ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Π Ρ Ο Ϊ Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Α

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Π Ρ Ο Ϊ Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Α"

Transcript

1 ΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Σ Τ Η Ν Π Ρ Ο Ϊ Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Α ιδάσκων: Ευστράτιος Παπαδόπουλος

2 Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΘΟ ΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ 4

3 1. 1. Αρχαιολογία : ορισµός και µέθοδος Η Αρχαιολογία είναι η επιστήµη που µελετά τον υλικό πολιτισµό, δηλαδή τα υλικά κατάλοιπα της δραστηριότητας των κοινωνιών του παρελθόντος. εν αρκείται, όµως, στο να τα αποκαλύπτει και να τα καταγράφει. Προσπαθεί να τα κατανοεί και να τα ερµηνεύει. Ενδιαφέρεται, δηλαδή, και για τα µη υλικά συµφραζό- µενα των αντικειµένων: τον οικονοµικό τους ρόλο και τη συµβολική τους λειτουργία, έτσι ώστε να αποκρυπτογραφεί την κοινωνική οργάνωση κάθε πληθυσµιακής οµάδας, τη δοµή της οικογένειας, την κατανοµή της εργασίας, την ιεραρχία, τους θεσµούς, την ιδεολογία και τη θρησκεία. Σε κάθε περίπτωση περιγραφής και συζήτησης ενός αρχαιολογικού ευρήµατος, το ζητούµενο πρέπει να είναι, πέρα από τη σαφή και διεξοδική περιγραφή και χρονολόγησή του, η κατανόηση της σηµασίας του για το άτοµο και την κοινότητα στην οποία εντάσσεται. Όταν, παραδείγµατος χάριν, εντοπίζεται σε έναν οικισµό κάποιο κτίσµα πολύ µεγαλύτερων διαστάσεων από τα υπόλοιπα και µε διαφορετικά ή ειδικής ση- µασίας ευρήµατα στο εσωτερικό του, δεν αρκεί η περιγραφή της κάτοψης, των χώρων και των υλικών δοµής του ούτε µόνον η ακριβής ταξινόµηση των ευρηµάτων του. Αυτό που έχει µεγαλύτερη σηµασία είναι να εξακριβώσουµε την ταυτότητά του και τους λόγους για τους οποίους διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα κτίρια του οικισµού. Αν πάλι, η ανασκαφική έρευνα σε µία θέση φέρει στο φως ασυνήθιστα αντικείµενα, ας πούµε ένα θησαυρό µεταλλικών αντικειµένων, η διεξοδική καταγραφή τους είναι προφανώς αναγκαία προϋπόθεση, το ζητούµενο όµως είναι και εδώ η ερµηνεία της οικονοµικής, κοινωνικής ή συµβολικής αξίας του ευρήµατος, καθώς και η λειτουργία του χώρου στον οποίο εντοπίστηκαν. H αρχαιολογία, µε κριτήριο τη χρονική περίοδο την οποία µελετά, διακρίνεται σε κλάδους : προϊστορική, κλασική, ρωµαϊκή, βυζαντινή, βιοµηχανική κ.ά. Οι κλάδοι αυτοί, µε τις επιµέρους διαιρέσεις τους, έχουν αυτονοµηθεί, και τυγχάνουν γενικής αποδοχής, εφόσον βασίζονται στα διαφορετικά χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισµού κάθε περιόδου. Αποτελούν επίσης χρήσιµα επιστηµολογικά εργαλεία στα χέρια των αρχαιολόγων για τη χρονολόγηση και κατάταξη των ευρηµάτων. Ωστόσο, η διάκριση µε κριτήριο το χρόνο δεν είναι η µοναδική ισχύουσα στο χώρο της αρχαιολογίας. Υπάρχουν επίσης θεµατικοί κλάδοι και εξειδικεύσεις όπως 5

4 η περιβαλλοντική αρχαιολογία, η ζωοαρχαιολογία, η γεωαρχαιολογία, η αρχαιοβοτανική, αλλά και η επιγραφική, η νοµισµατική κ.ά. Βασικά στάδια της αρχαιολογικής έρευνας είναι: 1. Ο εντοπισµός και η ανασκαφική έρευνα. 2. Η συστηµατική καταγραφή των ευρηµάτων, και 3. Η ερµηνεία των δεδοµένων Συνήθως υπάρχουν προανασκαφικές πληροφορίες για την πιθανότητα παρουσίας µιας αρχαιολογικής θέσης. Αυτές µπορεί να είναι: 1. Προφορικές µαρτυρίες για ορατά οικιστικά κατάλοιπα ή τοπωνύµια, 2. Επιφανειακές ενδείξεις µετά από φυσικές καταστροφές. 3. Πορίσµατα συστηµατικών επιφανειακών ερευνών ( surveys ), 4. Πορίσµατα γεωµορφολογικών ερευνών 5. Πορίσµατα γεωφυσικών διασκοπήσεων, 6. Πορίσµατα αεροφωτογράφησης, Η αεροφωτογραφία συµβάλλει στο να αναγνωρίσουµε την παρουσία µιας αρχαιολογικής θέσης µε δύο κυρίως τρόπους: είτε µε τη διαπίστωση µεταβολών της βλάστησης, η οποία δεν µπορεί να είναι εξίσου πυκνή όπου υπάρχουν κτίσµατα κάτω από το έδαφος, είτε µε την ποικιλία των σκιάσεων µετά από φωτογράφηση τις πρώτες πρωινές ή τις απογευµατινές ώρες. Αεροφωτογράφηση Η ανασκαφική έρευνα είναι αυτή που θα προσφέρει τις περισσότερες πληροφορίες ως προς την ταυτότητα και τη σηµασία του ευρήµατος. Για τις ανάγκες 6

5 της συνεργάζεται ένας µεγάλος αριθµός εξειδικευµένων επιστηµόνων. Τοπογράφοι εκπονούν το σχέδιο της εντοπισµένης θέσης και τον ανασκαφικό κάνναβο 1, µε πλευρά ανασκαφικών τοµών κατά κανόνα 5 µέτρων. Οι αρχαιολόγοι µε τη συνεργασία συντηρητών, αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών έχουν την ευθύνη της διενέργειας της ανασκαφής. Τόσο στο στάδιο αυτό όσο και κατά τη διαδικασία της µελέτης των ευρηµάτων στο εργαστήριο και στο Μουσείο, συνεργάζονται µε: γεωλόγους, παλαιοβοτανολόγους, ζωοαρχαιολόγους, παλαιοανθρωπολόγους, αρχαιοµέτρες, νοµισµατολόγους, επιγραφολόγους, ειδικούς στη λιθοτεχνία και στην οστεοτεχνία,. Ανάµεσα στις εργασίες που συντελούνται κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας, και αποτελούν την εργασία πεδίου, πολύ σηµαντική είναι η µελέτη και κατανόηση της στρωµατογραφίας ενός οικισµού, δηλαδή των επάλληλων ανθρωπογενών επιχώσεων 2 που αντιστοιχούν σε φάσεις κατοίκησης και χρήσης του ανασκαµµένου χώρου. Ανάµεσα σ αυτές µπορεί να παρεµβάλλονται στρώµατα που αποτυπώνουν γεωµορφολογικά και περιβαλλοντικά επεισόδια, όπως άµ- µος, στάχτη και απανθρακωµένο υλικό. Νεολιθικός Οικισµός Προµαχών Topolnitsa Στρωµατογραφία Για να κατανοηθεί πληρέστερα ο χαρακτήρας των οικιστικών φάσεων µιας θέσης, απαιτείται επίσης η καταγραφή, ταξινόµηση, µελέτη και ερµηνεία των ευρηµάτων που εµπεριέχει κάθε φάση. Πραγµατοποιείται σε δύο στάδια: 1 Ορθογώνιος χώρος µεγάλων διαστάσεων µέσα στον οποίο ορίζονται οι ανασκαφικές τοµές. 2 Οι αρχαιολογικές επιχώσεις διαφέρουν από τις γεωλογικές, από τα στρώµατα, δηλαδή, που συσσωρεύονται και διαδέχονται το ένα το άλλο ως απόρροια φυσικών και τεκτονικών φαινοµένων. Οι αρχαιολογικές, αντιθέτως, οφείλονται στην ανθρώπινη κατοίκηση και δραστηριότητα σε ένα χώρο, µε τις επανειληµµένες ανακατασκευές των κτισµάτων τους, είναι, δηλαδή, ανθρωπογενείς. 7

6 α. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, µε τη διερεύνηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε στρώµατος και των ευρηµάτων του, κινητών και ακινήτων όπως είναι τα κτίσµατα, οι κατασκευές, οι τάφροι, οι περίβολοι, οι τάφοι κ.ά. β. Κατά τη διάρκεια της µελέτης του αρχαιολογικού υλικού στο Εργαστήριο και στο Μουσείο, όπου µεταφέρονται τα κινητά ευρήµατα στο σύνολό τους, καταγράφονται και ταξινοµούνται µε τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και ειδικών προγραµµάτων καταγραφής και επεξεργασίας. Ο τελικός στόχος του αρχαιολογικού έργου είναι η δηµοσίευση των πορισµάτων ως σύνθεση των εργασιών που πραγµατοποιήθηκαν στα δύο αυτά στάδια, µε τη σύµπραξη όλων των εµπλεκόµενων επιστηµόνων. Για την ερµηνεία των δεδοµένων, που είναι η ουσιαστικότερη απαίτηση κάθε αρχαιολογικού εγχειρήµατος, επιστρατεύονται συχνά τα µεθοδολογικά εργαλεία και τα πορίσµατα άλλων επιστηµών όπως η εθνολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ι- στορία, η ψυχολογία, η βιολογία κ.ά. ηµοσιεύσεις Ανασκαφικών Ερευνών 8

7 1. 2. Τα όρια της Προϊστορίας Ο ρόλος της αρχαιολογίας ως ιστορικής επιστήµης είναι να συµπληρώνει, να αποσαφηνίζει, να επιβεβαιώνει αλλά και να υποκαθιστά την ιστορική πληροφορία και γνώση. Όπως κάθε επιστήµη, έχει την ανάγκη τεκµηρίων για να συµπεράνει και να αποκαταστήσει το παρελθόν. Στην περίπτωση της αρχαιολογίας τεκµήρια αποτελούν τα αντικείµενα και οι µεταξύ τους σχέσεις. Η ιστορία, από την άλλη, βασίζεται σε µη υλικές µαρτυρίες, δηλαδή στα γραπτά κείµενα. Έτσι, ενώ ένα κεί- µενο µη αποκρυπτογραφηµένο δεν αφορά σχεδόν καθόλου την ιστορία, ενδιαφέρει, αντιθέτως, την αρχαιολογία, η οποία καλείται να καταγράψει: τη µορφή του, τις συνθήκες ανακάλυψής του, το υλικό πάνω στο οποίο διασώθηκε, τη χρονολόγησή του, την τεχνική και τα εργαλεία γραφής ή χάραξής του, τα συνευρήµατά του και τα χαρακτηριστικά του χώρου στον οποίο εντοπίστηκε. Είναι, ωστόσο, εύλογο, οι δύο επιστήµες, συγγενικές ως προς το ενδιαφέρον τους για το παρελθόν, να λαµβάνουν υπόψιν τους η µία τα πορίσµατα της άλλης. Η αρχαιολογική πληροφορία είναι απαραίτητη, και καλείται να υποκαταστήσει την ιστορική γνώση, είτε όταν η δεύτερη απουσιάζει είτε όταν κρίνεται α- νεπαρκής. Αυτό µπορεί να ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις: για την περίοδο της προϊστορίας, για τους πρώιµους ιστορικούς χρόνους, όταν οι πληροφορίες των γραπτών πηγών είναι ελάχιστες και διφορούµενες, για θέµατα που δεν ενδιέφεραν εξίσου τους αρχαίους συγγραφείς, όπως, ας πούµε, το εµπόριο ή οι καθηµερινές δραστηριότητες, για την περιφέρεια των αρχαίων πόλεων-κρατών, για πολλές πτυχές του ιδιωτικού βίου, για λαϊκούς θεσµούς και δρώµενα, ή για τη θέση και το ρόλο µειονοτήτων όπως οι γυναίκες και οι δούλοι. Η αρχαιολογική γνώση, επιπλέον, καλείται συχνά να ελέγξει, να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ιστορική πηγή, να αξιολογήσει δηλαδή την αντικειµενικότητά της. Η έναρξη της προϊστορίας ανάγεται στα αρχαιότερα υλικά κατάλοιπα που αποδίδουµε σήµερα σε πρώιµα είδη ανθρωπιδών, όπως οι homo habilis. Τα κατάλοιπα αυτά είναι είτε οι ίδιοι οι χώροι προσωρινής παραµονής των ολιγάριθµων εκείνων οµάδων, µε τα υπολείµµατα τροφής τους, είτε τα εργαλειακά σύνολα που κατασκεύαζαν κυρίως για τις ανάγκες του κυνηγιού. Η έναρξη, λοιπόν, της προϊστορίας συµπίπτει µε την έναρξη της Κατώτερης (Αρχαιότερης) Παλαιολιθικής 9

8 Εποχής, και τοποθετείται πριν από 2 περίπου εκατοµµύρια χρόνια. Ως προς το πέρας, όµως, της προϊστορίας, ο καθορισµός των ορίων δεν είναι εξίσου σαφής ούτε γενικής αποδοχής. Για τη χρονική περίοδο που καλύπτει η προϊστορία δε διαθέτουµε άλλες πηγές ιστορικής γνώσης παρά µόνον τα αρχαιολογικά δεδοµένα. Αντιθέτως, για τις περιόδους που έπονται µπορούµε να αντλήσουµε σηµαντικές πληροφορίες και από τις επιστήµες που αξιοποιούν τις γραπτές µαρτυρίες: την ιστορία, την επιγραφική, την κοινωνιολογία, τη φιλολογία κ.ά. Σ αυτές τις περιπτώσεις, η Αρχαιολογία καλείται, ως ιστορική επιστήµη, να βελτιώσει και να εµπλουτίσει αυτή τη γνώση. Η προϊστορία, λοιπόν, αφορά τις περιόδους εκείνες που προηγούνται των γραπτών πηγών. Το όριο αυτό, ωστόσο, αποδεικνύεται σε αρκετές περιπτώσεις ανασφαλές, για τους παρακάτω λόγους: 1. Οι γραπτές πηγές δεν υιοθετούνται σε κάθε γεωγραφικό χώρο κατά την ίδια χρονική περίοδο. Ακόµη και όµορες περιοχές µπορεί να διαφέρουν ως προς την εισδοχή και την αφοµοίωση της γραφής, που φαίνεται ότι αποτέλεσε νεωτερισµό αναγκαίο για την οργάνωση και λειτουργία των πρώιµων αστικών κοινωνιών. εν είναι, λοιπόν, παράδοξο το γεγονός ότι τα πρώτα ιστορικά 3 κείµενα προέρχονται από τις πόλεις της 4 ης χιλιετίας στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο, εκεί, δηλαδή, όπου αναδύθηκαν τα πρωιµότερα αστικά µορφώµατα, µε εφόδιο µια οργανωµένη γραφειοκρατία ανακτόρου ή ιερατείου. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, γειτονικές περιοχές, όπως ο αιγαιακός χώρος, εξακολουθούν να ανήκουν στην προϊστορία. Όταν αργότερα, κατά τη 2 η χιλιετία π.χ., η Νότια Ελλάδα θα βιώσει µια ανάλογη µετεξέλιξη των µικρών οικισµών στις αστικές κοινωνίες των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων, που υιοθέτησαν συστήµατα γραφής και αρχειοθέτησης, η υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει υπερβεί τα όρια της προϊστορίας. 2. Τα γραπτά κείµενα δεν προσφέρουν πάντοτε ιστορικές πληροφορίες, αλλά µπορεί να είναι απλώς κατάλογοι προϊόντων, ζώων ή σκευών. Έτσι ερµηνεύουµε ορισµένα σύµβολα χαραγµένα σε πήλινες πινακίδες ή και σε αντικείµενα καθηµερινής χρήσης, γνωστά στη Νότια Βαλκανική ήδη από την 6 η χιλιετία π.χ. Αλλά και πάνω σε αγγεία της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, στη βάση ή, σπανιότερα, στο σώµα τους, συναντούµε εγχάρακτα σηµάδια κεραµέων, δηλωτικά προέλευσης, ιδιοκτησίας ή περιεχοµένου. Οι καταγραφές αυτές δεν προσφέ- 3 Εκείνα που δίνουν πληροφορίες για την κοινωνία και τον πολιτισµό της συγκεκριµένης περιοχής, µπορούν, δηλαδή, να θεωρηθούν ιστορικές πηγές, δεν είναι απλοί κατάλογοι και λογιστικές καταγραφές προϊόντων. 10

9 ρουν αξιοποιήσιµες ιστορικές πληροφορίες, αν και είναι, οπωσδήποτε, πολύ σηµαντικές. 3. Γνωρίζουµε επίσης συστήµατα γραφής τα οποία δεν έχουν ακόµη αποκρυπτογραφηθεί, αν και είναι ενδεχόµενο να περιέχουν ιστορικά στοιχεία. Τέτοια παραδείγµατα αποτελούν δύο συστήµατα γραφής του µινωικού πολιτισµού 4, το ιερογλυφικό και η Γραµµική Α. Αποδεχόµαστε, λοιπόν, για την περίοδο χρήσης τους ότι η Κρήτη εξακολουθεί να ανήκει στην προϊστορία, µολονότι και γραπτές πηγές διαθέτει, και στενούς εµπορικούς δεσµούς µε την Αίγυπτο, η οποία έχει προ πολλού διαβεί το κατώφλι της ιστορίας. 4. Οι γραπτές πηγές αφορούν σχεδόν πάντα τα αστικά κέντρα και όχι την περιφέρεια. Ακόµη και σε περιπτώσεις που έχουµε συστήµατα αποκρυπτογραφη- µένα, όπως αυτό της Γραµµικής Β για το µυκηναϊκό κόσµο, οι πληροφορίες αφορούν στην οργάνωση και τη δοµή του ανακτόρου και όχι στην επικράτεια και την περιφέρειά του. Υπάρχουν, από την άλλη, περιπτώσεις εντοπισµού γραπτών πηγών σε περιοχές στις οποίες έφτασαν λόγω εµπορικών επαφών, χωρίς να αποτελούν δικό τους προϊόν. Έχουν βρεθεί, λόγου χάριν, µινωικές σφραγίδες µε σύµβολα της Γραµµικής Α στη Σαµοθράκη και στον Εύξεινο Πόντο, σε θέσεις που δε διέθεταν συστήµατα γραφής. 5. Η ένταξη στους προϊστορικούς ή τους ιστορικούς χρόνους εξαρτάται και από την εξέλιξη της αρχαιολογικής και φιλολογικής έρευνας, εφόσον µπορεί να ανατραπεί από την εύρεση νέων κειµένων ή την αποκρυπτογράφηση παλαιότερων. Αυτό συνέβη, όταν κατανοήθηκε ότι η Γραµµική Β είναι συλλαβογραφική απόδοση µιας πρώιµης ελληνικής γλώσσας. Μέχρι τότε, θεωρούσαµε την έναρξη της ιστορικής περιόδου στον αιγαιακό χώρο σύγχρονη µε την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου, σε χρόνο και διαδικασία που δεν είναι επίσης γενικώς αποδεκτή, αλλά, οπωσδήποτε, κατά τη Γεωµετρική εποχή 5. Μετά την αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της Μυκηναϊκής Γραφής, οι οποίες, αν και κατάλογοι στην πλειονότητά τους, φαίνεται ότι προσφέρουν πολύτιµες ιστορικές πληροφορίες, η έναρξη των ιστορικών χρόνων φαίνεται ότι προηγείται κατά τρεις αιώνες. 4 Η λέξη πολιτισµός (culture) στην αρχαιολογία σηµαίνει ένα σύνολο ιδιαίτερων στοιχείων που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριµένο χώρο και χρόνο, και επαναλαµβάνονται έτσι ώστε να δηµιουργούν µια σαφή τυπολογική σειρά. Λέµε π.χ. ο νεολιθικός πολιτισµός του Σέσκλου ή ο Μινωικός πολιτισµός. Η παραδοσιακή προσέγγιση θεωρεί ότι ο διαπιστωµένος µε αρχαιολογικά κριτήρια πολιτισµός είναι το αποτύπωµα µε υλικούς όρους ενός συγκεκριµένου λαού, µιας προσδιορισµένης εθνικής οµάδας, που έτσι ανιχνεύεται και ανακαλύπτεται από τον αρχαιολόγο. 5 Γεωµετρική περίοδος: η περίοδος αµέσως µετά την παρακµή του Μυκηναϊκού πολιτισµού, γύρω στο 1000 π.χ. και έως το 700 π.χ., όταν αρχίζει η Αρχαϊκή εποχή. Αποκαλείται έτσι λόγω των γεω- µετρικών διακοσµητικών θεµάτων που κυριαρχούν στην τέχνη, κυρίως στην αγγειοπλαστική. 11

10 Πινακίδες της Tartaria Σφηνοειδής γραφή Αρχάνες: Γραµµική Α 12

11 1. 3. Η Αρχαιολογία ως επιστήµη Το ιστορικό και τα αρχαιολογικά ρεύµατα Το ενδιαφέρον για το παρελθόν είναι συστατικό της ανθρώπινης φύσης, είτε αυτό έχει ως αντικείµενο τους αρχαίους πολιτισµούς είτε τη δηµιουργία και την εξέλιξη της γης και του σύµπαντος. Στο σύνολό τους οι λαοί επινόησαν µυθολογικές παραδόσεις, και εξέφρασαν κοσµολογικές αντιλήψεις, βασισµένες περισσότερο στη φιλοσοφία και λιγότερο στη φυσική, προσπαθώντας να κατανοήσουν το παρελθόν. Το ενδιαφέρον, πάντως, για τα έργα παλαιότερων κοινωνιών, για τα πολύτιµα, κατά κύριο λόγο, υλικά τους κατάλοιπα, αυτά που αποκαλούµε σήµερα αρχαιότητες, και κυρίως για τα έργα τέχνης της αρχαίας Ελλάδας, δροµολογείται ήδη κατά την περίοδο της Ρωµαιοκρατίας. Τότε, οι Ρωµαίοι αυτοκράτορες και στρατηγοί αποσπούν ληστρικά από τις ελληνικές πόλεις, και µεταφέρουν στις βίλες τους στην Ιταλία τα µεταλλικά και µαρµάρινα έργα της κλασικής ελληνικής τέχνης. Η πρώτη αυτή τάση αρχαιοφιλίας δεν περιορίζεται στη µεταφορά και έκθεση των πρωτότυπων έργων, αλλά συνυπάρχει µε τη µαζική παραγωγή ρωµαϊκών αντιγράφων, µιµήσεων δηλαδή είτε αγαλµατικών τύπων του παρελθόντος είτε ζωγραφικών συνθέσεων όπως αυτές που µας είναι γνωστές από την Ποµπηία. Μια ανάλογη τάση αρχαιοφιλίας επανεµφανίζεται κατά την εποχή της Αναγέννησης, όταν ο Αριστοτέλης έρχεται να αντικαταστήσει στη υτική Ευρώπη την απόλυτη αλήθεια της καθολικής εκκλησίας. Η αρχαιολογία, όµως, ως επιστήµη δεν αναδύεται ουσιαστικά πριν από το 18 ο αιώνα, όταν, χάρη στην έκρηξη των ιδεών του ιαφωτισµού, που συνεπάγεται την αµφισβήτηση οποιασδήποτε παραδοσιακής αντίληψης και γνώσης, δηµιουργείται πρόσφορο έδαφος για την απρόσκοπτη έρευνα του παρελθόντος, έξω από τα ασφυκτικά όρια των ως τότε θρησκευτικών και επιστηµονικών αγκυλώσεων. Ο 19 ος αιώνας γνωρίζει τις επαναστατικές στο χώρο της βιολογίας θεωρίες του Laplace και του Darwin για την εξέλιξη των ειδών, θεωρίες µάλιστα που συνοδεύονται από µακρόχρονες έρευνες, βασισµένες κατά κύριο λόγο στην εµπειρική παρατήρηση. Αυτές οι έρευνες βρίσκουν πιστούς οπαδούς και συνεργάτες στις 13

12 επιστήµες της Γεωλογίας και της Παλαιοντολογίας, αφού τα απολιθώµατα που ε- ντοπίζονται στις γεωλογικές αποθέσεις δίνουν χρήσιµες πληροφορίες για είδη που υπήρξαν κατά το παρελθόν, αλλά εξαφανίστηκαν, επειδή δεν ευνοήθηκαν από τη διαδικασία της φυσικής επιλογής 6. Οι τρεις αυτές επιστήµες, βιολογία, γεωλογία και παλαιοντολογία επηρεάζουν αποφασιστικά της εξέλιξη της νεόκοπης επιστή- µης της αρχαιολογίας, αλλά και τον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών. Charles Darwin, The Origin of Species, 1859 Η εξοικείωση των επιστηµόνων αλλά και των αστικών κυβερνήσεων του αιώνα αυτού µε την ιδέα της εξέλιξης ως γενικευµένης επιστηµονικής αλήθειας, συνέβαλε στο να αναζητηθεί αυτή η εξέλιξη όχι µόνο στο ζωικό και φυτικό βασίλειο αλλά και σε άλλα, πιο συµφέροντα για την αστική κοινωνία, πεδία: 1. Στο πεδίο της εθνικής ιστορίας: εδώ, η µελέτη του παρελθόντος, µέσα από µια πολιτισµική/ιστορική προσέγγιση, εξυπηρέτησε την εθνική ιδεολογία και σε περιπτώσεις όπως της Ελλάδας, και αυτή ακόµη τη συγκρότηση του εθνικού κράτους µέσω του ιδεολογήµατος της συνέχειας της φυλής και του έθνους. Συγγενική, όσον αφορά τον τρόπο αυτό επεξήγησης του παρελθόντος, είναι και η κεντρική ιδέα του αντι-διαφωτισµού του Herder, που ανακαλύπτει ένα διακριτό χαρακτηριστικό πίσω από κάθε εθνική οµάδα, ή, µε άλλα λόγια, ένα ειδικό σηµείο στο οποίο εστιάζει κάθε πολιτισµός. Για τους Έλληνες ως τέτοιο υποδεικνύει το 6 Βιολογική διαδικασία σύµφωνα µε την οποία επιβιώνουν τα είδη εκείνα που τα δεδοµένα σε συγκεκριµένο χώρο και χρόνο χαρακτηριστικά τους εξυπηρετούν καλύτερα την προσαρµογή τους στις επιταγές του φυσικού περιβάλλοντος. 14

13 διαχρονικό τους δεσµό µε τη θάλασσα. Η υποτιθέµενη ύπαρξη ενός στοιχείου που συνοδεύει µοιρολατρικά την πορεία κάθε έθνους συνιστά µια a priori αντίθετη προς τις αρχές του διαφωτισµού ιδέα. Γόρτυνα Κρήτης Aπό τις ανασκαφές των αρχών του 20 ου αιώνα 2. Στο πεδίο του ανθρώπινης εξέλιξης: εδώ, διαµορφώθηκε η ιδέα µιας νοµοτελειακής πορείας, µέσα από πολιτισµικά στάδια µε παγκόσµια ισχύ, µε προορισµό και κατάληξη τη δυτική κοινωνία. Οι ανθρωπολόγοι του 19ου και του 20ου αιώνα ήταν υπέρµαχοι του γραµµικού σχήµατος εξέλιξης, σύµφωνα µε το οποίο η κοινωνία αναπτύχθηκε κατά στάδια: θηρευτικό, κτηνοτροφικό, αγροτικό και αστικό. Στοιχεία γραµµικής πορείας της ανθρωπότητας συναντούµε και στις σύγχρονές τους µαρξιστικές θεωρίες, όπου τα στάδια αντικαθίστανται από τους τρόπους παραγωγής, αρχίζοντας από τον ασιατικό και καταλήγοντας στο βιοµηχανικό. Αυτή η ιδέα του κοινωνικού εξελικτισµού είναι ευδιάκριτη, µετά τα µέσα του 19 ου αιώνα, σε εργασίες που αναγνωρίζουν στους πρωτόγονους πολιτισµούς, στάδια της εξέλιξης των παλαιότερων κοινωνιών. Η πρόταση αυτή αντιγράφει πιστά τους σύγχρονούς της βιολόγους που προσπαθούν να ταξινοµήσουν τα απολιθώµατα, ώστε να έχουν την ακριβή συνέχεια της βιολογικής αλυσίδας κατά είδος. Καλλιεργείται έτσι η αντίληψη ότι όσοι λαοί φαίνεται να ανήκουν ακόµη σε παρωχηµένα στάδια εξέλιξης, µπορούν και πρέπει να εκπολιτίζονται από ιεραποστολικές οµάδες, σκεπτικό που έσπευσε να νοµιµοποιήσει την αποικιοκρατική πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών 7. Αυτή ακριβώς η διαχείρηση της αρχαιολογικής και ιστορικής πληροφορίας παρελθόντος είτε από την πολιτισµική προσέγγιση είτε από τον κοινωνικό εξελικτισµό άρχισε να αποκαλύπτει το πρόβληµα του υποκειµενισµού ως προς την ερ- 7 Την ίδια εποχή η παραδοσιακή ιστορία µυθοποιούσε µε ανάλογα επιχειρήµατα περί εκπολιτισµού το έργο στρατηλατών της αρχαιότητας όπως ο Μέγας Αλέξανδρος. 15

14 µηνεία του παρελθόντος, να καταδεικνύει, δηλαδή, ότι τα ίδια γεγονότα µπορούν να ερµηνεύονται µε διαφορετικό τρόπο, εξαρτώµενο από διαφορετικές ιστορικές, κοινωνικές αλλά και πολιτικές συνθήκες. Αυτές καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό την αντίληψη του ερευνητή, της επιστηµονικής οµάδας αλλά και της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Τέτοιες µεταβλητές θέτουν τα όρια της µελέτης και της ερµηνείας του παρελθόντος σε κάθε εποχή, πρόβληµα που δεν αφορά, βεβαίως, µόνον την αρχαιολογία, αλλά όλες τις επιστήµες, περισσότερο ίσως τις ανθρωπιστικές αλλά, πάντως, και τις θετικές. Ο φυσικός Kuhn στο έργο του «Η δοµή των επιστηµονικών επαναστάσεων» υποστήριξε ότι ακόµη και στα επαναλαµβανόµενα εργαστηριακά πειράµατα, οι θετικοί επιστήµονες παρατηρούν και καταγράφουν τµήµα µόνο των φαινοµένων, και κατ εξοχήν εκείνα των οποίων την απόδειξη επιχειρούν. Κατά το πρώτο µισό του 20ου αιώνα, η επιστήµη της αρχαιολογίας επηρεάστηκε σηµαντικά από το διαλεκτικό υλισµό και τη µαρξιστική θεωρία, προσέγγιση που συναντούµε στο έργο του κορυφαίου Βρετανού αρχαιολόγου Gordon Childe. Ο ίδιος καθιερώνει στο χώρο της αρχαιολογίας τον όρο επανάσταση - νεολιθική, αστική- και προβάλλει το ρυθµιστικό ρόλο των παραγωγικών µέσων και του υλικού εξοπλισµού, όπως είναι τα εργαλεία, η καλλιέργεια, η άρδευση, τα µέταλλα αλλά και το εµπόριο, στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Με το έργο του υιοθετείται στο χώρο της αρχαιολογίας η εδραιωµένη στη βιολογία θεωρία της µονογένεσης, σύµφωνα µε την οποία ένας νεωτερισµός επινοείται άπαξ, και εν συνεχεία µεταβιβάζεται, διαδίδεται από περιοχή σε περιοχή. Ως τέτοιες επινοήσεις θεωρούµε: την εξηµέρωση φυτών και ζώων, τη γραφή, την άρδευση, την κεραµική, την άροση κ.ά. Καθιερώνεται, έτσι, η ιδέα της διάδοσης, ο ντιφουζιονισµός (diffusion), είτε µε άµεσο τρόπο, προϋποθέτοντας για τη µεταβίβαση ενός νεωτερισµού τη µετακίνηση πληθυσµιακών οµάδων ως φορέων του, είτε µε έµµεσο, για καινοτοµίες που διαδίδονται µέσω επικοινωνίας, ανταλλαγών και εµπορίου. Λίγο µετά τα µέσα του αιώνα, ο θετικισµός επηρέασε σηµαντικά την αρχαιολογική σκέψη, προτείνοντας την επαλήθευση των υποθέσεων/θεωριών µε γνώµονα τις ακριβέστερες δυνατές µεθόδους µέτρησης και ταξινόµησης των υλικών καταλοίπων. Η αποκαλούµενη Νέα Αρχαιολογία υποστήριξε από τη δεκαετία του 60, κάτω ακριβώς από την επίδραση του θετικισµού, ότι η µελέτη των αρχαιολογικών δεδοµένων, λόγω της υλικής τους υπόστασης, δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά µόνον από την 16

15 ακρίβεια της µεθόδου που τα περιγράφει. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να µεριµνήσου- µε ώστε αυτή η µέθοδος να είναι αµερόληπτη και ουδέτερη. Κατανοούµε, λοιπόν, εύκολα γιατί το συγκεκριµένο ρεύµα δεν θέλησε να ασχοληθεί µε τη µελέτη πεδίων του πολιτισµού και του παρελθόντος όπως η ιδεολογία και ο συµβολισµός, αφού αυτά δεν αφήνουν ορατά λείψανα. Από την άλλη, συζήτησε στοιχειωδώς ζητήµατα όπως η εξέλιξη της κοινωνικής οργάνωσης και της οικονοµίας, επειδή και αυτά δεν ενσωµατώνουν µετρήσιµα στοιχεία. Βασικός στόχος της Νέας Αρχαιολογίας ήταν να καθιερωθεί ένας αυστηρά τυποποιηµένος τρόπος ανάλυσης του υλικού, έτσι ώστε να συναχθούν και να καταγραφούν γενικοί νόµοι της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Βασικό της εργαλείο υπήρξε η παραγωγική/υποθετική µέθοδος, σύµφωνα µε την οποία ορίζουµε γενικές προβλέψεις -κατά τα πρότυπα των µοντέλων 8 των θετικών επιστηµών- τις οποίες προσπαθούµε στη συνέχεια να ελέγξουµε, να επαληθεύσουµε ή να διαψεύσουµε, µέσω των αρχαιολογικών πληροφοριών. Το ρεύµα αυτό ονοµάστηκε λίγο αργότερα διαδικαστική αρχαιολογία (Processual Archaeology), ακριβώς επειδή ενδιαφέρεται κυρίως για το πώς, τον τρόπο, δηλαδή, και τη διαδικασία του πολιτισµικού γίγνεσθαι και όχι µόνο για τη διαπίστωση των γεγονότων, κάτι που αποτελούσε αντικείµενο της πολιτισµικής παραδοσιακής αρχαιολογίας του 19 ου αιώνα. Σηµασία, δηλαδή, γι αυτήν, για να χρησιµοποιήσουµε ένα παράδειγµα, δεν έχει µόνο η παρουσία ενός αστικού µορφώµατος ή ενός ανακτόρου, αλλά περισσότερο η διαδικασία που προκάλεσε την ανάδυσή του. Για τη ιαδικαστική Αρχαιολογία, η ερµηνεία του ερευνητή για το παρελθόν είναι υποκειµενική, µια αξιολογική κρίση που δεν έχει θέση στον επιστηµονικό λόγο. Ο ερευνητής πρέπει να βασίζεται σε µεθόδους δοκιµασµένες από τις θετικές επιστήµες, προκειµένου να καταλήγει σε γενικούς νόµους µε παγκόσµια ισχύ. Για την κατανόηση του πώς, δηλαδή των διαδικασιών, επιστρατεύτηκε ευρέως την ίδια δεκαετία µε επιρροές από τη διαδικαστική αρχαιολογία και τη θεωρία των συστηµάτων - η συστηµική προσέγγιση, σύµφωνα µε την οποία οι ανθρώπινες κοινότητες του παρελθόντος αποτελούν αυτόνοµα συστήµατα, δοµη- µένα έτσι ώστε να βρίσκονται σε διαρκή ισορροπία, και µε εγγενή την τάση να µην ενσωµατώνουν παρά εκείνους τους νεωτερισµούς που δε θέτουν σε κίνδυνο την 8 Τα µοντέλα (models) είναι και στο πεδίο της αρχαιολογίας τα ερµηνευτικά πρότυπα, τα οποία, σύµφωνα µε τις αρχές του θετικισµού, σχηµατίζονται, περιγράφονται διεξοδικά, και εν συνεχεία ελέγχονται για να επαληθευτούν ή να διαψευστούν από τα αρχαιολογικά δεδοµένα. 17

16 κατακτηµένη εύρυθµη λειτουργία του συστήµατος. Το τελευταίο, αποτελείται από υποσυστήµατα, όπως το οικονοµικό, συµβολικό, κοινωνικό κ.ά., τα οποία αλληλεπιδρούν µεταξύ τους, κάτω όµως από θεσµοθετηµένους κανόνες που επιτρέπουν τις βαθµιαίες µόνο και όχι τις αιφνίδιες πολιτισµικές µεταβολές. Περίπου σύγχρονη είναι η λειτουργιστική προσέγγιση (Functional Archaeology), η οποία αντιµετωπίζει την κοινωνία ως βιολογικό οργανισµό αποτελούµενο από επιµέρους τµήµατα που επενεργούν µεταξύ τους επιτρέποντας την εξέλιξη και την επιβίωση της κοινωνίας. Οι αναλογίες που προτείνει, προέρχονται τόσο από τη µηχανική 9 όσο και από τη βιολογία, όπως αυτή παγιώθηκε µετά την αποδοχή των δαρβινικών αντιλήψεων για την εξέλιξη και τη φυσική επιλογή, και µετά την προβολή αυτών των αντιλήψεων στην κοινωνία. Ωστόσο, οι προτάσεις των διαδικαστικών και των λειτουργιστικών µοντέλων έχουν αµφισβητηθεί έντονα, γιατί αντιλαµβάνονται σχεδόν καταναγκαστικά και µοιρολατρικά τη σχέση των ατόµων και των οµάδων µε κάποιες γενικές κανονικότητες. Η ωφέλεια, πάντως, από την αποδοχή της διαδικαστικής οπτικής, είναι η είσοδος και εδραίωση στο χώρο της αρχαιολογίας µεθόδων των θετικών επιστηµών, όπως η στατιστική, τα µαθηµατικά, οι αρχαιοµετρικές αναλύσεις και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Κατά την τελευταία εικοσαετία, δίπλα στα πρώτα µεταπολεµικά ρεύµατα έχει εδραιώσει τη θέση της η µετα-διαδικαστική αρχαιολογία (Post-processual Archaeology), η οποία µας υπενθύµισε ότι ο υλικός πολιτισµός συγκροτείται και από νοήµατα, εφόσον στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής κάθε αντικείµενο χρησι- µοποιείται µέσα σε ένα δίκτυο ιδεών και συµβόλων. Έτσι, επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβληµα της ερµηνείας στην αρχαιολογία, ακριβώς επειδή η προσέγγιση αυτή εµπεριέχει και τον ίδιο τον ερευνητή ως ιστορική οντότητα. Ο Ι.Hodder, εισηγητής της θεωρίας, συµπυκνώνει τα θεµελιώδη συστατικά της µεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας ως εξής: 1. Ο πολιτισµός συγκροτείται από νοήµατα, άλλα αναγνωρίσιµα και άλλα όχι, ακόµη και στην περίπτωση αντικειµένων που δεν σχετίζονται µε πεδία όπως η θρησκεία και η ιδεολογία, παραδείγµατος χάριν στον τύπο και τα χαρακτηριστικά µιας κατοικίας. Τέτοια νοήµατα µπορεί να µην γίνονται αντιληπτά όχι µόνο στο σύγχρονο ερευνητή αλλά ούτε καν στο φορέα και χρήστη ενός αντικειµένου κατά το παρελθόν. Ωστόσο, παράγονται και µεταφέρονται κατά τη διάρκεια της κοι- 9 Η επιστήµη που µελετά τον τρόπο λειτουργίας της µηχανής, προτείνοντας την αποτελεσµατικότατη συνεργασία των τµηµάτων της ως πρότυπο και για την οργάνωση της κοινωνίας. 18

17 νωνικής πράξης. Σε έναν κόσµο πολλαπλών νοηµάτων όπως αυτός που περιγράφει η θεωρία, τα υλικά κατάλοιπα δεν αποτελούν µετρήσιµα και ασφαλή δεδοµένα όπως υποστήριζε ο θετικισµός, αλλά στοιχεία µε µεταβαλλόµενη σηµασία ακόµη και κατά το παρελθόν. 2. Για να ανακαλύπτουµε και να κατανοούµε τους τρόπους και τις διαδικασίες χρήσης των αντικειµένων, και κατ επέκταση τις ιδέες που είχαν οι άνθρωποι γι αυτά, µοναδικό εργαλείο είναι η µελέτη της συνάφειας των αρχαιολογικών ευρηµάτων, δηλαδή των υλικών συµφραζοµένων (context) κάθε ευρήµατος. Έτσι, αποκρυπτογραφείται ο ρόλος που διαδραµατίζει η ιδεολογία στη διαµόρφωση της κοινωνικής πραγµατικότητας, εφόσον αποδεχτούµε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν µπορεί να καθορίζεται µόνον από φυσικούς νόµους και βιολογικές αναγκαιότητες αλλά και από την ανθρώπινη παρέµβαση. 3. Ο πολιτισµός δεν είναι παθητικό προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά αποτέλεσµα της ενεργούς συµµετοχής των µελών της κοινωνίας. Ο Hodder, για να χρησιµοποιήσει ένα παράδειγµα, υποστήριξε ότι η ίδρυση των νεολιθικών οικισµών προηγήθηκε της εξηµέρωσης ζώων και φυτών, η οποία µε τη σειρά της είχε µια συµβολική αξία πλην της ευνόητης οικονοµικής. Η εξηµέρωση δηλαδή, όπως και η αποθήκευση, αποτέλεσαν δυναµικό αντίβαρο απέναντι στην κυριαρχία ως τότε του άγριου πεδίου. Πρότεινε, λοιπόν, τη δηµιουργία δύο πόλων για την κατανόηση της νεολιθικής κοινωνίας: του domus, που περικλείει το χώρο κατοικίας αλλά και κάθε δραστηριότητα ενταγµένη στην οικιακή ζωή, και του agrios, που ενσωµατώνει κάθε εξωτερικό πεδίο, το κυνήγι, την αναζήτηση πρώτης ύλης, τις µεταφορές κ.ά. Έτσι, κάθε τέχνεργο µπορεί να ενταχθεί και να µελετηθεί µέσα στα συµφραζόµενα του πόλου του, γιατί µόνον έτσι γίνεται κατανοητός ο ουσιαστικός του ρόλος. Ωστόσο, και η µετα-διαδικαστική θεωρία αντιµετωπίζεται µε επιφυλάξεις από αρκετούς αρχαιολόγους, οι οποίοι της αποδίδουν ως βασικά µειονεκτήµατα: την ιδεαλιστική της αντίληψη για το παρελθόν και την επικριτική της στάση απέναντι στη διαδικαστική θεωρία χωρίς όµως πειστική εναλλακτική πρόταση Οι Αρχαιολογικές Περίοδοι Για τη διαπίστωση της αρχαιότητας των απολιθωµένων λειψάνων φυτών και ζώων, οι γεωλόγοι βελτίωναν καθ όλη τη διάρκεια του 19 ου αιώνα τις τεχνικές 19

18 µελέτης της γεωλογικής στρωµατογραφίας, σύµφωνα µε την οποία ό,τι βρίσκεται στα βαθύτερα στρώµατα είναι µε σχετική ασφάλεια αρχαιότερο από ό,τι εντοπίζεται πλησιέστερα στην επιφάνεια του εδάφους. Αυτή τη λογική άρχισαν να δανείζονται και οι αρχαιολογικές έρευνες. Έτσι, εδραιώνεται τον ίδιο αιώνα η διάκριση και των ανθρωπογενών επιχώσεων σε αρχαιότερες και νεότερες, µε βάση όµως ένα πρόσθετο κριτήριο, το υλικό κατασκευής των αρχαιολογικών τεχνέργων 10. Προτείνονται δύο βασικά στάδια εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισµού, του Λίθου και των Μετάλλων, βάσει της πρώτης ύλης που ήταν σε χρήση για την κατασκευή εργαλείων, κοσµηµάτων και µικροαντικειµένων. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, δεν υπάρχει επαρκής τεκµηρίωση και γνώση ως προς το εύρος αυτών των περιόδων, γι αυτό υιοθετούνται συχνά οι όροι λιθικός αιών και χαλκούς αιών. Οι µεταβολές που διαπιστώνονται ανασκαφικά στον υλικό πολιτισµό διαδοχικών φάσεων της ίδιας περιόδου, πείθει τους αρχαιολόγους για τη διαίρεση κάθε εποχής σε δύο αρχικά και σε τρία αργότερα τµήµατα. Η χρονολόγηση αυτών των περιόδων είναι στις αρχές του προηγούµενου αιώνα υποτυπώδης, και βασίζεται στα µοναδικά διαθέσιµα στοιχεία: τα δεδοµένα της ιστορικής χρονολόγησης βασισµένης στη διαδοχή των αιγυπτιακών δυναστειών και στην πρωιµότητα της Εποχής του Λίθου και ενός τµήµατος της Εποχής του Χαλκού σε σύγκριση µε τους γνωστούς µετά το 1880 στον ελλαδικό και αιγαιακό χώρο Τρωικό, Μυκηναϊκό και, λίγο αργότερα, Μινωικό πολιτισµό. Στο Αιγαίο, όσο οι γνώσεις µας πολλαπλασιάζονται και οι ανασκαφικές έρευνες πληθαίνουν, τόσο στη Θεσσαλία όσο και σε βορειότερες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας 11, οι χρονολογικές διαιρέσεις γίνονται περισσότερες. Η Εποχή του Χαλκού διαχωρίζεται από την Εποχή του Σιδήρου και η καθεµιά διαιρείται σε Πρώιµη, Μέση και Ύστερη. Η Νεολιθική εποχή αποκτά επίσης τρεις περιόδους, την Αρχαιότερη, τη Μέση και την Ύστερη ή Νεότερη, ενώ αποχωρίζεται και ένα πρώτο της τµήµα, η Προκεραµική ή Ακεραµική. Τις τελευταίες δεκαετίες εµφανίζονται όλο και συχνότερα οι όροι Τελική Νεολιθική και Χαλκολιθική για χρονικά διαστήµατα που τοποθετούνται µέσα στα όρια που παλαιότερα κάλυπτε η Νεότερη Νεολιθική. Είναι αλήθεια ότι δεν υιοθετούνται οι ίδιες χρονικές διαιρέσεις ούτε η ίδια ονοµατολογία περιόδων για ολόκληρο τον αιγαιακό/ελλαδικό χώρο. Έτσι, ενώ ο 10 Τέχνεργο ή τέχνηµα: µετάφραση του αγγλικού νεολογισµού artifact, που περιλαµβάνει κάθε κινητό αρχαίο αντικείµενο. 11 Καθοριστικό ρόλο στην επέκταση της έρευνας προς βορρά έπαιξε η ενσωµάτωση και του βορειοελλαδικού χώρου στο ελληνικό κράτος. 20

19 όρος Τελική Νεολιθική φαίνεται να γίνεται περισσότερο αποδεκτός στη Νότια Ελλάδα για το β µισό της 5 ης και το α µισό της 4 ης χιλιετίας π.χ., ο βορειοελλαδικός χώρος αλλά και η ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Βαλκανικής προτιµά για το ίδιο χρονικό διάστηµα τον όρο Χαλκολιθική. Πρόβληµα αποτελεί και η ασυµφωνία των αρχαιολόγων όσον αφορά τα χρονικά όρια, τη διάρκεια και την επωνυµία κάθε υποπεριόδου ή φάσης. Ένα γνωστό παράδειγµα αποτελεί η διττή ονοµασία για την περίοδο των ανακτόρων στην Κρήτη. Χρησιµοποιείται η διάκριση σε Προανακτορική, Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική εποχή, συγχρόνως όµως µε την παλαιότερη του Evans σε Πρωτοµινωνική, Μεσοµινωϊκή και Υστερο- µινωική. Αιγαίο : Περίοδοι-Φάσεις-Πολιτισµοί Η Χρονολόγηση Η αρχαιολογία ως επιστήµη που µελετά τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος σχετίζεται άµεσα, και καθορίζεται από τον παράγοντα του χρόνου. Η ανακάλυψη του ευρήµατος συνοδεύεται πάντοτε από την ανάγκη της χρονολογικής του αναγωγής. Οι διαιρέσεις σε περιόδους καλύπτουν εν µέρει αυτή την ανάγκη, η επέλαση όµως του θετικισµού και στο χώρο της αρχαιολογίας µετά το εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, δηµιούργησε την απαίτηση για ακριβέστερη χρονολόγηση των συµβάντων που διαπίστωνε η αρχαιολογική έρευνα, µε αποδεκτές από τις πειρα- µατικές επιστήµες µεθόδους. Ως τα µέσα του 20ου αιώνα το µοναδικό εργαλείο των αρχαιολόγων ήταν η Σχετική Χρονολόγηση µε δύο πρακτικές: 21

20 1. Μέσω των τυπολογικών συγκρίσεων µε ήδη γνωστό και χρονολογηµένο υλικό γειτονικών θέσεων, το οποίο είχε µε τη σειρά του συγκριθεί µε άλλες θέσεις που φαίνονταν να µοιράζονται όµοια χαρακτηριστικά, να ανήκουν, δηλαδή, στον ίδιο πολιτισµό. 2. Μέσω της µελέτης της διαδοχής των στρωµάτων της ανασκαφής, και µε ευνόητες αδυναµίες λόγω της ανεπαρκούς µέχρι τη δεκαετία του 60 ανασκαφικής µεθοδολογίας. Η δυσκολία αυτή γίνεται µεγαλύτερη, ακόµη και σήµερα, στις περιπτώσεις που η αρχαιολογική γνώση δεν είναι ασφαλής ως προς τη διαδικασία σχηµατισµού κάποιων στρωµάτων, κάτι που έχει συζητηθεί για τις τούµπες. Η σχετική χρονολόγηση, µε άλλα λόγια, βασίζεται στη σύγκριση και στην αναγνώριση οµοιοτήτων στο αρχαιολογικό υλικό. Αποδεχόµαστε ότι η αντιστοιχία στη µορφή και την τυπολογία τεχνέργων και µνηµείων υποδηλώνει πολιτισµική συγγένεια που συνεπάγεται, τηρουµένων των αναλογιών, και ένταξη στην ίδια χρονική περίοδο. Έτσι δηµιουργούνται εξελικτικές σειρές, πολύ δηµοφιλείς στους τοµείς της κεραµικής και της λιθοτεχνίας, και κάθε εύρηµα, υποτίθεται ότι µπορεί να ενταχθεί σε συγκεκριµένο τόπο και χρόνο. Η Απόλυτη Χρονολόγηση ήταν µέχρι τα µέσα περίπου του προηγούµενου αιώνα συνώνυµη της ιστορικής, δηλαδή βασιζόταν στην αναγωγή ενός αρχαιολογικού υλικού σε κάποιο τµήµα της τυπολογικής ακολουθίας που είχε συγκροτηθεί µε βάσει τις αιγυπτιακές δυναστείες. Η µέθοδος δεν µπορούσε, προφανώς, να συµβάλλει στη χρονολόγηση ευρηµάτων αρχαιότερων της Προδυναστικής περιόδου στην Αίγυπτο, δηλαδή της 4 ης χιλιετίας π.χ. Μόνον µετά τη δεκαετία του 60, η αρχαιολογία αποφάσισε να υιοθετήσει και στον τοµέα αυτό, στην αρχή µε αρκετές επιφυλάξεις, τις εφαρµογές των θετικών επιστηµών, θέλοντας να περιορίσει και τα χρονολογικά της σφάλµατα και αδιέξοδα. Αρχαιοµετρικές µέθοδοι χρησιµοποιούνταν ήδη κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα στην προσπάθεια να χρονολογηθούν οι γεωλογικές περίοδοι και κυρίως το Πλειστόκαινο. Το 1928, ο Douglass, διατύπωσε τις πρώτες αρχές της δενδροχρονολόγησης, παρατηρώντας ότι η εναλλαγή στενών και πλατιών δακτυλίων στα αιωνόβια δέντρα του Νότιου Μεξικού απεικόνιζε γνωστές κλιµατικές µεταβολές, εφόσον οι ψυχρές συνθήκες προκαλούν λεπτότερους δακτυλίους ενώ οι θερµές παχύτερους. Το βασικό µας εργαλείο για την απόλυτη χρονολόγηση ενός κορµού δένδρου είναι το ότι αποκτά ένα δακτύλιο κάθε χρόνο, µε οψιµότερους τους εξω- 22

21 τερικούς δακτυλίους δίπλα στο φλοιό. Σταδιακά, και µε βάση τις σεγκόγιες 12 της California καταρτίστηκε η πρώτη κλιµατολογική σειρά των 3000 περίπου τελευταίων χρόνων, αν και υπάρχουν σωζόµενα έλατα µε ηλικία µεγαλύτερη των 9000 ετών. ακτύλιοι Ιστόγραµµα ενδροχρονολόγησης Το 1949, ο Libby παρουσίασε τη θεωρία του για το ραδιενεργό ισότοπο 14 του Άνθρακα που ο ρυθµός παραγωγής του και η συνολική του ποσότητα στην ατµόσφαιρα είναι σταθερή, αλλά και για τη λογαριθµική σχέση που καθορίζει τη βαθµιαία εξασθένιση του στοιχείου αυτού αµέσως µετά το θάνατο ενός ζωντανού οργανισµού. Το 1953, τέλος, για να περιοριστούµε στις βασικές µεθόδους απόλυτης χρονολόγησης που αφορούν το Ολόκαινο, προτάθηκε η χρησιµοποίηση της θερµοφωταύγειας, για τον προσδιορισµό της ηλικίας των κεραµικών. Το 1960, πραγµατοποιήθηκαν τα πρώτα πειράµατα µε ελληνικά κεραµικά. Οι πρώτες απόλυτες τιµές που προέκυψαν, ήταν, σε σύγκριση µε τα ως τότε παραδεκτά όρια, τόσο υψηλές που απορρίφθηκαν από τους περισσότερους αρχαιολόγους. Η συρρικνωµένη νεολιθική της Ελλάδας, για παράδειγµα, που από τους περισσότερους θεωρούνταν ως τότε σύγχρονη µε τις πρώτες αιγυπτιακές δυναστείες, τώρα αποκτούσε ένα εντυπωσιακό εύρος τεσσάρων χιλιετιών, και φαινόταν να ξεκινά περίπου χρόνια νωρίτερα. Συνέπεια αυτής της διαπίστωσης ήταν η ανάγκη επανεξέτασης και κατάργησης µεγάλου αριθµού χρονολογικών συγκριτικών πινάκων που για δεκαετίες στήριζαν τα συµπεράσµατα των αρχαιολόγων. Με την αποδοχή, ωστόσο, της ευρύτερης χρήσης της µεθόδου του άνθρακα 14, άρχισαν να παρουσιάζονται και τα 12 Αιωνόβια δέντρα στη Βόρεια Αµερική. 23

22 πρώτα προβλήµατα των ίδιων των µετρήσεων. ιαπιστώθηκαν αντιφάσεις ανάµεσα στα εργαστήρια, παράδοξες απόλυτες τιµές, και, σπανιότερα, διαφορές στο ίδιο εργαστήριο ακόµη και για στο ίδιο δείγµα. Σήµερα αντιλαµβανόµαστε ότι ε- κείνα τα προβλήµατα ήταν µάλλον φυσιολογικά, εφόσον είχαµε να κάνουµε µε µια νέα µέθοδο χωρίς την αναγκαία εµπειρία. Η συγκριτική εξέταση των αποτελεσµάτων του ραδιενεργού άνθρακα µε εκείνα της δενδροχρονολόγησης απέδειξε ότι η πρώτη αποδίδει συµβατικά παρά ηµερολογιακά έτη, και γι αυτό απαιτήθηκε η χρήση µιας διορθωτικής καµπύλης, µε τη συνεργασία και των δύο µεθόδων. Έτσι, εδραιώθηκε η διαδικασία της βαθ- µονόµησης (calibration) των τιµών που δίνει ο C14. H υιοθέτησή της αύξησε ακόµη περισσότερο την απόσταση ανάµεσα σε απόλυτη και συµβατική χρονολόγηση, ε- φόσον έδωσε ακόµη παλαιότερες τιµές. Σήµερα, η αρχαιολογία χρησιµοποιεί ευρέως πλέον τις µεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα και της δενδροχρονολόγησης, χωρίς όµως να έχει εγκαταλείψει την πρακτική της σχετικής χρονολόγησης λόγω του οικονοµικού κόστους των µετρήσεων, του περιορισµένου αριθµού πιστοποιηµένων εργαστηρίων και της αδυναµίας επαρκούς δειγµατοληψίας που να πληρεί τις απαιτήσεις εφαρµογής της µεθόδου. Οι µέθοδοι αυτές εµφανίζουν επίσης αδυναµίες, που εξακολουθούν να συντηρούν κάποιες, περιορισµένες ωστόσο, επιφυλάξεις σχετικά µε την αξιοπιστία τους. Η θερµοφωταύγεια, λόγου χάριν, απαιτεί ως υλικό κεραµικά που δεν έχουν επαναθερµανθεί, είτε σκοπίµως είτε όχι, ούτε έχουν εκτεθεί στο φως. Πρόσθετο πρόβληµα της µεθόδου αποτελεί η ακτινοβολία του εδάφους. Η δενδροχρονολόγηση, από την άλλη, συναντά δυσκολίες στην καθολική αντιστοίχηση των συγκρινόµενων δακτυλίων, όταν τα δένδρα που χρησιµοποιούνται, δεν αναπτύσσονται στο ίδιο µικροπεριβάλλον, αλλά προέρχονται από αποµακρυσµένες περιοχές. Επιπλέον, υπάρχουν δεσµεύσεις και ως προς την ποιότητα του δείγµατος, που πρέπει να διατηρεί 100 τουλάχιστον δακτυλίους. Στη Ραδιοχρονολόγηση, πρέπει να λαµβάνουµε υπόψιν µας ότι η συγκέντρωση άνθρακα στην ατµόσφαιρα δεν είναι σταθερή, αλλά επηρεάζεται εν µέρει από µεταβολές στο ρυθµό ανταλλαγών µεταξύ των γεωχηµικών δεξαµενών. Το δείγµα, επιπλέον, που αναλύεται, µας γνωστοποιεί την ηλικία του θανάτου του απανθρακωµένου υλικού και όχι της χρήσης του. Αυτό δηµιουργεί εύλογα προβλήµατα για τη χρονολόγηση µιας οικιστικής φάσης, όταν τα δείγµατα προέρχο- 24

23 νται από ξύλα που συνεχίζουν να είναι σε χρήση για µεγάλο χρονικό διάστηµα ή έχουν χρησιµοποιηθεί σε δεύτερη χρήση, δεν χρονολογούν, κατ επέκταση, µε α- σφάλεια το αρχαιολογικό στρώµα από το οποίο προέρχονται. Αν, από την άλλη, το τµήµα ξύλου που έχουµε περισυλλέξει, διασώζει τους εσωτερικούς δακτυλίους, το εργαστήριο θα υποδείξει τα πρώτα χρόνια ζωής του δένδρου και όχι τη χρονική στιγµή που αυτό κόπηκε και χρησιµοποιήθηκε. Έτσι, θεωρούµε περισσότερο φερέγγυα τα δείγµατα απανθρακωµένων σπόρων ή βραχύβιων φυτών και κλαδιών. Μέθοδοι απόλυτης χρονολόγησης υπάρχουν και άλλες, η καθεµιά µε το δικό της εύρος εφαρµογής. Η αρχαιοµετρία, ωστόσο, περιλαµβάνει και µια µεγάλη σειρά φυσικών, χηµικών, γεωφυσικών ακόµη και βιολογικών αναλύσεων αρχαίων ευρηµάτων από πηλό, λίθο, µέταλλο, γυαλί, οστό κ.ά. Με τις αναλύσεις αυτές οι θετικές επιστήµες προσφέρουν πολύτιµες πληροφορίες στην αρχαιολογία όσον αφορά την προέλευση της πρώτης ύλης των αντικειµένων, την τεχνολογία αλλά και τη διαδικασία κατασκευής τους, καθώς και την ταυτότητά τους, όταν αυτή είναι αδιευκρίνιστη µακροσκοπικά. Για να κατανοηθεί αυτή η συνεισφορά της αρχαιοµετρίας, παραθέτουµε µερικά παραδείγµατα: 1. Στον άνθρωπο των Πάγων Ötzi, θαµµένο στο χιόνι των Άλπεων από το τέλος της 4 ης χιλιετία π.χ. ως το 1991, όταν εντοπίσθηκε από ορειβάτες, οι αρχαιοµέτρες βρήκαν σκόνη µεταλλεύµατος πάνω στα µαλλιά του, γεγονός που έκανε αρκετούς να υποστηρίξουν ότι η αναζήτηση τέτοιων πρώτων υλών ήταν η βασική του ενασχόληση. Οι φυσικοί ανθρωπολόγοι, από την άλλη, αποκάλυψαν ότι ήταν στείρος, αφού ανέλυσαν µιτοχονδριακό DNA του µουµιοποιηµένου σώµατός του. Αυτό σε συνδυασµό µε τη διαπίστωση ότι είχε προηγηθεί τραυµατισµός του, κάνει κάποιους να θέτουν το ερώτηµα µήπως είχε εκδιωχθεί ή και δολοφονηθεί από τη δική του κοινότητα λόγω ακριβώς αυτής του της αδυναµίας. εν αποκλείεται, ωστόσο, να είχε τραυµατιστεί κατά τη διεκδίκηση µιας µεταλλοφόρας περιοχής. Αρχαιοµέτρες από το Πανεπιστήµιο της Virginia εξέτασαν δείγµατα τριχών από τα µαλλιά του, ώστε η ποσότητα άνθρακα, αζώτου και θείου να διαφωτίσει τις διατροφικές του συνήθειες. ιαπιστώθηκε ότι είχε πολλούς µήνες να καταναλώσει κρέας και γαλακτοκοµικά προϊόντα. 2. Η ανάλυση µεταλλικών αντικειµένων από θέσεις της Ανατολικής Μεσογείου έδειξαν ότι βασικές πηγές πρώτης ύλης του µετάλλου ήταν το Λαύριο και µερικά νησιά όπως η Σίφνος και η Θάσος. Αυτά τα πορίσµατα είναι πολύ σηµαντικά 25

24 για να κατανοήσουµε τα δίκτυα των εµπορικών συναλλαγών στο Αιγαίο κατά την Εποχή του Χαλκού. Από την άλλη, η ανάλυση µαρµάρινων νεολιθικών αγγείων από τη Θάσο έδειξε ως πολύ πιθανή προέλευση του υλικού τους τη Νάξο, κάτι που κάθε άλλο παρά αναµενόµενο ήταν λόγω της αφθονίας των πηγών µαρµάρου στο ίδιο το νησί της Θάσου. 3. Η µυκηναϊκή κεραµική πολλών περιοχών της Μεσογείου αποδείχτηκε, µετά από σειρές αναλύσεων του πηλού, ότι ανήκει άλλοτε σε µιµήσεις τοπικών αγγειοπλαστείων και άλλοτε σε εισηγµένα µυκηναϊκά κεραµικά κατασκευασµένα σε εργαστήρια της Νότιας Ελλάδας. Τοπικές µιµήσεις κεραµικών προϊόντων, πολλές φορές δύσκολα διακρινόµενες από τα πρωτότυπα, διαπιστώνονται και κατά τα ιστορικά χρόνια, µε γνωστά παραδείγµατα τα αττικά µελαµβαφή αγγεία και τις κύλικες ιωνικού τύπου. 4. Μελέτες του DNA µπορούν σήµερα να αποκαλύψουν τις συγγενικές σχέσεις σε οργανωµένες νεκροπόλεις, και να βοηθήσουν σηµαντικά να αντιληφθούµε την έκταση του θεσµού της ενδογαµίας ή της εξωγαµίας σε µια προϊστορική κοινότητα. Αναθέρµανση της συζήτησης σχετικά µε την εξέλιξη του ανθρώπου αλλά και τη θεωρία της διάδοσης προκάλεσε κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η προώθηση της έρευνας των βιολόγων σχετικά µε τις διαδικασίες κληρονόµησης και µετάλλαξης του µιτοχονδριακού DNA. Willard Frank Libby ( ) Εργαστήριο C14 Ιστόγραµµα C14 26

25 2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Είναι γενικώς αποδεκτό ότι ο άνθρωπος και κάποια είδη πρωτευόντων όπως ο γορίλας και ο χιµπατζής έχουν ίσως κοινό πρόγονο. Από τους γνωστούς µας ως απολιθώµατα 13 προγόνους των σηµερινών πιθήκων, ο ραµαπίθηκος, ένα είδος πιθήκου που έζησε πριν από 15 περίπου εκατοµµύρια χρόνια, είναι αυτό που εµφανίζει τη στενότερη σχέση µε τον άνθρωπο. Βασικά χαρακτηριστικά που τον συνδέουν µε τα πρωτεύοντα ανθρωποειδή είναι ότι ζει σε ανοιχτές εκτάσεις, και είναι παµφάγος. Απολιθώµατά του έχουν βρεθεί σε µια ευρεία ζώνη, από την Κίνα έως την Ισπανία, αλλά τα περισσότερα εντοπίστηκαν στο Πακιστάν. Φαίνεται ότι πριν από 12 ή 10 εκατοµµύρια είχε ήδη προσαρµοστεί αποτελεσµατικά στο περιβάλλον της σαβάνας µε την αραιή βλάστηση και το ξηρό κλίµα, που διαδέχτηκε το δάσος. εν είχε προεξέχοντες κυνόδοντες γιατί δεν τρεφόταν µε φρούτα αλλά µε σκληρά είδη, κυρίως σπόρους και σιτηρά. Είδη που πιστεύουµε ότι τον διαδέχονται, θα αναπτύξουν σταδιακά εγκέφαλο και επιδεξιότητα των άνω άκρων, δύο στοιχεία κατά κανόνα αλληλένδετα, µια που η αυξηµένη δεξιότητα οδηγεί και στους ανθρωποειδείς πιθήκους σε ανάπτυξη της νοηµοσύνης. Για την τεκµηρίωση της εξέλιξης του ανθρώπου εξετάζονται κατά κύριο η µορφολογία του κρανίου, η χωρητικότητα του εγκεφάλου, η όρθια στάση και λιγότερο τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Μεταξύ 10 και 5 εκατοµµύρια χρόνια π.σ. 14, δεν έχουµε να επιδείξουµε έως τώρα απολιθώµατα ανθρωποειδών πιθήκων. Τα πρωιµότερα ανήκουν στον αυστραλοπίθηκο 15, είδος που έζησε πριν από 5 ως 1,5 εκατοµµύρια χρόνια στη Νότια Αφρική. Εκεί άρχισαν να έρχονται στο φως, κατά την περίοδο του Μεσοπολέ- µου, τµήµατα κρανίων και οστών, των οποίων ορισµένα χαρακτηριστικά θα µπορούσαν να θεωρηθούν ανθρώπινα. Γύρω στα 5 εκατοµµύρια χρόνια π.σ., οι παλαιότεροι αυστραλοπίθηκοι είχαν ήδη κατακτήσει την ηµιόρθια στάση, αν και όχι µόνιµη, ενώ διέθεταν και αξιοσηµείωτα ανατοµικά χαρακτηριστικά: ύψος 1,2 µ., βάρος 30 κιλών, αν και υπήρχαν υποείδη περισσότερο εύρωστα, αλλά και µέση κρανιακή χωρητικότητα 450 κυβ.εκ. Η όρθια στάση επιφέρει µικρότερη ταχύτητα αλλά µεγαλύτερη αντοχή, εφόσον η δίποδη βάδιση εκθέτει µικρότερο τµήµα του 13 Συχνά τα απολιθώµατα δεν είναι παρά τµήµατα κρανίων ή κάποιων οστών ή µόνο δόντια. Οι φυσικοί ανθρωπολόγοι όµως µπορούν από έναν αριθµό οστών να ανασυνθέσουν ολόκληρο το σώµα, ή, τουλάχιστον, να δώσουν σηµαντικές πληροφορίες για τον τύπο και το είδος. 14 π.σ.: πριν από Σήµερα 15 Το όνοµά του οφείλεται στο ότι συναντάται στο νότιο (australis) τµήµα της Αφρικής. 27

26 σώµατος στον καυτό τροπικό ήλιο. Τα µακριά χέρια είναι οπωσδήποτε εµπόδιο για το τρέξιµο, αλλά βοηθούν, από την άλλη, στη µεταφορά της τροφής, απελευθερώνοντας συγχρόνως το στόµα για την επικοινωνία. Αυτό το είδος έχει µεγάλους γοµφίους που δείχνουν ιδανικοί για χορτοφάγους σκληρών φυτών στις πεδιάδες και δίπλα στις λίµνες της Αφρικής. Το γνωστότερο απολίθωµα αυστραλοπιθήκου είναι η Lucy, µε ύψος µόλις 1,4 µ., το πρώτο δίποδο µε το διποδισµό ως κανόνα και όχι ασκούµενο κατ εξαίρεση, αλλά και µε χωρητικότητα εγκεφάλου πολύ µεγαλύτερη από οποιουδήποτε πιθήκου. Πρέπει να έζησε πριν από 3,5 εκατοµµύρια χρόνια, στην περιοχή Αφάρ, στην Ανατολική Αιθιοπία, από την οποία και ονοµάστηκε australopithecus afarensis. Η Λούσυ βρέθηκε το 1974, και ονοµάστηκε έτσι από ένα δηµοφιλές τότε τραγούδι των Μπητλς. Παλαιότερα ακόµη της Λούσυ είναι τα ίχνη πελµάτων δύο ενηλίκων και ενός παιδιού, αυστραλοπιθήκων ηλικίας περίπου 4 εκατοµµυρίων χρόνων, τα οποία διατηρήθηκαν πάνω σε µαλακή ηφαιστειακή τέφρα, στο Λαετόλι της Τανζανίας. Ένα δεύτερο συγγενικό είδος, ο australopithecus africanus, έζησε γύρω στα 2,5 εκατοµµύρια χρόνια π.σ., και ήταν πιο ρωµαλέος, µε ακόµη µεγαλύτερους γοµφίους και ακόµη µικρότερους κυνόδοντες και κοπτήρες. Η γνάθος του φαίνεται ότι ήταν επίσης ικανότερη για σκληρή και ισχυρή µάσηση. Η προτίµηση σκληρής φυτικής τροφής, όπως αποτυπώνεται στις σταδιακές αλλαγές γνάθου και δοντιών, εξακολουθεί και στα είδη austalopithecus robustus και australopithecus boisei, που πρέπει να έζησαν µετά τα 2 εκατοµµύρια χρόνια π.σ. Ο τελευταίος ε- ντοπίστηκε στο φαράγγι Ολντουβάι στην Τανζανία, από τους Μαίρη και Λούις Λήκεϋ. Louis και Mary Leakey (1959) 28

27 εν είναι, ωστόσο, ακόµη διευκρινισµένο αν ο αυστραλοπίθηκος είναι ο πρόγονος του σύγχρονου ανθρώπου ή αν αυτός και ο άνθρωπος είχαν απλώς τον ίδιο πρόγονο, γι αυτό και µοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι από κάποιο είδος αυστραλοπιθήκου πρέπει να προέρχεται το γένος homo που εξελίσσεται σταδιακά στο σύγχρονο άνθρωπο. Εξάλλου, αυστραλοπίθηκος και homo γνωρίζουµε ότι συνυπήρξαν στην Αφρική ίσως περισσότερο από 1 εκατοµµύριο χρόνια. Ακόµη και στα αρχαιότερα είδη homo η χωρητικότητα του εγκεφάλου εµφανίζεται υπερβολικά µεγάλη, φτάνει τα 800 κυβ. εκ., όπως δείχνουν τα απολιθώµατα του homo habilis 16, που έζησε γύρω στα 2 εκατοµµύρια π.σ. επίσης στην Αφρική. Πρωτοεντοπίστηκε και αυτός στο φαράγγι Όλντουβάϊ στην Τανζανία. Εδώ, σηµάδια κοπής πάνω σε οστά θηλαστικών δείχνουν ότι κύριο µέληµα της οµάδας των homo habilis ήταν ο τεµαχισµός πτωµάτων που άφηναν τα µεγαλύτερα σαρκοφάγα. Η εξάρτηση από το κρέας µεγάλωσε τα γεωγραφικά όρια της εξάπλωσής του, εφόσον ήταν αναγκασµένος να ακολουθεί τις αγέλες. Η ανάγκη σχηµατισµού και διατήρησης µεγαλύτερων οµάδων για αποτελεσµατικότερο κυνήγι, βελτίωσε τους κοινωνικούς δεσµούς και τη συνοχή τους. Το κρέας ήταν πολύ πλουσιότερο σε θερµίδες αλλά απαιτητικότερο ως προς τον προσπορισµό του, και µε δεδοµένες τις δυσκολίες προάσπισής του από τα µεγάλα σαρκοβόρα ή άλλους διεκδικητές. Το κυνήγι ήταν ασφαλέστερο κατά τη διάρκεια της ηµέρας, πρακτική που δηµιουργούσε εντονότερη εφίδρωση και βαθµιαία αποβολή της τριχοφυίας. Τέτοιες διαδικασίες συνέβαλαν σε µεγαλύτερη αύξηση του εγκεφάλου. Το σηµαντικότερο ίσως για την επιστήµη της αρχαιολογίας είναι ότι δίπλα στα σκελετικά λείψανα του homo habilis και των ζώων που αποτελούσαν την τροφή του, ανακαλύφτηκαν τα πρωιµότερα εργαλεία, απλές κροκάλες ποταµών και λιµνών, των οποίων το ένα άκρο έχει αποκρουστεί ώστε να αποκτήσει αιχµηρή ακµή. Τέτοια εργαλεία, πρωτόγονα ακόµη, ήταν σίγουρα πολύτιµα για τον τεµαχισµό των θηραµάτων, γι αυτό κατά κανόνα εντοπίζονται δίπλα σε οστά ζώων. Αυτό είναι το χρονικό σηµείο συνεύρεσης της παλαιοντολογίας και της παλαιοανθρωπολογίας, που µελετούν τα σκελετικά λείψανα, µε την επιστήµη της αρχαιολογίας, που µελετά τα υλικά κατάλοιπα του ανθρώπινου πολιτισµού. Εδώ τοποθετείται η έναρξη της Κατώτερης Παλαιολιθικής, µε το όνοµά της να παραπέµπει στην πρωτόγονη αυτή χαµηλής ποιότητας λιθοτεχνία. Με την αδιάκοπη αναπαραγωγή τέ- 16 Homo Habilis: Επιδέξιος Άνθρωπος 29

28 τοιων εργαλείων, δηµιουργήθηκαν τύποι που η κατασκευή τους υπακούει σε κανόνες που διδάσκονταν, αποτελώντας το αρχαιότερο πολιτιστικό κληροδότηµα µαζί µε τους πρώιµους θεσµούς και τη γλώσσα. Έτσι, δηµιουργήθηκε η τυπολογία, βασικό εργαλείο της επιστήµης της αρχαιολογίας. Εργαλεία των Homo Habilis Η επινόηση της κατασκευής και χρήσης ολοένα και περισσότερο εξειδικευ- µένων εργαλείων πιστεύεται ότι έδωσε στο είδος αυτό τη δυνατότητα της επιβίωσης, σε αντίθεση µε τον αυστραλοπίθηκο, που οδηγήθηκε σε εξαφάνιση. Έκανε το homo habilis περισσότερο ευπροσάρµοστο σε ποικίλο διαιτολόγιο και σε διαφορετικά περιβάλλοντα αλλά και πιο αποτελεσµατικό σε σύγκριση µε άλλα είδη µε τα οποία συνυπήρξε. Από αυτόν και µε κληροδοτηµένα τα δικά του εφόδια, προέκυψε 1,5 εκατοµµύρια χρόνια π.σ., ο homo erectus 17, µε χωρητικότητα εγκεφάλου 950 κυβ. εκ., και οστεολογικά χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν την ολοκληρωµένη και µόνιµη όρθια στάση του. Τώρα, τα πρωτόγονα εργαλεία από βότσαλα δίνουν τη θέση τους σε έναν πιο εξελιγµένο τύπο, τους αµφιπρόσωπους πελέκεις, στους οποίους λαξεύεται πλέον όχι µόνον η αιχµή αλλά ολόκληρη η επιφάνεια. Εκτός όµως από τα νέα εργαλεία, ο homo erectus απέκτησε ένα ακόµη σηµαντικό εφόδιο, τη γνώση της φωτιάς. Μ αυτήν βελτίωσε τη διατροφή του, και µετακινήθηκε για πρώτη φορά σε ψυχρότερα κλίµατα. Έτσι, σκελετικά λείψανα αυτού του είδους συναντώνται εκτός Α- φρικής, στην Ασία µέχρι τον Καύκασο, και αργότερα, κατά κανόνα µετά το π.σ. και στην Ευρώπη. O homo erectus επέζησε από πολλές εναλλαγές παγετωδών και µεσοπαγετωδών περιόδων, χάρη στα βελτιωµένα του εργαλεία, στις εξελιγµένες πρακτικές κυνηγιού που στηρίζονταν στις ενέδρες µε φωτιά, αλλά και στη βελτιωµένη κοινω- 17 Homo Erectus: Όρθιος Άνθρωπος 30

29 νική του συνοχή. Οι εποχικοί του καταυλισµοί ήταν καλύτερα οργανωµένοι, µε καλύβες από κλαδιά και δέρµατα ζώων, για οµάδες τριάντα περίπου ατόµων. Η συστηµατική βρώση ψηµένου πλέον κρέατος προκάλεσε µείωση του µεγέθους των δοντιών και της γνάθου, ενώ η αύξηση του εγκεφάλου συνετέλεσε στη µείωση του χρόνου εγκυµοσύνης. Τα µωρά γεννιόντουσαν τώρα σε πρωιµότερο στάδιο ανάπτυξης, και αυτό µεγάλωσε σηµαντικά την περίοδο εξάρτησής του από τη µητέρα, σε σύγκριση µε τα υπόλοιπα πρωτεύοντα θηλαστικά. Το γεγονός αυτό, µε τη σειρά του, δηµιούργησε την ανάγκη συγκρότηση πιο συνεκτικών οµάδων και οικογενειών για τη φροντίδα των παιδιών. Η µακρά παραµονή των µητέρων δίπλα τους ίσως προκάλεσε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου εργασιακή κατανοµή βασισµένη στο φύλο. Στο homo erectus ανήκει ο αρχαιότερος ως σήµερα πλήρης σκελετός που γνωρίζουµε, χρονολογείται το π.σ., και βρέθηκε κοντά στη λίµνη Τουρκάνα της Κένυα. Κατά την τελευταία δεκαετία έχουν µεταβληθεί αρκετά οι απόψεις µας για την εµφάνιση των πρώτων homo στην Ευρώπη. Ενώ παλαιότερα ήταν αποδεκτό ότι το πρώτο είδος που την εποικίζει είναι ο homo sapiens, στη Γερµανία και στο σπήλαιο Αραγκό στα Ανατολικά Πυρηναία έχουν έρθει στο φως ανθρώπινα απολιθώµατα ηλικίας ετών, που είναι βέβαιο ότι ανήκουν στο homo erectus. Στο Αραγκό συνυπάρχουν µε φυτοφάγα ζώα, κυρίως άλογα, και µε πρωτόγονα λίθινα εργαλεία. Στην ίδια θέση, ίχνη πάνω σε ανθρώπινα οστά αποτελούν ίσως ενδείξεις τελετουργικού κανιβαλισµού. Ο λεγόµενος homo antecessor, συγγενικός και σύγχρονος εν µέρει µε το homo erectus, πρέπει να έφτασε στην Νότια Ευρώπη λίγο µετά το χρόνια π.σ., αν αξιολογούµε σωστά τα ευρήµατα σε Ισπανία και Ιταλία. ιέθετε ένα µείγµα χαρακτηριστικών σύγχρονου και πρωτόγονου ανθρώπου: κρανίο σύγχρονο αλλά γνάθο ανάλογη µε του homo ergaster, είδος που ζούσε επίσης στην Αφρική από το π.σ. Αλλά και για την παρουσία πρωίµων ανθρωπιδών στην Ασία, ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια µία ακόµη έκπληξη για τους παλαιοντολόγους. Στο νησί Flores της Ινδονησία εντοπίστηκαν αρκετοί σκελετοί ενός νέου είδους, που ονοµάστηκε homo floresiensis. Παρά το ότι η δράση του χρονολογείται αρκετά πρόσφατα, ανάµεσα στο και στο π.σ., εµφανίζει χαρακτηριστικά πολύ πρωτόγονα σε σύγκριση µε αυτά του homo sapiens, µε τον οποίο πρέπει να συνυπήρξε για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Είχε πολύ µικρό ύψος, και µάλλον απο- 31

30 τελεί επιβίωση οµάδων homo erectus που όντας εδώ, αποµονώθηκαν, όταν η Ινδονησία αποκόπηκε από την ασιατική ακτή. Στην Ευρώπη, η παρουσία ειδών homo erectus, πριν από την άφιξη των homo sapiens, συνδέεται µε την λιγότερο προηγµένη φάση κατασκευής εργαλειακών συνόλων, την Κατώτερη Παλαιολιθική, και διαρκεί από το ως το π.σ. Η λιθοτεχνία αυτή εκπροσωπείται από την τεχνολογία των αδρά λαξευµένων κροκαλών, που σ ένα προχωρηµένο στάδιο ανάµεσα στο και το π.σ., δίνει τη θέση της στην τεχνολογία των χειροπελέκεων ή αµφίπλευρων εργαλείων. Η µεγάλη αυτή περίοδος διακρίνεται σε φάσεις: την Αχελαία, κυρίως στη υτική Ευρώπη, την Κλακτόνια στη Βόρεια Ευρώπη και την Ταγιάκα στη Νότια Ευρώπη. Μόλις χρόνια π.σ. εµφανίζονται προδροµικές µορφές του homo sapiens 18, µε δύο υποείδη, τον αρχαιότερο homo sapiens neanderthalensis 19, και αρκετά αργότερα, µετά το π.σ. το σύγχρονο άνθρωπο, το homo sapiens sapiens. Το µεγαλύτερο µέρος της εξέλιξης του homo sapiens φαίνεται ότι συντελέστηκε επίσης στην Αφρική. Οι περισσότεροι συµφωνούν ότι η πρώτη ρίζα του φυλογενετικού δένδρου του σύγχρονου ανθρώπου βρίσκεται εκεί. Μετανάστευσε από εκεί σε Ευρώπη και Ασία πριν από χρόνια περίπου. Μεγάλοι πληθυσµοί, βεβαίως, παρέµειναν στην Αφρική, και είναι αυτοί που υπέστησαν τις λιγότερες µεταλλάξεις, µια και δεν απαιτήθηκε η προσαρµογή τους σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Αυτοί έχουν τα περισσότερα κοινά µε τους αρχικούς προγόνους µας. Οι Βουσµάνοι Σαν, που ζουν σήµερα στις σαβάνες της Νότιας Αφρικής, θεωρούνται πιθανόν το παλαιότερο κλαδί αυτού του δέντρου, µε την αρχαιότερη εκδοχή του χρωµοσώµατος Υ από όλες τις φυλές του πλανήτη. Το µιτοχονδριακό DNA των γυναικών της φυλής αυτής, το οποίο κληροδοτείται από µητέρα σε κόρη, είναι όντως από τα παλαιότερα που γνωρίζουµε, ενώ Ευρωπαίοι, Κινέζοι και Αβορίγινες της Αυστραλίας αποχωρίζονται πολύ αργότερα. O homo sapiens neanderthalensis απαντάται σε Ευρώπη και Εγγύς Ανατολή από το και ως το π.σ. Ζει σε δύσκολες κλιµατικές συνθήκες, εφόσον από το ως το π.σ. βρίσκεται στο κορύφωµά της η παγετώνεια περίοδος, κάτι που ίσως τον υποχρεώνει να βελτιώσει εντυπωσιακά τη λιθοτεχνία 18 Homo Sapiens: σοφός άνθρωπος 19 Επειδή πρωτοεντοπίστηκε στο σπήλαιο Neanderthal της Γερµανίας. 32

31 του, επινοώντας την τεχνολογία των φολίδων. Για την κατασκευή τους, εφαρµόζει µια πρωτοποριακή τεχνική µε προετοιµασία του πυρήνα έτσι ώστε να αποκτά επίπεδη δισκοειδή επιφάνεια, και στη συνέχεια µε άµεση κρούση να προσφέρει καλύτερες και οµοιόµορφες φολίδες που χρησιµοποιεί ως εξειδικευµένα εργαλεία, κυρίως αιχµές και ξέστρα, χωρίς, πάντως, να εξαφανίζονται οι χειροπελέκεις. Αυτή η καινοτοµία στην παραγωγή λίθινων πελεκητών εργαλείων χαρακτηρίζει τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, διαρκεί από το ως το π.σ., και στην Ευρώπη είναι σχεδόν ταυτισµένη µε την αποκαλούµενη Μουστέρια-Levallois τεχνολογία. Μουστέρια Levallois Τεχνολογία Οι λιγοπρόσωπες αυτές κοινότητες των κυνηγών και τροφοσυλλεκτών διαβίωναν, αναλόγως µε τις κλιµατικές συνθήκες κάθε τόπου, είτε µέσα σε σπήλαια, όπου συχνά εντοπίζονται και οι ενταφιασµένοι τους νεκροί δίπλα στα σηµεία δια- µονής, είτε σε υπαίθριες θέσεις, επιλεγµένες µε κριτήριο την παρουσία θηραµάτων. Εδώ, οι κατοικίες ήταν κατασκευασµένες µε ξύλα, κλαδιά και χόρτα, καµιά φορά και µε κόκαλα µεγάλων ζώων, όπως τα µαµούθ. Αυτές οι θέσεις µπορεί να ήταν σταθµοί διάρκειας µόλις λίγων ηµερών, ή ηµιµόνιµες εγκαταστάσεις διάρκειας αρκετών µηνών. Ο homo neanderthalensis ήταν πολύ πιο ρωµαλέος από το σύγχρονο άνθρωπο, λόγω των σκληρών συνθηκών τις οποίες έπρεπε να αντιµετωπίσει: παγετώδες περιβάλλον και περπάτηµα πολλών χιλιοµέτρων καθηµερινά για την εξασφάλιση τροφής. Είχε σωµατικό βάρος 100 περίπου κιλών, ήταν µυώδης και µε βαρύ σκελετό για να αυξάνει η θερµοκρασία του σώµατος. Τώρα, για πρώτη φορά, έχουµε ασφαλή στοιχεία και για τους θεσµούς και την ιδεολογία των ανθρώπινων οµάδων. Φαίνεται ότι σηµαντικό ρόλο στη σκέψη των Νεάντερταλ είχαν συ- 33

32 γκεκριµένα ζώα, αν κρίνουµε από την ανεύρεση σε σπήλαιο της Ελβετίας 13 κρανίων αρκούδας, προσεκτικά τοποθετηµένων µέσα σε κόγχες. Σε σπήλαιο του Λιβάνου, αποκαλύφθηκε σκελετός ελαφιού τελετουργικά διαµελισµένου και χρωµατισµένου µε ώχρα. Την ίδια περίπου εποχή χρονολογούνται οι πρώτες πληροφορίες που διαθέτουµε για ταφικές πρακτικές. Μαζί µε ανθρώπινους σκελετούς εντοπίζονται στα σπήλαια οστά ζώων, τρόφιµα και εργαλεία. Σε µία τουλάχιστον περίπτωση παρατηρήθηκε γύρη πάνω στο νεκρό, ένδειξη κάλυψης του σώµατος µε λουλούδια, αν και το εύρηµα αυτό έχει αµφισβητηθεί. Στο Σανιντάρ του Βορείου Ιράκ, ήρθε στο φως ταφή ενός άντρα σαράντα χρόνων, µεγάλης δηλαδή ηλικίας για την εποχή αυτή, ο οποίος έφερε αρκετά τραύµατα και ενδείξεις ασθενειών. Αυτό, µας κάνει να υποθέσουµε ότι η οµάδα τον φρόντιζε για µεγάλο χρονικό διάστηµα, υπήρξε, δηλαδή, ένα είδος κοινωνικής µέριµνας προς το µέλος αυτό της κοινότητας, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον χρήσιµο για την επιβίωσή της. Ο σύγχρονος άνθρωπος όπως αποκαλούµε το homo sapiens sapiens, αφού µετοίκισε σε Ευρώπη και Ασία, µετακινήθηκε, ανάµεσα στο και στο π.σ., σε δύο ακόµη ηπείρους, την Αυστραλία και την Αµερική. Ανάµεσα στα εξελιγµένα του εφόδια, ο µακρύτερος φάρυγγάς του αποδεικνύει ότι είχε και το προνόµιο µιας αρκετά προηγµένης γλωσσικής επικοινωνίας. Αποµένει το µοναδικό ανθρώπινο είδος κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή, προωθεί ακόµη περισσότερο τη λιθοτεχνία υιοθετώντας την τεχνική των λεπίδων, αλλά βελτιώνει και οικονοµικές στρατηγικές όπως το κυνήγι, µε την καθιέρωση νέων όπλων και παγίδων µε δίχτυα. Τώρα, τα λίθινα εργαλεία δεν κατασκευάζονται µε άµεση κρούση, δηλαδή χτυπώντας τον πυρήνα µε πέτρα, αλλά παρεµβάλλοντας µαλακό κόκαλο ή κέρατο µε αιχµηρή άκρη, ώστε να αποσπώνται κοφτερές λεπίδες. Ο homo sapiens sapiens παράγει ποικιλία εργαλείων: ξέστρα, κοπίδια διαφόρων µεγεθών, στιλβωτήρες, οπείς, πριόνια. Φαίνεται ακόµη ότι σε ορισµένες περιπτώσεις ζεσταίνει τον πυριτόλιθο 20 µέσα σε καυτή άµµο, ώστε να πετυχαίνει µείωση της υγρασίας του και καλά ελεγχόµενη σχάση, κάτι που του δίνει καλές αιχµές ακοντίων. Τώρα αρχίζει να κατασκευάζει για τις λεπίδες λαβές από άλλα υλικά, ξύλο ή οστό, και τις σταθε- 20 Ο πυριτόλιθος είναι σκληρό πέτρωµα κατάλληλο για την κατασκευή λίθινων εργαλείων, που χρησιµοποιείται καθ όλη τη διάρκεια της Προϊστορίας και σε όλες τις περιοχές του ελλαδικού και αιγαιακού χώρου µαζί µε τον οψιανό και το χαλαζία. 34

33 ροποιεί µε ρητίνη. Πληθαίνουν τα οστέινα εργαλεία όπως τα καµάκια και τα αγκίστρια, επινοείται το τόξο, και ο εκτοξευτής ακοντίου. Στην Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή της Ευρώπης, που διαρκεί από το ως το περίπου π.σ., διακρίνουµε αρκετές φάσεις: Ωρινάκια, Γκραβέτια, Σολουτραία, Μαγδαλήνια. Η περίοδος αυτή µας κληροδότησε επίσης στοιχεία για την τέχνη και την ιδεολογία των homo sapiens sapiens, όπως αυτές αποτυπώνονται στα γυναικεία ειδώλια που αποκαλούνται Αφροδίτες, στα κοσµήµατα από οστά και δόντια ζώων, και κυρίως στις βραχογραφίες πολλών σπηλαίων της Νότιας Ευρώπης, µε βασικό τους θέµα το κυνήγι. Πάνω σε τοιχώµατα σπηλαίων και εσοχών στη Γαλλία και στην Ισπανία, έχουν εντοπιστεί και µελετηθεί πληθώρα τέτοιων γραπτών α- πεικονίσεων, αλλά και ανάγλυφα ζώων από πηλό ή ασβεστόλιθο. Γύρω στο π.σ., χρονολογούνται οι πρώτες προσπάθειες να χρησιµοποιηθεί η δύναµη της φωτιάς για την όπτηση ειδωλίων γυναικείων µορφών αλλά και ζώων, όπως η αρκούδα, η αλεπού και το λιοντάρι, µέσα σε πρωτόγονους φούρνους, αν κατανοούµε σωστά τα ευρήµατα από το Dolni Vestonice της Τσεχίας. Τώρα αποδεικνύεται και η ενασχόληση του homo sapiens sapiens µε τη µουσική από µουσικά όργανα όπως ένα αυλός από τη Νότια Τσεχοσλοβακία κατασκευασµένος από οστό πτηνού. Από το έως το π.σ., η καλλιτεχνική αυτή παραγωγή βρίσκεται στο αποκορύφωµά της. Τα πρωιµότερα γυναικεία ειδώλια εµφανίζονται λίγο πριν το π.σ., µε ευρεία κατανοµή από την Ισπανία έως τη Ρωσία. Λίγα έχουν κατασκευαστεί µε πηλό και µε τη βοήθεια ξύλινης µήτρας, ενώ για τα περισσότερα έχει χρησιµοποιηθεί πέτρα ή δόντια µαµούθ. Έχουν ύψος από 5 ως 50 εκατοστά, διογκωµένα στήθη και γλουτούς, και είναι γυµνά, µε ή χωρίς ένδειξη κοσµηµάτων. Εντοπίζονται µεµονωµένα και, σπανιότερα, σε οµάδες. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγµατα, η Αφροδίτη του Willendorf της Αυστρίας είναι κατασκευασµένη από ασβεστόλιθο και έχει ύψος µόλις 11 εκατοστών. Πολύ σπάνια εντοπίζονται αντρικά ειδώλια. Ο ρόλος των ειδωλίων δεν έχει µέχρι σήµερα διευκρινιστεί πειστικά, αν και παλαιότερα όλοι αποδέχονταν ότι απεικονίζουν µια γυναικεία θεότητα συνδεδεµένη µε τη φύση και τη γονιµότητα, κάτι που σήµερα δε θεωρείται επαρκώς τεκµηριωµένο. εν είµαστε επίσης βέβαιοι για τον προορισµό των σπηλαιογραφιών. Μια ερµηνευτική πρόταση είναι ότι εντάσσονται στις διαδικασίες της συµπαθητικής µαγείας, µε τα ζώα να εµφανίζονται υγιή, ώστε να διασφαλίζεται η καλή τους υ- γεία, όπως και η γονιµότητα για όσα απεικονίζονται σε κατάσταση εγκυµοσύνης. 35

34 Με την αποτύπωση ακοντίων και βελών πάνω στα σώµατα των θηραµάτων εκµαιεύεται η επιτυχία του κυνηγιού. Ορισµένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι είναι προτι- µότερο να δούµε τις εικόνες αυτές ως φόντο τελετουργιών µέσα στις αίθουσες των σπηλαίων, πιθανόν επιφορτισµένες µε µυητικό και εκπαιδευτικό ρόλο. Έτσι ερµηνεύουν την παρουσία ανθρώπινων µορφών µε ζωόµορφα χαρακτηριστικά ή µάσκες αλλά και δυσερµήνευτων στοιχείων όπως τα χέρια δίπλα στο υπόλοιπο θε- µατολόγιο. Ανώτερη Παλαιολιθική : βραχογραφία, κατάλυµα, εργαλεία 36

35 3. Η ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ Η ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α 3.1. Η Παλαιολιθική Εποχή Η Παλαιολιθική Εποχή διακρίθηκε και στην Ελλάδα από τη Νεολιθική, µε κριτήριο την έντονη διαφοροποίηση ως προς την τεχνολογία των λίθινων πελεκητών εργαλείων. Η διατροφή των ολιγάριθµων ανθρώπινων οµάδων κατά το Ύστερο Πλειστόκαινο βασίζεται και στον ελλαδικό χώρο στο κυνήγι και στη συλλογή άγριων καρπών. Είδη που προτιµώνται και συλλέγονται στην αιγαιακή παλαιολιθική είναι τα άγρια δηµητριακά, όπως η βρώµη και το κριθάρι, τα όσπρια, όπως η φακή και το µπιζέλι, αλλά και καρποί όπως τα φιστίκια και τα αµύγδαλα. Περισσότερο δηµοφιλή θηράµατα είναι το ελάφι, η αντιλόπη, το ζαρκάδι, ο λαγός, ο αίγαγρος, το βόδι, το αγριογούρουνο αλλά και τα πουλιά. Γνωστές θέσεις της Παλαιολιθικής εποχής στην Ελλάδα είναι λιγοστές, αυτό όµως είναι βέβαιο ότι οφείλεται στη µικρή σηµασία που είχε δοθεί σ αυτή την περίοδο µέχρι πρόσφατα. Ευρήµατα όπως το κρανίο από το σπήλαιο των Πετραλώνων στη Χαλκιδική αλλά και ένας χειροπέλεκυς από τη υτική Μακεδονία µαρτυρούν την πρώιµη παρουσία του γένους homo στην Ελλάδα, ήδη κατά την Αρχαιότερη Παλαιολιθική. Ο αµυγδαλόσχηµος χειροπέλεκυς, µήκους 15,3 εκ., προέρχεται από την περιοχή Παλαιοκάστρου Κοζάνης, και έχει κατασκευαστεί από πράσινο τραχίτη µε αδρή κατεργασία στις όψεις αλλά χωρίς διαµόρφωση της βάσης του. Πρόσφατα βρέθηκαν στη Λίµνη των Κορισσίων στην Κέρκυρα εργαλεία, κυρίως κροκάλες και χειροπελέκεις, που χρονολογήθηκε µε τη µέθοδο του παλαιοµαγνητισµού στο π.σ., τοποθετώντας την έναρξη της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα περίπου χρόνια νωρίτερα. Εργαλεία Αχελαίας και Κλακτόνιας παράδοσης, Κατώτερης, δηλαδή, Παλαιολιθικής, είναι γνωστά και από τον Κοκκινόπηλο της Ηπείρου. Αρκετές υπαίθριες θέσεις µε παλαιολιθικά εργαλεία έχουν εντοπιστεί στις όχθες του Πηνειού. Κάποια από αυτά δεν αποκλείεται να ανήκουν στην Κατώτερη Παλαιολιθική, αν και η πλειονότητά τους χρονολογείται στη Μέση Παλαιολιθική εποχή. Το σπήλαιο των Πετραλώνων έχει έκταση 8,5 στρεµµάτων, βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του όρους Κατσίκα, το παλαιότερο τοπωνυµικό του είναι Κόκ- 37

36 κινες Πέτρες, και απέχει 1 χλµ. από το χωριό Πετράλωνα και 60 χλµ. από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Αποτελείται από θαλάµους ύψους µέχρι 10 µ., που επικοινωνούν µε στοές. Για τη χρονολόγηση του απολιθωµένου κρανίου των Πετραλώνων - που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1960 καλυµµένο από σταλαγµιτικό υλικό- υπάρχει διάσταση απόψεων. Υποστηρίζεται ότι διασώζει αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά αυτών του homo sapiens, και ίσως ανήκει σε µεταβατικό τύπο από το Homo Erectus στο Homo Sapiens. Ο όγκος της κρανιακής του κοιλότητας είναι 1200 περίπου κ.ε. Τα µορφολογικά του στοιχεία υποστηρίζουν, κατά τον ανασκαφέα Α.Πουλιανό, µια πρώιµη χρονολόγησή του ανάµεσα στο 1 εκατοµµύριο και στο π.σ., οι περισσότεροι, όµως, δεν αποδέχονται ότι είναι παλαιότερο του π.σ. Πρόβληµα αποτελεί και η συγκεχυµένη εικόνα του υπόλοιπου ανασκαφικού context, οι ασαφείς πληροφορίες περί λίθινων και οστέινων εργαλείων, καθώς και η απουσία άλλων ανθρώπινων σκελετικών λειψάνων στο σπήλαιο. Οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής φαίνεται ότι βρίσκονταν και στην Ελλάδα κοντά σε όχθες ποταµών και λιµνών, και πρέπει να ήταν βραχύβια καταλύµατα για την επεξεργασία των εργαλείων και την προετοιµασία της τροφής. Αλλά και αργότερα, οι οµάδες των παλαιολιθικών κυνηγών και τροφοσυλλεκτών της Μέσης Παλαιολιθικής φρόντιζαν να διαµένουν εποχιακά σε µικρή απόσταση από πηγές νερού, είτε κατά µήκος του Πηνειού, είτε δίπλα στις εποχιακές λίµνες της Ηπείρου είτε κοντά στους ποταµούς της υτικής Πελοποννήσου. Στις περισσότερες περιπτώσεις µιλούµε για χώρους εργασίας, που µπορεί να εντοπίζονται στην περιφέρεια ενός µονιµότερου χώρου καταυλισµού, όπως ήταν τα σπήλαια. Ένα τέτοιο σχήµα κατανοµής των δραστηριοτήτων διαπιστώνεται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική στην περιοχή του σπηλαίου Φράγχθης στην Αργολίδα, όπου αρκετές θέσεις εργασίας υπήρχαν στον περίγυρό του. Κρανίο Πετραλώνων Εργαλεία ΑΠΛ: Κοζάνη Πηνειός 38

37 Σηµαντικές θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής είναι ο Κοκκινόπηλος και το Ασπροχάλικο στην Ήπειρο αλλά και θέσεις στις περιοχές Αρκαδίας και Ηλείας στην Πελοπόννησο. Χειροπελέκεις και λιθοτεχνία φολίδων της εποχής αυτής έχουν βρεθεί και σε νησιά του Ιονίου όπως η Λευκάδα, ενωµένη τότε µε την Αιτωλοακαρνανία, κυρίως σε ρηχές λεκάνες µε αποθέσεις κοκκινοχωµάτων. Αυτές οι θέσεις παρείχαν νερό, άφθονο κυνήγι και πυριτικές πρώτες ύλες για την κατασκευή των εργαλείων. Στη λιθοτεχνία της Μέσης Παλαιολιθικής στον ελλαδικό χώρο, διακρίνεται µια κλασική µουστέρια φάση µε ξέστρα και αιχµές που κατασκευάζονταν µε την τεχνική απόκρουσης Levallois. Στην τεχνική αυτή ο τεχνίτης είναι σε θέση να προβλέπει το αποτέλεσµα της λάξευσης, δίνοντας στον πυρήνα µια µορφή που θα προκαθορίσει και τον τύπο του εργαλείου. Τα ξέστρα, οι εγκοπές και οι φυλλόσχηµες αιχµές της περιόδου έχουν κατά κανόνα µικρό µήκος και µεγάλο πλάτος. Στην Πίνδο, στις περιοχές της Σαµαρίνας και του Σµόλικα, έχουν εντοπιστεί, µετά το 2002, πολλές θέσεις µε λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής. Οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι τέτοιες θέσεις, αρκετές σε υψόµετρο άνω των µ., χρησιµοποιήθηκαν γύρω στο π.σ., από τις τελευταίες Homo Neadertalensis οµάδες της Βαλκανικής χερσονήσου, οι οποίες µετακινούνταν στα αλπικά οροπέδια της οροσειράς σε αναζήτηση θηραµάτων. Οι περισσότερες θέσεις είναι υπαίθριες και βρίσκονται στα περάσµατα µεταξύ των ορεινών όγκων, εντοπίστηκαν, όµως, και θέσεις σε βραχοσκεπές. Οι παλαιολιθικές οµάδες επέλεγαν κατά κανόνα σηµεία δίπλα σε πηγές νερού, σε αλπικές λίµνες και σε λατοµεία πυριτολίθου. Φαίνεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε επιτόπια κατεργασία των πελεκητών εργαλείων, µεταξύ των οποίων έχουν εντοπιστεί Levallois πυρήνες της Μέσης Παλαιολιθικής και µικρολιθικά εργαλεία, πρισµατικοί πυρήνες και λεπίδες που πρέπει να χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική ή τη Μεσολιθική. Αυτές οι µετακινήσεις είναι βέβαιο ότι συνεχίστηκαν µέχρι το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής, και περιστασιακά µέχρι και την Εποχή του Χαλκού όταν οι ανάγκες της µεταβατικής κτηνοτροφίας υπαγόρευαν τη χρήση ορεινών εδαφών ως βοσκοτόπων την άνοιξη και το καλοκαίρι. Και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική χρησιµοποιούνται πολλά σπήλαια και βραχοσκεπές στην Ήπειρο, όπως η Καστρίτσα στη λίµνη Παµβώτιδα των Ιωαννίνων, το Κλειδί, η Μπόιλα αλλά αρκετές ακόµη στις όχθες του ποταµού Βοϊδοµάτη. Το µικρό µέγεθος των βραχοσκεπών προδίδει περιορισµένο πληθυσµό που ειδι- 39

38 κευόταν στο κυνήγι του αίγαγρου και του αγριόχοιρου. Στο φαράγγι του Βοϊδοµάτη πρέπει να κατέληγαν οι ολιγάριθµες αυτές οµάδες στο τέλος του Πλειστόκαινου για θερινό κυνήγι, ενώ µάλλον προτιµούσαν την πεδιάδα ως χώρο χειµερινής δια- µονής. Ανάλογα πρότυπα επιβίωσης είναι βέβαιο ότι υιοθετούνταν και στην Πελοπόννησο όπως δείχνει η έρευνα στη βραχοσκεπή της Κλεισούρας στην Αργολίδα. Τα τελευταία χρόνια, έχει προωθήσει τη γνώση µας για την ελληνική παλαιολιθική η ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο της Θεόπετρας, κοντά στην Καρδίτσα. Η θέση χρησιµοποιήθηκε αδιάκοπα από τη Μέση Παλαιολιθική, από το περίπου π.σ., ως και τη Νεολιθική εποχή, µε εποχιακή κατοίκηση που ε- ντατικοποιείται µόνον κατά τη Μεσολιθική εποχή. Εδώ, εκτός των υπολοίπων ση- µαντικών ευρηµάτων, εντοπίσθηκαν και αποτυπώµατα πελµάτων παιδιών χρονολογηµένα µε ασφάλεια στο περίπου π.σ. Στα στρώµατα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, βρέθηκαν άψητες µάζες πηλού, ενώ ανάλογα ευρήµατα υπήρξαν και δίπλα σε αρχαιότερες εστίες, της 25 ης χιλιετίας π.σ., χωρίς, όµως, να είναι απολύτως ασφαλής η στρωµατογραφική τους ένταξη. Γύρω στο π.σ., χρονολογήθηκαν σκελετικά λείψανα που αποτελούν ένα από τα ελάχιστα παλαιοανθρωπολογικά ευρήµατα της περιόδου στον αιγαιακό χώρο. Ένας αρκετά πρωιµότερος σκελετός γυναίκας Νεάντερνταλ βρέθηκε σε κόγχη σπηλαίου στο Απήδηµα της Μάνης, σε συνεσταλµένη στάση και κτερισµένος µε οστέινα εργαλεία. Θεόπετρα: 1-2. Εργαλεία ΜΠΛ, 3. Χάντρες Στο σπήλαιο Φράγχθι, άρχισε να κατοικεί γύρω στο π.σ., µια ολιγοπρόσωπη οµάδα που ασχολείται κυρίως µε το κυνήγι µεγάλων θηλαστικών όπως το ελάφι και ο όναγρος, αλλά και µε την αλιεία. Η διατροφή τους εµπλουτίζεται µε καρπούς δέντρων και συλλογή άλλων φυτών όπως η άγρια φακή και το άγριο κρι- 40

39 θάρι. Στον περίγυρό του, υπήρχαν, όπως προαναφέραµε, µικρότερες θέσεις, επικουρικές του σπηλαίου. Στη λιθοτεχνία συνηθίζονται τα ξέστρα και οι λεπίδες, ενώ µερικά περίαπτα από δόντι ελαφιού είναι τα µοναδικά κοσµήµατα. Σηµαντικές είναι και οι πληροφορίες για τη δραστηριότητα των παλαιολιθικών οµάδων στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, κατά τη διάρκεια της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Το σπήλαιο Μααρά ή Πηγών Αγγίτη βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Φαλακρού του Νοµού ράµας, και είναι γνωστό από το Το όνοµα του σπηλαίου οφείλεται στο ότι µέσω του σπηλαίου τα νερά της πεδιάδας του Νευροκοπίου δηµιουργούν τον ποταµό Αγγίτη στη λεκάνη της ράµας. Σε δοκιµαστική τοµή κοντά στην είσοδο του σπηλαίου, εντοπίστηκαν απολιθωµένα οστά ελαφιδών, ρινόκερου, ιπποειδών, αρκούδας και µαµούθ, είδη που προδίδουν εναλλαγή ψυχρών και ηπιότερων κλιµατικών συνθηκών. ίπλα στα οστά των ζώων εντοπίστηκε µικρός αριθµός λίθινων εργαλείων: φολίδες, λεπίδες και απολεπίσµατα από χαλαζία και πυριτόλιθο, που χρονολογήθηκαν στη Μέση Παλαιολιθική εποχή, και έχουν οµοιότητες µε άλλες µουστέριες λιθοτεχνίες του ελλαδικού χώρου. Μια δεύτερη τοµή στο εσωτερικό του σπηλαίου απέδειξε ότι ο χώρος αυτός χρησιµοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής και της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, εφόσον εδώ βρέθηκαν εστίες και αγγεία. Όσον αφορά τα οικιστικά κατάλοιπα των εποχιακών εγκαταστάσεων των µικρών αυτών οµάδων γνωρίζουµε ελάχιστα. Στο Μααρά, τα Καλαµάκια και το Κεφαλάρι του Άργους έχουν διασωθεί στοιχεία εστιών και δαπέδων που µάλλον χρονολογούνται στη Μέση Παλαιολιθική. Στην Καστρίτσα εκτός από τις εστίες ε- ντοπίστηκαν πασσαλότρυπες για τη στερέωση δερµάτων ώστε να εξασφαλίζεται προστασία από το κρύο, και στην Κλεισούρα µια κυκλική λιθόκτιστη κατασκευή. Και στις δύο περιπτώσεις τα ευρήµατα χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική. Στο Νοµό Ροδόπης, στην περιοχή των Πετρωτών εντοπίσθηκε λατοµείο πυριτόλιθου το οποίο είναι βέβαιο ότι αρχίζει να χρησιµοποιείται ήδη κατά τη Μέση Παλαιολιθική. Το πρόγραµµα διερεύνησης της προνεολιθικής κατοίκησης στην περιοχή της Θράκης δροµολογήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90, και επέλεξε το ΝΑ τµήµα της πεδιάδας της Ροδόπης. Στην περιοχή της Κρωβύλης η έρευνα α- ποκάλυψη την παρουσία κάποιων θέσεων µε λιγοστά εργαλεία πυριτολίθου, αν και σε ορισµένες περιπτώσεις το υλικό αυτό ήταν περισσότερο, και χρονολογήθηκε στη Μέση Παλαιολιθική εποχή. Περιέχει πυρήνες, φολίδες, ξέστρα και πελέκεις 41

40 µουστέριας λιθοτεχνίας. Αντίστοιχο υλικό συγκεντρώθηκε και στην ορεινή περιοχή των Ασκητών, δίπλα σε βραχοσκεπές που οι ερευνητές θεωρούν σταθµούς περιοδικής κατοίκησης των παλαιολιθικών οµάδων για τις ανάγκες του κυνηγιού. Στη Θάσο, στη θέση Τζίνες, έχουν ερευνηθεί ορυχεία, από τα οποία οι παλαιολιθικές οµάδες εξόρισαν ώχρα 21 τουλάχιστον από το π.σ. Για την εξόρυξη σε χαµηλές οριζόντιες στοές χρησιµοποιούσαν σφήνες και αξίνες, από κέρατο ελαφιού Dama Dama ή αντιλόπης Saiga, είδη που δεν είχαν εκλείψει ακόµη, σε µια εποχή που η Θάσος ήταν ενωµένη µε την ξηρά. Τα έξι ανασκαµµένα ως σήµερα στις Τζίνες ορυχεία είναι τα αρχαιότερα στην Ευρώπη µε οριζόντια εξόρυξη. Ενδιαφέρον εµφανίζει ο εργαλειακός εξόπλισµός τους. Χωρίς να απουσιάζουν τα οστέινα και λίθινα πελεκητά εργαλεία, τα τελευταία από χαλαζία και πυριτόλιθο, ε- ντούτοις η βασική πρώτη ύλη είναι το κέρατο. Υπάρχουν δύο τύποι εργαλείων κρούσης µε τη βοήθεια κροκαλών, οι σφήνες και οι αξίνες µε διαµορφωµένο άκρο, ενώ κέρατα βοοειδών χρησιµοποιούνται ως δοχεία συλλογής της ώχρας. Τζίνες: στοά και κεράτινα εργαλεία 21 Η ώχρα ή αιµατίτης είναι κόκκινο χρωστικό ορυκτό, που πιθανόν χρησιµοποιούνταν για τη βαφή δερµάτων, υφασµάτων ή του σώµατος. Επίσης µπορεί να προστάτευε από τα έντοµα αλλά και να κάλυπτε τη µυρωδιά του κορµιού, κάτι ιδιαιτέρως χρήσιµο στο κυνήγι και στις ενέδρες. 42

41 3.2. Η Μεσολιθική Εποχή Φράγχθη: ΜΛ εργαλεία Ανάµεσα στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική περίοδο µεσολαβεί ένα χρονικό διάστηµα που θεωρείται µεταβατικό, η Μεσολιθική εποχή 22, η οποία δροµολογείται µετά το π.χ 23, και αναγνωρίζεται συνήθως αρχαιολογικά από τη µικρολιθική της τεχνολογία. Τώρα, συνηθίζεται η δευτερογενής επεξεργασία των λεπίδων, ώστε να παράγονται ακόµη µικρότερα εργαλεία γεωµετρικού σχήµατος, κυρίως τραπεζιόσχηµα. Η Μεσολιθική στην Ελλάδα διαρκεί µέχρι τις αρχές της 7 ης χιλιετίας π.χ., και φαίνεται ότι προετοιµάζει το έδαφος για την εδραίωση της νεολιθικής οικονοµίας. Στη Φράγχθη και στη Σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, έχουν διευκρινιστεί δύο φάσεις της, η Κατώτερη και η Ανώτερη Μεσολιθική. Ορισµένοι υποστηρίζουν ότι δεν τεκµηριώνεται επαρκώς στον αιγαικό χώρο συνέχεια ανάµεσα σε Παλαιολιθική και Μεσολιθική, δεν αποκαθίσταται, δηλαδή, πειστική διαδοχή των δύο τεχνολογικών παραδόσεων. Θεωρούν πιθανότερη τη διάδοση της Μεσολιθικής από την Ανατολία. Οι περισσότεροι, ωστόσο, συµφωνούν σήµερα ότι η ιδέα της προέλευσής της από την ελληνική παλαιολιθική έχει κερδίσει έδαφος, εφόσον γνωρίζουµε πλέον, εκτός από τη Φράγχθη, και άλλες θέσεις µε µεσολιθικά στρώµατα να διαδέχονται τα παλαιολιθικά, όπως τα σπήλαια στη Θεόπετρα και στα Γιούρα. Γύρω στο π.χ., οι κάτοικοι στη Φράγχθη φαίνεται ότι µπορούσαν πλέον να αποµακρύνονται αρκετά από την ακτή µε τα πλοιάριά τους, µια που ε- ντοπίζουµε όλο και συχνότερα στις αρχαιολογικές επιχώσεις οστά µεγάλων ψαριών, κυρίως τόννου, αλλά και οψιανό, ηφαιστειακό πέτρωµα κατάλληλο για την κατασκευή εργαλείων, η κοντινότερη πηγή του οποίου είναι η Μήλος. Έχουν προταθεί τρεις πιθανές διαδροµές προσπορισµού αυτού του υλικού, µια χερσαία, µια 22 Η Μεσολιθική αλλού ονοµάζεται Επιπαλαιολιθική, όπως στη υτική Τουρκία, ενώ δεν έχει παντού την ίδια διάρκεια. Στη Βόρεια Ευρώπη, για παράδειγµα, αλλά ακόµη και σε θέσεις των Βαλκανίων όπως το Λεπένσκι Βιρ της Σερβίας εξακολουθεί να υφίσταται ως την 6 η χιλιετία π.χ., όταν οι γύρω περιοχές έχουν ήδη ενσωµατώσει µε επιτυχία τη νεολιθική οικονοµία. Στην Ελλάδα, χρονολόγηση µε C14 στα Γιούρα και στη Θεόπετρα έδειξε ότι η Μεσολιθική εποχή καλύπτει την 9 η -8 η χιλιετία π.χ. 23 Χρησιµοποιούµε εις το εξής αποκλειστικά το χρονολογικό προσδιορισµό π.χ. (προ Χριστού), λόγω της ευρείας και εδραιωµένης χρήσης του. 43

42 δεύτερη θαλάσσια αλλά σε µικρή απόσταση από την ακτή και µια, ίσως λιγότερο πιθανή, ταξιδεύοντας απευθείας από την Αργολίδα στη Μήλο. Στο οστεολογικό υλικό της Φράγχθης συναντούµε, εκτός από το κόκκινο ελάφι και το ζαρκάδι, τον αγριόχοιρο και τον άγριο ταύρο, είδη που θα πρωτοστατήσουν αργότερα στη νεολιθική κτηνοτροφία. Στη θέση αυτή εντοπίστηκε σηµαντικός αριθµός οστρέων Dentalium, η διατροφική αξία των οποίων είναι µικρή, είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι τα χρησιµοποιούσαν ως κοσµήµατα µε αποκοπή του στενού τους άκρου του οστρέου ώστε να τρυπηθούν. Η περισυλλογή τους πρέπει να γινόταν σε απόσταση 3 περίπου χλµ. από το σπήλαιο, στο σηµείο ανάπτυξης της ακτογραµµής κατά το τέλος του Πλειστόκαινου. Στο σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, επιβεβαιώνεται κατά τη Μεσολιθική εποχή, γύρω στο 8500 π.χ., µια εντυπωσιακή εντατικοποίηση της αλιείας, χωρίς αυτό να σηµαίνει παρακµή του κυνηγιού και της περισυλλογής άγριων καρπών και δηµητριακών. Στα στρώµατα αυτά δεν υπάρχει κεραµική, αλλά εκτός από πολυάριθµα αγκίστρια, οι κάτοικοι του σπηλαίου χρησιµοποιούν λίθινα περίαπτα, τριπτήρες για το άλεσµα των καρπών και χάντρες από όστρεο. Τα ευρήµατα αυτά είναι ανάλογα µε άλλα επίσης µεσολιθικά από την Πρόσυµνα της Αργολίδας, το Μαρουλά στην Κύθνο και το σπήλαιο της Θεόπετρας. Μεσολιθικά ευρήµατα διαθέτουµε επίσης από το Σιδάρι στην Κέρκυρα, λιγοστές θέσεις στο Νοµό Πρέβεζας, το σπήλαιο Σαρακηνού στη Βοιωτία, το σπήλαιο Ζαϊµη στην Κακιά Σκάλα Αττικής και την Κλεισούρα Αργολίδας. Όπως στη Φράγχθη, έτσι και στα Γιούρα τα εργαλεία οψιανού είναι ακόµη λιγοστά, ενώ περισσότερα είναι τα πυριτολιθικά, όλα µικρολιθικών γεωµετρικών τύπων. Η ποικιλία στους τύπους των αγκιστριών υποδεικνύει εξειδίκευσή τους α- νάλογα µε το είδος του ψαριού που αλιεύεται. Αντιθέτως, το κυνήγι δε φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα του πληθυσµού, αν κρίνουµε από τη µικρή ποσότητα ο- στών αγριοκάτσικων, αν και των πτηνών είναι αρκετά αυξηµένα. Η παρουσία του τόννου, ενός είδους της ανοιχτής θάλασσας, δείχνει ότι, όπως και στη Φράγχθη, ότι η γνώση της ναυσιπλοΐας ήταν ήδη κτήµα των κατοίκων του σπηλαίου. Στο Μαρουλά της Κύθνου, οι κάτοικοι ασχολούνταν περισσότερο µε την αλιεία χωρίς να υστερεί η τροφοσυλλογή και το κυνήγι µικρών ζώων και πουλιών. Η µεγάλη ποσότητα οψιανού εδώ, σε σύγκριση µε τη σαφώς περιορισµένη των Γιούρων, είναι αναµενόµενη λόγω της γειτνίασης του νησιού µε τη Μήλο. Γενικώς, άλλωστε, υποστηρίζεται ότι οι ολιγάριθµες οµάδες της Μεσολιθικής µάλλον µετα- 44

43 κινούνταν συχνά, γεγονός που εξηγεί πειστικά τις οµοιότητες της λιθοτεχνίας τους µε αυτή των ηπειρωτικών θέσεων. Στο Μαρουλά έχουν ανασκαφεί καλύβες µε λιθόστρωτα και κυκλικές κατασκευές που διέθεταν δάπεδο από βότσαλα. Κάποιες από αυτές φαίνεται ότι ήταν λαξευµένες στο βράχο και για τη στέγασή τους έφεραν κεντρικό πάσσαλο. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτές οι κυκλικές κατασκευές του Μαρουλά και οι ταφές κάτω από το δάπεδο των κατοικιών που τις συναντούµε από την αρχή της Νεολιθικής εποχής, είναι τα στοιχεία που συνδέουν πολιτισµικά το Αιγαίο µε την Ακεραµική της Κύπρου και της Συροπαλαιστίνης. Γενικά, προς το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής και για ολόκληρη σχεδόν τη διάρκεια της Μεσολιθικής, παρατηρείται στροφή της οικονοµίας προς τη θάλασσα, µε προφανή στόχο την αναπλήρωση των ζωικών πρωτεϊνών που σπανίζουν λόγω της µείωσης του αριθµού των θηραµάτων. Εντατικοποιείται η συλλογή χερσαίων µαλακίων, ενώ στα Γιούρα είναι τεράστιες οι ποσότητες των ψαριών, και σηµαντικές αυτές των οστών πτηνών. Στα στρώµατα της Κατώτερης Μεσολιθικής, πλην του χοίρου, εντοπίζονται και οστά προβάτου και κατσίκας που εµφανίζουν µεταβατικά στοιχεία εξηµέρωσης, ενώ στην επόµενη φάση, µετά το 7500 π.χ., είναι πλήρως εξηµερωµένα. Ωστόσο, αρκετοί πιστεύουν ότι αυτοί οι µεταβατικοί τύποι µπορεί να έχουν εισαχθεί από την Ανατολή. Στη διάρκεια της Μεσολιθικής εποχής, οι πληθυσµοί στη Φράγχθη, στη Θεόπετρα και στα Γιούρα έθαβαν τους νεκρούς τους, συνήθως ακτέριστους, µέσα στον ίδιο το χώρο κατοίκησης. Στη Φράγχθη, εντοπίστηκαν αρκετές ταφές της µεσολιθικής, ενταφιασµοί αλλά και δύο καύσεις στην είσοδο του σπηλαίου, αν και µάλλον είχαν καεί σε άλλη θέση. Σε ταφή άνδρα, σε συνεσταλµένη στάση, σωρός χερσαίων µαλακίων είχε εναποτεθεί πάνω στο σκελετό µαζί µε πέτρες. Στην Κύθνο, συνηθίζεται η τοποθέτηση λίθων πάνω στο στήθος του νεκρού, συνήθεια που εξακολουθεί στην ακεραµική Κύπρο και στη νεολιθική Ελλάδα, ίσως δηλώνοντας πρόθεση να κρατηθεί µακριά ο νεκρός. Παρατηρήθηκε επίσης ώχρα πάνω σε τµή- µατα των σκελετών. Στα Γιούρα ένα κρανίο γυναίκας ηλικίας 60 περίπου χρόνων αποτελεί σπάνιο για 9 η χιλιετία εύρηµα. Τα δεδοµένα για τη µετάβαση από την Παλαιολιθική στη Νεολιθική εποχή στην Ανατολική Μεσόγειο αυξήθηκαν προσφάτως µε τον εντοπισµό ενός ακόµη σπηλαίου, στη θέση Ακρωτήρι-Αετογκρεµνός της Νότιας Κύπρου, όπου πυριτολιθικά εργαλεία ήρθαν στο φως δίπλα σε οστά πυγµαίων ιπποπόταµων και ελεφάντων, αιγαιακής πανίδας που πρέπει να εξαφανίσθηκε πριν από το 9000 π.χ. Το 45

44 γεγονός ότι ο µικρός αριθµός Μεσολιθικών αλλά και Παλαιολιθικών θέσεων που γνωρίζουµε στον ελλαδικό χώρο οφείλεται σε σηµαντικό βαθµό σε αδυναµία της έρευνας, δηλαδή στην απουσία εντατικών επιφανειακών ερευνών, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όπου πραγµατοποιούνται τέτοιες έρευνες, εντοπίζονται και νέες θέσεις. Γνωστά παραδείγµατα οι παλαιολιθικές θέσεις που έχουν αρχίσει να ε- ντοπίζονται στη Θράκη από την περασµένη δεκαετία, αλλά και οι πρόσφατα εντοπισµένες µεσολιθικές θέσεις στην περιοχή της Κάντιας στη νότια ακτή της Αργολίδας Η τεχνολογία των λίθινων εργαλείων της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής εποχής Η τεχνολογία αποτελεί σήµερα ξεχωριστό κλάδο της αρχαιολογικής έρευνας, που µελετά µε συστηµατικό τρόπο τις τεχνικές, τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιµοποιούνταν για την παραγωγή και χρήση των προϊόντων, και µέσω αυτών προσπαθεί να κατανοήσεις κανόνες της ανθρώπινης συµπεριφοράς που υποκινεί αυτές τις δραστηριότητες. Στο έργο αυτό επικουρείται από την Πειραµατική Αρχαιολογία, η οποία προσπαθεί να αναπαράγει τις διαδικασίες που σχετίζονται µε την παραγωγή, τη λειτουργία και την απόρριψη των εργαλείων, και να προσφέρει στοιχεία για την οργάνωση, τα στάδια και την αποτελεσµατικότητα της τεχνολογίας που κάθε φορά καλείται να αναπαράγει. Η µεγάλη σηµασία που αποδίδεται στα πελεκητά εργαλεία κατά την Παλαιλιθική και Μεσολιθική εποχή οφείλεται κυρίως στο ότι αποτελούν το µεγαλύτερο µέρος των κινητών ευρηµάτων. Εκτός από τα ίδια τα εργαλεία, δηλαδή, τα τελικά προϊόντα, µελετώνται επίσης διεξοδικά τα κατάλοιπα της επεξεργασίας της πέτρας, δηλαδή, τα υποπροϊόντα των φάσεων της απολέπισης από τη διαµόρφωση του πυρήνα έως την τελική διαµόρφωση του εργαλείου. Μικρός αριθµός αµφιπρόσωπων εργαλείων που θα µπορούσαν να ανήκουν στην Κατώτερη Παλαιολιθική έχουν εντοπιστεί στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Εύβοια, αλλά δεν αποτελούν ανασκαφικά ευρήµατα, και δεν είναι εύκολο να χρονολογηθούν µε ασφάλεια, επειδή τέτοια εργαλεία είναι βέβαιο ότι κυκλοφορούσαν και κατά τη Μέση Παλαιολιθική. Η ίδια επιφύλαξη έχει επίσης διατυπωθεί για τις πρώιµες φολίδες του Πηνειού, οι πρόσφατες, όµως, χρονολογή- 46

45 σεις τέτοιων εργαλείων της Κέρκυρας σε πολύ πρώιµες φάσεις της Κατώτερης παλαιολιθικής, συµβάλλει στην αποδοχή της αρχαιότητάς τους. Στον ελλαδικό χώρο η τεχνολογία των λίθινων πελεκητών εργαλείων της Ανώτερης Παλαιολιθικής, και συγκεκριµένα της περιόδου µεταξύ του και του π.σ., έχει µελετηθεί ικανοποιητικά στη Φράγχθη της Αργολίδας, σε 5 θέσεις της Ηπείρου, την Καστρίτσα, το Ασπροχάλικο, το Κλειδί, το Μεγάλακκο και την Μποΐλα, καθώς και στο σπήλαιο της Θεόπετρας. Τυπικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών αυτών είναι: 1. Η συστηµατική παραγωγή λεπίδων από ειδικά διαµορφωµένους πυρήνες, η εµφάνιση των µικρολεπίδων µε επεξεργασµένη ράχη και η χρήση της τεχνικής της µικρογλυφίδας. 2. Η µεγάλη ποικιλία διαµορφωµένων προϊόντων χαρακτηριστικών της Ανώτερης Παλαιολιθικής, όπως οι γλυφίδες, οι οπείς, οι λεπίδες µε δευτερογενή επεξεργασία και τα ξέστρα, τροπιδωτά και µε ρύγχος. Όσον αφορά τον προσπορισµό της πρώτης ύλης, γνωρίζουµε ότι στη Φράγχθη η κατασκευή των εργαλείων βασιζόταν σε πυριτολιθικά πετρώµατα τοπικής προέλευσης, που συχνά εµφανίζουν χαµηλή αποδοτικότητα. Μόνο προς το τέλος της περιόδου, εισάγεται µικρή ποσότητα µηλιακού οψιανού. Αντιθέτως, στις υπόλοιπες θέσεις φαίνεται να χρησιµοποιούνται πρώτες ύλες τοπικές αλλά και αποµακρυσµένων πηγών. Οι θέσεις που βρίσκονται στο φαράγγι του Βοϊδοµάτη, το Κλειδί, ο Μεγάλακκος και η Μποΐλα, οι πρώτες ύλες είναι, βεβαίως, στην πλειονότητά τους τοπικής προέλευσης, αλλά δεν απουσιάζουν και οι εισηγµένες. Στη Θεόπετρα, συνηθίζονται οι τοπικοί ραδιολαρίτες αν και αρκετά εργαλεία είναι κατασκευασµένα από πυριτόλιθο όµοιο µε των σύγχρονων λιθοτεχνιών θέσεων της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της Μεσολιθικής διαπιστώνεται µε αρκετή ασφάλεια στη Φράγχθη η εξάρτηση ανάµεσα στην ποσότητα του µηλιακού οψιανού και στην α- λιεία του τόννου. Στα µέσα της περιόδου φαίνεται ότι υπήρξε εντατικοποίηση της αλιείας, γεγονός που έκανε αναγκαίο τον προσπορισµό περισσότερης πρώτης ύλης αλλά και την παραγωγή µεγαλύτερου αριθµού αγκιστριών από µικρόλιθους. Το τελευταίο, αν και φαίνεται αυτονόητο, δεν επιβεβαιώνεται σε όλες τις περιπτώσεις από την ανάλυση των ιχνών χρήσης, γιατί οι µικρόλιθοι µπορούν να εξυπηρετούν ποικιλία αναγκώς, όπως, λόγου χάριν, το κυνήγι πτηνών, κάτι αρκετά πιθανό στην περίπτωση των Γιούρων. Γενικώς, τα προϊόντα του απολεπισµένου λίθου κατά την 47

46 περίοδο αυτή είναι κυρίως φολίδες, σε πολύ µικρότερο βαθµό λεπίδες και µικρολεπίδες, και κατά κανόνα µικρών διαστάσεων µε εξαίρεση τη µεσολιθική λιθοτεχνία στη Θεόπετρα όπου συνηθίζονταν µεγαλύτερα εργαλεία. Συνηθίζονται ακόµη εργαλεία µε οδοντωτή κόψη και άλλα µε εγκοπές, εργαλεία µε κολόβωση, διεδρικές γλυφίδες, οπείς και ξέστρα µε πλευρική επεξεργασία, στρογγυλά ή ακανόνιστα. Ενώ συχνά οι µικρόλιθοι θεωρούνται σήµα κατατεθέν της Μεσολιθικής εποχής, στην πραγµατικότητα εκπροσωπούνται ελάχιστα σε έναν αριθµό θέσεων ό- πως η Κλεισούρα, το Σιδάρι, τα Γιούρα και η Θεόπετρα. Στα Γιούρα κυριαρχεί ο καστανός πυριτόλιθος ο οποίος λόγω της τοπικής του προέλευσης εξακολουθεί να επικρατεί και κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής. Σε µικρότερα ποσοστά συναντούµε στα µεσολιθικά στρώµατα άλλα είδη πυριτολίθου και οψιανό. Η Ανώτερη Μεσολιθικά διαθέτει τύπους εργαλείων όπως οι παχιές ακανόνιστες λεπίδες µε ράχη, που είναι άγνωστες στη Φράγχθη. Στο Μαρουλά, κυριαρχεί ο τοπικός χαλαζίας και οι φολίδες µικρού µεγέθους. Μεσολιθική ταφή Οπείς και ξέστρα της Μεσολιθικής 48

47 4. Η ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ Γίνεται συχνά λόγος για τον όρο νεολιθική επανάσταση, που εισήγαγε ο Gordon Childe. Αντιλαµβανόµαστε σήµερα ότι η µεταβολή αυτή δεν ήταν αιφνιδιαστική αλλά βαθµιαία, τόσο στις περιοχές στις οποίες πρωτοεµφανίζεται όσο και στον ελλαδικό χώρο. Ορισµένα στοιχεία της νεολιθικής οικονοµίας και κοινωνίας προετοιµάζονται από τα τελευταία στάδια της Ανώτερης Παλαιολιθικής και, ο- πωσδήποτε, κατά τη Μεσολιθική/Επιπαλαιολιθική περίοδο. Ο όρος επανάσταση αποκτά νόηµα, εφόσον αναλογιστούµε τη σπουδαιότητα των µεταβολών που ε- δραιώνονται κατά τη νεολιθική εποχή για τις ανθρώπινες κοινότητες και τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν. Υπάρχουν αρκετές θεωρητικές προτάσεις για το πώς ο προϊστορικός άνθρωπος πέρασε από τις µετακινούµενες οµάδες στους µόνιµους οικισµούς και από το στάδιο του τροφοσυλλέκτη και κυνηγού σ εκείνο του γεωργοκτηνοτρόφου. Οι περισσότερες αποδίδουν ή προσπαθούν να εντοπίσουν τα αίτια της µεταβολής σε εξωγενείς παράγοντες, και κάποιες νεότερες θεωρίες προτάσσουν το ρόλο ενδογενών διεργασιών. Η Θεωρία της Πυρηνικής Ζώνης υποστηρίζει ότι η πορεία προς τη νεολιθική οικονοµία συντελέστηκε καταρχήν στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής (Βόρειο Ιράκ, ΝΑ Τουρκία και Συροπαλαιστίνη), επειδή εκεί υπήρχαν σε ά- γρια µορφή τα φυτά που αποτέλεσαν τις πρώτες καλλιέργειες. Ο εισηγητής της θεωρίας Braidwood είχε προτείνει αρχικά ως πυρηνικό σηµείο το Ιρακινό Κουρδιστάν, µε βασική θέση το Jarmo ως κοιτίδα εξηµέρωσης φυτών και ζώων. Αργότερα, προστέθηκαν και άλλες κοιτίδες όπως η Συροπαλαιστίνη και ο ευρύτερος χώρος της Ανατολίας. Σε όλες αυτές της περιοχές, οι τροφοσυλλέκτες της Παλαιολιθικής εποχής είχαν ήδη αναπτύξει αποδοτικές πρακτικές ως προς την περισυλλογή και επεξεργασία εκείνων των φυτών, µε τα οποία βαθµιαία εξοικειώθηκαν, και ο- δηγήθηκαν τελικώς στην πλήρη υιοθέτηση της γεωργίας. Η Νεοκλιµατική Θεωρία υποστηρίζει ότι βασικός κινητήριος µοχλός της νεολιθικής επανάστασης ήταν ότι εδώ είχαν δηµιουργηθεί οι ήπιες κλιµατικές συνθήκες που ήταν αναγκαίες για τη συνεύρεση φυτών, ζώων αλλά και των ανθρώπινων οµάδων µετά το π.χ. Στην προσέγγιση αυτή ενυπάρχει η Θεωρία των οάσεων του Childe, σύµφωνα µε την οποία η παρατεταµένη ξηρασία οδήγησε τα φυτοφάγα ζώα και τις ανθρώπινες οµάδες να συνυπάρξουν στις λιγο- 49

48 στές οάσεις που ήταν διαθέσιµες. Αυτή η µακρόχρονη συνεύρεση έγινε αφορµή της βαθµιαίας εξηµέρωσής τους, και εκείνη, µε τη σειρά της, υποτίθεται ότι τον ανάγκασε να επινοήσει την καλλιέργεια για να εξασφαλίσει την εκτροφή τους. Η Θεωρία της Πληθυσµιακής Πίεσης υποστηρίζει ότι η αύξηση του πληθυσµού και η µόνιµη εγκατάσταση που προηγήθηκαν -γεγονός ασφαλώς τεκ- µηριωµένο πλέον από πληθώρα ανασκαµµένων µόνιµων µη γεωργοκτηνοτροφικών εγκαταστάσεων- είναι αυτά που εξανάγκασαν τις κοινότητες στην υιοθέτηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Πρόβληµα, ωστόσο, αποτελεί αν η αύξηση του πληθυσµού υπήρξε αίτιο ή αποτέλεσµα. Μια παραλλαγή της θεωρίας είναι και αυτή της Περιθωριακής Ζώνης των Flannery και Binford, διατυπωµένη στα πλαίσια της διαδικαστικής προσέγγισης και των θεωριών των κρίσεων. Υποθέτει ότι η ευρεία εκµετάλλευση του περιβάλλοντος κατά την Παλαιολιθική εποχή, προκάλεσε πληθυσµιακή αύξηση και µετακίνηση οµάδων σε περιθωριακές περιοχές. Εκεί, το λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον τις υποχρέωσε να επινοήσουν τη γεωργοκτηνοτροφία. Ο Binford, µάλιστα, υποστήριξε ότι οι κλιµατικές µεταβολές στο τέλος της Παλαιολιθικής προκάλεσαν περιορισµό του κυνηγιού, µόνιµη εγκατάσταση -συνήθως κοντά σε θάλασσα ή ποτάµια για τη δυναµική άσκηση της αλιείαςκαθώς και την ανάγκη µεγιστοποίησης των αγαθών. Κατά τη γνώµη του, αυτό συνέβη σε πολλές περιοχές της γης, οπότε κακώς αναζητούµε πρώτες κοιτίδες, εξαρτώµενοι από τις ιδέες της µονογένεσης και της διάδοσης. Η έναρξη της γεωργοκτηνοτροφίας και το µοντέλο της διάδοσης Η θεωρία που εµπιστεύεται περισσότερο τις ενδογενείς διεργασίες, έχει ε- ντοπίσει στοιχεία µέσα στις ίδιες τις κοινότητες, τα οποία στοχεύουν στη διατήρηση της συνοχής της κοινωνικής οµάδας. Υποθέτει ότι προς το τέλος της Παλαιολι- 50

49 θικής, υπήρξε κίνδυνος ανάδυσης αντιθέσεων ανάµεσα στην κοινοτική ιδιοκτησία και σε προσπάθειες ατοµικής ιδιοποίησης των προϊόντων. Αυτό µπορούσε να διασπάσει την κοινοτική αλληλεγγύη και τους δεσµούς ανάµεσα στα µέλη της οµάδας, έπρεπε, λοιπόν, να καταπολεµηθεί. Η εντατικοποίηση της παραγωγής, βοηθούµενη από τη γεωργοκτηνοτροφία και κάποιες συµβολικές δράσεις, ευρύτατα διαπιστωµένες στην Εγγύς Ανατολή, είχε αυτόν ακριβώς το στόχο, να εµποδίσει µια ε- περχόµενη σύγκρουση. Θα λέγαµε ότι αρκετοί από τους παράγοντες που προτείνονται ως ρυθµιστικοί για την εµφάνιση της νεολιθικής οικονοµίας, πρέπει να έπαιξαν ρόλο, και, κατά περίπτωση, να συνυπήρξαν. Είναι βέβαιο ότι σε κάποιες περιοχές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής αυτές οι διαδικασίες προηγήθηκαν, κάτι λογικό εφόσον εδώ υ- πήρχαν οι άγριοι πρόγονοι του σιταριού, του κριθαριού, των οσπρίων, του προβάτου και του γουρουνιού. Στη Συροπαλαιστίνη υπήρχαν άγρια βοοειδή, η ιδέα της εξηµέρωσης των οποίων µεταφέρθηκε ταχύτατα σε γειτονικές περιοχές όπως η Κύπρος. Για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των δύο χιλιετιών, υπήρξε εντατικότατη εκµετάλλευση των άγριων δηµητριακών από µονίµως εγκατεστηµένους πληθυσµούς. Αργότερα, συνυπάρχει επίσης η εκµετάλλευση αγρίων και εξηµερωµένων ειδών. Στην περιοχή αυτή εµφανίζονται µετά το π.χ., µόνιµες εγκαταστάσεις µε αρχιτεκτονική ηµιυπόγειων κυκλικών σπιτιών. Αυτοί οι µακρόβιοι οικισµοί δεν έχουν ακόµη ενσωµατώσει άλλα συστατικά της νεολιθικής οικονοµίας, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία και η κεραµική, φαίνεται, πάντως, ότι είναι µόνιµοι, ή, τουλάχιστον, κατοικούνται για µεγάλα χρονικά διαστήµατα. Στη Συροπαλαιστίνη και στην Ιορδανία, µια πυρηνική περιοχή για τη διαδικασία της νεολιθικοποίησης, οι πληθυσµοί εγκαταλείπουν προς το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής τα σπήλαια, και προτιµούν τις υπαίθριες εγκαταστάσεις µε έ- κταση µέχρι 2 στρέµµατα. Αυτή η Επιπαλαιολιθική φάση χαρακτηρίζεται από µικρολιθικές παραδόσεις, κάτι που φαίνεται ότι αποτελεί γενικό κανόνα για τις χιλιετίες που προηγούνται της έναρξης της νεολιθικής. Στα πρώτα στάδια, κυριαρχούν τα λίθινα εργαλεία τραπέζιου και ορθογώνιου σχήµατος, ενώ µε την έναρξη της αποκαλούµενης νατούφιας περιόδου τα κυκλικά µικρολιθικά εργαλεία. Τα δηµητριακά ευδοκίµησαν εδώ περίπου πριν από χρόνια, όταν αυξήθηκε η θερ- µοκρασία του παγκόσµιου κλίµατος ως συνέπεια του τέλους της τελευταίας παγετώνειας περιόδου. Οι πληθυσµοί ανέπτυξαν την τάση για µόνιµη εγκατάσταση, 51

50 εφόσον οι συνθήκες ανεύρεσης τροφής ήταν πλέον εύκολες µέσα σε µια συγκεκρι- µένη έκταση, η ακτίνα της οποίας δεν υπερέβαινε τα 2 χλµ. O νατούφιος πολιτισµός ανθίζει από τον Ευφράτη µέχρι το Σινά, και θεωρούµε ότι προετοιµάζει τη νεολιθικοποίηση ανάµεσα στο και στο π.χ. Από τη δεκαετία του 60, µετά τις ανασκαφές στη Mallaha, κοντά στον Ιορδάνη, έγινε αντιληπτό ότι, αν και οι πληθυσµοί στη Συροπαλαιστίνη είναι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, υπάρχουν, όµως, ήδη προ-αγροτικές εγκαταστάσεις, είτε µόνιµες είτε εποχιακές. Λίγο αργότερα, στο Mureybet, στη διάρκεια της Προκεραµικής Νεολιθικής Α, που καλύπτει τη 10 η και την 9 η χιλιετία π.χ., διαπιστώνουµε διατήρηση της παράδοσης των κυκλικών υπόσκαφων σπιτιών, µόνο που τώρα είναι πιο ευρύχωρα, µε διάµετρο ως 6 µ., και µε ήδη διαµορφωµένο ένα πολύ δηµοφιλές χαρακτηριστικό της νεολιθικής αρχιτεκτονικής της Ανατολίας: τη διαµόρφωση µικρών χώρων, κελιών, είτε αποθηκευτικών είτε ταφικών. Τα κυκλικά αυτά κτίρια είχαν µάλλον επίπεδη στέγη από πηλό, µε ξύλινο σκελετό και κατακόρυφα δοκάρια στήριξης. Στο σύγχρονο µε το Μουρεϋµπέτ οικισµό του Jerf El Ahmar διαπιστώνεται το µεταβατικό στάδιο από την κυκλική στην ορθογώνια κατοικία, αφού εδώ συνυπάρχουν αρκετοί τύποι πολύχωρων σπιτιών µε εσωτερικές αυλές και αναλήµµατα, προδίδοντας ένα χωροταξικό σχεδιασµό που παρατηρούµε αργότερα και στην Ιεριχώ. Ως προς την οικονοµία των οικισµών της νατούφιας φάσης, η γεωργία τους αν και δεν έχει ενστερνιστεί την εξηµέρωση, είναι όντως εντατική, βασισµένη στο κριθάρι και στο µονόκοκκο σιτάρι. Το κριθάρι έπαιζε µάλλον σηµαντικότερο ρόλο σ αυτούς τους οικισµούς της Συροπαλαιστίνης, ακριβώς λόγω του άγονου περιθωριακού της εδάφους. Όσον αφορά το κυνήγι, δεν προτιµώνται παντού είδη που πρόκειται εν συνεχεία να εξηµερωθούν, µια που σε αρκετές περιπτώσεις κυριαρχούν οι βόνασοι, αλλού όµως οι γαζέλες και τα ιπποειδή. 52

51 Εγγύς Ανατολή: Κτίσµατα της Ακεραµικής Συρία: Jerf El Ahmar Προς το τέλος της Προκεραµικής Νεολιθικής Α, γύρω στο 8500 π.χ., κάποια από τα χαρακτηριστικά του πολιτισµού αυτού, φαίνεται ότι εξαπλώνονται και στην περιοχή του Όρους Ταύρος, στη ΝΑ Τουρκία και στο Βόρειο Ιράκ. Η έ- κταση αυτή θεωρείται επίσης κοµβική µαζί µε τη Συροπαλαιστίνη και την Ιορδανία, για την ολοκλήρωση αλλά και τη διάδοση της διαδικασίας της νεολιθικοποίησης. Αλλά και στο Cayonu, στην Ανατολική Τουρκίας, η πρώτη φάση των κυκλικών κατοικιών εµφανίζει αναλογίες µε τον µουρεϋµπέτιο πολιτισµό, εφόσον κι εδώ δεν υπάρχει συστηµατική γεωργία πριν από την οικιστική φάση των κτισµάτων µε κελιά, που χρονολογείται γύρω στο 8000 π.χ. Μόνον τότε πολλαπλασιάζονται τα ε- ξηµερωµένα δηµητριακά, µετά από µία περίοδο εντυπωσιακής αφθονίας των ά- γριων οσπρίων. Παρόλ αυτά, νεολιθικά θεωρούνται από αρκετούς τα χωριά που έχουν υιοθετήσει όχι την αγροτική ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, αλλά περισσότερο την ίδια την ιδέα της µόνιµης κατοικίας, όπως έχει προταθεί από τη µεταδιαδικαστική αρχαιολογία. Την επιλογή, δηλαδή, της οικογενειακής εστίας, λόγω της συµβολικής πρόθεσης του ανθρώπου να αποµακρυνθεί από το άγριο, που ενσωµατώνει το άγνωστο, το µη ελέγξιµο και, πιθανόν, το αντίπαλο. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι η ιδέα της γεωργίας δεν προϋποθέτει την εξηµέρωση, και αυτό έχει αποδειχτεί όσον αφορά τα δηµητριακά για τις κοινότητες του Ευφράτη, και στις δύο φάσεις της Προκεραµικής Νεολιθικής, Α και Β, αλλά και ως προς τα όσπρια σχετικά µε την Ανατολία. Η εµφάνιση της καλλιέργειας µπορεί να είναι περισσότερο µια νοητική µετάλλαξη που εµφάνισαν τα µόνιµα προ-αγροτικά χωριά της Επιπαλαιολιθικής, όταν οι µεγαλύτερες πληθυσµιακές οµάδες δηµιούργησαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον 53

52 για την ανάδυση µια νέας σειράς πρακτικών όχι µόνο οικονοµικών αλλά και ιδεολογικών. Και στην Ιορδανία, η Προκεραµική Νεολιθική διαρκεί από το ως το 7000 περίπου π.χ. Η φάση Β ( π.χ.) έχει να επιδείξει στοιχεία που είναι κοινά σε αρκετές περιοχές της Εγγύς Ανατολής, και µια πιο ολοκληρωµένη νεολιθική ταυτότητα, µε ορθογώνιες κατοικίες, ανάπτυξη της γεωργίας, συστηµατική κτηνοτροφία και λατρεία των νεκρών. Η Beidha είχε κατοικηθεί κατά την Προκεραµική Νεολιθική Β, και στη φάση αυτή ανήκει ένα σύνολο κυκλικών καλυβών, διαµέτρου 3 ως 4 µ., οριοθετηµένων µε περίβολο. Αργότερα, έκαναν την εµφάνισή τους οι ορθογώνιοι ηµιυπόγειοι χώροι µε κεντρικό διάδροµο. Πρέπει να ήταν απλώς τα υπόγεια των κατοικιών, που είχαν εργαστηριακό ή αποθηκευτικό προορισµό. Στον οικισµό υπήρχε και έ- ναν µονόχωρο τετράγωνο κτίριο µε µεγάλη εστία κοντά στην είσοδο και µεγάλη λίθινη πλάκα εν είδει βωµού. Μια ανοιχτή στοά σχήµατος Γ έκλεινε το κτίσµα από τις δύο πλευρές του. Το κτίριο είχε επιµεληµένη κατασκευή, οι τοίχοι του έφεραν κόκκινο κονίαµα, και θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς του ιερό. Στον οικισµό αυτόν αναγνωρίστηκαν αρκετά εργαστήρια οστεοτεχνίας, κοσµηµατοτεχνίας και λιθοτεχνίας. Πολλοί νεκροί εντοπίστηκαν κάτω από δάπεδα σπιτιών, στην πλειονότητά τους αποκεφαλισµένοι. Στη δεύτερη σηµαντική θέση της Ιορδανίας, το Ain Ghazal, τα κτίσµατα της 8 ης και της 7 ης χιλιετίας ήταν ορθογώνια µε δύο ή περισσότερα δωµάτια και τοίχους επιχρισµένους µε κόκκινο επίχρισµα και γεωµετρικά σχέδια. Τουλάχιστον είκοσι ανθρωπόµορφα ειδώλια προέρχονται από τα στρώµατα της Προκεραµικής Β, όλα σχεδόν ακέφαλα. ύο κρύπτες µε γύψινα αγαλµατίδια χρονολογούνται στο πρώτο µισό της 7 ης χιλιετίας. Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν γύρω στα 30 αγαλµατίδια, µερικά από τα οποία φτάνουν σε ύψος το 1 µ. Έχουν έντονη απόδοση των περιγραµµάτων και της κόρης των µατιών, και σχηµατοποιηµένο σώµα, αν και ο- ρισµένα µε απόδοση χεριών και ποδιών αρκετά φυσιοκρατική. Υπάρχουν παραδείγµατα δίδυµων µορφών, ίσως ζευγαριών. Στο Αϊν Γκαζάλ βρέθηκαν επίσης ταφές ατοµικές, ενηλίκων και παιδιών, µέσα σε λάκκους στο εξωτερικό των κατοικιών, πολλές χωρίς κρανία. Μεµονωµένα κρανία, όµως, εντοπίστηκαν κάτω από δάπεδα σπιτιών ή σε κρύπτες, µερικά καλυµµένα µε κονίαµα και µε δήλωση του περιγράµµατος των µατιών, όπως συνηθίζεται και στα ειδώλια. Έχει υποστηριχθεί ότι έχουµε να κάνουµε κι εδώ µε λατρεία 54

53 προγόνων. Από το τέλος της 7 ης χιλιετίας η συνήθεια αποκόλλησης των κρανίων εκφυλίζεται, και οι νεκροί θάβονται κάτω από το δάπεδο των κτισµάτων συνήθως κτερισµένοι. Ain Ghazal :ιερό και ειδώλια Στην Ιεριχώ, µια όαση δίπλα στη Νεκρά Θάλασσα, αν και δεν έχουµε ενδείξεις συστηµατικής γεωργίας, υπάρχει από το 8000 π.χ. -µετά από µια πρώιµη φάση κι εδώ κυκλικών υπόσκαφων κατοικιών- µνηµειακή αρχιτεκτονική, µε ανασκαµµένο έναν εντυπωσιακό πύργο ύψους 8 µ., µε εσωτερική λίθινη κλίµακα. Ο πρώιµος αυτός οικισµός οριοθετείται µε λίθινο περίβολο και µε φαρδιά τάφρο. Σηµαντικότατο και στην Ιεριχώ όπως και στην υπόλοιπη Εγγύς Ανατολή στοιχείο όσον αφορά την ιδεολογία των κατοίκων, είναι η ειδική µεταχείριση που επιφυλάσσεται στους νεκρούς, µε διαµόρφωση του κρανίου µε πηλό και τοποθέτηση κοχυλιών στις οφθαλµικές κόγχες. Στο Cayonu, η κατοίκηση δροµολογείται κατά την Προκεραµική Νεολιθική Α, την 9 η χιλιετία, στην αρχή, όπως προαναφέραµε, µε κυκλικές υπόσκαφες καλύβες. Αµέσως µετά όµως βρίσκουµε µνηµειακά κτίρια που διαφέρουν από τις απλές κατοικίες, γεγονός που, µαζί µε τις σπάνιες πρώτες ύλες που εντοπίζονται στον οικισµό, κάνε ορισµένους να θεωρούν ότι ίσως πρέπει να αναγνωρίσουµε εδώ από πολύ νωρίς µια ιερατική οργάνωση της κοινωνίας. Ένα από τα µνηµειακά αυτά κτίρια έχει πλάτος 10 µ., µε δάπεδο στρωµένο µε λειασµένες πλάκες ασβεστόλιθου και µε τρεις µεγάλες όρθιες στήλες στο εσωτερικό του. Ένα δεύτερο κτίσµα περιείχε µεγάλο αριθµό κρανίων και 450 σκελετούς τοποθετηµένους σε κιβωτιόσχηµες θήκες καλυµµένες µε µεγάλες οριζόντιες πλάκες. Ανανεώθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, ενώ στην αρχαιότερη φάση είναι εφοδιασµένο µε αψίδα, ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που επιλέγεται και σε άλλα κτίρια της Ανατολίας και φαίνεται ότι εξυπηρετεί ειδικό συµβολικό προορισµό. Οι νε- 55

54 κροί ήταν κυρίως νεαροί ενήλικες και πολύ λιγότερο παιδιά. Στο ορθογώνιο τµήµα του κτιρίου υπήρχαν επίσης στηµένες κάθετες στήλες, ενώ σε µια µεγάλη επίπεδη πέτρα, εν είδει βωµού, διαπιστώθηκε αίµα µικρών µηρυκαστικών αλλά και ανθρώπου. Στο Cayonu, η κατεργασία των µετάλλων, ίσως λόγω της άµεσης γειτνίασης της θέσης µε κοιτάσµατα χαλκού και µαλαχίτη, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από άλλους οικισµούς της Ανατολίας, και τρεις περίπου χιλιετίες πριν από την Ευρώπη. Οι τεχνίτες του ήταν εξοικειωµένοι όχι απλώς µε την κρύα σφυρηλάτηση αλλά και µε τη πυροτεχνολογία του µετάλλου, χωρίς να τους είναι γνωστή η κεραµική. Στο Göbekli Tepe λίθινοι πεσσοί µε ανάγλυφες απεικονίσεις λεόντων, ταύρων και ανθρώπων φτάνουν σε ύψος τα 3 µ., ενταγµένοι σε κυκλικούς λιθόκτιστους ιερούς χώρους. Ανάλογο κτίσµα έχει ανασκαφεί και στο Nevali Cori, µε µεγάλες στήλες που είτε καλύπτουν θήκες µε σκελετικά λείψανα είτε ενσωµατώνονται στην τοιχοδοµία. Στο Asikli Hoyuk της 8 ης χιλιετίας π.χ., τα σπίτια χτίζονται από πλίνθους, και είναι µονόχωρα ή δίχωρα, ορθογώνια ή τραπεζιόσχηµα, πλευράς 3 ως 4 µ. Αρκετά δεν έχουν εισόδους, όπως και στο Catal Huyuk, οπότε η πρόσβαση γινόταν µάλλον από την οροφή µε φορητές σκάλες. Σε κάθε δωµάτιο υπήρχε λίθινη βάση για τον κεντρικό πάσσαλο στήριξης της στέγης. Κάθε νησίδα διακρίνεται από την άλλη µε αυλές ή στενούς δρόµους πλάτους ως 1 µ., αλλά υπάρχουν και κεντρικές λιθόστρωτες αρτηρίες. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν προφανώς κυνηγοί που εγκατέλειψαν τη νοµαδική ζωή, και εγκαταστάθηκαν εδώ. Στις οψιµότερες φάσεις, της 8 η χιλιετίας, στο Ν άκρο του οικισµού οικοδοµήθηκε ιερό µε κόκκινα κονιάµατα, πλινθόστρωτα ή λιθόστρωτα δωµάτια, αλλά και περίβολο στα ανατολικά του, χτισµένο µε ασβεστόλιθο, βασάλτη και ανδεσίτη. Στον οικισµό εντοπίστηκαν χώροι εργαστηριακοί ανάµεσα στις οικιστικές νησίδες. Οι ταφές κάτω από δάπεδα σπιτιών αποτελούν τον κανόνα, και είναι συχνά κτερισµένες µε περιδέραια από δόντια ελαφιού και χάντρες µαλαχίτη. Σηµαντικότατο εύρηµα αποτελεί ένα κρανίο νεαρής γυναίκας στο οποίο παρατηρήθηκαν ενδείξεις χειρουργικής επέµβασης. Τα ζώα που κυνηγούσαν εδώ, είναι αυτά που λίγο αργότερα θα εξηµερωθούν: αιγοπρόβατα, χοίροι, βοοειδή και λιγότερο τα άλογα. Την 7 η χιλιετία, βρίσκουµε πλέον εξηµερωµένα είδη και προηγµένη οικιστική οργάνωση, µε τετράγωνα κτίσµατα και φροντισµένα δάπεδα από κονίαµα, πάνω στα οποία εντοπίζονται σε αρκετές περιπτώσεις κρανία ανθρώπων µε προσθήκη πηλού, για να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Προς το τέλος της 7 ης χιλιετίας π.χ., µπορούµε 56

55 να µιλούµε µε ασφάλεια για ολοκληρωµένες νεολιθικές οικονοµίες, όπως τις συναντούµε στις ονοµαστές θέσεις της Τουρκίας Catal Huyuk και Hacilar. Στο Catal Huyukk, πριν από το 6000 π.χ., βρίσκουµε και εξηµερωµένα βοοειδή δίπλα στα υπόλοιπα εξη- µερωµένα είδη, αν και κυνηγούνται επίσης συστηµατικά αγριόχοιροι, ε- λάφια και βόνασοι. Σηµαντικότατη είναι εδώ η οικιστική διάρθρωση της θέσης, µιας πραγµατικής κώµης µε έκταση πάνω από 100 στρέµµατα, µε εντυπωσιακά πυκνή δόµηση και µε σπίτια που επικοινωνούν µεταξύ τους από τη στέγη. Κάτω από το δάπεδο των σπιτιών θάβονταν κι εδώ οι νεκροί της οικογένειας. Πολλοί χώροι φαίνεται ότι είχαν ιερό χαρακτήρα και τελετουργικό προορισµό. Φέρουν πλούσιο διάκοσµο τοιχογραφιών αλλά και πήλινων αναγλύφων, τόσο µε θέµατα ρεαλιστικά, όπως η απεικόνιση κτισµάτων, όσο και µε άλλα που παραπέµπουν στο χώρο του µύθου και του συµβολισµού, όπως τα φανταστικά ζώα, τα τέρατα και τα βουκράνια 24. Στους ίδιους αυτούς χώρους εντοπίζονται ειδικά αντικείµενα τελετουργικού µάλλον χαρακτήρα: περίτεχνα µαχαίρια και λίθινα γυναικεία ειδώλια, αλλά και ανθρώπινα κρανία που ερµηνεύονται ως προσφορά προς το ιερό. Στο Catal Huyuk βρέθηκε µεγάλος αριθµός γυναικείων ειδωλίων στις 1000 περίπου οικίες που έχουν ανασκαφεί µέχρι σήµερα, και χρονολογούνται ανάµεσα στο και στο π.χ. Τα σχηµατοποιηµένα πήλινα ειδώλια, συχνά µε πτηνόµορφο πρόσωπο, ανακαλύπτονται στον περίβολο των ιερών αλλά ποτέ στο εσωτερικό τους. Αντιθέτως, τα λίθινα γυναικεία ειδώλια, πιο φυσιοκρατικά και στεατοπυγικά, αλλά και τα ανδρικά έρχονται στο φως κατά κανόνα µέσα στα ιερά. Στο Hacilar, τα ειδώλια βρέθηκαν σχεδόν αποκλειστικά µέσα στα σπίτια. Και οι δύο οικισµοί πρέπει να υπήρξαν σηµαντικά κέντρα εµπορικών δραστηριοτήτων. Η ευηµερία του Catal Huyuk στηριζόταν πιθανόν στην εµπορία του οψιανού της Καππαδοκίας, που χρησιµοποιούσαν για την κατασκευή εργαλείων και κοσµηµάτων, αλλά αποτελούσε και πολύτιµο υλικό ανταλλαγής µε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Συρίας. Γνωρίζουµε ότι οψιανός Καππαδοκίας έφτανε στο Αι- 24 Τα βουκράνια είναι κρανία βοοειδών καλυµµένα µε πήλινο κονίαµα, συγκεντρωµένα στους θεωρούµενους ιερούς χώρους του οικισµού, αν και ο τελετουργικός προορισµός δεν είναι σαφής. 57

56 γαίο, µέχρι την Κύπρο και τη Σαµοθράκη. Είναι, επιπλέον, βεβαιωµένη και στους δύο οικισµούς η πρώιµη χρήση των µετάλλων, κυρίως του χαλκού. Catal Huyuk : κατοικία και ιερό 58

57 ΕΛΛΑ Α ΑΙΓΑΙΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 59

58 5. Η ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ Σηµαντικό εφόδιο για την αρχαιολογική έρευνα αποτελεί η καλή γνώση της γεωµορφολογικής εικόνας, της χλωρίδας και της πανίδας του χώρου που την ενδιαφέρει, τόσο διαχρονικά όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζει. Για την ανασύσταση της εικόνας αυτής, καρότα ιζηµάτων έχουν ληφθεί από αρκετές ελώδεις λεκάνες του ελλαδικού χώρου. Σ αυτά εντοπίζουµε κόκκους γύρης διαφόρων ειδών που µέσω των περιοδικών βροχοπτώσεων επικάθισαν στον πυθµένα των λεκανών, προσφέροντας πληροφορίες για τη χλωρίδας κάθε εποχής. Τα παλυνολογικά συµπεράσµατα που αφορούν την παλαιοχλωρίδα του Πλειστόκαινου προέρχονται από καρότα των περιοχών Έδεσσας, Φιλίππων, Ιωαννίνων, Χειµαδίτιδας, Ξυνιάς και Κωπαΐδας. Για τη µελέτη του παλαιοπεριββάλοντος στις αρχές του Ολόκαινου έχουν πραγµατοποιηθεί παλυνολογικές έρευνες στην Παραλίµνη Βοιωτίας, στη Φράγχθη Ερµιονίδας και στα Χανιά. Έτσι, γνωρίζουµε σήµερα ότι κατά τη 10 η χιλιετία π.χ., κυριαρχούσαν από τη Βόρεια Ελλάδα ως την Κρήτη τα ανοιχτά δάση πεύκης, που την επόµενη χιλιετία αντικαθίστανται από δάση πλούσια σε θαµνώδη κάλυψη και σε φυλλοβόλες βελανιδιές. Υπάρχουν, βεβαίως, τοπικές διαφορές. Στην Κρήτη, λόγου χάριν, τα δάση της πεύκης εξακολουθούν να είναι πυκνά και αργότερα, ενώ σε Ήπειρο και Πελοπόννησο την 7 η χιλιετία π.χ. η βλάστηση έχει ήδη γίνει κατεξοχήν µεσογειακή, µε πουρνάρια, τουρκοβελανιδιές και φουντουκιές. Στην Ανατολική Μακεδονία µέχρι τη 10 η χιλιετία π.χ. κυριαρχούσαν δίπλα στα πεύκα και οι άριες βελανιδιές, ενώ µετά το π.χ. αντικαθίστανται από φτελιές, φλαµουριές και φουντουκιές. Όσο αποµακρυνόµαστε από τη θάλασσα, στην ηπειρωτική ενδοχώρα, τα πυκνά δάση ελάτης και πεύκης εξακολουθούν να ακµάζουν σε όλη τη διάρκεια της προϊστορίας. Μέχρι το π.χ., η κλιµατική βελτίωση προκάλεσε µετατόπιση της στέπας προς το βορρά και συνεπακόλουθη µετακίνηση των κοπαδιών των µεγάλων θηραµάτων, πολλά από τα οποία θα εκλείψουν. Αυτό ανάγκασε τους πληθυσµούς του ελλαδικού χώρου να αλλάξουν σταδιακά συνήθειες επιβίωσης. Στράφηκαν κυρίως σε µικρότερα θηράµατα και στην εντατική συλλογή φουντουκιών, βελανιδιών και κουκουναριών. Κατά τη Μεσολιθική εποχή, οι συνθήκες ήταν πιο θερµές και υγρές από ό,τι σήµερα, γεγονός που προώθησε την ανάπτυξη πυκνών δασών και τη µείωση της διαθέσιµης βοσκής ακόµη και για τα µικρά θηράµατα, κάτι που έ- 60

59 στρεψε τους πληθυσµούς προς τις παράκτιες περιοχές για αλιεία και προς τις α- νοιχτές πεδιάδες όπου υπήρχαν ποτάµια και λίµνες. Οι πλέον βελτιωµένες κλιµατικές υπήρξαν ανάµεσα στο 5800 και το 4500 π.χ., όταν σηµειώνεται η µεγαλύτερη πυκνότητα της νεολιθικής κατοίκησης. Κατά την τελευταία φάση της Παλαιολιθικής, ανάµεσα στο και το π.χ., η παγετώδης περίοδος της Wurm προκάλεσε παγετώνες στην Πίνδο και υποχώρηση της θαλάσσιας στάθµης κατά 100 µ. κάτω από τη σηµερινή. Στη Θεσσαλία έχουµε τους τελευταίους παγετώνες της ΝΑ. Ευρώπης γύρω στο π.χ. Αποτέλεσµα της όψιµης παρουσία τους ήταν η ανάδυση πολυάριθµων τµηµάτων ξηράς. Η τήξη τους, ωστόσο, αµέσως µετά έφερε ταχεία άνοδο της θαλάσσιας στάθµης, που, µε τη σειρά της, προκάλεσε σηµαντικές µεταβολές στο Αιγαίο. Το π.χ. βρισκόταν στα 60 µ. κάτω από τη σηµερινό επίπεδο, ενώ το στα 20 µ. Τις πρώτες χιλιετίες της Νεολιθικής, και πιθανώς ως το π.χ, η λίµνη των Φιλίππων φαίνεται ότι έφτανε µέχρι τα όρια του οικισµού του Ντικιλί Τας. Αυτή η άνοδος συνεχιζόταν µε τον ίδιο ρυθµό έως το περίπου ξεπερνώντας µάλιστα ελαφρά το τωρινό επίπεδο. Η άνοδος αυτή είχε ως αποτέλεσµα αρκετές χερσόνησοι να µεταβληθούν σε νησιά. Τέτοια παραδείγµατα αποτελούν η Σαµοθράκη, η Θάσος και οι Σποράδες. Αλλά και θέσεις που σήµερα βρίσκονται δίπλα στις ακτές, κατά τη νεολιθική εποχή πρέπει να βρίσκονταν µερικές εκατοντάδες µέτρα µακριά από τη θάλασσα. Επειδή όµως η τήξη των πάγων µεγιστοποίησε και τα αποθέµατα γλυκού νερού των ποτα- µών και των λιµνών, µαρτυρείται σε αρκετά σηµεία η δηµιουργία δέλτα που προκάλεσαν το αντίστροφο αποτέλεσµα, αποµάκρυναν, δηλαδή, παράκτιες ως τότε θέσεις από τη θάλασσα, όπως φαίνεται ότι συνέβη στην περιοχή του ιµηνίου στην Ανατολική Θεσσαλία. Το γεγονός ότι η µορφή των ακτών πράγµατι επηρεάστηκε σηµαντικά από τις διαδικασίες ιζηµατογένεσης, µας το δείχνουν και τα δύο ακόλουθα παραδείγ- µατα: Η πεδιάδα του Σκαµάνδρου στην Τρωάδα, κατακλύστηκε µετά το π.χ. από νερό λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθµης. Μέχρι το π.χ., γέ- µιζε σταδιακά µε θαλάσσια άµµο και άργιλο. Από την επόµενη χιλιετία, οι ποτάµιες προσχώσεις και οι ελώδεις αποθέσεις άρχισαν να γεµίζουν µε δικό τους υλικό την περιοχή. Έτσι, ενώ στα µέσα της 4 ης χιλιετίας π.χ., οι οικισµοί ήταν ακόµη παράκτιοι, µε την πάροδο του χρόνου δηµιουργήθηκε ανάµεσα σ αυτούς και στην 61

60 ακτή µια πεδιάδα χαµηλής παραγωγικότητας. Το ιστορικό της λίµνης των Γιαννιτσών στη Μακεδονία αποδεικνύει επίσης τον ανταγωνισµό µεταξύ λιµναίων και θαλάσσιων επιδράσεων. Την 7 η χιλιετία, θέσεις όπως η Νέα Νικοµήδεια ήταν παράκτιες, στις όχθες ενός επιµήκους κόλπου. Η περιοχή καλυπτόταν από δάση ιτιών και φουντουκιών. Στη συνέχεια, υποχώρησαν οι θαλάσσιες επιδράσεις, και αναπτύχθηκαν έλη. Υπήρξε εισβολή της θάλασσας και γύρω στο π.χ., πριν από την οριστική εγκατάσταση του λιµναίου/ελώδους περιβάλλοντος. Η Νεολιθική Εποχή διαιρείται σε πέντε περιόδους 25, των οποίων σήµερα µπορούµε να καθορίζουµε µε µεγαλύτερη ασφάλεια τα χρονολογικά τους όρια, λόγω των απόλυτων τιµών Άνθρακα 14 που διαθέτουµε: 1. Προκεραµική ή Ακεραµική π.χ. 2. Αρχαιότερη Νεολιθική π.χ. 3. Μέση Νεολιθική π.χ. 4. Νεότερη Νεολιθική π.χ. 5. Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική π.χ. 25 Καθεµιά από τις περιόδους αυτές διαιρείται σε υποπεριόδους και φάσεις. 62

61 5. 1. Η Προκεραµική περίοδος εν υπάρχει προς το παρόν απόλυτη συµφωνία ως προς την έναρξη της νεολιθικής οικονοµίας στον ελλαδικό χώρο, ως προς το αν, δηλαδή, υπήρξε αυτόχθων ή επείσακτη από την Εγγύς Ανατολή. Ένας αριθµός ερευνητών υποστηρίζει το γηγενή της χαρακτήρα της, θεωρώντας ότι υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής που ενισχύουν, αν δεν τεκµηριώνουν, αυτή τη συνέχεια. Αρκετοί όµως εξακολουθούν να θεωρούν πιθανότερη τη διάδοσή της από την Ανατολή είτε άµεσα, µε τη µετακίνηση των πληθυσµών είτε έµµεσα µε την ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών. Το δίληµµα αυτό καταγράφει ένα ακόµη παράδειγµα ιδεών της µονογένεσης, αν, δηλαδή, ένας νεωτερισµός µπορεί να επινοηθεί και να υιοθετηθεί σε ένα ή σε περισσότερα χωρικά και χρονικά ση- µεία. Όσοι υποστηρίζουν την εισαγωγή των νεολιθικών χαρακτηριστικών στον ελλαδικό χώρο, χρησιµοποιούν ως επιχειρήµατα: α. Την απουσία από την Ελλάδα ορισµένων αγρίων δηµητριακών αλλά και ζώων βασικών για τη νεολιθική οικονοµία, όπως των αιγοπροβάτων και του µονόκοκκου σιταριού. β. Την περιορισµένη κατοίκηση του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου, γ. Την υψηλής ποιότητας κεραµική από τις πρώτες ακόµη νεολιθικές φάσεις, καθώς και την απουσία προγόνων της νεολιθικής λιθοτεχνίας, στοιχεία που συνηγορούν για µια εισηγµένη τεχνολογία, και δ. Το γεγονός ότι στον αιγαιακό χώρο όλα τα χαρακτηριστικά της νεολιθικής εµφανίζονται συγχρόνως, κάτι που δεν συµβαίνει στην Εγγύς και τη Μέση Α- νατολή. Η άποψη, από την άλλη, της γηγενούς προέλευσης της ελληνικής νεολιθικής προβάλλει το γεγονός ότι δεν έχουµε στην Ελλάδα πολιτισµικά χαρακτηριστικά αντιγραµµένα από την Ανατολή. Θεωρεί επίσης βαρύνουσες τις ενδογενείς διαδικασίες αποδοχής των νεολιθικών οικονοµικών και κοινωνικών πρακτικών, µε άλλα λόγια την ανάγκη προετοιµασίας ενός υπάρχοντος πληθυσµιακού στοιχείου για την υιοθέτηση των νεωτερισµών. Πρέπει, πάντως, να επισηµανθεί ότι τουλάχιστον για ορισµένες από τις περιοχές του αιγαιακού χώρου, όπως η Κρήτη και η Κύπρος, αποδεχόµαστε ότι φυτά και ζώα µεταφέρθηκαν ήδη εξηµερωµένα προς το τέλος 63

62 της 7 ης χιλιετίας, προφανώς από την Ανατολία, εφόσον απουσιάζουν εκεί επαρκείς ενδείξεις παρουσίας άγριων προγονικών ειδών. Κι εδώ, όµως, έχει υποστηριχθεί ότιη έντονη κινητικότητα των µεσολιθικών πληθυσµών στο Νότιο Αιγαίο και η µικρότερες αποστάσεις µεταξύ των νησιών κατά την έναρξη του Ολόκαινου, µπορούν να αιτιολογήσουν τη µετοίκηση οµάδων στην Κρήτη. Την εξωγενή εµφύτευση της νεολιθικής οικονοµίας υποτίθεται ότι ενισχύει το γεγονός ότι και στις γειτονικές ευρωπαϊκές περιοχές, όπως η Βουλγαρία, δεν έχουν επίσης εντοπιστεί άγριοι πρόγονου αιγοπροβάτων και σιτηρών. Επιπλέον, τα ελάχιστα στοιχεία της Μεσολιθικής που ξέρουµε από τα Ανατολικά Βαλκάνια, κυρίως γεωµετρική µικρολιθοτεχνία από την περιοχή της Βάρνας, δεν φαίνεται να συνδέονται µε ό,τι γνωρίζουµε από τις ίδιες αυτές περιοχές από το επόµενο στάδιο, αυτό της Αρχαιότερης Νεολιθικής. εν πρέπει όµως να αγνοείται το γεγονός ότι και εκεί η έρευνα της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής είναι µάλλον ανεπαρκής. Πρέπει, ωστόσο, να επισηµανθεί ότι η επίλυση του προβλήµατος της ex oriente ή της αυτόχθονης προέλευσης της νεολιθικής στο Αιγαίο, σχετίζεται οπωσδήποτε µε το στάδιο στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά η αρχαιολογική έρευνα. Ενώ µέχρι πρόσφατα, η Μεσολιθική µάς ήταν γνωστή µόνον από το Φράγχθι και το Σιδάρι της Κέρκυρας, τώρα έχουν προστεθεί και άλλες θέσεις, σε διαφορετικά, µάλιστα, σηµεία του ελλαδικού χώρου, τη Θεσσαλία, την Αττική και τις Σποράδες. Έ- χουµε ήδη αναφερθεί στη διαπιστωµένη στις µεσολιθικές επιχώσεις των Γιούρων προσπάθεια εξηµέρωσης ακόµη κι αν αυτή ισχύει µόνο για το χοίρο και όχι για τα αιγοπρόβατα. Άγρια κατσίκα, πάντως, γνωρίζουµε από την Αρχαιότερη Νεολιθική στη Φράγχθη, στον Άγιο Πέτρο και στο Αχίλλειο µαζί µε εξηµερωµένα ζώα. Κατά την προκεραµική φάση στα Γιούρα, µετά το 6500 π.χ., η εντατική α- λιεία φαίνεται παρηκµασµένη, κάτι διαπιστωµένο και στον οικισµό του Άγιου Πέτρου στις Σποράδες. Αυτό µπορεί να οφείλεται στο ότι τα νέα ενδιαφέροντα των πληθυσµών, η καλλιέργεια και η κτηνοτροφία, κερδίζουν τώρα το ενδιαφέρον των κατοίκων. Αλλά και οι πρόσφατες ανασκαφές στα µεσολιθικά στρώµατα του σπηλαίου της Θεόπετρας πρόσφεραν τις πρώτες στον ελλαδικό χώρο ενδείξεις για την παρουσία εδώ άγριας µορφής δίκοκκου σιταριού, περιορίζοντας έτσι τα επιχείρη- µατα των υποστηρικτών της ανατολικής προέλευσης της αιγαιακής νεολιθικής στην απουσία αγρίων προγόνων δίκοκκου σιταριού και προβάτου. Οι περισσότερες πληροφορίες για πρώιµους οικισµούς που δε χρησιµοποιούν ακόµη κεραµική, αλλά έχουν να επιδείξουν τα υπόλοιπα στοιχεία της νεολιθι- 64

63 κής, προέρχονται από τη Θεσσαλία, όπου η παρουσία της µεγάλης θεσσαλικής πεδιάδας είναι λογικό να υπήρξε πόλος έλξης για τους πρώτους γεωργούς και κτηνοτρόφους. Αυτό αποδεικνύεται από το µεγάλο αριθµό νεολιθικών θέσεων, τις ο- ποίες αποκαλούµε τούµπες ή µαγούλες. Οι τούµπες σχηµατίζονται όταν η κατοίκηση εξακολουθεί για µεγάλη χρονική περίοδο, λόγω της πρόθεσης του πληθυσµού να µην µετακινείται αλλά και επαναχρησιµοποιεί τον ίδιο χώρο. Όταν ένα σπίτι καταστρέφεται ή εγκαταλείπεται, δηµιουργείται επίχωση από διαλυµένα οικοδοµικά υλικά και κινητά ευρήµατα µε πάχος ως 30 εκ. Πάνω σ αυτά, αφού προηγηθεί ισοπέδωση του χώρου, οικοδοµούνται τα νέα κτίσµατα. Έτσι, η θέση αυξάνει διαρκώς το ύψος της. Στη νεολιθική Θεσσαλία, οι τούµπες είχαν έκταση 5 ως 10 στρέµµατα, και υποτιθέµενο πληθυσµό 50 ως 300 ατόµων. Συνυπήρχαν µε επίπεδους οικισµούς, στους οποίους υιοθετούνταν η οριζόντια µετακίνηση των οικιών, µε αποτέλεσµα να εµφανίζουν πολύ µεγαλύτερη έκταση. Κίνητρα για την ίδρυση µιας µόνιµης νεολιθικής εγκατάστασης αποτελούσαν: 1. Η διαθεσιµότητα εύφορων ελαφρών εδαφών για την άσκηση µιας γεωργίας χωρίς εξειδικευµένο εξοπλισµό, 2. Η παρουσία φυσικών εξαρµάτων, ώστε να προστατεύονται από τις πληµ- µύρες. 3. Η γειτνίαση µε πρώτες ύλες, αναγκαίες για την κατασκευή κτισµάτων και εργαλείων αλλά και για τις ανταλλακτικές σχέσεις της κοινότητας, 4. Η γειτνίαση µε πηγές γλυκού νερού, και 5. Η δυνατότητα εναλλακτικών οικονοµικών στρατηγικών για την επιβίωση της κοινότητας µέσω του κυνηγιού, της αλιείας ή της ανταλλαγής 26. Στα τέλη της δεκαετίας του 50, οι ανασκαφές στην Άργισσα Μαγούλα (Εικ. 3 α ), κοντά στη Λάρισα, και στο Σέσκλο, κοντά στο Βόλο, αποκάλυψαν την ύπαρξη µιας περιόδου µε ήδη διαµορφωµένα τα βασικά στοιχεία του νεολιθικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη µόνιµη εγκατάσταση, χωρίς όµως την παρουσία κεραµικής. Αργότερα, η ίδια αυτή περίοδος, η προκε- 26 Για τη διαδικασία της ανταλλαγής προτείνονται τρεις βασικοί τύποι: η αµοιβαιότητα που ισχύει ανάµεσα σε άτοµα ή κοινότητες που συναλλάσσονται ως ίσοι και συνήθως έχει τη µορφή του δώρου, η αναδιανοµή κατά την οποία τα αγαθά συγκεντρώνονται και αναδιανέµονται από τον αρχηγό, και το εµπόριο µε αγορά, που προϋποθέτει κεντρικό χώρο συνάντησης, αγοραπωλησίες και νό- µισµα. 65

64 ραµική ή ακεραµική, εντοπίστηκε στο Αχίλλειο, στη Σουφλί Μαγούλα και στο Γεντίκι, όλες θεσσαλικές θέσεις. Εκτός Θεσσαλίας, µάς είναι γνωστή στο Φράγχθι, στην Κνωσσό, στα Γιούρα, και στα ενδρά της Αργολίδας. Πρόβληµα υπάρχει για το αν θα πρέπει να δεχτούµε την προκεραµική ως αυτόνοµη πολιτισµική φάση, επειδή το πάχος των επιχώσεών της δεν υπερβαίνει συνήθως τα 0,50 µ. Τα κατάλοιπά της είναι προφανές ότι δεν µπορούν να συγκριθούν µε εκείνα των ακεραµικών πολιτισµών της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, που όπως είδαµε µεσολαβούν ανάµεσα στην Επιπαλαιολιθική και στη Νεολιθική. Εκεί, η ακεραµική Ιεριχώ είναι µια οχυρωµένη κοινότητα µε πλινθόκτιστα κτίσµατα και ιερούς χώρους, ενώ το Hacilar έχει, την ίδια εποχή, σπίτια µε πλίνθινους τοίχους πάνω σε λίθινα θεµέλια και διακοσµηµένα µε γραπτά κονιάµατα. Η διαφωνία για την ύπαρξη ή όχι αυτόνοµης ακεραµικής φάσης στην Ελλάδα, ενισχύθηκε προσφάτως µετά την εύρεση κεραµικής, αν και µικρής ποσότητας, στην φάση αυτή στο Αχίλλειο. Στη Χοιροκοιτία της Κύπρου, η Ακεραµική διαρκεί ολόκληρη την 7 η χιλιετία, και εκπροσωπείται από έναν ακµαίο οικισµό έκτασης 25 περίπου στρεµµάτων, µε κυκλικά οικοδοµήµατα κατασκευασµένα µε άψητες πλίνθους ή στοιβαχτό πηλό πάνω σε παχιά λίθινα θεµέλια. Οι κυκλικές αυτές κατοικίες είχαν διάµετρο 2,30 ως 9,20 εξωτερικά, και 1,40 ως 4,80 εσωτερικά. Οι τοίχοι τους καλύπτονταν µε λευκό επίχρισµα, που στο εσωτερικό των κτιρίων έφερε τοιχογραφίες, πιθανόν όχι µόνο µε γεωµετρικά θέµατα αλλά και ανθρώπινες µορφές. Υπήρχε ένα θυραίο άνοιγµα αλλά µάλλον περισσότερα από ένα παράθυρα. Οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής εδώ, τεκµηρίωσαν την επίπεδη και όχι θολωτή, όπως για δεκαετίες πιστευόταν, στέγαση των καλυβών, µε κλαδιά, άχυρα, καλάµια και πηλό πάνω σε ένα κυκλικό ξύλινο σκελετό. Τα µεγαλύτερα σπίτια πρέπει να είχαν εσωτερικά διαχωριστικά, θυµίζοντας τις κυκλικές κατοικίες της Συροπαλαιστίνης, καθώς και υπερώο, πιθανόν για την κατάκλιση των ενοίκων. Τρεις ή τέσσερις καλύβες µαζί αποτελούσαν µια συστάδα που µοιραζόταν την ίδια αυλή και κάποιες κοινές κατασκευές ή αντικείµενα, εστίες και τριβεία. Ένας φαρδύς λιθόστρωτος περίβολος µήκους 185 µ. ξέρουµε σήµερα ότι δεν χώριζε ως δρόµος το δυτικό από το ανατολικό τµήµα του οικισµού, όπως πιστευόταν παλαιότερα, αλλά οριοθετούσε το ανατολικό τµήµα του λόφου, που είναι αυτό που κατοικήθηκε πρώτο. Όταν υπήρξε η ανάγκη επέκτασης προς τα δυτικά, χτίστηκε και δεύτερο τείχος πάχους 2,50 µ., έξω από το δυτικό τµήµα, µε είσοδο σύν- 66

65 θετης µορφής προς τον οικισµό. Από την άλλη, το δεύτερο αυτό τείχος φαίνεται ότι είχε και αναληµµατικό προορισµό, αφού ισοσκέλιζε τη διαφορά των δύο µέτρων από το επίπεδο του λόφου πάνω στον οποίο ήταν χτισµένο το δυτικό τµήµα του οικισµού. Το τείχος αυτό ήταν από αχυροπηλό, και έφερε επένδυση µε πέτρες. Όπως στην Ιεριχώ, και στη Χοιροκοιτία υπήρχαν µνηµειακές κατασκευές, όπως ένα µεγάλο κτίσµα δίπλα στο τείχος, µε διαστάσεις 10 Χ 1,70 µ. και εσωτερική κλί- µακα. Κάτω από τα πήλινα δάπεδα των σπιτιών εντοπίστηκαν σε λάκκους αρκετές ταφές σε συνεσταλµένη στάση. Φαίνεται ότι υπήρχαν ειδικές φροντίδες για τους νεκρούς, µια που εντοπίζουµε πήλινα οµοιώµατα ανθρώπινων κρανίων, οπές στους τάφους προφανώς για χοές προς το νεκρό, αλλά και µια πρακτική παραµόρφωσης των κρανίων των παιδιών, που αποδίδονται σε ειδικό τρόπο µεταφοράς τους πάνω σε ξύλινες κλίνες. Αλλά και για τους ενήλικες, είναι βέβαιο ότι ακολουθούνταν ένα αυστηρό τελετουργικό ενταφιασµού. Καταρχήν, τοποθετούσαν µια λίθινη λεκάνη και ένα σπασµένο πέτρινο σκεύος, και µετά το νεκρό µε το κρανίο να ακουµπά πάνω στη λεκάνη. Στη συνέχεια, σκέπαζαν το σώµα µε µια βαριά πέτρα, και έριχναν ένα δεύτερο λίθινο αγγείο επίσης σε κοµµάτια. Γέµιζαν, τέλος, το λάκκο µε χώµα και τον έκλειναν µε πηλό. Ο µέσος όρος ζωής των κατοίκων της Χοιροκοιτίας έ- φτανε τα 35 χρόνια, αρκετά υψηλός για την εποχή. Το ύψος ήταν 1,60 µ. για τους άνδρες και 1,50 µ. για τις γυναίκες. Ο συνολικός πληθυσµός πρέπει να έφτανε τα 600 άτοµα. Τα λίθινα ειδώλια είναι απολύτως σχηµατοποιηµένα χωρίς δήλωση του φύλου, σε αντίθεση µε την Εγγύς Ανατολή όπου η γυναικεία µορφή κυριαρχεί. Υπήρχαν ωστόσο και µερικά ειδώλια από πηλό. Εκτός από τα άφθονα λίθινα και οστέινα εργαλεία που µαρτυρούν την προτεραιότητα που είχαν οι αγροτικές δραστηριότητες για τους κατοίκους, εντύπωση προκαλεί η υψηλή ποιότητα των λίθινων αγγείων, συχνά διακοσµηµένων µε εγχαράξεις και πλαστικές ταινίες. Το γεγονός ότι βασικό κτέρισµα των ταφών αποτελούσε ένα τριβείο επεξεργασίας των σιτηρών, µαρτυρεί και αυτό τη µεγάλη σηµασία της γεωργίας. Στο λίγο πρωιµότερο από τη Χοιροκοιτία οικισµό στην Καλαβασσό- Τέντα, ο ισχυρός ρόλος του συµβολισµού στην ακεραµική περίοδο της Κύπρου γίνεται προφανής στις τοιχογραφίες µε σχηµατοποιηµένες ανθρώπινες µορφές µε υψωµένα χέρια που θυµίζουν τις αντίστοιχες στο Catal Huyuk. Στον οικισµό αυτό φαίνεται ότι φτάνει οψιανός από την Καππαδοκία, αλλά υπάρχει και έντονη συγ- 67

66 γένεια της λιθοτεχνίας του µε αυτές της Βόρειας Συρίας. Κοινά χαρακτηριστικά οι λεπίδες µε κυρτή ράχη ως ηµισέλινα, οι αιχµές βελών αλλά και οι λεπίδες δρεπανιών. ιαπιστώνεται επίσης εκτροφή αιγοπροβάτων και χοίρων αλλά και βοοειδών, που µόλις είχαν εξηµερωθεί και στη Συρία, γύρω στο π.χ., απ όπου υποθέτουµε πως έφτασαν στην Κύπρο. Στον οικισµό παρατηρούνται διαφοροποιήσεις όσον αφορά το µέγεθος των κυκλικών κατοικιών, µε τις µεγαλύτερες να βρίσκονται σε ψηλότερο επίπεδο, γεγονός που ίσως υποδεικνύει κοινωνική ιεραρχία αποτυπωµένη στην αρχιτεκτονική. Κι εδώ όπως και στη Χοιροκοιτία συναντούµε ταφές σε συνεσταλµένη στάση δίπλα σε σπίτια ή κάτω από τα δάπεδά τους, λίθινα σχηµατοποιηµένα ειδώλια και λίθινα αγγεία µε ανάγλυφη διακόσµηση. Ανάλογο εργαλειακό εξοπλισµό µε της Καλαβασσού-Τέντας γνωρίζουµε και από το Σιλλουρόκαµπο, κοντά στη Λεµεσό, όπου η κατοίκηση δροµολογείται στο β µισό της 9 ης χιλιετίας. Εδώ ανασκάφηκαν µεγάλοι καµπυλόγραµµοι περίβολοι από πασσάλους, καθώς και ορισµένα εσωτερικά χωρίσµατα, επίσης οριοθετηµένα µε πασσάλους και ορύγµατα. Ίσως είχαµε εδώ µια εκτεταµένη κτηνοτροφική ε- γκατάσταση, µέσα στην οποία ήρθε στο φως µια ανθρώπινη ταφή, πλούσια κτερισµένη, και δίπλα της εντοπίστηκε θαµµένη µια πιθανόν εξηµερωµένη γάτα. Οι δύο αυτές θέσεις, µαζί µε την επίσης ακεραµική των Κισσόνεργων, καλύπτουν το κενό ανάµεσα στις οµάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών της 10 ης χιλιετίας π.χ. στην Κύπρο, όπως αυτή του Ακρωτηρίου-Αετογκρεµού, και στη Χοιροκοιτία της 7 ης χιλιετίας. Ο πολιτισµός τους έχει εµφανείς συγγένειες µε τη Συροπαλαιστίνη. Η αρχαιότερη φάση του, από το 8500 ως το 7500 π.χ., χαρακτηρίζεται από κυκλικά οικήµατα και πηγάδια σκαµµένα στο βράχο, µαζί µε µεταβατικούς τύπους σιτηρών, ενώ και η νεότερη, που διαρκεί ως το 7000 π.χ., από εξηµερωµένα δηµητριακά, αιγοπρόβατα, χοίρους και βοοειδή δίπλα σε ακµαίο ακόµη κυνήγι ελαφοειδών. Λίγο αργότερα, οι οικισµοί που ιδρύονται στο Τρουλλί και στον Απόστολο Ανδρέα έχουν εξαρχής λιθόκτιστους περιβόλους. Στην τελευταία θέση, ο µεγάλος αριθµός των αγκιστριών µαρτυρά την εξάρτηση του οικισµού από τη θάλασσα. 68

67 Στη Θεσσαλία, στην Άργισσα Μαγούλα εντοπίστηκαν 8 ορύγµατα ακανόνιστου σχήµατος, µε βάθος µόλις 0,30 ως 0,60 µ. Το µεγαλύτερο όρυγ- µα έχει διαστάσεις 4,00 Χ 2,20 µ. Πρόκειται για καλύβες µιας µόνιµης εγκατάστασης, σκαµµένες στο φυσικό έδαφος, των οποίων οι τοίχοι ήταν κατασκευασµένοι µε καλάµια και κλαδιά, και επιχρισµένοι µε πηλό, ενώ για τη στέγη είχαν χρησι- µοποιηθεί τα ίδια υλικά και πάσσαλοι ως στηρίγ- Υπόσκαφη κατοικία µατα. Στο εσωτερικό των ορυγµάτων εντοπίστηκαν εστίες, δάπεδα από πηλό και αποθηκευτικοί λάκκοι αλειµµένοι µε πηλό ως µονωτικό υλικό. Στο Σέσκλο, η εικόνα της προκεραµικής φάσης στην ακρόπολη είναι ό- µοια, φαίνεται όµως ότι εδώ υπήρχαν τετράπλευρα ορύγµατα, ενώ καινοτοµία α- ποτελεί η χρήση στο χτίσιµο των τεχνικών pisé, µε µάζες στοιβαχτού πηλού, και wattle and daub, µε αλοίφωµα αχυροπηλού πάνω σε ξύλινο σκελετό που θεµελιώνεται σε τάφρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εµφανίζει στο Σέσκλο ο εντοπισµός αυτής της πρώιµης φάσης όχι µόνο στον Τοµέα Α, δηλαδή στην ακρόπολη, αλλά και στον Τοµέα Β, περίπου 200 µ. µακριά από την ακρόπολη, κάτι που θέτει το ερώτηµα της εντυπωσιακής για τα νεολιθικά δεδοµένα έκτασης αυτού του οικισµού, τόσο κατά την προκεραµική όσο και στις επόµενες νεολιθικές φάσεις. Αυτός ο εντοπισµός, ωστόσο, δε συνεπάγεται ότι όλη η έκταση ανάµεσα στους δύο τοµείς είχε πυκνοκατοικηθεί. Στα ενδρά της Αργολίδας, οι ανασκαφές έφεραν στο φως κυκλικά ορύγ- µατα, µε εσωτερικά χωρίσµατα και κόγχες, εστίες και αποριµµατικούς λάκκους. Στο σπήλαιο Φράγχθι, οι προκεραµικές επιχώσεις έχουν µεν κάπως µεγαλύτερο πάχος, ίσως γύρω στο 1 µ., αλλά δυστυχώς πολύ µικρή έκταση, ώστε να µπορούν να συναχθούν ασφαλή συµπεράσµατα. Στην Κνωσό, στο λόφο Κεφάλα, όπου οικοδοµείται αργότερα το µινωικό ανάκτορο, εντοπίστηκε λεπτό στρώµα, πάχους µόλις 0,30 µ., που πιστεύεται ότι εκπροσωπεί µια πρώιµη νεολιθική εγκατάσταση χωρίς κεραµική, χρονολογούµενη στο τέλος της 7 ης χιλιετίας π.χ. Πρόκειται για έναν καταυλισµό µε κυκλικές ηµιυπόγειες πασσαλόπηκτες καλύβες, από τις οποίες διασώθηκαν οι οπές για τη στήριξη των πασσάλων αλλά και τµήµα ενός πασσάλου από δρυ. Υπάρχουν, ακόµη, ενδείξεις ότι οι κάτοικοι οικοδοµούν ήδη ευθύγραµ- 69

68 µους πασσαλόπηκτους χώρους και µάλλον γνωρίζουν τη χρήση των άψητων πλίνθων. Η οικονοµία αυτού του πρώιµου οικισµού αποκαλύπτεται από την ανεύρεση καλλιεργηµένου κριθαριού, σιταριού και φακής αλλά και από την εκτροφή αιγοπρόβατων, χοίρων και λιγοστών βοοειδών. Κρήτη: νεολιθικό ειδώλιο Κρήτη: νεολιθικό εγχάρακτο αγγείο 70

69 5. 2. Η κεραµική τεχνολογία Η κεραµική εµφανίζεται στον ελλαδικό χώρο σχεδόν µε την έναρξη της νεολιθικής περιόδου, λίγο πριν από το τέλος της 7 ης χιλιετίας π.χ. Μολονότι θεωρείται κατά κανόνα συστατικό στοιχείο της νεολιθικής, εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις τη συναντούµε µαζί µε τη µόνιµη εγκατάσταση και την εξηµέρωση φυτών και ζώων, η συνύπαρξη αυτή δεν είναι αναγκαία. Εκτός των ακεραµικών νεολιθικών οικισµών, υπάρχουν και ορισµένα παραδείγµατα οµάδων της Παλαιολιθικής εποχής, οι οποίες γνωρίζουν την τέχνη της αγγειοπλαστικής, αν και την ασκούν περιστασιακά. Η κεραµική αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα εργαλεία στα χέρια του αρχαιολόγου, προκειµένου να χρονολογήσει ένα στρώµα ή µια οικιστική φάση, στηριγµένος στα τυπολογικά και τεχνολογικά της χαρακτηριστικά. Κι αυτό επιτυγχάνεται, επειδή η αρχαιολογική έρευνα γνωρίζει σήµερα ότι σε κάθε χρόνο και χώρο παράγονται και διακινούνται πήλινα σκεύη µε συγκεκριµένα και αναγνωρίσιµα χαρακτηριστικά ως προς το σχήµα, τη διακόσµηση αλλά και τους τρόπους κατασκευής. Αυτό σηµαίνει ότι εκτός από τη σχετική χρονολόγηση, µε τη µελέτη της κεραµικής αποκτούµε πληροφορίες για το γενικότερο επίπεδο της τεχνολογίας, για τις πρακτικές της αποθήκευσης, της παρασκευής και της κατανάλωσης της τροφής, για τις ανταλλακτικές σχέσεις αλλά και για το συµβολικό ρόλο του αγγείου. Για τα πήλινα σκεύη χρησιµοποιείται ως πρώτη ύλη µια κατηγορία χωµάτων που έχουν την κατάλληλη περιεκτικότητα σε άργιλο, ώστε να είναι µεν εύπλαστα αλλά όχι υπερβολικά βαριά. Η πρώτη εργασία του κεραµέα είναι ο καθαρισµός της πρώτης ύλης από πέτρες, κλαδιά και άλλα ανεπιθύµητα υλικά. εν α- φαιρούνται συνήθως ορυκτά εγκλείσµατα µικρών διαστάσεων, κυρίως χαλαζιακής και πυριτικής προέλευσης, επειδή σε συγκεκριµένη περιεκτικότητα εξασφαλίζουν τη συνοχή του πηλού. Σε µερικές περιπτώσεις, όταν δεν επαρκούν τα φυσικά ε- γκλείσµατα, ο κεραµέας είναι αναγκασµένος να κονιορτοποιεί ορυκτά ή να συλλέγει άµµο, για να τα προσθέτει στον πηλό. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για όσο σκεύη υποβάλλονται σε θερµικά σοκ, δηλαδή έρχονται σε άµεση επαφή µε τη φωτιά. Όταν το τελικό µείγµα, ο πηλός, προετοιµαστεί, ο κεραµέας τον ζυµώνει µε πόδια και µε χέρια, και αποσπά από τη συνολική µάζα το τµήµα που του χρειάζε- 71

70 ται για το πλάσιµο του αγγείου. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους, όταν ακόµη δεν έχει υιοθετηθεί ο τροχός, οι κεραµείς χρησιµοποιούν για το πλάσιµο του αγγείου τις παρακάτω τεχνικές, µολονότι υπάρχουν και παραλλαγές τους: 1. Την τεχνική της κουλούρας: τοποθετούνται η µία κουλούρα πάνω ή λοξά δίπλα στην άλλη, ώσπου να συµπληρωθεί το ύψος του αγγείου. 2. Την τσιµπητή τεχνική: από ένα συµπαγή σβώλο πηλού ο κεραµέας υψώνει το αγγείο µε κινήσεις ανάµεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα. 3. Την τραβηχτή τεχνική: από ένα συµπαγή σβώλο, το αγγείο πλάθεται τραβώντας τµήµατα του πηλού προς τα πάνω, 4. Την τεχνική της µήτρας, και 5. Την τεχνική της σφύρας και του αµονιού, κατά την οποία ο πηλός χτυπιέται µε ένα εργαλείο πάνω σε µια σταθερή βάση. Από το τέλος της 3 ης χιλιετίας π.χ. υιοθετείται η χρήση του τροχού, πρώτα στον αιγαιακό και λίγο αργότερα στο νοτιοελλαδικό χώρο. Βεβαίως, ο κεραµικός τροχός είναι γνωστός σε άλλες περιοχές πολύ νωρίτερα, στη Μέση Ανατολή από την 6 η και στα Βαλκάνια από το τέλος της Νεολιθικής εποχής. Στο βορειοελλαδικό χώρο, η καθυστέρηση στην επικράτηση τροχήλατων αγγείων είναι ακόµη µεγαλύτερη, και διαρκεί τουλάχιστον µέχρι το πέρας των προϊστορικών χρόνων. Μετά το πλάσιµο, το αγγείο αφήνεται να στεγνώσει, κατά κανόνα σε σκιερό µέρος και όχι στον ήλιο, ώστε να µπορέσει να δεχτεί το πρώτο ξύσιµο, και να ακολουθήσει η λείανση µε χόρτα, σφουγγάρι, ύφασµα ή υγρό δέρµα. Στην συνέχεια, το αγγείο αλείφεται, αν και αυτό δεν συµβαίνει µε όλες τις κατηγορίες κεραµικής, µε ένα λεπτό επίχρισµα από καθαρότερο πηλό. Αφού και πάλι µεσολαβήσει στέγνωµα, διακοσµείται µε φυσικά χρώµατα και, τέλος, στιλβώνεται. Η στίλβωση συνίσταται στην πίεση της επιφάνειας του αγγείου µε ένα σκληρό εργαλείο, το στιλβωτήρα, που µπορεί να είναι από οστό, ξύλο, λίθο ή κεραµικό. Η επεξεργασία αυτή αφήνει δυσδιάκριτες συνήθως αβαθείς αυλακώσεις στην επιφάνεια, αναλόγως µε την ποιότητα της στίλβωσης, η οποία είναι πολύ καλύτερη στη διάρκεια της νεολιθικής εποχής. Το τελικό στάδιο στην παραγωγή των αγγείων είναι η όπτηση σε φούρνους. Αυτοί ήταν στην αρχή πρόχειροι λάκκοι σκαµµένοι µέσα στο έδαφος, όπου τα ά- ψητα αγγεία τοποθετούνταν µαζί µε την καύσιµη ύλη. Τέτοιοι φούρνοι, που καλύπτονταν ολόκληροι από κλαδιά και πηλό, πρέπει να βρίσκονταν κατά κανόνα µακριά από τα κτίσµατα, αν και σε ορισµένες περιπτώσεις εντοπίζονται δίπλα τους, 72

71 όπως συµβαίνει, για παράδειγµα, στο ιµήνι. Ήδη όµως από το τέλος της Νεολιθικής εποχής, µαρτυρούνται στη ΝΑ. Ευρώπη οι πρώτες απόπειρες κατασκευής κεραµικών φούρνων µικρών διαστάσεων, µε διακριτούς χώρους αγγείων και καύσι- µης ύλης. Τέτοιους γνωρίζουµε από την Όλυνθο στην Κεντρική Μακεδονία αλλά και από οικισµούς της Βουλγαρίας και της Ρουµανίας. Μόνο από τη 2 η χιλιετία και µετά, συναντούµε πραγµατικούς κλιβάνους, µε θάλαµο όπτησης, θάλαµο καύσης και διαχωριστική εσχάρα. Οι αποχρώσεις στην επιφάνεια των κεραµικών επιτυγχάνονται τόσο µε την επιλογή των χρωστικών υλών, κυρίως ορυκτής προέλευσης, όσο και µε τον έλεγχο της ατµόσφαιρας όπτησης, µε την εναλλαγή, δηλαδή, οξείδωσης και αναγωγής. Η διέλευση του αέρα προσφέρει ερυθρό χρώµα ενώ η αποφυγή του µαύρο Η Αρχαιότερη Νεολιθική Τα περισσότερα στοιχεία και για την περίοδο αυτή προέρχονται από τη Θεσσαλία, όπου οι περισσότερες θέσεις της αµφιλεγόµενης Προκεραµικής συνεχίζουν να κατοικούνται και µετά τα µέσα της 7 ης χιλιετίας, δηλαδή κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική. Σηµαντικότερες θέσεις: το Σέσκλο, η Άργισσα Μαγούλα, η Οτζάκι Μαγούλα, ο Πρόδροµος, το Κεφαλόβρυσο, η Σουφλί Μαγούλα, ο Άγιος Πέτρος στις Σποράδες, και, εκτός Θεσσαλίας το Φράγχθι και η Κνωσός αλλά και µια νέα θέση στη υτική Μακεδονία, η Νέα Νικοµήδεια, χωρίς προκεραµική φάση. Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία µιας πρώιµης εγκατάστασης γεωργοκτηνοτρόφων στην Ασφάκα της Ηπείρου, όπου το κυνήγι εξακολουθεί να διαδραµατίζει σπουδαίο ρόλο, και η κεραµική της κοινότητας είναι κακοψηµένη και πρωτόγονη. Σπανίζουν θέσεις της περιόδου στο νησιωτικό Αιγαίου, ωστόσο ο εντοπισµός Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Σίκινο αποδεικνύει ότι οι Κυκλάδες δεν ήταν ακατοίκητες κατά την 7 η χιλιετία, τουλάχιστον εκεί όπου υπήρχε προηγούµενη µεσολιθική κατοίκηση όπως στην περίπτωση της γειτονικής Κύθνου. Οι οικισµοί αυτοί έχουν έκταση από 1 µέχρι 10 στρέµµατα, δεν απουσιάζουν όµως και εγκαταστάσεις που καλύπτουν πολύ µεγαλύτερη έκταση. Ως ασφαλής ένδειξη γι αυτήν θεωρείται η διασπορά της επιφανειακής κεραµικής, δεν θεωρεί- 73

72 ται, ωστόσο, επαρκές τεκµήριο αλλά πρέπει να συνοδεύεται από γεωφυσική διασκόπηση. Η προτεινόµενη από τη διασπορά της κεραµικής έκταση µπορεί να µην είναι πυκνοκατοικηµένη αλλά να αφήνονται ελεύθερα αδόµητα τµήµατα, όπως πρέπει να συνέβαινε στο Σέσκλο (Εικ. 6 α ). Από την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ. Ευρώπης, µας είναι γνωστοί και οι δύο τύποι οικισµών, πυκνοκατοικηµένοι και αραιοκατοικηµένοι. Η φαινοµενική έκταση, επιπλέον, δεν συνεπάγεται µε ασφάλεια τον πληθυσµό µιας κοινότητας. Αυτός υπολογίζεται για τη νεολιθική εποχή µεταξύ 20 και 40 οικογενειών, δηλαδή µεταξύ 100 και 300 ατόµων. Σε όλους τους οικισµούς της περιόδου εµφανίζεται τώρα η κεραµική. Στην αρχή οι τύποι των αγγείων είναι απλοί, σφαιρικοί µε χαµηλή επίπεδη ή δακτυλιόσχηµη βάση και δεν φέρουν διακόσµηση. Λίγο µετά την έναρξη της περιόδου, ίσως γύρω στο 6000 π.χ., εµφανίζονται τα πρώτα διακοσµηµένα αγγεία, ενώ και τα σχήµατα γίνονται όλο και πολυπλοκότερα (Εικ. Β1). Η διακόσµηση µπορεί να είναι γραπτή, εγχάρακτη ή εµπίεστη µε νυχιές. Υπάρχουν απόψεις που αναγνωρίσουν στα διακοσµητικά θέµατα των αγγείων, ήδη από αυτή την πρώιµη περίοδο, σύµβολα και νοήµατα, ακόµη κι όταν αποδέχονται ότι µε την πάροδο του χρόνου ο κεραµέας τα αναπαράγει µηχανικά έχοντας ξεχάσει το αρχικό συµβολισµό του µοτίβου. Η Μ.Gimbutas πρότεινε ότι όλη η νεολιθική διακόσµηση συνδέεται µε µια προνεολιθική γυναικεία θεότητα και τις ιδιότητές της, παίζει σηµαντικό ρόλο στις τελετουργίες και, για το λόγο αυτό, οι κεραµείς αποτελούν σπουδαία πρόσωπα για την νεολιθική κοινωνία. Τώρα η οικονοµία στηρίζεται σε ποικιλία οσπρίων και δηµητριακών, ενώ αντιπροσωπεύονται και όλα τα εξηµερωµένα ήδη: τα αιγοπρόβατα που κυριαρχούν, κυρίως για το κρέας τους, ο χοίρος, τα βοοειδή αλλά και ο σκύλος. Στην Άργισσα εντοπίσθηκε καλύβα µε διαστάσεις 5,00 Χ 4,00 µ., µε εστία και αποθηκευτικό λάκκο στο εσωτερικό της καθώς και ίχνη των πασσάλων που στήριζαν τη στέγη. Στην Οτζάκι Μαγούλα, χτίζονται τώρα µικρά τετράπλευρα οικήµατα µε πηλό και επίπεδη στέγη. Σε ορισµένα διαµορφώνονται στους εσωτερικούς τοίχους προεξοχές µε ηµικυκλική διατοµή, που µάλλον στήριζαν κάποιο πατάρι. Στο Σέσκλο, τα κτίσµατα είναι τετράπλευρα χτισµένα µε ξύλα και στοιβαχτό πηλό, συχνά πάνω σε λίθινη κρηπίδα 27, µε όρθιες πλάκες ως ορθοστάτες στο εξωτερικό της θεµελίωσης, ώστε να προστατεύονται οι τοίχοι από τα νερά της βροχής. 27 Κρηπίδα: θεµέλιο. 74

73 Στον Πρόδροµο, τα σπίτια ήταν κατασκευασµένα πάνω στο νερό ενός έ- λους ή λίµνης, γι αυτό το δάπεδό τους ήταν φτιαγµένο από σειρά παράλληλων δοκαριών µε κλαδιά και παχύ στρώµα πηλού, για να επιτυγχάνεται η στεγανότητα. Στην τοιχοδοµία χρησιµοποιείται η τεχνική wattle and daub, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τµήµατα πηλών που διασώζουν τα ίχνη του ξύλινου σκελετού τοίχων και στέγης. Η τεχνική του στοιβαχτού πηλού χρησιµοποιείται για χαµηλά τοιχία που δηµιουργούν τις εσωτερικές διαιρέσεις των µεγάλων µονόχωρων κτισµάτων. Στον Πρόδροµο αλλά και σε άλλες θέσεις όπως η Νέα Νικοµήδεια και το Οτζάκι, συναντώνται µεγάλες οπές ή πλατύτερες τάφροι, που είναι πιθανοτερο να αποσκοπούν στην αποστράγγιση των υδάτων παρά στην καλύτερη στήριξη της τοιχοδοµίας. Σηµαντικό εύρηµα θεωρείται η ανακάλυψη µιας ακέραιης σχεδόν στέγης της Αρχαιότερης Νεολιθικής, που πρέπει να κάλυπτε τετράγωνο κτίσµα πλευράς 10 µ. Είναι κατασκευασµένη µε κορµούς και κλαδιά δένδρων συγκρατηµένα µε ξύλινα καρφιά. Κάτω από το δάπεδο ενός σπιτιού, οι ανασκαφές έφεραν στο φως τρεις διαδοχικές αποθέσεις σκελετικών λειψάνων µε 11 τουλάχιστον νεκρούς, αν και πρέπει να είµαστε επιφυλακτικοί για την αποδοχή του εθίµου της ανακοµιδής. Ως κτερίσµατα έχουν τοποθετηθεί όστρακα αγγείων και εργαλεία από πυριτόλιθο. Το Αχίλλειο είναι η µόνη θέση της Θεσσαλίας που µας δίνει ορισµένες πληροφορίες για τη διάταξη των κτισµάτων στο εσωτερικό του οικισµού: εδώ, οι κατοικίες απέχουν αρκετά η µία από την άλλη δηµιουργώντας µεγάλους υπαίθριους χώρους µε αυλές, εστίες, φούρνους 28 και σηµεία οικοτεχνικών δραστηριοτήτων. Τα κτίσµατα είναι κατασκευασµένα κι εδώ όπως και στο Σέσκλο µε στοιβαχτό πηλό πάνω σε ξερολιθιές συνδεδεµένες µε λάσπη, αν και αργότερα, προς το τέλος της περιόδου, φαίνεται ότι προτιµώνται τα πασσαλόπηκτα οικήµατα. Εδώ, ένα µεγάλο πήλινο έδρανο µε τέσσερις εστίες στην επιφάνειά του και αρκετά ειδώλια ερµηνεύθηκε ως βωµός τελετουργικών πράξεων του τέλους της περιόδου. Ωστόσο, τέτοιες ερµηνείες δεν είναι αποδεκτές από όλους και συχνά δεν είναι επαρκώς τεκ- µηριωµένες. 28 Οι αρχαιότεροι φούρνοι για τα δηµητριακά και το ψωµί συναντώνται στην Εγγύς Ανατολή στο τέλος της 9 ης χιλιετίας π.χ. ιαθέτουν ένα χώρο µέσα στον οποίο τοποθετείται η καύσιµη ύλη έως ότου εξασφαλιστεί η επιθυµητή θερµοκρασία. Στη συνέχεια, αποµακρύνεται η καύσιµη ύλη και τοποθετείται στο εσωτερικό του το σιτάρι ή η άψητη ζύµη. Η γνώση της τεχνολογίας των πρώιµων αυτών φούρνων θεωρείται από αρκετούς ότι συνέβαλε στην επιτυχηµένη όπτηση των κεραµικών σε ανοιχτή φωτιά. 75

74 Στη Νέα Νικοµήδεια, το πιο συγκροτηµένο οικιστικό σύνολο της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ο οικισµός καλύπτει έκταση 25 περίπου στρεµµάτων, και ιδρύθηκε γύρω στο 6000 π.χ. Από το περιορισµένο ανασκαµµένο τµήµα του οικισµού προκύπτει ότι τα κτίσµατά του ήταν χτισµένα µε έναν πυκνό σκελετό πασσάλων, πάνω στον οποίο πλέκονταν κλαδιά, και το σύνολο, στη συνέχεια, καλυπτόταν από παχύ στρώµα πηλού εσωτερικά και εξωτερικά. Σειρές πασσάλων που έχουν εντοπισθεί στο εσωτερικό των κτισµάτων συνηγορούν στην ύπαρξη τετράκλινων στεγών µαζί µε δικλινείς για τα επιµήκη κτίσµατα. Κτίρια µονόχωρα συνυπάρχουν µε δίχωρα ή άλλα που διαθέτουν τρεις χώρους και στις δύο φάσεις του οικισµού. Κατασκευές που συνδέονται µε τις διαδικασίες της τροφοπαρασκευής και της αποθήκευσης όπως οι εστίες, οι φούρνοι και οι αποθηκευτικοί λάκκοι βρίσκονται κυρίως ανάµεσα στα σπίτια, και το γεγονός αυτό θεωρείται ενδεικτικό του δηµόσιου χαρακτήρα τέτοιων δραστηριοτήτων, σε ορισµένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις. Αυτό, αν και γίνεται δύσκολα αποδεκτό ως κανόνας για την προετοιµασία και κατανάλωση της τροφής, µπορεί όµως να ισχύει για την αποθήκευση, αφού έχει συζητηθεί και για οικισµούς της Νεότερης Νεολιθικής όπως τα Λιµενάρια και η Μάκρη. Στην α φάση, τα κτίρια ήταν τετράπλευρα µε πλευρά 6 ως 8 µ., µερικά µεγαλύτερα ως 8,00 Χ 11,00 µ., και όλα φαίνεται να έχουν χτιστεί γύρω από το µεγαλύτερο κτίσµα του οικισµού (Εικ. 4 α ), µε διαστάσεις 12,00 Χ 12,00µ., που έχει θεωρηθεί από τον ανασκαφέα ως ιερό. Η θέση του και τα ευρήµατα που ήρθαν στο φως στο εσωτερικό του, λίθινοι πελέκεις από νεφρίτη, αγγεία ασυνήθιστου σχή- µατος, 12 γυναικεία ειδώλια, αλλά και αχρησιµοποίητα εργαλεία από πυριτόλιθο και οστό, υποτίθεται ότι συνηγορούν µαζί µε το µέγεθός του στο να είχε ειδικό προορισµό. Αυτός όµως θα µπορούσε να είναι εργαστηριακός ή αποθηκευτικός και όχι θρησκευτικός. Εξάλλου πρέπει να είµαστε επιφυλακτικοί, και επειδή ότι το τµήµα του οικισµού που έχει ανασκαφεί είναι πολύ µικρό σε σχέση µε τη συνολική έκταση, αλλά και επειδή δεν γνωρίζουµε ακόµη αρκετά για τη νεολιθική θρησκεία και ιδεολογία. Ο οικισµός στη φάση αυτή οριοθετούνταν από δύο οµόκεντρους περιβόλους. Στη β φάση από την οποία έχουν ανασκαφεί µέχρι σήµερα 8 οικήµατα, µονόχωρα ή δίχωρα, ο οικισµός πρέπει να οριοθετούνταν από τάφρο. Στη Νέα Νικοµήδεια, ανακαλύφθηκαν επίσης ταφές ανήλικων και ενήλικων ατόµων µέσα στον οικισµό, όπως η ταφή µιας µητέρας µε τα δύο της παιδιά σε α- ποθηκευτικό λάκκο, χωρίς κτερίσµατα. Ωστόσο κάποιοι νεκροί είχαν ένα βότσαλο στο στόµα. Ταφές αυτής της εποχής συναντούµε αποκλειστικά µεµονωµένες και 76

75 κάτω από τα δάπεδα των κατοικιών, εφόσον τα πρώτα οργανωµένα νεκροταφεία σε µικρή απόσταση από τον οικισµό συνηθίζονται µόνον από τη Νεότερη Νεολιθική και µετά. Εντοπίζονται, πάντως, ήδη από τώρα αποκλίσεις από τον κανόνα του ενταφιασµού: στη Λέρνα Αργολίδας τα παιδιά τοποθετούνταν σε µεγάλα αγγεία, ενώ στη Σουφλί Μαγούλα υπάρχουν οι πρωιµότερες ενδείξεις για το έθιµο της καύσης των νεκρών. Οι ενήλικές ενταφιάζονταν ανάσκελα, όπως στο Φράγχθι και στη Νέα Νικοµήδεια, ή µπρούµυτα όπως στην Άργισσα και στην Κνωσσό, αλλά ακόµη συχνότερα πλαγίως σε συνεσταλµένη στάση, κατά κανόνα χωριστά κάθε άτοµο. Σπανίως κτερίζονταν µε κοσµήµατα, εργαλεία ή αγγεία. Στη Μερέντα Μεσογείων Αττικής εντοπίστηκε οικισµός της Αρχαιότερης Νεολιθικής που ιδρύθηκε γύρω στο 6000 π.χ. Οι πρωιµότερες κατοικίες είναι ηµιυπόγειες κυκλικές ή τετράπλευρες µε πασσάλους στην περίµετρο αλλά σε ορισµένες περιπτώσεις και έναν εσωτερικό για τη στήριξη της στέγης. Αργότερα, αποκτούν λίθινα θεµέλια επίσης κυκλικά ή ορθογώνια που µάλλον έφεραν ανωδοµή από ωµές πλίνθους. Τα δάπεδα ήταν από πατηµένο χώµα, ενώ η στέγη υποθέτουµε ότι ήταν από πλεγµένα κλαδιά αλειµµένα µε λάσπη ή πηλό. Ο οικισµός πρέπει να οριοθετούνταν από φράκτη κορµών δέντρων θεµελιωµένων σε αβαθή τάφρο. Σε µία καλύβα βρέθηκαν συγκεντρωµένες πολλές λεπίδες πυριτολίθου, κάτι που ίσως σηµαίνει ότι είχαµε εδώ ένα εργαστήριο κατασκευής τους. Προς το τέλος της 5 ης χιλιετίας, στη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής, ο οικισµός φαίνεται ότι επεκτάθηκε και εκτός της περίφραξης, πάλι µε ηµιυπόγειες καλύβες. Στην Κνωσσό, στην αρχή της περιόδου κατοικείται µια έκταση γύρω στα 2 στρέµµατα, µε οικήµατα πιθανόν από ψηµένες πλίνθους πάνω σε λίθινη κρηπίδα, αν και στα ψηλότερα σηµεία οι τοίχοι ίσως να ήταν κατασκευασµένοι µε την τεχνική του στοιβαχτού πηλού pisé. Συνηθίζεται ένας πυκνός τύπος κατοίκησης, µε συµπλέγµατα από µικρά ορθογώνια δωµάτια, µε κτιστές εστίες στο εσωτερικό τους και µε επίπεδες στέγες. Στους υπάρχοντες αρχικούς πυρήνες προστίθενται νέοι χώροι διαµονής, ανάλογα µε τις ανάγκες που προκύπτουν, ή και άλλοι επικουρικοί χώροι οικοτεχνίας και σταυλισµού των ζώων. Αυτός ο τύπος εγκατάστασης φαίνεται να έχει περισσότερα κοινά µε την Ανατολία παρά µε τον ελλαδικό χώρο. Γενικώς, στην Αρχαιότερη Νεολιθική, οι άνθρωποι εγκαθίστανται περισσότερο κοντά σε πηγές ή ποτάµια, όπως συµβαίνει στην Άργισσα, στο Οτζάκι και στη Νέα Νικοµήδεια, ή δίπλα σε ακτές, όπως στην περίπτωση της Λέρνας και της Νέας 77

76 Μάκρης, ή ακόµη πάνω σε λόφους ή υψώµατα, κάτι που ισχύει, λόγου χάριν στο Σέσκλο και στο Αχίλλειο. Άλλοι οργανώνονται σε πυκνή διάταξη, όπως η Κνωσός, άλλοι σε αραιή όπως η Νέα Νικοµήδεια. Η κεραµική της Αρχαιότερης Νεολιθικής, µετά τη µονόχρωµη αρχική φάση, στη συνέχεια αποκτά συµπαγή µοτίβα, κυρίως τρίγωνα και τεθλασµένες γραµµές µε λευκή βαφή σε κόκκινο βάθος και σπανιότερα το αντίθετο. Αυτή η γραπτή κεραµική γνωρίζει µια ευρύτατη κατανοµή από την Κεντρική Ελλάδα και τη Θεσσαλία ως τη Μακεδονία και ολόκληρη σχεδόν τη Νότια Βαλκανική. Συνυπάρχει σε αρκετούς οικισµούς µε την κεραµική µε εµπίεστη διακόσµηση (impresso), διαδεδοµένη ως τη Χοιροσπηλιά της Λευκάδας, το Σιδάρι της Κέρκυρας, την Αλβανία, την Αδριατική και τη Βόρεια Ιταλία. Και στα Βαλκάνια, όπου δεν έχει επίσης διακριθεί µια σαφής ακεραµική περίοδος, η Πρώιµη Βαλκανική Νεολιθική, όπως ονοµάζεται από την Todorova, α- φορά τις ευφορότερες µόνο περιοχές, κυρίως τα Κεντρικά Βαλκάνια και τη ΒΑ. Βουλγαρία, και χρονολογείται µετά τα µέσα της 7 ης χιλιετίας. Η παλαιότερη κερα- µική της Αρχαιότερης Νεολιθικής είναι και στη Βουλγαρία η µονόχρωµη ερυθρή µε απλά σφαιρικά και ηµισφαιρικά αγγεία. Στην προχωρηµένη Αρχαιότερη Νεολιθική, προς το τέλος της 7 ης χιλιετίας, τα αγγεία αποκτούν και εδώ λευκή διακόσµηση και σπανιότερα ερυθρή σε ανοιχτόχρωµο βάθος. Σηµαντικές θέσεις είναι το Karanovo και το Kovacevo. Τα σπίτια είναι ορθογώνια δίχωρα, µε διαστάσεις 5 Χ 8 µ., και µε δάπεδα από πηλό. Στο Karanovo το πλήθος των δρεπανιών αποδεικνύει τη σηµασία της γεωργίας. Στη φάση Ι του Ovcharovo, τα σπίτια είναι διαφόρων διαστάσεων και, πλην ορισµένων, µονόχωρα. Στο κέντρο του οικισµού φαίνεται ένας σχεδιασµός σε δύο παράλληλες σειρές κατοικιών, κάτι που µάλλον ισχύει και για τις άλλες νησίδες, που έχουν όµως διαφορετικό προσανατολισµό. Τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά επίσης παρουσιάζουν διαφορές, αφού αλλού υιοθετείται η µεσοτοιχία αλλού όχι. εν φαίνεται να ακολουθούνται παντού οι ίδιοι κανόνες. Στο Karanovo Ι, τα σπίτια είναι ορθογώνια ή τετράγωνα πασσαλόπηκτα και µονόχωρα, παράδοση που συνεχίζει και στις κατοπινές φάσεις του οικισµού µε σαφώς όµως πιο κανονική και αυστηρή διάταξη. Στη Βουλγαρία, µέχρι το τέλος της Νεολιθικής και της Χαλκολιθικής, οι οικισµοί θα αποκτήσουν, παρά το µικρό τους µέγεθος, ένα οργανωµένο πολεοδοµικό σχεδιασµό µε διασταυρούµενους δρόµους, παράλληλες σειρές σπιτιών, οριοθέτηση µε πασαλόπηκτους περιβόλους και συστήµατα τάφρων. ίπλα σε τέτοιους οικισµούς πάντως υπάρχουν και εγκαταστάσεις µε υπόσκαφες καλύβες κατασκευασµένες µε φθαρτά υλικά. 78

77 Βουλγαρία: Karanovo I (AN) Βουλγαρία: Ovcharovo (ΑΝ) Η Ειδωλοπλαστική Ήδη από την πρώτη αυτή περίοδο της Νεολιθικής εποχής εµφανίζεται δυναµικά η πρακτική απεικόνισης ανθρώπων και ζώων, µέσω της κατασκευής πήλινων κυρίως οµοιωµάτων µικρών διαστάσεων, που ονοµάζουµε ειδώλια (Εικ. 11). Αυτή η πρακτική, ωστόσο, πρέπει µάλλον να είναι τµήµα της γενικότερης διάθεσης του νεολιθικού ανθρώπου να αναπαριστά µε µικρογραφικό τρόπο όλο τον κόσµο που τον περιβάλλει. Γι αυτό συναντούµε συχνά οµοιώµατα σπιτιών, φούρνων, δωµατίων, επίπλων, σκευών, τροφίµων κ.λ.π. Η σηµερινή µορφή των ανθρωπό- µορφων ειδωλίων απέχει από την αρχική, η οποία έφερε χρώµατα για την απόδοση των λεπτοµερειών αλλά και πρόσθετα στοιχεία από µέταλλο, οστό, ύφασµα ή ξύλο. Στα ανθρωπόµορφα ειδώλια είναι σαφής η υπεροχή της γυναικείας µορφής, γι αυτό η πρόταση ερµηνείας τους που επικράτησε επί δεκαετίες, τα συνέδεε µε τη γυναικεία θεά της γονιµότητας και της αναγέννησης της φύσης, της παραγωγής και της κοινότητας. Αυτό, ωστόσο, αντιτίθεται στο συχνό εντοπισµό ειδωλίων µέσα σε απορριµµατικούς λάκκους, ένδειξη έλλειψης σεβασµού προς τα αντικείµενα αυτά. εν υπάρχουν, επιπλέον, σαφείς ενδείξεις ότι µπορεί να σχετίζονται µε τελετουργίες, ούτε συνοδεύουν κατά κανόνα τους νεκρούς ως κτερίσµατα στις ταφές. 79

78 Άλλες απόψεις προσπάθησαν να τα συνδέσουν µε πρακτικές µύησης των νεότερων µελών της οικογένειας µέσω ενός εικονιστικού κώδικα επικοινωνίας, ενώ ορισµένοι πρότειναν να τα θεωρούµε απλώς παιχνίδια. Οι πρόσφατες µελέτες προσπάθησαν να ερευνήσουν διεξοδικότερα τα αρχαιολογικά συµφραζόµενα (context) 29 των ειδωλίων. ιαπιστώθηκε ότι συναντώνται κατά κανόνα µαζί µε τα υπόλοιπα µικρογραφικά αντικείµενα είτε δίπλα σε χώρους που σχετίζονται µε την υφαντική, την αποθήκευση και την προετοιµασία της τροφής, είτε σε σηµεία όπου φυλάσσονται πολύτιµα αντικείµενα, κυρίως εργαλεία και κοσµήµατα. Ο ρόλος τους εκεί δεν αποκλείεται να ήταν η εξασφάλιση της προστασίας αυτών των προϊόντων, ή και ολόκληρου του οίκου, όταν τα βρίσκουµε θαµµένα κάτω από το δάπεδο των κτισµάτων. Η ερµηνεία τους, λοιπόν, µπορεί να παραπέµπει σε διαδικασίες µαγείας και µύησης, σε κάποιες, άλλωστε, περιπτώσεις συναντούµε στο σώµα των ειδωλίων και σύµβολα πρωτογραφής Σε ποιο χώρο εντοπίζονται, και µε ποια αντικείµενα ή κατασκευές συνυπάρχουν, και µπορούν να συσχετίζονται λειτουργικά και συµβολικά. 30 Σύµβολα πάνω σε πήλινες πλάκες, σε σφοντύλια, σε υφαντικά βάρη, σε οµοιώµατα σκευών αλλά και σε άλλα αντικείµενα. Εµφανίζονται τουλάχιστον από τα µέσα της 6 ης χιλιετίας σε πολλές θέσεις των Βαλκανίων, αλλά η σηµασία τους παραµένει αδιευκρίνιστη. 80

79 5. 5. Η Μέση Νεολιθική περίοδος Η περίοδος αυτή είναι η πρώτη για την οποία οι αρχαιολογικές πληροφορίες µπορούν να θεωρηθούν σχετικά επαρκείς ώστε να κατανοήσουµε µε ασφάλεια την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά της. Γι αυτό και θεωρείται ως η περίοδος παγίωσης όλων των χαρακτηριστικών των οικονοµικών και κοινωνικών θεσµών και πρακτικών της νεολιθικής περιόδου, µάλιστα όχι σε ορισµένες µόνον περιοχές αλλά στο σύνολο σχεδόν του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου. Η βαρύνουσα σηµασία των ερευνών στο Σέσκλο της Θεσσαλίας από δύο σπουδαίους έλληνες αρχαιολόγους, το Χρήστο Τσούντα και το ηµήτρη Θεοχάρη, φαίνεται από το γεγονός ότι µέχρι πρόσφατα ταυτιζόταν σχεδόν η περίοδος αυτή µε τον πολιτισµό του Σέσκλου. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες θέσεις µε σηµαντικά µεσονεολιθικά λείψανα, όπως η Οτζάκι Μαγούλα, η Τσαγγλί Μαγούλα, η Ελάτεια, η Λέρνα, η Χαιρώνεια, η Κνωσός, αλλά και θέσεις στη Βόρεια Ελλάδα όπως το ισπηλιό, τα Σέρβια, οι Σιταγροί, τα Λιµενάρια και η Μάκρη. Στο Σέσκλο, η κορυφή Καστράκι βρίσκεται ανάµεσα σε δύο ρέµατα, και αυτός είναι ο λόγος που η ανατολική της πλευρά έχει υποστεί έντονη διάβρωση, µε αποτέλεσµα να γνωρίζουµε σήµερα µόνο τη µισή της έκταση. Η συνολική κατοικηµένη έκταση του λόφου δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 4 στρέµµατα. Μολονότι ο οικισµός υπάρχει και κατά τις προηγούµενες δύο περιόδους, τώρα όµως αποτυπώνεται στην οικιστική του ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, µε την εγκατάσταση να εξακολουθεί να αναπτύσσεται σε δύο τοµείς, την ακρόπολη και στην πόλη 31 (Εικ. 6 α- β και 7). Τα σπίτια διατηρούν τη λίθινη κρηπίδα τους ύψους µέχρι το ύψος του 1,00 µ., και είχαν ανωδοµή από άψητες πλίνθους. Η στέγη τους πρέπει να ήταν δικλινής ή τετρακλινής, κατασκευασµένη από ξύλινο σκελετό καλυµµένο µε παχύ πηλό, όπως πληροφορούµαστε από τµήµατα πηλού στέγης αλλά και από πήλινα οµοιώ- µατα σπιτιών. Σε ένα τέτοιο τµήµα οµοιώµατος είναι εµφανής η διαµόρφωση ενός οπαίου, για τον καπνό της εστίας που έκαιγε στο εσωτερικό του σπιτιού. Επικρατεί το ορθογώνιο σπίτι µικρών διαστάσεων, κατά κανόνα µονόχωρο και ελεύθερο, και µε έκταση από 30 ως 50 τ.µ. Στο Σέσκλο, συναντούµε για πρώτη φορά και το 31 Οι ονοµασίες αυτές οφείλονται στους ανασκαφείς της θέσης Χ.Τσούντα και.θεοχάρη, και διατηρούνται συµβατικά για τους Τοµείς Α και Β. 81

80 µεγαρόσχηµο τύπο κατοικίας, όπως φαίνεται στο κτίσµα Τα κτίρια χτίζονται και ξαναχτίζονται στο ίδιο µέρος, µε τον ίδιο προσανατολισµό, γεγονός που οδήγησε κατά καιρούς τους αρχαιολόγους σε υποθέσεις σχετικά µε µια πρώτη µορφή ιδιοκτησίας της γης, τουλάχιστον όσον αφορά την ακρόπολη. Ανάµεσα στα κτίσµατα υπήρχαν στενοί δρόµο και πλατείες, συχνά µε παράλληλη κατεύθυνση. ίνεται η εντύπωση δύο συγκροτηµάτων που αναπτύσσονταν στον Τοµέα Α γύρω από την πλατεία ή µια δηµόσια αυλή µπροστά από το κεντρικό κτίσµα. Μπορούµε, λοιπόν, να µιλήσουµε για ενιαίο σχέδιο διάταξης. Το µεγαρόσχηµο κτίσµα, περίπου στο κέντρο της ακρόπολης, έχει τα βασικά στοιχεία του πολύ οψιµότερου µυκηναϊκού µεγάρου, δηλαδή ανοιχτό προστώο µε παραστάδες, και δύο συνεχόµενους χώρους δροµικά τοποθετηµένους. Η είσοδός του έβλεπε σε πλακόστρωτη αυλή. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ότι η µορφή που έχει το κτίσµα σήµερα δεν ήταν αυτή εξαρχής, αλλά είναι µάλλον αποτέλεσµα επάλληλων προσθηκών, λόγω των αυξανόµενων αναγκών της οικογένειας. Είναι, ωστόσο, παράδοξο ότι αυτό συµβαίνει σε ένα µόνο σπίτι που βρίσκεται µάλιστα σε κεντρικό σηµείο της ακρόπολης, γι αυτό και δεν έχει θεωρηθεί ίσως αδίκως ως η κατοικία µιας αρχηγικής µορφής της νεολιθικής κοινότητας ή ένα οίκηµα δηµόσιου χαρακτήρα, ίσως για κοινές συνελεύσεις ή µε προορισµό την α- ποθήκευση και την αναδιανοµή του παραγωγικού πλεονάσµατος. Το κτίριο 11-12, δίχωρο παρά το γενικό κανόνα, ονοµάστηκε από το Τσούντα οικία του κεραµέως, γιατί στο εσωτερικό του ανακαλύφθηκε σηµαντικός α- ριθµός αγγείων. Στο δωµάτιο 12 παρατηρούµε το σχηµατισµό τριών αντηρίδων, τετράγωνης διατοµής, πιθανότατα για τη στήριξη ξύλινου µεσοπατώµατος. Οι τοίχοι αυτού του δεύτερου χώρου ήταν ιδιαιτέρως φροντισµένοι, επιχρισµένοι µε λευκό πηλό, που διατηρήθηκε λόγω της πυρκαγιάς που κατέστρεψε το κτίσµα. Ο χώρος 12 φαίνεται ότι εξυπηρετούσε κυρίως τις ανάγκες αποθήκευσης και τροφοπαρασκευής, ενώ ο 11 στέγαζε τις οικοτεχνικές δραστηριότητες, αν και όχι αποκλειστικά την κεραµική. Μπροστά από το δωµάτιο 11 ίσως υπήρχε στεγασµένος χώρος, γιατί εντοπίστηκε εδώ πηλόχριστο δάπεδο καθώς και δύο οπές πασσάλων που στήριζαν στέγη από ελαφρά υλικά. Στα δυτικά ολόκληρου του συγκροτήµατος βρέθηκαν τοίχοι µε αρκετό πάχος, ως 1,00 µ., για να ανήκουν σε σπίτια και συχνά παράλληλοι µεταξύ τους. Πρό- 82

81 κειται για αναλήµµατα 32 που στήριζαν αναβαθµούς πάνω στους οποίους είχαν κτισθεί οικήµατα, αν και κατά το παρελθόν είχαν θεωρηθεί ως οχυρωµατικά έργα. Η δεύτερη αυτή άποψη χρησιµοποίησε ως επιχειρήµατα: την τάφρο που έχει επίσης εντοπισθεί σε αυτήν την πλευρά της ακρόπολης, τις θεωρούµενες οχυρώσεις άλλων θέσεων της Θεσσαλίας, όπως η Μαγούλα Χατζηµισιώτικη, αλλά και τις ανάλογες τάφρους στη Σουφλί Μαγούλα και στα Σέρβια, αλλά και την παλαιότερη της Αρχαιότερες Νεολιθικής στη Νέα Νικοµήδεια. Ωστόσο, είναι πιθανότερο ότι αυτοί οι περίβολοι οριοθετούν το χώρο της ακρόπολη, και τον αποχωρίζουν από τον υ- πόλοιπο οικισµό. Περίπου 200 µ. από την ακρόπολη, στον Τοµέα Β, εντοπίσθηκε επίσης συγκρότηµα κτισµάτων της ίδιας περιόδου, µε εµφανείς όµως οικιστικές διαφορές από εκείνα του Σέσκλου Α, δηλαδή της ακρόπολης. Ενώ τα οικήµατα στην κορυφή του λόφου είναι ελεύθερα και σε αραιή διάταξη, αυτά της πλαγιάς µοιράζονται µεσοτοιχίες, και είναι πυκνά διαταγµένα, αφήνοντας όµως µεγάλους αδόµητους χώρους µεταξύ των οικιστικών συστάδων. Επιπλέον, η σταθερή χρήση του ίδιου χώρου για το χτίσιµο των οικοδοµών, που την παρατηρούµε στο Σέσκλο Α, δεν παρατηρείται στο Σέσκλο Β, όπου τα κτίσµατα µετακινούνται σταδιακά, µε αποτέλεσµα να µην σχηµατίζεται εδώ τούµπα. εν παρατηρούνται, ωστόσο, διαφορές ως προς τα υλικά και τις τεχνικές δόµησης. Οι οικιστικές συστάδες του Τοµέα Β εµφανίζουν µεγάλη πυκνότητα. ιαπιστώθηκαν ενδείξεις εγκατάστασης σε απόσταση µεγαλύτερη του 1 χλµ. από τον ανασκαµµένο πυρήνα, δεκαπλασιάζοντας την έκταση των 100 στρεµµάτων που είχε προταθεί από το Θεοχάρη τη δεκαετία του 70. Το Σέσκλο Β, αν και µε επίχωση συχνά µικρότερη και του 1 µ., είναι πιθανόν ότι στέγαζε αρκετές εκατοντάδες κατοίκων, εφόσον οι ενδείξεις υψηλής ενδοκοινοτικής πυκνότητας θεωρηθούν κανόνας για όλη την έκταση. Αυτός ο πληθυσµός, µάλιστα, ίσως δεν αυξήθηκε σταδικά ως αποκύηµα ενός οικισµού που ευηµερεί, αλλά υπήρχε ήδη από τις πρώιµες φάσεις της Νεολιθικής εποχής. Σήµερα γνωρίζουµε και άλλους οικισµούς στον ελλαδικό χώρο µε εντυπωσιακή έκταση όπως αυτοί της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά σ αυτούς δε διαθέτουµε επαρκή στοιχεία για την ενδοκοινοτική τους πυκνότητα. 32 Τοιχία αντιστήριξης για άνδηρα, δηλαδή ταράτσες γεµισµένες µε χώµα είτε για να χτισθούν πάνω τους κτίσµατα είτε για να καλλιεργηθούν. 83

82 Ολόκληρος σχεδόν ο οικισµός του Σέσκλου καταστράφηκε από πυρκαγιά προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής, και έµεινε ακατοίκητος για 400 περίπου χρόνια. Παρά τα πλούσια κινητά ευρήµατα αυτής της θέσης, εκείνο που περισσότερο χαρακτηρίζει τον πολιτισµό του Σέσκλου είναι η ονοµαστή κεραµική του (Εικ. Α, Β2 και Γ1). Χαρακτηρίζεται από γραµµικά και συµπαγή διακοσµητικά µοτίβα, παράλληλες γραµµές, τεθλασµένες, φλογόσχηµα και βαθµιδωτά κοσµήµατα, όλα γραπτά, µε σκούρο κόκκινο χρώµα πάνω σε υπόλευκο επίχρισµα µε το οποίο έχει καλυφθεί ολόκληρη η επιφάνεια του αγγείου. Η κεραµική αυτή φτάνει σε υ- ψηλό επίπεδο ποιότητας, έτσι ώστε δικαιολογηµένα να συνδέεται µε εξειδικευµένους αγγειοπλάστες, ενώ είναι εµφανής και η σχέση των διακοσµητικών της θεµάτων µε την υφαντική και την καλαθοπλεκτική, τεχνικές που είναι βέβαιο ότι ακµάζουν επίσης την ίδια περίοδο. Ο µεγαλύτερος όγκος, ωστόσο, της κεραµικής παραγωγής εξακολουθούν να είναι τα µονόχρωµα αγγεία, µε λεπτότατα τοιχώµατα, ε- ξαιρετική όπτηση και περίπλοκα σχήµατα. Η φλογόσχηµη διακόσµηση συναντάται σχεδόν αποκλειστικά σε λεκανίδες µε επίπεδη βάση. Ο πυκνός ρυθµός µε τα βαθ- µιδωτά κοσµήµατα συνηθίζεται στην πρωιµότερη φάση του µεσονεολιθικού Σέσκλου, ενώ ο γραµµικός ρυθµός µε τις ταινίες και τις τεθλασµένες γραµµές χαρακτηρίζει την όψιµη φάση του. Στη Νότια Θεσσαλία γίνεται αγαπητή προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής η ξεστή διακόσµηση, που δηµιουργείται µε απόξεση σε παράλληλες γραµµές ενός ερυθρού επιχρίσµατος που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του αγγείου. Συναντάται τώρα και ένας νέος τύπος οικήµατος, που ονοµάζουµε τύπο Τσαγγλίου από την οµώνυµη θέση (Εικ. 4β). Πρόκειται για τετράγωνα κτίσµατα, µε πλευρά µεγαλύτερη από 5 µ., και µε οκτώ εσωτερικές αντηρίδες ορθογώνιας διατοµής, δύο σε κάθε τοίχο. Αντηρίδες στο εσωτερικό δωµατίων συναντούµε σπάνια στη νεολιθική αρχιτεκτονική, µε πιο γνωστά τα παραδείγµατα από την Οτζάκι Μαγούλα, το κτίριο στο Σέσκλο και την Οικία Α στην Κνωσό. Η διευθέτηση, όµως, αυτή είναι πολύ δηµοφιλής στον οικισµό Can Hasan της Ανατολίας, όπου τα σπίτια είναι πολύ πυκνά διευθετηµένα, κατά τα ανατολικά νεολιθικά πρότυπα, µοιράζονται µεσοτοιχίες, και δεν έχουν πρόσβαση παρά µόνο από τη στέγη µέσω ανοίγµατος στην οροφή. Στα θεσσαλικά παραδείγµατα, ωστόσο, τα κτίρια αυτού του τύπου έχουν είσοδο. Στην Οικία Τ στο Τσαγγλί παρατηρούµε δύο αντηρίδες σε κάθε τοίχο και το ίδιο συµβαίνει στην οικία C2 στο Οτζάκι. Στο δεύτερο οικισµό, 84

83 ωστόσο, υπάρχει µία µόνον αντηρίδα σε ένα τοίχο του κτίσµατος D2 ενώ άλλες βρίσκονται αποµονωµένες στις γωνίες των δωµατίων. Ο Sinos πρότεινε να τις θεωρούµε στηρίγµατα ενός υπερυψωµένου εξώστη κατ αναλογία µε ό,τι ισχύει στο Can Hasan, αλλά εξίσου πιθανή φαίνεται η συµµετοχή τους στη στατική της τοιχοδοµίας και της στέγης. ηµιουργείται, έτσι, ένας ευρύς εσωτερικός χώρος χωρίς να απαιτείται η οικοδόµηση εγκάρσιων τοίχων, ενώ, συγχρόνως, προσφέρονται διακριτοί χώροι εργασίας και αποθήκευσης. Ο αρχιτεκτονικός αυτός νεωτερισµός εντάσσεται στην διαπιστωµένη τάση για πειραµατισµούς κατά τη διάρκεια της Μέσης Νεολιθικής στο Αιγαίο, όχι πλέον τόσο για τα υλικά δοµής και τη στατική των κτισµάτων αλλά για τις διαστάσεις τους, τη διάκριση χώρων διαφορετικής λειτουργίας και τις πολεοδοµικές ρυθµίσεις. Στο Σέσκλο το µεγαρόσχηµο οίκηµα συνυπάρχει µε τη δίχωρη οικία του κεραµέως και µε τα µονόχωρα ορθογώνια κτίσµατα 37, 38, 39, 47 και 50. Στο Αχίλλειου µονόχωρα µικρά σπίτια διαδέχονται τα παλαιότερα δίχωρα ορθογώνια. Στην Ελάτεια και τη Λέρνα και την Κνωσό προτιµούν τα πολύχωρα οικήµατα. Στην Οτζάκι Μαγούλα, τα οικήµατα είναι τοποθετηµένα το ένα δίπλα στο άλλο, και διαχωρίζονται µε στενά περάσµατα πλάτους από 0,30 ως 1,50 µ. (Εικ. 4δ). Περιφράξεις οριοθετούν τα οικοδοµικά τετράγωνα. Εδώ επιβεβαιώνεται η αποκλειστική σχεδόν χρήση οπτοπλίνθων ενώ η τεχνική pisé περιορίζεται στους τοίχους των περιφράξεων 33. Οι πλίνθοι, µάλιστα, διαστάσεων 25 Χ 35 µ. ή 40 Χ 50 µ. και πάχουν 12 εκατοστών µάλλον εδράζονται απευθείας στο έδαφος για κατοικίες µεγαλύτερων διαστάσεων και σύνθετης κάτοψης. Η τεχνική της χηµένης πλίνθου για την ανωδοµή φαίνεται ότι είναι γνωστή πλέον σε πολλά σηµεία του αιγαιακού χώρου, όπως, λόγου χάριν, στη Νέα Μάκρη και στη Λέρνα, Στην Κνωσό, συνηθίζεται συνθετότερη εσωτερική διάρθρωση, και η οικία A εµφανίζει τραπεζιόσχηµη κάτοψη, προσφέροντας ίσως το αρχαιότερο παράδειγµα ενός τύπου οικήµατος που ονοµάζουµε but and ben 34. Στην Οτζάκι Μαγούλα εντοπίσθηκαν εννέα συνολικά κτίρια, µεταξύ των οποίων ένα τουλάχιστον µεγαρόσχηµο µε πρόδοµο (Εικ. 3δ), άλλα µονόχωρα και άλλα δίχωρα. Παρατηρούµε δηλαδή να συνυπάρχουν στο Οτζάκι την ίδια χρονική περίοδο, κτίσµατα διαφορετικού τύπου, κάτι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για τη µελέτη 33 Πρέπει, όµως, να επισηµάνουµε ότι διάκριση του στοιβαχτού πηλού από τις οπτοπλίνθους δεν είναι πάντα εφικτή και ασφαλής. 34 Σκωτική φράση για την αγροικία που αποτελείται από δύο χώρους, έναν εξωτερικό, την κουζίνα, και έναν εσωτερικό, συνήθως εγκάρσια διευθετηµένους. 85

84 της οικιστικής της Μέσης Νεολιθικής. Και στη θέση αυτή παρατηρείται όπως και στον Τοµές Α του Σέσκλου, αδιάκοπη χρήση των ίδιων οικοπέδων για ανοικοδό- µηση µετά από καταστροφές, γεγονός που έχει συνδεθεί κι εδώ µε µια πρώτη ένδειξη ιδιοκτησίας. Το στοιχείο αυτό, πάντως, ως προς τη χρήση του χώρου, παρατηρείται και στο Τσαγγλί, όπου οι οικίες P, Q και R είναι κτισµένες η µια πάνω στην άλλη. Στο Αχίλλειο (Εικ. 10 α ), τα οικιστικά λείψανα είναι εξίσου σηµαντικά µε της προηγούµενης περιόδου. Τα σπίτια είναι τώρα κυρίως πασσαλόπηκτα, καµιά φορά µε ξύλινα δάπεδα, και εξακολουθούν να έχουν αραιή διάταξη, αφήνοντας µεγάλους υπαίθριους χώρους ανάµεσά τους, όπου εντοπίζονται πολλές κατασκευές για την επεξεργασία των καρπών και την οικοτεχνία. Ένα δίχωρο κτίσµα µε λίθινα θεµέλια, θρανίο κατά µήκος ενός από τους τοίχους του θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς ως ιερό λόγω των πολλών ειδωλίων που εντοπίσθηκαν στο εσωτερικό του. ιαπιστώθηκε επίσης ότι βαθιά τάφρος οριοθετούσε την κεντρική αυλή του οικισµού αποχωρίζοντάς την για κάποιο λόγο από την υπόλοιπη έκταση του οικισµού. Εκτός Θεσσαλίας, η Μέση Νεολιθική µάς είναι γνωστή από αρκετές θέσεις. Στη Νέα Μάκρη της Αττικής, συνυπάρχουν δύο τύποι κατοικιών (Εικ. 8) : α. Ορθογώνιας κάτοψης, µονόχωρες ή δίχωρες, κατασκευασµένες µε άψητες πλίνθους πάνω σε θεµέλιο από αργούς λίθους 35 αλλά και µε την προσθήκη, α- συνήθιστη αλλού, κατακόρυφων πασσάλων κατά διαστήµατα για καλύτερη αρµογή της τοιχοδοµίας. Αυτά τα κτίσµατα φαίνεται να είχαν µικρό πλάτος, ως 3 µ, ώστε να γεφυρώνεται η απόσταση από τους οριζόντιους πασσάλους της στέγης, η οποία δεν αποκλείεται να ήταν µονόρριχτη, ελαφρά επικλινής για τη ροή τω βρόχινων υδάτων. β. Ελλειψοειδούς κάτοψης και υπόσκαφες, µε το δάπεδο χαµηλότερο κατά 0,30 µ. από το επίπεδο του εδάφους, µε τοιχοδοµία από πλέγµα πασσάλων και κλαδιών, µε είσοδο στη στενή πλευρά και µε δικλινή στέγη, αν και χωρίς εσωτερικά υποστυλώµατα. Τέτοια κτίσµατα υπήρχαν όπως είδαµε ήδη από την προηγού- µενη περίοδο στα Μεσόγεια της Αττικής στην περιοχή Μερέντα. Στον οικισµό της Νέας Μάκρης εντοπίσθηκαν και έργα κοινοτικού χαρακτήρα όπως ένα πηγάδι και ένας λιθόστρωτος δρόµος που φαίνεται να οδηγεί στο κέντρο του οικισµού. 35 Αργοί λίθοι είναι αυτοί που δεν έχουν υποστεί λάξευση ώστε να αποκτήσουν επίπεδες επιφάνειες. 86

85 Ορθογώνια κτίσµατα µε λίθινη θεµελίωση έχουµε ακόµη στην Ελάτεια και τη Λέρνα. Στη Κνωσό τα συγκροτήµατα είναι πιο περίπλοκα, µε πήλινες εξέδρες και έδρανα, καθώς και ταφές παιδιών κάτω από τα δάπεδα. Στη Μακεδονία και στη Θράκη, οικιστικά λείψανα της Μέσης Νεολιθικής γνωρίζουµε από τους οικισµούς του ισπηλιού Καστοριάς, των Σερβίων Κοζάνης, των Λιµεναρίων Θάσου και της Μάκρης στον Έβρο. Οι φάσεις αυτές έχουν χρονολογηθεί C14 στα µέσα περίπου της 6 ης χιλιετίας π.χ. Στα Σέρβια, γήλοφο κοντά στην όχθη του Αλιάκµονα, τα οικήµατα είναι κυρίως πασσαλόπηκτα και ηµιυπόγεια (Εικ. 3β). Αν και τα περισσότερα δεν έχουν ανασκαφεί σε όλη τους την έκταση, ερευνήθηκε οικία µε διαστάσεις 4 Χ 2,80 µ. κατασκευασµένη µε πασσάλους, και µια δεύτερη 5 Χ 5,6 µ. µε λίθινα θεµέλια. Μικρότερες λίθινες κατασκευές προσκολλούνταν στις οικίες, ενώ κυκλικές εστίες ή- ταν διάσπαρτες ανάµεσα στα σπίτια. Σε ένα πασσαλόπηκτο κτίσµα ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισµός ενός δαπέδου µε σανίδες, ενώ αλλού υπάρχουν κατά τους ανασκαφείς και ενδείξεις ορόφου. Ο παλαιότερος οικισµός οριοθετούνταν µε τάφρο. Στο λιµναίο οικισµό του ισπηλιού, στην όχθη της σηµερινής λίµνης, ήρθαν στο φως εκατοντάδες πάσσαλοι, διατηρηµένοι λόγω των υγρών συνθηκών του περιβάλλοντος, αποδεικνύοντας την παρουσία ενός νεολιθικού χωριού, οι κατοικίες του οποίου, από ξύλο, κλαδιά και αχυροπηλό, πρέπει να εκτείνονταν τόσο στην ακτή όσο και πάνω από τη λίµνη. Η στέγη ήταν κατασκευασµένη από καλάµια και τα δάπεδα από χαλίκι καλυµµένο µε πηλό. Η ανασκαφή του προσέφερε, εκτός του µεγάλου αριθµού τεχνέργων όµοιων µε αυτά που γνωρίζουµε από τους χερσαίους οικισµούς της περιόδου, µερικά σπάνια ευρήµατα, όπως µια ξύλινη φλογέρα και µια ξύλινη πινακίδα µε σύµβολα πρωτογραφής σε σειρές, που χρονολογήθηκε µε τη µέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα στα 5270 π.χ. Ανάλογα ευρήµατα έχουµε από µικρό αριθµό νεολιθικών θέσεων: µιια λίθινη σφραγίδα των αρχών της 5 ης χιλιετίας, µε εγχάρακτα σηµεία σε τρεις σειρές από το νεολιθικό οικισµό των Γιαννιτσών, µεµονωµένες εγχαράξεις σε αγγεία από τα Θαρρούνια, το Γυαλί και το Σπήλαιο του Κύκλωπα, και εγχάρακτα σύµβολα σε πηλό και ελαφρόπετρα από τη Φτελιά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έκδηλες όσο και δυσεξήγητες αναλογίες αυτών των σηµείων µε τα αντίστοιχα πάνω σε αγγεία και ειδώλια οικισµών της Βαλκανικής. 87

86 Στα Λιµενάρια, ήρθαν στο φως πασσαλόπηκτα οικήµατα µε µήκος που φτάνει τα 15 µ., µέσα στα οποία εντοπίσθηκαν εστίες, φούρνοι και αποθηκευτικοί λάκκοι µε µονωτικό επίχρισµα (Εικ. 10γ). Στο εξωτερικό των σπιτιών φαίνεται ότι υπήρχαν στέγαστρα και µεγάλα έδρανα από πηλό για τις πολλαπλές αγροτικές και οικοτεχνικές δραστηριότητες των κατοίκων. Ένα πηγάδι µε διάµετρο 2 µ., λαξευ- µένο σε µεγάλο βάθος µέσα στο φυσικό κροκαλοπαγές έδαφος, αποτελεί έργο δη- µόσιου χαρακτήρα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν λάβουµε υπόψιν µας τον πρωτόγονο εργαλειακό εξοπλισµό της Νεολιθικής. Στη Μάκρη, σηµαντικός θεωρείται ο εντοπισµός ενός κτίσµατος µεγάλων διαστάσεων που φαίνεται να καταλαµβάνει κεντρικό σηµείο στον οικισµό, και έχει ερµηνευθεί από τους ανασκαφείς ως δηµόσιο οίκηµα για την αποθήκευση και αναδιανοµή των κοινοτικών σιτηρών, κάτι που εξηγεί την παρουσία εδώ πολλών αποθηκευτικών αγγείων και πήλινων λάκκων/θηκών. Στον ίδιο οικισµό, εντοπίστηκε πρόσφατα, και ένας χώρος επεξεργασίας λίθινων εργαλείων, που αποτελεί ένα από τα πρωιµότερα στη ΝΑ. Ευρώπη εργαστήρια λιθοτεχνίας. Ταφές αυτής της περιόδου γνωρίζουµε από τη Βόρεια Ελλάδα, από τα Λι- µενάρια και τη Μάκρη, ακτέριστες κάτω από το δάπεδο των σπιτιών, αλλά και από την Κεντρική Ελλάδα, από τις θέσεις Ελάτεια, Λέρνα και Χαιρώνεια. Στην τελευταία, µάλιστα, υποστηρίζεται ότι υπήρχε µικρός τύµβος πάνω από τον τάφο, κάτι που, αν ισχύει, αποτελεί την αρχαιότερη µαρτυρία αυτής της ταφικής πρακτικής. Η µόνη περίπτωση που έχουµε ένα ξεχωριστό χώρο ενταφιασµού των νεκρών, ε- κτός των ορίων του οικισµού, είναι αυτή στην Πρόσυµνα της Αργολίδας, όπου εντοπίσθηκε µια συστάδα έξι ταφών, πιθανόν, καύσεων. Κανόνα, πάντως, εξακολουθεί να αποτελεί ο ατοµικός ενταφιασµός σε λάκκο, αν και συχνότερα κτερισµένος σε σύγκριση µε το παρελθόν Οικονοµία - Κοινωνία - Πολιτισµός της Μέσης Νεολιθικής Η έκταση των οικισµών είναι ακόµη κατά πολύ µικρότερη εκείνων της Εγγύς Ανατολής. εν ξεπερνά τα 50 στρέµµατα, πλην εξαιρέσεων όπως τα Βασιλικά στην Κεντρική Μακεδονία ή η Τούµπα Σερρών, που υποτίθεται ότι φτάνουν ή και υπερβαίνουν τα 300 στρέµµατα. Η έκταση αυτή, ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρείται 88

87 δεσµευτική για τον υπολογισµό του πληθυσµού της κοινότητας, εφόσον χωρίς ε- κτεταµένη ανασκαφική έρευνα δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η πυκνότητα και ο τύπος/µέγεθος των κτισµάτων. Όσον αφορά τον πληθυσµό, οι νεολιθικές αυτές κοινότητες του ελληνικού χώρου φαίνεται ότι ανταποκρίνονται στις φυλές µε την έννοια που προσδίδει στον όρο η διάκριση του E.Service. Πρόκειται στην πραγµατικότητα για πολυφυλετικές κοινωνίες µερικών εκατοντάδων ατόµων που συνδέονται µε δεσµούς συγγένειας, αρχολούνται κατά κύριο λόγο µε τη γεωργία, και δεν έχουν υιοθετήσει συστήµατα διακοινοτικής ιεραρχίας. Υπάρχουν αρχηγικές µορφές, αυτές, όµως, δεν είναι σε θέση να κληροδοτούν την εξουσία τους, εφόσον δεν ελέγχουν οικονοµικά την οµάδα. Τέτοιες κοινότητες µπορούν εν δυνάµει να αποτελέσουν µεγαλύτερη φυλετική ενότητα, αλλά αυτό δεν αποτελεί αναγκαία εξέλιξη. Τώρα βρίσκουµε εδραιωµένα και όλα τα συστατικά του νεολιθικού πολιτισµού, δίπλα σε µια σηµαντικά αύξηση του αριθµού των οικισµών αλλά και εντατικοποίηση των πρακτικών της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι αρχαιοβοτανολόγοι ανιχνεύουν τις γεωργικές ασχολίες, αντλώντας πληροφορίες από τα φυτικά κατάλοιπα, καρπούς και σπόρους, που διατηρήθηκαν έπειτα από καύση, σκόπιµη ή τυχαία. Λίθινες αξίνες και δρεπάνια χρησιµοποιούνται για να κόψουν φυτά και µαλακούς βλαστούς, ενώ τριβεία και γουδιά για να συνθλίψουν τους σπόρους και να φτιάξουν αλεύρι. Το νεολιθικό διαιτολόγιο ήταν πλούσιο, και περιλάµβανε δη- µητριακά (κριθάρι, σιτάρι, κεχρί και ρόβι), όσπρια (φακή, λαθούρι, µπιζέλι και λινάρι), φρούτα (σύκα νωπά ή αποξηραµένα και σταφύλια), άγριους καρπούς και χόρτα. Το µαγείρεµα του φαγητού γινόταν στο ύπαιθρο αλλά και στο σπίτι, πάνω σε εστίες ή µέσα σε θολωτούς φούρνους. Αναλύσεις δειγµάτων από το εσωτερικό των αγγείων δίνουν στους αρχαιολόγους χρήσιµες πληροφορίες για το είδος της τροφής που είχε µαγειρευτεί, αποθηκευτεί ή καταναλωθεί σ αυτά. ιάτρητα σκεύη σαν σουρωτήρια πρέπει να χρησιµοποιούνταν για την παρασκευή γαλακτοκοµικών προϊόντων, όπως το τυρί και το γιαούρτι, ενώ ταψιά για το ψήσιµο του ψωµιού ή της πίτας. Τα δηµητριακά καταναλώνονταν και ωµά, αλλά συνήθως τα έλιωναν, και παρασκεύαζαν πλιγούρι, ή τα έψηναν στη φωτιά ή στον ατµό. Τα ό- σπρια βράζονταν πολλές φορές, για να αποβάλουν τις επικίνδυνες για τον άνθρωπο τοξίνες που περιέχουν. Η κτηνοτροφία βασιζόταν κυρίως στα αιγοπρόβατα, που αποτελούν σχεδόν παντού την πλειοψηφία. Μαζί µε τα βοοειδή, τους χοίρους και το σκύλο τα 89

88 βρίσκουµε σε όλους τους οικισµούς, από τη Νεολιθική µέχρι το τέλος της προϊστορίας. Τα ζώα εκτρέφονταν σε κοπάδια για το κρέας, το γάλα, το µαλλί και το δέρµα τους. Εκτρέφονταν όµως και για προϊόντα που δεν εντοπίζονται αρχαιολογικά: την κοπριά που τη χρησιµοποιούσαν ως λίπασµα για τα χωράφια, τις µεµβράνες που τις µετέτρεπαν σε ασκούς µεταφοράς υγρών, τις τριχιές, τους τένοντες, τα έντερα και τα νεύρα, που τα χρησιµοποιούσαν ως νήµατα, σχοινιά και χορδές. ραστηριότητες που σχετίζονται, άµεσα ή έµµεσα, µε την κτηνοτροφίας, µάς αποκαλύπτονται µέσα από τα ευρήµατα των ανασκαφών: ίχνη σφαγής στα οστά των ζώων, εργαλεία επεξεργασίας του µαλλιού και των δερµάτων, εργαλεία από οστά και κέρατα. Αλλά και τα ζωόµορφα ειδώλια, κοσµήµατα ή λαβές αγγείων µαρτυρούν το δεσµό του νεολιθικού ανθρώπου µε τα ζώα. Τα οστά τους µελετώνται από τους αρχαιοζωολόγους, ώστε να διακριθούν τα εξηµερωµένα και τα άγρια είδη, και να διαπιστωθούν κτηνοτροφικές πρακτικές, ασθένειες, ηλικίες σφαγής και ποσοστά εκπροσώπησης κάθε είδους. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι όµοια σε κάθε περιοχή και περίοδο. Επηρεάζονται από τις στρατηγικές που υιοθετεί η κοινότητα ως προς το κυνήγι και τα δευτερογενή προϊόντα της κτηνοτροφίας, τη νηµατουργία, τη γαλακτοκοµία και την άροση. Η αλιεία δεν είναι πλέον βασική απασχόληση των κατοίκων, προσέφερε όµως ένα συµπλήρωµα διατροφής µε πολλά θρεπτικά συστατικά, γι αυτό και τεκ- µηριώνεται, ακόµα και σε οικισµούς που απείχαν πολύ από τη θάλασσα, µε την παρουσία εργαλείων: αγκίστρια, καµάκια από οστά ψαριών, λίθινα βαρίδια για τα δίχτυα, αλλά και πολύ βαρύτερα που ήταν ίσως άγκυρες για µικρά νεολιθικά πλοιάρια. Τέτοια πλοιάρια πρέπει να αναπαριστά ένας τύπος αγγείου µε µικρό πλάτος και επίπεδο πυθµένα, γνωστός από τις ανασκαφές στο ισπηλιό και στα Λιµενάρια. Επικουρική ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, και η συνδροµή του κυνηγιού, µε βασικά του εργαλεία τις αιχµές βελών από οψιανό και πυριτόλιθο, και τους πήλινους ωοειδείς πεσσούς για τις σφεντόνες. Εκτός της κεραµικής του πολιτισµού του Σέσκλου, που φτάνει µέχρι τη Στερεά Ελλάδα και την Κεντρική Μακεδονία, αρκετές ακόµη περιοχές έχουν να επιδείξουν σπουδαίες κεραµικές παραδόσεις. Στην Πελοπόννησο κατασκευάζεται η εξαιρετικής ποιότητας, λεπτή κεραµική Urfirnis (Εικ. Γ3), για τη διακόσµηση της οποίας χρησιµοποιείται ένα επίχρισµα που µετατρέπεται σε πολύ στιλπνό βερνίκι µετά από όπτηση σε υψηλή θερµοκρασία. Τα Urfirnis που φαίνεται ότι πρωτοεµφανίζονται στη ΒΑ. Πελοπόννησο, είναι στην αρχή µονόχρωµα, ενώ αργότερα 90

89 αποκτούν συµπαγή γραµµικά και, σπανιότερα, εικονιστικά διακοσµητικά θέµατα. Τα πρωιµότερα προέρχονται από θέσεις όπως το Φράγχθι και η Λέρνα, λίγο αργότερα τα βρίσκουµε στη Στερεά Ελλάδα, ενώ στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής φτάνουν σε νησιά του Ιονίου όπως η Λευκάδα µαζί τις επίσης δηµοφιλείς στην Πελοπόννησο παραδόσεις της αµαυρόχρωµης και της γκρίζας στιλβωµένης κεραµικής. Στις Σποράδες, στο Σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, η γραπτή κεραµική της Μέσης Νεολιθικής, του α µισού της 6 ης χιλιετίας π.χ., επιλέγει κατά κόρον αγγεία µε σφαιρικό σώµα και χαµηλό κωνικό πόδι, και χρησιµοποιεί ερυθρές βαφές πάνω σε µπεζ βάθος σε εντυπωσιακά κατάκοσµα θέµατα εµφανώς επηρεασµένα από την υφαντική. Θυµίζουν έντονα την πρωιµότερη κεραµική του Αγίου Πέτρου αλλά και την παράδοση της Μέσης Νεολιθικής στη Ανατολική Θεσσαλία. Στη Μακεδονία και στη Θράκη η γραπτή κεραµική σπανίζει, και κυριαρχούν τα µαύρα ή καστανά στιλβωµένα αγγεία χωρίς διακόσµηση, ενώ συναντώνται και αποθηκευτικά ανθρωπόµορφα αγγεία µεγάλων διαστάσεων. Ωστόσο, στη υτική και Κεντρική Μακεδονία υπάρχουν αγγεία διακοσµηµένα µε κρεµ ή κόκκινα γραµµικά µοτίβα, ακολουθώντας τα θεσσαλικά πρότυπα, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία κάνει γύρω στα µέσα της 6 ης χιλιετίας την εµφάνισή της µια εξαιρετικής ποιότητας λεπτή 36 κεραµική µε λευκή διακόσµηση πάνω σε µελανόχρωµη επιφάνεια. Η εµµονή των νεολιθικών πληθυσµών ολόκληρου σχεδόν του ελλαδικού χώρου στη διαρκή βελτίωση της κεραµικής τους, αποδεικνύει το σηµαντικό ρόλο της, ρόλο όχι αποκλειστικά χρηστικό αλλά επίσης κοινωνικό και ιδεολογικό. Τώρα πληθαίνουν οι τύποι των ανθρωπόµορφων ειδωλίων, σε ορισµένα από τα οποία απεικονίζονται ατοµικά χαρακτηριστικά, συχνά και φυσικά ελαττώµατα. Υπάρχει µεγάλη ποικιλία λίθινων και οστέινων εργαλείων, σφραγίδες, σφοντύλια και υφαντικά βάρη που προδίδουν την άνθιση της υφαντικής του όρθιου αργαλειού, αλλά και ποικιλία κοσµηµάτων. Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι ο οψιανός ταξιδεύει ολοένα µακρύτερα από την πηγή του, τη Μήλο, µάλλον όχι µέσω άµεσου προσπορισµού, α- φού οι θέσεις της Βόρειας Ελλάδας απέχουν πολύ από τις Κυκλάδες, αλλά µέσω ενός αλυσιδωτού δικτύου ανταλλαγών. Στις επόµενες νεολιθικές φάσεις, φτάνει στη Μακεδονία οψιανός και από τα Καρπάθια, και, αργότερα, κατά την 3 η χιλιετία, οψιανός από την Καπαδοκία στο Μικρό Βουνί της Σαµοθράκης. Οι λεπίδες του 36 Η κεραµική διακρίνεται σε λεπτή, µεσαία και χοντρή µε κριτήριο την καθαρότητα του πηλού, την περιεκτικότητά του δηλαδή σε ορυκτά εγκλείσµατα ή άλλα υλικά. 91

90 οψιανού αποσπώνται από κατάλληλα διαµορφωµένους πυρήνες µε πίεση, ενώ του πυριτόλιθου µε έµµεση κρούση δηλαδή µε παρεµβολή ενδιάµεσου εργαλείου, από πέτρα, οστό ή ξύλο, µεταξύ του κρουστήρα και του σηµείου κρούσης. Τα λειασµένα εργαλεία όπως οι αξίνες, αφού σφυροκοπηθούν, λειαίνονται µε νερό και άµµο, και στειλεώνονται σε κεράτινο ή ξύλινο στέλεχος. Η ίδια, εν πολλοίς, τεχνική χρησιµοποιείται και για τα εργαλεία επεξεργασίας των καρπών, που επίσης πολλαπλασιάζονται, δηλαδή τα τριβεία, τα γουδιά, τους τριπτήρες και τους κρουστήρες. Όσον αφορά τα λατοµεία προσπορισµού της πρώτης ύλης γνωρίζουµε αρκετά για τα λατοµεία οψιανού στον Αδάµαντα και στο εµενεγάκι της Μήλου, τα λατοµεία του οψιανού του Γυαλιού της Νισύρου, αλλά όχι αρκετά για τα λατοµεία πυριτολίθου. Στην Ευρώπη έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί λατοµεία πυριτόλιθου της νεολιθικής εποχής, όπως αυτά της Ανατολικής Αγγλίας και της Ολλανδίας, ό- που τα κάθετα φρέατα φτάνουν σε βάθος τα 15 περίπου µ., και εκεί ανοίγονται ο- ριζόντιες ακτινωτές στοές, για τον προσπορισµό καλύτερης ποιότητας πυριτικού πετρώµατος. Οι προϊστορικοί πληθυσµοί χρησιµοποιούσαν µεγάλη ποικιλία οστέινων εργαλείων: οπείς και ξέστρα για την επεξεργασία των δερµάτων, βελόνες για την καλαθοπλεκτική, την υφαντική, και την επιδιόρθωση διχτυών, αγκίστρια για το ψάρεµα, γλύφανα, σπάτουλες, χτένια, στιλβωτήρες για την κατασκευή και τη διακόσµηση των αγγείων, την ξυλουργική και την αρχιτεκτονική. Με αυτά ξεφλούδιζαν τα δέντρα και τα φυτά, έκοβαν και επεξεργάζονταν το ξύλο, αλλά και έχριζαν τους τοίχους των σπιτιών. Τα περισσότερα οστέινα εργαλεία κατασκευάζονταν από τα µακριά αυλοειδή οστά των ζώων, δηλαδή κνήµες, µεταπόδια, κερκίδες και ωλένες, και λιγότερο από τα πλευρά, τις ωµοπλάτες, τους σπονδύλους και τις γνάθους. Χρησιµοποιούνταν τα οστά των αιγοπροβάτων και των βοοειδών, αλλά και αγρίων ζώων και πτηνών. Τα µακριά κόκαλα των ελαφιών ήταν κατάλληλα για σουβλιά. Με τα πλευρά των βοοειδών κατασκεύαζαν σπάτουλες και ξέστρα, ενώ από µικρά ζώα κατασκεύαζαν βελόνες. Κατάλληλα για εργαλεία ήταν και τα κέρατα, από βόδια και ελάφια. Αποσπούσαν το κέρατο από τον κορµό και στη συνέχεια το άδειαζαν για να κατασκευάσουν λαβές για κοφτερά λίθινα εργαλεία, λεπίδες και φολίδες. Σηµαντική ήταν σίγουρα η λειτουργία των κοσµηµάτων ήδη από την αρχή της Νεολιθικής εποχής. Η κοινωνική ταυτότητα του ατόµου, ο ρόλος του στην ο- µάδα, το φύλο, η ηλικία και η ασχολία του ίσως δηλώνονταν µέσω του συµβολι- 92

91 σµού της κόσµησης σώµατος και ενδυµάτων. Το ίδιο και ιδιαίτερες στιγµές της ζωής του, όπως η ενηλικίωση, η εγκυµοσύνη, η γέννηση, η µύηση, το κυνήγι, η µαγεία και η συµµετοχή σε τελετουργίες. Υπήρχαν κοσµήµατα από οστό και κέρατο, όστρεο, πηλό, λίθους και µέταλλα, αλλά σίγουρα και από υλικά που δεν έχουν διασωθεί, όπως το ξύλο. Τα όστρεα λόγω της ποικιλίας τους σε χρώµατα και σχήµατα ήταν πολύ αγαπητά. Περισσότερο χρησιµοποιούνταν πεταλίδες, αχιβάδες, κώνοι, σπόνδυλοι (Spondylous gaederopus Linne), το Dentalium κυρίως για κοσµήµατα ανδρών, και τα Cypraea για γυναικεία. Συχνά επέλεγαν οστά µικρών ζώων, πουλιών και ψαριών, ενώ και τα κοσµήµατα από δόντια θηραµάτων δήλωναν µάλλον τον επιτυχηµένο κυνηγό. Από σπάνιες πέτρες κατασκεύαζαν είτε απλές χάντρες, είτε απεικονίσεις ανθρώπων ή ζώων, µε έκδηλη ιδεολογική σηµασία. Κοσµήµατα από µέταλλο υπάρχουν ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Η αύξηση του αριθµού των προβάτων αλλά και η καλλιέργεια του λιναριού σε αρκετές περιοχές, προκάλεσαν εντατικοποίηση της υφαντικής. Εκτός του ρουχισµού, κατασκευάζονταν σακίδια για µεταφορές και υφάσµατα για τα σπίτια ως διαχωριστικά δωµατίων και καλύµµατα για τους τοίχους και τα δάπεδα. Αν και σε πολλούς πρώιµους νεολιθικούς, φαίνεται ότι προτιµούσαν αρχικά τις φυτικές ίνες του λιναριού και της κάνναβης, το µαλλί κυριάρχησε σταδιακά, επειδή οι κλωστές του έχουν µεγαλύτερη συνοχή, ελαστικότητα, και δίνουν πιο ζεστά ενδύµατα. εν πρέπει να κούρευαν τα πρόβατα, αλλά να ξερίζωναν τις τρίχες µε µεγάλα χτένια, πρακτική που έδινε λιγότερο αλλά καλύτερης ποιότητας µαλλί. Στη συνέχεια, το έπλεναν και το στέγνωναν, αφαιρούσαν τις ακαθαρσίες, έξαιναν τις ίνες και τις ξεχώριζαν: τις µακρύτερες για το στηµόνι και τις κοντύτερες για το υφάδι του αργαλειού. Οι ίνες γνέθονταν, στρίβονταν σε κλωστή, και τυλίγονταν στο αδράχτι. Τα αδράχτια ήταν ξύλινα και σπάνια διασώζονται, τα σφονδύλια όµως που µπήγονταν στο κάτω άκρο τους για να ενισχύσουν την περιστροφή τους, τα βρίσκουµε σε όλες τις ανασκαφές. Παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλία στο σχήµα και στο µέγεθος, ιδιαιτέρως κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού, και είναι κατά κανόνα από πηλό. Η διάµετρος και το βάρος τους εξαρτώνται από το είδος της κλωστής και τον τρόπο γνεσίµατος. Οι έτοιµες κλωστές τυλίγονταν σε πήλινα πηνία. Ο προϊστορικός αργαλειός ήταν κάθετος. Αποτελούνταν από δύο κάθετα επιµήκη ξύλα και ένα οριζόντιο, στο οποίο δένονταν τα στηµόνια, οι κατακόρυφες µακριές κλωστές. Στην ά- κρη των στηµονιών, για να τα κρατούνται τεντωµένα, δένονταν τα υφαντικά βάρη, 93

92 πήλινα ή λίθινα, που έπρεπε να έχουν το ίδιο βάρος. Για τη ραφή των υφασµάτων χρησιµοποιούνταν οστέινα σουβλιά και βελόνες. Οι πήλινες και, σπανιότερα, λίθινες σφραγίδες αποτελούν επίσης ενδιαφέρουσα κατηγορία αρχαιολογικού υλικού, επειδή η χρήση τους δεν είναι διευκρινισµένη. Εµφανίζονται από την αρχή της Νεολιθικής εποχής µε γραµµικά, γεωµετρικά, σπειροειδή, ή µαιανδροειδή θέµατα. Ίσως προορίζονταν για την κόσµηση ενδυµάτων αλλά και του ίδιου του σώµατος. Η συνήθεια της δερµατοστιξίας (τατουάζ) µάς είναι γνωστή από τα κυκλαδικά ειδώλια, πιθανόν όµως και από κάποια νεολιθικά. Το αποτύπωµα µιας σφραγίδας πάνω σε µαλακό υλικό δεν αποκλείεται να υποδήλωνε την κατοχή ή την προέλευση ενός αντικειµένου. Ενώ για την οικονοµία των νεολιθικών οικισµών η γνώση µας προωθείται διαρκώς, για την κοινωνική οργάνωση των οµάδων αυτών µόνον έµµεσες µαρτυρίες µπορούµε να έχουµε. Πρόβληµα αποτελεί το γεγονός ότι στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα τα παραδείγµατα οικισµών αυτής της περιόδου ανασκαµµένων σε ικανοποιητική έκταση. Συνήθως, η εικόνα που δίνεται για τη νεολιθική κοινότητα είναι αυτή µιας ισότιµης, µη ιεραρχηµένης κοινωνίας χωρίς έντονες διαφοροποιήσεις ως προς τα αγαθά που κατέχουν οι οικογένειες και τα άτοµα. ιαφορές βεβαίως βασισµένες στην ηλικία, το φύλο ή τη δεξιοτεχνία πρέπει να υπήρχαν, αλλά δεν ήταν µάλλον θεσµοθετηµένες, ώστε να αποτυπώνονται στην οικιστική οργάνωση. Σε ενδοκοινοτικό 37 επίπεδο, δεν διαπιστώνονται κατά κανόνα σοβαρές διαφορές ως προς το µέγεθος ή την οικοσκευή των κατοικιών, ούτε ενδείξεις εξειδικευµένων εργαστηρίων για ολικής απασχόλησης τεχνίτες. Τα σπανιότερα αντικεί- µενα, όπως είναι τα µαρµάρινα αγγεία, κάποια κοσµήµατα ή τα πρώτα µεταλλικά τέχνεργα πρέπει να έφταναν στα χέρια κάποιου προσφέροντάς του κύρος αλλά όχι ακόµη εξουσία. Γινόταν, δηλαδή, κάτοχός τους, όχι λόγω της κοινωνικής του θέσης αλλά, το πιθανότερο, επειδή είχε διαθέσιµο κάποιο είδος, µε το οποίο µπορούσαν να ανταλλαγούν. Πρέπει, ωστόσο, να επισηµανθεί ότι κάποιες προκαταρκτικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις έχουν ίσως δροµολογηθεί από την εποχή αυτή σε ορισµένους τουλάχιστον οικισµούς. Στο Σέσκλο δεν είναι σαφές αν δικαίωµα κατοίκησης στην ακρόπολη είχαν όλοι ή µερικές µόνον οικογένειες, αλλά φαίνεται ότι όσοι διέµεναν εκεί 37 Ενδοκοινοτική οργάνωση: ο τρόπος οργάνωσης µιας κοινότητας, µέσα στα όρια της εγκατάστασης. 94

93 είχαν καλύτερη πρόσβαση σε ορισµένες κατηγορίες υλικών, όπως η διακοσµηµένη κεραµική και κάποια µικροευρήµατα. Τα διακοσµηµένα αυτά αγγεία, που απαιτούν πηλό πλούσιο σε ασβέστιο και γνώση προηγµένων τεχνικών πλασίµατος και όπτησης, αποτελούν το 17% περίπου στα σπίτια της ακρόπολης αλλά µόλις το 4% σ εκείνα της πόλης. Από την άλλη, το κτίσµα στον Τοµέα Α, αν και δεν είναι δυνατόν να τεκµηριωθεί ότι εξυπηρετούσε κοινές συνελεύσεις ή τις ανάγκες αποθήκευσης κοινοτικού πλεονάσµατος, είχε, πάντως, κεντρική θέση και ιδιαίτερη κάτοψη. εν αποκλείεται µια ανάλογη λειτουργία να εξυπηρετούσε και το κεντρικό κτίριο στη Μάκρη ή η περιοχή των αποθηκευτικών λάκκων στα Λιµενάρια. Και σε διακοινοτικό 38 επίπεδο, δεν είναι εµφανή µεταξύ των οικισµών θεσµοθετηµένα συστήµατα ιεραρχίας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν υπήρχαν εξαρτώµενες επικουρικές εγκαταστάσεις, ίσως εποχικές, για τη διευκόλυνση των οικονοµικών στρατηγικών της κοινότητας, όπως το κυνήγι, η αλιεία ή ο προσπορισµός των πρώτων υλών. εν εντοπίζουµε ενδείξεις ανταγωνισµού µεταξύ των κοινοτήτων, τέτοιου που να απαιτεί την κατασκευή χρονοβόρων οχυρωµένων εγκαταστάσεων. Τα τοιχία ή οι τάφροι που συχνά παρατηρούνται στην περίµετρο των οικισµών, φαίνεται πιθανότερο να εξυπηρετούσαν άλλες ανάγκες παρά την οχύρωση, ίσως, δηλαδή, τον περιορισµό των κοπαδιών, την προστασία από τα άγρια ζώα, ή ακόµη τη συµβολική οριοθέτηση του κατοικηµένου χώρου. Σηµαντική όσον αφορά την εξάρτηση µια θέσης από το περιβάλλον της, και, κατ επέκταση, την παρουσία ή όχι επικουρικών θέσεων και προτύπων διακοινοτικής ιεραρχίας είναι η ιδέα της ανάλυσης των πηγών µιας θέσης (site catchment analysis) των E.Higgs και C.Vita-Finzi. Έτσι προσπαθούµε να καταγράψουµε και να µελετήσουµε το άµεσο περιβάλλον µιας θέσης, που πιθανόν είχε χρησιµοποιηθεί από τον πληθυσµό, έτσι ώστε να εξακριβώσουµε την προέλευση του συνόλου των υλικών που εντοπίζονται στο εσωτερικό της. Η ανάλυση της περιοχής εκµετάλλευσης µιας θέσης (site exploitation territory) -ορθότερος, µάλλον, όροςχρησιµοποιεί το αξίωµα ότι όσο µακρύτερα βρίσκεται µια πηγή τόσο µειώνονται οι πιθανότητες εκµετάλλευσής της επειδή απαιτεί υπερβολικό κόπο και χρόνο. Υποθέτουµε ότι οι αγροτικές κοινωνίες δύσκολα αποµακρύνονται περισσότερο από µια ακτίνα 5 χλµ., απόσταση που ισοδυναµεί µε πορεία µιας ώρας. Αυτό το όριο, 38 ιακοινοτική οργάνωση: ο τρόπος οργάνωσης µιας οµάδας οικισµών της ίδιας περιοχής που υποθέτουµε ότι αλληλεξαρτώνται. 95

94 πάντως, φαίνεται ότι ισχύει κυρίως για τις ανάγκες της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά καταστρατηγείται στις περιπτώσεις του κυνηγιού, της αλιείας και της αναζήτησης πρώτων υλών. Όλυνθος: ο νεολιθικός κλίβανος Σάλιαγκος : νεολιθικό ειδώλιο 96

95 5. 6. Η Νεότερη και η Τελική Νεολιθική Η Νεότερη Νεολιθική θεωρούνταν ταυτόσηµη, µέχρι και τις πρώτες δεκαετίες µετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο, µε ό,τι γνωρίζαµε γι αυτή από τη Θεσσαλία, και κυρίως µε τον αποκαλούµενο πολιτισµό του ιµηνιού, για δύο κυρίως λόγους: Εξαιτίας της σπουδαιότητας της οµώνυµης θέσης, που στις αρχές του προηγούµενου αιώνα είχε εντοπίσει µαζί µε το Σέσκλο, και ανασκάψει σε όλη της σχεδόν την έκταση ο Τσούντας, αλλά και επειδή µέχρι τη δεκαετία του 60, τα περισσότερα στοιχεία για την περίοδο αυτή είναι αλήθεια ότι µας ήταν γνωστά από την περιοχή της Θεσσαλίας. Ο πολιτισµός αυτός, που εκπροσωπεί, πάντως, ένα τµήµα µόνο της περιόδου, χαρακτηρίζεται από µια εξαιρετικής ποιότητας κεραµική, γραπτή ή εγχάρακτη, µε ποικιλία σύνθετων καµπυλόγραµµων µοτίβων που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του αγγείου Ο οικισµός του ιµηνιού Ο αποκαλούµενη από τον πρώτο της ανασκαφέα ακρόπολη του ιµηνιού (Εικ. 9), έκτασης 5 περίπου στεµµάτων, δίνει σήµερα την εικόνα µιας κλειστής αυλής, µε ένα µεγαρόσχηµο κτίριο στο εσωτερικό της, η οποία περιβάλλεται από έξι τουλάχιστον οµόκεντρους περιβόλους. Αυτή η εικόνα έκανε τον Τσούντα να θεωρήσει το χώρο οχυρωµένη ακρόπολη, που θύµιζε τις οψιµότερες µυκηναϊκές, οι οποίες αποτελούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα το µόνο γνωστό κεφάλαιο στην ελλαδική προϊστορία. Η καινοτοµία στην οικιστική του οργάνωση είναι η κυκλική διάταξη, άγνωστη στην παρατακτική ή προσθετική οικιστική της Αρχαιότερης και της Μέσης Νεολιθικής, όπως την περιγράψαµε σε θέσεις όπως το Σέσκλο, το Οτζάκι και η Νέα Νικοµήδεια. Τέσσερις διασταυρούµενες οδικές αρτηρίες στα ση- µεία του ορίζοντα, πλακόστρωτες και επικλινείς, διαιρούν τον οικισµό σε τέσσερα ανισοµεγέθη τµήµατα, δηµιουργώντας ισάριθµες εισόδους προς την κεντρική αυλή. Η συστηµατική έρευνα του Γ.Χουρµουζιάδη τη δεκαετία του 70, συµπλήρωσε και διαφοροποίησε την κάτοψη και τα στοιχεία για την χωροοργάνωση του ιµηνιού. Σε µια πρώιµη φάση, οι περίβολοι φαίνεται ότι ήταν µόνον τρεις, και σταδιακά, λόγω της αύξησης των οικιστικών αναγκών, προστέθηκαν και οι υπό- 97

96 λοιποι. Επιπλέον, η διεξοδικότερη µελέτη των περιβόλων έδειξε ότι διακόπτονται σε πολλά σηµεία, είναι αλλού στενότεροι και αλλού παχύτεροι, και ανάµεσά τους υπάρχουν αρκετοί χώροι που εξυπηρετούν οικοτεχνικές ή τροφοπαρασκευαστικές εργασίες. Ελέγχοντας, από την άλλη, τη σχέση των περιβόλων µε το χώρο και το έδαφος, αλλά και αµφισβητώντας το υποτιθέµενο ως τότε µεγάλο τους αρχικό ύ- ψος, ο Χουρµουζιάδης τους θεώρησε όχι οχυρωµατικούς αλλά αναγκαίους για τη διαµόρφωση χώρων οικοτεχνικής δραστηριότητας, διαταγµένων γύρω από την κεντρική αυλή. Εντόπισε, µάλιστα, ανάµεσα στους περιβόλους ένα σπίτι σε καθέναν από τους διαµορφωµένους χώρους, που κατοικήθηκαν όταν η κεντρική αυλή µε τα λιγοστά κτίσµατά της δεν επαρκούσε πλέον για το σύνολο του πληθυσµού. Κάθε χώρος οικοτεχνικής δραστηριότητας υποθέτει ότι αποτελούσε πλήρη παραγωγική µονάδα, µε κλειστά τµήµατα για τα ζώα, αποθηκευτικές εγκαταστάσεις αλλά και σηµεία εξειδικευµένων εργασιών. Στα τελευταία εντάσσεται ένας φούρνος για την όπτηση αγγείων, αλλά και ένα εργαστήριο κατασκευής κοσµηµάτων από όστρεο Spondylus. Οι κατοικίες είχαν λίθινα θεµέλια και ανωδοµή από άψητες πλίνθους, δάπεδα από πατηµένο χώµα, εστίες και αποθηκευτικούς χώρους. Η κεντρική αυλή του ιµηνιού έχει διαστάσεις 30 Χ 25 µ. Η προσπέλαση σ αυτήν γινόταν αρχικά και από τις τέσσερις πλευρές του οικισµού, ενώ αργότερα η ανατολική είσοδος έπεσε σε αχρηστία. Μέσα στην κεντρική αυλή υπήρχαν στην αρχή της 5 ης χιλιετίας π.χ., έξι ή επτά µονόχωρα ή δίχωρα κτίσµατα µικρών διαστάσεων, και ένα απ αυτά ήταν ο κύριος χώρος του µεγαρόσχηµου κτιρίου. Το σχήµα του αυτό, ωστόσο, το απέκτησε, κατά τον ανασκαφέα, µόνον µετά την έ- ναρξη της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, όταν προστέθηκαν µπροστά του άλλοι δύο χώροι. Το αρχικό δωµάτιο επικοινωνούσε µε ένα µικρότερο στα δυτικά, αλλά το θυραίο άνοιγµα αχρηστεύτηκε για να κατασκευαστεί το κατοπινό µεγαρόσχη- µο. Με την κατασκευή του µεγάρου, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο υπόλοιπος οικισµός εγκαταλείπεται. Η άποψη αυτή δεν έγινε αποδεκτή χωρίς επιφυλάξεις, εφόσον µεγαρόσχηµα κτίσµατα µεγάλων διαστάσεων µάς είναι γνωστά και από άλλες θεσσαλικές θέσεις, όπως επίσης και η πρακτική αποχωρισµού ενός τµήµατος του οικισµού από τον υπόλοιπο, όπως συµβαίνει στο ιµήνι µε την κεντρική αυλή Άλλες θέσεις στη Θεσσαλία 98

97 Στο Σέσκλο, η Νεότερη Νεολιθική δεν είναι εποχή ακµής για τον οικισµό. Στην ακρόπολη, µετά από εγκατάλειψη µισής περίπου χιλιετίας, χτίζεται ένα µεγαρόσχηµο οίκηµα µεγάλων διαστάσεων, 20 Χ 8 µ., µε προστώο, έναν κύριο χώρο κατοικίας µε τρεις κίονες που βοηθούν στη στέγασή του, και ένα δεύτερο χώρο αποθήκευσης. Φαίνεται ότι το κτίριο αυτό µονοπωλεί το κεντρικό τµήµα του οικισµού, και γι αυτό περιβαλλόταν από δύο ελλειψοειδείς περιβόλους, γεγονός που ίσως σηµαίνει ότι ο χαρακτήρας αυτού του χώρου ήταν περισσότερο ιδιωτικός παρά δηµόσιος. Αρχικά είχε θεωρηθεί ότι υπήρχε ένας ακόµη χώρος πίσω από το δεύτερο δωµάτιο, αλλά προσεκτικότερη µελέτη έδειξε ότι έχουµε εδώ ένα τµήµα του εσωτερικού περιβόλου, σε όλο το µήκος του οποίου παρατηρούνται εσωτερικές αντηρίδες. Στον τοµέα Β, δεν υπήρξαν ενδείξεις κατοίκησης της Νεότερης Νεολιθικής, στην ίδια την ακρόπολη όµως εντοπίστηκαν και άλλα ορθογώνια κτίσµατα, αµέσως έξω από τους περιβόλους που οριοθετούν το κεντρικό κτίριο και την αυλή του. Το περιορισµένο ανθρώπινο δυναµικό που ζει τώρα στο Σέσκλο, σε σύγκριση µε αυτό της Μέσης Νεολιθικής, εξηγείται µάλλον από το γεγονός ότι µε την έναρξη της 5 ης χιλιετίας π.χ., φαίνεται να ιδρύονται στην Ανατολική Θεσσαλία µικρότερες σε έκταση αλλά περισσότερες εγκαταστάσεις, στον περίγυρο µιας µεγαλύτερης. Βασικός στόχος του νέου αυτού σχήµατος διακοινοτικής οργάνωσης πιστεύουµε ότι ήταν η προσπάθεια καλύτερης εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων, κάτι που πρέπει να απαιτήθηκε από νέες στρατηγικές επιβίωσης. Στη Μαγούλα Βισβίκη, η ανασκαφή του 1940 είχε αποκαλύψει ένα ακόµη µεγαρόσχηµο κτίριο εντυπωσιακών διαστάσεων, µε µήκος 30 µ. και πλάτος 8,50 µ. (Εικ. 4 ε ), που όµως η χρονολόγησή του είναι αµφίβολη, µια που νεότερη έρευνα δεν κατόρθωσε να το εντοπίσει. Αποτελείται από προστώο µε δύο κίονες, που οδηγεί σε τετράγωνο χώρο µε δύο εστίες και, αµέσως µετά, σε δύο µικρότερα δωµάτια. Ακολουθεί ο µεγαλύτερος χώρος, µε εστία και τέσσερις κίονες στο εσωτερικό του, θυµίζοντας έντονα την αίθουσα των µυκηναϊκών ανακτόρων. Άλλο χαρακτηριστικό του κτίσµατος είναι ότι οι µακριές του πλευρές προεξέχουν όχι µόνο στην πρόσθια αλλά στην οπίσθια πλευρά σχηµατίζοντας δύο αντηρίδες. Στην Αγία Σοφία Λάρισας, ένα µεγαρόσχηµο οίκηµα έχει οικοδοµηθεί πάνω σε ογκώδες άνδηρο, κατασκευασµένο µε πλίνθους, φαίνεται, µάλιστα, να συνδέεται µε έναν ταφικό τύµβο κάτω από τον οποίο εντοπίσθηκαν δύο ταφές. 99

98 Στη Θεσσαλία, την εποχή αυτή συναντώνται ακόµη συχνότερα τάφροι γύρω από τους οικισµούς, σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρο σύστηµα τάφρων, όπως οι τέσσερις στην Οτζάκι Μαγούλα, µε πλάτος ως 6 µ. και βάθος µέχρι 3,50 µ., ακόµη και αν δεν συνυπήρχαν την ίδια περίοδο. Τέτοιες τάφροι παρατηρούνται επίσης στη υτική Μακεδονία, στους οικισµούς του Μακρύγιαλου και των Σερβίων, αλλά και σε αρκετές βαλκανικές θέσεις Η Νεότερη Νεολιθική στην υπόλοιπη Ελλάδα Η Νεότερη Νεολιθική εντοπίζεται επίσης σε πολλές θέσεις του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, για πρώτη φορά, µάλιστα και στα άγονα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου, που φαίνεται ότι κεντρίζουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των πληθυσµών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βασική αιτία γι αυτό είναι η σηµασία που αποκτούν λόγω της θέσης τους στις πολύ εντατικότερες τώρα θαλάσσιες επικοινωνίες και ανταλλαγές. Βεβαίως, µεγαλύτερα νησιά µε εκτάσεις κατάλληλες για τη γεωργία όπως η Κρήτη και η Χίος ή κάποια σε µικρότερη γειτνίαση προς τις ακτές, όπως οι Σποράδες ή η Θάσος, είχαν ήδη κατοικηθεί, όπως προαναφέραµε, από τις πρωιµότερες φάσεις της νεολιθικής εποχής. Ο οικισµός του Σάλιαγκου κοντά στην Πάρο, ανήκει σ αυτή τη νέα φάση αποικισµού των αιγαιακών νησιών, και χρονολογείται στο τέλος της Μέσης και στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής, αν και παλαιότερα είχε θεωρηθεί, κυρίως λόγω της διακοσµηµένης του κεραµικής, πολύ πρωιµότερος. Είχε ορθογώνια οικήµατα χτισµένα µε αργολιθοδοµή µάλλον σε όλο το ύψος της τοιχοδοµίας τους, και ένα λιθόκτιστο περίβολο. Στον κετρικό τοµέα του οικισµού παρατηρούνται οικήµατα µε σύνθετες κατόψεις, που την ίδια περίοδο συναντούµε στην Κνωσό, στην Κεφάλα και στην οικία D του Εµποριού στη Χίο. Οι κάτοικοι του οικισµού στήριζαν την επιβίωσή τους στην αλιεία, στην κτηνοτροφία αιγοπροβάτων, βοοειδών και χοίρων αλλά και στην καλλιέργεια κριθαριού, που ήταν καταλληλότερο για τα περιορισµένης ευφορίας εδάφη των Κυκλάδων. Σηµαντική θέση στην οικονοµία πρέπει να είχε και το κυνήγι, αν κρίνουµε από τον αριθµό βελών από πυριτόλιθο που έχουν βρεθεί στην εγκατάσταση. Ενδιαφέρον εµφανίζει η κεραµική της κοινότητας µε χαρακτηριστικό τύπο αγγείου τη βαθιά φιάλη µε υψηλό πόδι, και µε γραπτή λευκή διακόσµηση πάνω σε καστανό βάθος. Στο Σάλιαγκο συναντώνται και οι δύο τάσεις µικρογλυπτικής σε µάρµαρο: 100

99 καθιστές παχύσαρκες γυναικείες µορφές που ακολουθούν εµφανώς τη νεολιθική παράδοση, αλλά και σχηµατοποιηµένα ειδώλια που µοιάζουν να προαναγγέλλουν τα αφαιρετικά και τα βιολόσχηµα παραδείγµατα της κυκλαδικής γλυπτικής. Είναι επίπεδα κοµµάτια µαρµάρου, µε µικρό πάχος και υποτυπώδη διαµόρφωση, στα οποία η µορφή αποδίδεται µέσω του περιγράµµατός της χωρίς δήλωση των άκρων. Αυτή η τάση, ωστόσο, προς τη σχηµατοποιηµένη ειδωλοπλαστική, φαίνεται ότι χαρακτηρίζει από την αρχή της 5 ης χιλιετίας π.χ. ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο και όχι αποκλειστικά τα νησιά. Σηµαντικά είναι και τα οικιστικά λείψανα στη Φτελιά της Μυκόνου, που αποτελεί εκτεταµένο για τα αιγαιακά δεδοµένα νεολιθικό οικισµό, µε έκταση πάνω από 8 στρέµµατα. Τα κτιριακά κατάλοιπα ανήκουν σε τέσσερις οικοδοµικές φάσεις που καλύπτουν το πρώτο µισό της 5 ης χιλιετίας, και ανήκουν σε σπίτια εξ ολοκλήρου χτισµένα µε πέτρα. Ένα από τα κτίσµατα της α φάσης βρίσκεται στο υψηλότερο σηµείο του οικισµού, έχει τρεις χώρους τοποθετηµένους δροµικά, τοίχους που διατηρούνται σε ύψος 1,5 µ., και µεγαρόσχηµη κάτοψη, θυµίζοντας τα ανάλογης µορφής θεσσαλικά οικήµατα της ίδιας εποχής. Είναι το µοναδικό κτίσµα του οικισµού που καταστρέφεται από φωτιά. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν ιδιό- µορφα αγγεία, αρκετά µε γραπτή διακόσµηση, ειδώλια και γενικώς αντικείµενα που δεν ανήκουν στο συνήθη εξοπλισµό κάθε κατοικίας, και υποστηρίζουν λατρευτική λειτουργία του κτιρίου. Ως τέτοια αντικείµενα, λόγου χάριν, προτείνονται τα αγγεία µε υψηλό πόδι, που και στη Φράγχθη έχουν θεωρηθεί σκεύη καύσης αρω- µάτων κατά τη διάρκεια τελετουργιών. Στην ίδια µε το µεγαρόχηµο φάση ανήκοει ένα αψιδωτό ή ελλειψοειδές κτίσµα µε µεγάλες πελεκητές πέτρες στην τοιχοδοµία και πλακόστρωτο δάπεδο. Στη νεότερη φάση του οικισµού, οι τοίχοι των κτισµάτων είναι πολύ παχείς και δεν αποκλείεται να στήριζαν δεύτερο όροφο. ύο µικρά ελλειψοειδή κτίσµατα ήταν, πιθανόν, σιταποθήκες. Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι στη Φτελιά υπήρχε µια δυναµική κοινωνική οµάδα µε υποτυπώδη, έστω, κοινωνική διαστρωµάτωση και αρχηγικές µορφές. Έτσι ερµηνεύουν την παρουσία του επιβλητικού µεγαρόσχηµου οικοδοµήµατος της α φάσης σε περίοπτη θέση της εγκατάστασης. Στην οικονοµία της Φτελιάς κυριαρχεί, αντίθετα µε ό,τι θα αναµενόταν, το ενδιαφέρον για τη γεωργία και το κυνήγι και λιγότερο για την αλιεία, αν και υπάρχουν ενδείξεις εντατικής αλίευσης χταποδιών. Αυτό µαρτυρεί η αφθονία σπόρων σιτηρών και οσπρίων, αλλά και οι πολλές αιχµές βελών και δοράτων. Ο σηµαντικός 101

100 αριθµός τέτοιων εργαλείων από µηλιακό οψιανό καθώς και ο συχνός εντοπισµός πυρήνων και απολεπισµάτων από το ίδιο υλικό στο εσωτερικό των κτισµάτων, α- ποδεικνύουν ότι κατασκευάζονταν επί τόπου. Οι κάτοικοι γνώριζαν επίσης την ε- πεξεργασία του χαλκού µε απλή σφυρηλάτηση, κάτι που µαρτυρείται, εξάλλου, την εποχή αυτή σε πολλές θέσεις του Αιγαίου. Ορισµένα από τα πήλινα ειδώλια του οικισµού µοιάζουν προγονικές µορφές των φυσιοκρατικών πρωτοκυκλαδικών ειδωλίων από µάρµαρο. Ξεχωρίζει ανάµεσά τους ο τύπος των µεγάλων, ως 0,30 µ., ειδωλίων µε κυλινδρικό λαιµό, ωοειδές κεφάλι, τριγωνικό σώµα χωρίς χέρια και παχείς γλουτούς. Από τα υπόλοιπα κινητά ευρήµατα ξεχωρίζουν: ένα πήλινο οµοίωµα πλοίου, ένας οστέινος αυλός, κοσµήµατα από spondylus, καθώς και χρυσά και χάλκινα περίαπτα 39 του δηµοφιλούς δακτυλιοειδούς τύπου, που εµφανίζει εντυπωσιακό εύρος κατανοµής στον αιγαιακό και βαλκανικό χώρο. Τέτοια κοσµήµατα κατασκευάζονταν στην Κεντρική και τη Νότια Ελλάδα κυρίως από µέταλλο, χαλκό, χρυσό και άργυρο, αλλά επίσης από λίθο, οστό και πηλό. Κατά την 5 η και την αρχή της 4 ης χιλιετίας, που αρκετοί εντάσσουν σε µια Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική περίοδο, είναι ε- ντατική η χρήση του σπηλαίου Ζα στη Νάξο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως Χρυσά περίαπτα εντυπωσιακό αριθµό χάλκινων εργαλείων και ένα χρυσό έλασµα, αποδείξεις της µεταλλουργικής γνώσης των Κυκλάδων. Μια άλλη οικοτεχνική δραστηριότητα που πρέπει να συντελούνταν µέσα στο σπήλαιο είναι, όπως και στη Φτελιά, η κατεργασία του Μηλιακού οψιανού, γεγονός που πιστοποιείται από τα απολεπίσµατα και τους πυρήνες σε τελικές φάσεις επεξεργασίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, ανασκάπτεται ένας ακόµη οικισµός της Τελικής Νεολιθικής, στο Στρόφιλα της Άνδρου, µε λιθόκτιστο οχυρωµατικό περίβολο, µεγάλα ορθογώνια και αψιδωτά κτίσµατα, ίσως διώροφα, µε πολλούς χώρους, και σε πυκνή διάταξη. Βασικό υλικό δοµής αποτελούν οι πλακοειδείς λίθοι και ο πηλός ως συνδετικό υλικό. Και στον οικισµό αυτό αποδόθηκε ειδική λειτουργία σ ένα µονόχωρο κτίσµα λόγω της περίοπτης θέσης του, του µεγέθους του, της πληθωρι- 39 Κοσµήµατα που φορούσαν στο λαιµό, είτε µεµονωµένα είτε σε περιδέραιο µαζί µε ψήφους (χάντρες). Ίσως λειτουργούσαν ως φυλαχτά. 102

101 κής παρουσία λίθινων αγγείων, ειδωλίων και σφραγίδων στο εσωτερικό του αλλά και της παρουσίας βραχογραφηµάτων. Τα τελευταία αναπτύσσονται σε µια επίπεδη επιφάνεια 200 περίπου τ.µ., κυρίως στην τοιχοδοµία της εξωτερικής όψης του περιβόλου και στο µονόχωρο οίκηµα που προαναφέραµε. Περιλαµβάνουν εικονιστικά θέµατα σχετικά µε την κτηνοτροφία, το κυνήγι και τη θάλασσα, αλλά συνυπάρχουν και µε µικρές κοιλότητες προσφορών. Τέτοιες κοιλότητες συναντούµε και στη επιφάνεια βραχογραφηµάτων του Καστριού της Θάσου, αλλά εκεί η χρονολόγηση είναι ιδιαιτέρως επισφαλής. Αντιθέτως, τα έγγλυφα βραχογραφήµατα του Στρόφιλα χρονολογήθηκαν µε ασφάλεια στην Τελική Νεολιθική λόγω της απεικόνισης τεχνέργων της περιόδου όπως τα δακτυλιόσχηµα περίαπτα που συναντώνται σε όλη τη ΝΑ Ευρώπη. Η παρουσία εδώ πλοίων όπως και στις οψιµότερες απεικονίσισεις της Κορφής τ Αρωνιού στη Νάξο ίσως υποδηλώνει τη χρήση πλωτών µέσων για τη µεταφορά κοπαδιών σε άλλα νησιά. Αργότερα, προς το τέλος της Τελικής Νεολιθικής και ως την έναρξη της Ε- ποχής του Χαλκού, ένας ακόµη οικισµός ακµάζει στην Κεφάλα της Κέας (Εικ. 24 α ). Πρόκειται για µια ολιγοπρόσωπη εγκατάσταση, ίσως όχι µε περισσότερους από εκατό κατοίκους, οι οποίοι φαίνεται ότι ασκούσαν επίσης την τεχνική της µεταλλουργίας. Τα κτίσµατά στην Κεφάλα ήταν µικρών διαστάσεων, ορθογώνια και λιθόκτιστα, και µε τον ίδιο τρόπο ήταν χτισµένοι και οι ορθογώνιοι ή κυκλικοί τάφοι του νεκροταφείου της εγκατάστασης. Στα ωδεκάνησα, ενδιαφέρον προκαλεί µια µικρής έκτασης κτηνοτροφική εγκατάσταση που έχει ανασκαφεί στο Γυαλί της Νισύρου, µε δύο λιθόκτιστους χώρους, από τους οποίους ο δυτικός µάλλον προοριζόταν για το σταυλισµό των αιγοπροβάτων, ενώ ο µεγαλύτερος ανατολικός ήταν κατάλυµα των κτηνοτρόφων. Οι επιχώσεις της περιόδου στο σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου στις Καλυθιές Ρόδου έδωσαν ενδείξεις για την υπεροχή του κριθαριού και των οσπρίων που είναι ανθεκτικά στην ξηρασία. Για την ευρύτερη περιοχή έχει προταθεί ένα µοντέλο νεολιθικής κατοίκησης µε ολιγοπρόσωπες οµάδες να καλλιεργούν µικρές ελεύθερες εκτάσεις µέσα στο δάσος, µε βασικές, ωστόσο, στρατηγικές επιβίωσης την κτηνοτροφία και το κυνήγι. Πολλά είδη πτηνών συµπλήρωναν το καθηµερινό διαιτολόγιο των οµάδων αυτών που δεν είχαν ίσως ενσωµατώσει πλήρως την αγροτική οικονοµία, κάτι που όπως προαναφέραµε, φαίνεται ότι συνέβαινε και στην Ήπειρο. Από την άλλη, τα µεγάλα πιθάρια του σπηλαίου του Αγίου Γεωργίου δεν αφήνουν καµιά αµφιβο- 103

102 λία για την οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής και του πλεονάσµατος. Την ίδια εποχή, προς το τέλος της 6 ης χιλιετίας στη φάση VΙΙΙ στο Εµποριό της Χίου φαίνεται ότι συνηθίζεται ένας ασυνήθιστο τύπος κατοικίας µε καµπυλόγραµµη κάτοψη και εστία. Στην Κνωσό, υπολογίζεται την εποχή αυτή επέκταση της εγκατάστασης ως τα 20 περίπου στρέµµατα, κάτι που συνεπάγεται, τηρουµένων των αναλογιών, πληθυσµό µεγαλύτερο των 1000 ατόµων, µέγεθος ασυνήθιστο για τα νεολιθικά δεδοµένα (Εικ. 3γ-ε). Ο προσθετικός τύπος οργάνωσης του χώρου της Μέσης Νεολιθικής, µε δωµάτια που προσκολλώνται κάθε φορά στις υπάρχουσες συστάδες, συνεχίζει και τώρα να επικρατεί. εν φαίνεται να υπάρχει αυστηρός σχεδιασµός, αλλά τα µικρότερα δωµάτια περιβάλλουν κατά κανόνα δύο κεντρικούς χώρους µεγαλύτερων διαστάσεων. Οι οικισµοί σε Κνωσό και Φαιστό βρίσκονται δίπλα σε εύφορες εκτάσεις αλλά και σε ηµιορεινά πρανή κατάλληλα ως βοσκότοπους, γεγονός που υποδεικνύει τις οικονοµικές στρατηγικές που αποτελούν προτεραιότητα για τις νεολιθικές αυτές κώµες. Αυτή την περίοδο, συναντούµε για πρώτη φορά στην Κρήτη και µεµονωµένα κτίσµατα για εξειδικευµένες εργασίες, όπως το λεγόµενο εργαστήριο του λιθοξόου στο Μαγγασά της Σητείας (Εικ. 3 η ). Εδώ ανασκάφτηκε ένα δίχωρο οίκηµα ιδιόµορφης κάτοψης. Ανήκει στον τύπο but and ben, και αποτελείται από ένα κύριο χώρο και έναν προθάλαµο, αλλά µε τις δύο εισόδους σε κάθετη µεταξύ τους διευθέτηση. εν υπάρχουν άλλα παραδείγµατα αυτού του τύπου στη Νεότερη Νεολιθική, γεγονός που µας κάνει κάπως επιφυλακτικούς ως προς τη χρονολόγηση του κτιρίου. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν τρία τριβεία, πολλές δεκάδες οστέινων εργαλείων και 19 πελέκεις από τοπικό πέτρωµα. Μη συνηθισµένη κάτοψη έχει και η αγροικία στον Κατσαµπά του Ηρακλείου (Εικ. 3ζ), µέσα στον περίβολο της ο- ποίας εντοπίσθηκε µεγάλος αριθµός οστών ζώων. Η εγκατάσταση αυτή, πιθανόν για το σταυλισµό των ζώων, φαίνεται ότι είναι πρωιµότερη από αυτή στο Μαγγασά, ορισµένοι, µάλιστα, την χρονολογούν στα µέσα της 6 ης χιλιετίας, δηλαδή στη Μέση Νεολιθική. Τα πολλά µικρά δωµάτια στον Κατσαµπά, χωρίς σχεδιασµό αλλά ως προσκτίσµατα δύο µεγαλύτερων, θυµίζουν αρκετά τον ανάλογο οικιστικό τύπο της Κνωσού που προαναφέραµε. Στην Κύπρο, µετά από κενό µιας περίπου χιλιετίας, η Νεολιθική ΙΙ διαρκεί από το 4600 ως το 3900 π.χ. Στη Σωτήρα, οι κατοικίες είναι ελλειψοειδείς ή ορθο- 104

103 γώνιες µε λίθινο κρηπίδωµα και πλίνθινη ανωδοµή. Στον Άγιο Επίκτητο, τα κτίρια είναι υπόγεια λιθόκτιστα ενώ στην Καλαβασσό οι οικίες υµιυπόγεια λαξευµένα στο βράχο. Εντοπίζονται τα πρώτα νεκροταφεία εκτός οικισµών, και υπάρχουν ενδείξεις καλλιέργειας ελιάς και αµπελιού, αν και τα στοιχεία αυτά θα πολλαπλασιαστούν µόνο νατά τη διάρκεια της Χαλκολιθικής εποχής, προς το τέλος της 4 ης χιλιετίας π.χ. Είναι ενδιαφέρον ότι ο αριθµός των ελαφιών εξακοθουθεί να είναι µεγάλος στη νησί και να αποτελεί βασική πηγή κρέατος. Στη Μακεδονία παρατηρείται σηµαντική αύξηση των θέσεων. Ένας αριθ- µός οικισµών χρησιµοποιεί νέες περιοχές που δεν ήταν πριν κατοικηµένες, όπως αυτή στα ανατολικά του Αξιού, αλλά και ζώνες η εκµετάλλευση των οποίων συνεπάγεται µεγαλύτερες δυσκολίες, όπως οι ελώδεις χώροι µε εδάφη δύσκολα καλλιεργήσιµα. Παραδείγµατα τέτοιων οικισµών αποτελούν, παραδείγµατος χάριν, το ισπηλιό δίπλα στην λίµνη της Καστοριάς και το Ντικιλί Τας στην πεδιάδα των Φιλίππων. Τώρα, ορισµένοι οικισµοί, κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία, υπερβαίνουν σε έκταση τα 200 στέµµατα, όπως φαίνεται ότι συµβαίνει στις περιπτώσεις των Βασιλικών, της Σταυρούπολης και της Θέρµης Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει µικρό µόνο τµήµα τέτοιων εγκαταστάσεων, το πιθανότερο ότι η ενδοκοτική πυκνότητα δεν είναι µεγάλη, κατ επέκταση ούτε ο πληθυσµός τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως έχει υποτεθεί για τους οικισµούς της περιοχής του Λαγκαδά, κατοικίες και µικρά αγροτεµάχια ή κήποι συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο αυξάνοντας σηµαντικά τη συνολική έκταση του κατοικηµένου χώρου, όχι όµως απαραιτήτως τον πληθυσµό του. Στην Ανατολική Μακεδονία, σηµαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα της Νεότερης Νεολιθικής έχουν ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια στον οικισµό Ντικιλί Τας κοντά στους Φιλίππους (Εικ. 10β). Εδώ, έχουµε την εικόνα µιας πυκνής σε διάταξη συστάδας τεσσάρων τουλάχιστον σπιτιών µε πολλές θερµαντικές και αποθηκευτικές κατασκευές στο εσωτερικό τους, και µε όλη την οικοσκευή τους in situ 40. Τα κτίσµατα αυτά είναι επιµήκη και πασσαλόπηκτα, η τοιχοδοµία τους, δηλαδή, βασίζεται σε σκελετό από πασσάλους, µικρότερα ξύλα, κλαδιά και παχιά επάλειψη από άψητο πηλό, ώστε να επιτυγχάνεται η απαραίτητη στεγανότητα. εν γνωρίζουµε, προς το παρόν, αν η πυκνή κατοίκηση που διαπιστώνεται στο τµήµα αυτό του οικισµού, αποτελούσε κανόνα για όλη του την έκταση. 40 in situ: κατά χώραν, στη θέση που κατείχε κατά τη χρήση του. 105

104 Τα Σέρβια και το Μάνδαλο στη υτική Μακεδονία και το Καστρί στη Θάσο αποτελούν θέσεις µε ενδιαφέροντα οικιστικά δεδοµένα. Στο Μάνδαλο, εκτός από τα στοιχεία πασσαλόπηκτων σπιτιών, ήρθε στο φως και ένα εντυπωσιακό λιθόκτιστο τείχος, πλάτους 2,5 περίπου µ. και σωζόµενο ύψους 1,5 µ., ανασκαµµένο σε µήκος 18 µ., το οποίο φαίνεται ότι αποχώριζε ένα τµήµα του οικισµού, πρακτική που υποθέτουµε ότι εξυπηρετούσαν και οι περίβολοι στο Σέσκλο και στο ιµήνι. Κτίσµατα αυτής της περιόδου, ορθογώνιας ή τραπεζιόσχηµης κάτοψης, µονόχωρα και δίχωρα, µάς είναι γνωστά και από την Όλυνθο της Χαλκιδικής, εδώ, µάλιστα, ήρθε στο φως και ο αρχαιότερος πρωτόγονος κεραµικός κλίβανος, µε χωριστούς χώρους όπτησης και καύσης. Ωστόσο, τα σχετικά µε τον κλίβανο στοιχεία έχουν αµφισβητηθεί, και λόγω της απουσίας ασφαλών στρωµατογραφικών δεδοµένων, και επειδή τέτοια ευρήµατα είναι µέχρι και σήµερα ασυνήθιστα στην ελληνική νεολιθική. Ένας κεραµικός φούρνος, µε ενιαίο χώρο για τα κεραµικά και την καύσι- µη ύλη, έχει εντοπιστεί στο ιµήνι, ένας δεύτερος στο Ντικιλί Τας, µε ηµισφαιρική στέγη και παραµορφωµένα αγγεία στο εσωτερικό του, και ένας τρίτος στο Κρυνέρι του Νοµού Σερρών. Όλοι χρονολογούνται στη Νεότερη Νεολιθική. εν πρέπει, πάντως, να µας ξενίζει η παρουσία πρωτόγονων κλιβάνων κατά την περίοδο αυτή, αφού τέτοιοι µας είναι πλέον γνωστοί από το χώρο της Βαλκανικής, οι περισσότεροι από τον πολιτισµό Cucuteni στην Ανατολική Ρουµανία. Ο οικισµός στο Μακρύγιαλο της Πιερίας υπολογίζεται ότι είχε έκταση 500 στρεµµάτων. Η ανασκαφή εδώ, πραγµατοποιήθηκε µε αφορµή την κατασκευή της νέας γραµµής του Ο.Σ.Ε. και της Εγνατίας Οδού, και είναι από τις πλέον εκτεταµένες ανασκαφικές έρευνες στη ΝΑ Ευρώπη. Συνέβαλε στην καλύτερη κατανόηση αυτού του τύπου των οικισµών µεγάλης έκτασης, αποδεικνύοντας ότι τέτοιες θέσεις εµφανίζουν χαµηλή ενδοκοινοτική πυκνότητα µε εναλλαγή δοµηµένων και ελεύθερων χώρων. Οι κατοικίες, επιπλέον, φαίνεται ότι είναι βραχύβιες και δεν ξαναχτίζονται στο ίδιο σηµείο, ενώ το αντίθετο αποτελεί κανόνα, όπως προναναφέρθηκε, για πολλές θέσεις της Θεσσαλίας αλλά και άλλες µε µικρή διαθέσιµη έ- κταση εγκατάστασης όπως τα Λιµενάρια στη Θάσο. Στην α φάση, ο οικισµός περιβαλλόταν από σύστηµα τάφρων, στο εσωτερικό των οποίων εντοπίστηκαν χώροι κατοικίας µαζί µε ελεύθερους αύλειους χώρους, και πληθώρα κινητών ευρηµάτων δίπλα σε µεγάλο αριθµό ανθρώπινων σκελετικών λειψάνων. Στη β φάση αυξήθηκε η πυκνότητα αλλά µειώθηκε η συνολική έκταση της θέσης. Τα κτίσµατα είχαν κυκλική κάτοψη, και ήταν υπόσκαφα, θεµε- 106

105 λιωµένα σε λάκκους µέσα στο έδαφος. Για την ανωδοµή τους είχαν χρησιµοποιηθεί φθαρτά υλικά, ξύλινοι πάσσαλοι, κλαδιά και λάσπη. Έξω από τα σπίτια βρέθηκαν µικροί φούρνοι και εστίες. Από τα κινητά ευρήµατα του οικισµού, εντύπωση προκαλεί η πληθώρα λίθινων πελεκητών εργαλείων και τα εξαιρετικής ποιότητας µαρµάρινα σχηµατοποιηµένα ειδώλια. Η συγκέντρωση ευρηµάτων για τα οποία εικάζεται ειδικός προορισµός και λειτουργία σε συγκεκριµένα σηµεία του οικισµού έκανε τους ανασκαφείς να συζητήσουν την παρουσία χώρων εορτασµού και τελετουργιών, και κάτι αντίστοιχο έχει επίσης υποτεθεί για τον οικισµό του Προµαχώνα στο Νοµό Σερρών. Οι τελευταίες φάσεις της νεολιθικής εποχής στη Θεσσαλία εκπροσωπούνται από τους οικισµούς στα Πευκάκια και στο Ραχµάνι. Στα Πευκάκια, εντοπίσθηκαν ορθογώνια κτίσµατα µε λίθινα θεµέλια και δάπεδα από πηλό, εστίες, φούρνους και αποθηκευτικούς χώρους. Τα σπίτια οργανώνονται σε παράλληλες σειρές που χωρίζονται µε στενούς δρόµους. Στο Ραχµάνι (Εικ. 21θ), εντοπίστηκε η οικία Q, ένα δροµικό κτίσµα διαστάσεων 10 Χ 4 µ., µονόχωρο και µε αψιδωτό πέρας, µέσα στην οποία βρέθηκε ένας αριθµός ειδωλίων νέου τύπου, που χαρακτηρίζουν την τελική αυτή νεολιθική φάση: έχουν σώµα από πηλό, εντελώς σχηµατοποιηµένο, και ένθετη κεφαλή από µάρµαρο, επίσης σχηµατοποιηµένη και µε γραπτή διακόσµηση, γι αυτό και αποκαλούνται ακρόλιθα. Χαρακτηριστική είναι και η κεραµική αυτής της φάσης, µε αγγεία διακοσµηµένα µε βαφές, κυρίως υπόλευκες και ερυθρές, οι οποίες όµως προστίθενται µετά την όπτηση του αγγείου, γι αυτό είναι εξίτηλες, και δύσκολα διατηρούνται. Η διακόσµηση αυτή εµφανίζει πανελλαδική εξάπλωση, εφόσον συναντάται από την Ανατολική Μακεδονία µέχρι τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Στην Τελική Νεολιθική χρονολογείται και ο οικισµός στην Παλιόσκαλα Μαγνησίας που πρέπει να βρισκόταν πολύ κοντά στην ανατολική όχθη της λίµνης Κάρλας. ιαθέτει λιθόκτιστους περιβόλους όπως αυτοί του Σέσκλου και του ιµηνίου, και υιοθετεί ένα περίκεντρο σύστηµα ενδοκοινοτικής οργάνωσης. Οι περίβολοι, χτισµένοι µε πέτρα και λάσπη, δε διασώζουν εσωτερική όψη, είναι, λοιπόν, πιθανότερο ότι ήταν αναλλήµµατα. Η απόσταση µεταξύ τους ποικίλει από τα 3,5 ως τα 8 µ. Το κεντρικό τµήµα του οικισµού περιβάλλεται επίσης από δίκτυο περιβόλων, ο αριθµός τους, όµως, και το αν ήταν όλοι σύγχρονοι ή όχι δεν έχει, προς το παρόν, διευκρινιστεί. Μεταξύ των περιβόλων υπάρχουν δρόµοι και προσβάσεις αλλά και ορθογώνιες κατοικίες µε εστίες και φούρνους. Ο κεντρικός τοµέας έχει 107

106 διάµετρο 17 µ. περίπου, και περιλαµβάνει ένα µόνο κτίσµα διαστάσεων 8 Χ 10 µ. Στον οικισµό της Παλιόσκαλας δεν υπάρχει κεντρική αυλή, όπως αυτή του ιµηνιού, και αρκετά σπίτια φαίνεται ότι βρίσκονταν εκτός των περιβόλων. Κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική, µαρτυρείται σε όλα σχεδόν τα σηµεία του ελλαδικού χώρου εντατικοποίηση της χρήσης των σπηλαίων, κυρίως για αποθηκευτικούς σκοπούς. Στα Θαρρούνια της Εύβοιας, για παράδειγµα, το σπήλαιο που ερευνήθηκε σε µικρή απόσταση από τον οικισµό, περιείχε εντυπωσιακό αριθµό πίθων. Ωστόσο, τα σπήλαια στέγαζαν επίσης κτηνοτροφικές, ταφικές αλλά και λατρευτικές ανάγκες των προϊστορικών πληθυσµών. Το πλέον ονοµαστό ανασκαµµένο σπήλαιο αυτής της περιόδου είναι η Αλεπότρυπα στο ιρό της Μάνης, µε διαρκή χρήση από το 5300 ως το 3200 π.χ., ως κατοικία, αποθήκη, εργαστήριο, νεκροταφείο και, ίσως, ως χώρος λατρείας. Οι κάτοικοι του σπηλαίου ασχολούνταν µε τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία αλλά και µε ποικίλες οικοτεχνικές δραστηριότητες, όπως αποδεικνύεται από το µεγάλο αριθµός λίθινων και οστέινων εργαλείων αλλά και αντικειµένων σχετικών µε την υφαντική και τη µεταλλουργία. Στις κόγχες που ανοίγονται στα πλευρικά τοιχώµατα εντοπίσθηκαν καύσεις νεκρών αλλά και δευτερογενείς ταφές. Ανάµεσά τους µια αδιατάρακτη ταφή νέας γυναίκας σε συνεσταλµένη στάση και δύο παιδιών µε ατελή καύση, που έχουν κτεριστεί µε γραπτά και µονόχρωµα αγγεία, λίθινα κοσµήµατα και περίαπτα από όστρεο. Στην αίθουσα του σπηλαίου βρέθηκε οστεοφυλάκιο µε 15 κρανία από τα οποία είχε αφαιρεθεί η κάτω γνάθος, τοποθετηµένα το ένα δίπλα στο άλλο. ιάσπαρτα ανάµεσα στα κρανία υπήρχαν ανθρώπινα οστά, στάχτη, οστά ζώων, αγγεία αλλά και πρωτογενείς ενταφιασµοί µε ασηµένια κτερίσµατα. Τα ευρήµατα του σπηλαίου αλλά και των ταφών είναι ιδιαιτέρως πλούσια, ώστε να θεωρείται πιθανό ότι διέµενε εδώ µια οµάδα µε αυξηµένο κοινωνικό κύρος στα πλαίσια µια ιεραρχηµένης κοινωνίας, ίσως αυτή που διατηρούσε τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και των ανταλλακτικών διαδικασιών σ αυτή την περιοχή της Νότιας Πελοποννήσου. Στα µέλη αυτής της οµάδας ανήκαν µεγάλες ποσότητες προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής, αποθηκευµένες σε εκατοντάδες πίθους, αγγεία µε γραπτή διακόσµηση, αργυρά κοσµήµατα, βραχιόλια από όστρεο Spondylus, µαρµάρινα αγγεία, ειδώλια και χάλκινα εγχειρίδια. 108

107 Ο χαρακτηρισµός αυτής της τελευταίας φάσης της νεολιθικής εποχής ως χαλκολιθικής, αν και διχάζει τους ερευνητές, δεν είναι αδικαιολόγητος, εφόσον, µε την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας, αυξάνει διαρκώς και ο αριθµός µεταλλικών αντικειµένων από ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Γνωρίζουµε σήµερα χρυσές και χάλκινες χάντρες από την Ανατολική Μακεδονία, ένα θησαυρό χρυσών κοσµηµάτων από την Αραβησσό Γιαννιτσών, χρυσά περίαπτα και χάλκινα βραχιόλια από τη Θεσσαλία, ένα χρυσό έλασµα και αρκετά χάλκινα αντικείµενα από το Ζα, και, βεβαίως, το εντυπωσιακό σύνολο αργυρών κοσµηµάτων, βραχιολιών, ενωτίων και περιδεραίων από την Αλεπότρυπα. Τώρα, εξάλλου, χρονολογούνται και οι πρώτες ενδείξεις για εκµετάλλευση των κοιτασµάτων αργυρούχου µολύβδου στη Σίφνο Οι ταφικές πρακτικές Κατά τη Νεότερη Νεολιθική, µειώνεται σταδιακά η συνήθεια των µεµονω- µένων ενταφιασµών µέσα στον οικισµό, και καθιερώνεται η τάση δηµιουργίας νεκροταφείων σε µικρή απόσταση από αυτόν. Η ανασκαφή και µελέτη του νεκροταφείου ενός οικισµού θεωρούµε ότι αποτελούν την καλύτερη πηγή πληροφορίας για την κοινωνική ταυτότητα και θέση του ατόµου στο βαθµό που αυτή προδίδεται από τα κτερίσµατα που συνοδεύουν το νεκρό και την ίδια τη µορφή του τάφου. Στις ατοµικές ταφές τα δεδοµένα είναι, οπωσδήποτε, πιο ξεκάθαρα, ενώ στις οµαδικές, που συνήθως θεωρούνται οικογενειακές, είναι δύσκολο συχνά να διευκρινιστεί ποια κτερίσµατα συνοδεύουν καθέναν από τους νεκρούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαφοροποίηση της κτέρισης ανάλογα µε το φύλο ή την ηλικία, αποκαλύπτοντας µάλλον διαφοροποίηση ως προς την κοινωνική θέση αυτών των προσώπων στην κοινότητα. Ακόµη και η επιτυχία ενός µέλους της οµάδας σε δραστηριότητες όπως το κυνήγι ή µια τεχνική εξειδίκευση µπορεί να αφήσει το αποτύπω- µά της σε µια ειδική συµπεριφορά κατά την ταφή του. Συχνά το κριτήριό µας είναι η παρουσία πολύτιµων κτερισµάτων χωρίς ο χαρακτηρισµός αυτός να τυγχάζει γενικής αποδοχής. Η S.Shennan έχει προτείνει ορισµένα κριτήρια για τον ορισµό του πολύτιµου, όπως, λόγου χάριν, ο χρόνος που απαιτήθηκε για την κατασκευή του, η εισηγµένη από µακριά και δύσκολα προσβάσιµη πρώτη ύλη αλλά και ο ρόλος του τεχνέργου στα δίκτυα ανταλλαγών. Η εφαρµογή τέτοιων κριτηρίων σε µε- 109

108 γάλα νεκροταφεία της Κεντρικής Ευρώπης έδειξε ότι οι κοινωνίες της 3 ης χιλειτίας όχι µόνον ήταν αρχηγικές, υπήρχαν, δηλαδή, πρόσωπα µε ειδικό κύρος, αλλά αυτό µεταφερόταν στις οικογένειές τους και κληροδοτούνταν στους απογόνους τους. Στον αιγαιακό χώρο ευρήµατα που να είναι σε θέση να υποστηρίξουν τέτοιες µελέτες δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όσον αφορά της Νεότερη Νεολιθική ε- ποχή. Στη Σουφλί Μαγούλα εντοπίσθηκε νεκροταφείο στα νότια της τούµπας και στην Πλατειά Μαγούλα Ζάρκου σε απόσταση 250 µ. βορείως του οικισµού. Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώνεται καύση των νεκρών και εναπόθεση των καµένων οστών σε αγγεία που, µε τη σειρά τους, τοποθετούνται µέσα σε λάκκους. Στη Σουφλί Μαγούλα η αποτέφρωση είναι µερική, ενώ στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου είναι πιο ολοκληρωµένη, τουλάχιστον για έναν αριθµό επιλεγµένων ο- στών. Οι καύσεις αυτές σπανίως κτερίζονται µε λίθινα εργαλεία και ειδώλια, ω- στόσο κάθε τεφροδόχο αγγείο περιέχει πάντα ως κτέρισµα ένα µικρότερο σκεύος, και ένα ερυθρό όστρακο. Στα Σέρβια, εντοπίσθηκε ταφή σε κυκλικό όρυγµα µε εσωτερική επένδυση από πέτρες, χωρίς κτερίσµατα. Ωστόσο, κοντά στο όρυγµα βρέθηκαν όστρακα αγγείων, έξι λίθινοι πελέκεις και κόκαλα ζώων, σύνολο που ίσως αποτελεί προσφορά προς το νεκρό. Στην Αλεπότρυπα, στις εκτεταµένες αίθουσες του σπηλαίου ήρθαν µεν στο φως αρκετά σκελετικά λείψανα, είναι όµως διάσπαρτα, και δεν δίνουν την εικόνα οργανωµένου νεκροταφείου. εν αποκλείεται οι κάτοικοι να αποκλείστηκαν µέσα στη σπηλιά λόγω σεισµού, αν και κάποιοι σκελετοί ανήκουν σίγουρα σε εγχυτρισµούς, ταφές, δηλαδή, µέσα σε αγγεία, και συνοδεύονται από κτερίσµατα. Στην Άρια της Αργολίδας, µια ταφή παιδιού τεσσάρων ετών που χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική περιείχε ως κτερίσµατα δύο αγγεία. Την εποχή αυτή ο οικισµός της Άριας έχει εγκαταλειφθεί και ο χώρος χρησιµοποιείται για ταφές. Ένας τύπος αγγείο φαίνεται ότι αποτελεί το συνηθέστερο κτέρισµα: η τροπιδωτή φιάλη µε κωνικό πόδι, µε οπές ανάρτησης, διακόσµηση µε στιλβωτήρα στο εξωτερικό της και ερυθρό επίχρισµα στην εσωτερική της επιφάνεια, ίσως συµβολισµό του αίµατος. Στο σπήλαιο της Πρόσυµνας στην Αργολίδα, οι τάφοι είναι σκαµµένοι µέσα στο φυσικό βράχο. Τα κόκαλα έχουν εµφανή ίχνη καύσης, και πάνω στις ταφές παρατηρήθηκε παχύ στρώµα στάχτης. Γενικώς, ολόκληρη η περιοχή είναι γεµάτη µε καµένα υλικά, όστρακα αγγείων, πέτρες και οστά ζώων, γεγονός που έχει οδη- 110

109 γήσει στην υπόθεση της παρουσίας εδώ µιας υπαίθριας εστίας προορισµένης για νεκρικές τελετουργίες. Σηµαντικά είναι προς το τέλος της νεολιθικής εποχής δύο νησιώτικα νεκροταφεία, ένα στην Κεφάλα της Κέας και ένα δεύτερο στα Θαρρούνια της Ευβοίας, µε πολλές αναλογίες µεταξύ τους. Πρόκειται για οργανωµένα νεκροταφεία σε µικρή απόσταση από τους οικισµούς στους οποίους ανήκαν, Στην Κεφάλα η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως λιθόκτιστους τάφους καµπυλόγραµµης ή τραπεζιοειδούς κάτοψης, οι οποίοι καλύπτονταν µε επιµήκεις πλάκες. Έχουν τοιχοδοµία µε µικρούς λίθους, µήκος µόλις 1 µ. και ύψος από 0,20 ως 0,85 µ. Κιβωτιόσχηµοι µε πλάκες ως τοιχώµατα συνηθίζονται λιγότερο και κυρίως για νεαρά άτοµα. Πλακαροί λίθοι σε οριζόντια διάταξη πάνω στις καλυπτήριες πλάκες, ίσως αποτελούν µια προδροµική µορφή σήµατος του τάφου. Οι ταφές ήταν κατά κανόνα ατοµικές, χωρίς να απουσιάζουν και οι πολλαπλές, σε συνεσταλµένη 41 στάση πλαγίως ή πρηνηδόν, ενώ τα νήπια µέχρι την ηλικία του ενός έτους τοποθετούνταν σε πιθάρια. Στην περίπτωση των πολλαπλών ταφών, διαπιστώνεται ότι, προκειµένου να εξοικονοµηθεί χώρος για τις νέες ταφές, οι παλαιοί νεκροί παραµερίζονταν χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα και, σε ορισµένες περιπτώσεις, καίγονταν. Οι νεκροί ενταφιάζονταν µε τα ενδύµατα και τα κοσµήµατά τους και, συνήθως, τα κτερίσµατα ήταν αντικείµενα καθηµερινής χρήσης. Στα Θαρρούνια οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι δηµιουργούνται µε καθέτως τοποθετηµένες πλάκες που δηµιουργούν µια ακανόνιστο τραπεζοειδή κάτοψη. Η απόλυτη σχεδόν κυριαρχία αυτού του τύπου µάλλον οφείλεται στη διαθεσιµότητα του ασβεστολιθικού υλικού στην περιοχή. Το ίδιο φαίνεται ότι συµβαίνει µε τις ταφές που έχουν εντοπιστεί στην Άγιο Ιωάννης της Θάσου, αν και η χρονολόγησή τους στο β µισό της 4 ης χιλιετίας π.χ., παραµένει ανασφαλής λόγω απουσίας σκελετικών λειψάνων και κτερισµάτων. Αντιθέτως, στο Γυαλί της Νισύρου οι τάφοι είναι λαξευτοί στο µαλακό βράχο και έχουν ορθογώνιο σχήµα και το ίδιο περίπου µέγεθος. Χρησιµοποιείται κι εδώ ο εγχυτρισµός για τα νήπια. Οι παλαιότερες, πάντως, ταφικές πρακτικές, µε το νεκρό να θάβεται κάτω από το δάπεδο του σπιτιού ή ανάµεσα στις κατοικίες δεν εγκαταλείπονται. Στη Φτελιά, δίπλα σε τοίχο ήρθε στο φως παιδική καύση σε ευρύστοµο πίθο. Στα Πευκάκια, ένας ενταφιασµός κάτω από δάπεδο κατοικίας περιέχει ως κτέρισµα δύο 41 Με λυγισµένα τα κάτω σκέλη προς το στήθος και σκυµµένο το άνω τµήµα του κορµού προς τα εµπρός. 111

110 λεπίδες οψιανού. Η δευτερογενής απόθεση ή απόρριψη των σκελετικών λειψάνων είναι πρακτικές ευρέως διαπιστωµένες σε φρεάτια που έχουν ανασκαφεί στη Β κλιτύ της Ακρόπολης στην Αθήνα, και µάλλον αφορούν νεκρούς ενταφιασµένους αρχικά στα γειτονικά σπήλαια της βόρειας πλαγιάς. Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης έχει ανασκαφεί ρηχός λάκκος µε αρκετούς νεκρούς, κτερισµένους µε εργαλεία οψιανού και αγγεία, και καλυµµένους µε στάχτη και απανθρακωµένο υλικό. Εν συνεχεία είχε τοποθετηθεί παχύ στρώµα πηλού ώστε να δηµιουργηθεί έξαρµα ύ- ψους 0,60 µ. εν είδει τύµβου. Στα στρώµατα της Τελικής Νεολιθικής στη Λέρνα εντοπίστηκε λάκκος που περιείχε το σκελετό νεαρής γυναίκας κτερισµένο µε τρία αγγεία, ένας δεύτερος, επίσης µε ενήλικο άτοµο και ένα µόνον αγγείο ως κτέρισµα και ένας τρίτος µε σκελετικά λείψανα παιδιού, ακτέριστος. Στο σπήλαιο του Πανός στο Μαραθώνα, οι σκελετοί που εντοπίστηκαν κοντά στην είσοδό του ήταν αρκετά διαταραγµένοι, αλλά µε αυτούς πρέπει να σχετίζονται µικρός αριθµός αγγείων της Τελικής Νεολιθικής και ένας χάλκινος πέλεκυς. Στο σπήλαιο του Κίτσου στο Λαύριο ανασκάφηκαν 18 συνολικά ταφές, µε διάσπαρτα, ωστόσο, οστά ή οµάδες οστών, αποδεικνύοντας τη χρήση του σπηλαίου ως νεκροταφείου. Στη Φράγχθη, τέλος, ταφές της εποχής αυτής εντοπίζονται µέσα στο σπήλαιο αλλά και στην παράκτια ζώνη, όπου, όµως, οι ενταφιασµοί σε λάκκους ήταν, κυρίως, δευτερογενείς. Σηµαντικότατο εύρηµα αποτελεί ο εντοπισµός νεκροταφείου της Νεότερης/Τελικής Νεολιθικής µέσα στον οικισµό των Κρηνίδων, σε αρκετή µερικών χλµ. από τον οικισµό του Ντικιλί Τας, επειδή είναι το πρώτο νεολιθικό νεκροταφείο εκτός οικισµού, που εντοπίζεται στο βορειοελλαδικό χώρο. Λιγοστές είναι οι ενδείξεις που διαθέτουµε για άλλες τελετουργικές πρακτικές πλην των ταφικών. Στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, κάτω από δάπεδο κατοικίας βρέθηκε οµοίωµα οικίσκου µε οκτώ ειδώλια, τοποθετηµένο εκεί, κατά τον ανασκαφέα, ως προσφορά για τη θεµελίωση του νέου κτίσµατος, για την εξασφάλιση, δηλαδή, της µακροβιότητας σπιτιού και ενοίκων. Ανάλογα ευρήµατα είναι γνωστά και από νεολιθικές θέσεις της Κύπρου. 112

111 5. 8. Οικονοµία - Κοινωνία - Πολιτισµός της Νεότερης Νεολιθικής Παρά το γεγονός ότι τα αιγοπρόβατα εξακολουθούν να υπερτερούν, βαθ- µιαία τα βοοειδή και ο χοίρος αποκτούν επίσης σηµαντικό ρόλο. Στο ιµήνι, το πρόβατο είναι τώρα υπερδιπλάσιο από όλα τα υπόλοιπα εξηµερωµένα είδη, κατσίκα, αγελάδα, χοίρο και σκύλο, µαζί. Από τις θέσεις της Θεσσαλίας προκύπτει ότι το κρέας ήταν βασικό είδος διατροφής και ο κύριος λόγος εκτροφής των ζώων. Σφαγιάζονταν κυρίως τα αρσενικά πρόβατα µετά την ηλικία των δύο χρόνων, ενώ τα θηλυκά διατηρούνταν, όντας χρήσιµα για την αναπαραγωγή και τα γαλακτοκοµικά προϊόντα. Οι χοίροι θανατώνονταν κυρίως το χειµώνα, αφού καλοταΐζονταν µε βελανίδια όλο το φθινόπωρο, σε ηλικία κάτω των τριών ετών. Ζώα για µεταφορές και αγροτικές εργασίες, βοοειδή και ιππάρια, δεν φαίνεται να συνηθίζονται πριν από τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Ωστόσο, τα αρχαιοζωολογικά κατάλοιπα της Νεότερης Νεολιθικής από την Αγία Σοφία και την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου καθώς και της Τελικής Νεολιθικής από τα Πευκάκια µαρτυρούν την παρουσία βοοειδών µεγάλης ηλικίας, που δεν είχαν σφαγιαστεί, µάλλον επειδή µπορούσαν να φανούν χρήσιµα στη µεταφορά και ίσως την άροση. Στη γεωργία δηµοφιλέστερες καλλιέργειες είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η βρώµη, η φακή, ο βίκος, το φασόλι και το µπιζέλι, ενώ εξακολουθούν να συλλέγονται άγρια σύκα, µήλα, αχλάδια, κράνα, σταφύλι, αµύγδαλα, βελανίδια και οι καρποί της κοκκορεβυθιάς για το λάδι τους. Στα µέσα περίπου της 5 ης χιλιετίας π.χ., χρονολογούνται οι πρώτες ενδείξεις για την καλλιέργεια της αµπέλου, από απανθρακωµένους σπόρους και στέµφυλα που εντοπίστηκαν στον οικισµό του Ντικιλί Τας στην πεδιάδα των Φιλίππων. Κατά τη Νεότερη Νεολιθική υποτίθεται ότι οργανώνεται καλύτερα η αποθήκευση του πλεονάσµατος της πρωτογενούς παραγωγής για την αντιµετώπιση ενδεχόµενων παραγωγικών δυσχερειών, γεγονός που εξηγεί την πληθωρική εµφάνιση αποθηκευτικών πίθων σε σπήλαια αλλά και µεγάλων αποθηκευτικών λάκκων στους οικισµούς, µέσα και έξω από τα κτίσµατα. Ως προς τις οικονοµικές στρατηγικές της περιόδου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εµφανίζουν τα στοιχεία από την Ήπειρο, όπου είναι εµφανής η τάση ίδρυσης εξειδικευµένων θέσεων µε κτηνοτροφικό κυρίως προορισµό, µόνιµου ή εποχικού χαρακτήρα. Στην Καστρίτσα και στις Γούβες, τέτοιες εγκαταστάσεις βρίσκονται µακριά από καλλιεργήσιµες εκτάσεις, και χρονολογούνται στο τέλος της 4 ης χιλιε- 113

112 τίας π.χ. Μια αντίστοιχη τάση για εξειδικευµένες εγκαταστάσεις, που πιστεύουµε ότι συνεπάγεται την ανάδυση ενός νέου τύπου διακοινοτικής ιεραρχίας, µε κεντρικό οικισµό και δορυφορικές θέσεις, υποψιαζόµαστε και για τη Θεσσαλία, επίσης στη διάρκεια της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής. Εδώ, παράκτιες θέσεις όπως τα Πευκάκια, όπου έχουν έρθει στο φως αντικείµενα εισηγµένα τόσο από το βορρά όσο και από τη Νότια Ελλάδα, µπορούν ίσως να θεωρηθούν κέντρα ανταλλακτικών δραστηριοτήτων, πιθανόν µέσω της αυξηµένης τώρα θαλάσσιας διακίνησης των αγαθών. Στα Πευκάκια, φτάνουν ήδη από τα µέσα της 5 ης χιλιετίας αγγεία από την Ανατολική Μακεδονία, διακοσµηµένα µε γραφίτη και την black on red τεχνική, ενώ αργότερα, την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού, στον ίδιο οικισµό συναντούµε εισηγµένη πρωτοελλαδική κεραµική από τη Νότια Ελλάδα. Στη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής, γίνεται επίσης αντιληπτή µια τάση προς την εδραίωση ιδιωτικού χώρου, η οποία αποτυπώνεται µε το διαχωρισµό κτισµάτων ή οικιστικών νησίδων από τα υπόλοιπα τµήµατα της εγκατάστασης, κάτι που επιτυγχάνεται µε την παρουσία περιβόλων. Στο ιµήνι, µάλιστα, ο περιορισµός ως προς την πρόσβαση δεν ισχύει όχι µόνον όσον αφορά την κεντρική αυλή αλλά και για τις υπόλοιπες οικιστικές µονάδες. Αυτό υποδεικνύει ίσως µια κοινωνία µε περισσότερα στοιχεία ιεραρχηµένης οργάνωσης από ό,τι κατά την προηγούµενη περίοδο. Τα µεγάλων διαστάσεων µεγαρόσχηµα κτίρια αυτής της εποχής, τόσο στο ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό Αιγαίο, πρέπει να είναι αυτά που κατέχουν το θεσµοθετηµένο δικαίωµα ελέγχου των όρων για την επιβίωση και την αποτελεσµατικότητα της κοινότητας. Επίσης υπάρχουν αδύναµες, είναι αλήθεια, ενδείξεις για την παρουσία κτισµάτων ή περιοχών µε ειδικό συµβολισµό, όπως αυτά στη Φτελιά και στο Στρόφιλα, ενώ στοιχεία τελετουργικής ή λατρευτικής συ- µπεριφορά µπορούν να ανιχνευτούν όχι πλέον µόνο στην ειδωλοπλαστική αλλά και σε απεικονίσεις πάνω σε αγγεία ή σε µεµονωµένα ευρήµατα όπως η οστέινη σφραγίδα από τα Θαρρούνια µε απεικόνιση ανθρώπινης µορφής σε στάση ικεσίας. Έχουµε ήδη επισηµάνει ότι στα πρώτα στάδια της Νεολιθικής η κατανοµή της εργασίας υφίσταται µόνο µε κριτήριο το φύλο και την ηλικία. Ορθά µάλλον οι άντρες συνδέονται µε το κυνήγι και οι γυναίκες µε την τροφοσυλλογή ήδη από την παλαιολιθική εποχή, γι αυτό, οι πρώτοι θεωρούνται υπεύθυνοι για την εξηµέρωση των ζώων, ενώ οι δεύτερες για την τάση υιοθέτησης της καλλιέργειας και της αποθήκευσης. Αυτό ίσως σηµαίνει ότι όσο δυναµικότερος είναι ο ρόλος της γεωρ- 114

113 γίας για ένα πληθυσµό, τόσο σηµαντικότερη µπορεί να θεωρείται η θέση της γυναίκας. Στον πολιτισµό Linear Pottery της Κεντρικής Ευρώπης, λόγου χάριν, εργαλεία τροφοπαρασκευής όπως τα τριβεία εντοπίζονται µόνο σε γυναικείες ταφές, ενώ όπλα αποκλειστικά σε ανδρικές. Ωστόσο, η συστηµατικότερη οργάνωση των γεωργικών πρακτικών, από τη Νεότερη Νεολιθική και µετά, αποδίδεται µαζί µε την κτηνοτροφία στους άνδρες, λόγω του µεγαλύτερου χρόνου που απαιτούν. Οι γυναίκες, των οποίων βασικό µέληµα εξακολουθεί να είναι το µεγάλωµα των παιδιών, που κάνει υποχρεωτική τη µακρόχρονη παραµονή τους στο σπίτι, ασχολούνται επίσης µε την κεραµική, την ύφανση και την καλαθοπλεκτική, τουλάχιστον όσο δεν απαιτείται γι αυτές εξειδικευµένη γνώση, χώροι και εξοπλισµός. Η τεχνική εξειδίκευση, πάντως, διαπιστώνεται τώρα ασφαλέστερα, αν και ίσως υπάρχει ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική για ορισµένες κατηγορίες αρχαιολογικού υλικού όπως τα εργαλεία από οψιανό, οι σφραγίδες και τα µαρµάρινα αγγεία. Τα τελευταία είναι αρκετά συχνά σε θέσεις της Θεσσαλίας, ενώ κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική τα συναντούµε επίσης στο βορειοελλαδικό χώρο, στα Λιµενάρια, τα Σέρβια, το Ντικιλί Τας, τον Προµαχώνα και αλλού. Από την Τελική Νεολιθική, ο αριθµός τους αυξάνει στις νησιωτικές εγκαταστάσεις, όπως η Κεφάλα, ενώ µε την έναρξη της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού εµφανίζονται πληθωρικά σε όλα σχεδόν τα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου. Η τεχνολογία κατασκευής τους δεν είναι πλήρως γνωστή, και το ίδιο ισχύει για τη χρήση τους, αν και τα µικρότερα φαίνεται ότι είχαν χρησιµοποιηθεί ως χρωµατοθήκες. Υποθέτουµε ότι είχαν ειδική κοινωνική και συµβολική αξία, και η κατοχή τους ήταν προνόµιο ορισµένων ατόµων ή οικογενειών. Γι αυτό, εξάλλου, αποτελούν κτέρισµα των πλούσιων χαλκολιθικών ταφών στη Βαλκανική. Η πρώτη ύλη των µαρµάρινων αγγείων που βρέθηκαν στα Λιµενάρια, είµαστε σχεδόν βέβαιοι ότι προέρχεται από τη Νάξο, δεν είναι, όµως, σαφές αν κατασκευάστηκαν εκεί ή στη Θάσο. Μιµούνται, πάντως, σχήµατα πήλινων αγγείων δηµοφιλών στη Θάσο κατά το β µισό της 6 ης χιλιετίας π.χ. Προς το τέλος της Μέσης και µε την έναρξη της Νεότερης Νεολιθικής, γνωρίζουµε ότι ορισµένες τουλάχιστον από τις κατηγορίες διακοσµηµένων αγγείων (Εικ. Γ2) παράγονταν και διακινούνταν στη Θεσσαλία από συγκεκριµένο αριθµό εργαστηρίων. Η γκρίζα κεραµική και πιθανώς η µαύρη στιλβωµένη τύπου Λάρισας µάλλον ανήκουν σ αυτές. Οι χηµικές αναλύσεις της γκρίζας κεραµικής, µε όπτηση κοντά στους 1000, υπέδειξαν διαφορετικά µοντέλα παραγωγής και διάθεσης: Η α- 115

114 ποθηκευτική και µαγειρική παράγονταν σε κάθε θέση, χρησιµοποιούσε τοπικούς πηλούς, και είχε πολύ περιορισµένη κατανοµή. Οι διακοσµηµένες κατηγορίες της λεπτής κεραµικής παράγονταν σε µεγάλο αριθµό οικισµών και είχαν ευρύτατη διάδοση, ενώ η υποκατηγορία γκρίζο σε γκρίζο παραγόταν αποκλειστικά στη Β Θεσσαλία, αν και δεν απουσιάζουν τοπικές µιµήσεις όπως αυτή των Σερβίων. Στο ιµήνι, η κατασκευή κοσµηµάτων από όστρεο Spondylus φαίνεται ότι αποτελούσε υπόθεση όχι µιας οικογένειας αλλά ολόκληρης της κοινότητας. Η ε- ντυπωσιακή κυκλοφορία αυτού του οστρέου, αξίζει µια εκτενέστερη αναφορά. Τα κοσµήµατα κατασκευάζονταν από το δίθυρο Spondylus Geaderopus, κατά κανόνα από την αριστερή του θύρα που είναι λεπτότερη και πιο επίπεδη. Η δεξιά θύρα ως παχύτερη προσφερόταν περισσότερο για µικρότερα τέχνεργα όπως οι χάντρες και τα κουµπιά. Το όστρακο αυτό µε διάµετρο σχεδόν όσο ο ανθρώπινος καρπός, βρίσκεται σε πολλά σηµεία του Αιγαίου, και βεβαίως στις ακτές της Θεσσαλίας κοντά στο ιµήνι, όπου βρέθηκαν τα περισσότερα από κάθε άλλη ελληνική θέση κοσµή- µατα, γύρω στα εκατό. εν είµαστε σίγουροι ότι τα µεγαλύτερα από αυτά ήταν ό- ντως βραχιόλια, µια που δεν απεικονίζονται σε ειδώλια, αν και στις ταφές τα βρίσκονται είτε στο ύψος του καρπού των κοριτσιών ή των νεαρών γυναικών, είτε λίγο πάνω από τον αγκώνα, οπότε µάλλον ράβονταν στο µανίκι. Η Αγία Σοφία, δεύτερη σε αριθµό τέτοιων βραχιολιών, έχει όµοιους τύπους, αλλά δεν είµαστε σε θέση να πούµε αν και αυτά κατασκευάζονταν στο ιµήνι, και, στη συνέχεια, ανταλλάσσονταν. Στην οικία Ν του ιµηνιού, για την οποία υποστηρίζεται ότι αποτελούσε εξειδικευµένο εργαστήριο, εντοπίστηκε το 50% του συνολικού αριθµού, µε εµφανή την έντονη τυποποίηση µεγεθών και κατεργασίας. Από την άλλη, στη Θέση Οικοτεχνικής ραστηριότητας Γ, βρέθηκαν τα περισσότερα κουµπιά και χάντρες, ίσως, λοιπόν, και αυτά να κατασκευάζονταν επιτόπου. Η παρουσία των εργαστηρίων αυτών θεωρήθηκε ως αιτία ακµής του ιµηνιού κατά τη Νεότερη Νεολιθική, εφόσον, λόγω θέσης, ήταν ο µόνος δρόµος για τη διοχέτευση της πρώτης ύλης ή και έτοιµων προϊόντων προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας. Αντιθέτως, άλλοι θεωρούν ότι η ευρεία ενδοκοινοτική κατανοµή τους υποδηλώνει το δικαίωµα πρόσβασης όλου του πληθυσµού στο συγκεκριµένο υλικό, ενώ µια αυστηρή επιλεκτική συγκέντρωση, αν υπήρχε, θα αποτύπωνε την ανισότητα µέσα στην κοινότητα ως προς τη διαχείριση της ανταλλαγή τους. Είναι ενδιαφέρον όµως ότι από το εσωτερικό της Θεσσαλίας δεν έχουµε βραχιόλια από όστρεο, εκτός σποραδικών ευρηµάτων, όπως 3 ή 4 µόλις παραδείγ- 116

115 µατα από τη Θεόπετρα. Αναλύσεις µε ισότοπα οξυγόνου βραχιολιών από τους Σιταγρούς αλλά και από βαλκανικές θέσεις, έδειξαν ότι η πρώτη ύλη προέρχεται από το Αιγαίο και όχι από τη Μαύρη Θάλασσα, όπως υποστηριζόταν. Τέχνεργα από spondylus έχουν βρεθεί ως την Πολωνία και τη Γαλλία, και µάλλον ο ούναβις ή- ταν ο δρόµος διάδοσής τους, µέσω Αξιού και Μαύρης Θάλασσας. Μεγάλη ήταν η σηµασία αυτών των κοσµηµάτων στα νεκροταφεία της περιοχής της Βάρνας, στη ΒΑ. Βουλγαρία, όπου εντοπίζονται συχνά µαζί άλλα πολύτιµα κτερίσµατα. Ίσως η κοινωνική τους αξία αύξανε όσο µακρύτερα βρισκόταν ένας οικισµός από τις αιγαιακές ακτές. Η παρουσία εξειδικευµένων τεχνιτών πρέπει να ισχύει και για την εξαιρετικής ποιότητας γραπτή και εγχάρακτη κεραµική του ιµηνιού, η οποία, µάλιστα, χαρακτηρίζει αυτή τη φάση της Νεότερης Νεολιθικής ως διµηνιακή (Εικ. ), ε- ντός αλλά και εκτός των ορίων της Θεσσαλίας. Η παράδοση αυτή χρησιµοποιεί για πρώτη φορά στη νεολιθική εποχή, περίπλοκα µαιανδροειδή και σπειροειδή διακοσµητικά θέµατα, µε αυστηρή και τυποποιηµένη διάταξη, σε σχήµατα αγγείων ιδιαιτέρως απαιτητικά ως προς την κατασκευή τους. Τα γραπτά θέµατα εκπονούνται µε µαύρη βαφή σε ανοιχτό βάθος. Τόσο η κεραµική αυτή όσο και οι σύγχρονές της παραδόσεις της Ανατολικής Μακεδονίας είναι παραδείγµατα µιας εντυπωσιακής άνθισης της κεραµικής κατά τη Νεότερη Νεολιθική, σε όλο σχεδόν τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, αν και περισσότερο σε Θεσσαλία και Μακεδονία. Αυτό αποδεικνύει µια ακόµη εντονότερη από πριν σηµασία των διακοσµηµένων αγγείων για τις νεολιθικές κοινότητες από το τέλος της 6 ης και καθ όλη τη διάρκεια της 5 ης χιλιετίας. Την περίοδο αυτή, και η Ανατολική Μακεδονία έχει να επιδείξει µια εντυπωσιακή παραγωγή διακοσµηµένων αγγείων. Στις πρώτες φάσεις, παρατηρούµε ποικιλία γραπτών κατηγοριών, µε γνωστότερη την κεραµική τύπου Ακροποτά- µου. Τα λεπτά γραµµικά της θέµατα εκπονούνται µε καστανή βαφή πάνω σε ανοιχτόχρωµο βάθος, και είναι πολύ αγαπητά σε όλη την πεδιάδα του Στρυµόνα, την ίδια εποχή που στη Θεσσαλία διακινούνται οι προδιµηνιακές κατηγορίες Τσαγγλί και Αράπη. Λίγο αργότερα στις πεδιάδες Σερρών και ράµας επικρατούν τρεις βασικές τεχνικές: µε γραπτή διακόσµηση µαύρης βαφής πάνω σε κόκκινο βάθος, µε γραφίτη ή µε εγχάρακτα µοτίβα. Η κατηγορία µαύρο σε κόκκινο (black on red) αποτελεί µια λεπτή κεραµική υψηλής ποιότητας, η οποία είχε οπωσδήποτε ανταλλακτικό προορισµό, εφόσον διαπιστώνεται η εξαγωγή στη Θράκη, τη υτική Μα- 117

116 κεδονία αλλά και τη Θεσσαλία. Στα αγγεία της δεν συναντούµε µόνο σηµαντική ποικιλία γεωµετρικών µοτίβων αλλά, επίσης, φυτικά θέµατα και απεικονίσεις ζώων. Ο γραφίτης είναι ορυκτό που συναντάται στην οροσειρά της Ροδόπης, και µπορεί να χρησιµοποιείται είτε σε µορφή κώνου είτε διαλυµένος σε νερό και α- πλωµένος µε πινέλο. Κι αυτός εµφανίζει ευρεία κατανοµή από τα ανατολικά όρια της Θράκης ως τη Θεσσαλία. Στην εγχάρακτη κεραµική, οι εγχαράξεις γεµίζουν µε ασβεστούχο υλικό, και τα θέµατα µιµούνται εκείνα των δύο γραπτών κατηγοριών. Την ίδια εποχή, ωστόσο, στη Θράκη χρησιµοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά µονόχρωµα αδιακόσµητα αγγεία, µε µοναδική παραλλαγή τη µελανοστεφή (black topped) τεχνική. Η παράδοση αυτή, πρωτοεµφανίζεται προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής, αλλά κυριαρχεί από την αρχή της Νεότερης σε ολόκληρο το βορειοελλαδικό χώρο, συχνά µε τη σύµπραξη αυλακωτής γραµµικής διακόσµησης που εκπονείται µε το στιλβωτήρα. Την ίδια εποχή στη Νότια Ελλάδα συνεχίζεται η παραγωγή αγγείων Urfirnis µαζί µε άλλα διακοσµηµένα µε αµαυρόχρωµη βαφή σε κρεµ βάθος, και µε απλά γραµµικά θέµατα. Τώρα διακοσµούνται συχνά µε ανάγλυφες ταινίες και απλά γεωµετρικά µοτίβα οι µεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι. Πολύ σπάνια, και γι αυτό πολύ ενδιαφέροντα είναι τα εικονογραφικά θέµατα όπως οι δύο γυµνές µορφές ανδρός και γυναικός πάνω σε πίθο των Θαρρουνιών που χρονολογείται στις αρχές της 5 ης χιλιετίας π.χ. Τέτοιες ανάγλυφες απεικονίσεις ανθρώπινων µορφών γνωρίσουµε επίσης από την Παραδηµή της Θράκης, το σπήλαιο του Αγίου Γάλα στη Χίο αλλά και κάποιες θέσεις της Θεσσαλίας. Η κεραµική στην Κρήτη εξακολουθεί να µην φέρει γραπτά κοσµήµατα, αλλά απλή εγχάρακτη, αυλακωτή και στιλβωτή διακόσµηση. Έχει, ωστόσο, διαπιστωθεί εδώ χρήση σφραγιστικών κυλίνδρων για τη διαγράµµιση ζωνών πάνω στο αγγείο. Από το λαξευτό πηγάδι στη Φουρνή Μιραµπέλλου, έχουµε ιδιόµορφα αγγεία, σφαιρικά µε υψηλό λαιµό και λαβές ανάρτησης, και µε κηλιδωτή επιφάνεια. Ίσως προορίζονταν για την άντληση και µεταφορά νερού. Τους τελευταίους αιώνες της Νεολιθικής, επικρατεί σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στο Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο, η κεραµική µε άψητες βαφές (crusted) και απλουστευµένα θέµατα, στην οποία έχουµε ήδη αναφερθεί. Η σηµασία των διακοσµηµένων αγγείων αρχίσει να φθίνει σταδιακά, έως ότου εγκαταλειφθεί λίγο πριν τα µέσα της 4 ης χιλιετίας π.χ. 118

117 ΕΛΛΑ Α ΑΙΓΑΙΟ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 119

118 6. Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ Γενικά Χαρακτηριστικά Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο ξεκινά γύρω στα µέσα της 4 ης χιλιετίας, αν και το χρονικό διάστηµα από το 3700 ως το 3300 π.χ., αρκετοί το αποδίδουν σε µια µεταβατική φάση ανάµεσα σε Τελική Νεολιθική και Πρώιµη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ). Τώρα, η χρήση των µετάλλων, κυρίως του χαλκού, αποκτά και ευρύτερη διάδοση αλλά και µεγαλύτερη σηµασία για τους πληθυσµούς του προϊστορικού Αιγαίου. Η γνώση του χαλκού εντοπίζεται στο χώρο της Εγγύς Ανατολής ήδη από την 7 η χιλιετία, ενώ στα Βαλκάνια τουλάχιστον από την 5 η χιλιετία π.χ. Γι αυτό και δικαιολογηµένα στις περιοχές αυτές έχει πολύ µεγαλύτερη διάρκεια η περίοδος που αποκαλούµε χαλκολιθική. Στην Κεντρική και κυρίως στη υτική Ευρώπη η χρήση των µετάλλων αργοπορεί περισσότερο, µέχρι τα µέσα της 4 ης χιλιετίας π.χ. Στην περιοχή της Βάρνας, στον Εύξεινο Πόντο, έχει ανασκαφεί ένα σηµαντικότατο νεκροταφείο της χαλκολιθικής εποχής, του τέλους της 5 ης χιλιετίας, στο οποίο οι αποκαλούµενοι τάφοι των πριγκίπων, περιέχουν πληθώρα χρυσών και χάλκινων αντικειµένων είτε ελεύθερων κτερισµάτων είτε στοιχείων της ενδυµασίας των νεκρών: διαδήµατα, προσωπίδες, κοσµήµατα, ελάσµατα βοοειδών κ.ά. Τα αντικείµενα αυτά δεν έχουν κατασκευαστεί απλώς µε σφυρηλάτηση και λείανση αλλά µε τη βοήθεια µιας προηγµένης πυροτεχνολογίας για το λιώσιµο του µετάλλου. ίπλα τους βρέθηκαν και σηµαντικά τέχνεργα από άλλα υλικά, όπως λίθινοι πελέκεις, µεγάλες λεπίδες από πυριτόλιθο, κοσµήµατα από όστρεα dentalium και spondylus, καθώς και πλήθος αγγείων µε γραπτή διακόσµηση. Την ίδια εποχή, χρησιµοποιούνται δύο µεταλλεία χαλκού στα Βαλκάνια, ένα στη Rudna Glava της Σερβίας και ένα δεύτερο στο Ai Bunar της Βουλγαρίας. Τα πρώτα χάλκινα αντικείµενα µεγάλων διαστάσεων που κατασκευάσθηκαν από δική τους πρώτη ύλη, ήταν οι συµπαγείς επιµήκεις αξίνες χωρίς οπή στειλέωσης 42, από τα πρώτα εργαλεία που έχουν κατασκευαστεί µε µήτρα. Η παραγωγή µεταλλικών αντικειµένων φτάνει στο αποκορύφωµά της στην Κεντρική Ευρώπη κατά την 3 η χιλιετία π.χ., και είναι βέβαιο ότι συνδέεται µε το κύρος και το κοινωνικό γόητρο 42 Οι πρώιµες αυτές χάλκινες αξίνες δένονταν πάνω σε ξύλινο στέλεχος όπως ακριβώς οι λίθινοι πρόγονοί τους, ενώ οι νεότεροι πελέκεις φέρουν οπή για τη στειλέωση ξύλινης λαβής. 120

119 που χρειαζόταν µια νέα αρχηγική τάξη, όπως προκύπτει από πληθώρα ανδρικών ταφών, πλούσια κτερισµένων µε µεταλλικά όπλα. Πολύς λόγος έχει γίνει για την περίοδο της Μετάβασης από τη Νεολιθική στην Πρώιµη Εποχή του Χαλκού. Στη Βόρεια Ελλάδα η απουσία οικισµών της 4 ης χιλιετίας π.χ. δυσκολεύει αυτή τη συζήτηση, αν και οι ανασκαφές της τελευταίας δεκαετίας στον Άγιο Ιωάννη Θάσου και στο σπήλαιο Καταρράκτες στο Νοµό Σερρών έχουν συµβάλει σηµαντικά. Σε Νότια Ελλάδα όπου: τείνει να διαλύεται το δοκιµασµένο στη ΝΝ σύστηµα µε µονιµους ισότιµους οικισµούς σε πεδινές εκτάσεις, µε µεικτή γεωργοκτηνοτροφία και δεµένους µε ανταλλαγές. Αναπτύσσεται µια διασπορά των παραγωγικών δυνάµεων προς τις παρυφές των πεδιάδων όπως δείχνουν δάπεδα καλυβών από Αγιο ηµήτριο Τριφυλίας και Πρόσυµνα ή ως εντελώς πρόσκαιρες ε- γκαταστάσεις που τις αντιλαµβανόµαστε από τη συγκέντρωση κεραµικής και εργαλείων. Σπανίζουν θέσεις που θα µπορούσαµε να πούµε οικισµούς µόνιµους. Στην Αργολίδα έχει φανεί ότι κυρίως στο 2 ο µισό 4 ης (ΤΝ-ΠΕΧΙ) πολλές θέσεις µε οικιακό υλικό (όστρακα, πυριτόλιθοι, τριβεία) είναι µικρές εγκαταστάσεις καλύβες ή αγροικίες ή χώροι κάποιων κατεργασιών. Στο Μπερµπάτι κάποιες θέσεις µοιάζουν µάλλον µε σταθµούς δραστηριότητας σχετισµένους µε το pastoralism. Τώρα οικονοµία στηριγµένη περισσότερο στην κτηνοτροφία που γέννησε τη µεταβατική κτηνοτροφία, χρήση ηµιορεινών βοσκοτόπων και σπηλαίων. Αιτία: αποσταθεροποίηση εδαφών και κάλυψη των πεδιάδων µε προσχώσεις ίσως από ανθρωπογενή αποψίλωση (υλοτόµηση, εκχέρσωση, βοσκηση αιγοπροβάτων) Τώρα ολόκληρες οικογένειες µετακινούνται σε µεγάλες αποστάσεις µε τα υπάρχοντά τους σε αναζήτηση βοσκοτόπων. Τώρα όχι µόνο συµπλήρωση διαιτολογίου όπως στη ΝΝ αλλά τάση δηµιουργίας αποθέµατος κτηνοτροφικών προϊόντων. Στον Αιγαιακό χώρο, από την αρχή της 3 ης χιλιετίας π.χ., ακµάζουν σπουδαία πρωτοαστικά κέντρα: η Τροία, το Liman Tepe και το Bakla Tepe στη Μικρά Ασία, η Πολιόχνη και η Θερµή στο Βόρειο Αιγαίο, το Παλαµάρι και ο Σκάρκος στο Κεντρικό Αιγαίο, η Λέρνα και η Κολώνα στη Νότια Ελλάδα και η Βασιλική στην Κρήτη. Στην Κρήτη, εξάλλου, εµφανίζονται προς το τέλος της χιλιετίας, τα πρώτα ανάκτορα, µαζί µε επαναστατικές καινοτοµίες στα πεδία της πολεοδοµίας, της οικονοµίας, της κοινωνίας και της ιδεολογίας. Κατά τη δεύτερη, µάλιστα, φάση της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, µεταξύ του 2900 και του 2400 π.χ., µια σαφώς συνθετότερη, από ό,τι γνωρίσαµε στα νεολιθικά χρόνια, κοινωνική και οικονοµική οργάνωση αποτυπώνεται στην ανέγερση µνηµειακών κτιρίων, των αποκαλούµενων οικιών µε διαδρόµους, που ίσως έπαιζαν το ρόλο διοικητικών και εµπορικών κέντρων. 121

120 Στους περισσότερους από τους οικισµούς αυτούς, εντοπίστηκαν σηµαντικοί αριθµοί αντικειµένων, κυρίως κοσµηµάτων, από χρυσό και ορείχαλκο 43, µε γνωστότερες περιπτώσεις τους θησαυρούς της Τροίας και της Πολιόχνης. Βεβαίως, ήδη από την Τελική Νεολιθική γνωρίζουµε πλέον σηµαντικό αριθµό µεταλλικών αντικειµένων από ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Τώρα, όµως, γίνονται κανόνας τα κράµατα, κάτι που αποτελεί σηµαντική καινοτοµία. Τα πρωιµότερα κράµατα χαλκού µε κασσίτερο στο Αιγαίο τα συναντούµε στη Θερµή, ενώ στην Πολιόχνη της Λήµνου πρέπει να χρησιµοποιούνταν και η προηγµένη µέθοδος του χαµένου κεριού 44. Από το χώρο της Μακεδονίας γνωρίζουµε είτε µεµονωµένα χάλκινα αντικείµενα όπως µια αξίνα από το Μάνδαλο είτε θησαυρούς όπως αυτός των Πετραλώνων που αποτελεί τυχαίο εύρηµα και αποτελείται από µερικές δεκάδες αξινών και πελέκεων. Άλλα µέταλλα όπως ο άργυρος και ο µόλυβδος χρησιµοποιούνται µαζικά αρκετά αργότερα, κατά τη διάρκεια της 2 ης χιλιετίας π.χ., αν και ασηµένια κοσµή- µατα γνωρίζουµε ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική, η κατεργασία αργύρου πιστοποιείται από την αρχή της 4 ης χιλιετίας π.χ., ενώ αγγεία από άργυρο βρίσκουµε στις πρώτες φάσεις της Εποχής του Χαλκού, τόσο από την Τροία όσο και από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη από το τέλος της Νεολιθικής αρχίζει στο Αιγαίο η παραγωγή µεταλλικών αντικειµένων από χαλκό και άργυρο, όχι πλέον µε θέρµανση και σφυρηλάτηση, όπως συνέβαινε µε τα µικρού µεγέθους νεολιθικά τέχνεργα, κυρίως χάντρες, βελόνες και περίαπτα, αλλά µε γνώση της πυροτεχνολογίας αυτών των µετάλλων. Αυτό µαρτυρούν οι σκωρίες χαλκού και οι λιθάργυροι -υλικό που προκύπτει κατά την εξαγωγή αργύρου από το µόλυβδο- που έχουν βρεθεί στη Μερέντα της Αττικής, στην Κρήτη αλλά και στη Θάσο. Στη Μερέντα, ήρθε στο φως και χρονολογήθηκε στα µέσα της 4 ης χιλιετίας π.χ., ένας µικρός κυκλικός ηµιυπόγειος χώρος που θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς εργαστήριο παραγωγής αργύρου, επειδή στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν λεπίδες οψιανού, πυρήνες πυριτόλιθου, τριβεία, κρουστήρες και λιθάργυροι. Στα Λιµενάρια της Θάσου, τµήµατα λιθαργύρων 43 Από την έναρξη της Εποχής του Χαλκού παύει να χρησιµοποιείται ο καθαρός χαλκός, και αντικαθίσταται από τον ανθεκτικότερο ορείχαλκο, ένα κράµα που περιείχε επίσης κασσίτερο, αρσενικό και µόλυβδο. 44 Χρησιµοποιείται ένα κέρινο οµοίωµα του προϊόντος, το οποίο καλύπτεται µε παχύ στρώµα πηλού. Το λιωµένο µέταλλο χύνεται προκαλώντας το λιώσιµο του κεριού, και παίρνοντας τη θέση του, αποκτώντας, δηλαδή, το σχήµα του. Μετά την ψύξη του µετάλλου, το πήλινο κέλυφος καταστρέφεται, και αποκαλύπτεται το µεταλλικό αντικείµενο. 122

121 προέρχονται από τις επιχώσεις της Τελικής Νεολιθικής, ενώ ένα χωνευτήρι για την κατεργασία του χαλκού από στρώµατα της ΠΕΧ ΙΙ. Στον Άγιο Σώστη της Σίφνου υπάρχουν στοιχεία για λειτουργία, κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού, µεταλλείων αργυρούχου µολύβδου, και στην Κύθνο εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις εκκαµίνευσης χαλκού. Στο Καστρί της Σύρου εκτός των χάλκινων, µολύβδινων και αργυρών αντικειµένων βρέθηκαν πήλινες χοάνες για την τήξη µετάλλων, οι οποίες διατηρούν στο εσωτερικό τους υπολείµµατα σκωρίας χαλκού ή µολύβδου. Υπάρχουν επίσης µήτρες από σχιστόλιθο ή πηλό για την κατα- Μεταλλικά ΠΚ αντικείµενα σκευή χάλκινων εργαλείων και όπλων. Στον οικισµό αυτό, ένα κτίριο ταυτίστηκε µε εργαστήριο µεταλλουργού δίνοντας αφορµή στη συζήτηση για την παρουσία τώρα τεχνιτών πιθανόν ολικής/ αποκλειστικής απασχόλησης. Η ανάλυση ραδιοϊσοτόπων έδειξε ότι ο κασσιτερούχος χαλκός των χάλκινων αντικειµένων από το Καστρί είναι όµοιας σύστασης µε των αντικειµένων της Τροίας, της Πολιόχνης και της Θερµής, και η προέλευσή του είναι µάλλον η Μικρά Ασία. Στη διάρκεια της Πρωτοκλαδικής ΙΙ, σηµειώνεται άνθιση της µεταλλοτεχνίας µε µήτρα, και διακινούνται στο Αιγαίο σηµαντικοί αριθµοί δοράτων, εγχειριδίων, µαχαιριών, σµιλών και βελονών Στην Κρήτη, τα µέταλλα µάλλον εισάγονταν, αν και πρόσφατα διαπιστώθηκε επιτόπια κατεργασία στον Πόρο, παράκτια εγκατάσταση δίπλα στην Κνωσό. Εδώ βρέθηκαν: χοάνες τήξης, ακροφύσια, σκωρίες χαλκού, ένα µικρό τάλαντο, πήλινες µήτρες για χύτευση εγχειριδίων µε ενισχυτική ράχη λεπίδας, ενός δηµοφιλούς Πρωτοµινωικού τύπου. Την εποχή αυτή συναντούµε στην Κρήτη ποικιλία χάλκινων αντικειµένων κυρίως όπλων και εργαλείων. Εντυπωσιακά είναι τα χρυσά και αργυρά κοσµήµατα του νεκροταφείου του Μόχλου, των θολωτών τάφων της Μεσαράς καθώς και των Αρχανών, κατασκευασµένα µε ποικιλία τεχνικών, συχνά συνδυασµένων: σφυρηλάτηση, έλαση και κοπή φύλλων µετάλλου, συγκόλληση, έκκρουση, χύτευση, συρµατοτεχνική και χρυσοκοκκίδωση. Σηµαντικότεροι τύποι 123

122 κοσµηµάτων τα διαδήµατα, τα επιράµµατα, οι περόνες µε ανθεµωτή κεφαλή, τα περιδέραια µε χάντρες και τα περίαπτα, συχνά µε µορφή ζώου. Γενικώς, η Εποχή του Χαλκού είναι περίοδος σηµαντικών µεταβολών στην οικονοµική δοµή και την κοινωνική οργάνωση των οικισµών του νοτιοαιγαιακού κυρίως χώρου. Για να χαρακτηρίσει τη σπουδαιότητα αυτών των αλλαγών, που, ωστόσο, πρέπει να επισηµανθεί ότι περισσότερο αφορούν τη Μέση και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, έχει χρησιµοποιηθεί και εδώ ο όρος αστική επανάσταση. εν αποτελεί παρά µεταφορά της πρότασης του Childe για την ανάδυση των αστικών κοινωνιών στη Μέση Ανατολή, ο οποίος και διέκρινε τα βασικά στοιχεία που τη συνοδεύουν: 1. Η εµφάνιση εκτεταµένων οικισµών 2. Η συγκέντρωση στα αστικά κέντρα αριστοκρατιών, εµπόρων και ιερατείου 3. Η πυκνότερη και συνθετότερη οικιστική δοµή 4. Η εµφάνιση κοινωνικής διαστρωµάτωσης, ιεραρχίας και κεντρικής εξουσίας 5. Η τεχνική εξειδίκευση και η παρουσία τεχνιτών ολικής απασχόλησης 6. Η ισχυροποίηση θρησκευτικών και λατρευτικών δοµών 7. Η εδραίωση της γραφειοκρατίας 8. Η εµφάνιση µνηµειακών οικοδοµηµάτων, ανακτόρων και ιερών χώρων 9. Η παρουσία δηµοσίων έργων µεγάλης κλίµακας 10. Η µαζική παρουσία στοιχείων πλούτου και εξουσίας 11. Η συγκέντρωση του παραγωγικού πλεονάσµατος στα αστικά κέντρα 12. Η εµφάνιση εµπορίου µεγάλων αποστάσεων 13. Η παρουσία ανταγωνισµού, συγκρούσεων και πολέµου 14. Η πρόοδος επιστηµών όπως τα µαθηµατικά, η αστρονοµία και η ιατρική Αυτές οι κοινωνίες ανήκουν στον τρίτο τύπο της διάκρισης που προτείνεται από τον E.Service, είναι, δηλαδή, αρχηγικές και προϋποθέτουν ενδοκοινοτική ιεραρχία. Το κύρος και η ένταξη κάθε ατόµου/οικογένειας στην ιεραρχία καθορίζονται από το βαθµό συγγένειας µε τους φορείς της εξουσίας, αν και δεν υπάρχουν ευκρινείς τάξεις µε την οικονοµική έννοια του όρου. Σε αντίθεση µε νεολιθική αρχηγική κοινότητα η αστική αυτή κοινωνία συντηρεί ηγέτες που µπορούν να κληροδοτούν το αξίωµά τους, εφόσον ελέγχουν την οικονοµία συγκεντρώνοντας και α- 124

123 ναδιανέµοντας το πλεόνασµα, αλλά και ελέγχοντας την παραγωγή και διάθεση των εξειδικευµένων τεχνιτών. Τα χαρακτηριστικά αυτά τα συναντούµε ήδη από τις αρχές της 4 ης χιλιετίας σε δύο περιοχές, που θεωρούνται πρωτοπόρες των νέων εξελίξεων, στη Μεσοποταµία και στην Αίγυπτο. Στη γόνιµη πεδιάδα του Τίγρη και του Ευφράτη, οι πολιτισµοί της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού Samarra, Halaf και Ubaid έχουν να επιδείξουν: πολυάνθρωπες πόλεις µε πυκνό πολεοδοµικό δίκτυο, πελώρια ιερά, τα zigguratt, εντυπωσιακά αρδευτικά συστήµατα, ένα αυστηρό θρησκευτικό τελετουργικό και ένα πλήρες σύστηµα σφηνοειδούς γραφής, στήριγµα της ανακτορικής και ιερατικής γραφειοκρατίας. Η σηµαντικότερη πόλη της Μεσοποταµίας, η Uruk, είχε έκταση 4000 στρεµµάτων, δύο θρησκευτικά κέντρα στο εσωτερικό της, και ισχυρά τείχη περιµέτρου 10 περίπου χιλιοµέτρων, χτισµένα από το µυθικό της οικιστή, το Γκιλγκαµές. Στα σπουδαία αυτά κέντρα κινητήριος µοχλός ανάδυσης της αστικής κοινωνικής συγκρότησης θεωρείται το οργανωµένο αρδευτικό σύστη- µα που βεβαίως βασίστηκε στην παρουσία µεγάλων ποταµών, όπως του Τίγρη και του Ευφράτη, του Ινδού και του Νείλου. Αυτό πρέπει να προκάλεσε µεγάλη γονι- µότητα, µεγιστοποίηση της παραγωγής και αύξηση του πληθυσµού, απαίτησε ό- µως για τον έλεγχο των συνεπειών του συγκεντρωτικό σύστηµα κεντρικής διοίκησης και αυστηρή ιεραρχία. Η E.Boserup, από την άλλη, αντίτεινε στην παλαιά θεωρία του T.Malthus περί τάσης αύξησης του πληθυσµού όσο το επιτρέπει το όριο παροχής τροφής, την ιδέα ότι η αύξηση των αγροτικών χεριών δεν µπορεί να παράγει ένδεια αλλά, αντιθέτως, αυξηµένη παραγωγή ενδυναµωµένη µε καινοτοµίες όπως το άροτρο, η άρδευση, η αγρανάπαυση κ.ά. Έχουµε, λοιπόν, εντατικοποίηση της παραγωγής, συνθετότερο διοικητικό και οικονοµικό πλαίσιο, τεχνική εξειδίκευση, ιεραρχία και ως τελικό αποτέλεσµα ένα συγκεντρωτικό κράτος. Τα εθνολογικά δεδοµένα επίσης υποστηρίζουν ότι αυξηµένος πληθυσµός συνεπάγεται πιο συµπαγή οργάνωση και διευρυµένη οικογένεια ώστε να καλύπτει τις αυξηµένες ανάγκες της παραγωγής. Ορισµένοι αρχαιολόγοι, ωστόσο, αποδίδουν την ανάδυση αστικών µορφωµάτων στη διαµάχη µεταξύ των ισότιµων χαλκολιθικών κοινοτήτων και στην προσπάθεια ελέγχου και χειραγώγησης του εµπορίου µεγάλων αποστάσεων. Στον αιγαιακό χώρο, ωστόσο, τέτοια στοιχεία συναντούνται πολύ αργότερα, και σε µεγάλη κλίµακα µόνο στην Κρήτη και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική παρατηρείται µια βαθµιαία 125

124 µεταστροφή της οικονοµίας, µε βασικό της γνώρισµα την εντατικοποίηση της γεωργίας, το ενδιαφέρον και για άλλες συστηµατικές καλλιέργειες πλην των σιτηρών αλλά και την άνοδο του ρόλου της κτηνοτροφίας. Αυτό οδηγεί στην αύξηση του πλεονάσµατος κάθε οικισµού, και δηµιουργεί το πρόβληµα της ανακατανοµής του είτε σε ενδοκοινοτικό είτε σε διακοινοτικό επίπεδο. Υποθέτουµε ότι κατά τη νεολιθική εποχή, η ανακατανοµή πραγµατοποιείται µε γνώµονα την ισότιµη, λιγότερο ή περισσότερο, κοινωνική δοµή και στα πλαίσια κάθε ανεξάρτητου νοικοκυριού. Ισχύουν, ενδεχοµένως, κάποιες δεσµεύσεις, αλλά είναι αυτές που θέτει η συγγένεια, η ηλικία ή κάποια θέση κύρους, όχι όµως ακόµη αυστηρά θεσµοθετηµένη. Όταν όµως το πλεόνασµα αυξάνει, εµφανίζεται η ανάγκη ενός νέου τρόπου διαχείρισής του, πρώτα από την κοινότητα και σταδιακά από οµάδες ή άτοµα µε ειδική κοινωνική θέση και δυνατότητα άµεσης πρόσβασης σ αυτό αλλά και στα προϊόντα της τεχνικής εξειδίκευσης. εν είναι σαφές, ωστόσο, ποιες ήταν οι αιτίες της µετεξέλιξης της νεολιθικής κοινωνίας σ εκείνη της Εποχής του Χαλκού. Ως πιθανότερες προτείνονται: η εξειδικευµένη γεωργική παραγωγή, η αύξηση του πληθυσµού, η ανάδυση των αριστοκρατιών (elits), η αύξηση του πλούτου και η εντατικοποίηση του θαλάσσιου εµπορίου µεγάλων αποστάσεων. Το βέβαιο είναι ότι οι νέες εξελίξεις δεν αφορούν όλες τις περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, οι οικισµοί διατήρησαν τις νεολιθικές δοµές στην οικιστική, την οικονοµία και την ανταλλαγή, τουλάχιστον µέχρι τα µέσα της 2 ης χιλιετίας. Τα νησιά του Βόρειου και Κεντρικού Αιγαίου είναι βέβαιο ότι συµµετείχαν αρχικά στις εξελίξεις, χωρίς, όµως, αυτές να προωθήσουν εδώ την ανάδυση σύνθετων κοινωνιών όπως συνέβη στη Κρήτη. Ο Refrew, ήδη κατά τη δεκαετία του 70, υιοθέτησε ως ερµηνευτικό εργαλείο για να εξηγήσει την ανάδυση των αστικών κοινωνιών του Νότιου Αιγαίου τη θεωρία των συστηµάτων, επισηµαίνοντας ως κοµβικό σηµείο την αλληλεπίδραση των υποσυστήµατων επιβίωσης, τεχνολογίας, κοινωνίας, συµβολισµού και εµπορίου. Έδωσε έµφαση στο αυξητικό αποτέλεσµα, δηλαδή στη δυνατότητα της πολλαπλής διαφοροποίησης διαπιστωµένης σε περισσότερα από ένα πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας να µεγεθύνει σηµαντικά τη µεταβολή του υποσυστήµατος που λειτούργησε ως αφετηρία των αλλαγών. Έτσι, πρότεινε ότι η τεχνολογική γνώση των κεραµέων προώθησε καταρχήν τη µεταλλουργία, αλλά, εν συνεχεία, η κοινωνική δοµή µαζί µε την ανάγκη παραγωγής όπλων, και η ζήτηση µεταλλικών αντικειµένων για να επιδεικνύουν το γόητρο εν ζωή ή ως κτερίσµατα προκάλεσαν δι- 126

125 αρκείς βελτιώσεις της ίδιας της τεχνολογικής γνώσης, και κατ επέκταση την ανάγκη συντήρησης από τις κοινότητες τεχνιτών ολικής απασχόλησης. Ο ίδιος κατέδειξε ως µία από τις βασικές αιτίες του αστικού µετασχηµατισµού στο Αιγαίο, κατά τη διάρκεια της 3 ης χιλιετίας π.χ., την υιοθέτηση της πολυκαλλιέργειας, την προσθήκης, δηλαδή, του αµπελιού και της ελιάς δίπλα στις παραδοσιακές καλλιέργειες των σιτηρών. Πράγµατι, στις περιοχές µε µεσογειακό κλίµα, όπως η Μακεδονία, η Αργολίδα και η Κρήτη, η καλλιέργεια του αµπελιού φαίνεται ότι εδραιώνεται ίσως και από την 4 η χιλιετία π.χ., της ελιάς, όµως, µε ε- ξαίρεση την Κρήτη, όχι νωρίτερα από τη 2 η χιλιετία. Όσον αφορά τώρα την εντατικοποίηση της γεωργίας, δεν είµαστε καθόλου βέβαιοι για γενικευµένη χρήση του αρότρου και των µεταλλικών γεωργικών εργαλείων κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού, αν και υπάρχουν ενδείξεις της σχετικής τεχνογνωσίας. Οι µεταβολές στο Νότιο Αιγαίο είναι πιθανό ότι υποκινήθηκαν από την άνθιση του θαλάσσιου εµπορίου, γεγονός που έδωσε το έναυσµα όχι µόνο για τη µεταφορά προϊόντων σε µεγαλύτερες αποστάσεις αλλά και για την εδραίωση νέων δικτύων ανταλλακτικών επαφών. Αυτό συνέβαλε στη µετεξέλιξη της ανταλλακτικής διαδικασίας σε σύνθετη εµπορική, µε οργανωµένα διαµετακοµιστικά κέντρα και σταθµούς, εξειδικευµένους τεχνίτες και αυστηρό έλεγχο, καινοτοµίες στις ο- ποίες ο ρόλος της νησιωτικής Ελλάδας ήταν σίγουρα αναβαθµισµένος. Ένα σηµαντικό ναυάγιο στο νησί οκός, στην Αργολίδα, αποκάλυψε ένα φορτίο 1000 περίπου κεραµικών της Πρωτοελλαδικής ΙΙ φάσης, αλλά και πολλούς µυλόλιθους 45 από ανδεσίτη Αίγινας, οι οποίοι φαίνεται ότι ήταν επίσης εµπορεύσιµο είδος, και µεταφέρονταν στην Πελοπόννησο. Τα µεγαλύτερα, εξάλλου, αγγεία είναι βέβαιο ότι ταξίδευαν γεµάτα αγροτικά προϊόντα. Στην άνθιση του εµπορίου πρέπει να οφείλεται και η ίδρυση εξειδικευµένων εγκαταστάσεων, όπως η έµπλα στη υτική Κρήτη, η οποία, χτισµένη σε ύψωµα, πρέπει να λειτουργούσε ως παρατηρητήριο, αναγκαίο µετά την εντυπωσιακή άνοδο της ναυσιπλοΐας. Μεγάλη επίσης είναι η συζήτηση για την παρουσία στις κοινωνίες της 3 ης χιλιετίας, εξειδικευµένων τεχνιτών όπως οι χαλκουργοί, οι γλύπτες, οι λιθοξόοι ή οι κεραµείς. Η αλήθεια είναι ότι, αν και υποπτευόµαστε την ύπαρξή τους, δεν είµαστε βέβαιοι αν ήταν όντως ολικής απασχόλησης τεχνίτες, αν, µε άλλα λόγια, είχαν αποδεσµευτεί από την πρωτογενή παραγωγή. Ως προς τους κεραµείς, αξίζει να αναφέρουµε τα εξής: Σε τρεις τουλάχιστον θέσεις της Αργολίδας, τη Λέρνα, την 45 Τριβεία λίθινα, πάνω στα οποία µε τριπτήρες τρίβονταν τα σιτηρά για να γίνουν αλεύρι. 127

126 Τίρυνθα και τις Ζυγουριές, συναντούµε αποτυπώµατα από τον ίδιο κύλινδρο σε µεγάλα αγγεία που δύσκολα µετακινούνται, συµπεραίνουµε, λοιπόν, ότι υπήρχαν πλανόδιοι εξειδικευµένοι κεραµείς. Σε αρκετά πρωτοελλαδικά αγγεία παρατηρού- µε σηµεία κεραµέων, εγχάρακτα, δηλαδή, σύµβολα, ίσως δηλωτικά προορισµού, προέλευσης ή ιδιοκτησίας. Έχουν γίνει πριν από το ψήσιµο του αγγείου, και τα πιο συνηθισµένα είναι τα βέλη, οι επάλληλες γωνίες, το τρίγωνο και ο σταυρός. Ως προς τη βελτίωση της κεραµικής τεχνολογίας, δεν τεκµηριώνεται σηµαντική πρόοδος ως το τέλος της 3 ης χιλιετίας, όταν υιοθετείται ο τροχός. Στη Σίνδο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε µικρός κλίβανος αυτής της εποχής, αλλά και στην Κρήτη κεραµικά που ψήθηκαν σε θερµοκρασία γύρω στους 1000 C, προϋποθέτουν την παρουσία κλιβάνου. Οι περισσότεροι οικισµοί είναι, και κατά την 3 η χιλιετία π.χ., µικρής έκτασης, από µισό ως µερικές δεκάδες στρέµµατα. Εξαιρέσεις όπως η Μάνικα στην Εύβοια που υπολογίζεται ότι έφτανε τα 500 στρέµµατα, µάλλον σπανίζουν. Αρκετοί, κυρίως νησιωτικοί ή παράκτιοι, είναι οχυρωµένοι µε µονό, διπλό ή και τριπλό περίβολο. Κατοικηµένη είναι κατά κανόνα και η περιοχή εκτός του τείχους, όπως έχει αποδειχτεί στην περίπτωση της Τροίας. Πάσσαλοι και πηλός εξακολουθούν να αποτελούν τα βασικά οικοδοµικά υλικά στο βορειοελλαδικό χώρο, ενώ από τη υτική Μακεδονία και νοτιότερα προτιµούνται οι πλίνθοι ορθογώνιου σχήµατος. Σε αρκετά µέρη όπως στη Θερµή, τη Σκάλα Σωτήρος, την Τροία, τον Άγιο Κοσµά, τη Λέρνα, την Τίρυνθα και την Εύτρηση, η λίθινη κρηπίδα είναι χτισµένη µε την τεχνική του ψαροκόκαλου. Στον οικισµό της Λέρνας, φαίνεται ότι οι επιχρισµένοι τοίχοι έφεραν ανάγλυφη διακόσµηση. Η Πρώιµη Εποχή του Χαλκού καλύπτει το χρονικό διάστηµα από το 3300 ως το 1900 π.χ., και διαιρείται σε τρεις φάσεις. Αποκαλείται Πρωτοελλαδική (ΠΕ) στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, Πρωτοκυκλαδική (ΠΚ) στις Κυκλάδες και Πρωτοµινωική (ΠΜ) στην Κρήτη. Στις περιοχές αυτές, οι µεταβολές που συντελέστηκαν είναι περισσότερο ευκρινείς και εντυπωσιακές Η Πρωτοελλαδική Εποχή 128

127 Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν ανασκαφεί αρκετοί οικισµοί που εµφανίζουν πρωτοαστικά χαρακτηριστικά, αν και όχι συγκρίσιµα µε εκείνα των πόλεων της Μεσοποταµίας. Τέτοια στοιχεία δεν εµφανίζονται πριν από τη δεύτερη φάση της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού. Από την άλλη, οι πρόσφατες ανασκαφές στη Μερέντα Μεσογείων στην Αττική, έδειξαν ότι υπήρχαν και στη Νότια Ελλάδα θέσεις, των οποίων η οικιστική οργάνωση, στις φάσεις Πρωτοελλαδική Ι και Πρωτοελλαδική ΙΙ ( και π.χ.), δεν είχε διαφοροποιηθεί από αυτή των νεολιθικών χωριών. Υπήρχαν, όµως, ήδη δροµολογηµένες ανταλλακτικές σχέσεις µε τις Κυκλάδες. Σε ορισµένους από τους οικισµούς της περιοχής, οι πληθυσµοί εξακολουθούσαν να ζουν σε ηµιυπόγειους χώρους ή σε τετράπλευρα λιθόκτιστα οικήµατα θεµελιωµένα µέσα στο έδαφος, και µόνο προς το τέλος της ΠΕ ΙΙ άρχισαν να χτίζουν υπέργειες κατοικίες. Την ίδια εποχή, γειτονικές θέσεις προτι- µούσαν πολύ µεγαλύτερα αψιδωτά κτίσµατα, µε λίθινα θεµέλια και κεντρικό πάσσαλο για τη στήριξη της στέγης. Στη Λέρνα της Αργολίδας, µετά από ένα σύντοµο διάστηµα εγκατάλειψης προς το τέλος της Νεολιθικής, ο χώρος ισοπεδώθηκε, και δηµιουργήθηκε ένα τεχνητό άνδηρο, προκειµένου να οικοδοµηθεί ο οικισµός της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού (Εικ. 14α και 23β). Φαίνεται ότι ήταν εξαρχής οχυρωµένος, αλλά το τείχος δέχτηκε αρκετές επισκευές, έως ότου αποκτήσει µια σύνθετη τελική µορφή, µε διπλό περίβολο, ενδιάµεσα µικρά δωµάτια και πεταλόσχηµους εξωτερικούς προµαχώνες. Τα οικήµατα στο εσωτερικό του περιβόλου είναι ορθογώνιας κάτοψης, ευρύχωρα και διατεταγµένα γύρω από ένα κεντρικό σηµείο, στο οποίο ανασκάφηκε ένα κτίσµα µεγάλων διαστάσεων, η Οικία ΒG. Το κτίριο αυτό φέρει ιδιαιτέρως παχείς τοίχους, µεγάλα δωµάτια, και γύρω από αυτά διαδρόµους µε κλιµακοστάσια που είναι βέβαιο ότι οδηγούσαν σε όροφο. Έχει ερευνηθεί ένα τµήµα του µόνο, µε διαστάσεις 12 Χ 12 µ., αλλά το συνολικό του µήκος υπολογίζεται ότι έφτανε τα 20 µ. Πρέπει να είχε τέσσερα ή πέντε δωµάτια. Μια πήλινη εστία µε κεντρική βάθυνση σε σχήµα διπλού πέλεκυ, εντοπίστηκε στο βόρειο άκρο του διαδρόµου. Και εδώ όπως και στη διάδοχό της Οικία των Κεράµων βρέθηκαν πολλά σφραγίσµατα, ίσως, λοιπόν, τέτοια κτίρια να στέγαζαν υπηρεσίες καταγραφής και αναδιανοµής των αγαθών. Μετά από καταστροφή, οικοδοµήθηκε στον ίδιο χώρο ένα δεύτερο κτίριο µε διαδρόµους, µε διαφορετικό προσανατολισµό και ακόµη µνηµειακότερα χαρακτηριστικά, η Οικία των Κεράµων. Με διαστάσεις 25 Χ 12 µ., αποτελείται από δύο 129

128 µεγάλα και δύο µικρότερα δωµάτια, που περιβάλλονται επίσης από στενούς διαδρόµους µε κλιµακοστάσια. Έχει κύρια και δευτερεύουσα είσοδο στις στενές πλευρές, αλλά και µικρότερα θυραία ανοίγµατα στις επιµήκεις. Στεγαζόταν µε δικλινή στέγη, και έφερε επαλείψεις των δαπέδων του, θρανία 46 κατά µήκος των τοίχων καθώς και ξύλινες επενδύσεις των θυρωµάτων. Στο εσωτερικό του κτιρίου δεν εντοπίσθηκαν ευρήµατα, γεγονός που µάλλον σηµαίνει ότι αποµακρύνθηκαν από τους ενοίκους του για κάποιο λόγο που αγνοούµε. Ήρθε στο φως, ωστόσο, κατά την ανασκαφή του, µεγάλος αριθµός κεραµιδιών στέγης, που συναντώνται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο, και σε αυτά οφείλει την ονοµασία του. Μαζί µε αυτά βρέθηκαν και αρκετά σφραγίσµατα σε πηλό, ίσως για τη µεταφορά προϊόντων 47, κάτι που ενισχύει την υπόθεση ότι και η Οικία των Κεράµων µπορεί να υποστήριζε γραφειοκρατικά µια σειρά οργανωµένων εµπορικών δραστηριοτήτων, την ευθύνη των οποίων είχε ο συγκεκριµένος οικισµός. ιώροφα κτίρια µε διαδρόµους συναντούµε σε αρκετά σηµεία της ηπειρωτικής Ελλάδας, στη Μικρά Ασία αλλά και σε θέσεις της Κρήτης όπως η Βασιλική. Στην περίπτωση της Λέρνας, είναι φανερό ότι έχουµε να κάνουµε µε ένα κεντρικό οίκηµα εντυπωσιακού µεγέθους, γύρω από το οποίο υπήρχαν αρκετά µικρότερα και ένας ισχυρός οχυρωµατικός περίβολος, στοιχεία που συνηγορούν για τον ειδικό του προορισµό, διοικητικό, οικονοµικό, συµβολικό ή και όλα µαζί. Η ιδεολογική του σηµασία ενισχύεται από το γεγονός ότι, γύρω στα 2100 π.χ., όταν το κτίσµα αυτό καταστρέφεται, οι κάτοικοι κατασκευάζουν στην ίδια θέση έναν τύµβο. Στην επόµενη φάση, χτίζονται στη Λέρνα µικρότερα αψιδωτά κτίρια σε πυκνή διάταξη, µονόχωρα ή δίχωρα, µε ποικίλο προσανατολισµό και διαστάσεις, και, πάντως, χωρίς σαφή ρυµοτοµικό σχεδιασµό. Στην Εύτρηση, εντοπίζονται κατά την ΠΕ Ι µόνο µερικές ηµικυκλικές καλύβες, αργότερα όµως κάνουν την εµφάνισή τους µικρά ορθογώνια κτίσµατα µε λίθινα θεµέλια (Εικ. 20δ και 21δ). Τα περισσότερα από αυτά είναι δίχωρα, και ορισµένα µεγαρόσχηµα, µε µεγάλο κεντρικό δωµάτιο, δεύτερο χώρο αλλά και προστώο ανάµεσα σε δύο παραστάδες. Στην Τίρυνθα, τόσο στην Κάτω ακρόπολη (Εικ. 20γ) όσο και έξω από τα τείχη της Μυκηναϊκής περιόδου εντοπίσθηκαν οικήµατα, αρχικά µε ορθογώνια κάτοψη και αργότερα µε αψιδωτό πέρας. Κάτω από το σηµείο, όπου οικοδοµήθηκε 46 Έδρανα, πεζούλια, είτε χρηστικά είτε µε κάποιο τελετουργικό προορισµό. 47 Σφραγίσµατα πάνω σε µαλακό πηλό, τοποθετηµένα στο κάλυµµα των αγγείων, µπορούσαν να εγγυώνται το περιεχόµενό τους ή να δηλώνουν προέλευση και ιδιοκτησία. 130

129 πολύ αργότερα το Μυκηναϊκό ανάκτορο, εντοπίστηκε ένα κυκλικό κτίσµα κολοσσικών διαστάσεων (Εικ. 22β), που άλλοι ερευνητές θεωρούν πρόγονο του ανακτόρου, και άλλοι σιταποθήκη. Το κτίριο αυτό που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, σε περίοπτη θέση, έχει διάµετρο γύρω στα 28 µ. µε συµπαγή παχύτατο εξωτερικό τοίχο µε πεταλοειδείς εξοχές που έχουν µήκος 2 µ. και πλάτος 1,50 µ. Ο εξωτερικός του διάδροµος έχει πλάτος 1,80 µ., και υπήρχε σίγουρα άλλος ένας ισοµεγέθης ο- µόκεντρος εσωτερικά. Οι τοίχοι διατηρούνται σε πολύ µικρό ύψος, µόλις 30 εκ., λόγω της καταστροφής τους από τα µυκηναϊκά κτίσµατα που οικοδοµήθηκαν εδώ µία χιλιετία αργότερα. ύο οµόκεντροι τοίχοι διαιρούν το κυκλικό κτίριο ακτινωτά σε 15 τουλάχιστον τριγωνικούς τοµείς συµµετρικά διευθετηµένους γύρω από το κέντρο. εν υπάρχουν ενδείξεις επικοινωνίας ανάµεσα στους τοµείς αυτούς ούτε ίχνη κλιµακοστασίων. Ο κεντρικός κυκλικός πυρήνας ήταν µια λίθινη βάση, µε διάµετρο 10 µ., πάνω στο φυσικό βράχο, αλλά κάπως ψηλότερα από το υπόλοιπο κτίριο, και µάλλον χωρισµένος από τους τριγωνικούς τοµείς µε έναν κυκλικό τοίχο. εν γνωρίζουµε, δυστυχώς, τη µορφή αυτού του κεντρικού κυκλικού τµήµατος. Η ανωδοµή του κτιρίου ήταν από πλίνθους, και οι πλάκες σχιστολίθου που βρέθηκαν µαζί µε κεραµίδια κυρίως στο εξωτερικό του, µάλλον είχαν χρησιµοποιηθεί στη στέγαση του περιµετρικού κύκλου. Οι χώροι ήταν σίγουρα προσβάσιµοι µε φορητές σκάλες από πάνω, εφόσον δεν διαπιστώθηκαν ανοίγµατα. Αν λάβουµε υπόψιν µας ένα οµοίω- µα κυκλικής σιταποθήκης από τη Μήλο, υποθέτουµε ότι πρέπει να υπήρχε µία µόνο είσοδος, ίσως στο νότιο µη σωζόµενο τµήµα. εν αποκλείεται όµως να υπήρχε απλώς µια ράµπα για το πάνω επίπεδο. εν έχουν εντοπιστεί ως σήµερα ανάλογου µεγέθους κυκλικά κτίσµατα, ε- φόσον οι κυκλικές σιταποθήκες στον Ορχοµενό και στην Εύτρηση είναι πολύ µικρότερες. Γνωρίζουµε, βεβαίως, τέτοια οικοδοµήµατα από την Εγγύς Ανατολή, αλλά εκείνα φαίνεται ότι είχαν περισσότερο διοικητικό και θρησκευτικό προορισµό. Και στην περίπτωση όµως της Τίρυνθας, ίσως µια τέτοια διάσταση πρέπει να αναζητήσουµε. Την ανάγκη οικοδόµησης ενός µνηµειακού δηµόσιου κτιρίου για την αποθήκευση και την αναδιανοµή του πλεονάσµατος των σιτηρών της εύφορης αργολικής πεδιάδας. Τα κυκλικά κτίσµατα του Ορχοµενού έχουν διάµετρο 6 µ., λίθινη κρηπίδα ύψους 1 µ. και ανωδοµή από άψητες πλίνθους (Εικ. 21ι). Συχνά τα βρίσκουµε σε συστάδες, πρέπει, λοιπόν, να στεγάζονταν είτε το καθένα µε χωριστή θόλο είτε ο- 131

130 λόκληρη η συστάδα µε ενιαία θολωτή στέγη. Η πρόσβαση στο εσωτερικό τους γινόταν οπωσδήποτε από την οροφή τους, εφόσον σε κανένα σηµείο της τοιχοδοµίας τους δεν παρατηρήθηκε είσοδος. Εδώ οι µεγαλύτερες κυκλικές κατασκευές θεωρήθηκαν κατοικίες, ενώ οι µικρότερες αποθήκες. Ένας σηµαντικός οικισµός της Πρωτοελλαδικής ΙΙ είναι αυτός στη θέση Κολώνα της Αίγινας (Εικ. 14β και 15 α-β ). Στην Τελική Νεολιθική, συνυπήρχαν εδώ κυκλικές καλύβες κατασκευασµένες µε φθαρτά υλικά και µεγαλύτερα κτίρια ορθογώνιας κάτοψης. Στην ΠΕ II χρονολογούνται η πρώτη φάση της οχύρωσης και τρία κτίσµατα: ένα µε διαδρόµους, που οι ανασκαφείς ονόµασαν Λευκή Οικία, επειδή οι τοίχοι της φέρουν λευκό επίχρισµα, και δύο µεγαρόσχηµα, η Οικία των Πίθων και το Βαφείο. Ούτε τώρα αναγνωρίζεται ενιαίος πολεοδοµικός σχεδιασµός, παρά το γεγονός ότι και τα τρία κτίρια έχουν παρόµοιο προσανατολισµό, ίσως οφειλόµενο στις κλιµατικές συνθήκες. Η µορφή και οι διαστάσεις των κτισµάτων ποικίλουν καθώς και οι αποστάσεις µεταξύ τους. Το Βαφείο, ας πούµε, έ- χει απλούστερη κάτοψη και µικρότερες διαστάσεις από τη Λευκή Οικία, στους διπλούς τοίχους της οποίας έχει αποδοθεί από µερικούς οχυρωµατικός χαρακτήρας, και η ίδια έχει θεωρηθεί παλάτι ή ιερό. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ασφαλείς ενδείξεις για µια τέτοια λειτουργία της, άλλωστε ήδη ο οικισµός διαθέτει οχυρωµατικό περίβολο, κάτι που ισχύει και για άλλες θέσεις στις οποίες εντοπίζονται κτίρια µε διαδρόµους, όπως η Λέρνα και η Θήβα. Είναι πιθανότερο ότι στα στενά αυτά διάχωρα υπήρχαν κλιµακοστάσια που οδηγούσαν από το ισόγειο στον όροφο, και πάνω τους στηριζόταν η ηµιυπαίθρια στοά που περιέτρεχε τον όροφο, τουλάχιστον κατά τις δύο ή τρεις πλευρές του. Έτσι, εξασφαλιζόταν φως και εξαερισµός στους πάνω χώρους, αλλά δηµιουργούνταν και ένας φωταγωγός ακριβώς πάνω από το κεντρικό µικρό δωµάτιο του ισογείου. Η ίδια η στοά ίσως χρησίµευε για το στέγνωµα υφασµάτων. δερµάτων ή και ειδών διατροφής. Ο οικισµός της Κολώνας περιβάλλεται και στις επόµενες φάσεις της Πρωτοελλαδικής εποχής από οχυρωµατικό περίβολο µε προµαχώνες σε τακτά διαστήµατα, τώρα όµως χαρακτηρίζεται από πυκνό πολεοδοµικό ιστό µε νησίδες τριών ή περισσότερων µεγαρόσχηµων κτισµάτων. Η διάταξη αυτή παραπέµπει περισσότερο στα πρότυπα του ΒΑ. Αιγαίου, και σε οικισµούς όπως η Θερµή και η Τροία. Στις νησίδες των µεγαρόσχηµων οικηµάτων, που φαίνεται να ακολουθούν µια προσχεδιασµένη ρυµοτοµία, προσκολλώνται συχνά βοηθητικοί χώροι δηµιουργώντας έτσι µεγαλύτερα οικοδοµικά τετράγωνα. Έχουν επίσης εντοπιστεί κεντρικές και επι- 132

131 κουρικές οδικές αρτηρίες καθώς και χώροι εξειδικευµένων δραστηριοτήτων, όπως ένα εργαστήριο κατεργασίας µετάλλων. Στη Μάνικα της Εύβοιας, η Πρωτοελλαδική πόλη έχει έκταση 500 περίπου στρεµµάτων, και σε µικρή απόσταση από αυτήν υπήρχε το οργανωµένο της νεκροταφείο. ιαπιστώνουµε εδώ υψηλό βαθµό αστικοποίησης και στοιχεία διαστρωµατωµένης κοινωνικής δοµής, αν ερµηνεύουµε σωστά την άνιση κατανοµή πολύτι- µων αντικειµένων που παρατηρούµε στα ταφικά κτερίσµατα. Στο νότιο όριο της πόλης ερευνήθηκε ένα εργαστήριο οψιανού, το µόνο χτισµένο µε πασσάλους, µε µορφή όχι κλειστού κτίσµατος αλλά στεγασµένης στοάς. Τα υπόλοιπα κτίρια είχαν λίθινο θεµέλιο και πλίνθινη ανωδοµή. Κάποια είχαν τόσο φαρδείς τοίχους, ώστε να θεωρείται από τους ανασκαφείς βέβαιη η ύπαρξη ορόφου. Ο τοµέας ΙΙΙ της πόλης εµφανίζει µεγάλη πυκνότητα, αλλά στους υπόλοιπους τα σπίτια ήταν πιο ελεύθερα διευθετηµένα και είχαν πλακόστρωτες αυλές. Τα κτίρια έχουν όµοιο προσανατολισµό, και οι δρόµοι διαιρούν το χώρο σε οικοδοµικά τετράγωνα, ενδείξεις πολεοδο- µικού σχεδιασµού. εν φαίνεται να υπήρχε οχύρωση στον οικισµό, κάτι, ούτως ή άλλως, ιδιαίτερα δύσκολο λόγω της πολύ µεγάλης του έκτασης. Στη Θήβα, ένα κτίριο µε διαδρόµους είχε δική του χωριστή οχύρωση, και ήταν ελεύθερα διευθετηµένο, δεν φαίνεται, δηλαδή, να εντάσσεται σε κάποια οικιστική νησίδα. Είχε λίθινο θεµέλιο ύψους 80 εκ., που ακολουθεί τη διαµόρφωση του φυσικού βράχου της Καδµείας πάνω στον οποίο χτίστηκε, και ανωδοµή από άψητες πλίνθους. Το νότιο τµήµα του δεν ανασκάφηκε, αλλά µάλλον υπήρχε κι εδώ ένας διάδροµος ανάλογος του βόρειου, µε πλάτος 1 µ. Είναι αρκετά διαφορετικό από άλλες οικίες µε διαδρόµους, αφού είναι επιµήκες µεγαρόσχηµο, µήκους 18 µ. και πλάτους 9 µ., µε πρόδοµο και τρεις αίθουσες παρατακτικά τοποθετηµένες. Μόνο η ανατολικότερη από αυτές συνδέεται µε διάδροµο στα βόρειά της, καθώς και µε ένα δεύτερο πολύ µικρότερο χώρο. Στο µικρό αυτό δωµάτιο βρέθηκε µια φιάλη και µερικά ζωόµορφα ειδώλια, ευρήµατα που δεν µας διαφωτίζουν ως προς τη χρήση του, αν και θα µπορούµε να λειτουργεί ως φυλάκιο ή ως σπίτι σκύλου. Τα κεντρικά τετράγωνα δωµάτια έχουν πλευρά 4 µ. Το κτίσµα είχε τουλάχιστον τρεις εισόδους, από µία κατά τον επιµήκη άξονα και µία πλάγια στο πρώτο µετά τον πρόδοµο δωµάτιο. Στο βόρειο διάδροµο υπήρχαν δύο αντωπές εσοχές, που ίσως βοηθούσαν στη στήριξη µιας ξύλινης κλίµακας για την πρόσβαση στον όροφο, χωρίς να καταργείται η έξοδος προς την αυλή. Ο περίβολος έχει αποκαλυφθεί σε µήκος 10 µ., µε λίθινο θεµέλιο 0,90 µ. πάνω στο λιθόστρωτο δρόµο που 133

132 υπήρχε µεταξύ περιβόλου και κτιρίου. Το εξωτερικό ύψος του τείχους, που λειτουργεί συγχρόνως και ως ανάληµµα, φτάνει τα 2 µ. και το πλάτος του το 1,80 µ. Κτίσµα και περίβολος έχουν χτιστεί µε σχεδόν παράλληλες σειρές δόµων ασβεστόλιθου. Γενικά, κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο, συνηθίζονται τα κτίσµατα µε λίθινη κρηπίδα και ανωδοµή από πλίνθους, µε ορθογώνια ή, σπανιότερα, αψιδωτή κάτοψη, µε δύο ή περισσότερα δωµάτια και µε αυλή που συνήθως µοιράζονται περισσότερα του ενός κτίσµατα, όπως τα παραδείγµατα που γνωρίσουµε από την Ασίνη και την Ασέα (Εικ. 14γ-δ). Συγκροτήµατα µε πυκνή διάταξη συνηθίζονται είτε σε εκτεταµένες νησίδες, όπως συµβαίνει στον Άγιο Κοσµά (Εικ. 14ε και 22αγ-δ-ε), στο Ασκηταριό (Εικ. 14ζ και 21η) και στις Ζυγουριές (Εικ. 20β), είτε εκατέρωθεν οδικών αρτηριών, όπως παρατηρούµε στη Ραφήνα και στις Λιθαρές (Εικ. 17γ). Στις Λιθαρές της Βοιωτίας 45 ορθογώνια ή τραπεζιόσχηµα δωµάτια συγκροτούν 18 οικίες, µε έναν ως τέσσερις χώρους η καθεµιά, που συνωστίζονται και δύσκολα διακρίνονται η µία από την άλλη. Όλα τα ως σήµερα ανασκαµµένα κτίσµατα βρίσκονται εκατέρωθεν µιας φαρδιάς κεντρικής αρτηρίας. Σε ένα δωµάτιο του οικισµού, βρέθηκαν 16 ειδώλια ζώων, και από τους ανασκαφείς ονοµάστηκε ιερό των ταύρων, χωρίς, όµως, άλλες ενδείξεις να πιστοποιούν την θρησκευτική ή λατρευτική του λειτουργία. Στις Ζυγουριές, στην περιοχή της Αργολιδοκορινθίας έχουν ανασκαφεί δύο τουλάχιστον χαρακτηριστικά κτίσµατα, η Οικία των Σαλιγκαριών και η Οικία των Πίθων σε ένα αστικό συγκρότηµα. Η δεύτερη ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κτίσµατα του οικισµού, διαθέτοντας ένα µεγάλο κεντρικό χώρο, διπλάσιο σε µέγεθος από τους υπόλοιπους, και ισοµεγέθες περίπου µε τα κεντρικά δωµάτια των Οικιών µε διαδρόµους. Πολύ µεγαλύτερο είναι και το πάχος των τοίχων αυτού το κτιρίου, µε ιδιαίτερη φροντίδα στη δόµηση και στην εικόνα των γωνιαίων του δόµων του. ιέθετε επίσης διπλό θυραίο άνοιγµα που οδηγούσε σε λιθόστρωτη και ίσως στεγασµένη αυλή. Τα κεραµίδια που βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο της Οικίας των Σαλιγκαριών ίσως προέρχονται από αυτό το προγονικό της κτίσµα, την Οικία των Πίθων. Ίσως µάλιστα η Οικία των Σαλιγκαριών να µην ήταν παρά τµήµα του πρωιµότερου οικήµατος, ίσως ένας διάδροµός του, αν εκείνο ήταν πράγµατι, όπως υ- ποθέτουµε, ένα κτίριο µε διαδρόµους. 134

133 Γενικώς, διώροφα κτίρια µε διαδρόµους συναντούµε, όπως είδαµε, σε αρκετές θέσεις, ενώ σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας και στη Θήβα (Εικ. 23 α), δύο τέτοια οικήµατα µάλλον συνυπάρχουν. εν φαίνεται να έχουν χτιστεί παντού σε κεντρικό σηµείο του οικισµού. Το κτίριο Υ, λόγου χάριν, που ανασκάφηκε στις Ζυγουριές, βρίσκεται στο άκρο της εγκατάστασης, και το ίδιο συµβαίνει στην Αίγινα και στη Θήβα. Στη Λέρνα, η Οικία των Κεράµων είναι η µόνη οικοδοµή που εντοπίστηκε στη συγκεκριµένη φάση. Πουθενά δεν αποδεικνύεται ένα αστικό περιβάλλον γι αυτά τα κτίρια. Ίσως λοιπόν στέγαζαν µεγάλες οικογένειες, και είχαν αγροτική λειτουργία αλλά και ρόλο κατοικίας. Αντιθέτως, στην φάση V στην Κολώνα της Αίγινας, µπορούµε να µιλούµε για ενιαίο αστικό σχεδιασµό µε νησίδες µεγαρόσχηµων κτιρίων που µοιράζονται µεσοτοιχίες. Αυτός ο τύπος είναι αλήθεια ότι συνηθίζεται περισσότερο στο ΒΑ Αιγαίο. Μεγάλων διαστάσεων κτίρια έχουµε και αλλού: στη Ραφήνα, δίπλα στο τείχος, ένα επιµήκες κτίσµα έχει τουλάχιστον πέντε χώρους και µήκος πάνω από 20 µ. Σε Εύτρηση, Ασέα, Ζυγουριές και Πρόσυµνα ίσως είχαµε επίσης κτίρια µε διαδρόµους. Στην Πρόσυµνα, έχουµε οικήµατα µε τοίχους πάχους 50 ως 60 εκ., οι οποίοι δύσκολα θα στήριζαν όροφο, δίπλα τους όµως βρίσκονται άλλα κτίρια µε διπλάσιου πάχους τοίχους που κάλλιστα µπορούσαν να κρατήσουν όροφο, κάτι που φαίνεται να ισχύει για αρκετές Πρωτοελλαδικές θέσεις. Οι οχυρωµατικοί περίβολοι, τέλος, αποτελούν συχνό χαρακτηριστικό της περιόδου, αφού έχουν εντοπιστεί µέχρι σήµερα σε αρκετές θέσεις, όπως η Λέρνας, η Κολώνας, η Θήβα, το Ασκηταριό και η Ραφήνα. Όσον αφορά τις κεραµικές παραδόσεις της περιόδου, η ΠΕ Ι, που παραδοσιακά ταυτιζόταν µε τον πολιτισµό Εύτρησης, χαρακτηρίζεται από την πλήρη α- πουσία γραπτής διακόσµησης, και τα µονόχρωµα στιλβωµένα κύπελλα, τις µικρές πρόχους και τις φιάλες. Τα µόνα διακοσµητικά θέµατα είναι τα εγχάρακτα γεωµετρικά, κυρίως τρίγωνα, ρόµβοι και σπείρες. Στην ΠΕ ΙΙ, εκπροσωπούµενη από τον πολιτισµό Κοράκου, εµφανίζονται τα πρωτοελλαδικά Urfirnis, αγγεία µε έντονα υαλοποιηµένο επίχρισµα, το οποίο δίνει σχεδόν µεταλλική εντύπωση. Μπορεί να είναι µελανό, γκρίζο, ή και, σπανιότερα, κόκκινο. Σε ορισµένες περιπτώσεις, φέρουν γραπτή ή ανάγλυφη ή στιλβωτή διακόσµηση. Αν και εξακολουθούν να παράγονται τα σχήµατα της προηγούµενης φάσης, προστίθενται τώρα και νέα, όπως οι ασκοί, οι πρόχοι µε στενό λαιµό, οι φιάλες µε πόδι, οι φουσκωτοί αµφορείς, αλλά 135

134 και η σαλτσιέρα, που σταδιακά κυριαρχεί σε ολόκληρη σχεδόν τη Νότια και Κεντρική Ελλάδα, καθώς και στις Κυκλάδες, η εµφάνισή της, όµως, είναι σποραδική στην Θεσσαλία. Στη Λέρνα, ένα µικρό ποσοστό των αγγείων urfirnis, κυρίως οι ασκοί και οι σαλτσιέρες, διακοσµούνται µε σκοτεινό χρώµα πάνω σε ανοιχτόχρω- µη επιφάνεια. Τη φάση αυτή διαδέχεται, εκπροσωπώντας την ΠΕ ΙΙΙ, ο πολιτισµός Τίρυνθας, µε το εξελιγµένο σκούρο σε ανοιχτό στυλ γραπτής διακόσµησης. Συνυπάρχει, ωστόσο, µε τον αντίθετο γραπτό ρυθµό της Αγίας Μαρίνας, από την οµώνυµη πρωτοελλαδική θέση στη Φωκίδα, ο οποίος φέρει λευκά θέµατα πάνω σε σκοτεινό βάθος. Το χαρακτηριστικότερο αγγείο της φάσης είναι ο δίωτος κάνθαρος µε ζωφόρους γραµµικών κοσµηµάτων. Τώρα, πρωτοεµφανίζονται στη φάση IV της Λέρνας, αγγεία κατασκευασµένα µε γρηγορόστροφο τροχό. Οι ανασκαφές σε θέσεις της Εύβοιας, όπως το Λευκαντί και η Μάνικα, απέδειξαν ότι το παραδοσιακό αυτό σχήµα διαδοχής των πολιτισµών στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν ισχύει παντού, ούτε επαρκεί για να εξηγήσει την ποικιλία του αρχαιολογικού υλικού. Υπάρχουν, για παράδειγµα, περιοχές όπου ο πολιτισµός Κοράκου δε φαίνεται να ακολουθείται από αυτόν της Τίρυνθας, και άλλες όπου ο δεύτερος δεν εντοπίζεται καν, χωρίς να τεκµηριώνεται εγκατάλειψη των θέσεων. Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι υπήρξαν πολιτισµοί µε εντυπωσιακή ακτίνα διάδοσης όπως ο Κοράκου, και άλλοι µε µικρότερο εύρος, όπως αυτός της φάσης Λευκαντί Ι Η Πρωτοκυκλαδική εποχή Οι Κυκλάδες, αν και έχουν ήδη κατοικηθεί από το τέλος της Μέσης Νεολιθικής, παρουσιάζουν µε την έναρξη της Εποχής του Χαλκού αλµατώδη ανάπτυξη, πιθανόν χάρη στη ραγδαία εντατικοποίηση του θαλάσσιου εµπορίου. Οι πόροι των Κυκλάδων είναι µικροί, γι αυτό ίσως αργούν να κατοικηθούν, όπως άλλωστε συνέβη µε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου. εν διαθέτουν επαρκείς και εύφορες ε- κτάσεις για σιτηρά, αν και η καλλιέργεια αµπέλου και ελιάς τα κατέστησε πιο αποδοτικά. Λίγοι σχετικά είναι και οι φυσικοί τους πόροι: οψιανός στη Μήλο, σµύριδα στη Νάξο, χαλκός και άργυρος και σε αρκετά σηµεία µάρµαρο σηµαντικό για την κυκλαδική τέχνη. Τα δεδοµένα του Σκάρκου δείχνουν ότι η βάση της οικονοµίας ήταν η καλλιέργεια δηµητριακών και οσπρίων και η εκτροφή αιγοπροβάτων. Η ε- κτροφή µεγάλων ζώων και η αλιεία ήταν µάλλον περιορισµένα, ενώ και το αµπέλι 136

135 µε την ελιά δεν είχαν αποκτήσει πρωτεύοντα ρόλο πριν από τη 2 η χιλιετία π.χ. Το ανταλλακτικό δίκτυο είχε καθιερωθεί στα µέσα της 3 ης χιλιετίας µε τη Νότια Ελλάδα, την Καρία και την Κρήτη, όπου, µάλιστα, εντύπωση προκαλεί και η εµφάνιση κυκλαδικών ταφικών εθίµων. Η εντατική ναυσιπλοΐα αποδεικνύεται και από τις πολλαπλασιασµένες τώρα απεικονίσεις πλοίων πάνω σε σκεύη. Από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ υπάρχουν οµοιώµατα πλοίων χαραγµένα σε πέτρα και µόλυβδο, αλλά και παραστάσεις, επίσης εγχάρακτες, πάνω σε αγγεία. Κυκλαδικά αγγεία και ειδώλια έχουν βρεθεί σε Κρήτη, Αττική, Βοιωτία, Κύθηρα, Λήµνο, Τροία και αλλού. Ίσως µπορούµε να µιλούµε, αν και µε επιφυλάξεις, για ίδρυση αποικιών Κυκλαδιτών στην Αγία Φωτιά της Κρήτης, στο Μαραθώνα της Αττικής, ίσως µάλιστα και στην Ιασό της Μικράς Ασίας. Η αιφνίδια πυκνή κατοίκηση των Κυκλάδων λίγο µετά την έναρξη της 3 ης χιλιετίας π.χ., έγινε αφορµή να υποστηριχθεί κατά το παρελθόν η καταγωγή του πρωτοκυκλαδικού πολιτισµού αλλά και του ίδιου του πληθυσµού των νησιών από την Ανατολία. Οι εγκαταστάσεις εδώ δεν έχουν την έκταση των σύγχρονών τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο Ανατολικό Αιγαίο, ίσως λόγω των περιορισµένων διαθέσιµων εδαφών για εγκατάσταση και καλλιέργεια, ίσως όµως και λόγω του εµπορικού κυρίως χαρακτήρα των οικισµών. εν υπάρχουν επίσης ευκρινείς ενδείξεις για την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, ενώ κάθε οικισµός φαίνεται να αποτελεί αυτόνοµη κοινωνική µονάδα, µε συνεκτικούς δεσµούς βασισµένους στη συγγένεια. Οι θέσεις της ΠΚ Ι είναι ανοχύρωτες και παράκτιες, κυρίως µε πρόχειρα κατασκευασµένες καλύβες από αργούς λίθους, πασσάλους και πηλό. Στην ΠΚ ΙΙ ό- µως επιλέγονται κορυφές δυσπρόσιτων λόφων, τα σπίτια συνωστίζονται το ένα δίπλα στο άλλο, και οι οικισµοί προστατεύονται µε τείχος και προµαχώνες. Οι κατοικίες είναι τώρα λιθόκτιστες, µε ευθύγραµµη ή καµπυλόγραµµη κάτοψη, και µε δάπεδα από χώµα ή πλάκες. Οι λεπτοί, ως 50 εκ., τοίχοι τους συνηγορούν σε µονώροφα οικήµατα µε ελαφριά στέγη κλαδιών και λάσπης. Η έκταση των οικισµών είναι περιορισµένη. Το Καστρί φτάνει τα 3,5 στρ. και η Πάνορµος µόλις το µισό στρέµµα, και οι δύο θέσεις ιδρυµένες σε απόκρηµνα υψώµατα προς το τέλους της ΠΚ ΙΙ, στη φάση Καστριού. Τειχισµένος είναι και ο οικισµός στη Μαρκιανή της Αµοργού από την αρχή της λίγο πρωιµότερης φάσης Κέρου-Σύρου. Τόσο στη Μαρκιανή όσο και στην Αγία Ειρήνη υπήρχαν από την ΠΚ ΙΙ οργανωµένα αποχετευτικά δίκτυα. Στην ΠΚ ΙΙΙ, τέλος, οι οικισµοί επανέρχονται κοντά στη θάλασσα. 137

136 Οι παλαιότεροι εγκαταλείπονται, και οι νέοι αποτελούν πυρήνες συγκέντρωσης κατοίκων µικρότερων οικισµών, γι αυτό είναι µεγαλύτεροι σε έκταση και πληθυσµό. Στο Σκάρκο της Ίου στα µέσα της 3 ης χιλιετίας, δίπλα σε λιµάνι και σε καλλιεργήσιµες εκτάσεις, ανασκάπτεται τα τελευταία χρόνια ένας πυκνοκατοικηµένος πρωτοκυκλαδικός οικισµός µε έκταση 11 περίπου στρεµµάτων. Έχει περικεντρική πολεοδοµία µε ευρύχωρους δρόµους και πλατείες, και λιθόκτιστα ορθογώνια, διώροφα κτίρια. Κάποια είναι µεγαλύτερα και µε συνθετότερη κάτοψη, ενώ άλλα µικρότερα και απλούστερης µορφής, γεγονός που µάλλον προδίδει κοινωνική διαστρωµάτωση. Εδώ βρέθηκαν αρκετά ενσφράγιστα πήλινα ορθογώνια αντικείµενα, προφανώς γιατί οι κάτοικοι δήλωναν µε αυτά την ταυτότητα και την κατοχή κάποιων προϊόντων. Στον οικισµό εντοπίστηκαν δύο δρόµοι πλάτους 2 µ., που περιβάλλουν κυκλικά την κορυφή του λόφου, και διασχίζουν ορθογώνιες πλατείες. εν ξέρουµε ακόµη αν υπήρχε οχυρωµατικός περίβολος. Τα κτίρια του Σκάρκου ήταν κατά κανόνα διώροφα, για αυτό και δεν υπάρχουν εδώ µεσοτοιχίες, εφόσον οι χωριστοί παχύτεροι τοίχοι θεωρούνται καταλληλότεροι για τη στήριξη του ορόφου. Η αντίθετη πρακτική παρατηρείται σε θέσεις του ΒΑ Αιγαίου όπως η Πολιόχνη, όπου κάθε νέα κατοικία χρησιµοποιεί τους τοίχους των διπλανών σπιτιών, αφού δεν προβλέπεται κατασκευή ορόφου. Τα σπίτια στο Σκάρκο δεν είναι µεγαρόσχηµα, αλλά έχουν δύο πτέρυγες. Στη µία υπάρχει µεγάλο ορθογώνιο δωµάτιο και προθάλαµος που βλέπει προς την αυλή, ενώ στη δεύτερη τρία ή τέσσερα µικρότερα δωµάτια που πρέπει να ήταν επικουρικοί χώροι. Το ηµιυπόγειο αυτό επίπεδο είχε αποθηκευτικό προορισµό, αν κρίνουµε από τους µεγάλους, ως και 1,30 µ. ύψους, πίθους που βρέθηκαν in situ. Στις αυλές του οικισµού υπήρχαν χτιστές ή πήλινες φορητές εστίες, κατασκευές που γνωρίζουµε και από τη Σκάλα Σωτήρος στη Θάσο. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι οι αυλές, τουλάχιστον στις Κυκλάδες, ήταν ουσιαστικά υπαίθριες κουζίνες µε τη στάχτη και τα υπολείµµατα της τροφής να µην αποµακρύνονται. Αντίστοιχης µορφής πρέπει να ήταν και ο οικισµός της ίδιας φάσης στην Αγία Ειρήνη στην Κέα. Με έκταση γύρω στα 9 στρέµµατα, βρισκόταν επίσης δίπλα σε µεγάλο λιµάνι και σε εύφορη έκταση. Οι οικίες εδώ ήταν κατά το πλείστον δίχωρες και επιµήκεις, µάλλον οργανωµένες σε µικρές νησίδες. Το µεγάλο ύψος διατήρησης κάποιων από αυτές είναι ένδειξη ότι µπορεί να ήταν εξ ολοκλήρου χτι- 138

137 σµένες µε πέτρα. Κάποια από τα δωµάτια χωρίς είσοδο πρέπει να είχαν πρόσβαση µόνον από ψηλά. Τα δάπεδα των σπιτιών ήταν από χώµα και πηλό. Ο οχυρωµατικός περίβολος µε πεταλόσχηµους προµαχώνες που έχει έρθει στο φως χρονολογείται στη Μέση Εποχή του Χαλκού, ενώ ατείχιστος φαίνεται ότι ήταν ο οικισµός κατά την πρωτοκυκλαδική περίοδο. Οι ανασκαφές στο Σκάρκο και στην Αγία Ειρήνη έδειξαν ότι οι κυκλαδικοί οικισµοί δεν όλοι µικροί όπως πιστεύαµε, αλλά ορισµένοι τουλάχιστον είχαν πρωτοαστικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, οι συνήθεις εγκαταστάσεις έµοιαζαν όντως περισσότερο µε αγροικίες έκτασης µόλις µισού στρέµµατος, για δύο ή τρεις οικογένειες. Η µετακίνηση των κυκλαδιτών προς το εσωτερικό των νησιών και σε οχυρούς λόφους, κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, έχει αποδοθεί σε πιθανούς κινδύνους από Μινωίτες ναυτικούς. Τώρα, εκτός της φυσικής οχύρωσης που προσφέρει η ί- δια η θέση, οικοδοµείται σε αρκετές θέσεις και οχυρωµατικός περίβολος µε πεταλόσχηµους προµαχώνες ή και προτείχισµα σε µικρή απόσταση από το τείχος. Τέτοιοι οικισµοί έχουν ανασκαφεί στην Πάνορµο της Νάξου (Εικ. 21ε) και στο Καστρί της Σύρου. Η εγκατάσταση στην Πάνορµο στέγαζε ένα συγκρότηµα 20 δω- µατίων, τον εξωτερικό τοίχο των οποίων αποτελούσε ο ίδιος ο οχυρός περίβολος. Στο Καστρί Σύρου, έχει ερευνηθεί µεγάλο τµήµα του εσωτερικού του οικισµού, και έχει αποκαλυφθεί ένας ακανόνιστος πολεοδοµικός ιστός, µε νησίδες µικρών ορθογώνιων δωµατίων που ο αριθµός και το µέγεθός τους φαίνεται να ακολουθεί τις εκάστοτε ανάγκες της οικογένειας (Εικ. 12β). Υπάρχουν στενά περάσµατα α- νάµεσα στα οικοδοµικά τετράγωνα, αλλά και χώροι προσκολληµένοι στον περίβολο. Ο τύπος αυτός του προστατευµένου µε οχύρωση οικισµού µικρής έκτασης είναι πολύ διαδεδοµένος σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, από την Ιβηρική Χερσόνησο µέχρι τη Μικρά Ασία. Στο Αιγαίο, τον γνωρίζουµε, εκτός των Κυκλάδων, από το Παλα- µάρι της Σκύρου, το Liman Tepe κοντά στη Σµύρνη, και από τη Σκάλα Σωτήρος της Θάσου. Κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ φάση, οι οικισµοί δεν υιοθετούν αυτό το κλειστό οχυρωµένο τύπο εγκατάστασης, επειδή, προφανώς, η οχύρωση δεν τους είναι πλέον αναγκαία, κατοικούνται, µάλιστα, εκ νέου τα παράκτια τµήµατα των νησιών. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι νέες αυτές θέσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωµένοι εµπορικοί σταθµοί στην υπηρεσία Κρητών εµπόρων, µε εδραιωµένη πλέον τη µινωική θαλασσοκρατορία στο Αιγαίο. Παράδειγµα της νέας αυτής µορφής οικισµού αποτελεί η πρώτη πόλη της Φυλακωπής στη Μήλο, όπου διαπιστώ- 139

138 νεται µια πυκνότερη οικιστική διάταξη, µε ενιαίο σχεδιασµό και συγκροτήµατα µε πολλά δωµάτια ορθογώνιας κάτοψης. Και τώρα, πάντως, εξακολουθούν να υπάρχουν µικρές εγκαταστάσεις όπως αυτή στο ύψωµα Κύθνο της ήλου, όπου τα µικρά, ατάκτως διευθετηµένα κτίσµατα είναι αψιδωτά, συχνά µε µήκος που δεν υ- περβαίνει τα 3 µ., και δεν αποκλείεται να είχαν σκουφωτή στέγη µε φθαρτά υλικά. Στην Παροικιά της Πάρου ανασκάφηκαν επίσης αψιδωτά κτίσµατα. Κύθνος: Ο ΠΚ οικισµός Αγία Ειρήνη: Ο ΠΚ και ΜΚ οικισµός Γενικώς, τα κτίσµατα της πρωτοκυκλαδικής περιόδου είναι λιθόκτιστα, κατασκευασµένα µε πλακαρές πέτρες και µε λάσπη ως συνδετικό υλικό, ενώ το πάχος των τοίχων τους δεν υπερβαίνει τα 0,50 µ. Η στέγη τους πρέπει να ήταν επίπεδη µε µικρή κλίση ή δικλινής. Τα δάπεδά τους κατασκευάζονται από πατηµένο χώ- µα ή µικρές πλάκες, και δεν εντοπίζονται συνήθως θερµαντικές κατασκευές στο εσωτερικό τους, προφανώς λόγω του ήπιου κλίµατος. Σπανίως συναντώνται επιχρίσµατα στο εσωτερικό των σπιτιών. Η πρωτοκυκλαδική κεραµική είναι κυρίως εγχάρακτη και εµπίεστη, µε ευθύγραµµα θέµατα στην ΠΚ Ι, και καµπυλόγραµµα, οµόκεντρους κύκλους, σπείρες και ψαροκόκαλο κατά την ΠΚ ΙΙ φάση. Συνηθίζεται το γέµισµα των εγχαράξεων µε παχύρρευστη λευκή ουσία. Στα µαρµάρινα αγγεία η κανονικότητα προδίδει τη χρήση κάποιου είδους τόρνου για την κατασκευή τους. ηµοφιλέστερα αγγεία της ΠΚ Ι είναι οι σφαιρικές και οι κυλινδρικές πυξίδες. Στην Οµάδα Πλαστηρά, χρονολογηµένη προς το τέλος της πρώτης αυτής φάσης, ανήκουν επίσης διαδεδοµένοι τύποι µαρµάρινων αγγείων όπως ο κρατηρίσκος ή καντήλα, µε τέσσερις κάθετες 140

139 αποφύσεις, το κωνικό ποτήρι, η φιάλη και το πινάκιο, τα δύο τελευταία µάλλον για την παρασκευή των χρωµάτων. Στην ΠΚ ΙΙ, στην Οµάδα Κάµπου εξακολουθούν να παράγονται πήλινα αγγεία των παλαιότερων τύπων, αλλά εµφανίζονται και νέα: η σαλτσιέρα, το τηγανόσχηµο σκεύος και ο πίθος, αλλά και µαρµάρινα άωτα κύπελλα και φιάλες. Τα πρωιµότερα τηγανόσχηµα σκεύη διακοσµούνται µε εγχάρακτα καµπυλόγραµµα θέµατα, ενώ για τα εξελιγµένα της Οµάδας Σύρου επιλέγεται η εµπίεστη κυρίως διακόσµηση. Στην τελευταία αυτή οµάδα απαντώνται για πρώτη φορά στις Κυκλάδες γραπτά γραµµικά µοτίβα. Τώρα γνωρίζει σηµαντική διάδοση ο σφαιρικός αρύβαλλος, ο κέρνος και τα δίδυµα αγγεία. Η Οµάδα Καστριού του τέλους της ΠΚ ΙΙ έχει περισσότερα στοιχεία επηρεασµένα από το ΒΑ. Αιγαίο: µόνωτα κύπελλα µε σφαιρικό σώµα και κωνικό λαιµό, αµφικύπελλα δέπατα, ραµφόστοµες πρόχους, και ασκούς.η πλειονότητα των αγγείων έχει έντονα στιλβωµένη µαύρη ή καστανή επιφάνεια. Για τη χρήση των τηγανόσχηµων σκευών έχουν προταθεί αρκετές ερµηνείες. Έχουν θεωρηθεί κατά καιρούς: καθρέφτες, τύµπανα νεκρικών πο- µπών µε δέρµα στο στόµιο, σκεύη προσφορών σε νεκρούς ή σπονδικά σε θρησκευτικές τελετές, ακόµη και όργανα ναυσιπλοΐας, δηλαδή πρωτόγονοι αστρολάβοι. 141

140 6. 4. Η Πρωτοµινωική περίοδος Η πρώτη φάση της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη, δε συνοδεύεται από ασφαλείς ενδείξεις αστικοποίησης, κατά την Πρωτοµινωική ΙΙ, όµως, εµφανίζονται οικισµοί µε συνθετότερη πολεοδοµική συγκρότηση, σε σύγκριση µε τα δεδοµένα της Νεολιθικής εποχής, όπως αυτοί της Βασιλικής και της Μύρτου. Στη Βασιλική, ανασκάφηκε ένα µεγάλο κτιριακό συγκρότηµα µε δύο πτέρυγες, πλακόστρωτη αυλή στα δυτικά, διαδρόµους µε κλιµακοστάσια, εργαστηριακούς χώρους και αποθήκες (Εικ. 19). Η τοιχοδοµία του είναι ιδιαιτέρως προσεγ- µένη, µε λίθινη κρηπίδα και ανωδοµή από µεγάλες πλίνθους, καθώς και µε εσωτερική επάλειψη είτε από κόκκινο κονίαµα είτε από ξύλο. Σε µικρή ακτίνα γύρω από το λόφο της Βασιλικής, έχουν εντοπισθεί λείψανα και άλλων κτισµάτων, αν και όχι εξίσου προσεγµένης κατασκευής. Υποστηρίχτηκε ότι το συγκρότηµα αυτό ήταν η κατοικία του τοπάρχη που είχε τον έλεγχο των οικονοµικών στρατηγικών και, κυρίως, του θαλάσσιου εµπορίου της περιοχής. Συναντούµε εδώ, στην Κόκκινη Οικία, ένα παράδειγµα κτιρίου µε διαδρό- µους, όπως αυτά που γνωρίζουµε από τον ελλαδικό χώρο, και έχουν συνδεθεί µε την κεντρική διοίκηση και την αποθήκευση και αναδιανοµή του πλεονάσµατος. Η οικία αυτή πρέπει να υπήρξε αποτέλεσµα συµπιλήµατος κατασκευών, πιθανώς συγγενικών οικογενειών, που προστέθηκαν σταδιακά, πρακτική που παρατηρείται την ίδια εποχή και στη Μύρτο. Το κτίσµα αυτό, αποκαλούµενο έτσι λόγω του κόκκινου κονιάµατος που καλύπτει τους τοίχους του, φαίνεται ότι είναι το κεντρικό κτίσµα του οικισµού, γύρω από το οποίο απλώνονται άλλες µικρότερες οικιστικές νησίδες. Η Βόρεια και η Νότια Οικία αποτελούν τα παλαιότερα κτίσµατα του συγκροτήµατος και θυµίζουν τις υπόγειες σειρές αποθηκών των κατοπινών ανακτόρων, ενώ η υτική Οικία µάλλον ακολουθεί την αγαπητή την Κρήτη από τα νεολιθικά χρόνια προσθετική, περικεντρική δοµή. Ο οικισµός της ανοχύρωτης Βασιλικής τράβηξε εξαρχής το ενδιαφέρον, γιατί σ αυτόν αναγνωρίστηκαν στοιχεία από τα κατοπινά ανάκτορα της Μεσοµινωικής περιόδου: µικρή πλακόστρωτη δυτική αυλή, ιδιαίτερη προσοχή στην όψη του δυτικού µετώπου του συγκροτήµατος, γραπτά επιχρίσµατα, ενιαία ρυµοτοµία, αλλά και παρουσία ειδικών αντικειµένων, όπως οι αποκαλούµενοι κέρνοι πανσπερ- µίας ή τράπεζες προσφορών, κυκλικοί λίθοι µε βαθύνσεις, που υποθέτουµε που 142

141 σχετίζονταν µε τελετουργίες ή ήταν δηµόσια υπαίθρια παιχνίδια 48. Μπορεί, πράγµατι, να υπήρχε εδώ ένα τοπικό κέντρο οικονοµικών δραστηριοτήτων, αντίστοιχο µε εκείνα που γνωρίζουµε ότι υπήρχαν κάτω από τα ανάκτορα των Μαλλίων, της Φαιστού και της Κνωσού. Στον οικισµό αυτό εντοπίζεται το κέντρο παραγωγής της ΠΜ ΙΙ κεραµικής ρυθµού Βασιλικής, µε τη φλογωτή διακόσµηση και µελανές ή ερυθρές κηλίδες, µε δηµοφιλέστερο σχήµα αυτό της ραµφόστοµης οφθαλµωτής πρόχου. Η Μύρτος, από την άλλη, αν και σύγχρονη µε τη Βασιλική και σε µικρή απόσταση από αυτήν, εκπροσωπεί έναν εντελώς διαφορετικό τύπο ε- γκατάστασης (Εικ. 18 α ). Έχει 90 περίπου δωµάτια, τραπεζιόσχηµης, τριγωνικής, ορθογώνιας ή και εντελώς ακανόνιστης κάτοψης, χτισµένα χωρίς σχεδιασµό στο πρανές ενός υψώµατος, στη Φούρνου Κορυφή, κοντά στην Ιεράπετρα. Μπορούν, ίσως, να διακριθούν δύο επιµέρους Μύρτος: Το ΠΜ ιερό συγκροτήµατα κτισµάτων, µολονότι το τελικό αποτέλεσµα οφείλεται παντού σε διαρκείς προσθήκες βάσει των αναγκών της κοινότητας. εν υπάρχουν ευκρινείς δηµόσιοι χώροι ούτε υπαίθριες πλατείες ούτε σαφείς οδικές αρτηρίες, αν εξαιρεθούν µερικά στενά περάσµατα και αρκετά αδιέξοδα. Φαίνεται, πάντως, ότι υπήρχαν τρεις µικροί δρόµοι και δύο κύριες είσοδοι. Ο ανασκαφέας της θέσης P.Warren είχε δηλώσει αρχικά ότι η Μύτρος αποτελούσε µια καλά οργανωµένη κοινότητα βασισµένη στην τεχνική εξειδίκευση. Αργότερα, θεωρήθηκε πιθανότερο ότι υπήρχε µια οικιακή µάλλον οργάνωση της παραγωγής. Η διεξοδική χωρική ανάλυση (spatial analysis) των οικιστικών µονάδων και της διευθέτησης των δωµατίων, έδειξε ότι η εγκατάσταση αποτελούνταν από λιγοστούς τοµείς νοικοκυριών, όχι περισσότερους από δέκα, µε 5 ή 6 κατά µ.ο. άτοµα ο καθένας. Κάθε τοµέας διέθετε χώρους τροφοπαρασκευής, αποθήκευσης και οικοτεχνίας, ενώ δεν διευκρινίστηκε πουθενά πειστικά η παρουσία χώρων ε- ξειδικευµένης εργασίας. 48 Τα σκεύη αυτά αποκαλούνται έτσι κατ αναλογία προς τους κέρνους των ιστορικών χρόνων, πήλινα αγγεία µε πολλές θήκες, µέσα στα οποία τοποθετούνταν οι πρώτοι σπόροι της χρονιάς, ως προσφορά προς τις θεότητες για την εξασφάλιση της γονιµότητας της γης. Τέτοια σκεύη, ωστόσο, υ- πάρχουν σε πηλό ή µάρµαρο ήδη από την πρωτοκυκλαδική εποχή. 143

142 Στο Ν τµήµα της εγκατάστασης υπήρχε το πιο ενδιαφέρον συγκρότηµα, µε το τετράγωνο µεγάλο δωµάτιο 92, που ανήκει στην ίδια ενότητα, που οι ανασκαφείς θεώρησαν ιερό, µε άλλα 4 δωµάτια και 2 µικρούς βοηθητικούς χώρους. Στην ανατολική πλευρά του µεγάλου δωµατίου εντοπίστηκε ένα λίθινο έδρανο που θεωρήθηκε βωµός, και δίπλα του η επονοµαζόµενη θεά της Μύρτου, ένα ανθρωπόµορφο αγγείο που µάλλον προοιωνίζει τη µινωική θεά, καθώς και ένας κέρνος. Το παράδοξο ως προς τη λατρευτική ταύτιση του χώρου είναι τα άφθονα αποθηκευτικά αγγεία που βρέθηκαν εδώ, ενώ ακόµη περισσότερα εντοπίστηκαν στο φως στο προς βορρά δωµάτιο 91, το οποίο και, γι αυτό το λόγο, θεωρήθηκε αποθήκη του ιερού. Η πρακτική συνύπαρξης, εξάλλου, µεγάλων αποθηκών και τελετουργικών χώρων είναι πολύ συχνή στα µινωικά ανάκτορα. Σ ένα άλλο κτίσµα του οικισµού, πιθανόν εργαστήριο αγγειοπλαστικής, βρέθηκαν πήλινοι δίσκοι, µάλλον αργόστροφοι τροχοί κεραµικής, αλλά και πιθάρια για τον πηλό και το νερό που χρειαζόταν ο κεραµέας. Για την εγκατάσταση της Μύρτου έχει διατυπωθεί η άποψη ότι δεν ήταν παρά µια εκτεταµένη αγροικία, αρκετοί, ωστόσο, τη θεωρούν έπαυλη κάποιου τοπάρχη, όπως και στην περίπτωση της Βασιλικής. Κατά την Πρωτοµινωική ΙΙΙ φάση, και οι δυο αυτοί οικισµοί καταστρέφονται, και µόνον η Βασιλική επανακατοικείται. Στο ίδιο σηµείο, εµφανίζεται ένα συγκρότηµα παρόµοιο µε εκείνο της προηγούµενης φάσης. Σε ολόκληρη την έκταση της πλαγιάς αναπτύσσονται τώρα νέα κτίρια µε πολλά δωµάτια, βασικά και επικουρικά, κλιµακωτά δροµάκια και σύνθετη, εν γένει, οικιστική οργάνωση. Κτίρια της ίδιας εποχής εντοπίζονται τώρα και στην πεδιάδα της Μεσσαράς, εκτεταµένα συγκροτήµατα µε πυκνή δόµηση αλλά χωρίς αυστηρό σχεδιασµό, ενώ είναι βέβαιη και η συνέχιση της κατοίκησης στους χώρους της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων. Αυτή την εποχή, µάλιστα, οικοδοµούνται στην Κνωσό, οι εντυπωσιακές κυψέλες, τεράστιες υπόγειες σιταποθήκες λαξευµένες στο φυσικό πέτρωµα του λόφου, εφοδιασµένες µε ελικωτές σήραγγες που οδηγούν στο χώρο αποθήκευσης των προϊόντων. Στην Ανατολική Κρήτη, ιδρύονται στη διάρκεια της Πρωτοµινωικής, και άλλοι παράκτιοι οικισµοί όπως αυτοί στα Γουρνιά και στο Παλαίκαστρο. Υπάρχουν, συγχρόνως, και µικρές αγροτικές εγκαταστάσεις, όπως η Τρυπητή στη Νότια 144

143 Κρήτη, µε έκταση µόλις 350 τ.µ., και δύο µόνο συνοικίες, χτισµένες κλιµακωτά σε δύο επίπεδα του λόφου, ένα δρόµο και όχι περισσότερα από 7 ή 8 σπίτια. Η βασική αρχιτεκτονική δοµή εδώ είναι το µεγάλο κεντρικό δωµάτιο µε 3 ή 4 πλευρικά µικρότερα. Η πολύ καλή διατήρηση των οικιστικών λειψάνων στην Τρυπητή, µέχρι το ύψος των 2 µ., αποδεικνύει ότι τα σπίτια ήταν εξ ολοκλήρου λιθόκτιστα, µε επίπεδη στέγη από φθαρτά υλικά. Μια άλλη µικρή εγκατάσταση στη βόρεια ακτή, ο Πόρος, πολύ κοντά στην Κνωσό, δεν είχε αγροτικό αλλά εµπορικό προορισµό. Εδώ φαίνεται ότι υπήρχαν εργαστήρια οψιανού και κατεργασίας των µετάλλων, αλλά και πολλά εισηγµένα αντικείµενα κυκλαδικής προέλευσης. Σ αυτές να προσθέσουµε και τη έµπλα στη υτική Κρήτη, που αποτελούσε, όπως προαναφέρθηκε, µάλλον πύργο- παρατηρητήριο, και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του θαλάσσιου εµπορίου. Αντίθετα µε τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο, η έναρξη της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη χαρακτηρίζεται από την εµφάνιση γραπτών κεραµικών παραδόσεων, κυρίως στο νότιο τµήµα της: Ο ρυθµός Πύργου, ήδη από την ΠΜ Ι φάση επικρατεί σε όλο σχεδόν το νησί, και χαρακτηριστικά του είναι η σκοτεινή επιφάνεια, η στιλβωτή και εγχάρακτη διακόσµηση, αλλά και η προτίµηση στις µεγάλες κύλικες µε υψηλό κωνικό πόδι. Είναι η παράδοση που συνδέεται περισσότερο από κάθε άλλη µε τη νεολιθική κεραµική της Κρήτης. Ο ρυθµός Λεβήνας χαρακτηρίζεται από λευκά κοσµήµατα πάνω σε κόκκινο βάθος, και επιλέγει ανορθόδοξα σχήµατα µε γωνίες και ιδιότυπες λαβές, καθώς και αγγεία σε σχήµα πλοιαρίου, καρπών, βαρελιού, καλύβας κ.ά. Ο ρυθµός Αγίου Ονουφρίου στην Κεντρική Κρήτη, κατά την ΠΜ ΙΙΑ φάση, χρησιµοποιεί καστανά µοτίβα σε φαιό βάθος, κυρίως σε λοξότµητες µικρές πρόχους. Στην εξελιγµένη της µορφή η κεραµική αυτή, στο ρυθµό Κουµάσας, γύρω στο 2500 π.χ., φέρει καστανά ή κόκκινα, γραµµικά ή δικτυωτά, θέµατα πάνω σε ανοιχτόχρωµο επίχρισµα, και προτιµά σφαιρικά αγγεία, τσαγιέρες και πρόχους. Προς το τέλος της φάσης αυτής, ο ρυθµός Βασιλικής έχει, όπως ειπώθηκε, σκοτεινές κηλίδες σε κόκκινο ή πορτοκαλί βάθος, και στο σχηµατολόγιό του κυριαρχούν οι σαλτσιέρες, οι ραµφόστοµες πρόχοι και τα κύπελα. Ε- κτός της γραπτής κεραµικής, γενικώς στο βόρειο και κεντρικό τµήµα της Κρήτης, επιλέγονται, κατά της ΠΜ Ι και ΙΙ, εγχάρακτα θέµατα όµοια µε τα κυκλαδικά, ενώ στο δυτικό προτιµάται η χτενιστή τεχνική. Την ίδια εποχή χρονολογούνται οι κυρτεπίπεδοι κεραµικοί τροχοί από τη Μύρτο. Στην ΠΜ ΙΙΙ, τέλος, ο λευκός ρυθ- 145

144 µός είναι αυτός που επικρατεί, αν και κυρίως στην Ανατολική Κρήτη. Τώρα το θε- µατολόγιο της κεραµικής ενσωµατώνει επίσης σπείρες, κύκλους, πλοχµούς, ακόµη και φυτικά µοτίβα και ψάρια, προαναγγέλλοντας τους µεσοµινωικούς ρυθµούς Η Πρώιµη Εποχή του Χαλκού στο υπόλοιπο Αιγαίο Στο ΒΑ. Αιγαίο, η Πολιόχνη στη Λήµνο, η Θερµή στη Λέσβο και το Εµποριό στη Χίο, εµφανίζουν λίγο µετά την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, µια οργανωµένη πολεοδοµική µορφή και ισχυρές οχυρώσεις. Πολλά επιµήκη κτίρια µεγάλων διαστάσεων έχουν ανασκαφθεί στη Θερµή το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι ώστε να µοιράζονται µεσοτοιχίες, και να σχηµατίζουν πυκνοδοµηµένα συγκροτήµατα κατά µήκος κεντρικών και δευτερευόντων οδικών αρτηριών (Εικ. 17α-β), πρακτική, πάντως, που γίνεται κανόνας µόνο µετά τη φάση ΙΙΙ. Αν εξαιρέσουµε τις τελευταίες φάσεις του οικισµού όταν εµφανίζονται µεγαρόσχηµα κτίρια, κανόνα αποτελεί το µακρόστενο σπίτι µε προθάλαµο, χωρίς παραστάδες, και µε ενιαία επιµήκη αίθουσα, όπου συστεγάζονται πολλές λειτουργίες. Παρά το γεγονός ότι ο οικισµός αυτός ανακατασκευάζεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, µεταβάλλοντας συχνά τον προσανατολισµό του, διατηρεί πάντοτε την ε- ντυπωσιακή πολεοδοµική του συγκρότηση, βασισµένη στην επανάληψη του δίχωρου ή τρίχωρου επιµήκους κτίσµατος. Προς το τέλος της περιόδου, εµφανίζονται στη Θερµή και επιµήκη κτίρια µε κυκλοτερές πέρας, αν και όχι ακριβώς αψιδωτά, προκειµένου να εξοικονοµηθεί χώρος για άνετες υπαίθριες εκτάσεις. Ήδη από την πρώιµη ανοχύρωτη φάση, τα κτίσµατα οργανώνονται σε νησίδες, και δροµολογείται µια πυκνή ρυµοτοµία, περικεντρική στις τρεις πρώτες πόλεις, και ορθογώνια, αργότερα. Στη Θερµή Ι, συναντούµε ένα κεντρικό οικοδοµικό συγκρότηµα οριοθετηµένο µε περιφε- Θερµή: ο οικισµός της ΠΕΧ (φάση V) ρειακό δρόµο και ακτινωτά διευθετηµένες νησίδες, που τις χωρίζουν δρόµοι πλάτους 2 µ. Τέτοια διάταξη ξέρουµε ε- 146

145 πίσης από τη φάση Ιa της Τροίας, τις φάσεις ΙΙΙ και IV του Ηραίου στη Σάµο, αλλά και από οικισµούς της Ανατολίας, γι αυτό και αποκαλείται συχνά ανατολικό οικιστικό σχήµα. Ήδη από τώρα τεκµηριώνεται επιτόπια κατεργασία µετάλλων, από τον εντοπισµό σφυριών, πήλινων χωνευτηρίων, πήλινων και λίθινων µητρών αλλά και κοσµηµάτων. Ξεχωρίζει σε κεντρικό σηµείο του οικισµού, στον Τοµέα Ε, το κτίριο Α1α-β για την επιµεληµένη κατασκευή του, και την παρουσία µιας κεντρικής εστίας διαµέτρου 1,40 µ., και ενός προθαλάµου που βλέπει προς τη µεγαλύτερη πλατεία του οικισµού. Στη διάρκεια της φάσης ΙΙΙΑ, το κτίσµα αυτό περικλείεται µαζί µε ολόκληρη την κεντρική συνοικία µέσα σε τείχος. Στην περιοχή αυτή εί- µαστε βέβαιοι ότι συγκεντρώνονταν σηµαντικές οικονοµικές λειτουργίες όπως η µεταλλοτεχνία, η νηµατουργία και η κατεργασία των δερµάτων. Η ειδική λειτουργία αυτής της νησίδας εξακολούθησε και κατά τις επόµενες φάσεις. Μεγάλη ρυµοτοµική αλλαγή παρατηρείται µόνο µε την έναρξη της Θερµής IV: οργάνωση των µεγαρόσχηµων κτιρίων σε µεγάλα οικοδοµικά τετράγωνα, που διαχωρίζουν παράλληλοι δρόµοι πλάτους 2 ως 5 µ. Το ορθογώνιο αυτό πολεοδο- µικό σύστηµα, ήταν, προφανώς, αναγκαίο λόγω της αύξησης πληθυσµού, που δεν ήταν δυνατόν να καλύψει το προγενέστερο περίκεντρο σύστηµα όσο και αν πύκνωνε. Τώρα, διαπιστώνουµε και νεωτερισµούς στην εσωτερική διάρθρωση των κτιρίων, µε τον προθάλαµο να διαιρείται σε µικρότερους επικουρικούς χώρους. Η παρουσία κασσίτερου στον τοµέα Ε δείχνει ότι έχουµε εδώ ένα εργαστήριο µεταλλοτεχνίας, γι αυτό ο τοµέας αυτός αποκαλείται Συνοικία του Μεταλλουργού, µε δεδοµένη τη σηµαντική οικονοµική και κοινωνική του σηµασία. Στη Θερµή V, που υπολογίζεται ότι είχε πάνω από κατοίκους, το κτίριο Θ1 έχει προθάλαµο, µεγάλη αίθουσα και δύο ακόµη χώρους, και είναι το µεγαλύτερο του οικισµού, µε διαστάσεις 25,50 Χ 5,50 µ. Πρέπει, λοιπόν, να είχε ιδιαίτερο ρόλο και λειτουργία, κάτι που ισχύει για ένα τουλάχιστον σύνθετο οικοδόµηµα κάθε φάσης. Η Λήµνος έχει επίσης να επιδείξει σηµαντικούς οικισµούς από το τέλος της Τελικής Νεολιθικής, δηλαδή από τα µέσα της 4 ης χιλιετίας π.χ. Στη Μύρινα και στην Πολιόχνη έχουν έρθει στο φως από το τέλος της Νεολιθικής εποχής κτίρια ελλειψοειδούς ή κυκλικής κάτοψης µε λιθόκτιστα θεµέλια και διάµετρο ως 7 µ. Στη Μύρινα, συνυπήρχαν µε άλλα ευθύγραµµης κάτοψης. Κυκλικές καλύβες µε λίθινα θεµέλια έχουν πρόσφατα ανασκαφεί και στην παράκτια θέση Άγιος Ιωάννης της Θάσου, όπου, µάλιστα, εντοπίστηκε εντυπωσιακός αριθµός πηλοκατασκευών, ε- στιών και φούρνων, κυρίως στις αυλές των σπιτιών. Εδώ, οι κάτοικοι ασχολούνταν 147

146 περισσότερο µε την κτηνοτροφία, την αλιεία και την υφαντική, παρά µε τη γεωργία, µια που η θέση βρίσκεται σε µικρό κλειστό όρµο, µακριά από καλλιεργήσιµες εκτάσεις. Τα λίθινα πελεκητά εργαλεία ήταν σχεδόν αποκλειστικά από χαλαζία, που αφθονεί στην περιοχή, ενώ στην κεραµική της εγκατάστασης διαπιστώνεται η εξαφάνιση των γραπτών µοτίβων, που υπήρχαν ως το τέλος της Νεολιθικής, και η αντικατάστασή τους από αυλακωτά και εµπίεστα θέµατα, σε σκοτεινόχρωµες επιφάνειες µε πρόχειρη επεξεργασία. Οι απόλυτες τιµές του άνθρακα 14 δείχνουν ότι ο Άγιος Ιωάννης κατοικήθηκε από το ως το π.χ. Κατά την 3 η χιλιετία, οι οικισµοί της Λήµνου βρίσκονται σε περίοπτες παραλιακές θέσεις πάνω σε χαµηλούς λόφους ή σε χερσονήσους, κοντά σε φυσικά λιµάνια, αλλά και σε µικρή απόσταση από τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις. Έχουν ε- ντοπιστεί στο νησί τουλάχιστον 15 οικισµοί της ΠΕΧ. Στη Μύρινα και στην Πολιόχνη, µετά την πρώιµη φάση των κυκλικών κτισµάτων που αναφέραµε, παρατηρείται αύξηση της έκτασης και, προφανώς, του πληθυσµού, αστικές δοµές, δηµόσια έργα, πολεοδοµικός σχεδιασµός, αλλά και προηγµένη τεχνογνωσία σε µεταλλοτεχνία και κεραµική. Στην Πολιόχνη (Εικ. 18γ), συναντούµε µια αστική οικιστική διάρθρωση µετά τα µέσα της δεύτερης φάσης της, δηλαδή της Γαλάζιας περιόδου 49, καθώς και οχυρωµατικό τείχος που περιβάλλει τον οικισµό από την ευπρόσβλητη πλευρά της πεδιάδας. Είναι αλήθεια ότι στην πρώιµη Γαλάζια φάση, οι κατοικίες είχαν µικρές ακόµη διαστάσεις και αψιδωτή κάτοψη, εκπροσωπώντας ένα µεταβατικό οικιστικό στάδιο ανάµεσα στις κυκλικές καλύβες της Μαύρης και στα µεγαρόσχηµα κτίρια της Ύστερης Γαλάζιας περιόδου. Η έκτασή της υπολογίζεται, κατά τη διάρκεια της τελευταίας, γύρω στα 30 στρέµµατα. Υπήρχε δίκτυο λιθόστρωτων δρόµων µε αποχετευτικούς αγωγούς, πλακόστρωτες πλατείες και πηγάδια, όλα δηµόσια έργα που αποδεικνύουν υψηλό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης και εργασιακής κατανοµής. Οι ιδιωτικές κατοικίες οργανώνονταν, όπως και στις πρώτες φάσεις της Θερµής, µε το περικεντρικό σύστηµα, µε µικρότερους, δηλαδή χώρους, γύρω από ένα κτίριο µεγαροειδούς κάτοψη, µε µεγάλο ορθογώνιο δωµάτιο, προθάλαµο και λιθόστρωτη εξωτερική αυλή. Τα µεγαλύτερα από αυτά διέθεταν πλευρικές αποθήκες µε µεγάλους πίθους. Τα κτίσµατα στην Πολιόχνη, ήταν κατά κανόνα µονώροφα, γι αυτό και µοιράζονταν µεσοτοιχίες, και µόνο κατ εξαίρεση διώροφα, όπως τα δύο 49 Στις διαφορετικές οικιστικές φάσεις της Πολιόχνης έχουν δοθεί από τους ανασκαφείς οι ονοµασίες: Μαύρη (ΧΛ), Γαλάζια, Πράσινη, Κόκκινη Κίτρινη (ΠΕΧ), Καστανή (ΜΕΧ), Μωβ (ΥΕΧ). 148

147 κοινόχρηστα µάλλον οικήµατα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης του τείχους της Γαλάζιας φάσης, η Σιταποθήκη και το Βουλευτήριο. Υπήρχαν πάντοτε λίθινα θε- µέλια και ανωδοµή από πλίνθους, κλαδιά και λάσπη, εκτός από ορισµένες περιπτώσεις κτισµάτων ειδικού προορισµού, όπως, λόγου χάριν, το Μέγαρο 832 της Κίτρινης περιόδου, που ήταν εξ ολοκλήρου λιθόκτιστα. Το Βουλευτήριο φέρει είσοδο στη βόρεια στενή πλευρά του και δύο σειρές λιθόκτιστων εδράνων, χωρητικότητας πενήντα περίπου ατόµων. Στο εσωτερικό του δεν υπήρχαν ευρήµατα. Για τη Σιταποθήκη, πάντως, έχει υποστηριχτεί ότι µπορεί να ήταν ένας απλός κύβος γεµάτος χώµα, που να λειτουργούσε ως ανάληµ- µα, και όχι ο αποθηκευτικός χώρος που υποθέτουµε. Την ίδια εποχή, ωστόσο, η εντατικοποίηση όσον αφορά τη διαφύλαξη και αναδιανοµή του πλεονάσµατος της πρωτογενούς παραγωγής αποτυπώνεται και στον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο σε ευ- µεγέθη κτίρια όπως το κυκλικό της Τίρυνθας, οι κυψέλες της Κρήτης αλλά και τα µικρότερα, επίσης κυκλικά, στον Ορχοµενό. Αν και δεν έχουν εντοπιστεί ιεροί χώροι στην Πολιόχνη, φαίνεται όµως ότι υπήρχαν µικρά οικιακά ιερά. Ένα τέτοιο πιστεύουν οι ανασκαφείς ότι υπήρχε στο δωµάτιο 1109 της Πράσινης περιόδου, µε θρανίο πάνω στο οποίο βρέθηκαν επτά µικκύλα 50 αγγεία. Αλλά και στο δωµάτιο 513 της Κόκκινης Πολιόχνης, υπήρχε ένας βαίτυλος 51 από ψαµµόλιθο µε ύψος 45 εκ., και µε βαλανόσχηµη απόληξη. Έξω από την είσοδο του χώρου αυτού, ανασκάφηκε χτιστός λάκκος µε µικρογραφικά αγγεία, στάχτη, οστά ζώων και σπόρους, ευρήµατα που θεωρήθηκε επίσης ότι συνδέονται µε τελετουργίες. Πρέπει, ακόµη, να σηµειωθεί ότι και στην Πολιόχνη, έχει βρεθεί ένας λίθος µε βαθύνσεις, αντίστοιχος των κέρνων που γνωρίζουµε από τη Βασιλική, τη Μύρτο και τα Μάλια, ενώ ένας ακόµη εντοπίστηκε στα Λιµενάρια της Θάσου, γεγονός που αποδεικνύει τη διάδοση τέτοιων τεχνέργων, µε αδιευκρίνιστο ακόµη προορισµό, κατά την 3 η χιλιετία π.χ., σε όλο σχεδόν το Αιγαίο. 50 Μικρογραφικά οµοιώµατα αγγείων. 51 Σφαιρικό ή ωοειδές αντικείµενο µε πιθανολογούµενη τελετουργική ή θρησκευτική λειτουργία. 149

148 Στην Κόκκινη Πολιόχνη, υπήρχαν µνηµειακά, πράγµατι, οικοδοµήµατα. Το Μέγαρο 832 µε δύο πεσσούς στην κεντρική του αίθουσα, είχε έκταση 50 τ.µ. Το Μέγαρο 317, µε διαστάσεις 7,50 Χ 2,70 µ., είχε µάλλον δη- µόσιο χαρακτήρα, αν κρίνουµε από την προεξέχουσα θέση του στην παρυφή της πλατείας 106. Το Μέγαρο 605 της Κίτρινης περιόδου, ήταν κατά τους ανασκαφείς κατοικία µιας αρχηγικής µορφής, µε έκταση 35 τ.µ., Κνωσός: Η κυψελοειδής αποθήκη και µε τέσσερις χώρους αποθηκευτικούς γύρω του. Στο κεντρικό του δωµάτιο εντοπίστηκαν: µια εστία, πολλά πήλινα σκεύη, τα κατάλοιπα ενός όρθιου αργαλειού και ένας σφραγιδοκύλινδρος από ελεφαντόδοντο, ο οποίος πρέπει να είχε φτάσει από τη Βόρεια Συρία ή τη Μεσοποταµία, για να εξυπηρετεί τις οικονοµικές δοσοληψίες των ενοίκων του. Στο σύγχρονό του Μέγαρο 643, πάνω σε λίθινο θρανίο, και φυλαγµένος µέσα σε µικρή πρόχου, κρυµµένη και αυτή σε έναν πίθο, εντοπίστηκε ο ονοµαστός θησαυρός χρυσών κοσµηµάτων. Το βάρος τους έφτανε τα 425 γραµµάρια, και περιείχε περόνες, ενώτια, βραχιόλια, περιδέραια, όλα αντίστοιχα µε των θησαυρών των πόλεων ΙΙg και ΙΙΙ της Τροίας, αλλά και µε τέχνεργα της Κεντρικής Ανατολίας, όπως του οικισµού στο Eskiyapar. Στην Πολιόχνη, διαπιστώνεται, επιπλέον, πρώιµη παραγωγή εξελιγµένων τύπων µεταλλικών αντικειµένων. Βρέθηκαν εδώ χωνευτήρια και µήτρες που αποδεικνύουν την επιτόπια κατεργασία, πιθανόν µε µετάλλευµα από τον Εύξεινο Πόντο και τη Μικρά Ασία, µια που δεν ήταν διαθέσιµη τοπική πρώτη ύλη. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η Λήµνος ήταν κέντρο και σταθµός εµπορίας και τεχνογνωσίας των µετάλλων. Τα λίθινα όπλα, αξίνες και σφύρες, φαίνεται ότι αντικαθίστανται από την Κόκκινη περίοδο από χάλκινα εγχειρίδια, αιχµές δοράτων και πελέκεις. Ένας θησαυρός χάλκινων τεχνέργων ανακαλύφτηκε στο δωµάτιο 829 της Κόκκινης Πολιόχνης, δίπλα στο Μέγαρο 832. Είχε µάλλον τοποθετηθεί σε κάποιο δοχείο από φθαρτό υλικό, γι αυτό τα αντικείµενα βρέθηκαν σε σωρό και ενωµένα µεταξύ τους. Περιείχε πέντε επίπεδες αξίνες, έναν πέλεκυ µε οπή στειλέωσης, τρεις λόγχες, τέσσερα εγχειρίδια, τρεις οπείς, µία περόνη και ένα αγκίστρι. 150

149 Καθ όλη τη διάρκεια ζωής του οικισµού, συνηθίζονται κτίσµατα µε δύο και τρία δωµάτια. Στην Πράσινη και Κόκκινη Πολιόχνη, η κάτοψη των κτισµάτων γίνεται συνθετότερη, φαίνεται να µεταβάλλεται συχνά, ενώ υπάρχουν και κεντρικά κτίσµατα στον τύπο του µεγάρου, τα οποία, µάλιστα, οικοδοµούνται επανειληµµένως στο ίδιο ακριβώς σηµείο. Βασικός οικιστικός τύπος είναι το µεγαρόσχηµο µε προθάλαµο που, λιθόστρωτος καθώς είναι, φαίνεται να αποτελεί συνέχεια του δρόµου ή της αυλής. Τα µεγαλύτερα όµως έχουν µια δεύτερη παράλληλη προς το µέγαρο επιµήκη πτέρυγα χωρισµένη σε µικρά δωµάτια προορισµένα για αποθήκες. Η Μύρινα είναι πιο εκτεταµένη από την Πολιόχνη, και φτάνει πιθανόν τα 80 στρέµµατα. Την περίοδο της ακµής της, που αντιστοιχεί στην Κόκκινη και την Κίτρινη φάση της Πολιόχνης, πρέπει να είχε πληθυσµό µεγαλύτερο από κατοίκους, ενώ η Πολιόχνη µόλις το µισό. Οι κατοικίες ξαναχτίζονται κι εδώ αρκετές φορές στο ίδιο σηµείο, είτε µετά σεισµούς είτε εξαιτίας της ανάγκης για προσθήκη νέων και µεγαλύτερων χώρων, λόγω αύξησης των µελών της οικογένειας. Οι συστάδες των κτισµάτων ίσως αντιστοιχούν σε οµάδες οικογενειών µε συγγενικούς δεσµούς. Τα σπίτια είναι και στον οικισµό αυτό µεγάλων διαστάσεων, ορισµένα µεγαρόσχηµα, µε προθάλαµο και δύο ή περισσότερα δωµάτια, λιθόκτιστα ως τη στέγη. Οι στέγες ήταν αµφικλινείς, από φθαρτά υλικά, ενώ για την τοιχοδοµία έ- χουν χρησιµοποιηθεί κροκάλες, αδροί λίθοι, οικοδοµικό υλικό προηγούµενων φάσεων και λάσπη ενισχυµένη µε θαλάσσια όστρεα. Μέσα στη Μύρινα, αποκαλύφτηκαν δηµόσια έργα όπως οι εντυπωσιακοί λιθόκτιστοι αποχετευτικοί αγωγοί και τα στενά λιθόστρωτα δροµάκια, αν και οι µεγαλύτεροι δρόµοι ήταν χωµάτινοι. Έ- χει επίσης εντοπιστεί µικρή κυκλική λιθόκτιστη αποθήκη σιτηρών µε διάµετρο 2 µ., ανάλογοι των κτισµάτων που γνωρίζουµε από τον Ορχοµενό, καθώς και τµήµα ενός αναλήµµατος που ίσως είχε και οχυρωµατικό χαρακτήρα, αν και δεν υπάρχουν ως τώρα άλλες ενδείξεις οχύρωσης της θέσης. 151

150 Μύρινα: Οικίες της ΠΕΧ Μύρινα: Οικίες της ΠΕΧ Η Οικία Α της Μύρινας είναι µεγαρόσχηµη µε διαστάσεις 12,30 Χ 4,20 µ. Έχει τρεις χώρους και είσοδο στη µακρά πλευρά. Ο τρίτος τετράγωνος χώρος προς βορρά ήταν αποθηκευτικός. Είχε δάπεδο από σκληρό χώµα αναµεµειγµένο µε µικρά χαλίκια. Η Οικία Β ήταν αρχικά σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων 17,50 Χ 12,00 µ., αλλά αργότερα διαιρέθηκε σε δύο µεγαρόσχηµες κατοικίες, δυτική και ανατολική, η δεύτερη µε λιθόστρωτη αυλή. Η Οικία Γ, µακρύτερη αλλά στενότερη από τη Β, είχε αρχικά καµπύλο βόρειο σκέλος που αργότερα έγινε ορθογώνιο, και είσοδο επίσης στη µακριά πλευρά. Οι Οικίες και Ε ανήκουν στην ίδια νησίδα µε µικρούς χώρους που ήταν αποθήκες και µαγειρεία. Γι αυτό και το κεντρικό δωµάτιο της Ε επικοινωνεί µε την Οικία. Η Οικία ΣΤ περιέχει ένα µεγάλο µεγαρόσχη- µο κτίσµα, µε διαστάσεις 11 Χ 4,50 µ., και µε δύο ευρύχωρα δωµάτια και πολλούς βοηθητικούς χώρους δυτικά και ανατολικά του µεγάρου. Στον οικισµό βρέθηκε εντυπωσιακός αριθµός τριβείων από τοπικά ηφαιστειακά πετρώµατα, πολλά από τα οποία ήταν εντοιχισµένα σε οψιµότερους τοίχους. Ο πολύ µεγάλος αριθµός τέτοιων τεχνέργων κάνει πιθανό τον ανταλλακτικό προορισµό τους, κάτι που έχει προταθεί και για το αντίστοιχο υλικό από την Πολιόχνη, είναι, εξάλλου, επιβεβαιωµένο για τη Νότια Ελλάδα, από το ναυάγιο της οκού. Από τα µεταλλικά αντικείµενα υπερτερούν εδώ τα χάλκινα εργαλεία και κοσµήµατα, κυρίως πελέκεις, εγχειρίδια και περόνες, αλλά έχουν επίσης βρεθεί αντικείµενα από άργυρο. Οι λίθινες µήτρες αποδεικνύουν την επιτόπια κατεργασία του χαλκού. Η ιστορικότερη θέση αυτής της περιόδου στο ΒΑ. Αιγαίο, είναι η Τροία, συνδεδεµένη τόσο µε την ελληνική πρωτοϊστορία και φιλολογία, όσο και µε το ι- στορικό των παλαιότερων ανασκαφών στο χώρο του Αιγαίου, εφόσον µαζί µε τις Μυκήνες και την Τίρυνθα υπήρξαν οι πρώτοι ανασκαµµένοι οικισµοί στα τέλη του 152

151 19 ου αιώνα από τον Ερρίκο Σλήµαν. Η Τροία εµφανίζει, αν και όχι από την αρχή της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, ένα κλειστό σχήµα οχυρωµένης εγκατάστασης, µε ισχυρό τείχος εφοδιασµένο µε ορθογώνιους πύργους και αντηρίδες, καθώς και µνηµειακές πύλες και προσβάσεις στην ακρόπολη (Εικ. 12 α και 13). Στο εσωτερικό του περιβόλου της συναντούµε, ήδη από τη δεύτερη πόλη της Τροίας, εντυπωσιακών διαστάσεων µέγαρα, ένα στη φάση Τροία Ιa, και περισσότερα στη συνέχεια, όλα µε κεντρική αίθουσα, βαθύ πρόδοµο και οπισθόδοµο. Γύρω από τα µνηµειακά αυτά οικήµατα, αναπτύσσεται ένας πυκνός πολεοδοµικός ιστός, ο οποίος σταδιακά, λόγω της αύξησης του πληθυσµού, επεκτείνεται και εκτός των οχυρωµατικών περιβόλων, µεγεθύνοντας διαρκώς την έκταση της πόλης, και δηµιουργώντας, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ένα πολυάνθρωπο αστικό κέντρο. Ο πολιτισµός της Τροίας χαρακτηρίζεται από την αφθονία µεταλλικών α- ντικειµένων, όπλων, εργαλείων και αγγείων, µε εντυπωσιακότερο εύρηµα τους ο- νοµαστούς θησαυρούς του Σλήµαν, που περιελάµβαναν πληθώρα χρυσών κοσµη- µάτων. Στην Τροία ΙΙ, πρωτοεµφανίζεται και ένας πολύ σηµαντικός για την εξέλιξη της κεραµικής τεχνολογίαςνεωτερισµός, ο ταχύστροφος τροχός, ο οποίος µετά τα µέσα της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, κάνει την εµφάνισή του στις Κυκλάδες και στην Ανατολική Πελοπόννησο. Η υιοθέτηση, µάλιστα, και διάδοση του τροχού, ίσως έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην εµφάνιση τώρα εξειδικευµένων κερα- µέων και εργαστηρίων. Η κεραµική της Τροίας, στο σύνολό της σχεδόν αδιακόσµητη και σκοτεινόχρωµη, χαρακτηρίζεται από το µεγάλο αριθµό ανθρωπόµορφων αγγείων, τριποδικών χυτρών, λοξότµητων πρόχων, αλλά και από την εµφάνιση ενός νέου σχήµατος, που χρωστά το όνοµά του στον Όµηρο, του αµφικύπελλου δέπατος. Στο Παλαµάρι της Σκύρου, ένας ακόµη παράκτιος οχυρωµένος οικισµός της περιόδου ανασκάπτεται τις τελευταίες δεκαετίες. Η έκτασή του είναι 20 περίπου στρέµµατα. Ο εντυπωσιακός αριθµός οστών αιγοπροβάτων µαζί µε όστρεα θαλάσσης υποδεικνύουν τον οικονοµικό προσανατολισµό του πληθυσµού του. Ω- στόσο, σε µικρή απόσταση από το ακρωτήριο, πάνω στο οποίο έχει ιδρυθεί, εκτείνεται εύφορη πεδινή έκταση, κριτήριο µάλλον και αυτή για την επιλογή της θέσης. Στη δυτική πλευρά του οικισµού, έχει έρθει στο φως λιθόκτιστος περίβολος µε προµαχώνες, ενώ δεν φαίνεται να ήταν εφοδιασµένο µε προµαχώνες και το νότιο τµήµα του τείχους, αν και δεν έχει ανασκαφεί σε όλο του το µήκος. Την προστασία της θέσης συµπληρώνει τάφρος και εξωτερικό προτείχισµα, πλάτους 1,5 µ., το ο- 153

152 ποίο βρίσκεται σε απόσταση 8,5 µ. από τον περίβολο. Η ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του οικισµού είναι ακόµη σε εξέλιξη, φαίνεται, πάντως, ότι συνυπήρχαν κατά τη δεύτερη φάση της ΠΕΧ ορθογώνιας και καµπυλόγραµµης κάτοψης κτίρια. Εδώ, εντοπίστηκε και λιθόκτιστος αποχετευτικός αγωγός πλάτους 0,25 µ., όπως αυτός της Πολιόχνης. Από τα κινητά ευρήµατα του οικισµού ξεχωρίζει µια κυλινδρική πήλινη σφραγίδα µε εγχαράξεις, η οποία θυµίζει τον ελεφαντοστέινο σφραγιδοκύλινδρο του Μεγάρου 605 της Πολιόχνης. Υποθέτουµε ότι τέτοιες σφραγίδες εξυπηρετούσαν τη διακίνηση των αγαθών. Στην Πελοπόννησο, λόγου χάριν, έχουµε ένα σφράγισµα που επαναλαµβάνεται σε πίθους και στο χείλος µιας εστίας από την Τίρυνθα, αλλά και στη Λέρνα και στις Ζυγουριές, ίσως επειδή όλα ήταν έργα του ίδιου τεχνίτη, ο οποίος και άφηνε τη σφραγίδα του. Στο Παλαµάρι, έχουµε επίσης σηµεία των κεραµέων, όπως αυτά των Κυκλάδων και της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Σηµαντικές είναι και οι ενδείξεις µεταλλουργικής τεχνογνωσίας. Εκτός των µολύβδινων συνδέσµων αγγείων και των σκωριών που κατά καιρούς έχουν εντοπιστεί, στο χώρο 4 της ΒΑ πλευράς βρέθηκε λίθινη ανοιχτή µήτρα µε δύο όψεις χύτευσης, η µία για βέλος και η άλλη για σµίλη. Έχουν βρεθεί, τέλος, στο Παλαµάρι αρκετά χάλκινα εγχειρίδια, λόγχες, βελόνες και σµίλες. Στη Σκάλα Σωτήρος, στη υτική Θάσο, εντοπίσθηκε µία ακόµη µικρή ο- χυρή εγκατάσταση αυτού του τύπου, µε ογκώδη περίβολο και προµαχώνες, πιθανόν φυλάκια, δίπλα στις εισόδους του (Εικ. 20 α ). ε στάθηκε δυνατό να ερευνηθεί το εσωτερικό του οικισµού, επειδή βρίσκεται σήµερα κάτω από την εκκλησία του χωριού. Η τοιχοδοµία του είναι η διαδεδοµένη κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίου τεχνική του ψαροκόκαλου (Εικ. 21α-β-γ). Ενσωµατωµένες στον περίβολο βρέθηκαν ανθρωπόµορφες στήλες από ασβεστόλιθο και γνεύσιο, χρησιµοποιηµένες σε δεύτερη χρήση ως οικοδοµικό υλικό. Είναι σχηµατοποιηµένες, αλλά προσπαθούν να αποδώσουν στοιχεία ανδρικής µορφής µε εξοπλισµό πολεµιστή ή κυνηγού. Οι λεπτοµέρειες αποδίδονται ανάγλυφα ή µε εγχάραξη. Τέτοιες στήλες συναντούµε στην Ανατολική Ευρώπη από το δεύτερο µισό της 4 ης χιλιετίας π.χ., µε βαθµιαία εξάπλωση µέχρι τη Νότια Γαλλία και την Ιβηρική Χερσόνησο. Ο προορισµός τους δεν είναι διευκρινισµένος, αλλά πιστεύεται ότι σχετίζονταν µε τη λατρεία µυθοποιηµένων προγόνων, και ήταν τοποθετηµένες σε χώρους προορισµένους για τελετουργίες. Σε άλλες περιπτώσεις, έχουν χρησιµοποιηθεί ως σήµατα ταφικών µνηµείων ξεχωριστών για την κοινότητα προσώπων. εν απο- 154

153 κλείεται, πάντως, να δηλωνόταν µε την παρουσία τους τα όρια της επικράτειας κάποιων οικισµών, εφόσον αρκετές έχουν εντοπιστεί µεµονωµένες στο ύπαιθρο. Εκτός των ανθρωπόµορφων στηλών, στα κινητά ευρήµατα του οικισµού ανήκουν: ένα χρυσό επίραµµα ενδύµατος, ενός τύπου γνωστού από την Τροία, αρκετοί λίθινοι πελέκεις µε οπή στειλέωσης, και εντυπωσιακός αριθµός σφοντυλιών, που αποδεικνύει τη εντατική άσκηση της υφαντικής στον οικισµό. Οι επιρροές, από την άλλη, που παρατηρούµε στην κεραµική του, µαρτυρούν στενούς δεσµούς τόσο µε τις θέσεις του ΒΑ Αιγαίου, όσο και µε την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Στα ωδεκάνησα, στον Ασώµατο Ρόδου, ανασκάφηκε ορθογώνιο κτίριο µε ανωδοµή στοιβαχτού πηλού (pisé) πάνω στην ισχυρή λιθοδοµή της θεµελίωσης. Πρόκειται για µνηµειακό κτίριο, µε εµβαδόν 100 τ.µ., και εν παραστάσει 52 δυτική πρόσοψη η οποία βλέπει σε αύλειο χώρο. Η νότια πτέρυγα είναι φαρδύτερη, και περιλαµβάνει µια µεγάλη αίθουσα, διαστάσεων 6,90 Χ 4,15 µ., µε κυκλική εστία διαµέτρου 1,30 µ., και έναν υπαίθριο λιθόστρωτο χώρο στα ανατολικά. Η βόρεια πτέρυγα αποτελείται από τρεις µικρότερους χώρους. Το κτίριο περιτρέχεται από οδικές αρτηρίες, οι κεντρικές µε πλάτος 4 περίπου µέτρων, ενώ οι µικρότερες µόλις 1,5 µ. Μεγαρόσχηµα κτίρια µε κεντρική µεγαλύτερη αίθουσα µε εστία, έχουν ε- ντοπιστεί και στο Ηραίο Σάµου, από τη φάση ΙΙ του οικισµού. Εδώ, όπως και στον Ασώµατο, παρατηρείται η πρακτική να προβλέπεται καταρχήν ένας ευρύχωρος υπαίθριος χώρος πίσω από την αίθουσα, ο οποίος όµως αργότερα µετατρέπεται σε κλειστό δεύτερο χώρο. Στο Ηραίο υπήρχε οχύρωση, και τα κτίσµατα ήταν αυτόνο- µα στο χώρο, σε ικανή απόσταση µεταξύ τους, και µε ελεύθερους χώρους µπροστά και πίσω. Υπήρχε πρόβλεψη για ευρύχωρες πλατείες και δρόµους. Στο Εµποριό της Χίου, στην πρώτη φάση της ΠΕΧ, φαίνεται ότι προτιµούσαν τα αψιδωτά κτίρια, όπως συνέβαινε στην Τροία Ιa και στη Μαύρη Πολιόχνη. Αργότερα, καθιερώνεται και εδώ το µεγάλων διαστάσεων µεγαρόσχηµο ορθογώνιο κτίσµα, και ο οικισµός αποκτά ισχυρό οχυρωµατικό περίβολο. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, τη Μακεδονία, τη Θράκη ή τη Θεσσαλία, δεν συναντούµε τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, τα οποία θεωρούνται πρωτοαστικά, αλλά ένα πολιτισµικό επίπεδο που ελάχιστα διαφοροποιείται από εκείνο της νεολιθικής εποχής. 52 Με πρόδοµο, δηλαδή, ανάµεσα σε δύο παραστάδες. 155

154 Στην ηπειρωτική Ελλάδα, η εικόνα των οικισµών δε φαίνεται να µεταβάλλεται σηµαντικά, συγκρινόµενη µε εκείνη της Νεολιθικής εποχής. Αν και στις περισσότερες περιοχές είναι αλήθεια ότι διαπιστώνεται µικρή αύξηση του αριθµού των θέσεων κατά την 3 η χιλιετία π.χ., ωστόσο, ούτε η έκτασή τους είναι τώρα µεγαλύτερη, ούτε η οικιστική τους οργάνωση συνθετότερη, ούτε και ο κινητός τους εξοπλισµός διαφορετικός ή περισσότερο εξειδικευµένος. Στους Σιταγρούς της Ανατολικής Μακεδονίας ανασκάφηκαν δύο αψιδωτά κτίσµατα των ύστερων φάσεων της ΠΕΧ: η Επιµήκης Οικία, αποκαλούµενη έτσι λόγω του εντυπωσιακού της µήκους, και η Καµένη Οικία, η οποία εντοπίσθηκε κάτω από το στρώµα της πυρκαγιάς που την κατέστρεψε (Εικ. 21ζ). Η δεύτερη είναι µικρότερη, και διαιρείται σε τρεις χώρους, ένα στεγασµένο πρόδοµο, το κεντρικό ορθογώνιο δωµάτιο διαµονής και έναν ηµικυκλικό χώρο µε αποθηκευτικό και τροφοπαρασκευαστικό προορισµό. Αυτό το αποδεικνύουν η εστία, ο φούρνος και οι αποθηκευτικοί λάκκοι που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του. Το σπίτι είναι χτισµένο µε πασσάλους στηριγµένους σε τάφρο, οι οποίοι σχηµατίζουν πλέγµα µε τη βοήθεια ξύλων και κλαδιών, και ολόκληρος ο σκελετός καλύπτεται εσωτερικά και εξωτερικά µε παχύ στρώµα πηλού. Στο Μάνδαλο, στη υτική Μακεδονία, ανάµεσα στο 2900 και στο 2300 π.χ., προτιµώνται τα πασσαλόπηκτα ορθογώνια κτίσµατα, ενώ στον οικισµό του Καστανά, στην κοιλάδα του Αξιού, τόσο τα τετράπλευρα όσο και τα αψιδωτά. Στο τέλος της περιόδου, το Αρχοντικό Γιαννιτσών έχει να επιδείξει επίσης πασσαλόπηκτα σπίτια, που µόνο κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, στην αρχή της 2 ης χιλιετίας, δίνουν τη θέση τους σε κτίσµατα µε λίθινα θεµέλια και πλίνθινη ανωδοµή. Εδώ, οι κάτοικοι φαίνεται ότι συνεχίζουν την παράδοση της ακµαίας στην περιοχή αυτή νεολιθικής µεταλλοτεχνίας, όπως αποδεικνύουν σχετικά ευρήµατα: ένα χωνευτήριο για την τήξη του µετάλλου και χάλκινα εργαλεία µεταξύ των οποίων ένα πέλεκυς µε οπή στειλέωσης. Στη Θεσσαλία, σε θέσεις όπως η Άργισσα, η Πετροµαγούλα και τα Πευκάκια η εικόνα της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού εµφανίζει επίσης την ευρέως παρατηρούµενη ηπειρωτική ακινησία. Στα Πευκάκια, διαπιστώνονται εντονότεροι α- νταλλακτικοί δεσµοί µε την Κεντρική και τη Νότια Ελλάδα, εφόσον εδώ εντοπίζονται καλής ποιότητας εισηγµένα αγγεία, όπως οι φιάλες και οι σαλτσιέρες της κατηγορίας urfirnis, χαρακτηριστικά δείγµατα της δεύτερης φάσης της Πρωτοελλαδικής κεραµικής. 156

155 Σε όλο το Βόρειο Αιγαίο, διακινούνται από την αρχή της περιόδου αδιακόσµητα αγγεία, µε µοναδική εξαίρεση το µικρό ποσοστό της γραπτής κεραµικής, µε λευκά γραµµικά θέµατα πάνω σε µαύρη επιφάνεια, κυρίως στη Λήµνο. Στην παράλια της Ανατολικής Μακεδονίας, σε θέσεις όπως ο Άγιος Ιωάννης στη Θάσο και οι Σιταγροί στην πεδιάδα των Φιλίππων, είναι σηµαντική η εκπροσώπηση της µελανόχρωµης, σπανίως ερυθρής, κεραµικής που διακοσµείται µε αυλακώσεις και σειρές εµπιέσεων. Κατά τη δεύτερη φάση της ΠΕΧ, στην Τροία και στη Θερµή, οι κεραµείς προτιµούν τις εγχαράξεις, ενώ στην Πράσινη και την Κόκκινη Πολιόχνη τα αυλακωτά και τα χτενωτά µοτίβα. Στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, η προχωρηµένη αυτή φάση, γύρω στο 2500 π.χ., χαρακτηρίζεται από εγχάρακτα και εµπίεστα θέµατα γεµισµένα µε λευκή ύλη. Σε αρκετές περιπτώσεις, εγχάρακτα τρίγωνα, ρόµβοι και αβακωτά καλύπτουν µεγάλα τµήµατα του σώµατος ανοιχτών αγγείων, ή και ολόκληρη τη βάση οµφαλωτών φιαλών. Στους νησιωτικούς οικισµούς του ΒΑ. Αιγαίου, χαρακτηριστικότερο χρηστικό αγγείο είναι η τριποδική χύτρα µε κυρτή βάση, λαβή πάνω από το χείλος και ανθρωπόµορφα χαρακτηριστικά στα όρια του τρωικού πολιτισµού. Συνηθίζονται ακόµη οι άωτες, µόνωτες ή δίωτες 53 φιάλες µε χείλη που νεύουν προς τα µέσα και προχοή, τα σφαιρικά τριποδικά αγγεία, οι απλές και οι οπισθότµητες πρόχοι, σπανιότερα τριποδικές, οι αµφορείς, τα κύπελλα, καθώς και τα µεγάλα καδόσχηµα αποθηκευτικά σκεύη που τώρα πολλαπλασιάζονται. Μετά τα µέσα της ΠΕΧ ΙΙ και στην ΠΕΧ ΙΙΙ, συναντώνται σε ολόκληρο σχεδόν το Αιγαίο, τα κανθαρόσχηµα δίωτα αγγεία, µικρού κατά κανόνα µεγέθους, και τα δέπατα, επιµήκη κωνικά αγγεία πόσης µε δύο κάθετες λαβές που περιτρέχουν το σώµα. Ορισµένα από τα νέα αυτά σχήµατα έχουν συνδεθεί µε προϊόντα που πρωταγωνιστούν τώρα στην οικονοµία, όπως το κρασί, τα γαλακτοκοµικά είδη και, λίγο αργότερα, το λάδι. 53 Χωρίς λαβή, µε µία ή δύο λαβές. 157

156 ΒΑ. Αιγαίο: Αγγεία ΠΕΧ Κρήτη: αγγείο ΤΝ Κ.Μακεδονία: Αγγεία ΠΕΧ Οι ταφικές πρακτικές Βασική ταφική πρακτική κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού, εξακολουθεί να είναι ο ενταφιασµός του νεκρού, και σε µεµονωµένες µόνο περιπτώσεις η καύση του. Στους οµαδικούς/οικογενειακούς τάφους συνηθίζεται ο παραµερισµός των παλαιότερων σκελετικών λειψάνων για να εξασφαλιστεί χώρος για τις νεότερες ταφές. Η ποσότητα και η ποιότητα των κτερισµάτων εξαρτώνται προφανώς από το κοινωνικό κύρος του νεκρού, που δεν έχει µάλλον ακόµη αυστηρά θεσµοθετηµένο και κληροδοτούµενο χαρακτήρα, γι αυτό και αποτελούν κανόνα οι ακτέριστες ταφές νηπίων και παιδιών. Ήδη από την αρχή της περιόδυο, συναντούµε οργανωµένα νεκροταφεία στον ελλαδικό χώρο, στις Κυκλάδες και στην Κρήτη. Στην Πρωτοκυκλαδική Ι φάση, συνηθίζονται οι ατοµικοί τάφοι, τραπεζιόσχηµοι και επενδεδυµένοι µε όρθιες πλάκες, διευθετηµένοι σε συστάδες µέσα στο χώρο του νεκροταφείου. Στην επόµενη φάση, την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, προτιµώνται οι πολλαπλές ταφές σε διώροφους και τριώροφους τάφους, µε τον ισόγειο χώρο να µετατρέπεται σε οστεοφυλάκιο. Οι κιβωτιόσχηµοι εξακολουθούν να έχουν τραπεζιόσχηµη κάτοψη, και χτιστή τη στενή τους πλευρά που χρησίµευε ως είσοδος για την επαναχρησιµοποίησή του. εν απουσιάζουν και οι εξ ολοκλήρου χτιστοί τάφοι, όπως και αυτοί µε ορθογώνια ή καµπυλόγραµµη κάτοψη και κυψελοειδή στέγαση µε τον εκφορικό τρόπο 54. Το κενό στο κέντρο της ψευδοθόλου καλύπτεται µε πλάκα. Η είσοδος, κλεισµένη µε πλάκα ή µε τοιχίο, έχει συχνά κατώφλι και παραστάδες. Στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ, επιλέγονται περισσότερο οι θαλαµοειδείς τάφοι, λαξευτοί στο µαλακό βράχο. Γενικά, το δάπεδο των ΠΚ τάφων, όταν δεν είναι ο ίδιος ο φυσικός βράχος, είναι από χώµα, πλάκες ή βότσαλα. Συχνά, συναντούµε µέσα στο ίδιο κτίσµα ταφές σε δύο, τρία ή και τέσσερα επίπεδα, από τα οποία τα κατώτερα φαίνεται ότι λειτουργούσαν στην τελική φάση ως οστεοφυλάκια. Η κάλυψη των τάφων αυτών γινόταν µε πλάκες µεγάλων διαστάσεων, και, σε αρκετές περιπτώσεις, η θέση τους δηλωνόταν µε λιθοσωρό, λίθινη εξέδρα ή πλάκα. Σε ορισµένα νεκροταφεία όπως αυτό των Αγίων Αναργύρων στη 54 Η κάθε σειρά δόµων εισέχει ελαφρά, µέχρι την κατάληξη των τοιχίων στην κορυφή. Κάτι ανάλογο ισχύει για τη δηµιουργία της θόλου στους θολωτούς τάφους, µε τη διάµετρο να µειώνεται σταδιακά µέχρι τον τελικό κορυφαίο δόµο. 158

157 Νάξο, εντοπίστηκαν µεγάλες λίθινες εξέδρες, που ίσως προορίζονταν για τελετουργίες. Οι τάφοι στη Χαλανδριανής της Σύρου είναι ορθογώνιοι ή κυκλικοί, µε εικονική είσοδο, µεγάλες διαστάσεις και εντυπωσιακή εκφορική στέγαση. Οι τάφοι της Μήλου είναι δείγµατα θαλαµοειδών λαξευµένων στο µαλακό βράχο. Αν και στις δύο πρώτες φάσεις της ΠΚ κανόνα αποτελούν τα νεκροταφεία µε 25 ως 100 τάφους, στη Χαλανδριανή έχουν ανασκαφεί γύρω στους 700. Από την ΠΚ Ι βρίσκονται κοντά στους οικισµούς, συνήθως στις πλαγιές των λόφων. Οι τάφοι (Εικ. 24β) περιέχουν έναν ή περισσότερους νεκρούς, τοποθετηµένους σε συνεσταλµένη στάση, µε αρκετά κτερίσµατα, µάλλον προσωπικά αντικείµενα, ενώ δε συναντούµε µε την ίδια συχνότητα οικιακά σκεύη και εργαλεία. Οι τάφοι συγκροτούν συχνά συστάδες, στις οποίες αποτυπώνεται η διάκριση, στα πλαίσια της κοινότητας, συγγενικών οµάδων, και πιθανόν η διαφορετική κοινωνική θέση της οµάδας και των µελών της, αν ερµηνεύουµε σωστά τη διαφοροποίηση που παρατηρείται στην ποιότητα και την ποσότητα των κτερισµάτων. Στα κτερίσµατα των νεκρών ανήκουν πήλινα ή λίθινα αγγεία (Εικ. Ε), µαρ- µάρινα ειδώλια, κοσµήµατα από πολύτιµα µέταλλα και λίθους, µεταλλικά όπλα και εργαλεία, συχνά τοποθετηµένα σε ειδικά διαµορφωµένες κόγχες. Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά των κυκλαδικών νεκροταφείων καθώς και κτερίσµατα βέβαιης κυκλαδικής προέλευσης, εντοπίζονται συχνά κατά την τρίτη χιλιετία τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Κρήτη. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν διατυπωθεί α- πόψεις για πιθανό αποικισµό µικρής κλίµακας ορισµένων θέσεων της Ανατολικής Αττικής και της Βόρειας Κρήτης από Κυκλαδίτες εµπόρους. Η απόδοση, ωστόσο, τέτοιων αναλογιών στις εντατικές εµπορικές σχέσεις που επικρατούν κατά την 3 η χιλιετίας π.χ. στο Αιγαίο, προσφέρει ίσως µια πειστικότερη εξήγηση. Άλλωστε, και στις ίδιες τις Κυκλάδες δεν απουσιάζουν τα τέχνεργα ελλαδικής ή µινωικής προέλευσης. Στην Πρωτοµινωική Κρήτη, επικρατούν δύο τύποι οικογενειακών ταφικών µνηµείων, τα κυκλικά και τα ορθογώνια, πάντοτε σε οργανωµένες νεκροπόλεις, όπως αυτές στις Αρχάνες, στα Μάλια, στο Παλαίκαστρο, στη Ζάκρο, στο Μόχλο και στην περιοχή της Μεσσαράς. Οι κυκλικοί θολωτοί 55 τάφοι, έχουν στην αρχή µικρές διαστάσεις, ήταν χτισµένοι µάλλον εξ ολοκλήρου από πέτρα, και ε- ντοπίζονται κυρίως στο νότιο τµήµα του νησιού, σε συστάδες δύο ή τριών τάφων, 55 Έχει επικρατήσει η ονοµασία, παρά τις επιφυλάξεις όσον αφορά τη θολωτή τους στέγαση. 159

158 όπως συµβαίνει στη Λεβήνα (Εικ. 25). Αργότερα, γίνονται µνηµειακότεροι, µε παχιά τοιχώµατα, 1,5 ως 2,5 µ., µε διάµετρο από 4 ως 14 µ., και µε επιβλητικές εισόδους µε τρεις µονόλιθους µεγάλων διαστάσεων. Πάνω από το υπέρθυρο φαίνεται να σχηµατίζεται µια πρώιµη µορφή ανακουφιστικού τριγώνου 56, απαραίτητου στοιχείου αργότερα στους θολωτούς τάφους της Μυκηναϊκής περιόδου. Οι τάφοι στη Μεσσαρά είναι άλλοτε µεµονωµένοι και άλλοτε σε περίπλοκα ταφικά συγκροτήµατα µε περίβολο και πρόσθετα ορθογώνια δωµάτια. Κυκλικούς τάφους συναντούµε σπανίως εκτός Κεντρικής και Νότιας Κρήτης, όπως αυτούς στο Φουρνί Αρχανών και στη Μυρσίνη Σητείας. Στο Καµιλάρι, διατηρείται η τοιχοδοµία σε ύψος 2 µ., από αδρά δουλεµένες πέτρες. Η είσοδος εδώ γινόταν από δωµάτια που χρησίµευαν ως οστεοφυλάκια κρανίων, ενώ τα υπόλοιπα σκελετικά λείψανα παραµερίζονταν χάριν των νέων ενταφιασµών. Τα ευρήµατα των κυκλικών τάφων δεν πρέπει να διέφεραν σηµαντικά από αυτά των χτιστών όπως του Μόχλου, αν και στην πλειονότητά τους είχαν συληθεί από παλιά. Εστίες και πυρές αλλά και πληθώρα φιαλών και κυπέλων µέσα και γύρω από τους τάφους υποδηλώνουν την ύπαρξη µεταθανάτιων τελετουργιών. Ο τρόπος στέγασης των πρωτοµινωικών αυτών τάφων αποτελεί αντικείµενο διαµάχης ως προς το αν κατέληγαν σε θόλο ή σε επίπεδη στέγη, αλλά και το αν αυτή ήταν κατασκευασµένη από πέτρα, από άψητες πλίνθους ή από φθαρτά υλικά. Ορισµένοι προτείνουν ως λύση τις οριζόντιες στέγες µε ξύλα ή τις κωνικές πλίνθινες, αλλά είναι αλήθεια ότι ο όγκος του λιθοσωρού στο εσωτερικό κάποιων από αυτούς είναι τόσο µεγάλος, που δεν εποκλείεται να έφεραν θολωτή στέγη. Ερώτη- µα αποτελεί και η καταγωγή τους, εφόσον δεν υπάρχουν αντίστοιχα κτίσµατα κατά τη νεολιθική εποχή, τα οποία να προοιωνίζουν την εµφάνισή τους. Τόσο οι τάφοι, όσο και τα κυκλικά σιλό των µεσοµινωικών ανακτόρων, έχουν συνδεθεί µε τις θολωτές οικίες της Χαλκολιθικής και της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο. 56 Τριγωνικό άνοιγµα για τη µείωση των βαρών που ασκούνται στο υπέρθυρο. 160

159 ΠΜ κυκλικός τάφος ΠΜ χτιστοί τάφοι Στην υπόλοιπη Κρήτη, εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται ως ταφικοί χώροι τα σπήλαια, ενώ στο Κεντρικό και το Ανατολικό τµήµα της, συνηθίζονται οι λαξευτοί λακκοειδείς ή θαλαµοειδείς τάφοι. Ειδικά στην Ανατολική Κρήτη, εµφανίζονται τα ταφικά περιφράγµατα και οι πρώτοι κτιστοί τάφοι, όπως αυτοί στο Μόχλο και στο Παλαίκαστρο. Στο Μόχλο και στις Αρχάνες, οι ταφές πραγµατοποιούνται είτε σε µικρότερους χτιστούς ορθογώνιους τάφους µε θάλαµο και προθάλαµο, ενταγµένους σε ευρύτερα ταφικά περιφράγµατα, είτε σε µικρές σπηλιές και σε χάσµατα βράχων. Οι πρώτοι έχουν λίθινη κρηπίδα, πλίνθινη ανωδοµή και επίπεδη στέγη. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο νεκρός τοποθετείται σε σαρκοφάγο ή σε πιθάρι. Οι ταφές του δύο αυτών νεκροταφείων είναι πολύ πλούσια κτερισµένες, περιέχουν πολύτιµα αντικείµενα, κυρίως χρυσά κοσµήµατα, γεγονός που αποδίδεται στην παρουσία εδώ ατόµων µιας ηγετικής κοινωνικής οµάδας. Κατά την ΠΜ ΙΙ ορθογώνιοι ή τετράγωνοι τάφοι µε ένα, δύο ή περισσότερους θαλάµους είναι συχνοί σε Κεντρική και Ανατολική Κρήτη, µε γνωστό παράδειγµα αυτούς των Γουρνιών, οι οποίοι συνεχίζουν τον but-and-ben τρόπο δόµησης των νεολιθικών σπιτιών: τετράγωνοι χώροι διηρηµένοι σε δύο τµήµατα από ένα µικρό τοιχίο, και µε µία µόνο είσοδο, παράγωνη, µε τη µια όψη να εξέχει και την άλλη να εισέχει, πρακτική πολύ αγαπητή στη µινωική αρχιτεκτονική. Στη νεκρόπολη των Γουρνιών βρέθηκε και ένας κέρνος στα όρια κάποιας ταφικής συστάδας, ένας ακόµη λόγος για την υπόθεση σύνδεσης τέτοιων αντικειµένων µε τελετουργίες. Στους χτιστούς τάφους του Μόχλου, συναντούµε επίσης στοιχεία της κατοπινής µινωικής αρχιτεκτονικής: ορθοστάτες στην εξωτερική όψη των τοίχων και λίθους διαφόρων χρωµάτων στην οικοδόµηση. Στα πλούσια κτερίσµατα του 161

160 Μόχλου ανήκουν: χρυσές περόνες και διαδήµατα, διπλοί πελέκεις, σφραγιδόλιθοι, αργυρά κύπελα, αγγεία-ρυτά σε σχήµα βουκρανίου, γραπτά αγγεία, λίθινα αγγεία και χάλκινα εργαλεία και όπλα. Οι χτιστοί αυτοί τάφοι υπήρξαν δηµοφιλείς µέχρι το τέλος της Πρωτοµινωικής, όταν άρχισαν να κερδίζουν έδαφος οι ταφές σε αγγεία. Στην Πρωτοµινωνική ΙΙΙ φάση, εξακολουθούθησαν να χρησιµοποιούνται οι ίδιοι θολωτοί τάφοι, συχνά εντυπωσιακού µεγέθους, µε σηµαντικότερους και πάλι αυτούς της πεδιάδας της Μεσαράς. Στο εξωτερικό τους, πληθαίνουν τώρα οι προσθήκες ορθογώνιων κτισµάτων είτε για νέες ταφές είτε µε τελετουργικό προορισµό και προσφορές στους νεκρούς. Συγχρόνως, εξακολουθούν να είναι σε χρήση και τα ταφικά περιφράγµατα, τώρα καλύτερα οργανωµένα και µε διαµερίσµατα που επικοινωνούν µεταξύ τους. Το ταφικό συγκρότηµα του Χρυσόλακκου στα Μάλια είναι τετράγωνο, µε πολλούς θαλάµους και αυλή. Κέρνοι και λιγοστά οστά ερ- µήνευσαν το κτίσµα ως χώρο λατρείας νεκρών κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως µε ταφικό προορισµό. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, έχουν εντοπισθεί κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο εκτεταµένα νεκροταφεία µε οικογενειακούς κιβωτιόσχηµους τάφους είτε χτιστούς είτε λαξευµένους στο βράχο. Γνωστότερα παραδείγµατα αποτελούν τα νεκροταφεία στον Άγιο Κοσµά Αττικής και στη Μάνικα της Εύβοιας. Στη δεύτερη, οι τάφοι είναι θαλαµοειδείς τραπεζιόσχηµοι, λαξευµένοι στο βράχο και µε δρόµο. Οι τάφοι αυτοί, όντας στο ανατολικό τµήµα της Στερεάς Ελλάδας, περιείχαν πολλά κτερίσµατα κυκλαδικής προέλευσης. Το εντυπωσιακότερο, ωστόσο, ταφικό εύρη- µα της περιόδου αποτελεί το νεκροταφείο στο Στενό της Λευκάδας, µε συστάδες χτιστών κυκλικών τάφων ή ενταφιασµών µέσα σε πίθους. Οι ταφές καλύπτονταν µε τύµβο, µια ταφική πρακτική άγνωστη µέχρι την εποχή αυτή στον ελλαδικό και αιγαιακό χώρο, η οποία έχει επανειληµµένως αποδοθεί σε νέα πληθυσµιακά στοιχεία βόρειας ινδοευρωπαϊκής προέλευσης 57. Εδώ αποκαλύφθηκαν, ανάµεσα στο 1901 και 1913 από τον W.Dörpfeld, 33 ταφικοί τύµβοι της ΠΕ ΙΙ. Έχουν λίθινη κυκλική κρηπίδα µε διάµετρο από 2,70 ως 9,60 µ., που ο εξωτερικός της δακτύλιος ορίζεται από πλακαρές πέτρες, και περικλείει έναν πυρήνα από αδρές κροκάλες. Πάνω του υπήρχε ο τύµβος από χώµα και 57 Τέτοιο τύµβοι συνηθίζονται ήδη κατά τη νεολιθική εποχή στη Νότια Ρωσία, και γι αυτό ορισµένοι υποστηρίζουν ότι η διάδοση τους οφείλεται στη σταδιακή µετακίνηση αυτών των οµάδων προς το νότο. 162

161 πέτρες, άγνωστο πόσο υψηλός. Στο εσωτερικό του κύκλου, υπήρχε ένας κύριος τάφος και ένας ως τρεις δευτερεύοντες, ή και κάποιοι στην περιφέρεια. Οι ταφές ήταν εγχυτρισµοί σε πίθους, κιβωτιόσχηµοι, κτιστοί και λακκοειδείς. Στους περισσότερους υπήρχαν ίχνη ηµιτελούς καύσης του νεκρού. Τέτοιοι τύµβοι είναι άγνωστοι, όπως ειπώθηκε, στον ελλαδικό χώρο πριν από την ΠΕ ΙΙ, ενώ γίνονται συχνοί αµέσως µετά, κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο. Έτσι, θεωρήθηκαν ξενόφερτοι, είτε από τη Σαρδηνία είτε από τη Βαλκανική. Αν και η πλειονότητα των τάφων δεν είναι πλούσια κτερισµένοι, δώδεκα τουλάχιστον περιέχουν σηµαντικά τέχνεργα, οι επτά ανδρικοί και οι πέντε γυναικείοι. Στα κτερίσµατά τους ανήκουν: αγγεία, χρυσά και αργυρά κοσµήµατα, οστέινες χρωµατοθήκες, χάλκινα εργαλεία και όπλα. Ο πλούτος των κτερισµάτων µπορεί να υποδηλώνει διαστρωµάτωση της κοινωνίας και την παρουσία µιας ελίτ, σε ένα πρώιµο στάδιο κοινωνικής οργάνωσης υπό την εξουσία ενός τοπάρχη (chiefdom). ιαπιστώνονται επαφές µε τις Κυκλάδες αλλά και µε το ΒΑ. Αιγαίο. Υποστηρίζεται επίσης ότι ο πλούτος αυτός υπήρξε αποκύηµα εµπορίου χαλκού ίσως από τη Σαρδηνία µέσω της Αδριατικής προς το Αιγαίο. Στο εµπόριο αυτό η Λευκάδα πρέπει να έπαιξε ένα σηµαντικό διαµετακοµιστικό ρόλο, που της εξασφάλισε τον πλούτο που διαπιστώνεται στις ταφές του Στενού. ίπλα στο νεκροταφείο υπήρχε οχυρωµένος οικισµός που δεν στάθηκε δυνατόν µέχρι σήµερα να ανασκαφεί Τα Κυκλαδικά Ειδώλια Την πλέον συζητηµένη κατηγορία υλικού της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, αποτελούν σίγουρα τα µαρµάρινα κυκλαδικά ειδώλια. Το λευκό τους µάρµαρο είναι άφθονο στην Πάρο και τη Νάξο, γι αυτό και προτιµήθηκε ως πρώτη ύλη. Είναι ελάχιστα τα ειδώλια από όστρεο, από ελεφαντόδοντο ή από πηλό. Με τη λάξευση του µαρµάρινου όγκου αποδίδεται η ανθρώπινη µορφή, στους περισσότερους τύπους, ωστόσο, υπάρχουν επίσης ανάγλυφες και εγχάρακτες λεπτοµέρειες στο πρόσωπο και στα χέρια και στα πόδια. Σε ορισµένα είναι βέβαιη η χρήση χρωµάτων, περισσότερου του ερυθρού και του γαλάζιου, για το στόµα, τα µάτια, τα µαλλιά, τα κοσµήµατα αλλά και για την αποτύπωση δερµατοστιξίας 58, κυρίως 58 ερµατοστιξία είναι η χάραξη ή η γραπτή αποτύπωση σηµείων και εικόνων πάνω στο πρόσωπο ή στο σώµα, ένα είδος πρωτόγονου τατουάζ. Η έµµεση µαρτυρία της διασώζεται πάνω στα κυκλα- 163

162 στο πρόσωπο. Οι λεπτοµέρειες αυτές αφορούν, προφανώς, τα φυσιοκρατικά ειδώλια και όχι τα σχηµατοποιηµένα ειδώλια. Ως προς την τυπολογία τους, τα κυκλαδικά ειδώλια φαίνεται ότι αποτελούν εξέλιξη διαδεδοµένων τύπων της Τελικής Νεολιθικής, είτε φυσιοκρατικών, όπως αυτά που γνωρίζουµε από τη Φτελιά και την Κεφάλα, είτε σχηµατοποιηµένων και ακρόλιθων, όπως εκείνα του Σάλιαγκου, του Μακρύγιαλου και των θεσσαλικών οικισµών. Κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι (3100 ως 2800 π.χ.), περίοδο ακµής των πολιτιστικών οµάδων Πηλού, Γκρόττας, Λακκούδων και Πλαστηρά, τρεις είναι οι βασικοί τύποι, όλοι µικρού µεγέθους, µε ύψος µικρότερο των 0,30 µ.: 1. Ο αφαιρετικός βιολόσχηµος τύπος σε διάφορες ποικιλίες, 2. Ο τύπος Πλαστηρά µε το ασύµµετρο σώµα και τα διαχωρισµένα κάτω σκέλη, και 3. Ο τύπος Λούρου ως ενδιάµεσος ανάµεσα σε σχηµατοποιηµένα και φυσιοκρατικά. Τα περισσότερα ειδώλια προέρχονται από τα νεκροταφεία της Νάξου, της Πάρου, και του εσποτικού Αντιπάρου. Στα βιολόσχηµα, ο λαιµός και το κεφάλι δηλώνονται ως ενιαία απόληξη, µε διαρκή µείωση του πλάτους προς τα άνω, ενώ οκτώσχηµη είναι η απόδοση άνω και κάτω σώµατος χωρίς άκρα. Ο τύπος Πλαστηρά, µε πολλά δείγµατα από το νεκροταφείο της Νάουσας στην Πάρο, έχει ωοειδές κεφάλι, υψηλό λαιµό, ανάγλυφα µύτη και αυτιά, και, σπανιότερα, ένδειξη στόµατος, οφθαλµών και οµφαλού. Τα σκέλη είναι χωρισµένα και µε επίπεδα πέλ- µατα. Οι πήχεις βρίσκονται πάνω στο στοµάχι, έτσι ώστε τα δάχτυλα των χεριών να αντικρίζονται. Ο τύπος αυτός είναι ο πλέον φυσιοκρατικός της κυκλαδικής γλυπτικής. Στη φάση Κάµπου, στα όρια ΠΚ Ι και ΠΚ ΙΙ, συναντούµε µεταβατικούς τύπους ειδωλίων, µε χαρακτηριστικά του τύπου Πλαστηρά να συνυπάρχουν µε δικά αλλά και στα νεολιθικά ειδώλια, τώρα όµως έχουµε και άµεση µαρτυρία της διάδοσής της στη Χαλκολιθική Ευρώπη, από τον Otzi. 164

163 κανονικά στοιχεία, όπως η µικρή κάµψη των γονάτων και η θέση του αριστερού πήχη πάνω από το δεξί. Αυτά αποκαλούνται συχνά µεταβατικά ή προ-κανονικά ειδώλια, και παραδείγµατά τους υπάρχουν στη Συλλογή Γουλανδρή. Ο τύπος Λούρου χαρακτηρίζεται από διακριτά σκέλη, αποφύσεις στη θέση των άνω ά- κρων, όπως συµβαίνει και σε ορισµένα σχηµατικά, και χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου. Επτά τέτοια ειδώλια εντοπίστηκαν σε ένα µόνο τάφο στο Λούρο της Νάξου. Ανήκει και αυτός στην παραγωγή του τέλους της ΠΚ Ι φάσης, και συνευρίσκεται συχνά µε τηγανόσχηµα σκεύη. Κατά την επόµενη, Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, φάση (2700 ως 2200 π.χ.), στην οποία ανήκει η οµάδα Κέρου-Σύρου, επικρατούν οι φυσιοκρατικές αποδόσεις των ειδωλίων µε τα διπλωµένα χέρια. Τώρα γίνεται κανόνας η απεικόνιση του αριστερού πήχη πάνω από το δεξί, και η διάκριση των κάτω άκρων µε αύλακα. Το κεφάλι γέρνει απαλά προς τα πίσω και η ανάγλυφη µύτη είναι συνήθως το µοναδικό δηλωµένο στοιχείο στο πρόσωπο. Στα γυναικεία ειδώλια, ορισµένα από αυτά έως και φυσικού µεγέθους, αποδίδονται επίσης ανάγλυφα οι µαστοί και µε εγχάραξη το ηβικό τρίγωνο. Οι περισσότερες παραλλαγές δείχνουν να στέκονται στα δάχτυλα, γι αυτό έχει ειπωθεί ότι οι µορφές αυτές παριστάνονται σε ύπτια στάση. Τα ειδώλια αυτού του τύπου φτάνουν σε ύψος το 1,50 µ., έχουν κεφάλι αµυγδαλόσχηµο ή λυρόσχηµο, ωοειδές ή επίπεδο, και ανάγλυφη µύτη που διχοτοµεί το πρόσωπο, οι λεπτοµέρειες του οποίου είναι εγχάρακτες, ανάγλυφες ή, σπανιότερα, γραπτές. Οι ώµοι είναι λοξοί και κατά κανόνα άνισοι. Τα χέρια απεικονίζονται µε προσκολληµένους στον κορµό βραχίονες, και πήχεις διπλωµένους πάνω στην κοιλιά. Σε αρκετές περιπτώσεις, δηλώνονται οι µαστοί και η κοιλιά διογκωµένη ως ένδειξη εγκυµοσύνης. Η γυναικεία φύση δηλώνεται στην περιοχή της ήβης µε εγχάρακτο τρίγωνο ή µε V. Τα σκέλη εµφανίζουν µικρή κάµψη στα γόνατα, και διαχωρίζονται πίσω και µπροστά µε βαθιά αυλάκωση. Τα πέλµατα είναι λοξά, και εγχάρακτα τα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Ρηχή αυλάκωση δηλώνει τη σπονδυλική στήλη. Και κατά την περίοδο αυτή, όλα σχεδόν τα ειδώλια προέρχονται από νεκροταφεία, αν και υπάρχουν µερικά από τη Φυλακωπή και την Αγία Ειρήνη. Η παραλλαγή Καψάλων έχει στενό άνω τµήµα, στρογγυλεµένο κεφάλι, δήλωση στήθους, και κάτω σκέλη διαχωρισµένα κάτω από το γόνατο. Η παραλλαγή Σπεδού έχει στρογγυλεµένη µορφή, λυρόσχηµο κεφάλι και πλατύ µέτωπο, µέση στενότερη των µηρών, και µηρό λαξευµένο χωριστά από την κνήµη. Εδώ ανήκουν κάποια έρ- 165

164 γα που αποδίδονται στο λεγόµενο Καλλιτέχνη της Συλλογής Γουλανδρή. Αξίζει να αναφέρουµε ότι η τυποποίηση κάποιων ειδωλίων είναι τόσο έντονη και πολλά της ίδιας παραλλαγής τόσο όµοια µεταξύ τους σε διαστάσεις και στην απόδοση λεπτο- µερειών, ώστε κάποιοι µελετητές, όπως η Preziosi, έχουν αναγνωρίσει εργαστήρια, ακόµη και γλύπτες. Η παραλλαγή ωκαθισµάτων έχει γωνιώδη και κοµψότερα περιγράµ- µατα, επίπεδη επιφάνεια και περισσότερη χάραξη, τριγωνικό κεφάλι, και σκέλη χωρισµένα µε απλή γραµµή. Η παραλλαγή Χαλανδριανής εµφανίζει τετράγωνο στέρνο και πήχεις αυστηρά οριζόντιους, κεφάλι τριγωνικό, και κοντά σκέλη. Η παραλλαγή αυτή έχει λιγοστά δείγµατα ανδρικών µορφών που φέρουν τελαµώνα, απεικονίζουν, δηλαδή, πολεµιστές ή κυνηγούς. Η παραλλαγή Κουµάσας συναντάται αποκλειστικά στην Κρήτη, και µάλλον δηµιουργήθηκε εκεί. Έχει µικρό ύ- ψος, υψηλό λαιµό, πλατείς ώµους και στενά πόδια. εν αποκλείεται πρότυπό της να υπήρξε η παραλλαγή Σπεδού, µια που αυτή απαντά συχνότερα στην Κρήτη, ό- που οι άλλες παραλλαγές σπανίζουν. Επιλεκτική είναι και η κατανοµή που διαπιστώνουµε στις ίδιες τις Κυκλάδες. Σε Πάρο και Νάξο, λόγου χάριν, είναι δηµοφιλέστερη η παραλλαγή Σπεδού, ενώ, αντιθέτως, σπανίζει η παραλλαγή ωκαθισµάτων. Αυτή την εποχή φαίνεται ότι εµφανίζονται και άλλες µορφές ειδωλίων, καθιστές µορφές, µουσικοί µε αυλό ή λύρα, πολεµιστές µε τον εξοπλισµό τους, γυναίκες καθισµένες σε θρόνους, συµπλέγµατα µορφών κ.ά. ίπλα σ αυτά και κάποια από τα αποκαλούµενα µετακανονικά ειδώλια, όπως ο βασιλιάς, µε τελαµώνα και ξίφος, και η βασίλισσα. Κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ (2200 ως 2000 π.χ.), που ταυτίζεται εν πολλοίς µε τη φάση Φυλακωπή Ι, τα φυσιοκρατικά ειδώλια εξαφανίζονται, και παράγεται ένας µόνο σχηµατοποιηµένος τύπος. Η ερµηνεία των κυκλαδικών ειδωλίων δεν είναι σαφής. Ορισµένοι τα συνδέουν µε πρακτικές της καθηµερινής ζωής, ενώ άλλοι µε τη θρησκευτική και λατρευτική συµπεριφορά. Η γυναικεία µορφή είναι αυτή που κυριαρχεί, ήταν, λοιπόν, φυσικό να συνδεθεί, κατά τα νεολιθικά πρότυπα, µε τη θεά της γονιµότητας, ενώ οι ανδρικές µορφές θεωρήθηκε ότι αναπαριστούν δευτερεύουσες θεότητες. Στην ίδια λογική κινείται η πρόταση ότι απεικονίζουν την Αστάρτη, λόγω της στάσης χεριών κάτω από το στήθος, ή ότι είναι οι προστάτιδες και τροφοί του νεκρού στο ταξίδι του στον Κάτω Κόσµο. Κάποιοι, πάλι, αποδέχονται για τα ειδώλια αυτά µαγικές ιδιότητες, προστατευτικές για τον κάτοχό τους, και έτσι εξηγούν την πα- 166

165 ρουσία τους στους τάφους, ως προστασία, δηλαδή, για το νεκρό. Είναι αλήθεια, εξάλλου, ότι στην πλειονότητά τους, τα µεγαλύτερα, τουλάχιστον, ειδώλια προέρχονται από τάφους, και µόνο τα µικρά σχηµατοποιηµένα, κυρίως της ΠΚ ΙΙΙ, εντοπίζονται στους οικισµούς. Προσπαθώντας να κατανοήσουν τον προορισµό τους, κάποιοι τους αποδίδουν σηµασία παρεµφερή µε τα αιγυπτιακά ushabtis που ήταν ερωτικά υποκατάστατα για το νεκρό στον άλλο κόσµο. Άλλοι τα θεωρούν υποκατάστατα ανθρωποθυσιών, µε αποτροπαϊκή σηµασία, και έτσι αιτιολογούν το γεγονός ότι ορισµένα έχουν βρεθεί σπασµένα σε τάφους. Άλλοι πάλι εικόνες σεβαστών προγόνων, ψυχοποµπούς ή παιχνίδια για το νεκρό. Όσοι προτιµούν να βλέπουν σ αυτά µορφές της κυκλαδικής µυθολογίας, ήρωες και νύµφες ενός πρώιµου πανθέου, προτείνουν τα λοξά πέλµατα ως ένδειξη χορευτικής στάσης και την κάµψη του κεφαλιού προς τα πίσω ως ένδειξη έκστασης. Είναι, ωστόσο, παράδοξο, όσον αφορά τη συµβολική/θρησκευτική τους λειτουργία, το ότι σε πολλούς τάφους δεν υπάρχουν ειδώλια έστω από ευτελές υλικό, δεν συνοδεύουν κατά κανόνα ταφές παιδιών, και η διευθέτησή τους κατά τον ενταφιασµό δεν είναι ενδεικτική κάποιου ιδιαίτερου τελετουργικού. 7. Η Μέση Εποχή του Χαλκού Το τέλος της περιόδου και η έναρξη της Μέσης Εποχής του Χαλκού στον ελλαδικό και αιγαιακό χώρο έχει συνδεθεί για πολλές δεκαετίες µε την υποτιθέµενη άφιξη των Ινδοευρωπαίων από το Βορρά, και, κατ επέκταση, την εγκατάσταση εδώ των πρώτων ελληνικών φύλων. Οι γλωσσολόγοι, µάλιστα εντοπίζουν στις γλωσσικές οµάδες των ιστορικών χρόνων στοιχεία µη ελληνικά, των οποίων η προέλευση αποδίδεται σε προελληνικά φύλα που διέµεναν στον αιγαιακό χώρο πριν από την ινδοευρωπαϊκών οµάδων. Παλαιότερα, µάλιστα, οι ανασκαφικές έ- ρευνες προσπάθησαν να ενισχύσουν αυτές τις θέσεις, αποδίδοντας τις καταστροφές οικισµών προς το τέλος της 3 ης χιλιετίας σε αψιµαχίες µεταξύ γηγενών και νεοφερµένων. Οι απόψεις αυτές δεν γίνονται σήµερα ευρέως αποδεκτές, ούτε φαίνεται να επαληθεύονται από τα νεότερα αρχαιολογικά δεδοµένα. Έχει, µάλιστα, διατυπωθεί η άποψη ότι, αν υπήρξε πράγµατι κατά το παρελθόν άφιξη νέων φύλων 167

166 στο χώρο του Αιγαίου, αυτή πρέπει να αναζητηθεί όχι προς το τέλος της ΠΕΧ, αλλά ίσως κατά την έναρξη της νεολιθικής εποχής. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξακολουθούν να κατοικούνται και κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, οικισµοί στους οποίους προϋπήρχαν πρωτοελλαδικές εγκαταστάσεις, όπως, για παράδειγµα, η Λέρνα. Η αλήθεια είναι, όµως, ότι προς το τέλος της 3 ης χιλιετίας, η πολιτιστική εξέλιξη που είχε δροµολογηθεί, φαίνεται να διακόπτεται απότοµα. Η ΜΕΧ εµφανίζεται ως φάση οπισθοδρόµησης και στασιµότητας. Ήδη από την ΠΕΧ ΙΙΙ είχαν αρχίσει να εµφανίζονται καινοτοµίες: αψιδωτές κατοικίες, ταχύστροφος κεραµικός τροχός, επανεµφάνιση τάφων εντός του οικισµού αλλά και τα πρώτα γκρίζα µονόχρωµα µινυακού τύπου αγγεία, αναγνωριστικό στοιχείο της Μεσοελλαδικής εποχής. Σε θέσεις όπως η Τίρυνθα, η Αγία Μαρίνα, η Ασίνη και οι Ζυγουριές, τα στοιχεία αυτά εµφανίζονται µετά από σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του οικισµού. Σε Άργισσα, Κοράκου και Εύτρηση ένα στρώµα πυρκαγιάς µοιάζει να χωρίζει την Πρώιµη από τη Μέση Εποχή του Χαλκού, αυτό όµως δεν παρατηρείται στην πλειονότητα των οικισµών. Ήδη λίγο µετά το 1900 π.χ., τα µινυακά αγγεία ποικίλουν και σε σχήµατα και σε κατηγορίες. Η κόκκινη και η γκρίζα συνηθίζονται στην Κεντρική Ελλάδα αλλά σχεδόν καθόλου στην Πελοπόννησο, µε εξαίρεση την περιοχή της Κορίνθου. Η µαύρη µινυακή, από την άλλη, αποτελεί µάλλον τον αντιπροσωπευτικό πελοποννησιακό τύπο. Αρχίζει να κυριαρχεί σχεδόν παντού το κύπελο µε υψηλό πόδι, αυλακώσεις και γωνιώδη περιγράµµατα. Βορειότερα, η γκρίζα µινυακή παράδοση εντοπίζεται από την αρχή της ΜΕΧ αλλά µόνο στο νότιο τµήµα της Θεσσαλίας, που συνδέεται µε ισχυρότερους ανταλλακτικούς δεσµούς µε τη Νότια Ελλάδα και το Αιγαίο. Στους οικισµούς της Άργισσας αλλά και του Καστανά στην Κεντρική Μακεδονία σπανίζουν τα τροχήλατα αγγεία, η εξέλιξη των παλαιότερων σχηµάτων της ΠΕΧ, αν υπάρχει, είναι, όντως, δυσδιάκριτη, και βασικά χαρακτηριστικά στην κεραµική αποτελούν: η φιάλη µε διχαλωτές λαβές, η κτενωτή και η αµαυρόχρωµη διακόσµηση µε συχνή χρήση των σπειροειδών θεµάτων. Στον Άγιο Μάµαντα, ό- µως, της Χαλκιδική, εντύπωση προκαλεί η έντονη παρουσία εισαγωγών και απο- µιµήσεων µινυακών αγγείων. ίπλα στην πρώιµη µινυακή, η αµαυρόχρωµη κεραµική κάνει και αυτή την πρώτη της εµφάνιση κατά τη µετάβαση από την ΠΕ ΙΙΙ στη ΜΕ. Τα αµαυρόχρωµα αγγεία κερδίζουν σταδιακά σε ποιότητα πηλού, έχουν στην αρχή ευθύγραµµα γεωµετρικά σκούρα µοτίβα σε οριζόντια διάταξη, ενώ αργότερα καµπυλόγραµµα και 168

167 τέλος εικονιστικά µε πουλιά και φυτικά κοσµήµατα. Μόνο στις προχωρηµένες µεσοελλαδικές φάσεις, προτιµώνται τα διακοσµηµένα µε ανοιχτόχρωµα θέµατα σε µετόπες πάνω σε σκουρόχρωµη επιφάνεια. Στις Μυκήνες, δηµιουργείται τώρα ένας οικισµός µε µεγάλη έκταση και, πιθανόν, µε ένα πρώιµο ανακτορικό συγκρότηµα. Αντιθέτως, το ορεινό Μάλθι στη Μεσσηνία, που µάλλον ιδρύεται προς το τέλος της Μεσοελλαδικής και την αρχή της Υστεροελλαδικής εποχής, δίνει την εικόνα ενός χωριού, που περιβάλλεται από οχυρωµατικό περίβολο από ογκόλιθους τοποθετηµένους πάνω στο βράχο, και µε πάχος από 1,50 ως 3,50µ. εν υπάρχουν µνηµειακές πύλες αλλά µόνον τέσσερις ή πέντε στενές δίοδοι, ενώ και η έκταση του οικισµού είναι µάλλον περιορισµένη. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν πολλά µικρά, µονόχωρα κατά κανόνα, δωµάτια, προσκολληµένα στο εσωτερικό του περιβόλου, αλλά και αποθήκες, σταυλικές ε- γκαταστάσεις και πλήθος άλλων επικουρικών χώρων. Στο κέντρο του οικισµού, ένα συγκρότηµα µε κάπως συνθετότερη κάτοψη προτάθηκε να ταυτισθεί µε κτίσµα κεντρικής εξουσίας, η µορφή του, ωστόσο, δεν εγγυάται µια τέτοια ερµηνεία. Την ίδια εικόνα παρουσιάζει και ο οικισµός στην Ασπίδα του Άργους, ενώ και σε πιο εκτεταµένες θέσεις, όπως η Λέρνα και η Ασίνη, που εξακολουθούν να κατοικούνται κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, δεν διαπιστώνεται προσπάθεια πολεοδοµικού σχεδιασµού. Τα κτίρια δεν συγκροτούν τώρα νησίδες, και οι οικισµοί δεν είναι παρά χωριά µε µικρή έκταση και όχι περισσότερα από 50 σπίτια. Τα οικήµατα είναι κατά κανόνα επιµήκη, µε αψιδωτή ή ορθογώνια κάτοψη, και διαθέτουν πρόδοµο, κεντρικό δωµάτιο µε κτιστή εστία, και, σπανιότερα, έναν ακόµη βοηθητικό χώρο. Είναι κατασκευασµένα µε λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδοµή, και µε δικλινή στέγη από φθαρτά υλικά. Πουθενά δεν υπήρξαν ανασκαφικές ενδείξεις για την παρουσία ιερών χώρων ή κτιρίων µε ειδικό προορισµό, οικονοµικό ή διοικητικό Οι ανασκαφές στο βορειοελλαδικό χώρο τα τελευταία χρόνια βελτιώνουν διαρκώς τη γνώση µας για τις θαλάσσιες επαφές του Βόρειου µε το Νότιο Αιγαίο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.χ.: εισαγωγές νοτιοελλαδικών αγγείων στη Χαλκιδική, και µινωικών σφραγισµάτων της Γραµµικής Α στο Μικρό Βουνί της Σαµοθράκης. Στη Λήµνο, η Πολιόχνη έχει αρχίσει να παρακµάζει προς το τέλος της ΠΕΧ. Στο Κουκονήσι, όµως, ανασκάπτεται ένας σηµαντικός οικισµός της ΜΕΧ, µε αψιδωτά κτίρια στις πρώιµες φάσεις του, τα οποία αντικαθίστανται στη συνέχεια από 169

168 µεγαρόσχηµα που µοιράζονται µεσοτοιχίες, έχουν λίθινα θεµέλια, ορθογώνιες α- ποθήκες µε πίθους και πολύ καλή κατάσταση διατήρησης. Στις Κυκλάδες, ο οικισµός της Φυλακωπής καταστρέφεται προς το τέλος της ΠΚ ΙΙΙ, αλλά πολύ γρήγορα οικοδοµείται εκ νέου, αν και µε διαφορετικό πολεοδο- µικό σχεδιασµό. Στη Μεσοκυκλαδική ατείχιστη πόλη ΙΙ της Φυλακωπής, τα σπίτια είναι οργανωµένα κατά οµάδες υπαγόµενες σε ενιαία ρυµοτοµία, µε ευρείς δρό- µους πλάτους ως 1.5 µ., και µε κλιµακοστάσια στα σηµεία όπου το έδαφος εµφανίζει αναβαθµούς. ιαθέτουν από δύο ως τέσσερα δωµάτια, τώρα συνθετότερης κάτοψης και µεγαλύτερων διαστάσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις, δύσκολα διακρίνονται τα όριά τους µέσα στην νησίδα. Το γνωστό Υστεροκυκλαδικό ιερό της Φυλακωπής, δεν αποκλείεται να υπήρχε στο ίδιο σηµείο από την περίοδο αυτή, αλλά αυτό δεν τεκµηριώνεται, προς το παρόν, µε ασφάλεια. Ο οχυρωµένος τώρα οικισµός στην Αγία Ειρήνη της Κέας εξακολουθεί να κατοικείται, αποκτώντας, µάλιστα τώρα τη σύνθετη οικιστική του συγκρότηση, και το ίδιο πρέπει να συµβαίνει στο Ακρωτήρι της Θήρας, όπου η κατοίκηση είναι ίσως αδιάκοπη από τα όψιµα νεολιθικά χρόνια. Γενικώς, οι κυκλαδικοί οικισµοί, κυρίως παράκτιοι, είναι τώρα καλύτερα οργανωµένοι, µε οδικό δίκτυο, οχύρωση και αποχετευτικό σύστηµα. Στην αρχιτεκτονική τους, συνδυάζονται στοιχεία της ελλαδικής παράδοσης των µεγαρόσχηµων κτισµάτων µε µινωικά χαρακτηριστικά, όπως ο κεντρικός πεσσός για τη στήριξη της στέγης, τα επιχρίσµατα και οι τοιχογραφίες µε φυτικά θέµατα. Και εδώ διαπιστώνεται επαναφορά της πρακτικής ενταφιασµού, τουλάχιστον των παιδιών, µέσα στα όρια του οικισµού, ενώ για τους ενήλικες εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται κιβωτιόσχηµοι και λαξευτοί θαλαµοειδείς τάφοι, πολύ συχνά ακτέριστοι. Η επιλογή στρατηγικών θέσεων στην περίπτωση της Αγία Ειρήνης και του Βρυόκαστρου Τήνου πίστευαν παλαιότερα ότι είχε επιβληθεί εξαιτίας ταραχών του τέλους της ΠΚ ΙΙΙ, που µπορεί να οφείλονταν σε έξαρση της πειρατείας και στο φόβο µινωικών επεµβάσεων. Άλλοι, ωστόσο, προτιµούν να τη συσχετίζουν µε τις απόπειρες οµάδων από τις ακτές της Μικράς Ασίας ή τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου να αποικίσουν τις Κυκλάδες. Αυτό που µάλλον τεκµηριώνεται µε µεγαλύτερη ασφάλεια είναι η έντονη, αυτή την εποχή, µινωική επιρροή σε κυκλαδικούς οικισµούς όπως η Αγία Ειρήνη και η Παροικιά της Πάρου. Την ίδια περίοδο, η Τροία VI, που εκπροσωπεί τη ΜΕ στο ΒΑ. Αιγαίο, επεκτείνεται σηµαντικά, αποκτά ένα νέο ισχυρό οδοντωτό τείχος, ενσωµατώνει νέα σχήµατα τροχήλατων αγγείων, και εκδηλώ- 170

169 νει και αυτή την προτίµησή της προς τη γκρίζα µινυακή κεραµική. Στα ζωοαρχαιολογικά της κατάλοιπα διαπιστώνεται για πρώτη φορά η δυναµική παρουσία του αλόγου. Τα κτίσµατά της ακολουθούν τον προσφιλή από τη φάση Τροία Ιb τύπο του µεγάρου, εµφανίζοντας ήδη στοιχεία της µνηµειακής µορφής που αποκτούν µε την έναρξη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού τρεις περίπου µερικούς αιώνες αργότερα Τα Μινωικά Ανάκτορα Τα πρώτα ανάκτορα εµφανίζονται στην Κρήτη προς το τέλος της 3 ης χιλιετίας π.χ., και η Μεσοµινωική ή Παλαιοανακτορική εποχή διαρκεί από το 2100/2000 ως το 1700/1650 π.χ. Πιστεύουµε ότι υπήρξαν κέντρα κοσµικής και θρησκευτικής εξουσίας καθώς και οικονοµικά και διοικητικά κέντρα, έδρες ηγεµόνων που αναδύθηκαν από τους παλαιούς τοπάρχες των ΠΜ εγκαταστάσεων. Σταδιακά, η οργάνωσή τους έγινε συνθετότερη, χρησιµοποιώντας για τις ανάγκες προηγµένα συστήµατα γραφειοκρατίας. Από τα παλαιά ανάκτορα διασώζονται λίγα στοιχεία, επειδή, µετά την καταστροφή τους, οικοδοµήθηκαν στους ίδιους χώρους τα ορατά σήµερα συγκροτήµατα της Νεοανακτορικής περιόδου, µε διάρκεια ζωής από το 1650 π.χ. ως τα µέσα περίπου του 15 ου αιώνα, όταν καταστρέφονται και αυτά, και µόνον στην Κνωσό εγκαθίσταται εκ νέου µια µυκηναϊκή δυναστεία. Ήδη κατά την έναρξη της ΜΜ εποχής, διαπιστώνεται ραγδαία δηµογραφική άνοδος. Ως το τέλος της ΜΜ Ι, η Κνωσός και τα Μάλια έχουν αποκτήσει αστική έκταση στην περιφέρεια του ανακτόρου. Τα συγκροτήµατα στην Κνωσό, στη Φαιστό, στα Μάλια και, αργότερα, στη Ζάκρο, εµφανίζουν πολύ µεγαλύτερη έκταση και πυκνότητα από τους οικισµούς της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού. Είναι κτίσµατα πολυώροφα, µε επιµεληµένη κατασκευή, χτισµένα µε αργούς λίθους, άψητες πλίνθους και ενισχυτικές ξυλοδεσιές. Λαξευµένοι λίθοι χρησιµοποιούνται κατά κανόνα µόνον στις προσόψεις τους. Οι τοίχοι των ανακτόρων καλύπτονται µε έγχρωµα κονιάµατα, και διακοσµούνται µε τοιχογραφίες. Αποτελούνται από πλήθος αιθουσών και διαδρόµων που αναπτύσσονται γύρω από την κεντρική αυλή. Στον περίπλοκο σχεδιασµό τους, στον οποίο µάλλον οφείλεται ο µύθος του Λαβυρίνθου, ανήκουν χώροι καθηµερινής χρήσης, διαµερίσµατα των ηγεµόνων, εργαστήρια, αίθουσες 171

170 τελετών και υποδοχής επισκεπτών, ιεροί χώροι µε δεξαµενές καθαρµών, κλιµακοστάσια και φωταγωγοί. Στο καλύτερα διατηρηµένο παλαιοανακτορικό συγκρότηµα, αυτό των Μαλίων, διαπιστώνουµε ότι η πόλη έχει ιδρυθεί σε ένα τριγωνικό πλάτωµα, και το ανάκτορο καταλαµβάνει το υψηλότερο τµήµα του. Στις δύο πλευρές του πλατώµατος που δεν έχουν φυσική προστασία, υπάρχει ισχυρός περίβολος που µάλλον α- κολουθεί τα όρια της πόλης. Έχουν ανασκαφεί εδώ αρκετά συγκροτήµατα, σε µικρή απόσταση από το ανάκτορο: η συνοικία Ε, η Υπόστυλη Κρύπτη, η συνοικία Μ, και οι αποθήκες Dessenne. Η Υπόστυλη Κρύπτη συνδέεται µε σειρά αποθηκών και µία πλατεία µε σειρές εδωλίων, την οποία οι ανασκαφείς αποκαλούν Αγορά. Στη συνοικία Μ υπήρχαν κτίρια εντυπωσιακών διαστάσεων. Το Κτίριο Α φτάνει τα 800 τ.µ., και περιέχει ένα σύνολο κτιρίων τελετουργικού, διοικητικού και εργαστηριακού προορισµού. Ανάµεσά τους ένα εργαστήριο κατασκευής σφραγιδόλιθων. Αποτελεί την πιο πρώιµη εικόνα σε µικρογραφία των κατοπινών ανακτόρων ως προς τις λειτουργίες που συστεγάζει. Μια οµάδα χώρων θυµίζει το σχέδιο της αίθουσας του θρόνου στην Κνωσό, µε ωραίο λιθόστρωτο προθάλαµο που οδηγεί σε δεξαµενή καθαρµών και αρκετούς βοηθητικούς χώρους. Σε άλλο δωµάτιο του δυτικού τοµέα εντοπίστηκε κέρνος όπως και στη νότια είσοδο του ανακτόρου. ιαθέτει επίσης οδοντωτή δυτική όψη, δυτική αυλή και λιθόστρωτο δρόµο. Τα Μάλια είναι ένα πραγµατικό αστικό κέντρο, πολύ ανώτερο από τα αποκαλούµενα πρωτοαστικά της ΠΕΧ, µε συστατικά του την εξειδικευµένη βιοτεχνία, τις εντατικές εξωτερικές ανταλλαγές, τη γραφή, την ανάδυση ενός νέου είδους πολιτικής οργάνωσης καθώς και τη δυνατότητα ίδρυση µιας σειράς δορυφορικών αγροτικών εγκαταστάσεων στην ακτίνα επιρροής του, για να εξασφαλίζουν την οικονοµική του ευµάρεια. Τόσο το παλαιό όσο και το νέο ανάκτορο στα Μάλια χτίστηκαν µε λιγότερο πολυτελή υλικά, σε σύγκριση µε εκείνα της Κνωσού και της Φαιστού. Στη Φαιστό, ολόκληρη η σωζόµενη δυτική πλευρά ανήκει στο παλαιοανακτορικό συγκρότηµα, που φαίνεται ότι έχει ήδη ενσωµατώσει τα βασικά στοιχεία της µινωικής αρχιτεκτονικής: κεντρική αυλή, ορθοστάτες, λαξευµένους λίθους κρηπιδωµάτων, λίθινα πελεκητά πλαίσια θυρών και παραθύρων, κίονες ή ξύλινους στύλους σε λίθινες βάσεις, οδοντωτή διαµόρφωση τοιχοδοµίας, σιτοβολώνες, πλατείες µε πλακόστρωτους δρόµους, αποθήκες µε εκατοντάδες αγγεία καµαραϊκού ρυθµού, πρόπυλα, πολύθυρα και φωταγωγούς. Το γεγονός ότι η οικοδόµηση και η συγκρότηση ενός ανακτόρου περιείχε ευκρινείς για τον πληθυσµό συµβολισµούς, 172

171 και δεν περιοριζόταν στην αυτονόητη οικονοµική και πολιτική του σηµασία, αποδεικνύεται από την παρουσία ιερών συµβόλων, είτε κινητών, όπως τα κέρατα και οι διπλοί πελέκεις, είτε άλλων: το ανάκτορο της Φαιστού, λόγου χάριν, είναι προσανατολισµένο προς τις δύο κορυφές της Ίδης, ιερού βουνού, και είναι, επιπλέον, ορατό από το σπήλαιο των Καµαρών, επίσης καθοσιωµένο χώρο. Στην Κνωσό, αν και το παλαιοανακτορικό συγκρότηµα διασώζεται σε λίγα σηµεία, είναι βέβαιο ότι ήταν πολύ µεγαλύτερο από αυτά των Μαλίων και της Φαιστού. Κι εδώ φαίνεται ότι υπήρχαν πολλοί και µεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι και εργαστήρια, κυρίως στο ισόγειο, λαβυρινθώδεις διάδροµοι, επίσηµα πρόπυλα και δευτερεύουσες είσοδοι, θεατρικοί χώροι, πλακόστρωτοι δρόµοι, πολυτελείς χώροι διαµονής, και µεγάλα κλιµακοστάσια για τους τρεις ως πέντε ορόφους που υψώνονταν γύρω από την κεντρική αυλή. Η δυτική πτέρυγα στέγαζε αποθηκευτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες, ενώ η ανατολική φιλοξενούσε τα βασιλικά διαµερίσµατα. Η τοιχογραφηµένη αίθουσα του θρόνου µε τη δεξαµενή καθαρµών, άµεσα προσβάσιµες από την αυλή, ήταν σίγουρα από τους πλέον επίσηµους χώρους. Το ανάκτορο της Κνωσού είχε από το τέλος της 3 ης χιλιετίας, ένα καλά οργανωµένο γραφειοκρατικό σύστηµα ελέγχου της πρωτογενούς παραγωγής, της αποθήκευσης, της αναδιανοµής αλλά και της µεταποίησης των προϊόντων. Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι υποδείκνυε τις εµπορικές συναλλαγές και ρύθµιζε τις θρησκευτικές/λατρευτικές δραστηριότητες του πληθυσµού στο βόρειο κεντρικό τµήµα της Κρήτης, που αποτελούσε τη δική του επικράτεια. Ένα διοικητικό συγκρότηµα της Παλαοανακτορικής εποχής υπήρχε στο Μοναστηράκι. Στόχος της ίδρυσής του ήταν να διευκολύνει το εµπόριο ανάµεσα στη Φαιστό και στην περιοχή του Ρεθύµνου. Είχε σίγουρα δεύτερο όροφο, πληθώρα αποθηκευτικών χώρων µε πίθους, πλακόστρωτη αυλή στα δυτικά, αλλά και αρκετούς χώρους διοίκησης, αν κρίνουµε από τις 700 περίπου πήλινες σφραγίδες που βρέθηκαν εδώ, µάλλον πεσµένες από τον όροφο. 173

172 Αγροτική εγκατάσταση πρέπει να ήταν και αυτή στο Χαµαίζι, µε αρκετά δωµάτια διευθετηµένα γύρω από µια πλακόστρωτη αυλή, κάτι σαν φωταγωγό, µε δεξαµενή. Το σχήµα του οφείλεται στην έκταση του Χαµαίζι: η ΜΜ εγκατάσταση λόφου πάνω στον οποί χτίστηκε. Μια εστία, ένα κέρνος και ένας αριθµός ειδωλίων ίσως δηλώνουν θρησκευτικό προορισµό. Τα 12 δω- µάτιά του, ίσως διώροφα, συγκροτούν δύο ζώνες µε χωριστή είσοδο η καθεµιά. Η Αγία Φωτιά στην ΒΑ. Κρήτη, υπάρχει επίσης από την αρχή της ΜΜ Ι και είναι οχυρωµένη µε περίβολο µε ηµικυκλικούς προµαχώνες, που όµως, αντίθετα από τους κυκλαδικούς, εδώ είναι συµπαγείς. Ο προσανατολισµός τους προς τη θάλασσα τους καθιστά µάλλον παρατηρητήρια παρά οχυρωµατικούς. Η περιοχή πάντως έχει έντονους εµπορικούς δεσµούς µε τις Κυκλάδες ήδη από την ΠΚ εποχή. Το µονώροφο αυτό συγκρότηµα έχει διαστάσεις 27,5 Χ 18 µ., µε 30 χώρους γύρω από µια κεντρική στενή επιµήκη αυλή. Στα ΒΑ όριο της εγκατάστασης εντοπίστηκε µια κυκλική αποθήκη σιτηρών. Η βόρεια είσοδος εµφανίζει τις αγαπητές στη µινωική αρχιτεκτονική εσοχές. Άλλο µινωικό στοιχείο είναι ότι τα δωµάτια διατάσσονται σε 8-9 οµάδες, που δεν επικοινωνούν µεταξύ τους παρά µόνο µέσω της κεντρικής αυλής. Μικρότερα ανάκτορα χτίστηκαν κατά τη Νεοανακτορική εποχή, µετά το 1650 π.χ., στη Ζάκρο και στον Πετρά στην Ανατολική Κρήτη αλλά και στο Γαλατά στην Κεντρική. Το συγκρότηµα στη Ζάκρο ιδρύθηκε µάλλον µε στόχο την εντατικοποίηση των ανταλλακτικών δεσµών του νησιού µε την Ανατολή. Στην ανατολική του πτέρυγα ήταν συγκεντρωµένα τα επίσηµα διαµερίσµατα, µε πολλούς βοηθητικούς χώρους, υπαίθριες αυλές και µια κυκλική δεξαµενή νερού. Εδώ υπήρχαν επίσης εργαστήρια και η πλακόστρωτη αρτηρία που οδηγούσε στο λιµάνι. Στη βόρεια πτέρυγα ανασκάφηκαν αποθήκες, µία τουλάχιστον δεξαµενή καθαρµών, µαγειρεία, αποθέτες κεραµικής, και δύο ενδιαφέροντα οικήµατα, το Κτίριο του Πυργίσκου και το Ισχυρό Κτίριο, µε ιδιαιτέρως ενισχυµένη την τοιχοδοµία στο νότιο 174

173 τµήµα τους. Η δυτική πτέρυγα διέθετε αίθουσες τελετουργιών και συµποσίων αλλά και ιερούς χώρους, µε αποθέτες και σκευοφυλάκια, άθικτους κάτω από στρώµα καταστροφής των µέσων του 15 ου αιώνα π.χ. Η πτέρυγα, τέλος, νοτίως της κεντρικής αυλής είναι η µικρότερη, και περιλαµβάνει ένα µεγάλο εργαστηριακό συγκρότηµα. Στο Γαλατά το ανακτορικό συγκρότηµα, µε διάρκεια ζωής από το 1650 ως το 1500 π.χ., εντοπίστηκε στο κέντρο ενός εκτεταµένου οικισµού. Στη βόρεια πτέρυγα υπήρχε µεγάλη αίθουσα µε πολύθυρα και φωταγωγό, πιθανόν η έδρα του τοπικού ηγεµονα. Στο ανατολικό του τµήµα ανασκάφηκε υπόστυλη αίθουσα µε κεντρική εστία, και δίπλα της το µαγειρείο του ανακτόρου. Το πολυώροφο ανάκτορο των Αρχανών, νοτίως της Κνωσού, ήταν, κατά τον Evans, το θερινό ενδιαίτηµα των βασιλέων της Κνωσού. Εδώ ήρθε στο φως ένα εντυπωσιακό πρόπυλο µε δύο κίονες και τέσσερις αµφίκοιλους βωµούς, καθώς και σηµαντικός αριθµός επίση- µων αιθουσών, κάποιες από τις οποίες είναι τοιχογραφηµένες. Γύρω από τα ανάκτορα, κυρίως κατά την Νεοανακτορική περίοδο, υπήρχαν πόλεις µε επίσης οργανωµένη ρυµοτοµία, οικοδοµικά τετράγωνα και λιθόστρωτους δρόµους. Στους οικισµούς µε περιορισµένη έκταση, τα κτίσµατα ήταν µικρά, ισόγεια ή διώροφα, µε ένα µόνο µεγαλύτερο δωµάτιο, ενώ στους µεγαλύτερους, όπως το Παλαίκαστρο, είχαν όψεις από λαξευτές πέτρες, σύµφωνα µε την ανακτορική πρακτική. Στα Γουρνιά τρεις οδικές αρτηρίες οδηγούσαν στο κεντρικό κτίριο του οικισµού. Οι επαύλεις, µεγάλα οικοδοµήµατα µε πολλές αίθουσες, ήταν είτε µεµονωµένες είτε µέσα σε οικισµούς. Είχαν τον έλεγχο της υπαίθρου µε δικά τους αρχεία και αποθηκευτικούς χώρους. Πολλές βρισκόταν σε αγροτικές περιοχές, όπως, για παράδειγµα, η αγρέπαυλη του Βαθυπέτρου, µε το άριστα διατηρηµένο πιεστήριο σταφυλιού. Άλλες, πάλι, ήταν εµπορικοί σταθµοί παράκτιοι όπως η Α- µνισός. Η βασιλική έπαυλη της Αγίας Τριάδας, δίπλα στη Φαιστό, ίσως διαδέχτηκε µετά το 1550 π.χ. ως διοικητικό κέντρο το ανάκτορο της Φαιστού. Είχε δύο πτέρυγες, µε ενδιάµεσο υπαίθριο χώρο, κλιµακοστάσια, αποθήκες και πολύθυρα. Παρότι κάθε ανάκτορο πρέπει είχε τον έλεγχο µιας περιοχής µε επάρκεια εύφορων ε- κτάσεων για τη συντήρησή του, η σχέση του, ωστόσο, µε τα υπόλοιπα καθώς και µε τις µικρότερες πόλεις και επαύλεις όπως τα Γουρνιά, το Παλαίκαστρο ή ο Πύργος, δεν είναι πλήρως διευκρινισµένη. 175

174 Από τη ΜΜ Ι εµφανίζονται και τα ιερά κορυφής, κυρίως στην Ανατολική Κρήτη, υπαίθριοι χώροι που συχνά διαθέτουν απλό περίβολο: στον Πετσοφά κοντά στο Παλαίκαστρο και στο Γιούχτα κοντά στην Κνωσό έχουν εντοπιστεί τα σπουδαιότερα. Εδώ βρέθηκαν πολλά ειδώλια ανθρώπων και ζώων, αφιερώµατα µελών σώµατος και τελετουργικές φωτιές. Κάποια σπήλαια, όπως των Καµαρών και του Ψυχρού, χρησιµοποιούνται επίσης ως ιεροί χώροι. Τα λιγοστά ανακτορικά ιερά που γνωρίζουµε, κυρίως στη Φαιστό και στα Μάλια, ανήκουν στον ίδιο τύπο, µε προθάλαµο και λατρευτικό χώρο µε θρανίο και ορθογώνια εστία. Τέτοιοι χώροι αναγνωρίζονται και από ειδικά αντικείµενα που βρίσκουµε στο εσωτερικό τους, όπως οι πήλινες και λίθινες τράπεζες προσφορών, τα ρυτά 59, τα αγγεία σε σχήµα κεφαλής ταύρου, οι τρίτωνες, τα κέρατα καθοσιώσεως, οι διπλοί πελέκεις, τα γυναικεία ειδώλια θεοτήτων κ.ά. Μια σφραγίδα από εργαστήριο των Μαλίων φέρει µια πρώιµη παράσταση της θεάς µε ανασηκωµένα χέρια, πολύ δηµοφιλέστερη αργότερα. Η εµφάνιση νέου τύπου ιερών µαζί µε την πιθανή εδραίωση της λατρείας των νεκρών, θεωρούνται ασφαλείς ενδείξεις της παρουσίας επίσηµου ιερατείου και θεοκρατικής διοίκησης. Ωστόσο, παρά τη λειτουργία καλά οργανωµένων ανακτορικών ιερών, οι υπαίθριες εκδηλώσεις λατρείας στα ιερά κορυφής δεν αποδυναµώνονται. Προς το τέλος, µάλιστα, της ΜΜ περιόδου, χτίζονται εκεί βωµοί, των οποίων η χρήση πρέπει να σχετίζεται µε στοιχεία της φύσης όπως τα ιερά δένδρα. Η πρακτική καθοσίωσης χώρων σε µεγάλο υψόµετρο, δύσκολα προσβάσιµων, είναι διαδεδοµένη σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, ήδη από το τέλος της νεολιθικής εποχής, µε τα βραχογραφήµατα και τις εγχάρακτες αποτυπώσεις αστερισµών να αποτελούν εκεί συχνό εύρηµα Ο Μινωικός Πολιτισµός Η Μεσοµινωική (ΜΜ) εποχή σηµατοδοτείται στην Κνωσό από την εµφάνιση της λευκής πάνω σε σκοτεινό βάθος καµαραϊκής 60 κεραµικής, και του πολύχρωµου ρυθµού µε κόκκινα και λευκά µοτίβα. Με βάση την κεραµική από τον Κοµµό, τα Μάλια και τον Πύργο έχουν προταθεί τέσσερις φάσεις της περιόδου: προκαµαραϊκή, πρώιµη καµαραϊκή, κλασική καµαραϊκή, και µετακαµαραϊκή. Αυ- 59 Αγγεία σε σχήµα κέρατος στα οποία αποδίδουµε τελετουργικό προορισµό. 60 Επειδή πρωτοβρέθηκε στο σπήλαιο των Καµαρών. 176

175 τές αντιστοιχούν σχεδόν µε την παλαιότερη διαίρεση του Evans σε ΜΜΙΑ, ΜΜΙΒ, ΜΜΙΙ και ΜΜΙΙΙ. Η απόλυτη χρονολόγηση των µεσοµινωικών φάσεων, από το 2100 ως το 1600 π.χ., εξασφαλίζεται µε τη συνδροµή των χρονικών ορίων των αιγυπτιακών δυναστειών, βάσει των µινωικών αγγείων που βρέθηκαν στην Αίγυπτο αλλά και των αιγυπτιακής προέλευσης αντικειµένων που βρέθηκαν στην Κρήτη. Άνθιση της καµαραϊκής κεραµικής παρατηρείται κυρίως στην Κνωσό, τη Φαιστό και λιγότερο στα Μάλια. Η διακόσµηση είναι πλούσια και πολύχρωµη, µε κόκκινη, κίτρινη και λευκή βαφή πάνω σε µαύρο βάθος. Ο ταχύστροφος τροχός συντελεί µετά τη ΜΜ Ι στην παραγωγή ωοκέλυφων αγγείων, ενώ αυξάνονται σηµαντικά και οι ποσότητες των λίθινων αγγείων. Μεγάλοι αριθµοί από αυτά βρέθηκαν στη Ζάκρο αλλά και στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας. Από το την αρχή της Μεσοµινωικής, βρίσκουµε στην Κρήτη σηµεία λατό- µων πάνω στους δόµους των ανακτόρων, χωρίς ακόµη να υπάρχουν επίσηµα συστήµατα γραφής και αρχειοθέτησης. Από τη ΜΜ ΙΙ φάση, ωστόσο, φαίνεται ότι αρχίζει να χρησιµοποιείται η ιερογλυφική γραφή στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια, αλλά και η γραµµική Α, µε λιγοστές µεταξύ τους οµοιότητες, κυρίως όσον αφορά το σύστηµα αρίθµησης. Η ιερογλυφική επιβιώνει σε σφραγίδες ως την Υ- στεροµινωική ΙΒ, τουλάχιστον στην Ανατολική Κρήτη, όπως δείχνει ο εντοπισµός της στην Οικία Α της Ζάκρου. Συνυπάρχει µε τη Γραµµική Α για µεγάλο χρονικό διάστηµα, και σε επίσηµα ακόµη αρχεία έως το τέλος της ΜΜ. Η Γραµµική Α, µε τη σειρά της, εξακολουθεί να χρησιµοποιείται και µετά την επικράτηση της Γραµ- µικής Β, ως την ΥΜ ΙΒ, όπως δείχνουν οι πινακίδες της Αγίας Τριάδας, της Τυλισού, των Χανίων και της Ζάκρου. Η ιερογλυφική συναντάται σε αντικείµενα από άψητο πηλό: ράβδους µε τρεις ή τέσσερις όψεις, ελάσµατα µε δύο όψεις, πινακίδες, κώνους, σφραγίσµατα, αλλά και σε αγγεία, λίθους, υφαντικά βάρη και µεταλλικά αντικείµενα. Τη Γραµµική Α, τη βρίσκουµε επιπλέον σε αρχιτεκτονικά µέλη στα ανάκτορα της Κνωσού και των Μαλίων, καθώς και σε επιχρίσµατα τοίχων ως graffiti στην Αγία Τριάδα. Ωστόσο, δε συνηθίζεται πάνω σε σφραγίδες, όπου κυριαρχεί η ιερογλυφική. Και οι τρεις Γραφές είναι συλλαβογραφικές. Κάθε σύµβολο εκπροσωπεί µία συλλαβή, δηλαδή ένα ή δύο σύµφωνα µαζί µε ένα φωνήεν. Η ιερογλυφική γραφή έχει 90 σηµεία για το σύνολο των λέξεων, η Γραµµική Α έχει 70 και η Γραµµική Β 87. Σ αυτά προστίθενται τα αριθµογράµµατα αλλά και τα ιδεογράµµατα που α- 177

176 πεικονίζουν ζώα ή προϊόντα στα οποία αναφέρονται οι λογιστικές πράξεις και συναλλαγές που καταγράφονται. Υπάρχουν ορισµένα κοινά και στις τρεις γραφές ι- δεογράµµατα, και, πιθανόν, συγγένεια αρχών, µια πρωτόγονη γραµµατική ας πούµε, που αποτελεί επίσης κοινό σηµείο. Τα σύµβολα του δίσκου της Φαιστού δεν ανήκουν σε καµιά από τις γνωστές γραφές. Η επιγραφή του περιλαµβάνει 242 ση- µεία και είναι επίσης συλλαβογραφική, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι κρητική. εν είµαστε σε θέση ακόµη να πούµε αν οι µινωνικές γραφές εκπροσωπούν µία κοινή ή δύο γλώσσες, ούτε καν για την κοινή ιερογλυφική Κνωσού και Μαλίων, εφόσον δεν είναι αποκρυπτογραφηµένη. Για τη Γραµµική Α, πάντως, πιστεύουµε ότι µάλλον αποδίδει την ίδια γλώσσα, καθώς είναι κοινή παντού, και στο υλικό της αναγνωρίζονται και επαναλαµβάνονται στερεότυπες εκφράσεις. εν υ- πάρχουν ασφαλείς ενδείξεις ότι µπορεί να κατάγεται από την ιερογλυφική Ταφικές Πρακτικές της Μέσης Εποχής του Χαλκού Στην Κρήτη, και µετά την έναρξη της 2 ης χιλιετίας π.χ., φαίνεται ότι εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται πολλοί από τους κυκλικούς τάφους της Μεσαράς, ενώ χτίζονται και νέοι στο Απεσωκάρι, στις Αρχάνες και στο Καµηλάρι. Συνεχίζουν, πάντως, να είναι σε χρήση και τα ορθογώνια ταφικά περιφράγµατα της Ανατολικής Κρήτης. Νεωτερισµό αποτελεί η επανεµφάνιση ατοµικών ταφών, τώρα µέσα σε σαρκοφάγους, όπως στο νεκροταφείο της Παχυάµµου. Σε κάποιες περιπτώσεις, δίπλα στους µεγάλους κυκλικούς τάφους, εντοπίζονται µικρά λατρευτικά κτίσµατα για την προσφορά αναθηµάτων αλλά και αίθουσες µε κεντρικό πεσσό για λατρευτικές δραστηριότητες, όπως συµβαίνει στο Απεσωκάρι και στις Αρχάνες. Τώρα χτίζεται και το ταφικό συγκρότηµα µε όροφο στις Αρχάνες, οργανωµένο γύρω από έναν κυκλικό τάφο µε δρόµο και πλευρικούς θαλάµους, ενώ στα Γουρνιά συναντούµε µια συστάδα χτιστών τάφων που µιµούνται το σχεδιασµό των σπιτιών. Ιδιαίτερης σηµασίας είναι το ταφικό µνηµείο στο νεκροταφείο του Χρυσόλακου, κοντά στο ανάκτορο των Μαλίων. Τα πλούσια και πολύτιµα ευρήµατά του έ- πεισαν τους ανασκαφείς να το θεωρήσουν βασιλικό οστεοφυλάκιο. Στις Κυκλάδες, χρησιµοποιούνται µέχρι το τέλος της Εποχής του Χαλκού, οι ίδιοι µε την ΠΚ εποχή τύποι κιβωτιόσχηµων τάφων, αλλά τώρα εµφανίζονται συχνότερα τάφοι µεγαλύτερων διαστάσεων, χτιστοί ή λαξευµένοι στο βράχο. 178

177 Στην ηπειρωτική Ελλάδα, υπάρχουν και κατά τη ΜΕ περίοδο οργανωµένα νεκροταφεία µε τάφους πλούσια κτερισµένους, όπως αυτοί της Θήβας και της Ασίνης, αλλά δίπλα σ αυτούς συναντούµε απλές ταφές σε λάκκους, µε ελάχιστα κτερίσµατα, ή ακόµη και σε τάφρους σκαµµένες ανάµεσα στους τοίχους των σπιτιών ή κάτω από τα δάπεδα. Οι κιβωτιόσχηµοι τάφοι κατασκευάζονται από µεγάλες, καθέτως τοποθετηµένες πλάκες και δάπεδο συχνά καλυµµένο µε χαλίκι. Κανόνα αποτελούν οι ατοµικές ταφές, από τη ΜΕ ΙΙ, όµως, βρίσκουµε όλο και συχνότερα περισσότερες από µία ταφές στον ίδιον τάφο. Γενικεύεται τώρα η πρακτική των ταφικών τύµβων στη Μεσσηνία, την Αργολίδα, την Αττική και τη Φωκίδα, να και δεν τους συναντούµε στο υπόλοιπο Αιγαίο. Με διάµετρο 10 ως 20 µ. δηλώνουν τη θέση ενός µεγάλου τάφου, όπως συµβαίνει στη Θήβα ή στην Κέα, είτε µιας συστάδας µε ταφές σε λάκκους, πίθους ή θήκες, όπως συµβαίνει στη Βοϊδοκοιλιά. Ορισµένοι τύµβοι έχουν µια κεντρική πεταλόσχηµη κατασκευή που µπορεί να ήταν κενοτάφιο, όπως αυτό που εντοπίστηκε στα Παπούλια, ή πυρά, όπως στον Τύµβος S του Στενού Λευκάδας. Σε ορισµένες περιπτώσεις, δίπλα ή σε µικρή απόσταση από τον περίβολο του τύµβου εντοπίζονται τελετουργικές πυρές, ενώ σε κάποιες άλλες πιστοποιείται η διαχρονική ταφική χρήση του ίδιου χώρου. Στη Βοϊδοκοιλιά, λόγου χάριν, το κεντρικό σηµείο του τύµβου καταλαµβάνει αργότερα ένας θολωτός µυκηναϊκός τάφος. Πρωτοελλαδική σαλτσιέρα Πρωτοκυκλαδικά αγγεία 179

178 Κρήτη: ΜΜ Καµαραϊκός ρυθµός Κρήτη : Ρυθµός Βασιλικής Πρωτοκυκλαδική ειδωλοπλαστική Σφραγίδα ΠΕΧ 180

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΕΞΕΛΙΞΗ:

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΕΞΕΛΙΞΗ: Πρόλογος: Η θεωρία της Εξέλιξης, είναι µια επιστήµη που οι προβλέψεις της αποδεικνύονται από τις διαρκείς ανακαλύψεις καθηµερινά. Η πρακτική επιβεβαίωση των προβλέψεων, είναι χαρακτηριστικό για κάθε πραγµατική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ-ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ-ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ-ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΟΙ ΑΥΣΤΡΑΛΟΠΙΘΗΚΟΙ Δρ Σωκράτης Ρουσιάκης Επίκουρος Καθηγητής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015-2016 Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015-2016 Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015-2016 Α ΕΞΑΜΗΝΟ Ιστορία της Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα 3 5 Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη 3 5 Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Καθ. Ευστράτιος Παπαδόπουλος ράµα 2012 Ε Ι Σ Α Γ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2017-18 Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΚΥ-01 Ιστορία της Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα ΚΥΕ-01 Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη ΚΥ-18 Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑ, Α1 ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Α1 2015-2016 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2016-2017 Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΚΥ-01 Ιστορία της Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα ΚΥΕ-01 Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη ΚΥ-18 Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΞΕΛΙΞΗ. Ερευνητική Εργασία Β' Τετραμήνου. Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Μ.Φρονίμου

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΞΕΛΙΞΗ. Ερευνητική Εργασία Β' Τετραμήνου. Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Μ.Φρονίμου Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Ερευνητική Εργασία Β' Τετραμήνου Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Μ.Φρονίμου Στην επιστήμη της βιολογίας, με τον όρο εξέλιξη εννοείται η αλλαγή στις ιδιότητες ενός πληθυσμού οργανισμών στο πέρασμα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 6/14/ ΔΙΔ ΑΣΚΑΛΙΑΣ 7

ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 6/14/ ΔΙΔ ΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΗΜΕΡΟΜHΝIΑ ΩΡΑ ΓΡΑΠΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ / ΕΙΔ ΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΥ 21 ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 6/14/2016 11.00 ΔΙΔ ΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΑΥ 24 ΑΥ 26 ΑΥΕ 30 ΟΣΤΕΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015-2016 Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΚΥ-01 Ιστορία της Μεσογείου κατά την Αρχαιότητα ΚΥΕ-01 Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη ΚΥ-18 Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία

Διαβάστε περισσότερα

Το περιβάλλον ως σύστηµα

Το περιβάλλον ως σύστηµα Το περιβάλλον ως σύστηµα Σύστηµα : ηιδέατουστηθεώρησητουκόσµου Το σύστηµα αποτελεί θεµελιώδη έννοια γύρω από την οποία οργανώνεται ο τρόπος θεώρησης του κόσµου και των φαινοµένων που συντελούνται µέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ 1. Από τη Γραμμική Β στην εισαγωγή του αλφαβήτου - Στον ελληνικό χώρο, υπήρχε ένα σύστημα γραφής μέχρι το 1200 π.χ. περίπου, η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΑΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2014 2015

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΑΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2014 2015 09:00-12:00 Μεσαία ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΑΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2014 2015 ΔΕΥΤΕΡΑ, 08-06-2015 ΤΡΙΤΗ, 09-06-2015 ΤΕΤΑΡΤΗ, 10-06-2015

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

Εξέλιξη των πρωτευόντων

Εξέλιξη των πρωτευόντων Π. Πάσχου Εξέλιξη των πρωτευόντων Η ιστορία των σπονδυλωτών στη γη διαιρείται σε τρεις εποχές (αιώνες) -Παλαιοζωικό η εποχή της αρχαίας ζωής µε ψάρια, αµφίβια και πρωτόγονα ερπετά -Μεσοζωικό ενδιάµεση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018-2019 ΠΡΟΣΟΧΗ!ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018-2019 ΠΡΟΣΟΧΗ!ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

Στο πλαίσιο των Αξόνων Προτεραιότητας:

Στο πλαίσιο των Αξόνων Προτεραιότητας: «ΘΑΛΗΣ: Ενίσχυση της Διεπιστημονικής ή και Διιδρυματικής έρευνας και καινοτομίας με δυνατότητα προσέλκυσης ερευνητών υψηλού επιπέδου από το εξωτερικό μέσω της διενέργειας βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΔΠΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΔΠΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2017-2018 ΤΜΗΜΑ ΙΑΔΠΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΔΕΥΤΕΡΑ 18/06/2018 1 12:00-15:00 12 Α-4_12 Ενάλια Αρχαιολογία ΙΙ: Η Μακρά Διάρκεια της Μεσογείου ΣΤ

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Κ20: Κλασική. 12Κ31: Κλασική Αρχαιολογία: 12ΕΙ-30

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Κ20: Κλασική. 12Κ31: Κλασική Αρχαιολογία: 12ΕΙ-30 1 η εβδομάδα : σελ. 1-4 28/8-1/9 2 η εβδομάδα : σελ. 5-13 4/9-8/9 3η εβδομάδα : σελ. 14-17 11/9-8/9 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά ηµέρα ευτέρα, 2/9/2013 ιδακτική της Ιστορίας ΠΑΛΗΚΙ ΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 09:00-12:00 ΑΙΘΟΥΣΑ Α

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά ηµέρα ευτέρα, 2/9/2013 ιδακτική της Ιστορίας ΠΑΛΗΚΙ ΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 09:00-12:00 ΑΙΘΟΥΣΑ Α Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά ηµέρα ευτέρα, 2/9/2013 ιδακτική της Ιστορίας ΠΑΛΗΚΙ ΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Ευρωπαϊκή Ιστορία, 19ος αιώνας ΣΥΡΙΑΤΟΥ ΑΘΗΝΑ 18:00-21:00 ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ Π.Ν. Ευρωπαϊκή Ιστορία, 20ος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α

Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α Σ Ο Ν Α Γ Ρ Ο Σ Ι Κ Ο Σ Ο Μ Ε Α Σ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ε Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Ε Κ Α Ι Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Κ Ο Σ Ο Μ Ε Α Σ Ε Ι Δ Τ Σ Ι Κ Η Μ Α Κ Ε Δ Ο Ν Ι Α Σ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Κ20: Κλασική. 12Κ31: Κλασική Αρχαιολογία: 12ΕΙ-30

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Κ20: Κλασική. 12Κ31: Κλασική Αρχαιολογία: 12ΕΙ-30 1 η εβδομάδα : σελ. 1-4 28/8-1/9 2 η εβδομάδα : σελ. 5-13 4/9-8/9 3η εβδομάδα : σελ. 14-17 11/9-8/9 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

Β ΕΞΑΜΗΝΟ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟ Η ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΠΙ ΠΤΥΧΙΩ. 12Ι-4_8 Αρχαία Ιστορία: Ρωμαϊκοί Χρόνοι Στ Εξαμήνου ΘΚ Ιστ. και ΔΠΑ κ. Σαββίδης ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Β ΕΞΑΜΗΝΟ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟ Η ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΠΙ ΠΤΥΧΙΩ. 12Ι-4_8 Αρχαία Ιστορία: Ρωμαϊκοί Χρόνοι Στ Εξαμήνου ΘΚ Ιστ. και ΔΠΑ κ. Σαββίδης ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΤΙΑΔΠΑ 2016-2017 Β ΕΞΑΜΗΝΟ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟ Η ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΠΙ ΠΤΥΧΙΩ 09:001 2:00 12Ι-4_8 Αρχαία Ιστορία: Ρωμαϊκοί Χρόνοι Στ Εξαμήνου ΘΚ Ιστ. και ΔΠΑ κ. Σαββίδης ΓΡΑΦΕΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά διδάσκοντα

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά διδάσκοντα Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά διδάσκοντα FARRINGTON ANDREW 2 09:00-12:00 ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ Π.Ν. Ιστορική Γεωγραφία και ηµογραφία του Ρωµαϊκού Κράτους Η Ελληνική Αναγέννηση Οικονοµική και Κοινωνική

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 2 3 ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών έρευνα ανακάλυψη εφεύρεσηκαινοτομία-επινόηση εξέλιξη 4 5 Ανακάλυψη: εύρεση αντικειμένου που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο. Ανακάλυψη (επιστήμη):

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

έ ό ή ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

έ ό ή ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ Η βιοποικιλότητα είναι γύρω μας, παντού. «Όλα τα είδη προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο. Κάποια αποκλίνουν και δημιουργούν νέα είδη. Οι αποκλίσεις γίνονται μέσω τηςδιεργασίαςτηςφυσικήςεπιλογήςσύμφωναμετηνοποίαένας

Διαβάστε περισσότερα

Η ΜΕΛΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ.

Η ΜΕΛΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ. Η ΜΕΛΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ. Η εισήγηση µου αποτελεί την θεώρηση από πλευράς µελετητών στις απαιτήσεις και προϋποθέσεις οι κατασκευές ώστε να έχουν ένα χαρακτήρα αειφόρου. Στην

Διαβάστε περισσότερα

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ. 2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες Έχει παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη της σηµασίας του όρου "διοίκηση ή management επιχειρήσεων", ακόµη κι από άτοµα που

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ Καπετάν Βασίλη 1ου ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2016-2017 ΔΕΥΤΕΡΑ, 23-01-2017 ΤΡΙΤΗ, 24-01-2017 ΤΕΤΑΡΤΗ, 25-01-2017

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ XEIMEΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ XEIMEΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ XEIMEΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2012-2013 ΠΡΟΣΟΧΗ! ΛΟΓΩ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΔΕΠ 1)

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα Ηφαίστειο της Θήρας Η Μινωική Κρήτη λόγω της εμπορικής αλλά και στρατηγικής θέσης της έγινε γρήγορα μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη. Οι Μινωίτες πωλούσαν τα προϊόντα τους σε όλη τη Μεσόγειο με αποτέλεσμα

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001 Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα Αθήνα, Απρίλιος 2001 Σελίδα 1 από 8 Μάθηµα: «Ιστορία Ενδυµασίας Ι». Α. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Το µάθηµα

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2015-2016 09:00-12:00 Μεσαία ΔΕΥΤΕΡΑ, 18-01-2016 ΤΡΙΤΗ, 19-01-2016 ΤΕΤΑΡΤΗ, 20-01-2016

Διαβάστε περισσότερα

Γεωργία Ε. Αντωνέλου Επιστημονικό Προσωπικό ΕΕΥΕΜ Μαθηματικός, Msc. antonelou@ecomet.eap.gr

Γεωργία Ε. Αντωνέλου Επιστημονικό Προσωπικό ΕΕΥΕΜ Μαθηματικός, Msc. antonelou@ecomet.eap.gr Γεωργία Ε. Αντωνέλου Επιστημονικό Προσωπικό ΕΕΥΕΜ Μαθηματικός, Msc. antonelou@ecomet.eap.gr Θεμελίωση μιας λύσης ενός προβλήματος από μια πολύπλευρη (multi-faceted) και διαθεματική (multi-disciplinary)

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΕΥΦΥΟΥΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΛΟΓΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ Ή ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΕΥΦΥΟΥΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΛΟΓΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ Ή ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΕΥΦΥΟΥΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΛΟΓΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ Ή ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ Δρ. ΚΩΝ/ΝΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας. Πανεπιστήμιο Πατρών. Πρόγραμμα Σπουδών ακαδημαϊκού έτους

Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας. Πανεπιστήμιο Πατρών. Πρόγραμμα Σπουδών ακαδημαϊκού έτους Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Πατρών Πρόγραμμα Σπουδών ακαδημαϊκού έτους 2019 20 1 ο Εξάμηνο ΥΙS101 Εισαγωγή στις Ιστορικές Σπουδές ΥΑR102 Θεωρία και Μεθοδολογία της Αρχαιολογίας ΥΙS103 Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΕΙΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΑΛΑΙΟΥ. ΜΑΘΗΜΑ ΠΑΛΑΙΟΥ ΟΔΗΓΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ Κ3: Εισαγωγή στην Επιστήμη της Αρχαιολογίας.

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΕΙΣ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΑΛΑΙΟΥ. ΜΑΘΗΜΑ ΠΑΛΑΙΟΥ ΟΔΗΓΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ Κ3: Εισαγωγή στην Επιστήμη της Αρχαιολογίας. ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ ΝΕΟΥ 12Κ5 Εισαγωγή στην Επιστήμη της Αρχαιολογίας 12Κ3 Εισαγωγή στην Αρχαία Ιστορία 12Κ4 Εισαγωγή στην Βυζαντινή Ιστορία (Α Εξάμηνο-Μάθημα Κορμού) 12Κ17 Ιστορία της Τέχνης: Μεσαίωνας,

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών

Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών 11 Η Ι ΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018-2019 Τα μαθήματα της Καθηγήτριας κας Σερεμετάκη θα εξεταστούν στις 30.8.2019:

Διαβάστε περισσότερα

Στα πλαίσια της αποστολής του Τμήματος το πρόγραμμα σπουδών του έχει ως βασικούς στόχους:

Στα πλαίσια της αποστολής του Τμήματος το πρόγραμμα σπουδών του έχει ως βασικούς στόχους: Στόχοι του Τμήματος Η αποστολή του Τ.Μ.Σ., όπως γενικά περιγράφεται στο σκεπτικό του Π.Δ. 316 (ΦΕΚ, αρ. φύλλ. 223, 4/11/97) είναι «η καλλιέργεια και προαγωγή της γνώσης για τη γλώσσα, την αρχαία και νεότερη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018-2019 ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ: 28.08.2019 Τα μαθήματα της Καθηγήτριας κας Σερεμετάκη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής: επιλέξτε το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή συνέχεια της πρότασης. 1. Η θεμελιώδης μονάδα ταξινόμησης των οργανισμών είναι: α. ο πληθυσμός. β. το είδος.

Διαβάστε περισσότερα

Με τον Αιγυπτιακό

Με τον Αιγυπτιακό Με ποιον πολιτισμό θα ασχοληθούμε; Με τον Αιγυπτιακό Η θέση της Αιγύπτου Τι βλέπετε; Αίγυπτος και Νείλος Η Αίγυπτος οφείλει την ύπαρξη της στον Νείλο. Το άγονο έδαφος κατέστη εύφορο χάρη στις πλημμύρες,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Ι/ΔΠΑ-4_16: Πολιτισμικά Υλικά και Νέες

ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, Ι/ΔΠΑ-4_16: Πολιτισμικά Υλικά και Νέες 09:00-12:00 Μεσαία 1ου ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2017-2018

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι κλασικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της επιλογής του τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα επίδρασης ορισμένων μεμονωμένων παραγόντων,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ15

Διαβάστε περισσότερα

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) 108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή) Το Τμήμα ιδρύθηκε το 1990 και άρχισε να λειτουργεί το ακαδημαϊκό έτος 1991-1992. Δέχεται κατ' έτος 200 περίπου φοιτητές. Σκοπός Σκοπός του Τμήματος είναι:

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2018 2019 ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ- ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 Περιεχόμενα ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΧΑΡΤΕΣ Α1.4 Ποιον χάρτη να διαλέξω;. 3 Α1.3 Η χρήση των χαρτών στην καθημερινή

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ Η μέλισσα εμφανίστηκε στον πλανήτη μας την Τριτογενή περιοδο στην αρχή της Καινοζωϊκής εποχής, δηλαδή πριν 65 εκατομμύρια χρόνια, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση του ανθρώπου.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2012-2013 ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 2 Ω/εβδοµάδα ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ Γεωγραφικές συντεταγµένες ( Ω 2) Παιχνίδια µε τις γεωγραφικές συντεταγµένες Η χρήση των χαρτών

Διαβάστε περισσότερα

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα) 56 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα) Το Τμήμα Γεωγραφίας ιδρύθηκε το 1999 μετά από πρόταση του Πανεπιστημίου. που υποβλήθηκε για πρώτη φορά το 1994. Η πρόταση αυτή. αφού βελτιώθηκε εντάχθηκε το 1997 στο Επιχειρησιακό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2018-2019 ΠΡΟΣΟΧΗ!ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ/ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΓΚΡΙ ΑΦΟΡΟΥΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Η επιστήμη της Διοίκησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Η επιστήμη της Διοίκησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Η επιστήμη της Διοίκησης 1 Η ανάγκη για Διοίκηση υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι σχημάτισαν ομάδες, για να πετύχουν αυτά που δεν μπορούσαν να πετύχουν μόνοι τους. Η σημασία της Διοίκησης αναγνωρίζεται:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ 2018-2019 ΠΡΟΣΟΧΗ!ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ/ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΓΚΡΙ ΑΦΟΡΟΥΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE»

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE» ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΕΚΚΕ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «TO ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. WORLD INTERNET PROJECT GREECE» Οι επιπτώσεις της χρήσης των online τεχνολογιών, σε σχέση με τη συμπεριφορά, τις στάσεις και τις αντιλήψεις

Διαβάστε περισσότερα

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Α/ Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Απλή Αν κάνετε αναζήτηση µιας λέξης σε ένα αρχαιοελληνικό σώµα κειµένων, αυτό που θα λάβετε ως αποτέλεσµα θα είναι: Μια καταγραφή όλων των εµφανίσεων της λέξης στο συγκεκριµένο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε 1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση γεννιέται. Πότε; Η ΠΕ γεννιέται και διαµορφώνεται σε αυτόνοµο πεδίο στις δεκαετίες 1960 1970 Πώς; Προέρχεται από τη συνειδητοποίηση του

Διαβάστε περισσότερα

Γεωµετρία Γ' Γυµνασίου: Παραλληλία πλευρών, αναλογίες γεωµετρικών µεγεθών, οµοιότητα

Γεωµετρία Γ' Γυµνασίου: Παραλληλία πλευρών, αναλογίες γεωµετρικών µεγεθών, οµοιότητα Σενάριο 3. Τα µέσα των πλευρών τριγώνου Γνωστική περιοχή: Γεωµετρία Γ' Γυµνασίου: Παραλληλία πλευρών, αναλογίες γεωµετρικών µεγεθών, οµοιότητα τριγώνων, τριγωνοµετρικοί αριθµοί περίµετρος και εµβαδόν.

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Κυριακή Αγγελοπούλου Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Οι πρώτες προσπάθειες μελέτης του τρόπου επιστημονικής εργασίας έγιναν το 1970. Πραγματοποιήθηκαν μέσω της άμεσης παρατήρησης των επιστημόνων

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΥΣΣΕΑΣ Ερευνητικό εκπαιδευτικό πρόγραµµα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης σε ηµοτικά Σχολεία της Ελλάδος

Ο ΥΣΣΕΑΣ Ερευνητικό εκπαιδευτικό πρόγραµµα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης σε ηµοτικά Σχολεία της Ελλάδος Ο ΥΣΣΕΑΣ 2005 Ερευνητικό εκπαιδευτικό πρόγραµµα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης σε ηµοτικά Σχολεία της Ελλάδος 3 ο ΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ 2 ο ΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΦΟΡΜΑ 4 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Οι αρχές της εξελικτικής σκέψης Η προέλευση των ειδών Ορθές και λανθασµένες αντιλήψεις σχετικά µε τη θεωρία της εξέλιξης Η θεωρία της εξέλιξης

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΔΗΜΙΑ Λόγου και Τέχνης Κέντρο Δια Βίου Μάθησης 1

ΚΑΔΗΜΙΑ Λόγου και Τέχνης Κέντρο Δια Βίου Μάθησης 1 ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ- ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (κωδ. 001) Γενικά στοιχεία προγράμματος : Ονομασία προγράμματος : Ελληνικός Πολιτισμός/ Hellenic Culture Οι Επιστημονικά υπεύθυνοι του προγράμματος

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου

Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου εισαγωγή η παρουσίαση φιλοδοξεί να είναι µια παρουσίαση του µουσείου από την πλευρά του επισκέπτη, χωρίς να έχουµε µιλήσει µε τους αρµόδιους για τις προθέσεις και τους στόχους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Μινωικοί ιεροί χώροι Ενδεχομένως από τη Νεολιθική, αλλά με βεβαιότητα από την Προανακτορική εποχή φαίνεται ότι οι μινωίτες ασκούσαν τις λατρευτικές τους πρακτικές στα σπήλαια.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ. Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ. Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Τοπογραφικοί χάρτες Βασικό στοιχείο του χάρτη αποτελεί : το τοπογραφικό υπόβαθρο, που αναπαριστά µε τη βοήθεια γραµµών (ισοϋψών)

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 7 ΑΥ-21 ΛΟΓΙΑ - ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ / ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΙΑΣ - ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 14/06/201 11.00 ΑΥ-24 ΟΣΤΕΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 14/06/201 11.00 ΑΥ-26 ΛΟΓΙΑ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΔΡΙΒΑΛΙΑΡΗ 14/06/201 11.00 ΑΥΕ-30

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη 2310247570-6978 315324 info@stefanieveldemiri.com Η επαγγελματική εξειδίκευση της Στεφανίας Βελδεμίρη που αφορά τη συντήρηση αρχαιολογικών

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός 1 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΥΚΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ : Τρασανίδης Γεώργιος, διπλ. Ηλεκ/γος Μηχανικός Μsc ΠΕ12 05 Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός Στόχος της Τεχνολογίας στην Γ Γυμνασίου

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Α τάξη Γυμνασίου, οι μαθητές μας

Διαβάστε περισσότερα

HOMO HABILIS HOMO GAUTENGENSIS HOMO RUDOLFENSIS

HOMO HABILIS HOMO GAUTENGENSIS HOMO RUDOLFENSIS HOMO HABILIS HOMO GAUTENGENSIS HOMO RUDOLFENSIS Αδαμοπούλου Μαρίνα Α1 Σαββοπούλου Ζέτα Α3 Χαρίδημος Τζαγκαράκης Α4 Λιονάκης Νεκτάριος Α2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο homo habilis, o homo rudolfensis και o homo gautengensis

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Τ.Ι.Α.Δ.Π.Α. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Τ.Ι.Α.Δ.Π.Α. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Τ.Ι.Α.Δ.Π.Α. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011-2012 09:00-12:00 12:00-15:00 Μεσαία Μεσαία ΔΕΥΤΕΡΑ, 03-09-2012 ΤΡΙΤΗ, 04-09-2012 ΤΕΤΑΡΤΗ, 05-09-2012 ΠΕΜΠΤΗ,

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : 1600 1100 Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 1 ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ : Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Χώρος : ηηπειρωτικήελλάδααπότηθεσσαλίαωςτην Πελοπόννησο Τα φύλα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα / / Το Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης» φιλοδοξεί να φέρει σε επαφή το της Φιλοσοφικής Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος Ημερίδα, 23-5-2013 Αποθήκες Καρδιτσομαγούλας Ένα σύγχρονο «Κέντρο Πολιτισμού και Εκπαίδευσης» γεννιέται Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι Κλασική Αρχαιολογία είναι: Ο κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα υλικά

Διαβάστε περισσότερα