, στο κέντρο περίπου της έκτασης που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Ο Τομέας 24 συνίσταται σε μια πολυγωνικού σχήματος περιοχή, έκτασης περίπου 1,5 στρέμματος, η οποία περικλείεται από συστάδες δέντρων. Ανάλογα με την ετήσια ένταση και το πλήθος των βροχοπτώσεων, η συνολική έκταση του Τομέα 24 καλύπτεται από αραιή ή πολύ πυκνή βλάστηση, μην επιτρέποντας στην τελευταία περίπτωση καν την πρόσβαση στο χώρο (εικ ). Εικόνα 3.4. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, άποψη από τα δυτικά. Καλοκαίρι Εικόνα 3.5. Ο χώρος του Τομέα 24 καλυμμένος από πυκνή βλάστηση το καλοκαίρι του 2012 (άποψη από τα νοτιοδυτικά). 66 «Units» 72

105 Όταν οι συνθήκες επιτρέπουν την επί τόπου παρατήρηση, γίνεται κατανοητό πως ο Τομέας 24 στη σημερινή του μορφή παρουσιάζει κλίση στον άξονα ανατολή-δύση, ενώ είναι ορατά τα σημάδια της διάβρωσης των αποθέσεων ερυθρογής από τα εποχικά ρέματα που σχηματίζονται από τις βροχοπτώσεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται μικροί λοφίσκοι ερυθρογής (στη συγκεκριμένη περίπτωση χρώματος Munsell: 18R 5/6) (εικ. 3.4), τοπίο χαρακτηριστικό σε πολλές ανάλογες θέσεις με terra rossa στη βορειοδυτική Ελλάδα (π.χ. Μόρφι, Κοκκινόπηλος). Για τις ανάγκες της αρχαιολογικής διερεύνησης, ο χώρος του Τομέα 24 διαιρέθηκε σε 14 τετράγωνα κανάβου διαστάσεων 10 x 10 μ. και επί 5 ημέρες μια ομάδα 5 ατόμων περισυνέλεξε όλα τα ευρήματα που ήταν ορατά στην επιφάνεια του εδάφους (εικ. 3.6). Η επιφανειακή περισυλλογή δεν έγινε με το σύστημα των διαδρόμων, 67 αντίθετα τα μέλη της ομάδας ανέλαβαν να διερευνήσουν συγκεκριμένα τετράγωνα. Με τον τρόπο αυτό, περισυλλέχθηκαν συνολικά 1601 τέχνεργα λαξευμένου πυριτόλιθου, τα οποία αποτελούν και το μοναδικό είδος αρχαιολογικού ευρήματος στη θέση. Τα ευρήματα κάθε τετραγώνου φυλάχτηκαν ξεχωριστά, ενώ σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις λίθινων τεχνέργων μέσα στα τετράγωνα, ταυτόχρονα με την επί τόπου σχεδιαστική αποτύπωση και σήμανση της προέλευσής τους. Εικόνα 3.6. Τα τετραγώνα του κανάβου της επιφανειακής περισυλλογής και η πορεία των εποχικών ρεμάτων στον Τομέα 24. (Από το αρχείο του «Thesprotia Expedition»). 67 «Tracts». 73

106 3.3 Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Παρά την απουσία δοκιμαστικών τομών, η μεθοδολογία που υιοθέτησε η έρευνα της ομάδας του Φινλανδικού Ινστιτούτου για την περισυλλογή του αρχαιολογικού υλικού στον Τομέα 24 θα μπορούσε να ρίξει φως στην οριζόντια διασπορά των ευρημάτων, την τυχόν διακριτή χρήση και οργάνωση του χώρου. Κάτι τέτοιο φυσικά προϋπέθετε ότι τα ευρήματα της έρευνας βρίσκονταν σε πρωτογενή αρχαιολογική συνάφεια. Οι ενδείξεις της γενικής διαμόρφωσης της θέσης αποθάρρυναν τις σκέψεις για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όταν το καλοκαίρι του 2009 και του 2010 επισκεφθήκαμε τη θέση και απουσία ύπαρξης πυκνής βλάστησης η πρόσβαση στο χώρο του Τομέα 24 ήταν δυνατή, παρατηρήσαμε ότι, λόγω της συνεχούς διάβρωσης της ερυθρογής, κάποιος θα μπορούσε να περισυλλέξει εκ νέου από τη θέση ανάλογο ή μεγαλύτερο αριθμό ευρημάτων από αυτά που είχε στη διάθεσή της η έρευνά μας. Τα εποχικά ρέματα που σχηματίζονται από τις βροχοπτώσεις, σε συνδυασμό με την αιολική δραστηριότητα, διαβρώνουν συνεχώς τις αποθέσεις ερυθρογής, αποκαλύπτοντας λίθινα τέχνεργα στην επιφάνεια του εδάφους και στις παρειές των λοφίσκων (εικ ). Εικόνα 3.7. Παράδειγμα διάβρωσης των αποθέσεων terra rossa στον Τομέα 24. Καλοκαίρι Στη συνέχεια, πολλά από αυτά τα αντικείμενα παρασύρονται με τη δράση του νερού από τα ανώτερα στα κατώτερα επίπεδα της θέσης, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ευρημάτων σε ορισμένα σημεία. 74

107 Εικόνα 3.8. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Λίθινα τέχνεργα σε παρειά λοφίσκου terra rossa. Καλοκαίρι Το λογικό συμπέρασμα της παρατήρησης αυτής της διαδικασίας είναι ότι το ενδεχόμενο μιας in situ εύρεσης του αρχαιολογικού υλικού που είχαμε στη διάθεσή μας για μελέτη ήταν πολύ μικρό, έως ελάχιστο. Ωστόσο, δεν φαινόταν τα λίθινα τέχνεργα να προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό σημείο του τοπίου, με άλλα τοπογραφικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, θα έπρεπε να νοηθούν ως το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας που έλαβε χώρα κατά την προϊστορία μέσα στα γενικά όρια της πόλγης στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Η μελέτη της διατήρησης και των αλλοιώσεων της λιθοτεχνίας από τον Τομέα 24, ανά τετράγωνο περισυλλογής, συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης ότι η λιθοτεχνία προήλθε από δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο απόθεσης. Πολλά από τα τέχνεργα φέρουν ευδιάκριτα ίχνη ανακύλησης, όπως αποκρούσεις που οφείλονται σε φυσικά αίτια, αλλά και στομωμένες ακμές ως αποτέλεσμα της δράσης του νερού. Μόλις το 30% (480) των λίθινων τεχνέργων διατηρούνται ακέραια. Το ποσοστό αυτό ανάμεσα στα τετράγωνα περισυλλογής δεν παρουσιάζει σοβαρές διακυμάνσεις με μια μόνο εξαίρεση, το τετράγωνο 6, απ όπου όμως το δείγμα ήταν μικρό σε αριθμό (πιν. 3.1). Πολλά ευρήματα παρουσιάζουν αλλοιώσεις της αρχικής στιλπνής επιφάνειάς τους. Σε ορισμένα τέχνεργα έχουν αναπτυχθεί λειχήνες, αρκετά φέρουν ίχνη καύσης και πατίνα. Το τελευταίο αυτό είδος αλλοίωσης έχει ποικίλη διαβάθμιση. Μόνο 17 τέχνεργα της λιθοτεχνίας (1,1% του συνόλου) δεν φέρουν ίχνη πατίνας (διαβάθμιση 0), ενώ σε ακόμη 517 (35,7% του συνόλου) η αλλοίωση αυτή παρουσιάζει μικρή έκταση (διαβάθμιση 1 ή 2). Η πλειονότητα, ωστόσο, των τεχνέργων της λιθοτεχνίας (916, 57,2% του συνόλου) παρουσιάσει εκτεταμένη αλλοίωση της επιφάνειας (διαβάθμιση 3 ή 4), με 75

108 αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξακριβωθεί το αρχικό χρώμα, η υφή και ο κόκκος της πρώτης ύλης. 97 τέχνεργα (6,1% του συνόλου) παρουσιάζουν μικτή εικόνα ως προς την πατίνα που φέρουν. Σε κάποιο σημείο της επιφάνειάς τους η αλλοίωση είναι μηδενική ή μικρή (διαβάθμιση 0, 1 ή 2), ενώ σε κάποιο άλλο η πατίνα είναι εκτεταμένη (διαβάθμιση 3 ή 4). Η παρατήρηση της χωρικής κατανομής των τεχνέργων με κριτήριο την πατίνα που φέρουν δεν μας οδήγησε σε κάποιο συμπέρασμα. Ωστόσο, με εξαίρεση τα τετράγωνα 1, 8 και 12, τα τέχνεργα με εκτεταμένη πατίνα αποτελούν παντού την πλειονότητα (πιν. 3.2). 887 τέχνεργα (55,5% του συνόλου) δεν έφεραν κάποιο διαγνωστικό τεχνολογικό ή τυπολογικό χαρακτηριστικό που θα μας επέτρεπε να τα κατατάξουμε με ασφάλεια σε κάποιο πολιτισμικό ορίζοντα. 353 αντικείμενα (22% του συνόλου) έφεραν τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της Μέσης Παλαιολιθικής και άλλα 361 (22,5% του συνόλου) χαρακτηριστικά της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Ως προς τη διαβάθμιση της πατίνας στα τέχνεργα των 3 ενοτήτων, παρότι στην ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά ευρημάτων αυτή δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με ό,τι παρατηρείται για το σύνολο της λιθοτεχνίας, η εικόνα παρουσιάζεται διαφορετική στις διαγνωστικές χρονολογικά ομάδες τεχνέργων (πιν. 3.4). 26 μεσοπαλαιολιθικά ευρήματα (7,4% της ομάδας) εμφανίζουν μικρή αλλοίωση της επιφάνειάς τους (διαβάθμιση 1 ή 2). Σε 325 (92,1% της ομάδας) τέχνεργα η πατίνα είναι εκτεταμένη (διαβάθμιση 3,4), ενώ σε άλλα 2 (0,6% της ομάδας) η αλλοίωση αυτή παρουσιάζει μικτή εικόνα (πιν. 3.4). Αντίθετα, σε γενικές γραμμές, η ομάδα τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής φέρει λιγότερη πατίνα: 4 τέχνεργα δεν εμφανίζουν αλλοίωση της επιφάνειάς τους, ενώ σε άλλα 206 η πατίνα είναι αρχόμενη ή μη εκτεταμένη (διαβάθμιση 1 ή 2). Στο 32,7% (118) των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής η πατίνα είναι εκτεταμένη (διαβάθμιση 3 ή 4), ενώ στο 9,1% (33) παρουσιάζει μικτή εικόνα. Η παρατήρηση της κατανομής των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής, με κριτήριο την χρονολογική τους τοποθέτηση, δεν εντοπίζει κάποια ιδιαίτερη χωρική τάση (πιν. 3.3). Σε κάποια από τα τετράγωνα περισυλλογής τα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής αποτελούν πλειονότητα, ενώ σε κάποια άλλα υπερτερούν αριθμητικά αυτά της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί πως οι προσπάθειες επανένωσης συνανήκοντων τεχνέργων σε διακριτές ενότητες λάξευσης, που έγιναν ανά τετράγωνο περισυλλογής, δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως κατά την επιφανειακή έρευνα στον Τομέα 24, τα λίθινα τέχνεργα περισυλλέχθηκαν από δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια, συνθέτοντας ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό» τα διαγνωστικά στοιχεία του οποίου τοποθετούνται στη Μέση και στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. 76

109 ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ ΣΥΝΟΛΟ Ακέραια τέχνεργα 24 36,4% 2 11,1% 14 38,9% 3 23,1% 98 31,6% 37 31,9% 10 58,8% 5 25% ,8% ,8% 20 28,6% 9 19,1% 9 31% 23 22,3% ,7% Σπασμένα τέχνεργα ,6% 88,9% 61,1% 76,9% 68,4% 68,1% 41,2% 75% 68,2% 69,2% 71,4% 80,9% 62,1% 77,7% 69,3% Πίνακας 3.1. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. ΠΑΤΙΝΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ ΣΥΝΟΛΟ Μηδενική 1 1,5% % 2 1,7% ,8% 5 1,4% % 17 1,1% Αρχόμενη ή Περιορισμένη (1,2) ,6% 61,1% 2,8% 15,4% 26,1% 21,6% 5,9% 25% 49,6% 40,3% 34,3% 27,7% 58,6% 36,9% 35,7% Εκτεταμένη (3,4) 56 84,8% ,2% 11 84,6% % 84 72,4% 15 88,2% 14 70% ,9% % 40 57,1% 30 63,8% 9 31% 60 58,3% ,2% «Μικτή» ,9% ,9% 5 4,3% 1 5,9% 1 5% 31 7,8% 26 7,3% 6 8,6% 4 8,5% 3 10,3% 4 3,9% 97 6,1% ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας 3.2. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. 77

110 ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ ΣΥΝΟΛΟ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα 29 43,9% 14 77,8% 17 47,2% 7 53,8% ,3% 60 51,7% 2 11,8% 18 90% ,9% % 35 50% 35 74,5% 18 62,1% 66 64,1% ,4% Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής 3 4,5% 1 5,6% 6 16,7% 2 15,4% 86 27,7% 28 24,1% 5 29,4% 1 5% ,6% 76 21,3% 15 21,4% 4 8,5% 9 31% 19 18,4% ,5% 50.6%* Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής 34 51,5% 3 16,7% 13 36,1% 4 30,8% 68 21,9% 28 24,1% 10 58,8% 1 5% 70 17,5% 74 20,7% 20 28,6% 8 17% 2 6,9% 18 17,5% % 49,4%* Πίνακας 3.3. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων ανά τετράγωνο περισυλλογής. *στο σύνολο των διαγνωστικών χρονολογικά τεχνέργων. ΠΑΤΙΝΑ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Μηδενική 13 1,5% Αρχόμενη ή Περιορισμένη (1,2) ,2% 4 1,1% ,1% ,4% Εκτεταμένη (3,4) ,3% ,7% ,1% «Μικτή» 62 7% 33 9,1% 2 0,6% Πίνακας 3.4. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα. 78

111 3.4 Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα (Ν=887) Την ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων στη λιθοτεχνία από τον Τομέα 24 συνιστούν 887 αντικείμενα, τα οποία στερούνται οποιουδήποτε ασφαλούς χρονολογικού διαγνωστικού χαρακτηριστικού, είτε τεχνολογικού είτε τυπολογικού, που θα μπορούσε να μας οδηγήσει να τα εντάξουμε με ασφάλεια σε κάποιο χρονο-πολιτισμικό ορίζοντα. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλήφθηκαν ακόμη ευρήματα που κάποιος θα μπορούσε να συναντήσει σε λιθοτεχνίες τόσο της Ανώτερης, όσο και της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, αλλά ίσως και μεταγενέστερων περιόδων. Α ΙΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΧΝΕΡΓΑ (Ν=887) ΕΙ ΟΣ N % Θραύσματα αποκρουσμάτων <3 εκ. (<1 εκ.) 507 (137) 57,2 (15,4) Θραύσματα αποκρουσμάτων >3 εκ ,5 Ακέραια αποκρούσματα 74 8,3 Πρώτες φολίδες 85 9,6 (5,3)* Αδιάγνωστα θραύσματα 47 5,3 Εργαλεία 15 1,7 Πυρήνες 13 1,5 Πίνακας 3.5. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. * στο σύνολο της λιθοτεχνίας. Την πλειονότητα των τεχνέργων της ομάδας αδιάγνωστων αποτελούν σπασμένα αποκρούσματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μέγιστη διάσταση κάτω των 3 εκ. (πιν. 3.5). Στα αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα τοποθετήθηκαν ακόμη 74 ακέραια αποκρούσματα χωρίς σαφή χρονολογικά χαρακτηριστικά, και αρκετές πρώτες φολίδες, ακέραιες ή μη. Για ακόμη 47 αντικείμενα δεν έγινε δυνατό να διακριθεί ο ρόλος τους στο σύνολο της εγχειρηματικής αλυσίδας και ταξινομήθηκαν ως αδιάγνωστα θραύσματα. Στα αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα τοποθετήθηκαν και 13 πυρήνες των οποίων το σχήμα και η μέθοδος απόκρουσης δεν ήταν δυνατό να διαγνωστεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εκτίμηση για την χρονολογική τους τοποθέτηση. 8 από τους πυρήνες αυτούς είναι πλήρως εξαντλημένοι, ενώ άλλοι 5 αποτελούν θραύσματα πυρήνων, η τεχνολογική αξιολόγηση των 79

112 οποίων κρίθηκε ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη. Τέλος, στην ομάδα αυτή τοποθετήσαμε 15 αποκρούσματα με επεξεργασία: 11 οπείς, 2 «απλές» γλυφίδες και 2 κολοβώσεις σε φολίδες, αντικείμενα που θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος εργαλειοτεχνίας, τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (πιν. 3.5). 3.5 Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (Ν=353) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Η ομάδα των ευρημάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη λιθοτεχνία από τον Τομέα 24 αποτελείται από 31 πυρήνες και 319 αποκρούσματα, 144 από τα οποία φέρουν επεξεργασία. Την ομάδα αυτή τεχνέργων συμπληρώνουν 3 ακόμη εργαλεία διαμορφωμένα σε υπόβαθρα πλακέτας. Τα μετρικά χαρακτηριστικά των παραπάνω αντικειμένων μαρτυρούν μια λιθοτεχνία σχετικά μεγάλου μεγέθους. Η πλειονότητα των ακέραιων προϊόντων της λάξευσης έχει μήκος μεταξύ 3 και 5 εκ., ενώ 1 στα 4 αποκρούσματα έχει μήκος άνω των 5 εκ. (πιν. 3.6). Τα μετρικά χαρακτηριστικά των πυρήνων, από τους οποίους φαίνεται να έχουν προκύψει τα αποκρούσματα του δείγματος, είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια. Η πλειονότητα των ακέραιων πυρήνων έχει μήκος μεταξύ 3 και 5 εκ., ενώ το 1/3 των πυρήνων έχει μήκος άνω των 5 εκ. (πιν. 3.6). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (Ν=173) Πυρήνες (Ν=31) Σύνολο (πυρήνες & αποκρούσματα) (Ν=204) 1-2 1,7% ,6% ,5% ,2% ,5% ,3% ,6% ,6% 8 > 7 4,6% 8 25,8% 8 35,5% 11 16,13% 5 12,9% 4 9,68% 3 23% 47 35,3% 72 15,7% 32 5,9% 12 5,4% 11 Πίνακας 3.6. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα). 80

113 3.5.2 Οι πρώτες ύλες Τα λίθινα τέχνεργα της μεσοπαλαιολιθικής ομάδας είναι κατασκευασμένα αποκλειστικά σε πυριτόλιθο, ο οποίος στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι καλής ποιότητας και λεπτόκοκκος, αν και η εκτεταμένη πατίνα που έχει σχηματιστεί στις επιφάνειες των περισσότερων αντικειμένων, δεν επιτρέπει αναγνώριση του αρχικού χρώματός του. Παρατηρήσεις σε πρόσφατα σπασμένα τέχνεργα ή σε ευρήματα όπου η πατίνα δεν είναι εκτεταμένη δείχνουν ότι ο πυριτόλιθος που χρησιμοποιείται κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον Τομέα 24 είναι χρώματος γκρίζου, καφέ ή καφεκόκκινου. Η επιτόπια έρευνά μας γύρω από και στο καθαυτό Μεγάλο Καρβουνάρι έδειξε ότι αυτά τα είδη πρώτης ύλης δεν συναντώνται, είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς, μέσα στην έκταση που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής στη θέση. Ωστόσο, μια πιθανή πηγή πυριτόλιθου για τους ανθρωπίδες που έδρασαν στην περιοχή κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, εντοπίζεται 3 περίπου χλμ. βορείως του αρχαιολογικού χώρου, στην τοποθεσία Στερνάρι. Εκεί, στις πλαγιές ενός χαμηλού ασβεστολιθικού λόφου (ασβεστόλιθοι της Βίγλας), κάποιος μπορεί να παρατηρήσει μεγάλη συσσώρευση καλής ποιότητας και σχετικά μεγάλου μεγέθους κονδύλων, πλακετών και ακανόνιστων όγκων πυριτόλιθου, κυρίως καφέ και γκρίζου χρώματος, που ομοιάζουν με τις πρώτες ύλες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των αντικειμένων του δείγματός μας (εικ. 3.9). Εικόνα 3.9. Πυριτόλιθος από τη θέση Στερνάρι Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Οι πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στον Τομέα 24 εντάσσονται σε 3 σχήματα απόκρουσης (πιν. 3.7). Το πρώτο και πιο συχνό σχήμα αναφέρεται σε αντικείμενα που κατά την 81

114 τελευταία φάση της λάξευσής τους μαρτυρούν τη χρήση μεθόδων Levallois (23, 74,2% των πυρήνων). 7 από αυτούς τους πυρήνες (22,6%) ταξινομούνται ως γραμμικοί (εικ i-ii) ενώ άλλοι 8 (25,8%) ως επαναλαμβανόμενοι κεντροφερείς (εικ iii-iv). Τόσο οι γραμμικοί όσο και οι επαναλαμβανόμενοι κεντροφερείς πυρήνες Levallois έχουν συνήθως ωοειδές σχήμα, προσεκτικά προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης και φέρουν στις περισσότερες των περιπτώσεων κάποια ποσότητα φλοιού σε μια από τις «όψεις» τους (πιν. 3.10). Η κλίση της απόκρουσης είναι παράλληλη ή υποπαράλληλη και αποσκοπεί στην παραγωγή ενός (με μονοπολική κατεύθυνση απόκρουσης στην περίπτωση των γραμμικών πυρήνων) ή περισσοτέρων (με κεντροφερή κατεύθυνση απόκρουσης στην περίπτωση των επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων) αποκρουσμάτων ωοειδούς σχήματος με αναλογίες φολίδας. ΣΧΗΜΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois 74,2 23 Γραμμική 25,8 8 Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής 22,6 7 Επαναλαμβανόμενη Μονοπολική 3,2 1 ισκοειδές 9,7 3 Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική 22,6 7 Μονοπρόσωπη 6,4 2 Παραγωγής Λεπίδων 16,1 5 Αμφιπρόσωπη 3,2 1 Μονοπολική 3,2 1 Αμφιπολική 12,9 4 ΣΥΝΟΛΟ 100% 31 Πίνακας 3.7. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Στο δείγμα μας εντοπίστηκαν ακόμη 8 πυρήνες που είναι λαξευμένοι με τη χρήση επαναλαμβανόμενων μονοπολικών (1) ή αμφιπολικών μεθόδων Levallois (7). Ο επαναλαμβανόμενος μονοπολικός πυρήνας Levallois, έχει λίγο ως πολύ ορθογώνιο σχήμα, ένα και μοναδικό, προσεκτικά προετοιμασμένο επίπεδο επίκρουσης (εικ i). 82

115 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 83

116 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Levallois/ Γραμμική (N=8) 12,5% 1 50% 4 37,5% Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=7) 42,9% 3 28,6% 2 28,6% Levallois/ Επαναμβανόμενη Mονοπολική (N=1) 0 100% Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική (N=7) 14,3% 1 42,9% 3 42,9% ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη (N=2) % ισκοειδές Αμφιπρόσωπη (N=1) Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (N=1) 0 100% % Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (N=4) 25% 1 75% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=31) 19,4% 6 48,4% 15 32,3% Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες.. Πίνακας 3.8. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 84

117 Οι επαναλαμβανόμενοι αμφιπολικοί πυρήνες του σχήματος Levallois έχουν και αυτοί ορθογώνιο συνήθως σχήμα και 2 αντωπά διαμορφωμένα, συνήθως προετοιμασμένα, επίπεδα επίκρουσης (εικ ii). Οι επαναλαμβανόμενοι μονοπολικοί ή αμφιπολικοί πυρήνες Levallois παράγουν κυρίως επιμήκη αποκρούσματα, με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων ή λεπίδων, των οποίων τα αρνητικά λάξευσης, κατά κύριο λόγο, διατάσσονται παράλληλα ή υποπαράλληλα, αν και σε μερικές περιπτώσεις και σε κάποιο σημείο του επιπέδου απόκρουσης φαίνεται να συγκλίνουν. 68 Οι μέσες διαστάσεις των πυρήνων αυτών στο δείγμα μας είναι παρόμοιες με αυτές των γραμμικών και των επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων Levallois (πιν. 3.9, εικ. 3.13). Το δεύτερο, λιγότερο συχνό (3, 9,7%), σχήμα απόκρουσης των πυρήνων στον Τομέα 24 συνδέεται με αντικείμενα που μαρτυρούν τη χρήση δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης (πιν. 3.7). 2 από αυτούς τους πυρήνες είναι αποκρουσμένοι μονοπρόσωπα, παρουσιάζοντας κωνική μορφολογία, και όπως οι πυρήνες Levallois του δείγματος, φέρουν κάποια ποσότητα φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν. 3.8). Σε αντίθεση όμως με τους πυρήνες Levallois, οι μονοπρόσωποι δισκοειδείς πυρήνες έχουν αρκετά μεγαλύτερες μέσες διαστάσεις. ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική (N=8) 42,5 11,1 40,7 11,2 18,5 6,5 Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=7) 45 5, ,6 5,2 Levallois/ Επαναμβανόμενη Mονοπολική (N=1) Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική (N=7) 47 9,3 38,3 4,4 18,1 6,9 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη (N=2) 75,5 4,9 59,5 7, ,1 ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη (N=1) Παραγωγής λεπίδων/μονοπολική (N=1) Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική (N=4) 61,5 8,7 50,5 7,2 34 4,2 Πίνακας 3.9. Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 68 Υπό την έννοια ότι, εάν ο πυρήνας δεν είχε απορριφθεί και η απόκρουσή του συνεχιζόταν, κάποιο ή κάποια από τα 85

118 Ο τρίτος δισκοειδής πυρήνας έχει αρνητικά από αμφιπρόσωπη απόκρουση, αμφικωνική μορφολογία και διαστάσεις παρόμοιες με τις αντίστοιχες μέσες των πυρήνων Levallois του δείγματος (εικ ii). Οι δισκοειδείς πυρήνες έχουν ωοειδές σχήμα και, στο σύνολό τους, μαρτυρούν κεντροφερή κατεύθυνση απόκρουσης. Τα επίπεδα επίκρουσής τους μπορεί να είναι προετοιμασμένα ή μη, ενώ παράγουν κατά κανόνα τριγωνικά ή πολυγωνικά σε σχήμα αποκρούσματα, που έχουν συνήθως αναλογίες φολίδας. Πέρα από τους πυρήνες Levallois και τους δισκοειδείς, στο δείγμα μας περιλάβαμε και 5 (16,1%) πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων, οι οποίοι μαρτυρούν μια σε πλήρη όγκο αντίληψη λάξευσης (πιν. 3.7). Έχοντας μεγάλες μέσες διαστάσεις, τα αντικείμενα αυτά είναι πρισματικής ή ημι-πρισματικής μορφολογίας, συνήθως, λίγο ως πολύ, ορθογώνιου σχήματος, και φέρουν μηδενική ή μικρή ποσότητα φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν , εικ. 3.13). Η απόκρουσή τους είναι συνήθως ημι-περιστροφική και η κατεύθυνσή της μονοπολική (1, 3,2%) ) (εικ iii) ή αμφιπολική (4, 12,9%) (εικ i), με αποτέλεσμα τα αρνητικά της λάξευσης να διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα, ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις και σε κάποιο σημείο του επιπέδου απόκρουσης συγκλίνουν. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). επόμενα προϊόντα του θα αναμενόταν να φέρουν μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης, τα οποία συγκλίνουν. 86

119 Το 1 (στην περίπτωση της μονοπολικής απόκρουσης) ή και τα 2 (στην περίπτωση της αμφιπολικής απόκρουσης) επίπεδα επίκρουσης είναι διαμορφωμένα στις «κοντές» πλευρές των πυρήνων αυτών, ενώ ο βαθμός προετοιμασίας τους ποικίλει. Συνήθως είναι στοιχειώδης, ωστόσο δεν λείπουν παραδείγματα (2) τέτοιου είδους πυρήνων με πολύ καλά προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης. Η λάξευση, τόσο των μονοπολικών όσο και των αμφιπολικών πυρήνων παραγωγής λεπίδων, όπως μαρτυρούν τα αρνητικά της λάξευσής τους, αποσκοπεί συχνά στην παραγωγή αποκρουσμάτων με αναλογίες λεπιδόμορφης φολίδας και λεπίδας. Σε όσες περιπτώσεις ήταν δυνατό να διαγνωστεί, κόνδυλοι και πλακέτες φαίνεται να χρησιμοποιούνται εξίσου ως υπόβαθρα των πυρήνων, ανεξάρτητα από τη μέθοδο ή το σχήμα απόκρουσής τους (πιν. 3.10). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Κόνδυλος Ν %* Πλακέτα Ν %* Αδιάγνωστο Ν Levallois/ Γραμμική 4 57,1 3 42,9 1 Levallois/Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής 4 66,6 2 33,3 1 Levallois/Επαναμβανόμενη Mονοπολική Levallois/Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης.*στα διαγνωστικά υπόβαθρα. 87

120 Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων βρίσκονται σε σχετική συμφωνία με αυτά των πυρήνων του δείγματός μας. Η λάξευση του λίθου από τους μεσοπαλαιολιθικούς ανθρωπίδες στο Μεγάλο Καρβουνάρι αποσκοπούσε στην παραγωγή φολίδων, ωστόσο οι λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες ήταν αρκετές στο δείγμα μας (πιν. 3.11). Οι λεπίδες, παρουσιάζουν το μεγαλύτερο μέσο όρο μήκους και το μικρότερο μέσο όρο πάχους, οι φολίδες έχουν το μικρότερο μέσο όρο μήκους και οι λεπιδόμορφες φολίδες το μεγαλύτερο μέσο όρο πάχους (πιν. 3.12, εικ. 3.14). Δεν εντοπίστηκαν λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες με μήκος κάτω των 3 εκ., ενώ αντίθετα το ποσοστό τους είναι αυξημένο στην κατηγορία μήκους άνω των 5 εκ.. Οι φτέρνες στο σύνολο του δείγματος των αποκρουσμάτων είναι σε μεγάλο ποσοστό προετοιμασμένες (πιν. 3.15), κυρίως διεδρικές, ωστόσο αρκετές είναι και οι λείες φτέρνες. ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες % ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev ,6% ,6% ,3% % ,5% 3 7,4% 2 15,4% 6 31,1% 19 29,6% 8 50% 4 >7 0 37,5% ,6% 4 7,4% 2 12,5% 1 62,5% 5 Φολίδες (N=119) Λεπιδόμορφες φολίδες (N=42) Λεπίδες (N=12) 39,8 10,9 49,5 14,7 60,2 13,9 35,7 10,3 29,6 8,6 26 6,1 9,4 3,8 10,2 5,7 8,8 3,3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). ΣΥΝΟΛΟ 68,8% ,3% 42 6,9% 12 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). 88

121 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). Ως προς τη σύνδεση των αποκρουσμάτων με συγκεκριμένα σχήματα και μεθόδους απόκρουσης, 99 τέχνεργα (35%) φαίνεται να αποτελούν τα παράγωγα της λάξευσης, γραμμικών ή επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων Levallois (πιν. 3.13). Είναι κατά κανόνα φολίδες ωοειδούς σχήματος (πιν. 3.14), που φέρουν κεντροφερή αρνητικά λάξευσης (εικ iv, vi-vii, 3.17 viii). 69 Το μέσο μήκος αυτής της ομάδας αποκρουσμάτων είναι λίγο πάνω από 4 εκ., το μέσο πλάτος τους λίγο πάνω από 3,5 εκ. και οι φτέρνες τους κατά κύριο λόγο προετοιμασμένες (διεδρικές/πολυεδρικές) (πιν , εικ. 3.15). 16 αποκρούσματα (5,6%) φαίνεται να έχουν προκύψει από την λάξευση των μονοπρόσωπων ή αμφιπρόσωπων δισκοειδών πυρήνων του δείγματος (πιν. 3.13). Πρόκειται είτε για τριγωνικού σχήματος, αιχμηρές φολίδες (12) που με τυπολογικούς όρους ταξινομούνται ως αιχμές pseudolevallois, είτε για πολυγωνικά (συνήθως πενταγωνικά), συχνά επιμήκη, αποκρούσματα (4) που φέρουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των ψευδό-αιχμών pseudolevallois + (Bordes 1961) (εικ vi) Παρότι η κατεύθυνση απόκρουσης των γραμμικών πυρήνων Levallois δεν είναι κεντροφερής, αλλά μονοπολική, με κεντροφερή λάξευση γίνεται η διαδικασία προετοιμασίας του επιπέδου απόκρουσης των πυρήνων αυτών που έχει ως αποτέλεσμα τα παραγόμενα προϊόντα τους να φέρουν κεντροφερή αρνητικά λάξευσης. 70 Αντικείμενα με χαρακτηριστικά αιχμών και ψευδο-αιχμών pseudolevallois είναι δυνατόν να προκύπτουν και κατά τη μορφοποίηση ή την ανανέωση των επιπέδων απόκρουσης πυρήνων που συνδέονται με το σχήμα Levallois (βλ. Bordes 89

122 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική , , ,1 88 ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Τα αντικείμενα αυτά σε αρκετές περιπτώσεις φέρουν σε μια από τις πλευρικές απολήξεις τους μεγάλο μέρος από την πλευρική επιφάνεια των πυρήνων από τους οποίους έχουν προκύψει. 71 Οι μέσες διαστάσεις των αιχμών και ψευδο-αιχμών pseudolevallois είναι λίγο μικρότερες από αυτές των αποκρουσμάτων που φαίνεται να έχουν προκύψει από τους γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois. Οι φτέρνες των αιχμών και ψευδο-αιχμών pseudolevallois είναι σε παρόμοια συχνότητα προετοιμασμένες και μη (πιν , εικ. 3.15). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (54) 96,3% 52 3,7% 2 0 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (10) 80% 8 20% 2 0 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (50) 48% 24 44% 22 8% 4 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (42) 52,4% 22 33,3% 14 14,3% 6 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 1961). Όπως μαρτυρεί ωστόσο η ύπαρξη δισκοειδών πυρήνων στο δείγμα μας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τουλάχιστον 90

123 ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ (Ν=244) ΑΝΑ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ Ο ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (70) ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (12) Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (72) Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (66) Φλοιώδης 3,7% ,8% 2 6,1% 4 Λεία 26,2% 64 20% 14 50% 6 26,4% 19 24,2% 16 ιεδρική 38,5% 94 42,9% 30 41,7% 5 38,9% 28 24,8% 23 Πολυεδρική 21,7% 53 24,3% 17 8,3% 1 22,2% 16 27,3% 18 Φτεροειδής 7% 17 8,6% 6 0 6,9% 5 6,1% 4 «Καπέλο Χωροφύλακα» 2,9% 7 4,3% 3 0 2,8% 2 1,5% 1 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. 168 (59,4%) αποκρούσματα του δείγματός μας φέρουν μονοπολικά (80, 28,3%) (πιν. 3.13, εικ iii, 3.17 i-v, vii, 3.18 iii-v) ή αμφιπολικά (88, 31,1%) (πιν. 3.13, εικ ii, 3.18 ix) αρνητικά λάξευσης, τα οποία διατάσσονται με τρόπο παράλληλο/υποπαράλληλο (96, 34%) ή συγκλίνουν (72, 25,4%). Να σημειωθεί ότι τα αποκρούσματα με μονοπολικά/συγκλίνοντα αρνητικά λάξευσης συνιστούν σε αρκετές περιπτώσεις (25) τέχνεργα που με τυπολογικούς όρους ταξινομούνται ως αιχμές Levallois. Στην ομάδα τεχνέργων με μονοπολικά αρνητικά συμπεριλαμβάνεται ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό επιμηκών αποκρουσμάτων, λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων (πιν. 3.14, εικ. 3.15). Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση της απόκρουσης (μονοπολική ή αμφιπολική) και της διάταξης των αρνητικών της λάξευσης (παράλληλη ή συγκλίνουσα), τα μετρικά χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων αυτής της ομάδας είναι παρόμοια, ενώ και η συχνότητα του είδους των φτερνών τους, στη βάση των ίδιων κριτηρίων, δεν διαφοροποιείται σημαντικά (πιν ). η πλειονότητα των αποκρουσμάτων αυτών έχει προκύψει κατά τη χρήση ενός δισκοειδούς σχήματος απόκρουσης. 71 Τα αντικείμενα αυτά συχνά στη γαλλική γλώσσα αναφέρονται και ως «éclats débordants». 91

124 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (54) 40,4 13,8 36,6 9,9 9,3 4,3 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (10) 37,2 12, ,4 4,1 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (50) 46,7 13,6 32,6 11,4 10,1 4,7 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (42) 44,6 12,3 29,8 7,6 8,6 2,3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Αν και ορισμένα από τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης είναι πιθανό να έχουν προκύψει από πυρήνες που στο τέλος της «ζωής» τους διαμορφώνονται ως κεντροφερείς (π.χ. σε μια αρχική φάση μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης κεντροφερών πυρήνων Levallois ή δισκοειδών), η πλειονότητά τους φαίνεται πως αποτελεί προϊόν των μονοπολικά ή αμφιπολικά λαξευμένων πυρήνων που εντοπίστηκαν στη λιθοτεχνία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 92

125 Η απόδοση αυτών των αποκρουσμάτων σε διαδικασίες απόκρουσης Levallois ή παραγωγής λεπίδων, όπως έχει καταδείξει η εμπειρία, δεν είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένα και κοινώς αποδεκτά κριτήρια (π.χ. Bordes 1961, Revillon 1993). Ένα από αυτά, το θεωρητικά πιο ομαλό προφίλ που αναμένεται να έχουν τα αποκρούσματα Levallois σε σχέση με τα μη Levallois, στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελεί ασφαλή τρόπο διαχωρισμού, καθώς σε πολύ λίγα από τα αποκρούσματα του δείγματός μας με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά το προφίλ εμφανίζεται «ανώμαλο» (π.χ. έχουν συστρεμμένες πλευρές). Παράλληλα η ύπαρξη ή μη προετοιμασμένης φτέρνας (τα αποκρούσματα Levallois αναμένεται να έχουν κατά κύριο λόγο προετοιμασμένες φτέρνες) και πάλι δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο, από τη στιγμή που στο δείγμα μας ένας αριθμός μονοπολικά ή αμφιπολικά αποκρουσμένων πυρήνων μη Levallois, φέρει προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης. Επιπλέον, η απόδοση των αντικειμένων που τυπολογικά ταξινομούνται ως αιχμές Levallois σε διαδικασίες απόκρουσης Levallois, και πάλι δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές κριτήριο, από τη στιγμή που τέτοιου είδους αντικείμενα κάλλιστα μπορεί να προκύπτουν ως επιθυμητά προϊόντα από πυρήνες που ανήκουν σε ένα διαφορετικό σχήμα απόκρουσης. 72 Ως προς την τεχνική απόκρουσης κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον Τομέα 24, το μέγεθος των βολβών της κρούσης και οι μεγάλες φτέρνες του συνόλου των αποκρουσμάτων μαρτυρούν πως αυτά έχουν αποσπαστεί με άμεση κρούση και με τη χρήση σκληρού κρουστήρα, παραδείγματα του οποίου πάντως δεν εντοπίστηκαν στο αρχαιολογικό δείγμα που είχαμε στη διάθεσή μας. 72 Για το θέμα αυτό βλ. Boëda 2013,

126 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 94

127 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. 95

128 3.5.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συνολικά 147 λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τον Τομέα 24 έχουν μετατραπεί με επεξεργασία σε εργαλεία. Ως υπόβαθρά τους επιλέγονται κατά κανόνα αποκρούσματα, τα οποία προέρχονται από τα τελικά στάδια της λάξευσης. Το 64% (68) των ακέραιων αποκρουσμάτων που έχουν μετατραπεί σε εργαλεία δεν φέρει φλοιό και μόνο στο 8% (6) από αυτά υπάρχει φλοιός σε ποσοστό άνω του 50% (πιν. 3.17). Παράλληλα, όπως σημειώθηκε, σε 3 περιπτώσεις ως υπόβαθρα εργαλείων έχουν χρησιμοποιηθεί πλακέτες πυριτόλιθου. Το μέσο μήκος των αποκρουσμάτων που επιλέγονται προς επεξεργασία είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό των αποκρουσμάτων που δεν φέρουν επεξεργασία (πιν. 3.18). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=73) 0% 63, % 25, % 2, % 6, % 1,3 1 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). % Ν Εργαλεία (Ν=73) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (100) % % ,4% ,5% ,4% % 6 > 7 5,5% 4 20% 20 19% 19 38% 38 15% 15 2% 2 4% 4 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). Οι ράσπες αποτελούν τον κυριότερο εργαλειακό τύπο στο δείγμα μας (59, 40,1% των εργαλείων) (πιν. 3.19). Η επεξεργασία τους είναι καλής ποιότητας, κυρίως φολιδόμορφη και μη επιδρομική, ωστόσο εντοπίστηκαν 4 παραδείγματα βαθμιδωτής επεξεργασίας τύπου demi-quina σε παχιές φολίδες (εικ iv). Συνηθέστερες είναι οι κυρτές (26, 17,7%) (εικ i-iv), οι ανάστροφες (9, 6,1%) (εικ ii) και ευθύγραμμες (8, 5,4%) (εικ v) ράσπες. Ακόμη υπάρχουν 96

129 παραδείγματα διπλών (5, 3,4%) (εικ iii), οδοντωτών (2, 1,4%) και 1 εγκάρσιας (1, 0,7%) ράσπας, καθώς και 3 (2%) ρασπών με αμφιπρόσωπη επεξεργασία. Τη μεγαλύτερη έκταση επεξεργασίας παρουσιάζουν οι οδοντωτές ράσπες, ενώ η μοναδική εγκάρσια ράσπα του δείγματος παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη επαν-επεξεργασίας (πιν. 3.20). ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=147) % Ν Ράσπες & Μουστέριες αιχμές 40,1 59 Ευθύγραμμες 5,4 8 Κυρτές 17,7 26 Κοίλες 2 3 Εγκάρσιες 0,7 1 ιπλές 3,4 5 Ανάστροφες 6,1 9 Με αμφιπρόσωπη επεξεργασία 2 3 Οδοντωτές 1,4 2 Μουστέριες αιχμές 1,4 2 Εγκοπές & Οδοντωτά 40,1 59 Εγκοπές 26,5 39 Οδοντωτά 12,9 19 Ταγιάκιες αιχμές 0,7 1 «Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής» 9,5 14 Ξέστρα 2 3 Οπείς 6,1 9 Κολοβώσεις 1,4 2 ιάφορα 10,2 15 Hachoirs 0,7 1 Rabots 1,4 2 Αιχμή με ώμο 0,7 1 Εργαλεία με αμφιπρόσωπη επιδρομική επεξεργασία 5,4 8 Σύνθετα εργαλεία 2 3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. 97

130 ΕΙ ΟΣ ΡΑΣΠΑΣ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. ΕΙΚΤΗΣ ΕΠΑΝ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ (Π/π) dev. Ευθύγραμμη (Ν=8) Κυρτή (Ν=26) Ανάστροφη (Ν=9) 6,4 3,3 6,5 2,1 5,1 1,5 0,52 0,18 0,56 0,2 0,3 0,09 Εγκάρσια (Ν=1) 8 0,65 Οδοντωτή (Ν=2) ιπλή (Ν=5) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=51) 7,5 0,7 6,5 1,9 6,3 2,2 0,51 0,11 0,56 0,17 0,54 0,18 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Οι Μουστέριες αιχμές είναι λίγες (2, 1,4%) (εικ vi). Εγκοπές (εικ vii, 3.17i,ii) και οδοντωτά (εικ iii-iv) ως σύνολο έχουν ίδιο άθροισμα με αυτό των ρασπών. Η ομάδα των εργαλειακών τύπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής 73 αποτελείται από 3 ξέστρα, 2 κολοβώσεις (εικ v) και 9 οπείς (εικ viii), αντικείμενα που θεωρήθηκαν μεσοπαλαιολιθικά δημιουργήματα, λόγω του είδους των υποβάθρων τους (π.χ. φολίδες που μπορούν να αποδοθούν σε γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους πυρήνες Levallois, αιχμές pseudolevallois που μπορούν να αποδοθούν σε πυρήνες δισκοειδείς) και τoυ συγχρόνως ατυπικού χαρακτήρα της επεξεργασίας τους (π.χ. οπείς με πολύ μικρές αιχμές). Στον Τομέα 24 εντοπίσαμε και ορισμένες ιδιαίτερες, μη συνηθισμένες εργαλειακές μορφές. Πρόκειται για 2 εργαλεία διαμορφωμένα σε πλακέτες μεγάλου πάχους, που φέρουν σύντομη, αμφιπρόσωπη, φολιδόμορφη επεξεργασία σε μια από τις τελικές απολήξεις τους, και μπορούν να περιγραφούν με τον τυπολογικό όρο «rabot» (εικ i) και για 1 αντικείμενο με αμφιπρόσωπη, επιδρομική, φολιδόμορφη επεξεργασία που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο «hachoir» (εικ ii). Μια ακόμη ενδιαφέρουσα κατηγορία εργαλείου από τον Τομέα 24 είναι 8 μικρού μεγέθους αποκρούσματα με αμφιπρόσωπη, φολιδόμορφη επιδρομική επεξεργασία που στη βιβλιογραφία 73 Ο ορισμός της ομάδας αυτής γίνεται εδώ sensu Bordes (1961) και Debeneath & Dibble (1994). Πρόκειται για καθορισμένη ομάδα εργαλειακών τύπων (π.χ. ξέστρα, γλυφίδες, οπείς) που συναντώνται συνήθως σε λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Μεμονωμένα, ωστόσο, παραδείγματα τέτοιου είδους εργαλείων σε κάποιο, συνήθως μικρό, ποσοστό εντοπίζονται και σε λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. 98

131 παρουσιάζονται με πολλά ονόματα (π.χ. Μουστέριοι δίσκοι, tata scrapers) (εικ vi). Παράλληλα, εντοπίστηκαν 3 σύνθετα εργαλεία που είναι συνδυασμός ράσπας και οπέα (εικ ix) και 1 αιχμή μεγάλου μεγέθους, με μερική, απότομη, υποπαράλληλη επεξεργασία που σχηματίζει ώμο, αντικείμενο που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο «stemmed point» (εικ vii). Τα αντικείμενα που παραδοσιακά θεωρούνται εργαλεία, λόγω των τεχνολογικών τους χαρακτηριστικών είναι πολυάριθμα (πιν. 3.21). Εντοπίσαμε 20 αιχμές Levallois (εικ iii-iii, εικ iii-v) και 13 αιχμές pseudolevallois χωρίς επεξεργασία (εικ vi). Αιχμές Levallois 20 (+5) Αιχμές pseudolevallois 13 (+3) Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Σε παρένθεση τα παραδείγματα που φέρουν επεξεργασία και έχουν καταταχθεί ως ξεχωριστοί εργαλειότυποι. Οι μέθοδοι απόκρουσης που μαρτυρούν τα υπόβαθρα που μετατρέπονται σε εργαλεία δεν διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτές των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Ωστόσο, για τη δημιουργία ρασπών και εγκοπών φαίνεται πως επιλέγονται αποκρούσματα που έχουν παραχθεί με μονοπολικές ή αμφιπολικές μεθόδους απόκρουσης (Levallois ή μη), ενώ για τα οδοντωτά, αποκρούσματα που κυρίως προέρχονται από γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois αποτελούν πιο συχνά υπόβαθρα των εργαλείων (πιν. 3.22). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική Ράσπες (Ν=39) 30,8% 12 2,6% 1 28,2% 11 38,5% 15 Εγκοπές (Ν=34) 29,4% ,1% 15 26,5% 9 Οδοντωτά (Ν=16) 37,5% 6 6,3% 1 25% 4 31,3% 5 Εργαλεία σύνολο (Ν=111) 37,8% 42 2,7% 3 33,3% 37 26,1% 29 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. 99

132 Οι φτέρνες των υποβάθρων των εργαλείων είναι παρόμοιες με αυτές των αποκρουσμάτων που δεν φέρουν επεξεργασία (πιν. 3.23). Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει και τις μεγάλες τυπολογικές ομάδες, τις ράσπες και τις εγκοπές, ενώ για τα οδοντωτά το δείγμα ήταν σχετικά μικρό για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (εικ. 3.24). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Εργαλεία (Ν=102) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (Ν=142) Φλοιώδης 2,9% 3 Λεία 25,5% 26 ιεδρική 38,2% 39 Πολυεδρική 24,5% 25 Φτεροειδής 6,9% 7 4,2% 6 26,8% 38 38,7% 55 19,7% 28 7% 10 «Καπέλο χωροφύλακα» 2% 2 3,5% 5 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ Ράσπες (Ν=39) Εγκοπές (Ν=28) Οδοντωτά (Ν=15) Φλοιώδης 7,7% Λεία 25,6% 10 ιεδρική 38,5% 15 Πολυεδρική 17,9% 7 Φτεροειδής 5,1% 2 25% 7 39,3% 11 28,6% 8 7,1% 2 26,7% 4 46,7% 7 26,7% 4 0 «Καπέλο χωροφύλακα» 5,1% Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών. 100

133 Το ποσοστό λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων στην ομάδα των εργαλείων είναι λίγο μικρότερο από αυτό στο γενικό σύνολο των προϊόντων της απόκρουσης. Στις ιδιαίτερες κατηγορίες εργαλείων, οι ράσπες και οι εγκοπές φαίνεται να κατασκευάζονται πιο συχνά σε επιμήκη αποκρούσματα απ ότι τα οδοντωτά (πιν. 3.25). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟΥ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Ράσπες (27) 74,1% 20 14,8% 4 11,1% 3 Εγκοπές (20) 80% 16 15% 3 5% 1 Οδοντωτά (9) 88,9% 8 11,1% 1 0 Εργαλεία σύνολο (73) 72,6% 53 20,5% 15 6,9% 5 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου (ακέραια αντικείμενα) Συζήτηση Η μελέτη των ορατών σε εμάς σήμερα σταδίων της «βιογραφίας» των λίθινων τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής από το Μεγάλο Καρβουνάρι μπορεί να καθορίσει ορισμένα κομβικά σημεία για τις τεχνολογικές συνήθειες, αλλά και τη δραστηριότητα των ανθρωπίδων κατά την Εποχή αυτή στη θέση (εικ. 3.19). Οι λιθοξόοι προμηθεύονται καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες, οι οποίες αφθονούν σε κοντινή απόσταση από τη θέση και συναντώνται με τη μορφή κονδύλων, πλακετών και ακανόνιστων όγκων πυριτόλιθου, σχετικά μεγάλου μεγέθους,. Οι ωφέλιμοι αυτοί λίθινοι πόροι φαίνεται πως τις περισσότερες φορές μεταφέρονται αυτούσιοι (χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί προκαταρκτική κατεργασία τους, π.χ. αποφλοίωση) στο Μεγάλο Καρβουνάρι, προκειμένου να λαξευτούν επί τόπου. Επιθυμητά προϊόντα της λάξευσης αποτελούν κυρίως αποκρούσματα με αναλογίες φολίδας, ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις οι λιθοξόοι επιδιώκουν να παραγάγουν επιμήκους σχήματος αποκρούσματα, που έχουν αναλογίες λεπιδόμορφης φολίδας και λεπίδας. Τα παραπάνω 101

134 επιτυγχάνονται με τη χρήση μιας μεγάλης ποικιλίας σχημάτων και μεθόδων απόκρουσης, κατά τις οποίες ακολουθούνται συγκεκριμένα διαδοχικά βήματα. Οι διαδικασίες λάξευσης των γραμμικών, επαναλαμβανόμενων κεντροφερών, μονοπολικών και αμφιπολικών πυρήνων Levallois είναι τυπική. Η ωφέλιμη επιφάνεια των πυρήνων διαχωρίζεται σε 2 όψεις οι οποίες είναι λειτουργικά ιεραρχημένες. Τα επίπεδα απόκρουσής τους είναι προσεκτικά μορφοποιημένα, μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων πλευρικών και τελικών κυρτοτήτων, η κλίση της απόσπασης των αποκρουσμάτων είναι παράλληλη ή υποπαράλληλη ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεων του πυρήνα. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Στις τομές των πυρήνων οι διακεκομμένες γραμμές (όπου υπάρχουν) συμβολίζουν τον νοητό διαχωρισμό της ωφέλιμης επιφάνειας σε όψεις, ενώ οι μαύρες κουκίδες τις ωφέλιμες επιφάνειες απόκρουσης. Στο δείγμα που μελετήσαμε τυπική φαίνεται να είναι και η λάξευση των λίγων δισκοειδών πυρήνων. Και πάλι η ωφέλιμη επιφάνειά τους διαχωρίζεται σε 2 όψεις, οι οποίες στις 2 περιπτώσεις των μονοπρόσωπων πυρήνων είναι και λειτουργικά ιεραρχημένες. Η μια από αυτές έχει το ρόλο του επιπέδου απόκρουσης ενώ η άλλη χρησιμεύει ως επίπεδο επίκρουσης. Στην περίπτωση του αμφιπρόσωπου δισκοειδούς πυρήνα οι 2 διαχωρισμένες όψεις δεν είναι και λειτουργικά ιεραρχημένες, με αποτέλεσμα ο ρόλος τους ως επίπεδο απόκρουσης και επίπεδο επίκρουσης να εναλλάσσεται κατά τη διάρκεια της λάξευσης. Η κλίση της απόσπασης των αποκρουσμάτων στους 102

135 δισκοειδείς πυρήνες είναι κυρτή ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεών τους, έχοντας ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση κυρτότητας στο μέσον περίπου των επιπέδων επίκρουσης. Η διαδικασία κατασκευής αποκρουσμάτων από μονοπολικούς ή αμφιπολικούς πυρήνες παραγωγής λεπίδων διαφέρει σε σύλληψη σε σχέση με τους ανάλογους πυρήνες Levallois, ως προς το ότι, καταρχήν, η επιφάνεια τους δεν διαχωρίζεται σε 2 όψεις, αλλά αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο. Σύμφωνα πάντα με τα διαθέσιμα στοιχεία των τεχνέργων του δείγματός μας και στην προσπάθεια μιας νοητής ανασύνθεσης των βημάτων απόκρουσης των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων παραγωγής λεπίδων, φαίνεται πως αρχικά σε μια πρώτη ύλη οι λιθοξόοι διαμορφώνουν 1 βασικό, συνήθως αρκετά μεγάλο, επίπεδο επίκρουσης. Παράλληλα, μεριμνούν για μια στοιχειώδη μορφοποίηση + του επιπέδου απόκρουσης των πυρήνων, ώστε αυτό να αποκτήσει παραλληλόγραμμο, συχνά επίμηκες, σχήμα. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτυγχάνεται μέσω της απόσπασης πρώτων φολίδων ή μέσω της δημιουργίας κορυφής, συνήθως μερικής +, όπως μαρτυρούν τα ίχνη στην επιφάνεια ορισμένων πυρήνων παραγωγής λεπίδων, αλλά και η ύπαρξη στο δείγμα μας ορισμένων αποκρουσμάτων που μπορούν να συνδεθούν με τη διαδικασία αυτή (εικ iv, vii). Μετά την αρχική μορφοποίηση του επιπέδου απόκρουσης του πυρήνα και από το βασικό επίπεδο επίκρουσης, το οποίο σε μερικές περιπτώσεις προετοιμάζεται με τη δημιουργία εδρών, οι λιθοξόοι αποσπούν, κυρίως ημι-περιστροφικά, αποκρούσματα που έχουν συνήθως αναλογίες λεπιδόμορφης φολίδας ή λεπίδας. Σε μια επόμενη φάση, πολύ συχνά ένα δεύτερο επίπεδο επίκρουσης διαμορφώνεται απέναντι από το αρχικό. Η δημιουργία του, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν φαίνεται να αποσκοπεί στη διόρθωση λαθών ή στη διατήρηση της απαραίτητης κυρτότητας του επιπέδου απόκρουσης, αλλά κατέχει «οργανικό» ρόλο, προκειμένου και από αυτό να παραχθούν επιθυμητά προϊόντα (εικ. 3.19). Η παραγωγή αποκρουσμάτων με τη διαδικασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναλαμβανόμενη, αφού έτσι αποσπώνται πολλαπλά επιθυμητά προϊόντα, τα οποία αναμένεται να έχουν παρόμοια μορφολογία, ενώ και η απόσπαση κάθε αποκρούσματος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την παραγωγή του επόμενου. Παρότι οι πυρήνες αυτοί προσομοιάζουν ως προς τις βασικές αρχές της λάξευσής τους στους πυρήνες τεχνολογίας λεπίδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. προετοιμασία κορυφής), μπορούν να διακριθούν από τους τελευταίους στη βάση του «πρωτογονισμού» που παρουσιάζουν. Συνήθως δεν διέπονται από μορφολογική «κανονικότητα», ενώ και η μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσής τους σε μερικές περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχής, οδηγώντας συχνά σε ατυχήματα, κατά τη διάρκεια της κύριας φάσης της λάξευσης. Παράλληλα, τα προϊόντα των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων παραγωγής λεπίδων, όπως σημειώθηκε, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι αδύνατο να διαχωριστούν από αυτά των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων Levallois. Το στοιχείο αυτό οδηγεί στη σκέψη πως παρά το διαφορετικό 103

136 σχήμα απόκρουσης η λάξευση των μονοπολικών και αμφιπολικών πυρήνων, Levallois ή μη, στο δείγμα μας τουλάχιστον, αποσκοπεί στο ίδιο τελικό αποτέλεσμα, την παραγωγή κυρίως επιμήκους σχήματος αποκρουσμάτων με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων. Όμως είναι δυνατόν τα παραπάνω σχήματα απόκρουσης να διαδέχονται το ένα το άλλο: δηλαδή είναι πιθανό οι μονοπολικοί και αμφιπολικοί πυρήνες παραγωγής λεπίδων να τελειώνουν τη «ζωή» τους ως πυρήνες Levallois; Λαμβάνοντας υπόψη το γενικά μεγάλο μέγεθος των πυρήνων παραγωγής λεπίδων του δείγματός μας, κάτι που μπορεί να αποτυπώνει πως πολλοί από αυτούς έχουν εγκαταλειφθεί σε αρχική φάση της αξιοποίησής τους, σε θεωρητικό επίπεδο ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, στον Τομέα 24 η διαδοχή ή η «οργανική» σχέση των σχημάτων απόκρουσης δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Οι μονοπολικοί και αμφιπολικοί πυρήνες Levallois φέρουν συνήθως μεγάλο ποσοστό φλοιού, κάτι που δεν παρατηρείται για την πλειονότητα των πυρήνων παραγωγής λεπίδων, στοιχείο που έρχεται σε αντίθεση με ένα τέτοιου είδους σενάριο. Στο δείγμα μας τα αποκρούσματα με μονοπολικά και αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης είναι περισσότερα από τα αποκρούσματα που φέρουν κεντροφερή αρνητικά, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα στοιχεία των πυρήνων. Μπορεί η απόκλιση αυτή, αφήνοντας έξω ζητήματα που αφορούν σε σχήματα απόκρουσης, να υποκρύπτει μια τακτική αλλαγής κατεύθυνσης της απόκρουσης κατά τη διάρκεια της λάξευσης των πυρήνων, στην προκειμένη περίπτωση, από μονοπολική ή αμφιπολική σε κεντροφερή; Αν και η παραπάνω απόκλιση είναι σχετικά μικρή και θα μπορούσε να αποδοθεί ίσως στη θεωρητικά μεγαλύτερη παραγωγικότητα των μονοπολικών και αμφιπολικών πυρήνων (τόσο οι μονοπολικοί/αμφιπολικοί πυρήνες Levallois όσο και οι αντίστοιχοι πυρήνες παραγωγής λεπίδων θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαναλαμβανόμενοι, παράγοντας έτσι μεγάλο αριθμό προϊόντων), το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο και πάλι, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επαληθεύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία του δείγματός μας. Δεν εντοπίστηκαν πυρήνες που από τα αρνητικά της λάξευσής τους μας προσφέρουν τεκμήριο αυτής της διαδικασίας. Παράλληλα, τα προϊόντα της λάξευσης με συνδυασμό μονοπολικών ή αμφιπολικών και σε κάποιο βαθμό κεντροφερών αρνητικών, πιθανώς αποτελούν προϊόντα των πρώτων σταδίων απόκρουσης των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων, Levallois ή παραγωγής λεπίδων: μπορεί για παράδειγμα να είναι αποκρούσματα συχνά αναφερόμενα ως Levallois «2 ης τάξης» 74 (Boëda 1993), ή αποκρούσματα που φέρουν υπολείμματα της μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων παραγωγής λεπίδων (π.χ. εικ ii). 74 «éclats de deuxième ordre» 104

137 Παίρνοντας ως κριτήριο την κατεύθυνση της λάξευσης (κεντροφερής έναντι της μονοπολικής/αμφιπολικής) και συγκρίνοντας το μέσο μήκος του τελευταίου αποσπασμένου αποκρούσματος των πυρήνων, με το μέσο μήκος των αποκρουσμάτων που στο δείγμα μας αποτελούν τα πιθανά προϊόντα τους (πιν. 3.26), μπορούν να καταδειχθούν ορισμένα περαιτέρω στοιχεία σε σχέση με το ζήτημα αυτό. ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Κεντροφερής 47,2 11 Μονοπολική/Αμφιπολική 52, ,9 8,5 42,3 10,9 39,9 13,6 45,8 13 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά κατεύθυνση απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Το μέσο μήκος των αρνητικών των τελευταίων αποσπασμένων αποκρουσμάτων των κεντροφερών πυρήνων είναι μικρότερο από αυτό που καταγράψαμε σε πυρήνες που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική λάξευση, Levallois ή μη. Το στοιχείο αυτό δεν είναι απαγορευτικό σε μια υπόθεση μετατροπής της κατεύθυνσης της απόκρουσης, από μονοπολική ή αμφιπολική σε κεντροφερή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, κάποιος θα περίμενε να συναντήσει ανάλογες διαφορές και στο μέσο μήκος των αντίστοιχων αποκρουσμάτων. Δηλαδή, τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης στο δείγμα μας θα έπρεπε να έχουν αρκετά μεγαλύτερο μέσο μέγεθος σε σχέση με τα «κεντροφερή». Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται, ωστόσο δεν είναι τόσο μεγάλες, ώστε να μας οδηγήσουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα για μετατροπή της κατεύθυνσης της απόκρουσης. Ένα τελευταίο ζήτημα που αφορά στις διαδικασίες λάξευσης της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στο Μεγάλο Καρβουνάρι προκύπτει από την ύπαρξη αρκετών αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης τα οποία συγκλίνουν. Σε αντίθεση, δεν εντοπίστηκαν πυρήνες που μια τέτοιου είδους διάταξη αρνητικών χαρακτηρίζει το σύνολο της επιφάνειας των επιπέδων απόκρουσής τους, και που θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν έτσι μια καταρχήν και συστηματική επιλογή των λιθοξόων για τη χρήση μιας συγκλίνουσας μεθόδου απόκρουσης. Όπως σημειώθηκε, τα αποκρούσματα των οποίων τα αρνητικά λάξευσης συγκλίνουν έχουν παρόμοια μετρικά 105

138 χαρακτηριστικά με τα αποκρούσματα που φέρουν παράλληλα/υποπαράλληλα αρνητικά, ενώ και το είδος τους δεν διαφοροποιείται σημαντικά (πιν ). Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στην υπόθεση πως πιθανότατα τα αποκρούσματα με συγκλίνοντα αρνητικά λάξευσης προκύπτουν κατά την απόκρουση μονοπολικών (κυρίως) ή αμφιπολικών πυρήνων, κάτι που για την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας επιβεβαιώνει ανάλογη παλιότερη υπόθεση της Δ. Παπαγιάννη (2000). ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ Φολίδες ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (17) Μονοπολική/ Συγκλίνουσα (33) Αμφιπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (29) Αμφιπολική/ Συγκλίνουσα (13) 47,3 12,1 46,4 14,5 45,4 11,6 42,8 13,9 34,7 9,9 31,5 12,1 30,1 7,6 29,2 7,6 10,2 3,8 10,1 5,2 8,7 2,5 8,2 2,1 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα). Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (17) Μονοπολική/ Συγκλίνουσα (33) Αμφιπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (29) Αμφιπολική/ Συγκλίνουσα (13) 52,9% 9 45,4% 15 48,3% 14 61,5% 8 41,2% 7 45,4% 15 31% 9 38,5% 5 5,9% 1 9,1% 3 20,7% 6 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Είδος αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα). 0 Μετά την παραγωγή τους, αρκετά από τα προϊόντα της λάξευσης μετατρέπονται με επεξεργασία σε εργαλεία, χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αρκετά αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία να χρησιμοποιούνται περαιτέρω χρηστικά.. Οι παρατηρήσεις για την εργαλειοτεχνία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κάποιος σταθερότυπος ως προς την επιλογή των υπόβαθρων των εργαλείων. Αυτά, ωστόσο, αποτελούν συνήθως επιθυμητά προϊόντα της απόκρουσης των πυρήνων (υπό την έννοια των τελικών ζητουμένων της παραγωγής) και φαίνεται να έχουν προκύψει από όλα τα σχήματα και τις μεθόδους απόκρουσης που παρατηρήθηκαν. Η ποικιλομορφία των εργαλειακών τύπων της μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας από το Μεγάλο Καρβουνάρι αντανακλά πιθανότατα την τέλεση μιας ευρείας γκάμας εργασιών στο χώρο. Αυτό που επίσης μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αρκετά από τα εργαλεία, μετά τη χρήση τους, απορρίπτονται μέσα στα όρια της θέσης που σήμερα οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής στο Μεγάλο Καρβουνάρι. 106

139 Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως τα στοιχεία για τη διαχείριση των λίθινων πρώτων υλών κατά τη Μέση Παλαιολιθική στο Μεγάλο Καρβουνάρι, έτσι όπως προκύπτουν από το δείγμα που μελετήσαμε (π.χ. μορφή και προέλευση των πρώτων υλών, μετρικά χαρακτηριστικά πυρήνων και αποκρουσμάτων, πληροφορίες για την επανάχρηση των εργαλείων) δεν μαρτυρούν κάποια μεγάλη πίεση για «εξοικονόμηση» των λίθινων πόρων. 3.6 Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Ν=361) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Στον Τομέα 24, τα λίθινα τέχνεργα που μπορούν να αποδοθούν στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή αποτελούν το 22,5% του συνόλου της λιθοτεχνίας (50,6% των χρονολογικά διαγνωστικών τεχνέργων) (πιν. 3.3). Η ομάδα αυτή αποτελείται από 49 πυρήνες και 312 αποκρούσματα, από τα οποία 142 έχουν μετατραπεί σε εργαλεία. Η κατανομή του μήκους των παραπάνω αντικειμένων είναι παρόμοια με αυτή των μεσοπαλαιολιθικών τεχνέργων στον Τομέα 24. Έτσι, η πλειονότητα τόσο των πυρήνων όσο και των αποκρουσμάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής έχει μήκος μεταξύ 3 και 5 εκ., ενώ 1 μόνο πυρήνας έχει μήκος άνω των 6 εκ. (πιν. 3.29). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (N=125) Πυρήνες (N=49) Σύνολο (πυρήνες+αποκρούσματα) (N=174) % ,4% ,4% ,2% 29 4,1% 2 36,7% 18 40,8% 20 16,3% 8 9,8% 17 35,1% 61 27,6% 48 21,3% % 5 0 2,9% 5 > 7 4% 5 2% 1 3,5% 6 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα). 107

140 3.6.2 Οι πρώτες ύλες Στον Τομέα 24, όπως και τα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής έτσι και αυτά της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι κατασκευασμένα σε καλής ποιότητας, λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, γκρίζου, καφέ ή καφεκόκκινου χρώματος. Ωστόσο, σε αυτή την ομάδα ευρημάτων εντοπίστηκαν επίσης 6 τέχνεργα κατασκευασμένα σε μελί και άλλα 4 σε λευκό/υπόλευκο πυριτόλιθο. Με εξαίρεση αυτά τα τελευταία είδη πρώτης ύλης, οι πηγές του πυριτόλιθου που χρησιμοποιείται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική στον Τομέα 24 δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτές τις οποίες εκμεταλλεύονται οι ανθρωπίδες που δραστηριοποιούνται στη θέση κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Και πάλι η τοποθεσία Στερνάρι αποτελεί μια από τις πιθανές πρωτογενείς πηγές πρώτης ύλης Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Στο σύνολό τους, οι ανώτεροι παλαιολιθικοί πυρήνες καταδεικνύουν ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων, ενώ τα ιδιαίτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά τους εγγράφονται σε 2 μεθόδους για την παραγωγή των επιθυμητών προϊόντων (πιν. 3.30). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Ν % Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 21 42,9 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική 28 57,1 ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Η πρώτη μέθοδος, την οποία μαρτυρούν 21 αντικείμενα (42,9%), οδηγεί σε επιμήκεις πυρήνες, πυραμιδοειδούς (7) ή πρισματικής μορφολογίας (14), που είναι λαξευμένοι μονοπολικά, με αφετηρία ένα και μοναδικό επίπεδο επίκρουσης, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις είναι επιμελώς προετοιμασμένο, μέσω της δημιουργίας εδρών. Η απόκρουση, περιστροφική (8) ή ημιπεριστροφική (13), αποσκοπεί στην παραγωγή λεπίδων και μικρολεπίδων, των οποίων τα αρνητικά 108

141 της λάξευσης στο επίπεδο απόκρουσης των πυρήνων διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα ή και σε μερικές περιπτώσεις, και σε κάποιο σημείο, συγκλίνουν (εικ i-ii, 3.21 i). Οι υπόλοιποι 28 πυρήνες (57,1% του συνόλου) εγγράφονται σε αμφιπολική απόκρουση. Τα αντικείμενα αυτά, όλα πρισματικής μορφολογίας και λίγο ως πολύ επιμήκους σχήματος, έχουν 2 αντωπά επίπεδα επίκρουσης, τα οποία είναι διαμορφωμένα στις «κοντές» πλευρές τους. Και αυτού του είδους οι πυρήνες παράγουν κυρίως λεπίδες και μικρολεπίδες, 75 των οποίων τα αρνητικά της λάξευσης, όπως και στους μονοπολικούς πυρήνες του δείγματος, διατάσσονται με παράλληλο/υποπαράλληλο ή συγκλίνοντα τρόπο, ως αποτέλεσμα περιστροφικής (5) ή ημιπεριστροφικής (23) απόκρουσης (εικ ii-v). Τόσο οι μονοπολικοί όσο και οι αμφιπολικοί πυρήνες είναι διαμορφωμένοι με παρόμοια συχνότητα σε υπόβαθρα κονδύλων και πλακετών. Οι μέσες διαστάσεις τους δεν διαφέρουν ουσιαστικά (πιν , εικ. 3.22). Ωστόσο, οι αμφιπολικοί πυρήνες έχουν γενικά περισσότερο φλοιό στην επιφάνειά τους (πιν. 3.33). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=21) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=28) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=49) Κόνδυλος Ν %* , ,9 Πλακέτα Ν %* , ,1 Αδιάγνωστο Ν Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. *στα διαγνωστικά υπόβαθρα ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=21) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=28) ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. 43,4 8,3 43,9 14 ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. 35,9 11,1 33,2 12,6 ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. 26,5 8,6 23,7 9,3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 75 Κατά την απόκρουση (ιδίως κατά τις πρώτες φάσεις της), τόσο των μονοπολικών όσο και των αμφιπολικών πυρήνων, του δείγματος αναμένεται να προκύπτουν σε κάποιο ποσοστό και αποκρούσματα με αναλογίες φολίδων. 109

142 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 110

143 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=21) 57,1% 16 35,7% 10 7,1% Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική ιπολική (Ν=28) 9,5% 2 42,9% 9 47,6% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=49) 36,7% 18 38,8% 19 24,5% Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Πέρα από τα παραπάνω είδη πυρήνων, στο δείγμα μας εντοπίσαμε 21 αντικείμενα τροπιδωτής μορφολογίας (με τυπολογικά κριτήρια τροπιδωτά ξέστρα (18), παχιά ξέστρα-ρύγχη (2) και 1 τροπιδωτή γλυφίδα) (εικ i-iv), που τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση να αντιμετωπίζονται ως πυρήνες (π.χ. Zilhão & d Errico 1999, Teyssandier 2007). Θεωρείται ότι από αυτού του είδους 111

144 τα υπόβαθρα παράγονται αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδων, που αναμένεται να έχουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, κυρτό προφίλ και συνήθως συστρεμμένες πλευρές. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία για το αν τα τροπιδωτά ξέστρα, τα παχιά ξέστρα-ρύγχη και οι τροπιδωτές γλυφίδες ήταν πραγματικοί πυρήνες, εργαλεία ή και τα δυο -στην παρούσα περίπτωση θα χρειαζόταν μια μελέτη ιχνών χρήσης αυτών των τεχνέργων, 76 για να αποδειχτεί η μία ή η άλλη υπόθεση-, θεωρήσαμε καταρχήν πιθανή μια διαδικασία παραγωγής αποκρουσμάτων από αυτού του είδους τα αντικείμενα, ωστόσο δεν τα ταξινομήσαμε στην κατηγορία των πυρήνων. Στο δείγμα μας πάντως, τα τροπιδωτά ξέστρα, τα παχιά ξέστρα-ρύγχη και η τροπιδωτή γλυφίδα είναι διαμορφωμένα σε υπόβαθρα φολίδων ή λεπιδόμορφων φολίδων μεγάλου πάχους που, από τα αρνητικά της λάξευσής τους, συμπεραίνουμε ότι έχουν προκύψει από την απόκρουση των μονοπολικών ή αμφιπολικών πρισματικών πυρήνων, πολύ συχνά μάλιστα, κατά τις αρχικές φάσεις της (αρκετά από αυτά φέρουν τα ίχνη προετοιμασία κορυφής). Στο σύνολό τους τα, εν δυνάμει, «παραγωγικά» αρνητικά της λάξευσής των τροπιδωτών ξέστρων και των παχιών ξέστρων-ρυγχών, μαρτυρούν πως από τα αντικείμενα αυτά έχουν αποσπαστεί, με μονοπολική απόκρουση και ημιπεριστροφικά, αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδων. Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Τα αποκρούσματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής στον Τομέα 24 ενισχύουν τις παρατηρήσεις που έγιναν στους πυρήνες του δείγματος. Επιθυμητά προϊόντα των διαδικασιών λάξευσης κατά την Εποχή αυτή στη θέση αποτελούν συνήθως επιμήκη τέχνεργα που έχουν αναλογίες λεπίδων (70, 56% του συνόλου των ακέραιων αποκρουσμάτων), μικρολεπίδων (25, 20%), αλλά και λεπιδόμορφων φολίδων (15, 12%). Ακόμη, 15 (12%) φολίδες συμπληρώνουν την ομάδα των αποκρουσμάτων που με ασφάλεια τοποθετούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Στην κατηγορία μήκους άνω των 6 εκ. συναντώνται μόνο αποκρούσματα με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων. Καμία από τις μικρολεπίδες του δείγματος δεν ξεπερνά σε μήκος τα 5 εκ. Οι λεπίδες έχουν μεγαλύτερο μέσο μήκος και αρκετά μικρότερο μέσο πάχος από τις φολίδες και τις λεπιδόμορφες φολίδες. Οι μικρολεπίδες είναι τα πλέον περιορισμένα σε μέσο μήκος και πάχος αποκρούσματα (πιν , εικ. 3.23). 76 Η οποία πάντως, λόγω της δευτερογενούς αρχαιολογικής συνάφειας της λιθοτεχνίας από το Μεγάλο Καρβουνάρι, θα είχε αμφίβολα, ως προς την εγκυρότητά της, αποτελέσματα. 112

145 ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev % % ,1% ,8% 4 6,7% 1 11,6% 5 14,3% 4 13,8% % 1 13,3% 2 39,5% 17 75% 21 72,4% 21 80% 4 60% 9 34,9% 15 3,6% Φολίδες (Ν=15) Λεπιδόμορφες φολίδες (Ν=15) Λεπίδες (Ν=70) Μικρολεπίδες (Ν=25) 40,1 10,7 44,3 10,6 48,9 12,7 32,8 7,3 31,3 8,3 25,1 5,6 19,7 4,7 10,5 1,3 9,1 4,7 10,3 6,1 7,3 2,4 4,4 0,9 > % 5 ΣΥΝΟΛΟ 12% 15 12% 15 56% % 25 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). 113

146 Συνολικά 85 αποκρούσματα (61,3% του συνόλου των αποκρουσμάτων με διαγνωστική κατεύθυνση απόκρουσης) μαρτυρούν αμφιπολική λάξευση (πιν. 3.36, εικ iii-iv, viii,, 3.25 iii, vii-viii, 3.26 i, v, vii, ix)). Τα αντικείμενα αυτά είναι κυρίως λεπιδόμορφες φολίδες, λεπίδες και μικρολεπίδες (πιν. 3.37). Η διάταξη των αρνητικών της λάξευσής τους είναι κυρίως παράλληλη/υποπαράλληλη (77) και σε πολύ μικρότερη συχνότητα (8) συγκλίνουσα. Το προφίλ των αντικειμένων αυτών, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι ευθύγραμμο, ενώ και οι πλευρές τους συνήθως διατάσσονται παράλληλα. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 39,7% 56 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική 61,3% 85 ΣΥΝΟΛΟ 100% 141 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (31) 22,6% 7 9,7% 3 58,1% 18 9,7% 3 Παραγωγής λεπίδων /Αμφιπολική (37) 8,1% 3 27% 10 48,7% 18 16,2% 6 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Τα προϊόντα που συνδέονται με μονοπολική απόκρουση (εικ v-vii, ix-x, 3.26 i-ii, vi, ix, 3.27 ii-iii, iv, vi, viii) είναι λιγότερα (56, 39,7% του συνόλου) και περιλαμβάνουν ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό φολίδων. Και πάλι οι λεπίδες αποτελούν το κυριότερο είδος αποκρούσματος (πιν ). Τα αρνητικά της λάξευσης και σε αυτή την κατηγορία προϊόντων διατάσσονται κυρίως 114

147 παράλληλα/υποπαράλληλα (37). Ο αριθμός των αποκρουσμάτων των οποίων τα αρνητικά λάξευσης συγκλίνουν (19) είναι μεγαλύτερος αναλογικά με αυτόν στην αμφιπολική κατηγορία. Και τα αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική λάξευση έχουν κατά κύριο λόγο προφίλ ευθύγραμμο και παράλληλα διατασσόμενες πλευρές. Με κριτήριο την κατεύθυνση της απόκρουσης, οι μέσες διαστάσεις των αποκρουσμάτων δεν διαφέρουν σημαντικά (πιν. 3.38, εικ. 3.24). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (31) 48,3 15,9 22,4 8,4 7,4 3,2 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική (37) 44,8 14,3 20,8 8,6 8,6 5,3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24,. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 115

148 Στο σύνολο των αποκρουσμάτων, οι φτέρνες είναι κατά κύριο λόγω λείες και γραμμικές σε ποσοστό άνω του 65%. Αρκετές είναι επίσης οι διεδρικές φτέρνες και λιγότερες οι πολυεδρικές (πιν. 3.39). Τα αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση παρουσιάζουν ελαφρώς αυξημένη συχνότητα προετοιμασμένων φτερνών (διεδρικές-πολυεδρικές) σε σχέση με αυτά της αμφιπολικής κατηγορίας (πιν. 3.40). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Αποκρούσματα σύνολο (Ν=184) Εργαλεία (Ν=83) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (Ν=101) Φλοιώδης 4,9% 9 Λεία 54,3% 100 ιεδρική 20,7% 38 Πολυεδρική 7,6% 14 Φτεροειδής 0,5% 1 Στιγμοειδής 0,5% 1 Γραμμική 11,4% 21 6% 5 32,5% 27 34,9% 29 12,1% 10 1,2% 1 1,2% 1 12,1% 10 4% 4 72,3% 73 8,9% 9 4% ,9% 11 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Φτεροειδής Στιγμοειδής Γραμμική Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (37) 2,7% 1 32,4% 12 37,8% 14 10,8% 4 0 2,7% 1 13,5% 5 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (50) 6% 3 42% 21 28% 14 8% 4 2% % 7 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. 116

149 Λεπίδες και μικρολεπίδες έχουν στην πλειονότητα τους λείες και γραμμικές φτέρνες, ενώ πολυεδρικές φτέρνες εντοπίζονται σε μεγάλο ποσοστό μόνο στις φολίδες και διεδρικές στις λεπιδόμορφες φολίδες (πιν. 3.41). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες Φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Φλοιώδης 13,3% 2 0 1,4% 1 0 Λεία 26,7% 4 20% 3 55,7% 39 68% 17 ιεδρική 20% 3 53,3% 8 21,4% 15 20% 5 Πολυεδρική 40% 6 6,7% 1 8,6% 6 0 Στιγμοειδής % 1 Γραμμική 0 20% 3 12,9% 9 8% 2 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Ως προς τις τεχνικές της απόκρουσης, οι μεγάλοι σε όγκο βολβοί της κρούσης της πλειονότητας των αποκρουσμάτων και οι συχνά μεγάλου μεγέθους φτέρνες καταδεικνύουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, άμεση κρούση και χρήση σκληρού κρουστήρα. Ωστόσο στο δείγμα μας, αρκετά αποκρούσματα με μικρούς σε όγκο βολβούς, αλλά και γραμμικές φτέρνες, μαρτυρούν σε κάποιο βαθμό τη χρήση επίσης μαλακού κρουστήρα. 117

150 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 118

151 Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. 119

152 3.6.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας 141 υπόβαθρα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής έχουν μετατραπεί σε εργαλεία. Αυτά είναι διαμορφωμένα σε αποκρούσματα, η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από τις τελικές φάσεις της λάξευσης των πυρήνων, όπως μαρτυρεί η διακύμανση του ποσοστού φλοιού στην επιφάνεια των τεχνέργων με επεξεργασία (πιν. 3.42). Τα ακέραια υπόβαθρα των εργαλείων, έχουν ελαφρά μεγαλύτερο μέσο μήκος απ ότι τα τέχνεργα χωρίς επεξεργασία (πιν. 3.43). Τα εργαλεία έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό φτέρνες προετοιμασμένες (διεδρικές-πολυεδρικές) αναλογικά με τα ανεπεξέργαστα αποκρούσματα (πιν. 3.39). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=64) % Ν 0% % 14, % 9, % 1, % 0 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρουσμάτα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). 1-2 Εργαλεία (Ν=64) ,9% ,1% Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (61) ,4% ,6% ,3% 4 > 7 4,7% 3 13,1% 8 40,9% 25 21,3% 13 18% 11 1,6% 1 4,9% 3 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). Τα ξέστρα διαφόρων ειδών αποτελούν το συνηθέστερο τύπο εργαλείου (62, 43,7%) (πιν. 3.44). Τα ξέστρα σε λεπίδες είναι τα περισσότερα (24) (εικ vii-x) και φέρουν καλής ποιότητας επεξεργασία, ενώ 3 από αυτά έχουν διαμορφωθεί σε Ωρινιάκιες λεπίδες. Όπως σημειώθηκε, με τυπολογικούς όρους, αρκετά σε αριθμό είναι και τα τροπιδωτά ξέστρα με παράλληλη ή 120

153 υποπαράλληλη, ημι-απότομη επεξεργασία (18, 12,7%) (εικ i-iii). Στο δείγμα μας εντοπίστηκαν ακόμη 14 (9,86%) ξέστρα-ρύγχη. ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=141) % Ν Ξέστρα 43,7 62 Τροπιδωτά 12,7 18 Παχιά ρύγχη, 1,4 2 Λεπτά ρύγχη 8,5 12 Σε λεπίδα 16,9 24 ιπλά 1,4 2 «Απλά» 2,8 4 Γλυφίδες 36,6 52 «Απλές» 17,6 25 ιεδρικές Σε κολόβωση 5,6 8 Πολλαπλές 0,7 1 Τροπιδωτές 0,7 1 Κολοβώσεις 6,3 9 Σε λεπίδα 3,5 5 Σε μικρολεπίδα 2,1 3 Άλλες 0,7 1 Οδοντωτά 1,4 2 Σε λεπίδα 0,7 1 Σε μικρολεπίδα 0,7 1 Οπείς 2,1 3 Λεπίδες με πλευρική επεξεργασία 4,9 7 Μικρολεπίδες με ράχη 1,4 2 Αιχμές με ώμο 0,7 1 Σύνθετα εργαλεία 2,1 3 Ξέστρο και οπέας 1,4 2 Ξέστρο και γλυφίδα 0,7 1 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. 121

154 Τα περισσότερα από αυτά είναι λεπτά ρύγχη, διαμορφωμένα με σύντομη φολιδόμορφη επεξεργασία, που σχηματίζει 1 ή 2 ώμους, σε υπόβαθρα με μικρό πάχος (εικ iv). Ακόμη, εντοπίστηκαν 2 παραδείγματα παχιών ξέστρων-ρυγχών σε φολίδες αυξημένου πάχους, με παράλληλη ή υποπαράλληλη, ημι-απότομη επεξεργασία (εικ v-vi), 2 διπλά (εικ ii) και 4 «απλά» ξέστρα (εικ i). Τα τροπιδωτά ξέστρα παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη έκταση επεξεργασίας, ακολουθούμενα από τα παχιά ξέστρα-ρύγχη (πιν. 3.45). ΕΙ ΟΣ ΞΕΣΤΡΟΥ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. Τροπιδωτά ξέστρα (18) Παχιά Ξέστρα-ρύγχη (2) Λεπτά ξέστρα-ρύγχη (12) Ξέστρα σε λεπίδες (24) Άλλα ξέστρα (6) ΣΥΝΟΛΟ (62) 17,6 6,1 9 1,1 4,5 1,2 7,3 4,5 5,1 1,1 9,6 6,9 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Οι γλυφίδες, συνιστούν τη δεύτερη πιο πολυπληθή κατηγορία εργαλείων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Μεγάλο Καρβουνάρι (52, 36,6%). Είναι κυρίως «απλές» (25) (εικ iii) ή διεδρικές (17) (εικ iv-v). Εντοπίστηκαν ακόμη 8 γλυφίδες σε κολόβωση (εικ vii), 1 πολλαπλή γλυφίδα (εικ vi), καθώς και, όπως σημειώθηκε, 1 τροπιδωτή γλυφίδα. Οι μικρολεπίδες στην πλειονότητά τους δεν φέρουν επεξεργασία. Εντοπίστηκαν μόνο 2 παραδείγματα τέτοιων αποκρουσμάτων με ράχη, η οποία διαμορφώνεται με παράλληλη, απότομη επεξεργασία (εικ v). Καταγράψαμε επίσης: 1 μικρολεπίδα με οδοντώσεις (εικ vii) και μερικές μικρολεπίδες (3) με κολόβωση (εικ vi). Απότομη επεξεργασία που σχηματίζει κολόβωση στην άνω απόληξή τους φέρουν και αρκετές λεπίδες (5) (εικ i). Στην εργαλειοτεχνία υπάρχουν 3 οπείς με μακρύ στέλεχος, διαμορφωμένοι με αμφίπλευρη επεξεργασία, χαρακτηριστικό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως διαγνωστικό στοιχείο για την ταξινόμησή τους στα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (εικ ii). 122

155 Οι εγκοπές και τα οδοντωτά στη λιθοτεχνία είναι σχετικά λίγα (5) (εικ ix). Ακόμη, εντοπίστηκαν 7 λεπίδες με πλευρική, συνήθως σύντομη, φολιδόμορφη, επεξεργασία (εικ viii), αλλά και 1 ατυπική αιχμή με ώμο, ο οποίος έχει σχηματιστεί με ημι-απότομη επεξεργασία (εικ iv). Την ομάδα των τεχνέργων με επεξεργασία συμπληρώνουν 2 εργαλεία που στο ίδιο υπόβαθρο συνδυάζουν ξέστρο με οπέα (εικ iii) και 1 που συνδυάζει ξέστρο με γλυφίδα. Σε ποσοστό άνω του 70% τα εργαλεία είναι διαμορφωμένα σε υπόβαθρα με αναλογίες λεπίδων και λεπιδόμορφων φολίδων, ενώ, όπως σημειώθηκε, λίγες από τις μικρολεπίδες υπόκεινται σε επεξεργασία. Οι φολίδες αποτελούν ένα από τα κύρια είδη υποβάθρου για τα ξέστρα, ενώ οι γλυφίδες διαμορφώνονται συνήθως σε υπόβαθρα λεπίδων (πιν. 3.46). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Ξέστρα (25) 40% 10 18,1% 5 40% 10 0 Γλυφίδες (24) 8,3% 16 29,2% 3 58,3% 1 4,2% Εργαλεία σύνολο (64) 20,3% 13 23,4% 15 48,4% 31 7,8% 5 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων (ακέραια αντικείμενα). Οι μέθοδοι απόκρουσης που μαρτυρούν τα υπόβαθρα των εργαλείων δεν διαφέρουν σε σχέση με αυτές που παρατηρήθηκαν στο σύνολο των αποκρουσμάτων. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του ιδιαίτερου τύπου τους, τα ξέστρα διαμορφώνονται με παρόμοιο ποσοστό σε αποκρούσματα που έχουν προκύψει τόσο από μονοπολική όσο και αμφιπολική λάξευση, ενώ οι γλυφίδες σε αποκρούσματα προερχόμενα κυρίως από λάξευση αμφιπολική (πιν. 3.47). 123

156 ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική Ξέστρα (Ν=50) Γλυφίδες (Ν=24 Εργαλεία σύνολο (Ν=110) 52% 26 36,8% 15 43,6% 48 48% 24 63,2% 9 56,4% 62 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Τόσο τα ξέστρα όσο και οι γλυφίδες έχουν σε παρόμοιο ποσοστό προετοιμασμένες και μη φτέρνες (πιν. 3.48) ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Γραμμική Ξέστρα (33) 6,1% 2 33,3% 11 36,4% 12 18,2% 6 6,1% 2 Γλυφίδες (30) 6,7% 2 30% 9 43,3% 13 6,7% 2 13,3% 2 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων Συζήτηση Η μελέτη της λιθοτεχνίας της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Μεγάλο Καρβουνάρι μπορεί να μας οδηγήσει σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα για την τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν κατά την Εποχή αυτή στη θέση (εικ. 3.28). Όπως και κατά τη Μέση Παλαιολιθική, οι λιθοξόοι φαίνεται πως προμηθεύονται καλής ποιότητας πρώτες ύλες από κοντινές στο Μεγάλο Καρβουνάρι πηγές και στις περισσότερες των περιπτώσεων 124

157 μεταφέρουν τους ωφέλιμους λίθινους πόρους τους στη θέση χωρίς προ-διαμόρφωση (π.χ. αποφλοίωση), προκειμένου να τους εκμεταλλευτούν επί τόπου παραγωγικά. Οι διαδικασίες λάξευσης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στον Τομέα 24 παρουσιάζονται οργανωμένες και στοχευμένες. Φαίνεται πως όταν για υπόβαθρο του πυρήνα χρησιμοποιείται ένας κόνδυλος, τότε οι λιθοξόοι δημιουργούν με την απόσπαση φολίδων αποφλοίωσης ένα βασικό επίπεδο επίκρουσης, ενώ παράλληλα το επίπεδο απόκρουσης μορφοποιείται, μέσω της διαμόρφωσης κορυφής. Στη συνέχεια, μετά την απόσπαση του πρώτου αποκρούσματος με κορυφή, και πάντα με τη λογική μιας «κατά μήκους» εκμετάλλευσης της ωφέλιμης επιφάνειας του πυρήνα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επαναλαμβανόμενη παραγωγή επιμηκών σε μορφολογία προϊόντων. Η απόκρουση είναι μονοπολική, περιστροφική ή ημι-περιστροφική, με αφετηρία πάντα το αρχικώς διαμορφωμένο επίπεδο επίκρουσης, το οποίο συχνά μπορεί να ανανεώνεται και, μέσω της δημιουργίας εδρών, να προετοιμάζεται. Οι λιθοξόοι πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της απόκρουσης των πρισματικών πυρήνων δημιουργούν ένα δεύτερο επίπεδο επίκρουσης αντωπά προς το αρχικό. Η απόκρουση τότε μετατρέπεται από μονοπολική σε αμφιπολική και η διαδικασία διαμόρφωσης κορυφής, μπορεί να επαναλαμβάνεται, προκειμένου το επίπεδο απόκρουσης να μορφοποιηθεί εκ νέου ή να διορθωθούν λάθη, ώστε η παραγωγική διαδικασία να συνεχιστεί απρόσκοπτα. Όταν για υπόβαθρο του πυρήνα χρησιμοποιείται μια πλακέτα, οι βασικές αρχές και βήματα της λάξευσης δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά. Ωστόσο, οι φυσικές γωνίες και ακμές των πλακετών μπορούν να αποτελέσουν το αρχικό σημείο αφετηρίας των λιθοξόων, υποβοηθώντας τους, με αποτέλεσμα η διαδικασία διαμόρφωσης του βασικού επιπέδου επίκρουσης, καθώς και της μορφοποίησης του επιπέδου απόκρουσης να είναι απλούστερη: η προετοιμασία του επιπέδου επίκρουσης μπορεί να παραλείπεται και η κορυφή στην ωφέλιμη επιφάνεια του πυρήνα συνήθως είναι μερική (π.χ. εικ x, xi). Θα πρέπει να σημειωθεί πως κατά τις αρχικές φάσεις της απόκρουσης (π.χ. διαδικασία αποφλοίωσης, μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης) οι λιθοξόοι χρησιμοποιούν συνήθως σκληρό κρουστήρα, ο οποίος μπορεί να αντικαθίσταται με έναν μαλακό κατά την κύρια φάση παραγωγής των επιθυμητών προϊόντων. 125

158 Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Στα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων οι μαύρες κουκίδες συμβολίζουν την εν δυνάμει επέκταση της απόκρουσης στην περιφέρεια του πυρήνα. * η παραγωγή μικρολεπίδων από τροπιδωτά υπόβαθρα είναι υποθετική. Με τις παραπάνω μεθόδους και τεχνικές, οι λιθοξόοι στον Τομέα 24 κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή επιτυγχάνουν να παραγάγουν, προκαθορισμένα σε σχήμα αποκρούσματα, κυρίως λεπίδες και μικρολεπίδες. Μάλιστα στο δείγμα μας, το δυσανάλογο ποσοστό μεταξύ λεπίδων και μικρολεπίδων συγκριτικά με αυτό των αντίστοιχων πυρήνων (οι λεπίδες είναι περισσότερες από τις μικρολεπίδες, ενώ οι πυρήνες που φαίνεται να έχουν παραγάγει αποκλειστικά λεπίδες είναι λιγότεροι από τους πυρήνες μικρολεπίδων), φαίνεται πως αντικατοπτρίζει το γεγονός πως, συνήθως, οι πυρήνες ξεκινάνε τη «ζωή» τους παράγοντας λεπίδες και μέσα από τη διαρκή απόκρουσή τους «μετατρέπονται» σε πυρήνες μικρολεπίδων. Αν και κάτι τέτοιο δεν χαρακτηρίζει όλες τις διαδικασίες της λάξευσης και αρκετοί πυρήνες εγκαταλείπονται μετά την αρχική παραγωγή λεπίδων, ενώ θα μπορούσαν να τύχουν περαιτέρω εκμετάλλευσης, παρατηρήθηκε μια γενική συμφωνία ανάμεσα στο μέσο όρο του μήκους των τελευταίων αποσπασμένων προϊόντων των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων και στο μέσο όρο του μήκους των αντίστοιχων αποκρουσμάτων του δείγματός μας, στοιχείο που ενισχύει την παραπάνω υπόθεση (πιν. 3.49). 126

159 ΕΙ ΟΣ ΠΥΡΗΝΑ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Λεπίδων 48,9 15,6 Μικρολεπίδων 40,1 7,3 45,1 10,6 26,9 7,3 48,9 12,7 27,4 5,9 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε(ακέραια αντικείμενα). Όπως και στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, έτσι και στο σύνολο της Ανώτερης Παλαιολιθικής, εντοπίστηκαν αρκετά αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση των οποίων τα αρνητικά συγκλίνουν, ενώ δεν ανιχνεύτηκαν πυρήνες που να μαρτυρούν τη χρήση μιας «ανεξάρτητης» συγκλίνουσας μεθόδου απόκρουσης. Και πάλι, τα μετρικά χαρακτηριστικά και το είδος αυτών των αποκρουσμάτων, τουλάχιστον αυτών που μαρτυρούν απόκρουση μονοπολική (μόλις 1 απόκρουσμα με αμφιπολικά/συγκλίνοντα αρνητικά είναι ακέραιο μην επιτρέποντας έτσι παραπέρα θεωρήσεις), μας οδηγούν στην υπόθεση ότι τα αντικείμενα αυτά παράγονται κατά τις ίδιες διαδικασίες λάξευσης (πιθανόν κατά την παραγωγή λεπίδων και όχι μικρολεπίδων), από τις οποίες προκύπτουν και τα αποκρούσματα με παράλληλη/υποπαράλληλη διάταξη αρνητικών (πιν ). ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (21) Μονοπολική/ Συγκλίνουσα (10) ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. 46,2 17,5 52,5 11,8 ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. 21,9 9,8 23,3 4,5 ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. 7 2,8 8,2 4,2 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη Μονοπολική/ Συγκλίνουσα Φολίδες 23,8% 5 20% 2 ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Λεπιδόμορφες φολίδες 9,5% 2 10% 1 Λεπίδες 52,4% 11 70% 7 Μικρολεπίδες 14,3% 3 0 Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση ανά διάταξη των αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα). Πίνακας Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση ανά διάταξη των αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα). 127

160 Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει από την τεχνολογική ανάλυση των ευρημάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Μεγάλο Καρβουνάρι είναι αυτό της ενδεχόμενης παραγωγής μικρολεπίδων από τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύγχη και τροπιδωτές γλυφίδες. Τα εν δυνάμει «παραγωγικά» αρνητικά της λάξευσης σε αυτού του είδους τα αντικείμενα δείχνουν πως τα προϊόντα που προκύπτουν από αυτά είναι μικρά σε μέγεθος, με μέσο όρο μήκους κάτω από 2 εκ. (πιν. 3.34). Στο δείγμα μας δεν εντοπίστηκαν μικρολεπίδες που να φέρουν μονοπολικά αρνητικά λάξευσης με το παραπάνω μέγεθος, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τέτοιου είδους αποκρούσματα να έχουν διαφύγει της επιφανειακής περισυλλογής ή να «υποκρύπτονται» πίσω από σπασμένα τέχνεργα, με αναλογία πλάτους μικρολεπίδων. Παράλληλα, η «συστροφή» των πλευρών ή η κυρτότητα του προφίλ ορισμένων μικρολεπίδων στο δείγμα μας δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει κριτήριο για την απόδοσή τους σε μια παραγωγική διαδικασία από τροπιδωτά ξέστρα, εφόσον τέτοιου είδους αποκρούσματα είναι πολύ πιθανό να προκύπτουν και κατά τις διαδικασίες λάξευσης πρισματικών ή πυραμιδοειδών πυρήνων. Πάντως στο δείγμα μας, η πιθανή παραγωγική εκμετάλλευση των αντικειμένων που με τυπολογικά κριτήρια ταξινομούνται ως τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύγχη και τροπιδωτές γλυφίδες θα πρέπει να συνδεθεί με τις κύριες μεθόδους απόκρουσης που διαπιστώθηκαν στους «κλασικούς» 77 πυρήνες της λιθοτεχνίας, αποτελώντας παρακλάδι τους. Όπως σημειώθηκε, στην περίπτωση του Τομέα 24, τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» + φαίνεται να προκύπτουν κατά τις πρώτες φάσεις λάξευσης των μονοπολικών ή αμφιπολικών πρισματικών πυρήνων παραγωγής λεπίδων, σχήμα απόκρουσης στο οποίο θα κατατάσσαμε συμβατικά και με την υποτιθέμενη παραγωγική τους ιδιότητα τα τροπιδωτά ξέστρα, τα παχιά ξέστρα-ρύγχη και τις τροπιδωτές γλυφίδες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ογκομετρική διαμόρφωση των αντικειμένων αυτών, καθώς η λάξευση θα μπορούσε εν δυνάμει να επεκταθεί σε ολόκληρη την ωφέλιμη επιφάνειά τους, αν και στην περίπτωση των τροπιδωτών ξέστρων και των παχιών ξέστρων ρυγχών παραμένει ημι-περιστροφική ή μετωπική, ενώ στην περίπτωση των τροπιδωτών γλυφίδων, πλευρική. Θα πρέπει, πάντως, να τονιστεί ότι οι θεωρήσεις αυτές είναι σχετικές, στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υιοθετούνται τέτοιου είδους κριτήρια για την αντιμετώπιση των «τροπιδωτών υποβάθρων» και στη μελέτη μας, καλούνται να καλύψουν τις ανάγκες διάρθρωσης μιας, στο μέτρο του δυνατού, ενιαίας μεθοδολογίας μελέτης για το σύνολο του αρχαιολογικού υλικού που είχαμε στα χέρια μας.. Πολλά από τα προϊόντα της λάξευσης (κυρίως οι λεπίδες) μετατρέπονται με επεξεργασία σε εργαλεία, τεχνική διαδικασία η οποία στο Μεγάλο Καρβουνάρι φαίνεται να έχει επίσης οργανωμένη μορφή. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η επεξεργασία είναι καλής ποιότητας, ενώ ως υπόβαθρα των εργαλείων χρησιμοποιούνται κυρίως αποκρούσματα που προκύπτουν από τις 77 Εννοούνται οι πρισματικής ή πυραμιδοειδούς μορφολογίας πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων. 128

161 τελευταίες φάσεις της απόκρουσης. Η εικόνα ωστόσο αυτή παρουσιάζει και εξαιρέσεις, εφόσον μια σειρά από εργαλειακούς τύπους (π.χ. τροπιδωτά ξέστρα) διαμορφώνονται σε αποκρούσματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων. Η ποικιλομορφία των εργαλειακών μορφών αντανακλά πως στο Μεγάλο Καρβουνάρι κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή τελούνται μια σειρά από δραστηριότητες, μετά το πέρας των οποίων πολλά από τα εργαλεία απορρίπτονται μέσα στη θέση. Τα στοιχεία για τη διαχείριση των λίθινων πρώτων υλών δείχνουν πως κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια μεγάλη πίεση που οδηγεί σε πρακτικές «εξοικονόμησης» των ωφέλιμων λίθινων πόρων. 3.7 Συμπεράσματα Η λιθοτεχνία από τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι μαρτυρά πως η θέση συνιστά ένα παλίμψηστο του οποίου τα χρονολογικά διαγνωστικά στοιχεία τοποθετούνται στις 2 τελευταίες Εποχές της Παλαιολιθικής, τη Μέση και την Ανώτερη. Προκαταρκτικά τουλάχιστον, για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε πιο λεπτομερής ενδοπολιτισμική χρονολογική θεώρηση. 78 Ωστόσο, η πλειονότητα των διαγνωστικών χρονολογικά μετά-μεσοπαλαιολιθικών τεχνέργων (π.χ. τροπιδωτά ξέστρα, ξέστρα-ρύγχη) από τον Τομέα 24 παραπέμπουν με σαφήνεια σε μια πρώιμη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής, πιθανότατα στην Ωρινιάκια, παρότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας μικρός αριθμός ευρημάτων (π.χ. η «ατυπική» αιχμή με ώμο, οι 2 μικρολεπίδες με ράχη, μέρος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων και των παραγώγων τους) να ανήκουν σε μια προχωρημένη φάση αυτής της Εποχής, όπως για παράδειγμα στη Γκραβέτια. Το πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων, που από τη δεκαετία του 1960 έχει έρθει στο φως από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τεκμηριώνει την υπόθεση πως η θέση αποτέλεσε ένα βασικό κρίκο του συστήματος κατοίκησης των ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της Παλαιολιθικής Εποχής. Το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από τα προνομιακά χαρακτηριστικά που θα παρουσίαζε ο υγρότοπος: υψηλή διαθεσιμότητα υδάτινων και άρα φυτικών και ζωικών πόρων και εγγύτητα σε πηγές καλής ποιότητας λίθινων πρώτων υλών. Το αν ωστόσο ο όγκος και η πυκνότητα των αρχαιολογικών καταλοίπων στο Μεγάλο Καρβουνάρι είναι αποτέλεσμα μόνιμης εγκατάστασης ή επαναλαμβανόμενων επισκέψεων στη θέση κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, δεν είναι κάτι το οποίο με ασφάλεια μπορεί να καθοριστεί. 78 Το θέμα αυτό εξετάζεται πιο ενδελεχώς στο κεφάλαιο

162 Η διαχρονική αντιπαραβολή ορισμένων χαρακτηριστικών της λιθοτεχνίας που μελετήσαμε μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως κάποια βασικά τουλάχιστον στοιχεία της ανθρώπινης δραστηριότητας και συμπεριφοράς στον Τομέα 24 δεν φαίνεται να μεταβάλλονται κατά τη μετάβαση από τη Μέση στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Οι κατασκευαστές των λίθινων τεχνέργων, πιθανότατα Ηοmo Neanderthalensis κατά τη Μέση Παλαιολιθική, Homo sapiens κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική, κάλυψαν τις ανάγκες τους δημιουργώντας τα χρηστικά τους αντικείμενα στις ίδιες πρώτες ύλες, μαρτυρώντας έτσι παρόμοιες στρατηγικές πρόσκτησης των λίθινων πόρων από τα 2 διαφορετικά αυτά είδη. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια τόσο της Μέσης όσο και της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, οι λίθινες αυτές πρώτες ύλες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης με διαφορετικούς μεν τρόπους παραγωγής. αλλά με παρόμοιους όρους «οικονομικής» 79 διαχείρισης. Αυτό μαρτυρούν τα μετρικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων των 2 διαφορετικών φάσεων (εικ. 3.29). 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική >5 εκ. 3-5 εκ. 0-3 εκ. Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 79 Στην παρούσα εργασία ο όρος «οικονομική διαχείριση» των πρώτων υλών δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον όρο «οικονομία της πρώτης ύλης» (économie de matière première) που εξετάζει τα είδη της πρώτης ύλης που χρησιμοποιούνται σε μια λιθοτεχνία, την προέλευση τους, την μορφή με την οποία εισάγονται σε μια θέση, αλλά και τα ενδεχομένως διαφορετικά προϊόντα που «καλούνται» να παράξουν (π.χ. Perles 1987). Με την ιδέα ότι η αναγνώριση της «οικονομία της πρώτης ύλης» σε μια λιθοτεχνία είναι μια πρακτική η οποία αποτελεί ουσιαστικά απαραίτητο συστατικό ανασύνθεσης μιας εγχειρηματικής αλυσίδας στο σύνολό της και προκειμένου να μην προκληθεί «μεθοδολογική» σύγχυση προτιμήσαμε να μην υιοθετήσουμε τον όρο αυτό. Άλλωστε, στη μελέτη μας τα περισσότερα από τα ερωτήματα που προσεγγίζει η «οικονομία της πρώτης ύλης» θεωρήθηκαν ως ζητήματα που προσεγγίζονται με την προσπάθεια ανασύνθεσης του πρώτου σταδίου της εγχειρηματικής αλυσίδας, αυτό της διαδικασίας πρόσκτησης των πρώτων υλών (βλ. και κεφάλαιο 2). Σε αντιδιαστολή, στη μελέτη μας ο όρος «οικονομική διαχείριση», όσες φορές χρησιμοποιείται θέλει να σημάνει ακριβώς την προσπάθεια η μη για «εξοικονόμηση» των πρώτων υλών στο σύνολο της εγχειρηματικής αλυσίδας. Για μια παρόμοια χρήση του όρου «οικονομία» όσον αφορά στη διαχείριση της πρώτης ύλης βλ. και Ντάρλας

163 Ως προς τη λειτουργία επίσης, τα στοιχεία από τη μελέτη της λιθοτεχνίας του Τομέα 24 μαρτυρούν μια παρόμοια και ποικιλότροπη χρήση της θέσης τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Η παρόμοια σύνθεση του υλικού πολιτισμού και των 2 φάσεων, με αρκετούς πυρήνες, «τεχνικά» αποκρούσματα, αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, αλλά και αρκετά εργαλεία, μαρτυρά πως στον Τομέα 24 (ή την ευρύτερη περιοχή αν αναλογιστούμε τη δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια των ευρημάτων που μελετήθηκαν), τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, η απόκρουση του λίθου γίνεται επί τόπου, όπως και η χρήση και απόρριψη της πλειονότητας των προϊόντων της παραπάνω διαδικασίας (εικ. 3.30). Ταυτόχρονα, η ποικιλομορφία των εργαλειοτύπων και των 2 περιόδων μαρτυρά την τέλεση, τόσο από τους ανθρώπους του Νεάντερταλ όσο και από τους Ανατομικά Σύγχρονους Ανθρώπους, μιας μεγάλης γκάμας δραστηριοτήτων στο χώρο. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική Πυρήνες Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία Εικόνα Μεγάλο Καρβουνάρι, Τομέας 24. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 131

164 4. ΜΟΛΟΝ ΡΑ 4.1 Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η Μολόνδρα βρίσκεται 3 χλμ. ανατολικά του χωριού Παραπόταμος, στο 12 ο χλμ. της εθνικής οδού Ηγουμενίτσας-Ιωαννίνων, απέχοντας λιγότερο από 2 χλμ. δυτικά από την κοίτη του ποταμού Καλαμά (εικ. 4.1). Αν και η θέση βρίσκεται σχετικά κοντά στα σημερινά παράλια της Θεσπρωτίας (6,5 χλμ.), το υψόμετρό της, 215 μ. από τη θαλάσσια στάθμη, και η γενικότερη τοπογραφική της διαμόρφωση, της προσδίδουν ένα χαρακτήρα «ημιορεινό». Ο αρχαιολογικός χώρος εντοπίζεται σε ένα, λίγο ως πολύ ορθογώνιου σχήματος πλάτωμα, εμβαδού 25 περίπου στρεμμάτων. Η έκταση αυτή οριοθετείται στα βορειοανατολικά, νοτιοδυτικά και νότια από τους λόφους, Βασιλάκι, Βαράθι και Καπασέζα αντίστοιχα, οι οποίοι έχουν μέγιστο ύψος 500 μ. (εικ. 4.2). Ο λόφος Βασιλάκι είναι σχηματισμένος από ασβεστόλιθους του Παντοκράτορα, ενώ οι λόφοι Βαράθι και Καπασέζα από ασβεστόλιθους της Βίγλας. Km Km Εικόνα 4.1. Η θέση Μολόνδρα στη Θεσπρωτία. Ουσιαστικά, η Μολόνδρα βρίσκεται πάνω στον υδροκρίτη που χωρίζει 2 μικρές υδρολογικές λεκάνες, μία που αναπτύσσεται με βορειοδυτική κατεύθυνση προς τον Παραπόταμο και μία με 132

165 νοτιοανατολική κατεύθυνση, προς τον οικισμό Ριζιανή. Έτσι, στα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά του πλατώματος της Μολόνδρας η διαμόρφωση του εδάφους, παρότι σχετικά ομαλή, είναι συνεχώς κατωφερής, καταλήγοντας στην πρώτη περίπτωση στις πεδινές εκτάσεις βόρεια της Ηγουμενίτσας και στη δεύτερη περίπτωση στην κοιλάδα του ποταμού Καλαμά. Εικόνα 4.2. Άποψη της Μολόνδρας από τα νότια. Με κόκκινο περίγραμμα η έκταση που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής. Στο καρστικό υπόβαθρο της Μολόνδρας «φιλοξενούνται» σήμερα 2 ειδών γεωλογικές αποθέσεις ερυθρογής, 80 δημιουργημένες από την αποσάθρωση των γύρω λόφων. Στο κομμάτι του πλατώματος που βρίσκεται νότια της εθνικής οδού παρατηρείται, ως επί το πλείστον, κολλούβια terra rossa, η οποία εμπεριέχει ασβεστολιθικά κορρήματα και πυριτολιθικές λατύπες διαφόρων μεγεθών (εικ. 4.3). Η εικόνα στο κομμάτι της θέσης που βρίσκεται βόρεια της εθνικής οδού είναι διαφορετική, εφόσον εκεί, σε μια μικρή δολίνη που εποχικά ακόμη και σήμερα είναι καλυμμένη από νερό, έχει συσσωρευτεί επαναποτιθεμένη terra rossa (εικ. 4.4). 80 Sensu Van Andel (1998, 376). 133

166 Εικόνα 4.3. Κολλούβια ερυθρογή στο νότιο τμήμα της Μολόνδρας. Εικόνα 4.4. Επαναποτιθεμένη ερυθρογή στο βόρειο τμήμα της Μολόνδρας. (Φωτογραφία από τον Γιώργο Ηλιόπουλο). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις αυτές, γίνεται κατανοητό πως το πλάτωμα της Μολόνδρας συγκεντρώνει μια σειρά από προνομιακά γεωγραφικά και παλαιοπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Βρίσκεται πάνω σε και «ελέγχει» μια ομαλή φυσική διάβαση, σε μια νοητή διαδρομή από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Θεσπρωτίας (την οποία ακολουθεί και ο σύγχρονος εθνικός δρόμος), ενώ η τοπογραφία και το υψόμετρο της θέσης, επιτρέπουν τον οπτικό έλεγχο μεγάλων εκτάσεων στα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά της. Παράλληλα, οι εποχικοί υδάτινοι πόροι της δολίνης στη Μολόνδρα, αλλά και η ύπαρξη σε δευτερογενή απόθεση στο νότιο τμήμα της θέσης, μεγάλων ποσοτήτων λίθινων πρώτων υλών, συνιστούν επιπλέον χαρακτηριστικά που θα προσέλκυσαν τους ανθρωπίδες. 134

167 4.2 Η αρχαιολογική διερεύνηση Η Μολόνδρα διερευνήθηκε αρχαιολογικά από την ΛΒ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, μέσω σωστικής ανασκαφής και μικρής έκτασης επιφανειακή περισυλλογή, το καλοκαίρι του 1999, με την ευκαιρία κατασκευής κτιρίου που θα στέγαζε αγορά του δήμου Παραποτάμου. Οι έρευνες που διήρκεσαν 17 ημέρες περιορίστηκαν σε ένα μικρό μέρος του πλατώματος, στο νότιο κομμάτι της θέσης, δίπλα ακριβώς από την εθνική οδό. Εκεί διανοίχτηκαν 6 δοκιμαστικές τομές (Α1-Α4, Δ.Τ. 1-2) διαστάσεων 3 x 3 μ. (εικ. 4.5). Εικόνα 4.5. Χωροθέτηση των δοκιμαστικών τομών στη Μολόνδρα. (Από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Ως προς την ανασκαφική μεθοδολογία, αφαιρέθηκαν διαδοχικές στρώσεις των 10 εκ. μέχρι και το βάθος των 2 μ. περίπου. Οι αφαιρούμενες αποθέσεις δεν κοσκινίστηκαν. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ημερολόγια, και οι 6 δοκιμαστικές τομές δεν διέφεραν στρωματογραφικά και χαρακτηρίζονταν από 4 ευδιάκριτες ενότητες: το επιφανειακό στρώμα και τα στρώματα 1, 2 και 2 Α. Το επιφανειακό στρώμα αποτελούσε μια αργιλική, καστανού χρώματος απόθεση (5 YR 4/4), που περιείχε ρίζες, χαλίκι και κορρήματα μικρού μεγέθους. Το στρώμα 1 ήταν και αυτό αργιλικό, χρώματος καστανού (7,5 YR 5/4) έως καστανέρυθρου (5 YR 3/3), ενώ το στρώμα 2 ήταν χρώματος «καθαρού» καστανέρυθρου (5 YR 4/4). Το κατώτερο στρώμα της ανασκαφής, το 2 Α, ήταν ιδίου χρώματος με το στρώμα 2, περιέχοντας όμως κατά τόπους μεγάλες ποσότητες ασβεστολιθικών 135

168 κορρημάτων. Στις 3 πρώτες στρωματογραφικές ενότητες (επιφανειακό στρώμα, στρώματα 1, 2) και των 6 δοκιμαστικών τομών, τα ανασκαφικά ημερολόγια αναφέρουν κατά τόπους την ύπαρξη σύγχρονων επιχώσεων, στις οποίες βρέθηκε μικρή ποσότητα αδιάγνωστης χονδροειδούς κεραμικής, όγκοι τσιμέντου, σιδερένια αντικείμενα, αλλά και λίθινα τέχνεργα (εικ. 4.6). Από το σύνολο των ανασκαφικών τομών ήρθαν στο φως συνολικά 1026 τέχνεργα λαξευμένου πυριτόλιθου. Οργανικά κατάλοιπα δεν βρέθηκαν. Εικόνα 4.6. Στρωματογραφία της τομής Α1 στη Μολόνδρα. (Από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Οι δοκιμαστικές τομές 1 και 2 ήταν λιγότερο πλούσιες σε ευρήματα από τις Α1-Α4, κάτι που παρατηρείται και για το επιφανειακό στρώμα της ανασκαφής (ανεξαρτήτως δοκιμαστικής τομής) σε σχέση με τα στρώματα 1,2 και 2 Α. Ωστόσο, η ανασκαφή της δοκιμαστικής τομής 2 σταμάτησε πριν φτάσει στο βάθος του στρώματος 2 Α, λόγω της μικρής πυκνότητας των ευρημάτων, ενώ στη δοκιμαστική τομή 1, από το στρώμα αυτό, ήρθε στο φως 1 μόνο απόκρουσμα από πυριτόλιθο. Τη λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα συμπληρώνουν ακόμη 106 λίθινα τέχνεργα που προέρχονται από δειγματοληπτική και μικρής κλίμακας επιφανειακή περισυλλογή, που διενεργήθηκε στον περιβάλλοντα χώρο των δοκιμαστικών τομών. Το σύνολο των 1132 λίθινων τεχνέργων που είχαμε στη διάθεση μας από τη Μολόνδρα αντιπροσωπεύει ένα μικρό μόνο δείγμα των συνολικού πληθυσμού των αρχαιολογικών ευρημάτων της θέσης. Σε διαδοχικές επισκέψεις στο χώρο, έγινε κατανοητό πως η διασπορά και η πυκνότητα των ευρημάτων στην συνολική έκταση του πλατώματος της Μολόνδρας ήταν μεγάλη, και μια εκτεταμένη έρευνα θα είχε ως αποτέλεσμα να έρθει στο φως ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός 136

169 λίθινων τεχνέργων. Σήμερα πάντως, το σύνολο του κομματιού του πλατώματος της θέσης νότια της εθνικής οδού, πέρα από το χώρο όπου τελικά κατασκευάστηκε η αγορά του δήμου Παραποτάμου, έχει παραδοθεί στην καλλιέργεια, ενώ σχετικά ανέπαφη διατηρείται η έκταση που οριοθετούν οι αποθέσεις ερυθρογής βόρεια της εθνικής οδού. 4.3 Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Η ως επί το πλείστον ανασκαφική διερεύνηση της Μολόνδρας διαφοροποιεί θεωρητικώς τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως από τη θέση από αυτά του Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Στην περίπτωση της Μολόνδρας η ύπαρξη ευδιάκριτων στρωματογραφικών ενοτήτων θα επέτρεπε, τόσο μια «οριζόντια»/χωρική (ανά δοκιμαστική τομή και στρώμα) όσο και «κάθετη»/χρονολογική θεώρηση του αρχαιολογικού υλικού, εάν διαπιστωνόταν ότι η αρχαιολογική του συνάφεια ήταν πρωτογενής. Παρότι εξ ορισμού οι πιθανότητες ανεύρεσης κατά χώραν αρχαιολογικού υλικού σε κολλούβιες αποθέσεις είναι πολύ μικρές, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θεωρείται αδύνατο, σε περιπτώσεις που τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αποτέθηκαν σε αρχικές επιφάνειες, οι οποίες καλύφθηκαν στη συνέχεια από τους κολλούβιους σχηματισμούς, και δεν έχουν μεταφερθεί μαζί με αυτούς στην τελική θέση εύρεσής τους. 81 Οι ανασκαφικές, ωστόσο, αναφορές, αλλά και η γενικότερη εικόνα των ευρημάτων από τη Μολόνδρα, δεν άφηναν, προκαταρκτικά τουλάχιστον, περιθώρια αισιοδοξίας για μια πρωτογενή αρχαιολογική συνάφεια του αρχαιολογικού υλικού που είχαμε στη διάθεσή μας. Τα ημερολόγια και η τελική έκθεση της ανασκαφής στη Μολόνδρα εκτιμούν πως το σύνολο του αρχαιολογικού υλικού ήρθε στο φως από διαταραγμένες αποθέσεις, ευρισκόμενο εκεί σε δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Όπως σημειώθηκε, στις 3 πρώτες στρωματογραφικές ενότητες (επιφανειακό στρώμα, στρώματα 1,2) των δοκιμαστικών τομών αναφέρεται η ύπαρξη, κατά τόπους, σύγχρονων επιχώσεων. Η μοναδική στρωματογραφική ενότητα που παρουσιάζεται αδιατάρακτη στη Μολόνδρα είναι το κατώτερο στρώμα 2 Α, από το οποίο, σε προγενέστερο χρόνο, είχαμε μελετήσει 202 λίθινα τέχνεργα (Λιγκοβανλής 2006). Τότε, από τα χαρακτηριστικά των ευρημάτων είχε γίνει κατανοητό, πως και αυτό το σύνολο δεν προερχόταν από πρωτογενή αρχαιολογική συνάφεια. Πολλά από τα λίθινα τέχνεργα έφεραν ίχνη ανακύλησης, παρουσίαζαν διαφορετική αλλοίωση των επιφανειών τους, αλλά και ποικίλη εικόνα ως προς τη διατήρησή τους. Επίσης, παρότι η πλειονότητά των ευρημάτων τοποθετούνταν χρονολογικά στη Μέση 81 Για το θέμα αυτό βλ. και Tourloukis 2010, και τις εκεί αναφορές. 137

170 Παλαιολιθική, είχαν εντοπιστεί και αντικείμενα που σαφώς παρέπεμπαν στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή (π.χ. 1 πυρήνας μικρολεπίδων). Στην παρούσα φάση διαπιστώθηκε πως τα χαρακτηριστικά αυτά διέκριναν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το σύνολο των ευρημάτων του δείγματός μας, τόσο αυτά που προέρχονταν από τις ανασκαφικές τομές όσο και αυτά που περισυλλέχθηκαν από την επιφάνεια του εδάφους. Η γενική εικόνα διατήρησης της λιθοτεχνίας είναι κακή: 667 λίθινα τέχνεργα (58,9% του συνόλου) είναι σπασμένα, ενώ άλλα 465 (41,1%) διατηρούνται ακέραια. Ωστόσο, η διακύμανση του ποσοστού διατήρησης της λιθοτεχνίας με κριτήριο την προέλευση των ευρημάτων παρουσιάζει κάποιες αποκλίσεις. Στα κατώτερα στρώματα της ανασκαφής (2, 2 Α ) το ποσοστό των ακέραιων τεχνέργων είναι σχετικά μεγαλύτερο αναλογικά με ό,τι παρατηρείται στο επιφανειακό στρώμα, το στρώμα 1, τις σύγχρονες επιχώσεις, αλλά και στα ευρήματα που προήλθαν από επιφανειακή περισυλλογή (πιν. 4.1). ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ Επιφανειακή περισυλλογή Σύγχρονες επιχώσεις Επιφανειακό στρώμα Στρώμα 1 Στρώμα 2 Στρώμα 2 Α ΣΥΝΟΛΟ Ακέραια τέχνεργα 37 35,2% 25 35,2% 28 29,8% ,4% ,5% 91 45,1% ,1% Σπασμένα τέχνεργα 68 64,8% 46 64,8% 66 70,2% ,6% ,5% ,9% ,9% Πίνακας 4.1. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των λίθινων τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Η κατάσταση των ακμών των τεχνέργων ανεξαρτήτως προέλευσης παρουσιάζει ποικίλη εικόνα: από αντικείμενα των οποίων οι ακμές διατηρούνται σχεδόν ανέπαφες και κοφτερές, μέχρι και αντικείμενα που έχουν άκρως στομωμένες ακμές. Η πλειονότητα των λίθινων τεχνέργων στη Μολόνδρα (824, 72,8%) φέρει εκτεταμένη πατίνα (διαβάθμιση 3 ή 4), λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έχει εισχωρήσει βαθιά στις επιφάνειες των αντικειμένων, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν χάσει μέρος της αρχικής τους μάζας. Σε 247 τέχνεργα (21,8%) η πατίνα είναι αρχόμενη ή περιορισμένη (διαβάθμιση 1 ή 2), ενώ άλλα 18 αντικείμενα (1,6%) δεν φέρουν ίχνη αλλοίωσης. Μικτή εικόνα ως προς τη διαβάθμιση της πατίνας παρουσιάζουν 43 (3,8%) τέχνεργα. Αν τα στοιχεία αυτά εξεταστούν με κριτήριο την προέλευση των τεχνέργων, είναι εμφανές πως όσο βαθύτερα 138

171 προχωράμε στη στρωματογραφία τόσο το ποσοστό των τεχνέργων με μη εκτεταμένη ή μηδενική πατίνα μειώνεται. Για παράδειγμα, στο επιφανειακό στρώμα της ανασκαφής, όπως και στις σύγχρονες επιχώσεις, τα τέχνεργα με περιορισμένη ή μηδενική αλλοίωση των επιφανειών τους συνιστούν το 40% περίπου, ενώ στο στρώμα 2 Α το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω από 10%. Παράλληλα, στα ενδιάμεσα στρώματα (1, 2) το ποσοστό των τεχνέργων με περιορισμένη ή μηδενική πατίνα παρουσιάζει μια σταθερή πτωτική τάση (πιν. 4.2). ΠΑΤΙΝΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ Επιφανειακή περισυλλογή Σύγχρονες επιχώσεις Επιφανειακό στρώμα Στρώμα 1 Στρώμα 2 Στρώμα 2 Α ΣΥΝΟΛΟ Μηδενική 3 2,9% 3 4,2% 3 3,2% 5 1,4% 2 0,7% 2 1% 18 1,6% Αρχόμενη ή Περιορισμένη (1,2) 31 29,5% 25 35,2% 37 39,4% ,2% 37 12,5% 14 6,9% ,8% Εκτεταμένη (3,4) 67 63,8% 42 59,2% 47 50% ,2% ,8% ,1% ,8% «Μικτή» 4 3,8% 1 1,4% 7 7,4% 19 5,2% 6 2% 6 3% 43 3,8% ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας 4.2. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Ως προς τη διάκριση χρονολογικών ενοτήτων, τα λίθινα τέχνεργα που στερούνται οποιουδήποτε χαρακτηριστικού, το οποίο θα μπορούσε να τα κατατάξει με ασφάλεια σε κάποιο πολιτισμικό ορίζοντα, είναι 603 (53,3% του συνόλου). Τα αντικείμενα που τοποθετούνται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή είναι 314 (27,7%), ενώ αυτά που φέρουν διακριτικά γνωρίσματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής λιγότερα (214, 19%) (πιν. 4.4). Η πατίνα στην ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων έχει ποικίλη διαβάθμιση, με τα τέχνεργα που είναι πολύ αλλοιωμένα να είναι σαφώς τα περισσότερα, και το ποσοστό τους να μην διαφέρει σημαντικά σε σχέση με το ανάλογο στο σύνολο της λιθοτεχνίας (πιν. 4.3). Στο μεγαλύτερό τους ποσοστό, τα μεσοπαλαιολιθικά τέχνεργα φέρουν εκτεταμένη πατίνα, ωστόσο 19 αντικείμενα (6,1%) εμφανίζουν περιορισμένη αλλοίωση των επιφανειών τους. Ακόμη 13 τέχνεργα (4,1%) παρουσιάζουν μικτή εικόνα ως προς την αλλοίωση της επιφάνειάς τους (εικ. 4.11). Συνολικά 6 (2,8%) τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής δεν φέρουν πατίνα, ενώ σε ακόμη 78 (34,4%) η πατίνα είναι αρχόμενη ή μη εκτεταμένη (1 ή 2). Ωστόσο, ένας σημαντικός αριθμός τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (127, 59,1%) φέρει εκτεταμένη πατίνα (3 ή 4), ενώ ακόμη 8 (3,7%) 139

172 παρουσιάζουν μικτή εικόνα ως προς την αλλοίωσή των επιφανειών τους από τη βιοχημική αυτή διαδικασία (πιν. 4.3). ΠΑΤΙΝΑ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Μηδενική 12 2% Αρχόμενη ή Περιορισμένη (1,2) ,5% 6 2,8% 74 34,4% ,1% Εκτεταμένη (3,4) ,8% ,1% ,8% «Μικτή» 22 3,6% 8 3,7% 13 4,1% Πίνακας 4.3. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα. Τόσο τα τέχνεργα της Μέσης όσο και αυτά της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ήταν αναμεμιγμένα στο σύνολο των στρωματογραφικών ενοτήτων της ανασκαφής. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα στοιχεία της «κάθετης» κατανομής των τεχνέργων με κριτήριο την χρονολόγησή τους μαρτυρούν μια σχετική «κανονικότητα». Στο επιφανειακό στρώμα της ανασκαφής τα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής υπερτερούν έστω κατά λίγο των μεσοπαλαιολιθικών, στο κατώτερο στρώμα 2 Α τα μεσοπαλαιολιθικά τέχνεργα αποτελούν την ισχυρή πλειονότητα, ενώ ανάλογη διαβάθμιση παρατηρείται στα ενδιάμεσα στρώματα (πιν. 4.4). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως, όπως και στην περίπτωση της λιθοτεχνίας από το Μεγάλο Καρβουνάρι, έτσι και σε αυτή από τη Μολόνδρα, οι προσπάθειες επανένωσης συνανήκοντων τεχνέργων σε διακριτές ενότητες λάξευσης, που έγιναν ανά στρωματογραφική ενότητα και δοκιμαστική τομή, δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα. ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ Επιφανειακή περισυλλογή Σύγχρονες επιχώσεις Επιφανειακό στρώμα Στρώμα 1 Στρώμα 2 Στρώμα 2 Α ΣΥΝΟΛΟ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα 59 56,2% 47 66,2% 62 66% ,6% ,7% 92 45,5% ,3% Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής 26 24,8% 14 19,7% 20 21,3% 77 21,1% 51 17,3% 27 13,4% % 40,6%* Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής 20 19% 10 14,1% 12 12,8% 74 20,3% % 83 41,1% ,7% 59,4%* Πίνακας 4.4. Μολόνδρα. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. *στο σύνολο των διαγνωστικών χρονολογικά τεχνέργων. 140

173 Συνεκτιμώντας το σύνολο των στοιχείων που παρατέθηκαν, γίνεται καταρχήν κατανοητό πως η ανασκαφική και επιφανειακή έρευνα στη Μολόνδρα έφερε στο φως ευρήματα από δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια που συνθέτουν ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό», του οποίου τα διαγνωστικά στοιχεία τοποθετούνται στη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ωστόσο, η παρατήρηση της στρωματογραφικής κατανομής των τεχνέργων με κριτήριο ορισμένα χαρακτηριστικά τους (διατήρηση, πατίνα, χρονολόγηση), μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπάρχουν ενδείξεις μιας σχετικής, όπως σημειώθηκε, «κανονικότητας». Τα τέχνεργα που προέρχονται από τις κατώτερες στρωματογραφικές ενότητες στη Μολόνδρα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό διατήρησης, είναι πιο ομοιογενώς αλλοιωμένα στις επιφάνειές τους, ενώ η μεγάλη τους πλειονότητα ανήκει στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Αντίθετα, τουλάχιστον στο επιφανειακό στρώμα της ανασκαφής τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται αντιστρόφως ανάλογα. Έτσι, δεν θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας αρχικής, πρωτογενούς συνάφειας του αρχαιολογικού υλικού στη Μολόνδρα με τις αρχαιολογικές αποθέσεις να έχουν διαταραχτεί σε μεταγενέστερο χρόνο από τη σύγχρονη ανθρώπινη δραστηριότητα (π.χ. καλλιέργειες) στο χώρο. Η διαδικασία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τα τέχνεργα διαφορετικών χρονολογικών φάσεων να αναμιχθούν στο σύνολο των στρωματογραφικών ενοτήτων. Ωστόσο, άλλα χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας (π.χ. ίχνη ανακύλησης πολλών τεχνέργων) δεν συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας υπόθεσης. Ακόμη και στη δεύτερη πάντως περίπτωση και σύμφωνα με τις παρατηρήσεις σχετικά με τη γεωλογική ιστορία της θέσης, το προς μελέτη αρχαιολογικό υλικό δεν φαίνεται να προέρχεται από κάποιο εντελώς διαφορετικό σημείο του τοπίου, αλλά θα πρέπει να νοηθεί ως το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στα όρια του πλατώματος της Μολόνδρας ή στις παρυφές των γύρω λόφων. 4.4 Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα (Ν=603) Η ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά ευρημάτων αποτελείται στην πλειονότητά της (66,4%, 401) από θραύσματα αποκρουσμάτων, τα οποία στερούνται τεχνολογικών και τυπολογικών γνωρισμάτων που θα μπορούσαν να τα κατατάξουν σε κάποια ευδιάκριτη μονάδα χρόνου (πιν. 4.5). 209 από αυτά τα αντικείμενα έχουν μέγιστη διάσταση κάτω των 3 εκ., ωστόσο δεν εντοπίστηκαν θραύσματα αποκρουσμάτων κάτω του 1 εκ., κάτι που μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη κοσκινίσματος των αφαιρούμενων αρχαιολογικών αποθέσεων κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Τα αποκρούσματα των οποίων η άνω όψη καλύπτεται εξολοκλήρου από φλοιό είναι αρκετά (72, 11,9% των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων-6,3% του συνόλου της λιθοτεχνίας), ενώ εντοπίστηκαν και 26 αδιάγνωστα θραύσματα πυριτόλιθου. Τα ακέραια αποκρούσματα χωρίς σαφή 141

174 χρονολογικά χαρακτηριστικά είναι 88, ενώ στην κατηγορία των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων, συμπεριλάβαμε και 5 οπείς που θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιαδήποτε από τις 2 τελευταίες Εποχές της Παλαιολιθικής, τη Μέση και την Ανώτερη. Α ΙΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΧΝΕΡΓΑ (Ν=603) ΕΙ ΟΣ N % Θραύσματα αποκρουσμάτων <3 εκ. (<1 εκ.) 209 (0) 34,7 (0) Θραύσματα αποκρουσμάτων >3 εκ ,7 Ακέραια αποκρούσματα 88 14,6 Πρώτες φολίδες 72 11,9 (6,3)* Αδιάγνωστα θραύσματα 26 4,3 Εργαλεία 5 0,8 Πυρήνες 12 2 Πίνακας 4.5. Μολόνδρα. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. * στο σύνολο της λιθοτεχνίας. Το 2% (12) της αδιάγνωστης χρονολογικά ενότητας στη λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα αποτελείται από πυρήνες. 5 από αυτά τα αντικείμενα είναι μικρών διαστάσεων και πλήρως εξαντλημένα και δεν έγινε δυνατό να διαγνωστεί κάποιο ευδιάκριτο σχήμα ή μέθοδος απόκρουσής τους. Οι υπόλοιποι 7 πυρήνες φέρουν 1 ή 2 αρνητικά λάξευσης και φαίνεται πως έχουν εγκαταλειφθεί σε ένα αρχικό στάδιο της απόκρουσής τους. Είναι πολύ πιθανό τα αντικείμενα αυτά να αντικατοπτρίζουν παραδείγματα δοκιμής της πρώτης ύλης. 4.5 Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (Ν=314) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Στη λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα 48 πυρήνες (15,3%) και 266 αποκρούσματα (84,7%), 84 από τα οποία έχουν μετατραπεί σε εργαλεία, αποτελούν την ομάδα τεχνέργων που μπορεί με ασφάλεια να θεωρηθεί ότι αποτελούν μεσοπαλαιολιθικά δημιουργήματα. Η κατανομή του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της λιθοτεχνίας (πυρήνων και αποκρουσμάτων) μπορεί προκαταρκτικά να μαρτυρήσει 142

175 ένα σύνολο με μεγάλα μετρικά χαρακτηριστικά. Τα περισσότερα από τα αποκρούσματα έχουν μήκος 3 με 5 εκ., ωστόσο, αυτά με μήκος άνω των 5 εκ. έχουν ποσοστό άνω του 30%. Η πλειονότητα των πυρήνων έχει μήκος μεταξύ 4 και 6 εκ. Κανένας ακέραιος πυρήνας δεν έχει μήκος κάτω από 3 εκ, ενώ αντίθετα σημαντικό ποσοστό πυρήνων έχει μήκος άνω των 6 εκ. (πιν. 4.6). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (Ν=188) Πυρήνες (Ν=45) Σύνολο (πυρήνες & αποκρούσματα) (Ν=233) 1-2 0,5% ,6% ,4% 1 0 8,6% ,5% ,1% ,7% ,6% 18 > 7 5,9% 11 13,3% 6 33,3% 15 24,4% 11 17,8% 8 11,1% 5 23,2% 54 28,3% 66 21,5% 50 11,1% 26 6,9% 16 Πίνακας 4.6. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα) Οι πρώτες ύλες Ο πυριτόλιθος αποτελεί τη μοναδικό είδος πρώτης ύλης για την κατασκευή των τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων είναι καλής ποιότητας και λεπτόκκοκος, και, σε όσες περιπτώσεις, λόγω της πατίνας, ήταν δυνατό να διαγνωστεί, το χρώμα του είναι κυρίως γκρίζο ή καφέ/καφεκόκκινο. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, το σύνολο αυτού του είδους πρώτων υλών συναντούνται σήμερα μέσα στο πλάτωμα της Μολόνδρας, στο κομμάτι της θέσης νότια της εθνικής οδού. Εκεί, σχετικά μεγάλοι, ακανόνιστοι όγκοι πυριτόλιθου, μεγάλοι κόνδυλοι ή και πλακέτες, εμπεριέχονται σε δευτερογενή απόθεση, μέσα στην κολλούβια terra rossa, προερχόμενοι πιθανότατα από τη διάβρωση του ασβεστολιθικού υποστρώματος των λόφων Βαράθι ή Καπασέζα (ασβεστόλιθοι της Βίγλας) (εικ. 4.7). 143

176 22 εκ. Εικόνα 4.7. Διαστρωματωμένος πυριτόλιθος γκρίζου χρώματος στις κολλούβιες αποθέσεις της Μολόνδρας. Το αν αυτές οι πρώτες ύλες βρίσκονταν σε τόσο άμεση, όπως η σημερινή, διαθεσιμότητα για τις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής δεν είναι κάτι που με σιγουριά μπορεί να ειπωθεί. Το θέμα αυτό συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της αρχαιολογικής συνάφειας της λιθοτεχνίας από τη Μολόνδρα και την αδυναμία ασφαλούς καθορισμού του ακριβούς σημείου της προϊστορικής δραστηριότητας μέσα στα γενικά όρια της θέσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπου κι αν τοποθετείται η ανθρώπινη δραστηριότητα (π.χ. στις παρυφές των γύρω λόφων ή πιο κοντά στη σημερινό σημείο ανεύρεσης των αρχαιολογικών ευρημάτων), θα πρέπει να θεωρείται ότι οι ανθρωπίδες στη Μολόνδρα είχαν άμεση πρόσβαση σε καλής ποιότητας, μεγάλου αρχικού μεγέθους, λίθινες πρώτες ύλες Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Οι πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής μαρτυρούν πως η λάξευση του λίθου κατά την Εποχή αυτή στη Μολόνδρα γίνεται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές που διέπουν 3 διαφορετικά σχήματα απόκρουσης: Levallois (29 παραδείγματα, 60,4% του συνόλου των πυρήνων), δισκοειδές (11, 22,9%) και παραγωγής λεπίδων (8, 16,7%) (πιν. 4.7). 144

177 ΣΧΗΜΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois 60,4 29 Γραμμική 12,5 6 Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής 31,3 15 Επαναλαμβανόμενη Μονοπολική 8,3 4 ισκοειδές 22,9 11 Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική 8,3 4 Μονοπρόσωπη 18,8 9 Παραγωγής Λεπίδων 16,7 8 Αμφιπρόσωπη 4,2 2 Μονοπολική 6,3 3 Αμφιπολική 10,4 5 ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας 4.7. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Τα χαρακτηριστικά των πυρήνων που εγγράφονται στο σχήμα Levallois μαρτυρούν τη χρήση μιας ευρείας «γκάμας» μεθόδων απόκρουσης. Η συχνότερη από αυτές αναφέρεται σε πυρήνες που στο τέλος της «ζωής» τους έχουν λαξευτεί με την επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο (15 παραδείγματα) (εικ. 4.8 ii-iii). Οι πυρήνες αυτοί που, σύμφωνα με τα αρνητικά της λάξευσής τους, παράγουν ωοειδή σε σχήμα προϊόντα με αναλογίες φολίδας, έχουν κυκλικό ή ωοειδές σχήμα, προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης, ενώ στη «μη ωφέλιμη» όψη τους διατηρείται συνήθως κάποια ποσότητα φλοιού (πιν. 4.8). Εντοπίστηκαν ακόμη 6 πυρήνες (12,5% του συνόλου) που μαρτυρούν τη χρήση της γραμμικής μεθόδου Levallois, έχοντας παραγάγει στην τελευταία φάση της απόκρουσής τους 1 και μόνο, ωοειδές συνήθως, απόκρουσμα (εικ. 4.8 i). Τα αντικείμενα αυτά, παρότι ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά τους (σχήμα, προετοιμασία επιπέδου επίκρουσης, σχήμα και είδος παραγόμενων τελικών προϊόντων) ομοιάζουν με τους επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois, έχουν λίγο μεγαλύτερες μέσες διαστάσεις και φέρουν αναλογικά μικρότερη ποσότητα φλοιού από αυτούς (πιν. 4.9, εικ. 4.10), (πιν. 4.8). 145

178 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Levallois Γραμμική (N=6) 50% 3 16,6% 1 33,3% Levallois Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=14) 14,3% 2 14,3% 2 71,4% Levallois Επαναμβανόμενη Mονοπολική (N=4) 25% 1 25% 1 50% Levallois Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική (N=3) 33,3% ,6% ισκοειδής Μονοπρόσωπη (N=9) 33,3% 3 11,1% 1 55,5% ισκοειδής Αμφιπρόσωπη (N=2) 50% % Παραγωγής λεπίδων Μονοπολική (N=2) 0 50% 1 50% Παραγωγής λεπίδων Αμφιπολική (N=5) 40% 2 40% 2 20% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=45) 28,9% 13 17,8% 8 53,3% Πίνακας 4.8. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα).. Στο δείγμα μας, ακόμη 8 πυρήνες μαρτυρούν τη χρήση της επαναλαμβανόμενης μονοπολικής (4) (εικ. 4.8 iv) ή αμφιπολικής (4) (εικ. 4.9 i) μεθόδου απόκρουσης Levallois (πιν. 4.7). Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση της απόκρουσης, οι πυρήνες αυτοί φαίνεται να έχουν παραγάγει κυρίως επιμήκη αποκρούσματα, με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων. Επιπλέον, οι μονοπολικοί και αμφιπολικοί πυρήνες Levallois, έχουν παρόμοιο, συνήθως λίγο ως πολύ ορθογώνιο, επίμηκες σχήμα. Το 1 (στην περίπτωση των μονοπολικών) ή τα 2 αντωπά (στην περίπτωση των αμφιπολικών), επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων αυτών είναι προσεκτικά προετοιμασμένα, ενώ, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση της απόκρουσης, τα αντικείμενα αυτά φέρουν παρόμοια ποσότητα φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν. 4.8). 146

179 Εικόνα 4.8. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα 4.9. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 147

180 Ως προς τις μέσες διαστάσεις τους, οι πυρήνες που μαρτυρούν τη χρήση της επαναλαμβανόμενης μονοπολικής μεθόδου Levallois είναι στο δείγμα μας λίγο μικρότεροι από τους αντίστοιχους αμφιπολικούς (πιν.4.9, εικ. 4.10). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική (N=6) 55,5 12,6 43,7 11,5 24,3 12,3 Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=14) 45,5 7,3 40,6 6,9 16,3 4,6 Levallois/ Επαναμβανόμενη Mονοπολική (N=4) 54,7 12,8 41,7 10,1 25,7 3,3 Levallois/ Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική (N=3) 62, ,9 18,7 13,3 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη (N=9) 53,6 8,8 45,8 9,9 25,2 10,7 ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη (N=2) 53,5 4,9 42,5 3,5 23 9,8 Παραγωγής λεπίδων/μονοπολική (N=2) 65,5 3,5 57,5 6,4 34 9,9 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική (N=5) 80,6 13,1 62,6 13,3 35,6 10 Πίνακας 4.9. Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Οι πυρήνες του σχήματος Levallois, ανεξαρτήτως της μεθόδου που χρησιμοποιείται για την απόκρουσή τους, είναι διαμορφωμένοι σε παρόμοιο ποσοστό τόσο σε υπόβαθρα κονδύλων όσο και πλακετών. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν οι επαναλαμβανόμενοι αμφιπολικοί πυρήνες Levallois, των οποίων παραδείγματα διαμορφωμένα σε κονδύλους δεν διαγνώστηκαν στο δείγμα μας (πιν. 4.10). Τα χαρακτηριστικά των πυρήνων του δισκοειδούς σχήματος εγγράφονται σε 2 διαφορετικές μεθόδους απόκρουσης (πιν. 4.7). 9 συνολικά αντικείμενα της κατηγορίας αυτής (18,8% του συνόλου των πυρήνων) είναι λαξευμένα μονοπρόσωπα, έχοντας κωνική μορφολογία (εικ. 4.9 ii). Οι πυρήνες αυτοί είναι διαμορφωμένοι κυρίως σε υπόβαθρα πλακέτας, έχουν συνήθως ωοειδές σχήμα και φέρουν αυξημένη ποσότητα φλοιού στη «μη ωφέλιμη» όψη τους (πιν. 4.8, 4.10). Η 148

181 κατεύθυνση της απόκρουσής τους είναι κεντροφερής, τα επίπεδα επίκρουσής τους συνήθως μη προετοιμασμένα, ενώ κατά κανόνα, και σύμφωνα με τα αρνητικά της λάξευσής τους, τα αντικείμενα αυτά έχουν παραγάγει τριγωνικά ή πολυγωνικά σε σχήμα αποκρούσματα, με αναλογίες φολίδας. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα).. Οι αμφιπρόσωπα αποκρουσμένοι, αμφικωνικής μορφολογίας, δισκοειδείς πυρήνες στο δείγμα μας είναι 2 (4,2% του συνόλου των πυρήνων) (πιν. 4.7). Εκτός του χαρακτηριστικού της επέκτασης της λάξευσης και στις 2 όψεις των αντικειμένων αυτών, ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά τους, δεν διαφέρουν σε σχέση με τους μονοπρόσωπους δισκοειδείς πυρήνες του δείγματος (πιν ). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το 1 από τα αντικείμενα αυτά είναι διαμορφωμένο σε μικρών αρχικών διαστάσεων κόνδυλο και φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί σε κάποιο αρχικό στάδιο της απόκρουσής του, όταν και διαπιστώθηκε πως η συγκεκριμένη πρώτη ύλη ήταν κακής ποιότητας (εικ. 4.9 iii). Οι μέσες διαστάσεις του συνόλου των δισκοειδών πυρήνων του δείγματός μας είναι παρόμοιες με αυτές των πυρήνων που μαρτυρούν γραμμική απόκρουση Levallois (πιν. 4.9, εικ. 4.10). 149

182 ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Κόνδυλος Ν %* Πλακέτα Ν %* Αδιάγνωστο Ν Levallois/ Γραμμική 1 33,3 2 66,7 3 Levallois/Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής 4 36,4 7 63,6 4 Levallois/Επαναμβανόμενη Mονοπολική Levallois/Επαναλαμβανόμενη Αμφιπολική ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη 2 33,3 4 66,7 3 ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική ΣΥΝΟΛΟ 17 51, ,5 15 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους. των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης.*στα διαγνωστικά υπόβαθρα. Στο δείγμα μας εντοπίστηκαν 2 διαφορετικές μέθοδοι που εγγράφονται στο σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων. Η πρώτη από αυτές μαρτυρείται από μεγάλων σχετικά διαστάσεων, λίγο ως πολύ ορθογώνιου, επίμηκους σχήματος, πρισματικής ή ημι-πρισματικής μορφολογίας πυρήνες που έχουν αποκρουστεί μονοπολικά (πιν. 4.7). Τα 3 (6,3% του συνόλου) παραδείγματα αυτού του είδους αντικειμένων είναι διαμορφωμένα σε κονδύλους και έχουν 1 και μοναδικό, συνήθως στοιχειωδώς προετοιμασμένο, επίπεδο επίκρουσης, το οποίο έχει διαμορφωθεί σε μια από τις «κοντές» πλευρές τους (πιν. 4.8). Η απόκρουση είναι ημι-περιστροφική και αποσκοπεί συνήθως στην παραγωγή επιμήκους σχήματος προϊόντων, τα αρνητικά λάξευσης των οποίων σε 2 περιπτώσεις διατάσσονται κυρίως με παράλληλο/υποπαράλληλο τρόπο, ενώ σε 1 περίπτωση, στο μεγαλύτερο μέρος του επιπέδου απόκρουσης του πυρήνα, συγκλίνουν (εικ. 4.9 iv). Ακόμη 5 πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων μαρτυρούν αμφιπολική απόκρουση (πιν. 4.7, εικ i). Τα αντικείμενα αυτά, όπως και οι αντίστοιχοι μονοπολικοί πυρήνες, είναι λίγο ως πολύ ορθογώνιου, επιμήκους σχήματος και πρισματικής ή ημι-πρισματικής μορφολογίας, ενώ έχουν διαμορφωθεί αποκλειστικά σε υπόβαθρα κονδύλων (εικ. 4.9). 150

183 Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 151

184 Στις «κοντές» πλευρές των αμφιπολικών πυρήνων του σχήματος παραγωγής λεπίδων έχουν διαμορφωθεί 2 αντωπά επίπεδα επίκρουσης, που συνήθως έχουν προετοιμαστεί στοιχειωδώς. Η απόκρουση είναι περιστροφική (2 παραδείγματα) ή ημι-περιστροφική (3 παραδείγματα) και αποσκοπεί, όπως και στους αντίστοιχους μονοπολικούς πυρήνες, στην παραγωγή επιμήκους, συνήθως, σχήματος αποκρουσμάτων. Τα αρνητικά της λάξευσης των αμφιπολικών πυρήνων διατάσσονται στα επίπεδα απόκρουσης παράλληλα/υποπαράλληλα. Στο δείγμα μας, τόσο οι μονοπολικοί όσο και οι αμφιπολικοί πυρήνες παραγωγής λεπίδων έχουν μεγαλύτερες μέσες διαστάσεις από τους πυρήνες Levallois ή τους δισκοειδείς (πιν. 4.9, εικ. 4.10). Ωστόσο, οι αμφιπολικοί πυρήνες παραγωγής λεπίδων είναι σε γενικές γραμμές μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους μονοπολικούς, παρότι και οι 2 κατηγορίες αντικειμένων παρουσιάζουν παρόμοια διακύμανση φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν. 4.8). Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Η συχνότητα τους είδους των αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής στη λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα μαρτυρεί πως οι διαδικασίες λάξευσης του λίθου αποσκοπούσαν κυρίως στην παραγωγή προϊόντων με αναλογίες φολίδων (132, 70,2% του συνόλου των αποκρουσμάτων), συμφωνώντας, ως προς το θέμα αυτό, με τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία των πυρήνων. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). 152

185 Ωστόσο, όπως και στο Μεγάλο Καρβουνάρι κατά την ίδια Εποχή, έτσι και στη Μολόνδρα η συχνότητα επιμήκους σχήματος αποκρουσμάτων, λεπιδόμορφων φολίδων (38, 20,2%) και λεπίδων (18, 9,6%), είναι σημαντική. Ως προς τα μετρικά χαρακτηριστικά τους, οι φολίδες είναι ο συνηθέστερος τύπος αποκρούσματος σε όλες τις κατηγορίες μήκους κάτω των 5 εκ., ενώ λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες έχουν αυξημένο ποσοστό στην κατηγορία μήκους άνω των 5 εκ. Λεπίδες και λεπιδόμορφες φολίδες έχουν παρόμοιο μέσο μήκος, αρκετά μεγαλύτερο απ ό,τι οι φολίδες, ενώ το πάχος των αποκρουσμάτων σε σχέση με το είδος τους δεν διαφέρει σημαντικά (πιν , εικ. 4.12). Στο σύνολο των αποκρουσμάτων, οι φτέρνες είναι σε αρκετά μεγάλο ποσοστό προετοιμασμένες (πιν. 4.15) ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες % % ,5% ,5% 6 0 ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες (N=119) ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. 42,2 11 ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. 38,2 10,5 ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. 11,4 4, ,4% 42 9,8% 5 7,8% 4 Λεπιδόμορφες φολίδες (N=42) 57,4 12,6 34,3 7,1 12,8 6, ,8% 21 28,2% 11 18% 7 Λεπίδες (N=12) 57,1 9,7 25,2 3,8 11,1 3, ,2% 4 >7 18,2% 2 50% 9 63,6% 7 27,8% 5 18,2% 2 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). ΣΥΝΟΛΟ 70,2% ,2% 38 9,6% 18 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). Συνολικά 65 (26,9%) αποκρούσματα φαίνεται πως αποτελούν προϊόντα της λάξευσης των γραμμικών ή επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων Levallois που εντοπίστηκαν στο δείγμα μας (πιν. 4.13, εικ vi-vii, 4.15 iii, vii, 4.16 ii). Έχοντας κεντροφερή αρνητικά λάξευσης και σε ποσοστό άνω του 75% προετοιμασμένες φτέρνες (διεδρικές-πολυεδρικές-«καπέλο χωροφύλακα») (πιν. 4.15), τα τέχνεργα αυτά έχουν κατά κανόνα ωοειδές σχήμα, αναλογίες φολίδας (πιν. 4.14), προφίλ ομαλό ή ελάχιστα κυρτό, και οι πλευρές τους, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, 153

186 διατάσσονται παράλληλα. Το μέσο μήκος και πλάτος αυτής της ομάδας αντικειμένων είναι κοντά στα 4 εκ. (πιν. 4.16, εικ. 4.13). Ακόμη 39 (16,1%) αποκρούσματα με αναλογίες φολίδας φαίνεται να έχουν προκύψει από την απόκρουση των δισκοειδών πυρήνων της λιθοτεχνίας, αν και μερικά τουλάχιστον από αυτά είναι πιθανό να προέρχονται από τη διαδικασία της διαμόρφωσης των πλευρικών ή τελικών κυρτοτήτων των επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων Levallois (πιν ). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική 26, , ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Τα αντικείμενα αυτά που με τυπολογικά κριτήρια ταξινομούνται ως αιχμές pseudolevallois ή ψευδό-αιχμές pseudolevallois (Bordes 1961) (εικ iii, 4.16 i, iii, v-vii), μαρτυρούν κεντροφερή ή ημι-κεντροφερή απόκρουση, έχουν τριγωνικό ή πολυγωνικό (συνήθως πενταγωνικό) σχήμα, προφίλ κατά κανόνα ευθύγραμμο, ενώ σε μερικές περιπτώσεις φέρουν σε μια από τις πλευρικές τους απολήξεις ποσότητα από την αρχική μάζα του πυρήνα από τον οποίο έχουν προκύψει. Οι φτέρνες αυτών των αποκρουσμάτων είναι συνήθως μη προετοιμασμένες (φλοιώδεις ή λείες) (πιν. 4.15) και οι μέσες διαστάσεις τους λίγο μικρότερες από αυτές των αντικειμένων που φαίνεται να έχουν προκύψει από τους γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois (πιν. 4.16, εικ. 4.13). 154

187 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (50) 98% 49 2% 1 0 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (32) 100% Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (59) 62,7% 37 20,3% 12 17% 10 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (38) 23,7% 9 55,3% 21 21% 8 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Στο δείγμα μας, 80 (33%) συνολικά αποκρούσματα φέρουν μονοπολικά αρνητικά λάξευσης που διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα (40, 16,5%) ή συγκλίνουν (40, 16,5%) (πιν. 4.13, εικ i, 4.15 i, iv, v-vi, 4.16, viii-ix). Στην τελευταία περίπτωση, 14 συνολικά τέχνεργα συνιστούν με τυπολογικούς όρους αιχμές Levallois. Ανεξάρτητα από τη διάταξη των αρνητικών, το μεγαλύτερο μέρος των τεχνέργων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση έχει πιθανότατα προκύψει από τους μονοπολικούς επαναλαμβανόμενους πυρήνες Levallois ή τους αντίστοιχους παραγωγής λεπίδων. Τα αποκρούσματα αυτά παρότι έχουν συνήθως αναλογίες φολίδας σε αρκετές περιπτώσεις (σε ποσοστό άνω του 30%) είναι λεπιδόμορφες φολίδες ή λεπίδες (πιν. 4.14). Το προφίλ τους είναι ευθύγραμμο ή ελαφρά κυρτό, οι πλευρές τους σε ελάχιστες περιπτώσεις συστρεμμένες, οι φτέρνες τους σε παρόμοια συχνότητα προετοιμασμένες και μη (πιν. 4.15), ενώ το μέσο μήκος τους σχετικά μεγάλο (πιν. 4.16, εικ. 4.13). Στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής από τη Μολόνδρα εντοπίστηκαν επίσης 58 (24%) αποκρούσματα που μαρτυρούν αμφιπολική απόκρουση και τα οποία φαίνεται πως έχουν προκύψει από τους αντίστοιχους πυρήνες του δείγματος, Levallois ή παραγωγής λεπίδων (πιν. 4.13, εικ ii, viii, 4.15 viii, 4.16 iv). Παρότι ως προς το προφίλ και τη διάταξη των πλευρών τους τα αντικείμενα αυτά ομοιάζουν με τα αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση, διαφοροποιούνται από τα τελευταία αν ληφθούν υπόψη κάποια άλλα χαρακτηριστικά τους. 155

188 ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ (Ν=231) ΑΝΑ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ Ο ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (57) ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (38) Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (71) Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (50) Φλοιώδης 1,7% 4 1,8% 1 2,6% 1 1,4% 1 0 Λεία 39% 90 19,3% 11 55,3% 21 43,7% 31 36% 18 ιεδρική 35,9% 83 43,9% 25 34,2% 13 31% 22 42% 21 Πολυεδρική 22,1% 51 «Καπέλο Χωροφύλακα» 1,3% 3 31,6% 18 3,5% 2 7,9% 3 22,5% ,4% 1 22% 11 0 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. Έτσι, τα «αμφιπολικά» αποκρούσματα έχουν στις περισσότερες των περιπτώσεων αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων (πιν. 4.14), οι φτέρνες τους είναι κατά κύριο λόγο προετοιμασμένες (πιν. 4.15), ενώ σε ελάχιστα από αυτά τα αρνητικά της λάξευσης συγκλίνουν (8, 3,3% του συνόλου). Παράλληλα, το μέσο μήκος των αντικειμένων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση (πιν. 4.16, εικ. 4.13). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (50) 42,3 11,6 39,2 11,7 11,6 4,7 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη (32) 37,6 10, ,2 11,1 4,1 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (59) 48,7 11,5 34,9 8,2 11,1 4,1 Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (38) 55,1 12,5 33,7 9,3 12,6 6,3 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 156

189 Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Στο σύνολο των αποκρουσμάτων της λιθοτεχνίας, οι συχνά μεγάλες φτέρνες και οι κατά κανόνα μεγάλοι σε όγκο βολβοί της κρούσης, μαρτυρούν πως κατά τις διαδικασίες λάξευσης έχει χρησιμοποιηθεί σκληρός κρουστήρας και η κρούση είναι άμεση. 157

190 Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 158

191 Εικόνα Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα.. 159

192 4.5.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη Μολόνδρα 84 τέχνεργα έχουν μετατραπεί με επεξεργασία σε εργαλεία. Ως υπόβαθρα τους έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά αποκρούσματα που συνήθως προέρχονται από τα τελικά στάδια της λάξευσης, όπως μαρτυρεί η διακύμανση του ποσοστού φλοιού που φέρουν στις εμπρόσθιες όψεις τους και τις πλευρές τους. 1 μόνο ένα ακέραιο απόκρουσμα με επεξεργασία έχει φλοιό σε ποσοστό άνω του 75% (πιν. 4.17). Ως προς τα μετρικά τους χαρακτηριστικά, τα υπόβαθρα που επιλέγονται για επεξεργασία έχουν σε γενικές γραμμές μεγαλύτερο μέσο μήκος αναλογικά με τα ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=61) % Ν Εργαλεία (Ν=61) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (127) 0% 63, ,8% % 25, % 2, ,9% ,6% 15 13,4% 17 26% % 6, ,7% 23 22% % 1,3 1 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα) % ,5% 4 > 7 3,3% 2 11,8% 15 11% 14 7,1% 9 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). Οι ράσπες αποτελούν το συνηθέστερο τύπο εργαλείου (39, 46,4%) (πιν. 4.19). Η επεξεργασία τους σε γενικές γραμμές είναι καλής ποιότητας, κατά κανόνα επικλινής και συνήθως σύντομη. Οι περισσότερες ράσπες φέρουν μια ή δυο «σειρές» από φολιδόμορφη επεξεργασία, ωστόσο υπάρχουν 3 παραδείγματα τέτοιου είδους αντικειμένων με βαθμιδωτή εκτεταμένη επεξεργασία, τύπου demiquina (εικ ii). 160

193 ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=84) % Ν Ράσπες & Μουστέριες αιχμές 46,4 39 Ευθύγραμμες 9,5 8 Κυρτές 16,7 14 Εγκάρσιες 2,4 2 Ανάστροφες 3,6 3 ιπλές 1,2 1 Συγκλίνουσες 1,2 1 Οδοντωτές 4,8 4 Μουστέριες αιχμές 7,1 6 Εγκοπές & Οδοντωτά 40,5 34 Εγκοπές 26,2 22 Οδοντωτά 14,3 12 «Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής» 13,1 11 Οπείς 10,7 9 Κολοβώσεις 2,4 2 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Συνηθέστερες είναι οι κυρτές (14) (εικ i, 4.15 ii) και οι ευθύγραμμες (8) ράσπες (εικ ii). Ακόμη, εντοπίστηκαν παραδείγματα εγκάρσιων (2) (εικ iii-iv), ανάστροφων (3) (εικ v), 1 διπλής (εικ vii), 1 συγκλίνουσας (εικ viii) και 3 οδοντωτών ρασπών (εικ vi). Τη μεγαλύτερη έκταση επεξεργασίας, αλλά και τη μεγαλύτερη επανάχρηση, μαρτυρούν οι ανάστροφες ράσπες (εικ. 4.34). Οι Μουστέριες αιχμές στη λιθοτεχνία είναι 6 (εικ i). Μετά τις ράσπες, συχνότεροι εργαλειακοί τύποι στη λιθοτεχνία είναι οι εγκοπές (22, 26,2%) (εικ iii-v) και τα οδοντωτά (12, 14,3%) (εικ vi-vii). Ως εργαλεία κατασκευασμένα κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα ταξινομήσαμε επίσης 9 οπείς (10,1%) (εικ i-ii) και 2 κολοβώσεις (2,2%) (εικ iii). Τα αντικείμενα αυτά έχουν διαμορφωθεί σε μεσοπαλαιολιθικά υπόβαθρα, όπως φολίδες που φαίνεται να έχουν προκύψει από γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois ή από πυρήνες δισκοειδείς. 161

194 ΕΙ ΟΣ ΡΑΣΠΑΣ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. ΕΙΚΤΗΣ ΕΠΑΝ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ (Π/π) dev. Ευθύγραμμη (Ν=8) Κυρτή (Ν=14) Ανάστροφη (Ν=3) Εγκάρσια (Ν=2) Οδοντωτή (Ν=4) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=31) 6,2 1,3 7,9 5,6 10,3 6 7,5 2,1 7 1,7 7 2,7 0,56 0,1 0,61 0,2 0,69 0,6 0,43 0,1 0,62 0,03 0,58 0,2 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Τα εργαλεία που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια στη Μολόνδρα είναι πολυάριθμα (εικ. 4.32). Εντοπίστηκαν αρκετές αιχμές Levallois χωρίς επεξεργασία. (εικ viiiix) και ακόμη περισσότερες αιχμές pseudolevallois (εικ vi-vii) Αιχμές Levallois 10 (+4) Αιχμές pseudolevallois 35 (+2) Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Σε παρένθεση τα παραδείγματα που φέρουν επεξεργασία και έχουν καταταχθεί ως ξεχωριστοί εργαλειότυποι. Στο σύνολο των εργαλείων, τα υπόβαθρα που φαίνεται να έχουν προκύψει από μονοπολικές μεθόδους απόκρουσης, Levallois ή παραγωγής λεπίδων, προτιμώνται περισσότερο για επεξεργασία (πιν. 4.22). Η διακύμανση του είδους των αποκρουσμάτων (φολίδες, λεπιδόμορφες φολίδες, λεπίδες) που φέρουν επεξεργασία δεν φαίνεται να διαφοροποιείται σε σχέση με ό,τι παρατηρείται για τα ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Απόκλιση στον σταθερότυπο αυτό συνιστά η ένδειξη πως αποκρούσματα με αναλογίες λεπίδων φαίνεται να επιλέγονται πιο συχνά για επεξεργασία απ ό,τι οι λεπιδόμορφες φολίδες (πιν. 4.23). Ωστόσο, αν τα παραπάνω κριτήρια εξεταστούν ανά ιδιαίτερο τύπο εργαλείου, τότε εντοπίζονται κάποιες διαφοροποιήσεις. 162

195 Στο σύνολο των ρασπών, μόνο το 13,6% έχει ως υπόβαθρα αποκρούσματα που φαίνεται να έχουν προκύψει από γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois, ενώ η μεγάλη τους πλειονότητα (81,8%) έχει διαμορφωθεί σε αποκρούσματα που έχουν παραχθεί με μονοπολικές/αμφιπολικές μεθόδους απόκρουσης, Levallois ή παραγωγής λεπίδων. Μια παρόμοια εικόνα ως προς τις μεθόδους απόκρουσης από τις οποίες φαίνεται να έχουν προκύψει τα υπόβαθρά τους, μαρτυρούν και τα οδοντωτά. Αντίθετα, στις εγκοπές το ποσοστό των υποβάθρων που φαίνεται να έχουν παραχθεί με τη γραμμική ή την επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο απόκρουσης Levallois είναι σχετικά αυξημένο (πιν. 4.22). Παράλληλα, ράσπες και εγκοπές έχουν ως υπόβαθρά τους κυρίως αποκρούσματα με αναλογίες φολίδας, ενώ για την κατασκευή οδοντωτών προτιμώνται συχνά αποκρούσματα με αναλογίες λεπίδας (πιν. 4.23). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική Ράσπες (Ν=22) 13,6% 3 4,5% 1 54,6% 12 27,3% 6 Εγκοπές (Ν=19) 42,1% 8 5,3% 1 36,8% 7 15,8% 3 Οδοντωτά (Ν=14) 28,6% ,4% 3 50% 7 Εργαλεία σύνολο (Ν=73) 27,4% 20 4,1% 3 41,1% 30 27,4% 20 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Ράσπες (19) 78,9% 15 15,8% 3 5,3% 1 Εγκοπές (14) 92,9% ,1% 1 Οδοντωτά (12) 41,7% 4 25% 3 33,3% 5 Εργαλεία σύνολο (57) 68,9% 42 16,4% 10 14,8% 9 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου (ακέραια αντικείμενα). 163

196 Οι φτέρνες στο σύνολο των εργαλείων δεν διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με αυτές των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (πιν. 4.24). Με κριτήριο την προετοιμασία τους ή μη, σοβαρή διαφοροποίηση δεν παρουσιάζουν και οι φτέρνες ρασπών, εγκοπών και οδοντωτών (πιν. 4.25). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Εργαλεία (Ν=73) Τέχνεργα χωρίς επεξεργασία (Ν=158) Φλοιώδης 1,4% 1 Λεία 38,4% 28 ιεδρική 28,8% 21 Πολυεδρική 28,8% 21 1,9% 3 39,2% 62 39,2% 62 19% 30 «Καπέλο χωροφύλακα» 2,7% 2 0,6% 1 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ Ράσπες (Ν=19) Εγκοπές (Ν=18) Οδοντωτά (Ν=12) Φλοιώδης 5,3% Λεία 36,8% 7 ιεδρική 21,1% 4 Πολυεδρική 31,6% 6 «Καπέλο χωροφύλακα» 5,3% 1 33,3% 6 27,8% 5 33,3% 6 5,6% 1 33,3% 4 41,7% 5 25% 3 0 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών Συζήτηση Η μελέτη της λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής από τη Μολόνδρα σκιαγραφεί αρκετά από τα βασικά σημεία και τους σκοπούς της λάξευσης του λίθου κατά την Εποχή αυτή στη θέση, ταυτόχρονα με πτυχές της δραστηριότητας των ανθρώπινων ομάδων. 164

197 Σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης των ορατών σήμερα σε εμάς σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας, φαίνεται πως καταρχήν οι λιθοξόοι στη Μολόνδρα προμηθεύονται καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες, που βρίσκονται μέσα ή πολύ κοντά στην περιοχή δραστηριοποίησής τους. Η παραγωγή λίθινων προϊόντων συντελείται επί τόπου και μέσα από μια μεγάλη ποικιλία σχημάτων και μεθόδων απόκρουσης (εικ. 3.19). Η παραγωγή αποκρουσμάτων με μεθόδους Levallois, αδιακρίτως της μορφής του υποβάθρου που κάθε φορά χρησιμοποιείται (κόνδυλος ή πλακέτα), ακολουθεί τις τεχνικές αρχές που χαρακτηρίζουν αυτό το σχήμα απόκρουσης. Οι λιθοξόοι ιεραρχούν λειτουργικά και διαχωρίζουν σε 2 όψεις την ωφέλιμη επιφάνεια του πυρήνα, διαμορφώνουν στο επίπεδο απόκρουσης τις κατάλληλες πλευρικές και τελικές κυρτότητες, αποσπούν τα προϊόντα τους με, λίγο ως πολύ, παράλληλη κλίση απόκρουσης ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεων του πυρήνα. Μέσω της διαδικασίας αυτής, από τους γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois παράγονται κατά κανόνα ωοειδή αποκρούσματα, ενώ από αυτούς που λαξεύονται μονοπολικά ή αμφιπολικά παράγονται σε μεγάλο ποσοστό επιμήκους σχήματος προϊόντα, λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες. Τυπικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν και οι αρκετοί πυρήνες που στο δείγμα μας εγγράφονται σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης. Οι πυρήνες αυτοί, επίσης διαμορφωμένοι τόσο σε κονδύλους ή πλακέτες, διαφέρουν από τους Levallois ως προς τον τρόπο λειτουργίας των 2 διαχωρισμένων όψεών τους (ο ρόλος τους ως επίπεδο επίκρουσης ή απόκρουσης αντίστοιχα σε μερικές περιπτώσεις εναλλάσσεται) και την κυρτή κλίση απόσπασης των αποκρουσμάτων. Επίσης, στους δισκοειδείς πυρήνες στο επίπεδο (στην περίπτωση των μονοπρόσωπων) ή στα επίπεδα (στην περίπτωση των αμφιπρόσωπων) απόκρουσης, και σε ένα αρχικό στάδιο της λάξευσης, διαμορφώνεται περιφερειακή κυρτότητα και όχι πλευρική και τελική, όπως συμβαίνει με τους πυρήνες Levallois. Τέλος, όσον αφορά στους πυρήνες που στο δείγμα μας μαρτυρούν ένα σχήμα παραγωγής λεπίδων, οι βασικές αρχές της απόκρουσής τους δεν φαίνεται να διαφέρουν από αυτές που περιγράφηκαν για τα αντίστοιχα παραδείγματα αντικειμένων στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι. Ωστόσο, στην περίπτωση της Μολόνδρας αυτού του είδους οι πυρήνες διαμορφώνονται κατά κανόνα σε υπόβαθρα κονδύλων. Όπως έχει σημειωθεί στο κεφάλαιο 3 τα επιθυμητά προϊόντα που προκύπτουν από αυτού του είδους τους πυρήνες είναι πολύ δύσκολο να διακριθούν από αυτά των μονοπολικά ή αμφιπολικά αποκρουσμένων, επαναλαμβανόμενων πυρήνων Levallois. Έτσι, και στην περίπτωση της Μολόνδρας φαίνεται πως οι μονοπολικές/αμφιπολικές μέθοδοι απόκρουσης παραγωγής λεπίδων και οι αντίστοιχες Levallois, παρότι λειτουργούν σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές διαφορετικών σχημάτων απόκρουσης, είναι 165

198 αρκετά κοντά από την άποψη των τελικών τους ζητουμένων. Σε αντίθεση πάντως με τη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι, φαίνεται πως στο σύνολο από τη Μολόνδρα οι αμφιπολικές μέθοδοι απόκρουσης, Levallois ή παραγωγής λεπίδων, παράγουν σε μεγαλύτερο βαθμό προϊόντα με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων αναλογικά με τις μονοπολικές. Στη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα, ορισμένα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά τεχνολογικά στοιχεία του αρχαιολογικού αποθέματος καταδεικνύουν τάσεις που δεν χαρακτηρίζονται από «κανονικότητα». Μια από αυτές, η οποία παρατηρήθηκε και στην περίπτωση της λιθοτεχνίας από το Μεγάλο Καρβουνάρι, αναφέρεται στη δυσαναλογία ανάμεσα στο συγκεντρωτικό ποσοστό των αποκρουσμάτων και των πυρήνων με τους οποίους τα προϊόντα αυτά φαίνεται «οργανικά» να συνδέονται: τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης είναι αναλογικά περισσότερα από τους αντίστοιχους πυρήνες, ενώ η αντίστροφη εικόνα παρατηρείται για τα αποκρούσματα και πυρήνες που μαρτυρούν κεντροφερή απόκρουση (αντιπρβ. πιν ). Όπως έχει σημειωθεί, το φαινόμενο αυτό πιθανόν να οφείλεται στην μεγαλύτερη παραγωγικότητα των μονοπολικών/αμφιπολικών πυρήνων, Levallois ή μη, οι οποίοι στο σύνολο τους, ανεξάρτητα από το σχήμα απόκρουσής τους, είναι επαναλαμβανόμενοι. Ωστόσο, μπορεί η συζητούμενη δυσαναλογία να αποτυπώνει την ενδεχόμενη μεταβολή της κατεύθυνσης της απόκρουσης, κατά τη διάρκεια της «ζωής» ορισμένων πυρήνων, στην παρούσα περίπτωση, τη μετατροπή της από μονοπολική/αμφιπολική σε κεντροφερή, ανεξαρτήτως του σχήματος απόκρουσης; Με κριτήριο την κατεύθυνση της λάξευσης (κεντροφερής έναντι της μονοπολικής/αμφιπολικής) τα στοιχεία από τη σύγκριση του μέσου μήκους του τελευταίου αποσπασμένου αποκρούσματος των πυρήνων με το μέσο μήκος των αποκρουσμάτων που σε κάθε περίπτωση φαίνεται να αποτελούν προϊόντα τους, δεν φαίνεται να συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας υπόθεσης (πιν. 4.26). Το μέσο μήκος των αρνητικών των τελευταίων αποσπαμένων αποκρουσμάτων των πυρήνων που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική λάξευση (Levallois ή παραγωγής λεπίδων) είναι διπλάσιο από το μέσο μήκος των αρνητικών των πυρήνων που μαρτυρούν λάξευση κεντροφερή. Ωστόσο, μια, σύμφωνα με το σενάριο της μετατροπής της κατεύθυνσης της απόκρουσης, αναμενόμενη και ανάλογη διαφορά δεν εντοπίζεται μεταξύ των αντίστοιχων «πραγματικών» αποκρουσμάτων της λιθοτεχνίας. 166

199 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Κεντροφερής 49,7 9,1 Μονοπολική/Αμφιπολική 67,1 14,3 26,9 7,8 52,2 15,1 40,4 11,4 51,2 12,2 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά κατεύθυνση απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Σε αντίθεση πάντως με την εικόνα των στατιστικών στοιχείων, στο δείγμα μας, ένας πυρήνας πιθανόν να αντικατοπτρίζει όχι μόνο μια πιθανή μετατροπή της μεθόδου, αλλά και του σχήματος απόκρουσής του (εικ ii). Ο πυρήνας αυτός φαίνεται πως στην τελική φάση της «ζωής» του έχει αποκρουστεί με τη χρήση της γραμμικής μεθόδου Levallois, έχοντας παραγάγει ένα και μοναδικό, σχετικά μεγάλο σε μέγεθος απόκρουσμα, με αναλογίες φολίδας. Ωστόσο, η ογκομετρική διαμόρφωση της μη «ωφέλιμης», σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές του σχήματος Levallois, όψης του πυρήνα αυτού, μαρτυρά πως, στα αρχικά στάδια της εκμετάλλευσής του, ακολουθήθηκε ένα διαφορετικό σχήμα απόκρουσης, αυτό της παραγωγής λεπίδων: μέσω της χρήση μιας αμφιπολικής μεθόδου, με ημι-περιστροφική απόκρουση και με αφετηρία 2 στοιχειωδώς προετοιμασμένα και αντωπά διαμορφωμένα επίπεδα επίκρουσης, έχουν παραχθεί επιμήκη σε σχήμα αποκρούσματα. Οι αποσπάσεις αυτές αποκρουσμάτων, στην περίπτωση αυτή, δεν φαίνεται να αποσκοπούν στη μορφοποίηση της μη «ωφέλιμης» όψης ενός τυπικού πυρήνα Levallois σε ένα αρχικό στάδιο της απόκρουσης, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο μιας «αυτόνομης» διαδικασίας παραγωγής επιθυμητών προϊόντων, από ένα επίπεδο απόκρουσης που λογικά έχει και αυτό σε προηγούμενο χρόνο προμορφοποιηθεί, για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να θεωρηθεί πως η «φάση του σχήματος παραγωγής λεπίδων» στον πυρήνα που περιγράφηκε, προηγείται της «φάσης Levallois»: το επίπεδο επίκρουσης της «φάσης Levallois» έχει διαμορφωθεί κάθετα σε αυτά της «φάσης του σχήματος παραγωγής λεπίδων». Ταυτόχρονα. η επιμελής, μέσω της δημιουργίας 2 μεγάλων εδρών, προετοιμασία του επιπέδου επίκρουσης της «φάσης Levallois», έχει μερικώς εξαφανίσει μονοπολικές σε κατεύθυνση αποκρούσεις της «φάσης του σχήματος παραγωγής λεπίδων», υπόλειμμα των οποίων πάντως παραμένει στην πλευρική επιφάνειά του πυρήνα. Αν και το παράδειγμα του παραπάνω πυρήνα παρέχει ενδείξεις υπέρ της μετατροπής των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης κατά τη διάρκεια των διαδικασιών λάξευσης στη Μολόνδρα, απουσία επανενώσεων συνανήκοντων τεχνέργων που θα μπορούσαν να προσφέρουν ασφαλή 167

200 δεδομένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το εν λόγω αντικείμενο να έχει περάσει μεν από 2 διαφορετικές φάσεις απόκρουσης, όχι όμως απαραίτητα στο πλαίσιο ενός και μόνο επεισοδίου λάξευσης. Κάλλιστα, ένας μεγάλος σε όγκο και μη πλήρως εξαντλημένος πυρήνας παραγωγής λεπίδων που έχει απορριφθεί από κάποιο λιθοξόο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο από κάποιον άλλο, ως υπόβαθρο ενός πυρήνα Levallois. Όσον αφορά στα αποκρούσματα με μονοπολικά (40) ή αμφιπολικά (8) αρνητικά λάξευσης τα οποία συγκλίνουν, όπως και στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι, έτσι και στη Μολόνδρα τα αντικείμενα αυτά φαίνεται να έχουν προκύψει από μονοπολικούς ή αμφιπολικούς πυρήνες, Levallois ή παραγωγής λεπίδων, κατά τη διάρκεια της απόκρουσης των οποίων παράγονται επίσης αποκρούσματα με παράλληλη/υποπαράλληλη διάταξη των αρνητικών λάξευσης. Κάτι τέτοιο μπορούν να μαρτυρήσουν τόσο τα μετρικά χαρακτηριστικά όσο και το είδος των αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά, συγκλίνοντα αρνητικά, αν αντιπαραβληθούν με τα ανάλογα στοιχεία των αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά, που διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα. (πιν ). ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (27) Μονοπολική/ Συγκλίνουσα (32) Αμφιπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (33) Αμφιπολική/ Συγκλίνουσα (5) ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. 46 8,9 50,1 12,9 54,7 13,1 57,4 7,5 ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. 35,5 8,4 34,3 8,1 34,6 7,7 35,8 5,8 ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. 11,5 4,4 10,6 3,7 12,1 6,5 15 4,7 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα). ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ/ ΙΑΤΑΞΗ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΛΑΞΕΥΣΗΣ Μονοπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (27) Μονοπολική/ Συγκλίνουσα (32) Αμφιπολική/ Παράλληλη- Υποπαράλληλη (33) Αμφιπολική/ Συγκλίνουσα (5) Φολίδες 66,7% 18 59,4% 19 27,3% 9 ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Λεπιδόμορφες φολίδες 25,9% 7 15,6% 5 48,5% % 5 Λεπίδες 7,4% 2 25% 8 24,2% 8 Πίνακας Μολόνδρα, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Είδος αποκρουσμάτων ανά κατεύθυνση απόκρουσης/διάταξη αρνητικών λάξευσης (ακέραια αντικείμενα)

201 Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, στο δείγμα μας, εντοπίστηκε 1 μονοπολικός πυρήνας παραγωγής λεπίδων, του οποίου τα αρνητικά της λάξευσης στο μεγαλύτερο μέρος του επιπέδου απόκρουσης συγκλίνουν. Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας από τη Μολόνδρα καταδεικνύουν πως ως υπόβαθρα των εργαλείων χρησιμοποιούνται αποκρούσματα, κυρίως φολίδες, που έχουν προκύψει από το σύνολο των μεθόδων απόκρουσης που καταγράφηκαν στο δείγμα μας και μάλιστα κατά τις τελικές φάσεις υλοποίησής τους. Ωστόσο, τα προϊόντα των δισκοειδών πυρήνων φαίνεται πως πιθανόν χρησιμοποιούνται χωρίς να τυγχάνουν επεξεργασίας. Παράλληλα, φαίνεται πως για την κατασκευή οδοντωτών επιλέγονται κυρίως επιμήκη αποκρούσματα που έχουν προκύψει από αμφιπολικές μεθόδους απόκρουσης, για την κατασκευή εγκοπών χρησιμοποιούνται υπόβαθρα που παράγονται από τη γραμμική ή την επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο Levallois, ενώ οι ράσπες διαμορφώνονται συνήθως σε αποκρούσματα που παράγονται με μονοπολική απόκρουση. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις (οφειλόμενες στο μικρό αριθμό των εργαλείων του δείγματος) πρέπει να κρατήσουμε σε σχέση με τον παραπάνω σταθερότυπο, πιθανόν αυτός μαρτυρά κάποιες συγκεκριμένες επιλογές των λιθοξόων στη Μολόνδρα, δηλαδή τον εξαρχής προγραμματισμό παραγωγής συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία στη συνέχεια θα διαμορφωθούν με επεξεργασία σε συγκεκριμένου είδους εργαλεία. Πέρα από τη σημείωση αυτή, η ποικιλομορφία των εργαλειακών τύπων τη Μολόνδρα φαίνεται πως καλείται να καλύψει ποικίλες ανάγκες, ενώ πολλά από τα μέσα για την κάλυψή τους, τα εργαλεία, απορρίπτονται μέσα στο χώρο όπου και κατασκευάστηκαν. Τέλος, τα στοιχεία για την διαχείριση των πρώτων υλών κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα (διαθεσιμότητα και μέγεθος πρώτων υλών, μετρικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων, δείκτης επανάχρησης των εργαλείων), δεν μπορούν να μαρτυρήσουν κάποια πίεση για «οικονομία» στον τρόπο εκμετάλλευσης των ωφέλιμων λίθινων πόρων. 4.6 Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Ν=215) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Η ομάδα των τεχνέργων που τοποθετούνται στον πολιτισμικό ορίζοντα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής συνιστά το 19% του συνόλου της λιθοτεχνίας από τη Μολόνδρα και το 40,6% των διαγνωστικών χρονολογικά αντικειμένων της (πιν. 4.4). Το σύνολο αυτό αποτελείται από 35 πυρήνες και 180 αποκρούσματα, 95 από τα οποία φέρουν επεξεργασία. Τα ακέραια τέχνεργα της λιθοτεχνίας έχουν συνήθως μήκος 3 με 5 εκ., κάτι που χαρακτηρίζει τόσο τους 169

202 πυρήνες όσο και τα αποκρούσματα. Ωστόσο, τα αποκρούσματα με μήκος άνω των 5 εκ. είναι αναλογικά περισσότερα από τους πυρήνες της λιθοτεχνίας (πιν. 4.29). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (N=80) Πυρήνες (N=30) Σύνολο (πυρήνες+αποκρούσματα) (N=110) % ,4% ,4% ,2% 29 4,1% 2 36,7% 18 40,8% 20 16,3% 8 9,8% 17 35,1% 61 27,6% 48 21,3% % 5 0 2,9% 5 > 7 4% 5 2% 1 3,5% 6 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα) Οι πρώτες ύλες Η συνολικά μικρότερη αλλοίωση των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής από την πατίνα (πιν. 4.3) επέτρεψε να έχουμε στη διάθεσή μας ένα μεγαλύτερο δείγμα, προκειμένου να καθοριστούν τα χαρακτηριστικά των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται κατά την Εποχή αυτή στη Μολόνδρα, αναλογικά τουλάχιστον με τις πληροφορίες που μπορούσαν να προσφέρουν ως προς το θέμα αυτό τα μεσοπαλαιολιθικά τέχνεργα. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά, αν και περισσότερα, δεν διαφοροποιούν τις γενικές παρατηρήσεις που έγιναν σχετικά με τα χαρακτηριστικά των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη θέση κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής. Έτσι και τα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα είναι κατασκευασμένα αποκλειστικά σε, συνήθως καλής ποιότητας, λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, καφέ, καφεκόκκινου ή γκρίζου χρώματος, που συναντάται υπό τη μορφή μεγάλου μεγέθους κονδύλων, πλακετών ή και ακανόνιστων όγκων, μέσα στα σημερινά όρια της θέσης. 170

203 4.6.3 Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Σε αντίθεση με την μεγάλη τεχνολογική ποικιλομορφία που παρατηρείται στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής, οι διαδικασίες λάξευσης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα παρουσιάζουν πιο ομοιογενή χαρακτηριστικά. Το 1 και μοναδικό σχήμα απόκρουσης που διαγνώστηκε είναι αυτό της παραγωγής λεπίδων, στο οποίο εγγράφονται 2 διαφορετικές μέθοδοι (πιν. 4.30). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Ν % Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 17 48,6 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική 18 51,4 ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Η πρώτη από αυτές μαρτυρείται από πυρήνες που έχουν αποκρουστεί μονοπολικά (17, 48,6%) (εικ i-iii, 4.18 i). Τα αντικείμενα έχουν πρισματική (14) ή πυραμιδοειδή μορφολογία (3), είναι συνήθως επιμήκη και αποκρουσμένα «κατά μήκος», με αφετηρία 1 επίπεδο επίκρουσης διαμορφωμένο σε μια από τις «κοντές» πλευρές τους. Ο βαθμός προετοιμασίας αυτού του επιπέδου επίκρουσης ποικίλει: σε αρκετές περιπτώσεις είναι εμφανή τα ίχνη της δημιουργίας εδρών, ενώ σε άλλες είναι στοιχειωδώς προετοιμασμένο, με την απλή απόσπαση φολίδων για τη δημιουργία των απαραίτητων κυρτοτήτων μεταξύ του επιπέδου επίκρουσης και απόκρουσης. Η απόκρουση των μονοπολικών πυρήνων μπορεί να είναι ημι-περιστροφική (11 παραδείγματα) ή περιστροφική (6 παραδείγματα) και συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή επιμήκους σχήματος αποκρουσμάτων, λεπιδόμορφων φολίδων, λεπίδων και μικρολεπίδων. Τα αρνητικά της λάξευσης των προϊόντων αυτών διατάσσονται κυρίως παράλληλα/υποπαράλληλα στο επίπεδο απόκρουσης των πυρήνων, ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, σε κάποιο σημείο του, συγκλίνουν (π.χ εικ i). Συνολικά 18 (51,4%) πυρήνες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη Μολόνδρα μαρτυρούν αμφιπολική μέθοδο απόκρουσης (εικ ii-iii). 171

204 Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 172

205 Τα αντικείμενα αυτά που έχουν 2 αντωπά διαμορφωμένα, συνήθως στοιχειωδώς προετοιμασμένα, επίπεδα επίκρουσης, είναι στο σύνολό τους πρισματικής μορφολογίας, και όπως και οι μονοπολικοί πυρήνες του δείγματος, έχουν λίγο ως πολύ επίμηκες σχήμα. Η απόκρουση των πυρήνων αυτών είναι συνήθως ημι-περιστροφική (15 παραδείγματα) -οι πυρήνες που έχουν αποκρουστεί περιστροφικά είναι 3- και αποσκοπεί επίσης στην παραγωγή επιμηκών σε σχήμα προϊόντων, τα αρνητικά της λάξευσης των οποίων διατάσσονται συνήθως παράλληλα/υποπαράλληλα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις, όπως παρατηρήθηκε και για τους μονοπολικούς πυρήνες του δείγματος, σε κάποιο σημείο του επιπέδου απόκρουσης συγκλίνουν (π.χ. εικ ii). Οι μέσες διαστάσεις των πυρήνων ανά μέθοδο απόκρουσης δεν διαφέρουν ουσιαστικά (πιν. 4.31), ωστόσο οι μεγαλύτεροι πυρήνες του δείγματος είναι αποκρουσμένοι αμφιπολικά (εικ. 4.19). Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Τόσο οι μονοπολικοί όσο και αμφιπολικοί πυρήνες είναι διαμορφωμένοι εξίσου σε υπόβαθρα πλακετών και κονδύλων (πιν. 4.32). 173

206 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=14) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=16) ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. 45,6 5,3 50,1 15,2 ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. 37,9 5,7 42,5 10,6 ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. 26,2 8,1 28,1 9,1 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=17) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=18) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=35) Κόνδυλος Ν %* 6 54,5% 5 41,7% 11 47,8% ΥΠΟΒΑΘΡΟ Πλακέτα Ν %* 5 45,5% 7 58,3% 12 52,2% Αδιάγνωστο Ν Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. *στα διαγνωστικά υπόβαθρα Σοβαρή απόκλιση μεταξύ των μονοπολικών και αμφιπολικών πυρήνων δεν παρατηρείται και ως προς το ποσοστό φλοιού που φέρουν στην επιφάνειά τους (πιν. 4.33). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=14) 42,8% 6 28,6% 4 28,6% Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική ιπολική (Ν=16) 37,5% 6 43,8% 7 18,8% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=30) 40% 12 36,7% 11 23,3% Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Στη λιθοτεχνία εντοπίστηκε ένα σύνολο από 18 «τροπιδωτά υπόβαθρα» (με τυπολογικά κριτήρια 8 τροπιδωτά ξέστρα, 5 παχιά ξέστρα-ρύγχη, και 5 τροπιδωτές γλυφίδες) (εικ i-iv, 4.23 ii-iii), που, όπως συζητήθηκε στο κεφάλαιο 3, συχνά αντιμετωπίζονται ως πυρήνες, από τους οποίους 174

207 παράγονται αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδων. Όπως και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, τα τέχνεργα αυτά στο δείγμα από τη Μολόνδρα είναι διαμορφωμένα σε αποκρούσματα σχετικά μεγάλου πάχους, που φαίνεται να έχουν προκύψει από τα αρχικά στάδια απόκρουσης των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων παραγωγής λεπίδων του δείγματος. Τα εν δυνάμει «παραγωγικά» αρνητικά της λάξευσης των «τροπιδωτών υποβάθρων», μαρτυρούν την απόσπαση, με μονοπολική κατεύθυνση, περιορισμένων σε μήκος προϊόντων. Πέρα από τα «τροπιδωτά υπόβαθρα», στη Μολόνδρα εντοπίστηκαν και 4 τέχνεργα που με τυπολογικά κριτήρια ταξινομούνται ως σφηνίσκοι + (εικ ii), οι οποίοι, επίσης τα τελευταία χρόνια, υπάρχει η τάση να αντιμετωπίζονται ως αμφιπολικά αποκρουσμένοι πυρήνες. Η χρονολογική εξάπλωση αυτού του είδους αντικειμένων είναι ευρεία, ωστόσο συνήθως χαρακτηρίζουν λιθοτεχνίες της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. Shott 1999, Bon 2006). Όπως και στην περίπτωση των «τροπιδωτών υποβάθρων», έτσι και για τους σφηνίσκους δεν υπάρχει γενική ομοφωνία για το αν αποτελούν πυρήνες, εργαλεία ή και τα δυο. Στο δείγμα μας, τα αντικείμενα αυτά είναι διαμορφωμένα όλα σε αποκρούσματα και φαίνεται, όπως προκύπτει από την παρατήρηση των εν δυνάμει «παραγωγικών» αρνητικών της λάξευσής τους, να έχουν παραγάγει μικρά σε διαστάσεις αποκρούσματα, με αναλογίες φολίδας. Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Τα χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα βρίσκονται σε σχετική συμφωνία με αυτά των πυρήνων του δείγματος. Πιο συχνό είδος αποκρούσματος είναι οι λεπίδες (38 ακέραια παραδείγματα-47,5%), ενώ και οι λεπιδόμορφες φολίδες είναι αρκετές (17 ακέραια παραδείγματα-21,3%). Τα ακέραια αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδας στη λιθοτεχνία είναι λίγα (4, 5%), ωστόσο ακόμη 9 θραύσματα αποκρουσμάτων θα μπορούσαν να καταταχθούν με κάποια ασφάλεια στην κατηγορία αυτή. Οι ακέραιες φολίδες που φαίνεται να έχουν προκύψει από διαδικασίες λάξευσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι 21 (26,3%). Το μέσο μήκος της πλειονότητας του συνόλου των παραπάνω αντικειμένων είναι μεταξύ 3 και 5 εκ. Ωστόσο, οι μικρολεπίδες έχουν μήκος από 2 μέχρι 4 εκ., ενώ 1 μόνο φολίδα έχει μήκος άνω των 5 εκ. Οι λεπίδες και λεπιδόμορφες φολίδες είναι τα αντικείμενα με το μεγαλύτερο μέσο μήκος, ενώ παρουσιάζουν και παρόμοιο μέσο πάχος. Οι λίγες ακέραιες μικρολεπίδες έχουν σχεδόν υπο-διπλάσιο μέσο πάχος από τα υπόλοιπα αποκρούσματα του δείγματος (πιν , εικ. 4.20). 175

208 ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev ,8% % ,5% 4 23,1% 3 10,3% 3 29,4% ,6% % 1 40% 2 7,7% 1 51,7% 15 41,7% 8 71,4% 10 40% 2 > % 2 ΣΥΝΟΛΟ 26,3% 21 21,3% 17 47,5% 38 15,4% 2 6.9% % 4 Φολίδες (Ν=21) Λεπιδόμορφες φολίδες (Ν=17) Λεπίδες (Ν=38) Μικρολεπίδες (Ν=4) 36,6 9,7 44,6 12,2 46,2 13,6 30,5 3,4 30,6 7,8 25,3 6,9 20,1 5,4 11,7 0,5 9,9 3,1 11,2 4,8 10,9 5 5,5 2,1 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). 176

209 Ως προς τη μέθοδο με την οποία φαίνεται να έχουν παραχθεί, τα περισσότερα από τα αποκρούσματα μαρτυρούν μονοπολική λάξευση (51, 51,5%) (πιν. 4.36, εικ vii, ix, 4.23 iii, v- viii, x, 4.23 i, iv, vii ). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 51,5% 51 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική 48,5% 48 ΣΥΝΟΛΟ 100% 99 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Σε 8 από αυτά τα τέχνεργα τα αρνητικά της λάξευσης συγκλίνουν, ενώ στα υπόλοιπα 43 διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα. Τα ακέραια αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση είναι κατά κύριο λόγο επιμήκη, έχοντας συνήθως αναλογίες λεπίδας (πιν. 4.37). Το προφίλ τους είναι συνήθως ευθύγραμμο ή ελαφρά κυρτό, ενώ σε λίγες μόνο περιπτώσεις οι πλευρές τους εμφανίζονται συστρεμμένες. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (27) 29,6% 8 18,5% 5 48,1% 13 3,7% 1 Παραγωγής λεπίδων /Αμφιπολική (23) 26,1% 6 21,7% 5 47,8% 11 4,3% 1 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Τα αποκρούσματα που μαρτυρούν αμφιπολική απόκρουση είναι 48 (48,5%) (πιν. 4.36, εικ iii, vi, 4.23 iv, 4.24 iii, v-vi, x). Σε μόνο 3 από τα αντικείμενα αυτά τα αρνητικά της λάξευσης συγκλίνουν, ενώ στα υπόλοιπα 45 διατάσσονται παράλληλα/υποπαράλληλα. Και αυτά τα 177

210 αποκρούσματα είναι κυρίως λεπίδες (πιν. 4.37), ενώ και οι μέσες διαστάσεις τους δεν διαφέρουν από αυτές των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση (πιν. 4.38, εικ. 4.21). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (27) 41 15,3 22,9 8,9 10,1 5,2 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική (23) 43,2 10,5 25,2 8,6 11,1 4,9 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Οι φτέρνες στο σύνολο των αποκρουσμάτων σε ποσοστό άνω του 70% είναι μη προετοιμασμένες (φλοιώδεις, λείες, γραμμικές), στοιχείο που συμφωνεί με τη συνήθως στοιχειώδη προετοιμασία των επιπέδων επίκρουσης των πυρήνων του δείγματος (πιν. 4.39). 178

211 ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Αποκρούσματα σύνολο (Ν=112) Εργαλεία (Ν=55) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (Ν=57) Φλοιώδης 4,5% 5 Λεία 51,8% 58 ιεδρική 22,3% 25 Πολυεδρική 5,4% 6 3,6% 2 58,2% 32 25,5% 14 1,8% 1 5,3% 3 45,6% 26 19,3% 11 8,8% 5 Στιγμοειδής 0,9% 1 0 1,8% 1 Γραμμική 15,2% 17 10,9% 6 19,3% 11 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Οι λεπίδες και οι λεπιδόμορφες φολίδες έχουν πάντως πιο συχνά φτέρνες διεδρικές ή πολυεδρικές σε σχέση με τις φολίδες. (πιν. 4.40). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες Φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Φλοιώδης 4,8% 1 5,9% 1 2,6% 1 0 Λεία 66,7% 14 64,7% 11 52,6% 20 0 ιεδρική 14,3% 3 17,6% 3 23,7% 9 25% 1 Πολυεδρική 4,8% 1 11,8% Στιγμοειδής % 1 Γραμμική 9,5% ,1% 8 50% 2 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. 179

212 Τα αποκρούσματα με αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης, έχουν πιο συχνά προετοιμασμένες φτέρνες, ενώ αυτά με μονοπολικά πιο συχνά γραμμικές (πιν. 4.41). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (35) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (34) Φλοιώδης 2,9% 1 Λεία 51,4% 18 ιεδρική 20% 7 Πολυεδρική 2,9% 1 Στιγμοειδής 2,9% 1 Γραμμική 20% 7 5,9% 2 50% 17 20,6% 7 14,7% 5 0 8,8% 3 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Τα περισσότερα αποκρούσματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής στη Μολόνδρα έχουν μεγάλους σε όγκο βολβούς κρούσης και μεγάλες σε διαστάσεις φτέρνες. Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν ότι η κρούση είναι συνήθως άμεση, με τη χρήση σκληρού κρουστήρα. Ωστόσο, όπως και στο Μεγάλο Καρβουνάρι κατά την ίδια Εποχή, έτσι και στη Μολόνδρα, οι αρκετές γραμμικές φτέρνες και, σε μερικές περιπτώσεις, οι μικροί σε όγκο βολβοί κρούσης ορισμένων αποκρουσμάτων, μαρτυρούν πως σε ορισμένες από τις διαδικασίες λάξευσης, ή έστω σε κάποιο στάδιό τους (που πάντως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πάντα έπεται της μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων), χρησιμοποιείται μαλακός κρουστήρας. 180

213 Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 181

214 Εικόνα Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. 182

215 4.6.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συνολικά 95 τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα έχουν με επεξεργασία διαμορφωθεί σε εργαλεία. Ως υπόβαθρά τους έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά αποκρούσματα, τα περισσότερα από τα οποία δεν φέρουν καθόλου φλοιό (πιν. 4.42). Οι φτέρνες των εργαλείων, ως προς το κριτήριο της προετοιμασίας τους, δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά από αυτές των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (πιν. 4.39). Τα εργαλεία φαίνεται ότι διαμορφώνονται σε σχετικά μεγάλου μεγέθους αποκρούσματα, κάτι που συμπεραίνεται αν η κατανομή του μήκους τους ιδωθεί συγκριτικά με αυτή των τεχνέργων που δεν φέρουν επεξεργασία (πιν. 4.43). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=39) % Ν Εργαλεία (Ν=39) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (41) 0% 76, % 15, % 7, % % 0 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρουσμάτα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα) ,4% ,2% ,9% ,2% ,3% 4 17,1% 7 43,9% 18 24,4% 10 7,3% 3 2,4% 1 > 7 0 4,9% 2 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα το συνηθέστερο είδος εργαλείων που δημιουργείται είναι τα ξέστρα (29) (πιν. 4.44). Πολυπληθέστερος τύπος τους είναι τα ξέστρα σε λεπίδες (11, 11,6%), με 1 παράδειγμα διαμορφωμένο σε λεπίδα με μερική κορυφή, προερχόμενη από τις πρώτες φάσεις μορφοποίησης του επιπέδου απόκρουσης ενός πυρήνα παραγωγής λεπίδων (εικ vii-viii). Η επεξεργασία των ξέστρων σε λεπίδες είναι φολιδόμορφη, επικλινής και αρκετά προσεγμένη. 183

216 ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=95) % Ν Ξέστρα 30,5 29 Τροπιδωτά 8,4 8 Παχιά ρύγχη 5,3 5 Λεπτά ρύγχη 2,1 2 Σε λεπίδα 11,6 11 «Απλά» 3,2 3 Γλυφίδες 21,1 20 «Απλές» 8,4 8 ιεδρικές 6,3 6 Πολλαπλές 1,1 1 Τροπιδωτές 5,3 5 Κολοβώσεις 8,4 8 Σε λεπίδα 5,3 5 Σε μικρολεπίδα 1,1 1 Άλλες 2,1 2 Εγκοπές 4,2 4 Σε λεπίδα 4,2 4 Οδοντωτά 6,6 6 Σε λεπίδα 5,3 5 Σε μικρολεπίδα 1,1 1 Οπείς 16,8 16 Λεπίδες με πλευρική επεξεργασία 4,2 4 Λεπίδες με ράχη 4,3 4 Σφηνίσκοι 4,2 4 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων.. Επόμενη συνηθέστερη κατηγορία ξέστρων είναι τα τροπιδωτά (8, 8,4%) (εικ i-ii), ακολουθούμενα από τα παχιά ρύγχη (5, 5,3%) (εικ iii-iv). Όπως σημειώθηκε, τα αντικείμενα αυτά έχουν ως υπόβαθρά τους κυρίως φολίδες μεγάλου πάχους, που συνήθως προέρχονται από τις πρώτες φάσεις απόκρουσης των μονοπολικών ή αμφιπολικών πυρήνων του δείγματος. Η επεξεργασία αυτού του είδους ξέστρων είναι αρκετά καλής ποιότητας, συνήθως ημι-απότομη και παράλληλη ή υποπαράλληλη. Στην περίπτωση ενός τροπιδωτού ξέστρου η επεξεργασία είναι 184

217 ανάστροφη, έχοντας ως αφετηρία την άνω όψη του αποκρούσματος στο οποίο το εργαλείο αυτό έχει διαμορφωθεί (εικ ii). Στο δείγμα μας, εντοπίστηκαν ακόμα 2 λεπτά ξέστρα-ρύγχη, με σύντομη, επικλινή φολιδόμορφη επεξεργασία που σχηματίζει 2 ώμους (εικ v), και 3 «απλά» ξέστρα διαμορφωμένα σε φολίδες (εικ vi, ix). Η μέση έκταση της επεξεργασίας είναι παρόμοια στα τροπιδωτά ξέστρα και τα παχιά ρύγχη, ενώ κάτι ανάλογο παρατηρείται μεταξύ της μέσης έκτασης της επεξεργασίας των «απλών» ξέστρων και των ξέστρων σε λεπίδες (πιν. 4.45). ΕΙ ΟΣ ΞΕΣΤΡΟΥ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. Τροπιδωτά ξέστρα (8) Παχιά Ξέστρα-ρύγχη (5) Λεπτά ξέστρα-ρύγχη (2) Ξέστρα σε λεπίδες (11) Άλλα ξέστρα (3) ΣΥΝΟΛΟ (29) 14,6 6,1 13,4 7 4,5 0,7 7 2,1 7 2,6 10,3 5,1 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Στο δείγμα μας, εντοπίστηκε ένας σημαντικός αριθμός γλυφίδων (20, 21,1%), με τις «απλές» (5 κάθετες και 3 εγκάρσιες) (εικ i) και τις διεδρικές (6) (εικ v) να είναι οι συνηθέστερες. Όπως σημειώθηκε, οι τροπιδωτές γλυφίδες είναι αρκετές (5) και έχουν ως υπόβαθρα κυρίως φολίδες μεγάλου πάχους (εικ ii-iii). Την ομάδα αυτή εργαλείων συμπληρώνει 1 πολλαπλή γλυφίδα (εικ. 4.23iv). Οι 8 κολοβώσεις της εργαλειοτεχνίας είναι κυρίως εγκάρσιες, δημιουργημένες με απότομη, παράλληλη επεξεργασία, στην άνω απόληξη αποκρουσμάτων (εικ. 4.23vi), ενώ εντοπίστηκαν και 2 λοξές κολοβώσεις σε λεπίδα. Στα εργαλεία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα περιλάβαμε επίσης 4 εγκοπές και 6 οδοντωτά (εικ vii-viii), εργαλεία διαμορφωμένα σε επιμήκη αποκρούσματα. Οι συνολικά 16 οπείς της εργαλειοτεχνίας έχουν μεγάλες αιχμές, που έχουν διαμορφωθεί με συνεχή αμφίπλευρη επεξεργασία. Τα εργαλεία αυτά έχουν ως υπόβαθρά τους κυρίως φολίδες μεγάλου πάχους (εικ ix). Στην ομάδα των εργαλείων συγκαταλέχθηκαν ακόμη 4 λεπίδες με συνεχή πλευρική, παράλληλη, επικλινή επεξεργασία. 1 από αυτά τα 185

218 αντικείμενα βρίσκεται στο όριο διάκρισης λεπίδας-μικρολεπίδας και φέρει σύντομη αμφιπρόσωπη επεξεργασία (εικ x). Άλλες 4 λεπίδες φέρουν απότομη, παράλληλη επεξεργασία, που σχηματίζει ράχη σε μια από τις πλευρές τους (εικ i). Την εργαλειοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη Μολόνδρα συμπληρώνουν 4 σφηνίσκοι, που αναφέρθηκαν και προηγουμένως. Τα εργαλεία αυτά είναι διαμορφωμένα, μέσω αμφιπολικών απολεπίσεων, τόσο στην κάτω όσο και στην άνω όψη αποκρουσμάτων, που έχουν συνήθως αναλογίες φολίδας (εικ ii). 1 μόνο ακέραια μικρολεπίδα φέρει επεξεργασία, ωστόσο όπως σημειώθηκε, τα αποκρούσματα αυτού του είδους ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένα σε αριθμό στο δείγμα μας. Οι λεπίδες αποτελούν το συνηθέστερο είδος αποκρούσματος που επιλέγεται για επεξεργασία, κάτι που παρατηρείται, τόσο για τα ξέστρα όσο και τις γλυφίδες (πιν. 4.46). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Ξέστρα (11) 40% 36,3% 20% 2 45,4% 5 0 Γλυφίδες (8) 25% 2 25% 2 50% 4 0 Εργαλεία σύνολο (39) 28,2% 11 30,8% 12 38,5% 15 2,6% 1 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων (ακέραια αντικείμενα). Τα υπόβαθρα των εργαλείων φαίνεται να έχουν παραχθεί σε παρόμοιο ποσοστό, τόσο από μονοπολικά όσο και αμφιπολικά αποκρουσμένους πυρήνες. Και πάλι το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται να διαφοροποιείται ανάμεσα στις μεγάλες εργαλειακές κατηγορίες, τα ξέστρα και τις γλυφίδες (πιν ) 186

219 ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική Ξέστρα (Ν=23) Γλυφίδες (Ν=16) Εργαλεία σύνολο (Ν=74) 47,8% 11 50% 8 48,6% 36 52,2% 12 50% 8 51,4% 38 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Οι φτέρνες των ξέστρων και των γλυφίδων δεν διαφοροποιούνται από αυτές του συνόλου των εργαλείων, καθώς στην μεγάλη τους πλειονότητα δεν είναι προετοιμασμένες (πιν. 4.48). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Γραμμική Ξέστρα (16) 6,3% 1 62,5% 10 18,7% ,5% 2 Γλυφίδες (14) 21,4% 3 50% 7 28,6% Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων Συζήτηση Η σύνθεση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης της λιθοτεχνίας της Ανώτερης Παλαιολιθικής από τη Μολόνδρα, μας οδηγεί σε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις που αφορούν την δραστηριότητα και την τεχνολογική συμπεριφορά των ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κατά την Εποχή αυτή στη θέση (εικ. 4.25). 187

220 Έχοντας σε άμεση διαθεσιμότητα άφθονες, καλής ποιότητας, λίθινες πρώτες ύλες, οι λιθοξόοι επιχειρούν, με τη χρήση συγκεκριμένων σχημάτων και μεθόδων απόκρουσης, να δημιουργήσουν προκαθορισμένα σε μορφολογία προϊόντα, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους σε λίθινο εργαλειακό εξοπλισμό. Τα βασικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών λάξευσης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική στη θέση προσομοιάζουν με αυτά που παρατηρήθηκαν για την ίδια Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Έτσι, και στη Μολόνδρα φαίνεται ότι οι λιθοξόοι καταρχήν μορφοποιούν, μέσω της δημιουργίας ολικών ή μερικών κορυφών (εικ viii-ix), τα επίπεδα απόκρουσης των πυρήνων και με αφετηρία 1 (στην περίπτωση των μονοπολικών πυρήνων) ή 2 αντωπά (στην περίπτωση των αμφιπολικών), συνήθως στοιχειωδώς προετοιμασμένα, επίπεδα επίκρουσης, εκμεταλλεύονται με απόκρουση περιστροφική ή ημι-περιστροφική τις ωφέλιμες επιφάνειες των πρώτων υλών. Κατά τις αρχικές φάσεις της απόκρουσης (π.χ. διαδικασία αποφλοίωσης, μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης) οι λιθοξόοι χρησιμοποιούν συνήθως σκληρό κρουστήρα, ο οποίος σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να αντικαθίσταται με ένα μαλακό, κατά την φάση παραγωγής των επιθυμητών προϊόντων. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα. Στα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων οι μαύρες κουκίδες συμβολίζουν την εν δυνάμει επέκταση της απόκρουσης στην περιφέρεια του πυρήνα. * η παραγωγή μικρολεπίδων από τροπιδωτά υπόβαθρα και φολίδων από σφηνίσκους είναι υποθετική. 188

221 Σύμφωνα με την παρατήρηση των αρνητικών της λάξευσης των πυρήνων, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα παράγονται, όπως σημειώθηκε, κυρίως αποκρούσματα με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων, λεπίδων και μικρολεπίδων, και σε μικρότερο ποσοστό φολίδες. Ωστόσο, τα αποκρούσματα με αναλογίες λεπίδων είναι ποσοτικώς τα περισσότερα στο δείγμα μας, ενώ η πλειονότητα των πυρήνων, στην τελική φάση της λάξευσής τους, φαίνεται να έχει παραγάγει τόσο λεπίδες όσο και μικρολεπίδες. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν μόνο 2 πυρήνες που φαίνεται να έχουν παραγάγει αποκλειστικά λεπίδες και 2 αποκλειστικά μικρολεπίδες. Αν το μέσο μήκος του τελευταίου αποσπασμένου αποκρούσματος των τελευταίων αυτών πυρήνων συγκριθεί με το μέσο μήκος των λεπίδων και των μικρολεπίδων στο δείγμα μας, τότε δεν προκύπτουν σοβαρές διαφοροποιήσεις (πιν. 4.49). ΕΙ ΟΣ ΠΥΡΗΝΑ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Λεπίδων 70 28,2 Μικρολεπίδων 40,8 6,2 49 1,4 26,4 6,4 47,3 15,3 30,5 3,4 Πίνακας Μολόνδρα, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε (ακέραια αντικείμενα). Το στοιχείο αυτό πιθανόν μαρτυρά πως, όπως και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, οι πυρήνες στη Μολόνδρα στην αρχή της «ζωής» τους παράγουν κυρίως λεπίδες, ενώ στις περιπτώσεις που εξαντλούνται παραγωγικά, παράγονται αποκλειστικά μικρολεπίδες. Φαίνεται ωστόσο, πως αντίθετα με ό,τι παρατηρήθηκε στο Μεγάλο Καρβουνάρι, στη Μολόνδρα, οι περιπτώσεις εξαντλητικής εκμετάλλευσης των πυρήνων είναι λιγότερες, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην άμεση διαθεσιμότητα των πρώτων υλών στην περίπτωση της θέσης αυτής. Επιπλέον, ο αριθμός των μικρολεπίδων είναι δυσανάλογα μικρός στο δείγμα από τη Μολόνδρα, κάτι που ενδεχομένως υποδηλώνει πως τα αντικείμενα αυτά εξάγονταν από τη θέση. Παράλληλα, πολύ πιθανό είναι το ενδεχόμενο πολλές από τις μικρολεπίδες, όντας σχετικά μικρού μεγέθους, να μην διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, καθώς στη Μολόνδρα οι ανασκαμμένες αποθέσεις δεν κοσκινίστηκαν. Αναφορικά με τα «μονοπολικά» ή «αμφιπολικά» αποκρούσματα στα οποία τα αρνητικά της λάξευσης συγκλίνουν, δυστυχώς στην περίπτωση της Μολόνδρας δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς 189

222 θεωρήσεις. Μόνο 5 ακέραια τέτοιου είδους αποκρούσματα εντοπίστηκαν στο δείγμα μας (4 μαρτυρούν μονοπολική και άλλο 1 αμφιπολική απόκρουση), με αποτέλεσμα να αποτελούν ιδιαίτερα επισφαλές αριθμητικά δείγμα. Πάντως, σε αρκετούς πυρήνες της λιθοτεχνίας, σε κάποιο σημείο του επιπέδου απόκρουσης τα αρνητικά της λάξευσης συγκλίνουν, ενώ σε άλλο διατάσσονται εντελώς παράλληλα. Το στοιχείο αυτό μαρτυρά πιθανότατα πως η παραγωγή «συγκλίνοντων» αποκρουσμάτων δεν αποτελεί διαδικασία ξεχωριστή, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί «αυτόνομη» μέθοδος απόκρουσης. Η έλλειψη κοσκινίσματος των ανασκαμμένων αποθέσεων στη Μολόνδρα δεν επιτρέπει κάποια ασφαλή θεώρηση και ως προς την πιθανή παραγωγή προϊόντων από τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» ή τα αντικείμενα που τυπολογικά ταξινομήθηκαν ως σφηνίσκοι. Στην περίπτωση των πρώτων, το μέσο μήκος των εν δυνάμει «παραγωγικών» αρνητικών της λάξευσής τους είναι κάτω από 15 χιλ. (πιν. 4.45), ενώ στο σύνολο της λιθοτεχνίας (συμπεριλαμβανομένων και των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων) δεν εντοπίστηκαν ακέραια ή σπασμένα αποκρούσματα με μήκος κάτω από το παραπάνω όριο, και πλάτος τέτοιο που θα επέτρεπε αυτά τα αντικείμενα να κατηγοριοποιηθούν ως μικρολεπίδες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» φαίνεται πως αποτελούν σε όλες τις περιπτώσεις προϊόντα της απόκρουσης των «κλασικών» 82 πυρήνων του δείγματος: φέρουν είτε μονοπολικά είτε αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης ή ίχνη από τη διαδικασία μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων (ένα πιθανό προς παραγωγική εκμετάλλευση ή προς επεξεργασία τέτοιου είδους υπόβαθρο θα μπορούσε να θεωρηθεί το απόκρουσμα μεγάλου πάχους της εικόνας 4.24 x). Υπό την έννοια αυτή, όπως και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, η πιθανή διαδικασία παραγωγής αποκρουσμάτων από «τροπιδωτά υπόβαθρα» θα πρέπει να θεωρηθεί ως παρακλάδι των μεθόδων και των σχημάτων απόκρουσης των «κλασικών» πυρήνων του δείγματος, και θα μπορούσε να εγγραφεί σε ένα σχήμα παραγωγής λεπίδων. Αναφορικά με την πιθανή παραγωγική ιδιότητα των σφηνίσκων του δείγματος, και πάλι θεωρούμε ότι δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι με σιγουριά. Τα εν δυνάμει «παραγωγικά» αρνητικά λάξευσης των αντικειμένων αυτών είναι μικρά σε μέγεθος (μέσο μήκος 11 χιλ.), μην έχοντας κάποιο πιθανό «παράλληλο» στα αποκρούσματα του δείγματος. Η διαδικασία παραγωγής, ωστόσο, μικρών σε μέγεθος φολίδων (ένα μέρος των οποίων, όντας αποσπασμένες από τις κάτω όψεις αποκρουσμάτων, αναμένεται να είναι τύπου Κombewa) από σφηνίκους στη Μολόνδρα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Πάντως, και οι σφηνίσκοι στο δείγμα μας είναι διαμορφωμένοι σε αποκρούσματα που φαίνεται να έχουν προκύψει κατά τις αρχικές φάσεις εκμετάλλευσης των «κλασικών» πυρήνων (ο σφηνίσκος της εικόνας 4.24 ii έχει διαμορφωθεί σε μια «πρώτη» φολίδα 82 Εννοούνται οι πρισματικής ή πυραμιδοειδούς μορφολογίας πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων. 190

223 αποσπασμένη από ένα πυρήνα διαμορφωμένο σε υπόβαθρο πλακέτας χωρίς φλοιό). Ως προς το σχήμα απόκρουσης στο οποίο θα μπορούσε να εγγραφεί μια μέθοδος απόκρουσης από σφηνίσκους, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ένας τέτοιος τρόπος παραγωγής δεν θα μπορούσε να ενταχθεί σε οποιοδήποτε από τα σχήματα τα οποία έχουν μέχρι τώρα προταθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και αποτελεί ένα θέμα προς, κυρίως θεωρητική, συζήτηση στο μέλλον. Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα, μετά την παραγωγή τους, αρκετά από τα αποκρούσματα διαμορφώνονται περαιτέρω με επεξεργασία, μαρτυρώντας έτσι έναν επιπλέον κύκλο τεχνικών πράξεων που πραγματοποιούνται κατά την Εποχή αυτή στη θέση. Ως υπόβαθρα των εργαλείων επιλέγονται σε σημαντικό ποσοστό προϊόντα από τις τελικές φάσεις της λάξευσης. Ωστόσο, αντικείμενα που μπορούν να μαρτυρήσουν με ασφάλεια την χρηστική τους ιδιότητα 83 σε αρκετές περιπτώσεις διαμορφώνονται και σε υπόβαθρα πιο ευκαιριακά, όπως αποκρούσματα που προέρχονται από τη μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων ή τη διαδικασία αποφλοίωσής τους (π.χ. εικ viii ix). Και στη Μολόνδρα κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, η ποικιλομορφία των εργαλειακών τύπων μαρτυρά αρκετές διαφορετικές δραστηριότητες στο χώρο, μετά το τέλος των οποίων η πλειονότητα των αντικειμένων (με εξαίρεση ίσως τις μικρολεπίδες) που τις υποβοηθούν απορρίπτονται επί τόπου. Κλείνοντας τις παρατηρήσεις μας σε σχέση με την τεχνολογική συμπεριφορά και τη δραστηριότητα των ανθρωπίδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής στη Μολόνδρα, θα πρέπει να σημειωθεί πως η ανάγκη για «οικονομία» στη διαχείριση των πρώτων υλών στη θέση κατά την Εποχή αυτή δεν φαίνεται να είναι μεγάλη. Τα μετρικά χαρακτηριστικά πυρήνων και αποκρουσμάτων, η άμεση διαθεσιμότητα των πρώτων υλών, αλλά και τα γενικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών λάξευσης (π.χ. η πλειονότητα των πυρήνων φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί σε ένα στάδιο όπου είναι δυνατή η περαιτέρω εκμετάλλευσή τους) είναι στοιχεία που συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας διαπίστωσης. 4.7 Συμπεράσματα Η Μολόνδρα συγκεντρώνει μια σειρά από προνομιακά τοπογραφικά και παλαιοπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά, τα οποία φαίνεται ότι προσέλκυσαν ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ανθρώπων του Νεάντερταλ και Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων, οι οποίες άφησαν τα απομεινάρια της εκεί δραστηριότητάς τους, υπό τη μορφή λίθινων τεχνέργων. Στη θέση, εποχικά τουλάχιστον, φαίνεται πως υπήρχαν διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι, αλλά και σε μικρή απόσταση οι υδάτινοι πόροι μόνιμου χαρακτήρα του ποταμού Καλαμά. Το υψόμετρο και η τοπογραφική διαμόρφωση της Μολόνδρας 83 Σε αντιπαραβολή με τα αποκρούσματα που πιθανόν χρησιμοποιούνται σε διάφορες εργασίες χωρίς να είναι διαμορφωμένα με επεξεργασία. 191

224 επιτρέπει τον οπτικό έλεγχο μεγάλων εκτάσεων, ενώ ο χώρος όπου μαρτυρείται η προϊστορική δραστηριότητα αποτελεί στην ουσία μια φυσική διάβαση, τόσο των ανθρώπινων ομάδων όσο και των ζώων, σε μια νοητή διαδρομή από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ηπείρου και αντίστροφα. Στη Μολόνδρα, επίσης, αφθονούν οι καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες, στοιχείο ζωτικής σημασίας για τους ανθρωπίδες. Παρά το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος της λιθοτεχνίας στη Μολόνδρα ήρθε στο φως από ανασκαφικές τομές, το σύνολο που μελετήθηκε συνθέτει ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό» που προέρχεται από δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τη θέση ένα κατ ουσία αστρωματογράφητο παλίμψηστο για το οποίο να σκιαγραφηθεί μόνο μπορεί το χρονολογικό και λειτουργικό περιεχόμενο της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι, για τα μεσοπαλαιολιθικά τέχνεργα της λιθοτεχνίας είναι παρακινδυνευμένο στο σημείο αυτό να διατυπωθούν εκτιμήσεις για μια πιο συγκεκριμένη ενδο-πολιτισμική χρονολογική τοποθέτηση. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των ευρημάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής φαίνεται να έχουν κατασκευαστεί σε μια πρώιμη φάση της Εποχής αυτής, πιθανότατα κατά την Ωρινιάκια. Υπέρ μιας τέτοιας πολιτισμικής τοποθέτησης, συνηγορούν τα περισσότερα από τα διαγνωστικά χρονολογικά τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. τροπιδωτά ξέστρα, ξέστρα-ρύγχη, τροπιδωτές γλυφίδες, σφηνίσκοι). Τέχνεργα που με ασφάλεια θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε μια Γκραβέτια ή Επιγκραβέτια φάση δεν εντοπίστηκαν στη λιθοτεχνία. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ένας αριθμός αντικειμένων, όπως κάποια ειδή γλυφίδων και ξέστρων, ή ορισμένοι πυρήνες λεπίδων/μικρολεπίδων να έχουν κατασκευαστεί σε μια, υστερότερη της Ωρινιάκιας, φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Παράλληλα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στον υλικό πολιτισμό που μελετήθηκε να υποκρύπτονται και πολιτισμικές φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής πρωιμότερες της Ωρινιάκιας. Ο αριθμός των τεχνέργων των 2 χρονολογικά διαγνωστικών ενοτήτων της λιθοτεχνίας που μελετήθηκε, μαρτυρά πως η Μολόνδρα έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης με κάπως πιο εντατικό βαθμό κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής απ ό,τι κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ωστόσο, ένα τέτοιο συμπέρασμα θα πρέπει να θεωρείται προσωρινό από τη στιγμή που το δείγμα μας προέρχεται από ένα μικρό μόνο μέρος της ευρύτερης έκτασης της θέσης, στην οποία εντοπίστηκαν, μακροσκοπικά τουλάχιστον, κατάλοιπα της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ίδιο στοιχείο απαγορεύει, επίσης, οποιαδήποτε λεπτομερή εκτίμηση για τη μονιμότητα ή μη της κατοίκησης στη Μολόνδρα. Αυτό, ωστόσο, που διαφαίνεται από τα αποτελέσματα της ανάλυσης των λίθινων τεχνέργων που είχαμε στη διάθεσή μας, είναι ότι τουλάχιστον ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας των ομάδων κυνηγών- 192

225 τροφοσυλλεκτών του Homo neanderthalensis κατά τη Μέση Παλαιολιθική, και του Ηomo sapiens κατά την (Πρώιμη) Ανώτερη Παλαιολιθική, δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά. Στις ενότητες τεχνέργων τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής, και με σχετικά παρόμοια συχνότητα, όλων των ειδών οι μορφές της απόκρουσης του λίθου είναι παρούσες: πυρήνες, τεχνικά αποκρούσματα, αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, εργαλεία (εικ. 4.26). Το στοιχείο αυτό μαρτυρά πως κατά τη διάρκεια και των 2 παραπάνω Εποχών στη Μολόνδρα, οι διαδικασίες λάξευσης λαμβάνουν χώρα επί τόπου, ενώ η πλειονότητα των προϊόντων της απόκρουσης παραμένει προς χρήση και απορρίπτεται μέσα στα όρια της θέσης. Παράλληλα, η ποικιλομορφία των εργαλειακών τύπων τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής δεν μαρτυρά την τέλεση εξειδικευμένων εργασιών στο χώρο και κατά τις 2 αυτές Εποχές. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική Πυρήνες Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία Εικόνα Μολόνδρα. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Επιπλέον, τόσο τα τέχνεργα της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής έχουν κατασκευαστεί σε παρόμοιες πρώτες ύλες, οι οποίες, όπως σημειώθηκε, είναι διαθέσιμες μέσα στην ίδια τη θέση, ενώ και η «οικονομική» διαχείριση των ωφέλιμων αυτών πόρων, όπως μαρτυρούν τα γενικά μετρικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων των 2 χρονολογικών ενοτήτων (εικ. 4.27), δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά. 193

226 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική >5 εκ. 3-5 εκ. 0-3 εκ. Εικόνα Μολόνδρα. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Το σύνολο των παρατηρήσεων αυτών μας οδηγεί στην υπόθεση ότι οι ομάδες κυνηγώντροφοσυλλεκτών που χρησιμοποίησαν το χώρο της Μολόνδρας, τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά τις πρώιμες, τουλάχιστον, φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, έδρασαν εκεί παρόμοια και ποικιλότροπα, ενώ και ορισμένες ιδιαίτερες πτυχές της τεχνολογικής συμπεριφοράς τους (π.χ. «οικονομική» διαχείριση των πρώτων υλών) δεν διαφέρουν. 194

227 5. ΕΛΕΥΘΕΡΟΧΩΡΙ Γεωγραφία και παλαιοπεριβάλλον Η περιοχή του Ελευθεροχωρίου βρίσκεται 3,5 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Παραμυθιάς, σε απόσταση 22 χλμ. από τα παράλια της Θεσπρωτίας και σε υψόμετρο 615 μ. από τη θαλάσσια στάθμη (εικ. 5.1). Πρόκειται για μια σχετικά επίπεδη, ορθογώνιου σχήματος έκταση με ανατολικόδυτικό προσανατολισμό, ένα πλάτωμα, διαστάσεων 2 επί 0,3 χλμ. περίπου, το οποίο ορίζεται στα βόρεια από το όρος Γκορίλα (υψ μ.) και εν μέρει στα νότια από το όρος Χιονίστρα (υψ μ.). Στη δυτική και νοτιοδυτική απόληξη της περιοχής, η ομαλή διαμόρφωση του εδάφους διακόπτεται απότομα, με αποτέλεσμα το πλάτωμα του Ελευθεροχωρίου να δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα της Παραμυθιάς, ενώ στα ανατολικά της περιοχής η γενικά ομαλή τοπογραφική διαμόρφωση συνεχίζεται, μέσω μιας σειράς υψιπέδων που καταλήγουν στη λεκάνη των Ιωαννίνων (εικ. 5.2). Km Km Εικόνα 5.1. Η θέση Ελευθεροχώρι 7 στη Θεσπρωτία. Η περιοχή του Ελευθεροχωρίου αποτελεί τη μοναδική φυσική, από τα παράλια προς στην ενδοχώρα της Ηπείρου, διάβαση στο σχηματισμό των ορεινών όγκων της Παραμυθιάς και γι αυτό 195

228 το λόγο συμπεριλήφθηκε στη χάραξη της Εγνατίας οδού. Η επόμενη ανάλογη φυσική διάβαση εντοπίζεται 20 χλμ. περίπου νοτιότερα, αφού παρακαμφθούν οι ορεινοί όγκοι της Παραμυθιάς. Εικόνα 5.2. Η φυσική διάβαση του Ελευθεροχωρίου (με κόκκινο περίγραμμα) στα όρη της Παραμυθιάς. Άποψη από τα δυτικά. Η έρευνά μας είχε στη διάθεσή της για μελέτη αρχαιολογικό υλικό από τη θέση Ελευθεροχώρι 7, η οποία αποτελεί τη δυτική απόληξη του πλατώματος που περιγράφηκε. Το Ελευθεροχώρι 7 συνιστά μια οριοθετημένη έκταση διαστάσεων 250 x 100 μ. περίπου, η οποία είναι ομαλά προσβάσιμη από τα ανατολικά. Στη βόρεια πλευρά της, η θέση ορίζεται από ένα ασβεστολιθικό λόφο (μέγιστο ύψος 660 μ.), ενώ στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά, όπως σημειώθηκε, η ομαλή διαμόρφωση διακόπτεται απότομα, προσφέροντας στο Ελευθεροχώρι 7 το προνόμιο του οπτικού ελέγχου μεγάλων εκτάσεων (εικ ). Η συνολική έκταση του Ελευθεροχωρίου 7 ήταν τον καιρό της αρχαιολογικής διερεύνησής της καλυμμένη από αποθέσεις επαναποτιθεμένης terra rossa Sensu Van Andel (1998, 376). 196

229 Εικόνα 5.3. Άποψη της θέσης Ελευθεροχώρι 7 (με πράσινο περίγραμμα) από τα νότια. Τα ιζήματα αυτά, υπόλειμμα, προφανώς, της διάβρωσης του ασβεστολιθικού λόφου που βρίσκεται στα βόρεια της θέσης, συσσωρεύτηκαν εκεί σταδιακά, γεμίζοντας μια καρστική κοιλότητα, μια δολίνη. Εικόνα 5.4. Άποψη του πλατώματος του Ελευθεροχωρίου 7 από τα νότια. 197

230 Η δημιουργία αυτής της καρστικής λεκάνης προηγείται της απόθεσης της ερυθρογής και οφείλεται στη διάβρωση ασβεστόλιθων του Παντοκράτορα (το είδος του γεωλογικού υποβάθρου της περιοχής), αλλά και ασβεστοποιημένων συνεκτικών κορημάτων (κώνος κορημάτων). Εικόνα 5.5. Άποψη της κοιλάδας της Παραμυθιάς από το Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Κατά την προϊστορία, τα γεωγραφικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του πλατώματος του Ελευθεροχωρίου θα καθιστούσαν την περιοχή ιδιαίτερα ελκυστική για τις ομάδες κυνηγώντροφοσυλλεκτών. Όπως σημειώθηκε, η θέση αποτελεί μια από τις λίγες φυσικές διόδους προς την ενδοχώρα της Ηπείρου, λειτουργώντας ως διάβαση όχι μόνο για τους ανθρωπίδες, αλλά και για τα κοπάδια των ζώων. Ειδικά το Ελευθεροχώρι 7 συγκεντρώνει επιπλέον προνομιακά τοπογραφικά και παλαιοπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά: από τη θέση είναι δυνατός ο οπτικός έλεγχος μεγάλων εκτάσεων, ενώ εποχικοί υδάτινοι πόροι θα συσσωρεύονταν στη δολίνη. 5.2 Η αρχαιολογική διερεύνηση Το σύνολο της έκτασης του πλατώματος του Ελευθεροχωρίου διερευνήθηκε αρχαιολογικά από την Η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, για διάστημα 3 μηνών, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1998, στο πλαίσιο των εργασιών κατασκευής της Εγνατίας Οδού. Η περιοχή διαχωρίστηκε συνολικά σε 13 τομείς έρευνας, που θεωρήθηκαν ξεχωριστές αρχαιολογικές θέσεις (π.χ. Ελευθεροχώρι 1, 2 κλπ.). Από τις θέσεις αυτές, μέσω της διάνοιξης ανασκαφικών δοκιμαστικών τομών, αλλά και με επιφανειακές περισυλλογές, ήρθε στο φως ένα σύνολο άνω των λίθινων τέχνεργων (Palli & Papadea 2002, Πάλλη 2007). Ο αριθμός των ευρημάτων αυτών 198

231 καθιστούν το Ελευθεροχώρι το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα διερευνημένο υπαίθριο χώρο παλαιολιθικής δραστηριότητας, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Στη θέση 7 διανοίχτηκαν συνολικά 55 δοκιμαστικές τομές από τις οποίες ήρθαν στο φως άνω των λίθινων τεχνέργων (εικ. 5.6). Η έρευνά μας είχε στη διάθεσή της προς μελέτη ευρήματα από τις δοκιμαστικές τομές Η2 και Ζ2. Αυτές είχαν διαστάσεις 3 x 3 μ. και η ανασκαφική διαδικασία προχώρησε με την αφαίρεση διαδοχικών στρώσεων των 10 εκ., μέχρι και το βάθος του 1,5 μ. περίπου. Όπως και στην περίπτωση της Μολόνδρας, έτσι και στο Ελευθεροχώρι 7 οι αφαιρούμενες αποθέσεις δεν κοσκινίστηκαν. Εικόνα 5.6. Ανασκαφικές τομές στο Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Η στρωματογραφία των τομών Η2 και Ζ2 ήταν ομοιογενής. Αποτελούνταν από το στρώμα 1 (επιφανειακό), μια αργιλική απόθεση καστανέρυθρου χρώματος (5YR 3/3), η οποία χαρακτηριζόταν από την παρουσία ριζών, και από το στρώμα 2, επίσης αργιλικό, χρώματος καθαρού καστανέρυθρου (5YR 4/4), στο οποίο εμφανιζόταν κατά τόπους γκρίζες κηλίδες (εικ. 5.7). Από αυτές τις στρωματογραφικές ενότητες, σύμφωνα με την καταμέτρηση που πραγματοποιήσαμε κατά τον εντοπισμό του αρχαιολογικού υλικού στις αποθήκες της ΛΒ ΕΠΚΑ, ήρθαν στο φως συνολικά τέχνεργα λαξευμένου πυριτόλιθου, ενώ, σύμφωνα και με τα ανασκαφικά ημερολόγια, δεν βρέθηκαν οργανικά κατάλοιπα. 199

232 Εικόνα 5.7. Στρωματογραφία δοκιμαστικής τομής στο Ελευθεροχώρι 7. (Φωτογραφία από το αρχείο της ΛΒ ΕΠΚΑ). Το στρώμα 1 της τομής Η2 ήταν το πλουσιότερο σε αριθμό τεχνέργων (1967). Το στρώμα 1 της τομής Ζ2 ήταν λιγότερο πλούσιο σε ευρήματα (925 τέχνεργα), ενώ από το στρώμα 2 και των 2 δοκιμαστικών τομών ήρθε στο φως παρόμοιος αριθμός τεχνέργων: 377 από την τομή Η2 και 346 από την Ζ2 (πιν. 5.2). Τα ημερολόγια της ανασκαφής περιγράφουν και τις 2 στρωματογραφικές ενότητες των τομών Η2 και Ζ2 ως αδιατάρρακτες (δεν ανιχνεύτηκαν σύγχρονες επιχώσεις, όπως στην περίπτωση της Μολόνδρας), ενώ σε όλες τις περιπτώσεις δεν εντοπίστηκαν αντικείμενα που μεταχρονολογούν την αρχαιολογική απόθεση, όπως για παράδειγμα κεραμική. 5.3 Αρχαιολογική συνάφεια, γενικά χαρακτηριστικά και χρονολόγηση της λιθοτεχνίας Όπως και στην περίπτωση της Μολόνδρας, η πρόσκτηση των ευρημάτων του Ελευθεροχωρίου 7 από στρωματογραφικές ενότητες δοκιμαστικών τομών, θα μπορούσε να επιτρέψει μια, σχετική έστω, χωρο-χρονική ανάλυση του αρχαιολογικού υλικού, με κριτήριο την προέλευσή του (ανά δοκιμαστική τομή και στρώμα). Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε φυσικά πως η αρχαιολογική συνάφεια των λίθινων τεχνέργων ήταν πρωτογενής. Όπως σημειώθηκε στην εισαγωγή της μελέτης μας και στο κεφάλαιο 2, παρότι τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής αξιολόγησης της λιθοτεχνίας ανά δοκιμαστική τομή και στρώμα ήταν αποθαρρυντικά ως προς το ενδεχόμενο αυτό, οι ανασκαφικές αναφορές (απουσία σημειώσεων για ενδεχόμενη ανθρωπογενή τουλάχιστον διατάραξη των αρχαιολογικών αποθέσεων) δεν μπορούσαν να το αποκλείσουν εντελώς. 200

233 Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κύριας μελέτης του αρχαιολογικού υλικού, διαπιστώθηκε πως πολλά από τα τέχνεργα, ανεξαρτήτως προέλευσης, έφεραν ευδιάκριτα ίχνη ανακύλησης και άκρως στομωμένες ακμές. Στο σύνολο της λιθοτεχνίας μόνο το 19,1% (692) των αντικειμένων διατηρούνταν ακέραια, με το ποσοστό αυτό να μην παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ των 2 στρωματογραφικών ενοτήτων των 2 δοκιμαστικών τομών (πιν. 5.1). Αυτή η εικόνα «καταστροφής» καταδεικνύει στο Ελευθεροχώρι 7 έντονες μετα-αποθετικές, πιθανότατα φυσικές, διεργασίες. ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ (ΤΟΜΗ/ΣΤΡΩΜΑ) Η2 1 Ζ2 1 Η2 2 Ζ2 2 ΣΥΝΟΛΟ Ακέραια τέχνεργα ,5% ,5% 95 25,2% 81 23,4% ,1% Σπασμένα τέχνεργα ,5% ,5% ,8% ,6% ,9% Πίνακας 5.1. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της διατήρησης των λίθινων τεχνέργων με κριτήριο την προέλευσή τους. Επιπλέον, παρότι στη μεγάλη τους πλειονότητα (3354, 92,8%), τα λίθινα τέχνεργα φέρουν εκτεταμένη πατίνα (διαβάθμιση 3 ή 4), ένδειξη πως, μετά την απόρριψή του, το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων της λιθοτεχνίας έχει εκτεθεί σε παρόμοιες βιοχημικές συνθήκες, ο εντοπισμός σε όλες τις στρωματογραφικές ενότητες, ορισμένων τεχνέργων με μηδενική ή αρχόμενη πατίνα (πιν. 5.2), πιθανότατα μαρτυρά πως ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν θα πρέπει να επεκταθεί καθολικά. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως πέρα από την πατίνα, ένας μεγάλος αριθμός τεχνέργων (347) της λιθοτεχνίας, ανεξαρτήτως στρωματογραφικής προέλευσης, παρουσιάζει ίχνη καύσης, ενώ ακόμη 34 αντικείμενα μπορούν να πιστοποιήσουν, μέσω χαρακτηριστικών αλλοιώσεων στις επιφάνειές τους, διαδικασίες αναμόχλευσης, λόγω παγετού «cryoturbation». 201

234 ΠΑΤΙΝΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ (ΤΟΜΗ/ΣΤΡΩΜΑ) Η2 επιφανειακό Ζ2 επιφανειακό Η2 1 Ζ2 1 ΣΥΝΟΛΟ Μηδενική 12 0,6% 7 0,8% 3 0,8% 2 0,6% 24 0,7% Αρχόμενη ή περιορισμένη (1,2) 105 5,3% 23 2,5% 18 4,8% 23 6,6% 169 4,7% Εκτεταμένη (3,4) ,1% ,8% ,3% ,9% ,8% «Μικτή» 39 2% ΣΥΝΟΛΟ 18 1,9% 8 2,1% 3 0,9% 68 1,9% Πίνακας 5.2. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων σε σχέση με την προέλευσή τους. Ως προς τον καθορισμό χρονολογικών ενοτήτων, το εξαιρετικά μικρό ποσοστό διατήρησης της λιθοτεχνίας καθιστά τη μεγάλη πλειονότητα των λίθινων τεχνέργων χρονολογικά αδιάγνωστα (2704, 74,8% του συνόλου). Συνολικά 517 αντικείμενα (14,3%) φέρουν τεχνολογικά και τυπολογικά γνωρίσματα της Μέσης Παλαιολιθικής, ενώ άλλα 394 (10,9%) τοποθετούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Και πάλι, η κατανομή των παραπάνω αντικειμένων μέσα στα στρώματα των ανασκαφικών τομών δεν αποτυπώνει κάποιο σταθερότυπο «χρονολογικής στρωματογραφίας». Τα τέχνεργα τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, ήταν αναμεμιγμένα στα στρώματα των τομών Η2 και Ζ2 (πιν. 5.3). ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ (ΤΟΜΗ/ΣΤΡΩΜΑ) Η2 Επιφανειακό Ζ2 Επιφανειακό Η2 1 Ζ2 1 ΣΥΝΟΛΟ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα ,6% ,8% ,8% ,5% ,8% Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής ,2% Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής ,2% 82 8,9% ,4% 43 11,4% 82 21,8% 49 14,2% 53 15,3% ,9% 43,2%* ,3% 56,8%* Πίνακας 5.3. Ελευθεροχώρι 7. Η πολιτισμική χρονολόγηση (ποσοστό και συχνότητα) των τεχνέργων σε σχέση με την προέλευσή τους. *στο σύνολο των διαγνωστικών χρονολογικά τεχνέργων. 202

235 Στο Ελευθεροχωρί 7, τα τέχνεργα τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, στη μεγάλη τους πλειονότητα, φέρουν εκτεταμένη πατίνα (πιν. 5.4). ΒΑΘΜΟΣ ΠΑΤΙΝΑΣ Αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Μηδενική 24 0,9% Αρχόμενη ή περιορισμένη (1,2) 112 4,1% ,2% 21 4,1% Εκτεταμένη (3,4) ,3% ,3% ,6% «Μικτή» 46 1,7% 10 2,5% 12 2,3% Πίνακας 5.4. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της αλλοίωσης της επιφάνειας των τεχνέργων ανά πολιτισμική ομάδα. Η αξιολόγηση του συνόλου των παραπάνω παρατηρήσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι ανά στρωματογραφική ενότητα, απόπειρες επανένωσης συνανήκοντων τεχνέργων σε διακριτές ενότητες λάξευσης δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως και στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7, το δείγμα μας συνθέτει ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό» που ήρθε στο φως από δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Τα διαγνωστικά χρονολογικά στοιχεία του «ψηφιδωτού» αυτού τοποθετούνται στη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ωστόσο, παρά το δευτερογενές πλαίσιο της λιθοτεχνίας από τις δοκιμαστικές τομές Ζ2 και Η2, η γενικότερη τοπογραφική και γεωλογική διαμόρφωση του Ελευθεροχωρίου 7, υπαγορεύει πως τα λίθινα τέχνεργα δεν προέρχονται από κάποιο εντελώς διαφορετικό σημείο του τοπίου. Αντίθετα, αποτελούν πιθανότατα απομεινάρια της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας, που συντελέστηκε μέσα στα όριά του πλατώματος που οριοθετεί την αρχαιολογική θέση. 5.4 Τα χρονολογικά αδιάγνωστα ευρήματα (Ν=2704) Η ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά ευρημάτων στη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, στη μεγάλη της πλειονότητα, αποτελείται από θραύσματα αποκρουσμάτων που στη μέγιστη διάστασή τους δεν ξεπερνούν τα 3 εκ. (84,8%, 2294) (πιν. 5.5). Συνολικά 614 από τα αντικείμενα αυτά έχουν μέγιστη διάσταση κάτω από 1 εκ. (17%). Αν ληφθεί υπόψη το αντίστοιχο στοιχείο για τη 203

236 λιθοτεχνία από τη Μολόνδρα, όπου δεν εντοπίστηκε κανένα θραύσμα αποκρούσματος κάτω από 1 εκ. (πιν. 4.5), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως, παρά την έλλειψη κοσκινίσματος των αρχαιολογικών αποθέσεων στο Ελευθεροχώρι 7 (όπως άλλωστε και στη Μολόνδρα), η εκεί ανασκαφική διαδικασία κατάφερε να είναι πιο ενδελεχής, οδηγώντας έτσι στην πρόσκτηση ευρημάτων πολύ περιορισμένων διαστάσεων. Α ΙΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ ΤΕΧΝΕΡΓΑ (Ν=2704) ΕΙ ΟΣ N % Θραύσματα αποκρουσμάτων <3 εκ. (<1 εκ.) 2294 (614) 84,8 (17) Θραύσματα αποκρουσμάτων >3 εκ ,9 Ακέραια αποκρούσματα 97 3,6 Πρώτες φολίδες 57 2,1 (1,6*) Αδιάγνωστα θραύσματα 129 4,8 Εργαλεία 4 0,1 Πυρήνες 18 0,7 Πίνακας 5.5. Ελευθεροχώρι 7. Ποσοστό και συχνότητα της σύνθεσης της ομάδας των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων. * στο σύνολο της λιθοτεχνίας. Στην αδιάγνωστη χρονολογικά ενότητα τεχνέργων από το Ελευθεροχώρι 7, τα θραύσματα αποκρουσμάτων με μέγιστη διάσταση άνω των 3 εκ., καθώς και τα ακέραια αποκρούσματα τα οποία δεν έφεραν τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τα κατατάξουν σε κάποια συγκεκριμένη χρονολογική φάση, είναι αρκετά λιγότερα (105 και 97 αντίστοιχα), αναλογικά με τα πιο περιορισμένου μεγέθους θραύσματα αποκρουσμάτων. Τα αποκρούσματα των οποίων η άνω όψη καλύπτεται εξ ολοκλήρου από φλοιό είναι λιγότερα (57) αναλογικά με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης, ενώ τα αδιάγνωστα θραύσματα είναι 129. Ακόμη, στην ομάδα των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων περιλάβαμε 3 οπείς και 1 κολόβωση διαμορφωμένη σε φολίδα, εργαλειακούς τύπους που κάποιος θα μπορούσε να συναντήσει σε λιθοτεχνίες τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 204

237 Οι χρονολογικά αδιάγνωστοι πυρήνες είναι 18 (0,7%). Στο σύνολό τους συνθέτουν μια ομάδα μικρών διαστάσεων, πλήρως εξαντλημένων αντικείμενων, που δεν μπορούν να μαρτυρήσουν κάποια οργανωμένη διαδικασία λάξευσης. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μας απέτρεψαν από το να επιχειρήσουμε οποιαδήποτε χρονολογική εκτίμηση για τους πυρήνες αυτούς, καθώς θα μπορούσαν να αποτελούν παραδείγματα μη συστηματικής λάξευσης οποιασδήποτε χρονολογικής φάσης. 5.5 Τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (Ν=517) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Παρά το μεγαλύτερο αριθμό ευρημάτων του δείγματος από το Ελευθεροχώρι 7 συγκριτικά με τις υπόλοιπες θέσεις της μελέτης μας, τα τέχνεργα που με κάποια ασφάλεια μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα μεσοπαλαιολιθικό χρονολογικό ορίζοντα δεν είναι πολύ περισσότερα. Οι 80 πυρήνες και τα 437 αποκρούσματα της ομάδας αυτής, συνιστούν το 14,3% του συνόλου της λιθοτεχνίας και το 56,8% των διαγνωστικών χρονολογικά τεχνέργων (πιν. 5.3). Η κατανομή του μήκους του συνόλου (πυρήνων και αποκρουσμάτων) των ακέραιων τεχνέργων της λιθοτεχνίας (πιν. 5.6) διαφοροποιείται αρκετά από τα ανάλογα στοιχεία των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών της Μολόνδρας και του Τομέα 24. Έτσι, στο Ελευθεροχώρι 7 το μήκος των ακέραιων αποκρουσμάτων (288) εμφανίζει μια ισχυρή συγκέντρωση στην κατηγορία των 2-4 εκ., ενώ η πλειονότητά τους έχει μήκος 2 με 3 εκ. (144, 50%). Τα αποκρούσματα με μήκος άνω των 5 εκ. είναι λίγα και συνιστούν κάτω από το 7% του συνόλου. Ανάλογα μετρικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται και για τους ακέραιους πυρήνες του δείγματος. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μήκος 3 με 4 εκ. (30, 44,1%), ενώ υπάρχουν και αρκετά παραδείγματα πυρήνων (22, 32,4%) με μέγιστη διάσταση κάτω από 3 εκ. Οι πυρήνες με μήκος άνω των 5 εκ. αριθμούν μόνο 3 παραδείγματα. 205

238 ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (Ν=288) Πυρήνες (Ν=68) Σύνολο (πυρήνες & αποκρούσματα) (Ν=356) 1-2 4,2% ,4% % ,2% ,8% ,2% 12 32,4% 22 44,1% 30 19,1% 13 4,4% 3 46,6% % ,4% 44 4,2% ,4% 4 > 7 0,3% 1 0 1,1% 4 0 0,3% 1 Πίνακας 5.6. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα) Οι πρώτες ύλες Στο Ελευθεροχώρι 7, ο πυριτόλιθος αποτελεί το μοναδικό είδος πρώτης ύλης για την κατασκευή των τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Σε όσες περιπτώσεις, λόγω της εκτεταμένης πατίνας, έγινε δυνατό να διαγνωστεί, είναι καλής ποιότητας και λεπτόκοκκος. Τo χρώμα του είναι κυρίως γκρίζο, ενώ σε μικρότερες ποσότητες εντοπίστηκε και πυριτόλιθος χρώματος καφέ ή καφεκόκκινου. Κατά την επιτόπια έρευνα στο Ελευθεροχώρι 7 δεν εντοπίστηκαν δείγματα των παραπάνω ειδών πρώτων υλών στα σημερινά όρια της θέσης, αλλά ούτε και στις γειτονικές της (π.χ. Ελευθεροχώρι 1, 2, 3, 4 κλπ.). Ωστόσο, μια πολύ πιθανή πηγή πρώτων υλών εντοπίστηκε σε απόσταση 1 χλμ. περίπου νότια από το Ελευθεροχώρι και σε χαμηλότερο υψόμετρο ( μ. από τη θαλάσσια στάθμη). Εκεί, σε πρωτογενή απόθεση και διαστρωματωμένος μέσα σε ασβεστολιθικούς σχηματισμούς της Βίγλας, εντοπίστηκε πυριτόλιθος γκρίζου και καφέ χρώματος, υπό τη μορφή πλακετών, φακοειδών, δηλαδή, ενδιαστρώσεων (εικ ). 206

239 17 εκ. Εικόνα 5.8. Πυριτόλιθος σε πρωτογενή απόθεση, νότια της περιοχής του Ελευθεροχωρίου. Εικόνα 5.9. Άποψη από το Ελευθεροχώρι 7 τηςτοποθεσίαςτης πρωτογενούς πηγής πυριτόλιθου της εικόνας

240 5.5.3 Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Η συντριπτική πλειονότητα (91,2%, 73) των μεσοπαλαιολιθικών πυρήνων στο Ελευθεροχώρι 7 εγγράφεται σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης, μαρτυρώντας τη χρήση 3 διαφορετικών μεθόδων για την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων (πιν. 5.7). Την πρώτη από αυτές, και λιγότερο συχνή (12,5%, 10), μαρτυρούν μονοπρόσωπα αποκρουσμένοι πυρήνες, κωνικής μορφολογίας και συνήθως ωοειδούς σχήματος, που είναι λαξευμένοι κεντροφερώς. Η ωφέλιμη επιφάνεια των αντικειμένων αυτών είναι διαχωρισμένη σε 2 όψεις, εκ των οποίων η μια αποτελεί επίπεδο απόκρουσης, ενώ η άλλη έχει το ρόλο του επιπέδου επίκρουσης (εικ i, iii). Η δεύτερη δισκοειδής μέθοδος μαρτυρείται από αμφιπρόσωπα αποκρουσμένους, αμφικωνικούς σε μορφολογία πυρήνες, επίσης ωοειδούς σχήματος (εικ ii-iv-v). Και σε αυτούς τους πυρήνες, οι οποίοι είναι αρκετά περισσότεροι (30, 37,5%) από τους μονοπρόσωπους δισκοειδείς, η ωφέλιμη επιφάνεια είναι διαχωρισμένη σε 2 όψεις, οι οποίες όμως σε αυτή την περίπτωση λειτουργούν ταυτόχρονα και εναλλάξ, ως επίπεδα απόκρουσης και επίκρουσης. Και πάλι η κατεύθυνση της απόκρουσης στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι κεντροφερής. Στο δείγμα μας, ωστόσο, ανιχνεύτηκαν 2 δισκοειδείς αμφιπρόσωποι πυρήνες στη μια όψη των οποίων τα αρνητικά της λάξευσης μαρτυρούν είτε μονοπολική (1) είτε αμφιπολική (1), κατά κύριο λόγο, απόκρουση (π.χ. εικ i) ΣΧΗΜΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois 8,8% 7 Γραμμική 5% 4 Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής 3,8% 3 ισκοειδής 91,2% 73 Μονοπρόσωπη 12,5% 10 Αμφιπρόσωπη 37,5% 30 «Ασπροχάλικο» 41,3% 33 ΣΥΝΟΛΟ 100% 80 Πίνακας 5.7. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. 208

241 Η κλίση της απόσπασης των αποκρουσμάτων, τόσο των αμφιπρόσωπων όσο και των μονοπρόσωπων δισκοειδών πυρήνων, είναι κυρτή ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεών τους. Από τους πυρήνες αυτούς, σύμφωνα με την παρατήρηση των τελευταίων χρονικά αρνητικών της λάξευσης, παράγονται κατά κανόνα τριγωνικά ή πολυγωνικά σε μορφολογία αποκρούσματα, που συνήθως έχουν αναλογίες φολίδας. Τα αντικείμενα αυτά που με τυπολογικούς όρους ταξινομούνται ως αιχμές pseudolevallois ή ψευδο-αιχμές pseudolevallois (Bordes 1961), στην προκειμένη περίπτωση συνιστούν επιθυμητά προϊόντα της λάξευσης, και όχι «τεχνικά»/προκαθορίζοντα + αποκρούσματά της, όπως θεωρητικώς συμβαίνει με αυτού του είδους τα αντικείμενα που προκύπτουν κατά την λάξευση πυρήνων Levallois. Ωστόσο, στις περιπτώσεις των αμφιπρόσωπων δισκοειδών πυρήνων η μια όψη των οποίων μαρτυρεί μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση, φαίνεται σε κάποιο βαθμό να έχουν παραχθεί και επιμήκη αποκρούσματα. Τόσο οι μονοπρόσωποι όσο και οι αμφιπρόσωποι δισκοειδείς πυρήνες φέρουν κατά κανόνα μικρό ποσοστό φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν. 5.8). Είναι διαμορφωμένοι στις περισσότερες των περιπτώσεων σε πλακέτες (πιν. 5.9) και οι μέσες διαστάσεις τους δεν διαφέρουν ουσιαστικά: είναι σχετικά περιορισμένες (χαρακτηριστικά ο μικρότερος δισκοειδής πυρήνας έχει μήκος μόλις 22 χιλ.), μαρτυρώντας εξαντλητική εκμετάλλευση της ωφέλιμης επιφάνειάς τους (πιν. 5.10, εικ. 5.16). Εξαίρεση στην εικόνα αυτή συνιστούν οι 2 αμφιπρόσωποι δισκοειδείς πυρήνες η μια όψη των οποίων μαρτυρεί μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση, οι οποίοι έχουν σχετικά μεγάλες διαστάσεις (πιν. 5.27) ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Levallois Γραμμική (N=4) 50% 2 50% Levallois Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=2) 50% 1 50% ισκοειδής Μονοπρόσωπη (N=8) 62,5% 5 37,5% ισκοειδής Αμφιπρόσωπη (N=26) 80,8% 21 19,2% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=40) 72,5% 29 27,5% Πίνακας 5.8. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 209

242 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 210

243 Ο τρίτος τρόπος παραγωγής αποκρουσμάτων, τον οποίο εντάξαμε σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης, μαρτυρείται από 33 συνολικά πυρήνες (41,3%) (πιν. 5.7), στους οποίους μπορεί να διακριθεί η χρήση της λεγόμενης μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο», την οποία έχει περιγράψει παλιότερα ο Β. Παπακωνσταντίνου (1988, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). 85 Μέχρι και σήμερα, η μέθοδος «Ασπροχάλικο» στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας έχει εντοπιστεί μόνο στη λεγόμενη «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της ομώνυμης βραχοσκεπής. 86 Ο τρόπος αυτός απόκρουσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερος και διακρίνεται κυρίως από τη χρήση μεγάλου πάχους φολίδων ως υπόβαθρα των πυρήνων. 87 Σύμφωνα με την πειραματική αποκατάσταση της χειροπρακτικής διαδικασίας της μεθόδου «Ασπροχάλικο» (από τον Ε. Boëda στο Papaconstantinou 1988), σε μια πρώτη φάση, οι λιθοξόοι προετοίμαζαν με άμεση κρούση ένα επίπεδο επίκρουσης, σε κάποιο σημείο της πλευρικής επιφάνειας της φολίδας που χρησίμευε ως πυρήνας. Εικόνα Η χειροπρακτική διαδικασία της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο», σύμφωνα με τον Β. Παπακωνσταντίνου (1988). 85 Για τους λόγους ένταξης της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο» σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης βλ. ενότητα Βλ. και κεφάλαιο Σε μερικές, ωστόσο, περιπτώσεις ο Β. Παπακωνσταντίνου (1988) αναφέρει πως στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου πυρήνες που έχουν αποκρουστεί με την ομώνυμη μέθοδο, έχουν διαμορφωθεί και σε άλλου είδους υπόβαθρα, π.χ. πλακέτες. 211

244 Με αφετηρία αυτό το προετοιμασμένο επίπεδο επίκρουσης, από την κάτω όψη της φολίδας που έπαιζε το ρόλο του επιπέδου απόκρουσης, και με παράλληλη ή υπoπαράλληλη κλίση απόκρουσης, εξαγόταν μια φολίδα τύπου Kombewa. Από το ίδιο προετοιμασμένο επίπεδο επίκρουσης και σε ορθή γωνία σε σχέση με την προηγούμενη απόσπαση, εξαγόταν μια δεύτερη φολίδα. Αυτές οι 2 προκαταρκτικές αποσπάσεις αποκρουσμάτων διαμόρφωναν με τα αρνητικά της λάξευσής τους την κατάλληλη επιφάνεια και τις προϋποθέσεις, για την τελική παραγωγή ενός αιχμηρού αποκρούσματος. Προκειμένου να συμβεί αυτό, ο λιθοξόος ανανέωνε την προετοιμασία του ήδη υπάρχοντος επιπέδου επίκρουσης, και στη συνέχεια επέφερε χτύπημα στο μέσον, συνήθως, των 2 προηγούμενων αποσπάσεων (εικ. 5.11). Ο Β. Παπακωνσταντίνου (1988) ονόμασε αυτή τη διαδικασία απόκρουσης «Ασπροχάλικο», από τη στιγμή που έναν τέτοιο τεχνολογικό σχήμα, την εποχή διάγνωσής του, δεν είχε κάποιο γνωστό «παράλληλο» στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του ευρασιατικού χώρου. Διαπίστωσε επίσης, πως τα επιθυμητά προϊόντα που προκύπτουν κατά τη χρήση της μεθόδου αυτής, φέροντας όλα τα χαρακτηριστικά των αιχμών pseudolevallois, δεν διαφέρουν από τα επιθυμητά προϊόντα που παράγονται από δισκοειδείς πυρήνες. Για το λόγο αυτό ονόμασε τα επιθυμητά προϊόντα της μεθόδου «Ασπροχάλικο» φολίδες τύπου «Ασπροχάλικο», προκειμένου να τα διαχωρίσει από τις αιχμές pseudolevallois που προκύπτουν από δισκοειδείς πυρήνες (ο.π.) (εικ ). Εικόνα 5.12 Πυρήνες τύπου «Ασπροχάλικο» από την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της ομώνυμης βραχοσκεπής. (Πηγή: Papaconstantinou 1988). Εικόνα 5.13 Αιχμές pseudolevallois/φολίδες τύπου «Ασπροχάλικο» από την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της ομώνυμης βραχοσκεπής. (Πηγή: Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). 212

245 Στη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 και οι 33 πυρήνες που εμείς διαγνώσαμε ότι μαρτυρούν τη χρήση της μεθόδου «Ασπροχάλικο» (εικ ii-iii, 5.15 i-ii) είναι διαμορφωμένοι σε υπόβαθρα φολίδων, 4 εκ των οποίων είναι πρώτες. Τα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων αυτών είναι διαμορφωμένα πάντα στην κάτω όψη των φολίδων και από εκεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχουν αποσπαστεί ημι-κεντροφερώς 3 με 4 αποκρούσματα, με το τελευταίο από αυτά να έχει τριγωνική ή πολυγωνική μορφολογία, προσομοιάζοντας στο σχήμα μιας αιχμής pseudolevallois ή ψευδο-αιχμής pseudolevallois. Μάλιστα στο δείγμα μας, το μέσο μήκος των τελευταίων αποσπασμένων αποκρουσμάτων των πυρήνων «Ασπροχάλικο» είναι σχετικά μεγαλύτερο από το μέσο μήκος των τελευταίων χρονικά αποσπασμένων αποκρουσμάτων των «κλασικών» 88 δισκοειδών πυρήνων (πιν. 5.27). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Κόνδυλος Ν %* Πλακέτα Ν %* Αδιάγνωστο Ν Levallois/ Γραμμική Levallois/Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη 2 33,3 4 66,7 4 ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη ΣΥΝΟΛΟ 3 9, ,9 31 Πίνακας 5.9. Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους. των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης.*στα διαγνωστικά υπόβαθρα. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι πυρήνες της μεθόδου «Ασπροχάλικο» (σε υπόβαθρο φολίδας). Στο σύνολο των πυρήνων που είναι διαμορφωμένοι σε φολίδες, κάποιο μέρος του επιπέδου απόκρουσης (δηλαδή της κάτω όψης των φολίδων) έχει μείνει ανεκμετάλλευτο, κάτι που μας επέτρεψε την διάγνωση του είδους των υποβάθρων. Όπως περιγράφει ο Β. Παπακωνσταντίνου (ο.π.) για τους πυρήνες «Ασπροχάλικο» στην ομώνυμη βραχοσκεπή, έτσι και στο δείγμα μας, τα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων, είναι στο σημείο απόσπασης των αποκρουσμάτων προετοιμασμένα, μέσω της δημιουργίας εδρών. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί μια εικόνα ημι-περιμετρικής συνεχούς, συνήθως, προετοιμασίας, η οποία σε μερικές περιπτώσεις έχει εξαφανίσει τις φτέρνες των αποκρουσμάτων που λειτουργούν ως «παραγωγικά» υπόβαθρα. 88 Εννοούνται οι μονοπρόσωποι ή αμφιπρόσωποι δισκοειδείς πυρήνες, κωνικής ή αμφικωνικής μορφολογίας, οι οποίοι είναι διαμορφωμένοι σε όλων των ειδών τα υπόβαθρα εκτός από φολίδες. 213

246 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 214

247 Στο δείγμα μας, οι πυρήνες που μαρτυρούν τη χρήση της μεθόδου «Ασπροχάλικο» είναι μεγαλύτεροι σε μέσες διαστάσεις (με εξαίρεση το μέσο πάχος τους) από τους μονοπρόσωπους ή αμφιπρόσωπους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες (πιν. 5.10, εικ. 5.16). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική (N=4) 43,5 11,2 34,5 8,3 21 4,9 Levallois/Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (N=2) 37,5 10, ,3 15 9,8 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη (N=8) 32,5 9,7 32 3,8 18,7 8,4 ισκοειδές/ Αμφιπρόσωπη (N=26) 33,2 5,4 30,7 4,9 17,8 3,9 ισκοειδές/ «Ασπροχάλικο» (Ν=28) 36,8 7,2 32,5 6,4 13,6 4,1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Στο Ελευθεροχώρι 7, οι πυρήνες που εγγράφονται σε ένα σχήμα απόκρουσης Levallois είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς της δισκοειδούς «οικογένειας», αριθμώντας 7 μόνο παραδείγματα (8,8%). Πρόκειται για αντικείμενα που έχουν λαξευτεί με τη γραμμική (4, 6%) (εικ iii) ή την επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο (3, 4,5%) (εικ iv), έχοντας παραγάγει στην τελευταία φάση της απόκρουσής τους 1 και μοναδικό ή περισσότερα αποκρούσματα αντίστοιχα. Τα προϊόντα αυτών των πυρήνων, σύμφωνα με τα αρνητικά της λάξευσής τους, είναι ωοειδούς μορφολογίας και έχουν αναλογίες φολίδας. Η επιφάνεια των πυρήνων Levallois είναι διμερώς διαχωρισμένη και λειτουργικά ιεραρχημένη, έχουν προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης, ενώ η κλίση της απόκρουσης είναι λίγο ως πολύ παράλληλη ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεών τους. Οι μέσες διαστάσεις των πυρήνων Levallois είναι μεγαλύτερες από αυτές των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων του δείγματος. Επιπλέον, οι γραμμικοί πυρήνες Levallois έχουν συνήθως μεγαλύτερο μήκος, πλάτος και πάχος από τους επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois (πιν. 5.10, εικ. 5.16). Οι μισοί από τους ακέραιους πυρήνες Levallois φέρουν μηδενικό ποσοστό φλοιού στην επιφάνειά τους, ενώ στους υπόλοιπους ο φλοιός δεν ξεπερνάει το 25% (πιν. 5.8). Στο δείγμα μας, δεν κατορθώθηκε να διαγνωστούν τα υπόβαθρα των γραμμικών πυρήνων 215

248 Levallois, ενώ το 1 διαγνωστικό υπόβαθρο των επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων συνίσταται σε μια αρκετά μεγάλου πάχους πλακέτα (πιν. 5.9). Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Αξίζει να σημειωθεί πως στο δείγμα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ελευθεροχώρι 7, δεν εντοπίστηκε κάποιο παράδειγμα πυρήνα που να μαρτυρά, μέσω των χαρακτηριστικών του, ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων και που να μπορεί να τοποθετηθεί με ασφάλεια σε ένα μεσοπαλαιολιθικό πολιτισμικό ορίζοντα. Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής στο Ελευθεροχώρι 7, οι λιθοξόοι κατά την Εποχή αυτή επιθυμούν να παραγάγουν προϊόντα που έχουν κατά κύριο αναλογίες φολίδας (260, 90,3% των ακέραιων αποκρουσμάτων). Τα αποκρούσματα επιμήκους σχήματος είναι λίγα, περιοριζόμενα σε 28 (8,3%) ακέραια αντικείμενα με αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων και μόνο 4 (1,4%) με αναλογίες λεπίδων. Τα πλέον περιορισμένα σε μήκος αποκρούσματα έχουν συνήθως αναλογίες φολίδας, ενώ οι λίγες λεπιδόμορφες φολίδες και λεπίδες έχουν μήκος άνω των 4 εκ. Το μέσο μήκος και πάχος των λίγων μεσοπαλαιολιθικών λεπίδων είναι μεγαλύτερο 216

249 από αυτό των λεπιδόμορφων φολίδων (πιν , εικ. 5.17). Οι φτέρνες στο σύνολο των αποκρουσμάτων είναι σε παρόμοιο ποσοστό προετοιμασμένες και μη (πιν. 5.15). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες % ,9% ,1% 3 0 ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev ,3% 75 10,7% 9 0 Φολίδες (N=260) 31,4 8,3 29,5 8 9,1 2, ,4% % % 2 19,4% 6 25% 3 50% 2 > % 1 ΣΥΝΟΛΟ 90,3% 260 8,3% 24 3,2% 1 25% ,4% 4 Λεπιδόμορφες φολίδες (N=24) Λεπίδες (N=4) 43,4 12,7 53,7 4,5 26,8 7,1 26,5 1,9 9,7 3,2 10,7 2,9 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). Στο δείγμα μας 276 από τα αποκρούσματα (69,7%) φαίνεται ότι αποτελούν τα παράγωγα, είτε των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, είτε των πυρήνων του τύπου «Ασπροχάλικο» (πιν. 5.13), χωρίς να μπορεί να γίνει κάποια περαιτέρω ασφαλής διάκριση σε σχέση με το θέμα αυτό: όπως σημειώθηκε, τα αρνητικά της λάξευσης τόσο στους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες όσο και στους πυρήνες «Ασπροχάλικο» μαρτυρούν πως τα επιθυμητά τουλάχιστον προϊόντα τους δεν αναμένεται να διαφέρουν ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά τους (σχήμα, αρνητικά λάξευσης). Μια πρώτη ομάδα της παραπάνω κατηγορίας αποκρουσμάτων συνίσταται σε τέχνεργα τριγωνικού σχήματος, που μαρτυρούν κεντροφερή ή ημι-κεντροφερή κατεύθυνση λάξευσης, και θα μπορούσαν να περιγραφούν ως αιχμές pseudolevallois (234) (εικ i-iii, vi-ix, 5.20 ii, vii, 5.21 vii-xiv). Αρκετές από τις αιχμές pseudolevallois φέρουν σε 1 ή σε 2 από τις πλευρές τους, μέρος της αρχικής πλευρικής επιφάνειας του πυρήνα από τον οποίο έχουν προκύψει. 217

250 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή «Ασπροχάλικο»?/ Μονοπολική?/ Αμφιπολική 14,9% 59 69,7% ,9% 43 4,5% 18 ΣΥΝΟΛΟ 100% 396 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. Οι αιχμές pseudolevallois έχουν αναλογίες φολίδας (πιν. 5.14), φτέρνες κατά κύριο λόγο λείες ή διεδρικές (πιν. 5.15) και αρκετά μικρές μέσες διαστάσεις (πιν. 5.16, εικ. 5.18). Χαρακτηριστικά, η μικρότερη ακέραια αιχμή pseudolevallois έχει μήκος μόλις 10 χιλ. (τεχνολογικός άξονας), ενώ ελάχιστα (3) είναι τα παραδείγματα τέτοιου είδους τεχνέργων με μήκος άνω των 5 εκ. Το προφίλ 218

251 των αιχμών pseudolevallois είναι κατά κανόνα ευθύγραμμο, ενώ οι πλευρές τους διατάσσονται συνήθως παράλληλα. Στο δείγμα μας, μια δεύτερη υπο-ομάδα αποκρουσμάτων τα οποία φαίνεται να έχουν προκύψει από τους πυρήνες του δισκοειδούς σχήματος απόκρουσης συνιστούν 29 αντικείμενα με πολυγωνιώδη (συνήθως πενταγωνιώδη ή εξαγωνιώδη) μορφολογία που φέρουν και αυτά κεντροφερή ή ημικεντροφερή αρνητικά λάξευσης (εικ v-vi). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (42) 100% ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή «Ασπροχάλικο» (181) 97,2% 176 2,8% 5 0?/ Μονοπολική (31) 51,6% 16 38,7% 12 9,7% 3?/ Αμφιπολική (11) 83.3% 9 8,3% 1 8,3% 1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Πρόκειται για αποκρούσματα που, όπως έχει σημειωθεί, στη βιβλιογραφία περιγράφονται με τον όρο ψευδό-αιχμές pseudolevallois (Bordes 1961). Στο δείγμα μας, αυτού του είδους τα αντικείμενα έχουν αναλογίες φολίδας ή λεπιδόμορφης φολίδας και συνήθως λείες φτέρνες. Και οι ψευδό-αιχμές pseudolevallois σε μερικές περιπτώσεις φέρουν σε μια ή περισσότερες από τις πλευρές τους ράχη, το προφίλ τους είναι συνήθως ευθύγραμμο, ενώ οι πλευρές τους διατάσσονται παράλληλα. Πέρα από τις 2 αυτές ομάδες αποκρουσμάτων, στο δείγμα μας εντοπίσαμε ακόμη 13 αποκρούσματα που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά των αιχμών pseudolevallois ή των ψευδοαιχμών pseudolevallois (τριγωνική, πενταγωνιώδη ή εξαγωνιώδη μορφολογία) με τη διαφορά πως τα αντικείμενα αυτά θα μπορούσαν να περιγραφούν με τον συμβατικό όρο «ημι-kombewa»: η άνω όψη τους καταδεικνύει στις περισσότερες των περιπτώσεων 1 ή 2 προηγούμενες αποσπάσεις 219

252 αποκρουσμάτων, ενώ η υπόλοιπη επιφάνειά της παρουσιάζει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κάτω όψης αποκρούσματος (εικ iii-iv). Τα αντικείμενα αυτά, για τα οποία μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά πως έχουν προκύψει μέσα από την ιδιαίτερη μέθοδο απόκρουσης των πυρήνων που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες, έχουν παρόμοιες μέσες διαστάσεις με τις ψευδό-αιχμές pseudolevallois του δείγματος (πιν. 5.17) και αρκετά μεγάλο ποσοστό προετοιμασμένων φτερνών. ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ (Ν=352) ΑΝΑ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ Ο ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (44) ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη/ Αμφιπρόσωπη ή «Ασπροχάλικο» (222)?/ Μονοπολική (40)?/ Αμφιπολική (17) Φλοιώδης 2,6% 9 4,5% 2 0,5% 1 5% 2 11,8% 2 Λεία 40,3% ,5% 9 47,3% % 12 17,6% 3 ιεδρική 35,8% ,5% 13 39,2% 87 27,5% 11 35,3% 6 Πολυεδρική 19,6% 69 36,4% 16 12,6% 28 35% 14 35,3% 6 Φτεροειδής 1,7% 6 9,1% 4 0,5% 1 2,5% 1 0 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στο σύνολο των αποκρουσμάτων και ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής. ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής (42) 33,5 6,9 32,3 6,9 9,3 2,6 ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή «Ασπροχάλικο» (181) 29,5 7,5 27,5 7,3 8,8 2,4?/ Μονοπολική (31) 44,3 10,4 32,2 9,4 9,7 4,4?/ Αμφιπολική (11) 40,9 8,3 32 6,9 8,6 2,1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 220

253 Επίσης, από τους δισκοειδείς πυρήνες που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες, φαίνεται να έχουν προκύψει ακόμη 9 φολίδες Kombewa, που παρουσιάζουν 2 «πλήρεις» κάτω όψεις (εικ i-ii). Τα αντικείμενα αυτά έχουν συχνά προετοιμασμένες φτέρνες, εφόσον αποσπώνται μετά την πρώτη προετοιμασία των επιπέδων επίκρουσης των πυρήνων «Ασπροχάλικο». ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Αιχμές pseudolevallois (157) 28,6 7,2 Ψευδό-αιχμές pseudolevallois (16) 36 7,5 Φολίδες «ημί-kombewa» (8) 36 9,5 27,9 7,5 23,2 2,9 25,7 7,3 8,8 2,4 8,4 2,6 9 2 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των προϊόντων των δισκοειδών πυρήνων (ακέραια αντικείμενα). Στο δείγμα της Μέσης Παλαιολιθικής από το Ελευθεροχώρι 7, τα αποκρούσματα που φαίνεται να έχουν προκύψει από τη χρήση της γραμμικής ή της επαναλαμβανόμενης κεντροφερούς μεθόδου Levallois (εικ i-iv), αν και αρκετά (59, 14,9%), υπολείπονται σημαντικά των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν δισκοειδές σχήμα απόκρουσης. Τα αποκρούσματα «Levallois» είναι συνήθως ωοειδή έχουν κεντροφερή αρνητικά λάξευσης και αναλογίες φολίδας. Οι μέσες διαστάσεις αυτών των αντικειμένων είναι λίγο μεγαλύτερες από αυτές των αιχμών pseudolevallois (πιν. 5.16, εικ. 5.18). Οι φτέρνες των αποκρουσμάτων «Levallois» είναι κυρίως διεδρικές ή πολυεδρικές (πιν. 5.15). 89 Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των πυρήνων του δείγματός μας, το 1/4 περίπου των αποκρουσμάτων που ταξινομήσαμε ως μεσοπαλαιολιθικά δημιουργήματα (πολλά από αυτά αποτελούν μεσοπαλαιολιθικούς εργαλειοτύπους) στο Ελευθεροχώρι 7, μαρτυρούν μονοπολική (43, 10,6%) (εικ v, 5.20 iv-v 5.22 v, viii-ix) ή αμφιπολική απόκρουση (18, 4,6%) (εικ iv, 5.20 iii, vi 5.22 vi-vii). Τα αντικείμενα αυτά φέρουν αρνητικά λάξευσης που διατάσσονται παράλληλα (30 αποκρούσματα με μονοπολικά αρνητικά, 17 με αμφιπολικά) ή συγκλίνουν (13 αποκρούσματα με μονοπολικά αρνητικά, 1 με αμφιπολικά). 89 Δεν θα πρέπει πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένα από τα ωοειδή αποκρούσματα να έχουν προκύψει κατά την λάξευση των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, κάτι που θεωρητικώς (βλ. π.χ. Slimak 2003) μπορεί να συμβαίνει. 221

254 Η ομάδα των αποκρουσμάτων με μονοπολικά αρνητικά περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό αντικειμένων με αναλογίες λεπιδόμορφης φολίδας και λεπίδας, ενώ τα αποκρούσματα με αμφιπολικά αρνητικά έχουν κυρίως αναλογίες φολίδας (πιν. 5.14). Το μέσο μήκος, τόσο των «μονοπολικών» όσο και των «αμφιπολικών» αποκρουσμάτων, είναι αρκετά μεγαλύτερο από το μέσο μήκος των υπόλοιπων αποκρουσμάτων του δείγματος (πιν. 5.16, εικ. 5.18), το προφίλ τους μπορεί να είναι ευθύγραμμο ή κυρτό, και οι πλευρές τους σε μερικές περιπτώσεις συστρεμμένες (π.χ. εικ iv). Στο δείγμα μας, η συχνότητα του είδους των φτερνών αυτών των αντικειμένων προσομοιάζει σε αυτή των αποκρουσμάτων που φαίνεται να έχουν προκύψει μέσα από τη γραμμική ή επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο απόκρουσης Levallois (πιν. 5.15). Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Στο Ελευθεροχώρι 7, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά να προκύπτουν κατά τις πρώτες φάσεις εκμετάλλευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, πριν ξεκινήσει η πλήρης, με κεντροφερή κατεύθυνση απόκρουσης, εκμετάλλευσή τους, κάτι που σε θεωρητικό επίπεδο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όπως άλλωστε σημειώθηκε, στο δείγμα μας, τα αρνητικά λάξευσης σε μια από τις όψεις 2 αμφιπρόσωπων 222

255 δισκοειδών πυρήνων (π.χ εικ i), μεγάλων σχετικά διαστάσεων, παρέχουν ενδείξεις υπέρ μιας τέτοιας υπόθεσης. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το ενδεχόμενο ένα μέρος τουλάχιστον των «μονοπολικων» ή «αμφιπολικών» αποκρουσμάτων να μην έχουν κατασκευαστεί στο Ελευθεροχώρι 7, αλλά να έχουν εισαχθεί στη θέση από κάποια ανθρώπινη ομάδα και να έχουν απορριφθεί εκεί. Ως προς τις τεχνικές της λάξευσης κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, το μέγεθος των βολβών της κρούσης του συνόλου των αποκρουσμάτων, αλλά και το μέγεθος των φτερνών τους, καταδεικνύει τη χρήση σκληρού κρουστήρα για την απόσπασή τους, ενώ η κρούση είναι άμεση. 223

256 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 224

257 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. 225

258 5.5.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Συνολικά 78 τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7 φέρουν επεξεργασία, αποτελώντας την εργαλειοτεχνία του συνόλου που μελετήθηκε. Ο αριθμός αυτός είναι αναλογικά μικρότερος από τον αντίστοιχο στις υπόλοιπες θέσεις της παρούσας μελέτης. Υπόβαθρα των εργαλείων αποτελούν αποκλειστικά αποκρούσματα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται από τα τελικά στάδια της απόκρουσης, με την πλειονότητά τους (74,5%, 41) να μην φέρει φλοιό (πιν. 5.18). Παράλληλα, τα υπόβαθρα των εργαλείων έχουν γενικά μεγαλύτερο μέσο μήκος από τα αποκρούσματα που δεν φέρουν επεξεργασία (πιν. 5.19). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=55) % Ν Εργαλεία (Ν=55) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (233) 0% 74, % 18, % 5, ,8% ,1% ,4% 20 4,7% 11 54,9% ,5% % 1, ,2% 10 9% % 0 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα) ,9% ,8% 1 > 7 1,8% 1 2,6% 6 1,3% 3 0 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα). Οι ράσπες αποτελούν το 48,7% του συνόλου των εργαλείων (πιν. 5.20). Η επεξεργασία τους είναι κυρίως φολιδόμορφη, σύντομη και επικλινής, σε μερικές περιπτώσεις όχι τόσο προσεγμένη. Ωστόσο, εντοπίστηκαν και 4 παραδείγματα βαθμιδωτής επεξεργασίας τύπου demi-quina, αρκετά καλής ποιότητας (π.χ. εικ i). Παραπάνω από το 70% των ρασπών είναι διαμορφωμένο σε αιχμές pseudolevallois (πιν. 5.23), γεγονός που έχει επηρεάσει την ιδιαίτερη τυπολογική τους κατάταξη. 226

259 ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=78) % Ν Ράσπες & Μουστέριες αιχμές 48,7% 38 Ευθύγραμμες 5,1% 4 Κυρτές 10,3% 8 Κοίλες 2,6% 2 Εγκάρσιες 9% 7 Ανάστροφες 6,4% 5 Πλαγιοσυγκλίνουσες 10,3% 8 Οδοντωτές 3,8% 3 Μουστέριες αιχμές 1,3% 1 Εγκοπές & Οδοντωτά 44,9% 35 Εγκοπές 19,2% 15 Οδοντωτά 29,5% 23 «Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής» 6,4% 5 Οπείς 5,1% 4 Κολοβώσεις 1,3% 1 Πίνακας 5.20 Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. Έτσι, το ποσοστό εγκάρσιων (εικ v-vii) και πλαγιοσυγκλίνουσων (εικ viii) ρασπών, οι οποίες είναι διαμορφωμένες σχεδόν αποκλειστικά σε αιχμές pseudolevallois, είναι αρκετά αυξημένο (9% και 10,3% αντίστοιχα). Ακόμη, εντοπίστηκαν αρκετές κυρτές (8, 10,3%) (εικ ii-iv) και ανάστροφες (5, 6,4%) (εικ ix) ράσπες. 4 ευθύγραμμες (5,1%), 3 οδοντωτές (3, 3,8%) και 2 κοίλες ράσπες (2,6%), συμπληρώνουν αυτή την ομάδα εργαλείων. Τη μεγαλύτερη μέση έκταση επεξεργασίας παρουσιάζουν οι εγκάρσιες και ευθύγραμμες ράσπες, ενώ ο δείκτης επανεπεξεργασίας είναι ιδιαίτερα χαμηλός για όλους τους τύπους ρασπών (πιν. 5.21). 227

260 ΕΙ ΟΣ ΡΑΣΠΑΣ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. ΕΙΚΤΗΣ ΕΠΑΝ- ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ (Π/π) dev. Ευθύγραμμη (Ν=4) Κυρτή (Ν=8) Ανάστροφη (Ν=5) Εγκάρσια (Ν=7) Πλαγιοσυγκλίνουσα (8) Οδοντωτή (Ν=3) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=35) 7,5 4,6 5,1 2,1 5,6 2,4 8,6 3,1 5,8 1,7 6,3 2,1 6,3 2,7 0,4 0,03 0,36 0,07 0,4 0,14 0,42 0,12 0,48 0,04 0,51 0,05 0,42 0,09 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας και του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών ανά είδος. Στην εργαλειοτεχνία εντοπίστηκε μόνο 1 παράδειγμα Μουστέριας αιχμής, ενώ εγκοπές (εικ ii-iii) και οδοντωτά (εικ iv-vii), ως σύνολο (35, 44,9%), είναι λιγότερα από τις ράσπες (πιν. 5.20). Στο Ελευθεροχώρι 7 τα εργαλεία της «ομάδας της Ανώτερης Παλαιολιθικής» που μπορούν με κάποια σιγουριά να αποδοθούν στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή είναι λίγα (5, 6.4%). Πρόκειται για 4 οπείς (εικ viii) και 1 κολόβωση, που έχουν διαμορφωθεί σε αποκρούσματα τα οποία φαίνεται να έχουν προκύψει είτε από τους δισκοειδείς είτε από τους πυρήνες Levallois του δείγματος. Ο αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια είναι μεγάλος (πιν. 5.22), λόγω ακριβώς των τεχνολογικών χαρακτηριστικών της λιθοτεχνίας. Πρόκειται για πολλές αιχμές pseudolevallois χωρίς επεξεργασία (202), ωστόσο ο αριθμός των αιχμών Levallois χωρίς επεξεργασία είναι σχετικά μικρός (3) (εικ viii-ix). Αιχμές Levallois 3 (+1) Αιχμές pseudolevallois 202 (+32) Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των εργαλείων που παραδοσιακά ταυτίζονται με τεχνολογικά κριτήρια. Σε παρένθεση τα παραδείγματα που φέρουν επεξεργασία και έχουν καταταχθεί ως ξεχωριστοί εργαλειότυποι. 228

261 Όπως σημειώθηκε, τα υπόβαθρα των εργαλείων σε πολύ μεγάλο ποσοστό συνίστανται σε αιχμές pseudolevallois που φαίνεται να προέρχονται από τη λάξευση των δισκοειδών πυρήνων του δείγματος, μονοπρόσωπων, αμφιπρόσωπων ή του τύπου «Ασπροχάλικο». Το χαρακτηριστικό αυτό διακρίνει κυρίως τα υπόβαθρα των ρασπών και των εγκοπών, ωστόσο τα οδοντωτά είναι διαμορφωμένα και σε άλλου είδους υπόβαθρα (πιν. 5.23). Εδώ αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως καμία ψευδο-αιχμή pseudolevallois, φολίδα Kombewa ή ημι-kombewa, δεν έχει επιλεχθεί ως υπόβαθρο εργαλείου. ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή σε υπόβαθρο φολίδας?/ Μονοπολική?/ Αμφιπολική Ράσπες (Ν=29) 13,8% 4 72,4% 21 3,4% 1 10,4% 3 Εγκοπές (Ν=14) 28,6% 4 42,9% 6 7,1% 1 21,4% 3 Οδοντωτά (Ν=21) 33,3% 7 14,3% 3 33,3% 7 19,1% 4 Εργαλεία σύνολο (Ν=69) 23,2% 16 46,4% 32 14,5% 10 15,9% 11 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ρασπών, εγκοπών, οδοντωτών και του συνόλου των εργαλείων. Η μεγάλη πλειονότητα των εργαλείων είναι διαμορφωμένη σε φολίδες, και μόνο στα οδοντωτά το ποσοστό λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων είναι κάπως αυξημένο (πιν. 5.24). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Ράσπες (24) 91,7% 22 8,3% 2 0 Εγκοπές (8) 87,5% 7 12,5% 1 0 Οδοντωτά (18) 77,8% 14 16,7% 3 5,6% 1 Εργαλεία σύνολο (55) 87% 48 11,1% 6 2,9% 1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους του υποβάθρου ανά είδος εργαλείου (ακέραια αντικείμενα). 229

262 Οι φτέρνες των τεχνέργων με επεξεργασία είναι σε μεγαλύτερο βαθμό προετοιμασμένες σε σχέση με ό,τι παρατηρείται για τα ανεπεξέργαστα αποκρούσματα (πιν. 5.25). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Εργαλεία (Ν=64) Τέχνεργα χωρίς επεξεργασία (Ν=288) Φλοιώδης 4,7% 3 Λεία 23,4% 15 ιεδρική 43,8% 28 Πολυεδρική 25% 16 Φτεροειδής 3,1% 2 2,1% 6 44,1% % 98 18,4% 53 1,4% 4 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας στα εργαλεία και στα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία. Κάτι τέτοιο χαρακτηρίζει κυρίως τις ράσπες και τα οδοντωτά, που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό προετοιμασμένων φτερνών ανάμεσα σε όλους τους εργαλειακούς τύπους του δείγματός μας (πιν. 5.26). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ Ράσπες (Ν=29) Εγκοπές (Ν=10) Οδοντωτά (Ν=20) Φλοιώδης 6,9% 2 0 5% 1 Λεία 20,7% 6 ιεδρική 62,1% 18 Πολυεδρική 10,3% 3 40% 4 30% 3 20% 2 15% 3 35% 7 40% 8 Φτεροειδής 0 10% 1 5% 1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ρασπών, των εγκοπών και των οδοντωτών. 230

263 5.5.5 Συζήτηση Τα στοιχεία για τα ορατά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική, μπορούν να ανασυνθέσουν μια βασική εικόνα για την τεχνολογική συμπεριφορά και τη γενικότερη δραστηριότητα των ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, κατά την Εποχή αυτή στη θέση. Δεδομένης της απουσίας λίθινων πρώτων υλών στην περιοχή του Ελευθεροχωρίου, φαίνεται ότι οι ανθρώπινες ομάδες που έδρασαν εκεί κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή προμηθεύονται τους ωφέλιμους λίθινους πόρους τους από αλλού. Οι πρωτογενείς πηγές καλής ποιότητας πυριτόλιθου υπό τη μορφή πλακέτας, που εντοπίστηκαν νότια της θέσης και σε χαμηλότερο υψόμετρο, πιθανότατα αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της λιθοτεχνίας, φαίνεται πως οι πρώτες ύλες στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν φτάνουν αυτούσιες (όπως δηλαδή στην αρχική τους μορφή) στο Ελευθεροχώρι 7. Οι λίγες πρώτες φολίδες στο σύνολο της λιθοτεχνίας (πιν. 5.5) και η απουσία φλοιού από την πλειονότητα των πυρήνων (πιν. 5.8), πιθανότατα μαρτυρούν πως οι πρώτες ύλες συνήθως αποφλοιώνονται στο χώρο συλλογής τους. Κάτι τέτοιο βέβαια αναμένεται να συμβαίνει, όταν οι πρώτες ύλες στην αρχική μορφή τους καλύπτονται από φλοιό. Στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 είναι πιθανό αρκετές πλακέτες πυριτόλιθου να μην φέρουν εξαρχής φλοιό αλλά «φυσικές» επιφάνειες. Παράλληλα, παρότι το γενικό μέγεθος των πλακετών πυριτόλιθου στην πρωτογενή πηγή τους δεν είναι μικρό (εικ. 5.8), η παρατήρηση των διαστάσεων των (λίγων πάντως) πυρήνων διαμορφωμένων σε τέτοιου είδους υπόβαθρα, που στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να έχουν εγκαταλειφθεί σε μια αρχική φάση της λάξευσής τους, μας οδηγεί σε 2 υποθέσεις: είτε οι μεσοπαλαιολιθικές ομάδες επιλέγουν για μεταφορά στη θέση τις μικρότερες από τις διαθέσιμες στην πρωτογενή πηγή πλακέτες, είτε οι πρώτες ύλες μεγάλου αρχικού μεγέθους κατατμούνται σε μικρότερα κομμάτια, πριν μεταφερθούν ή πριν τύχουν εκμετάλλευσης. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί πως και στις λίγες περιπτώσεις όπου στο Ελευθεροχώρι 7 η πρώτη ύλη συνίσταται σε κονδύλους (για τους οποίους πάντως δεν έγινε δυνατό να καθοριστεί η πιθανή προέλευσή τους), αυτοί φαίνεται να είναι επίσης περιορισμένου αρχικού μεγέθους. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί διττά. Αφενός, η μεταφορά και η χρήση μικρού μεγέθους πρώτων υλών ίσως αποτελεί καταρχήν επιλογή των λιθοξόων, εξυπηρετώντας έτσι τους σκοπούς και τα ζητούμενα της λάξευσης. Αφετέρου, αναλογιζόμενοι τις δυσκολίες που προκαλεί μια συνεχώς ανηφορική διαδρομή για την πρόσβαση στο πλάτωμα του Ελευθεροχωρίου 7 (αν υποτεθεί βέβαια πως το σύνολο των πρώτων υλών στη θέση προέρχονται από χαμηλότερο υψόμετρο), είναι λογικό να 231

264 αναμένουμε πως η μεταφορά μικρού βάρους πρώτων υλών είναι κάτι που θα διευκόλυνε τις ανθρώπινες ομάδες στην κινητικότητά τους. Παρά τις πιθανές δυσχέρειες στην προμήθεια των πρώτων υλών (θα πρέπει να σημειωθεί πως ο αριθμός των τεχνέργων που ήρθαν στο φως από τη θέση δεν μαρτυρά έλλειψη πρώτων υλών, αλλά μόνο ιδιαίτερο τρόπο πρόσκτησής τους), φαίνεται ότι οι διαδικασίες λάξευσης του λίθου στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή ήταν συστηματικές, διαφέροντας ωστόσο στην πλειονότητά τους και ως προς την οργάνωση και τους σκοπούς τους, από αυτές που καταγράφηκαν στις υπόλοιπες θέσεις της μελέτης μας (εικ. 5.23). Στο Ελευθεροχώρι 7 η χρήση των μεθόδων απόκρουσης Levallois για την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αντίθετα, το σύνηθες σχήμα απόκρουσης που ακολουθούν οι λιθοξόοι είναι το δισκοειδές και συμπεριλαμβάνει τη χρήση 3 μεθόδων. Οι 2 πρώτες, έτσι όπως μαρτυρούνται από τα χαρακτηριστικά των πολυάριθμων κωνικής και αμφικωνικής μορφολογίας δισκοειδών πυρήνων του δείγματος και σύμφωνα με τις βασικές αρχές που έχουν προταθεί κατά το παρελθόν από τον Ε. Boëda (1993,1994), είναι αρκετά τυπικές. Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7. Στις τομές των πυρήνων οι διακεκομμένες γραμμές (όπου υπάρχουν) συμβολίζουν τον νοητό διαχωρισμό της ωφέλιμης επιφάνειας σε όψεις ενώ οι μαύρες κουκίδες τις ωφέλιμες επιφάνειες απόκρουσης. 232 * Η παραγωγή επίμηκων αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά από τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες είναι υποθετική.

265 Οι λιθοξόοι διαχωρίζουν την ωφέλιμη επιφάνεια των πυρήνων σε 2 όψεις, οι οποίες έχουν συνήθως διπλό, εναλλασσόμενο κατά τη διάρκεια της απόκρουσης, λειτουργικό ρόλο: αποτελούν ταυτόχρονα επίπεδα επίκρουσης και απόκρουσης. Με κεντροφερή συνήθως απόκρουση και κυρτή ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεων του πυρήνα κλίση απόκρουσης, ενέργειες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κυρτότητας στο μέσο περίπου της επιφάνειας των επιπέδων απόκρουσης, παράγονται κατά κύριο λόγο τριγωνικού ή πολυγωνικού σχήματος, προκαθορισμένα σε μορφολογία αποκρούσματα. Κάθε ένα από τα αποκρούσματα αυτά είναι ταυτόχρονα και προκαθορίζον, εφόσον, μετά την απόσπασή του, διαμορφώνει στο επίπεδο απόκρουσης τις κατάλληλες συνθήκες για την παραγωγή του επόμενου. Κάτι τέτοιο είναι ευνόητο ότι συμβαίνει μετά την απόσπαση των πρώτων αποκρουσμάτων, τα οποία μπορεί να έχουν οποιαδήποτε μορφή, εφόσον έχουν προκύψει από ένα «παρθένο» επίπεδο απόκρουσης. Στη μελέτη μας, προκαταρκτικά και για λόγους διάρθρωσης, η μέθοδος «Ασπροχάλικο» εγγράφηκε σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης, μια κατηγοριοποίηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατική. Ο ίδιος ο Β. Παπακωνσταντίνου (1988, βλ. και Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997) σύμφωνα και με τα κριτήρια της εποχής του, σημειώνει πως αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος παραγωγής αποκρουσμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως Levallois. 90 Σε άλλες, ωστόσο, δημοσιεύσεις (π.χ. Huxtable κ.α 1992, Gowlett & Carter 1997, Papagianni 2000) οι πυρήνες, που σύμφωνα με τον Β. Παπακωνσταντίνου (1988) παράγουν τις φολίδες τύπου «Ασπροχάλικο», αναφέρονται ως δισκοειδείς, χωρίς ένας τέτοιος χαρακτηρισμός να δικαιολογείται. Παράλληλα, αφενός ο Ε. Boëda (1997, 2013) θεωρεί ότι η μέθοδος «Ασπροχάλικο» μπορεί να εγγραφεί σε μια δισκοειδή απόκρουση, με την ιδέα ότι μια τέτοιου είδους λάξευση συνιστά μια μορφολογική ποικιλία του δισκοειδούς σχήματος απόκρουσης. 91 Σύμφωνα με αυτή τη λογική οι πυρήνες «Ασπροχάλικο» θα μπορούσαν να απεικονίζουν τις πρώτες φάσεις εκμετάλλευσης υποβάθρων των οποίων η υποτιθέμενη συνέχιση της απόκρουσής τους θα είχε ως αποτέλεσμα η μορφολογία τους να ομοιάζει με αυτή των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων. Αφετέρου ο Ε. Boëda αναφέρει (2013, ) ότι ένας τρόπος παραγωγής, όπως αυτός της μεθόδου «Ασπροχάλικο» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόκρουση «ψευδο-τυπο-αιχμής pseudolevallois». 92 Είναι ευνόητο πως όλα τα παραπάνω προκαλούν μια μικρή σύγχυση. Ως προς το ζήτημα αυτό και σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν υιοθετηθεί στην έρευνά μας σχετικά με τη διάκριση του σχήματος απόκρουσης Levallois και του δισκοειδούς σχήματος 90 Υπό την έννοια ότι κάθε πυρήνας ο οποίος προετοιμάζεται και παράγει προκαθορισμένα σε μορφή προϊόντα μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε μια απόκρουση Levallois (Bordes 1961, βλ. και Bordes 1980). 91 Στη βάση του κριτηρίου της «ομοθετικότητας» η μη των σχημάτων απόκρουσης (Boëda 1997), το οποίο δεν έχουμε υιοθετήσει στη μελέτη μας (βλ. και κεφάλαιο 2). 92 «débitage de pseudo-typo-pointe Levallois». 233

266 απόκρουσης (πιν. 2.1, εικ. 2.1) θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: παρότι στο δείγμα από το Ελευθεροχώρι 7 οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων ομοιάζουν με τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες του δείγματος, ως προς το κριτήριο της ιεράρχησης της ωφέλιμης επιφάνειας τους σε 2 όψεις, εκ των οποίων η μια λειτουργεί ως επίπεδο απόκρουσης και η άλλη ως επίπεδο επίκρουσης (1 ο και 2 ο κριτήριο της δισκοειδούς απόκρουσης σύμφωνα με τον Ε. Boëda), διαφέρουν από τους τελευταίους, ως προς το κριτήριο της κλίσης της απόκρουσης (4 ο κριτήριο). Παρότι σε μερικές περιπτώσεις η κλίση της απόκρουσης στους πυρήνες «Ασπροχάλικο» μπορεί να είναι ελαφρά κυρτή, ως προς το σημείο διατομής των 2 όψεων του πυρήνα, στις περισσότερες των περιπτώσεων εμφανίζεται παράλληλη/υποπαράλληλη. Το κριτήριο της διαμόρφωσης περιφερειακής κυρτότητας στο επίπεδο απόκρουσης του πυρήνα (3 ο κριτήριο) στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθώς η λάξευση στις περιπτώσεις των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων δεν επεκτείνεται συνήθως σε όλη την ωφέλιμη επιφάνεια του επιπέδου επίκρουσης. Επιπλέον, εκ των πραγμάτων, η μορφολογία της κάτω όψης μιας φολίδας παρουσιάζει από τη φύση της περιφερειακή κυρτότητα, χωρίς να χρειάζεται κάτι τέτοιο να προετοιμαστεί. Ακόμη, όπως έχει σημειωθεί στο κεφάλαιο 2, το γεγονός της παραγωγής τόσο από τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες όσο και από τους πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων πανομοιότυπων επιθυμητών προϊόντων (κατά βάση αιχμές pseudolevallois), δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκές κριτήριο της απόδοσης των πυρήνων «Άσπροχάλικο» σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης: πανομοιότυπα επιθυμητά προϊόντα μπορούν να προκύπτουν μέσα από μεθόδους που ανήκουν σε εντελώς διαφορετικά σχήματα απόκρουσης. Αυτό που, τουλάχιστον στο δείγμα μας από το Ελευθεροχώρι 7, φαίνεται να συνδέει «οργανικά» τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες με αυτούς του τύπου «Ασπροχάλικο», και να μπορεί στην προκειμένη περίπτωση, παρεκβατικά έστω, να εντάξει τους τελευταίους σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης, είναι το γεγονός πως σε αρκετές περιπτώσεις το σχήμα και τα αρνητικά λάξευσης των άνω όψεων των φολίδων που έχουν χρησιμοποιηθεί παραγωγικά, καταδεικνύουν πως αυτά τα υπόβαθρα προέρχονται από την απόκρουση -πιθανόν τις αρχικές της φάσεις- των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων: αρκετά αποκρούσματα «pseudolevallois» χρησιμεύουν ως υπόβαθρα των πυρήνων που στη συνέχεια, ακριβώς, παράγουν αιχμές και ψευδο-αιχμές pseudolevallois (π.χ. εικ i). Στο δείγμα μας υπέρ ενός τέτοιου συμπεράσματος συνηγορούν, επίσης, τα στοιχεία για το μέσο μήκος των τελευταίων χρονικά αποσπασμένων προϊόντων των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων και για το μέσο μήκος των πυρήνων «Ασπροχάλικο» (πιν ), αν βέβαια υποτεθεί πως ως υπόβαθρα των πυρήνων «Ασπροχάλικο» χρησιμοποιούνται συνήθως τα πρώτα και μεγαλύτερα σε μέγεθος προϊόντα των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων. 234

267 Θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί πως, παρά το γεγονός ότι στο δείγμα μας η πλειονότητα των πυρήνων «Ασπροχάλικο» φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί έπειτα από την παραγωγή ενός και μόνο επιθυμητού προϊόντος, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πολλά από αυτά τα αντικείμενα να έχουν λαξευτεί περαιτέρω, και να μην γίνεται να διακριθούν από ορισμένους μικρού πάχους, πλήρως εξαντλημένους πυρήνες που κατατάχθηκαν ως «κλασικοί» αμφιπρόσωποι δισκοειδείς, των οποίων το υπόβαθρο δεν κατέστη δυνατό να διαγνωστεί (π.χ. εικ v). Στις περιπτώσεις αυτές κάποιος θα ανέμενε η λίγο ως πολύ παράλληλη κλίση της απόκρουσης που μαρτυρούν οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων να έχει μετατραπεί σε κυρτή, καθώς οι ωφέλιμες επιφάνειες απόκρουσης περιορίζονται και η προετοιμασία εκ νέου των επιπέδων επίκρουσης δυσχεραίνεται. Αν ωστόσο το σύνολο της υπόθεσης αυτής ευσταθεί, τότε γίνεται κατανοητό πως η απόκρουση των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων δεν θα μπορούσε να συνιστά μια κατ ουσία αυτόνομη μέθοδο, αλλά μέρος των «κλασικών» δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης, οι οποίες έχουν απλά εφαρμοστεί σε ένα διαφορετικό είδος υποβάθρου. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ή ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. ισκοειδές/ Μονοπρόσωπη ή Αμφιπρόσωπη ισκοειδές/ «Ασπροχάλικο» 32,5 5,7 36,8 7,2 20,1 5,1 26,4 5,7 29,5 7,5?/ Μονοπολική-Αμφιπολική (48) (3,2) (42) (5,4) 43,4 9,9 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα μας ανά σχήμα/μέθοδο ή κατεύθυνση απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Συνοψίζοντας, φαίνεται πως στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, ένας αριθμός των (συνήθως αρχικών και συχνά θεωρητικώς επιθυμητών) προϊόντων της απόκρουσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, χρησιμοποιούνται από τους λιθοξόους περαιτέρω «παραγωγικά». Το αν η πρακτική αυτή μπορεί να ενταχθεί σε ένα αυτόνομο σχήμα απόκρουσης, αποτελεί μια ξεχωριστή μέθοδο ή ένα «παρακλάδι» της εκμετάλλευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων του δείγματος, συνιστά, κατά τη γνώμη μας, ένα καθαρά θεωρητικό ζήτημα, 235

268 άλυτο προς το παρόν. Στην πράξη ωστόσο, οι ερμηνευτικές προεκτάσεις της διάγνωσης μιας τέτοιας πρακτικής σε σχέση με την τεχνολογική συμπεριφορά των λιθοξόων κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7 μας οδηγεί στην παρακάτω υπόθεση: για την πλειονότητα των διαδικασιών λάξευσης (έτσι όπως αυτές μαρτυρούνται μέσα από τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες και αυτούς σε υπόβαθρα φολίδων), υπάρχει από τη μεριά των ανθρώπινων ομάδων μια καταρχήν επιλογή ή ανάγκη για το όσο δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση των διαθέσιμων πρώτων υλών με την ταυτόχρονη παραγωγή όχι «τυχαίων» αλλά προκαθορισμένων σε μορφή προϊόντων. Ένα άλλο «τεχνολογικό» ζήτημα που προκύπτει από τη μελέτη της λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής στο Ελευθεροχώρι 7, είναι ο εντοπισμός στο δείγμα μας αρκετών, πιθανότατα μεσοπαλαιολιθικής ηλικίας, αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης ένα μέρος των οποίων (κυρίως των «μονοπολικών») έχει αναλογίες λεπιδόμορφων φολίδων ή και λεπίδων. Αντίθετα δεν εντοπίστηκαν παραδείγματα «πλήρως» μονοπολικά ή αμφιπολικά αποκρουσμένων πυρήνων, από τους οποίους τα αποκρούσματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν προκύψει. Το μόνο πιθανό «παράλληλο», ως προς τα παραγωγικά υπόβαθρα αυτού του είδους αποκρουσμάτων, συνιστούν οι 2 αμφιπρόσωποι δισκοειδείς πυρήνες, που στη μία τους όψη φέρουν μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης και οι οποίοι, λόγω του σχετικά μεγάλου μεγέθους τους, μπορεί να ειπωθεί ότι έχουν απορριφθεί σε ένα πρώιμο στάδιο της εκμετάλλευσής τους. Μάλιστα, το μέσο μήκος των αρνητικών λάξευσης στις «μονοπολικές» ή «αμφιπολικές» όψεις των πυρήνων αυτών συμφωνεί σε γενικές γραμμές με το μέσο μήκος των «μονοπολικών» ή «αμφιπολικών» αποκρουσμάτων στο δείγμα μας (πιν. 5.27). Δεν μπορεί λοιπόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά να προκύπτουν κατά τις πρώτες φάσεις απόκρουσης των μονοπρόσωπων ή αμφιπρόσωπων δισκοειδών πυρήνων του δείγματος, πριν ξεκινήσει η, μέχρι την τελική απόρριψη, κεντροφερής λάξευσή τους. Είναι ευνόητο πως το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 έχουμε να κάνουμε με μια διαδοχή διαφορετικών μεθόδων ή και σχημάτων απόκρουσης κατά τη διάρκεια της λάξευσης των πυρήνων. Και πάλι, κατά τη γνώμη μας, η απάντηση σε ένα τέτοιο ζήτημα είναι θέμα θεωρητικής επιλογής. Για παράδειγμα, στη διεθνή βιβλιογραφία (π.χ. Slimak 2003) αναφέρονται περιπτώσεις πλήρως μονοπολικά ή αμφιπολικά αποκρουσμένων πυρήνων, οι οποίοι εγγράφονται σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης (εικ. 5.24). Τα αντικείμενα αυτά αναφέρεται πως βρίσκονται πάντα σε συνάφεια με κεντροφερώς αποκρουσμένους δισκοειδείς πυρήνες. Ωστόσο αν, οι σύμφωνα με τον L. Slimak (o.π.) μονοπολικοί ή αμφιπολικοί δισκοειδείς πυρήνες, συναντούνταν σε μια μη 236

269 «δισκοειδή» λιθοτεχνία, θα μπορούσαν άνετα να περιγραφούν ως μονοπολικοί ή αμφιπολικοί πυρήνες παραγωγής λεπίδων. Το παράδειγμα αυτό (όπως και αυτό της μεθόδου «Ασπροχάλικο») είναι, όπως σημειώσαμε στο κεφάλαιο 2, χαρακτηριστικό της συζήτησης που γίνεται γύρω από το θέμα της πρακτικής της διάκρισης σχημάτων απόκρουσης και επιμέρους μεθόδων τους. Εικόνα «Αμφιπολικός» δισκοειδής πυρήνας σύμφωνα με τον L. Slimak (2003). Όπως και για το θέμα της μεθόδου «Ασπροχάλικο» εμείς θα επιλέξουμε την, κατά τη γνώμη μας, ουσιαστική ερμηνεία του θέματος που συζητείται εδώ. Φαίνεται λοιπόν πως στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή οι λιθοξόοι σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, κατά τις πρώτες φάσεις εκμετάλλευσης ορισμένων πυρήνων, επιθυμούν να παραγάγουν μεγαλύτερα σε διαστάσεις αποκρούσματα (μερικά από τα οποία επιμήκη) μέσω μονοπολικής ή αμφιπολικής λάξευσης. Στη συνέχεια, πιθανόν οι πυρήνες αυτοί και μέχρι την απόρριψή τους λαξεύονται κεντροφερώς, προκειμένου να παραγάγουν, αιχμηρά, μικρότερου μεγέθους αντικείμενα, συνήθως με αναλογίες φολίδας. Δεν θα μπορούσε επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια τέτοιου είδους πρακτική να αποτελεί προσαρμογή στο συνήθως αρχικό περιορισμένο μέγεθος των υποβάθρων των πυρήνων στο Ελευθεροχώρι 7 (κάτι που προκύπτει από τις συνθήκες πρόσκτησης των πρώτων υλών): κατά τη διάρκεια της λάξευσης των πυρήνων, και από κάποιο σημείο και μετά, ίσως να κρίνεται «ασύμφορη» η παραγωγή αποκρουσμάτων με μονοπολική ή αμφιπολική κατεύθυνση λάξευσης και αυτή να μετατρέπεται σε κεντροφερή. Και τα 2 αυτά ενδεχόμενα, σε απόλυτους όρους αφενός, συνιστούν πράγματι μια διαδοχή των μεθόδων απόκρουσης ίσως και των σχημάτων απόκρουσης σε ένα μόνο πυρήνα. Αφετέρου, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μέρος των διαδοχικών χειροπρακτικών και διανοητικών βημάτων που χαρακτηρίζουν μια και μόνο μέθοδο απόκρουσης που μπορεί να εγγραφεί σε ένα συγκεκριμένο σχήμα απόκρουσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση το δισκοειδές. Εξάλλου όπως σημειώθηκε, στην περίπτωση της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 237

270 μια τρίτη ερμηνεία της ύπαρξης των αποκρουσμάτων με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά θα ήταν τα αντικείμενα αυτά να αποτελούν «εισαγωγές» στη θέση. Αφήνοντας κατά μέρος τη θεωρητική εν πολλοίς αυτή συζήτηση και όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, ένα μικρό μέρος μόνο των αποκρουσμάτων που παράγονται τυγχάνει επεξεργασίας, συνήθως τα μεγαλύτερα από αυτά. Παράλληλα, η ποιότητα της επεξεργασίας είναι σε μερικές περιπτώσεις κακή, ενώ ο δείκτης επαν-επεξεργασίας των ρασπών είναι χαμηλός. Καταρχήν, τα στοιχεία αυτά πιθανόν μαρτυρούν πως πολλά από τα αποκρούσματα που παράγονται στη θέση χρησιμοποιούνταν σε διάφορες δραστηριότητες χωρίς περαιτέρω διαμόρφωση, ενώ λίγα από αυτά επαναχρησιμοποιούνται. Κάτι τέτοιο μάλιστα δεν χαρακτηρίζει μόνο τα προϊόντα των δισκοειδών πυρήνων, αλλά και αυτά που φαίνεται να έχουν προκύψει από διαδικασίες λάξευσης Levallois (όπως σημειώθηκε ορισμένα από τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά πιθανόν να αποτελούν «εισαγωγές» στη θέση). Ένας τέτοιος κύριος, ωστόσο, σταθερότυπος, έρχεται σε εμφανή αντίθεση με τις ενδείξεις για την «οικονομική» διαχείριση των πρώτων υλών στο Ελευθεροχώρι 7: ενώ υπάρχει μια επιλογή ή ανάγκη για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραγωγική εκμετάλλευση των πυρήνων, στη συνέχεια τα προϊόντα τους δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται, ως προς την, ορατή τουλάχιστον σήμερα σε εμάς, χρηστική τους ιδιότητα με παρόμοιους «οικονομικούς» όρους. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πολλά εργαλεία να μην μένουν προς χρήση στο Ελευθεροχώρι 7, αλλά να εξάγονται από τη θέση. Θα πρέπει, παράλληλα, να σημειωθεί πως ενώ τα προϊόντα των κεντροφερώς αποκρουσμένων μονοπρόσωπων ή αμφιπρόσωπων δισκοειδών πυρήνων ή των πυρήνων «Ασπροχάλικο» αποτελούν το κυριότερο είδος υποβάθρων ρασπών και εγκοπών, αλλά και του συνόλου των εργαλείων, τα οδοντωτά κατασκευάζονται σε αποκρούσματα που συνήθως προέρχονται από τους λίγους γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois ή σε επιμήκη αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ίσως μερικά από τα οδοντωτά να μην κατασκευάζονται στο Ελευθεροχώρι 7, αλλά όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, να έρχονται ήδη έτοιμα προς χρήση από αλλού. Αν ωστόσο, προκριθεί το σενάριο της παραγωγής των «μονοπολικών» αποκρουσμάτων από δισκοειδείς πυρήνες, τότε γίνεται κατανοητό πως η πιθανή μονοπολική ή αμφιπολική κατεύθυνση απόκρουσης κατά τα πρώτα σταδία της «ζωής» ορισμένων πυρήνων, αποτελεί επιλογή των λιθοξόων που καλύπτει συγκεκριμένες ανάγκες. Σε γενικές γραμμές πάντως είναι χαρακτηριστικό πως η πλειονότητα των κύριων εργαλειακών τύπων στο Ελευθεροχώρι 7 κατασκευάζεται σε θεωρητικώς «επιθυμητά» ζητούμενα της απόκρουσης που προκύπτουν κατά τις τελικές της φάσεις. 238

271 Πέρα από τις παρατηρήσεις αυτές, η ύπαρξη έστω και λίγων εργαλείων κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, μαρτυρά με σιγουριά την τέλεση εργασιών στο χώρο, οι οποίες σύμφωνα με το εύρος της ποικιλομορφίας των εργαλειακών τύπων δεν φαίνεται να είναι εξειδικευμένες. Παράλληλα, μετά το τέλος των όποιων δραστηριοτήτων, μέρος τουλάχιστον των εργαλείων, μετά τη (μικρή) χρήση τους, απορρίπτεται μέσα στα όρια του πλατώματος του Ελευθεροχωρίου Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Ν=394) Σύνθεση της λιθοτεχνίας και μετρικά χαρακτηριστικά Tο 10,9% των τεχνέργων του συνολικού δείγματος από το Ελευθεροχώρι 7 τοποθετείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Το ποσοστό αυτών των ευρημάτων στο σύνολο των διαγνωστικών χρονολογικά αντικειμένων της λιθοτεχνίας είναι 43,2% (πιν. 5.11). Η ενότητα της Ανώτερης Παλαιολιθικής αποτελείται από 53 πυρήνες και 340 αποκρούσματα, 190 από τα οποία φέρουν επεξεργασία. Επεξεργασία φέρει και 1 πλακέτα πυριτόλιθου, η οποία συμπληρώνει την ομάδα των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Τα περισσότερα από τα τέχνεργα έχουν μήκος μεταξύ 2 και 4 εκ. και μόλις 17 (10,9%) ακέραια αποκρούσματα έχουν μήκος άνω των 5 εκ. Παρόμοια κατανομή μήκους με τα αποκρούσματα μαρτυρούν και οι ακέραιοι πυρήνες του δείγματος: συνήθως έχουν μήκος από 2 έως και 4 εκ., ενώ μόλις 2 παραδείγματά τους ξεπερνούν τα 5 εκ. (πιν. 5.28). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Αποκρούσματα (N=154) Πυρήνες (N=41) Σύνολο (πυρήνες+αποκρούσματα) (N=195) 1-2 1,3% 2 0 1% ,6% ,7% ,4% ,1% 11 36,6% 15 36,6% 15 22% 9 4,9% 2 30,3% 59 35,9% 70 23,1% 45 6,7% ,2% 5 > 7 0,6% 1 0 2,6% 5 0 0,5% 1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους ανά είδος τεχνέργου (ακέραια αντικείμενα). 239

272 5.6.2 Οι πρώτες ύλες Τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7 είναι λαξευμένα σε πυριτόλιθο, του οποίου τα είδη και η ποιότητα, σε όσες περιπτώσεις έγινε δυνατό να διαγνωστούν, δεν διαφέρουν σε σχέση με τα ανάλογα στοιχεία που καταγράφηκαν για την ενότητα των μεσοπαλαιολιθικών αντικειμένων στην ίδια θέση. Λεπτόκοκκος, κατά κύριο λόγο γκρίζος, και σε σχετικά μικρότερες ποσότητες καφέ ή καφεκόκκινος πυριτόλιθος, έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των τεχνέργων. Ως προς την προέλευση των πρώτων υλών, και πάλι υπόθεσή μας είναι πως η πλειονότητά τους προέρχεται από την ίδια τοποθεσία (σε απόσταση 1 χλμ. περίπου νότια από την περιοχή του Ελευθεροχωρίου και σε χαμηλότερο υψόμετρο) απ όπου λίθινους πόρους προμηθεύονται και οι ανθρώπινες ομάδες που έδρασαν στη θέση κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή Οι διαδικασίες λάξευσης Παρατηρήσεις στους πυρήνες Στο Ελευθεροχώρι 7 το σύνολο των πυρήνων αυτής της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής εγγράφεται σε ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων. Οι περισσότεροι των πυρήνων (27, 51%) έχουν αποκρουστεί μονοπολικά (πιν. 5.29, εικ i,ii,iii). Έχοντας κυρίως πρισματική μορφολογία (25) και σε πολύ μικρότερη συχνότητα πυραμιδοειδή (2), τα αντικείμενα αυτά είναι συνήθως επιμήκη και φέρουν 1 και μοναδικό επίπεδο επίκρουσης, διαμορφωμένο σε μια από τις «κοντές» πλευρές τους. Αυτό το επίπεδο επίκρουσης στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι στοιχειωδώς προετοιμασμένο. Η απόκρουση, σύμφωνα με τα αρνητικά της λάξευσης αυτών των πυρήνων, αποσκοπεί στην παραγωγή τόσο λεπίδων όσο και μικρολεπίδων (οι πυρήνες που φαίνεται να έχουν παραγάγει αποκλειστικά προϊόντα με αναλογίες λεπίδας είναι μόλις 2-π.χ εικ i), είναι συνήθως ημι-περιστροφική (21) και πιο σπάνια περιστροφική (6). Τα αρνητικά της λάξευσης στο επίπεδο απόκρουσης των μονοπολικών πυρήνων διατάσσονται λίγο ως πολύ παράλληλα/υποπαράλληλα μεταξύ τους, αν και δεν λείπουν και παραδείγματα αρνητικών που συγκλίνουν σε κάποιο σημείο της «παραγωγικής» επιφάνειας, περιστροφικά, ιδίως, αποκρουσμένων πυρήνων (π.χ. εικ ii). 240

273 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 51% 27 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική 47,2% 25 Παραγωγής λεπίδων/ Χιαστί 1,9% 1 ΣΥΝΟΛΟ 100% 53 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων. Οι πυρήνες που καταδεικνύουν τη χρήση μιας αμφιπολικής μεθόδου απόκρουσης είναι επίσης πολυάριθμοι (25, 47,2%) (εικ i,ii,iii). Τα αντικείμενα αυτά είναι όλα πρισματικής μορφολογίας και, όπως και οι μονοπολικοί πυρήνες στο δείγμα μας, λίγο ως πολύ επιμήκη. Έχουν 2 αντωπά επίπεδα επίκρουσης, τα οποία είναι διαμορφωμένα στις «κοντές» πλευρές τους και στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι στοιχειωδώς προετοιμασμένα. Και οι αμφιπολικοί πυρήνες είναι αποκρουσμένοι συνήθως ημι-περιστροφικά (20), έχοντας κατά κανόνα παραγάγει, τόσο λεπίδες όσο και μικρολεπίδες. Και πάλι τα αρνητικά της λάξευσης των πυρήνων αυτών διατάσσονται στα επίπεδα απόκρουσης συνήθως με παράλληλο ή υποπαράλληλο τρόπο, ωστόσο υπάρχουν και παραδείγματα αρνητικών λάξευσης που συγκλίνουν (π.χ. εικ i). Στο δείγμα μας εντοπίσαμε και 1 παράδειγμα πυρήνα που έχει 3 επίπεδα επίκρουσης: τα 2 από αυτά είναι διαμορφωμένα αντωπά, ενώ το τρίτο είναι τοποθετημένο κάθετα στα 2 προηγούμενα, με αποτέλεσμα τα αρνητικά της λάξευσης να «χιάζονται» σε μέρος του επιπέδου απόκρουσης (εικ iv). Ο «χιασμός» των αρνητικών της λάξευσης στην περίπτωση αυτή δεν φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας της διαμόρφωσης κορυφής στον πυρήνα, αλλά αποτελεί το απομεινάρι «παραγωγικών» αποσπάσεων αποκρουσμάτων που έχουν αναλογίες μικρολεπίδας. Τα χαρακτηριστικά αυτά υποδηλώνουν πως κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσής του, πιθανότατα στα τελικά της στάδια, ο πυρήνας αυτός έχει περιστραφεί κατά 90 μοίρες. 93 Η απόκρουση στην προκειμένη περίπτωση έχει μετατραπεί από «κατά μήκος» σε «κατά πλάτος», παραπέμποντας στη χρήση μιας διαφορετικής μεθόδου από αυτή που παρατηρείται στους μονοπολικούς ή αμφιπολικούς πυρήνες του δείγματος. Θα πρέπει να σημειώσουμε πάντως πως οποιοσδήποτε πυρήνας, σε κάποιο 93 Δεν εννοείται εδώ ότι η λάξευση είναι περιστροφική (βλ. κεφάλαιο 2, εικ. 2.3) αλλά ότι έχει μεταβληθεί ο άξονας απόκρουσης του πυρήνα μέσω της περιστροφής του όγκου του κατά 90 μοίρες. Για παράδειγμα όταν η λάξευση ενός πυρήνα μετατρέπεται από μονοπολική σε αμφιπολική τότε ο όγκος του, εκ των πραγματων, έχει περιστραφεί κατά 180 μοίρες. 241

274 στάδιο της εκμετάλλευσής του, μπορεί να έχει περιστραφεί κατά 90 μοίρες και τα ίχνη αυτής της διαδικασίας να έχουν εξαφανιστεί για πάντα, καθώς η απόκρουση προχωράει. Στο πλαίσιο αυτό, η περιστροφή ενός πυρήνα μπορεί να εντάσσεται όχι μόνο σε μια προσπάθεια ποσοτικότερης, αλλά και ποιοτικότερης εκμετάλλευσης της ωφέλιμης επιφάνειάς του. Για παράδειγμα, κάποιο ατύχημα κατά τη λάξευση μπορεί να μεταβάλλει την κατεύθυνση της απόκρουσης, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η παραγωγική διαδικασία. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων οι πυρήνες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7, ανεξάρτητα από τη μέθοδο απόκρουσής τους, είναι, όπως και οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην ίδια θέση, διαμορφωμένοι κατά κανόνα σε πλακέτες (πιν. 5.30). Οι κόνδυλοι είναι λίγοι και συνήθως περιορισμένων αρχικών διαστάσεων. Οι μονοπολικοί και αμφιπολικοί πυρήνες έχουν παρόμοιο, μικρό, ποσοστό φλοιού στην επιφάνειά τους (πιν. 5.31), ενώ παρόμοιες είναι και οι μέσες διαστάσεις τους (πιν. 5.32, εικ. 5.26). ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Κόνδυλος Ν %* Πλακέτα Ν %* Αδιάγνωστο Ν Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=27) 2 14, ,7 13 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=25) 3 23, ,9 12 Παραγωγής λεπίδων/ Χιαστί Ν=1) ΣΥΝΟΛΟ (Ν=53) 18,5% 5 81,5% Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των υποβάθρων των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. *στα διαγνωστικά υπόβαθρα. Ο «χιαστί» πυρήνας του δείγματος δεν φέρει καθόλου φλοιό, είναι μικρότερος σε μήκος αλλά μεγαλύτερος σε πάχος σε σχέση με τις αντίστοιχες μέσες διαστάσεις των υπόλοιπων πυρήνων του δείγματος (πιν , εικ. 5.27). 242

275 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Πυρήνες. 243

276 ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤO ΦΛΟΙΟΥ 0% 1-25% 25-50% 50-75% % Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=20) 55% 11 40% 8 5% Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=20) 65% 13 30% 6 5% Παραγωγής λεπίδων/ Χιαστί (Ν=1) 100% ΣΥΝΟΛΟ (Ν=41) 61% 25 34,1% 14 4,9% Πίνακας 5.31 Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα).. Στο σύνολο σχεδόν των πυρήνων διακρίνεται προσπάθεια για μια στοιχειώδη, έστω, μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης. Κάτι τέτοιο μαρτυρείται από τα ίχνη δημιουργίας κορυφής, κατά κανόνα μερικής, στις πλευρές των πλακετών που συνήθως χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα. ΣΧΗΜΑ/ ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (Ν=20) 36,7 9,1 31,7 7,5 20,4 5,3 Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (Ν=20) 35 8,1 28,9 7,6 8,7 5,2 Παραγωγής λεπίδων/ Χιαστί (Ν=1) Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 244

277 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Όπως και στις 2 άλλες θέσεις της μελέτης, έτσι και στο δείγμα από το Ελευθεροχώρι 7, εντοπίστηκε ένας μεγάλος αριθμός από «τροπιδωτά υπόβαθρα» (με τυπολογικούς όρους 28 τροπιδωτά ξέστρα, εικ i-iii, vi, 9 παχιά ξέστρα-ρύγχη, εικ iv-v, και 4 τροπιδωτές γλυφίδες -εικ iv) που είναι πιθανό να αποτελούν πυρήνες από τους οποίους έχουν προκύψει αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδας. Στο δείγμα μας τα αντικείμενα αυτά είναι διαμορφωμένα σχεδόν αποκλειστικά σε αποκρούσματα μεγάλου πάχους, συνήθως με αναλογίες φολίδας, που φαίνεται να έχουν προκύψει από τους πυρήνες του σχήματος παραγωγής λεπίδων. Ωστόσο σε μια περίπτωση, ένα παχύ ξέστρο-ρύγχος έχει διαμορφωθεί απευθείας σε μεγάλου πάχους πλακέτα. Το μέσο μήκος των «παραγωγικών» αρνητικών λάξευσης των «τροπιδωτών» υποβάθρων είναι κοντά στα 15 χιλ. (πιν. 5.43), αντιπροσωπεύοντας αποσπάσεις αποκρουσμάτων που αναμένεται να φέρουν ίχνη μονοπολικής απόκρουσης και στις περισσότερες των περιπτώσεων να έχουν κυρτό προφίλ. Οι σφηνίσκοι 94 στο Ελευθεροχώρι 7 αριθμούν 5 παραδείγματα με τα εν δυνάμει «παραγωγικά» τους αρνητικά να αντιπροσωπεύουν αποσπάσεις μικρών σε μέγεθος φολίδων (μέσο μήκος 12 χιλ.). Και τα αντικείμενα αυτά συχνά είναι διαμορφωμένα σε μεγάλου πάχους φολίδες, που φαίνεται να 94 Ειδικά στο δείγμα από το Ελευθεροχώρι 7 η διάκριση σφηνίσκων έγινε με πολύ αυστηρά κριτήρια, λόγω των τεχνολογικών χαρακτηριστικών της μεσοπαλαιολιθικής ενότητας της λιθοτεχνίας και της ύπαρξης σε αυτή των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων. 245

278 έχουν προκύψει από τους μονοπολικούς ή αμφιπολικούς πυρήνες παραγωγής λεπίδων του δείγματος (π.χ. εικ iii). Παρατηρήσεις στα αποκρούσματα Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, επιθυμητά προϊόντα των διαδικασιών λάξευσης αποτελούν επιμήκη αποκρούσματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναλογίες λεπίδας (68, 44,2%). Τα ακέραια αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδας είναι 26 (16,4%), ενώ οι ακέραιες λεπιδόμορφες φολίδες είναι 20 (12,9%). Οι ακέραιες φολίδες που με κάποια ασφάλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν κατασκευάσματα της Ανώτερης Παλαιολιθιής Εποχής είναι 40 (26%). Οι λεπίδες και οι λεπιδόμορφες φολίδες είναι τα αποκρούσματα με το μεγαλύτερο μέσο μήκος, ενώ οι φολίδες τα αποκρούσματα με το μεγαλύτερο μέσο πάχος. Οι μικρολεπίδες έχουν το μικρότερο μέσο μήκος (καμία τους δεν ξεπερνά τα 4 εκ.) και πάχος (πιν. 5.33, 5.34, εικ. 5.28). Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). 246

279 ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες % 1 Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες % 1 ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev % 11 4,5% 2 20,5% 9 50% 22 Φολίδες (Ν=40) 35,3 8,5 28,5 6,1 11,7 4, ,4% ,7% ,2% 2 16,4% 9 25% 9 41,8% 23 58,3% ,8% 9 5,5% Λεπιδόμορφες φολίδες (Ν=20) Λεπίδες (Ν=68) Μικρολεπίδες (Ν=26) 40,8 7 42,9 10,6 27,3 4,2 24,2 4,4 19,1 5,1 9,9 2,1 9,3 3,3 9 3,5 5,6 1, % 5 > % Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά είδος (ακέραια αντικείμενα). ΣΥΝΟΛΟ 26% 40 12,9% 20 42,9% 68 16,4% 26 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά κατηγορία μήκους (ακέραια αντικείμενα). Τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων βρίσκονται σε σχετική συμφωνία με τις παρατηρήσεις που έγιναν στους πυρήνες του δείγματος. Η πλειονότητα (104, 57,8%) των προϊόντων της λάξευσης φαίνεται να έχει προκύψει από τους μονοπολικά αποκρουσμένους πυρήνες του δείγματος (πιν. 5.35, εικ i, iii, vi, viii-x, xii ii, 5.32 i-ii, v-vi, v, x). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ % Ν Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική 57,8% 104 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική 42,2% 76 ΣΥΝΟΛΟ 100% 180 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων. 247

280 Στα περισσότερα από τα «μονοπολικά» αποκρούσματα τα αρνητικά της λάξευσης διατάσσονται με παράλληλο ή υποπαράλληλο τρόπο (95), ενώ 9 από αυτά «τηρούν» το κριτήριο σύγκλισής των αρνητικών τους, που τέθηκε στη μελέτη μας. Ως προς το είδος τους, τα ακέραια παραδείγματα αυτών των αποκρουσμάτων συνίστανται κυρίως σε λεπίδες, φολίδες και μικρολεπίδες (πιν. 5.36), που έχουν συνήθως προφίλ ευθύγραμμο και σε λίγες μόνο περιπτώσεις πλευρές ελαφρά συστρεμμένες. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (62) 27,4% 17 9,7% 6 46,8% 29 16,1% 10 Παραγωγής λεπίδων /Αμφιπολική (39) 12,8% 5 20,5% 8 51,3% 20 15,4% 6 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). Αμφιπολική απόκρουση μαρτυρούν συνολικά 76 (42,2%) αποκρούσματα (εικ ii, 5.31 iii-vii, 5.32 iii-iv, vii, xi). Σύγκλιση των αρνητικών της λάξευσης παρουσιάζουν 7 από αυτά. Στην κατηγορία αυτή αποκρουσμάτων οι φολίδες είναι σχετικά λιγοστές (5, 12,8%), ενώ και πάλι οι λεπίδες αποτελούν το κυριότερο είδος υποβάθρου (20, 51,3%) (πιν ). Το προφίλ και αυτών των αποκρουσμάτων είναι κατά κανόνα ευθύγραμμο, όπως και η διάταξη των πλευρών τους. Τα αποκρούσματα τόσο της μονοπολικής όσο και της αμφιπολικής κατηγορίας δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε μέσες διαστάσεις (πιν. 5.37, εικ. 5.29). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) dev. ΠΛΑΤΟΣ (χιλ.) dev. ΠΑΧΟΣ (χιλ.) dev. Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (62) 38 10,8 20,7 7,6 8,3 3,3 Παραγωγής λεπίδων/αμφιπολική (39) 37, ,9 6,6 9 3,1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέση διάσταση των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 248

281 Τα αποκρούσματα που μπορεί να προέρχονται από πυρήνες που σε κάποια φάση της εκμετάλλευσής τους έχουν περιστραφεί κατά 90 μοίρες έμειναν εκτός οποιασδήποτε στατιστικής θεώρησης, από τη στιγμή που είναι αρκετά δύσκολο να διακριθούν. Καταρχήν, μετά την περιστροφή των πυρήνων κατά 90 μοίρες η απόκρουση μπορεί να πραγματοποιείται σε ανεκμετάλλευτη μέχρι πριν επιφάνειά τους, με αποτέλεσμα κάποια από τα παραγόμενα αποκρούσματα να φέρουν μονοπολικά αρνητικά λάξευσης. Επιπλέον, ακόμα και όταν η λάξευση συνεχίζεται σε ήδη εκμεταλλεύσιμη επιφάνεια του πυρήνα (όπως στο παράδειγμα του πυρήνα της εικ iv), τα στη συνέχεια παραγόμενα αποκρούσματα μπορούν να αποτυπώσουν, μέσω των αναμενόμενων «χιαστί» αρνητικών τους, ακριβώς τη στιγμή της διαδικασίας της περιστροφής. Έτσι, τα αντικείμενα αυτά μπορεί να μην διαφέρουν πολλές φορές από αποκρούσματα που μέσω των αρνητικών τους αντανακλούν τη διαδικασία δημιουργίας κορυφής ή τις γενικότερες διαδικασίες μορφοποίησης του επιπέδου απόκρουσης του πυρήνα. Ακολούθως, μετά τις αποσπάσεις των «χιαστί» αποκρουσμάτων, εάν η λάξευση συνεχιστεί με αφετηρία το καινούριο διαμορφωμένο επίπεδο επίκρουσης, τότε και πάλι τα προϊόντα που θα παραχθούν αναμένεται να έχουν μονοπολικά αρνητικά. Στο δείγμα μας πάντως τα αποκρούσματα της εικόνας 5.32 xiii-xiv πιθανόν να προέρχονται από την απόκρουση πυρήνων που σε κάποια φάση της εκμετάλλευσής τους έχουν περιστραφεί κατά 90 μοίρες. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης (ακέραια αντικείμενα). 249

282 Οι φτέρνες στο σύνολο των αποκρουσμάτων είναι σε ποσοστό άνω του 50% μη προετοιμασμένες, κυρίως λείες και γραμμικές. Τα προετοιμασμένα παραδείγματα αφορούν σε φτέρνες κυρίως διεδρικές, ενώ λιγότερες είναι οι πολυεδρικές. Πιο σπάνιες είναι στιγμοειδείς φτέρνες (πιν. 5.38). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Αποκρούσματα σύνολο (Ν=181) Εργαλεία (Ν=101) Τέχνεργα χωρίς επεξεργασία (Ν=80) Φλοιώδης 1,7% 3 Λεία 39,8% 72 ιεδρική 29,3% 53 Πολυεδρική 7,2% 13 Στιγμοειδής 5% 9 Γραμμική 17,1% 31 3% 3 40,6% 41 27,7% 28 7,9% 8 5% 5 15,8% ,8% 31 31,3% 25 6,3% 5 5% 4 18,8% 15 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας του συνόλου των αποκρουσμάτων, των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία. Γραμμικές φτέρνες έχουν με μεγαλύτερη συχνότητα τα αποκρούσματα με αναλογίες μικρολεπίδας, ενώ οι προετοιμασμένες φτέρνες σε αυτού του είδους τα αντικείμενα είναι αναλογικά λιγότερες απ ό,τι στις φολίδες, τις λεπιδόμορφες φολίδες και τις λεπίδες. Η συχνότητα του είδους των φτερνών στα 3 τελευταία αυτά είδη αποκρουσμάτων δεν διαφοροποιείται σημαντικά (πιν. 5.39). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες (Ν=40) Λεπιδόμορφες Φολίδες (Ν=20) Λεπίδες (Ν=68) Μικρολεπίδες (Ν=23) Φλοιώδης 5% Λεία 40% 16 40% 8 41,2% 28 34,6% 9 ιεδρική 30% 12 45% 9 33,8% 23 15,4% 4 Πολυεδρική 7,5% 3 Στιγμοειδής 2,5% ,3% 7 0 1,5% 1 7,7% 2 7,7% 2 Γραμμική 15% 6 15% 3 13,2% 9 34,6% 9 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης. 250

283 Τα αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική απόκρουση έχουν πιο συχνά λείες φτέρνες απ ό,τι αυτά που φαίνεται να έχουν προκύψει από τους αμφιπολικούς πυρήνες του δείγματος (πιν. 5.40). ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική (75) Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική (47) Φλοιώδης 1,3% 1 Λεία 41,3% 31 ιεδρική 34,7% 26 Πολυεδρική 5,3% 4 Στιγμοειδής 1,3% 1 Γραμμική 16% ,8% 14 38,3% 18 8,5% 4 2,1% 1 21,3% 10 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας ανά είδος αποκρούσματος. Ως προς τις τεχνικές της απόκρουσης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, οι περιορισμένοι σε όγκο βολβοί κρούσης αρκετών αποκρουσμάτων, αλλά και οι αρκετές μικρές σε μέγεθος, κυρίως γραμμικές, φτέρνες, πιστοποιούν τη χρήση μαλακού κρουστήρα από τη μεριά των λιθοξόων κατά τη διάρκεια της λάξευσης, πέρα από τον συνήθη σκληρό. Η λάξευση, είτε με σκληρό είτε με μαλακό κρουστήρα, φαίνεται να είναι άμεση. 251

284 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία. 252

285 Εικόνα Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εργαλεία και ανεπεξέργαστα αποκρούσματα. 253

286 5.6.4 Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Στο Ελευθεροχώρι 7, 190 από τα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής φέρουν επεξεργασία. Ως υπόβαθρα για την κατασκευή των εργαλείων χρησιμοποιούνται κατά κανόνα αποκρούσματα, ωστόσο, όπως σημειώθηκε, ένα παχύ ξέστρο-ρύγχος έχει διαμορφωθεί απευθείας σε πλακέτα πυριτόλιθου. Σε ποσοστό άνω του 70% τα ακέραια υπόβαθρα των εργαλείων δεν φέρουν φλοιό, ενώ εντοπίστηκαν 2 μόνο αποκρούσματα με επεξεργασία στα οποία ο φλοιός καλύπτει άνω του 50% της επιφάνειάς τους (πιν. 5.41). Αν η κατανομή του μήκους των εργαλείων ιδωθεί συγκριτικά με αυτή των ανεπεξέργαστων αποκρουσμάτων, γίνεται κατανοητό πως, σε γενικές γραμμές, προς επεξεργασία επιλέγονται αποκρούσματα με σχετικά αυξημένο μήκος. Ωστόσο, οι φτέρνες των εργαλείων δεν διαφοροποιούνται σε σχέση με αυτές των αποκρουσμάτων που δεν φέρουν επεξεργασία (πιν. 5.42). ΜΗΚΟΣ (εκ.) ΕΙ ΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΟΥ Εργαλεία (Ν=88) Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία (66) ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (Ν=88) % Ν 1-2 1,1% 1 1,5% 1 0% % % 5, ,9% ,2% ,1% 23 34,8% 23 36,4% 24 19,7% % 2, % 0 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα) ,8% ,7% 5 > 7 1,1% 1 7,6% 5 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του μήκους των εργαλείων και των αποκρουσμάτων χωρίς επεξεργασία (ακέραια αντικείμενα)

287 Τα ξέστρα αποτελούν το πιο συχνό είδος εργαλείου (πιν. 5.43). ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ (Ν=190) % Ν Ξέστρα 32,6 62 Τροπιδωτά 14,7 28 Παχιά ρύγχη 4,7 9 Λεπτά ρύγχη 2,6 5 Σε λεπίδα 3,2 6 «Απλά» 7,4 14 Γλυφίδες 16,8 32 «Απλές» 10,5 20 ιεδρικές 3,2 6 Πολλαπλές 1,1 2 Τροπιδωτές 2,1 4 Κολοβώσεις 12,1 23 Σε λεπίδα 5,3 10 Σε μικρολεπίδα 4,2 8 Άλλες 2,6 5 Εγκοπές 4,2 8 Σε λεπίδα 4,2 8 Οδοντωτά 8,4 16 Σε λεπίδα 6,3 12 Σε μικρολεπίδα 2,1 4 Οπείς 6,3 12 Λεπίδες με πλευρική επεξεργασία 9,5 18 Λεπίδες με ράχη 2,6 5 Μικρολεπίδες με πλευρική επεξεργασία 1,6 3 Μικρολεπίδες με ράχη 2,6 5 Σφηνίσκοι 2,6 5 Σύνθετα εργαλεία Ξέστρο και οπέας 0,5 0,5 1 1 Πίνακας 5.43 Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα των τύπων των εργαλείων. 255

288 Τα τροπιδωτά είναι ο συνηθέστερος τύπος ξέστρου (28, 14,7%) (εικ i-iii, vi). Είναι κατασκευασμένα σε υπόβαθρα μεγάλου πάχους πολλά από τα οποία, φέροντας τα ίχνη διαμόρφωσης κορυφής, φαίνεται να προέρχονται από τις αρχικές φάσεις απόκρουσης των πρισματικών ή πυραμιδοειδών πυρήνων του δείγματος. Η επεξεργασία των τροπιδωτών ξέστρων είναι παράλληλη ή υποπαράλληλη, συνήθως ημι-απότομη και προσεγμένη. Τα «απλά» ξέστρα, διαμορφωμένα συνήθως σε φολίδες, έχουν επίσης ένα σημαντικό ποσοστό στο δείγμα μας (14, 7,4%) (εικ x-xii). Και σε αυτό το είδος εργαλείου η επεξεργασία είναι αρκετά προσεγμένη, φολιδόμορφη, επικλινής και συνήθως σύντομη, διαμορφώνοντας καλοσχηματισμένα μέτωπα. Αρκετά είναι και τα παχιά ξέστρα-ρύγχη (εικ iv-v) που, όπως και τα τροπιδωτά ξέστρα, είναι διαμορφωμένα μέσω ημι-απότομης, παράλληλης ή υποπαράλληλης επεξεργασίας, σε υπόβαθρα μεγάλου πάχους. Εντοπίστηκαν ακόμη 6 (3,2%) ξέστρα σε λεπίδες (εικ viii-ix) και 4 λεπτά ξέστρα-ρύγχη (εικ vii) με φολιδόμορφη επεξεργασία που διαμορφώνει 1 ή 2 ώμους. Ως προς τη μέση έκταση της επεξεργασίας, τα τροπιδωτά ξέστρα στο δείγμα μας είναι πρώτα στον σχετικό πίνακα (5.44), ακολουθούμενα από τα παχιά ξέστρα-ρύγχη. ΕΙ ΟΣ ΞΕΣΤΡΟΥ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ χιλ. dev. Τροπιδωτά ξέστρα (28) Παχιά Ξέστρα-ρύγχη (9) Λεπτά ξέστρα-ρύγχη (4) Ξέστρα σε λεπίδες (6) «Απλά» ξέστρα (14) ΣΥΝΟΛΟ (29) 15,5 4,9 14,4 3,2 4 1,4 5 2,6 5,9 2,9 11 6,3 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μέσος όρος της έκτασης της επεξεργασίας των ξέστρων ανά είδος. Οι γλυφίδες αριθμούν στο δείγμα μας 32 (16,8%) παραδείγματα. Είναι κυρίως «απλές» (εικ i) (20, 10,5%) και διεδρικές (εικ ii-iii) (6, 3,2%). Οι τροπιδωτές γλυφίδες (εικ iv), όπως σημειώθηκε προηγουμένως, είναι 4 (2,1%), με 3 παραδείγματα διαμορφωμένα σε παχιές φολίδες και 1 σε λεπίδα. Εντοπίστηκαν ακόμη 2 (1,1%) πολλαπλές γλυφίδες. 256

289 Αρκετές στο δείγμα μας είναι και οι κολοβώσεις, διαμορφωμένες με απότομη επεξεργασία (23, 12,1%), κυρίως στην άνω απόληξη λεπίδων (10, 5,3%) και μικρολεπίδων (8, 4,2%) (εικ v). Ακόμη, εντοπίστηκαν 5 (2,6%) λοξές κολοβώσεις σε επιμήκη αποκρούσματα. Εγκοπές και οδοντωτά σε λεπίδες (εικ vii-ix) και μικρολεπίδες (εικ ix-x) έχουν ποσοστό 12,6% του συνόλου των εργαλείων. Οι οπείς της εργαλειοτεχνίας είναι 12 (6,3%) και είναι διαμορφωμένοι κυρίως σε φολίδες (εικ x). Εντοπίστηκαν επίσης 19 (10%) λεπίδες με πλευρική, παράλληλη ή υποπαράλληλη, επικλινή επεξεργασία (εικ v-vi). Άλλα 5 (2,1%) επιμήκη αποκρούσματα (2 εκ των οποίων τοξοειδούς μορφολογίας) ταξινομήθηκαν ως λεπίδες με ράχη. Αυτή διαμορφώνεται με απότομη ή ημιαπότομη, παράλληλη επεξεργασία (εικ i-ii). Ράχη διαμορφωμένη με ημι-απότομη ή απότομη επεξεργασία φέρουν και 5 (2,6%) μικρολεπίδες (εικ vi-vii). Άλλες 3 (1,6%) μικρολεπίδες φέρουν σύντομη, μερική ή συνεχή, επικλινή επεξεργασία, η οποία είναι άμεση (2) ή αμφιπρόσωπη (1) (εικ.5.32 iv-v). Τα αντικείμενα αυτά ταξινομήθηκαν ως μικρολεπίδες με πλευρική επεξεργασία, αν και με παραδοσιακά κριτήρια συχνά αναφέρονται και ως μικρολεπίδες τύπου Dufour. 95 Tέλος, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, εντοπίστηκαν 5 (2,6%) σφηνίσκοι (εικ iii), αλλά και 1 (0,5%) σύνθετο εργαλείο που συνδυάζει ξέστρο και οπέα. Στο σύνολο των εργαλείων, οι λεπίδες αποτελούν το κυριότερο είδος υποβάθρου, ακολουθούμενες από τις φολίδες. Ωστόσο, τα ξέστρα είναι διαμορφωμένα κυρίως σε φολίδες, κάτι που οφείλεται στο μεγάλο αριθμό τροπιδωτών ξέστρων και παχιών ξέστρων-ρυγχών που εντοπίστηκαν στη λιθοτεχνία. Αντίθετα, οι γλυφίδες διαμορφώνονται συνήθως σε λεπίδες (πιν. 5.45). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες Ξέστρα (27) 70,3% 19 18,5% 5 11,1% 3 0 Γλυφίδες (12) 25% 3 25% 3 50% 6 0 Εργαλεία σύνολο (88) 32,9% 29 14,8% 13 39,8% 35 12,5% 11 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα τους είδους των υποβάθρων των ξέστρων, των γλυφίδων και του συνόλου των εργαλείων (ακέραια αντικείμενα). 95 Sensu de Sonneville Bordes & Perrot Τα τελευταία χρόνια πάντως (π.χ Lucas 1997, Teyssandier 2007) ο όρος μικρολεπίδα Dufour χρησιμοποιείται κυρίως, προκειμένου να περιγράψει μικρολεπίδες που συνήθως έχουν συστρεμμένες πλευρές και κυρτό προφίλ, και θεωρητικά έχουν προκύψει από «τροπιδωτά υπόβαθρα» (τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύγχη-τροπιδωτές γλυφίδες). Για το θέμα αυτό βλ. και Kuhn 2002α. 257

290 Ως προς τις μεθόδους απόκρουσης που μαρτυρούν τα εργαλεία, αυτές δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σοβαρά σε σχέση με ό,τι καταγράφηκε και για τα τέχνεργα χωρίς επεξεργασία. Κάτι τέτοιο χαρακτηρίζει και τις μεγάλες τυπολογικές ομάδες της εργαλειοτεχνίας, τα ξέστρα και γλυφίδες (πιν. 5.46). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ Παραγωγής λεπίδων/ Μονοπολική Παραγωγής λεπίδων/ Αμφιπολική Ξέστρα (Ν=44) Γλυφίδες (Ν=22) Εργαλεία σύνολο (Ν=110) 52,3% 23 54,5% 12 54,6% 60 47,7% 21 45,6% 10 45,4% 50 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των υποβάθρων ξέστρων, γλυφίδων, και του συνόλου των εργαλείων. Οι φτέρνες των ξέστρων και των γλυφίδων στην πλειονότητά τους δεν είναι προετοιμασμένες (πιν. 5.47), κάτι που χαρακτηρίζει και το σύνολο των εργαλείων (πιν. 5.38). ΕΙ ΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Στιγμοειδής Γραμμική Ξέστρα (31) 3,2% 1 35,5% 11 38,7% 12 9,7% 3 3,2% 1 9,7% 3 Γλυφίδες (16) 6,3% 1 37,5% 6 31,3% 5 12,5% 2 6,3% 1 6,3% 1 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Ποσοστό και συχνότητα του είδους φτέρνας των ξέστρων και των γλυφίδων Συζήτηση Η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της λιθοτεχνίας της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Ελευθεροχώρι 7 μας οδηγεί σε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις που αφορούν στην τεχνολογική συμπεριφορά και σε πτυχές της δραστηριότητας των ανθρώπινων ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν κατά την Εποχή αυτή στη θέση. 258

291 Στο Ελευθεροχώρι 7, όπως και κατά τη Μέση έτσι και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, φαίνεται πως οι λιθοξόοι προμηθεύονται λίθινες πρώτες ύλες από περιοχές εκτός της θέσης. Οι πρωτογενείς πηγές πυριτόλιθου, υπό τη μορφή πλακέτας, σε χαμηλότερο υψόμετρο και σε μικρή απόσταση, νότια του Ελευθεροχωρίου, φαίνεται ότι αποτελούν και πάλι αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης. Όπως και κατά τη Μέση Παλαιολιθική, αυτές οι καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες φαίνεται ότι πιθανώς εισάγονται στη θέση, αφού έχει προηγηθεί μείωση του αρχικού μεγέθους τους, προκειμένου να μεταφερθούν ευκολότερα. Στη λιθοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7 και σε περιορισμένες ποσότητες, συναντώνται επίσης λίθινες πρώτες ύλες υπό τη μορφή μικρού μεγέθους κονδύλων (με άγνωστη ωστόσο προέλευση), οι οποίες στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι μεταφέρονται αυτούσιες προς εκμετάλλευση. Τα χαρακτηριστικά των πυρήνων και των αποκρουσμάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο Ελευθεροχώρι 7 καταδεικνύουν οργανωμένες διαδικασίες λάξευσης του λίθου επί τόπου, οι οποίες έχουν οριοθετημένους στόχους. Οι τρόποι παραγωγικής εκμετάλλευσης των λίθινων πρώτων υλών μαρτυρούν την υιοθέτηση από μεριάς των λιθοξόων ενός σχήματος απόκρουσης παραγωγής λεπίδων και μονοπολικών/αμφιπολικών μεθόδων, που ως ζητούμενο έχουν την παραγωγή προϊόντων επιμήκους σχήματος (εικ. 5.33). Εικόνα Ανασύνθεση των βασικών σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7. Στα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων οι μαύρες κουκίδες συμβολίζουν την εν δυνάμει επέκταση της απόκρουσης στην περιφέρεια του πυρήνα. *η παραγωγή μικρολεπίδων από τροπιδωτά υπόβαθρα 259 και φολίδων από σφηνίσκους είναι υποθετική.

292 Επίσης στο Ελευθεροχώρι 7, τα συνηθέστερα υπόβαθρα των πυρήνων -πλακέτες- φαίνεται ότι απαλλάσσουν τους λιθοξόους από σύνθετες διαδικασίες μορφοποίησης της ωφέλιμης, παραγωγικής επιφάνειάς τους. Οι φυσικές γωνίες αυτού του είδους των υποβάθρων τα καθιστούν σε ένα βαθμό «φυσικώς προ-μορφοποιημένα», κάτι που, συνήθως, έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μερικών και όχι ολικών κορυφών (π.χ. εικ xii, xv) για την μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης και την έναρξη της απόσπασης αποκρουσμάτων. Για τον ίδιο λόγο, και η προετοιμασία των επιπέδων επίκρουσης των πυρήνων είναι συνήθως στοιχειώδης. Οι πυρήνες στο Ελευθεροχώρι 7 στη μεγάλη τους πλειονότητα, καταδεικνύουν 2, συμβατικά καθορισμένες από εμάς, φάσεις «ζωής». Η απόκρουση ξεκινάει με την παραγωγή λεπίδων, ενώ στα τελικά στάδιά της παράγονται αποκλειστικά μικρολεπίδες. 96 Στο δείγμα μας, απουσιάζουν σχεδόν πλήρως οι πυρήνες που έχουν παραγάγει αποκλειστικά λεπίδες (εντοπίστηκαν μόνο 2, σχετικά μεγάλου μεγέθους παραδείγματα τέτοιου είδους πυρήνων π.χ. εικ i), ενώ τα αποκρούσματα που παρουσιάζουν αναλογίες λεπίδων αποτελούν την πλειονότητα. Παράλληλα, αρκετοί πυρήνες φαίνεται να έχουν παραγάγει τόσο λεπίδες όσο και μικρολεπίδες, ενώ οι πλέον μικροί σε διαστάσεις πυρήνες έχουν παραγάγει αποκλειστικά μικρολεπίδες. Με τις παρατηρήσεις αυτές συμφωνεί το γεγονός ότι το μέσο μήκος του τελευταίου αποσπασμένου αποκρούσματος των πυρήνων που έχουν παραγάγει αποκλειστικά λεπίδες ή μικρολεπίδες είναι παρόμοιο με το μέσο μήκος των αντίστοιχων αποκρουσμάτων της λιθοτεχνίας (πιν. 5.48). ΕΙ ΟΣ ΠΥΡΗΝΑ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΓΜΑΤΟΣ Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Μήκος (χιλ.) dev. Λεπίδων Μικρολεπίδων 31 10,2 42 1,3 22,8 4,1 42,9 10,6 27,3 4,2 Πίνακας Ελευθεροχώρι 7, ΑνώτερηΠαλαιολιθικήΕποχή. Μέσο μήκος των πυρήνων λεπίδων και μικρολεπίδων, του τελευταίου χρονικά αποσπασμένου αποκρούσματός τους και των αντίστοιχων αποκρουσμάτων στο δείγμα που μελετήθηκε (ακέραια αντικείμενα). Στο ίδιο πλαίσιο, τα στοιχεία για τη διαχείριση των πρώτων υλών κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, μαρτυρούν πως υπάρχει μια ανάγκη ή επιλογή για όσο το δυνατόν παραγωγικότερη εκμετάλλευση των ωφέλιμων λίθινων πόρων, κάτι που συμφωνεί με τις 96 Κατά τις αρχικές φάσεις της απόκρουσης, φυσικά, παράγονται και άλλου είδους αποκρούσματα, όπως λεπιδόμορφες φολίδες και φολίδες. 260

293 παρατηρήσεις που έγιναν για την προέλευσή τους, αλλά και τη μορφή με την οποία αυτοί μεταφέρονται στη θέση. Οι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πλήρως εξαντλημένοι πυρήνες και το μικρό μέγεθος των αποκρουσμάτων, υπαγορεύουν ένα σταθερότυπο για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση των λίθινων πρώτων υλών. Ενδεικτική πιθανόν, ως προς την τελευταία αυτή παρατήρηση, είναι και η πρακτική περιστροφής ορισμένων πυρήνων κατά 90 μοίρες, κατά τη διάρκεια της λάξευσης. Όπως και στην περίπτωση της Μολόνδρας, έτσι και στο Ελευθεροχώρι 7, τα λιγοστά ακέραια αποκρούσματα με αρνητικά λάξευσης που συγκλίνουν (5 «μονοπολικά» και 2 «αμφιπολικά») δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ασφαλών συμπερασμάτων για την πιθανότητα ύπαρξη μιας «αυτόνομης» συγκλίνουσας μεθόδου απόκρουσης. Και στο Ελευθεροχώρι 7, ωστόσο, ορισμένοι πυρήνες μαρτυρούν πως αποκρούσματα που αναμένεται να φέρουν συγκλίνοντα αρνητικά, φαίνεται πως παράγονται μαζί με αποκρούσματα των οποίων η διάταξη των αρνητικών της λάξευσης είναι παράλληλη/υποπαράλληλη. Και στο Ελευθεροχώρι 7 εντοπίστηκαν μια σειρά από «εναλλακτικοί», εν δυνάμει, πυρήνες όπως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» και τους σφηνίσκους. Παρότι στην περίπτωση της ανασκαφής στη θέση αυτή ήρθε στο φως μια μεγάλη ποσότητα τεχνέργων μικρών διαστάσεων, δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε προϊόντα που με ασφάλεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχουν προκύψει από τα αντικείμενα αυτά. Όπως σημειώθηκε, στην περίπτωση των «τροπιδωτών υποβάθρων» το μέσο μήκος των «παραγωγικών» αρνητικών της λάξευσής τους είναι κοντά στα 15 χιλ., ενώ η μικρότερη ακέραια μικρολεπίδα του διαθέσιμου δείγματος έχει μήκος 18 χιλ. Και στην περίπτωση των σφηνίσκων το μικρό μέγεθος των εν δυνάμει «παραγωγικών» αρνητικών λάξευσης δεν επιτρέπει ασφαλείς θεωρήσεις σε σχέση με τα πιθανά προϊόντα τους στο δείγμα μας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως και στις άλλες θέσεις της μελέτης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παραγωγής αποκρουσμάτων από «τροπιδωτά υπόβαθρα» ή σφηνίσκους. Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί πως τόσο τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» όσο και οι σφηνίσκοι (όπως και στις άλλες θέσεις της μελέτης), φαίνεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων να έχουν διαμορφωθεί σε αποκρούσματα που προέρχονται από τη λάξευση των πυρήνων παραγωγής λεπίδων του δείγματος, μονοπολικών ή αμφιπολικών. 97 Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, ενα σημαντικό μέρος των προϊόντων της απόκρουσης περνούν από μια νέα φάση τεχνικής διαδικασίας και διαμορφώνονται περαιτέρω 97 Για το θέμα του σχήματος απόκρουσης που θα μπορούσαν να εγγραφούν τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» και οι σφηνίσκοι βλ. ενότητες και αντίστοιχα. 261

294 με επεξεργασία. Ως υπόβαθρα των εργαλείων φαίνεται ότι επιλέγονται ποικίλου είδους αποκρούσματα που προέρχονται από διάφορες φάσεις της εκμετάλλευσης των πυρήνων, συνήθως όχι όμως από αυτή της ενδεχόμενης αποφλοίωσής τους (ούτως ή άλλως οι πρώτες ύλες στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται σε μεγάλο ποσοστό να μεταφέρονται ήδη αποφλοιωμένες ή να απαντώνται χωρίς φλοιό στην αρχική τους μορφή). Έτσι, ορισμένες μορφές ξέστρων (π.χ. τροπιδωτά, παχιά ρύγχη) διαμορφώνονται σε αρκετές περιπτώσεις σε αποκρούσματα που προκύπτουν κατά την μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων, ενώ για τη διαμόρφωση ράχης ή για πλευρική επεξεργασία επιλέγονται αποκρούσματα που θα ονομάζαμε επιθυμητά προϊόντα, λεπίδες και μικρολεπίδες. Η ποικιλομορφία των εργαλειοτύπων στη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 μαρτυρά πως εκεί κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή τελούνται μια σειρά από εργασίες, μετά το τέλος των οποίων, τα μέσα για την υλοποίησή τους απορρίπτονται μέσα στα όρια της θέσης. 5.7 Συμπεράσματα Τα λίθινα τέχνεργα που μελετήθηκαν από το Ελευθεροχώρι 7 συνθέτουν ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό» που ήρθε στο φως από δευτερογενή αρχαιολογική συνάφεια. Τα διαγνωστικά χρονολογικά τέχνεργα της λιθοτεχνίας τοποθετούνται στη Μέση και στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Όπως και για τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης, δεν μπορούν να διατυπωθούν στο σημείο αυτό εκτιμήσεις για μια πιο συγκεκριμένη ενδο-πολιτισμική τοποθέτηση των μεσοπαλαιολιθικών τεχνέργων του Ελευθεροχωρίου Αντίθετα, η πλειονότητα των χαρακτηριστικών των τεχνέργων της Ανώτερης Παλαιολιθικής, παραπέμπει σε μια πρώιμη φάση της Εποχής αυτής, με κύρια αναφορά στην Ωρινιάκια (π.χ. ύπαρξη τροπιδωτών ξέστρων, τροπιδωτών γλυφίδων, ξέστρωνρυγχών). Ωστόσο, και από το Ελευθεροχώρι 7 δεν λείπουν μεμονωμένα δείγματα εργαλειοτύπων, όπως λίγες μικρολεπίδες με ράχη, που μπορούν να τοποθετηθούν σε μια Γκραβέτια ή Επιγκραβέτια φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Αυτές οι «υλικές» μαρτυρίες μπορούν προκαταρκτικά να καταδείξουν μια συνεχή ανθρώπινη δραστηριοποίηση στο πλάτωμα του Ελευθεροχωρίου 7, κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του Ανώτερου Πλειστόκαινου. Κάτι τέτοιο φαντάζει φυσιολογικό αν κάποιος αναλογιστεί την, με παλαιοπεριβαλλοντικούς και παλαιογεωγραφικούς όρους, καίρια και «στρατηγικής» σημασίας θέση της ευρύτερης περιοχής του Ελευθεροχωρίου για τις προϊστορικές ομάδες κυνηγώντροφοσυλλεκτών. Η θέση βρίσκεται σε σημαντικά μεγάλο υψόμετρο που επιτρέπει τον οπτικό 98 Θέμα πάντως που εξετάζεται στο κεφάλαιο

295 έλεγχο μιας πολύ μεγάλης έκτασης, που φτάνει μέχρι και τα παράλια της Θεσπρωτίας. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια από τις λίγες φυσικές διαβάσεις που κάποιος μπορεί να συναντήσει σε μια δύσβατη ορεινή περιοχή, κατά τη διάρκεια μιας νοητής πορείας από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ηπείρου και αντίστροφα. Επίσης, οι υδάτινοι πόροι που θα συγκεντρώνονταν στις καρστικές λεκάνες της περιοχής του Ελευθεροχωρίου θα συγκέντρωναν γύρω τους μια σειρά από ωφέλιμους φυσικούς και ζωικούς πόρους. Το αν ωστόσο το Ελευθεροχώρι 7, όπως και οι υπόλοιπες θέσεις της μελέτης, αποτέλεσε μια σταθερή βάση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ή μια προκαθορισμένη θέση στάσης στο πλαίσιο των μετακινήσεών τους στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, δεν είναι κάτι που μπορεί με σιγουριά να ειπωθεί. Αυτό πάντως που μαρτυρούν ορισμένα, ορατά σήμερα σε εμάς, στοιχεία του υλικού πολιτισμού, οι ερμηνευτικές προεκτάσεις των οποίων μπορούν να φωτίσουν παραμέτρους της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι πως η θέση χρησιμοποιήθηκε πολυδιάστατα, τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά τις πρώιμες, τουλάχιστον, φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Όπως καταδεικνύει η παρατήρηση της σύνθεσης των λιθοτεχνιών των 2 αυτών χρονολογικών φάσεων (εικ. 5.34), φαίνεται ότι ομάδες του ανθρώπου του Νεάντερταλ και Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων επιτέλεσαν ποικίλες όσο και παρόμοιες δραστηριότητες στο Ελευθεροχώρι 7: λάξευση του λίθου επί τόπου, διαμόρφωση εργαλείων, χρήση και απόρριψη τουλάχιστον πολλών από αυτών μέσα στα όρια της θέσης. Ωστόσο στο Ελευθεροχώρι 7, διαπιστώνεται μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τις πρακτικές διαμόρφωσης εργαλείων κατά την Ανώτερη και τη Μέση Παλαιολιθική: τα τέχνεργα που διαμορφώνονται σε εργαλεία κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή είναι αναλογικά πολύ περισσότερα από αυτά της Μέσης Παλαιολιθικής. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική Πυρήνες Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Συγκριτικό γράφημα της σύνθεσης των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 263

296 Η απόκλιση αυτή, ενδεχομένως να οφείλεται στη μεθοδολογία χρονολογικού διαχωρισμού της λιθοτεχνίας. Για παράδειγμα πολλά από τα τέχνεργα που θεωρήσαμε αδιάγνωστα χρονολογικά ελλείψει ασφαλών τεχνολογικών και τυπολογικών γνωρισμάτων, μπορεί να αποτελούν κατασκευάσματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής και αν εντασσόταν σε αυτή την ενότητα να αποκαθιστούσαν την συζητούμενη «στατιστική ανωμαλία». Κάτι τέτοιο, μπορεί επίσης, όπως σημειώθηκε, να μαρτυρά πως τουλάχιστον κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή πολλά από τα προϊόντα της απόκρουσης του λίθου χρησιμοποιούνται χωρίς να διαμορφώνονται περαιτέρω με επεξεργασία. Στην τελευταία περίπτωση μια τέτοια υπόθεση θα πρέπει να προστεθεί στην ούτως ή άλλως ιδιαίτερη εικόνα της λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής στο Ελευθεροχώρι 7. Οι ερμηνευτικές πάντως προεκτάσεις του θέματος της διαφοροποίησης της αναλογίας εργαλείων/ανεπεξέργαστων αποκρουσμάτων μεταξύ των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7, συζητείται και παρακάτω, στο κεφάλαιο 6. Πέρα από την παραπάνω διαφορά, φαίνεται πως στο Ελευθεροχώρι 7, τόσο οι ομάδες του Homo Neanderthalensis όσο και αυτές του Homo sapiens, χρησιμοποίησαν τις ίδιες πηγές πρώτων υλών για τη δημιουργία των χρηστικών τους αντικειμένων. Ακόμη, τους λίθινους αυτούς πόρους τα 2 είδη φαίνεται να τους διαχειρίστηκαν, ως ένα βαθμό, με μια παρόμοια «οικονομική» λογική. Κάτι τέτοιο μαρτυρούν οι συχνά πλήρως εξαντλημένοι πυρήνες τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (σε αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα 18 παραδείγματα πλήρως εξαντλημένων πυρήνων που τοποθετήθηκαν στην ενότητα των αδιάγνωστων χρονολογικά τεχνέργων), αλλά και τα γενικά μετρικά χαρακτηριστικά των λίθινων τεχνέργων των 2 χρονολογικών φάσεων (εικ. 5.35). 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Μέση Παλαιολιθική Ανώτερη Παλαιολιθική >5 εκ. 3-5 εκ. 0-3 εκ. Εικόνα Ελευθεροχώρι 7. Συγκριτικό γράφημα της κατανομής του μήκους των ακέραιων τεχνέργων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 264

297 Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην εικόνα 5.35 μαρτυρά και πάλι (όπως και με το θέμα της διαμόρφωσης εργαλείων) μια μικρή διαφορά στις «οικονομικές συνήθειες» των ανθρωπίδων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7: τα λίθινα τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής είναι γενικά μικρότερα σε μέγεθος απ ό,τι αυτά της Ανώτερης. Αν όμως τα στοιχεία αυτά συγκριθούν με τους αντίστοιχους δείκτες που καταγράφηκαν για το Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 3.29) και τη Μολόνδρα (εικ. 4.27), τότε μπορεί να υποστηριχθεί, τουλάχιστον προκαταρκτικά, ότι στο Ελευθεροχώρι 7 παρατηρείται μια γενική διαχρονική τάση για προσεκτική και όσο το δυνατόν πιο επωφελή παραγωγικά διαχείριση των λίθινων πρώτων υλών. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. 265

298 6. ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό τα παλαιογεωγραφικά και παλαιοπεριβαλλοντικά γνωρίσματα των 3 θέσεων της μελέτης, καθώς και τα χαρακτηριστικά του υλικού τους πολιτισμού, συγκρίνονται μεταξύ τους, προκειμένου να καταδειχθούν ομοιότητες και διαφορές σε σχέση με τις «οικιστικές» 99 και τεχνολογικές επιλογές των ανθρώπινων ομάδων, τόσο στη συγχρονία όσο και στη διαχρονία. Επιπροσθέτως, εξετάζεται πως μπορούν να ερμηνευτούν οι σταθερότυποι και οι διαφοροποιήσεις που αναδύονται μέσα από τη διαδικασία αντιπαραβολής, και τι μπορούν τα στοιχεία αυτά να καταδείξουν σε σχέση με την ανθρώπινη δραστηριότητα. 6.1 Παλαιοπεριβάλλον και παλαιογεωγραφία Εξετάζοντας συγκριτικά τα παλαιοπεριβαλλοντικά και παλαιογεωγραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων της μελέτης μας μπορούν να εντοπιστούν αρκετά κοινά στοιχεία, αλλά και ορισμένες ουσιαστικές διαφορές. Οι αρχαιολογικοί χώροι στο Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 εντοπίζονται σε αρχαίους, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης, υγρότοπους, έτσι όπως μαρτυρούν οι αποθέσεις ερυθρογής συσσωρευμένες σε καρστικές κοιλότητες. Πέρα από τους υδάτινους, φυτικούς και ζωικούς πόρους που αναμένεται να συγκεντρώνονταν στα παλαιοπεριβάλλοντα αυτά, επιπλέον, και οι 3 θέσεις της μελέτης φαίνεται να βρίσκονται σε άμεση επαφή πηγές καλής ποιότητας λίθινων πρώτων υλών. Στη Μολόνδρα αυτοί οι υψηλής σημασίας, για τις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, φυσικοί πόροι συναντούνται μέχρι και σήμερα μέσα στη θέση, ενώ στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 και του Μεγάλου Καρβουναρίου, οι προϊστορικοί λιθοξόοι μπορούσαν να προμηθευτούν καλής ποιότητας πυριτόλιθο από γειτονικές τοποθεσίες. Τα παλαιογεωγραφικά χαρακτηριστικά των 3 θέσεων διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, αν και όλες βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της παράκτιας (Bailey κ.α 1997, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000), και, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992), δυτικής ευνοϊκής προς κατοίκηση, ζώνης της Ηπείρου. Ουσιαστικά πάντως καμία από τις 3 θέσεις δεν θα μπορούσε 99 Η έκφραση «οικιστικές επιλογές» στην παρούσα εργασία και για όσες φορές χρησιμοποιείται, σε καμία περίπτωση δεν θέλει να σημάνει την επιλογή χώρων προς μόνιμη κατοίκηση. Άλλωστε το υπάρχον παλαιολιθικό αρχαιολογικό απόθεμα όχι μόνο στις 3 θέσεις της μελέτης μας, αλλά και στο σύνολο των θέσεων (υπαίθριων ή προφυλαγμένων) της βορειοδυτικής Ελλάδας, δεν μπορεί να αποκαλύψει αν μερικοί, έστω, από τους χώρους αυτούς χρησιμοποιήθηκαν όντως για μόνιμη κατοίκηση. Αντίθετα χρησιμοποιούμε την έκφραση «οικιστικές επιλογές», με ένα γενικό περιεχόμενο, προκειμένου να σημάνουμε την επιλογή των χώρων στους οποίους δραστηριοποιούνται οι ανθρωπίδες. 266

299 να θεωρηθεί σε απόλυτους όρους παράκτια, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε πως κατά το μεγαλύτερο μέρος του Ανώτερου Πλειστόκαινου η θαλάσσια στάθμη ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τη σημερινή (εικ. 1.19). Παρότι η Μολόνδρα είναι η πλέον κοντινή στα σημερινά παράλια θέση, το υψόμετρό της, καθώς και το ανάγλυφο μέσα στο οποίο βρίσκεται, της προσδίδουν ένα χαρακτήρα «ημιορεινό». Αντίθετα το Μεγάλο Καρβουνάρι, στην κοιλάδα του Κωκκυτού ποταμού και σε μεγαλύτερη απόσταση από τα παράλια σε σχέση με τη Μολόνδρα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια θέση με χαρακτηριστικά «πεδινά». Τέλος, το Ελευθεροχώρι 7, στα ανατολικά, όρια τόσο της παράκτιας όσο και της δυτικής ευνοϊκής προς κατοίκηση ζώνης της Ηπείρου, αποτελεί την πλέον «εσωτερική» θέση της μελέτης μας. Το υψόμετρο και το ανάγλυφό της, την κατατάσσουν σε μια καθαρά «ορεινή» θέση. Παρά τις διαφορές αυτές, ορισμένα άλλα γεωγραφικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων της μελέτης μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια για άλλου είδους ομαδοποιήσεις. Έτσι, η Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 βρίσκονται σε μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης πλατώματα που αποτελούν στην ουσία φυσικές διαβάσεις μεταξύ ορεινών όγκων. Το χαρακτηριστικό αυτό τις καθιστά προνομιακά σημεία «ελέγχου» αυτών των φυσικών διαβάσεων, ενώ ταυτόχρονα το υψόμετρό τους επιτρέπει στις ανθρώπινες ομάδες την οπτική επόπτευση μεγάλων σχετικά εκτάσεων. Αντίθετα, το Μεγάλο Καρβουνάρι, παρότι δεν διαθέτει το προνόμιο του οπτικού «ελέγχου» της γύρω περιοχής, συγκεντρώνει άλλα ελκυστικά χαρακτηριστικά, που οι 2 άλλες θέσεις της μελέτης δεν φαίνεται να διαθέτουν: η μεγάλη σε έκταση πόλγη που οριοθετεί στην ουσία τη θέση αυτή, αναμένεται να συγκέντρωνε στις παρυφές της πολλαπλάσιους ωφέλιμους, προς εκμετάλλευση, ζωικούς και φυσικούς πόρους, αναλογικά με τις μικρές σε έκταση δολίνες στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι πόροι αυτοί στο Μεγάλο Καρβουνάρι ήταν διαθέσιμοι σε πιο μόνιμη βάση και όχι μόνο εποχικά. Επιπλέον, εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το Μεγάλο Καρβουνάρι και η Μολόνδρα, γειτνιάζοντας με τα πλούσια παλαιοπεριβάλλοντα κύριων ποτάμιων όγκων (Κωκκυτός και Καλαμάς αντίστοιχα), διαφέρουν στο σημείο αυτό από το Ελευθεροχώρι Ο υλικός πολιτισμός Συγκρινόμενα στη συγχρονία, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των σταδίων της εγχειρηματικής αλυσίδας της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μαρτυρούν μια σειρά από ομοιότητες και διαφορές. Οι ερμηνευτικές προεκτάσεις των στοιχείων αυτών μπορούν να καταδείξουν ανάλογες ομοιότητες και διαφοροποιήσεις στις τάσεις που χαρακτηρίζουν την 267

300 τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων που, σε κάθε περίπτωση, δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν τα λίθινα τέχνεργα Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Οι πρώτες ύλες Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, είναι κατασκευασμένες σε καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες, των οποίων όμως η ιδιαίτερη μορφή και ο τρόπος πρόσκτησης, φαίνεται να διαφέρει σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Στη Μολόνδρα ο πυριτόλιθος που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι εντοπίζεται μέσα στην ίδια τη θέση με τη μορφή μεγάλου μεγέθους κονδύλων και πλακετών, ενώ στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να προέρχεται από την ευρύτερη «περιφέρεια» των θέσεων, και σε κάθε περίπτωση όχι από απόσταση μεγαλύτερη των 3 χλμ. Παρά την γενική αυτή ομοιότητα ανάμεσα στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7, ο τρόπος πρόσκτησης και μεταφοράς των πρώτων υλών στις 2 αυτές θέσεις διαφοροποιείται. Στην πρώτη περίπτωση κόνδυλοι και πλακέτες πυριτόλιθου μεταφέρονται συνήθως αυτούσιοι στη θέση προς εκμετάλλευση, έτσι όπως μαρτυρείται από τα πολλά πρώτα αποκρούσματα της λιθοτεχνίας του Τομέα 24. Αντίθετα, στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 οι πρώτες ύλες, υπό τη μορφή κυρίως πλακετών, συνήθως προ-διαμορφώνονται στον τόπο συλλογής τους, προκειμένου να μειωθεί το αρχικό μέγεθός τους ή στις περιπτώσεις που φέρουν φλοιό, μερικώς να αποφλοιωθούν. Παράλληλα, και οι λίγοι κόνδυλοι που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα των πυρήνων στο Ελευθεροχώρι 7 έχουν μικρό αρχικό μέγεθος, ωστόσο στην περίπτωση αυτή, δεν φαίνεται να αποφλοιώνονται στον τόπο συλλογής τους, αλλά μεταφέρονται αυτούσιοι στη θέση. Οι διαδικασίες λάξευσης Σε σχέση με το καθαυτό «παραγωγικό στάδιο» της εγχειρηματικής αλυσίδας, οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των 3 θέσεων, ως προς τα βασικά τουλάχιστον σημεία τους, διαφέρουν: τα σύνολα από το Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα μπορούν να ομαδοποιηθούν απέναντι σε αυτό από το Ελευθεροχώρι 7. Παρότι, καταρχήν, και στις 3 θέσεις η απόκρουση του λίθου ως κύριο ζητούμενο έχει την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων με αναλογίες φολίδας, στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, πέρα από τις φολίδες, εντοπίστηκαν και αρκετά επιμήκη αποκρούσματα (με λόγο 268

301 μήκους-πλάτους άνω του 1,5), που έχουν αναλογίες λεπιδόμορφης φολίδας και λεπίδας, σε ένα σημαντικό όσο και παρόμοιο ποσοστό. Αντίθετα, το ποσοστό των επιμηκών αποκρουσμάτων στο Ελευθεροχώρι 7 είναι αναλογικά αρκετά μικρότερο (εικ. 6.1). 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% 1,5 >1,5 ΛΟΓΟΣ ΜΗΚΟΥΣ-ΠΛΑΤΟΥΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ Μ. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα. Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα 6.1. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του λόγου μήκους πλάτους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Ανά είδος, τα αποκρούσματα της λιθοτεχνίας του Ελευθεροχωρίου 7 παρουσιάζουν το μικρότερο μέσο μήκος ανάμεσα στις θέσεις της μελέτης (εικ. 6.2). Εικόνα 6.2. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκος και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης. 269

302 Μια ακόμη εντονότερη «μετρική» διαφορά ανάμεσα στα σύνολα από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα σε σχέση με αυτό από το Ελευθεροχώρι 7 παρατηρείται, αν ιδωθεί συγκριτικά η κατανομή του μήκους των ακέραιων μεσοπαλαιολιθικών πυρήνων και αποκρουσμάτων ανεξαρτήτως του είδους τους (εικ ). ΜΗΚΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ 50% 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. Μ. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα 6.3. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής του μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). ΜΗΚΟΣ ΠΥΡΗΝΩΝ 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. M. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα 6.4. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής του μήκους των ακέραιων πυρήνων στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα δεν εντοπίστηκαν ακέραιοι πυρήνες με μήκος κάτω των 3 εκ., ενώ στο Ελευθεροχώρι 7 οι πυρήνες αυτού του μεγέθους αποτελούν το 1/3 περίπου του συνόλου. Τα ακέραια αποκρούσματα με μήκος κάτω από 3 εκ. είναι υπερτριπλάσια στο Ελευθεροχώρι 7 συγκριτικά με τις 2 άλλες θέσεις. Παράλληλα, πυρήνες και αποκρούσματα με μήκος άνω των 5 εκ. είναι αναλογικά πολύ λιγότερα στο Ελευθεροχώρι 7 απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. 270

303 Μια επίσης «διχοτομημένη» εικόνα παρουσιάζει και η συχνότητα των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης που υιοθετούνται κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στις 3 θέσεις, με τις λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα να μπορούν και πάλι να «ομαδοποιηθούν» απέναντι σε αυτή από το Ελευθεροχώρι 7. Η απόκρουση Levallois αποτελεί τον κύριο τρόπο παραγωγής επιθυμητών προϊόντων στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, με το ποσοστό χρήσης, ωστόσο, των διαφόρων μεθόδων αυτού του σχήματος, να διαφέρει σε κάποια σημεία ανάμεσα στις 2 θέσεις (εικ. 6.5). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ Levallois/Γραμμική M. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Levallois/Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής Levallois/Επαναλαμβανόμενη Μονοπολική Levallois/Επαναλαμβανόμενη διπολική ισκοειδές/μονοπρόσωπη ισκοειδές/αμφιπρόσωπη ισκοειδές/"ασπροχάλικο" Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική 0% 5% 10% 15% 20% 25% 30% 35% 40% 45% Εικόνα 6.5. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδους απόκρουσης των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Έτσι, οι πυρήνες που μαρτυρούν τη χρήση της γραμμικής μεθόδου Levallois είναι αναλογικά περισσότεροι στο Μεγάλο Καρβουνάρι απ ότι στη Μολόνδρα, ενώ το αντίστροφο παρατηρείται για αυτούς που έχουν λαξευτεί με την επαναλαμβανόμενη κεντροφερή μέθοδο, που ανήκει στην ίδια «οικογένεια» απόκρουσης. Ενώ οι πυρήνες της τελευταίας κατηγορίας έχουν παρόμοιες μέσες διαστάσεις στις 2 θέσεις, οι γραμμικοί πυρήνες Levallois στο Μεγάλο Καρβουνάρι έχουν αρκετά μικρότερο μέσο μέγεθος απ ότι τα αντίστοιχα αντικείμενα στη Μολόνδρα (εικ. 6.6). Οι πυρήνες 271

304 που έχουν αποκρουστεί με την επαναλαμβανόμενη μονοπολική μέθοδο Levallois είναι αναλογικά λίγο περισσότεροι στη Μολόνδρα απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι, ενώ κάτι αντίστροφο παρατηρείται για τους αμφιπολικούς πυρήνες της κατηγορίας αυτής. Στο σύνολό τους πάντως, οι πυρήνες που μαρτυρούν επαναλαμβανόμενη μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση Levallois, είναι στη Μολόνδρα μεγαλύτεροι σε μέσο μέγεθος απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.6). Εικόνα 6.6. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Η απόκρουση Levallois συνυπάρχει στις 2 αυτές θέσεις με «δευτερεύοντα» ποσοτικώς σχήματα απόκρουσης, έτσι όπως αυτά μαρτυρούνται από τους δισκοειδείς πυρήνες και τους πυρήνες παραγωγής λεπίδων που εντοπίστηκαν. Οι μονοπρόσωπα ή αμφιπρόσωπα αποκρουσμένοι δισκοειδείς πυρήνες είναι αναλογικά περισσότεροι στη Μολόνδρα απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι, έχοντας ωστόσο στην πρώτη περίπτωση μικρότερες μέσες διαστάσεις. Οι μονοπολικοί πυρήνες παραγωγής λεπίδων είναι αναλογικά περισσότεροι στη Μολόνδρα και έχουν μικρότερο μέσο μέγεθος απ ότι στο Μεγάλο Καρβουνάρι, ενώ η αντίστροφη ακριβώς εικόνα παρατηρείται για τους αμφιπολικά αποκρουσμένους πυρήνες παραγωγής λεπίδων στις 2 αυτές θέσεις (εικ ). 272

305 Τόσο στη Μολόνδρα όσο και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, οι πυρήνες στο σύνολό τους διαμορφώνονται με παρόμοια συχνότητα σε υπόβαθρα κονδύλων και πλακετών, ανεξαρτήτως του σχήματος ή της μεθόδου απόκρουσής που έχει χρησιμοποιηθεί για την κατάτμησή τους (εικ. 6.7). Παράλληλα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι πυρήνες και στις 2 αυτές θέσεις δεν εξαντλούνται παραγωγικά, όπως μαρτυρούν τα μετρικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και το ποσοστό φλοιού που φέρουν στην επιφάνειά τους (εικ. 6.8). ΕΙ ΟΣ ΥΠΟΒΑΘΡΩΝ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ 100% Πλακέτα Κόνδυλος 80% 60% 40% 20% 0% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα 6.7. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των διαγνωστικών υποβάθρων των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι πυρήνες της μεθόδου «Ασπροχάλικο» (σε υπόβαθρο φολίδας) από το Ελευθεροχώρι 7. 80% 70% 60% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 50% 40% 30% 20% 10% 0% 0% 1-25% 25-50% 50-75% % ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ Εικόνα 6.8. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). 273

306 Σε αντίθεση με τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι, στο Ελευθεροχώρι 7 κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή η παραγωγή επιθυμητών προϊόντων γίνεται κατά κύριο λόγο μέσα από ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης, στο οποίο εγγράφονται 3 μέθοδοι (εικ. 6.5). Οι 2 πρώτες μαρτυρούνται από μονοπρόσωπα ή αμφιπρόσωπα αποκρουσμένους πυρήνες που διαμορφώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε πλακέτες. Η τρίτη δισκοειδής μέθοδος απόκρουσης, η λεγόμενη μέθοδος «Ασπροχάλικο», τεκμηριώνεται από την παρουσία ημικεντροφερώς, συνήθως, αποκρουσμένων πυρήνων που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες, οι οποίες αρκετές φορές φαίνεται να προέρχονται από τα πρώτα ή τα κύρια στάδια εκμετάλλευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων του δείγματος. Στο Ελευθεροχώρι 7, η υιοθέτηση από μεριάς των λιθοξόων μιας απόκρουσης Levallois αποτελεί πρακτική ιδιαίτερα περιορισμένη. Κάτι τέτοιο μαρτυρούν τα λίγα δείγματα γραμμικών και επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων αυτού του σχήματος απόκρουσης που εντοπίστηκαν στη λιθοτεχνία. Παράλληλα, δεν εντοπίστηκαν πυρήνες παραγωγής λεπίδων, που θα μπορούσαν με ασφάλεια να τοποθετηθούν σε ένα μεσοπαλαιολιθικό πολιτισμικό ορίζοντα (εικ. 6.5). Στο Ελευθεροχώρι 7, οι μονοπρόσωπα και αμφιπρόσωπα αποκρουσμένοι δισκοειδείς πυρήνες, καθώς και οι επαναλαμβανόμενοι κεντροφερείς πυρήνες Levallois, παρουσιάζουν τις πλέον περιορισμένες μέσες διαστάσεις συγκριτικά με τα αντίστοιχα αντικείμενα από τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Αντίθετα, οι γραμμικοί πυρήνες Levallois στο Ελευθεροχώρι 7 έχουν παρόμοιο μέσο μέγεθος με αυτούς από το Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.6). Παρά το στοιχείο αυτό, το μικρό τελικό μέγεθος των πυρήνων στο Ελευθεροχώρι 7, συγκριτικά με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης, μαρτυρά μια καταρχήν ανάγκη ή επιλογή των λιθοξόων για μια όσο το δυνατόν πιο εξαντλητική εκμετάλλευση των πρώτων υλών, ανεξαρτήτως του σχήματος ή της μεθόδου, με τα οποία αυτές τυγχάνουν εκμετάλλευσης. Τα κύρια γνωρίσματα των διαδικασιών λάξευσης που μαρτυρούνται από τους πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις, αποτυπώνονται και στο είδος των, σε κάθε περίπτωση, επιθυμητών προϊόντων που φαίνεται να παράγονται από αυτούς. Στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα τα κυριότερα είδη αποκρουσμάτων συνίστανται σε ωοειδούς μορφολογίας αντικείμενα, που φαίνεται να προέρχονται από τους γραμμικούς ή επαναλαμβανόμενους κεντροφερείς πυρήνες Levallois, αλλά και σε αρκετά, λιγότερο ή περισσότερο επιμήκη προϊόντα που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική λάξευση και φαίνεται ότι παράγονται από μονοπολικά η αμφιπολικά αποκρουσμένους πυρήνες, που εγγράφονται σε ένα σχήμα απόκρουσης Levallois ή παραγωγής λεπίδων (εικ. 6.9). 274

307 70% 60% 50% M. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7* 40% 30% 20% 10% 0% Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή Ασπροχάλικο* Levallois ή Παραγωγής λεπίδων**/μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων***/αμφιπολική ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ Εικόνα 6.9. Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. * αφορά μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. ** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. *** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Αντίθετα, στο Ελευθεροχώρι 7 η πλειονότητα των αποκρουσμάτων έχει τριγωνική ή πολυγωνική μορφολογία (αιχμές pseudolevallois ή ψευδο-αιχμές pseudolevallois). Τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από την απόκρουση των «κλασικών» δισκοειδών (μονοπρόσωπων ή αμφιπρόσωπων) ή των πυρήνων «Ασπροχάλικο». Παράλληλα, στο Ελευθεροχώρι 7 και σε αντίθεση με τις 2 άλλες θέσεις, τα λιγοστά παραδείγματα αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική λάξευση, φαίνεται να έχουν προκύψει από τις πρώτες φάσεις εκμετάλλευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων ή να αποτελούν εισηγμένα στη θέση προϊόντα (εικ. 6.9). Στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, τα προϊόντα των γραμμικών ή επαναλαμβανόμενων κεντροφερών πυρήνων Levallois έχουν παρόμοιο μέσο μήκος και πλάτος, αρκετά μεγαλύτερο απ ότι τα αντίστοιχα αντικείμενα στο Ελευθεροχώρι 7. Στις 3 θέσεις της μελέτης, ένας ανάλογος σταθερότυπος ως προς την κατανομή του μεγέθους, παρατηρείται και για τα προϊόντα των δισκοειδών πυρήνων (αιχμές pseudolevallois ή ψευδο-αιχμές pseudolevallois). Τα αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης έχουν μεγαλύτερο μέσο μήκος στη Μολόνδρα απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Και πάλι στο Ελευθεροχώρι 7 αυτού του είδους τα αποκρούσματα παρουσιάζουν το πλέον περιορισμένο μέσο μήκος (εικ. 6.10). Τα στοιχεία αυτά πιστοποιούν τις παρατηρήσεις σε σχέση με την ανάγκη η επιλογή για πιο εντατική εκμετάλλευση των πυρήνων στο Ελευθεροχώρι 7, συγκριτικά με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. 275

308 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). * αφορά μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. ** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. ***αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Στο σύνολο των αποκρουσμάτων, το ποσοστό του είδους φτέρνας δεν φαίνεται να διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των 3 θέσεων (εικ. 6.11). 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Φτεροειδής "Καπέλο χωροφύλακα" ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. 276

309 Ωστόσο, αυτή η εικόνα είναι διαφορετική, αν το είδος της φτέρνας εξεταστεί με κριτήριο το σχήμα και τη μέθοδο με την οποία φαίνεται έχουν παραχθεί τα αποκρούσματα. Έτσι, παρατηρείται πως οι μη προετοιμασμένες φτέρνες στη Μολόνδρα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 (εικ. 6.12). 80% 70% 60% M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 50% 40% 30% 20% 10% 0% Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή Ασπροχάλικο* Levallois ή Παραγωγής λεπίδων**/μονοπολική Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή Ασπροχάλικο* Levallois ή Παραγωγής λεπίδων***/αμφιπολική ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. * αφορά μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. ** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. *** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν κατά την προσέγγιση των διαδικασιών λάξευσης της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις είναι, όπως και κατά το παρελθόν (Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000), η «ανισορροπία» που παρατηρήθηκε ανάμεσα στο ποσοστό των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν κεντροφερή ή μονοπολική/αμφιπολική απόκρουση (ανεξαρτήτως του σχήματος ή της μεθόδου απόκρουσής τους) και σε αυτό των αντίστοιχων πυρήνων. Τόσο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, όσο και στο Ελευθεροχώρι 7, τα προϊόντα που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση είναι αναλογικά περισσότερα από τους αντίστοιχους πυρήνες, ενώ η αντίστροφη εικόνα παρατηρείται για τους πυρήνες και τα αποκρούσματα που φαίνεται να έχουν αποκρουστεί κεντροφερώς (εικ. 6.13). Στο κεφάλαιο 5 σημειώσαμε ότι στην περίπτωση της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7, μπορεί να θεωρηθεί πως αποκρούσματα με μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά είναι δυνατόν να παράγονται κατά τη διάρκεια των αρχικών φάσεων εκμετάλλευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, που στο τέλος της «ζωής» τους εμφανίζονται αποκρουσμένοι κεντροφερώς. Όπως συζητήθηκε, το να 277

310 θεωρήσει κανείς ότι μια τέτοια πρακτική σημαίνει την αλλαγή της μεθόδου ή του σχήματος απόκρουσης κατά τη διάρκεια των διαδικασιών λάξευσης, είναι μια επιλογή καθαρά θεωρητική, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, ορισμένα, τουλάχιστον, από τα αποκρούσματα που μαρτυρούν μονοπολική/αμφιπολική απόκρουση να αποτελούν εισηγμένα στη θέση προϊόντα. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Πυρήνες Αποκρούσματα Πυρήνες Αποκρούσματα Κεντροφερής/Ημι-κεντροφερής Μονοπολική/Αμφιπολική ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνση της απόκρουσης των πυρήνων και των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Εξετάζοντας με τα ίδια κριτήρια τα σύνολα από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, παρατηρούμε πως στις θέσεις αυτές τα στατιστικά στοιχεία, όπως τα μετρικά χαρακτηριστικά πυρήνων και αποκρουσμάτων που μαρτυρούν μονοπολική/αμφιπολική και κεντροφερή αντίστοιχα κατεύθυνση απόκρουσης (πιν. 3.26, 4.26), δεν συνηγορούν υπέρ της υπόθεσης της διαδοχικής χρήσης των μεθόδων ή των σχημάτων απόκρουσης. Ωστόσο, στο «αληθινό» αρχαιολογικό απόθεμα, ο πυρήνας της εικόνας 4.11 ii και η ανασύνθεση της πιθανής διαδικασίας λάξευσής του, που περιγράφηκε στo κεφάλαιο 4, μας προσφέρει ενδείξεις πως στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με μια αλλαγή στην κατεύθυνση της απόκρουσης, αλλά και με μια μετατροπή τόσο της μεθόδου όσο και του σχήματος που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια πιθανόν ενός και μόνο επεισοδίου εκμετάλλευσης της ωφέλιμης επιφάνειάς του: στον πυρήνα αυτόν βλέπουμε πως η απόκρουση έχει μετατραπεί από αμφιπολική παραγωγής λεπίδων, σε γραμμική Levallois. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως και στις 3 θέσεις της μελέτης δεν επιβεβαιώθηκε η χρήση κάποιας «αυτόνομης» συγκλίνουσας μεθόδου απόκρουσης, αλλά όπως και κατά το παρελθόν (Papagianni 2000), παρατηρήθηκε πως αποκρούσματα με συγκλίνοντα αρνητικά φαίνεται να 278

311 παράγονται κατά τη διάρκεια της μονοπολικής ή αμφιπολικής απόκρουσης πυρήνων Levallois ή παραγωγής λεπίδων. Πέρα από τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στις θέσεις της μελέτης ως προς τα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των σχημάτων και των μεθόδων απόκρουσης, οι τεχνικές της λάξευσης δεν διαφέρουν. Τόσο στο Μεγάλο Καρβουνάρι, όσο και στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, η απόσπαση των αποκρουσμάτων γίνεται με τη χρήση σκληρού κρουστήρα, ενώ η κρούση είναι άμεση. Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Ως προς τη διαδικασία διαμόρφωσης εργαλείων στις 3 θέσεις της μελέτης, μπορούν και πάλι να σημειωθούν ορισμένες αξιοσημείωτες ομοιότητες και διαφορές. Έτσι, τόσο στο Μεγάλο Καρβουνάρι όσο και στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, ως υπόβαθρα των εργαλείων επιλέγονται κατά κανόνα αποκρούσματα, τα περισσότερα εκ των οποίων προέρχονται από τις τελικές φάσεις της λάξευσης των πυρήνων, όπως μαρτυρεί το ποσοστό φλοιού που φέρουν στην επιφάνειά τους (εικ. 6.14). Παράλληλα, και στις 3 θέσεις, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη διαφορά όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων ως υποβάθρων των εργαλείων, αναλογικά με το ποσοστό αυτού του είδους αποκρουσμάτων στο σύνολο της κάθε λιθοτεχνίας. Ταυτόχρονα, αν και το μέσο μήκος των ακέραιων αποκρουσμάτων με επεξεργασία στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να είναι μικρότερο από το μέσο μήκος των εργαλείων στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, η διαφορά αυτή φαίνεται κατά λίγο έστω αμβλυμμένη, αν ιδωθεί συγκριτικά με τα αντίστοιχα στοιχεία που αφορούν το σύνολο των αποκρουσμάτων (με επεξεργασία ή χωρίς) της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις (εικ αντπρβλ. με εικ. 6.3). 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% 0% 1-25% 26-50% 51-75% % ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). 279

312 ΜΗΚΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% M. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής του μήκους των αποκρουσμάτων με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Σε αντίθεση με τα στοιχεία αυτά, τα εργαλεία στις λιθοτεχνίες από τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι είναι αναλογικά περισσότερα απ ό,τι στο Ελευθεροχώρι 7. Παράλληλα, παρότι οι φτέρνες των εργαλείων στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές των ανεπεξέργαστων αποκρουσμάτων, κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται και στη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7. Εκεί, τα εργαλεία έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό προετοιμασμένες φτέρνες συγκριτικά με τα αποκρούσματα που δεν υπόκεινται σε επεξεργασία (εικ. 6.16). 80% 70% 60% M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 50% 40% 30% 20% 10% 0% Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών στα εργαλεία και τα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης. 280

313 Στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, τα εργαλεία είναι διαμορφωμένα κυρίως σε αποκρούσματα που φαίνεται να έχουν προκύψει από μονοπολικούς/αμφιπολικούς πυρήνες, Levallois ή παραγωγής λεπίδων, ενώ στο Ελευθεροχώρι 7 συνήθως σε προϊόντα δισκοειδών πυρήνων, κατά κύριο λόγο αιχμές pseudolevallois (εικ. 6.17). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% Levallois/ Γραμμική ή Επαναλαμβανόμενη Κεντροφερής ισκοειδές/μονοπρόσωπη, Αμφιπρόσωπη ή Ασπροχάλικο* Levallois ή Παραγωγής λεπίδων**/μονοπολική Levallois ή Παραγωγής λεπίδων***/αμφιπολική 20% 10% 0% M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. * αφορά μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. ** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. *** αφορά μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Και στις 3 θέσεις της μελέτης, οι ράσπες ως σύνολο αποτελούν το κυριότερο είδος εργαλειότυπου και ακολουθούν οι εγκοπές και τα οδοντωτά (εικ. 6.18). Ωστόσο στο Ελευθεροχώρι 7, και σε υψηλό ποσοστό, εντοπίστηκαν ορισμένοι ιδιαίτεροι τύποι ρασπών (εγκάρσιες και πλαγιοσυγκλίνουσες), κάτι που θα πρέπει να αποδοθεί στο είδος των υποβάθρων αυτών των εργαλείων, που συνίστανται σχεδόν αποκλειστικά σε αιχμές pseudolevallois. Το ποσοστό των τύπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι σχετικά μεγαλύτερο στη Μολόνδρα και στο Μεγάλο Καρβουνάρι απ ό,τι στο Ελευθεροχώρι 7. Παράλληλα, στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 δεν εντοπίστηκαν, μεμονωμένοι έστω, «σπάνιοι» τύποι εργαλείων (π.χ. rabots, hachoirs) όπως στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Παρά τις μικρές αυτές διαφοροποιήσεις, με τυπολογικούς όρους, και οι 3 λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια Τυπική Μουστέρια + υπο-ενότητα, αν και τέτοιου είδους εκτιμήσεις για σύνολα που προέρχονται από παλίμψηστα έχουν ελεγχόμενη ισχύ Παρότι και στις 3 θέσεις της μελέτης εντοπίστηκαν ράσπες με βαθμιδωτή επεξεργασία, αυτή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι μονοπρόσωπη και μη επιδρομική, μην επιτρέποντας έτσι την κατάταξη των αντικειμένων αυτών ως 281

314 . 50% 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% Ράσπες & Μουστέριες Αιχμές Εγκοπές & Οδοντωτά Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής ιάφορα M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ Εικόνα Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων στις 3 θέσεις της μελέτης. Παρά τη γενική αυτή διαπίστωση, η επεξεργασία των εργαλείων στο Ελευθεροχώρι 7 είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων λιγότερο προσεγμένη απ ό,τι στις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Τα στοιχεία για το δείκτη επαν-επεξεργασίας των ρασπών μαρτυρούν πως, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα τα εργαλεία αυτά επαναχρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό απ ό,τι στο Ελευθεροχώρι Η Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Σε αντίθεση με την «τεχνολογική» κυρίως διαφοροποίηση που παρατηρείται ανάμεσα στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα και σε αυτή από το Ελευθεροχώρι 7, τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις παρουσιάζουν πιο ομοιογενή γνωρίσματα, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, επιμέρους διαφοροποιήσεις που αφορούν το σύνολο ή στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας. Οι πρώτες ύλες Στο σύνολό τους, τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι κατασκευασμένα σε λίθινες πρώτες ύλες των οποίων οι ιδιότητες (ποιότητα, χρώμα, μορφή), σε κάθε θέση δεν φαίνεται να διαφέρουν σε σχέση με ό,τι καταγράφηκε για τους ίδιους χώρους δραστηριότητας και για τη Μέση Παλαιολιθική. Επίσης, σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται να διαφέρει, τόσο η προέλευση όσο και ο τρόπος πρόσκτησης των ωφέλιμων λίθινων πόρων προς λάξευση. Έτσι, και κατά την τυπικών παραδειγμάτων ρασπών Quina. Ράσπες με επεξεργασία τύπου quina και demi-quina αναμένεται να αποτελούν μέρος Τυπικών Μουστέριων λιθοτεχνιών (βλ. Bordes & de Sonneville-Bordes 1970, Mellars 1996). Ειδικά στο Ελευθεροχώρι 7 το υψηλό ποσοστό εγκάρσιων ρασπών που θεωρητικώς (ο.π.) θα μπορούσε να κατατάξει το σύνολο αυτό στην υπο-ενότητα Quina, θα πρέπει να αποδοθεί, όπως σημειώθηκε, στα ιδιαίτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας. 282

315 Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Μολόνδρα ο πυριτόλιθος που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι εντοπίζεται μέσα στην ίδια τη θέση, ενώ στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 οι ανθρώπινες ομάδες μεταφέρουν τις λίθινες πρώτες ύλες τους από γειτονικές, στις θέσεις αυτές τοποθεσίες. Στην περίπτωση του Τομέα 24 και πάλι κόνδυλοι και πλακέτες πυριτόλιθου σχετικά μεγάλου αρχικού μεγέθους φαίνεται να μεταφέρονται αυτούσιοι προς εκμετάλλευση στη θέση, ενώ αντίθετα οι πρώτες ύλες (συνήθως υπό τη μορφή πλακετών) στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να προδιαμορφώνονται στον τόπο συλλογής τους, ώστε να μειωθεί το βάρος τους και το αρχικό μέγεθός τους. Ωστόσο, όπως και κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7, οι μικροί σε μέγεθος κόνδυλοι που χρησιμοποιούνται ως παραγωγικά υπόβαθρα, φαίνεται να μεταφέρονται στη θέση χωρίς να αποφλοιώνονται. Οι διαδικασίες λάξευσης Και στις 3 θέσεις, παρά τις διαφορές στον τρόπο πρόσκτησης των πρώτων υλών, οι διαδικασίες παραγωγικής εκμετάλλευσής τους παρουσιάζουν παρόμοια βασικά γνωρίσματα, και αποσκοπούν στην κατασκευή προϊόντων που έχουν επίμηκες σχήμα και αναλογίες λεπίδας, λεπιδόμορφης φολίδας και μικρολεπίδας. Κατά τη λάξευση των πυρήνων, ιδίως στις πρώτες φάσεις της, προκύπτουν και επιθυμητά προϊόντα με αναλογίες φολίδας. Ωστόσο, στη γενική αυτή εικόνα, παρέκκλιση συνιστά το μικρό ποσοστό ακέραιων, τουλάχιστον, μικρολεπίδων στο δείγμα από τη Μολόνδρα (εικ. 6.19). 60% 50% 40% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 30% 20% 10% 0% Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες ΕΙ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΟΣ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Στις 3 θέσεις, τα μετρικά χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, μαρτυρούν γενικές τάσεις ανάλογες με αυτές που παρατηρήθηκαν και κατά την αντιπαραβολή των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής. Όλα τα είδη αποκρουσμάτων του 283

316 συνόλου από το Ελευθεροχώρι 7 παρουσιάζουν τις μικρότερες μέσες διαστάσεις ανάμεσα στις 3 θέσεις της μελέτης (εικ. 6.20). Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται στην κατανομή του μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων ανεξάρτητα από το είδος τους, αλλά και στην κατανομή του μήκους των πυρήνων (εικ. 6.21, 6.22). ΜΗΚΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής του μήκους των αποκρουσμάτων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). 284

317 Και στις 3 θέσεις οι διαδικασίες λάξευσης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική χαρακτηρίζονται από ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων, το οποίο περιλαμβάνει 2 βασικές μεθόδους: μια μονοπολική και μια αμφιπολική. Και οι 2 αυτοί τρόποι παραγωγής, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούνται από πρισματικούς, και σε μικρότερο βαθμό πυραμιδοειδείς, σε μορφολογία πυρήνες, οι οποίοι έχουν αποκρουστεί συνήθως ημι-περιστροφικά. Το 1 (στην περίπτωση των μονοπολικών) ή τα 2 αντωπά διαμορφωμένα (στην περίπτωση των αμφιπολικών) επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων, μπορεί να είναι προετοιμασμένα ή όχι, ενώ τα επίπεδα απόκρουσής τους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μορφοποιούνται μέσω της δημιουργίας κορυφής, ολικής ή μερικής, προκειμένου να παραχθούν προκαθορισμένα σε μορφολογία προϊόντα. ΜΗΚΟΣ ΠΥΡΗΝΩΝ 50% 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Πέρα πάντως από αυτή τη βασική θεώρηση, τα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν την «ταυτότητα» των διαδικασιών λάξευσης της λιθοτεχνίας της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής σε κάθε θέση, δείχνουν ομοιότητες και διαφορές, οι οποίες δημιουργούν κατά περίπτωση μια εικόνα σύγκλισης ή απόκλισης μεταξύ των συνόλων που μελετήθηκαν. Οι μονοπολικά αποκρουσμένοι πυρήνες είναι αναλογικά περισσότεροι στο Ελευθεροχώρι 7 απ ό,τι στη Μολόνδρα και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, ενώ το αντίστροφο παρατηρείται για τους αμφιπολικούς πυρήνες. Στις 2 τελευταίες θέσεις δεν εντοπίστηκαν πυρήνες που, έχοντας επίπεδα επίκρουσης τοποθετημένα χιαστί, μπορούν να καταδείξουν μια πρακτική περιστροφής τους κατά 90 μοίρες, κατά τη διάρκεια της απόκρουσης, όπως παρατηρήσαμε το Ελευθεροχώρι 7, σε πολύ μικρή πάντως κλίμακα (εικ. 6.23). 285

318 60% 50% 40% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 30% 20% 10% 0% Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική Παραγωγής Λεπίδων/Χιαστί ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Ανεξαρτήτως της μεθόδου απόκρουσής τους, οι πυρήνες από το Ελευθεροχώρι 7 παρουσιάζουν το μικρότερο μέσο μήκος και πλάτος, ενώ αυτοί από τη Μολόνδρα το μεγαλύτερο. Οι αμφιπολικά αποκρουσμένοι πυρήνες είναι σε μέσες διαστάσεις σχετικά μεγαλύτεροι από τους μονοπολικούς στη Μολόνδρα και στο Μεγάλο Καρβουνάρι, ενώ η αντίστροφη εικόνα παρατηρείται στο Ελευθεροχώρι 7 (εικ. 6.24). Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των πυρήνων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). 286

319 Ως προς τα υπόβαθρά τους, και ανεξάρτητα από τη μέθοδο απόκρουσής τους, οι πυρήνες στο Μεγάλο Καρβουνάρι και στη Μολόνδρα διαμορφώνονται με παρόμοια συχνότητα σε κονδύλους και πλακέτες, ενώ στο Ελευθεροχώρι 7 κατά κανόνα ως υπόβαθρα των πυρήνων χρησιμοποιούνται πλακέτες (εικ. 6.25). Και στις 3 θέσεις, πάντως, φαίνεται πως, όταν ως υπόβαθρα των πυρήνων χρησιμοποιούνται πλακέτες, οι διαδικασίες αρχικής μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης απλοποιούνται: η κορυφή που δημιουργείται στις περιπτώσεις αυτές είναι συνήθως μερική και όχι ολική, εφόσον οι φυσικές γωνίες των πλακετών υποβοηθούν τους λιθοξόους. ΕΙ ΟΣ ΥΠΟΒΑΘΡΩΝ 100% Πλακέτα Κόνδυλος 80% 60% 40% 20% 0% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των διαγνωστικών υποβάθρων των πυρήνων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Δεν περιλαμβάνονται τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» και οι «σφηνίσκοι». Οι πυρήνες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό πλήρως αποφλοιωμένοι στο Ελευθεροχώρι 7, σε αντίθεση με τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι, όπου το ποσοστό φλοιού των πυρήνων παρουσιάζεται σχετικά αυξημένο και παρόμοιο (εικ. 6.26). 70% 60% 50% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 40% 30% 20% 10% 0% 0% 1-25% 25-50% 50-75% % ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στους πυρήνες, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Δεν περιλαμβάνονται οι «τροπιδωτοί» πυρήνες και οι σφηνίσκοι. 287

320 Κάτι τέτοιο, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην αρχική μορφή ή στη διαδικασία πρόσκτησης των πρώτων υλών στο Ελευθεροχώρι 7. Δηλαδή, αρκετές πλακέτες στην αρχική τους μορφή πιθανόν να μην φέρουν φλοιό ή να αποφλοιώνονται, μερικώς έστω, στον τόπο συλλογής τους. Ωστόσο, το μικρό ποσοστό φλοιού στους πυρήνες της λιθοτεχνίας σε συνάρτηση με τα μετρικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων αυτών, μπορεί επίσης να συνιστά ένδειξη πως οι λιθοξόοι κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7 εκμεταλλεύονται όσο το δυνατόν πιο παραγωγικά τις ωφέλιμες επιφάνειες της πρώτης ύλης. Και στις 3 θέσεις, τα επιθυμητά προϊόντα των πυρήνων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής έχουν κατά κανόνα μονοπολικά ή αμφιπολικά αρνητικά λάξευσης τα οποία διατάσσονται με παράλληλο/υποπαράλληλο τρόπο ή συγκλίνουν (εικ. 6.27). ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ 100% 80% 60% Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική 40% 20% 0% M. Καρβουνάρι- T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των αποκρουσμάτων στις 3 θέσεις της μελέτης. Οι μέσες διαστάσεις των αποκρουσμάτων, με κριτήριο τη μέθοδο απόκρουσής που μαρτυρούν, καταδεικνύουν ότι και πάλι στο Ελευθεροχώρι 7 τα προϊόντα της λάξευσης, ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής τους, είναι τα πλέον περιορισμένα σε μέγεθος (εικ. 6.28) 288

321 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσης, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 παρατηρήσαμε πως κατά τη χρήση της μονοπολικής μεθόδου απόκρουσης προκύπτουν περισσότερα αποκρούσματα με αναλογίες φολίδας απ ό,τι κατά την αμφιπολική μέθοδο απόκρουσης, ενώ κάτι τέτοιο δεν διαπιστώθηκε για τη Μολόνδρα. Παράλληλα, στο Μεγάλο Καρβουνάρι οι περισσότερες μικρολεπίδες φαίνεται να προκύπτουν από αμφιπολικά αποκρουσμένους πυρήνες (εικ. 6.29), σε αντίθεση με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης, όπου αυτού του είδους τα υπόβαθρα φαίνεται να προέρχονται σε παρόμοιο ποσοστό, τόσο από μονοπολικούς όσο και από αμφιπολικούς πυρήνες. 289

322 Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική Φολίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Λεπίδες Μικρολεπίδες 0% 10% 20% 30% 40% 50% 60% Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής τους, στις 3 θέσεις της μελέτης. Και στις 3 θέσεις, οι φτέρνες των αποκρουσμάτων είναι κυρίως λείες, ωστόσο, στο Ελευθεροχώρι 7 οι προετοιμασμένες φτέρνες (διεδρικές-πολυεδρικές) έχουν αναλογικά μεγαλύτερο ποσοστό απ ότι στη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.30). Παρόλα αυτά, αν το είδος της φτέρνας εξεταστεί ανά είδος αποκρούσματος, γίνεται κατανοητό πως, με εξαίρεση τις μικρολεπίδες, τα αποκρούσματα στη Μολόνδρα έχουν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό μη προετοιμασμένων φτερνών σε σχέση με τις 2 άλλες θέσεις. Στο Μεγάλο Καρβουνάρι, φολίδες και λεπιδόμορφες φολίδες έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό προετοιμασμένες φτέρνες, ενώ κάτι αντίστοιχο παρατηρείται για τις λεπίδες στο Ελευθεροχώρι 7 (εικ. 6.31). Στο Ελευθεροχώρι 7 και τη Μολόνδρα, τα αποκρούσματα που μαρτυρούν αμφιπολική απόκρουση έχουν σχετικά αυξημένο ποσοστό προετοιμασμένων φτερνών σε σχέση με ό,τι παρατηρείται για τα αποκρούσματα με μονοπολικά αρνητικά λάξευσης, ενώ η αντίστροφη εικόνα παρατηρείται για τη λιθοτεχνία από το Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.32). 60% 50% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 40% 30% 20% 10% 0% Φλοιώδης Λεία ιεδρική Πολυεδρική Φτεροειδής Στιγμοειδής Γραμμική ΕΙ ΟΣ ΦΤΕΡΝΑΣ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Συγκριτικό γράφημα του ποσοστού του είδους φτέρνας των αποκρουσμάτων στις 3 θέσεις της μελέτης. 290

323 80% 70% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των αποκρουσμάτων ανά σχήμα/μέθοδο απόκρουσής, στις 3 θέσεις της μελέτης. ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Μικρολεπίδες Λεπίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Φολίδες Ελευθεροχώρι 7 Μολόνδρα M. Καρβουνάρι-T24 ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Μικρολεπίδες Λεπίδες Λεπιδόμορφες φολίδες Φολίδες 0% 20% 40% 60% 80% 100% Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των αποκρουσμάτων ανά είδος, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Σε κάθε θέση, η αντιπαραβολή του μέσου μήκους του τελευταίου αποσπασμένου αποκρούσματος των πυρήνων που έχουν παραγάγει αποκλειστικά λεπίδες ή μικρολεπίδες και του μέσου μήκους των αντίστοιχων αποκρουσμάτων των δειγμάτων (εικ. 3.49,4.49,5.47), μαρτυρά πως στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 οι πυρήνες περνάνε από 2 διαδοχικές φάσεις «ζωής», 291

324 παράγοντας αρχικά προϊόντα με αναλογίες λεπίδων και σε ένα τελικό στάδιο προϊόντα με αναλογίες μικρολεπίδων. Αντίθετα, στη Μολόνδρα μια τέτοια πρακτική είναι ελαφρά πιο περιορισμένη, κάτι που, ενδεχομένως μπορεί να αποδοθεί στην άμεση διαθεσιμότητα των πρώτων υλών στη θέση αυτή. Ως προς τις τεχνικές της απόκρουσης, και στις 3 θέσεις ο σκληρός κρουστήρας αποτελεί το κυριότερο «μέσο» απόσπασης των αποκρουσμάτων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων της λάξευσης (μικροί σε μέγεθος βολβοί της κρούσης, γραμμικές φτέρνες) καταδεικνύουν, επίσης, σε κάποιο βαθμό, πιθανόν κατά τη διάρκεια ενός και μόνο επεισοδίου εκμετάλλευσης των πυρήνων (κυρίως κατά την παραγωγή μικρολεπίδων) τη χρήση μαλακού κρουστήρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως η κρούση, είτε με σκληρό είτε με μαλακό κρουστήρα, φαίνεται να είναι άμεση. Σε όλες τις θέσεις εντοπίστηκε ένας σημαντικός αριθμός «παραγωγικών» εν δυνάμει υποβάθρων, όπως τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύγχη, τροπιδωτές γλυφίδες και σφηνίσκοι. Η συχνότητα αυτού του είδους αντικειμένων αναλογικά με τους πρισματικούς και πυραμιδοειδείς πυρήνες στα δείγματα που μελετήθηκαν διαφέρει από θέση σε θέση. Μεγαλύτερη είναι στο Ελευθεροχώρι 7 και μικρότερη στο Μεγάλο Καρβουνάρι, όπου πάντως δεν εντοπίστηκαν παραδείγματα σφηνίσκων (πιν. 6.1). «Κλασικοί πυρήνες» «Τροπιδωτά υπόβαθρα» Σφηνίσκοι Μ. Καρβουνάρι-Τ Μολόνδρα Ελευθεροχώρι Πίνακας 6.1. Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Απόλυτος αριθμός των «κλασικών πυρήνων» (πρισματικοί και πυραμιδοειδείς), των «τροπιδωτών υποβάθρων» και των σφηνίσκων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Όπως έχουμε σημειώσει στα κεφάλαια 3, 4 και 5, η «παραγωγική» ιδιότητα των «τροπιδωτών υποβάθρων» και των σφηνίσκων στην περίπτωση των δειγμάτων μας δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, ελλείψει μιας μελέτης ιχνών χρήσης, αλλά και λόγω αδυναμίας ασφαλούς διάκρισης των πιθανών παραγόμενων προϊόντων τους: στην περίπτωση των «τροπιδωτών υποβάθρων» μικρές 292

325 σε μέγεθος μικρολεπίδες με συνήθως συστρεμμένες πλευρές που αναμένεται να φέρουν μονοπολικά αρνητικά λάξευσης, στην περίπτωση των σφηνίσκων μικρές σε μέγεθος ωοειδείς φολίδες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τόσο τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» όσο και οι σφηνίσκοι σε όλες τις θέσεις της μελέτης, φαίνεται ότι διαμορφώνονται κυρίως σε αποκρούσματα αυξημένου πάχους (με εξαίρεση ένα παράδειγμα παχιού ξέστρου-ρύγχους που έχει διαμορφωθεί απευθείας σε πλακέτα μεγάλου πάχους στο Ελευθεροχώρι 7), που προέρχονται από την μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση (κυρίως μάλιστα κατά τις αρχικές φάσεις της) των πρισματικών ή πυραμιδοειδών πυρήνων. Τα χαρακτηριστικά της εργαλειοτεχνίας Όπως παρατηρήθηκε για τις διαδικασίες λάξευσης, παρόμοιες τάσεις χαρακτηρίζουν και τις διαδικασίες διαμόρφωσης εργαλείων κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στις 3 θέσεις, χωρίς ωστόσο να λείπουν και πάλι επιμέρους διαφοροποιήσεις. Σε κάθε θέση προς επεξεργασία επιλέγονται κατά κανόνα αποκρούσματα χωρίς φλοιό (εικ. 6.33), που συνήθως προέρχονται από τις τελευταίες φάσεις της απόκρουσης. Ορισμένοι, ωστόσο, εργαλειακοί τύποι, όπως για παράδειγμα τα τροπιδωτά ξέστρα (υπό την ενδεχόμενη πάντα «χρηστική» τους υπόσταση) σε αρκετές περιπτώσεις έχουν ως υπόβαθρά τους «τεχνικά» αποκρούσματα, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων. 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% 0% 1-25% 26-50% 51-75% % ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΛΟΙΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ M. Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της παρουσίας φλοιού στα αποκρούσματα με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). 293

326 Και στις 3 θέσεις, το μέσο μήκος των αποκρουσμάτων που επιλέγονται προς επεξεργασία είναι σχετικά μεγαλύτερο από αυτό των τεχνέργων που δεν υπόκεινται σε επεξεργασία. Και πάλι, ωστόσο, τα εργαλεία από το Ελευθεροχώρι 7 παρουσιάζουν το μικρότερο μέσο μέγεθος (εικ. 6.34). ΜΗΚΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ 40% 35% 30% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 25% 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. > 7 εκ. Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων με επεξεργασία, στις 3 θέσεις της μελέτης (ακέραια αντικείμενα). Θα πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί πως κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική ο αριθμός των τεχνέργων που στο Ελευθεροχώρι 7 διαμορφώνονται σε εργαλεία είναι αναλογικά μεγαλύτερος απ ό,τι στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τα ανάλογα στοιχεία της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ελευθεροχώρι 7, αλλά είναι σύμφωνο με τα υπόλοιπα στοιχεία για την «οικονομική» διαχείριση των πρώτων υλών στη θέση αυτή κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική. Στο Μεγάλο Καρβουνάρι τα εργαλεία έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό προετοιμασμένες φτέρνες σε σχέση με τα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία, κάτι που δεν παρατηρείται για τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7. Εκεί, το ποσοστό προετοιμασμένων και μη φτερνών είναι παρόμοιο στα αποκρούσματα με και χωρίς επεξεργασία (εικ. 6.35). 90% 80% 70% 60% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 50% 40% 30% 20% 10% 0% Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία Εργαλεία Αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού προετοιμασμένων και μη φτερνών στα εργαλεία και τα αποκρούσματα χωρίς επεξεργασία στις 3 θέσεις της μελέτης. 294

327 Σε κάθε θέση, οι μέθοδοι απόκρουσης που μαρτυρούν τα υπόβαθρα των εργαλείων δεν διαφοροποιούνται αναλογικά από αυτές των τεχνέργων που δεν φέρουν επεξεργασία (εικ. 6.36). Και στις 3 θέσεις τα αποκρούσματα που διαμορφώνονται σε εργαλεία έχουν συνήθως αναλογίες λεπίδων, ενώ οι μικρολεπίδες με επεξεργασία σε κάθε περίπτωση είναι λίγες. ΣΧΗΜΑ/ΜΕΘΟ ΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ 100% 80% 60% Παραγωγής Λεπίδων/Αμφιπολική Παραγωγής Λεπίδων/Μονοπολική 40% 20% 0% M. Καρβουνάρι- T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του σχήματος και της μεθόδου απόκρουσης των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. Τα ξέστρα και οι γλυφίδες αποτελούν τους πλέον πολυπληθείς εργαλειακούς τύπους και στις 3 θέσεις. Στο Ελευθεροχώρι 7 τα ξέστρα έχουν τη μεγαλύτερη έκταση επεξεργασίας. Τα επιμέρους υποείδη των ξέστρων και των γλυφίδων διαφοροποιούνται σχετικά ανάμεσα στις 3 λιθοτεχνίες (εικ. 6.37). 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% Ξέστρα Γλυφίδες Κολοβώσεις ιάφορα ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων, στις 3 θέσεις της μελέτης. 295

328 Τα τροπιδωτά και τα «απλά» ξέστρα είναι αναλογικά περισσότερα στο Ελευθεροχώρι 7 απ ότι στις 2 άλλες θέσεις, ενώ τα ξέστρα σε λεπίδες λιγότερα. Παχιά ξέστρα-ρύγχη απαντώνται με μεγαλύτερη συχνότητα στη Μολόνδρα, ενώ τα λεπτά ρύγχη είναι αναλογικά περισσότερα στο Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.38). 50% 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% Τροπιδωτά Παχιά ρύγχη Λεπτά ρύγχη Σε λεπίδες ιπλά Απλά ΕΙ Η ΞΕΣΤΡΩΝ M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των ξέστρων στις, 3 θέσεις της μελέτης. Οι «απλές» γλυφίδες (κάθετες ή εγκάρσιες) αποτελούν σε ποσότητα το κυριότερο υποείδος αυτού του εργαλειοτύπου και στις 3 θέσεις, ακολουθούμενες από τις διεδρικές. Οι μεν πρώτες είναι πιο συχνές στο Ελευθεροχώρι 7, ενώ οι δεύτερες στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Γλυφίδες σε κολόβωση εντοπίστηκαν μόνο στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Οι τροπιδωτές γλυφίδες έχουν διπλάσιο σχεδόν ποσοστό στη Μολόνδρα συγκριτικά με το Ελευθεροχώρι 7, και πολλαπλάσιο συγκριτικά με το Μεγάλο Καρβουνάρι (εικ. 6.39). 70% 60% 50% M. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 40% 30% 20% 10% 0% Απλές ιεδρικές Σε κολόβωση Πολλαπλές Τροπιδωτές ΕΙ Η ΓΛΥΦΙ ΩΝ Εικόνα Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους των γλυφίδων, στις 3 θέσεις της μελέτης. 296

329 Η εργαλειοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Μεγάλο Καρβουνάρι περιέχει μικρότερο αριθμό «διάφορων» τύπων εργαλείων σε σχέση με τις 2 άλλες θέσεις. Ως προς αυτούς τους εργαλειοτύπους αξίζει να σημειωθεί το μεγάλο συγκριτικά ποσοστό οπέων που εντοπίστηκαν στη Μολόνδρα, αλλά και η απουσία από τη θέση αυτή μικρολεπίδων με ράχη, των οποίων μεμονωμένα παραδείγματα, εντοπίστηκαν στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7. Παράλληλα, στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα δεν εντοπίστηκαν αιχμηρές μικρολεπίδες με επικλινή επεξεργασία, καθώς και αποκρούσματα τοξοειδούς μορφολογίας με επεξεργασμένη ράχη, μεμονωμένα δείγματα των οποίων ανιχνεύτηκαν στην εργαλειοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7. Σε αντίθεση με την προκαταρκτική γενική χρονολόγηση των τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής στα γενικά όρια αυτής της Εποχής, τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού της Ανώτερης Παλαιολιθικής, όπως σημειώσαμε στα κεφάλαια 3, 4 και 5, μπορούν να καταδείξουν ορισμένα πιο συγκεκριμένα στοιχεία σε σχέση με την χρονολογική τοποθέτηση των ευρημάτων αυτών. Και στις 3 θέσεις τα πιο ενδεικτικά «καθοδηγητικά απολιθώματα», όπως τροπιδωτά ξέστρα, παχιά και λεπτά ξέστρα-ρύγχη, τροπιδωτές γλυφίδες, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο τμήμα των συνόλων αυτών ανήκουν σε ένα πρώιμο στάδιο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, με μια πρώτη ματιά, στην Ωρινιάκια πολιτισμική φάση. Χαρακτηριστικοί εργαλειότυποι μεταγενέστερων της Ωρινιάκιας φάσεων της Ανώτερης Παλαιολιθικής αριθμούν μεμονωμένα παραδείγματα και στις 3 θέσεις, ωστόσο παρουσιάζουν μια σχετικά πιο αυξημένη συχνότητα στο Ελευθεροχώρι 7 και στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Εκεί συναντάμε μερικά είδη εργαλείων τυπικά της Γκραβέτιας και Επιγκραβέτιας (π.χ μικρολεπίδες με ράχη). Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως παρότι οι μικρολεπίδες με ράχη, στη βορειοδυτική Ελλάδα αποτελούν χαρακτηριστικό εργαλειότυπο που συναντάται κατά την Ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, στο νότιο ευρωπαϊκό χώρο τέτοιου είδους τέχνεργα δεν είναι άγνωστα κατά την Ωρινιάκια. Υπάρχουν για παράδειγμα σε Πρωτο-Ωρινιάκια στρώματα του σπηλαίου Riparo Mochi (επίπεδο G) (Kuhn & Stiner 1998) ή του σπηλαίου Fumane (επίπεδα Α2-Α3) (Mussi 2001) στη γειτονική Ιταλία. Επίσης, παρά την γενική χρονολογική τοποθέτηση των συνόλων που μελετήθηκαν στην Ωρινιάκια φάση, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποια άλλη μη διαγνωστική μονάδα χρόνου να υποκρύπτεται μέσα στο «χρονολογικό ψηφιδωτό» του υλικού πολιτισμού των 3 θέσεων, όπως για παράδειγμα τέχνεργα που ανήκουν σε μια πριν από την Ωρινιάκια φάση της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής ή αντικείμενα που αποτελούν μέρος συνόλων μιας ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής, αλλά στερούνται ανάλογων ασφαλών 297

330 διαγνωστικών χαρακτηριστικών. 101 Παράλληλα, δεν μπορεί εντελώς να αγνοηθεί η περίπτωση κάποια από τα αδιάγνωστα χρονολογικά τέχνεργα στις 3 θέσεις της μελέτης να είναι κατασκευασμένα κατά το Ολόκαινο. 6.3 Συζήτηση Η συγκριτική θεώρηση του υλικού πολιτισμού της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας και η συνεκτίμηση των παλαιογεωγραφικών και παλαιοπεριβαλλοντικών χαρακτηριστικών των χώρων αυτών, μας οδηγεί σε μια σειρά από παρατηρήσεις σχετικά με την τεχνολογική συμπεριφορά των λιθοξόων, αλλά και το γενικότερο τρόπο δραστηριότητας των ανθρώπινων ομάδων κάθε χρονολογικής φάσης. Φαίνεται πως τα απομεινάρια της προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας στην κάθε θέση δεν βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι προϊστορικοί εποχικοί ή πιο μόνιμοι υγρότοποι στο Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 έχουν ως κοινό παρανομαστή ένα ελκυστικό, λόγω των φυτικών και ζωικών πόρων που αναμένεται να συγκέντρωναν, παλαιοπεριβάλλον, που στην περίπτωση κάθε θέσης εμπλουτίζεται με επιπλέον προνομιακά χαρακτηριστικά: άμεση διαθεσιμότητα πρώτων υλών στην περίπτωση της Μολόνδρας, «έλεγχος» φυσικών διαβάσεων και οπτική επόπτευση μεγάλων εκτάσεων στις περιπτώσεις της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7, πολλαπλάσιοι ωφέλιμοι φυσικοί πόροι στην περίπτωση της μεγάλης σε έκταση πόλγης του Μεγάλου Καρβουναρίου. Τα χαρακτηριστικά αυτά, κατά τη γνώμη μας, προσδίδουν ένα «στρατηγικό» και άμεσα αιτιακό χαρακτήρα στις καταρχήν «οικιστικές» επιλογές των κυνηγώντροφοσυλλεκτών που δραστηριοποιήθηκαν στις 3 θέσεις της μελέτης, αλλά και καταδεικνύει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών τις οποίες αυτές οι ανθρώπινες ομάδες φαίνεται να «εκμεταλλεύονται». Ποιές όμως είναι αυτές οι ανθρώπινες ομάδες; Διακρίνονται ομοιότητες και διαφορές στον τρόπο δραστηριότητάς τους στη συγχρονία και στο πέρασμα του χρόνου, και πώς οι ομοιότητες και οι διαφοροποιήσεις αυτές μπορούν να ερμηνευτούν; Οι άνθρωποι του Νεάντερταλ και η Μέση Παλαιολιθική Εποχή Όπως έχουμε σημειώσει στα προηγούμενα κεφάλαια και τουλάχιστον προς το παρόν, δεν υπάρχει λόγος να μην θεωρήσουμε ότι ο υλικός πολιτισμός της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας έχει κατασκευαστεί από ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του ανθρώπου του 101 Το σύνολο των παρατηρήσεων αυτών συζητούνται εκτενέστερα στο κεφάλαιο

331 Νεάντερταλ, καταδεικνύοντας έτσι τη δραστηριότητα αυτού του είδους στους χώρους αυτούς. Σε μια ευρεία γενική θεώρηση και ιδωμένα συγκριτικά μεταξύ θέσεων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι πρακτικές κατασκευής και «χρήσης» των αντικειμένων που σε κάθε περίπτωση συνδέονται με αυτές τις ανθρώπινες ομάδες, μπορούν να καταδείξουν κάποιες έντονες αντιθέσεις στην τεχνολογική τους συμπεριφορά. Αφήνοντας έξω το θέμα του τρόπου πρόσκτησης πρώτων υλών, η κυριότερη από τις διαφορές αφορά στον τρόπο με τον οποίο παράγονται τα επιθυμητά προϊόντα: οι βασικές «κατασκευαστικές» πρακτικές των λιθοξόων στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα μπορούν να ομαδοποιηθούν απέναντι σε αυτές που παρατηρούνται στο Ελευθεροχώρι 7. Επιπροσθέτως, ως γενική τάση παρατηρείται ότι το μέγεθος των τεχνέργων, αλλά και το ποσοστό των αντικειμένων που τυγχάνουν επεξεργασίας είναι αναλογικά μικρότερο στο Ελευθεροχώρι 7 απ ό,τι στις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Στο Ελευθεροχώρι 7, επίσης, η επανάχρηση των εργαλείων φαίνεται πιο περιορισμένη συγκριτικά με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Πέρα πάντως από τις διαφορές αυτές, αν κάποιος εμβαθύνει στα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν τα βασικά τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των 3 λιθοτεχνιών θα διαπιστώσει επιμέρους ομοιότητες και διαφορές, ακόμη και ανάμεσα στις λιθοτεχνίες που σε γενικό επίπεδο φαίνεται να παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία ή να αποκλίνουν σημαντικά (π.χ. τυπολογία εργαλείων, φτέρνες των αποκρουσμάτων, ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία μεθόδων και σχημάτων απόκρουσης). Η εικόνα που περιγράφεται έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που στο επίπεδο του υλικού πολιτισμού έχει επικρατήσει να ονομάζεται τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία. Ο βαθμός «έντασης» του φαινομένου αυτού, λοιπόν, είναι μεγάλος ανάμεσα στις λιθοτεχνίες που μελετήθηκαν. Επιπλέον, με το δεδομένο πως οι 3 θέσεις αποτελούν παλίμψηστα δραστηριότητας στο χώρο και το χρόνο, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι παράλληλα με την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που καταγράψαμε μεταξύ των 3 λιθοτεχνιών ένα ανάλογο φαινόμενο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χαρακτηρίζει και κάθε μεμονωμένη λιθοτεχνία. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να ερμηνευτεί το φαινόμενο αυτό και ποιες είναι οι πιθανές αντανακλάσεις της ερμηνείας του πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα; Ξεκινώντας από την ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει την κάθε μεμονωμένη λιθοτεχνία, όπως σημειώθηκε, η διαβάθμιση του φαινομένου αυτού διαφέρει από θέση σε θέση, με το σύνολο πάντως από τη Μολόνδρα να μπορεί να τοποθετηθεί στην κορυφή μιας τέτοιου είδους ιεραρχίας, και τις λιθοτεχνίες από τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 να ακολουθούν. Έτσι, παρότι τόσο στη Μολόνδρα όσο και στο Μεγάλο Καρβουνάρι διαπιστώθηκε η χρήση των ίδιων μεθόδων και σχημάτων απόκρουσης για την κατασκευή των λίθινων τεχνέργων, 299

332 στην πρώτη περίπτωση το ποσοστό χρήσης των μεθόδων απόκρουσης μη Levallois (δισκοειδείς, παραγωγής λεπίδων) παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυξημένο αναλογικά με τον Τομέα 24, αν και στις 2 θέσεις το σχήμα απόκρουσης Levallois θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποσοτικώς «κεντρικό» και τα υπόλοιπα «δευτερεύοντα». Αντίθετα, στο Ελευθεροχώρι 7, είναι οι μέθοδοι του σχήματος Levallois που ποσοτικώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δευτερεύουσες», καταλαμβάνοντας ένα μικρό μόνο μέρος του «τεχνολογικού ρεπερτορίου» των ανθρώπινων ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή εκεί. Τυπολογικά, όπως σημειώθηκε, η έκταση της ποικιλομορφίας στη λιθοτεχνία κάθε θέσης της μελέτης εμφανίζεται πιο περιορισμένη. Ωστόσο, στη λιθοτεχνία από τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι καταγράφηκε μια μεγαλύτερη ποικιλία εργαλειακών τύπων απ ό,τι στις 2 άλλες θέσεις. Στην περίπτωση της λιθοτεχνίας κάθε θέσης, η τεχνολογική και τυπολογική αυτή ποικιλομορφία, κατά τη γνώμη μας, θα μπορούσε να εξηγηθεί με 3 κύριους τρόπους: με όρους πολιτισμικούς, χρονολογικούς ή «λειτουργικούς». Δεδομένου ότι και οι 3 λιθοτεχνίες που μελετήθηκαν αντικατοπτρίζουν «ψηφιδωτά» δραστηριότητας, ένα πολιτισμικό μοντέλο θα υπαγόρευε πως διαφορετικές ομάδες με διαφορετικές τεχνολογικές αλλά και «τυπολογικές» παραδόσεις δραστηριοποιούνταν σε κάθε θέση. Για παράδειγμα μια ομάδα δημιουργούσε τέχνεργα με τον τρόπο που γνώριζε (π.χ. σχήμα Levallois) και συγκεκριμένα είδη εργαλείων, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της, ενώ η αμέσως επόμενη που επισκέπτονταν την ίδια θέση παρήγαγε τέχνεργα με τρόπο διαφορετικό (π.χ. δισκοειδές σχήμα απόκρουσης) και άλλα είδη εργαλείων. Ακολούθως, μια χρονολογική ερμηνεία θα υποστήριζε πως στο πέρασμα του χρόνου οι τεχνολογικές και «τυπολογικές» παραδόσεις των ανθρώπινων ομάδων διαφοροποιήθηκαν. Έτσι, σε κάποια φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες που επισκέφτηκαν τις 3 θέσεις της μελέτης κατασκεύαζαν τα επιθυμητά τους προϊόντα με μεθόδους Levallois και είχαν συγκεκριμένες «τυπολογικές» επιλογές (π.χ. εγκοπές), ενώ σε κάποια άλλη φάση δημιουργούσαν τέχνεργα με μεθόδους δισκοειδείς ή παραγωγής λεπίδων και άλλα είδη εργαλείων (π.χ. ράσπες). Τέλος, ένα «λειτουργικό» μοντέλο θα προϋπέθετε πως εξαρχής το τεχνολογικό και «τυπολογικό» ρεπερτόριο κάθε ανθρώπινης ομάδας εμπεριείχε όλα τα σχήματα και τις μεθόδους απόκρουσης και όλα τα είδη εργαλείων που παρατηρήθηκαν σε κάθε θέση. Ανεξάρτητα από πολιτισμικούς ή χρονολογικούς παράγοντες, και ανάλογα με τις διαφορετικές ανάγκες (π.χ. των επιθυμητών προϊόντων), τα στοιχεία αυτά επιστρατεύονταν ώστε να τις καλύψουν. Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να αποκοπεί από το φαινόμενο της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας που παρατηρείται, αν οι λιθοτεχνίες των 3 θέσεων ιδωθούν συγκριτικά. Αποκλειστικά και μόνο στη βάση των πληροφοριών της μελέτης μας, οι βασικές τεχνολογικές και 300

333 «τυπολογικές» αντιθέσεις που προηγουμένως περιγράφηκαν θα μπορούσαν να αποδοθούν σε λόγους πολιτισμικούς, χρονολογικούς ή «λειτουργικούς»; Η υιοθέτηση μιας πολιτισμικής ερμηνείας θα υπαγόρευε πως διαφορετικές ομάδες Homo neanderthalensis με επίσης διαφορετικές τεχνολογικές και «τυπολογικές» παραδόσεις δραστηριοποιήθηκαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και στις 3 θέσεις της μελέτης μας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι άνθρωποι του Νεάντερταλ που γνωρίζουν και επιθυμούν να παραγάγουν σχετικά μεγάλα σε μέγεθος τέχνεργα, από πυρήνες παραγωγής λεπίδων και πυρήνες Levallois, δεν φαίνεται να δραστηριοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7. Επιπλέον, η ανθρώπινη ομάδα η οποία επιλέγει να κατασκευάζει εργαλεία του τύπου «rabot» δεν δραστηριοποιήθηκε καθόλου στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7. Ακολούθως, η ανθρώπινη ομάδα που γνωρίζει και επιλέγει να δημιουργεί μικρά σε μέγεθος τέχνεργα με δισκοειδείς μεθόδους απόκρουσης, και επιπροσθέτως χρησιμοποιεί ως υπόβαθρα πυρήνων φολίδες, φαίνεται να δραστηριοποιήθηκε κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. Η ίδια αυτή ομάδα επιλέγει να εκμεταλλεύεται χρηστικά, συνήθως τέχνεργα χωρίς επεξεργασία, δημιουργεί ιδιότυπους τύπους εργαλείων (π.χ. πλαγιοσυγκλίνουσες ράσπες) και δεν τους επαναχρησιμοποιεί εντατικά. Είναι ευνόητο πως μια χρονολογική ερμηνεία των στοιχείων αυτών θα υπαγόρευε πως υπάρχει μια χρονολογική ακριβώς διαφορά ανάμεσα στη χρήση των 3 θέσεων της μελέτης, με αποτέλεσμα οι αντιθέσεις που παρατηρούνται ως προς την τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων να μπορούν να αποδοθούν στη διαφοροποίηση των τεχνολογικών και «τυπολογικών» παραδόσεων στο πέρασμα των χιλιετιών. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η ισχύς μιας χρονολογικής ερμηνείας δεν μπορεί να αποκλείσει ταυτόχρονα και την «πολιτισμική» ανάγνωση της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας. Πέρα από τις πολιτισμικές και χρονολογικές θεωρήσεις ένα «λειτουργικό» μοντέλο, θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις εμφανείς διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των 3 θέσεων; Και ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόπειρα; Κατά τη γνώμη μας, ένας παράγοντας προς καταρχήν αξιολόγηση είναι το πρώτο και «θεμελιώδες» στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας που σχετίζεται με τη διαθεσιμότητα, την πρόσβαση σε πηγές και τον τρόπο πρόσκτησης των πρώτων υλών. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά αν εξεταστούν με κριτήριο ορισμένα χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των 3 θέσεων, θα μπορούσαν να εξηγήσουν ορισμένες από τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται. Καταρχήν, ο μεγάλος αριθμός ευρημάτων στο Ελευθεροχώρι 7 (άνω των τεχνέργων), αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της θέσης 301

334 (Ελευθεροχώρι 1,2,3 κλπ.), δεν υποδηλώνει μια περιορισμένη διαθεσιμότητα πρώτων υλών, που θα επέφερε μια ανάγκη για όσο το δυνατόν πιο «οικονομική» διαχείριση των ωφέλιμων λίθινων πόρων, με αποτέλεσμα την εφαρμογή εκείνων των τεχνολογικών λύσεων που θα εξασφάλιζαν κάτι τέτοιο. Έτσι, το μικρό μέγεθος των τεχνέργων, οι ιδιαιτερότητες των μεθόδων απόκρουσης και οι συχνά εξαντλημένοι πυρήνες στο Ελευθεροχώρι 7, θα μπορούσαν να αποδοθούν στη συνήθη μορφή (πλακέτες) των πρώτων υλών που βρίσκονται σε διαθεσιμότητα κοντά στη θέση, αλλά και στο μικρό μέγεθος με το οποίο συχνά οι πρώτες ύλες μεταφέρονται σε αυτή, ως αποτέλεσμα της συνήθους προ-διαμόρφωσής τους στον τόπο συλλογής τους. Η επιλογή της προ-διαμόρφωσης των πρώτων υλών θα μπορούσε να αποδοθεί στη δύσβατη (ανηφορική) διαδρομή από τον τόπο συλλογής των λίθινων πόρων προς τον κύριο χώρο δραστηριοποίησης των ανθρώπινων ομάδων, το Ελευθεροχώρι 7. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί πως η χρήση των δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης, η χρήση φολίδων ως υπόβαθρα πυρήνων και το μικρότερο μέγεθος των παραγόμενων προϊόντων αποτελούν όχι μια συνειδητή, οφειλόμενη σε πολιτισμικούς ή χρονολογικούς λόγους επιλογή, αλλά μια ανάγκη για προσαρμογή των ανθρώπινων ομάδων στις δυσκολίες πρόσβασης στις πηγές πρώτων υλών. Αντίθετα, στην περίπτωση της Μολόνδρας ή άμεση διαθεσιμότητα πρώτων υλών δεν επιφέρει κάποια ανάγκη για προσαρμογή στις «ιδιότητές» τους. Ταυτόχρονα, παρότι στο Μεγάλο Καρβουνάρι οι πηγές πρώτων υλών δεν φαίνεται να απέχουν από τη θέση λιγότερο απ ό,τι στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7, οι ανθρώπινες ομάδες έχουν να ακολουθήσουν μια διαδρομή με ανάγλυφο πολύ πιο ομαλό. Έτσι, η απουσία «οικονομίας» στη διαχείριση των πρώτων υλών στη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι, οδηγεί στη δημιουργία τεχνέργων μεγαλύτερου μεγέθους. Παράλληλα, το μεγάλο αρχικό μέγεθος των πρώτων υλών στις θέσεις αυτές επιτρέπει την εφαρμογή «σύνθετων» σχημάτων και μεθόδων απόκρουσης (π.χ. Levallois) που απαιτούν μεγαλύτερες ωφέλιμες επιφάνειες λίθινων πρώτων υλών σε σχέση με τις απλές στις βασικές αρχές τους (π.χ. μη σύνθετη μορφοποίηση των επιφανειών των πυρήνων) δισκοειδείς μεθόδους απόκρουσης που «επιστρατεύονται» στο Ελευθεροχώρι 7. Η παραπάνω υπόθεση, παρότι μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένες από τις τεχνολογικές ιδιαιτερότητες της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 έχει μια βασική αδυναμία: μια πρακτική όσο το δυνατόν πιο «οικονομικής» διαχείρισης των πρώτων υλών έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία της χαμηλής συχνότητας διαμόρφωσης εργαλείων, αλλά και τους δείκτες επανάχρησής τους, στη θέση αυτή. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο, οι συνήθειες που διακρίνουν τον τρόπο πρόσκτησης και μεταφοράς των πρώτων υλών στο Ελευθεροχώρι 7, ενδεχομένως να οφείλονται σε καθαρή επιλογή των ανθρώπινων ομάδων, προσαρμοσμένη στα σε, κάθε περίπτωση, 302

335 ζητούμενα των διαδικασιών παραγωγής, επιστρέφοντας και πάλι σε πολιτισμικές ή χρονολογικές θεωρήσεις. Θα μπορούσε ένα «λειτουργικό» μοντέλο συμπεριφοράς των ανθρώπινων ομάδων να εξηγήσει τις διαφορές στις τεχνολογικές και «τυπολογικές» συνήθειές τους; Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 1, ένα τέτοιου είδους μοντέλο για την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας έχει προταθεί από τους C. Runnels και Τ. Van Andel (2003). Αξιολογώντας τα δικά μας εμπειρικά δεδομένα σε σχέση με το μοντέλο αυτό, η λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 θα έπρεπε να συνδεθεί με περιόδους πιο μόνιμης κατοίκησης των ανθρώπινων ομάδων και με το συστηματικό κυνήγι. Αντίθετα οι λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα θα έπρεπε να συνδεθούν με δραστηριότητες «πτωματοφαγίας» και περιόδους υψηλής κινητικότητας των ανθρώπινων ομάδων. Πράγματι, ορισμένα στοιχεία του αρχαιολογικού αποθέματος που μελετήσαμε μπορούν να επιβεβαιώσουν με μια τέτοια πρόταση. Η ποσότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων στο Ελευθεροχώρι 7 είναι πολύ μεγαλύτερη απ ότι στη Μολόνδρα και τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, συνηγορώντας υπέρ μιας πιο μόνιμης ανθρώπινης δραστηριότητας στη θέση αυτή. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως το πλάτωμα του Ελευθεροχωρίου 7 διερευνήθηκε εξαντλητικά, κάτι που δεν έγινε για τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Στη Μολόνδρα διανοίχτηκαν 6 μόνο ανασκαφικές τομές, ενώ στο Τομέα 24 διενεργήθηκε μόνο επιφανειακή περισυλλογή. Παράλληλα, από τη συνολική έκταση του Μεγάλου Καρβουναρίου έχουν προκύψει κατά το παρελθόν πολλαπλάσια ευρήματα σε σχέση με αυτά που προέρχονται από τον Τομέα 24 μόνο. Τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το μοντέλο των C. Runnels και Τ. van Andel (2003), στην περίπτωση της μελέτης μας, δεν είναι δυνατόν να ελεγθούν. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε αν οι αιχμές pseudolevallois στο Ελευθεροχώρι 7 χρησιμοποιούνται στο κυνήγι ή αν οι ράσπες στον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα διευκολύνουν πρακτικές πτωματοφαγίας (κάτι άλλωστε που δεν έχουν ελέγξει και οι C. Runnels και Τ. Van Andel για τα δικά τους εμπειρικά δεδομένα). Επιπλέον, όπως ήδη σημειώθηκε, τα στοιχεία από τις λιθοτεχνίες των θέσεων της μελέτης μας δεν μαρτυρούν κάποια ορατή σήμερα διαφορά στη λειτουργία των χώρων αυτών και ανάλογη αντανάκλαση διαφοροποίησης στο γενικότερο τρόπο δραστηριότητας των ανθρώπινων ομάδων: οι άνθρωποι του Νεάντερταλ φαίνεται να χρησιμοποιούν τους υγρότοπους του Μεγάλου Καρβουναρίου, της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7, με ένα παρόμοιο τρόπο, εφόσον οι κύριες διαδικασίες λάξευσης του λίθου λαμβάνουν χώρα επί τόπου, η πλειονότητα των εργαλείων διαμορφώνεται, 303

336 χρησιμοποιείται και απορρίπτεται μέσα στα όρια της κάθε θέσης, οι εργασίες που επιτελούνται δεν φαίνεται να είναι εξειδικευμένες, αλλά να καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος αναγκών. Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης μας, δεν είναι δυνατόν εκ των προτέρων να αποκλειστεί οποιαδήποτε παράμετρος ή συνδυασμός παραμέτρων που να εμπλέκονται στη διαμόρφωση των διαφορών στην τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπων του Νεάντερταλ, στην εικόνα της μεγάλης ποικιλομορφίας που παρατηρείται σε κάθε ξεχωριστή θέση, αλλά και μεταξύ θέσεων, πρωτίστως στα τεχνολογικά και δευτερευόντως στα τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών. Αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί για τη δραστηριότητα αυτών των ανθρώπινων ομάδων στους χώρους της μελέτης μας είναι ότι αυτή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευκαιριακή, αλλά σε μια γενική θεώρηση προσχεδιασμένη και οργανωμένη. Κάτι τέτοιο μπορεί να καταδειχθεί από την, όπως σημειώθηκε, καταρχήν στρατηγική επιλογή των ίδιων των χώρων δραστηριοποίησης και την πιθανότατη συνεχή «επιστροφή» των ανθρώπινων ομάδων σε αυτούς, κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Παράλληλα, τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού αντανακλούν πως οι παραγωγικές διαδικασίες στις 3 θέσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν σαφείς στόχους (στο σύνολο της κάθε λιθοτεχνίας λίγοι είναι οι πυρήνες που φαίνεται να έχουν λαξευτεί ευκαιριακά) και ζητούμενα, πιθανόν προσαρμοσμένα στις εκάστοτε ιδιαιτερότητες της γεωγραφίας και του παλαιοπεριβάλλοντος (αν δεχτούμε για παράδειγμα πως ο τρόπος πρόσκτησης των πρώτων υλών επηρεάζει τα στοιχεία της λιθοτεχνίας έστω και σε μικρό βαθμό). Υπό την έννοια αυτή, η υπόθεση που καταρχήν διατυπώνεται είναι ότι τουλάχιστον οι Homo neanderthalensis της μελέτης μας δεν εμφανίζονται ως «περιοδεύοντες» ασκόπως στο τοπίο, αλλά, έχοντας γνώση και καλή εξοικείωση με αυτό, εκμεταλλεύονται στρατηγικά τα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς του, προκειμένου σε κάθε περίπτωση να «εφευρεθούν» οι πλέον κατάλληλες λύσεις που θα οδηγήσουν στην επιτυχή επιβίωση Οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι και η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή Η τεχνολογική συμπεριφορά των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων στους οποίους αποδώσαμε τον υλικό πολιτισμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχή στις 3 θέσεις της μελέτης χαρακτηρίζεται από λιγότερες αντιθέσεις, αναλογικά με ό,τι παρατηρήθηκε για τους ανθρώπους του Νεάντερταλ. Αφήνοντας και πάλι έξω το θέμα του τρόπου πρόσκτησης των πρώτων υλών, τα βασικά, τουλάχιστον, γνωρίσματα των διαδικασιών λάξευσης (σχήματα, μέθοδοι και τεχνικές απόκρουσης) και των πρακτικών διαμόρφωσης εργαλείων (επιλογή υποβάθρων των εργαλείων, είδη των εργαλείων που διαμορφώνονται) παρουσιάζονται παρόμοια. Ωστόσο, όπως παρατηρήθηκε και για τη Μέση Παλαιολιθική, η λεπτομερής αντιπαραβολή ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των 304

337 λιθοτεχνιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής σε κάθε θέση, μπορεί κατά περίπτωση να δημιουργήσει αρκετές ομαδοποιήσεις των 3 συνόλων. Για παράδειγμα υπάρχουν διαφορές στην ιδιαίτερη τυπολογία των εργαλείων σε κάθε θέση, στη Μολόνδρα υπάρχουν ενδείξεις για μια περιορισμένης έκτασης παραγωγή μικρολεπίδων και τα αποκρούσματα έχουν μεγάλο αναλογικά ποσοστό μη προετοιμασμένων φτερνών, από το Μεγάλο Καρβουνάρι απουσιάζουν οι σφηνίσκοι, στο Ελευθεροχώρι 7 υπάρχουν ενδείξεις για περιστροφή των πυρήνων κατά 90 μοίρες. Πάντως, η πλέον έντονη διαφοροποίηση που παρατηρείται μεταξύ των λιθοτεχνιών των 3 θέσεων αφορά στα μετρικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων: στο Ελευθεροχώρι 7 τα τέχνεργα είναι αρκετά μικρότερα σε μέγεθος απ ό,τι στις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Το σύνολο των παραπάνω στοιχείων δημιουργούν για τον υλικό πολιτισμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής στις θέσεις της μελέτης και πάλι μια εικόνα τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας, αρκετά πιο περιορισμένης έκτασης, ωστόσο, σε σχέση με ό,τι παρατηρήθηκε για τη Μέση Παλαιολιθική. Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί επίσης, πως όπως και τα σύνολα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής έτσι και αυτά της Ανώτερης, φαίνεται να συνιστούν «χρονολογικά ψηφιδωτά» με αποτέλεσμα η (περιορισμένη) τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία να χαρακτηρίζει και τη λιθοτεχνία κάθε ξεχωριστής θέσης. Επανερχόμενοι το ερώτημα που τέθηκε και για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, πού θα μπορούσαν να αποδοθούν οι διαφοροποιήσεις που περιγράφονται; Και πάλι, κατά τη γνώμη μας, 3 είναι οι πιθανές εξηγήσεις του φαινομένου αυτού με εφαρμογή τόσο στην περίπτωση κάθε ξεχωριστής θέσης όσο και αντιπαραβολικά στην περίπτωση των 3 θέσεων. Μια πολιτισμική ερμηνεία θα προϋπέθετε πως διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες έδρασαν σε κάθε θέση της μελέτης. Έτσι η ανθρώπινη ομάδα που επιλέγει να περιστρέφει του πυρήνες κατά 90 μοίρες κατά τη διάρκεια της λάξευσης δεν φαίνεται να έδρασε κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Επιπροσθέτως, η ανθρώπινη ομάδα που στο τεχνολογικό της ρεπερτόριο περιλαμβάνει μια ενδεχόμενη παραγωγή αποκρουσμάτων από σφηνίσκους δεν φαίνεται να δραστηριοποιήθηκε στο Μεγάλο Καρβουνάρι. Η ανθρώπινη ομάδα που επιλέγει να κατασκευάσει «τοξοειδείς» λεπίδες με επεξεργασμένη ράχη και αιχμηρές μικρολεπίδες με επικλινή επεξεργασία φαίνεται να έδρασε μόνο στο Ελευθεροχώρι 7. Ακολούθως, η ανθρώπινη ομάδα που δραστηριοποιείται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7 επιλέγει να κατασκευάζει μικρά, συνήθως, τέχνεργα και να εξαντλεί στις περισσότερες των περιπτώσεων παραγωγικά τους πυρήνες της. 305

338 Μια χρονολογική ερμηνεία των παραπάνω στοιχείων θα προϋπέθετε πως με το πέρασμα του χρόνου ορισμένες τεχνολογικές και «τυπολογικές» συνήθειες των ανθρώπινων ομάδων διαφοροποιήθηκαν. Παρότι, τοποθετήσαμε τον υλικό πολιτισμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής και στις 3 θέσεις της μελέτης σε μια πρώιμη φάση της Εποχής αυτής, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί το ακριβές χρονικό διάνυσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κάθε θέση της μελέτης. Και εδώ ένα χρονολογικό μοντέλο σίγουρα μπορεί να εφαρμοστεί συνδυαστικά με μια πολιτισμική ερμηνεία των εμπειρικών μας δεδομένων. Τέλος μια «λειτουργική» προσέγγιση του αρχαιολογικού αποθέματος θα έπρεπε καταρχήν και πάλι να αξιολογήσει το ζήτημα της προμήθειας και της πρόσβασης στις πηγές των πρώτων υλών. Πράγματι, η ιδιόμορφη κατάσταση σε σχέση με την προμήθεια των πρώτων υλών στο Ελευθεροχώρι 7 στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να εξηγήσει με τρόπο, κατά τη γνώμη μας, πειστικό, αρκετές από τις τεχνολογικές τουλάχιστον διαφοροποιήσεις του συνόλου αυτού. Έτσι στο Ελευθεροχώρι 7 η δύσβατη διαδρομή από τον τόπο συλλογής των πρώτων υλών προς τον κύριο χώρο δραστηριοποίησης, αναγκάζει τους λιθοξόους να προ-διαμορφώνουν συνήθως τις πρώτες ύλες τους και στη συνέχεια να προσαρμόζονται στο μειωμένο προς εκμετάλλευση μέγεθός τους, περιστρέφοντας σε κάποιες περιπτώσεις τους πυρήνες κατά 90 μοίρες και εξαντλώντας παραγωγικά τις ωφέλιμες επιφάνειές τους. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι, όπου η προμήθεια της πρώτης ύλης είναι μια διαδικασία πιο εύκολη. Στο Ελευθεροχώρι 7 ένα μοντέλο μέγιστης δυνατής εξοικονόμησης της πρώτης ύλης μπορεί να εξηγήσει και το μεγάλο ποσοστό διαμόρφωσης εργαλείων σε σχέση με τις 2 άλλες θέσεις της μελέτης. Παράλληλα, μια «λειτουργική» προσέγγιση της τυπολογικής ποικιλότητας κάθε θέσης θα προϋπέθετε πως σε κάθε διαφορετική περιοχή λάμβαναν χώρα και διαφορετικού είδους εργασίες, με το Ελευθεροχώρι 7 να βρίσκεται στην κορυφή μιας τέτοιας ιεραρχίας, υπόθεση πάντως που δεν μπορεί περαιτέρω να ελεγθεί. Παρά ωστόσο την παρατήρηση αυτή, και στις 3 θέσεις κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή τα βασικά γνωρίσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας και η γενική τουλάχιστον λειτουργία τους δεν φαίνεται να διαφέρουν: η λάξευση του λίθου γίνεται κατά χώραν, όπως και η διαμόρφωση εργαλείων. Τα αντικείμενα αυτά φαίνεται να χρησιμοποιούνται για ποικίλες δραστηριότητες, ενώ μέρος τους τουλάχιστον, φαίνεται ότι, αφού κλείσει τον κύκλο «ζωής» του, απορρίπτεται εκεί. Αν αναγνωρίσουμε στους ανθρώπους του Νεάντερταλ των θέσεων της μελέτης μας την ικανότητα να επιλέγουν στρατηγικά τα σημεία δραστηριοποίησής τους, να προσχεδιάζουν τις κινήσεις τους στο τοπίο και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε ιδιαιτερότητές του, τότε δεν μπορούμε παρά μια 306

339 παρόμοια υπόθεση να διατυπώσουμε και για τους Ανατομικά Σύγχρονους Ανθρώπους που τους «διαδέχτηκαν» τόσο στο Μεγάλο Καρβουνάρι, όσο και στη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7. Αυτές οι ομάδες φαίνεται πως επίσης επισκέπτονται, τουλάχιστον κατά τις πρώτες φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής, επανειλημμένα τις 3 θέσεις «απολαμβάνοντας» τα κατά περίπτωση προνόμια επιβίωσης που αυτές προσφέρουν. Η τεχνολογική τους συμπεριφορά είναι οργανωμένη και σχετικά ομοιογενής με σαφείς στόχους και ζητούμενα, που επιτρέπουν την κάλυψη των καθημερινών αναγκών επιβίωσης. Όμως, αξιολογώντας τα εμπειρικά μας δεδομένα μπορούν να εντοπιστούν ομοιότητες και διαφορές στην τεχνολογική συμπεριφορά και στον τρόπο δραστηριότητας των Homo neanderthalensis και των Homo sapiens που δραστηριοποιήθηκαν στις 3 θέσεις; Η ανθρώπινη δραστηριότητα στο πέρασμα του χρόνου Πέρα από το επιμέρους συγχρονικό επίπεδο, στη διαχρονία και στο πλαίσιο μιας «αυστηρής» τεχνο-μορφολογικής θεώρησης, ο υλικός πολιτισμός της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις θέσεις της μελέτης δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε κοινό στοιχείο. Οι στόχοι, οι μέθοδοι, ενίοτε οι τεχνικές της απόκρουσης, αλλά και οι εργαλειακοί τύποι που κατασκευάζονται διαφέρουν ουσιαστικά ανάμεσα στις 2 χρονολογικές φάσεις, γι αυτό άλλωστε τα λίθινα τέχνεργα που τοποθετήθηκαν σε καθεμία από αυτές έγινε δυνατό να διακριθούν μέσα στο «ψηφιδωτό» που συνθέτουν. Παρά ωστόσο την βασική αυτή διάκριση, ορισμένοι άλλοι δείκτες που προκύπτουν από τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού μπορούν να καταδείξουν πως σε κάθε θέση της μελέτης υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία ανάμεσα στην τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπων του Νεάντερταλ κατά τη Μέση Παλαιολιθική και σε αυτή των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων κατά την (Πρώιμη) Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Μια τέτοια διαπίστωση καταρχήν αφορά τις γενικές τάσεις που χαρακτηρίζουν τον τρόπο πρόσκτησης των πρώτων υλών, αλλά και τις ενδείξεις για τη διαχείρισή τους. Έτσι, όπως σημειώθηκε, σε όλες τις θέσεις της μελέτης οι λιθοτεχνίες της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι κατασκευασμένες σε παρόμοιες, όσον αφορά τις ιδιότητές τους (ποιότητα, χρώμα, υφή,), πρώτες ύλες που σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος τους, φαίνεται να προέρχεται από τις ίδιες πηγές. Επίσης αυτό που δεν φαίνεται να διαφέρει είναι η μορφή των πρώτων υλών που επιλέγονται (και κατά περίπτωση μεταφέρονται στην περίπτωση του 307

340 Μεγάλου Καρβουναρίου και του Ελευθεροχωρίου 7), προκειμένου να αποτελέσουν παραγωγικά υπόβαθρα. Στην περίπτωση της λιθοτεχνίας από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, τόσο κατά τη Μέση όσο και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, κόνδυλοι όσο και πλακέτες αποτελούν σε παρόμοιο ποσοστό υπόβαθρα των πυρήνων, ενώ στο Ελευθεροχώρι 7 τουλάχιστον οι «κλασικοί» πυρήνες του δείγματος, 102 είναι διαμορφωμένοι σχεδόν αποκλειστικά σε πλακέτες (εικ. 6.40). ΥΠΟΒΑΘΡΑ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ* 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% MΠ ΑΠ ΜΠ ΑΠ ΜΠ ΑΠ Πλακέτα Κόνδυλος Μ. Καρβουνάρι- Τ24. Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του είδους υποβάθρων των πυρήνων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, στις 3 θέσεις της μελέτης. * στο Ελευθεροχώρι 7 δεν υπολογίστηκαν οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων. Για όλες τις θέσεις δεν υπολογίστηκαν τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» και οι σφηνίσκοι. Τα γενικά μετρικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στην περίπτωση κάθε θέσης δεν διαφέρουν σημαντικά. Στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα το μέσο μήκος των πυρήνων και των αποκρουσμάτων των 2 χρονολογικών φάσεων είναι σχεδόν ταυτόσημο. Το στοιχείο αυτό παραπέμπει σε μια παρόμοια διαχείριση των πρώτων υλών κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στις 2 αυτές θέσεις, χωρίς να σκιαγραφείται κάποια ιδιαίτερη πίεση για εξοικονόμησή τους. Αντίθετα στο Ελευθεροχώρι 7 η εικόνα αυτή στη διαχρονία εμφανίζεται αρκετά πιο περίπλοκη. Παρότι στη θέση αυτή οι πυρήνες και τα αποκρούσματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι λίγο μεγαλύτερα σε μήκος απ ό,τι αυτά της Μέσης, είναι όπως σημειώθηκε, σημαντικά μικρότερα από τα αντίστοιχα αντικείμενα των λιθοτεχνιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής των 2 άλλων θέσεων της μελέτης (εικ Δεν εννοούνται εδώ οι πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής σε υπόβαθρα φολίδων, τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» και οι σφηνίσκοι της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. 308

341 6.22), καταδεικνύοντας, σε θεωρητικό επίπεδο, μια διαχρονική, γενική εικόνα για μια ανάγκη ή επιλογή εξοικονόμησης των πρώτων υλών. Ωστόσο, αν δεχτούμε την υπόθεση αυτή γίνεται κατανοητό πως η «οικονομία» στη διαχείριση των πρώτων υλών κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο. Έτσι κατά τη Μέση Παλαιολιθική πέρα από την συχνά εξαντλητική εκμετάλλευση των «κλασικών» πυρήνων, οι λιθοξόοι πιθανώς αναζητούν και άλλα παραγωγικά υπόβαθρα, τα οποία προέρχονται από πρώτα στάδια των διαδικασιών λάξευσης. Ωστόσο, όπως είδαμε στη συνέχεια οι «οικονομικοί δείκτες» των στοιχείων της εργαλειοτεχνίας (αριθμός εργαλείων, επανάχρηση εργαλείων) έρχονται σε αντίθεση με το σενάριο της «οικονομικής πίεσης», οδηγώντας στη σκέψη πως οι ιδιαίτερες διαδικασίες λάξευσης στη θέση αυτή πιθανόν να μην αποτελούν προσαρμογή στην πιθανή δυσχέρεια της πρόσβασης σε πηγές πρώτων υλών, αλλά μια καταρχήν επιλογή των λιθοξόων. Αντίθετα, τα ανάλογα στοιχεία για την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή συγκλίνουν υπέρ της υπόθεσης για πίεση στην «οικονομική διαχείριση» των πρώτων υλών, εφόσον τα εργαλεία αυτής της χρονολογικής φάσης είναι αναλογικά περισσότερα στο Ελευθεροχώρι 7 απ ότι στις άλλες θέσεις της μελέτης. Πάντως, οι λιθοξόοι κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στο Ελευθεροχώρι 7 δεν φαίνεται να εφαρμόζουν ιδιαίτερους τρόπους λάξευσης του λίθου (ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως αν τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» θεωρηθούν πυρήνες τότε παρατηρείται ένας αυξημένος συντελεστής αυτών των αντικειμένων σε σχέση με τις άλλες θέσεις της μελέτης-βλ. πιν. 6.1) αλλά απλά προβαίνουν σε όσο το δυνατόν πιο παραγωγική εκμετάλλευση των ωφέλιμων επιφανειών των πυρήνων (π.χ. με την περιστροφή τους κατά 90 μοίρες) που είναι αποκρουσμένοι με «κλασικούς» τρόπους. Πέρα από τις παρατηρήσεις αυτές και παρά τα όποια σφάλματα δειγματοληψίας μπορεί να προκλήθηκαν κατά το χρονολογικό διαχωρισμό των λιθοτεχνιών, η σύνθεση των συνόλων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής σε κάθε θέση της μελέτης δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά (εικ. 3.28, 4.25, 5.33). Εξαίρεση στη γενική αυτή εικόνα αποτελεί και πάλι το σύνολο από το Ελευθεροχώρι 7 όπου στη λιθοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, όπως σημειώθηκε, η συχνότητα των εργαλείων είναι αναλογικά μεγαλύτερη απ ό,τι στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής. Παρά αυτή τη διαφορά, η οποία δεν έγινε δυνατό να εξηγηθεί με ασφάλεια, τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν πως δεν υπάρχει μια μεταλλαγή στη γενική λειτουργία των θέσεων ανάμεσα στη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Τόσο στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα όσο και στο Ελευθεροχώρι 7, κατά τις 2 αυτές Εποχές, η απόκρουση του λίθου συντελείται επί τόπου, όπως επιτόπου διαμορφώνονται με επεξεργασία και τα εργαλεία, ένα ποσοστό τουλάχιστον των οποίων χρησιμοποιείται και απορρίπτεται μέσα στα όρια των χώρων, 309

342 από τους οποίους ήρθαν στο φως τα λίθινα τέχνεργα της μελέτης μας. Παράλληλα, ιδωμένη αντιπαραβολικά, η ποικιλομορφία των τύπων των εργαλείων της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής σε κάθε θέση μαρτυρά πιθανώς πως ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων συντελείται εκεί, χωρίς κάποιο, ορατό τουλάχιστον σήμερα, σημάδι εξειδίκευσης. Το σύνολο των ενδείξεων αυτών, ορατές αντανακλάσεις του υλικού πολιτισμού πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται, μας οδηγεί στην υπόθεση εργασίας πως τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά τις πρώτες, τουλάχιστον, φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, τόσο οι άνθρωποι του Νεάντερταλ όσο και οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι εντάχθηκαν και διαχειρίστηκαν τα πλούσια παλαιοπεριβάλλοντα των προϊστορικών υγρότοπων του Ελευθεροχωρίου 7, της Μολόνδρας και του Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, αλλά και τα κατά περίπτωση επιπλέον προνομιακά τους χαρακτηριστικά, με ένα παρόμοιο τρόπο. Παράλληλα, παρά τη διαφορά στο είδος των ανθρωπίδων, τα ιδιαίτερα παλαιογεωγραφικά χαρακτηριστικά κάθε θέσης πιθανότατα προκάλεσαν μια προσαρμογή στην τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων, εφόσον παρόμοια προβλήματα και «διευκολύνσεις» που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον (π.χ. δυσκολία ή ευκολία πρόσβασης σε πηγές πρώτων υλών) φαίνεται να αντιμετωπίζονται, όχι με πανομοιότυπες, αλλά παρόμοιες ως προς την ουσία τους λύσεις. Έτσι, οι Homo neanderthalensis και οι Homo sapiens, τουλάχιστον στην περίπτωση των θέσεων της μελέτης μας και σύμφωνα πάντα με την ερμηνεία που δώσαμε στα εμπειρικά μας δεδομένα, φαίνεται να υιοθέτησαν ένα παρόμοιο modus vivendi, προσαρμοζόμενοι στις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντός τους, εκμεταλλευόμενοι ταυτόχρονα τους ίδιους διαθέσιμους φυσικούς πόρους. Ο περαιτέρω έλεγχος και της υπόθεσης αυτής, όπως άλλωστε και των υπόλοιπων προτάσεων που διατυπώσαμε κατά την αξιολόγηση και την ερμηνεία των εμπειρικών μας δεδομένων, είναι κάτι που επιχειρούμε στο κεφάλαιο

343 7. ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟΥ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να αντιπαραβάλλει τα εμπειρικά μας δεδομένα για τις «οικιστικές» και τεχνολογικές επιλογές των ανθρωπιδών που δραστηριοποιήθηκαν στις 3 θέσεις της μελέτης με το παλαιολιθικό αρχαιολογικό απόθεμα της βορειοδυτικής Ελλάδας. Κάτι τέτοιο επιχειρείται, καταρχήν, μέσα από τη σύγκριση των παλαιογεωγραφικών χαρακτηριστικών του Μεγάλου Καρβουναρίου, της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7 με σύγχρονα δεδομένα υπαίθριων και προφυλαγμένων (σπηλαίων και βραχόσκεπων) θέσεων στην Ήπειρο και την Κέρκυρα. Κατά δεύτερον, τα χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής στις θέσεις της μελέτης μας συγκρίνονται με τον υλικό πολιτισμό αυτών των Εποχών στη βορειοδυτική Ελλάδα. 7.1 Οι «οικιστικές» επιλογές κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο Η βάση δεδομένων αναφοράς Προκειμένου τα παλαιογεωγραφικά χαρακτηριστικά των θέσεων της μελέτης μας να συγκριθούν με ανάλογα στοιχεία για τις υπαίθριες και τις προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής στη βορειοδυτική Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκε η εργασία των P. Elefanti κ.α (2009) η οποία περιέχει μια συγκεντρωτική βάση δεδομένων με πληροφορίες για όλους του παλαιολιθικούς χώρους δραστηριότητας (υπαίθριους ή προφυλαγμένους) στην περιοχή της Ηπείρου και της Κέρκυρας, μέχρι και το Η βάση αυτή εμπλουτίστηκε και επικαιροποιήθηκε με πληροφορίες για υπαίθριες θέσεις οι οποίες εντοπίστηκαν και διερευνήθηκαν από το πρόγραμμα «Thesprotia Expedition» (Forsén 2011). Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, στη βορειοδυτική Ελλάδα, έχουν εντοπιστεί περί τις 137 υπαίθριες και προφυλαγμένες θέσεις, από τις οποίες έχουν έρθει στο φως από μερικά (σε μερικές περιπτώσεις κάτω από 10), έως και χιλιάδες λίθινα τέχνεργα, μαρτυρίες για τη δραστηριότητα του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή. Οι θέσεις γίνονται 139 όταν προσθέσουμε τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι Προκειμένου τα γεωγραφικά δεδομένα των θέσεων της μελέτης μας να συγκριθούν με αυτά των παλαιολιθικών θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας, για λόγους 103 Να σημειωθεί πως η βάση δεδομένων των Elefanti κ.α (2009) περιέχει πληροφορίες για όλες τις αρχαιολογικές θέσεις της Εποχής του Λίθου στον ελλαδικό χώρο. 104 Η άλλη θέση της μελέτης μας το Μεγάλο Καρβουνάρι, συμπεριλαμβάνεται ήδη στη βάση δεδομένων των P. Elefanti κ.α (2009) 311

344 ομοιογένειας, ως γενικά κριτήρια κατηγοριοποιήσης χρησιμοποιήθηκαν αυτά των G. Bailey κ.α (1997), δηλαδή, όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 1, η ηλικία των θέσεων, η γεωγραφική θέση, το υψόμετρο και το «μέγεθός» τους, σύμφωνα με τον αριθμό των τεχνέργων που έχουν έρθει στο φως από αυτές. Στην έρευνά μας, ωστόσο, ως προς το κριτήριο του μεγέθους θέσεις από τις οποίες προέρχονται έως 100 τέχνεργα θεωρήθηκαν συμβατικά «μικρές», θέσεις από τις οποίες προέρχονται από 100 έως 500 τέχνεργα θεωρήθηκαν «μεσαίου μεγέθους», ενώ θέσεις από τις οποίες προέρχονται άνω των 500 τεχνέργων θεωρήθηκαν «μεγαλύτερες». Επίσης, συμβατικά, θεωρήσαμε τις θέσεις σε υψόμετρο κάτω των 200 μ. «πεδινές», τις θέσεις σε υψόμετρο μεταξύ 200 και 600 μ. «ημιορεινές», ενώ τις θέσεις σε υψόμετρο άνω των 600 μ. «ορεινές». Επιπλεόν, οι θέσεις που μαρτυρούν χρήση τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή θεωρήθηκαν «μικτές» χρονολογικά. Σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια, μια προσεκτική αποδελτίωση και ποιοτική επεξεργασία της υπάρχουσας βάσης δεδομένων, καταδεικνύει πως μόνο για 78 (72 υπαίθριες και 6 προφυλαγμένες) από τις 137 θέσεις της Παλαιολιθικής στη βορειοδυτική Ελλάδα, υπάρχουν πληροφορίες για το σχετικό, έστω, «μέγεθός» τους, αλλά και για μια σαφή, έστω γενική, χρονολογική τους τοποθέτηση, στο πλαίσιο τουλάχιστον συγκεκριμένων Εποχών της Παλαιολιθικής (π.χ. θέσεις που παρουσιάζουν ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τη Μέση ή την Ανώτερη Παλαιολιθική ή και κατά τις 2 αυτές Εποχές). Ως αποτέλεσμα οι θέσεις για τις οποίες αυτού του είδους τα στοιχεία εξέλιπαν (π.χ. θέσεις οι οποίες τοποθετούνται ασαφώς στα γενικά όρια της Παλαιολιθικής Εποχής) αφαιρέθηκαν από τη βάση δεδομένων και τη διαδικασία των συγκρίσεων Η συγκριτική θεώρηση Ξεκινώντας τη συγκριτική μας θεώρηση με το κριτήριο της χρονολόγησης των χώρων παλαιολιθικής δραστηριότητας στη βορειοδυτική Ελλάδα, και οι 3 θέσεις της μελέτης μας είναι «μικτές» χρονολογικά, μαρτυρώντας ανθρώπινη δραστηριότητα τόσο κατά τη Μέση όσο και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Από την υπάρχουσα βάση δεδομένων οι ανάλογες θέσεις στη βορειοδυτική Ελλάδα είναι 18, 17 υπαίθριες και 1 προφυλαγμένη, η βραχοσκεπή Ασπροχάλικο. Ακόμη 44 θέσεις τοποθετούνται αποκλειστικά στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, όντας όλες υπαίθριες. Στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή τοποθετούνται 13 θέσεις, εκ των οποίων 5 προφυλαγμένες (εικ. 7.1, πιν. 7.2). Ως προς το κριτήριο της γεωγραφικής θέσης, τόσο το Μεγάλο Καρβουνάρι και η Μολόνδρα όσο και το Ελευθεροχώρι 7, βρίσκονται στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου, η οποία θεωρείται ότι 312

345 αποτελεί μια ενιαία γεωγραφική ενότητα με την Κέρκυρα (π.χ. Bailey κ.α 1997). Στη γεωγραφική αυτή ζώνη υπάρχουν ακόμη 35 παλαιολιθικές, σαφώς χρονολογημένες θέσεις. Μόνο 3 από αυτές τοποθετούνται αποκλειστικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική, 1 εκ των οποίων είναι προφυλαγμένη (η βραχοσκεπή Γκράβα στην Κέρκυρα), άλλες 22 στη Μέση Παλαιολιθική (όντας σε κάθε περίπτωση υπαίθριες), ενώ 13 ακόμη υπαίθριες θέσεις θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται και κατά τις 2 αυτές Εποχές. Στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου έχουν εντοπιστεί 19 σαφώς χρονολογημένες θέσεις. 2 από αυτές τοποθετούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και είναι υπαίθριες, ενώ άλλες 13 θέσεις τοποθετούνται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. 4 θέσεις στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου είναι «μικτές» χρονολογικά με μια από αυτή, τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, να συνιστά προφυλαγμένη θέση. Οι θέσεις στην ενδοχώρα της Ηπείρου είναι συνολικά από αυτές τοποθετούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, όντας σε 4 περιπτώσεις προφυλαγμένες. 9 υπαίθριες θέσεις στη γεωγραφική αυτή ζώνη τοποθετούνται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, ενώ ακόμη 4 υπαίθριες θέσεις θεωρούνται «μικτές» χρονολογικά (εικ. 7.1, πιν. 7.2). Εικόνα 7.1. Υπαίθριες και προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Συμπεριλαμβάνονται μόνο οι χώροι για τους οποίους είναι γνωστή η ακριβής τοποθεσία, το «μέγεθος» και η γενική χρονολογική τοποθέτηση. Με κίτρινη σήμανση συμβολίζονται χώροι που μαρτυρούν δραστηριότητα κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, με κόκκινη σήμανση οι χώροι που μαρτυρούν δραστηριότητα, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και με πράσινη σήμανση οι χώροι που μαρτυρούν δραστηριότητα τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Τα στοιχεία για τη δημιουργία του χάρτη προέρχονται από τα Elefanti κ.α 2009, Forsén 2011, στα οποία έχουν εισαχθεί και τα δεδομένα των θέσεων της παρούσας μελέτης. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. 313

346 Γεωγραφική Ζώνη Παράκτια ζώνη της Ηπείρου & Κέρκυρα Κοιλάδα του ποταμού Λούρου Ενδοχώρα Αριθμός Τεχνέργων > >500 > >500 > >500 Α.Π 1 1 1(1) (1) 3 (3) Μ.Π Α.Π+Μ.Π 3 5 5* 1 1 2(1) Μερικό σύνολο * (1) 15 3 (1) 3(3) Γενικό Σύνολο 38* (1) 19 (1) 21 (4) Πίνακας 7.1. Θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, διαχωρισμένες κατά χρονολόγηση, γεωγραφική ζώνη και αριθμό τεχνέργων. Σε παρένθεση οι προφυλαγμένες θέσεις, σπήλαια και βραχοσκεπές. Οι βάσεις δεδομένων προέρχονται από τα Elefanti κ.α 2009, Forsén 2011 και από την παρούσα μελέτη. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. *κατηγορίες στις οποίες προστέθηκαν καινούρια δεδομένα με την παρούσα μελέτη. Ως προς το κριτήριο του υψομέτρου τους, οι 3 θέσεις της μελέτης κατηγοριοποιούνται διαφορετικά. Το Μεγάλο Καρβουνάρι είναι μια θέση «πεδινή», η Μολόνδρα μια θέση «ημιορεινή» ενώ το Ελευθεροχώρι 7 μια θέση «ορεινή». Οι «πεδινές» παλαιολιθικές θέσεις στη βορειοδυτική Ελλάδα αποτελούν την πλειονότητα (44). 3 από αυτές, εκ των οποίων 1 προφυλαγμένη, τοποθετούνται αποκλειστικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Άλλες 29 «πεδινές» θέσεις τοποθετούνται αποκλειστικά στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή και είναι όλες υπαίθριες. Ακόμη 13 θέσεις αυτής της κατηγορίας, εκ των οποίων 1 προφυλαγμένη, έχουν προσφέρει αρχαιολογικά κατάλοιπα τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Από τις συνολικά 22 «ημιορεινές» θέσεις (εκτός της Μολόνδρας), 6 τοποθετούνται αποκλειστικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, με τις μισές από αυτές (3) να αποτελούν φυσικά στεγασμένους χώρους (βραχοσκεπές Καστρίτσα, Μποϊλα, Κλειδί). Αμιγώς μεσοπαλαιολιθικές, θεωρούνται 15 θέσεις. Και πάλι οι θέσεις που παρουσιάζουν χρήση τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά των Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή είναι αρκετές (5). Στην κατηγορία υψομέτρου άνω των 600 μ., οι θέσεις που τοποθετούνται αποκλειστικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική (4) δεν είναι περισσότερες από αυτές της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής 314

347 (4). Αντίθετα, σε αυτή την κατηγορία υψομέτρου, εκτός από το Ελευθεροχώρι 7 μόνο ακόμη 1 θέση (Δερβένι-Σταυροκιάδιο) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μικτή» χρονολογικά (πιν. 7.2). Υψόμετρο μ μ. >600 μ. Σύνολο Αριθμός Τεχνέργων > >500 > >500 > >500 Α.Π 1 1 1(1) 2 1 (1) 3(3) (5) Μ.Π Α.Π+Μ.Π (1)* 5 0 1* 0 1 1* 21* (1) Μερικό σύνολο *(2) 17 2 (1) 4*(3) 8 1 1* Γενικό Σύνολο 45* (2) 23* (4) 10* 78 (6) Πίνακας 7.2. Θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, διαχωρισμένες κατά χρονολόγηση, υψόμετρο και αριθμό τεχνέργων. Σε παρένθεση οι προφυλαγμένες θέσεις, σπήλαια και βραχοσκεπές. Οι βάσεις δεδομένων προέρχονται από το Elefanti κ.α 2009, Forsén 2011 και από την παρούσα μελέτη. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. * κατηγορίες στις οποίες προστέθηκαν καινούρια δεδομένα με την παρούσα μελέτη. Τέλος, ως προς το κριτήριο του μεγέθους τους και οι 3 θέσεις της μελέτης μας είναι «μεγαλύτερες». Μόνο 4 από τις ανώτερες παλαιολιθικές θέσεις στη βορειοδυτική Ελλάδα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τέτοιες, όντας σε κάθε περίπτωση προφυλαγμένες. Οι θέσεις αυτές, με εξαίρεση τη βραχοσκεπή Γκράβα στην Κέρκυρα, εντοπίζονται σε υψόμετρο μ., στην ενδοχώρα της Ηπείρου. Καμία αμιγώς μεσοπαλαιολιθική θέση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μεγαλύτερη». Αντίθετα, πέρα από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, αρκετές από τις «μικτές» χρονολογικά θέσεις στη βορειοδυτική Ελλάδα είναι «μεγαλύτερες», με τις περισσότερες από αυτές να εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου και την Κέρκυρα, σε κάθε περίπτωση σε υψόμετρο κάτω των 200 μ. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα η Μολόνδρα συνιστά τη μοναδική «ημιορεινή», «μικτή» χρονολογικά «μεγαλύτερη» θέση, ενώ το Ελευθεροχώρι 7 τη μοναδική «ορεινή», «μικτή» χρονολογικά «μεγαλύτερη» θέση, στη βορειοδυτική Ελλάδα. Οι θέσεις «μεσαίου μεγέθους» στη βορειοδυτική Ελλάδα συνιστούν συνήθως «μικτούς» χρονολογικά χώρους και εντοπίζονται με παρόμοια συχνότητα σε όλες τις κατηγορίες υψομέτρου και σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες. Αντίθετα λίγες από τις «μικρές» θέσεις είναι «μικτές» χρονολογικά ή αμιγώς ανώτερες παλαιολιθικές. Ανεξάρτητα από το στοιχείο αυτό και οι «μικρές» 315

348 θέσεις εντοπίζονται με παρόμοια συχνότητα σε όλες τις κατηγορίες υψομέτρου και σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες Συζήτηση Πριν προχωρήσουμε στη συζήτηση για τις «οικιστικές» επιλογές των ανθρωπιδών, αλλα και τη διάρθρωση του δικτύου κατοίκησής τους κατά την Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα οποιαδήποτε συμπεράσματα προκύπτουν στη βάση των πληροφοριών που προσφέρουν ως προς τα θέματα αυτά οι υπαίθριοι χώροι χρήσης της περιοχής, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πάντα ως ενδεικτικά και προσωρινά, καθώς η έρευνα προχωρά. Ιδιαίτερα για την περιοχή της Ηπείρου και της Κέρκυρας, η φύση και η μεθοδολογία των επιφανειακών ερευνών και τα υιοθετούμενα κάθε φορά κριτήρια που αποτελούν το υπόβαθρο για τις όποιες συνθέσεις και ερμηνείες, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν απόλυτα στέρεα, κάτι που συζητήθηκε και στο κεφάλαιο 1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αυτής είναι οι περιορισμοί που συζητήθηκαν προηγουμένως σε σχέση με την απουσία από την υπάρχουσα βάση δεδομένων αναφοράς επαρκούς τεκμηρίωσης αρκετών θέσεων στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από τη δεκαετία του 1960 η συσσώρευση καινούριων πληροφοριών που αφορούν τις υπαίθριες θέσεις και όχι μόνο, συχνά αναιρούν ολόκληρες ή σημεία των κατά καιρούς διατυπωμένων προτάσεων. Για παράδειγμα, ο καθορισμός του μεγέθους μιας υπαίθριας θέσης με κριτήριο τον αριθμό των ευρημάτων που προέρχονται από αυτή, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να θεωρείται σχετικός, από τη στιγμή που παλιές θέσεις διερευνώνται πιο συστηματικά με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η τάξη μεγέθους τους, και η ανάλογη κατηγοριοποίησή τους. 105 Παράλληλα, η απουσία λεπτομερούς αξιολόγησης και δημοσίευσης του υλικού πολιτισμού της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις υπαίθριες θέσεις καθιστά επίσης σχετικό το θέμα του μεγέθους τους και της έντασης της χρήσης τους, όταν στους χώρους αυτούς μαρτυρείται ανθρώπινη δραστηριότητα τόσο κατά τη Μέση όσο και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή: μπορεί μια θέση κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή να είναι «μικρή» ενώ κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική «μεγαλύτερη», αλλά και το αντίστροφο. Παρά τις ενδελεχείς έρευνες των προηγούμενων χρόνων στη βορειοδυτική Ελλάδα, σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ανίχνευσης καινούριων υπαίθριων χώρων χρήσης ή και φυσικά στεγασμένων θέσεων σε τοποθεσίες με γεωγραφικά και παλαιοπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά, που έχουν αποκλειστεί από τον πιθανό «ευνοϊκό» χάρτη της κατοίκησης. 105 Ως προς αυτό το θέμα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θέση Μικρό Καρβουνάρι η οποία μέχρι και την επαναδιερεύνησή της τη δεκαετία του 2000 από το πρόγραμμα «Thesprotia Expedition» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «μικρή» υπαίθρια παλαιολιθική θέση (π.χ. Papagianni 2008), εφόσον από αυτή προέρχονταν μια εκατοντάδα περίπου λίθινων τεχνέργων. Η νέα συλλογή που ήρθε στο φως (1200 περίπου λίθινα τέχνεργα) μετέβαλε αυτόματα την τάξη μεγέθους της θέσης αυτής. Βλ. και Papoulia

349 Έχοντας κατά νου τις παραπάνω αιρέσεις και αξιολογώντας τη συνεισφορά των θέσεων της μελέτης μας στην κατανόηση και ερμηνεία του δικτύου κατοίκησης κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη βορειοδυτική Ελλάδα, μπορούν να γίνουν μια σειρά από παρατηρήσεις. Θα πρέπει, καταρχήν, να σημειωθεί πως οι εποχικοί ή πιο μόνιμοι υγρότοποι που φιλοξένησαν την προϊστορική ανθρώπινη δραστηριότητα στο Ελευθεροχώρι 7, τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι δεν διαφοροποιούν την υπάρχουσα αντίληψη για τις προτίμηση δραστηριοποίησης, τουλάχιστον του ανθρώπου του Νεάντερταλ, σε τέτοιου είδους παλαιοπεριβάλλοντα στην ύπαιθρο 106 της βορειοδυτικής Ελλάδας (π.χ. Bailey κ.α 1997, Papagianni 2000, Runnels & Van Andel 2003, Van Andel & Runnels 2005). Ωστόσο, σύμφωνα με τις καινούριες μαρτυρίες που προσφέρουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των 3 θέσεων της μελέτης μας, μια παρόμοια προτίμηση φαίνεται να δείχνουν και οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι, τουλάχιστον κατά της πρώιμες φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Το στοιχείο αυτό έρχεται σε αντίθεση με την παλιότερα διατυπωμένη υπόθεση των C. Runnels και T. van Andel (2003, 2005), πως μετά το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, οι χώροι που σήμερα οριοθετούνται από τις αποθέσεις ερυθρογής δεν προτιμήθηκαν προς χρήση ή κατοίκηση. Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη πως η μεγάλη πλειονότητα των «μικτών» χρονολογικά θέσεων στη βορειοδυτική Ελλάδα είναι υπαίθριοι χώροι που εντοπίζονται σε αποθέσεις ερυθρογής, ένα τέτοιο συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από την υπάρχουσα βάση δεδομένων για τις «οικιστικές» επιλογές των ανθρωπιδών κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στην περιοχή. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι τουλάχιστον για τις 2 από τις 3 θέσεις της μελέτης μας (Μολόνδρα, Ελευθεροχώρι 7), όπως σημειώθηκε και στο πρηγούμενο κεφάλαιο, φαίνεται ότι επιπλέον προνομιακά χαρακτηριστικά παίζουν ρόλο στην επιλογή κατοίκησής τους. Τα σημαντικότερα από αυτά θεωρούμε ότι είναι ο «έλεγχος» φυσικών διαβάσεων (που πιθανότατα αποτελούν και διαβάσεις θηραμάτων), αλλά και η δυνατότητα οπτικής επόπτευσης αρκετά μεγάλων περιοχών γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους, παράλληλα βέβαια με την εγγύτητα των θέσεων σε πηγές λίθινων πρώτων υλών. Το στοιχείο του «ελέγχου» φυσικών διαβάσεων, παρότι έχει τονιστεί παλιότερα για τα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της περιοχής, όπως το Ασπροχάλικο, το Κλειδί και η Καστρίτσα (π.χ. Bailey 1997, Papagianni 2000, 2008, Runnels & Van Andel 2003), θεωρούμε ότι είναι κάτι που παίζει σημαντικό ρόλο και στις «οικιστικές» επιλογές και τον οικονομικό σχεδιασμό των ανθρωπιδών στην ύπαιθρο. 106 Εννοείται σε αντιδιαστολή με τους φυσικά στεγασμένους χώρους, σπήλαια και βραχοσκεπές. 317

350 Ο Τομέας 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, η Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 συνιστούν 3 νέες «μικτές» χρονολογικά θέσεις με μαρτυρίες ανθρώπινης δραστηριότητας τόσο κατά τη Μέση όσο και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, και μάλιστα με σχετικά παρόμοια ένταση. Παραπέρα, παρότι το «μέγεθος» και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του Μεγάλου Καρβουναρίου παραμένουν στοιχεία ήδη γνωστά από παλιά, η ένταξη της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7 στην υπάρχουσα βάση δεδομένων προσφέρει σε αυτή 2 νέες «μεγαλύτερες» θέσεις. Ειδικά, ο αριθμός των αρχαιολογικών καταλοίπων από το Ελευθεροχώρι 7 ( λίθινα τέχνεργα), καθιστά τη θέση αυτή μια από τις μεγαλύτερες στη βορειοδυτική Ελλάδα, σχεδόν εφάμιλλη σε απόλυτο αριθμό ευρημάτων με συστηματικά ανασκαμμένους, φυσικά προφυλαγμένους χώρους στην περιοχή (π.χ. βραχοσκεπή Ασπροχάλικο). Η Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 εντοπίζονται σε κατηγορίες υψομέτρου για τις οποίες μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν μαρτυρίες «μεγαλύτερων», «μικτών» χρονολογικά θέσεων. Παρότι και οι 3 θέσεις της μελέτης μας εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου, το Ελευθεροχώρι 7, αποτελεί την πλέον «εσωτερική» θέση σε αυτή τη γεωγραφική ενότητα, λίγο πριν την είσοδο, όπως έχει σημειωθεί, στην άγονη, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992), ζώνη της βορειοδυτικής Ελλάδας. Πέρα από τις παρατηρήσεις αυτές, η διαδικασία επαναξιολόγησης της κατανομής και των χαρακτηριστικών του δικτύου κατοίκησης κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη βορειοδυτική Ελλάδα, μπορεί να μας οδηγήσει και σε πιο ευρείας κλίμακας συμπεράσματα. Βλέπουμε, λοιπόν, πως η παλιότερη υπόθεση των Ε. Higgs και C. Vita-Finzi (1966) για μια μετατόπιση του δικτύου κατοίκησης από τις υπαίθριες στις προφυλαγμένες θέσεις από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Μπορεί οι υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας που παρουσιάζουν αποκλειστικά ανώτερη παλαιολιθική κατοίκηση να είναι λιγότερες από αυτές της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, ωστόσο, όπως έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν (π.χ. Bailey κ.α 1997), πιθανότατα το γεγονός αυτό να οφείλεται στο διαφορετικό χρονικό διάνυσμα των 2 αυτών Εποχών, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί πως οι «μεγαλύτερες» υπαίθριες θέσεις είναι «μικτές» χρονολογικά, δηλαδή παρουσιάζουν χρήση τόσο κατά τη Μέση όσο και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Αντίστροφα, η μεγαλύτερη ένταση κατοίκησης που μαρτυρούν οι προφυλαγμένες θέσεις κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, όπως επίσης έχει σημειωθεί στο παρελθόν (π.χ. Bailey κ.α 1997), ίσως να αποτελεί μια εικόνα αρκετά παραπλανητική, εφόσον σε μερικές περιπτώσεις οι ανασκαφές στους χώρους αυτούς δεν έφτασαν στα κατώτατα αρχαιολογικά επίπεδα (π.χ. βραχοσκεπή Γκράβα στην Κέρκυρα). Στην περίπτωση μιας άλλης προφυλαγμένης θέσης, της βραχοσκεπής της Καστρίτσας, υπάρχουν ενδείξεις για μια πρωιμότερη της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής κατοίκηση, τα τεκμήρια της οποίας έχουν 318

351 εξαφανιστεί, λόγω φυσικών διεργασιών (στην προκειμένη περίπτωση, λόγω, ενδεχομένως, της ανόδου της στάθμης της λίμνης Παμβώτιδας, Galanidou 1997). Ως προς την υψομετρική κατανομή της κατοίκησης, παρότι αυτή ανεξαρτήτως χρονολόγησης φαίνεται να συγκεντρώνεται κυρίως σε «πεδινές» ή «ημιορεινές» περιοχές, υπάρχουν ενδείξεις πως οι «ορεινές» θέσεις δεν είναι τόσο σπάνιες. Τα υπάρχοντα στοιχεία μαρτυρούν πως και πάλι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σπουδαία διαφοροποίηση ανάμεσα στην υψομετρική κατανομή της κατοίκησης κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Εξαίρεση στον παραπάνω σταθερότυπο αποτελούν οι 4 προφυλαγμένες θέσεις που έχουν προσφέρει ευρήματα μόνο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Καστρίτσα, Μποϊλα, Μεγάλακκος, Κλειδί), οι οποίες πάντως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ημιορεινές». Με εξαίρεση την τελευταία παρατήρηση, τα στοιχεία αυτά φαίνεται και πάλι να αναιρούν παλιότερες υποθέσεις, για μια πιο εντατική χρήση των «ημιορεινών» και «ορεινών» περιοχών της βορειοδυτικής Ελλάδας κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, σε σχέση πάντα με τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (π.χ. Higgs & Vita-Finzi 1966, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997). Τέλος, όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή της κατοίκησης, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν φαίνεται να μαρτυρούν έντονες διαφοροποιήσεις ως προς τη γεωγραφική εξάπλωση του δικτύου κατοίκησης κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Με την εξαίρεση των προφυλαγμένων θέσεων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής οι οποίες βρίσκονται στην ενδοχώρα της Ηπείρου, θέσεις τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής εντοπίζονται με παρόμοια αναλογικά συχνότητα στις 2 κατά το παρελθόν θεωρούμενες (Bailey 1992) ως ευνοϊκές προς κατοίκηση γεωγραφικές ζώνες της βορειοδυτικής Ελλάδας: την παράκτια ζώνη της Ηπείρου και την Κέρκυρα (η οποία πάντως περιλαμβάνει το μεγαλύτερο αριθμό τόσο «μεγαλύτερων» όσο και «μικτών» θέσεων), την κοιλάδα του ποταμού Λούρου και τις περιοχές που περιλαμβάνουν τη λεκάνη των Ιωαννίνων και του ποταμού Βοϊδομάτη. Η περιοχή που ενώνει τις παραπάνω 2 γεωγραφικές ενότητες, η «άγονη», σύμφωνα με τον G. Bailey (1992), ζώνη, παραμένει μέχρι και σήμερα κενή από μαρτυρίες ανθρώπινης δραστηριότητας ή κατοίκησης. Ωστόσο, η παρουσία του Ελευθεροχωρίου 7 στα ανατολικά όρια της παράκτιας και ευνοϊκής προς κατοίκηση ζώνης της Ηπείρου και λίγο πριν την είσοδο στην «άγονη» ζώνη, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη τοπογραφία (φυσική διάβαση προς την ενδοχώρα της Ηπείρου) και το «μέγεθός» του, καταδεικνύει πως η θέση αυτή μάλλον δεν αποτελεί ένα όριο κατοίκησης και ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά ένα σταθερό σημείο στάσης σε μια διαδρομή από τα παράλια προς την ενδοχώρα και αντιστρόφως. Αυτό που, κατά τη γνώμη μας, απομένει να αποκαλύψει η μελλοντική έρευνα είναι ένα σύνολο σημείων προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας, σταθμών αυτής της διαδρομής από τη θέση 319

352 της μελέτης προς τις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, αλλά και της ορεινής ενδοχώρας (εικ. 7.2). Εικόνα 7.2. Το Ελευθεροχώρι 7 στην είσοδο της, σύμφωνα με τον G. Bailey (1992), «άγονης» ζώνης της βορειοδυτικής Ελλάδας (με μωβ σήμανση) και πιθανές διαδρομές προς την ενδοχώρα της Ηπείρου και την κοιλάδα του ποταμού Λούρου. Το σύνολο αυτών των στοιχείων μαρτυρούν πως στη βορειοδυτική Ελλάδα, τόσο οι άνθρωποι του Νεάντερταλ κατά τη Μέση Παλαιολιθική όσο και οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, δραστηριοποιήθηκαν σε ένα μεγάλο εύρος γεωγραφικών επικρατειών, πολλές φορές στα ίδια παλαιοπεριβάλλοντα, επιβεβαιώνοντας έτσι πως οι ενδείξεις που παρέχουν ως προς το θέμα αυτό οι 3 θέσεις της μελέτης μας δεν είναι μεμονωμένες, αλλά μπορούν να ενταχθούν σε ένα γενικότερο σταθερότυπο. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα θα επανέλθουμε στo κεφάλαιο

353 7.2 Συγκρίσεις των χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής Η βάση δεδομένων αναφοράς Πληροφορίες για το χαρακτήρα των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα προέρχονται από 2 βασικές πηγές. Η πρώτη αφορά στα τοποθετημένα σε ένα γενικό μεσοπαλαιολιθικό χρονο-πολιτισμικό ορίζοντα σύνολα τεχνέργων λαξευμένου λίθου που έχουν έρθει στο φως τα τελευταία 50 χρόνια, κατά κύριο λόγο, από επιφανειακές περισυλλογές σε πολυάριθμες υπαίθριες θέσεις στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου, την κοιλάδα του ποταμού Λούρου και την Κέρκυρα. Τα κύρια χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών από τις υπαίθριες θέσεις, έτσι όπως προκύπτουν από τις μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις (π.χ. Dakaris κ.α 1964, Higgs & Vita-Finzi 1966, Sordinas 1968, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000) περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 1. Τη δεύτερη βασική πηγή πληροφόρησης για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην περιοχή της μελέτης μας συνιστούν οι δημοσιεύσεις της μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας από τη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Λούρου (εικ. 7.1). Η θέση ανασκάφηκε συστηματικά από την ομάδα του Ε. Higgs τη δεκαετία του 1960 (Dakaris κ.α 1964, Higgs & Vita Finzi 1966), ενώ κάποια πρόσθετη, μικρής έκτασης, ανασκαφική διερεύνηση διενεργήθηκε και κατά τη δεκαετία του 1980 από την ομάδα του G. Bailey (Bailey κ.α 1983). Στην πλούσια στρωματογραφία του Ασπροχάλικου (εικ. 7.3), η οποία χρονολογικά εκτείνεται από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή έως και την εποχή του Χαλκού (ίσως και μεταγενέστερες περιόδους), μέχρι και σήμερα αναγνωρίζονται 2 διαφορετικά μεσοπαλαιολιθικά σύνολα λίθινων τεχνέργων: η αποκαλούμενη «Κατώτερη Μουστέρια» και η «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. Εικόνα 7.3. Ασπροχάλικο, στρωματογραφία της «δυτικής» δοκιμαστικής τομής (Trb). (Πηγή: Bailey κ.α 1983). 321

354 H «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στα στρώματα 18 και 16 της βραχοσκεπής. Χρονολογήσεις καμένων λίθινων τεχνέργων με Θερμοφωταύγεια (TL) τοποθέτησε την κατοίκηση στο στρώμα 18 στα ± και ± χρόνια πριν από το παρόν (Huxtable κ.α 1992) (πιν. 7.4). Η «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία έχει μελετηθεί και δημοσιευτεί, υπό το πρίσμα διαφορετικών μεθοδολογιών, 3 φορές κατά το παρελθόν. Οι πρώτες περιγραφές της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας έκαναν λόγο για ένα σύνολο τύπου Levallois-Mousterian, το οποίο εκτός των άλλων περιείχε σχετικά μεγάλου μεγέθους λεπίδες που είχαν μεγάλου μεγέθους, κατά κύριο λόγο, μη προετοιμασμένες φτέρνες. Ως κύρια είδη παραγωγικών υποβάθρων αναφέρονταν πυρήνες χελωνοειδείς και δισκοειδείς. Τυπολογικά, η «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία χαρακτηριζόταν κυρίως από ράσπες διαμορφωμένες με επεξεργασία καλής ποιότητας, αλλά και από αιχμές μεγάλου πάχους (Higgs & Vita Finzi 1966). Αρκετά χρόνια αργότερα, σε μια επαναξιολόγηση των τυπολογικών κυρίως χαρακτηριστικών του συνόλου αυτού (Sturdy στο Bailey κ.α 1983), η λιθοτεχνία από τα στρώματα 18 και 16 του Ασπροχάλικου θεωρήθηκε ότι αποτελεί δείγμα μιας Τυπικής Μουστέριας υπο-ενότητας. Στην πιο πρόσφατη δημοσίευση της «Κατώτερης Μουστέριας», οι J. Gowlett και A. Carter (1997 βλ. και Bailey κ.α 1993, Gowlett 1999) κάνουν λόγο για μια λιθοτεχνία ένα μέρος των αποκρουσμάτων της οποίας φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από μονοπολικά ή αμφιπολικά αποκρουσμένους πυρήνες, οι οποίοι θεωρήθηκε ότι μπορούν να εγγραφούν σε ένα σχήμα απόκρουσης Levallois. Η λάξευση αυτών των πυρήνων αποσκοπούσε στην παραγωγή μεγάλου μεγέθους επιμηκών αποκρουσμάτων. Παράλληλα, αρκετοί δισκοειδείς πυρήνες, αλλά και αιχμές pseudolevallois (αναφέρονται 25) μαρτυρούσαν ένα δεύτερο τρόπο παραγωγής επιθυμητών προϊόντων, μικρότερου μεγέθους σε σχέση με τα επιμήκη (o.π.) (εικ ). Ποσοτικά στοιχεία για το είδος των πυρήνων (δισκοειδείς-μονοπολικοί/αμφιπολικοί Levallois) στο δείγμα της «Κατώτερης Μουστέριας» που μελέτησαν οι J. Gowlett και A. Carter δεν δίνονται. Σημειώνεται πάντως, πως τα επιμήκη αποκρούσματα αποτελούν μια μικρή μειονότητα (20%) του συνόλου των αποκρουσμάτων της «Κατώτερης Μουστέριας» του Ασπροχάλικου και φαίνεται να περιορίζονται σε ορισμένα μόνο τμήματα των κατώτερων μεσοπαλαιολιθικών αποθέσεων της βραχοσκεπής (o.π.) Οι J. Gowlett και A. Carter (1997) αναφέρουν μια υψηλή συγκέντρωσή επιμηκών αποκρουσμάτων πιθανόν στα επίπεδα και της «δυτικής» ανασκαφικής τομής (Trb) του Ασπροχάλικου. 322

355 Εικόνα 7.5. Πυρήνες από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου (κλίμακα 1/3). (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Εικόνα 7.4. Tέχνεργα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου (κλίμακα 1/2). (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Εικόνα 7.6. Αλλομετρία των πυρήνων στην «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. (Πηγή:Gowlett & Carter 1997). Παράλληλα με το ερώτημα για το αν τα επιμήκη αποκρούσματα αποτελούσαν «εισαγμένα» στη βραχοσκεπή προϊόντα, διερευνήθηκε η υπόθεση μιας πιθανής μετατροπής των μεθόδων που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια απόκρουσης των πυρήνων, από μονοπολικές/αμφιπολικές (Levallois) σε κεντροφερείς (δισκοειδείς), χωρίς ωστόσο το ενδεχόμενο αυτό να επιβεβαιωθεί ή να αποκλειστεί (o.π.). 323

356 Ως προς την εργαλειοτεχνία, σύμφωνα και με τους J. Gowlett και A. Carter, η «Κατώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου χαρακτηρίζεται από την υψηλή συχνότητα ρασπών, οι οποίες διαμορφώνονται συχνά σε επιμήκη αποκρούσματα. Αρκετές είναι οι εγκοπές και τα οδοντωτά. Τα χαρακτηριστικά αυτά τοποθετούν την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία σε μια Τυπική Μουστέρια υπο-ενότητα (ο.π.). Στις πρώτες δημοσιεύσεις των ευρημάτων του Ασπροχάλικου η «Aνώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία, θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύεται στα στρώματα 14 και 9 της βραχοσκεπής (Higgs & Vita-Finzi 1966). Μια ραδιοχρονολόγηση από το στρώμα 14 που έγινε κατά τη δεκαετία του 1960 με αποτέλεσμα στα ±1.100 χρόνια πριν από το παρόν (πιν. 7.4), στα όρια της συμβατικής μεθόδου του 14 C, αν και πλέον δεν θεωρείται αξιόπιστη (π.χ. Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000) καταδεικνύει ένα πιθανό terminus ante quem για τα λίθινα τέχνεργα του συνόλου αυτού. Οι Ε. Higgs και C. Vita-Finzi (1966) περιέγραψαν την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία ως ένα σύνολο μη Levallois που περιείχε πολύ λιγότερα αποκρούσματα με αναλογίες λεπίδων, συγκριτικά με την «Κατώτερη Μουστέρια». Ως προς τα είδη των εργαλείων, η «Ανώτερη Μουστέρια» χαρακτηριζόταν από αρκετές Μουστέριες αιχμές και ράσπες, διαμορφωμένες με όχι τόσο προσεγμένη επεξεργασία. Τα λίθινα τέχνεργα από τα στρώματα 14 και 9 σε γενικές γραμμές θεωρήθηκαν μικρότερα από αυτά των στρωμάτων 18 και 16, χαρακτηριστικό που οδήγησε στην τοποθέτηση της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας σε μια «Μικρομουστέρια» + υπο-ενότητα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (ο.π.). Στην επόμενη φάση δημοσίευσης της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, ο D. Sturdy (στο Bailey κ.α 1983) επιβεβαίωσε την εκτίμηση του E. Higgs για τη διαφορά στο μέγεθος των τεχνέργων των 2 συνόλων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής του Ασπροχάλικου. Η πιο σύγχρονη δημοσίευση της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας από το Ασπροχάλικο έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του Β. Παπακωσταντίνου (1988). Η μελέτη αυτή έδωσε την ευκαιρία να κατανοηθούν περισσότερα χαρακτηριστικά της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις της μελέτης του Β. Παπακωσταντίνου ήταν ότι τα μετρικά χαρακτηριστικά της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, ειδικά αυτά των εργαλείων, δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από τα μετρικά χαρακτηριστικά της «Κατώτερης Μουστέριας». Ως αποτέλεσμα, προτάθηκε η εξάλειψη του όρου «Μικρομουστέρια» για τη λιθοτεχνία των ανώτερων 324

357 μεσοπαλαιολιθικών στρωμάτων του Ασπροχάλικου. 108 Επίσης, έγινε κατανοητό πως το είδος και η μορφή των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή, τόσο της «Ανώτερης» όσο και της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, δεν διαφέρουν και συνίστανται σε σχετικά μικρού μεγέθους κονδύλους, κροκάλες και πλακέτες πυριτόλιθου, που προέρχονται από τις όχθες του Λούρου ποταμού (ο.π., Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997). Σε αυτό, που σύμφωνα με τον Β. Παπακωσταντίνου, η «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία διαφοροποιείται σημαντικά από την «Κατώτερη Μουστέρια» είναι οι μέθοδοι και τα ζητούμενα των διαδικασιών απόκρουσης που χαρακτηρίζουν τα 2 αυτά σύνολα. 109 Σε αντίθεση λοιπόν με τα στοιχεία που μέχρι τότε είχαν δημοσιευτεί και που είχαν υπερτονιστεί για την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία (π.χ. η ύπαρξη μεγάλου μεγέθους επιμηκών αποκρουσμάτων), τα αποτελέσματα της μελέτης του Β. Παπακωσταντίνου κατέδειξαν πως κύριος στόχος των κατασκευαστών της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας ήταν η παραγωγή προκαθορισμένων, μικρών σε μέγεθος, κυρίως τριγωνικών, αιχμηρών αποκρουσμάτων, από πυρήνες διαμορφωμένους συνήθως σε υπόβαθρα φολίδων. Κάτι τέτοιο γινόταν με τη χρήση της μεθόδου «Ασπροχάλικο», τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 5 (εικ. 5.11). Ως προς αυτόν τον τρόπο παραγωγής λίθινων προϊόντων, εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως ο Β. Παπακωσταντίνου σημειώνει ότι οι φολίδες που χρησιμοποιούνταν ως υπόβαθρα πυρήνων στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου, προέρχονταν από τις πρώτες αποκρούσεις της αρχικής ακατέργαστης πρώτης ύλης, η οποία, μετά τη διαδικασία αυτή, σε μερικές περιπτώσεις δεν απορρίπτονταν, αλλά αξιοποιούνταν περαιτέρω παραγωγικά, συνήθως και πάλι με τα διαδοχικά βήματα της μεθόδου «Ασπροχάλικο» (εικ. 7.7). Επίσης ο Β. Παπακωσταντίνου αναφέρει πως σε μερικές περιπτώσεις ως επίπεδο απόκρουσης των πυρήνων τύπου «Ασπροχάλικο» δεν χρησιμοποιούνταν η κάτω, αλλά η άνω όψη των φολίδων (ο.π.). Πέρα από την κατανόηση και την περιγραφή των διαδικασιών λάξευσης της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, ένα άλλο από τα πορίσματα της μελέτης του Β. Παπακωνσταντίνου (1988, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997), είναι πως το σύνολο αυτό και η «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία, δεν διαφέρουν σημαντικά ως προς τους τύπους των εργαλείων που περιέχουν. 108 Άλλωστε, ο Β. Παπακωσταντίνου (1988) στη μελέτη του αποδεικνύει πως οι λιθοτεχνίες του ευρασιατικού χώρου που εκείνη την εποχή εντάσσονταν σε μια «Μικρομουστέρια» υπο-ενότητα δεν είχαν κοινά τεχνολογικά, συχνά και τυπολογικά γνωρίσματα, πέρα από το μικρό μέγεθος τεχνέργων που περιείχαν. Ως αποτέλεσμα, θεωρεί πως η λεγόμενη «Μικρομουστέρια» υπο-ενότητα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην ουσία δεν υφίσταται. 109 Μάλιστα ο Β. Παπακωνσταντίνου σημειώνει πως η αλλαγή στις τεχνολογικές «συνήθειες» των μεσοπαλαιολιθικών κατοίκων του Ασπροχάλικου δεν εμφανίζεται στο στρώμα 14 της βραχοσκεπής (παλιότερα καθορισμένο στρωματογραφικό όριο διαχωρισμού των 2 διαφορετικών λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη θέση- Higgs & Vita Finzi 1966, Bailey κ.α 1983), αλλά φαίνεται να ξεκινάει από τα ανώτερα επίπεδα του στρώματος

358 Εικόνα 7.7. Τα βασικά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας του Ασπροχάλικου, σύμφωνα με τον Β. Παπακωνσταντίνου (1988). Και στα 2 σύνολα οι ράσπες συνιστούν τον κύριο εργαλειακό τύπο. Απόκλιση από την γενική αυτή εικόνα αποτελεί το υψηλό ποσοστό κάποιων ιδιαίτερων τύπων ρασπών (π.χ. εγκάρσιες, πλαγιοσυγκλίνουσες) στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία, η ύπαρξη των οποίων αποδόθηκε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υποβάθρων τους, τα οποία συνίστανται κατά κύριο λόγο σε αιχμές pseudolevallois. Οι λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής από το Ασπροχάλικο έπαιξαν διαχρονικά κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων για την εικόνα του υλικού πολιτισμού της Εποχής αυτής στη βορειοδυτική Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στη δεύτερη δημοσίευση του ερευνητικού προγράμματος του Cambridge (Higgs & Vita Finzi 1966) διατυπώθηκε η πρόταση πως η Μέση Παλαιολιθική Εποχή στην περιοχή της Ηπείρου χαρακτηριζόταν στο επίπεδο του υλικού πολιτισμού από 2 διαφορετικές, χρονολογικά σαφώς διαχωρισμένες υπο-ενότητες: κατά αναλογία των γνωρισμάτων της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας του Ασπροχάλικου, η πρώτη υποενότητα τοποθετούμενη χρονολογικά σε μια πρώιμη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής είχε ως κύρια χαρακτηριστικά τα τέχνεργα μεγάλου μεγέθους και την εκτεταμένη χρήση των μεθόδων Levallois. Στη συνέχεια οι λιθοτεχνίες, κατά αναλογία της «Ανώτερης Μουστέριας», περιελάμβαναν μικρότερα τέχνεργα, χαρακτηριζόμενες, σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής εκείνης, ως Levallois ή μη. Μάλιστα αυτός ο διμερής διαχωρισμός θεωρήθηκε ότι αντικατοπτρίζει την εικόνα του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Κάτι τέτοιο 326

359 υποστηρίχτηκε μέσα από συγκρίσεις των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών του Ασπροχάλικου με σύνολα λίθινων τεχνέργων που προέρχονταν από υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας (Milojcic κ.α 1965) και της Πελοπονήσσου (Chavaillon κ.α 1967, 1969). Η ίδια εντύπωση για την πολιτισμική ακολουθία διατηρήθηκε με μικρές διαφοροποιήσεις για πάνω από 30 χρόνια (π.χ. Kourtessi- Philippakis 1986, Runnels 1988, 1995). Κάτι τέτοιο είναι λογικό από τη στιγμή που το Ασπροχάλικο μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αποτελούσε τη μοναδική ανασκαμμένη, χρονολογημένη και δημοσιευμένη, προφυλαγμένη θέση με αρχαιολογικά στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο. Στη βορειοδυτική Ελλάδα ο υλικός πολιτισμός από το Ασπροχάλικο αποτέλεσε επίσης ένα βασικό οδηγό για την χρονο-πολιτισμική ερμηνεία των χαρακτηριστικών των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών που προέρχονταν από τις υπαίθριες θέσεις της περιοχής. Όπως περιγράφηκε στο κεφάλαιο 1, στη δεύτερη δημοσίευση της ομάδας του Higgs (Higgs & Vita-Finzi 1996) οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της Ιόνιας ακτής, λόγω κυρίως των αρκετών, μεγάλου μεγέθους, επιμηκών αποκρουσμάτων που περιείχαν, παραλληλίστηκαν με την «Κατώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου. Παράλληλα, οι λιθοτεχνίες των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, λόγω του μικρού μεγέθους των τεχνέργων τους, θεωρήθηκε ότι ομοιάζουν με την «Ανώτερη Μουστέρια» ή «Μικρομουστέρια» (ο.π.) (εικ. 7.8). Εικόνα 7.8. Μετρικά χαρακτηριστικά των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων σε σχέση με την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου, σύμφωνα με τους Ε. Higgs και C. Vita Finzi (1966). Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) θεώρησαν ότι οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου, ομοιάζουν σε πολλά σημεία (π.χ. μέθοδοι απόκρουσης, ύπαρξη επιμηκών αποκρουσμάτων) με την «Κατώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου. Ωστόσο, στο υλικό των υπαίθριων θέσεων που μελέτησαν δεν διέκριναν κάποιο «παράλληλο» της ιδιαίτερης μεθόδου απόκρουσης που χαρακτήριζε την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της βραχοσκεπής, εκτός ίσως από κάποια μεμονωμένα πιθανά παραδείγματα πυρήνων τύπου «Ασπροχάλικο» σε μικρές υπαίθριες θέσεις 327

360 γύρω από αυτή, όπως ο Γοργόμυλος. Ως αποτέλεσμα, οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου δεν διατύπωσαν περαιτέρω εκτιμήσεις αναφορικά με την ενδεχόμενη σχέση των λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων με την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία (ο.π.). Η Δ. Παπαγιάννη (2000), επίσης, συνέκρινε τα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των υπαίθριων θέσεων με τα 2 σύνολα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο. Και στην περίπτωση αυτή, διατυπώθηκε η άποψη ότι οι λιθοτεχνίες των παράκτιων υπαίθριων θέσεων, με εξαίρεση την υψηλή συχνότητα προετοιμασμένων φτερνών που τις χαρακτηρίζουν, ομοιάζουν σε αρκετά σημεία με την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία της βραχοσκεπής. Αντίθετα και η Δ. Παπαγιάννη στο υλικό που μελέτησε δεν βρήκε «παράλληλα» με την «Ανώτερη Μουστέρια» από το Ασπροχάλικο, λόγω της ασάφειας του δείγματός της, που δεν της επέτρεψε μια πιο επισταμένη μελέτη των ιδιαίτερων μεθόδων απόκρουσης που οδηγούν στην παραγωγή των αιχμών pseudolevallois (ο.π.). Συγκρίσεις των μεσοπαλαιολιθικών ευρημάτων της μελέτης μας με τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας Προκειμένου ο υλικός πολιτισμός της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής των θέσεων της μελέτης μας να αντιπαραβληθεί με παλιότερα δημοσιευμένα σύνολα από τους υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας, ως βασικές πηγές πληροφοριών χρησιμοποιήθηκαν τα πλέον σύγχρονα συγγράμματα που αφορούν στο θέμα αυτό, η εργασία των Β. Παπακωσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) και αυτή της Δ. Παπαγιάννη (2000). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί πως δυστυχώς από τις δημοσιεύσεις αυτές εκλείπουν στοιχεία για το πρώτο στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας (των ιδιοτήτων, της μορφής και της διαδικασίας πρόσκτησης των πρώτων υλών) σε κάθε υπαίθρια θέση, με επακόλουθο να μην μπορούν να γίνουν οποιεσδήποτε συγκριτικές θεωρήσεις ως προς το θέμα αυτό. Έτσι, η αντιπαραβολή των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των θέσεων της μελέτης μας με ήδη δημοσιευμένα σύνολα από τους υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας, περιορίζεται στη σύγκριση των βασικών μετρικών, τεχνολογικών και τυπολογικών χαρακτηριστικών. Ως προς τις υπάρχουσες πληροφορίες για τα γνωρίσματα των διαδικασιών λάξευσης (μέθοδοι απόκρουσης, μετρικά χαρακτηριστικά και είδος των προϊόντων της λάξευσης) στις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των θέσεων της μελέτης μας μπορούν να χωριστούν σε 2 βασικές κατηγορίες. Αφενός, τα σύνολα από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα μοιράζονται εν μέρει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τις λιθοτεχνίες των 328

361 θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας. Αφετέρου, το σύνολο από το Ελευθεροχώρι 7, αν και ως προς τα μετρικά του χαρακτηριστικά είναι συγκρίσιμο με τις λιθοτεχνίες των θέσεων της κοιλάδας του Λούρου, από καθαρά τεχνολογική σκοπιά (διαδικασίες λάξευσης) δεν μπορεί να βρει κάποιο «παράλληλο» στα δημοσιευμένα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, στοιχεία για τον υλικό πολιτισμό των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η αναφορά για την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού επιμηκών αποκρουσμάτων στις λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας (Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000), καθιστά τα δείγματα που μελετήσαμε από τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα, άμεσα συγκρίσιμα με τα σύνολα αυτά. Χαρακτηριστικά, οι παλιότερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και το Μόρφι (παράκτια ζώνη), αλλά και τις Αργυράδες (Κέρκυρα), 110 περιέχουν παρόμοιο ποσοστό λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων με τις λιθοτεχνίες από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα (εικ. 7.9). 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% 1,5 >1,5 ΛΟΓΟΣ ΜΗΚΟΥΣ-ΠΛΑΤΟΥΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ Εικόνα 7.9. Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού του λόγου μήκους πλάτους των ακέραιων αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ήδη δημοσιευμένα ανάλογα στοιχεία μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα στοιχεία για τις παλιότερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες προέρχονται από το Papagianni 2000, πιν Οι λιθοτεχνίες από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα ομοιάζουν με τα δημοσιευμένα σύνολα των παράκτιων θέσεων της Ηπείρου και της Κέρκυρας και ως προς την κατανομή του μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων (εικ. 7.10). 110 Τα συγκεκριμένα δημοσιευμένα σύνολα τεχνέργων από θέσεις της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας επιλέχθηκαν για λεπτομερή σύγκριση, λόγω του αριθμού των ευρημάτων τους (Μεγάλο Καρβουνάρι τέχνεργα, Μόρφι-539 τέχνεργα, Αργυράδες-269 τέχνεργα), ο οποίος τα καθιστά μια ασφαλή βάση δεδομένων σε σχέση με τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής των θέσεων της μελέτης μας. Για τον ίδιο σκοπό από τις υπαίθριες θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου για λεπτομερή σύγκριση επιλέχθηκαν η λιθοτεχνία από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α του Κοκκινόπηλου (6422 τέχνεργα) και η λιθοτεχνία από τη θέση Γκόρτσες (659 τέχνεργα). Όλα τα στοιχεία για τις παραπάνω λιθοτεχνίες προέρχονται από το Papagianni

362 50% 45% 40% 35% 30% 25% 20% 15% 10% 5% 0% <2εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-7 εκ. >7 εκ. Μολόνδρα Μεγάλο Καρβουνάρι T24 ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού κατανομής μήκους των ακέραιων αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ήδη δημοσιευμένα ανάλογα στοιχεία μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα στοιχεία για τις παλιότερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες προέρχονται από το Papagianni 2000, εικ Ταυτόχρονα, πέρα από την ιδιαίτερη ορολογία που κάθε μελέτη χρησιμοποιεί για την περιγραφή των διαδικασιών λάξευσης, οι λιθοτεχνίες από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα και τα παλιότερα δημοσιευμένα σύνολα από τις παράκτιες θέσεις της Ηπείρου και την Κέρκυρα, φαίνεται να έχουν κατασκευαστεί με παρόμοιες μεθόδους απόκρουσης. Όλοι οι τρόποι παραγωγής που περιγράφονται από τους Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) και από την Δ. Παπαγιάννη (2000) για τις λιθοτεχνίες των παράκτιων υπαίθριων θέσεων και αυτές της Κέρκυρας, καταγράφηκαν και στα σύνολα από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα. Ωστόσο, ανάμεσα στις λιθοτεχνίες από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα και σε αυτές από τις παράκτιες θέσεις της Ηπείρου και της Κέρκυρας, και ακολουθώντας τη μεθοδολογία που έχει προταθεί από την Δ. Παπαγιάννη (ο.π.), παρατηρείται μια μικρή διαφορά ως προς τα ποσοτικά στοιχεία του είδους των μεθόδων απόκρουσης: οι πυρήνες που έχουν αποκρουστεί κεντροφερώς στις 2 θέσεις της μελέτης μας είναι περισσότεροι από αυτούς που μαρτυρούν παράλληλη (μονοπολική ή αμφιπολική) απόκρουση, ενώ η αντίστροφη εικόνα φαίνεται να επικρατεί στις λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας που μελέτησε η Δ. Παπαγιάννη (εικ. 7.11). Κάτι παρόμοιο παρατηρείται αν ιδωθούν συγκριτικά και τα ανάλογα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των αποκρουσμάτων (εικ. 7.12). Οι διαφορές αυτές αν και θα μπορούσαν να οφείλονται στο φαινόμενο του παλίμψηστου, θεωρούμε ότι τουλάχιστον στις θέσεις της μελέτης μας αντικατοπτρίζουν μια αληθινή τάση Θα πρέπει να σημειωθεί πως η εικόνα «κυριαρχίας» των κεντροφερών έναντι των παράλληλων μεθόδων απόκρουσης παρατηρείται και σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία (συνολικά 978 τέχνεργα), από μια άλλη παράκτια υπαίθρια θέση της Ηπείρου, το Μικρό Καρβουνάρι (Papoulia 2011). 330

363 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Κεντροφερής Μονοπολική/Αμφιπολική Μ. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ Ελευθεροχώρι 7 ΓΚΟΡΤΣΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνσης απόκρουσης των πυρήνων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από το Papagianni 2000, Μ. Καρβουνάρι: εικ. 6.6, Μόρφι: εικ. 6.21, Γκόρτσες: εικ Για τις θέσεις Αργυράδες και Κοκκινοπηλός δ.τ Θ α δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Το σύνολο των στοιχείων από το Papagianni 2000 προέρχεται από γραφήματα γι αυτό και οι πραγματικές τιμές μπορεί να διαφέρουν σε κάποιο μικρό βαθμό. Στην κεντροφερή απόκρουση εντάχθηκαν και οι κατά Papagianni 2000 κατηγορίες «unipolar/radial» και «bipolar/radial» ενώ η κατηγορία πυρήνων «globular» έμεινε εκτός θεώρησης. 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Κεντροφερής Μονοπολική/Αμφιπολική ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ Μ. Καρβουνάρι T24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ. Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατεύθυνσης της απόκρουσης που των αποκρουσμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από το Papagianni 2000, Μ. Καρβουνάρι: εικ. 6.5, Μόρφι: εικ. 6.20, Αργυράδες: εικ. 7.9, Κοκκινόπηλος δ.τ Θ α: 9.6 Γκόρτσες: εικ Το σύνολο των στοιχείων από το Papagianni 2000 προέρχεται από γραφήματα γι αυτό και οι πραγματικές τιμές μπορεί να διαφέρουν σε κάποιο μικρό βαθμό. Στην κεντροφερή κατάτμηση εντάχθηκαν και οι κατά Papagianni 2000 κατηγορίες «unipolar/radial» και «bipolar/radial» ενώ στην παράλληλη κατάτμηση εντάχθηκε η κατηγορία «convergent». 331

364 Μια επιπλέον «τεχνολογική» διαφορά ανάμεσα στις λιθοτεχνίες από τη Μολόνδρα και τον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι και σε αυτές που έχουν δημοσιευτεί παλιότερα από τις παράκτιες θέσεις της Ηπείρου, συνιστά και η συχνότητα του είδους των φτερνών των αποκρουσμάτων με επεξεργασία. 112 Ως προς το θέμα αυτό τα σύνολα από τις 2 θέσεις της μελέτης μας δεν βρίσκουν κάποιο «παράλληλο» ανάμεσα στις ήδη δημοσιευμένες λιθοτεχνίες από τις παράκτιες θέσεις: το ποσοστό των προετοιμασμένων φτερνών τόσο στον Τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι όσο και στη Μολόνδρα είναι σχετικά μεγαλύτερο από αυτό που παρουσιάζουν τα σύνολα των συγκρινόμενων υπαίθριων θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου. Αντίθετα οι φτέρνες των εργαλείων από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα ομοιάζουν με αυτές των εργαλείων της θέσης Αργυράδες στην Κέρκυρα (εικ. 7.13). Η μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, τουλάχιστον ως προς τα μετρικά χαρακτηριστικά και το είδος των αποκρουσμάτων της, μοιράζεται περισσότερα κοινά με τις λιθοτεχνίες των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου (Γκόρτσες, Κοκκινόπηλος-δοκιμαστική τομή της Θέσης α), παρά με τα σύνολα που προέρχονται από τις θέσεις της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και την Κέρκυρα (εικ ). Ωστόσο, ως προς το ποσοστό λεπιδόμορφων φολίδων και λεπίδων που περιέχει, η λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 δεν φαίνεται να έχει κάποιο κοινό με τη λιθοτεχνία από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α του Κοκκινόπηλου, παρά μόνο με αυτή από τη θέση Γκόρτσες (εικ. 7.9). 80% 70% 60% 50% 40% 30% Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ 20% 10% 0% ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από το Papagianni 2000, Μ. Καρβουνάρι: πιν. 6.5, Μόρφι: πιν. 6.23, Αργυράδες: πιν. 7.21, Κοκκινόπηλος δ.τ Θ α: πιν Γκόρτσες: πιν Το είδος της φτέρνας των εργαλείων επιλέχτηκε για σύγκριση, λόγω του αντικειμενικού χαρακτήρα της μέτρησης αυτής, η οποία δεν επηρεάζεται από τη μεθοδολογία της μελέτης μας. 332

365 Παρά αυτές τις ομοιότητες, τα ιδιαίτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά οποιασδήποτε δημοσιευμένης λιθοτεχνίας υπαίθριας θέσης της βορειοδυτικής Ελλάδας. Παρότι τόσο οι Β. Παπακωνσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) όσο και η Δ. Παπαγιάννη (2000) αναφέρουν την ύπαρξη δισκοειδών πυρήνων και αιχμών pseudolevallois σε ορισμένες υπαίθριες θέσεις, σε καμία άλλη περίπτωση το ποσοστό των πυρήνων και των αποκρουσμάτων που μαρτυρούν ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης δεν είναι τόσο υψηλό όσο στο Ελευθεροχώρι 7. Παράλληλα, σε καμία υπαίθρια θέση της βορειοδυτικής Ελλάδας δεν έχει διαγνωστεί με ασφάλεια κατά το παρελθόν η μέθοδος «Ασπροχάλικο». Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως οι φτέρνες των αποκρουσμάτων με επεξεργασία στο Ελευθεροχώρι 7 παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό προετοιμασίας απ όλα τα σύνολα λίθινων τεχνέργων που επιλέχθηκαν για σύγκριση (εικ. 7.13). Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις θέσεις της μελέτης μας δεν διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με την υπάρχουσα εικόνα για τον μεσοπαλαιολιθικό υλικό πολιτισμό στους υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας. Τόσο στις λιθοτεχνίες της έρευνάς μας όσο και στις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων, είτε αυτές της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας είτε αυτές της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, οι ράσπες διαφόρων τύπων, οι εγκοπές και τα οδοντωτά αποτελούν τους συχνότερους τύπους εργαλείων. Παρότι, ωστόσο, η συχνότητα των εργαλειοτύπων φαίνεται να ποικίλει από θέση σε θέση, στην περίπτωση των λιθοτεχνιών από τον τομέα 24 στο Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 οι εγκοπές και τα οδοντωτά είναι αναλογικά περισσότερα απ ό,τι έχει καταγραφεί ως γενική τάση στους υπαίθριους χώρους χρήσης της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα (εικ. 7.14). 80% 70% 60% 50% 40% 30% Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ 20% 10% 0% Ράσπες & Μουστέριες αιχμές Εγκοπές & Οδοντωτά ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής ιάφορα Εικόνα Γράφημα σύγκρισης των τύπων των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από το Papagianni 2000: πιν. 5.1 b, σελ. 85 (δεν υπολογίστηκαν οι φολίδες με επεξεργασία (retouched flakes) και τα θραύσματα αποκρουσμάτων με επεξεργασία (retouched fragments). 333

366 1 Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως σε καμία από τις θέσεις της μελέτης μας δεν εντοπίστηκαν χαρακτηριστικές φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία, μεμονωμένα παραδείγματα των οποίων έχουν εντοπιστεί παλιότερα σε θέσεις, όπως η Αγιά, το Μόρφι, ο Γαλατάς και ο Κοκκινόπηλος (Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000). Παράλληλα, σε καμία από τις παλιότερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες υπαίθριων θέσεων δεν φαίνεται να έχουν ανιχνευτεί οι μεμονωμένοι, έστω, ιδιαίτεροι τύποι εργαλείων (hachoirs, rabots) που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικής μας μελέτης στη λιθοτεχνία από το Μεγάλο Καρβουνάρι. Και στις 3 θέσεις της μελέτης μας, οι ράσπες παρουσιάζουν μεγαλύτερη μέση έκταση επεξεργασίας σε σχέση με ό,τι έχει καταγραφεί στους υπαίθριους χώρους χρήσης που έχουν δημοσιευθεί μέχρι και σήμερα (εικ. 7.15). χιλ Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ 0 ΜΕΣΗ ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΑΣΠΩΝ Εικόνα Γράφημα σύγκρισης της μέσης έκτασης της επεξεργασίας των ρασπών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται προέρχονται από το Papagianni 2000, πιν. 5.6, σελ. 86. Παράλληλα, ο δείκτης επαν-επεξεργασίας στις ράσπες του Ελευθεροχωρίου 7 είναι ο μικρότερος ανάμεσα στο δείγμα που έχει επιλεχθεί για σύγκριση (εικ.7.16), και ως προς το σύνολο των παλιότερα δημοσιευμένων ανάλογων στοιχείων, ομοιάζει μόνο με το δείκτη επαν-επεξεργασίας των ρασπών της λιθοτεχνίας που ήρθε στο φως από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης β στον Κοκκινόπηλο (0,42, Papagianni 2000, 86, πιν. 5.6). 334

367 1 ΕΙΚΤΗΣ ΕΠΑΝ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΑΣΠΩΝ (π/π) 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Μ. ΚΑΡΒΟΥΝΑΡΙ ΜΟΡΦΙ ΑΡΓΥΡΑ ΕΣ Ελευθεροχώρι 7 ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ δ.τ. Θ α ΓΚΟΡΤΣΕΣ 0,1 0 Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του μέσου όρου του δείκτη επαν επεξεργασίας των ρασπών της Μέσης Παλαιολιθικής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από υπαίθριες θέσεις της ΒΔ Ελλάδας. Τα παλιότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από το Papagianni 2000, Πιν. 5.6 σελ. 86. Συγκρίσεις των μεσοπαλαιολιθικών ευρημάτων της μελέτης μας με τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο Προκειμένου τα ευρήματα της Μέσης Παλαιολιθικής των θέσεων της μελέτης μας να αντιπαραβληθούν με τον υλικό πολιτισμό αυτής της Εποχής από το Ασπροχάλικο, ως συγκριτικές βάσεις δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις πιο σύγχρονες δημοσιεύσεις της «Κατώτερης» και «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας της βραχοσκεπής (Bailey κ.α 1983, 1993, Papaconstantinou 1988, Huxtable κ.α 1992, Gowlett & Carter 1997, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Gowlett 1999). Παράλληλα, στη διαδικασία της σύγκρισης περιλαμβάνονται και δικές μας παρατηρήσεις που έγιναν κατά την αξιολόγηση των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση αυτή. Με σημείο αναφοράς τις μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις, η συγκριτική θεώρηση του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού του Ασπροχάλικου και των λιθοτεχνιών των θέσεων της μελέτης μας, αναδεικνύει μια περίπλοκη εικόνα. Ως προς το θέμα των πρώτων υλών, όπως σημειώθηκε, και οι 2 μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου είναι κατασκευασμένες στις ίδιες, καλής ποιότητας, και περιγραφόμενες ως μικρού σχετικά αρχικού μεγέθους, πρώτες ύλες, οι οποίες απαντούνται σε διάφορες μορφές γύρω από τη θέση (Papacostantinou 1988, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Gowlett & Carter 1997). O τρόπος με τον οποίο αυτοί οι ωφέλιμοι λίθινοι πόροι μεταφέρονται στη βραχοσκεπή δεν 335

368 περιγράφεται, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι οι πρώτες ύλες μεταφέρονται αυτούσιες, λόγω των αρκετών πρώτων φολίδων που αναφέρονται και εικονογραφούνται στις δημοσιεύσεις (ο.π.). Με κριτήριο τη διαθεσιμότητα των πρώτων υλών, οι 3 θέσεις της μελέτης μας δεν διαφέρουν σημαντικά απ ό,τι παρατηρείται στο Ασπροχάλικο κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Ωστόσο, το μικρό αρχικό μέγεθος των πρώτων υλών στο Ασπροχάλικο μπορεί να παραβληθεί μόνο με ό,τι παρατηρείται στο Ελευθεροχώρι 7. Πάντως, στη θέση της μελέτης μας, το μικρό μέγεθος των προς τελική κατεργασία πρώτων υλών πιθανότατα προκύπτει από τις διαδικασίες προ-διαμόρφωσής τους στον τόπο συλλογής τους. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί πως στο Ελευθεροχώρι 7 οι πρώτες ύλες στην πρωτογενή πηγή τους απαντούνται συνήθως με τη μορφή πλακέτας, σε αντίθεση με την ποικιλία μορφών πρώτων υλών που συναντούνται γύρω από το Ασπροχάλικο. Ως προς τα μετρικά χαρακτηριστικά και αν εξεταστεί συγκριτικά τα μέγεθος των πυρήνων, είναι εμφανές ότι τα αντικείμενα αυτά έχουν παρόμοια κατανομή μήκους στην «Κατώτερη Μουστέρια» και στις λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Αντίθετα, η παρόμοια κατανομή μήκους των πυρήνων της «Ανώτερης Μουστέριας» και της μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 μπορεί να ομαδοποιήσει τα 2 αυτά σύνολα (εικ. 7.17). ΜΗΚΟΣ ΠΥΡΗΝΩΝ 60% 50% 40% Μ. Καρβουνάρι-T24 Μολόνδρα Ασπροχάλικο "Κατώτερη Μουστέρια" Ελευθεροχώρι 7 Ασπροχάλικο "Ανώτερη Μουστέρια" 30% 20% 10% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. >7 εκ. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων πυρήνων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας, σε σχέση με τα ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Τα στοιχεία για την «Κατώτερη Μουστέρια» προέρχονται από το Gowlett & Carter 1999, εικ (οι τιμές έχουν εξαχθεί από γραφήματα και μπορεί να διαφέρουν σε κάποιο μικρό βαθμό). Τα στοιχεία για την «Ανώτερη Μουστέρια» προέρχονται από το Papaconstantinou 1988, , πιν και η επεξεργασία τους έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. Η συγκριτική, ωστόσο, θεώρηση του μήκους των εργαλείων, παρά τις μικρές αποκλίσεις που παρατηρούνται, ομαδοποιεί τα σύνολα της «Ανώτερης Μουστέριας», της «Κατώτερης 336

369 Μουστέριας» και του Ελευθεροχωρίου 7, απέναντι στις λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα (εικ. 7.18). ΜΗΚΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ 40% 35% 30% 25% Μεγάλο Καρβουνάρι-Τ24 Μολόνδρα Ασπροχάλικο "Κατώτερη Μουστέρια" Ελευθεροχώρι 7 Ασπροχάλικο "Ανώτερη Μουστέρια" 20% 15% 10% 5% 0% 1-2 εκ. 2-3 εκ. 3-4 εκ. 4-5 εκ. 5-6 εκ. 6-7 εκ. >7 εκ. Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού της κατανομής μήκους των ακέραιων εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης, σε σχέση με ανάλογα δημοσιευμένα στοιχεία από τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Τα στοιχεία για την «Κατώτερη» και «Ανώτερη Μουστέρια» προέρχονται από το Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, 462, εικ (οι τιμές στο σύνολό τους έχουν εξαχθεί απο γράφημα και μπορεί να διαφέρουν σε κάποιο μικρό βαθμό). Η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη εάν ιδωθούν συγκριτικά τα ιδιαίτερα στοιχεία των λιθοτεχνιών που αφορούν στις καθαυτές διαδικασίες λάξευσης. Με σημείο αναφοράς τις πιο σύγχρονες δημοσιεύσεις της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας από το Ασπροχάλικο (Huxtable κ.α 1992, Gowlett & Carter 1997), αφενός φαίνεται πως το σύνολο αυτό θα μπορούσε, σε ένα βαθμό, να εξισωθεί με τις ενότητες τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι. Οι περιγραφές ότι η «Κατώτερη Μουστέρια» αποτελεί ένα σύνολο που χαρακτηρίζεται κυρίως από μεθόδους απόκρουσης Levallois, με τις οποίες σε ένα σημαντικό ποσοστό παράγονται επιμήκη αποκρουσμάτα (ο.π.), είναι κάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια τέτοια διαπίστωση. Άλλωστε, παρόμοιες προτάσεις έχουν διατυπωθεί και κατά το παρελθόν, όταν και θεωρήθηκε (Higgs & Vita Finzi 1966, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000) ότι η «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία ομοιάζει ως προς τα γενικά τεχνολογικά της χαρακτηριστικά με τα σύνολα τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής που προέρχονται από τις παράκτιες υπαίθριες θέσεις της Ηπείρου και της Κέρκυρας. Ωστόσο, στις δημοσιεύσεις της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας από το Ασπροχάλικο επισημαίνεται επίσης η παρουσία αρκετών πυρήνων που έχουν αποκρουστεί με δισκοειδείς μεθόδους (Gowlett & Carter 1997). Το γεγονός αυτό φέρνει επίσης πολύ κοντά την «Κατώτερη Μουστέρια» με τη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7. Δυστυχώς, όπως σημειώθηκε, στις 337

370 δημοσιεύσεις της «Κατώτερης Μουστέριας» (Huxtable κ.α 1992, ο.π.) δεν υπάρχουν περισσότερα ποσοτικά ή ποιοτικά στοιχεία, τόσο για τους δισκοειδείς πυρήνες όσο και για τα παραγόμενα προϊόντα τους (αιχμές pseudolevallois). Έτσι, στη βάση τουλάχιστον αυτή, δεν μπορεί να γίνει μια συγκριτική αξιολόγηση των δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης της «Κατώτερης Μουστέριας» και και των δισκοειδών μεθόδων απόκρουσης της μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7. Αξιολογώντας τα δημοσιευμένα στοιχεία (Papaconstantinou 1988, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997) και όσον αφορά στις καθαυτές διαδικασίες λάξευσης, η «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου δεν φαίνεται να παρουσιάζει οποιοδήποτε κοινό με τις ενότητες τεχνέργων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7. Η «τεχνολογική» ομοιότητα της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 με την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου συνίσταται στην ανίχνευση και στις 2 αυτές περιπτώσεις του ιδιαίτερου τρόπου παραγωγής αιχμών pseudolevallois από πυρήνες που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες, της λεγόμενης δηλαδή μεθόδου «Ασπροχάλικο». Όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο 5, ανάμεσα στη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 και στην «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου και ως προς το στενό «χειροπρακτικό» κύκλο αυτής της μεθόδου απόκρουσης, δεν μπορούν να εντοπιστούν σημαντικές διαφορές: και στα 2 αυτά σύνολα οι φολίδες που επιλέγονται ως υπόβαθρα των πυρήνων είναι σχετικά μεγάλου πάχους και ως επίπεδο απόκρουσης χρησιμοποιείται συνήθως η κάτω όψη τους. Τα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων αυτών είναι πάντα προσεκτικά προετοιμασμένα, η κατεύθυνση της απόκρουσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ημι-κεντροφερής, η κλίση της απόκρουσης είναι συνήθως παράλληλη ή υποπαράλληλη. Τοσο στην «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου όσο και στο Ελευθεροχώρι 7, στα πρώτα στάδια της λάξευσης των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων, αποσπώνται φολίδες τύπου Kombewa, τα αρνητικά της απόκρουσης των οποίων δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων, που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά των αιχμών pseudolevallois. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί πως η μέθοδος «Ασπροχάλικο», για πρώτη φορά εντοπίζεται με ασφάλεια έξω από την ομώνυμη βραχοσκεπή, στο Ελευθεροχώρι 7. Ωστόσο, η μέθοδος «Ασπροχάλικο» στο Ελευθεροχώρι 7, αξιολογούμενη μέσα στη γενικότερη εικόνα των χαρακτηριστικών των διαδικασιών λάξευσης στη θέση αυτή, παρουσιάζει ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές σε σχέση με την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου, με αναφορά πάντα στα δημοσιευμένα για αυτό το τελευταίο σύνολο στοιχεία. 338

371 Εικόνα Διάγραμμα κατανομής του μέσου μήκους και πλάτους των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων, του συνόλου των αιχμών pseudolevallois (συν.), των αιχμών pseudolevallois με (μ.δ.ε) και χωρίς (χ.δ.ε) επεξεργασία, στις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης και στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο (ακέραια αντικείμενα). Τα στοιχεία για την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου προέρχονται από το το Papaconstantinou 1988, σελ , πιν , και η επεξεργασία τους έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. Έτσι, στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία η μέθοδος «Ασπροχάλικο» αναφέρεται ως «αυθύπαρκτη» και ποσοτικώς «πρωτεύουσα», ενώ όπως σημειώσαμε στο κεφάλαιο 5, στο Ελευθεροχώρι 7 η απόκρουση των πυρήνων που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες, αποτελεί ένα δευτερεύοντα ποσοτικώς τρόπο παραγωγής αποκρουσμάτων, ο οποίος φαίνεται να συνδέεται «οργανικά» με τις κύριες μεθόδους απόκρουσης που παρατηρήθηκαν στη θέση: οι φολίδες που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα για τους πυρήνες της μεθόδου «Ασπροχάλικο» στο Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις προέρχονται από τα πρώτα στάδια λάξευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων. Αντίθετα, στην «Ανώτερη Μουστέρια» οι φολίδες που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα των πυρήνων αναφέρονται ως τα πρώτα προϊόντα της απόκρουσης της ακατέργαστης πρώτης ύλης, η οποία στις περιπτώσεις που τυγχάνει περαιτέρω παραγωγικής εκμετάλλευσης, λαξεύεται συνήθως και πάλι με τη μέθοδο «Ασπροχάλικο» (αντιπρβλ. εικ

372 7.7). Επιπλέον, στο Ελευθεροχώρι 7 οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων παρουσιάζουν σχετικά μεγαλύτερες μέσες διαστάσεις από αυτούς της «Ανώτερης Μουστέριας». Κάτι παρόμοιο παρατηρείται και για τα επιθυμητά προϊόντα των πυρήνων «Ασπροχάλικο», τις αιχμές pseudolevallois στις 2 θέσεις, 113 τόσο αυτές που έχουν μετατραπεί σε εργαλεία όσο και αυτές που δεν φέρουν επεξεργασία (εικ. 7.19). Ακόμη, στη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 οι φτέρνες των αιχμών pseudolevallois είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό προετοιμασμένες συγκριτικά με ό,τι παρατηρείται για τις φτέρνες των αιχμών pseudolevallois στην «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου (εικ. 7.20). Σε σχέση με την περίπλοκη κατάσταση που προκύπτει από τη συγκριτική θεώρηση των δημοσιευμένων χαρακτηριστικών των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών του Ασπροχάλικου και των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των θέσεων της μελέτης μας, χαρακτηριστικές είναι και οι δικές μας παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της σύντομης αξιολόγησης του δημοσιευμένου δείγματος της «Κατώτερης» και της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας (για τα δείγματα που εξετάστηκαν βλ. πιν. 7.3). 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% ΦΤΕΡΝΕΣ ΜΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΤΕΡΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΙΧΜΕΣ PSEUDOLEVALLOIS Ελευθεροχώρι 7 Ασπροχάλικο "Ανώτερη Μουστέρια" Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των προετοιμασμένων και μη φτερνών στις αιχμές pseudolevallois της λιθοτεχνίας της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στο Ελευθεροχώρι 7 και στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο. Τα στοιχεία για την Ανώτερη Μουστέρια του Ασπροχάλικου προέρχονται από το το Papaconstantinou 1988, σελ. 189, πιν. 92 και η επεξεργασία τους έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. 113 Στο Ελευθεροχώρι 7, πάντως, ένα μέρος μόνο των αιχμών pseudolevallois θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παραχθεί από πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων, εφόσον οι περισσότερες αναμένεται να έχουν προκύψει από τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες του δείγματος. 340

373 «Κατώτερη Μουστέρια» (στρώμα 18) «Ανώτερη Μουστέρια» (στρώμα 14 & 9) Λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθική (στρώμα 10 & 4) Α Α9 39 Α Α Α9 58 Α Α9 75 Α9 80 Α9 81 Α9 83 Basal Mousterian-Sturdy pieces Πίνακας 7.3. Κατάλογος των δειγμάτων (αριθμοί ή ονομασία σακούλας) της αξιολόγησης των λιθοτεχνιών από το Ασπροχάλικο. Έτσι, για την «Κατώτερη Μουστέρια» 114 λιθοτεχνία 3 κύρια σημεία θα πρέπει να τονιστούν. Καταρχήν, στο δείγμα που αξιολογήθηκε και όπως αναφέρεται στη δημοσίευση των J. Gowlett και Α. Carter (1997), εντοπίστηκε ένας σημαντικός αριθμός (σύμφωνα με τα κριτήρια της έρευνάς μας) «κλασικών» δισκοειδών, μονοπρόσωπα ή αμφιπρόσωπα αποκρουσμένων πυρήνων, διαμορφωμένων σε υπόβαθρα κονδύλων, κροκάλων και πλακετών. Ωστόσο, πέρα από αυτού του είδους τα αντικείμενα, εντοπίστηκαν και αρκετοί πυρήνες που είναι διαμορφωμένοι σε υπόβαθρα φολίδων. Οι πυρήνες αυτοί είναι λαξευμένοι ημι-κεντροφερώς και φαίνεται να έχουν παραγάγει αποκρούσματα με χαρακτηριστικά αιχμών pseudolevallois. Ακόμη εντοπίστηκαν αρκετές φολίδες τύπου Kombewa, που φαίνεται να συνδέονται με τις πρώτες φάσεις μορφοποίησης των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων (εικ. 7.21). Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένδειξη πως η μέθοδος «Ασπροχάλικο» δεν ήταν ένας άγνωστος τρόπος λάξευσης του λίθου στους κατασκευαστές της θεωρούμενης ως «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας. 114 Οι διαδοχικές μελέτες της «Κατώτερης Μουστέριας» και οι διαδικασίες διαρκούς επανέκθεσης μέρους των ευρημάτων της, μας προξένησαν αρκετές δυσκολίες ως προς τον εντοπισμό του συνόλου των ενοτήτων τεχνέργων στις οποίες έχουν βασιστεί οι μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις της λιθοτεχνίας αυτής. Ως αποτέλεσμα, οι παρατηρήσεις μας βασίζονται σε δείγματα λίθινων τεχνέργων που προέρχονται από τα ανώτερα, κυρίως, επίπεδα (28-35) του στρώματος 18 του τετραγώνου της δυτικής δοκιμαστικής τομής του Ασπροχάλικου (Trb) (π.χ. σακούλες Α , 67-68), αλλά και σε σακούλες με την ένδειξη «Basal Mousterian-Sturdy pieces» για τα ευρήματα των οποίων δεν υπήρχαν ενδείξεις στρωματογραφικής προέλευσης. Παρότι στα εν λόγω ευρήματα έχουν βασιστεί κατά κόρον οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα των πιο σύγχρονων δημοσιεύσεων της «Κατώτερης Μουστέριας» (π.χ. Huxtable κ.α 1992 εικ. 5, Gowlett & Carter 1997, εικ. 23.7, βλ. και υποσημείωση 4), ειδικά για τα ευρήματα από τα επίπεδα 28 έως 35 οι J. Gowlett και A. Carter (1997) εκφράζουν κάποιες επιφυλάξεις ως προς το αν αποτελούν ένα «καθαρό» δείγμα «Κατώτερης Μουστέριας». Το γεγονός αυτό, κατά τη γνώμη μας, επιτάσσει μια προσεκτική επαναξιολόγηση της στρωματογραφικής διαίρεσης των μεσοπαλαιολιθικών στρωμάτων του Ασπροχάλικου. 341

374 Εικόνα Ασπροχάλικο, «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. Πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων (1,2), αιχμή pseudolevallois (3) και φολίδες Kombewa (5,6). Στρώμα 18, σακούλα A9 68. Παραπέρα, το πώς «οργανικά» μπορούν να συνδεθούν οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων με τους «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες στην «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία (αν δηλαδή όπως φαίνεται στο Ελευθεροχώρι 7 συχνά τα υπόβαθρα των πυρήνων-φολίδων προέρχονται από τις πρώτες φάσεις κατεργασίας της πρώτης ύλης που στη συνέχεια λαξεύεται με «κλασικές» δισκοειδείς μεθόδους), είναι κάτι για την διευκρίνιση του οποίου θα απαιτούνταν μια στοχευμένη και λεπτομερής μελέτη και αποτελεί ένα ζήτημα προς διερεύνηση στο μέλλον. Ωστόσο, στο δείγμα της «Κατώτερης Μουστέριας» εντοπίσαμε ορισμένες πρώτες φολίδες που έχουν χρησιμοποιηθεί ως 342

375 υπόβαθρα πυρήνων (στο υλικό που εμείς αξιολογήσαμε συνολικά 3 παραδείγματα). Το στοιχείο αυτό μαρτυρά πως σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, ορισμένα από τα αποκρούσματα που προκύπτουν από την αποφλοίωση της αρχικής πρώτης ύλης χρησιμοποιούνται περαιτέρω παραγωγικά. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη στην «Κατώτερη Μουστέρια» πολλών «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων μας οδηγεί στην υπόθεση πως μετά την απόσπαση των αποκρουσμάτων αποφλοίωσης (μερικά από τα οποία μετατρέπονται σε πυρήνες) η ίδια αυτή πρώτη ύλη λαξεύεται με «κλασικές» δισκοειδείς μεθόδους. Η δεύτερή μας παρατήρηση αφορά στα επιμήκη αποκρούσματα της «Κατώτερης Μουστέριας». Στο δείγμα που αξιολογήσαμε τα αντικείμενα αυτά δεν φαίνεται να προέρχονται μέσα από μια απόκρουση, που σύμφωνα με τα κριτήρια του Ε. Boëda (1993, 1994), θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα σχήμα Levallois. Οι (λίγοι) εντοπισμένοι από εμάς πυρήνες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν παραγάγει επιμήκη αποκρούσματα, μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική, περιστροφική ή ημιπεριστροφική απόκρουση, και κατά τη γνώμη μας, θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα σχήμα παραγωγής λεπίδων (εικ. 7.22). Παράλληλα, ένα μέρος τουλάχιστον των επιμήκους σχήματος αποκρουσμάτων, φέροντας όλα τα χαρακτηριστικά των ψευδο-αιχμών pseudolevallois, φαίνεται να έχουν παραχθεί κατά τη διάρκεια της απόκρουσης των δισκοειδών πυρήνων. Εικόνα Ασπροχάλικο «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. Θραύσματα περιστροφικά αποκρουσμένων πυρήνων του σχήματος παραγωγής λεπίδων. Στρώμα 18, σακούλα A

376 Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης του δείγματος της «Κατώτερης Μουστέριας», δεν εντοπίσαμε κανένα πυρήνα που, σύμφωνα με τα κριτήρια που υιοθετούμε στη μελέτη μας, θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα σχήμα απόκρουσης Levallois. Ωστόσο, τέτοιου είδους αντικείμενα εικονογραφούνται τόσο από τον Β. Παπακωνσταντίνου (π.χ. Papacostantinou1988, ΙΙ, 19, εικ. 19), αλλά και τους J. Gowlett και A. Carter (1997, 447, εικ. 23.5). Ως προς την «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία το σύνολο των τεχνολογικών παρατηρήσεων του Β. Παπακωνσταντίνου (1988, Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997) για αυτή την ενότητα τεχνέργων επαληθεύτηκε στο δείγμα που αξιολογήθηκε. Ένα μόνο πρόσθετο σημείο θα θέλαμε να αναφέρουμε εδώ: στο δείγμα της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, δίπλα στους πυρήνες που έχουν αποκρουστεί με τη μέθοδο «Ασπροχάλικο», εντοπίστηκε ένας μικρός αριθμός πυρήνων που, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουμε υιοθετήσει, θα μπορούσαν να θεωρηθούν «κλασικοί» δισκοειδείς, πέρα από όσους βέβαια και ο ίδιος ο Β. Παπακωνσταντίνου (1988) αναφέρει στην εργασία του, σύμφωνα με τα κριτήρια της εποχής εκείνης (εικ. 7.23). 115 Αν και οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες στο δείγμα που αξιολογήσαμε είναι πολύ λιγότεροι από τους πυρήνες τύπου «Ασπροχάλικο» και τα υπόβαθρά τους κατά κανόνα αδιάγνωστα, η παρουσία τους καταδεικνύει ότι όπως και οι δημιουργοί της θεωρούμενης «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας του Ασπροχάλικου, έτσι και αυτοί της «Ανώτερης» γνωρίζουν να εκμεταλλεύονται παραγωγικά τις λίθινες πρώτες ύλες μέσα και από «κλασικές» δισκοειδείς μεθόδους. Εικόνα Ασπροχάλικο, «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. «Κλασικός» δισκοειδής πυρήνας. Στρώμα 9, σακούλα Α Ο συγκεκριμένος πυρήνας εικονογραφείται και στο Papacostantinou 1988, σελ. 57, εικ. 55, σχέδιο Νο Συγκεκριμένα αναφέρονται 10 δισκοειδείς σε μορφολογία -όχι σε τεχνολογία- πυρήνες (σε σύνολο 81) με αδιάγνωστα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, υπόβαθρα (Papacostantinou 1988, II σελ , πιν ). 344

377 Και στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο η «οργανική» σύνδεση των φολίδων που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα πυρήνων με τους λίγους έστω «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες της ενότητας αυτής δεν έγινε δυνατό να αποσαφηνιστεί με ασφάλεια, κατά τη διάρκεια της σύντομης αξιολόγησής μας. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ο Β. Παπακωνσταντίνου σημειώνει πως οι φολίδες που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα για τους πυρήνες «Ασπροχάλικο» προέρχονται από τις αρχικές φάσεις κατεργασίας πρώτων υλών, οι οποίες στις περιπτώσεις που τυγχάνουν περαιτέρω εκμετάλλευσης, λαξεύονται συνήθως και πάλι με τη μέθοδο «Ασπροχάλικο». Ωστόσο, στο δείγμα της «Ανώτερης Μουστέριας» που εμείς αξιολογήσαμε η ύπαρξη λίγων έστω «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, αποτελεί ένδειξη πως πιθανώς σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, μετά την απόσπαση των φολίδων που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα πυρήνων, κάποιοι όγκοι πρώτης ύλης λαξεύονται με «κλασικές» δισκοειδείς μεθόδους. Επιπλέον, στο δείγμα που αξιολογήθηκε, τα χαρακτηριστικά (π.χ. σχήμα, αρνητικά λάξευσης) ορισμένων πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων, μαρτυρούν πως πιθανότατα προέρχονται από την «κύρια» (όταν πλέον ο πυρήνας έχει μορφοποιηθεί και όχι κατά τις αρχικές φάσεις της λάξευσης) απόκρουση «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων (εικ. 7.24). Εικόνα Ασπροχάλικο, «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. Πυρήνες σε πιθανά υπόβαθρα «pseudolevallois». Στρώμα 9, σακούλα Α

378 Είναι πάντως εξίσου πιθανό η διαφορά που περιγράφουμε ανάμεσα στην «Ανώτερη Μουστέρια» (πιθανόν και την «Κατώτερη Μουστέρια») του Ασπροχάλικου και στη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, αναφορικά με την «προέλευση» των φολίδων που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα των πυρήνων, να είναι όντως υπαρκτή και να οφείλεται στην πολυποίκιλη τεχνολογική συμπεριφορά των λιθοξόων, και όχι σε θέματα «αναγνώρισης», ορολογίας και τρόπου προσέγγισης των στοιχείων του αρχαιολογικού υλικού. Και το θέμα αυτό θεωρούμε ότι χρήζει πιο επισταμένης διερεύνησης στο μέλλον. Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί, πως κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας δεν εντοπίστηκε ούτε ένας πυρήνας που να εγγράφεται σε ένα σχήμα Levallois ή παραγωγής λεπίδων. Συμπερασματικά, θεωρούμε πως πριν λυθούν με επιπλέον έρευνα όχι μόνο τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν κατά τη δική μας σύντομη αξιολόγηση του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής από το Ασπροχάλικο, αλλά και μια σειρά άλλων προβλημάτων που σχετίζονται με τον υλικό πολιτισμό αυτής της Εποχής από τη βραχοσκεπή (επαναξιολόγηση της διαίρεσης των μεσοπαλαιολιθικών στρωμάτων στη βραχοσκεπή, λεπτομερή μελέτη της θεωρούμενης ως «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας, σύγχρονες χρονολογήσεις των στρωμάτων που περιέχουν τη λεγόμενη «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία) το να παραλληλίσουμε τεχνολογικά τη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 με την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου θα είναι κάτι που θα απέδιδε αποσπασματικά μόνο την πραγματικότητα. Όπως σημειώθηκε, υπάρχουν ενδείξεις μιας μεγαλύτερης «τεχνολογικής συγγένειας» μεταξύ των παλιότερα διαχωρισμένων λιθοτεχνιών της βραχοσκεπής. Έτσι, αν από την θεωρούμενη «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία εξαιρεθεί η ενότητα των επιμηκών αποκρουσμάτων και των πυρήνων από τους οποίους αυτά φαίνεται να έχουν προκύψει, τότε το σύνολο αυτό θα μπορούσε ευκολότερα να παραλληλιστεί με τη λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, εφόσον και στις 2 αυτές περιπτώσεις η απόκρουση φαίνεται να γίνεται κυρίως από «κλασικούς» δισκοειδείς πυρήνες και σε ένα μικρότερο βαθμό από πυρήνες που έχουν ως υπόβαθρά τους φολίδες. Αντίθετα, όπως σημειώθηκε, στη θεωρούμενη «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία η απόκρουση γίνεται κυρίως από τους πυρήνες «Ασπροχάλικο», ενώ οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες συνιστούν μια μικρή μειονότητα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως αν στο μέλλον επιβεβαιωθεί πως η παραγωγή των επιμηκών αποκρουσμάτων στην «Κατώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου γίνεται κυρίως από ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων, τότε αυτόματα το σύνολο των μεσοπαλαιολιθικών ενοτήτων της βραχοσκεπής θα χαρακτηρίζεται (σύμφωνα με σύγχρονους όρους), σε τεχνολογικό επίπεδο ως μη Levallois. Με τον τρόπο αυτό, το κύριο τεχνολογικό χαρακτηριστικό των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από τη Μολόνδρα και το Μεγάλο Καρβουνάρι (αλλά και των υπαίθριων θέσεων της 346

379 παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας), αυτό της «κυριαρχίας» του σχήματος απόκρουσης Levallois, τις διαφοροποιεί αυτόματα από την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία. Έτσι, μόνο κοινό σημείο των συνόλων αυτών θα παραμένει το μικρό ποσοστό χρήσης μεθόδων απόκρουσης παραγωγής λεπίδων. Επιπλέον, εάν μια μελλοντική εξαντλητική μελέτη της «Κατώτερης Μουστέριας» επιβεβαιώσει την παρατήρηση των J. Gowlett & A. Carter (1997) για ένα περιορισμό των επιμηκών αποκρουσμάτων σε ορισμένα μόνο επίπεδα των κατώτερων στρωμάτων του Ασπροχάλικου, τότε γίνεται κατανοητό πως η «Κατώτερη Μουστέρια» δεν αποτελεί ένα «ενιαίο» τεχνολογικά σύνολο, αλλά συνιστά κατ ουσία ένα «ψηφιδωτό» που συμπυκνώνει πολλαπλά, ίσως χρονολογικά διαχωρισμένα, τεχνολογικά χαρακτηριστικά: αρχαιολογικά επίπεδα που τεχνολογικά χαρακτηρίζονται από δισκοειδείς μεθόδους απόκρουσης, διακόπτονται από αρχαιολογικά επίπεδα τα οποία χαρακτηρίζονται από μεθόδους του σχήματος παραγωγής λεπίδων. Πέρα από την «τεχνολογική» συζήτηση, τα γενικά τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής των θέσεων της μελέτης μας, δεν διαφοροποιούνται σημαντικά με αυτά των λιθοτεχνιών αυτής της Εποχής από το Ασπροχάλικο. Τόσο στις θέσεις της μελέτης μας όσο και στις 2 μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες της βραχοσκεπής, οι ράσπες διαφόρων τύπων σε γενικές γραμμές αποτελούν το συχνότερο τύπο εργαλείου, (εικ. 7.25). Πάντως, η λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 και η «Ανώτερη Μουστέρια» από το Ασπροχάλικο περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό ρασπών από τα σύνολα που συγκριτικά εδώ εξετάζονται, ενώ και η αυξημένη συχνότητα εγκάρσιων και πλαγιοσυγκλίνουσων ρασπών στις 2 αυτές λιθοτεχνίες μαρτυρεί ένα σχετικό «τυπολογικό παράλληλο». 70% 60% 50% 40% 30% Μ.Καρβουνάρι Τ24 Μολόνδρα Ελευθεροχώρι 7 ΑΣΠΡΟΧΑΛΙΚΟ "Κατώτερη Μουστέρια" ΑΣΠΡΟΧΑΛΙΚΟ "Ανώτερη Μουστέρια" 20% 10% 0% Ράσπες & Μουστέριες αιχμές Εγκοπές+Οδοντωτά Τύποι της Ανώτερης Παλαιολιθικής ιάφορα Εικόνα Γράφημα σύγκρισης του ποσοστού των τύπων των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης και στις «Μουστέριες» λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου. Τα στοιχεία για την «Κατώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου προέρχονται από το Gowlet & Carter 1997, πιν. 23.1, σελ Τα στοιχεία για την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου προέρχονται από το Papaconstantinou 1988, πιν , σελ Και στις 2 περιπτώσεις δεν υπολογίσθηκαν οι φολίδες Levallois και τα με τεχνολογικά κριτήρια ταυτισμένα εργαλεία. Η επεξεργασία όλων των στοιχείων έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. 347

380 Ομοιότητα μεταξύ της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 και της «Ανώτερης Μουστέριας» εντοπίζεται και ως προς το είδος των υποβάθρων των εργαλείων, τα οποία διαμορφώνονται κατά κύριο λόγο σε αιχμές pseudolevallois. Αντίθετα, με αναφορά στα δημοσιευμένα στοιχεία, οι λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα περιέχοντας εργαλειακούς τύπους (κυρίως ράσπες) διαμορφωμένους συχνά σε επιμήκη αποκρούσματα, φαίνεται να ομοιάζουν ως προς το θέμα αυτό, με την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Αν, ωστόσο, οι ενδείξεις για μια πιο σύνθετη εικόνα του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού της βραχοσκεπής επαληθευτούν από τη μελλοντική έρευνα, οι θεωρήσεις αυτές καθίστανται αρκετά σχετικές Οι λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής Η βάση δεδομένων αναφοράς Σε αντίθεση με τη Μέση Παλαιολιθική, η Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στην βορειοδυτική Ελλάδα είναι γνωστή κυρίως μέσα από τις στρωματογραφικές ακολουθίες 6 προφυλαγμένων θέσεων (εικ. 7.1), ενώ τα ανάλογα στοιχεία από τις υπαίθριες θέσεις θεωρούνται, όπως σημειώθηκε και στο κεφάλαιο 1, μέχρι και σήμερα λιγοστά και, κατά κύριο λόγο, μη διαγνωστικά. Είναι χαρακτηριστικό πως με την εξαίρεση της αναφοράς ύπαρξης ενός και μοναδικού τροπιδωτού ξέστρου στα κατώτερα στρώματα της βραχοσκεπής της Καστρίτσας (Galanidou 1997), η οποία βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδας στο νομό Ιωαννίνων, δεν υπάρχει κάποια ασφαλής μαρτυρία για την ύπαρξη μια πρώιμης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η πρωιμότερη χρονολογημένη ένδειξη κατοίκησης αυτής της Εποχής προέρχεται από το Ασπροχάλικο (στρώμα 10), απ όπου μια απόλυτη χρονολόγηση με αποτέλεσμα στα ±900 χρόνια πριν από το παρόν (συμβατική μέθοδος 14 C) (Bailey κ.α 1983), ηλικία η οποία πλέον θεωρείται ως ελάχιστη (Adam 2007), καταδεικνύει σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού, την παρουσία μιας πιθανής Γκραβέτιας 116 ακολουθίας, η οποία συνεχίζεται και στο στρώμα 4 (πιν. 7.4). 116 Σύμφωνα με Ε. Αδάμ, η οποία έχει μελετήσει ενδελεχώς τον υλικό πολιτσμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Ασπροχάλικο, οι λιθοτεχνίες αυτής της Εποχής από τη θέση ενδεχομένως να απεικονίζουν μια πρώιμη φάση της Γκραβέτιας ή κάποια τοπική παραλλαγή μιας άλλης πολιτισμική φάσης (π.χ. Adam 1999, 145). Ο χαρακτηρισμός λοιπόν ως «Γκραβέτιων» των ανώτερων παλαιολιθικών λιθοτεχνιών από το Ασπροχάλικο στην παρούσα έρευνα είναι σχετικά συμβατικός, λαμβάνοντας υπόψη τις επιφυλάξεις που εκφράζει η Ε. Αδαμ για μια τέτοιου είδους ταξινόμηση. 348

381 Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις των λιθοτεχνιών των στρωμάτων 10 και 4 από το Ασπροχάλικο (Adam 1989, 1997, 1999, 2007), oι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική στη βραχοσκεπή δεν διαφέρουν από αυτές που τυγχάνουν εκμετάλλευσης και κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην ίδια θέση. Σημειώνεται επίσης, πως αυτές οι πρώτες ύλες είναι μικρού αρχικού μεγέθους, γεγονός που επηρεάζει τις διαδικασίες λάξευσης: οι λιθοξόοι μεταβάλλουν συχνά την κατεύθυνση της απόκρουσης περιστρέφοντας τους, συνήθως πρισματικής μορφολογίας, πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) κατά 90 μοίρες, προκειμένου να εκμεταλλευτούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ωφέλιμη επιφάνειά τους. Τα επίπεδα επίκρουσης των πυρήνων στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν προετοιμάζονται, ενώ επιθυμητά προϊόντα της απόκρουσης αποτελούν κυρίως φολίδες και μικρολεπίδες. Παράλληλα, απουσιάζουν οι λεπίδες, αλλά και οι πυρήνες από τους οποίους θα μπορούσαν να έχουν προκύψει (ο.π.). Η εργαλειοτεχνία της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο είναι κατά κύριο λόγο διαμορφωμένη σε μικρολεπίδες, στις οποίες δημιουργείται ράχη ή κολόβωση. Ακόμη, εντοπίζονται εργαλεία σε φολίδες, όπως ράσπες και ξέστρα, με τα τελευταία να είναι περισσότερα στο στρώμα 4. Χαρακτηριστικοί εργαλειακοί τύποι της Γκραβέτιας, όπως μικρολεπίδες με ημι-απότομη επεξεργασία εντοπίζονται μόνο στο στρώμα 10, ενώ μια μοναδική αιχμή με ώμο αναφέρεται στο στρώμα 4 (εικ ) (ο.π.). Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Ασπροχάλικο επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια και της δικής μας αξιολόγησης του αρχαιολογικού υλικού αυτής της Εποχής από τη βραχοσκεπή. Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο (κλίμακα 1/2,5). (Πηγή: Higgs & Vita Finzi 1966) 349

382 Θέση Στρώμα ή Επίπεδο Χρονολόγηση (χρόνια πριν από το παρόν) Εποχή/Πολιτισμική φάση Μέθοδος Πηγή Ασπροχάλικο ±14.000, ± Μέση Παλαιολιθική TL Huxtable κ.α >39,900 Μέση Παλαιολιθική 14 C-Συμβ. Bailey κ.α ±900 Ανώτερη Παλαιολιθική/ (Γκραβέτια?) 14 C-Συμβ, Bailey κ.α 1983 Καστρίτσα 9 i ±100 ii ±240 iii ±470 iv ±480 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Γκραβέτια i-ii. 14 C-AMS iii-iv. 14 C-Συμβ. i-ii. Galanidou & Tzedakis 2001 iii-iv. Bailey κ.α ±810 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Γκραβέτια 14 C-Συμβ. Bailey κ.α i ±210 ii ±80 iii ±70 iv ±80 v ±370 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Γκραβέτια i-iv. 14 C-AMS v. 14 C-Συμβ. i-iv. Galanidou & Tzedakis 2001 v. Bailey κ.α ±160 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Γκραβέτια 14 C-AMS Galanidou & Tzedakis i ±160 ii ±130 iii ±210 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια i-ii. 14 C-AMS iii. 14 C-Συμβ. i-ii. Galanidou & Tzedakis 2001 iii. Bailey κ.α 1983 Κλειδί ±400 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-ΑΜS Gowlett κ.α ,6 i ±200 ii ±200 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-AMS Gowlett κ.α 1997 Μεγάλακκος ±210 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-AMS Gowlett κ.α ±160 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια Μποΐλα I ±250 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-AMS Gowlett κ.α C-Συμβ. Kotjabopoulou κ.α 1999 II ±130 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-Συμβ. Kotjabopoulou κ.α 1999 IIIa i ±157 ii ±120 iii ±221 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-Συμβ. Kotjabopoulou κ.α 1999 IIIb i ±453 ii ±90 Ανώτερη Παλαιολιθική/ Επιγκραβέτια 14 C-Συμβ. Kotjabopoulou κ.α 1999 Πίνακας 7.4. Απόλυτες χρονολογήσεις από προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. 350

383 Στη βραχοσκεπή Καστρίτσα, η οποία ανασκάφηκε κατά τα έτη από την ομάδα του Ε. Higgs (Higgs κ.α 1967, Higgs 1968) έχουν εντοπιστεί στρωματογραφικές ακολουθίες της Γκραβέτιας (εικ. 7.1). Οι ηλικίες των στρωμάτων της βραχοσκεπής που τοποθετούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα που εξάχθηκαν με 14 C (AMS) και αναθεώρησαν την παλιότερη χρονολόγηση της αρχαιολογικής ακολουθίας (Bailey κ.α 1983), ξεκινούν από τα ±880 (στρώμα 9) και καταλήγουν στα ±130 (στρώμα 1) χρόνια πριν από το παρόν (Galanidou κ.α 2000, Galanidou & Tzedakis 2001) (πιν. 7.4). Οι νέες αυτές χρονολογήσεις κατέστησαν το στρώμα 9 της Καστρίτσας σχεδόν «σύγχρονο» με το στρώμα 10 από το Ασπροχάλικο, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό συγκρίσεις των χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού, που ήρθε στο φως από τις 2 αυτές στρωματογραφικές ενότητες. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην Καστρίτσα για την κατασκευή των λίθινων τεχνέργων συνίστανται σε κονδύλους καλής ποιότητας πυριτόλιθου, ενώ από το στρώμα 5 και εξής υπάρχει η παρουσία πυριτόλιθου του τύπου «Βοϊδομάτης» (Adam 1989, 1997, 1999), μιας ευδιάκριτης ποικιλίας αυτού του είδους πετρώματος. Ο πυριτόλιθος τύπου «Βοΐδομάτης» είναι χρώματος γκρίζου-μαύρου και ιδιαίτερα εύθραυστος, με αποτέλεσμα να παράγονται μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων κατά τη διάρκεια της λάξευσης. Σε αντίθεση με το Ασπροχάλικο, το στρώμα 9 της Καστρίτσας περιέχει αρκετές λεπίδες που έχουν προκύψει από πυρήνες λεπίδων (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων), ωστόσο οι φολίδες και οι μικρολεπίδες αποτελούν πλειονότητα. Τα εργαλεία σε φολίδες, κυρίως ξέστρα, είναι τα συνηθέστερα, ενώ αναφέρονται εργαλεία διαμορφωμένα και σε άλλου είδους υπόβαθρα, όπως μικρολεπίδες (με ράχη, σπανιότερα με κολόβωση) και λεπίδες. Στο στρώμα 9 δεν αναφέρονται Γκραβέτιες αιχμές διαμορφωμένες σε μικρολεπίδες, ενώ στο στρώμα 7 οι λεπίδες και οι μικρολεπίδες αυξάνονται σε αριθμό και οι εργαλειότυποι εμπλουτίζονται κυρίως με γλυφίδες σε κολόβωση, εργαλεία με επεξεργασμένη ράχη και γενικά πιο κλασικούς τύπους της Γκραβέτιας (Adam 1989, 1999). Στο στρώμα 5 της Καστρίτσας, που χρονολογείται πλέον στα ±210 χρόνια πριν από το παρόν (Galanidou κ.α 2000, Galanidou & Tzedakis 2001), κάνουν την εμφάνισή τους νέα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά. Τα εργαλεία διαφόρων τύπων σε μικρολεπίδες αποτελούν πλειονότητα, ενώ αναφέρονται λεπίδες με πλευρική επεξεργασία, γλυφίδες, εγκοπές και οπείς (Adam 1989, 1999). Στο στρώμα 3, που χρονολογείται πλέον στα ±160 χρόνια πριν από το παρόν (Galanidou κ.α 2000, Galanidou & Tzedakis 2001), οι πρώτες ύλες που έχουν 351

384 μεταφερθεί στη βραχοσκεπή από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη αυξάνονται (Adam 1989, 1999). Το στρώμα 3 είναι πλούσιο σε πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων), με αυτούς που έχουν παραγάγει μικρολεπίδες να είναι πλειονότητα. Οι πυρήνες αυτοί έχουν προσεκτικά προετοιμασμένα επίπεδα επίκρουσης και η απόκρουση τους είναι συνήθως μονοπολική. Οι μικρολεπίδες αποτελούν το σύνηθες υπόβαθρο των εργαλείων (61% του συνόλου), με κύριο τύπο τις μικρολεπίδες με ράχη. Επίσης, αναφέρονται εργαλεία σε φολίδες και λεπίδες, όπως ράσπες και γλυφίδες. Ακόμη, σημειώνεται η εμφάνιση της τεχνικής της μικρογλυφίδας (ο.π.) (εικ. 7.27). Το στρώμα 1 χρονολογούμενο από τα ±160 (επίπεδο 5) έως τα ± 130 (επίπεδο 2) χρόνια πριν από το παρόν (Galanidou κ.α 2000, Galanidou & Tzedakis 2001), θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει μια Επιγκραβέτια τεχνο-πολιτισμική φάση στην Καστρίτσα. Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα 3 της Καστρίτσας (Κλίμακα 1/3). (Πηγή:Adam 2009). 352

385 Οι πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) κατά τη διάρκεια της απόκρουσης φαίνεται να περιστρέφονται κατά 90 μοίρες, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η κατεύθυνσή της. Οι μικρογλυφίδες είναι περισσότερες απ ό,τι στο στρώμα 3, ενώ δεν εντοπίζονται λεπίδες με ράχη. Οι κύριοι τύποι εργαλείων είναι οι μικρολεπίδες με ράχη και οι αιχμές με ώμο (Adam 1989, 1999). Επιγκραβέτια ακολουθία θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν και τα αρχαιολογικά στρώματα (6-10) της βραχοσκεπής Κλειδί, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη και ανασκάφηκε από την ομάδα του G. Bailey κατά τη δεκαετία του 1980 (Bailey 1997α) (εικ. 7.1). Τα αρχαιολογικά στρώματα του Κλειδιού χρονολογούνται από τα μέχρι τα χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (Bailey & Woodward 1997, Gowlet κ.α 1997) (πιν. 7.4). Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στο Κλειδί προέρχονται κυρίως από τις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη (πυριτόλιθος τύπου «Βοϊδομάτης») και συνίστανται κυρίως σε κονδύλους μικρού αρχικού μεγέθους. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έχει ως αποτέλεσμα κατά τη λάξευση των πυρήνων (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) η κατεύθυνση της απόκρουσης να αλλάζει συχνά, προκειμένου να τύχει εκμετάλλευσης όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ωφέλιμη επιφάνειά τους, κάτι που, όπως σημειώθηκε, συναντάται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και στο Ασπροχάλικο, αλλά και εν μέρει στην Καστρίτσα (Adam 1989, 1999, Roubet 1997, 1999). Τεχνολογικά και τυπολογικά, οι λιθοτεχνίες από τις διαφορετικές στρωματογραφικές ενότητες του Κλειδιού δεν φαίνεται να διαφέρουν. Η απόκρουση αποσκοπεί στην παραγωγή επιμηκών αποκρουσμάτων, με τις μικρολεπίδες να είναι περισσότερες των λεπίδων. Οι μικρολεπίδες με ράχη αποτελούν τον κύριο εργαλειακό τύπο (Roubet 1997, Adam 1999). Ο υλικός πολιτισμός του Κλειδιού θεωρείται ότι ομοιάζει με αυτόν από το στρώμα 1 της Καστρίτσας, λόγω της μεγάλης χρήσης της τεχνικής της μικρογλυφίδας (o.π.). Μια Επιγκραβέτια ακολουθία λιθοτεχνιών αναφέρεται και από τις βραχοσκεπές Μεγάλακκος και Μποΐλα (εικ. 7.1). Η πρώτη από τις θέσεις αυτές ανασκάφηκε μερικώς από την ομάδα του G. Bailey τη δεκαετία του 1980, στo πλαίσιo έρευνας για την αποκατάσταση της διαδικασίας διαμόρφωσης των ιζημάτων του Κλειδιού, στο οποίο ο Μεγάλακκος βρίσκεται πολύ κοντά (Sinclair 1997, 1999). Με λεπτομερή τρόπο ανασκάφηκαν μόνο 2 στρώματα (4 & 6) από τα 7 συνολικά που περιείχαν αρχαιολογικό υλικό. Η ηλικία των 2 αυτών στρωμάτων καθορίστηκε με απόλυτες χρονολογήσεις (μέθοδος 14 C-ΑΜS) από τα μέχρι και τα χρόνια πριν από το παρόν (ο.π., Gowlett κ.α 1997) (πιν. 7.4). Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στο Μεγάλακκο 353

386 ομοιάζουν με αυτές στο γειτονικό Κλειδί. Αντίστοιχη ομοιότητα συναντάται και όσον αφορά στα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού των 2 αυτών θέσεων. Σημειώνεται ωστόσο, ότι σε αντίθεση με το Κλειδί στο στρώμα 4 του Μεγάλακκου τον κύριο εργαλειακό τύπο συνιστούν τα ξέστρα και όχι οι μικρολεπίδες με ράχη (Sinclair 1997, 1999). H βραχοσκεπή Μποΐλα βρίσκεται στα όρια της κοιλάδας του ποταμού Βοϊδομάτη (εικ. 7.1) και ανασκάφηκε κατά τη δεκαετία του 1990 από ομάδα της Εφορείας Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας. Η στρωματογραφία της βραχοσκεπής περιλαμβάνει 5 ενότητες με αρχαιολογικά ευρήματα (I-ΙI-IIIa-IIIb-IV), με γνωστές χρονολογήσεις (συμβατική μέθοδος 14 C) από τα ±250 (στρώμα Ι) έως και τα ±90 (στρώμα ΙΙΙb) πριν από το παρόν (πιν. 7.4). Ως προς το είδος του υλικού πολιτισμού, η αρχαιολογική ακολουθία των στρωμάτων I έως IIIb θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την ύστερη Επιγκραβέτια τεχνο-πολιτισμική φάση των Βαλκανίων, ενώ το στρώμα ΙV τοποθετείται στην Επιπαλαιολιθική/Μεσολιθική Εποχή. Οι πρώτες ύλες στην Μποΐλα, όπως και στην περίπτωση του Κλειδιού και του Μεγάλακκου, προέρχονται από τις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη. Τεχνολογικά, οι πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) των στρωμάτων Ι-ΙΙΙb αναφέρονται ως σχετικά μεγάλου μεγέθους και έχουν συνήθως απροετοίμαστα επίπεδα επίκρουσης, ενώ δεν φαίνεται να περιστρέφονται κατά 90 μοίρες κατά τη διάρκεια της απόκρουσής τους (Kotjabopoulou κ.α 1999) (εικ. 7.28). Εικόνα Τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη βραχοσκεπή Μποΐλα (στρώματα ΙΙΙa & IIIb). (Πηγή:Kotjabopoulou κ.α 1999). 354

387 Οι μικρολεπίδες με ράχη αποτελούν τον κυριότερο εργαλειακό τύπο. Σημειώνεται ωστόσο, μια εμφανής αντίθεση ανάμεσα στις λιθοτεχνίες των στρωμάτων ΙΙ και ΙΙΙb. Ενώ στο στρώμα ΙΙ δεν φαίνεται να υπάρχουν μαρτυρίες για κατά χώραν διαδικασίες απόκρουσης του λίθου, στο στρώμα IIIb ο εντοπισμός απορριμάτων της λάξευσης, αλλά και «τεχνικών» αποκρουσμάτων μαρτυρούν επί τόπου εκμετάλλευση των πρώτων υλών (ο.π.). Πέρα από τα δεδομένα για την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στις βραχοσκεπές της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια των ερευνών του Α. Σορδίνα στη γειτονική Κέρκυρα εντοπίστηκε και ανασκάφηκε η βραχοσκεπή Γκράβα. Η ανασκαφή αυτή που ήταν μικρής κλίμακας και περιορίστηκε στα ανώτερα αρχαιολογικά στρώματα της θέσης, έφερε στο φως μια λιθοτεχνία που, ελλείψει απόλυτων χρονολογήσεων, τοποθετήθηκε με κριτήριο τα τυπολογικά της χαρακτηριστικά στα γενικά χρονολογικά όρια της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Sordinas 1969). Αναφέρεται ότι το σύνολο αυτό είναι κατασκευασμένο σε γκρίζο και καφέ πυριτόλιθο και περιέχει λεπίδες και μικρολεπίδες, ξέστρα, μικρολεπίδες με ράχη και γλυφίδες (ο.π.). Πιο πρόσφατα, η Ε. Αδάμ (2007) επανεξέτασε τη λιθοτεχνία από τη Γκράβα, και την διαχώρισε σε 2 ενότητες, τις οποίες θεώρησε ανάλογες με τον υλικό πολιτισμό από τα στρώματα 3 και 1 της Καστρίτσας, εγγράφοντας έτσι τα λίθινα τέχνεργα από τη θέση της Κέρκυρας σε μια Επιγκραβέτια ακολουθία. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν μόνο για το μέρος εκείνο της λιθοτεχνίας που παραλληλίζεται με αυτή από το στρώμα 3 της Καστρίτσας, εφόσον η μελέτη του υπόλοιπου συνόλου από τη Γκράβα συνεχίζεται. Σύμφωνα με την ανάλυση της Ε. Αδαμ, οι πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) στη Γκράβα λαξεύονται κυρίως μονοπολικά, προκειμένου να παραχθούν λεπίδες και μικρολεπίδες. Οι μικρολεπίδες με ράχη αποτελούν τον κυριότερο τύπο εργαλείου, ενώ εντοπίστηκε και μια αιχμή με ώμο (ο.π.). Όπως έχει σημειωθεί επανειλημμένα στη μελέτη μας, οι δημοσιευμένες πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στους υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας είναι λίγες. Η λιθοτεχνία από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α του Κοκκινόπηλου που στο παρελθόν τοποθετήθηκε στα γενικά όρια της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Dakaris κ.α 1964), σύμφωνα την Δ. Παπαγιάννη (2000), περιέχει, εκτός των άλλων, 72 μικρολεπίδες με ράχη, 3 πυρήνες μικρολεπίδων (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων), μερικές λεπίδες και μικρολεπίδες. Στα διαθέσιμα σχέδια του συνόλου αυτού που προέρχονται από τη δημοσίευση της ομάδας του Ε. Higgs (Dakaris κ.α 1964), απεικονίζονται εκτός των άλλων και 3 355

388 ξέστρα (2 σε παχύ απόκρουσμα), τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν και τροπιδωτά (εικ q, r, t). 117 Παραπέρα, δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για αυτό το σύνολο ευρημάτων το οποίο, όπως έχει σημειωθεί στο κεφάλαιο 1, θεωρείται πλέον ότι είναι αναμεμιγμένο με τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (Papagianni 2000). Τα δημοσιευμένα στοιχεία για τη λιθοτεχνία από τη θέση Σπήλαιον, στην οποία η κατοίκηση τοποθετήθηκε στην Ωρινιάκια πολιτισμική φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (Runnels κ.α 2003) είναι περισσότερα. Τα τέχνεργα της λιθοτεχνίας αναφέρεται ότι είναι κατασκευασμένα σε καλής ποιότητας γκρίζο πυριτόλιθο, ο οποίος ανευρίσκεται τοπικά. Οι διαδικασίες απόκρουσης του λίθου στη θέση περιγράφονται ως ευκαιριακές: δεν μαρτυρείται μορφοποίηση των επιπέδων απόκρουσης των πυρήνων, μέσω της δημιουργίας κορυφών, ενώ και τα επίπεδα επίκρουσής τους δεν είναι συνήθως προετοιμασμένα. Οι πυρήνες, αποτελούν το 6,5% του συνόλου της λιθοτεχνίας και το μέγεθός τους ποικίλει. Οι περισσότεροι από αυτούς φαίνεται να έχουν παραγάγει φολίδες (αναφέρονται 5 πυρήνες φολίδων κωνικής μορφολογίας), είναι αποκρουσμένοι κυρίως μονοπολικά και δευτερευόντως αμφιπολικά, ενώ αναφέρονται και συνολικά 10 πυρήνες που έχουν παραγάγει λεπίδες (2 ακέραιοι και 8 θραύσματα), με 1 από αυτούς να φτάνει σε μήκος τα 6,5 εκ. (ο.π.). Ως προς την εργαλειοτεχνία, στο Σπήλαιον αναφέρονται 131 συνολικά εργαλεία, με μερικά από αυτά να είναι διαμορφωμένα σε πυρήνες. Μεγαλύτερη εργαλειακή ομάδα είναι τα ξέστρα (29,5%). Τα περισσότερα από αυτά (13, 9,9%) θεωρήθηκαν «οδοντωτά» 118, 6 είναι διαμορφωμένα σε λεπίδες (4,6%), ενώ αναφέρονται επίσης 3 τροπιδωτά ξέστρα (2,3%) και 8 ξέστρα-ρύγχη (6,1%). Από τους υπόλοιπους εργαλειοτύπους της λιθοτεχνίας ξεχωρίζουν 29 συνολικά οδοντωτά, 3 γλυφίδες και 2 σφηνίσκοι (εικ. 7.29). Όπως έχει σημειωθεί στο κεφάλαιο 1, στη δημοσίευση των C. Runnels κ.α (2003) σημειώνεται η απουσία μικρολεπίδων τύπου Duffour, αλλά και Ωρινιάκιων λεπίδων από την εργαλειοτεχνία της θέσης Σπήλαιον, κάτι που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του συνόλου αυτού ως δείγμα μιας Τυπικής Βαλκανικής Ωρινιάκιας λιθοτεχνίας (sensu Kozlowski 1999). Ωστόσο, ο εντοπισμός στο Σπήλαιον 2 πυρήνων Levallois αλλά και μερικών που αναφέρονται ως δισκοειδείς 119 προκαλούν, κατά τη γνώμη μας, σκεπτικισμό για το αν η λιθοτεχνία αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονο-πολιτισμικά, αποκλειστικά στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική, ή αν αντίθετα συνιστά ένα «χρονολογικό ψηφιδωτό», το οποίο εμπεριέχει και αρκετά τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Τον 117 Ωστόσο από τα διαθέσιμα σχέδια λείπει το προφίλ αυτών των αντικειμένων που θα μας επέτρεπε πιο σίγουρες εκτιμήσεις. 118 «denticulated end-scrapers». 119 «discoids». 356

389 σκεπτικισμό αυτόν ενισχύουν και τα στοιχεία της εργαλειοτεχνίας, όπου ορισμένοι τύποι εργαλείων (π.χ. οδοντωτά, ράσπες), θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος μιας μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας. Εικόνα Εργαλειοτεχνία της θέσης Σπήλαιον. (Πηγή:Runnels κ.α 2003). Συγκρίσεις των ανώτερων παλαιολιθικών ευρημάτων της μελέτης μας με τις λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη βορειοδυτική Ελλάδα Με εξαίρεση τη λιθοτεχνία από το Σπήλαιον, τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής από τις θέσεις της μελέτης μας δεν φαίνεται να μοιράζονται πολλά κοινά με τον μέχρι σήμερα καταγεγραμμένο υλικό πολιτισμό της Εποχής αυτής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Όπως έχουμε σημειώσει, πέρα από τους τύπους εργαλείων που παραδοσιακά θεωρείται ότι χαρακτηρίζουν το σύνολο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. ξέστρα σε φολίδες ή λεπίδες, διάφοροι τύποι γλυφίδων, επιμήκη αποκρούσματα με πλευρική επεξεργασία, οπείς κλπ.), ελάχιστα τέχνεργα από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ένα χρονο-πολιτισμικό ορίζοντα μεταγενέστερο της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Με εξαίρεση λοιπόν τις λίγες μικρολεπίδες με ράχη στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 (οι οποίες ωστόσο μπορεί να αποτελούν και Ωρινιάκια κατασκευάσματα), τυπικοί Γκραβέτιοι και Επιγκραβέτιοι εργαλειακοί τύποι απουσιάζουν από τις λιθοτεχνίες και των 3 θέσεων της μελέτης μας. Ωστόσο, ομοιότητες των ανώτερων παλαιολιθικών συνόλων των θέσεών μας με στρωματογραφημένες λιθοτεχνίες από προφυλαγμένες θέσεις της Ηπείρου και της Κέρκυρας, εντοπίζονται στον τεχνολογικό τομέα. 357

390 Έτσι, το σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες λάξευσης των λιθοτεχνιών και των 3 θέσεων της μελέτης μας, αποτελεί ένα βασικό σημείο σύγκλισής τους, με τα στρωματογραφημένα σύνολα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Ωστόσο, στις βραχοσκεπές της περιοχής σπανίως οι λεπίδες είναι περισσότερες από τις μικρολεπίδες, κάτι που, αντίθετα, παρατηρείται για τις λιθοτεχνίες των θέσεων της μελέτης μας. Παράλληλα, οι λιγοστές έστω ενδείξεις για μια πρακτική περιστροφής των πυρήνων κατά 90 μοίρες, κατά τη διάρκεια της λάξευσης στο Ελευθεροχώρι 7, φαίνεται πως βρίσκουν κάποιο «παράλληλο» στις λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο, το Κλειδί και το στρώμα 1 της Καστρίτσας, όπου έχουν διαπιστωθεί παρόμοιες πρακτικές των λιθοξόων. Το στοιχείο αυτό, κατά τη γνώμη μας, υπό το πρίσμα μιας, στο συνολικό διάνυσμα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, διαχρονικής θεώρησης (υπό την αίρεση πως ο πυρήνας που φαίνεται να έχει περιστραφεί κατά 90 μοίρες στο Ελευθεροχώρι 7 ανήκει σε ένα πρώιμο ανώτερο παλαιολιθικό χρονολογικό ορίζοντα) αποτελεί ένδειξη πως κατά τη διάρκεια αρκετών χιλιετηρίδων παρόμοια προβλήματα, όπως για παράδειγμα η πιθανή ανάγκη για μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραγωγική εκμετάλλευση των πρώτων υλών ή το αρχικό περιορισμένο μέγεθος των πρώτων υλών, αντιμετωπίζονται από τους λιθοξόους με παρόμοιες λύσεις. Δυστυχώς μέχρι και σήμερα τα τέχνεργα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α στον Κοκκινόπηλο δεν έχουν μελετηθεί και δημοσιευτεί με κάποιο αναλυτικό τρόπο, που θα επέτρεπε κάποιου είδους σύγκριση με τις ανάλογες χρονολογικές ενότητες τεχνέργων των θέσεων της μελέτης μας. Αυτό που θα μπορούσε πάντως να ειπωθεί είναι ότι, παρότι, όπως σημειώθηκε, στα σχέδια της λιθοτεχνίας αυτής μπορούν να αναγνωριστούν εργαλειακοί τύποι που παραπέμπουν στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή (ίσως κάποια τροπιδωτά ξέστρα) το πλήθος των αντικειμένων που περιγράφονται ως μικρολεπίδες με ράχη, απομακρύνουν προκαταρκτικά και θεωρητικώς το σύνολο από τον Κοκκινόπηλο από τα σύνολα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής των θέσεων της μελέτης μας. 120 Αντίθετα οι λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 φαίνεται να μοιράζονται αρκετά κοινά στοιχεία με τη λιθοτεχνία που προέρχεται από το Σπήλαιον, παρότι και από τη θέση αυτή τα δημοσιευμένα στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν λεπτομερή, δυσχεραίνοντας και καθιστώντας επισφαλή οποιαδήποτε πιο αναλυτική σύγκριση. Παρά αυτόν τον περιορισμό, αρκετές είναι οι ομοιότητες που μπορούν να παρατηρηθούν. Αυτές αφορούν στον τομέα της τυπολογίας, καθώς μερικοί από τους κυριότερους 120 Για το θέμα αυτό βλ. και συζήτηση στο κεφάλαιο

391 εργαλειακούς τύπους που έχουν καταγραφεί στο Σπήλαιον, όπως τα ξέστρα σε λεπίδες, τα τροπιδωτά ξέστρα, τα ξέστρα-ρύγχη και οι λεπίδες με επεξεργασία, εντοπίζονται, έστω και με διαφορετική συχνότητα, και στις θέσεις της μελέτης μας. Ωστόσο, ο μικρός αριθμός γλυφίδων που αναφέρονται από τη θέση της Πρέβεζας έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζουν οι εργαλειοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής των θέσεων της μελέτης μας, όπου αυτός ο τύπος εργαλείου παρουσιάζει αυξημένη συχνότητα και σημαντική ποικιλομορφία. Τεχνολογικά, οι συγκρίσεις που μπορούν να γίνουν μεταξύ της λιθοτεχνίας από το Σπήλαιον και των σύνολων των θέσεων της μελέτης μας δεν είναι πολλές, εφόσον στη δημοσίευση της θέσης της Πρέβεζας δεν εικονογραφείται ούτε 1 πυρήνας. Σύμφωνα πάντως με τις περιγραφές των C. Runnels κ.α (2003), θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι τεχνολογικές συνήθειες των λιθοξόων κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στις θέσεις της μελέτης μας, διαφέρουν από αυτές των λιθοξόων της θέσης Σπήλαιον. Οι διαδικασίες λάξευσης στο Σπήλαιον περιγράφονται ως ευκαιριακές κάτι που δεν χαρακτηρίζει τις λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, όπου, έστω και με μικρές διαφορές, η απόκρουση του λίθου εμφανίζεται αρκετά οργανωμένη και με σαφείς στόχους. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί πως στο Σπήλαιον δεν σημειώνεται η παραγωγή μικρολεπίδων, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει (αν και στη Μολόνδρα όχι συστηματικά) κατά τις διαδικασίες λάξευσης της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας Συζήτηση Τα αποτελέσματα της συγκριτικής θεώρησης του υλικού πολιτισμού των θέσεων της μελέτης μας με τις λιθοτεχνίες της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα μας οδηγούν σε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις. Όσον αφορά τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής, παρότι οι λιθοτεχνίες από το Μεγάλο Καρβουνάρι και τη Μολόνδρα δεν αλλάζουν τη βασική εικόνα για την τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων κατά την Εποχή αυτή στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου, αλλά και στην Κέρκυρα, το μεσοπαλαιολιθικό σύνολο από το Ελευθεροχώρι 7 έρχεται να προσθέσει καινούρια στοιχεία σε σχέση με το θέμα αυτό. Τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας αυτής αποτελούν μοναδικό μέχρι σήμερα παράδειγμα για τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, τόσο αυτές της παράκτιας ζώνης (στα όρια της οποίας βρίσκεται το Ελευθεροχώρι 7) και της Κέρκυρας όσο και αυτές της κοιλάδας του ποταμού Λούρου. Παράλληλα, η ανασύνθεση των διαδικασιών λάξευσης στο Ελευθεροχώρι 7 καταδεικνύει πως η ιδιαίτερη μέθοδος απόκρουσης σε 359

392 υπόβαθρα φολίδων με την οποία παράγονται αιχμές pseudolevallois, την οποία είχε αναγνωρίσει παλιότερα ο Β. Παπακωσταντίνου στην «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου (με ισχυρές ενδείξεις πλέον ότι μια τέτοια μέθοδος απόκρουσης χαρακτηρίζει και την «Κατώτερη Μουστέρια»), δεν θα πρέπει να θεωρείται, όπως παλιότερα (π.χ. Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000) μια μεμονωμένη περίπτωση περιοριζόμενη μόνο στη βραχοσκεπή. Κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί παρά τα ανοιχτά ζητήματα που απομένουν να λυθούν σε σχέση με τις διαφορές και τις ομοιότητες ως προς την «αυτονομία» ή μη της μεθόδου απόκρουσης σε υπόβαθρα φολίδων στο Ελευθεροχώρι 7 και στο Ασπροχάλικο. Ως προς τις «τυπολογικές» μαρτυρίες που μπορούν να προσφέρουν οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες της μελέτης μας, αυτές δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με ό,τι μέχρι σήμερα επικρατεί ως αντίληψη για το θέμα αυτό στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Ωστόσο εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως η γενική ταμπέλα της Τυπικής Μουστέριας που έχει δοθεί για τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής στην περιοχή δεν μπορεί να αποτυπώσει το σύνολο της τυπολογικής ποικιλομορφίας που φαίνεται να χαρακτηρίζει τις εργαλειοτεχνίες αυτής της Εποχής. Υπέρ μιας τέτοιας διαπίστωσης συνηγορούν τα μεμονωμένα, έστω, παραδείγματα αμφιπρόσωπων φυλλόσχημων αιχμών με επεξεργασία (π.χ. Papagianni 2000), αλλά και, όπως συζητήθηκε στο κεφάλαιο 1, οι νέες ενδείξεις για επίσης μεμονωμένα παραδείγματα εργαλειοτύπων Πρόσφατου Μικόκιου (π.χ. Galanidou κ.α υπό εκδ.) χαρακτήρα σε ορισμένα μεσοπαλαιολιθικά σύνολα από υπαίθριες θέσεις. Θα μπορούσε λοιπόν να ειπωθεί πως η διαδικασία αντιπαραβολής και ένταξης του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού των 3 θέσεων της μελέτης στην υπάρχουσα εικόνα για τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής στη βορειοδυτική Ελλάδα αυξάνει την τεχνολογική κυρίως ποικιλομορφία που παρατηρείται κατά την Εποχή αυτή στην περιοχή. Το πώς μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο αυτό και τι μπορεί να μαρτυρήσουν οι πιθανές ερμηνείες του για την ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι κάτι που εξετάζουμε στο επόμενο κεφάλαιο (8). Ο υλικός πολιτισμός της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 ως προς τα βασικά τουλάχιστον τυπολογικά του χαρακτηριστικά δεν ομοιάζει με τις Γκραβέτιες και Επιγκραβέτιες ακολουθίες των ανασκαμμένων βραχοσκεπών της βορειοδυτικής Ελλάδας. Το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της τοποθέτησης των λιθοτεχνιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής στις 3 θέσεις της μελέτης σε μια πρώιμη φάση της Εποχής αυτής. Μια σύγκριση, ωστόσο, των διαδικασιών λάξευσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής στις 3 θέσεις της μελέτης μας και των διαδικασιών λάξευσης που έχουν καταγραφεί στις Γκραβέτιες και 360

393 Επιγκραβέτιες ακολουθίες των βραχοσκεπών της βορειοδυτικής Ελλάδας, προσφέρει μαρτυρίες για μια βασική και ενιαία τεχνολογική παράδοση (εννοούνται τα σχήματα και οι μέθοδοι απόκρουσης του λίθου) που στην περιοχή φαίνεται να έχει ως απαρχή τις πρώιμες φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής και να διατηρείται μέχρι και το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής. Σε σχέση με τον μέχρι σήμερα δημοσιευμένο υλικό πολιτισμό της Ανώτερης Παλαιολιθικής από τις υπαίθριες θέσεις, ορισμένα χαρακτηριστικά (π.χ. τυπολογία εργαλείων) των λιθοτεχνιών αυτής της Εποχής στις θέσεις της μελέτης μας ομοιάζουν σε βασικά σημεία με αυτά της λιθοτεχνίας από τη θέση Σπήλαιον, ωστόσο, ως προς άλλα γνωρίσματά των συνόλων αυτών (π.χ. μέθοδοι απόκρουσης, οργάνωση των διαδικασιών λάξευσης) παρατηρούνται σοβαρές διαφοροποιήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι λιθοτεχνίες των θέσεων της μελέτης μας συγκρινόμενες με αυτή από τη θέση της Πρέβεζας έρχονται να διευρύνουν την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που παρατηρείται κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική στη βορειοδυτική Ελλάδα. Συμπερασματικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι λιθοτεχνίες της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής των 3 θέσεων της μελέτης μας έρχονται να καλύψουν ένα κενό στα μέχρι σήμερα δεδομένα για την χρονο-πολιτισμική διάσταση της κατοίκησης και της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο. Μια περαιτέρω προσπάθεια διείσδυσης στις πολιτισμικές και χρονολογικές μαρτυρίες των ευρημάτων αυτών, καθώς και μια απόπειρα αξιολόγησης της συμβολής τους στο θέμα της ανασύνθεσης της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική στη βορειοδυτική Ελλάδα, είναι κάτι που επιχειρούμε στο επόμενο κεφάλαιο. 361

394 8. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α Στο κεφάλαιο αυτό, αφού πρώτα συζητηθούν ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα, αλλά και ζητήματα, που προέκυψαν κατά τη διαδικασία σύγκρισης και ένταξης των ευρημάτων από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 στο σώμα των μέχρι σήμερα γνώσεών μας για τις «οικιστικές» και τεχνολογικές επιλογές των ανθρωπίδων κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στην Ήπειρο και την Κέρκυρα, επιχειρείται μια σύνθεση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, με σκοπό την προσέγγιση του είδους και του χαρακτήρα της προϊστορικής δραστηριότητας κατά τη Μέση και την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική στη βορειοδυτική Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, επίσης, οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια σε σχέση με την τεχνολογική συμπεριφορά και τη δραστηριότητα των ανθρωπίδων στις 3 θέσεις της μελέτης μας, ελέγχονται ως προς την ισχύ τους, αλλά και τη συμβολή τους στην υπάρχουσα αφήγηση για τον παλαιολιθικό άνθρωπο, τόσο στη βορειοδυτική Ελλάδα όσο και στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη. 8.1 Η Μέση Παλαιολιθική Εποχή και οι άνθρωποι του Nεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα Η ένταξη των παλαιογεωγραφικών χαρακτηριστικών των 3 θέσεων της μελέτης στις υπάρχουσες ενδείξεις για τις «οικιστικές» επιλογές του ανθρώπου του Νεάντερταλ κατά τη Μέση Παλαιολιθική στη βορειοδυτική Ελλάδα, αλλά και η συγκριτική θεώρηση του υλικού πολιτισμού, αυξάνει την ήδη καταγεγραμμένη σύνθετη εικόνα για το είδος και το χαρακτήρα της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την Εποχή αυτή στην περιοχή. Όπως σημειώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, καταρχήν και όσον αφορά στις «γεωγραφικές» προτιμήσεις των ανθρωπίδων, έγινε κατανοητό πως οι ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών των Νεάντερταλ, στο πλαίσιο της κινητικότητάς τους στο τοπίο, δραστηριοποιούνται με εντατικό τρόπο σε τοποθεσίες για τις οποίες μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν υπήρχαν ανάλογες ενδείξεις στη βορειοδυτική Ελλάδα. Παράλληλα, διαφαίνεται πως ο έλεγχος φυσικών διαβάσεων αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες των ανθρώπινων ομάδων που μαζί με άλλα «ζωτικά» χαρακτηριστικά, όπως η εκμετάλλευση υδάτινων, ζωικών, φυτικών και λίθινων πόρων, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στο σχεδιασμό και την οργάνωση του δικτύου της κατοίκησης στην ύπαιθρο. 362

395 Ως προς τα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού, η σύγκριση και η ένταξη των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών των 3 θέσεων της μελέτης στην υπάρχουσα εικόνα για το είδος και το χαρακτήρα των συνόλων τεχνέργων λαξευμένου λίθου της Μέσης Παλαιολιθικής στη βορειοδυτική Ελλάδα, αυξάνει πρωτίστως την τεχνολογική και δευτερευόντως την τυπολογική ποικιλομορφία που παρατηρείται κατά την Εποχή αυτή στην περιοχή. Ένα, λοιπόν ερώτημα που προκύπτει από την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών (και που μας απασχόλησε και στο κεφάλαιο 6 κατά τη σύγκριση του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής των 3 θέσεων της μελέτης μας) είναι που μπορεί να αποδοθεί το φαινόμενο αυτό και ποιες είναι οι προεκτάσεις της πιθανής ερμηνείας του για την ανθρώπινη δραστηριότητα και συμπεριφορά Ερμηνεύοντας την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού στη βορειοδυτική Ελλάδα Αξιολογώντας τα ήδη δημοσιευμένα στοιχεία, αλλά και τα δικά μας εμπειρικά δεδομένα για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα και όπως έγινε για την περίπτωση των 3 θέσεων της μελέτης, 3 γενικές ερμηνείες θα μπορούσαν να προταχθούν, προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενο της έντονης κυρίως τεχνολογικής και δευτερευόντως τυπολογικής ποικιλομορφίας: μια πολιτισμική, μια χρονολογική και μια «λειτουργική». Ένα πολιτισμικό και ταυτόχρονα «συγχρονικό» μοντέλο θα υπαγόρευε πως διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες με διαφορετικές τεχνολογικές, ίσως και «τυπολογικές» παραδόσεις, δραστηριοποιήθηκαν λίγο ως πολύ στις περισσότερες από τις υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας, αλλά και στο Ασπροχάλικο. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη την παρατήρηση των Β. Παπακωσταντίνου και Δ. Βασιλοπούλου (1997) ότι οι λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου χαρακτηρίζονται ως μη Levallois (χωρίς ωστόσο να δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες), θα μπορούσε να ειπωθεί πως συγκεκριμένες ομάδες «προτιμούν» να δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου και την Κέρκυρα, ενώ άλλες πιο «ενδότερα» στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου. Στην περίπτωση των υπαίθριων θέσεων της πρώτης κατηγορίας οι λιθοξόοι γνωρίζουν και επιλέγουν να παραγάγουν σχετικά μεγάλα σε μέγεθος τέχνεργα, κυρίως με μεθόδους Levallois, ενώ στην περίπτωση των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου μικρά σε μέγεθος τέχνεργα με μεθόδους μη Levallois. Μέχρι και σήμερα, και σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν οι λιθοτεχνίες 3 θέσεων: απ ότι πλέον διαφαίνεται μέρος μόνο της «Κατώτερης Μουστέριας» του Ασπροχάλικου, οι λιθοτεχνίες του Κοκκινόπηλου και η λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7. Στις περιπτώσεις των 2 πρώτων θέσεων, οι ανθρώπινες ομάδες «συμπεριφέρονται τεχνολογικά» όπως αυτές που 363

396 δραστηριοποιούνται στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου και στην Κέρκυρα, ενώ στο Ελευθεροχώρι 7 οι ανθρώπινες ομάδες «συμπεριφέρονται τεχνολογικά» όπως αυτές που δραστηριοποιούνται στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου. Ειδικά η ανθρώπινη ομάδα που γνωρίζει και επιθυμεί να παραγάγει αιχμές pseudolevallois, χρησιμοποιώντας ως υπόβαθρα των πυρήνων της φολίδες, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, φαίνεται ότι δραστηριοποιήθηκε κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή μόνο στο Ελευθεροχώρι 7 και στο Ασπροχάλικο, αν και κατά τη γνώμη μας, η εικόνα αυτή ενδέχεται στο μέλλον να αλλάξει και να εμπλουτιστεί. Μια χρονολογική ερμηνεία των στοιχείων αυτών (που δεν άρει την ισχύ της πολιτισμικής) θα υπαγόρευε πως υπάρχει μια χρονολογική ακριβώς διαφορά ανάμεσα στη χρήση των θέσεων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αν παίρναμε ως σημείο αναφοράς τις μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις για τη μεσοπαλαιολιθική ακολουθία του Ασπροχάλικου, τότε το μεγαλύτερο μέρος των λιθοτεχνιών από την παράκτια ζώνη της Ηπείρου και την Κέρκυρα (συμπεριλαμβανομένων και των συνόλων από τον Τομέα 24 και τη Μολόνδρα) θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μια πρώιμη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Κάτι τέτοιο θα συμφωνούσε με τις μέχρι σήμερα πληροφορίες (π.χ. Papaconstantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000) ότι οι λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων αυτής της γεωγραφικής ζώνης ομοιάζουν σε βασικά τους σημεία με την «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των λιθοτεχνιών των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, αλλά και αυτή από το Ελευθεροχώρι 7, λόγω των εν μέρει κοινών γνωρισμάτων τους (π.χ. μικρά μετρικά χαρακτηριστικά) με την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου (ιδίως με την παλιότερα θεωρούμενη ιδιότητά της ως «Μικρομουστέριας»), θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μία ύστερη ή τελική φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Μια τέτοιου είδους εξήγηση σε γενικές γραμμές δεν διαφέρει από το χρονολογικό σχήμα που δημιούργησαν για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον ελλαδικό χώρο κατά τη δεκαετία του 1960 οι Ε. Higgs και C. Vita-Finzi (1966), το οποίο με μικρές τροποποιήσεις υιοθετήθηκε αργότερα από τους C. Runnels (1988, 1995) και Γ. Κουρτέσση- Φιλιππάκη (1986). Σύμφωνα με την παραπάνω λογική, η παράκτια ζώνη της Ηπείρου και η Κέρκυρα αποτελούν περιοχές που τυγχάνουν πιο εντατικής χρήσης ή κατοίκησης κατά τη διάρκεια μιας πρώιμης φάσης της Μέσης Παλαιολιθικής, ενώ αντίθετα οι θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, αλλά και το Ελευθεροχώρι 7, τυγχάνουν εκμετάλλευσης σε μια προχωρημένη ή τελική φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να έχει απόλυτη εφαρμογή. Για παράδειγμα το Ασπροχάλικο, στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου φαίνεται να τυγχάνει εκμετάλλευσης σε μεγάλο βαθμό και κατά την πρώιμη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, 364

397 ενώ το Ελευθεροχώρι 7, παρότι βρίσκεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τα παράλια της Ηπείρου, δεν παύει να τοποθετείται στα όρια της παράκτιας ζώνης και τουλάχιστον να απέχει πολύ περισσότερο από τις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου παρά από γνωστές θέσεις κοντά στη σημερινή Ιόνια ακτογραμμή (εικ. 7.1). Παράλληλα, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα στα μετρικά χαρακτηριστικά των τεχνέργων (τουλάχιστον των εργαλείων) της «Ανώτερης» και «Κατώτερης Μουστέριας» του Ασπροχάλικου (Papacostantinou & Vasilopoulou 1997) ενώ, επιπλέον, η μελέτη μας παρέχει ενδείξεις πως και οι τεχνολογικές διαφορές ανάμεσα στα 2 αυτά σύνολα δεν είναι τόσο μεγάλες. Οι παρατηρήσεις αυτές, κατά τη γνώμη μας, δεν επιτρέπουν οποιοδήποτε ασφαλή ενδο-πολιτισμικό χρονολογικό διαχωρισμό των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών όχι μόνο των θέσεων της μελέτης μας, αλλά και των υπόλοιπων υπαίθριων χώρων χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας, με κριτήριο τα γενικά τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά. Πέρα από τις πολιτισμικές και χρονολογικές θεωρήσεις ένα «λειτουργικό» μοντέλο, θα μπορούσε να ερμηνεύσει την τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία που διακρίνει τα σύνολα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα; Όπως προτείναμε και για την περίπτωση των 3 θέσεων της μελέτης μας στο κεφάλαιο 6, και πάλι μια τέτοια θεώρηση θα έπρεπε να ασχοληθεί με 2 κυρίως τομείς. Ο πρώτος αφορά στο ρόλο της διαθεσιμότητας, της μορφής και του τρόπου πρόσκτησης των πρώτων υλών, αλλά και στην «οικονομική» τους διαχείρισή κατά τις διαδικασίες λάξευσης. Ο δεύτερος τομέας έχει να κάνει με θεωρήσεις που αφορούν στην καθαυτή λειτουργία κάθε ξεχωριστής θέσης, αλλά και με τον τρόπο συμπεριφοράς και τις στρατηγικές επιβίωσης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι του Νεάντερταλ. Στην περίπτωση της βορειοδυτικής Ελλάδας, ελλείψει ασφαλών στοιχείων, και τα 2 παραπάνω ζητήματα δεν μπορούν να προσεγγιστούν με λεπτομέρεια. Ως προς το πρώτο θέμα, αυτό των πρώτων υλών και της διαχείρισή τους, η βορειοδυτική Ελλάδα παραδοσιακά θεωρείται πλούσια σε καλής ποιότητας λίθινες πρώτες ύλες, οι οποίες ανευρίσκονται σε άφθονες ποσότητες σχεδόν παντού: από την Ιόνια ακτή μέχρι και την ορεινή ενδοχώρα. Ωστόσο, καμία στοχευμένη και λεπτομερής έρευνα μέχρι σήμερα δεν έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ταύτισης των πηγών πρώτων υλών που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, στην περίπτωση κάθε ξεχωριστής υπαίθριας θέσης. Παρόλα αυτά, σε παλιότερες δημοσιεύσεις (π.χ. Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Papagianni 2000, Runnels & Van Andel 2003) αναφέρεται μια γενική διαφορά στο αρχικό μέγεθος των διαθέσιμων πρώτων υλών ανάμεσα στις γεωγραφικές ενότητες της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας και σε αυτή του ποταμού Λούρου: μεγαλύτερου μεγέθους πρώτες ύλες απαντώνται πιο συχνά στην πρώτη γεωγραφική ενότητα. Όσον 365

398 αφορά στο Ασπροχάλικο, το σύνολο των λιθοτεχνιών της βραχοσκεπής (τόσο της Μέσης όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής) όπως σημειώθηκε, φαίνεται να είναι κατασκευασμένες σε ταυτόσημες πρώτες ύλες, μικρού σχετικά αρχικού μεγέθους, που προέρχονται από τις όχθες του ποταμού Λούρου (Gowlett & Carter 1997, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997, Adam 1999, 2007). Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν καταρχήν να δικαιολογήσουν την αντίθεση ανάμεσα στα μετρικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου και σε αυτές των θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας, αλλά και τα γενικά παρόμοια μετρικά χαρακτηριστικά των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών του Ασπροχάλικου, τουλάχιστον αυτά των εργαλείων. Επιπλέον, ειδικά η τεχνολογική ομοιότητα της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7 (όπου οι αρχικές προς εκμετάλλευση πρώτες ύλες δεν είναι αρχικού μικρού μεγέθους αλλά φαίνεται ότι έτσι καταλήγουν μετά την προ-διαμόρφωσή τους) με την «Ανώτερη Μουστέρια» (αλλά και με μεγάλο μέρος της «Κατώτερης Μουστέριας») του Ασπροχάλικου, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα μιας τέτοιας εξήγησης: οι γενικές διαφορές λοιπόν ανάμεσα στα μετρικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των θέσεων της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας και σε αυτές της κοιλάδας του ποταμού Λούρου προκύπτουν από μια προσαρμογή των τεχνολογικών λύσεων των ανθρώπινων ομάδων σε μικρού αρχικού μεγέθους πρώτες ύλες. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό παρότι στις γενικές του αρχές δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένες βασικές αντιθέσεις. Η πρώτη αφορά στην απουσία καταγραφής μέχρι και σήμερα από τις θέσεις της κοιλάδας του Λούρου της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο». Παρότι κάτι τέτοιο στο μέλλον ενδέχεται να διαφοροποιηθεί, προς το παρόν, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το μικρό μέγεθος των πρώτων υλών οδηγεί στην υιοθέτηση παρόμοιων τεχνολογικών λύσεων στις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου, στο Ασπροχάλικο και στο Ελευθεροχώρι 7. Επιπροσθέτως, ένα μικρό έστω μέρος της «Κατώτερης Μουστέριας» φαίνεται να έχει δημιουργηθεί με μεθόδους απόκρουσης (π.χ. παραγωγής λεπίδων) που τουλάχιστον στα παράλια της Ηπείρου και στην Κέρκυρα εφαρμόζονται σε μεγάλου μεγέθους πρώτες ύλες. Παράλληλα, ενώ τόσο η «Ανώτερη» όσο και η «Κατώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου είναι κατασκευασμένες σε μικρού μεγέθους πρώτες ύλες, και παρότι σύμφωνα με την αξιολόγησή μας διαφαίνεται, πως δεν διαφέρουν σημαντικά σε τεχνολογικό επίπεδο, δεν μπορεί να παραβλεφθεί πως τουλάχιστον οι πυρήνες της «Κατώτερης Μουστέριας», σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, έχουν γενικά μεγαλύτερο μέγεθος από αυτούς της «Ανώτερης 366

399 Μουστέριας», του Ελευθεροχωρίου 7, αλλά και από τους πυρήνες των λιθοτεχνιών των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου (εικ. 7.17). Κάτι τέτοιο, λοιπόν, ίσως να μαρτυρά πως, παρά την διαφαινόμενη τεχνολογική ομοιότητα της «Κατώτερης» και της «Ανώτερης» Μουστέριας, οι πυρήνες στην «Κατώτερη Μουστέρια» σε γενικές γραμμές δεν τυγχάνουν τόσο εξαντλητικής εκμετάλλευσης όσο στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία, στο Ελευθεροχώρι 7, αλλά και στις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου. Τα στοιχεία αυτά πιθανόν καταδεικνύουν πως οι μετρικές και συνεπακόλουθα οι τεχνολογικές αντιθέσεις των λιθοτεχνιών της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα δεν οφείλονται αποκλειστικά στο αρχικό μέγεθος των πρώτων υλών, αλλά στην κατά περίπτωση «οικονομική» διαχείρισή τους. Ωστόσο και πάλι, σύμφωνα με τα δικά μας εμπειρικά δεδομένα και όπως σημειώθηκε στα κεφάλαια 5 και 6, η πιθανή σύνδεση των τεχνολογικών λύσεων με μια «οικονομία» στη γενική λογική διαχείρισης των πρώτων υλών, έρχεται σε αντίθεση με το μικρό αριθμό εργαλείων στο Ελευθεροχώρι 7 και τις πρακτικές επανάχρησής τους. Ενώ στη θέση της μελέτης μας αρκετά στοιχεία του αρχαιολογικού αποθέματος (π.χ. πρακτικές πρόσκτησης των πρώτων υλών, εξάντληση των πυρήνων, μέγεθος αποκρουσμάτων) συνηγορούν υπέρ της απόδοσης των τεχνολογικών ιδιομορφιών της λιθοτεχνίας στον παράγοντα της διαχείρισης των πρώτων υλών, η ίδια «οικονομική» λογική δεν χαρακτηρίζει το στάδιο της εγχειρηματικής αλυσίδας που συνδέεται με την κατασκευή, τη χρήση και την επανάχρηση εργαλείων. Δυστυχώς, η αντίθεση αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί στο πλαίσιο των ήδη γνωστών δημοσιευμένων στοιχείων για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, εφόσον οι παλιότερες επιφανειακές περισυλλογές στις υπαίθριες θέσεις ήταν στις περισσότερες των περιπτώσεων δειγματοληπτικές. Έτσι, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ασφάλεια την αναλογία εργαλείων και μη επεξεργασμένων αποκρουσμάτων στις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας. Απουσία, λοιπόν, αξιόπιστων δεδομένων, δεν γίνεται να εξακριβωθεί αν το μικρό ποσοστό εργαλείων στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση ή εντάσσεται σε ένα γενικότερο σταθερότυπο που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει κάποιο μέρος των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών της βορειοδυτικής Ελλάδας (π.χ. τις λιθοτεχνίες των θέσεων της κοιλάδας του Λούρου με τις οποίες το σύνολο από το Ελευθεροχώρι 7 έχει παρόμοια μετρικά χαρακτηριστικά). Ως προς το ίδιο θέμα, ενδεικτικό είναι ωστόσο το στοιχείο πως οι πρακτικές της επανάχρησης των εργαλείων στις θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου δεν διαφέρουν από αυτές που παρατηρούνται στις θέσεις της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας (Papagianni 2000). Έτσι και στις δυο αυτές γεωγραφικές ζώνες δεν διαπιστώνεται κάποια διαφορετική λογική 367

400 «οικονομίας» στη διαχείριση των πρώτων υλών, όσον αφορά βέβαια στην επανάχρηση των εργαλείων (ανάλογα στοιχεία δεν υπάρχουν για το Ασπροχάλικο). Αν τα μικρά μετρικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των θέσεων της κοιλάδας του ποταμού Λούρου συνδέονταν με μια λογική εξοικονόμησης των πρώτων υλών, τότε θα περιμέναμε να υπάρχει και μεγαλύτερη επανάχρηση των εργαλείων στις θέσεις αυτές, συγκριτικά τουλάχιστον σε σχέση με ό,τι παρατηρείται για τις θέσεις της παράκτιας ζώνης της Ηπείρου και της Κέρκυρας. Λιγότερο ακόμη διακριτά είναι τα δεδομένα που θα επέτρεπαν την εξήγηση της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας στη βορειοδυτική Ελλάδα κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή με όρους λειτουργίας θέσεων και συμπεριφοράς των ανθρωπίδων. Ειδικά οι λιθοτεχνίες των υπαίθριων θέσεων προερχόμενες από παλίμψηστα δραστηριότητας δεν αφήνουν περιθώρια ακριβών λειτουργικών θεωρήσεων, πέρα από τη γενική εικόνα μιας πολυδιάστατης χρήσης του συνόλου της υπαίθρου της βορειοδυτικής Ελλάδας, κάτι που, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, επιβεβαιώνεται και από τα δικά μας εμπειρικά δεδομένα. Έτσι, οποιοδήποτε «λειτουργικό» μοντέλο έχει προταθεί κατά το παρελθόν (π.χ. Papagianni 2000, Runnels & Van Andel 2003) δεν μπορεί εκ των προτέρων να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί. Για παράδειγμα, παρότι το μοντέλο των C. Runnels και T. Van Andel για τις 2 διαφορετικές στρατηγικές κυνηγιού κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα που περιγράφηκε στο κεφάλαιο 1, μπορεί να βρει εν μέρει εφαρμογή στην περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7, δεν μπορεί από μόνο του να δικαιολογήσει τη μεγάλη συσσώρευση αρχαιολογικού υλικού με εντελώς διαφορετικά τεχνολογικά, συχνά και τυπολογικά, χαρακτηριστικά στον Κοκκινόπηλο ή στο Μεγάλο Καρβουνάρι: σύμφωνα με το μοντέλο των C. Runnels και Τ. Van Andel (2003) οι θέσεις αυτές, λόγω της «λιθοτεχνικής» σύνδεσής τους με τεχνολογίες Levallois, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζουν πρακτικές πτωματοφαγίας, μεγάλη κινητικότητα των ανθρώπινων ομάδων, αλλά και να εμφανίζουν περιορισμένης έντασης ανθρώπινη δραστηριότητα, κάτι που είναι αντίθετο με τα στοιχεία του αρχαιολογικού αποθέματος. Επιπλέον, το μοντέλο των C. Runnels και T. Van Andel που συνδέει τις πρακτικές πτωματοφαγίας με μεγάλη επανάχρηση των εργαλείων, ενώ το συστηματικό κυνήγι με μικρή επαν-επεξεργασία τους, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται και στα γενικά υπάρχοντα δεδομένα για την επανάχρηση των εργαλείων στις υπαίθριες θέσεις: όπως σημειώθηκε σύμφωνα με τη μελέτη της Δ. Παπαγιάννη (2000) δεν εντοπίζονται σημαντικές διαφορές, ως προς το θέμα αυτό, ανάμεσα σε λιθοτεχνίες θέσεων που εμφανίζουν διαφορετικά τεχνολογικά, τουλάχιστον, χαρακτηριστικά (π.χ. θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Λούρου και θέσεις στην παράκτια ζώνη της Ηπείρου και στην Κέρκυρα). 368

401 Χαρακτηριστικά, παίρνοντας ένα παράδειγμα από το υλικό της παρούσας μελέτης η περίπτωση του Ελευθεροχωρίου 7 είναι και πάλι αρκετά διδακτική. Οι τεχνολογίες μη Levallois σε συνδυασμό με την μικρή επανάχρηση των εργαλείων στη θέση της μελέτης μας συμφωνεί με το μοντέλο των C. Runnels και T. Van Andel (2003). Ωστόσο, όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο 6, το μόνο «παράλληλο» σχετικά με την επανάχρηση των εργαλείων της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7, μπορεί να εντοπιστεί στη λιθοτεχνία από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης β στον Κοκκινόπηλο, η οποία σημειώνεται (π.χ. Papagianni 2000) ότι περιέχει αρκετούς πυρήνες Levallois. Στην ίδια λογική, το λειτουργικό μοντέλο της Δ. Παπαγιάννη (2000, βλ. και Papagianni 2008) περί διαφορετικής και πολυποίκιλης χρήσης, τουλάχιστον, των υπαίθριων θέσεων στο πέρασμα του χρόνου και πάλι δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί εκ των προτέρων, αν ανατρέξουμε στα υπάρχοντα διαθέσιμα στοιχεία. Απουσία ασφαλούς στρωματογραφικού πλαισίου, λεπτομερών χρονολογήσεων, οργανικών καταλοίπων και μελετών ιχνών χρήσης των εργαλείων στις υπαίθριες θέσεις, δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο ακριβής ρόλος και η λειτουργία τους στο πέρασμα του χρόνου. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω και κατά τη γνώμη μας, το ζήτημα της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα παραμένει ένα δισεπίλυτο ακόμη αίνιγμα που τουλάχιστον με τα υπάρχοντα δεδομένα στην περιοχή, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς υπό το πρίσμα ενός και μόνο παράγοντα. Μια προσπάθεια σύγκρισης και ένταξης των κύριων χαρακτηριστικών του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού της βορειοδυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης θα μπορούσε ίσως να διαλευκάνει περισσότερο το ζήτημα αυτό; Εντάσσοντας τον μεσοπαλαιολιθικό υλικό πολιτισμό της βορειοδυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης Οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του ελλαδικού χώρου Ξεκινώντας με τον σημερινό ελλαδικό χώρο, η εικόνα για τα χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης. Η αξιολόγηση των υπαρχόντων πληροφοριών για τα σύνολα λίθινων τεχνέργων που προέρχονται τόσο από σπήλαια και βραχοσκεπές, όσο και από υπαίθριες θέσεις, καταδεικνύει μια ακόμη εντονότερη τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία, αναλογικά με ό,τι παρατηρείται για την περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Ως προς τις προφυλαγμένες και συστηματικά ανασκαμμένες αρχαιολογικές θέσεις, πέρα από το Ασπροχάλικο, στοιχεία για το είδος του υλικού πολιτισμού της 369

402 Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο προέρχονται από 4 ακόμα σπήλαια που ανασκάφτηκαν συστηματικά τα προηγούμενα χρόνια: το σπήλαιο της Θεόπετρας στη Θεσσαλία, το Σπήλαιο 1 στην Κλεισούρα της Αργολίδας, τα σπήλαια Καλαμάκια και Λακωνίς Ι στη Λακωνία (εικ. 8.1). Η ανθρώπινη κατοίκηση στo σπήλαιο της Θεόπετρας στη Θεσσαλία ξεκινάει κατά τη Μέση Παλαιολιθική (στρώμα ΙΙ επίπεδο 2) και συνεχίζεται έως και τη Νεολιθική Εποχή (στρώμα VI) (Kyparissi-Apostolika 1999). Από τα κατώτερα αρχαιολογικά στρώματα της Θεόπετρας αναφέρονται 2 ενότητες μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών κατασκευασμένων, κατά κύριο λόγο, σε ραδιολαρίτη που προέρχεται από μια μέγιστη ακτίνα 10 χλμ. γύρω από τη θέση (Panagopoulou 1999, Παναγοπούλου 2000). Εικόνα 8.1. Προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο που συζητούνται στο κείμενο (δεν συμπεριλαμβάνονται οι θέσεις της Ηπείρου).. Η πρώτη λιθοτεχνία προέρχεται από το επίπεδο 2 του στρώματος ΙΙ και, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, χαρακτηρίζεται από τεχνολογικά και τυπολογικά γνωρίσματα που παραπέμπουν στην υπο-ενότητα Quina (Panagopoulou 1999, Παναγοπούλου 2000). Πιο πρόσφατα, 370

403 ωστόσο, ο Α. Ντάρλας (2007) αμφισβήτησε μια τέτοια κατηγοριοποίηση, στη βάση τουλάχιστον των δημοσιευμένων σχεδίων και φωτογραφιών της λιθοτεχνίας αυτής. Η δεύτερη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία προέρχεται από το επίπεδο 4 του στρώματος ΙΙ και χαρακτηρίζεται από την μεγάλη χρήση των μεθόδων απόκρουσης Levallois, αλλά και την ύπαρξη επιμηκών αποκρουσμάτων, τα οποία αποτελούν συχνά υπόβαθρα των εργαλείων. Ως προς τα είδη των εργαλείων η ενότητα αυτή τεχνέργων περιέχει κυρίως ράσπες και Μουστέριες αιχμές (Panagopoulou 1999, Παναγοπούλου 2000) (εικ. 8.2). Εικόνα 8.2. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη Θεόπετρα. (Πηγή:Panagopoulou 1999). Οι 2 μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες της Θεόπετρας, παλιότερα και σύμφωνα με χρονολογήσεις 14 C (συμβατική μέθοδος και AMS) τοποθετούνταν μεταξύ και περίπου χρόνων πριν από το παρόν (ο.π.). Πλέον, ηλικίες που εξάχθηκαν με Θερμοφωταύγεια (TL) τοποθετούν την έναρξη 371

404 της κατοίκησης στο στρώμα ΙΙ (επίπεδα 2 και 4) της Θεόπετρας από τα ± (επίπεδο 2) έως και τα ± χρόνια πριν από το παρόν (επίπεδο 4), (πιν. 8.1), καθιστώντας τον υλικό πολιτισμό του σπηλαίου, την πρωιμότερη ασφαλώς χρονολογημένη μαρτυρία για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον ελλαδικό χώρο (Valladas κ.α 2007). Παράλληλα, τα παλιότερα αποτελέσματα ηλικιών με 14 C από τη θέση, πλέον θεωρούνται προϊόν επιμόλυνσης των δειγμάτων προς χρονολόγηση (Facorellis κ.α 2013). Νοτιότερα, στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας στην Αργολίδα, η εικόνα του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, κατασκευασμένου κατά κύριο λόγο σε τοπικό ραδιοραλίτη, είναι κάπως διαφορετική. Τα μεσοπαλαιολιθικά επίπεδα κατοίκησης του σπηλαίου αντιπροσωπεύονται στα στρώματα VI-XIX για τα οποία οι προς το παρόν διαθέσιμες χρονολογήσεις καθορίζουν μια ελάχιστη ηλικία που κυμαίνεται από τα ±3.930 έως και τα ±1,770 (στρώμα VII) χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-ΑMS (ABOX) (Κuhn κ.α 2010) (πιν. 8.1). Εικόνα 8.3. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το σπήλαιο 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Sitlivy κ.α 2007α). 372

405 Στις μεσοπαλαιολθικές λιθοτεχνίες του Σπηλαίου 1 της Κλεισουρας οι μέθοδοι Levallois έχουν πολύ μικρό ποσοστό ανάμεσα στα διαγνωσμένα σχήματα απόκρουσης των πυρήνων (ένα μέγιστο 20% στο στρώμα Χ) (Sitlivy κ.α 2007α,β). Οι δισκοειδείς μέθοδοι απόκρουσης έχουν ένα ανάλογο ποσοστό χρήσης, ενώ η πλειονότητα των πυρήνων, σχεδόν σε όλα τα μεσοπαλαιολιθικά στρώματα, αναφέρεται ότι έχουν λαξευτεί με παράλληλες (μονοπολικές ή αμφιπολικές) ή κεντροφερείς μεθόδους μη Levallois. Το ποσοστό των επιμηκών αποκρουσμάτων είναι μικρό (γύρω στα 10%), ενώ τον κυριότερο εργαλειακό τύπο αποτελούν οι ράσπες διαφόρων ειδών (ο.π.) (εικ. 8.3). Μεταφερόμενοι ακόμη νοτιότερα, και εξετάζοντας τα στοιχεία από 2 άλλες προφυλαγμένες θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, τα πράγματα παρουσιάζονται ακόμη πολυπλοκότερα. Τα σπήλαια Καλαμάκια και Λακωνίς Ι, στη Λακωνία, είναι 2 θέσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν γειτονικές, από τη στιγμή που απέχουν λιγότερο από 30 χλμ. μεταξύ τους. Η μεσοπαλαιολιθική κατοίκηση και στις 2 θέσεις έχει τοποθετηθεί χρονολογικά μέσω γεωλογικών παρατηρήσεων και απόλυτων χρονολογήσεων (συμβατική μέθοδος 14 C, 14 C-AMS, U/Th, ΤL, U- Series) στο διάστημα από τα έως τα χρόνια πριν από το παρόν (Darlas 2007, Harvati κ.α 2013, Panagopoulou κ.α ) (εικ. 7.30, πιν. 7.5). Στα Καλαμάκια τα ευρήματα των 2 κύριων στρωματoγραφικών ενοτήτων του σπηλαίου, III και IV, αποτελούν μια Μουστέρια λιθοτεχνία, γενικά μικρών διαστάσεων (η πλειονότητα των αποκρουσμάτων κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3 εκ.), γεγονός που αποδίδεται στο μικρό μέγεθος των προς εκμετάλλευση πρώτων υλών (κυρίως χαλαζίας, χαλαζίτης και ανδεσίτης), στη μακρινή προέλευσή τους και στην ανάγκη για όσο το δυνατόν πιο συνετή «οικονομική» διαχείρισή τους (Darlas 2007). Οι πυρήνες στη θέση είναι λίγοι και συχνά πλήρως εξαντλημένοι, ενώ η πλειονότητα των αποκρουσμάτων έχει μετατραπεί σε εργαλεία. Ακολούθως, η διαχείριση των πρώτων υλών θεωρείται ότι επηρεάζει και τα ιδιαίτερα τεχνολογικά γνωρίσματα της λιθοτεχνίας. Ενώ η χρήση των μεθόδων Levallois πιστοποιείται σε κάποιο ποσοστό (18,1%) στα αποκρούσματα της θέσης, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους πυρήνες, στους οποίους αυτό το σχήμα απόκρουσης δεν εντοπίζεται καθόλου. Το στοιχείο αυτό έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα πως στα Καλαμάκια οι πυρήνες στα αρχικά στάδια της εκμετάλλευσής τους λαξεύονταν με μεθόδους Levallois και στη συνέχεια με άλλες μη οργανωμένες μεθόδους απόκρουσης. Στα Καλαμάκια έχουν εντοπιστεί επίσης ορισμένοι δισκοειδείς πυρήνες. Τυπολογικά, οι διαφόρων ειδών ράσπες και οι Μουστέριες αιχμές αποτελούν τους κυριότερους εργαλειότυπους (ο.π.) (εικ. 8.3). 373

406 Εικόνα 8.4. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τα Καλαμάκια. (Πηγή:Darlas 2007). Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι στρωματογραφικές ενότητες στα Καλαμάκια έχουν προσφέρει μερικές από τις λιγοστές παλαιοανθρωπολογικές μαρτυρίες για Μέση Παλαιολιθική Εποχή στον ελλαδικό χώρο: έχουν εντοπιστεί συνολικά 10 δόντια, 1 θραύσμα κρανίου και 3 μετακρανιακά οστά που αποδίδονται σε ανθρώπους του Νεάντερταλ (Harvati κ.α 2013). Η θέση Λακωνίς Ι αποτελεί το υπόλειμμα ενός σπηλαίου που έχει καταρρεύσει. Σε αντίθεση με τα Καλαμάκια η εγγύτητα της θέσης Λακωνίς Ι σε πηγές πρώτων υλών (κυρίως ανδεσιτικά πετρώματα), θεωρείται ότι έχει επηρεάσει τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας των στρωματογραφικών ενοτήτων (ΙΙΙ-Ιb), που τοποθετούνται στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή. Τα αποκρούσματα στη θέση Λακωνίς Ι έχουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις (μέσο μήκος 6,3 εκ.) απ ό,τι στα Καλαμάκια. Διαφορές ανάμεσα στις 2 θέσεις εντοπίζονται και ως προς τον τρόπο απόκρουσης των πυρήνων. Στη θέση Λακωνίς Ι οι περισσότεροι από αυτούς μαρτυρούν τη χρήση μεθόδων Levallois μέχρι και τα τελικά στάδια της λάξευσης, ενώ σε μικρότερο ποσοστό αναφέρονται επίσης πυρήνες δισκοειδείς και πρισματικοί (σύμφωνα με κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων). Στη θέση επίσης αναφέρονται αρκετά επιμήκη αποκρούσματα. 374

407 Ως προς τα είδη των εργαλείων πάντως, όπως και στα Καλαμάκια, η μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία της θέσης Λακωνίς Ι περιλαμβάνει κυρίως ράσπες και Μουστέριες αιχμές (Panagopoulou κ.α ) (εικ. 8.5). Εικόνα 8.5. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Λακωνίς I. (Πηγή: Panagopoulou κ.α ). Ο υλικός πολιτισμός της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις υπαίθριες θέσεις του ελλαδικού χώρου, χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία ανάλογη με αυτή που παρατηρείται στα ανασκαμμένα σπήλαια και βραχοσκεπές. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, στις πλέον ερευνημένες περιοχές του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, όπως η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, τεχνολογικά, οι λιθοτεχνίες χαρακτηρίζονται κυρίως από τη χρήση μεθόδων απόκρουσης Levallois, ενώ οι κυριότεροι εργαλειακοί τύποι είναι οι ράσπες (π.χ. Chavaillon κ.α 1969, Pope κ.α 1984, van Andel & Runnels 1987, Runnels & Van Andel 1993β, Runnels 1988, Ντάρλας 1991, 1996, Ματζάνας 1998). 375

408 Θέση Στρώμα ή Επίπεδο Χρονολόγηση (χρόνια πριν από το παρόν) Μέθοδος Πηγή Εποχή ή Πολιτισμική Φάση Θεόπετρα ΙΙ ± (μέση ηλικία από 2 δείγματα) ΙΙ ± (μέση ηλικία από 7 δείγματα) TL Valladas κ.α 2007 Μέση Παλαιολιθική TL Valladas κ.α 2007 Μέση Παλαιολιθική II11 i) ±6000 ii) ±750 i)tl ii) 14 C-AMS (A-BOX) i)valladas κ.α 2007 ii) Facorellis κ.α 2013 Μέση Παλαιολιθική Κλεισούρα XXc ± C-AMS (A-BOX) Kuhn κ.α 2010 Μέση Παλαιολιθική XVII ± ± C-AMS (A-BOX) Kuhn κ.α 2010 Μέση Παλαιολιθική VII ± C-AMS (A-BOX-) Kuhn κ.α 2010 Μέση Παλαιολιθική V ± ± C-Συμβ., 14 C-AMS (A-BOX,ΑΒΑ) Kuhn κ.α 2010 Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική/Ουλούζια IV-IIIg ± ± C-Συμβ., 14 C-AMS (A-BOX) Kuhn κ.α 2010 Ωρινιάκια Φράγχθι Q ± ± C-AMS (A-BOX, ORAU) Douka κ.α 2011 Ωρινιάκια R ± ±90 14 C-AMS (ORAU) Douka κ.α 2011 Ωρινιάκια Καλαμάκια II* / IV > U/Th de Lumley κ.α 1994 Μέση Παλαιολιθική 14 C-AMS Harvati κ.α 2013 Μέση Παλαιολιθική Λακωνίς I IV* TL, U-Series Panagopoulou κ.α Μέση Παλαιολιθική Ιb i) ±1000 ii) ±1800 iii) ±1790 i) 14 C- Συμβ. ii-iii) 14 C-AMS Elefanti κ.α 2009 Μέση Παλαιολιθική Ιa i) ± ii) ±1160 iii) ± C-AMS Elefanti κ.α 2009 Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Κολομήνιτσα ± C-AMS Darlas & Psathi 2008 Ωρινιάκια Πίνακας 8.1. Απόλυτες χρονολογήσεις για τη Μέση και την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή από προφυλαγμένες θέσεις στον ελλαδικό χώρο (δεν συμπεριλαμβάνονται οι θέσεις της Ηπείρου). Όλες οι ηλικίες 14 C είναι αβαθμονόμητες. * φυσικός βράχος υποκείμενος της πολιτισμικής ακολουθίας. 376

409 Όπως έχει σημειωθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο μεσοπαλαιολιθικός υλικός πολιτισμός των υπαίθριων θέσεων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, παλιότερα και κατά αναλογία με τις πρώτες δημοσιεύσεις του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το Ασπροχάλικο (Higgs & Vita-Finzi 1966), έχει διαχωριστεί σε 2 υπο-ενότητες, όχι με κριτήριο τα αμιγώς τεχνολογικά ή τυπολογικά του χαρακτηριστικά, αλλά το μέγεθος των τεχνέργων. Η πρώτη υπο-ενότητα τοποθετούμενη σε μια πρώιμη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής θεωρούνταν ότι περιέχει τέχνεργα μεγαλύτερου μεγέθους από την δεύτερη, που σε μερικές περιπτώσεις αποκαλούνταν «Μικρομουστέρια» (π.χ Chavaillon κ.α 1969) και τοποθετούνταν σε μια υστερότερη φάση της Εποχής αυτής (ο.π.). Οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των Βαλκανίων Στα Βαλκάνια (εικ. 8.6), τα πράγματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν λιγότερο σύνθετα αναλογικά με ό,τι περιγράφηκε για τις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του ελλαδικού χώρου. Εικόνα 8.6. Προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στo χώρο των Βαλκανίων που συζητούνται στο κείμενο. 1. Crvena Stijena 2. Bioče 3. Mujina Pećina 4. Šandalja II 5. Krapina 6. Vindija 7. Temnata 8. Bacho Kiro. Έτσι, παρότι στα μεσοπαλαιολιθικά αρχαιολογικά επίπεδα θέσεων όπως η Vindija (στρώματα Μ, L, K -χρονολογημένα ασαφώς στην περίοδο Riss) και η Krapina (επίπεδα 1-9, χρονολογημένα περίπου στα χρόνια πριν το παρόν με τη μέθοδο ESR) στην Κροατία, αναφέρονται 377

410 λιθοτεχνίες της πρώιμης Μέσης Παλαιολιθικής που χαρακτηρίζονται από τη χρήση των μεθόδων Levallois, την ύπαρξη επίμηκων αποκρουσμάτων και ρασπών (εικ. 8.7) (Simek 1991, Montet- White 1996, Simek & Smith 1997, Blaser κ.α 2002), η εικόνα αυτή φαίνεται να διαφοροποιείται σε άλλες θέσεις της ευρύτερης περιοχής και σε μια υστερότερη φάση της Εποχής αυτής. Εικόνα 8.7. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα K της θέσης Vindija στην Κροατία. (Πηγή: Montet White 1996). Οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες από τα στρώματα Β-Ε της θέση Mujina Pećina, στις δαλματικές ακτές της Κροατίας, χρονολογούμενες από τα έως τα χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδοι 14 C-ΑΜS και ESR), χαρακτηρίζονται ως μη Levallois, «Μικρομουστέριες», έχοντας ως κυριότερο εργαλειακό τύπο τις εγκοπές και τα οδοντωτά (Rink κ.α 2002, Karavanic κ.α 2008) (εικ. 8.8). «Μικρομουστέριες» χαρακτηρίζονται και οι λιθοτεχνίες από τις θέσεις Bioče (στρώματα I-II) (εικ. 8.9) και Crvena Stijena στο σημερινό Μαυροβούνιο, που φαίνεται να έχουν παραχθεί κυρίως με μεθόδους Levallois και για τις οποίες δεν υπάρχουν, προς το παρόν, διαθέσιμες απόλυτες χρονολογήσεις (Karavanic & Smith 1998, Đuričić 2006). 378

411 Εικόνα 8.8. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το επίπεδο Β της θέσης Mujina Pecina στην Κροατία (Πηγή: Karavanic κ.α 2008). Εικόνα 8.9. Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Bioče στο Μαυροβούνιο. (Πηγή: Duricic 2006). Αντίθετα, στο στρώμα G3 της Vindija του οποίου η μέση ηλικία έχει καθοριστεί περίπου στα χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (Smith κ.α 1985, Krings κ.α 2000, Wild κ.α 2006), η λιθοτεχνία δεν αναφέρεται ως «Μικρομουστέρια», χαρακτηρίζεται, ωστόσο, ως μη Levallois, με κυριότερους εργαλειακούς τύπους τις εγκοπές και τα οδοντωτά (εικ. 8.10) (Montet- White 1996). Παράλληλα, στα μεσοπαλαιολιθικά στρώματα της θέσης Bacho-Kiro στη Βουλγαρία (εικ. 7.35) με terminus ante quem στα χρόνια πριν από το παρόν (στρώμα 11, μέθοδος 14 C-AMS) οι λιθοτεχνίες αναφέρονται κυρίως ως Levallois (επισημαίνονται ωστόσο και πυρήνες δισκοειδείς), χωρίς πάντως να μαρτυρείται η παραγωγή επιμηκών αποκρουσμάτων. Τυπολογικά, οι μεοσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες από το Bacho-Kiro έχουν καταταχθεί σε μια Τυπική Μουστέρια υπο-ενότητα (Sitlivy & Zięba 2006) (εικ. 8.11) 379

412 Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από το στρώμα G3 της θέσης Vindija στην Κροατία. (Πηγή: Montet White 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Bacho Kiro (στρώματα 13 και 12/13) στη Βουλγαρία. (Πηγή: Sitlivy & Zięba 2006). Οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες της Ιταλίας Οι βαλκανικές μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες, τουλάχιστον τεχνολογικά, δεν φαίνεται να μοιράζονται αρκετά κοινά με την πιο γνωστή υπο-ενότητα της ιταλικής Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, την Ποντίνια +. Η Ποντίνια, που εντοπίζεται κυρίως σε προφυλαγμένες θέσεις (π.χ Grotta Guattari, Grotta di Sant Agostino, Grotta dei Moscerini, Grotta Breuil) στο γεωγραφικό χώρο του Latium στην κεντρική Ιταλία (εικ. 8.12), και έχει ως γενικά χρονολογικά όρια την περίοδο από τα μέχρι τα χρόνια πριν από τα παρόν (Kuhn 1995), χαρακτηρίζεται τυπολογικά από τον αυξημένο αριθμό ρασπών και τεχνολογικά από την πολύ μικρή συχνότητα χρήσης των μεθόδων Levallois (ο.π.). Το τελευταίο αυτό γνώρισμα της Ποντίνιας έχει αποδοθεί στο μικρό αρχικό μέγεθος των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται, οι οποίες θεωρείται ότι δεν επιτρέπουν την εφαρμογή του σχήματος απόκρουσης Levallois. Σε αντιδιαστολή, αναφέρονται 2 κύριες μέθοδοι απόκρουσης των πυρήνων, η «κεντροφερής» και η «παράλληλη» (πυρήνες που εμφανίζουν 1 ή 2 αντωπά επίπεδα επίκρουσης). Οι πυρήνες που μαρτυρούν την «παράλληλη» μέθοδο απόκρουσης συχνά αποκαλούνται «πρωτο-πρισματικοί», ωστόσο στις αρχικές φάσεις της λάξευσης, τα επίπεδα απόκρουσής τους, δεν μορφοποιούνται μέσω της δημιουργίας κορυφών (εικ. 8.13) (Stiner & Kuhn 1992, Kuhn 1995). 380

413 Εικόνα Προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Ιταλία που συζητούνται στο κείμενο. 1. Grotta del Cavallo 2. Bernardini Cave 3. Grotta della Cala 4.Castelcivita 5. Grotta dei Moscerini 6. Grotta di Sant Agostino 7.Grotta Breuil 8. Grotta del Fossellone 9. Grotta Guattari 10. Grotta Barbara 11. Grotta Paglici 12. Erbarella 13.Riparo Mochi 14.Maddona dell Arma 15. Riparo Tagliente 16.Fumane. Πέρα, ωστόσο, από την Ποντίνια, στον ιταλικό γεωγραφικό χώρο αναφέρονται και άλλες μεσοπαλαιολιθικές υπο-ενότητες λιθοτεχνιών, με διαφορετική χρονολογική ή γεωγραφική τοποθέτηση. Σε προφυλαγμένες θέσεις στη βόρεια Ιταλία, όπως το Riparo Tagliente (Fiore κ.α 2004), η Erbarella, η Maddona dell Arma (Mussi 2001), αναφέρονται μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες που διαφέρουν από αυτές της Ποντίνιας υπο-ενότητας, έχοντας διαφορετικά, τεχνολογικά κυρίως, χαρακτηριστικά (εικ. 8.14). 381

414 Εικόνα Τέχνεργα της Ποντίνιας από τη θέση Grotta Guatarri στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1996). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής από τη θέση Riparo Tagliente στην Ιταλία. (Πηγή:Palma di Cesnola 1996). Τα σύνολα αυτά, που τοποθετούνται γενικά στην περίοδο Wurm I, χαρακτηρίζονται από απόκρουση Levallois ή μη, και, όπως και στις Ποντίνιες λιθοτεχνίες, οι ράσπες αποτελούν τον κυριότερο εργαλειακό τύπο. Παράλληλα, στη βόρεια Ιταλία και σε μια ύστερη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, αναφέρεται το παράδειγμα μιας «δισκοειδούς» Μουστέριας λιθοτεχνίας σε ορισμένα στρώματα (Α10-Α8) του σπήλαιου Fumane, διαστρωματωμένη, ωστόσο, ανάμεσα σε λιθοτεχνίες Levallois (Peresani 1998, 2011). Η «δισκοειδής» αυτή λιθοτεχνία, η οποία θα μας απασχολήσει και παρακάτω, τυπολογικά χαρακτηρίζεται και πάλι από το μεγάλο ποσοστό ρασπών (εικ. 8.15). 382

415 Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τα στρώματα Α8 και Α9 της θέση Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 2011). Οι μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες της Τουρκίας Στα ανατολικά του ελλαδικού χώρου, στην Τουρκία, η Μέση Παλαιολιθική είναι πολύ λιγότερο μελετημένη (π.χ. Kuhn 2002β). Τα διαθέσιμα στοιχεία του υλικού πολιτισμού της Εποχής αυτής από 4 ανασκαμμένες, προφυλαγμένες θέσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμες χρονολογήσεις, αντανακλούν μια διχοτομημένη εικόνα (εικ. 8.16). Εικόνα Προφυλαγμένες θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Τουρκία που συζητούνται στο κείμενο. 1. Karain 2.Merdivenli 3.Tıkalı 4.Kanal 5.Ucagizli. 383

416 Ο υλικός πολιτισμός από το σπήλαιο Karain (στρώματα H & I), στις δυτικές μεσογειακές ακτές της Τουρκίας, τεχνολογικά θεωρείται ως μη Levallois, έχοντας ως χαρακτηριστικό τους δισκοειδείς πυρήνες. Τυπολογικά, οι ράσπες αποτελούν το κυριότερο είδος εργαλείου, έχοντας υποστεί σε εξαντλητικό βαθμό επαν-επεξεργασία (εικ. 8.17). Αντίθετα, στις θέσεις Kanal, Merdivenli και Tıkalı που εντοπίζονται κοντά στις νότιες μεσογειακές ακτές της Τουρκίας, η απόκρουση Levallois αποτελεί τον κυριότερο τρόπο παραγωγής επιθυμητών προϊόντων, ενώ οι ράσπες, ο συχνότερος τύπος εργαλείου, δεν φαίνεται να επαναχρησιμοποιούνται εντατικά (εικ. 8.18) (ο.π.). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τη θέση Karain στην Τουρκία. (Πηγή: Kuhn 2002). Εικόνα Τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τις θέσεις Kanal (1 2), Tıkalı (3 5) και Merdivenli (6 8) στην Τουρκία. (Πηγή: Kuhn 2002). Συζήτηση Σύμφωνα με την σύντομη εξέταση του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα κύρια τουλάχιστον τεχνολογικά και τυπολογικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο μέρος των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών της Ηπείρου και της Κέρκυρας, αφθονούν σε λιθοτεχνίες θέσεων αυτής της Εποχής σε περιοχές γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Έτσι, σύνολα που τεχνολογικά διακρίνονται από την 384

417 εκτεταμένη χρήση των μεθόδων Levallois και σε μικρότερη συχνότητα από δισκοειδή σχήματα απόκρουσης και παραγωγής λεπίδων, περιέχουν ένα υπολογίσιμο ποσοστό επιμηκών αποκρουσμάτων και έχουν ως κύριο εργαλειακό τύπο τις ράσπες, απαντώνται τόσο στο υπόλοιπο του ελλαδικού χώρου (π.χ. Θεόπετρα και Λακωνίς Ι και σε μέρος των υπαίθριων θέσεων), όσο και στα Βαλκάνια (π.χ. Krapina, κατώτερα στρώματα της θέσης Vindija), την Ιταλία (εξαιρώντας την Ποντίνια) και την Τουρκία (θέσεις Kanal, Merdivenli και Tıkalı). Παρότι τα «παράλληλα» αυτά, και για όσες περιπτώσεις υπάρχουν αξιόπιστες απόλυτες ηλικίες, φαίνεται να χρονολογούνται σε μια πρώιμη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής, τέτοιου είδους λιθοτεχνίες σε ορισμένες θέσεις (π.χ. Λακωνίς Ι) ανιχνεύονται και σε ύστερες φάσεις αυτής της Εποχής. Τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα για το διαφαινόμενο δεύτερο μεσοπαλαιολιθικό «συστατικό» του υλικού πολιτισμού της βορειοδυτικής Ελλάδας, αυτό που θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται κυρίως από μεθόδους απόκρουσης μη Levallois (π.χ. Papacostantinou & Vasilopoulou 1997), από την απουσία υψηλού ποσοστού επιμηκών αποκρουσμάτων, μαρτυρώντας ταυτόχρονα μια «προτίμηση» (αν θεωρηθεί τέτοια) για την παραγωγή μικρότερου μεγέθους τεχνέργων. Λιθοτεχνίες που σε ένα γενικό επίπεδο χαρακτηρίζονται από μικρά τέχνεργα 121 εντοπίζονται και πάλι γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα με ευρεία γεωγραφική εξάπλωση: στα Καλαμάκια και στο σπήλαιο 1 της Κλεισούρας, στην Ποντίνια της Ιταλίας, στις θεωρούμενες ως «Μικρομουστέριες» λιθοτεχνίες των θέσεων Bioče, Crvena Stijena και Mujina Pećina στα Βαλκάνια. Παρότι αυτού του είδους οι λιθοτεχνίες στις ασφαλώς χρονολογημένες θέσεις απαντούν κυρίως σε μια ύστερη ή τελική φάση της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (π.χ. Mujina Pećina) σε αυτόν τον κανόνα υπάρχουν και σημαντικές εξαιρέσεις (π.χ. Ποντίνια). Αυτό που διαχωρίζει τα σύνολα αυτά είναι τα επιμέρους βασικά τεχνολογικά, αλλά και τυπολογικά χαρακτηριστικά τους: για παράδειγμα αρκετές λιθοτεχνίες με μικρά σε μέγεθος τέχνεργα χαρακτηρίζονται ως Levallois, άλλες ως μη Levallois, άλλες έχουν ως κύριο εργαλειακό τύπο τις ράσπες και άλλες τις εγκοπές και τα οδοντωτά. Επιπλέον, για μερικά από αυτά τα σύνολα (π.χ. Καλαμάκια-Darlas 2007, λιθοτεχνίες της Ποντίνιας- Kuhn 1995, Mujina Pecina- Rink κ.α 2002, Karavanic κ.α 2008) θεωρείται ότι για το μικρό μέγεθος των τεχνέργων ευθύνεται ο παράγοντας των πρώτων υλών, ενώ για άλλες δεν εκφράζονται τέτοιου είδους απόψεις. Επιπλέον λιθοτεχνίες μη Levallois, χωρίς όμως να χαρακτηρίζονται ως «Μικρομουστέριες» απαντούν επίσης στις περιοχές γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα (π.χ. στρώμα G3 της θέσης Vindija, στρώματα H & I της θέσης Karain, λιθοτεχνίες θέσεων της Ιταλίας), παρουσιάζοντας μια ευρεία χρονολογική κατανομή. 121 Σε σχέση με το θέμα αυτό πάντως, ήδη από τη δεκαετία του 1980 ο Β. Παπακωσταντίνου (1988) αναρωτιέται ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης ή το «όριο» του «μικρού» και του «μεγάλου», προκειμένου τα τέχνεργα μιας λιθοτεχνίας να θεωρηθούν ως περιορισμένων μετρικών χαρακτηριστικών. 385

418 Όπως έχουμε σημειώσει και αλλού (Ligkovanlis 2013) αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι παρά τη μεγάλη τεχνολογική ποικιλομορφία που παρατηρείται στον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, προς το παρόν, στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει, όπως και πριν από 25 χρόνια περίπου, κάποιο ακριβές «παράλληλο» της μεθόδου απόκρουσης «Ασπροχάλικο», έτσι όπως συναντάται στη βορειοδυτική Ελλάδα. Το μοναδικό μέχρι σήμερα δημοσιευμένο, εν μέρει μόνο, «τεχνολογικό παράλληλο» τόσο της «Ανώτερης Μουστέριας» του Ασπροχάλικου (πιθανόν και της «Κατώτερης») όσο και του συνόλου από το Ελευθεροχωρί 7, συνίσταται στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες των στρωματογραφικών ενοτήτων A10 IV-II, A9 και A8 του σπηλαίου Fumane στη βόρεια Ιταλία (εικ. 8.8), οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ και χρόνων πριν από το παρόν (μέθοδοι U/Th-ESR και συμβατική 14 C) (Peresani κ.α 2008) (εικ. 8.19). Στις ενότητες λίθινων τεχνέργων των στρωματογραφικών αυτών ενοτήτων, η ανασύνθεση των διαδικασιών λάξευσης έχει καταδείξει την χρήση 2 κύριων μεθόδων για την παραγωγή των επιθυμητών προϊόντων, οι οποίες εγγράφονται σε ένα δισκοειδές σχήμα απόκρουσης (Peresani 1998, 2003). Εικόνα Απόλυτες χρονολογήσεις και τεχνολογία των λίθινων τεχνέργων στη στρωματογραφική ακολουθία Α της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani κ.α 2008 τροποποιημένη). Η πρώτη και ποσοτικώς κυριότερη μέθοδος απόκρουσης, μαρτυρείται από «κλασικούς», κωνικής ή αμφικωνικής μορφολογίας, δισκοειδείς πυρήνες. Η δεύτερη και ποσοτικώς δευτερεύουσα δισκοειδής μέθοδος απόκρουσης στο σπήλαιο Fumane έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της πυρήνες διαμορφωμένους σε υπόβαθρά φολίδων, οι οποίες συνήθως είναι πρώτες και προέρχονται από τις 386

419 πρώτες φάσεις λάξευσης των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων (εικ. 8.15, 8.20). Και οι 2 αυτές κατηγορίες πυρήνων, οι «κλασικοί» δισκοειδείς και οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων, παράγουν παρόμοια επιθυμητά προϊόντα, κυρίως αιχμές pseudolevallois. Εικόνα Φολίδες Kombewa (1 7) και πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων από το στρώμα Α9 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 1998). Θα πρέπει να σημειωθεί πως στο σπήλαιο Fumane μεταξύ των στρωματογραφικών ενοτήτων A10 IV-II, A9 και A8 παρεμβάλλονται αρχαιολογικά επίπεδα (A11, A10V, A10 και A5-6), των οποίων οι λιθοτεχνίες χαρακτηρίζονται από την έντονη χρήση μεθόδων απόκρουσης Levallois. Τα σύνολα αυτά είναι κατασκευασμένα μάλιστα στις ίδιες πρώτες ύλες με αυτές των «δισκοειδών» λιθοτεχνιών της θέσης (Peresani κ.α 2008, Peresani 2012) (εικ. 8.19). Συγκριτικά με το Ασπροχάλικο, αλλά και το Ελευθεροχώρι 7, η μέθοδος απόκρουσης σε υπόβαθρα φολίδων στο σπήλαιο Fumane παρουσιάζει αρκετά κοινά, αλλά και μερικές διαφορές. Οι πίσω όψεις των φολίδων χρησιμοποιούνται και στην περίπτωση των ιταλικών λιθοτεχνιών ως επίπεδο απόκρουσης, η κατεύθυνση απόκρουσης είναι συνήθως ημι-κεντροφερής, στις πρώτες φάσεις της λάξευσης των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων παράγονται και πάλι αποκρούσματα τύπου 387

420 Κombewa, και στο τελευταίο στάδιό της, συνήθως φολίδες που έχουν όλες τις «ιδιότητες» των αιχμών pseudolevallois. Στο σπήλαιο Fumane η αρχική προετοιμασία των επιπέδων επίκρουσης των πυρήνων-φολίδων είναι προαιρετική, με τους λιθοξόους συχνά να εκμεταλλεύονται τις φυσικές γωνίες στις πλευρές των υποβάθρων προς εκμετάλλευση. Η κλίση της απόκρουσης των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων στη θέση Fumane είναι σχεδόν πάντα κυρτή, σε αντίθεση με το Ελευθεροχώρι 7 και το Ασπροχάλικο όπου συνήθως είναι παράλληλη ή υποπαράλληλη. Οι πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων στο σπήλαιο Fumane έχουν κατά μέσο όρο μικρότερο μέγεθος απ ό,τι οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες στην ίδια θέση, με την αντίστροφη εικόνα να παρατηρείται στο Ελευθεροχώρι 7 τουλάχιστον. ΘΕΣΗ ΜΕΣΟ ΜΗΚΟΣ (χιλ.) ΤΕΧΝΕΡΓΩΝ ΑΝΑ ΕΙ ΟΣ «Κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες Πυρήνες σε υπόβαθρα φολίδων Αιχμές pseudolevallois Ελευθεροχώρι 7 32,4 36,8 28,6 Ασπροχάλικο (Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία) Fumane (στρώμα A8)? 36, ,7 27 Πίνακας 8.2. Μέσο μήκος των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων και των αιχμών pseudolevallois στη μεσοπαλαιολιθική λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7, στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία του Ασπροχάλικου και στη λιθοτεχνία από το στρώμα A8 της θέσης Fumane. Τα στοιχεία από τη θέση Fumane προέρχονται από το Peresani 1998, σελ. 132 & 136. Τα στοιχεία για την «Ανώτερη Μουστέρια» του Ασπροχάλικου προέρχονται από το Papacostantinou 1988, II πιν & σελ , πιν και η επεξεργασία τους έγινε από τον Στέφανο Λιγκοβανλή. Οι μέσες διαστάσεις των αιχμών pseudolevallois στην ιταλική θέση είναι παρόμοιες με αυτές των αιχμών pseudolevallois από το Ελευθεροχώρι 7 (πιν. 8.2). Οι φτέρνες των αιχμών pseudolevallois στη θέση Fumane, όντας στην πλειονότητα των περιπτώσεων μη προετοιμασμένες, ομοιάζουν περισσότερο με αυτές των αντίστοιχων αντικειμένων της «Ανώτερης Μουστέριας», παρά με αυτές των αιχμών pseudolevallois από το Ελευθεροχώρι 7. Παρά τα παραπάνω, φαίνεται πως ορισμένα επιμέρους, ποσοτικά και ποιοτικά τεχνολογικά χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας από το Ελευθεροχώρι 7, ομοιάζουν περισσότερο με τα αντίστοιχα των συνόλων από τις υπο-ενοτήτες A10 IV-II, A9 και A8 του σπηλαίου Fumane, παρά με την 388

421 «Ανώτερη Μουστέρια» από το Ασπροχάλικο, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δημοσιευμένα για αυτή στοιχεία (Papacostantinou 1988, Papacostantinou & Vasilopoulou 1997). Στο Ελευθεροχώρι 7 και το σπήλαιο Fumane, οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες είναι περισσότεροι από αυτούς σε υπόβαθρα φολίδων, ενώ οι φολίδες που αποτελούν τα υπόβαθρα των πυρήνων προκύπτουν κατά τη διάρκεια λάξευσης (συνήθως τις πρώτες φάσεις της) των «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων (εικ. 8.21). Αντίθετα, όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο 6, στην «Ανώτερη Μουστέρια» λιθοτεχνία από το Ασπροχάλικο η απόκρουση των πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων είναι ποσοτικώς πρωτεύουσα και οι «κλασικοί» δισκοειδείς πυρήνες είναι λίγοι (ωστόσο την αντίστροφη εικόνα παρουσιάζουν τα στοιχεία που προέρχονται από τη δική μας σύντομη αξιολόγηση της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας της βραχοσκεπής). Τυπολογικά, οι «δισκοειδείς» λιθοτεχνίες από το σπήλαιο Fumane χαρακτηρίζονται, όπως και στο Ελευθεροχώρι 7 και το Ασπροχάλικο, κυρίως από την παρουσία ρασπών. Ωστόσο, οι αιχμές pseudolevallois με επεξεργασία στην ιταλική θέση είναι αναλογικά πολύ λιγότερες απ ό,τι στο Ελευθεροχώρι 7 και το Ασπροχάλικο. Εικόνα Τα βασικά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας στο στρώμα Α9 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή: Peresani 1998). Αξίζει να σημειωθεί πως η μέθοδος απόκρουσης που χρησιμοποιεί ως υπόβαθρά πυρήνων φολίδες, για την παραγωγή αιχμών pseudolevallois στη θέση Fumane αποτελεί μεμονωμένη και για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή της Ιταλίας περίπτωση, με αναφορές πάντως διάγνωσης παρόμοιων, έως ένα 389

422 βαθμό τεχνολογικών χαρακτηριστικών, στη λιθοτεχνία της υπαίθριας θέσης Poggio alle Velpi στις ακτές της Λιγουρίας (Peresani 2003). 122 Συμπερασματικά λοιπόν, και λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία για τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, θεωρούμε ότι η τεχνολογική και τυπολογική ποικιλομορφία κατά την Εποχή αυτή στη βορειοδυτική Ελλάδα, είναι φαινόμενο που θα πρέπει να ενταχθεί στη γενικότερη πολυσύνθετη εικόνα του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού, όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας, αλλά και στο σύνολο του ευρασιατικού χώρου. Με την ιδέα λοιπόν ότι η ποικιλομορφία του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού στη βορειοδυτική Ελλάδα συνιστά στην ουσία ένα αντικατοπτρισμό του ό,τι συμβαίνει κατά την ίδια Εποχή στις γύρω από αυτή περιοχές, θεωρούμε ότι όποια επιμέρους παράμετρος και αν χρησιμοποιηθεί, πολιτισμική, χρονολογική ή λειτουργική δεν μπορεί να ερμηνεύσει πειστικά και μονοδιάστατα το ζήτημα αυτό. Έτσι για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε πως ο παράγοντας των πρώτων υλών και η διαχείρισή τους θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες ιδιαίτερες τεχνολογικές επιλογές των ανθρώπων του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα, τα στοιχεία αυτά αντικρούονται αν ιδωθούν υπό το πρίσμα μιας ευρύτερης θεώρησης. Παρότι λοιπόν οι ιδιαίτερες τεχνολογικές επιλογές στο Ασπροχάλικο και το Ελευθεροχώρι 7, θα μπορούσαν να αποδοθούν στον παράγοντα των πρώτων υλών, τα στοιχεία από το σπήλαιο Fumane στην Ιταλία δεν επιβεβαιώνουν ένα τέτοιο συλλογισμό (οι «δισκοειδείς» λιθοτεχνίες στην ιταλική θέση είναι κατασκευασμένες στις ίδιες πρώτες ύλες με τις λιθοτεχνίες Levallois υπερκείμενων ή υποκείμενων αρχαιολογικών στρωμάτων). Ως προς τη διαχείριση των πρώτων υλών βλέπουμε ότι η «δισκοειδής» λιθοτεχνία από το Ελευθεροχώρι 7 έχει χαμηλό δείκτη επανάχρησης των εργαλείων, ενώ για παράδειγμα στη «δισκοειδή» λιθοτεχνία από τη θέση Karain στην Τουρκία τα εργαλεία «ανακυκλώνονται» εντατικά. Ομοίως, όπως σημειώθηκε, μια χρονολογική ερμηνεία της διαφοροποίησης, παρότι εν μέρει θα μπορούσε να υιοθετηθεί και πάλι αντιμετωπίζει δυσκολίες ώστε να δικαιολογήσει το φαινόμενο της ποικιλομορφίας. Στις περιοχές γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα «σύγχρονες» λιθοτεχνίες έχουν διαφορετικά τεχνολογικά 122 Πέρα από το στενό γεωγραφικό πλαίσιο των περιοχών που «περιβάλλουν» την βορειοδυτική Ελλάδα, μεμονωμένες περιπτώσεις λάξευσης πυρήνων σε υπόβαθρα φολίδων με επιθυμητά προϊόντα αιχμές pseudolevallois, έχουν διαγνωστεί τα τελευταία χρόνια και στον δυτικοευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο. Τέτοιου είδους παραδείγματα περιγράφονται στις υπαίθριες θέσεις Beauvais και Champs de Bossuet και στο σπήλαιο Combe Grenal (στρώμα 14) στη Γαλλία, με χρονολογήσεις που τοποθετούνται στο τέλος του σταδίου OIS 4, στο στάδιο OIS 3 και στο OIS 5 αντίστοιχα (Locht κ.α 1994, Bourguignon & Turq 2003). Και στις λιθοτεχνίες αυτές οι φολίδες που χρησιμοποιούνται ως παραγωγικά υπόβαθρα προέρχονται από τις πρώτες φάσεις απόκρουσης «κλασικών» δισκοειδών πυρήνων, με τους οποίους συνυπάρχουν μέσα στα ίδια σύνολα. Η εργαλειοτεχνία πάντως των συνόλων αυτών τοποθετείται σε μια Μουστέρια υπο-ενότητα με οδοντωτά +, σε αντίθεση, όπως είδαμε, με τα μεσογειακά «παράλληλά» τους από το σπήλαιο Fumane, το Ασπροχάλικο και το Ελευθεροχώρι

423 πολλές φορές και τυπολογικά χαρακτηριστικά, αποτρέποντάς μας από το να ομαδοποιήσουμε χρονολογικά, σύνολα με παρόμοια γνωρίσματα (π.χ. λιθοτεχνίες που περιέχουν επιμήκη αποκρούσματα, λιθοτεχνίες Levallois ή μη, λιθοτεχνίες με κύριο εργαλειακό τύπο τις ράσπες και άλλες με εγκοπές και οδοντωτά). Στο πλαίσιο αυτό μονοπαραγοντικές παράμετροι ερμηνείας της ποικιλομορφίας της τεχνολογικής συμπεριφοράς των Homo neanderthalensis στη βορειοδυτική Ελλάδα παραμένουν, λόγω της «ελαστικότητάς» τους, από τη μια οι «λειτουργικές» και από την άλλη οι πολιτισμικές θεωρήσεις. Ειδικά πάντως μια στενή πολιτισμική ερμηνεία των τεχνολογικών ιδιαιτεροτήτων των μεσοπαλαιολιθικών λιθοτεχνιών από το Ασπροχάλικο και το Ελευθεροχώρι 7 θα υπεδείκνυε πως οι ανθρώπινες ομάδες που τις κατασκεύασαν είχαν κάποια «εκλεκτική» συγγένεια με τους κατασκευαστές των λιθοτεχνιών των στρωμάτων των «δισκοειδών» λιθοτεχνιών του σπηλαίου Fumane. Ο κρίκος σύνδεσης των «ελληνικών» και της «ιταλικής» θέσης θα πρέπει να αναζητηθεί στα δυτικά Βαλκάνια, όπου αρκετές λιθοτεχνίες αντιμετωπιζόμενες με παλιότερες μεθοδολογίες δεν μπορούν προς το παρόν να διαφωτίσουν τους λόγους αυτής της «τεχνολογικής συνδεσιμότητας» (για το θέμα αυτό βλ. και Ligkovanlis 2013). Ωστόσο, τόσο οι πολιτισμικές όσο και οι «λειτουργικές» ερμηνείες του φαινομένου της ποικιλομορφίας, προκειμένου να μπορούν να εγκαθιδρυθούν χρειάζονται ιδιαίτερα στοχευμένη επεξεργασία, πρώτα σε μικρή και στη συνέχεια σε μια πιο ευρεία γεωγραφική κλίμακα. Η πρακτική αυτή, προκειμένου να είναι αξιόπιστη προϋποθέτει ταυτόχρονα και την ύπαρξη πλούτου δεδομένων (αξιόπιστες χρονολογήσεις, μελέτη οργανικών καταλοίπων και ιχνών χρήσης των εργαλείων, ανασύνθεση των παλαιοπεριβαλλοντικών συνθηκών). Σε μια πιο βραχυπρόθεσμη θεώρηση πάντως, κατά τη γνώμη μας, προκειμένου να προχωρήσει η συζήτηση για το φαινόμενο της τεχνολογικής και τυπολογικής ποικιλομορφίας κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα, 4 είναι οι κύριες κατευθύνσεις που θα πρέπει να ακολουθήσει η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα: μια λεπτομερής επαναξιολόγηση της «Κατώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας του Ασπροχάλικου, αλλά και ένα πρόγραμμα χρονολογήσεων των στρωμάτων της «Ανώτερης Μουστέριας» λιθοτεχνίας. Η ανασκαφική διερεύνηση μιας μεσοπαλαιολιθικής στρωματογραφικής ακολουθίας στα παράλια της Ηπείρου θα μπορούσε να καταδείξει εάν η ακολουθία που διαπιστώνεται στο Ασπροχάλικο αποτελεί τον κανόνα ή την εξαίρεση για τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή της περιοχής. Τέλος, μια εμπεριστατωμένη μελέτη της διαθεσιμότητας, της μορφής και του μεγέθους των πρώτων 391

424 υλών στη βορειοδυτική Ελλάδα 123 θα απέκλειε ή θα επιβεβαίωνε τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις σχετικά με το ρόλο αυτού του παράγοντα στο φαινόμενο της ποικιλομορφίας του υλικού πολιτισμού Δραστηριότητα και συμπεριφορά των ανθρώπων του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα Παρά τους περιορισμούς που δυσχεραίνουν την ερμηνεία της πολυσύνθετης εικόνας του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής στη βορειοδυτική Ελλάδα με συνεπακόλουθο την αδυναμία διείσδυσης στις λεπτομέρειες που καθορίζουν την τεχνολογική συμπεριφορά των ανθρωπίδων, τί μπορούν να μαρτυρήσουν τα υπάρχοντα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί έδρασαν κατά την Εποχή αυτή στην περιοχή; Προς το παρόν τα ασφαλή δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας τοποθετούν τη δραστηριότητα των Ηomo neanderthalensis στη βορειοδυτική Ελλάδα μεταξύ και χρόνων πριν το παρόν. Το ευρύ αυτό χρονολογικό φάσμα προτείνουμε και για τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής των θέσεων της μελέτης μας. Κατά τη διάρκειά του, οι ανθρωπίδες αυτού του είδους φαίνεται ότι ανέπτυξαν μια πολυποίκιλη δραστηριότητα καταφέρνοντας επιτυχώς να επιβιώσουν. Στην προσπάθεια αυτή αρωγός ήταν το περιβάλλον της περιοχής με τα πλούσια αποθέματα σε ζωικούς, φυτικούς και υδάτινους πόρους, αλλά και λίθινες πρώτες ύλες καλής ποιότητας για την κατασκευή του εργαλειακού εξοπλισμού. Τα στοιχεία αυτά θα καθιστούσαν κατά τη γνώμη μας τη βορειοδυτική Ελλάδα ένα είδος «Παλαιολιθικής Εδέμ». Μάλιστα, οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες για τους ανθρώπους του Νεάντερταλ στην περιοχή δεν φαίνεται να διαταράχτηκαν σοβαρά μέσα στην περίοδο των χρόνων, ασφαλώς γνωστής, σήμερα σε εμάς, δραστηριότητάς τους. Παρότι το χρονικό αυτό διάνυσμα συμπεριλαμβάνει ορισμένες περιόδους ψυχρών κλιματολογικών συνθηκών (εικ. 8.22, βλ. και παράρτημα), όπως το στάδιο ΟΙS 5b και τις κατεξοχήν παγετώδεις συνθήκες που ξεκινούν κατά το στάδιο OIS 4 ( χρόνια πριν από το παρόν, περιλαμβάνεται το ψυχρό και ξηρό επεισόδιο Heinrich 6), στη νότια Ευρώπη ο αντίκτυπός τους ήταν μικρός. Ειδικά στην περιοχή της βορειοδυτικής Ελλάδας φαίνεται πως, ακόμα και στις πλέον ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, προϋπάρχοντες πληθυσμοί δασών κατάφεραν να επιβιώσουν (Tzedakis 1993, 2004, Van Andel & Tzedakis 1996, Tzedakis κ.α 2002, Petit κ.α 2005), δημιουργώντας έτσι ένα είδος «καταφυγίου» τόσο για την πανίδα όσο και για τους θηρευτές της, τους ανθρωπίδες. Επιπλέον, οι κύριοι χώροι δραστηριοποίησης των Ηomo neanderthalensis στη βορειοδυτική Ελλάδα, οι προϊστορικοί υγρότοποι, αναμένεται να έμειναν ανεπηρέαστοι από τις κλιματολογικές ταλαντώσεις (Runnels & Van Andel 2003), ενώ και οι 123 Αυτό θα το κάνει στη διδακτορική διατριβή της η Έλλη Καρκαδή. 392

425 διαθέσιμες γεωγραφικές ζώνες δραστηριότητας των ανθρωπίδων, λόγω των μικρών διακυμάνσεων στη θαλάσσια στάθμη (εικ. 1.19), αν και δεν παραμένουν απολύτως σταθερές, δεν φαίνεται να μεταβάλλονται δραματικά. Εικόνα Κλιματικές συνθήκες κατά τα τελευταία χρόνια. (Πηγή: van Andel & Tzedakis 1996). Η μελέτη μας ενισχύει την άποψη εκείνων που θεωρούν ότι οι άνθρωποι του Νεάντερταλ τουλάχιστον στη βορειοδυτική Ελλάδα δεν ήταν ευκαιριακοί κυνηγοί στο τοπίο, αλλά ήταν σε θέση να προγραμματίσουν τις κινήσεις τους μέσα στις ζώνες δραστηριότητας τους, είτε ακολουθώντας εποχικά είτε γνωρίζοντας που να περιμένουν τα διαθέσιμα θηράματα. Όπως έχει σημειωθεί στο παρελθόν (π.χ. Runnels & Van Andel 2003) η επαναλαμβανόμενη χρήση των υγρότοπων της περιοχής, αλλά και, όπως καταδεικνύει η μελέτη μας, η επιλογή «στρατηγικών» σημείων δραστηριότητας ή κατοίκησης (π.χ. φυσικές διαβάσεις της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7) είναι στοιχεία που ενισχύουν μια τέτοια ερμηνεία. Η ακριβής λειτουργία και διάρθρωση, πάντως, του δικτύου κατοίκησης μέσα στο χρόνο, αλλά και οι τρόποι μετακίνησης των ανθρώπων του Νεάντερταλ μεταξύ των σταθερών σημείων αναφοράς τους στη βορειοδυτική Ελλάδα, θεωρούμε πως είναι κάτι που ακόμα, δεν μπορεί να προσεγγιστεί με ακρίβεια. Όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο 7, η επαναδιερεύνηση παλιότερων θέσεων στην περιοχή, αλλά και νέες έρευνες, φέρνουν συνεχώς καινούρια στοιχεία για νέα σημεία δραστηριότητας αυτού του είδους ανθρωπίδων στο 393

426 τοπίο, αναιρώντας παλιότερες προτάσεις τόσο για το ρόλο κάθε μεμονωμένης θέσης μέσα στο υπάρχον δίκτυο κατοίκησης, όσο και για την ιδιαίτερη χρονολογική και γεωγραφική κατανομή του «οικιστικού πλέγματος» της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής. Επιβεβαιώνοντας την τελευταία αυτή παρατήρηση η έρευνά μας επεκτείνει τις ζώνες εντατικής δραστηριοποίησης των ανθρώπων του Νεάντερταλ στη βορειοδυτική Ελλάδα. Η έντονη παρουσία τους (πιθανόν και η προσαρμογή τους) στο «ορεινό» περιβάλλον του Ελευθεροχωρίου 7, καταδεικνύει πως η εντατική εκμετάλλευση παλαιοπεριβαλλόντων δεν είναι θέμα απόλυτου υψομέτρου ή απλής «γεωγραφίας» των σημείων που επιλέγονται για δραστηριότητα, αλλά ζήτημα οικονομικού σχεδιασμού που σχετίζεται με την ύπαρξη ή μη, φυσικών ωφέλιμων πόρων και με τη «στρατηγική» σημασία των ενδιαιτημάτων. Ειδικά η γεωγραφική τοποθέτηση του Ελευθεροχωρίου 7 στα όρια της ευνοϊκής προς κατοίκηση ζώνης της Ηπείρου, ανοίγει ένα «παράθυρο» για μια πιθανή δραστηριοποίηση των Ηomo neanderthalensis σε μια γεωγραφική ζώνη, την σύμφωνα με τον G. Bailey (1992) άγονη, για την οποία στο παρελθόν δεν υπήρχαν, έστω, ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας κατά το σύνολο του Ανώτερου Πλειστόκαινου. Η βορειοδυτική Ελλάδα μπορεί να ενταχθεί πλέον στην ομάδα εκείνη περιοχών που καταδεικνύουν την δραστηριοποίηση των ανθρώπων του Νεάντερταλ, σε εκτός των άλλων, ορεινά παλαιοπεριβάλλοντα. Οι περιοχές αυτές ειδικά τα τελευταία χρόνια αυξάνονται συνεχώς: στον ελλαδικό χώρο τόσο στην ορεινή Θεσσαλία (π.χ. Apostolikas & Κyparissi 2008), όσο και στην ορεινή περιοχή της δυτικής Μακεδονίας (Efstratiou κ.α 2006, 2011), στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο, σε υψόμετρα άνω των 700 μ. στις Άλπεις και τα Απέννινα στη γειτονική Ιταλία (π.χ. θέση Caverna Generosa σε υψόμετρο μ., Milliken 1999, Peresani 2009) και στους ορεινούς όγκους του Καυκάσου της πιο «μακρινής» Αρμενίας (σπήλαιο Hovk I, Pinhasi κ.α 2011). Στο εγγύς μέλλον, με την εντατικοποίηση των ερευνών, η εύρεση μεοσοπαλαιολιθικών θέσεων σε ορεινές περιοχές θα συνιστά ένα συνηθισμένο γεγονός, καταδεικνύοντας πως οι Ηomo neanderthalensis ήταν σε θέση να «πάνε παντού» εφόσον κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της επιβίωσής τους. 8.2 Η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι στη βορειοδυτική Ελλάδα Όπως σημειώθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο ο υλικός πολιτισμός της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής στις 3 θέσεις της μελέτης έρχεται να καλύψει ένα κενό στη βορειοδυτική Ελλάδα. O G. Bailey το 1997 (673) αναρωτιέται, αν όντως στην Ήπειρο υπήρξε μια Πρώιμη Ανώτερη 394

427 Παλαιολιθική πολιτισμική φάση ή αν αντίθετα οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι καταφθάνουν αρκετά αργότερα στην περιοχή. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως παρότι παλιότερα δεν υπήρχαν αναφορές σε πρώιμα ανώτερα παλαιολιθικά κατάλοιπα σε άλλες υπαίθριες θέσεις της βορειοδυτικής Ελλάδας που συνδέονται με αποθέσεις terra rossa, πρόσφατα η Δ. Παπαγιάννη (2009) αναφέρει πως το υλικό που μελέτησε για τη διδακτορική της διατριβή (Papagianni 2000) περιείχε τέχνεργα που με τυπολογικούς όρους θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, χωρίς, ωστόσο, να δίνονται περισσότερες πληροφορίες. Το αν λοιπόν μια πρώιμη ανώτερη παλαιολιθική φάση κατοίκησης δεν συναντάται μόνο στις θέσεις της μελέτης μας, αλλά και σε άλλους υπαίθριους χώρους χρήσης της βορειοδυτικής Ελλάδας, αποτελεί αντικείμενο μιας πιο επισταμένης μελλοντικής έρευνας, η οποία θα πρέπει να επαναξιολογήσει τα ευρήματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις υπαίθριες θέσεις. Τα αποτελέσματά της θα καταδείξουν, αν μετά το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής ορισμένοι μόνο από τους χώρους που κατοικούνταν ή τύγχαναν εκμετάλλευσης συνεχίζουν να αποτελούν πόλο έλξης για τις «νεοφερμένες» ομάδες κυνηγών τροφοσυλλεκτών Homo sapiens ή αν, αντίθετα, η ανθρώπινη δραστηριότητα περιορίζεται σε ορισμένα επιλεγμένα σημεία. Στην περίπτωση πάντως των 3 θέσεων τη μελέτης μας οι «οικιστικές» επιλογές των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων, τουλάχιστον κατά τις πρώτες φάσεις παρουσίας τους στη βορειοδυτική Ελλάδα, δεν φαίνεται να διαφέρουν από αυτές των ανθρώπων του Νεάντερταλ. Και πάλι ο έλεγχος φυσικών διαβάσεων αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες των ομάδων σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση άλλων χαρακτηριστικών, όπως υδάτινοι, ζωικοί και φυτικοί πόροι και εγγύτητα σε πηγές καλής ποιότητας πρώτων υλών, που προσφέρουν οι προϊστορικοί τουλάχιστον υγρότοποι του Μεγάλου Καρβουναρίου, της Μολόνδρας και του Ελευθεροχωρίου 7. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζεται πως οι λιθοτεχνίες της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής στις θέσεις της μελέτης μας, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά ένα δείγμα του υλικού πολιτισμού αυτής της πολιτισμικής φάσης που, απουσία ανάλογων στρωματογραφημένων και ασφαλώς χρονολογημένων ακολουθιών από τη βορειοδυτική Ελλάδα, δεν μπορεί να συγκριθεί και να προσφέρει πιο διεξοδικές πληροφορίες για το είδος και την ηλικία του. Προκειμένου κάτι τέτοιο να προσεγγιστεί στο μέτρο του δυνατού πιο λεπτομερειακά, θα πρέπει και πάλι να ανατρέξουμε και να υποβοηθηθούμε από περιοχές γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα, από τις μαρτυρίες για τον υλικό πολιτισμό της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη. 395

428 8.2.1 Η Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη Το ερώτημα των μεταβατικών λιθοτεχνιών Παρότι οι λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στο Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7 θεωρήθηκε ότι αντικατοπτρίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα πιθανόν κατά τη διάρκεια της Ωρινιάκιας, δεν μπορεί να αγνοηθεί το ερώτημα εάν στον υλικό πολιτισμό που μελετήθηκε υπάρχουν και τέχνεργα κάποιας πρωιμότερης της Ωρινιάκιας πολιτισμικής φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής, χρονικό διάνυσμα που συχνά αναφέρεται και ως «μετάβαση» από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή. Αν και στη βορειοδυτική Ελλάδα δεν υπάρχουν σε καμία περίπτωση ασφαλή στοιχεία που να αφορούν στην περίοδο της «μετάβασης», στις όμορες προς αυτήν περιοχές, είναι γνωστές τουλάχιστον 3 διαφορετικές, με κριτήριο κυρίως την τυπολογία των εργαλείων, ενότητες λιθοτεχνιών που χαρακτηρίζουν στο επίπεδο του υλικού πολιτισμού την πριν από την Ωρινιάκια φάση της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Στην Ιταλία η πρωιμότερη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι γνωστή με το όνομα Ουλλούζια +. Η υπο-ενότητα αυτή που δεν εντοπίζεται στην κεντρική Ιταλία, έχει ως κυριότερους χαρακτηριστικούς εργαλειακούς τύπους τα «τοξοειδή» εργαλεία με ράχη και τους σφηνίσκους, ενώ ως προς τα γενικότερα τυπολογικά τους χαρακτηριστικά οι Ουλούζιες λιθοτεχνίες θεωρείται ότι περιέχουν μορφές εργαλείων τόσο της Μέσης (ράσπες, οδοντωτά) όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (ξέστρα), με τις γλυφίδες ωστόσο να σπανίζουν (Palma di Cesnola 1993, Kuhn & Bietti 2000). Τεχνολογικά, η Ουλούζια χαρακτηρίζεται από την μονοπολική η αμφιπολική απόκρουση πυρήνων που παράγουν κυρίως φολίδες, και σε μικρότερο ποσοστό λεπίδες, οι οποίοι δεν ανήκουν σε ένα σχήμα απόκρουσης Levallois (Salvatore 2009) και θα μπορούσαν σύμφωνα με τα κριτήρια της έρευνά μας να θεωρηθεί ότι ανήκουν σε ένα σχήμα παραγωγής λεπίδων. Παράλληλα, αναφέρεται πως κάποια αποκρούσματα ενδεχομένως να παράγονται και από σφηνίσκους (ο.π.). Με τυπολογικά κυρίως κριτήρια, έχει προταθεί η τριμερής διαίρεση της Ουλλούζιας σε Πρώιμη, Μέση ή Εξελιγμένη, και Ανώτερη, με σημείο αναφοράς την πιο πλούσια σε Ουλούζιες λιθοτεχνίες θέση, την Grotta del Cavallo στη νότια Ιταλία (Palma di Cesnola 1993, Bietti 1997, Kuhn & Bietti 2000) (εικ. 8.12). Η Πρώιμη Ουλλούζια χαρακτηρίζεται τυπολογικά κυρίως από οδοντωτά και ράσπες, ενώ σε μικρότερο βαθμό απαντώνται ξέστρα και αποκρούσματα με επεξεργασμένη ράχη 396

429 (εικ. 8.23). Η Μέση ή Εξελιγμένη Ουλούζια έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τα «τοξοειδή» εργαλεία με επεξεργασμένη ράχη (εικ. 8.24), ενώ η Ανώτερη Ουλλούζια περιέχει κυρίως οδοντωτά και τύπους εργαλείων που μοιάζουν με αυτούς της Ωρινιάκιας. Τα αποκρούσματα με επεξεργασμένη ράχη σπανίζουν στην Ανώτερη Ουλούζια (ο.π.). Η ακριβής χρονολογική τοποθέτηση και το χρονικό εύρος της Ουλούζιας παραμένουν στοιχεία αβέβαια. Θεωρείται πάντως ότι τα αρχαιολογικά στρώματα που περιέχουν Ουλούζιες λιθοτεχνίες στις θέσεις της Ιταλίας, καλύπτουν το χρονικό διάνυσμα από τα μέχρι και τα χρόνια πριν από το παρόν (Higham κ.α 2009). Οι Ουλούζιες λιθοτεχνίες εντοπίζονται σε πολλές περιπτώσεις, όπως στις θέσεις Castelcivita (νότια Ιταλία), Bernardini Cave (κεντρική Ιταλία), Fumane (βόρεια Ιταλία) (εικ.7.41), διαστρωματωμένες ανάμεσα σε λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής και της Ωρινιάκιας. Εικόνα Τέχνεργα της Πρώιμης Ουλλούζιας από τη θέση Grotta del Cavallo στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Εικόνα Τέχνεργα της Εξελιγμένης Ουλλούζιας από τη θέση Grotta del Cavallo στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Παλιότερα, πιθανότεροι δημιουργοί των Ουλούζιων λιθοτεχνιών θεωρούνταν οι άνθρωποι του Νεάντερταλ (Salvatore 2009 και οι εκεί παραπομπές). Νεότερα, ωστόσο, παλαιοανθρωπολογικά 397

430 δεδομένα (2 δόντια) από τα Ουλούζια αρχαιολογικά στρώματα της θέσης Grotta del Cavallo, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα «μεταβατικά» ή πρώιμα ανώτερα παλαιολιθικά αυτά σύνολα συνδέονται με Ανατομικά Σύγχρονους Ανθρώπους (Morοni κ.α 2012). Στα Βαλκάνια τα στοιχεία για τις πρώτες φάσεις της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου είναι πιο συγκεχυμένα. Πέρα από την περίπτωση των λεγόμενων Μπατσοκίρειων + λιθοτεχνιών, στις οποίες θα αναφερθούμε όταν εξετάσουμε τα στοιχεία για την Ωρινιάκια σε αυτό το γεωγραφικό χώρο, τα τελευταία χρόνια αναφέρεται άλλη μια πιθανή περίπτωση «μεταβατικών» ή πρώιμων ανώτερων παλαιολιθικών συνόλων. Σημείο αναφοράς για μια τέτοια πρόταση αποτελεί το στρώμα G1 της θέσης Vindija στην Κροατία (εικ. 8.6). Το στρώμα G1 περιείχε παλαιοανθρωπολογικά κατάλοιπα του ανθρώπου του Νεάντερταλ και χρονολογείται στα χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (Higham κ.α 2006). Από αυτό έχει έρθει στο φως ένα σύνολο λίθινων τεχνέργων το οποίο θεωρείται ότι περιέχει στοιχεία που συναντούνται τόσο σε μεσοπαλαιολιθικές όσο και σε Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες: ράσπες και οδοντωτά συνυπάρχουν με λεπίδες που φέρουν πλευρική επεξεργασία, με μια φυλλόσχημη αιχμή με αμφιπρόσωπη επεξεργασία, με ένα ξέστρο σε Ωρινιάκια λεπίδα, αλλά και με οστέινες αιχμές (Karavanic & Smith 1998) (εικ. 8.25). Εικόνα Τέχνεργα από το στρώμα G1 της θέσης Vindija στην Κροατία. (Πηγή:Zilhao 2009). 398

431 Η παρουσία των οστέινων αιχμών και του ξέστρου σε Ωρινιάκια λεπίδα και η εκτίμηση πως το στρώμα G1 αποτελούσε μια αδιατάρακτη ενότητα, οδήγησαν αρχικά στην πρόταση πως το σύνολο αυτό τεχνέργων ανήκε στην Ωρινιάκια (Karavanic 1995). Αργότερα ο ιδιαίτερος τύπος των οστέινων αιχμών (αιχμές με διχοτομημένη βάση + ) υπήρξε η αφορμή για τη σύνδεση ολόκληρης της λιθοτεχνίας από το στρώμα G1 με μια ιδιαίτερη υπο-ενότητα της Ωρινιάκιας, την Ολσέβια + (Karavanic 2000), η οποία εντοπίζεται σε θέσεις της κεντρικής Ευρώπης. Οι παρατηρήσεις αυτές σε συνδυασμό με την χρονολόγηση του στρώματος G1 και την ύπαρξη σε αυτό παλαιοανθρωπολογικών καταλοίπων του ανθρώπου του Νεάντερταλ, οδήγησαν στην υπόθεση πως, είτε η Ωρινιάκια στην περιοχή των Βαλκανίων αποτελούσε δημιούργημα αυτού του είδους ανθρωπίδων (Wolpoff 1996), είτε ότι προήλθε μέσα από την επαφή τους με τους Ανατομικά Σύγχρονους Ανθρώπους, που αποδεδειγμένα δραστηριοποιούνται την ίδια χρονική περίοδο σε γειτονικές της Vindija θέσεις, όπως η Velica Pecina (Karavanic & Smith 1998). Άλλοι ερευνητές, όπως ο Kozłowski (1996) και ο J. Zilhao (2009) αμφισβητούν εάν το στρώμα G1 είναι πραγματικά αδιατάρακτο και αποδίδουν τα ευρήματά αυτής της ενότητας σε 2 διαφορετικά είδη λιθοτεχνιών, οι οποίες αναμίχθηκαν συνθέτοντας παλίμψηστο. Καταρχήν, το ξέστρο σε υπόβαθρο λεπίδας και οι οστέινες αιχμές υποστηρίχθηκε ότι αποτελούν τέχνεργα των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων και τοποθετήθηκαν στην Ωρινιάκια. Ακολούθως, διατυπώθηκε η άποψη πως η φυλλόσχημη αιχμή με αμφιπρόσωπη επεξεργασία, καθώς και οι Μουστέριου χαρακτήρα εργαλειότυποι, οι ράσπες και τα οδοντωτά, αντιπροσωπεύουν μια μεταβατική από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Σελέτια + λιθοτεχνία, κατά αντιστοιχία με σύνολα που φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά σε θέσεις της Κεντρικής Ευρώπης. Δημιουργοί των Σελέτιων τεχνέργων στο στρώμα G1 της Vindija θεωρήθηκαν οι άνθρωποι του Νεάντερταλ (ο.π.). Κατά τους ίδιους ερευνητές, τα «μεταβατικά» τέχνεργα κατασκευάστηκαν σε πρωιμότερο χρόνο από αυτά της Ωρινιάκιας και οι ύστερες χρονολογήσεις του σκελετικού υλικού των Homo neanderthalensis από το στρώμα G1 είναι αναξιόπιστες, λόγω επιμόλυνσης των χρονολογημένων δειγμάτων (ο.π.). Οι μαρτυρίες για την πριν από την Ωρινιάκια φάση στη γειτονική Τουρκία προέρχονται προς το παρόν από μια μόνο θέση, που βρίσκεται όμως πολύ πιο κοντά στο γεωγραφικό χώρο της Εγγύς Ανατολής, παρά της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ανασκαφή του σπηλαίου Ucagizli, στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας (εικ. 8.16), έχει φέρει στο φως 13 στρώματα που περιέχουν λιθοτεχνίες της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Οι χρονολογήσεις αυτών των στρωμάτων (μέθοδοι 14 C-AMS & U-series) καλύπτουν το διάστημα από τα (στρώμα I) έως και τα (στρώμα B) χρόνια πριν από το παρόν (Κuhn κ.α 2009). Οι λιθοτεχνίες από τα στρώματα I-F 399

432 ανήκουν σε μια Εμίρια + υπο-ενότητα της μεταβατικής από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή φάσης, έτσι όπως αυτή αντιπροσωπεύεται στο χώρο της Εγγύς Ανατολής (εικ. 8.26). Οι λιθοτεχνίες από τα στρώματα Β-Ε τοποθετήθηκαν στην Αμάρια + μεταβατική φάση της ίδιας περιοχής (ο.π.) (εικ. 8.27). Τα ξέστρα είναι ο κυριότερος εργαλειακός τύπος σχεδόν σε όλα τα «μεταβατικά» στρώματα της θέσης Ucagizli, ενώ λεπίδες με επεξεργασία, αιχμηρές λεπίδες και γλυφίδες απαντώνται με κυμαινόμενα ποσοστά. Τα ξέστρα τόσο στα ανώτερα όσο και στα κατώτερα «μεταβατικά» στρώματα είναι διαμορφωμένα κυρίως σε λεπίδες (στα κατώτερα στρώματα αυτού του είδους τα υπόβαθρα εμφανίζονται παχύτερα) και έχουν κυρίως πολυεδρικές φτέρνες. Οι λεπίδες στα κατώτερα στρώματα φαίνεται να παράγονται με τη χρήση σκληρού κρουστήρα από μονοπολικά αποκρουσμένους πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων), ενώ αντίθετα στα ανώτερα στρώματα με τη χρήση μαλακού κρουστήρα από πυρήνες αποκρουσμένους αμφιπολικά (ο.π.). Εικόνα Τέχνεργα της Εμίριας από τη θέση Ucagizli στην Τουρκία (στρώματα Ι F). (Πηγή: Kuhn κ.α 2009). Εικόνα Τέχνεργα της Αμάριας από τη θέση Ucagizli στην Τουρκία(στρώματα Β Ε). (Πηγή: Kuhn κ.α 2009). Στον ελλαδικό χώρο οι μαρτυρίες για την πριν από την Ωρινιάκια πολιτισμική φάση της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής είναι λίγες και αντικρουόμενες. 2 προφυλαγμένες και ανασκαμμένες θέσεις, οι οποίες μας απασχόλησαν και προηγουμένως, υποστηρίζεται πως έχουν 400

433 προσφέρει τέτοιου είδους στοιχεία: το Σπήλαιο 1, στην Κλεισούρα της Αργολίδας, και το σπήλαιο Λακωνίς Ι στη Λακωνία (εικ. 7.30). 124 Από το στρώμα V του Σπηλαίου 1 της Κλεισούρας ήρθε στο φως μια λιθοτεχνία της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των μεταγενέστερων Ωρινιάκιων και προγενέστερων μεσοπαλαιολιθικών στρωμάτων της θέσης (Kaczanowska κ.α 2010). Η ομάδα αυτή είναι κατασκευασμένη, όπως και η λιθοτεχνία των στρωμάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην ίδια θέση, σε τοπικό ραδιολαρίτη (67,5%), περιέχει υψηλό ποσοστό λεπίδων και έχει ως κύριο τυπολογικό της χαρακτηριστικό τις «τοξοειδείς» λεπίδες με ράχη (εικ. 8.28). Ως αποτέλεσμα του τελευταίου αυτού στοιχείου, η λιθοτεχνία από το στρώμα V θεωρήθηκε ότι ανήκει στην Ουλούζια παράδοση, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται στη γειτονική Ιταλία, και μάλιστα στην Εξελιγμένη ή Μέση της φάση (Kaczanowska κ.α 2010). Εικόνα Ουλούζια τέχνεργα από το στρώμα V του Σπηλαίου 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Kaczanowska κ.α 2010). 124 Η παλιότερα αναφερόμενη ως «μεταβατική» από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή λιθοτεχνία από το στρώμα ΙΙ 4 του σπηλαίου της Θεόπετρας στη Θεσσαλία (Panagopoulou 1999, 2000) πλέον, θεωρείται «προϊόν» διατάραξης των στρωματογραφικών ενοτήτων, ή οποία επέφερε μίξη αρχαιολογικών ευρημάτων διαφορετικών χρονολογικών περιόδων (Valladas κ.α 2007). 401

434 Τεχνολογικά, η λιθοτεχνία από το στρώμα V χαρακτηρίζεται κυρίως από μονοπολικές ή αμφιπολικές μεθόδους απόκρουσης (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) που αποσκοπούν στην κατασκευή λεπίδων και φολίδων. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως επιθυμητά προϊόντα παράγονται και από σφηνίσκους (ο.π.). Μια παλιότερη χρονολόγηση του στρώματος V (μέθοδος 14 C -AMS) στα ±740 χρόνια πριν από το παρόν, Koumouzelis κ.α 2001α,β), πλέον θεωρείται ως ανώτατη, δεδομένου ότι προχρονολογεί τα Ουλούζια αρχαιολογικά στρώματα στη γειτονική Ιταλία. Νέα προτεινόμενη ηλικία για την κατασκευή της Ουλούζιας λιθοτεχνίας της Κλεισούρας είναι το διάστημα από τα έως τα χρόνια πριν από το παρόν (Kuhn κ.α 2010) (πιν. 8.1). Πρόσφατα, η Δ. Παπαγιάννη (2009) αμφισβήτησε τον Ουλούζιο χαρακτήρα της λιθοτεχνίας από το στρώμα V του σπηλαίου 1 της Κλεισούρας. Το κύριο επιχείρημά της είναι πως η «ελληνική» Ουλούζια λιθοτεχνία χαρακτηρίζεται τεχνολογικά από μεθόδους απόκρουσης που αποσκοπούν στην παραγωγή λεπίδων ενώ τα «ιταλικά» της «παράλληλα» χαρακτηρίζονται από τεχνολογίες που αποσκοπούν στην παραγωγή φολίδων. Οι Μ. Kaczanowska κ.α (2010) στην τελευταία δημοσίευση της λιθοτεχνίας από το στρώμα V, αντικρούουν την πρόταση της Δ. Παπαγιάννη (2009). Υποστηρίζουν πως, τόσο η Ουλούζια λιθοτεχνία της Κλεισούρας όσο και τα ανάλογα σύνολα από την Ιταλία, περιέχουν παρόμοιο ποσοστό λεπίδων και πυρήνων που έχουν παραγάγει λεπίδες. Από τα ανώτερα επίπεδα κατοίκησης της θέσης Λακωνίς Ι (στρώμα Ιa) ήρθε στο φως ακόμη μια «μεταβατική» λιθοτεχνία, της οποίας η κατασκευή τοποθετείται από τα μέχρι και τα χρόνια πριν το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (Panagopoulou κ.α , Elefanti κ.α 2009) και συνδέεται με ένα δόντι του ανθρώπου του Νεάντερταλ (Harvati κ.α 2003, Richards κ.α 2008) (πιν. 8.1). Η απόδοση ενός «μεταβατικού» χαρακτήρα στο σύνολο αυτό, στηρίζεται στο γεγονός ότι συνδυάζει χαρακτηριστικά στοιχεία του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, όπως χρήση μεθόδων απόκρουσης Levallois, με μια σειρά από «νεωτερισμούς», όπως λεπίδες και μικρολεπίδες, που παράγονται από πρισματικούς πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) (Panagopoulou κ.α , Elefanti κ.α 2008). Τυπολογικά, η λιθοτεχνία του στρώματος Ia υποστηρίζεται ότι περιέχει τόσο Μουστέριους (ράσπες, οδοντωτά) όσο και χαρακτηριστικούς «μεταβατικούς» (εργαλεία με αμφιπρόσωπη επεξεργασία) από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή τύπους εργαλείων (ο.π.). Στο ίδιο σύνολο εντοπίζονται και εργαλεία που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν καθαρά στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, όπως τροπιδωτά ξέστρα και μικρολεπίδες με επεξεργασία (εικ. 8.29). 402

435 Έχει προταθεί πως αυτή η «ιδιαίτερη» λιθοτεχνία από τη θέση Λακωνίς Ι μπορεί να συσχετιστεί τόσο με «μεταβατικά» σύνολα από την Ανατολία (π.χ. Αμάρια) όσο και με «μεταβατικά» Σελέτια ή Βουνάκια + σύνολα της Κεντρικής Ευρώπης (Panagopoulou κ.α , Elefanti κ.α 2009). Εικόνα Τέχνεργα από το στρώμα Ιa της θέσης Λακωνίς Ι. (Πηγή: Elefanti κ.α 2009). Πέρα από τις προφυλαγμένες, ανασκαμμένες θέσεις, ο C. Runnels το 1988 υποστήριξε ότι ενδεχομένως επιφανειακές λιθοτεχνίες από τη Θεσσαλία, που περιέχουν ταυτόχρονα μεσοπαλαιολιθικού χαρακτήρα τέχνεργα, «μεταβατικές», πιθανόν Σελέτιες, φυλλόσχημες αιχμές με επεξεργασία (εικ. 8.30), αλλά και Ωρινιάκιους εργαλειότυπους (τροπιδωτά ξέστρα και γλυφίδες) ανήκουν σε μια υπο-ενότητα, που τοποθετήθηκε σε ένα υποτιθέμενο χρονικό διάνυσμα μετάβασης από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή (από τα μέχρι και τα χρόνια πριν από το παρόν). Η Δ. Παπαγιάννη (2009) θεωρεί πως αυτού του είδους οι λιθοτεχνίες προέρχονται από παλίμψηστα που συμπυκνώνουν 2 διαφορετικές χρονολογικές φάσεις, μια της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής και μια της Ωρινιάκιας. 403

436 Εικόνα Φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία από υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας. (Πηγή: Runnels 1988). Στη μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή έχουν ενταχθεί κατά καιρούς και οι φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία που έχουν έρθει στο φως σε υπαίθριες θέσεις της Ηπείρου (εικ. 1.7) και της Ηλείας (Higgs & Vita Finzi 1966, Chavaillon κ.α 1967, 1969), χωρίς πάντως μέχρι και σήμερα να έχει καταστεί δυνατό αυτά τα αντικείμενα να καταταχθούν με ασφάλεια τόσο χρονολογικά όσο και πολιτισμικά (π.χ. Darlas 2007, Galanidou κ.α υπο εκδ.). Η Ωρινιάκια στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη Σε αντίθεση με τους συχνά αμφιλεγόμενους δημιουργούς των λιθοτεχνιών των πλέον πρώιμων φάσεων της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, η Ωρινιάκια θεωρείται ως η πρώτη ασφαλής μαρτυρία για τη δραστηριοποίηση των ομάδων κυνηγών τροφοσυλλεκτών Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων στον ευρασιατικό χώρο (π.χ. Bar-Yosef 2006). Με εξαίρεση τον ελλαδικό χώρο και την Τουρκία, τα στοιχεία για το είδος του υλικού πολιτισμού αυτής της πολιτισμικής φάσης στις περιοχές γύρω από τη βορειοδυτική Ελλάδα είναι αρκετά πλούσια. H μελέτη στρωματογραφημένων συνόλων από θέσεις των Βαλκανίων και της Ιταλίας έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός χρονο-πολιτισμικού πλαισίου αναφοράς της Ωρινιάκιας, με 3 γενικές υποδιαιρέσεις: την Προ-Ωρινιάκια + στα Βαλκάνια, την Πρωτο-Ωρινιάκια + στην Ιταλία και την Τυπική ή Κλασική Ωρινιάκια + που εντοπίζεται και στις 2 αυτές γεωγραφικές ζώνες. Η Προ-Ωρινιάκια των Βαλκανίων, γνωστή και με το όνομα Μπατσοκίρια, αντιπροσωπεύεται στα λιθοτεχνικά σύνολα του στρώματος 11 του σπηλαίου Βacho-Kiro και του στρώματος 4 του σπηλαίου Temnata στη Βουλγαρία (Kozlowski 1982, Ginter κ.α 1996, Kozlowski & Otte 2000, Otte & Kozlowski 2003) (εικ. 8.6). Τα στρώματα αυτά, με ηλικίες από τα έως και τα

437 χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-ΑΜS), χαρακτηρίζονται από λιθοτεχνίες που έχουν παραχθεί κυρίως με μεθόδους που σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας εγγράφονται σε ένα σχήμα παραγωγής λεπίδων, και περιέχουν υψηλό ποσοστό λεπίδων με πλευρική επεξεργασία, παχιών ξέστρων-ρυγχών, λεπίδων με κολόβωση και διεδρικών γλυφίδων. Από τα σύνολα αυτά απουσιάζουν τα τροπιδωτά ξέστρα και οι τροπιδωτές γλυφίδες, οι Ωρινιάκιες λεπίδες, καθώς και οι μικρολεπίδες τύπου Dufour και Krems (ο.π.), με αποτέλεσμα κατά το παρελθόν, να έχουν εκφραστεί επιφυλάξεις για το αν οι Προ-Ωρινάκιες λιθοτεχνίες μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά Ωρινιάκιες, (π.χ Zilhao & D Errico 1999, Teyssandier 2007) και όχι «μεταβατικές», με το πρόσθετο επιχείρημα ότι περιέχουν και υψηλό ποσοστό Μουστέριων εργαλειότυπων (εικ. 8.31). Εικόνα Τέχνεργα της Μπατσοκίριας από το στρώμα 11 της θέσης Bacho Kiro στη Βουλγαρία. (Πηγή: Kozlowski 1982). Η αντίθετη, πάντως, επιχειρηματολογία (Kozlowski & Otte 2000, Otte & Kozlowski 2003, Rigaud & Lucas 2006), στηρίζεται στο γεγονός πως τα Προ-Ωρινιάκια σύνολα στην Temnata και το Bacho-Kirο δεν μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τον υλικό πολιτισμό της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις ίδιες θέσεις, και δεν περιέχουν «μεταβατικούς» εργαλειότυπους (π.χ. φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία). Διαγνωσμένη ως ξεχωριστή υπο-ενότητα από τον Laplace (1966) η Πρωτο-Ωρινιάκια της Μεσογείου (ή Ωρινιάκια 0), που χαρακτηρίζει τις πρώτες φάσεις της Ωρινιάκιας στις θέσεις της γειτονικής Ιταλίας, θεωρείται σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν σύγχρονη με την Προ-Ωρινιάκια 405

438 των Βαλκανίων (Kuhn & Bietti 2000, Kozlowski & Otte 2000, Κuhn 2002β, Otte & Kozlowski 2003). Η υπο-ενότητα αυτή λιθοτεχνιών που συναντάται σε θέσεις από το νότο έως και το βορρά της Ιταλίας, (π.χ. Castelcivita-στρώμα gic, Grotta della Cala, Grotta Paglici-στρώμα 24) (εικ. 8.12), και με καθορισμένα σήμερα χρονολογικά όρια από τα μέχρι και τα χρόνια πριν το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS), χαρακτηρίζεται από τον υψηλό αριθμό μικρολεπίδων (μερικές εκ των οποίων αιχμηρές) με ευθύγραμμο προφίλ που φέρουν πλευρική επεξεργασία. 125 Τα αποκρούσματα αυτού του είδους παράγονται κατά τις τελευταίες φάσεις απόκρουσης πυρήνων πυραμιδοειδούς, συνήθως, μορφολογίας, που θα μπορούσαν να εγγραφούν σε ένα σχήμα απόκρουσης παραγωγής λεπίδων (Bon 2006, Teyssandier 2007, Teyssandier & Liolios 2008, Teyssandier κ.α 2010) (εικ. 8.32). Εικόνα Παραγωγή λεπίδων και μικρολεπίδων κατά την Πρωτο Ωρινιάκια. (Πηγή: Bon 2006). Ως προς τα ιδιαίτερα τυπολογικά τους χαρακτηριστικά, τα Πρωτο-Ωρινιάκια σύνολα της Ιταλίας χαρακτηρίζονται από σχετική ανομοιογένεια. Σε ορισμένες θέσεις, όπως το Riparo Mochi (στρώμα G), η Castelcivita (στρώμα gic) και Grotta della Cala, οι Πρωτο-Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες σπάνια περιέχουν τυπικά Ωρινιάκια εργαλεία, όπως τροπιδωτά ξέστρα και ξέστρα-ρύγχη (εικ. 8.33). Σε άλλες θέσεις, ωστόσο, με Πρωτο-Ωρινιάκια ευρήματα, όπως Fumane και Riparo Tagliente, η εργαλειοτεχνία περιέχει σε μεγάλο ποσοστό τυπικούς Ωρινιάκιους εργαλειότυπους (Kuhn 2002α). Όπως έχουμε σημειώσει στο κεφάλαιο 6, στα Πρωτο-Ωρινιάκια σύνολα από το Riparo Mochi και 125 Ο S. Kuhn (2002α) αναφέρει πως αυτού του είδους τα αντικείμενα συχνά στη βιβλιογραφία περιγράφονται ως μικρολεπίδες τύπου Dufour, αν και με τη συνήθη σύγχρονη χρήση του όρου (π.χ. Lucas 1997, Teyssandier 2007) δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τέτοιες. Για το θέμα αυτό βλ. και κεφαλαιο 5 υποσημείωση

439 το Fumane αναφέρεται επίσης η παρουσία ορισμένων μικρολεπίδων με ράχη (Kuhn & Stiner 1998) (εικ. 8.34). Εικόνα Tέχνεργα της Πρωτο Ωρινιάκιας από τα στρώματα Α2 και Α3 της θέσης Fumane στην Ιταλία. (Πηγή:Kuhn 2002β). Εικόνα Tέχνεργα της Πρωτο Ωρινιάκιας από το στρώμα G της θέσης Riparo Mochi στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Η Τυπική ή Κλασική Ευρωπαϊκή Ωρινιάκια εμφανίζεται τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Ιταλία. Χωρισμένη στην Πρώιμη (Ωρινιάκια Ι) και Εξελιγμένη (Ωρινιάκια ΙΙ), πρόσφατα θεωρήθηκε (Teyssandier 2007, Teyssandier & Liolios 2008, Teyssandier κ.α 2010) πως διαφέρει τεχνολογικά τουλάχιστον από την Μεσογειακή Πρωτο-Ωρινιάκια, ως προς τον τρόπο παραγωγής των λεπίδων και των μικρολεπίδων. Το πρώτο είδος αποκρούσματος, τόσο κατά την Πρώιμη όσο και κατά την Εξελιγμένη Τυπική Ωρινιάκια θεωρείται ότι προκύπτει από μονοπολικά αποκρουσμένους, πρισματικούς σε μορφολογία, πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων). Αντίθετα οι μικρολεπίδες της Τυπικής Ωρινιάκιας, οι οποίες είναι μικρές σε μέγεθος και έχουν συνήθως κυρτό προφίλ, θεωρείται ότι προκύπτουν από «τροπιδωτά υπόβαθρα», με τυπολογικούς όρους τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύχη (κατά την Ωρινιάκια Ι και ΙΙ) και τροπιδωτές γλυφίδες (μόνο κατά την Ωρινιάκια ΙΙ) (ο.π.) (εικ. 8.35). 407

440 Εικόνα Παραγωγή λεπίδων (πάνω) και μικρολεπίδων (κάτω) κατά την Τυπική Ωρινιάκια. (Πηγή: Teyssandier & Liolios 2008). Η Τυπική Ωρινιάκια των Βαλκανίων, η οποία είναι γνωστή από τις θέσεις Bacho-Kiro (στρώματα 9, 7, 6B, 6A) και Temnata (στρώματα 4A, 3g, 3i, 3h) (εικ. 8.36), έχει ως γενικά χρονολογικά όρια το διάστημα από τα έως και τα χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (Kozlowski & Otte 2000, Otte & Kozlowski 2003). Η Τυπική Ωρινιάκια των Βαλκανίων διακρίνεται τυπολογικά σε σχέση με την Προ-Ωρινιάκια στην ίδια γεωγραφική περιοχή, από τη μείωση των λεπίδων με επεξεργασία που περιέχει (ο.π). Η τεχνολογική αλλαγή που θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της Τυπικής Ωρινιάκιας, και περιγράφηκε παραπάνω, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση με παραδοσιακά τυπολογικά κριτήρια νέων εργαλειότυπων, όπως τροπιδωτών ξέστρων και τροπιδωτών γλυφίδων, καθώς και μικρολεπίδων τύπου Dufour. Η τελευταία έκφανση της Τυπικής Ωρινιάκιας στον Βαλκανικό χώρο εντοπίζεται στη θέση Šandalja II στην Κροατία (εικ. 8.6), όπου μια Τυπική Ωρινιάκια λιθοτεχνία έχει ως ύστατη χρονολόγηση τα περίπου χρόνια πριν από το παρόν (στρώμα e/μέθοδος 14 C-AMS) (Karavanic 2003) (εικ. 8.36), όταν στα υπόλοιπα Βαλκάνια, αλλά και στη βορειοδυτική Ελλάδα, συναντώνται ακολουθίες Γκραβέτιου χαρακτήρα. Η Τυπική Ωρινιάκια εμφανίζεται σε λίγες θέσεις της Ιταλίας όπως το Riparo Mochi (στρώμα F), η Grotta del Fossellone και η Grotta Barbara (εικ. 8.12). Τυπολογικά, χαρακτηρίζεται, όπως και στα Βαλκάνια, από την αύξηση των τυπικών Ωρινιάκιων εργαλειότυπων (εικ. 8.37). Δυστυχώς δεν υπάρχουν αρκετές χρονολογήσεις για αυτή την Ωρινιάκια υπο-ενότητα στη γειτονική χώρα, η οποία 408

441 θεωρείται μεταγενέστερη της Πρώτο-Ωρινιάκιας, αν ληφθεί υπόψη η ηλικία των περίπου χρόνων πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS), που είναι διαθέσιμη για το Riparo Mochi (Kuhn & Stiner 1998). Εικόνα Τέχνεργα της Τυπικής Ωρινιάκιας από τη θέση Šandalja II στην Κροατία. (Πηγή: Karavanic 2003). Εικόνα Τέχνεργα της Τυπικής Ωρινιάκιας από το στρώμα F της θέσης Riparo Mochi στην Ιταλία. (Πηγή: Palma di Cesnola 1993). Στην Τουρκία τα στοιχεία για την Ωρινιάκια είναι πολύ λιγότερα απ ότι στα Βαλκάνια και την Ιταλία. Πληροφορίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ασφαλείς προέρχονται από μια μόλις θέση, το σπήλαιο Karain Β στις δυτικές μεσογειακές ακτές της Τουρκίας (Yalçcinkaya & Otte 2000, Kuhn 2002β) (εικ. 8.16). Εκεί τα στρώματα που περιέχουν υλικά κατάλοιπα της Ωρινιάκιας (AH 20-23) χρονολογούνται στα περίπου χρόνια πριν από το παρόν (συμβατική μέθοδος 14 C), και χαρακτηρίζονται από τυπικά Ωρινιάκια εργαλεία, όπως τροπιδωτά ξέστρα και τροπιδωτές γλυφίδες, ξέστρα-ρύγχη, λεπίδες με πλευρική επεξεργασία και μικρολεπίδες τύπου Dufour και Krems (Yalçcinkaya & Otte 2000) (εικ. 8.38). Τα χαρακτηριστικά αυτά φέρνουν το σύνολο αυτό πολύ κοντά στην Τυπική Ωρινιάκια του ευρωπαϊκού χώρου. 409

442 Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τη θέση Karain Β στην Τουρκία. (Πηγή: Yalçcinkaya & Otte 2000). Όπως και οι πριν από την Ωρινιάκια πολιτισμικές φάσεις της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, έτσι και η καθαυτή Ωρινιάκια στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα γνωστή και τα στρωματογραφημένα και ασφαλώς χρονολογημένα δεδομένα που την αφορούν, περιορίζονται σε λίγες μόνο θέσεις της Πελοποννήσου. 2 από τις θέσεις αυτές βρίσκονται στην Αργολίδα: πρόκειται για το Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας και το σπήλαιο Φράγχθι (εικ. 8.1). Στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας και από τα στρώματα IV-IIIa, g, αναφέρονται 3 Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες (ενότητες E, D1, D2) οι οποίες θεωρείται ότι έχουν κατασκευαστεί στο διάστημα από τα έως και τα χρόνια πριν από το παρόν (συμβατική μέθοδος 14 C, 14 C-ΑΜS- ABOX) (Kaczanowska κ.α 2010, Kuhn κ.α 2010) (πιν. 8.1). Τα σύνολα αυτά που φέρουν τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της Πρώιμης Τυπικής Ωρινιάκιας (Ωρινιάκια Ι) είναι κατασκευασμένα κυρίως σε ραδιολαρίτη και δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Τυπολογικά, περιέχουν μεγάλο αριθμό ξέστρων, η πλειονότητα των οποίων είναι Ωρινιάκιου τύπου (τροπιδωτά, ξέστρα-ρύγχη), λεπίδες και μικρολεπίδες με επεξεργασία, σφηνίσκους και γλυφίδες. Στη λιθοτεχνία της ενότητας D1 αναφέρονται 2 μικρολεπίδες τύπου Dufour, ενώ σε αυτή της ενότητας D2, 1 θραύσμα μικρολεπίδας με ράχη. Τεχνολογικά, οι μέθοδοι απόκρουσης χαρακτηρίζονται από μονοπολικούς πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) από τους οποίους προκύπτουν φολίδες, λεπίδες ή μικρολεπίδες. Λιγότεροι είναι οι αμφιπολικοί πυρήνες, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται ότι οι πυρήνες περιστρέφονται κατά 410

443 90 μοίρες κατά τη διάρκεια της λάξευσής τους (εικ. 8.39). Όσον αφορά τα «τροπιδωτά υπόβαθρα» (τροπιδωτά ξέστρα, παχιά ξέστρα-ρύγχη, τροπιδωτές γλυφίδες), τα διαθέσιμα στοιχεία από την Κλεισούρα δεν διαφωτίζουν το ερώτημα για το αν αυτά αποτελούν πραγματικούς πυρήνες, εργαλεία ή και τα δυο (ο.π.). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τα στρώματα ΙΙΙd e του σπηλαίου 1 της Κλεισούρας. (Πηγή: Kaczanowska κ.α 2010). Οι Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες από το Σπήλαιο Φράγχθι προέρχονται από τους κατώτερους ανασκαφικούς ορίζοντες (στρώματα Q και R) της θέσης, με χρονολογήσεις που ξεκινούν από τα και καταλήγουν στα χρόνια πριν το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS-ABOX, ARAU) (Douka κ.α 2011) (πιν. 8.1). Παρά τον μικρό αριθμό των τεχνέργων, το σύνολο από το στρώμα Q θεωρείται δείγμα μιας Πρώιμης Τυπικής Ωρινιάκιας (Ωρινιάκια Ι) λιθοτεχνίας και χαρακτηρίζεται από την παρουσία μικρολεπίδων με ευθύγραμμο ή κυρτό προφίλ, οι οποίες θεωρείται ότι έχουν προκύψει από τροπιδωτά ξέστρα. Στο σύνολο από το επόμενο αρχαιολογικό στρώμα (R), αν και μέρος των αποκρουσμάτων, κυρίως μικρολεπιδες με πλευρές που διατάσσονται ευθύγραμμα, φαίνεται να έχουν προκύψει από πρισματικούς πυρήνες (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων), η ύπαρξη μικρολεπίδων με κυρτό προφίλ θεωρείται ότι μαρτυρά μια μέθοδο παραγωγής από «τροπιδωτά υπόβαθρα». Παράλληλα, ο εντοπισμός μιας τροπιδωτής γλυφίδας στο στρώμα R συνηγορεί, σύμφωνα με τους Κ. Douka κ.α (ο.π), υπέρ της 411

444 ταξινόμησης της λιθοτεχνίας από το στρώμα αυτό, σε μια Εξελιγμένη Τυπική Ωρινιάκια υποενότητα (Ωρινιάκια ΙΙ) (εικ. 8.40). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τα στρώματα Q (αριστερά) και R (δεξιά) της θέσης Φράγχθι. (Πηγή: Douka κ.α 2011). Πέρα από Φράγχθι και το Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας, 1 ακόμη σύνολο περιγραφόμενο ως Ωρινιάκιο προέρχεται από το σπήλαιο Κεφαλάρι, επίσης στην Αργολίδα (Reisch 1976). Σύμφωνα με τους ανασκαφείς η μικρή αυτή λιθοτεχνία, περιλαμβάνει τροπιδωτά ξέστρα, γλυφίδες και λεπίδες με πλευρική επεξεργασία (ο.π.). Ο αριθμός των τεχνέργων αυτού του συνόλου είναι πολύ μικρός για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, ενώ δεν υπάρχουν και διαθέσιμες χρονολογήσεις. Πιο πρόσφατα, στοιχεία για στρωματογραφημένες Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες έχουν προσφέρει και τα στρώματα 3 έως 8 του σπηλαίου Κολομήνιτσα στη Λακωνία, το οποίο έχει διερευνηθεί προκαταρκτικά με μια δοκιμαστική ανασκαφική τομή (Darlas & Psathi 2008) (εικ. 8.1). Από αυτές τις στρωματογραφικές ενότητες αναφέρονται χαρακτηριστικοί Ωρινιάκιοι τύποι εργαλείων, όπως τροπιδωτά ξέστρα και παχιά ξέστρα-ρύγχη μικρών διαστάσεων. Το στρώμα 6 τοποθετείται στα ±550 χρόνια πριν από το παρόν (μέθοδος 14 C-AMS) (ο.π.) (πιν. 8.1). Εκτός από τις προφυλαγμένες θέσεις, διάσπαρτες ενδείξεις της Ωρινιάκιας πολιτισμικής φάσης προέρχονται και από υπαίθριες θέσεις του ελλαδικού χώρου. Από τη θέση Ελαιοχώρι στην Αχαΐα 412

445 δημοσιεύθηκε λιθοτεχνία πλούσια σε χαρακτηριστικούς Ωρινιάκιους εργαλειακούς τύπους, όπως τροπιδωτά ξέστρα, ξέστρα ρύγχη και τροπιδωτές γλυφίδες (Ντάρλας 1989). Τεχνολογικά, το σύνολο αυτό χαρακτηρίζεται κυρίως από την ύπαρξη πρισματικών πυρήνων (σύμφωνα με τα κριτήρια της μελέτης μας, του σχήματος παραγωγής λεπίδων) που μαρτυρούν μονοπολική ή αμφιπολική απόκρουση (ο.π.) (εικ. 8.41). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από τη θέση Ελαιοχώρι. (Πηγή: Ντάρλας 1989). Η λιθοτεχνία από το Ελαιοχώρι περιέχει και αντικείμενα που σαφώς παραπέμπουν στη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (ράσπες οδοντωτά, πυρήνες Levallois και δισκοειδείς) (ο.π.). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει πως το σύνολο που συζητείται προέρχεται από ένα παλίμψηστο που συμπυκνώνει τη δραστηριότητα ανθρωπίδων της Μέσης και της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Στις υπαίθριες θέσεις της Ηλείας οι J. Chaivallon κ.α (1969, βλ. και Leroi-Gourhan 1964) περιγράφουν λιθοτεχνϊες της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (λιθοτεχνίες του λεγόμενου ανώτερου τμήματος του στρώματος Β) που περιέχουν λίγα τροπιδωτά ξέστρα, λεπίδες με επεξεργασία και μικρολεπίδες (εικ. 8.42). Παρότι αρχικά οι λιθοτεχνίες αυτές κατατάχθηκαν ως «Γκραβετοειδείς» (ο.π.), αργότερα η C. Perles (1987) και ο X. Ματζάνας (1998) υποστήριξαν ότι αποτελούν Ωρινιάκια σύνολα. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, Ωρινιάκιοι εργαλειότυποι, όπως 413

446 τροπιδωτά ξέστρα, έχουν εντοπιστεί και στις υπαίθριες θέσεις της Θεσσαλίας στις όχθες του ποταμού Πηνειού, σε συνάφεια με τέχνεργα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (Runnels 1988). Εικόνα Τέχνεργα της Ωρινιάκιας από υπαίθριες θέσεις της Ηλείας. (Πηγή: Leroi Gourhan 1964) Εντάσσοντας τις πρώιμες ανώτερες παλαιολιθικές λιθοτεχνίες της βορειοδυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει τον υλικό πολιτισμό της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη αντιμετωπίζεται ερμηνευτικά, σχεδόν αποκλειστικά, με όρους πολιτισμικούς και χρονολογικούς, συχνά και ανθρωπολογικούς, ενώ «λειτουργικές» θεωρήσεις για την εξήγησή της απουσιάζουν. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές ερμηνευτικής αντιμετώπισης του υλικού πολιτισμού της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, στον ευρασιατικό τουλάχιστον χώρο. Έχοντας κατά νου τη σημείωση αυτή, τί μπορεί καταρχήν να ειπωθεί για τα τέχνεργα ανήκουν στην Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στις 3 θέσεις της μελέτης μας, αλλά και την χρονο-πολιτισμική αυτή φάση στη βορειοδυτική Ελλάδα; 414

447 Με το δεδομένο ότι οι διαθέσιμες μαρτυρίες του υλικού πολιτισμού δεν είναι δυνατόν να καταδείξουν με ασφάλεια κάποιο μοναδικό, «ενιαίο» τρόπο μετάβασης από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στη νοτιοανατολική Ευρώπη, το να προσπαθούσαμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία μιας ανάλογης φάσης στις λιθοτεχνίες των 3 θέσεων της μελέτης θα ήταν κάτι το παρακινδυνευμένο. Στο «χρονολογικό ψηφιδωτό» του υλικού πολιτισμού από το Μεγάλο Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7, δεν εντοπίστηκε ούτε μια φυλλόσχημη αιχμή με αμφιπρόσωπη επεξεργασία που θα μπορούσε να αποτελεί ένα Σελέτιο ίσως τέχνεργο, ενώ τουλάχιστον από τις 2 πρώτες θέσεις απουσιάζουν εργαλειότυποι που θα μπορούσαν να παραπέμψουν στην Ουλούζια. Αντίθετα, στο Ελευθεροχώρι 7 η ύπαρξη 2 παραδειγμάτων «τοξοειδών» αποκρουσμάτων με επεξεργασμένη ράχη (π.χ. εικ ii), ενδεχομένως να αποτυπώνει στη θέση αυτή ψήγματα μιας πριν από την Ωρινιάκια, ενδεχομένως Ουλούζιας φάσης της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, η οποία πάντως θα χρειαζόταν περισσότερες ενδείξεις, προκειμένου με σιγουριά να υποστηριχθεί. Παρά τις παρατηρήσεις αυτές και όπως μπορεί να γίνει κατανοητό από τη σύντομη εξέταση των πρώτων φάσεων της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, η αναγνώριση ενός «μεταβατικού» χαρακτήρα σε λιθοτεχνίες που προέρχονται ακόμη και από ασφαλώς στρωματογραφημένες και χρονολογημένες θέσεις, είναι τις περισσότερες φορές εξαιρετικά δύσκολη. Τόσο τα τεχνολογικά, όσο και κάποιες φορές τα ιδιαίτερα τυπολογικά γνωρίσματα των λιθοτεχνιών αυτών δεν διαφέρουν από αυτά συνόλων «παγιωμένων» Εποχών ή πολιτισμικών φάσεων, όπως η Μέση Παλαιολιθική και η Ωρινιάκια. Από την άποψη αυτή, τόσο στις λιθοτεχνίες της μελέτης μας όσο και σε άλλα σύνολα από τη βορειοδυτική Ελλάδα, όπως έχει σημειωθεί, δεν είναι απίθανο να υπάρχουν και στοιχεία μιας πριν από την Ωρινιάκια πολιτισμικής φάσης της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής, αλλά και οι «άγνωστοι» ακόμη δημιουργοί τους, στοιχεία που καλείται να αποκαλύψει η μελλοντική έρευνα. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η αξιολόγηση του υλικού πολιτισμού της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας μπορεί να προσφέρει πιο ασφαλή στοιχεία σε σχέση με την Ωρινιάκια. Τόσο τα τεχνολογικά όσο και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών των θέσεων της μελέτης, συμφωνούν σε γενικές γραμμές με ό,τι παρατηρείται κατά την πολιτισμική αυτή φάση στις περιοχές γύρω από την βορειοδυτική Ελλάδα. Και πάλι όμως θα ήταν παρακινδυνευμένο να προσπαθήσουμε να εντάξουμε τα τέχνεργα που στις θέσεις της μελέτης μας παρουσιάζουν σαφή Ωρινιάκια χαρακτηριστικά σε μια από τις υπο-ενότητες της φάσης αυτής, έτσι όπως διαμορφώνονται στο χώρο της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης. 415

448 Η ύπαρξη και στις 3 θέσεις της μελέτης πυρήνων που στο τέλος της «ζωής» τους έχουν παραγάγει μικρολεπίδες, ενώ σε ένα πρώιμο στάδιο της απόκρουσής τους φαίνεται να έχουν παραγάγει επίσης λεπίδες, θα μπορούσε να κατατάξει μέρος των συνόλων που μελετήθηκαν σε μια πιθανή Πρώτο- Ωρινιάκια υπο-ενότητα. Ωστόσο, η πρακτική αυτή, όπως έχει σημειωθεί στο κεφάλαιο 6, θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί στη διαχείριση των πρώτων υλών (για παράδειγμα στη Μολόνδρα όπου οι πρώτες ύλες είναι άμεσα διαθέσιμες, οι πυρήνες συχνά εγκαταλείπονται πριν παραγάγουν μαζικά μικρολεπίδες). Στο Ελευθεροχώρι 7, πάντως, η ύπαρξη 2 αιχμηρών μικρολεπίδων με επικλινή επεξεργασία (εικ iv-v) θα μπορούσε να βρει ένα «παράλληλο» στα ανάλογα αντικείμενα από ορισμένες Πρωτο-Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες της Ιταλίας (π.χ. εικ. 7.59, 7.60). Στην ίδια λογική ακόμη και οι μικρολεπίδες με ράχη που σε μικρούς αριθμούς εντοπίστηκαν στο Μεγάλο Καρβουνάρι και το Ελευθεροχώρι 7 (εικ v, 5.32 vi) θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος μιας Πρωτο-Ωρινάκιας υπο-ενότητας. 126 Επεκτείνοντας το συλλογισμό αυτό, ένα μέρος της λιθοτεχνίας της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής από τη δοκιμαστική τομή της Θέσης α στον Κοκκινόπηλο (εικ. 1.9), θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί στην Πρωτο-Ωρινάκια, στοιχείο που συμφωνεί (σύμφωνα πάντα με τα δημοσιευμένα σχέδια) με την ύπαρξη στο σύνολο αυτό ορισμένων ξέστρων που ενδεχομένως να μπορούν να ταξινομηθούν ως τροπιδωτά. Δεδομένου, ωστόσο, της ύπαρξης των πλούσιων Γκραβέτιων και Επιγκραβέτιων ακολουθιών στη βορειοδυτική Ελλάδα, όπου οι μικρολεπίδες με ράχη είναι «κλασικοί», τέτοιες θεωρήσεις, τόσο για τις θέσεις της μελέτης μας όσο και για σύνολα από άλλες υπαίθριες θέσεις της περιοχής, ελλείψει χρονολογήσεων και ασφαλούς στρωματογραφίας, χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις προκειμένου να εγκαθιδρυθούν. Μέρος των πολυπληθών «τροπιδωτών υποβάθρων» (κυρίως ξέστρα και παχιά ξέστρα-ρύγχη) που εντοπίστηκαν και στις 3 θέσεις της μελέτης μας θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια Τυπική Ωρινιάκια υπο-ενότητα. Ωστόσο, σε καμία από τις λιθοτεχνίες που μελετήθηκαν δεν αναγνωρίστηκαν μικρολεπίδες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν με σύγχρονους όρους τύπου Duffour, 127 χαρακτηριστικό εργαλειότυπο της Τυπικής Ωρινιάκιας, απουσία, ωστόσο, που όσον αφορά στον ελλαδικό χώρο, χαρακτηρίζει και τις θεωρούμενες ως Τυπικές Ωρινιάκιες λιθοτεχνίες του Σπηλαίου 1 στην Κλεισούρα. Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως σημειώθηκε στα κεφάλαια 3, Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τις πιθανές Ουλούζιες «τοξοειδείς» λεπίδες με ράχη στο Ελευθεροχώρι 7 αλλά και την «τεχνολογική συγγένεια» που παρατηρείται ανάμεσα στις μεσοπαλαιολιθικές λιθοτεχνίες του Ασπροχάλικου, του Ελευθεροχωρίου 7 και του σπηλαίου Fumane στη βόρεια Ιταλία, πιθανώς μαρτυρούν πως η βορειοδυτική Ελλάδα και το βόρειο τουλάχιστον τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου, συνδέονται πιο στενά πολιτισμικά απ ό,τι μέχρι σήμερα πιστευόταν. 127 Εννοούνται τα αντικείμενα που θεωρητικά προκύπτουν από «τροπιδωτά υπόβαθρα», έχουν συνήθως κυρτό προφίλ, και συστρεμμένες πλευρές. 416

449 και 5, τέτοιου είδους αντικείμενα μπορεί να μην έχουν παραμείνει προς χρήση στις 3 θέσεις της μελέτης μας, ή να έχουν διαφύγει της προσοχής κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής διερεύνησης. Το σύνολο των παρατηρήσεων αυτών μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τις λιθοτεχνίες της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια αρκετών χιλιετιών σε όλα τα στάδια της Ωρινιάκιας (αλλά ίσως και τις πριν από αυτή πολιτισμικές φάσεις της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής), έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται σε θέσεις «υψηλής ευκρίνειας» όμορων προς την βορειοδυτική Ελλάδα περιοχών, διαμορφώνοντας, έτσι, ένα επιμέρους «χρονολογικό ψηφιδωτό». Σε αντίθεση πάντως με τις λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στις 3 θέσεις της μελέτης μας (αλλά και σχεδόν του συνόλου του μεσοπαλαιολιθικού υλικού πολιτισμού στη βορειοδυτική Ελλάδα) που προς το παρόν δεν μπορούν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια, οι διαθέσιμες απόλυτες χρονολογήσεις από τις βραχοσκεπές της Ηπείρου, καθορίζουν τα πιθανά όρια έναρξης και λήξης της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στην περιοχή. Έτσι, θα τοποθετούσαμε την χρονο-πολιτισμική αυτή περίοδο στα χονδρικά όρια του διανύσματος από τα μέχρι και τα χρόνια πριν από το παρόν έτσι όπως (μέχρι σήμερα) αυτά καθορίζονται για το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής και για το (ελάχιστο) σημείο χρονικής αφετηρίας της πιθανής Γκραβέτιας φάσης στη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο (πιν. 7.4). Η χρονολόγηση που προτείνουμε συμφωνεί, σε γενικές γραμμές, με τις υπάρχουσες ηλικίες για το χρονολογικό εύρος της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη. Παράλληλα, το χρονολογικό αυτό διάνυσμα στην βορειοδυτική Ελλάδα είναι κενό από ασφαλώς χρονολογημένες μαρτυρίες στις προφυλαγμένες θέσεις, ενώ θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως ειδικά το ανώτερο όριο της περιόδου που καθορίσαμε (τα χρόνια πριν από το παρόν) είναι αρκετά συμβατικό, ελλείψει άλλων στοιχείων για το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην περιοχή. Ωστόσο, αν ληφθούν υπόψη οι πρώιμες χρονολογήσεις για τα Ωρινάκια στρώματα στο Φράγχθι (πιν. 8.1), σε συνδυασμό με το γεγονός πως τα Ωρινιάκια τέχνεργα των θέσεων της μελέτης μας αποτελούν τα πλέον «βόρεια» παραδείγματα της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο, τότε δεν θα ήταν παρακινδυνευμένη η υπόθεση ότι οι Ανατομικά Σύγχρονοι Άνθρωποι είναι παρόντες στη βορειοδυτική Ελλάδα στα περίπου χρόνια πριν το παρόν. Για να ισχύει βέβαια η υπόθεση αυτή, προϋποτίθεται ότι η εξάπλωση των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων από τα Βαλκάνια προς το νότιο τμήμα της χώρας μας (π.χ. στις 417

450 προφυλαγμένες θέσεις με Ωρινιάκια κατάλοιπα στην Πελοπόννησο) έγινε και μέσω μιας διαδρομής δυτικά της οροσειράς της Πίνδου (εικ. 8.43). Εικόνα Πιθανοί «οδοί» και χρόνος «διάχυσης» των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων στον ευρασιατικό χώρο σύμφωνα με τον P. Μellars (2002). Με τόξα μαύρου χρώματος πιθανοί «οδοί» «διάχυσης» των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο. (Πηγή:τροποποιημένη από Mellars 2002) Δραστηριότητα και συμπεριφορά των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων κατά την Πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη βορειοδυτική Ελλάδα Πέρα από τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν το λεπτομερή καθορισμό της χρονο-πολιτισμικής ακολουθίας της Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα (όπως άλλωστε και στο σύνολο του νότιου και νοτιοανατολικού ευρωπαϊκού χώρου), τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού των 3 θέσεων της μελέτης μας μαρτυρούν την παρουσία στην περιοχή των Ανατομικά Σύγχρονων Ανθρώπων. Οι ομάδες αυτές, φαίνεται ότι φτάνουν στη βορειοδυτική Ελλάδα γύρω στα χρόνια πριν από το παρόν. Εκεί συναντούν το πλούσιο παλαιοπεριβάλλον της περιοχής το οποίο δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί ουσιαστικά σε σχέση με ό,τι ίσχυε για τους ανθρώπους του Νεάντερταλ. Κατά την υποτιθέμενη άφιξη των Homo sapiens στη βορειοδυτική Ελλάδα, στο στάδιο OIS 3, το οποίο διαρκεί από τα μέχρι και τα χρόνια πριν από το παρόν, οι κλιματολογικές συνθήκες περιγράφονται ως γενικά ήπιες (Van Andel & Tzedakis 1996) και, παρά τα σοβαρά ψυχρά και ξηρά γεγονότα Heinrich και 3 που διαταράσσουν την 128 Για πολλούς ερευνητές (π.χ. Mellars 2002) ειδικά το ψυχρό κλιματικό επεισόδιο Heinrich 4 (βλ. παράρτημα) θεωρείται ότι σε πολλές περιοχές οδήγησε στην εξαφάνιση πληθυσμούς των ανθρώπων του Νεάντερταλ. 418

ΤΑ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΤΑ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΑ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΑΙΘΡΙΕΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΔΑΜ ΚΟΚΚΙΝΟΠΗΛΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ T ο καλοκαίρι του 1962 ο E.S. Higgs ξεκίνησε επιφανειακές έρευνες στη Δυτική Μακεδονία

Διαβάστε περισσότερα

3. Η Προϊστορική Ήπειρος

3. Η Προϊστορική Ήπειρος 3. Η Προϊστορική Ήπειρος Στη συνέχεια η κα Κοτζαμποπούλου μας ξενάγησε στο Α.Μ.Ι. και συγκεκριμένα στην αίθουσα 1 η οποία είναι αφιερωμένη στην Προϊστορική Ήπειρο. 1 3.1 Οι Νεάντερταλ Η Ήπειρος ήταν ένας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Κωνσταντίνος Στεφανίδης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ Σάββατο 4 Απριλίου 2015 Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Θεσσαλονίκη

ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ Σάββατο 4 Απριλίου 2015 Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Θεσσαλονίκη ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Α.Π.Θ. DEMUCIV ΔΙΚΤΥΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ : ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ Σάββατο 4 Απριλίου 2015 Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης Πειραιώς 211, Ταύρος Σάββατο, 23 Νοεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

Η κατεργασία και διακίνηση του σοκολατί πυριτόλιθου της Πίνδου στη λεκάνη του Μέσου Καλαμά Θεσπρωτίας

Η κατεργασία και διακίνηση του σοκολατί πυριτόλιθου της Πίνδου στη λεκάνη του Μέσου Καλαμά Θεσπρωτίας 1111111 ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Η κατεργασία και διακίνηση του σοκολατί πυριτόλιθου της

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών... ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας.

Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας. Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας. Στα εγκαίνια παραβρέθηκαν και μίλησαν οι Βουλευτές κ.κ Παναγιώτα Δριτσέλη, Χρήστος Σιμορέλης,

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17 Περιεχόμενα Λίγα λόγια για τους συγγραφείς 16 Πρόλογος 17 1 Εισαγωγή 21 1.1 Γιατί χρησιμοποιούμε τη στατιστική; 21 1.2 Τι είναι η στατιστική; 22 1.3 Περισσότερα για την επαγωγική στατιστική 23 1.4 Τρεις

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. iii

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. iii ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Χανίων κύριο Βασίλειο Γλυμιδάκη, για τη διευκόλυνση που μου παρείχε έτσι ώστε να έχω πρόσβαση στα δεδομένα κάθε

Διαβάστε περισσότερα

Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ. «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν

Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ. «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Π Α Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών». (Ψαλμ.136,1) ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΟΡΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Α.Μουνδρέα-Αγραφιώτη Προϊστορικές ανασκαφές Αφορούν ανθρώπινες εγκαταστάσεις, από 2,3 εκ. χρόνια πριν, μέχρι 1000 π.χ. 2.300.000-5.000 πριν (Παλαιολιθική, Μεσολιθική και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ Διπλωματική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2004-2007

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2004-2007 ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2004-2007 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΜΑΡΤΙΟΣ 2004 ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Το ξένο εργατικό

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Διάρθρωση μαθημάτων: Εισαγωγικά (2/10 Πλάντζος) Μεθοδολογία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 27 Μαΐου 2013 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η ελληνική

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα Εκδηλώσεων. Τόποι/ταυτότητες/ φυσική και πολιτιστική κληρονομιά: κρίσι-μα θέματα στρατηγικού σχεδιασμού

Πρόγραμμα Εκδηλώσεων. Τόποι/ταυτότητες/ φυσική και πολιτιστική κληρονομιά: κρίσι-μα θέματα στρατηγικού σχεδιασμού ΠΜΣ ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Τόποι/ταυτότητες/ φυσική και πολιτιστική κληρονομιά: κρίσι-μα θέματα στρατηγικού σχεδιασμού Εορτασμός Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς «Κρίσεις: συνέχειες

Διαβάστε περισσότερα

A. Georgiou*, D. Skarlatos. Civil Engineering & Geomatics Dept., Cyprus University of Technology,

A. Georgiou*, D. Skarlatos. Civil Engineering & Geomatics Dept., Cyprus University of Technology, Ανάπτυξη μεθοδολογικού εργαλείου με τη χρήση ΓΣΠ για την εύρεση κατάλληλων περιοχών για την χωροθέτηση φωτοβολταϊκού πάρκου: Η περίπτωση της Επαρχίας Λεμεσού στη Κύπρο A. Georgiou*, D. Skarlatos Civil

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ Α ΜΕΡΟΥΣ

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ Α ΜΕΡΟΥΣ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ Α ΜΕΡΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΟΥΣΕΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ «ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΑΓΩΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΑ», ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015 Η Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης (Επιτροπή Μουσειακής Αγωγής)

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου Γεωπάρκο Ένα «Γεωπάρκο» είναι: μια περιοχή με καθορισμένα όρια, η οποία συνδυάζει μνημεία σημαντικής γεωλογικής αξίας καθώς

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Ο Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α. ΠΑΛαΙΟΛΙθΙΚό

Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Ο Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α. ΠΑΛαΙΟΛΙθΙΚό Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Ο Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α ΓΝωΡίζΟΝΤαΣ ΤοΝ ΠΑΛαΙΟΛΙθΙΚό ΚάΤοΙΚΟ ΤηΣ ΗΠΕίΡΟυ T E Y Χ Ο Σ Γ Ι Α Τ Ο Δ Α Σ Κ Α Λ Ο & Τ Η Δ Α Σ Κ Α Λ Α ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ Ἡ μακροβιότερη πρωτεύουσα τῆς Λευκάδας

ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ Ἡ μακροβιότερη πρωτεύουσα τῆς Λευκάδας ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2010 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ Ἡ μακροβιότερη πρωτεύουσα τῆς Λευκάδας ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΧΑΡΑΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Μάθημα στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης ΕΚΠΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ ΡΟΔΟΠΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ανοικτή Πρόσβαση και αρχαιολογικά Δεδομένα.

Ανοικτή Πρόσβαση και αρχαιολογικά Δεδομένα. Ανοικτή Πρόσβαση και αρχαιολογικά Δεδομένα. Εισηγήτριες: Κανελλοπούλου Μπότη Μαρία, Δικηγόρος, Επίκουρη Καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου Βουλιγέα Ελένη, Αρχαιολόγος της Η Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΩΝ...xiii ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ...xv ΠΡΟΛΟΓΟΣ...xvii ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ...

Διαβάστε περισσότερα

Η Μάθηση και η Διδασκαλία με Χάρτες

Η Μάθηση και η Διδασκαλία με Χάρτες Η Μάθηση και η Διδασκαλία με Χάρτες Διάλεξη 7α: Νοητικοί Χάρτες Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου Ευανθία Μιχαηλίδου Στόχος εκπαίδευσης Κατανόηση γεωγραφικού χώρου Οπτική αντίληψη

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και Δήμο της Ζώνης IV. Η σκοπιμότητα του δείκτη αφορά στην γνώση των μακροσκοπικών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Ι [1+31 \Ι 111 ΝΙ \ε. \(t ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ. ΤΜΗΜΑ ΠΜΣ.. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΙΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ. ΤΜΗΜΑ ΠΜΣ.. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΙΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ Εξώφυλλο ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ. ΤΜΗΜΑ ΠΜΣ.. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΙΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ Όνομα Επίθετο φοιτητή/τριας [Με πεζά στοιχεία και στοίχιση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ Χρ. ΜΑΚΡΗ M.Sc. Γεωλόγος Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 2 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ Εκτίμηση ποτάμιας διάβρωσης Σκοπός της εργασίας: Να εκτιμηθεί ποσοτικά η ποτάμια διάβρωση κατά μήκος οκτώ χειμάρρων στη βόρεια Πελοπόννησο. Να βρεθεί

Διαβάστε περισσότερα

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Εργασία στο μάθημα: Το Νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3 η Χιλιετία π.χ. Παναγιώτης Καπλάνης Επιβλέπων Καθηγητής: Βλαχόπουλος Ανδρέας Εαρινό Εξάμηνο 2015 Η Θέση Η Ίος βρίσκεται στο

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μέτρηση in vitro πεπτικότητας σιτηρεσίων μεσογειακών ειδών ψαριών Εκτίμηση της διατροφικής αξίας και του ρυθμού αύξησης

Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μέτρηση in vitro πεπτικότητας σιτηρεσίων μεσογειακών ειδών ψαριών Εκτίμηση της διατροφικής αξίας και του ρυθμού αύξησης Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μέτρηση in vitro πεπτικότητας σιτηρεσίων μεσογειακών ειδών ψαριών Εκτίμηση της διατροφικής αξίας και του ρυθμού αύξησης i ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Α. ΜΟΥΤΟΥ (ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ)

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Εισαγωγή Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά, στη βορειοανατολική Κρήτη (Καβούσι, Ιεράπετρα), διήρκεσαν 6 εβδομάδες, ενώ ακολούθησε

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα του Σεμιναρίου: «Υπαίθρια Διαβίωση και Γεωμυθολογικά Μονοπάτια: Ανασαίνοντας την Μνήμη» Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Θέμα του Σεμιναρίου: «Υπαίθρια Διαβίωση και Γεωμυθολογικά Μονοπάτια: Ανασαίνοντας την Μνήμη» Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014 Το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ανωγείων πρόκειται να συνδιοργανώσει στο πλαίσιο των δράσεων του δικτύου «Γεωμυθολογικά-Γεωπεριβαλλοντικά μονοπάτια» στο οποίο ανήκει ως συνεργαζόμενο ΚΠΕ, με το Κ.Π.Ε.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ» «ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΑΨΑΡΝΩΝ ΛΕΣΒΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου 09/04/2019 Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου / Ιστορία - Εθνικά Θέματα Αθανάσιος Κίμων Ευθυμίου, Δημοσιογράφος Εκτός από κοιμητήριο, οι κατακόμβες ήταν και τόπος λατρείας. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού 2 ο Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από

Διαβάστε περισσότερα

Κρίσεις Συνέχειες - Ασυνέχειες στην Εξέλιξη του Πολιτισμού του Ελλαδικού Χώρου

Κρίσεις Συνέχειες - Ασυνέχειες στην Εξέλιξη του Πολιτισμού του Ελλαδικού Χώρου Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2012 «Ευρώπη μια Κοινή Κληρονομιά» 28-30 Σεπτεμβρίου 2012 Υλικός & Άυλος Πολιτισμός : Κρίσεις - Συνέχειες και Ασυνέχειες ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ

ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ 1.ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΓΕΩΠΟΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ Προπτυχιακό

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία και έγγραφα που απαιτούνται για την εγγραφή στο ΓΕΜΗ

Στοιχεία και έγγραφα που απαιτούνται για την εγγραφή στο ΓΕΜΗ Στοιχεία και έγγραφα που απαιτούνται για την εγγραφή στο ΓΕΜΗ Σύμφωνα με την αριθμ. Κ1-941 οικ./27.4.12 και την Κ1-1484/12.6.2012 του Υπουργείου Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας πρέπει να γίνει εγγραφή των

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Αναστασία Χριστοδούλου, Dr. Γεώργιος Δαμασκηνίδης Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας & Φιλολογίας Θεσσαλονίκη, 2015 Ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

Υπεύθυνος Προγράµµατος: Καθηγητής Νικόλαος Σταµπολίδης. (ΚΑΡ) Κλασική Αρχαιολογία (ΑΙΣ) Αρχαία Ιστορία (ΠΑΡ) Προϊστορική Αρχαιολογία

Υπεύθυνος Προγράµµατος: Καθηγητής Νικόλαος Σταµπολίδης. (ΚΑΡ) Κλασική Αρχαιολογία (ΑΙΣ) Αρχαία Ιστορία (ΠΑΡ) Προϊστορική Αρχαιολογία Ο αρχαίος µεσογειακός κόσµος: Ιστορία και Αρχαιολογία (ΦΕΚ 786/Β/6-10-93, αντικ. ΦΕΚ 170/Β/6-3-97, τροπ. ΦΕΚ 1137/Β/22-12-1997, διορθ. ΦΕΚ 401/Β/29-4-1998, τροπ. ΦΕΚ 1537/B/ 17-10-2003) τρεις κατευθύνσεις:

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Ι.Γ.Μ.Ε. 81η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 10-18/09/2016

Ι.Γ.Μ.Ε. 81η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 10-18/09/2016 Ι.Γ.Μ.Ε. 81 η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 10-18/09/2016 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ Βασική γεωλογική έρευνα Ειδικές γεωλογικές χαρτογραφήσεις Παλαιοντολογικοί - Παλυνολογικοί - Ιζηματολογικοί προσδιορισμοί Εφαρμογές Γεωγραφικών

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET05: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET05: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης καταγράφει το ποσοστό των ανέργων στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού ανά Περιφέρεια. Το επίπεδο ανεργίας αποτελεί βασική συνιστώσα της οικονομικής

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ DLS PORTAL & ΟΔΗΓΙΑΣ INSPIRE

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ DLS PORTAL & ΟΔΗΓΙΑΣ INSPIRE ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ DLS PORTAL & ΝΕΟΚΛΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΥΠ. ΚΛ. ΔΙΑΧ. ΚΑΙ ΥΠΟΣΤ. Σ.Π.Γ. 1 ο Φόρουμ Ανοικτό Δεδομένων Λευκωσία 3/6/2016

Διαβάστε περισσότερα

Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργία ΚΟΚΚΟΡΟΥ-ΑΛΕΥΡΑ Ομότ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργία ΚΟΚΚΟΡΟΥ-ΑΛΕΥΡΑ Ομότ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργία ΚΟΚΚΟΡΟΥ-ΑΛΕΥΡΑ Ομότ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κύριοι ερευνητικοί τομείς: Κλασική Αρχαιολογία - γλυπτική, εικονογραφία,

Διαβάστε περισσότερα

Πρακτική Άσκηση Τμή μ μ ή α μ τ α ο τ ς ο Μεσ ε ογ ο ε γ ιακ α ώ κ ν ώ Σπου ο δ υ ών ώ 1

Πρακτική Άσκηση Τμή μ μ ή α μ τ α ο τ ς ο Μεσ ε ογ ο ε γ ιακ α ώ κ ν ώ Σπου ο δ υ ών ώ 1 Πρακτική Άσκηση Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών 1 ΙΣΤΟΡΙΚΟ 2 Πρακτικές Ασκήσεις υλοποιούνται στο ΤΜΣ από το 2002. Ένταξη στο ΠΠΣ: Στ εξάμηνο Κατεύθυνσης (Απόφ. Προσ. Γ.Σ. 6/4-6-2002) Προαιρετικές Μη χρηματοδοτούμενες

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας

Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας Γ.Ν. Παπαδάκος, Δ.Ι. Καράγγελος, Ν.Π. Πετρόπουλος, Μ.Ι. Αναγνωστάκης, Ε.Π. Χίνης, Σ.Ε. Σιμόπουλος Τομέας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ 2014

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ 2014 ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Ικανοποίηση των Εργαζομένων του Τ.Ε.Ι. Κρήτης 2014 Συνοπτική Έκδοση Ηράκλειο, Σεπτέμβριος 2014 ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι.

Διαβάστε περισσότερα

Στελίδα, Νάξος. Το Αιγαίο πριν από τη 2 η χιλιετία Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Φοιτήτρια: Κούκουνα Κωνσταντία

Στελίδα, Νάξος. Το Αιγαίο πριν από τη 2 η χιλιετία Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Φοιτήτρια: Κούκουνα Κωνσταντία Στελίδα, Νάξος Το Αιγαίο πριν από τη 2 η χιλιετία Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Φοιτήτρια: Κούκουνα Κωνσταντία Ιωάννινα, 2018 1 Περιεχόμενα Τοποθεσία, σημασία και ιστορικό των ανασκαφών...3 Πίνακας χρονολόγησης..

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΣΑΠΗΣ Επιμέλεια 7 o Διήμερο Διαλόγου για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών 15 & 16 Μαρτίου 2008 Ομάδα Έρευνας της Μαθηματικής Εκπαίδευσης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ i ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ

Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ Σχεδιασμός, οργάνωση και υλοποίηση προγραμμάτων «Άθλησης για όλους Μέρος Β» Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος

Διαβάστε περισσότερα

Πώς θα χρησιμοποιήσετε το βιβλίο Πρόλογος Συντελεστές Ευχαριστίες του εκδότη Λίγα λόγια για τους επιμελητές

Πώς θα χρησιμοποιήσετε το βιβλίο Πρόλογος Συντελεστές Ευχαριστίες του εκδότη Λίγα λόγια για τους επιμελητές Σύντομα περιεχόμενα Πώς θα χρησιμοποιήσετε το βιβλίο Πρόλογος Συντελεστές Ευχαριστίες του εκδότη Λίγα λόγια για τους επιμελητές xvii xxii xxiv xxvi xxx 1 Έρευνα στις επιχειρήσεις, τη διοίκηση και την οικονομία,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Η Σύρος είναι νησί των Κυκλάδων. Πρωτεύουσά της είναι η Ερμούπολη, η οποία είναι πρωτεύουσα της Περιφέριας Νότιου Αιγαίου αλλά και του πρώην Νομού Κυκλάδων. Η Σύρος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 2010 Πρωτοβάθμια & Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (έτη αναφοράς , , )

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 2010 Πρωτοβάθμια & Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (έτη αναφοράς , , ) Έργο : ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 2010 Πρωτοβάθμια & Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (έτη αναφοράς 2005 2006, 2006 2007, 2007 2008) Πηγές ερευνητικών δεδομένων: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) Ενότητα:

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου

Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου Θεματικά Δίκτυα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΤΟΠΙΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET05: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET05: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης καταγράφει το ποσοστό των ανέργων στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού ανά Περιφέρεια. Το επίπεδο ανεργίας αποτελεί βασική συνιστώσα της οικονομικής

Διαβάστε περισσότερα

Ορθή επανάληψη: Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για υποψηφίους διδάκτορες στο πλαίσιο της χρηµατοδοτούµενης Πράξης Κύρτου Πλέγµατα

Ορθή επανάληψη: Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για υποψηφίους διδάκτορες στο πλαίσιο της χρηµατοδοτούµενης Πράξης Κύρτου Πλέγµατα Ορθή επανάληψη: Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για υποψηφίους διδάκτορες στο πλαίσιο της χρηµατοδοτούµενης Πράξης Κύρτου Πλέγµατα Αθήνα, 22/7/2013 To Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Στα δυτικά της εθνικής οδού Τρικάλων - Ιωαννίνων, 3χλμ πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...13

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...13 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ.........................................................13 Ι - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ, ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ.........................................15

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΕΚΕ 2013 2014»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΕΚΕ 2013 2014» ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΕΚΕ 2013 2014» Γ Ε Ν Ι Κ Α Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Πρόγραμμα Διαγωνισμός : Καλλιέργεια Ερευνητικής και Καινοτομικής Κουλτούρας : Τεχνολογία

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα / / Το Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης» φιλοδοξεί να φέρει σε επαφή το της Φιλοσοφικής Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

Νοσηλευτική Σεμινάρια

Νοσηλευτική Σεμινάρια Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Νοσηλευτική Σεμινάρια Ενότητα 6: Τρόποι Συγγραφής της Μεθόδου και των Αποτελεσμάτων μιας επιστημονικής εργασίας Μαίρη Γκούβα 1 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Α) Αρχαιολογικές Υπηρεσίες 1. Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς ΥΠΟΤ 2. Α Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 3.

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3 Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3 Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Βασική βιβλιογραφία για την παρούσα διάλεξη Renfrew,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ήμο της Ζώνης IV. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει άμεσα την κινητικότητα των επιχειρήσεων

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία Περιεχόμενα Σχετικά με τους συγγραφείς... ΧΙΙΙ Πρόλογος... XV Eισαγωγή...XVΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας Εισαγωγή... 1 Τι είναι η έρευνα;... 2 Τι είναι η έρευνα των επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ Φεβρουάριος 2005 ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ήμο της Ζώνης IV. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει

Διαβάστε περισσότερα

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι). Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Τα κυριότερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του νομού Ιωαννίνων είναι οι ψηλές επιμήκεις οροσειρές και οι στενές κοιλάδες. Το συγκεκριμένο μορφολογικό ανάγλυφο οφείλεται αφενός

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΟ ΑΠΛΟ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

ΠΙΟ ΑΠΛΟ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΠΙΟ ΑΠΛΟ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ (ΥΛΙΚΑ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ

Διαβάστε περισσότερα

To Ιερό Κορυφής του ΒρυςΙνα (II) η μαρτυρια των ευρηματων Συστηματική ανασκαφή

To Ιερό Κορυφής του ΒρυςΙνα (II) η μαρτυρια των ευρηματων Συστηματική ανασκαφή ανασκαφη To Ιερό Κορυφής του ΒρυςΙνα (II) η μαρτυρια των ευρηματων Συστηματική ανασκαφή Στα επτά χρόνια της ανασκαφής του Ιερού Κορυφής του Βρύσινα ήρθαν στο φως ποικίλα κεραμεικά αγγεία πόσης και εστίασης

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή Τεχνικών Κειμένων

Συγγραφή Τεχνικών Κειμένων Συγγραφή Τεχνικών Κειμένων Η Δομή του Γραπτού Από τις διαλέξεις του μαθήματος του Α εξαμήνου σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Τοπογραφίας & Γεωπληροφορικής Κ. Παπαθεοδώρου, Αναπληρωτής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΩΝ ΑΕΙ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΩΝ ΑΕΙ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αθήνα, 19-01-2018 Αρ. πρωτ.: 4900 ΠΡΟΣ: τους Πρυτάνεις και Προέδρους των ΜΟΔΙΠ των ΑΕΙ (όπως πίνακας αποδεκτών) ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ-ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ «ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ» IΣΤΟΡΙΚΟ Tο Κοινωφελές Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», αναγνωρίζοντας τις δραστηριότητές

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος Πινάκων Κατάλογος Σχημάτων Κατάλογος Χαρτών Κατάλογος Συντομογραφιών. Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1

Κατάλογος Πινάκων Κατάλογος Σχημάτων Κατάλογος Χαρτών Κατάλογος Συντομογραφιών. Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1 Περιεχόμενα Κατάλογος Πινάκων Κατάλογος Σχημάτων Κατάλογος Χαρτών Κατάλογος Συντομογραφιών ix xi xiii xv Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1 Κεφάλαιο 2: Βιβλιογραφική Ανασκόπηση 5 2.1:Ιστορικό πλαίσιο και θεωρητική

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ. Συνέντευξη Τύπου Του Γραμματέα Προγράμματος ΝΔ Ευριπίδη Στυλιανίδη με θέμα:

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ. Συνέντευξη Τύπου Του Γραμματέα Προγράμματος ΝΔ Ευριπίδη Στυλιανίδη με θέμα: ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Συνέντευξη Τύπου Του Γραμματέα Προγράμματος ΝΔ Ευριπίδη Στυλιανίδη με θέμα: «Δομή, στελέχωση και Μεθοδολογία κατάρτισης του Κυβερνητικού Προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας»

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΦΟΡΕΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΦΟΡΕΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 2000 2010 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΦΟΡΕΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΥΛΙΚΟΥ: Μαρία-Ξένη Γαρέζου Μαρία Κουτσουμπού Ευγενία Μήτρου Φωτεινή Σοφιανού ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό, ΟΤΑ και Δημοτικό Διαμέρισμα (Δ.Δ.). Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει

Διαβάστε περισσότερα