Κεφάλαιο 3 Οικονομικότητα των κοιτασμάτων και κατηγορίες αποθεμάτων
|
|
- Θήρα Αναγνώστου
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 Κεφάλαιο 3 Οικονομικότητα των κοιτασμάτων και κατηγορίες αποθεμάτων Σύνοψη Το κεφάλαιο αυτό είναι το τελευταίο από τη σειρά των εισαγωγικών. Ύστερα από την τοποθέτηση της μεταλλευτικής έρευνας στο βιομηχανικό γίγνεσθαι, που έγινε στο Κεφάλαιο 1, την εξοικείωση με τη χρήση των πιθανοτήτων για τη χαρτογράφηση του επιχειρηματικού κινδύνου στο δεύτερο, εδώ αντιμετωπίζουμε συνολικά το θέμα της μετάβασης από τα δεδομένα της έρευνας για την ανακάλυψη ενός κοιτάσματος στην εκτίμηση του οικονομικού αποτελέσματος που θα επιφέρει η εκμετάλλευσή του. Στη λογική αυτή, παρουσιάζουμε τρεις επιμέρους διαδικασίες που πρέπει να ολοκληρωθούν με επιτυχία έτσι ώστε να γίνει εφικτή η μετάβαση αυτή. Το πρώτο πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί είναι η απόκτηση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για το κοίτασμα, ξεκινώντας από σημειακές παρατηρήσεις στον χώρο. Αυτό φυσικά είναι ένα πρόβλημα παρεμβολής και αντιμετωπίζεται με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τη φύση και την πυκνότητα των δεδομένων. Εδώ θα παρουσιάσουμε την παραδοσιακή προσέγγιση, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται μόνον σε πρώιμα στάδια της έρευνας και συνίσταται στην απεικόνιση του υπό έρευνα κοιτάσματος σε μία συλλογή πρότυπων κοιτασμάτων που ονομάζουμε γεωλογικά μοντέλα. Στη συνέχεια, όταν τα δεδομένα της έρευνας πληθύνουν, προχωρούμε στην ανάπτυξη ενός αριθμητικού μοντέλου του κοιτάσματος για να εκτιμήσουμε τα αποθέματά του, αλλά αυτό γίνεται με πιο σύνθετες μαθηματικές μεθόδους και αποτελεί αντικείμενο επόμενου κεφαλαίου. Το δεύτερο θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε έχει επίσης περισσότερο ιστορική παρά πρακτική σημασία και αφορά την προσπάθεια ενσωμάτωσης της αβεβαιότητας στην εκτίμηση των αποθεμάτων του κοιτάσματος. Το θέμα αυτό απασχολούσε τη μεταλλευτική βιομηχανία από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αλλά λύθηκε οριστικά τη δεκαετία του 1970 με την εφαρμογή της γεωστατιστικής και τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα συστήματα κατάταξης αποθεμάτων έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε παλαιότερες εποχές, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν τον βαθμό γνώσης του μεταλλευτικού δυναμικού μεγάλων περιοχών, κυρίως σε εθνικό επίπεδο, καθώς και για τη λεκτική απόδοση αριθμητικών αποτελεσμάτων που παράγονται από λεπτομερή μαθηματικά μοντέλα. Για να αναδείξουμε τη σημασία του θέματος, θα προβούμε σε μια σύντομη αναδρομή της εξέλιξης των συστημάτων από την εποχή της εμφάνισής τους μέχρι σήμερα, μέσα από την περιγραφή των σημαντικότερων από αυτά. Τελευταίο παρουσιάζουμε το θέμα των παραδοτέων της μεταλλευτικής έρευνας, τα οποία, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά σύνταξής τους, είναι τα εξής: η μελέτη εκτίμησης αποθεμάτων, η προμελέτη σκοπιμότητας και η τελική μελέτη σκοπιμότητας. Περιγράφουμε συνοπτικά τους στόχους, τα περιεχόμενά τους, αλλά και τα βασικά οικονομικά εργαλεία με τα οποία οι μελέτες αυτές αποτιμούν την αξία της υπό έρευνα μεταλλοφορίας. Προαπαιτούμενη γνώση Για την παρακολούθηση του κεφαλαίου αυτού απαιτούνται βασικές γνώσεις γεωλογίας, κοιτασματολογίας, καθώς και οικονομικής των επιχειρήσεων Είδη και μοντέλα κοιτασμάτων Σε αντίθεση με τον μεταλλευτικό ορισμό που δόθηκε στην ενότητα , κοίτασμα στη γεωλογία ονομάζεται ένα σώμα περιορισμένων διαστάσεων, ποικίλης ορυκτολογικής σύστασης, στο οποίο ορισμένα χημικά στοιχεία περιέχονται σε σαφώς μεγαλύτερη συγκέντρωση από ό,τι στη μέση χημική σύσταση του φλοιού της γης (Παπαγεωργάκης 1978). Η διαφορά στους δύο ορισμούς αντανακλά την επίδραση του μεγέθους, της φυσιολογίας και της περιεκτικότητας του κοιτάσματος σε χρήσιμο συστατικό στην εκμεταλλευσιμότητά του. Κοιτάσματα που είναι μεγάλα και κοντά στην επιφάνεια, ακόμα και χαμηλής περιεκτικότητας, είναι εφικτό να υποστούν εκμετάλλευση με φθηνές μεθόδους επιφανειακής απόληψης. Αντίθετα, λεπτά και στρωματοειδή κοιτάσματα σε μεγάλο βάθος θα χρειαστούν τη συνδρομή υπόγειων μεθόδων εκμετάλλευσης, οι οποίες κοστίζουν σημαντικά περισσότερο. Η επιφανειακή εκμετάλλευση, εξαιτίας της οικονομίας κλίμακας που επιτυγχάνει με τη δυνατότητα διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων μεταλλεύματος σε ημερήσια βάση, κερδίζει
2 έδαφος έναντι της υπόγειας. Όσον αφορά τη μορφή, ένα κοίτασμα κανονικού σχήματος μπορεί γενικά να εξορυχθεί με λιγότερα χρήματα από ένα αντίστοιχο ακανόνιστου σχήματος, ειδικότερα εάν το δεύτερο περιλαμβάνει και ενδιάμεσες στρώσεις άγονου υλικού. Σε μια επιφανειακή εκμετάλλευση, από την άλλη μεριά, η θέση και η μορφή ενός κοιτάσματος καθορίζει επιπλέον και την ποσότητα αγόνων που θα πρέπει να μετακινηθούν για την αποκάλυψη της μεταλλοφορίας. Συχνά δε τα άγονα αυτά υλικά περιλαμβάνουν, εκτός των υπερκειμένων πετρωμάτων, και στείρα πετρώματα παρακείμενα της μεταλλοφορίας, τα οποία θα πρέπει να μετακινηθούν για να δημιουργηθεί το κατάλληλο πρανές στα πλάγια της εκσκαφής. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι απαραίτητα για την εκτίμηση της οικονομικότητας μιας μεταλλοφορίας. Επειδή όμως δεν είναι εύκολο να έχουμε τέτοιες λεπτομερείς πληροφορίες για το ερευνώμενο κοίτασμα, συχνά, στα πρώιμα στάδια της μεταλλευτικής έρευνας, κάνουμε χρήση μοντέλων κοιτασμάτων. Πριν μιλήσουμε, όμως, για τη φυσιολογία και την ταξινόμηση των μοντέλων κοιτασμάτων, θα πρέπει να μάθουμε ορισμένους όρους για να χαρακτηρίζουμε τα ίδια τα κοιτάσματα Φύση και μορφολογία των κοιτασμάτων Ένα κοίτασμα μπορεί να δημιουργηθεί μετά ή μαζί με το πέτρωμα που το φιλοξενεί. Στην πρώτη περίπτωση το κοίτασμα ονομάζεται επιγενετικό, ενώ στη δεύτερη συγγενετικό. Τα επιγενετικά κοιτάσματα είναι ασύμφωνα κοιτάσματα, τέμνουν δηλαδή τα πετρώματα που τα φιλοξενούν ή έχουν ανώμαλη επαφή μαζί τους. Τα συγγενετικά κοιτάσματα είναι σύμφωνα κοιτάσματα, εμφανίζουν δηλαδή στρώσεις όμοιες με τις στρώσεις των πετρωμάτων που τα περιβάλλουν (Ορφανουδάκη 2003) Επιγενετικά κοιτάσματα (α) Φλεβικά κοιτάσματα Τα φλεβικά είναι επιγενετικά κοιτάσματα που έχουν μεγάλη ανάπτυξη προς τη μία κατεύθυνση και περιορισμένη προς τις άλλες δύο. Οι φλέβες μπορεί να είναι κατακόρυφες, κεκλιμένες ή οριζόντιες. Όταν είναι κατακόρυφες ή υπό κλίση, ονομάζονται σωλήνες ή καμινάδες, ενώ, όταν είναι οριζόντιες ή σχεδόν οριζόντιες, ονομάζονται μανδύες. Οι σωλήνες και οι μανδύες μπορούν να διακλαδίζονται ή να στενεύουν. Συχνά βρίσκονται μαζί, οπότε οι σωλήνες δρουν ως τροφοδότες των μανδυών. Όταν οι φλέβες είναι οριζόντιες και παράλληλες προς τη στρώση των περιβαλλόντων πετρωμάτων, τότε ονομάζονται κοίτες. Σε κάθε κεκλιμένη ή οριζόντια φλέβα, η άνω επιφάνεια ονομάζεται οροφή ή υπερκείμενο, ενώ η κάτω επιφάνεια δάπεδο ή υποκείμενο, όπως η αριστερή και δεξιά πλευρά στην Εικόνα 3.1. Όταν οι φλέβες διασχίζουν ανομοιογενή πετρώματα, τότε, κατά τη μετάβασή τους από το ένα πέτρωμα στο άλλο, αποκλίνουν από την ευθεία, ακολουθώντας κατά μια αναλογία τον νόμο της διάθλασης μιας φωτεινής δέσμης. Έτσι, στις θέσεις όπου οι φλέβες διασχίζουν ελαστικά πετρώματα, όπως, για παράδειγμα, αργιλικούς σχιστόλιθους, το πάχος τους σχεδόν μηδενίζεται, σε αντίθεση με τις θέσεις όπου διανύουν σκληρά και εύθρυπτα πετρώματα όπως, παραδείγματος χάριν, ασβεστόλιθους ή ψαμμίτες, όπου το πάχος τους γίνεται μέγιστο (βλ. Εικόνα 3.1). Στις θέσεις όπου συναντούν υδατοστεγή πετρώματα οι μεταλλοφόρες φλέβες σταματούν την πορεία τους, εφόσον τα πετρώματα αυτά εμποδίζουν την περαιτέρω δίοδο των μεταλλοφόρων ρευστών και συνεχίζουν να κινούνται μόνον κατά μήκος της διεπαφής των δύο πετρωμάτων, προκαλώντας αντικαταστάσεις και μετασωματώσεις στο πιο επιρρεπές πέτρωμα.
3 Εικόνα 3.1 Μεταλλοφόρα φλέβα που διασχίζει ψαμμίτες, σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους. Δεδομένου ότι οι μεταλλοφόρες φλέβες έχουν προκύψει από την απόθεση μεταλλικών συστατικών σε προϋπάρχουσες ρωγμές του πετρώματος, η μεταλλοφορία του τύπου αυτού είναι φυσικό να ακολουθεί τις κύριες διευθύνσεις των ρηγμάτων της περιοχής. Συχνά, επίσης, το είδος των μεταλλικών συστατικών, κατά τις διάφορες διευθύνσεις, διαφέρει. Έτσι, οι μεταλλοφόρες φλέβες που είναι παράλληλες προς μια διεύθυνση ρηγμάτων μιας περιοχής μπορεί να είναι, για παράδειγμα, πλούσιες σε Cu, ενώ εκείνες που είναι παράλληλες προς άλλη διεύθυνση ρηγμάτων να είναι πλούσιες σε Pb-Zn. Στις θέσεις όπου διασταυρώνονται φλέβες η μεταλλοφορία είναι πλουσιότερη, δεδομένου ότι εκεί υπάρχουν συνήθως, λόγω των τριβών, λατυποπαγή πετρώματα τα οποία επιτρέπουν ευκολότερα τη δίοδο των μεταλλοφόρων διαλυμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις η μεταλλοφορία σε μια φλέβα μπορεί να είναι ασυνεχής, οπότε σχηματίζονται φακοειδείς μεταλλοφόρες συγκεντρώσεις. Τέλος, στο εσωτερικό των φλεβικών κοιτασμάτων συχνά διακρίνεται μια ζώνωση των ορυκτολογικών συστατικών από τις παρειές της φλέβας προς το κέντρο της. Η ζώνωση αυτή οφείλεται στη σταδιακή απόθεση των διαφόρων ορυκτών, προϊούσης της πτώσης της θερμοκρασίας των μεταλλοφόρων ρευστών. Είναι δυνατόν, επίσης, η διεύρυνση μιας φλέβας να συνεχιστεί σε νέα περίοδο λόγω νέας τροφοδοσίας από μεταλλοφόρα διαλύματα, με αποτέλεσμα να έχουμε επαναλαμβανόμενη ζώνωση. Όλα αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά που υπάρχει πιθανότητα να συνοδεύουν ένα φλεβικό κοίτασμα, εφόσον όμως είμαστε βέβαιοι ότι η ερευνώμενη μεταλλοφορία είναι παρόμοιου τύπου, είναι λογικό να λαμβάνονται υπ όψιν κατά τα αρχικά στάδια της μεταλλευτικής έρευνας για την αποδοτικότερη σχεδίαση της περαιτέρω πορείας της. (β) Κοιτάσματα διάσπαρτου τύπου Στα κοιτάσματα αυτά τα μεταλλικά συστατικά είναι διάσπαρτα στο μητρικό πέτρωμα (βλ. Εικόνα 3.2) και γεμίζουν φλεβίδια ή κενούς πόρους του. Όταν τα μεταλλοφόρα συστατικά πληρούν φλεβίδια ατάκτως προσανατολισμένα, τα οποία σχηματίζουν ένα πυκνό δίκτυο, η μεταλλοφορία ονομάζεται σωρός, ενώ, όταν πληρούν κενούς πόρους, η μεταλλοφορία ονομάζεται διάσπαρτη. Τα κοιτάσματα του τύπου αυτού απαντούν συνήθως σε όξινα έως ενδιάμεσα υποηφαιστειακά πετρώματα ή πορφύρες. Αυτού του τύπου είναι και τα πορφυριτικά κοιτάσματα Cu, που δίνουν το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής στον κόσμο για το μέταλλο αυτό.
4 Εικόνα 3.2 Μεταλλοφορία τύπου σωρού. (γ) Κοιτάσματα αντικατάστασης Σε μια περιοχή όπου υπάρχουν ανθρακικά πετρώματα (ασβεστόλιθοι δολομίτες), είναι δυνατόν να περάσουν υδροθερμικά διαλύματα, υψηλής έως μέσης θερμοκρασίας, πλούσια σε Fe, Pb, Mn, κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά αντικαθιστούν το Ca των ανθρακικών πετρωμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κοιτάσματα Fe, Pb, Mn, κ.λπ. Τα κοιτάσματα αυτά ονομάζονται κοιτάσματα αντικατάστασης και είναι, φυσικά, επιγενετικά κοιτάσματα. (δ) Πυρομετασωματικά κοιτάσματα Τα πυρομετασωματικά κοιτάσματα σχηματίζονται στην επαφή όξινων ηφαιστειακών πετρωμάτων (γρανίτες, γρανοδιορίτες κ.λπ.) με επιδεκτικά σε διαδικασίες μετασωμάτωσης πετρώματα (ασβεστόλιθους, αργιλικούς σχιστόλιθους κ.λπ.). Η μετασωμάτωση προκαλείται από τα πτητικά συστατικά του μάγματος. Τα κοιτάσματα αυτά έχουν εντελώς ανώμαλο σχήμα (Εικόνα 3.3). Εικόνα 3.3 Πυρομετασωματικό κοίτασμα.
5 Συγγενετικά κοιτάσματα Τα συγγενετικά κοιτάσματα είναι στρωματοειδή κοιτάσματα που δημιουργήθηκαν μαζί με τα πετρώματα που τα περιβάλλουν. Έχουν μεγάλη ανάπτυξη προς τις δύο διαστάσεις τους (μήκος και πλάτος) και μικρή προς την τρίτη (πάχος). Φιλοξενούνται σε διάφορα είδη πετρωμάτων, ιζηματογενούς ή μαγματογενούς προέλευσης. (α) Στρωματοειδή κοιτάσματα φιλοξενούμενα σε ιζηματογενή πετρώματα Τα κοιτάσματα αυτά μπορεί να είναι στρωματοειδείς σιδηρούχοι σχηματισμοί, όπου παρατηρείται αλληλοδιαδοχή ζωνών πλούσιων σε ορυκτά του σιδήρου (αιματίτης Fe2O3, γκαιτίτης FeOOH, σιδηρίτης FeCO3), με ζώνες πλούσιες σε χαλαζία. Είναι τα μεγαλύτερα κοιτάσματα Fe στον κόσμο. Μεταλλοφόρες συγκεντρώσεις είναι δυνατό να φιλοξενούνται σε ιζηματογενή και μεταϊζηματογενή πετρώματα, όπως κοιτάσματα Cu-Co που απαντούν, υπό μορφή σύμφωνων ενστρώσεων, μέσα σε μεταϊζήματα, ποτάμιας προέλευσης. Τα κοιτάσματα αυτά ανευρίσκονται συνήθως μόνο σε μια στρωματογραφική ενότητα. (β) Στρωματοειδή κοιτάσματα φιλοξενούμενα σε πλουτώνια πετρώματα Πολλά βασικά και υπερβασικά πετρώματα εμφανίζουν επαναλαμβανόμενη στρωμάτωση, η οποία οφείλεται στην απόθεση των μελανοκρατικών και λευκοκρατικών ορυκτών τους σε ξεχωριστές στρώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη. Τα πετρώματα αυτά ονομάζονται σωρείτες και προέκυψαν από την κλασματική κρυστάλλωση μαγμάτων βασικής σύστασης, εγκλωβισμένων σε μαγματικούς. Στους σωρείτες είναι δυνατόν να απαντούν ενστρώσεις χρωμίτη, μαγνητίτη, ιλμενίτη, που ορισμένες φορές εκτείνονται σε επιφάνεια πολλών km Γεωλογικά μοντέλα κοιτασμάτων Ένας από τους στόχους των αρχικών σταδίων της μεταλλευτικής έρευνας (βλ. Κεφάλαιο 1) είναι η επιλογή υποψήφιων περιοχών για περαιτέρω διερεύνηση. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει να έχουμε κάποια ιδέα για το πώς τα υλικά που ψάχνουμε συνδέονται με γεωλογικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της γεωφυσικής και της γεωχημείας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα, εάν υποθέσουμε ότι είναι γνωστό ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μοντέλα για τον τύπο του κοιτάσματος που αναζητούμε. Αλλά πώς ορίζεται το μοντέλο; Αν δεχθούμε τον ορισμό του ως λειτουργικής αφαίρεσης μιας κατάστασης του πραγματικού κόσμου που χρησιμεύει στην ανάλυση ενός προβλήματος, ένα γεωλογικό μοντέλο είναι μια σύνθεση όλων των διαθέσιμων δεδομένων και πρέπει να περιλαμβάνει τα πλέον αναγνωρίσιμα και αξιόπιστα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπου κοιτάσματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα πρέπει να ορίζονται σε διάφορες κλίμακες και να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τη μέση τιμή και το εύρος καθενός από αυτά. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα και συνεχείς αναπροσαρμογές. Κάθε νέα ανακάλυψη κοιτάσματος θα έπρεπε να προστίθεται στη σχετική βάση δεδομένων και να επηρεάζει με τη σειρά της τη δομή του συστήματος.
6 Εικόνα 3.4 Απλοποιημένο γενετικό μοντέλο υδροθερμικού κοιτάσματος. Στα γεωλογικά μοντέλα μεταλλευτικών κοιτασμάτων υπάρχουν δύο κύριοι τύποι που συνήθως συνδυάζονται μεταξύ τους: ο εμπειρικός τύπος, που βασίζεται στην περιγραφή του κοιτάσματος, και ο γενετικός τύπος, που ερμηνεύει το κοίτασμα με βάση γενεσιουργές γεωλογικές διαδικασίες, όπως, για παράδειγμα, στην Εικόνα 3.4. Το γενετικό μοντέλο είναι υποχρεωτικά περισσότερο υποκειμενικό αλλά και δυνάμει πιο ισχυρό, εφόσον μπορεί να αντιπροσωπεύσει κοιτάσματα που δεν περιλαμβάνονται στην περιγραφική βάση δεδομένων. Ένας τρίτος, αλλά πολύ χρήσιμος για την πρώιμη οικονομική αποτίμηση, τύπος γεωλογικού μοντέλου είναι αυτός της περιεκτικότητας και αποθεμάτων. Ο τύπος αυτός περιλαμβάνει συγκεντρωτικά δεδομένα περιεκτικότητας και αποθεμάτων από τα οποία μπορεί να υπολογιστεί κατ εκτίμηση το μέγεθος και η αναμενόμενη περιεκτικότητα ενός μέσου κοιτάσματος και, κατά συνέπεια, η εκτιμώμενη χρηματοροή (βλ. ενότητα 3.3 παρακάτω) που θα προκύψει από την εκμετάλλευσή του. Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε και πάλι, προς αποφυγή παρεξήγησης, ότι η χρήση των γεωλογικών μοντέλων κοιτάσματος έχει έννοια μόνον στα αρχικά στάδια της μεταλλευτικής έρευνας, όπου δεν υπάρχουν αριθμητικά δεδομένα από άμεση δειγματοληψία της μεταλλοφορίας με γεωτρήσεις (βλ. Κεφάλαιο 5). Τα μοντέλα αυτά, στη συνέχεια, λειτουργούν μόνον υποβοηθητικά για την ανάπτυξη αριθμητικών αντίστοιχων, με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (βλ. Κεφάλαιο 7) Κατάταξη κοιτασμάτων κατά Cox και Singer (1986) Η προσπάθεια ταξινόμησης των διαφόρων μοντέλων κοιτασμάτων σε αφαιρετικές ομοειδείς κατηγορίες άρχισε ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα, οι κατηγορίες σε ένα αντίστοιχο σύστημα κατάταξης μπορεί να είναι εμπειρικές, δηλαδή να βασίζονται στην περιγραφή των χαρακτηριστικών τους, ή θεωρητικές, δηλαδή να βασίζονται στα δεδομένα γένεσης. Η συνεχιζόμενη έρευνα φέρνει συνέχεια στο φως νέους τύπους κοιτασμάτων και συμπληρώνει ή βελτιώνει τις υπάρχουσες βάσεις δεδομένων. Μία από τις πλέον γνωστές κατατάξεις είναι αυτή του U.S. Bureau of Mines τώρα U.S. Geological Survey (Cox & Singer 1986). Ένα μοντέλο κοιτάσματος της ταξινόμησης αυτής περιλαμβάνει δεδομένα για τη γεωλογία, το είδος χρήσιμων συστατικών, τα γεωχημικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά, και άλλα οικονομικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Αναλυτικότερα, περιλαμβάνονται τα εξής πεδία: ΟΝΟΜΑ: Σε κάθε μοντέλο δίνεται ένα όνομα το οποίο προκύπτει είτε από τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας στην οποία ανήκει ή από κάποιο τοπωνύμιο. Η δεύτερη τακτική χρησιμοποιείται προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση πολύ σύνθετων ονομασιών. Μερικές από τις ονομασίες μοντέλων αυτής της κατάταξης (μεταφρασμένες) είναι, για
7 παράδειγμα, συμπαγή θειούχα χαλκού τύπου Κύπρου, πορφυριτικά Cu-Au, καρστικός βωξίτης. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Δίνονται συνώνυμα για τον συγκεκριμένο τύπο (αν υπάρχουν). ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Συνοπτική περιγραφή του τύπου του κοιτάσματος. Δίνεται έμφαση στα κύρια ορυκτά και τη μορφή του. Γεωλογικό περιβάλλον: o ΤΥΠΟΙ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ: Περιγραφή του είδους των πετρωμάτων μέσα στα οποία φιλοξενούνται τα χρήσιμα ορυκτά. o ΥΦΕΣ: Υφές με τις οποίες συναντώνται τα πετρώματα. o ΗΛΙΚΙΑ: Ηλικιακό εύρος των σχηματισμών. o ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΠΟΘΕΣΗΣ: Περιγραφή περιβαλλόντων πετρωμάτων. o o ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΜΗ: Τεκτονική δομή περιβαλλόντων σχηματισμών. ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ: Άλλοι τύποι κοιτασμάτων που μπορεί να συνυπάρχουν. Περιγραφή του κοιτάσματος: o ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ: Αναφέρονται τα κύρια ορυκτά αλλά και αυτά που συναντώνται σε μικρές ποσότητες. o ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Περιγραφή της υφής του μεταλλεύματος. o ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ: Περιγράφονται οι αλλοιώσεις του φιλοξενούντος πετρώματος που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του χρήσιμου ορυκτού. o ΔΟΜΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑΣ: Γεωτεχνικά χαρακτηριστικά που ελέγχουν τον σχηματισμό της μεταλλοφορίας (π.χ. πήγματα, ασυμφωνίες κ.λπ.). o ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ: Διάβρωση της ορυκτής ύλης και δημιουργία δευτερογενών υλικών (π.χ. δημιουργία ζώνης οξείδωσης). o ΓΕΩΧΗΜΙΚΟ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ: Παρουσία ειδικών ορυκτών και ιδιότητες της ορυκτής ύλης που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες στην αναζήτηση νέων κοιτασμάτων και στη γεωφυσική διασκόπηση (π.χ. μαγνητικές ιδιότητες, αυξημένη ραδιενέργεια). o ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ: Περιγράφεται το μοντέλο γένεσης του κοιτάσματος. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Δίνονται χαρακτηριστικά παραδείγματα. ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ: Δίνονται τυπικές καμπύλες μεγέθους και περιεκτικότητας σε χρήσιμα συστατικά.
8 Εικόνα 3.5 Διάγραμμα-δένδρο που δείχνει την κατάταξη των μοντέλων, κατά Cox και Singer, ανάλογα με το γεωλογικό και τεκτονικό τους περιβάλλον. Στην Εικόνα 3.5 φαίνονται τα τέσσερα λογικά δένδρα που αποτελούν μια γενική λιθολογική και τεκτονική ταξινόμηση των μοντέλων. Η κατάταξη ανάλογα με το γεωλογικό περιβάλλον σχηματισμού των φιλοξενούντων πετρωμάτων συνεχίζεται σε λεπτομερέστερη κλίμακα σε εκτενέστερα διαγράμματα, που μπορούν να βρεθούν στο τεχνικό δελτίο των Cox και Singer (1986). Το σύστημα αυτό λειτουργεί χωρίς προβλήματα όταν πρόκειται για συγγενετικά κοιτάσματα. Στις περιπτώσεις όμως επιγενετικών μοντέλων, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν προβλήματα εξαιτίας της ασυμφωνίας μεταξύ του λιθοτεκτονικού περιβάλλοντος σχηματισμού του φιλοξενούντος πετρώματος αφενός και του αντίστοιχου περιβάλλοντος για τη μεταλλοφορία. Το πρόβλημα αυτό λύνεται με τη θέσπιση επιπλέον εναλλακτικών κατηγοριών κοιτασμάτων, γεγονός όμως που εισάγει την αναπόφευκτη μεροληψία από πλευράς του ερευνητή Συστήματα κατάταξης αποθεμάτων Στην ενότητα κάναμε λόγο για τον ορισμό του κοιτάσματος από την πλευρά της εκμεταλλευσιμότητάς του, καθώς και για το πώς η αύξηση της γνώσης για αυτό μας οδηγεί σταδιακά στην κατάταξή του ως ορυκτό πόρο ή, τελικά, και ως απόθεμα. Μια παρόμοια κατάταξη όμως, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, είναι αρκετά ποιοτική, επειδή στερείται σαφών κριτηρίων. Αυτός είναι και ο λόγος που από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα γίνονται συνεχείς προσπάθειες για δημιουργία αλλά και αναβάθμιση σχετικών συστημάτων από διάφορους εθνικούς και κυρίως διεθνείς φορείς. Στην ενότητα αυτή, έχοντας ως στόχο να αναδείξουμε τη δυσκολία που εμφανίζει η ενσωμάτωση της αβεβαιότητας μέσω μιας κατάταξης του τύπου αυτού, παρουσιάζουμε περιληπτικά τα σημαντικότερα συστήματα που έχουν αναπτυχθεί διαχρονικά. Στην πορεία αυτή διαπιστώνουμε ότι, σε αντίθεση με τις αποκλίσεις του παρελθόντος, τα πρόσφατα συστήματα συγκλίνουν σε κάποια κοινά και γενικώς αποδεκτά πρότυπα. Παρ όλα αυτά, λόγω της εγγενούς ασάφειας που παρουσιάζουν τα συστήματα κατάταξης αποθεμάτων, η χρήση τους την τελευταία εικοσαετία έχει περιοριστεί σε βοηθητικό ρόλο, κυρίως για τη λεκτική απόδοση αριθμητικών αποτελεσμάτων που παράγονται
9 πλέον από λεπτομερή μαθηματικά μοντέλα στα οποία η αβεβαιότητα ενσωματώνεται μέσω τυχαίων μεταβλητών. Αυτό, όμως, είναι αντικείμενο του Κεφαλαίου Αναγκαιότητα και ιστορική εξέλιξη Η επενδυτική απόφαση για τη δημιουργία μιας μεταλλευτικής βιομηχανικής εγκατάστασης (μεταλλείο, εργοστάσιο εμπλουτισμού, μεταλλουργία) βασίζεται κυρίως στα αποθέματα του μεταλλεύματος. Ο υπολογισμός των αποθεμάτων είναι αποτέλεσμα των ερευνητικών εργασιών, γεωτρήσεων και γεωλογικών εκτιμήσεων. Έτσι, εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που εξαρτάται από τον βαθμό της έρευνας. Περισσότερες ερευνητικές εργασίες μειώνουν, αλλά δεν μηδενίζουν τον βαθμό της αβεβαιότητας. Είναι δεδομένο ότι μεγαλύτερη πυκνότητα ερευνητικών εργασιών καταλήγει σε διαφορετική γνώση σε σχέση με την ποσότητα του μεταλλεύματος, την περιεκτικότητα σε χρήσιμα συστατικά κ.λπ. και, κατά συνέπεια, σε διαφοροποιήσεις ως προς τον βαθμό της αβεβαιότητας που υπεισέρχεται στην τελική απόφαση εκμετάλλευσης. Από την άλλη μεριά, αύξηση της πυκνότητας των ερευνητικών εργασιών σημαίνει μεγαλύτερο κόστος και αύξηση του χρόνου έρευνας. Έτσι, η εκτίμηση του βαθμού αβεβαιότητας και η παραμονή του μέσα σε ορισμένα όρια έχουν καίρια σημασία για τον σχεδιασμό της έρευνας και την τελική απόφαση εκμετάλλευσης. Η έκφραση αυτής της αβεβαιότητας σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των κοιτασμάτων οδηγεί στην ανάγκη κατάταξης των αποθεμάτων σε κατηγορίες (βέβαια, πιθανά, δυνατά κ.λπ.). Ο χαρακτηρισμός αυτός, με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές για τις προαπαιτούμενες ερευνητικές εργασίες, υπήρξε ο μοναδικός τρόπος συστηματικής έκφρασης της αβεβαιότητας την εποχή που οι στατιστικές μέθοδοι εκτίμησης αποθεμάτων δεν είχαν λάβει τη σημερινή εξάπλωση. Οι πρώτοι χαρακτηρισμοί των κατηγοριών των αποθεμάτων (βέβαια, πιθανά, δυνατά κ.λπ.) είναι καθαρά περιγραφικοί και εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας, βασισμένης στην πείρα και το πρόσωπο του μελετητή. Προϊόντος του χρόνου, γίνεται προσπάθεια εξορθολογισμού των κριτηρίων ταξινόμησης με βάση τις προαπαιτούμενες ερευνητικές εργασίες, αλλά και τις καινούργιες στατιστικές μεθόδους, όπως η γεωστατιστική. Η κατάταξη των αποθεμάτων σε κατηγορίες παραμένει και συστηματοποιείται. Το κύριο πρόβλημα, όμως, του όλου εγχειρήματος είναι υπαρκτό. Η έλλειψη ενός ενιαίου συστήματος ταξινόμησης σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλεται στο ότι κάθε σύστημα δημιουργήθηκε για να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ανάγκες, διαφορετικές το ένα από το άλλο. Το σύστημα κατάταξης U.S.B.M., για παράδειγμα, είναι αρκετά ελαστικό και προορίζεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες αξιοποίησης του υπεδάφους από τον ιδιώτη επιχειρηματία. Αντίθετα, το σύστημα κατάταξης της τέως Σοβιετικής Ένωσης είναι αυστηρό και συγκεκριμένο, στον βαθμό που προορίζεται για αξιοποίηση των ορυκτών πόρων στο πλαίσιο ενός κεντρικού σχεδιασμού. Ακόμη, στοιχεία όπως η αναφορά σε διαφορετικούς ορίζοντες προγραμματισμού (βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα) ανάλογα με το μέγεθος και τις απαιτήσεις του ενδιαφερόμενου φορέα οδηγούν σε διαφοροποιήσεις των συστημάτων κατάταξης. Τέλος, το διαφορετικό γνωστικό υπόβαθρο των χρηστώνμελετητών (οικονομολόγοι, γεωλόγοι, μεταλλειολόγοι) συντελεί σε μικρό βαθμό στη διαφοροποίηση της ταξινόμησης. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούν τα περισσότερα συστήματα κατάταξης για τη διάκριση των αποθεμάτων σε κατηγορίες, τα οποία μερικές φορές δεν είναι διατυπωμένα με σαφήνεια, διαφέρουν από σύστημα σε σύστημα. Βασικό κριτήριο είναι ο βαθμός γεωλογικής γνώσης, ο οποίος σχετίζεται με τις προαπαιτούμενες ερευνητικές εργασίες και, κατά συνέπεια, με τη γνώση των παραμέτρων του κοιτάσματος (μέγεθος, περιεκτικότητα), εμπεριέχει δε μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Δεύτερο βασικό κριτήριο είναι η οικονομικότητα του κοιτάσματος, η οποία σχετίζεται με το δεδομένο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, τα χαρακτηριστικά της μεταλλοφορίας, καθώς και τις τεχνολογικές δυνατότητες εξόρυξης. Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες βελτίωσης, οι εγγενείς ατέλειες των συστημάτων κατάταξης και η ασάφεια, πολλές φορές, των κριτηρίων τους, οδήγησαν στον περιορισμό της λειτουργικότητάς τους στην καταγραφή αποθεμάτων ορυκτών πόρων αποκλειστικά σε επίπεδο μεγάλων περιοχών ή εθνικό επίπεδο, όπου η ασάφεια δεν βλάπτει σημαντικά τον βαθμό αξιοπιστίας. Σε μια μεγάλη περιοχή, όπου διαπιστώνουμε αποθέματα δεκάδων εκατομμυρίων τόνων, σφάλμα της τάξης των χιλιάδων ή δεκάδων χιλιάδων τόνων, απέχει πολύ από το να θεωρηθεί σημαντικό.
10 Τα συστήματα κατάταξης Όπως αναφέραμε πιο πάνω, βασικό κριτήριο κατάταξης των αποθεμάτων είναι ο βαθμός γεωλογικής γνώσης, δηλαδή η αξιοπιστία των εκτιμήσεων σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κοιτάσματος, το οποίο για αρκετό διάστημα ήταν το μόνο κριτήριο κατάταξης. Τα πρώτα συστήματα χρησιμοποιούσαν περιγραφικούς όρους (βέβαια, πιθανά κ.λπ.), που είχαν σχέση με τη γνώση της μορφολογίας του κοιτάσματος (είδος, μέγεθος, περιεκτικότητα) και υποθέσεις σχετικά με τη συνέχειά του (σε ποιο βάθος, διακοπή λόγω ρήγματος κ.λπ.). Τα νεότερα συστήματα κατάταξης εμπλουτίζουν το κριτήριο αυτό με τον αριθμό ερευνητικών έργων που προαπαιτούνται και στατιστικούς όρους, όπως το σφάλμα εκτίμησης. Τέλος, τα πιο σύγχρονα συστήματα κατάταξης χρησιμοποιούν ολοκληρωμένα τις έννοιες της στατιστικής με αναφορές στο επίπεδο εμπιστοσύνης και το σφάλμα εκτίμησης (π.χ. το σύστημα του Συλλόγου των Γερμανών Μεταλλειολόγων). Πολλά από τα νεότερα ιδίως συστήματα κατάταξης χρησιμοποιούν ως δεύτερο κριτήριο την «οικονομικότητα» ή εκμεταλλευσιμότητα των κοιτασμάτων. Μια τέτοια προσέγγιση στοχεύει κυρίως σε αξιολόγηση των ορυκτών πόρων σε επίπεδο μεγάλων περιοχών ή εθνικό επίπεδο. Τα συστήματα κατάταξης, τα οποία παρουσιάζονται εδώ με χρονολογική σειρά, είναι: Σύστημα Κατάταξης του I.M.M. (παλαιά πρότυπα, 1912) Σύστημα Κατάταξης του U.S.B.M. (1944) Σύστημα Κατάταξης των πρώην Ανατολικών Χωρών Σύστημα Κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (πρόταση 1979) Σύστημα Κατάταξης του G.D.Μ.B. (1982) Σύστημα Κατάταξης του Ι.Γ.Μ.Ε. (πρόταση 1984) Σύστημα Κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (πρόταση 1996) Σύστημα κατάταξης του JORC (2012) Σύστημα Κατάταξης του PERC (2013) Σύστημα Κατάταξης του C.I.M. (2014) Σύστημα κατάταξης του I.M.M. (παλαιά πρότυπα, 1912) Αυτό το σύστημα κατάταξης προτάθηκε από τον Μεταλλευτικό και Μεταλλουργικό Οργανισμό (Institution of Mining and Metallurgy). Οι κατηγορίες αποθεμάτων είναι: Βέβαια αποθέματα: Εδώ ανήκουν αποθέματα κοιτασμάτων που είναι γνωστά στις τρεις τους διαστάσεις και ο κίνδυνος διακοπής της συνέχειας της μεταλλοφορίας είναι μηδενικός. Πιθανά αποθέματα: Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κοιτάσματα για τα οποία είναι γνωστές οι δύο πλευρές τους και υπάρχουν στοιχεία συνέχειας της μεταλλοφορίας. Η διαπίστωση των κοιτασμάτων αυτών έχει γίνει με αραιό κάνναβο γεωτρήσεων, χωρίς προσδιορισμό των ορίων των κοιτασμάτων. Κατά συνέπεια, η συνέχεια των κοιτασμάτων βασίζεται σε γεωλογικές υποθέσεις. Δυνατά αποθέματα: Η ύπαρξη των κοιτασμάτων στηρίζεται σε μικρές επιφανειακές εμφανίσεις, σε κάποια ανοίγματα (πηγάδι), σε κάποιες γεωλογικές ενδείξεις ή σε σύγκριση των γεωλογικών χαρακτηριστικών της μελετώμενης περιοχής με άλλες παρόμοιες περιοχές με κοιτάσματα του ίδιου τύπου. Όπως φαίνεται, η ταξινόμηση στο σύστημα αυτό βασίζεται μόνο στον βαθμό της γεωλογικής γνώσης και στοχεύει μόνο στην εκτίμηση αποθεμάτων συγκεκριμένου κοιτάσματος. Η μέθοδος αυτή έχει σήμερα εγκαταλειφθεί εξαιτίας της ανάπτυξης προηγμένων μεθόδων μεταλλευτικής έρευνας Σύστημα κατάταξης του U.S.B.M. (1944) Η πρόταση αυτή έγινε από την Υπηρεσία Μεταλλείων των Η.Π.Α. (United States Bureau of Mines), τώρα Γεωλογική Επιθεώρηση των Η.Π.Α. (United States Geological Survey). Οι κατηγορίες του συστήματος είναι:
11 Μετρηθέντα αποθέματα: Ο υπολογισμός των αποθεμάτων βασίζεται σε στοιχεία επιφανειακών εμφανίσεων, γεωτρήσεων και μεταλλευτικών έργων και σε συστηματική δειγματοληψία. Η πυκνότητα των ερευνητικών εργασιών και η πληρότητα της δειγματοληψίας είναι τέτοιες που επιτρέπουν αξιόπιστο προσδιορισμό της μορφής, του μεγέθους και της περιεκτικότητας του κοιτάσματος σε χρήσιμα συστατικά. Εδώ, το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης δεν ξεπερνά το ± 20%. Ενδεικτικά αποθέματα: Συνδυασμός ερευνητικών έργων (μετρήσεις, δειγματοληψία κ.λπ.) και γεωλογικών ενδείξεων οδηγούν στην εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κοιτάσματος (μέγεθος, ποιότητα). Τα σημεία δειγματοληψίας όμως είναι αραιά και δεν επιτρέπουν την ολοκληρωμένη περιχάραξη του κοιτάσματος και τον προσδιορισμό της κατανομής πυκνότητας. Το σφάλμα εκτίμησης σε αυτή την κατηγορία ξεπερνά το ± 20%. Υποτιθέμενα αποθέματα: Ο προσδιορισμός των αποθεμάτων στηρίζεται σε γεωλογικές υποθέσεις και συγκριτική μελέτη της γεωλογικής δομής της εξεταζόμενης περιοχής. Η έλλειψη παρατηρήσεων και ερευνητικών έργων εξηγεί την αδυναμία υπολογισμού του σφάλματος εκτίμησης. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις των αποθεμάτων πρέπει να σημειώνουν και τα όρια μέσα στα οποία είναι δυνατόν να κυμαίνονται το μέγεθος και η ποιότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι F. Blondel και S. Lasky προχώρησαν σε αναθεώρηση του συστήματος ταξινόμησης. Βασική παράμετρος της αναθεώρησης ήταν η εισαγωγή της έννοιας των ορυκτών πόρων, η οποία αποτελεί το υπερσύνολο της έννοιας των αποθεμάτων. Στην κατηγορία των ορυκτών πόρων περιλαμβάνονται, πέρα από τα αποθέματα (οικονομικά εκμεταλλεύσιμα), και οι διαπιστωμένες ή εν δυνάμει διαπιστωμένες μεταλλοφορίες, οι οποίες μπορεί στο μέλλον να μεταταχθούν στην κατηγορία των αποθεμάτων, δηλαδή να καταστούν οικονομικά εκμεταλλεύσιμες. Επίσης, οι δύο μελετητές πρότειναν τη συγχώνευση των δύο πρώτων κατηγοριών, των μετρηθέντων και των ενδεικτικών αποθεμάτων, σε μία με την ονομασία διαπιστωμένα αποθέματα. Τα αποθέματα αυτά έχουν καίρια σημασία για την εκτίμηση της οικονομικότητας της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 70 έρχεται η νέα αναθεώρηση της ταξινόμησης με ευθύνη του διευθυντή του U.S.B.M., McKelvey. Βάση της απόπειρας αυτής είναι η προηγούμενη προσπάθεια των Blondel και Lasky, με τονισμένο όμως το οικονομικό κριτήριο. Εικόνα 3.6 Κατάταξη ορυκτών πόρων κατά McKelvey.
12 Η κατηγορία των αποθεμάτων περιλαμβάνει όλα τα γεωλογικά διαπιστωμένα αποθέματα που ταυτόχρονα μπορεί να είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τρεις υποκατηγορίες με βάση τον βαθμό γεωλογικής γνώσης των κοιτασμάτων: διαπιστωμένα, πιθανά, δυνατά. Όλες οι άλλες μορφές μεταλλοφορίας χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο «ορυκτοί πόροι», είτε γιατί δεν είναι ακόμα γεωλογικά εξακριβωμένοι, είτε γιατί η εκμετάλλευσή τους είναι αντιοικονομική. Η κατηγορία των ορυκτών πόρων διακρίνεται επίσης σε δύο υποκατηγορίες, σε αντιοικονομικούς και οριακούς. Εξ ορισμού το κόστος εκμετάλλευσης των οριακών ορυκτών πόρων είναι 50% μεγαλύτερο από το τρέχον κόστος εκμετάλλευσης των αποθεμάτων. Για τους αντιοικονομικούς ορυκτούς πόρους η διαφορά στο κόστος εκμετάλλευσης είναι πολύ μεγαλύτερη. Το 1976 η πρόταση McKelvey παίρνει την τελική της μορφή (Εικόνα 3.6) και αποτελεί την Ενοποιημένη Μέθοδο Ταξινόμησης του Υπουργείου Εσωτερικών των Η.Π.Α. (United U.S. Department of Interior Classification Method). Τώρα στην κατηγορία των οριακών ορυκτών πόρων περιλαμβάνονται τα μη εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λόγω νομικών ή περιβαλλοντολογικών προβλημάτων Σύστημα κατάταξης των πρώην Ανατολικών Χωρών Η πρόταση αυτή γεννήθηκε στην πρώην Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1920 και επεκτάθηκε στο σύνολο των πρώην σοσιαλιστικών ευρωπαϊκών χωρών μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κατηγορίες αποθεμάτων είναι οι εξής: Κατηγορία Α: Τα κοιτάσματα είναι γνωστά στις τρεις τουλάχιστον διαστάσεις τους, μετά από σειρά ερευνητικών υπόγειων έργων και γεωτρήσεων. Οι ερευνητικές εργασίες εκτελούνται σε κάνναβο πλευράς μέτρων και η ανάκτηση πυρήνα στις γεωτρήσεις φτάνει τουλάχιστον το 70%. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα είναι της τάξης του ± 15%. Επίσης, έχει γίνει ολοκληρωμένη μελέτη των μεθόδων εκμετάλλευσης και εμπλουτισμού. Κατηγορία Β: Στα κοιτάσματα της κατηγορίας αυτής έχουν προσδιοριστεί οι τρεις ή τουλάχιστον οι δύο πλευρές. Στην περίπτωση που είναι γνωστές οι τρεις πλευρές, οι ερευνητικές εργασίες έχουν γίνει με αραιότερο κάνναβο απ ό,τι στην κατηγορία Α. Ο κάνναβος εκτέλεσης των ερευνητικών εργασιών είναι πλευράς 30 έως 200 μέτρων. Η ανάκτηση πυρήνα από γεωτρήσεις πρέπει να φτάνει τουλάχιστον το 50%. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από ± 35%. Κατηγορία C1: Η διαπίστωση των αποθεμάτων της κατηγορίας αυτής σε μία, δύο ή τρεις διαστάσεις είναι αποτέλεσμα ερευνητικών έργων που έχουν γίνει σε αποστάσεις μεγαλύτερες απ ό,τι στις δύο προηγούμενες κατηγορίες. Έτσι, η μορφή και τα όρια των κοιτασμάτων δεν έχουν επακριβώς προσδιοριστεί. Οι υποθέσεις σχετικά με την ποιότητα, την ποσότητα και, γενικά, με την επέκταση του κοιτάσματος βασίζονται σε γεωφυσικές και γεωχημικές μετρήσεις. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα είναι της τάξης του ± 60%. Στα κοιτάσματα αυτά, η έρευνα σχετικά με τις μεθόδους εκμετάλλευσης και εμπλουτισμού γίνεται σε επίπεδο προμελέτης. Κατηγορία C2: Οι εκτιμήσεις για τα κοιτάσματα αυτά βασίζονται σε γεωλογικές ή μεταλλογενετικές παρατηρήσεις ή και ενδείξεις που προέρχονται από πολύ περιορισμένο αριθμό γεωτρήσεων. Στην κατηγορία αυτή δεν ορίζεται μέγιστο αποδεκτό σφάλμα. Όπως φαίνεται, το σύστημα ταξινόμησης έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεντρικού σχεδιασμού. Υπάρχουν σαφέστατες προδιαγραφές για κάθε κατηγορία και μελέτες σχετικά με τις μεθόδους εκμετάλλευσης και εμπλουτισμού. Ακόμη, η αξιοπιστία των εκτιμήσεων εκφράζεται με αναφορά στο επίπεδο σφάλματος. Κατά συνέπεια, ο υποκειμενικός παράγοντας περιορίζεται σημαντικά Σύστημα Κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (πρόταση 1979) Η πρόταση αυτή έγινε από ομάδα «ειδικών» στο πλαίσιο της «Επιτροπής Φυσικών Πόρων» του «Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου» του Ο.Η.Ε. Η ταξινόμηση αναφέρεται στο σύνολο των ορυκτών πόρων και όχι μόνο στα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα. Στόχος της κατάταξης αυτής είναι κυρίως να
13 εξυπηρετήσει τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Οι κατηγορίες που προτείνονται (Εικόνα 3.7) είναι οι εξής: Κατηγορία R-1: Γεωλογικές υποθέσεις, γεωφυσικές και γεωχημικές παρατηρήσεις και ικανοποιητική πυκνότητα έργων οδηγούν στη διαπίστωση του μεγέθους, των ορίων και της ποιότητας της μεταλλοφορίας. Το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης είναι της τάξης του ± 50%. Τα κοιτάσματα της κατηγορίας αυτής αποτελούν τη βάση για τη λήψη απόφασης επένδυσης και τον σχεδιασμό της εκμετάλλευσης. Κατηγορία R-2: Γεωλογικές ενδείξεις, γεωλογικές υποθέσεις επέκτασης, περιορισμένος αριθμός μετρήσεων και συγκριτικές παρατηρήσεις γειτονικών εμφανίσεων οδηγούν σε εκτιμήσεις της μορφής, του σχήματος και της ποιότητας της μεταλλοφορίας. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα εκτίμησης είναι μεγαλύτερο του ± 50%. Τα αποθέματα αυτής της κατηγορίας δικαιολογούν τη συνέχιση των ερευνητικών εργασιών. Κατηγορία R-3: Τα αποθέματα της κατηγορίας αυτής δεν έχουν διαπιστωθεί, αλλά αναμένεται να εντοπιστούν. Η ύπαρξή τους στηρίζεται σε γεωλογικές, γεωφυσικές, γεωχημικές και στατιστικές συγκρίσεις με άλλες μεταλλογενετικές επαρχίες. Φυσικά, ο βαθμός αξιοπιστίας είναι χαμηλός. Εικόνα 3.7 Κατάταξη αποθεμάτων (πρόταση Ο.Η.Ε. 1979). Ως αυτό το σημείο, η ταξινόμηση έγινε με βάση το κριτήριο του βαθμού γεωλογικής γνώσης. Τώρα προστίθεται μια παράλληλη διάκριση που αφορά την εκμεταλλευσιμότητα. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχουν τρεις υποκατηγορίες ορυκτών πόρων: Υποκατηγορία Ε: Εδώ ανήκουν μεταλλοφορίες που μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης κάτω από τις τωρινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και με τη σημερινή τεχνολογία. Υποκατηγορία S: Οι μεταλλοφορίες δεν είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες, αλλά μπορεί να γίνουν τέτοιες στην περίπτωση που αλλάξουν οι συνθήκες.
14 Υποκατηγορία M: Οι μεταλλοφορίες δεν είναι εκμεταλλεύσιμες, αλλά προβλέπεται να γίνουν τέτοιες στο άμεσο μέλλον. Αυτά ισχύουν για την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων. Τώρα, για την περίπτωση των αποθεμάτων, η επιτροπή προτείνει τη χρήση μικρών γραμμάτων (r1, r2, r3), λόγω της σημασίας των αποθεμάτων στις αποφάσεις εκμετάλλευσης. Ο συνδυασμός ορυκτών πόρων και αποθεμάτων επιτρέπει τη χρήση του συστήματος σε τριπλό επίπεδο: βραχυχρόνιου, μεσοχρόνιου και μακροχρόνιου προγραμματισμού Σύστημα κατάταξης του G.D.M.B. (1982) Το σύστημα αυτό προτάθηκε από τον Σύλλογο Γερμανών Μεταλλειολόγων (Gesellschaft der Metallurgen und Bergleute) το 1982 και αποτελεί βελτίωση του συστήματος που ο ίδιος σύλλογος πρότεινε το Οι κατηγορίες του συστήματος είναι οι παρακάτω: Βέβαια: Το μέγεθος, η μορφή και η συνέχεια της μεταλλοφορίας, για τα κοιτάσματα αυτής της κατηγορίας, έχουν διαπιστωθεί με μεγάλη πυκνότητα ερευνητικών έργων και, κατά συνέπεια, με μεγάλη ακρίβεια. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα εκτίμησης είναι της τάξης του ± 20%, σε επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Πιθανά: Η πυκνότητα των ερευνητικών έργων, γεωτρήσεων και επιφανειακών εμφανίσεων εξασφαλίζει λογικά τη συνέχεια του κοιτάσματος. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα στην κατηγορία αυτή δεν πρέπει να ξεπερνά το ± 20%, σε επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Δυνατά Ι: Το αραιό δίκτυο γεωτρήσεων και ερευνητικών έργων δεν εξασφαλίζουν τη συνέχεια της μεταλλοφορίας. Η εκτίμηση του πάχους του κοιτάσματος και ο υπολογισμός της μέσης ποιότητας εμπεριέχουν μειωμένη αξιοπιστία. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα εδώ φθάνει το ± 30%, πάντα σε επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Δυνατά ΙΙ: Η έντονη μεταβλητότητα των κοιτασμάτων ή η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα ερευνητικά έργα δεν επιτρέπουν αξιόλογη αξιοπιστία στις εκτιμήσεις. Έτσι, το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα είναι της τάξης του ± 50%, σε επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Μη επιδεχόμενα κατάταξη: Η ύπαρξη των αποθεμάτων βασίζεται σε γεωλογικές εκτιμήσεις και παρατηρήσεις. Το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα εδώ ξεπερνά το ± 50%, σε επίπεδο εμπιστοσύνης 90%. Όπως είναι φανερό, η προτεινόμενη ταξινόμηση στηρίζεται στον βαθμό γεωλογικής γνώσης. Το επίπεδο εμπιστοσύνης είναι σταθερό (90%) για όλες τις κατηγορίες (σε αντίθεση με την πρόταση του ίδιου συλλόγου το 1959) Σύστημα κατάταξης του Ι.Γ.Μ.Ε. (1984) Το Ι.Γ.Μ.Ε. (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) προτείνει ένα σύστημα κατάταξης των ορυκτών πόρων που συνδυάζει τις προτάσεις του G.D.M.B. (Σύλλογος Γερμανών Μεταλλειολόγων) και της Επιτροπής του Ο.Η.Ε. Το σύστημα προορίζεται για χρήση στον ελληνικό χώρο (βλ. Δρούβας κ.ά. 1984). Η Εικόνα 3.8 σχηματοποιεί την προτεινόμενη ταξινόμηση και παρουσιάζει τις κατηγορίες αποθεμάτων. Η επίδραση του προτεινόμενου από τον Ο.Η.Ε. συστήματος είναι φανερή. Η ταξινόμηση αναφέρεται στο σύνολο των ορυκτών πόρων. Για την ονομασία των κατηγοριών χρησιμοποιούνται τα σύμβολα R και r. Τα κριτήρια ταξινόμησης είναι δύο: ο βαθμός βεβαιότητας γεωλογικής ύπαρξης και ο βαθμός οικονομικότητας. Από την άλλη μεριά, η χρήση στατιστικών όρων για την έκφραση της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων παραπέμπει άμεσα στο σύστημα ταξινόμησης του G.D.M.B. Η πρόταση του Ι.Γ.Μ.Ε. περιλαμβάνει εξήγηση της χρησιμοποιούμενης ορολογίας (ορυκτός πόρος, αποθέματα, εκμεταλλευσιμότητα) και συστάσεις για την πλέον κατάλληλη μέθοδο εκτίμησης των αποθεμάτων και τον τρόπο εφαρμογής της. Η επιλογή ανάμεσα στη γεωστατιστική μέθοδο και την κλασική στατιστική σχετίζεται άμεσα με τη μεταβλητότητα των παραμέτρων που εξετάζονται. Στην περίπτωση που τα ερευνητικά έργα δείχνουν αυξημένη χωρική μεταβλητότητα των παραμέτρων, προτείνεται η χρήση της γεωστατιστικής (βλ. Κεφάλαιο 7), λόγω της ακρίβειάς της. Σε περιπτώσεις μικρής χωρικής μεταβλητότητας ή μεγάλης πυκνότητας
15 ερευνητικών έργων και, κατά συνέπεια, μη διαπιστωμένης χωρικής μεταβλητότητας, επιτρέπεται η εφαρμογή της μεθόδου της κλασικής στατιστικής ανάλυσης (βλ. Κεφάλαιο 6). R: in situ αποθέματα r: απολήψιμα αποθέματα Βέβαια και Οικονομικά Αβέβαια και Αντιοικονομικά Εικόνα 3.8 Σύστημα κατάταξης του Ι.Γ.Μ.Ε.. Περνώντας το δάκτυλο επάνω από κάθε κατηγορία, μπορείτε να δείτε στη χρωματική κλίμακα το πόσο κοντά βρίσκονται τα αποθέματά σας στα βέβαια και οικονομικά. Το προτεινόμενο σύστημα μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και της χάραξης πολιτικής για την αξιοποίηση των ορυκτών πόρων σε μεγάλες περιοχές ή και σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, τα ηθελημένα ασαφή όρια μεταξύ οικονομικών, οριακών και αντιοικονομικών αποθεμάτων επιτρέπουν τη λήψη απόφασης από τον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης, ανάλογα με τον σκοπό του και την οικονομική του κατάσταση. Έτσι, το προτεινόμενο σύστημα κατάταξης φιλοδοξεί να συγκεράσει την ικανοποίηση αναγκών βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού Διεθνές σύστημα κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (1996) Το νέο σύστημα Κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (Economic and Social Council 1996) αποτελεί εξέλιξη του αντίστοιχου συστήματος του 1979 (βλ. ενότητα ) και βασίζεται σε στοιχεία και πληροφορίες που αναφέρονται (α) στον βαθμό γεωλογικής γνώσης του κοιτάσματος ή της περιοχής, (β) στον βαθμό προσέγγισης της εκμεταλλευσιμότητας του κοιτάσματος και (γ) στον βαθμό εκτίμησης της οικονομικής βιωσιμότητας της εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, για τη καλύτερη αναπαράσταση της κατάταξης, δημιουργείται ένα τρισδιάστατο πλέγμα μορφής κύβου, του οποίου οι τρεις ακμές ταυτίζονται με τους τρεις άξονες κατάταξης όπως αναφέραμε προηγουμένως (βλ. Εικόνα 3.9). Ο άξονας G (γεωλογική εκτίμηση) διαιρείται στα τέσσερα κύρια διαδοχικά στάδια μεταλλευτικής έρευνας (βλ. Κεφάλαιο 1), με βάση τα οποία κατατάσσονται τα αποθέματα σε αντίστοιχες κατηγορίες, ανάλογα με τον βαθμό γνώσης. Στον άξονα F (εκτίμηση εκμεταλλευσιμότητας) λαμβάνεται ως μέτρο ο βαθμός εμπιστοσύνης των στοιχείων με βάση τα οποία έχει εκτιμηθεί η εκμεταλλευσιμότητα (μελέτη σκοπιμότητας, προμελέτη σκοπιμότητας, γεωλογική μελέτη). Από τον άξονα Ε (οικονομική βιωσιμότητα), σε συνδυασμό με τους άλλους δύο άξονες, προσδιορίζεται η κατηγορία των αποθεμάτων με βάση την εκτίμηση της οικονομικής βιωσιμότητας της εκμετάλλευσης.
16 Πιο συγκεκριμένα, σε κάθε άξονα δίνονται αριθμητικά τα κριτήρια κατηγοριοποίησης των αποθεμάτων, έτσι ώστε να καθίσταται πιο ευχερής η κωδικοποίησή τους. Η κωδικοποίηση κρίνεται αναγκαία τόσο για τη διευκόλυνση των μηχανογραφικών εργασιών, όσο και για την ευκολότερη ενσωμάτωση στον χώρο των υφιστάμενων συστημάτων ταξινόμησης διεθνώς και της εύκολης συσχέτισης με γενικά αποδεκτούς τύπους αποθεμάτων (Πίνακας 3.1). Στον τριψήφιο κωδικό, ο πρώτος αριθμός αναφέρεται στον άξονα Ε (άξονας οικονομικότητας), ο δεύτερος στον άξονα F (άξονας εκμεταλλευσιμότητας) και ο τρίτος στον άξονα G (γεωλογικός άξονας). Στην κωδικοποίηση των κριτηρίων, η βαρύτητα του κάθε κριτηρίου είναι αντιστρόφως ανάλογη της αριθμητικής του τιμής (Εικόνα 3.9). Έτσι ο αριθμός 1 στον άξονα Ε προσδιορίζει τον υψηλότερο βαθμό οικονομικής βιωσιμότητας, ενώ στους άξονες G και F προσδιορίζει τον υψηλότερο βαθμό βεβαιότητας των στοιχείων. Με αυτά τα δεδομένα, η κατηγορία αποθέματος 111 είναι φυσικά ύψιστης σημασίας για το κράτος αλλά και για τον πιθανό επενδυτή. Εικόνα 3.9 Σύστημα κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών (1996). Μπορείτε να δείτε τον κωδικό κάθε κατηγορίας, περνώντας το δάκτυλο επάνω από τον αντιπροσωπευτικό της κύβο.
17 Οικονομικός άξονας (E) Άξονας εκμεταλλευσιμότητας (F) Γεωλογικός άξονας (G) Κατηγορίες αποθεμάτων Κωδικός Οικονομικό 1 Μελέτη σκοπιμότητας και/ή μελέτη εκμετάλλευσης 1 Λεπτομερής έρευνα 1 Οικονομικό 1 Προμελέτη σκοπιμότητας 2 Λεπτομερής έρευνα 1 Οικονομικό 1 Προμελέτη σκοπιμότητας 2 Προκαταρκτική έρευνα 2 Υπο-οικονομικό 2 Μελέτη σκοπιμότητας και/ή μελέτη εκμετάλλευσης 1 Λεπτομερής έρευνα 1 Υπο-οικονομικό 2 Προμελέτη σκοπιμότητας 2 Λεπτομερής έρευνα 1 Υπο-οικονομικό 2 Προμελέτη σκοπιμότητας 2 Προκαταρκτική έρευνα 2 Αποδεδειγμένα απολήψιμα αποθέματα Πιθανώς απολήψιμα αποθέματα Πιθανώς απολήψιμα αποθέματα Οριακά αποθέματα Υπο-οριακά αποθέματα Υπο-οριακά αποθέματα Αναποφάσιστης οικονομικότητας 3 Κοιτασματολογική μελέτη 3 Λεπτομερής έρευνα 1 Βεβαιωμένα αποθέματα 331 Αναποφάσιστης οικονομικότητας 3 Κοιτασματολογική μελέτη 3 Προκαταρκτική έρευνα 2 Πιθανά αποθέματα 332 Αναποφάσιστης οικονομικότητας 3 Κοιτασματολογική μελέτη 3 Αναγνώριση ΙΙ 3 Δυνατά αποθέματα 333 Απροσδιόριστης οικονομικότητας 3 Κοιτασματολογική μελέτη 3 Αναγνώριση Ι 4 Υποθετικά αποθέματα 334 Πίνακας 3.1 Κριτήρια ταξινόμησης, κατηγορίες αποθεμάτων και κωδικοποίησή τους. Αναλυτικότερα, για τις διαδικασίες που απεικονίζονται στους τρεις άξονες του συστήματος ισχύουν τα εξής (Κούκουζας & Κούκουζας 2000): (α) Γεωλογική εκτίμηση ή εκτίμηση αποθεμάτων Η εκτίμηση αποθεμάτων ενός κοιτάσματος, προκειμένου αυτά να κατηγοριοποιηθούν, γίνεται με βάση τα δεδομένα των τεσσάρων διαδοχικών σταδίων της μεταλλευτικής έρευνας (βλ. Κεφάλαιο 1). Όπως είδαμε, τα στάδια αυτά με αύξουσα βεβαιότητα γεωλογικών πληροφοριών και δεδομένων είναι: η Αναγνώριση Ι, η Αναγνώριση ΙΙ, η Προκαταρκτική Έρευνα και η Λεπτομερής Έρευνα. Η έρευνα οποιουδήποτε σταδίου περιλαμβάνει, κατά βάση, τη συλλογή, τη μελέτη και την αξιολόγηση σειράς στοιχείων και πληροφοριών που έχουν σχέση με τη γεωγραφική θέση, τη μορφή και τη δομή του κοιτάσματος, τη συνέχειά του, την ποσότητα και την ποιότητα των αποθεμάτων του και εντέλει το οικονομικό του ενδιαφέρον. Για τη συλλογή των στοιχείων και των πληροφοριών που είναι αναγκαία για την εκτίμηση των αποθεμάτων χρησιμοποιείται κάθε διαθέσιμη μέθοδος γεωλογικής προσέγγισης, από την απλή γεωλογική παρατήρηση στο ύπαιθρο και την γεωλογική αποτύπωση σε διάφορες κλίμακες, μέχρι την εκτέλεση δειγματοληπτικών γεωτρήσεων και ελαφρών μεταλλευτικών έργων. Τα αξιολογούμενα στοιχεία, ανεξάρτητα από το στάδιο της έρευνας, θα πρέπει να είναι πάντοτε υψηλής αξιοπιστίας. Η διαφορά από στάδιο σε στάδιο έγκειται κυρίως στην πυκνότητα των σημείων παρατήρησης, από όπου αντλούνται τα στοιχεία και οι γεωλογικές παρατηρήσεις. Η
18 πυκνότητα αυτή αυξάνει, φυσικά, καθώς κινούμαστε από το στάδιο της Αναγνώρισης προς το στάδιο της Λεπτομερούς Έρευνας, με ταυτόχρονη αύξηση της βεβαιότητας της εκτίμησης. Στο στάδιο της Αναγνώρισης Ι, ποσοτικές εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν μόνον όταν υπάρχουν σχετικά επαρκή και ασφαλή δεδομένα και κυρίως όταν είναι δυνατή μια σύγκριση με γνωστά γεωλογικά μοντέλα (βλ. ενότητα 3.2.2). Και σε αυτή όμως την περίπτωση δίνεται μόνο η τάξη μεγέθους και το απόθεμα καταγράφεται στα υποθετικά αποθέματα (κωδ. 334). Οι ποσότητες που εκτιμώνται με βάση την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των ερευνητικών εργασιών του σταδίου της Αναγνώρισης ΙΙ καταγράφονται στα δυνατά αποθέματα (κωδ. 333). Τα αποθέματα που υπολογίζονται με βάση τα στοιχεία των ερευνητικών γεωτρήσεων του σταδίου της προκαταρκτικής έρευνας κατατάσσονται στα πιθανά αποθέματα (κωδ. 332), ενώ αυτά που υπολογίζονται με βάση τα ακριβή και πολύ πιο αξιόπιστα στοιχεία του σταδίου της Λεπτομερούς Έρευνας κατατάσσονται στα βεβαιωμένα αποθέματα (κωδ. 331). Σε καμία από τις κατηγορίες της ομάδας αυτής δεν έχει εκτιμηθεί η εκμεταλλευσιμότητα και η οικονομικότητά της. Μόνο μια αρχικά αβέβαιη εκτίμηση μπορεί να υπάρξει, που να βασίζεται σε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με γνωστά ανάλογα κοιτάσματα που βρίσκονται σε εκμετάλλευση. (β) Εκτίμηση εκμεταλλευσιμότητας Οι μελέτες εκτίμησης της εκμεταλλευσιμότητας ενός κοιτάσματος αποτελούν βασικό τμήμα της όλης διαδικασίας εκτίμησης της δυνατότητας αξιοποίησής του. Η κατάταξη των αποθεμάτων ανάλογα με την εκτίμηση της εκμεταλλευσιμότητας γίνεται με βάση τρία είδη διαδοχικών μελετών. Οι μελέτες αυτές είναι οι εξής με αύξουσα σειρά αξιοπιστίας για την τεκμηρίωση της εκμεταλλευσιμότητας: κοιτασματολογική μελέτη, προμελέτη σκοπιμότητας, μελέτη σκοπιμότητας. Στην ενότητα 3.3, στη συνέχεια του κεφαλαίου αυτού, περιγράφονται αναλυτικότερα τα τρία αυτά στάδια εκτίμησης της εκμεταλλευσιμότητας ενός κοιτάσματος, ο βαθμός αξιοπιστίας, καθώς και το επίπεδο εμπιστοσύνης που παρέχει το καθένα. Από την κοιτασματολογική μελέτη μπορεί υπό όρους να προκύψει μια αρχική εκτίμηση της εκμεταλλευσιμότητας και της οικονομικότητας ενός κοιτάσματος, πλην όμως με αυξημένη αβεβαιότητα. Στα πιθανά και βεβαιωμένα αποθέματα που προκύπτουν από την κοιτασματολογική μελέτη προσδίδεται, μέσω της προμελέτης και τη μελέτης σκοπιμότητας, μια οικονομοτεχνική διάσταση και αναβαθμίζεται η κατηγορία τους στο σύστημα κατάταξης των Ηνωμένων Εθνών. Όταν, με βάση την προμελέτη σκοπιμότητας, προκύπτει ότι το κοίτασμα είναι εκμεταλλεύσιμο και οικονομικά συμφέρον, το αντίστοιχο απόθεμα κατατάσσεται στα απολήψιμα αποθέματα με την πρόταξη της ένδειξης «πιθανώς» (κωδικοί 121 και 122), επιφύλαξη που αναμένεται να αρθεί με την εκπόνηση της μελέτης σκοπιμότητας, οπότε το απόθεμα θα καταταγεί στα αποδεδειγμένα απολήψιμα αποθέματα (κωδ. 111). Όταν προκύπτει οριακή ή υπο-οριακή εκμεταλλευσιμότητα και οικονομικότητα του κοιτάσματος, το αντίστοιχο απόθεμα κατατάσσεται στα υπο-οριακά αποθέματα, βεβαιωμένα δηλαδή ή πιθανά αποθέματα (κωδικοί 221 και 222) των οποίων τεχνικά μεν είναι δυνατή η εκμετάλλευση, αλλά από οικονομική άποψη η αξιοποίησή τους δεν διαφαίνεται στο άμεσο μέλλον. Όταν, με βάση τη μελέτη σκοπιμότητας, προκύπτει ότι το κοίτασμα ανήκει στα οικονομικά άμεσα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, το αντίστοιχο απόθεμα κατατάσσεται στα αποδεδειγμένα απολήψιμα αποθέματα (κωδικός 111). Όταν προκύπτει οριακή εκμεταλλευσιμότητα και οικονομικότητα, το απόθεμα κατατάσσεται στα οριακά αποθέματα (κωδικός 211), δηλαδή στα βεβαιωμένα αποθέματα των οποίων τεχνικά μεν είναι εφικτή η εκμετάλλευση, η οικονομική όμως αξιοποίησή τους δεν είναι επί του παρόντος δυνατή, αλλά μπορεί να καταστεί τέτοια στο άμεσο μέλλον. (γ) Οικονομική Βιωσιμότητα Όπως είδαμε και στα προηγούμενα, οι σύγχρονες ταξινομήσεις κατατάσσουν τα αποθέματα, σύμφωνα με τον βαθμό οικονομικής βιωσιμότητάς τους, στις κατηγορίες των οικονομικών και υπο-οικονομικών. Ο πρώτος όρος σημαίνει ότι οι ποσότητες των αποθεμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας θεωρούνται εκμεταλλεύσιμες και αποφέρουν κέρδος υπό τις υπάρχουσες κοινωνικο-οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και με την
19 υπάρχουσα τεχνολογία εκμετάλλευσης και επεξεργασίας. Ο όρος «υπο-οικονομικό» σημαίνει ότι οι ποσότητες αυτής της κατηγορίας δεν θεωρούνται οικονομικά εκμεταλλεύσιμες στις τεχνικές, οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ή άλλες τυχόν δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν κατά τη στιγμή της εκτίμησης, αλλά υφίσταται η δυνατότητα να καταστούν μέρος τους ή ολόκληρες οικονομικά εκμεταλλεύσιμες στο μέλλον, με την αλλαγή των συγκεκριμένων συνθηκών και προϋποθέσεων. Ο βαθμός της οικονομικής βιωσιμότητας εκτιμάται κατά τα στάδια της προμελέτης σκοπιμότητας και της μελέτης σκοπιμότητας. Η πρώτη παρέχει μια προκαταρκτική εκτίμηση με μικρότερο βαθμό ακρίβειας από ό,τι η δεύτερη, που εκτιμά την οικονομική βιωσιμότητα με λεπτομέρειες. Έτσι, η κατηγορία αποδεδειγμένα απολήψιμα αποθέματα (κωδικός 111) αναφέρεται στις οικονομικά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες που έχουν εκτιμηθεί με μεγάλη ακρίβεια σε επίπεδο μελέτης σκοπιμότητας, με βάση κοιτασματολογικά δεδομένα που προέρχονται οπωσδήποτε από το στάδιο της λεπτομερούς έρευνας. Η κατηγορία «πιθανώς απολήψιμα αποθέματα» (κωδικοί 121 και 122) αναφέρεται επίσης στις οικονομικά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες, πλην όμως με κάποια επιφύλαξη, αφού έχουν εκτιμηθεί με μικρότερη ακρίβεια, σε επίπεδο προμελέτης σκοπιμότητας και με κοιτασματολογικά στοιχεία που προέρχονται από τα στάδια της λεπτομερούς έρευνας ή ακόμη και μόνο της προκαταρκτικής έρευνας. Οι δύο αυτές κατηγορίες αποθεμάτων, λοιπόν, κατατάσσονται με γνώμονα την οικονομική τους βιωσιμότητα στα οικονομικά απολήψιμα αποθέματα. Όταν με βάση τα ίδια κριτήρια (δηλαδή εκτίμηση εκμεταλλευσιμότητας σε στάδιο μελέτης σκοπιμότητας ή προμελέτης σκοπιμότητας και κοιτασματολογική εκτίμηση σε στάδιο λεπτομερούς έρευνας για την πρώτη περίπτωση και Λεπτομερούς Έρευνας ή Προκαταρκτικής Έρευνας για τη δεύτερη) και γνώμονα την Οικονομική Βιωσιμότητα τα αποθέματα χαρακτηρίζονται ως μη οικονομικά εκμεταλλεύσιμα, τότε κατατάσσονται στην κατηγορία των υπο-οικονομικών ή αλλιώς στα δυνάμει οικονομικά νέο όρο που εισάγεται από το σύστημα ταξινόμησης των Ηνωμένων Εθνών και ταυτίζεται σημασιολογικά με τον παλαιότερο. Για τα αποθέματα που έχουν κατηγοριοποιηθεί με βάση μόνο την κοιτασματολογική μελέτη οποιουδήποτε σταδίου, πλην της Αναγνώρισης Ι, (βεβαιωμένα αποθέματα, πιθανά αποθέματα και δυνατά αποθέματα) και για τα οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε μελέτη σκοπιμότητας ούτε προμελέτη σκοπιμότητας, η οικονομικότητά τους δεν έχει μελετηθεί, όπως είναι φυσικό. Όταν έρθει η στιγμή να γίνει η εκτίμηση, ενδεχομένως, με γνώμονα την οικονομική βιωσιμότητα, να καταταγούν άλλα στα οικονομικά εκμεταλλεύσιμα και άλλα στα μη οικονομικά εκμεταλλεύσιμα (υπο-οικονομικά). Για το λόγο αυτό, για τα αποθέματα για τα οποία δεν έχουν γίνει μελέτες ή προμελέτες σκοπιμότητας, το σύστημα ταξινόμησης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει τον όρο «αναποφάσιστης οικονομικότητας». Τα υποθετικά αποθέματα (κωδικός 334), των οποίων η κατηγοριοποίηση βασίζεται στα στοιχεία του ερευνητικού σταδίου της Αναγνώρισης Ι, δεν εκτιμώνται οικονομικά και κατατάσσονται στα απροσδιόριστης οικονομικότητας. Τέλος, χωρίς μελέτη ή προμελέτη σκοπιμότητας, μπορούν να καταταγούν στα οικονομικά αποθέματα, και ειδικότερα στην κατηγορία των πιθανώς απολήψιμων αποθεμάτων (κωδικοί 121 και 122), μόνο αυτά τα αποθέματα της κοιτασματολογικής κατηγοριοποίησης που έχουν βασιστεί σε αποτελέσματα λεπτομερούς έρευνας και μόνον όταν υπάρχει η δυνατότητα εκτίμησης της οικονομικότητάς τους από σύγκριση με ανάλογα κοιτάσματα, υπό ανάλογες συνθήκες, που βρίσκονται σε εκμετάλλευση. Επίσης, μπορεί, με μόνη την κοιτασματολογική έρευνα, να κατηγοριοποιηθούν σε οικονομικά ή υπο-οικονομικά τα αποθέματα κοιτασμάτων των οποίων η εκμετάλλευση απαιτεί μικρές σχετικά επενδύσεις, όπως είναι τα κοιτάσματα άμμων, αργίλων, αδρανών υλικών κ.λπ Σύστημα κατάταξης του JORC (2012) Η επιτροπή Joint Ore Reserves Committee (JORC) συστάθηκε το 1971 στην Αυστραλία και άρχισε να εκδίδει προτάσεις και οδηγίες για την κατάταξη αποθεμάτων και τη σύνταξη οικονομοτεχνικών μελετών, μέχρι την πρώτη έκδοση του κώδικα JORC το Από το 1994 η JORC είναι μέλος της Committee for Mineral Reserves International Reporting Standards (CRIRSCO) η οποία ασχολείται με τη δημιουργία διεθνών προτύπων κατάταξης αποθεμάτων. Άλλα μέλη της επιτροπής αυτής είναι διάφοροι εθνικοί οργανισμοί τυποποίησης αποθεμάτων όπως του Καναδά (CIM), Ευρώπης (PERC), Χιλής (National Committee), Ρωσίας (NAEN), Νότιας Αφρικής (SAMCODES) και ΗΠΑ (SME). Στην έκδοση του 2012 (JORC Code 2012), το σύστημα αυτό έχει ευθυγραμμιστεί με τους σχετικούς ορισμούς της CRIRSCO. Παρόμοια με το JORC είναι και τα δύο νεότερα συστήματα, PERC και CIM, τα
20 οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια και ως εκ τούτου δε θα επεκταθούμε περισσότερο στην ανάλυση του συστήματος αυτού Σύστημα κατάταξης PERC (2013) Το σύστημα PERC (Pan-European Reserves and Resources Reporting Committee) αποτελεί ένα πρότυπο σύνταξης δημόσιων εκθέσεων, που διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εκθέσεις θα εμπεριέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες που αναμένονται από τους επενδυτές και τους επαγγελματίες συμβούλους, ώστε να οδηγηθούν σε αιτιολογημένες κρίσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας των ορυκτών πόρων και των αποθεμάτων (PERC 2013). Οι βασικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία και την εφαρμογή του συγκεκριμένου προτύπου είναι η διαφάνεια, η σημαντικότητα, η επάρκεια και η αμεροληψία. Η διαφάνεια προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης της δημόσιας έκθεσης εφοδιάζεται με επαρκείς πληροφορίες, η παρουσίαση των οποίων είναι σαφής και ξεκάθαρη. Η σημαντικότητα προϋποθέτει ότι η δημόσια έκθεση εμπεριέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες κατά την ημερομηνία της γνωστοποίησής της, τις οποίες οι επενδυτές και οι επαγγελματίες σύμβουλοι θα ανέμεναν να βρουν σε μια δημόσια έκθεση, προκειμένου να αποκτήσουν αιτιολογημένη και αμερόληπτη κρίση σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας των ορυκτών πόρων ή των αποθεμάτων. Η επάρκεια επιβάλλει τη σύνταξη της έκθεσης από κατάλληλα καταρτισμένο και έμπειρο προσωπικό που συμμορφώνεται με τον επαγγελματικό κώδικα και τους κανόνες δεοντολογίας. Η αμεροληψία προϋποθέτει ότι ο συντάκτης της δημόσιας έκθεσης είναι σε θέση να δηλώσει ότι το έργο του δεν έχει επηρεαστεί από τον οργανισμό, την εταιρεία ή το πρόσωπο το οποίο ζήτησε τη σύνταξη της έκθεσης, ότι όλες οι παραδοχές τεκμηριώνονται, ότι γίνεται επαρκής γνωστοποίηση όλων των σημαντικών πτυχών του θέματος που εξετάζεται, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης ή έμμεσης σχέσης (όπως η απασχόληση ή η κυριότητα των μετοχών) μεταξύ του συντάκτη της έκθεσης και των ιδιοκτητών του έργου, ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα μιας λογικής και ισορροπημένης κρίσης Σύστημα κατάταξης του C.I.M. (2014) Το σύστημα κατάταξης του C.I.M. (Canadian Institute of Mining) δίδει μια άμεση σχέση μεταξύ των ορυκτών πόρων και των αποθεμάτων, καθώς και μεταξύ των μετρημένων ορυκτών πόρων και των βεβαιωμένων αποθεμάτων. Αναλυτικότερα, το επίπεδο εμπιστοσύνης των πιθανών αποθεμάτων είναι όμοιο με εκείνο των δεικνυόμενων ορυκτών πόρων. Αντίστοιχα, το επίπεδο εμπιστοσύνης των βεβαιωμένων αποθεμάτων είναι όμοιο με εκείνο των μετρημένων ορυκτών πόρων (C.I.M. Standing Committee on Reserves Definition 2014). Στην Εικόνα 3.10 ορίζεται το πλαίσιο ταξινόμησης των ορυκτών πόρων και των αποθεμάτων, η κατάταξη των οποίων γίνεται ανάλογα με το επίπεδο εμπιστοσύνης των κοιτασματολογικών χαρακτηριστικών τους και την τεχνική και οικονομική τους αξιολόγηση. Οι ορυκτοί πόροι μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τις γεωλογικές πληροφορίες, καθώς και τις εύλογες παραδοχές οι οποίες αφορούν τεχνικούς και οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομικότητα της εξόρυξης. Τα αποθέματα αποτελούν ένα τροποποιημένο υποσύνολο των δεικνυόμενων και μετρημένων ορυκτών πόρων. Η ταξινόμησή τους απαιτεί την αξιολόγηση των παραγόντων που επηρεάζουν την οικονομικότητα της εξόρυξης, όπως οι μεταλλευτικοί, οι μεταλλουργικοί, οι οικονομικοί, οι νομικοί, οι εμπορικοί, οι περιβαλλοντικοί, οι κοινωνικο-οικονομικοί και οι κυβερνητικοί παράγοντες, και πρέπει να γίνεται με δεδομένα από ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών κλάδων.
21 Εικόνα 3.10 Σύστημα κατάταξης C.I.M. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μετρημένοι ορυκτοί πόροι μπορεί να θεωρηθούν ως πιθανά αποθέματα εξαιτίας αβεβαιοτήτων που συνδέονται με τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ όψιν και επηρεάζουν την επαναταξινόμηση των ορυκτών πόρων σε αποθέματα. Η σχέση αυτή παρουσιάζεται με διακεκομμένη γραμμή στην Εικόνα Πάντως, σε καμία περίπτωση οι δεικνυόμενοι ορυκτοί πόροι δεν μπορούν να μετατραπούν απευθείας σε βεβαιωμένα αποθέματα και για το λόγο αυτό απουσιάζει η σχετική σύνδεση στο διάγραμμα. Η επαναταξινόμηση των αποθεμάτων ενδέχεται να είναι το αποτέλεσμα αναμενόμενων αλλαγών βραχυπρόθεσμου ή προσωρινού χαρακτήρα, ή σκόπιμης απόφασης της επιχείρησης. Παραδείγματα αλλαγών του τύπου αυτού αποτελούν, για παράδειγμα, η πτώση της τιμής του προϊόντος η οποία όμως αναμένεται να έχει βραχεία διάρκεια, μια έκτακτη ανάγκη του ορυχείου μη μόνιμου χαρακτήρα, μια απεργία του προσωπικού κ.λπ Βιομηχανική αξία κατηγοριών αποθεμάτων Από τη στιγμή που έχουν οριστεί σύμφωνα με τα ανωτέρω οι κατηγορίες αποθεμάτων, προκύπτει το εξής ερώτημα: με βάση ποια ή ποιες κατηγορίες αποθεμάτων πρέπει να γίνονται όλες οι αναγκαίες οικονομοτεχνικές μελέτες, προκειμένου να αποφασιστεί η έναρξη ή όχι μιας μεταλλευτικής επένδυσης; Με αφετηρία το ερώτημα αυτό, προκύπτει το θέμα της βιομηχανικής αξίας των διαφόρων κατηγοριών αποθεμάτων. Αλλά ας προσεγγίσουμε το θέμα αυτό αναλυτικότερα. Όπως έχουμε ήδη δει στην ενότητα 1.2, οι επενδύσεις έρευνας, ανάπτυξης και λειτουργίας μιας μεταλλευτικής μονάδας φτάνουν πολλές φορές τα εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η λήψη της επενδυτικής απόφασης είναι μια επίπονη και επικίνδυνη διαδικασία. Κατά συνέπεια, η βάση αυτής της απόφασης πρέπει να είναι όσο πιο στερεή γίνεται, δηλαδή τα αποθέματα του κοιτάσματος να έχουν υπολογιστεί με το μικρότερο δυνατό σφάλμα και τη μεγαλύτερη βεβαιότητα. Μόνον έτσι ο κίνδυνος της επένδυσης περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ικανοποιητική πυκνότητα των ερευνητικών έργων. Από την άλλη μεριά όμως, μεγάλη πυκνότητα ερευνητικών έργων μεταφράζεται σε σημαντικές δαπάνες και μεγάλη διάρκεια της μεταλλευτικής έρευνας. Ακόμη, με δεδομένο ότι τα εύκολα κοιτάσματα μεγάλου μεγέθους και περιεκτικότητας που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια εξαντλούνται και η μεταλλευτική έρευνα προσανατολίζεται σε κοιτάσματα λιγότερο πλούσια και σε μεγαλύτερο βάθος, όπως έχουμε ήδη τονίσει στο Κεφάλαιο 1, οι ερευνητικές δαπάνες αυξάνονται με εκθετικούς ρυθμούς, όπως επίσης και το ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων για την ανάπτυξη και τη λειτουργία ενός μεταλλείου. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στην πυκνότητα των ερευνητικών έργων, δηλαδή στη μείωση του σφάλματος εκτίμησης των αποθεμάτων και τη μείωση των ερευνητικών δαπανών. Πρόκειται για το γνωστό πρόβλημα βελτιστοποίησης της πληροφορίας για το οποίο μιλήσαμε αναλυτικά στην ενότητα
22 Επειδή, όπως είδαμε, η σχέση ανάμεσα στο σφάλμα εκτίμησης και την πυκνότητα των ερευνητικών εργασιών είναι εκθετικής μορφής, οι ερευνητικές δαπάνες αυξάνονται από ένα σημείο και πέρα δυσανάλογα προς την αναμενόμενη μείωση του σφάλματος εκτίμησης. Ανάλογα με το είδος και τα χαρακτηριστικά του ερευνώμενου κοιτάσματος, το ύψος των ερευνητικών δαπανών μπορεί να αποτρέψει την αξιοποίησή του. Επομένως, προκύπτει το εξής ερώτημα: ποια τάξη μεγέθους του επιτρεπόμενου σφάλματος είναι αποδεκτή προκειμένου η επενδυτική απόφαση να έχει τη μέγιστη βεβαιότητα για το αναμενόμενο οικονομικό αποτέλεσμα; Επιπλέον, θα πρέπει, για λόγους τυποποίησης αλλά και αξιολόγησης εναλλακτικών σεναρίων, η επιτρεπόμενη αβεβαιότητα που θα εμπεριέχεται στις τελικές αποφάσεις να μην επαφίεται στην κρίση του ερευνητή για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η αναγκαιότητα που προκύπτει από τα ανωτέρω ερωτήματα οδηγεί στον ορισμό της έννοιας της βιομηχανικής αξίας των αποθεμάτων ως του αναγκαίου ποσοστού με το οποίο πρέπει να συμμετέχει κάθε κατηγορία στο σύνολο των αποθεμάτων στα οποία βασίζεται η επένδυση. Ο καθορισμός της ενδεδειγμένης εκάστοτε αβεβαιότητας είναι ανάλογος με τον καθορισμό της βιομηχανικής αξίας των διαφόρων κατηγοριών αποθεμάτων. Έτσι, όσο η έρευνα είναι πιο εύκολη, λόγω, παραδείγματος χάριν, της ομοιομορφίας του κοιτάσματος, τόσο ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος μπορεί να ελαχιστοποιηθεί, εφόσον η έρευνα, ως ολιγοδάπανη που είναι, συμφέρει να προχωρήσει περισσότερο. Στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται η συμμετοχή κατηγοριών με υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης (βλ ενότητα 6.2.3). Αντίθετα, όσο η έρευνα δυσκολεύει και οι ερευνητικές δαπάνες μεγαλώνουν, τόσο η συμμετοχή κατηγοριών με μικρότερο βαθμό ασφάλειας επιτρέπεται να αυξηθεί. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, για διάφορα μεταλλεύματα και μορφολογίες κοιτασμάτων, η βιομηχανική αξία των διαφόρων κατηγοριών αποθεμάτων θα είναι διαφορετική. Αναγκαία προϋπόθεση για τον καθορισμό της βιομηχανικής αξίας είναι η ύπαρξη ενιαίων προδιαγραφών ταξινόμησης των αποθεμάτων σε κατηγορίες, ανάλογα με τον βαθμό της έρευνας που θα έχει συγκεκριμένο βαθμό ασφάλειας. Η πρώτη χώρα που θέσπισε τη βιομηχανική αξία των αποθεμάτων ήταν η πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι ανάγκες του κεντρικού σχεδιασμού επέβαλαν τη στήριξη των επενδύσεων σε όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα της μεταλλευτικής έρευνας. Έτσι, οι πρώτες προδιαγραφές εκδόθηκαν το Σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτές, τα αποθέματα της κατηγορίας Α στηρίζουν αποφάσεις σχετικά με τον σχεδιασμό της εκμετάλλευσης και τον προγραμματισμό της παραγωγής. Τα αποθέματα της κατηγορίας Β συνεκτιμώνται με τα αποθέματα της Α για τη λήψη της επενδυτικής απόφασης. Τα αποθέματα της κατηγορίας C1 χρησιμοποιούνται ως βάση για τη συνέχιση της έρευνας. Ομάδα Ι ΙΙ ΙΙΙ Τύπος κοιτάσματος Κοιτάσματα απλής μορφής με σταθερό πάχος και ομοιόμορφη κατανομή ωφέλιμων συστατικών. Κοιτάσματα σύνθετης μορφής με σταθερό πάχος και ανομοιογενή κατανομή των ωφέλιμων συστατικών, για τα οποία δεν είναι σκόπιμη η εξασφάλιση αποθεμάτων κατηγορίας Α στη φάση της λεπτομερούς έρευνας, λόγω του υψηλού κόστους των ερευνητικών εργασιών. Κοιτάσματα περίπλοκης μορφής με πολύ απότομες εναλλαγές του πάχους ή εντελώς ακανόνιστη κατανομή της περιεκτικότητας των ωφέλιμων συστατικών, για τα οποία είναι ασύμφορη η εξασφάλιση αποθεμάτων κατηγορίας Β κατά την έρευνά τους. Ποσοστά συμμετοχής (%) min A + B min A min B C Πίνακας 3.2 Βιομηχανική αξία κατηγοριών αποθεμάτων πρώην Ε.Σ.Σ.Δ (Μάστορης 1989). Η βιομηχανική αξία των κοιτασμάτων, όπως ορίστηκε το 1927, αποδείχθηκε όμως ότι οδηγούσε σε πολυδάπανη και χρονοβόρα διαδικασία έρευνας. Επιπλέον, τα κοιτάσματα της κατηγορίας C1 φάνηκε ότι εμπεριέχουν ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας για τη στήριξη επενδύσεων. Έτσι, οι επόμενες προδιαγραφές
23 του 1960 ήταν πιο χαλαρές και αποδέχονταν τη συμμετοχή των αποθεμάτων της κατηγορίας C1 στις επενδυτικές αποφάσεις, ακόμη και σε ποσοστό 100%. Ο Πίνακας 3.2 παρουσιάζει τις προδιαγραφές του 1960 στην πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίες σε ένα βαθμό υιοθετήθηκαν και από τις δυτικές χώρες. Στον πίνακα φαίνονται και τα κοιτάσματα για τα οποία η επενδυτική απόφαση βασίζεται σε αποθέματα των κατηγοριών Β και C1. Για την ομάδα ΙΙΙ του πίνακα, η επενδυτική απόφαση στηρίζεται μόνον σε αποθέματα κατηγορίας C1. Η αρχή ότι οι δαπάνες επενδύσεων είναι απόλυτα συνδεδεμένες με τις κατηγορίες αποθεμάτων ακολουθείται σε ευρεία κλίμακα σήμερα στις δυτικές χώρες (Παπαβασιλείου 2003). Στη λογική αυτή, οι F. Blondel και S. Lasky του πρώην U.S.B.M. υποστηρίζουν ότι η έρευνα πρέπει κατά κανόνα να διεξάγεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι αναγκαίες πληροφορίες, οι οποίες θα επιτρέπουν την επένδυση για το άνοιγμα του μεταλλείου, να λαμβάνονται με τις χαμηλότερες δυνατές δαπάνες. Επιπλέον δε, αναφέρουν ότι είναι ανώφελο να επιδιώκεται η μέγιστη δυνατή ακρίβεια στον καθορισμό της συνολικής ποσότητας του κοιτάσματος. Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως έχουμε δει στην ενότητα 2.1.2, η πληρέστερη γνώση των αποθεμάτων πέρα από ένα ορισμένο σημείο έχει μικρή επίδραση στο αναμενόμενο αποτέλεσμα και, παράλληλα, η έρευνα γίνεται πολύ δαπανηρή και μακρόχρονη. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέραμε, η αποκλειστική χρήση των όρων «βέβαια», «πιθανά», «δυνατά» αποτελεί από μόνη της πηγή παρερμηνείας, με αποτέλεσμα την επιλογή λανθασμένων επενδυτικών τακτικών Συμπεράσματα Από την αναλυτική παρουσίαση των συστημάτων κατάταξης των αποθεμάτων, καθώς και της βιομηχανικής αξίας τους, μπορούν να εξαχθούν τα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία αναφέρουμε επιγραμματικά: Όλα τα προτεινόμενα συστήματα χρησιμοποιούν το κριτήριο του βαθμού γεωλογικής γνώσης, δηλαδή της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων των χαρακτηριστικών του κοιτάσματος. Η συστηματοποίηση των στατιστικών μεθόδων βελτίωσε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο έκφρασης της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων μέσω παραμέτρων όπως το μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα, το επίπεδο εμπιστοσύνης κ.λπ. Ορισμένα συστήματα ταξινόμησης χρησιμοποιούν και ένα δεύτερο κριτήριο κατάταξης: τον βαθμό οικονομικότητας. Ο βαθμός αυτός εκφράζει την οικονομική αποδοτικότητα που αναμένεται να εξασφαλίσει η εκμετάλλευση του συγκεκριμένου κοιτάσματος για το οποίο υπάρχουν γεωλογικές πληροφορίες. Οι βασικές διαφοροποιήσεις των συστημάτων, όπως οι διαφορετικές κατηγορίες, τα διαφορετικά επίπεδα σφάλματος, οι διαφορετικές προδιαγραφές κ.λπ., οφείλονται στις διαφορετικές ανάγκες χρήσης τις οποίες καλούνται να ικανοποιήσουν. Οι ανάγκες αυτές, όμως, έχουν άμεση σχέση με τον ορίζοντα προγραμματισμού (βραχυπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος ή μακροπρόθεσμος). Μερικά από τα συστήματα κατάταξης έχουν στόχο την εξυπηρέτηση αναγκών μακροπρόθεσμου σχεδιασμού (π.χ. σύστημα Ο.Η.Ε.), ενώ άλλα την υποστήριξη μεσοπρόθεσμων αποφάσεων εκμετάλλευσης (πχ. συστήματα U.S.B.M. και G.D.M.B.). Τέλος, ένα γενικότερο μειονέκτημα όλων των συστημάτων στα οποία αναφερθήκαμε σχετίζεται με το γεγονός ότι ένα κοίτασμα αντιπροσωπεύεται από περισσότερες της μίας παραμέτρους. Έτσι, ο βαθμός γεωλογικής γνώσης θέτει συχνά το πρόβλημα επιλογής της γεωλογικής παραμέτρου στην οποία αναφέρεται. Στην πράξη, η γεωλογική αβεβαιότητα της εκτίμησης είναι διαφορετική για κάθε παράμετρο του κοιτάσματος (μέγεθος, μορφή, κατανομή περιεκτικότητας). Πολλές φορές, για την ίδια πυκνότητα ερευνητικών έργων, η διαφορετική μεταβλητότητα δύο παραμέτρων οδηγεί σε διαφορετικό βαθμό αβεβαιότητας. Κατά συνέπεια, προκύπτει το δίλημμα κατάταξης του ίδιου κοιτάσματος σε διαφορετικές κατηγορίες. Για παράδειγμα, ένα δίλλημα αυτού του τύπου θα προέκυπτε αν το σφάλμα εκτίμησης του πάχους ήταν διαφορετικό από το σφάλμα εκτίμησης της περιεκτικότητας. Η ταυτόχρονη όμως κατάταξη του ίδιου κοιτάσματος σε περισσότερες της μίας κατηγορίες, ανάλογα με τον βαθμό αβεβαιότητας κάθε παραμέτρου, είναι αδύνατη και άσκοπη. Από την άλλη μεριά, σκοπός κάθε ταξινόμησης είναι η βοήθεια στη λήψη της απόφασης που αφορά την οικονομικότητα της εκμετάλλευσης. Άρα, η κατάταξη των αποθεμάτων σε συγκεκριμένη κατηγορία θα
24 γίνει με βάση τον βαθμό αβεβαιότητας στην εκτίμηση της παραμέτρου με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη διαμόρφωση του επιθυμητού οικονομικού αποτελέσματος. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Πραμαγκιούλης (1995), η αβεβαιότητα που συνοδεύει την εκτίμηση του μεγέθους ενός κοιτάσματος έχει άμεση σχέση με τη διάρκεια εκμετάλλευσής του: η διάρκεια εκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος 2 εκατ. τόνων είναι διπλάσια εκείνης ενός κοιτάσματος 1 εκατ. τόνων. Επίσης, το σφάλμα εκτίμησης της κατανομής περιεκτικότητας σχετίζεται άμεσα με την αξία του προϊόντος και, κατ επέκταση, με τις ετήσιες χρηματικές ροές. Έτσι, η κατάταξη του κοιτάσματος σε κατηγορία θα γίνει με βάση τη σημασία κάθε παραμέτρου για τον ενδιαφερόμενο για εκμετάλλευση φορέα. Αν ο φορέας σκοπεύει να μείνει στην αγορά για όσο περισσότερα χρόνια είναι δυνατόν (π.χ. με την ελπίδα της κατάκτησης μεγαλύτερου μέρους της αγοράς), τότε το σφάλμα εκτίμησης της παραμέτρου «μέγεθος» είναι αυτό που θα οδηγήσει στην κατάταξη του συγκεκριμένου κοιτάσματος. Αν, όμως, στοχεύει στη μεγιστοποίηση του ετήσιου κύκλου εργασιών, τότε επιλέγει την κατάταξη με βάση την παράμετρο της περιεκτικότητας. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, αν η ποιότητα του κοιτάσματος σχετίζεται με την περιεκτικότητα σε περισσότερα του ενός χρήσιμα συστατικά, όπως στα μεικτά θειούχα μεταλλεύματα, ή με την περιεκτικότητα σε επιβλαβή συστατικά, όπως το πυρίτιο σε κοίτασμα βωξίτη ή το θείο σε λιγνιτικό κοίτασμα. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που, όπως αναφέραμε και στην αρχή της ενότητας 3.2, η χρήση των συστημάτων αυτών την τελευταία εικοσαετία έχει περιοριστεί σε βοηθητικό ρόλο και κυρίως σε περιπτώσεις συνολικών εκτιμήσεων μεγάλων μεταλλευτικών επαρχιών Οικονομική σκοπιμότητα της εκμετάλλευσης Όπως έχουμε αναφέρει στην ενότητα 1.2, η υπολογιζόμενη αξία ενός νέου κοιτάσματος προσδιορίζεται με βάση χαρακτηριστικά που αφορούν τη μορφολογία του κοιτάσματος, το περιεχόμενο χρήσιμο συστατικό, τη σχετική αγορά καθώς και το περιβάλλον της επένδυσης, με τη γενικότερη έννοιά του. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να εκφραστούν ως αλγεβρικό άθροισμα εσόδων και εξόδων μιας προτεινόμενης μεταλλευτικής επιχείρησης η οποία θα προέβαινε στην εκμετάλλευση του εν λόγω κοιτάσματος. Η αναγωγή των ποσών αυτών σε ετήσια βάση ονομάζεται ταμειακή ροή της επιχείρησης. Δηλαδή: Ταμειακή ροή = εισπράξεις (κόστος εξόρυξης + κόστος εμπλουτισμού + κόστος μεταφοράς + τόκοι + φόροι) Η ταμειακή ροή είναι ένα οικονομικό μέγεθος το οποίο συνοψίζει όλους τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν και αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό της εκμεταλλευσιμότητας του κοιτάσματος. Τα δεδομένα και τα αποτελέσματα για το οικονομικό μοντέλο της σχεδιαζόμενης επιχείρησης συγκεντρώνονται σε μια σειρά τυποποιημένων μελετών, οι οποίες αποφαίνονται για τη σκοπιμότητα της εκμετάλλευσης. Στη συνέχεια, ακολουθούν οι βασικοί ορισμοί των μελετών αυτών, σύμφωνα με την ελληνική αλλά και τη διεθνή τυποποίηση Μελέτη εκτίμησης αποθεμάτων Η κοιτασματολογική μελέτη ή μελέτη εκτίμησης αποθεμάτων αποτελεί μια αρχική εκτίμηση της εκμεταλλευσιμότητας ενός κοιτάσματος και μπορεί να στηριχτεί στα δεδομένα του τελικού σταδίου της μεταλλευτικής έρευνας. Τα ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία για την ποιότητα, τον όγκο, τη συνέχεια και τη μορφή του κοιτάσματος, σε συνδυασμό με το κόστος όπως διαμορφώνεται σε εκμεταλλεύσεις ανάλογων και συγκρίσιμων κοιτασμάτων, μπορούν να οδηγήσουν στην αρχική εκτίμηση του οικονομικού ενδιαφέροντός του. Η ακριβής εκτίμηση, όμως, της οικονομικής βιωσιμότητας δεν είναι δυνατή μόνο με τον υπολογισμό των αποθεμάτων, επειδή από τη μελέτη αυτή απουσιάζουν οι απαραίτητοι οικονομικοί δείκτες και τα αναγκαία οικονομικά μεγέθη Προμελέτη σκοπιμότητας Η προμελέτη σκοπιμότητας ακολουθεί τη μελέτη εκτίμησης αποθεμάτων. Για τη σύνταξη της μελέτης αυτής απαιτείται να συγκεντρωθούν και να αξιολογηθούν όλες οι διαθέσιμες γεωλογικές, κοιτασματολογικές, τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, νομικές και οικονομικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές απαιτείται να
25 προέρχονται από τα δύο τελευταία στάδια της έρευνας, το δε επίπεδο σφάλματος των αποτελεσμάτων της μελέτης αυτής δεν πρέπει να ξεπερνά το ± 25%. Τα οικονομικά μεγέθη πρέπει να προκύπτουν ή από την κοστολόγηση με βάση πραγματικά στοιχεία κόστους ή από τη σύγκριση με το κόστος μεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε ανάλογα κοιτάσματα. Η προμελέτη σκοπιμότητας αποσκοπεί στην προκαταρκτική εκτίμηση της οικονομικής βιωσιμότητας της εκμετάλλευσης του υπό εξέταση κοιτάσματος και μπορεί να καταλήξει είτε σε προτάσεις για διενέργεια συμπληρωματικών ερευνητικών εργασιών, είτε να παραπέμπει στο επόμενο στάδιο της μελέτης σκοπιμότητας, είτε, τέλος, να προτείνει ακόμη και την απόρριψη της επένδυσης Μελέτη σκοπιμότητας Η μελέτη σκοπιμότητας περιλαμβάνει την επαναξιολόγηση όλων των κοιτασματολογικών, τεχνικών, περιβαλλοντικών, νομικών και οικονομικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί μέχρι τη στιγμή της σύνταξής της. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να είναι πολύ ακριβή και επαρκή, κατά τρόπο που να μην απαιτούνται πλέον περαιτέρω έρευνες. Τα αποτελέσματα της μελέτης σκοπιμότητας δεν πρέπει να εμπεριέχουν αβεβαιότητα μεγαλύτερη του ±10%. Έτσι, η μελέτη σκοπιμότητας, εκτιμώντας το τεχνικώς εφικτό σε συνδυασμό με το οικονομικώς αποδεκτό της εκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος, αποτελεί τη στέρεη βάση για τη λήψη της απόφασης πραγματοποίησης της επένδυσης και, ταυτοχρόνως, την εγγύηση για την τραπεζική χρηματοδότηση της επιχείρησης (Κούκουζας & Κούκουζας 2000). Μια μελέτη αυτού του τύπου θα πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει, πέρα από τα επαναξιολογούμενα κοιτασματολογικά στοιχεία, τις γεωγραφικές συνθήκες και το κοινωνικό περιβάλλον, που θα περιέχονται ασφαλώς και στην προμελέτη σκοπιμότητας, και στοιχεία σχετικά με τη διερεύνηση θεμάτων νομικής φύσεως, όπως η μεταλλευτική νομοθεσία, η στάση του κοινωνικού περίγυρου, η κυβερνητική πολιτική κ.λπ. Επίσης, θα πρέπει να εξετάζονται και τεχνικά θέματα, όπως η μέθοδος εκμετάλλευσης που θα εφαρμοστεί, ο μηχανολογικός εξοπλισμός που θα χρειαστεί, καθώς και τα έργα πολιτικού μηχανικού που θα απαιτηθούν. Θα πρέπει να επιλυθούν θέματα διαχείρισης πόρων, όπως υδάτων, μεταφορών, ηλεκτρικής ενέργειας, εργατικού δυναμικού και στελέχωσης, θέματα ασφάλειας, όπως ευστάθειας και συνθηκών εργασίας, θέματα χωροθέτησης, όπως αποθέσεις στείρων, βοηθητικές εγκαταστάσεις και συνεργεία, θέματα εμπλουτισμού ή περαιτέρω επεξεργασίας του εξορυσσόμενου προϊόντος κ.λπ. Επίσης, είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνονται λεπτομερής περιβαλλοντική μελέτη και ανάλυση της αγοράς, καθώς και οικονομική ανάλυση. Σε αυτή την τελευταία θα πρέπει να εκτιμηθούν το κόστος κεφαλαίου, το κόστος επενδύσεων, οι λειτουργικές δαπάνες, το κόστος αποκατάστασης, πάντα μέσα στο περιθώριο αβεβαιότητας που επιβάλλει ο βαθμός γνώσης του κοιτάσματος Οικονομικοί δείκτες Σε όλους τους ανωτέρω τύπους μελετών το οικονομικό αποτέλεσμα της σχεδιαζόμενης επένδυσης εκφράζεται με βάση τρεις κυρίως οικονομικούς δείκτες: περίοδος αποπληρωμής κεφαλαίου, καθαρή παρούσα αξία (ΚΠΑ), εσωτερικός συντελεστής απόδοσης (ΕΣΑ). Η φυσική σημασία των δεικτών αυτών θα αναπτυχθεί αναλυτικότερα στις επόμενες υποενότητες Περίοδος αποπληρωμής κεφαλαίου Ο δείκτης αυτός είναι ο απλούστερος και εκφράζει τον αριθμό των ετών που απαιτούνται, έτσι ώστε οι εισπράξεις να καλύψουν το ύψος του επενδυμένου κεφαλαίου. Πολύ προσεγγιστικά μπορεί να γραφεί ως: Περίοδος αποπληρωμής = Κεφάλαιο / Μέσο ύψος ετήσιων δαπανών Έτσι, για μια επένδυση που κοστίζει 100 εκατ., πρόκειται να διαρκέσει 10 έτη και τα ετήσια έσοδα υπολογίζονται σε 20 εκατ., ο χρόνος αποπληρωμής θα είναι 5 έτη.
26 Πέρα από την απλότητά του, ο δείκτης αυτός παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα, όπως η ανάδειξη επενδυτικών σχεδίων με γρήγορο και εύκολο κέρδος, καθώς και η αγνόηση του χρόνου πραγματοποίησης των ταμειακών ροών. Οι επόμενοι δείκτες, αντίθετα, λαμβάνουν υπόψη τη διαχρονική αξία του χρήματος Προεξόφληση και ανατοκισμός Όπως ο καθένας γνωρίζει από την προσωπική του εμπειρία, η πραγματική αξία δύο αριθμητικά ίσων χρηματικών ποσών δεν είναι ίδια όταν αυτά αναφέρονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Προφανώς, τα μελλοντικά χρήματα αξίζουν λιγότερο, επειδή θα μπορούσαν να προκύψουν, αν καταθέταμε στην τράπεζα ένα μικρότερο ποσό, το οποίο ανατοκιζόμενο θα έφτανε τη μελλοντική τιμή στην αντίστοιχη χρονική στιγμή. Άρα, χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε να αθροιστούν άμεσα. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να μετατραπούν σε αξίες ενιαίας βάσης, να αναφέρονται δηλαδή στο ίδιο έτος. Η τεχνική με την οποία γίνεται η αναγωγή μελλοντικών χρηματικών αξιών σε παρούσες, με βάση κάποιο επιτόκιο, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ονομάζεται προεξόφληση. Αντίστοιχα, η τεχνική με την οποία σημερινές αξίες ανάγονται σε μελλοντικές, με βάση πάλι κάποιο επιτόκιο, ονομάζεται ανατοκισμός. Έτσι, 1 ευρώ τώρα είναι ισοδύναμο με 1 + ε ευρώ ύστερα από ένα έτος. Εάν θεωρήσουμε: Ε 0 = ένα αρχικό χρηματικό ποσό σήμερα ε = το ισχύον επιτόκιο ανατοκισμού t = ο αριθμός των ετών Ε t = η συνολική μελλοντική αξία του Ε 0 ύστερα από t έτη τότε η επένδυση του κεφαλαίου Ε 0 θα αποφέρει μετά την πάροδο t ετών συνολικό ποσό: Ε t = Ε 0 (1 + ε) t. (3.1) Η ποσότητα (1 + ε) t, η οποία μετατρέπει την παρούσα χρηματική αξία σε μελλοντική, καλείται συντελεστής κεφαλαιοποίησης. Αντίστροφα από τα προηγούμενα, η παρούσα αξία 1 ευρώ που θα αποκτηθεί ύστερα από ένα χρόνο είναι μικρότερη, εφόσον δεν απολαμβάνουμε το πλεονέκτημα της ρευστότητας. Σε αντιστοιχία με τη σχέση (3.1) και για t έτη ισχύει: Ε 0 = Ε t (1 + ε) -t. (3.2) Η ποσότητα (1 + ε) -t, η οποία μετατρέπει τη μελλοντική χρηματική αξία σε παρούσα, καλείται συντελεστής προεξόφλησης. Δηλαδή: Παρούσα αξία = μελλοντική αξία x συντελεστή προεξόφλησης Καθαρή παρούσα αξία Το αλγεβρικό άθροισμα όλων των ποσών της ταμειακής ροής μιας σχεδιαζόμενης επένδυσης διάρκειας ν ετών, αναγόμενων στη χρονική στιγμή έναρξής της, ονομάζεται καθαρή παρούσα αξία της επένδυσης. Δηλαδή: ν E t ι= 1 ΚΠΑ = (1 + ε ) t. (3.3) Το κριτήριο αυτό είναι το πιο συνηθισμένο ειδικά για την αξιολόγηση των μεταλλευτικών επενδύσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη διάρκεια ζωής. Στην περίπτωση που η ΚΠΑ προκύπτει θετική, η αποδοτικότητα της επένδυσης είναι μεγαλύτερη από το τρέχον επιτόκιο προεξόφλησης, γεγονός που σημαίνει ότι η εξεταζόμενη επένδυση συσσωρεύει πόρους στην επιχείρηση, άρα θα πρέπει να γίνει αποδεκτή.
27 Αντίθετα, εάν η ΚΠΑ προκύπτει αρνητική, τότε η προτεινόμενη επένδυση θα πρέπει να απορριφθεί, επειδή αφαιρεί πόρους από την επιχείρηση. Τέλος, μηδενική ΚΠΑ σημαίνει ότι η σχεδιαζόμενη επένδυση έχει ακριβώς τη μέση τρέχουσα απόδοση της αγοράς και, άρα, μπορεί να πραγματοποιηθεί, εφόσον δεν υπάρχει καλύτερη εναλλακτική. Στην Εικόνα 3.11 δίνουμε ένα παράδειγμα υπολογισμού της ΚΠΑ για μια επένδυση πενταετούς διάρκειας. Εικόνα 3.11 Υπολογισμός ΚΠΑ για μια επένδυση πενταετούς διάρκειας με επιτόκιο προεξόφλησης το 4%: Τα ποσά εμφανίζονται σαν σωροί νομισμάτων, καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει αξία 2.000, η οποία θεωρούμε ότι υλοποιείται στο τέλος του αντίστοιχου έτους. Στα δύο πρώτα έτη έχουμε μόνο δαπάνες, ενώ στα τρία επόμενα μόνο κέρδη. Προσπαθήστε, μεταφέροντας ποσά από το ένα έτος στο άλλο, να μετατρέψετε την ΚΠΑ της ταμειακής ροής σε θετική έτσι ώστε η επένδυση να γίνει αποδεκτή. Τι παρατηρείτε; Πότε αποκτά μεγαλύτερη παρούσα αξία ένα νόμισμα; Επαληθεύστε τα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας την εξίσωση 3.3 ή την συνάρτηση NPV του Microsoft Excel Εσωτερικός συντελεστής απόδοσης Όπως είδαμε στα προηγούμενα, γενικά η αναγωγή ενός μελλοντικού ποσού σε παρούσα αξία γίνεται με χρήση του τρέχοντος επιτοκίου προεξόφλησης. Μεταβάλλοντας το επιτόκιο αυτό στη σχέση 3.3 μπορούμε να μεταβάλλουμε την ΚΠΑ μιας ταμειακής ροής, η οποία, εφόσον περιλαμβάνει και δαπάνες, μπορεί να λάβει και αρνητικές τιμές. Ως ΕΣΑ ορίζεται εκείνο το επιτόκιο προεξόφλησης το οποίο οδηγεί σε μηδενισμό της ΚΠΑ της εξεταζόμενης ταμειακής ροής. Δηλαδή: ν ΕΣΑ ε 0 : Et (1 + ε 0 ) = ι= 1 t 0. (3.4) Ποια είναι όμως η φυσική σημασία του ΕΣΑ πέρα από τον μαθηματικό του ορισμό; Αυτό που εκφράζει ο δείκτης αυτός είναι στην πραγματικότητα το μέγιστο επιτόκιο που θα μπορούσε να πληρώσει η επιχείρηση, εάν επρόκειτο να δανειστεί όλο το κεφάλαιο της επένδυσης, χωρίς να χάσει χρήματα. Ο υπολογισμός του ΕΣΑ, λόγω της μη γραμμικότητας της σχέσης 3.4, δεν είναι πολύ απλός και γενικά μπορεί να γίνει με τη βοήθεια κάποιου λογισμικού ή ακόμη και γραφικά. Αν τώρα ο ΕΣΑ μιας προτεινόμενης επένδυσης προκύψει μεγαλύτερος από το τρέχον επιτόκιο προεξόφλησης της αγοράς, αυτό σημαίνει, προφανώς, ότι η επένδυση αυτή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, ενώ στην αντίθετη περίπτωση η επένδυση απορρίπτεται. Τέλος, ένα μειονέκτημα του εν λόγω δείκτη είναι το γεγονός ότι, λόγω της μη γραμμικότητας της εξίσωσης 3.4, μπορεί υπό συνθήκες να προκύψουν περισσότερες τιμές για τον ΕΣΑ μίας δεδομένης ταμειακής ροής.
28 3.4. Τα αποθέματα στον κόσμο Κλείνοντας το κεφάλαιο της οικονομικότητας των κοιτασμάτων, θα ήταν σκόπιμο να δώσουμε μια συνοπτική εικόνα της πορείας αλλά και της σημερινής κατάστασης των παγκόσμιων μεταλλευτικών αποθεμάτων. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι τα παγκόσμια αποθέματα για τα περισσότερα μεταλλεύματα και βιομηχανικά ορυκτά είναι επαρκή. Στον Πίνακα 3.3 παρουσιάζονται οι υπάρχοντες ορυκτοί πόροι και τα αντίστοιχα αποθέματα για τα σημαντικότερα μέταλλα, μαζί με τη διάρκεια ζωής τους, για σταθερό ετήσιο ρυθμό παραγωγής. Η μελλοντική μετατροπή των ορυκτών πόρων σε αποθέματα με τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας εξασφαλίζει πρακτικά απεριόριστη διαθεσιμότητα. Μετάλλευμα Ορυκτοί πόροι (10 9 τόνοι) Διάρκεια ζωής (έτη) Αποθέματα (10 6 τόνοι) Διάρκεια ζωής (έτη) Σίδηρος * Χαλκός 1, Κασσίτερος - - 4,7 20 Χρώμιο Νικέλιο 0, Ψευδάργυρος 1, Κοβάλτιο 0, Άργυρος - - 0,52 20 Υδράργυρος 0, , Χρυσός 0, , Λευκόχρυσος 0, , Πίνακας 3.3 Ορυκτοί πόροι, αποθέματα και εκτιμώμενη διάρκεια ζωής τους σε παγκόσμια κλίμακα (U.S. Geological Survey 2014). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της παγκόσμιας μεταλλείας είναι η διαρκώς μειούμενη περιεκτικότητα σε χρήσιμο συστατικό των υπό εκμετάλλευση κοιτασμάτων, γεγονός που οφείλεται στη σταδιακή εξάντληση των πλουσιότερων και την αυξανόμενη ανάγκη για ανακάλυψη νέων πόρων. Για παράδειγμα, ο Πίνακας 3.4 παρουσιάζει την εξέλιξη της περιεκτικότητας, των αποθεμάτων και της τιμής του μεταλλεύματος χαλκού στις Η.Π.Α., για την περίοδο Από τη δεκαετία του 80 και μετά η μέση περιεκτικότητα σε χαλκό παραμένει πολύ χαμηλή.
29 Έτος Μέση περιεκτικότητα (% Cu) Αποθέματα (10 6 τόνοι Cu) Μέση ετήσια τιμή ( /kg) ,00-1, ,88-1, ,63-0, ,43 16,8 0, ,20 21,5 0, ,89 26,5 0, ,83 22,7 0, ,73 29,5 0, ,70 29,5 0, ,60 77,5 1, ,49-1, ,51 84,4 1, ,22 97,1 1,03 Πίνακας 3.4 Εξέλιξη της περιεκτικότητας, των αποθεμάτων και της τιμής του μεταλλεύματος χαλκού στις Η.Π.Α. ( ). Τέλος, η Εικόνα 3.12 δείχνει την τρέχουσα κατανομή του συνόλου των αποθεμάτων για μερικά από τα σημαντικότερα μέταλλα σε παγκόσμιο επίπεδο. (α) Χαλκός (10 3 τόνοι) (β) Σίδηρος (10 3 τόνοι) (γ) Κασσίτερος (10 3 τόνοι) (δ) Χρώμιο (10 3 τόνοι)
30 (ε) Νικέλιο (10 3 τόνοι) (στ) Ψευδάργυρος (10 3 τόνοι) (ζ) Χρυσός (τόνοι) (η) Λευκόχρυσος (τόνοι) Εικόνα 3.12 Κατανομή των παγκόσμιων αποθεμάτων διαφόρων μετάλλων στις χώρες παραγωγής. Βιβλιογραφία Australasian Joint Ore Reserves Committee The JORC Code. Carlton, Victoria: Australasian Institute of Mining and Metallurgy. C.I.M. Standing Committee on Reserves Definition C.I.M. Definition Standards for Mineral Resources and Mineral Reserves. Westmount, Canada: C.I.M. Council. Cox, D. P. & D. A. Singer (eds) Mineral Deposit Models. U.S Geological Survey Bulletin No Reston, Virginia. Δρούβας, Ν., Δρυμωνίτης, Δ., Μακρής, Α., Μάστορης, Κ. & Χ. Φαλτσέτας Σύστημα κατηγοριοποίησης αποθεμάτων. Αθήνα: Ι.Γ.Μ.Ε. Economic and Social Council United Nations International Framework Classification for Reserves/Resources, Solid Fuels and Mineral Commodities. ENERGY/WP.1/R.57 ECE-UN Document. Κούκουζας, Κ. & Ν. Κούκουζας «Κατάταξη των Ελληνικών λιγνιτικών αποθεμάτων σύμφωνα με το νέο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών». Ορυκτός Πλούτος 117: Μάστορης, Κ Μέθοδοι αναζήτησης και έρευνας μεταλλοφόρων κοιτασμάτων. Αθήνα: Ε.Μ.Π. Ορφανουδάκη, Α Κοιτασματολογία. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Ε.Μ.Π. Παπαβασιλείου, Κ Αξιολόγηση ορυκτών πρώτων υλών. Εισαγωγή στις βασικές αρχές. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Ε.Κ.Π.Α. Παπαγεωργάκης, Ι Γενική κοιτασματολογία. Ε.Μ.Π. Πραμαγκιούλης, Ι Στοιχεία μεταλλευτικής έρευνας. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Πολυτεχνείο Κρήτης.
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ (ORE DEPOSIT GEOLOGY)
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ (ORE DEPOSIT GEOLOGY) 7.3.05.4 Τομέας Γεωλογικών Επιστημών Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών ΜΑΘΗΜΑ 1 ο. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Σταύρος Τριανταφυλλίδης, 2015 Λέκτορας Κοιτασματολογίας
Αρχές υπόγειας εκμετάλλευσης
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Αρχές υπόγειας εκμετάλλευσης Ανδρέας Μπενάρδος Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π. Θεμελιώδεις αρχές σχεδιασμού Ο σχεδιασμός
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών
Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες
Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή
Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα
1 Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα Συγγενετικές ανωμαλίες: Προκύπτουν συγχρόνως με το σχηματισμό των πετρωμάτων Επιγενετικές ανωμαλίες: Έπονται του φιλοξενούντος πετρώματος, τροποποιούν την ορυκτολογική
ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ `9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL
ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα
ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Καθ. Γεώργιος Χαραλαμπίδης ΤΜΗΜΑ: Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης 1 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
Μεταφορά Πρότυπο διασποράς. Ευκίνητη φάση. Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων. Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων
Ευκίνητη φάση Μεταφορά Πρότυπο διασποράς Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΒΑΘΟΥΣ ΠΕΡΒΑΛΛΟΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ Διάχυση μετάλλων σε περιβάλλοντα πετρώματα
ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Εισαγωγή
1 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Εισαγωγή Η ανάλυση ευαισθησίας μιάς οικονομικής πρότασης είναι η μελέτη της επιρροής των μεταβολών των τιμών των παραμέτρων της πρότασης στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης. Η ανάλυση
ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη
1 ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Χριστίνα Στουραϊτη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016-2017 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΗΜ/ΝΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ 1 η Τετ 22/2/17 Εισαγωγή-
Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων
Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων Ενότητα 2: Βασική μεταλλευτική ορολογία και τύποι εκμετάλλευσης Μ. Μενεγάκη Άδεια Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για
Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας
Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας Γ.Ν. Παπαδάκος, Δ.Ι. Καράγγελος, Ν.Π. Πετρόπουλος, Μ.Ι. Αναγνωστάκης, Ε.Π. Χίνης, Σ.Ε. Σιμόπουλος Τομέας
1 η ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ
1 η ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Ο λιγνίτης είναι παλαιότερος της μάργας ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Το ΑΒΓΔ ξεκινά από επάνω αριστερά του χάρτη και δεξιόστροφα (φορά δεικτών ρολογιού). ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: εφ(φαινόμενης)
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ
ΒΩΞΙΤΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΒΩΞΙΤΩΝ Το 1844 ο Γάλλος επιστήμονας Dufrenoy χαρακτήρισε το ορυκτό που μελετήθηκε το 1821 απο το Γάλλο χημικός Berthier στο χωριό Les Baux, της Ν. Γαλλίας ως
ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών
ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ II ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ βασική απαίτηση η επαρκής γνώση των επιμέρους στοιχείων - πληροφοριών σχετικά με: Φύση τεχνικά χαρακτηριστικά
2 nd Energy Tech Forum, Ίδρυμα Ευγενίδου Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2017
2 nd Energy Tech Forum, Ίδρυμα Ευγενίδου Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2017 ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΩΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΩΝ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Κοιτασματολογία Ενότητα 2: Βασικές και ενδογενείς διαδικασίες σχηματισμού των κοιτασμάτων
Κοιτασματολογία Ενότητα 2: Βασικές και ενδογενείς διαδικασίες σχηματισμού των κοιτασμάτων Γεώργιος Χαραλαμπίδης Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης ΤΕ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗ ΥΠΑΙΘΡΟΥ: ΣΤΡΑΤΩΝΙ ΕΞΑΜΗΝΟ: Α ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΜΕΙΚΤΑ ΘΕΙΟΥΧΑ ΟΡΥΚΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Αναχώρηση με λεωφορείο
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΣΤΙς ΘΕΣΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ, ΣΤΡΑΤΩΝΙ, ΣΚΟΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΣΤΙς ΘΕΣΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ, ΣΤΡΑΤΩΝΙ,
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ. Αριάδνη Αργυράκη
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Αριάδνη Αργυράκη ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αναλυτική χημεία και γεωεπιστήμες 2. Ταξινόμηση μεθόδων ανάλυσης 3. Επιλογή μεθόδων ανάλυσης ΟΡΙΣΜΟΣ- ΣΤΟΧΟΙ Αναλυτική Γεωχημεία εφαρμογή της Αναλυτικής
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 4: Γεωχημικά θερμόμετρα, Εφαρμογές της γεωχημείας στην αναζήτηση κοιτασμάτων, Πρωτογενές και Δευτερογενές Περιβάλλον Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος
Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων
Σχεδιασμός Υπαίθριων Εκμεταλλεύσεων Ενότητα 3: Βασικές παράμετροι σχεδιασμού υπαιθρίων εκμεταλλεύσεων Μ. Μενεγάκη Άδεια Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για
Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ (Ε.Α.Γ.Μ.Ε.) Δρ. Αλέξανδρος Λιακόπουλος Προΐστ. Τμήματος Γεωχημείας και Περιβάλλοντος Ημερίδα ΕΑΓΜΕ «Ο διαχρονικός ρόλος της ΕΑΓΜΕ στην έρευνα και αξιοποίηση
Κεφάλαιο 1 Βασικά στοιχεία και ορισμός της μεταλλευτικής έρευνας
Κεφάλαιο 1 Βασικά στοιχεία και ορισμός της μεταλλευτικής έρευνας Σύνοψη Το κεφάλαιο αυτό προσφέρει μια πρώτη γνωριμία με τη μεταλλευτική έρευνα. Αρχικά, ορίζουμε τη μεταλλευτική έρευνα ως τη διαδικασία
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ - ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΝΑΛΛΑΣΟΜΕΝΩΝ ΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΛΙΘΟΓΟΜΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΜΕΤΑΛΛΕΙΟ ΜΑΥΡΩΝ ΠΕΤΡΩΝ Βέργαδου Γεωργία Ζώμας
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ : Ι. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΑΓΡΙΝΙΟ, 2016 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3:
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη
1 ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Χριστίνα Στουραϊτη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018-2019 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ 1 η 2 η Εισαγωγή- Επεξηγήσεις,
ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΜΑΘΗΜΑ 16_10_2012 ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2.1 Απεικόνιση του ανάγλυφου Μια εδαφική περιοχή αποτελείται από εξέχουσες και εισέχουσες εδαφικές μορφές. Τα εξέχοντα εδαφικά τμήματα βρίσκονται μεταξύ
Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ
Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων
ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντική Γεωχημεία
ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντική Γεωχημεία ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Καθ. Γεώργιος Χαραλαμπίδης ΤΜΗΜΑ: Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης 1 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative
ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη
ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή
Υπόγειες μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Υπόγειες μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα Ανδρέας Μπενάρδος Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π. Αρχαίες Υπόγειες Εκμεταλλεύσεις
9. Τοπογραφική σχεδίαση
9. Τοπογραφική σχεδίαση 9.1 Εισαγωγή Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει τις παραμέτρους, μεθόδους και τεχνικές της τοπογραφικής σχεδίασης. Η προσέγγιση του κεφαλαίου γίνεται τόσο για την περίπτωση της συμβατικής
Έργα ανάπτυξης προπαρασκευής υπογείων εκμεταλλεύσεων
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Έργα ανάπτυξης προπαρασκευής υπογείων εκμεταλλεύσεων Ανδρέας Μπενάρδος Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π. Έργα προσπέλασης
Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής
Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής Στον Τομέα Γεωλογικών Επιστημών η Ορυκτολογία-Πετρολογία που
ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...
ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Στατιστική ανάλυση του γεωχηµικού δείγµατος µας δίνει πληροφορίες για τον γεωχηµικό πληθυσµό που µελετάµε. Συνυπολογισµός σφαλµάτων Πειραµατικά
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 1: Βασικές Έννοιες, Συχνότητα κατανομής των χημικών στοιχείων Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
ΜΟΝΟΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη
ΜΟΝΟΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Αριάδνη Αργυράκη ΣΤΑΔΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΓΕΩΧΗΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 1.ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: - Καθορισμός στόχων έρευνας - Ιστορικό περιοχής 2 4.
Δειγματοληψία στην Ερευνα. Ετος
ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας & Ανάπτυξης Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής και Κοινωνιολογικής Ερευνας Δειγματοληψία στην Έρευνα (Μέθοδοι Δειγματοληψίας - Τρόποι Επιλογής Τυχαίου Δείγματος)
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ
ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται;
ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ Α) Τι ονομάζουμε ατομικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται; Γ) Πως συμβολίζεται
Λιθογόμωση vs Κατακρήμνιση Η περίπτωση της ΛΑΡΚΟ
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Λιθογόμωση vs Κατακρήμνιση Η περίπτωση της ΛΑΡΚΟ Ανδρέας Μπενάρδος Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π. ΛΑΡΚΟ Η συνολική ετήσια
ΟΡΥΚΤΑ. Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας. Ορυκτό αλάτι (αλίτης)
ΟΡΥΚΤΑ & ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΟΡΥΚΤΑ Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας Ορυκτό αλάτι (αλίτης) Τα ορυκτά είναι φυσικά, στερεά και ομογενή σώματα της λιθόσφαιρας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείµενο της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας είναι η διερεύνηση της επίδρασης των σηράγγων του Μετρό επί του υδρογεωλογικού καθεστώτος πριν και µετά την κατασκευή τους. Στα πλαίσια της, παρουσιάζονται
ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ Ι Μεταλλουργία Σιδήρου Χυτοσιδήρου Θεωρία και Τεχνολογία Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών
ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ Ι Μεταλλουργία Σιδήρου Χυτοσιδήρου Θεωρία και Τεχνολογία Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών ΔΡ. Α. ΞΕΝΙΔΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗ 1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΑΔΕΙΑ ΧΡΗΣΗΣ 2 Το παρόν εκπαιδευτικό
E Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ - ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ Κ Ο Σ Μ Η Τ Ο Ρ Α Σ
E Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ - ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ Κ Ο Σ Μ Η Τ Ο Ρ Α Σ Αριθ. Πρωτ. 1531 Αθήνα 14-5-2013 ΩΡΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Π.Π.Σ.) ΣΧΟΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
1 ο εξάμηνο. Το υποχρεωτικό μάθημα «ΧΗΜ 101 Ανόργανη Χημεία», (1 ου εξαμήνου), μετονομάζεται σε
Απόφαση Γενικής Συνέλευσης Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων (συνεδρία 2 η /07.10.2015) Μεταβατικές Διατάξεις Προγραμμάτων Σπουδών Σχολής ΜΗΧΟΠ (βάσει του ΠΣ 2014-15) 1 ο εξάμηνο Το υποχρεωτικό μάθημα «ΧΗΜ
Αποκατάσταση του περιβάλλοντος στο χώρο του μεταλλείου Αμιάντου
Περιβαλλοντική Επισκόπηση: Κύπρος 2014 Αποκατάσταση του περιβάλλοντος στο χώρο του μεταλλείου Αμιάντου Δρ Ελένη Γεωργίου Μορισσώ Διευθύντρια Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης Τετάρτη, 28 Μαΐου 2014 Δορυφορική
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 2: Συχνότητα κατανομής, Γεωχημικός χαρακτηρισμός και ταξινόμηση των ύλικών Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΑ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ 9 15780 ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΑ Αντικείμενο της Άσκησης ης Η ανάδειξη της σημασίας που έχει η απεικόνιση
ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 1 ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ : πώς γίνεται αντιληπτή στην επιφάνεια
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μ.Ν. Ντυκέν, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. Ε. Αναστασίου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. ΔΙΑΛΕΞΗ 07 & ΔΙΑΛΕΞΗ 08 ΣΗΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Βόλος, 016-017 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ
Περιεχόμενα. Παράδειγμα εφαρμογής αντιδράσεων εξουδετέρωσης στον προσδιορισμό παραγόντων ρύθμισης του ph φυσικών νερών
Αριάδνη Αργυράκη 1 Περιεχόμενα Παράδειγμα εφαρμογής αντιδράσεων εξουδετέρωσης στον προσδιορισμό παραγόντων ρύθμισης του ph φυσικών νερών Μελέτη ειδικής περίπτωσης από μια ιστορική μεταλλευτική περιοχή
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του
Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο
Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η ιδέα του συμπτωτικού πολυωνύμου, του πολυωνύμου, δηλαδή, που είναι του μικρότερου δυνατού βαθμού και που, για συγκεκριμένες,
Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων
Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή
ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη
ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Έρευνα Οκτωβρίου Νοεμβρίου 2018 Ιανουάριος 2019 Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των ίδιων των
Κεφάλαιο 5 Κριτήρια απόρριψης απόμακρων τιμών
Κεφάλαιο 5 Κριτήρια απόρριψης απόμακρων τιμών Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται δύο κριτήρια απόρριψης απομακρυσμένων από τη μέση τιμή πειραματικών μετρήσεων ενός φυσικού μεγέθους και συγκεκριμένα
Σύγκριση μέθοδων υπόγειας εκμετάλλευσης
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Σύγκριση μέθοδων υπόγειας εκμετάλλευσης Ανδρέας Μπενάρδος Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων Μεταλλουργός Ε.Μ.Π. Μέθοδοι Υπόγειας Εκμετάλλευσης
Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων Ενότητα 2 : Αποτυπώσεις Μνημείων Τοκμακίδης Κωνσταντίνος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.), επιτυγχάνουν με τη βοήθεια υπολογιστών την ανάπτυξη και τον
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η Μεθοδολογία της Έρευνας (research methodology) είναι η επιστήμη που αφορά τη μεθοδολογία πραγματοποίησης μελετών με συστηματικό, επιστημονικό και λογικό τρόπο, με σκοπό την παραγωγή
ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Ιούνιος 2019 Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των ίδιων των επιχειρήσεων, οι επενδυτικές δαπάνες
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Τίτλος Κριτηρίου. Α.1 Οργανωτική Δομή - Οικονομικά στοιχεία 10%
Κριτήρια Αξιολόγησης Η αξιολόγηση των υποβαλλόμενων προτάσεων θα πραγματοποιηθεί βάσει του ακόλουθου Πίνακα Κριτηρίων Αξιολόγησης. Παράλληλα με τα εν λόγω κριτήρια, θα συνυπολογισθεί η αξιοπιστία της πρότασης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Κεφάλαιο 8. Συνεχείς Κατανομές Πιθανοτήτων Η Κανονική Κατανομή
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΤΡΑΣ Εργαστήριο Λήψης Αποφάσεων & Επιχειρησιακού Προγραμματισμού Καθηγητής Ι. Μητρόπουλος ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.
2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες Έχει παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη της σηµασίας του όρου "διοίκηση ή management επιχειρήσεων", ακόµη κι από άτοµα που
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΖΗΤΗΣΗΣ
ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 4η ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΝΟΥΡΓΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ ΔΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ 1. Εισαγωγή
ΕΞΟΡΥΞΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Ι Εξόρυξη με Εκρηκτικές Ύλες Κωδικός Μαθήματος:
Ε.Μ. ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Τομέας Μεταλλευτικής Εργαστήριο Εξόρυξης Πετρωμάτων ΕΞΟΡΥΞΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Ι Εξόρυξη με Εκρηκτικές Ύλες Κωδικός Μαθήματος: 7.1.06.7 Καθηγητής Γεώργιος
Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων
Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 12 Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων 12-1 Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή
ΥΠΟΓΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Μεγάλοι Υπόγειοι Θάλαμοι (Caverns)
ΥΠΟΓΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Μεγάλοι (Caverns) A. Μπενάρδος Λέκτορας ΕΜΠ Δ. Καλιαμπάκος Καθηγητής ΕΜΠ Υπόγειοι Θάλαμοι Διαστάσεις εκσκαφής: Πλάτος:12 m Ύψος: 20 m Μήκος: 40 m Κατασκευή υπογείων θαλάμων (caverns) για
Κεφάλαιο 6 Σχεδιασμός προγράμματος ερευνητικών γεωτρήσεων
Κεφάλαιο 6 Σχεδιασμός προγράμματος ερευνητικών γεωτρήσεων Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό ασχολούμαστε με τη σχεδίαση του ερευνητικού δικτύου ή καννάβου γεωτρήσεων κατά το στάδιο της αναγνώρισης της μεταλλοφορίας,
Ενότητα 1: Εισαγωγή. ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας. Τμήμα Φυσικοθεραπείας. Προπτυχιακό Πρόγραμμα. Μάθημα: Βιοστατιστική-Οικονομία της υγείας Εξάμηνο: Ε (5 ο )
ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας Τμήμα Φυσικοθεραπείας Προπτυχιακό Πρόγραμμα Μάθημα: Βιοστατιστική-Οικονομία της υγείας Εξάμηνο: Ε (5 ο ) Ενότητα 1: Εισαγωγή Δρ. Χρήστος Γενιτσαρόπουλος Λαμία, 2017 1.1. Σκοπός και
ΠΡΟΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
ΠΡΟΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Φωτ.: Κατά FLSmidth 1 ΠΡΟ-ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ - Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι στην παραγωγική διαδικασία του κλίνκερ τσιμέντου, εκτός των άλλων, σημαντικότατη επίδραση έχουν
ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ "ΟΙ ΣΗΡΑΓΓΕΣ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ
ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ "ΟΙ ΣΗΡΑΓΓΕΣ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ ΣΗΡΑΓΓΑ ΔΡΙΣΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ Εισηγητής : Ε. Στάρα Γκαζέτα Γ. Παρηγόρης Ιωάννινα, 15-16/10/99 ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΕ & Ε.Ε.Σ.Υ.Ε. ΣΗΡΑΓΓΑ ΔΡΙΣΚΟΥ
Η ΙΣΧΥΣ ΕΝΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ. (Power of a Test) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 Η ΙΣΧΥΣ ΕΝΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ (Power of a Test) Όπως είδαμε προηγουμένως, στον Στατιστικό Έλεγχο Υποθέσεων, ορίζουμε δύο είδη πιθανών λαθών (κινδύνων) που μπορεί να συμβούν όταν παίρνουμε αποφάσεις
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ο Κεφάλαιο: Στατιστική ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Πληθυσμός: Λέγεται ένα σύνολο στοιχείων που θέλουμε να εξετάσουμε με ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά. Μεταβλητές X: Ονομάζονται
Μη αντιδραστικές μέθοδοι
Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 10 Μη αντιδραστικές μέθοδοι 10-1 Σύνοψη κεφαλαίου Ανάλυση περιεχομένου Ανάλυση υφιστάμενων στατιστικών Συγκριτική και ιστορική έρευνα Δεοντολογία και
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ενδείξεις για μικρής κλίμακας μεταλλευτικής δραστηριότητας κατά την αρχαιότητα: Στο ακρωτήρι της Γραμβούσας
Περί της Ταξινόμησης των Ειδών
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Φυσικής 541 24 Θεσσαλονίκη Καθηγητής Γεώργιος Θεοδώρου Tel.: +30 2310998051, Ιστοσελίδα: http://users.auth.gr/theodoru Περί της Ταξινόμησης
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟ: 7 ο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Β. ΧΡΗΣΤΑΡΑΣ, Καθηγητής Β. ΜΑΡΙΝΟΣ, Επ.Καθηγητής 8 η Σειρά ασκήσεων:
ΣΥΣΤHΜΑΤΑ ΑΠΟΦAΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓH
ΣΥΣΤHΜΑΤΑ ΑΠΟΦAΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓH Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Διοίκηση Παραγωγής & Συστημάτων Υπηρεσιών ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Περιεχόμενα
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (Ohm.m) ΓΡΑΝΙΤΗΣ 100-1 x 10 6 ΓΑΒΡΟΣ 1 x 10 3-1 x 10 6 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΣ 50-1 x 10 7 ΨΑΜΜΙΤΗΣ 1-1 x 10 8 ΑΜΜΟΣ 1-1.
ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ Α.Π.Θ. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της μεθόδου της ειδικής αντίστασης είναι να βρεθεί η γεωηλεκτρική δομή του υπεδάφους και έμμεσα να ληφθούν
ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.
ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.gr) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1
ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1 Τοποθέτηση του προβλήµατος Ο σχεδιασµός είναι δηµιουργία -- οσχεδιασµός του χάρτη είναι µια δηµιουργική και όχι τυποποιηµένη διαδικασία
7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ
ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΜΠ ΤΕΧΝΙΚΑ ΥΛΙΚΑ 7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ Ε. Βιντζηλαίου (Συντονιστής), Ε. Βουγιούκας, Ε. Μπαδογιάννης Άδεια Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες Χρήσης Creative
ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH Τσάμη Καρατάση 11, 117 42 Αθήνα, Tηλ.:210 92 11 200-10, Fax:210 92 33 977 11 Tsami Karatassi, 117 42 Athens, Greece,
Οι ασυνέχειες επηρεάζουν τη συμπεριφορά του τεχνικού έργου και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό του.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ ΒΡΑΧΟΥ Όπως έχουμε ήδη αναφέρει οι ασυνέχειες αποτελούν επίπεδα αδυναμίας της βραχόμαζας που διαχωρίζει τα τεμάχια του ακέραιου πετρώματος. Κάθετα σε αυτή η εφελκυστική αντοχή είναι
ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Έρευνα Μαρτίου Απριλίου 2018 Μάιος 2018 Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις των επιχειρήσεων, οι επενδυτικές
Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας
Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας Βασίλης Μέλφος Λέκτορας Κοιτασματολογίας-Γεωχημείας Τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας Τμήμα Γεωλογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης melfosv@geo.auth.gr
HELLENIC OPEN UNIVERSITY School of Social Sciences ΜΒΑ Programme. Επιλογή δείγματος. Κατερίνα Δημάκη
HELLENIC OPEN UNIVERSITY School of Social Sciences ΜΒΑ Programme Επιλογή δείγματος Κατερίνα Δημάκη Αν. Καθηγήτρια Τμήμα Στατιστικής Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών 1 Τρόποι Συλλογής Δεδομένων Απογραφική
ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Επιστημονικός Υπεύθυνος Έργου: Δρ Πέτρος Κουτσοβίτης Επιστημονικοί Συνεργάτες: Αμαλία Ρούφη Δρ Παύλος Τυρολόγου Υπόβαθρο Το έργο INTRAW είναι μέρος του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ορίζοντας 2020
Πλαίσιο μελέτης για τη σύγκριση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στην Ευρώπη
Πλαίσιο μελέτης για τη σύγκριση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στην Ευρώπη Η Booz&Co 1 διεξήγαγε τη μελέτη για λογαριασμό της ΔΕΗ, συγκρίνοντας το κόστος της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής
ΑΣΚΗΣΗ 7 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ 9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL
Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ
TEI Aνατολικής Μακεδονίας & Θράκης Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικομικής Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ Εισήγηση ανασκόπησης Διδάσκων: Αθανάσιος Μανδήλας smand@teiemt.gr 1 Ύλη Πάγια Αποθέματα Απαιτήσεις
Μηχανικών Γεωτεχνολογίας &
TEI ΔΥΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: Γεωτεχνολογίας και Περιβάλλοντος Οδηγός επαγγέλματος Μηχανικών Γεωτεχνολογίας & Περιβάλλοντος Δρ. Κωνσταντίνος Ι. Βατάλης Επίκουρος Καθηγητής 1 ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΟΔΗΓΟΥ
7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ 7.1 Σύνοψη Η παρούσα διατριβή είχε ως στόχο τη µελέτη του φαινοµένου της ρευστοποίησης στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και τη δηµιουργία νέων εµπειρικών σχέσεων