Η Μαριάννα Κονδύλη είναι επίκουρη. ματα κοινωνιογλωσσολογίας και εκπαιδευτικής
|
|
- Αμύντας Δαμασκηνός
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1
2 Η Μαριάννα Κονδύλη είναι επίκουρη ματα κοινωνιογλωσσολογίας και εκπαιδευτικής γλωσσολογίας. Ο Αργυρής Αρχάκης είναι λέκτορας του Τμήματος Φιλολογίας (κατεύθυνση Γλωσσολογίας) στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Τα επιστημονικά του ενδιαφέ-,γ, %, ροντα εντοπίζονται στους χώρους της ανάλυσης του λόγου, της κοινωνιογλωσσολογίας και της πραγματολογίας.
3 ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΧΑΚΗΣ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΝΔΥΛΗ Ε ισ α γ ω γ ή σ ε ζ η τ η μ α τ α ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ νήσος ΑΘΗΝΑ 2002
4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ...11 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Εισαγωγικές παρατηρήσεις > 1.2. Βασικές θέσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας: Η ομοιογένεια και η αυτονομία του γλωσσικού συστήματος...26 Ι Α Η αμφισβήτηση της κυρίαρχης γλ ω σ σ ο λογία ς ' ^ Σχέση γλώσσας και κοινωνίας Ο λειτουργισμός και η θεωρία Γίίς γλωσσικής σχετικότητας Περιοχές και συναφείς κλάδοι ^_Ρ)ς κοινω νιογλω σσολογίας...43 _Γ) (ΐ^)Ζ η τήματα περιγραφής και εξήγησης στην κοινω νιογλω σσολογία Σημειώ σεις ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ^ 1. Γεωγραφική γλωσσική διαφοροποίηση Ρ Κοινωνικά χαρακτηριστικά και γ λ ώ σ σ α Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η έρευνα του ίειβον στη Νέα Υ ό ρ κ η... 67
5 Η έρευνα του Τηκΐ ί11 στο Νόριτζ Η έρευνα της Οιβδϊτε στο Ρέντινγκ Η έρευνα της ΜιΙγου στο Μπέλφαστ Γλωσσική ποικιλία και γλωσσική αλλαγή Η έρευνα του ία&ον στο ΜαπΗα χ νϊηεγ ΐπΙ...79 Η αξιακή διάσταση της γλώσσας ~ ' ^Η έρευνα σε φαινομενικό και η έρευνα σε πραγματικό χρόνο Περιστάσεις επικοινωνίας και λειτουργικές ποικιλίες Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η ανάλυση των περιστάσεων επικοινωνίας από τον Ηγΐϊΐβδ Λειτουργικές ποικιλίες ^ Συνύπαρξη και επαφή γλωσσών Εισαγωγικές παρατηρήσεις ^4^ΡΑιγλωσσία: η συνύπαρξη χαμηλής και υψηλής ποικιλίας Σύντομη ιστορική αναφορά στην ελληνική διγλωσσία και το γλωσσικό ζήτημα Οι μειονοτικές γλώσσες ως χαμηλές ποικιλίες. Σύντομη αναφορά στα δεδομένα., -της ελληνικής επικράτειας ~ψ ^.4 3/Διπλογλωσσία - πολυγλωσσία και η κοινωνική τους αξιολόγηση Ι. Ορισμοί διπλογλωσσίας και κατηγοριοποίηση διπλόγλωσσων Διγλωσσία και διπλογλωσσία Εναλλαγή κωδίκων και συνομιλιακή μείξη κωδίκων ίίη υ& ίταηοα, γλώσσες ρίάξίη και κρεολές Γλωσσική διατήρηση και γλωσσική υποχώρηση Γλωσσική πολιτική και γλωσσική πρακτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση Σημειώσεις
6 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η αντανάκλαση των κοινωνικών προκαταλήψεων στο γλωσσικό σύστημα: Η περίπτωση του φ ύ λ ο υ '> Γλωσσικές προκαταλήψεις: Η κοινωνική αξιολόγηση των γλωσσικών χρή σεω ν Γλωσσικές προκαταλήψεις στο σ χ ο λ είο Η ανισότητα στο σχολείο με βάση την προσέγγιση του Βεπίδίβϊη ) Οι αναλύσεις της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας για την ανισότητοα στο σχολείο Σημειώ σεις ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ \ I 4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Βασικά στάδια μιας κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας \ 4.3. Βασικές τεχνικές συλλογής κοινωνιογλωσσικού υλικού Κριτικές επισημάνσεις σε βασικές παραδοχές ί συλλογής κοινωνιογλωσσικού υ λ ικ ο ύ ^Σημειώσεις Αντι επίλογου Β ιβλιογραφία Ευρετήριο ό ρ ω ν Ε υρετήριο ονομάτων 243
7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1: Κοινωνική και γεωγραφική γλωσσική δίαφοροποίηση Πίνακας 2 : Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού ( γ) στα τρία καταστήματα στη Νέα Υ όρκη Πίνακας 3: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού ( γ): Το ( γ) στην πρώτη (I) και (II) πραγμάτωση του ίουιϊΐι (άσπρο) και ίΐοοτ (μαύρο) στα τρία καταστήματα της ΝέαςΥόρκης Πίνακας 4: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού (γ), κατανεμημένα σε τρεις ηλικιακές ομάδες των υπαλλήλων των τριών καταστημάτων της Νέας Υ όρκης Πίνακας 5 : Τα ποσοστά εμφάνισης του (ΐπ ) σε άντρες και γυναίκες μεσαίας τάξης (ΜΤ) και κατώτερης εργατικής τάξης (ΚΕΤ) στο Νόρ ιτ ζ Πίνακας 6: Πυκνότητα δικτύω ν Πίνακας 7: Η φωνηεντική αλλαγή στο ΜαΠΜ δ νΐηεγαπί, Πίνακας 8: Οι σχέσεις ανάμεσα σε περίσταση, σημασίες και λεξικογραμματικά μέσα Πίνακας 9 : Παραδείγματα δίγλωσσων κοινωνιών Πίνακας 1 0 : Περιστάσεις στις οποίες συνήθως εμφανίζονται η υψηλή και η χαμηλή π οικιλία Πίνακας 1 1 : Κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρακτηριστεί μητρική και ένα άτομο διπλόγλωσσο Πίνακας 12 : Τρόποι συσχέτισης της διγλωσσίας με τη διπλογλωσσία
8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το βιβλίο αυτό βασίστηκε στην επεξεργασία των παραδόσεων και του υλικού που χρησιμοποιούμε για τη διδασκαλία των μαθημάτων Κοινωνιογλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών και στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Όπως κάθε απόπειρα εισαγωγικού χαρακτήρα, έτσι και το παρόν πόνημα επιχειρεί να αναπλαισιώσει σε διδακτικό επίπεδο και να παρουσιάσει με εύληπτο τρόπο βασικές κοινωνιογλωσσολογικές έννοιες και προβλήματα, χωρίς να παραγνωρίζει την επιστημονική έρευνα ούτε να επιχειρεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή διδασκαλία και τα πολλαπλά διδακτικά μέσα. Επομένως, οι επιλογές της οργάνωσης των περιεχομένων κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν, εφόσον υπόκεινται στους περιορισμούς που επιβάλλονται από ένα καταρχήν διδακτικό εγχειρίδιο. Επιπλέον, είναι αναπόφευκτο οι εκάστοτε διδακτικές επιλογές να αφήνουν στο περιθώριο, να αποσιωπούν, να σχηματοποιούν, να υπεραπλουστεύουν πολλά σημαντικά ζητήματα της κοινωνιογλωσσολογικής προβληματικής και έρευνας. Ο χώρος της κοινωνιογλωσσολογίας, της μελέτης της αμφίδρομης σχέσης γλώσσας και κοινωνίας, καλύπτει πολλά διαφορετικά φαινόμενα. Όπως συμβαίνει με κάθε κλάδο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, δεν μπορούμε να παραπέμπουμε -ακόμη τουλάχιστον- σε μια θεωρία η οποία να πραγματεύεται τα φαινόμενα αυτά με ενιαίο και συστηματικό τρόπο. Έτσι, από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε ήταν ο τρόπος παρουσίασης των φαινομένων και των
9 14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ αντίστοιχων θεματικών τόσο από την άποψη του θεωρητικού προβληματισμού όσο και των εμπειρικών ερευνών. Ως εκ τούτου, το βιβλίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή απόφαση για τα ανοιχτά περιεχόμενα ενός κοινωνιογλωσσολογικού μαθήματος. Έχοντας πλήρη συνείδηση όλων αυτών των περιορισμών αποτολμάμε να προτείνουμε αυτό το εισαγωγικό εγχειρίδιο ως ένα από τα πιθανά κείμενα κοινωνιογλωσσολογικού προβληματισμού όχι μόνο για το φοιτητικό αναγνωστικό κοινό αλλά πιθανόν και για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό με ενδιαφέρον για την κοινωνική διάσταση της γλώσσας. Ελπίζουμε, οι πολλαπλές ελλείψεις και τα κενά του να μη συνιστούν εμπόδιο για την ανάγνωσή του αλλά, αντίθετα, να αποτελέσουν έναυσμα για την αναζήτηση διασταυρωμένων λύσεων και απαντήσεων μέσω άλλων πιο έγκυρων προτάσεων, μέρος των οποίων δηλώνεται με τις αναφορές σε ξενόγλωσση και ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Χαρτογράφηση της κοινωνιογλωσσολογίας» ξεκινάει με μια αδρομερή αναφορά στο ιστορικό, πολιτικό και επιστημονικό περιβάλλον μ,έσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κοινωνιογλωσσολογία. Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών θέσεων της κυρίαρχης (δομικής και γενετικής) γλωσσολογίας και της αφηρημένης και αφαιρετικής από το επικοινωνιακό περιβάλλον σύλληψη της γλώσσας κρίθηκε απαραίτητη για να δειχτεί ότι η κοινωνιογλωσσολογία αναπτύχθηκε καταρχήν σε αντιπαράθεση με βασικές θέσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας. Με την ευκαιρία της κατηγοριοποίησης των δυνατών συσχετίσεων γλώσσας και κοινωνίας (επίδραση της κοινωνίας στη γλώσσα, επίδραση της γλώσσας στην κοινωνία, αλληλεπίδραση των δύο οντοτήτων), υπογραμμίζουμε τον λειτουργικό χαρακτήρα που έχει (ή θα έπρεπε να έχει) σε κάθε περίπτωση η κοινωνιογλωσσολογική θεώρηση των γλωσσικών φαινομένων. Στο σημείο αυτό η επιλογή μας είναι να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στις σύγχρονες
10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15 εκδοχές της υπόθεσης της γλωσσικής σχετικότητας των δβρϊτ & ΨΙιοΓί, δηλαδή της επίδρασης που ασκεί η γλωσσική σημασία στον τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Καθώς η κοινωνιογλωσσολογία αποτελεί έναν τόπο συνάντησης της γλωσσολογίας με την κοινωνιολογία, είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν κάποιοι θεωρητικοί και ερευνητικοί προσανατολισμοί που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές πτυχές της γλώσσας, στο πώς δηλαδή η κοινωνική δομή επηρεάζει τη γλώσσα και τη γλωσσική συμπεριφορά, και άλλοι που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις γλωσσικές πτυχές της κοινωνίας, στο πώς δηλαδή οι κοινωνίες διαχειρίζονται και διαμορφώνουν τις γλώσσες τους. Στο κεφάλαιο αυτό προσπαθούμε να ταξινομήσουμε το εύρος αυτό των επεξεργασιών που εμπίπτουν τόσο στο χώρο της (στενής) κοινωνιογλωσσολογίας όσο και στον συγγενικό της χώρο της κοινωνιολογίας της γλώσσας. Τέλος, θέτουμε το ζήτημα των επιστημονικών προϋποθέσεων της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας και της εξήγησης, στο οποίο προγραμματικά η κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία τείνει να απαντήσει υιοθετώντας το υπόδειγμα των θετικών επιστημών. Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Διαστάσεις γλωσσικής ποικιλότητας», αναπτύσσεται το κεντρικότερο ζήτημα της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας, το γεγονός δηλαδή ότι η γλώσσα παρουσιάζει ποικιλία η οποία οφείλεται εν πολλοίς σε «εξωγλωσσικούς» παράγοντες. Ως εκ τούτου το κεφάλαιο αυτό καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. Το νήμα που διατρέχει όλο αυτό το κεφάλαιο είναι ότι, παρά τις θεωρίες περί γλωσσικής ομοιογένειας (λόγω επιστημονικών σκοπιμοτήτων) και παρά τις επιδιώξεις γλωσσικής ομοιογένειας (λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων), οι γλώσσεε παρουσιάζουν γενικά τρία)/ είδη ποικιλότητας: γεωγραφική ποικιλότητα (οριζόντια δια-0 φοροποίηση), κοινωνική ποικιλότητα (κάθετη διαφοροποίηση) και ποικιλότητα που ποοσδιοηιΐρται. από την περίσταση επι
11 16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ κοινωνίας (λειτουργική διαφοροποίηση). Με αυτές τις διαστάσεις~ποϊκιλότητας σχετίζονται τρεις τύποι γλωσσικών ποικιλιών: οι.διάλεκτοι. οι κοιναινιόλεκτοι και οι λευχαιρ^κές ποικιλίες. Υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι, ενώ οι διάλεκτοι και οι κοινωνιόλεκτοι είναι διαφορετικοί τρόποι για να ειπωθεί το ίδιο πρ&γμα (διαφοροποιούνται ως προς τη γραμ7 ματική και το λεξιλόγιο), οι λειτουργικές ποικιλίεςττονιστούν διαφορετικούς τρόπους για να ειπωθούν διαφοδεΐΐμ πράγματα (διαφοροποιούνται ως προς τη σημασιολογία). Ιδιαίτερη έμφαση δίνουμε στην παρουσίαση της κοινωνικής ποικιλότητας συζητώντας κλασικές έρευνες των ίβ&ον, Τηιά ϊ1ι, Οιβδίτε και ΜϊΙγου, επισημαίνοντας ότι η ποικιλότητα τροφοδοτεί τη γλωσσική αλλαγή, καθώς οι γλωσσικές αποκλίσεις (οι οποίες εκλαμβάνονται συνήθως ως γλωσσικά λάθη) εμπεριέχουν συχνά το σπέρμα των γλωσσικών μεταβολών. Με βάση την παραδοχή αυτή και στο πλαίσιο της παρουσίασης της κοινωνικής ποικιλότητας βρίσκουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε εν συντομία ορισμένα κοινωνιογλωσσικά ζητήματα σε σχέση με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και ειδικότερα την τάση σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες επιστροφής στο «ένδοξο γλωσσικό παρελθόν» και την παράλληλη τάση στιγματισμού και εξοβελισμού των γλωσσικών νεωτερισμών. Ως τέταρτη κατά σειρά διάσταση ποικιλότητας εκλαμβάνουμε τη συνύπαρξη/επαφή γλωσσών με την οποία σχετίζονται φαινόμενα μεγαλύτερων ή μικρότερων γλωσσικών αλληλεπιδράσεων -τα οποίά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνιολογίας της γλώσσας-, όπως είναι η (κοινωνική) διγλωσσία, η διπλογλωσσία, η πολύγλωσσία, η εναλλαγή κωδίκων, η συνομιλιακή μείξη, η δημιουργία 1ίη ΐΐ3. ίτβηοα, αλλά και η διαμόρφωση σε ειδικές επικοινωνιακές συνθήκες νέων γλωσσικών μορφωμάτων, όπως οι γλώσσες ρϊά ϊη και οι κρεολές. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής επισημαίνουμε τους παράγοντες (όπως, μεταξύ άλλων, αυτόν
12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17 της συμβολικής, οροθετικής λειτουργίας της γλώσσας) που συντελούν στη διατήρηση/επικράτηση ή στη συρρίκνωση/υποχώρηση κάποιων από τις γλώσσες που συνυπάρχουν, ενώ εν συντομία θίγουμε και την ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση γλωσσική πολιτική σε σχέση με τις ασθενείς και μειονοτικές γλώσσες. Η αναφορά στο φαινόμενο της (κοινωνικής) διγλωσσίας, δηλαδή της συνύπαρξης μιας χαμηλής με μια υψηλή ποικιλία, μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε εν συντομία το γλωσσικό ζήτημα όπως αυτό έλαβε χώρα στην Ελλάδα, αλλά και να παρουσιάσουμε το πώς έχει διαμορφωθεί στην ελληνική επικράτεια το τοπίο των μειονοτικών γλωσσών, οι οποίες συνυπάρχουν ως χαμηλές ποικιλίες με την υψηλή επίσημη ελληνική. Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Κοινωνιογλωσσική ανισότητα» διευρύνουμε κατά κάποιο τρόπο τη συζήτηση της γλωσσικής ποικιλότητας που ξεκίνησε στο δεύτερο κεφάλαιο. Το νήμα που διατρέχει το κεφάλαιο αυτό είναι ότι η γλωσσική ποικιλότητα δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό φαινόμενο άξιο επιστημονικής παρατήρησης και μελέτης, αλλά η παρουσία της έχει κοινωνικές (οξύτατες πολλές φορές) επιπτώσεις. Η γεωγραφική, κοινωνική και εθνοτική προέλευση των ομιλητών, όπως επίσης το φύλο και η ηλικία τους είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη γλώσσα τους και τη γλωσσική τους συμπεριφορά, η οποία με τη σειρά της «αναπαράγει» συμβολικά και ^ πρακτικά την κοινωνική ιεράρχηση. Η οφειλόμενη στους πα-ί ^\ι ράγοντες αυτούς απόκλιση από την κυρίαρχη γλωσσική ποι-(ίγ^(ν κιλία, τη νόρμα, αποτελεί συνήθως, όπως δείχνουμε, πηγή αρ-τ ^ νητικής η Τ ίν Λ /* ΓΤ&ΙΑίΛν'ΠΓΪΙΠΓ αξιολόγησης νγια ίπ 'Ττα Π νκοινωνικά Λ Ι \ ί ί ι \ ν ΐ ν Λ ν«λ χαρακτηριστικά Π ντ Μ Π ΙΓ Τ Τ ΐν/ΐ ΤΓ Υ\/ των Λ \ ( ομιλητριών και ομιλητών και ο κοινωνικός στιγματισμός της I V γλωσσικής τους απόκλισης συντελεί στη διαιώνιση της κοινωνικής ανισότητας. Η έμφασή μας δίνεται σε δύο αμοιβαία συναρτημένες όψεις της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας στην- ' εκπαίδευση. Αφενός, στο θέμα των γλωσσικών προκαταλήψεων και της επακόλουθης ανισότητας στο σχολείο, το οποίο
13 18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ συνηθέστατα είναι ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα: εφόσον στο σχολείο συνυπάρχουν μαθητές με διαφορετικά κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι ανταγωνιστικά με αυτά που προκρίνονται από τους δασκάλους και το σχολείο γενικότερα, το αποτέλεσμα είναι η χαμηλή επίδοση των παιδιών αυτών και ο αναπόφευκτος αποκλεισμός τους από το πολιτισμικό κεφάλαιο του σχολείου. Αφετέρου, υπογραμμίζουμε ότι η σχολική αποτυχία ορισμένων παιδιών (κυρίως αυτών που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα) δεν οφείλεται μόνο στην απόκλιση που παρουσιάζει ο λόγος τους από τη σχολική νόρμα, αλλά και στο γεγονός ότι η γνωσιακή τους συγκρότηση, προϊόν και αυτή του λόγου στον οποίο εκτίθενται και αναπτύσσονται, δεν είναι συμβατή με την επιστημονική γνώση που προωθείται στο σχολείο. Για τη συστηματικότερη διερεύνηση του ζητήματος αυτού κρίναμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε βασικά συμπεράσματα της θεωρίας των κωδίκων του Βεπίδίβϊη, καθώς και σε ερευνητικά πορίσματα της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας για την ανισότητα στο σχολείο, κύριος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο Ηα11ϊάαγ. Οι δύο αυτές αμιγώς λειτουργικές προσεγγίσεις της γλώσσας εκκινούν άλλά και συγκλίνουν στη θέση ότι η άνιση πρόσβαση στη σχολική γνώση δεν οφείλεται μόνο στα μακρο-κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών/-τριών αλλά και στο γεγονόα ότι η γρήση της γλώσσας προσανατολίζει το νόημα και τη γνώση για τον κόσαο αε διαφοροποιημένο τρόπο για τα μέλη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Επομένως, η απόκλιση από τον νοηματικό και γνωσιακο προσανατολισμό του σχολείου οδηγεί σε αποτυχία τα μέλη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, Η θεματοποίηση των παραπάνω ζητημάτων από τη συστημική λειτουργική γλωσσολογία αποδεικνύεται σημαντικό παράδειγμα μελέτης της αλληλεπίδρασης γλώσσας-κοινωνίας. Από το κεφάλαιο αυτό δεν θα μπορούσε να απουσιάσει η αναφορά στον γλωσσικό σεξισμό, δηλαδή στην άνιση και σε βάρος των
14 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 γυναικών εκπροσώπηση των δύο φύλων στο γλωσσικό σύστημα, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει τις κοινωνικές πρακτικές των δύο φύλων, διαιωνίζοντας έτσι τη μεταξύ τους ανισότητα. Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Ζητήματα κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας» καταθέτουμε αρχικά τον προβληματισμό μας για το πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι η διερεύνηση της ανθρώπινης γλωσσικής συμπεριφοράς, πόσο αντιπροσωπευτικό μπορεί να είναι το δείγμα των πληροφορητών στο οποίο βασίζεται μια κοινωνιογλωσσολογική έρευνα και πόσο γενικεύσιμα μπορεί να είναι τα συμπεράσματα στα οποία οδηγεί η επεξεργασία του δείγματος, υποδηλώνοντας ότι τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί παρά να παραμένουν βασανιστικά ανοιχτά. Ιδιαίτερη έμφαση δίνουμε στη συζήτηση του «παραδόξου του παρατηρητή», στην επίδραση δηλαδή που ασκεί η παρουσία του ερευνητή στην παρατηρούμενη γλωσσική συμπεριφορά, όπως και στους προτεινόμενους τρόπους αντιμετώπισής του. Για τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που θα ήθελαν να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με την κοινωνιογλωσσολογία εκπονώντας ποσοτικές κυρίως εμπειρικές έρευνες, παρουσιάζουμε σχηματικά τα βασικά στάδια που συνήθως ακολουθεί μια ποσοτική κοινωνιογλωσσολογική έρευνα: προσδιορισμός του στόχου της έρευνας, διατύπωση της υπόθεσης για τον τρόπο συσχέτισης των ανεξάρτητων με τις εξαρτημένες μεταβλητές, επιλογή των πληροφορητών και των επικοινωνιακών περιστάσεων, επιλογή της τεχνικής για τη συλλογή του υλικού (όπως, λ.χ., είναι η παρατήρηση, η συνέντευξη, το ερωτηματολόγιο). Ολοκληρώνουμε το κεφάλαιο αυτό καταθέτοντας ορισμένες κριτικές επισημάνσεις σχετικά με βασικές παραδοχές που συνοδεύουν συχνά τη συλλογή κοινωνιογλωσσικού υλικού. Μεταξύ άλλων αναφερόμαστε κριτικά στην τακτική κατανομής των μελών της κοινότητας, η οποία αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης, σε επιμέρους προκαθορισμένες κατηγορίες, τακτική η οποία στηρίζεται στη μη
15 20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ορθή παραδοχή ότι οι πληροφορητές-ομιλητές έχουν παγιωμένα, αμετάβλητα και αδιαπραγμάτευτα χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν εκ των προτέρων να διαγνωστούν με ακρίβεια. Καταλήγουμε στην υπογράμμιση των πλεονεκτημάτων μιας εθνογραφικής προσέγγισης όπου αξιοποιείται η εκ των έσω παρατήρηση τόσο των κοινωνικών όσο και των γλωσσικών γεγονότων από τον ερευνητή ή την ερευνήτρια. Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το βιβλίο αυτό επιχειρεί μια συστηματοποίηση του τρόπου εισαγωγής, παρουσίασης και ταξινόμησης κλασικών κοινωνιογλωσσολογικών θεματικών με κύριο στόχο την εξοικείωση με αυτές των φοιτητών/- τριών (αλλά και των μη εξειδικευμένων αναγνωστών με σχετικό ενδιαφέρον). Έτσι, η αναφορά τόσο σε θέματα θεωρητικού προβληματισμού όσο και εμπειρικών ερευνών δεν μπορεί να είναι εξαντλητική. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις είναι ίσως σχηματική και απλουστευτική. Ασκήσεις και μικρές έρευνες μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά προς το βιβλίο αυτό κατά τη διδακτική διαδικασία, στην κατεύθυνση εμπέδωσης των κοινωνιογλωσσολογικών εννοιών. Τα κεφάλαια 2, 3 και 4 δεν προϋποθέτουν παρά μια πολύ βασική εξοικείωση του αναγνώστη με γλωσσολογικά θέματα. Το πρώτο κεφάλαιο επιχειρεί να πλαισιώσει τα θέματα των επόμενων κεφαλαίων (γλωσσική ποικιλότητα, κοινωνιογλωσσική ανισότητα, εκπόνηση κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας) με αναφορές στις ιστορικές και επιστημολογικές συνθήκες που έδωσαν ώθηση στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του κλάδου της κοινωνιογλωσσολογίας. Είναι, κατά συνέπεια, απαιτητικότερο καθώς απηχεί την πληθώρα των τάσεων και των ρευμάτων που οδήγησαν στη διαμόρφωση της κοινωνιογλωσσολογίας και, επιπλέον, καθώς αναδεικνύει το εύρος του αντικειμένου της και τη σχέση της με όμορους κλάδους. Στα κεφάλαια 2 και 3, όπου κυρίως παρουσιάζονται ερευνητικά πορίσματα, τροφοδοτούμε τη συζήτηση με όσο το δυνατόν περισσότερες έρευνες και με ελληνικά δεδομένα, οι
16 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 21 οποίες όμως στην πλειονότητά τους είναι περιορισμένης κλίμακας. Τους ξενόγλωσσους όρους τους αποδίδουμε ως επί το πλείστον με τον τρόπο που έχει καθιερωθεί στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, παραθέτοντας τον ξένο όρο σε παρένθεση. Στις περιπτώσεις που αποκλίνουμε από τις καθιερωμένες συμβάσεις αιτιολογούμε τη δική μας προτίμηση. Στις βιβλιογραφικές παραπομπές μπορεί να ανατρέξει ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια που επιζητεί μια διεξοδικότερη συζήτηση των θεμάτων που θίγονται στην κυρίως πραγμάτευση ή στις σημειώσεις. Ορισμένα κεφάλαια ή υποκεφάλαια αντλούν από τις αντίστοιχες προσπάθειες προηγούμενων ελληνικών ή και ξένων παρουσιάσεων, οι οποίες και υποδεικνύονται με σχετική σημείωση στην αρχή των αντίστοιχων κεφαλαίων ή υποκεφαλαίων. Δεν πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχουν πολλές θεωρητικές περιοχές και τομείς έρευνας οι οποίες, παρά το ότι σύμφωνα με ορισμένες θεωρήσεις θα είχαν θέση σε ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο κοινωνιογλωσσολογίας, είτε δεν εκπροσωπούνται καθόλου (π.χ., -κριτική- ανάλυση του λόγου, στατιστική ανάλυση ποσοτικών δεδομένων κτλ.) είτε η εκπροσώπησή τους είναι πολύ περιορισμένη (π.χ., γλωσσικός προγραμματισμός). Θεωρούμε όμως ότι ο εκλεκτικισμός είναι αναπόφευκτος από τη στιγμή που επιχειρούμε να καλύψουμε για διδακτικούς κυρίως λόγους ένα τόσο ευρύ και ετερόκλητο πεδίο όπως η κοινωνιογλωσσολογία. Το βιβλίο αυτό αποτελεί προϊόν πολλών και πολύωρων συναντήσεων και συζητήσεών μας. Ωστόσο, οι απόψεις μας, αν και συγκλίνουσες στα περισσότερα θέματα του βιβλίου, δεν είναι ταυτόσημες, ενώ αναπόφευκτες και σε ορισμένα σημεία απολύτως διακριτές είναι και οι διαφοροποιήσεις στο ύφος μας και στις συμβάσεις του γραπτού λόγου που ακολουθούμε. Η «πολυφωνικότητα» αυτή του κειμένου είναι εν
17 22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γνώσει μας και δεν θεωρούμε ότι μειώνει (αλλά αντίθετα ενισχύει) το συνολικό αποτέλεσμα. Συνειδητά επίσης επιλέξαμε να μην ομοιογενοποιήσουμε με κάποιον από τους καθιερωμένους τρόπους τα δηλωτικά του φύλου, αλλά να χρησιμοποιούμε εντελώς τυχαία και διάσπαρτα διαφορετικούς τύπους και συμβάσεις, δηλαδή είτε το αρσενικό γένος είτε το θηλυκό ή και τα δύο. ^^Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή αυτή θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους φίλους και τις φίλες και συναδέλφους Δ. Παπαζαχαρίου, Μ. Κακριδή, Β. Τσάκωνα και Α. Ρούσσου για τις χρήσιμες υποδείξεις και τις κριτικές παρατηρήσεις τους. Χρήσιμες επίσης ήταν οι παρατηρήσεις των φοιτητριών Σ. Λαμπροπούλου, Σ. Βρακατσέλη, Ει. Μανιού, Γ. Μπλιάμπτη. Ωστόσο είναι προφανές ότι η ευθύνη για το αποτέλεσμα μας βαραίνει εξ ολοκλήρου. Ειδικότερα, ο Αργύρης Αρχάκης θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά την Αννυ, τον Δημήτρη και τον Αντώνη για την υπομονή τους, τους δασκάλους του: την καθηγήτριά Θ. Παυλίδου, της οποίας οι παραδόσεις απηχούνται σε πολλά σημεία του βιβλίου, τον καθηγητή Α.-Φ. Χριστίδη, καθώς και την καθηγήτρια Α. Ράλλη που, ως επικεφαλής της κατεύθυνσης γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας, του εμπιστεύθηκε τη διδασκαλία του μαθήματος της Κοινωνιογλωσσολογίας.
18 1. ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Κατά την πορεία της γλωσσικής σκέψης, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα, είναι διαρκές το ενδιαφέρον για τη σύνδεση γλώσσας-κοινωνίας και ιδιαίτερα για τη θεώρηση των κοινωνικών γεγονότων ώστε να διερευνηθούν όψεις της γλώσσας. Η ιστορική εξέλιξη του κλάδου δεν είναι αντικείμενο αυτής της σύντομης χαρτογράφησης. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι στις ίδιες τις ιδέες της ιστορικής γλωσσολογίας είναι εμμενής η αντίληψη ότι η γλώσσα αποτελεί μια συστατική διάσταση της κοινωνίας. Η ίδια έμφαση για την ανάγκη μελέτης της σχέσης γλώσσας, πολιτισμού και κοινωνίας κατατίθεται από τον Β. Μβΐϊηονχΐά στο πλαίσιο της εθνογλωσσολογίας. Η συζήτηση επεκτείνεται με τη συνεισφορά του Ε. 5βρΐτ και του Β.ί.. ΨΙιοιΐ, οι οποίοι επανατοποθετούν το θέμα των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κοσμοθεώρησης, ή καλύτερα νλώααατ και κοιν(ονικο-πολιτισιιική{ΐ. θονάνωστιο. με πιο σύγχρονους τρόπους και στο πλαίαιαλχνί-βίνθοωπολογία τηα -^λφσσας. Στις δεκαετίες μεταξύ 20 και 40 στη Μεγάλη Βρετανία ο γλωσσολόγος ί. ΡίιΐΗ(ιδρυτής της γλωσσολογικής σχολής του Λονδίνου, με επιδράσεις στον I. ΟιιιηρεΓζ, τον ϋ. Ηγιηεδ και τον Μ.Α.Κ. ΗαΙΙΜ&Υ) φαίνεται να είναι από τους πρώτους που μίλησε για κοινωνιολογική γλωσσολογία (8οαο1ο ΐο3ΐ Ιιη- ιιϊ8ίίθ8), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 60 αρχίζει να ασχολείται με την κοινωνιολογία της γλώσσας ο Β. Βετηχΐεΐπ. Λιγότερο άμεση είναι η επιρροή του αγγλοσαξονικού ρεύ
19 24 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ματος στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου κυριαρχούν τα ζητήματα της ιδεολογίας και της γλωσσικής συνείδησης, με επιρροές από μαρξιστικές επαναναγνώσεις και από την κοινωνική ψυχογλωσσολογία του Ε. νγ οΐ&1ίγ, καθώς και από τη φιλοσοφία της γλώσσας του Μ. Β&Ιϋιΐίη.1Στην ηπειρωτική Ευρώπη κυριαρχεί η κληρονομιά της ιστορικής γλωσσολογίας του Α. Μεΐΐΐεΐ (μαθητή του ιδρυτή της σύγχρονης γλωσσολογίας Ρ. άε 5αιΐδδΐΐΓ6) που τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της γλώσσας.2 Στην Ιταλία η γκραμσιανή σκέψη και το γλωσσικό ζήτημα έδωσαν ώθηση στο ενδιαφέρον για την κοινωνιογλωσσολογία κυρίως μέσα από την ιστορική γλωσσολογία και τη διαλεκτολογία στις αρχές της δεκαετίας του 60 (ϋε Μβιιτο, 1963). Σε αυτές τις χώρες βρίσκει πρόσφορο έδαφος η ανάπτυξη της εμπειρικής κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας με την εισαγωγή της αγγλοσαξονικής κοινωνιογλωσσολογίας. Γενικά, η συστηματοποίηση της μελέτης της σχέσης ανάμεσα σε κοινωνικά και γλωσσικά δεδομένα χρειάστηκε μια πορεία αυτόνομης συνειδητοποίησης για να συγκροτηθεί ο κλάδος της κοινωνιογλωσσολογίας από τις αρχές της, δεκαετίας του 60. Οι ωθήσεις για τη συγκρότηση ενός εμπειρικού πεδίου μελέτης είναι πολλαπλές: στην περίπτωση της κοινωνιογλωσσολογίας -όπως άλλωστε και της σημειολογίας και της ψυχογλωσσολογίας- η «εσωτερική» ώθηση προέρχεται από τη δυναμική επέκταση του δομισμού. Απ την άλλη, «εξωτερικά» ενδιαφέροντα, όπως η πολιτική σημασία του γλωσσικού ζητήματος στη μετα-αποικιοκρατική περίοδο, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών, τα ζητήματα γλωσσικής εκπαίδευσης στις προηγμένες χώρες όπου εμφανίζονται έντονα τα φαινόμενα της πολυγλωσσίας, η παρουσία εθνοτικών μειονοτικών γλωσσών, η εσωτερική μετανάστευση κτλ. απαιτούν λύσεις σε κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά ζητούμενα. Έτσι, η κοινωνική θεώρηση της
20 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 25 γλώσσας, σε αντίθεση με αυτή της θεωρητικής γλωσσολογίας, αποκτά -ή οφείλει να αποκτήσεΐτ- έντονα πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα.3 Συνεπώς δεν είναι τυχαία ούτε η ευρύτητα και η ετερογένεια των περιεχομένων της κοινωνιογλωσσολογίας ούτε το γεγονός ότι βρίσκει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης σε χώρες που έρχονται αντιμέτωπες με αυτά τα πρακτικά και πολιτικά ζητήματα. Η άνθηση του νέου κλάδου ξεκινάει στις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 50 από τον αγγλοσαξονικό χώρο εξαπλώνεται στη Γερμανία (βλ. ΡΐΗπιβΓ, 1978). Τυπικότεροι εκπρόσωποι των απαρχών της κοινωνιογλωσσολογίας στις ΗΠΑ θεωρούνται ο I. ΡϊδΗιη&η, ο Ψ. Γάδον και ο ϋ. Ηγηιε8. Η έρευνα πεδίου του ΡΐδΗηιβη (1969) για τη γλωσσική συμπεριφορά και τις γλωσσικές στάσεις της κοινότητας των Πορτορικανών της Νέας Υόρκης εστιάστηκε κυρίως στις κοινωνικές όψεις της πολυγλωσσίας. Ο Γαβον (βλ. Γαβον κ.ά., 1968), στον οποίο, μεταξύ άλλων, οφείλεται η μεθοδολογική εκλέπτυνση των εργαλείων μελέτης της γλωσσικής ποικιλότητας (νθτΐ&ΐΐοη) και μεταβολής, ερεύνησε την αφροαμερικανική ποικιλία στη Νέα Υόρκη. Με τον Ηγΐϊΐ6δ συνδέεται μια ιδιαίτερη ερευνητική κατεύθυνση, η εθνογραφία της επικοινωνίας (που βρίσκεται στο ενδιάμεσο της κοινωνιογλωσσολογίας και της γλωσσικής ανθρωπολογίας). Πρόκειται για τη μελέτη των γεγονότων επικοινωνίας (π.χ., των συνομιλιών, των θεαμάτων, των προσευχών, των επιστολών κτλ.) σε οποιαδήποτε περίσταση όπου τα άτομα αλληλεπιδρούν. Ειδικότερα συνδεδεμένες με την ανάλυση της γλωσσικής αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο γεγονότων επικοινωνίας είναι οι πρώιμες συνεισφορές του υ. ΟαιηρβΓζ (1973), οι οποίες εστιάζουν στις γλωσσικές επιλογές και τους γλωσσικούς περιορισμούς που διέπουν τις κοινωνικές περιστάσεις και τους οποίους μοιράζονται τα μέλη της ίδιας γλωσσικής κοινότητας (βλ. παρακάτω). Επίσης, οι μελέτες της δ. ΕΓνϊη-Τπρρ (1964) γύρω από τους κοινωνιογλωσσικούς κανόνες, καθώς και τα
21 26 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ πορίσματα της ανάλυσης των συνομιλιών που συνδέεται με τα ονόματα των 5α(±δ (1972) και 5ο1ιε ΐοίί (1972). Η έμφαση στις γλωσσικές ανταλλαγές ανάμεσα στους ομιλητές στις οποίες στηρίζεται αυτή η αλληλεπιδρασιακή (ΐηΙεΓβοΐίοηβΙ) προσέγγιση της επικοινωνίας τη διαφοροποιεί από τη συσχετιστική (οοιτεΐαΐΐοηβΐ) κοινωνιογλωσσολογία που έχει ως κύριο εκπρόσωπό της τον ία&ον (πρβ. Οικηρετζ & Ηγιηεδ, 1972: 17).4 Ο νέος κλάδος της κοινωνιογλωσσολογίας φαίνεται να συγκροτείται με βάση τη μεθοδολογική -και όχι μόνο- αντιπαράθεση με την κυρίαρχη γλωσσολογία. Η εκτενέστατη συζήτηση γύρω από το θέμα5, δεν μπορεί εδώ παρά να συνοψιστεί και να σχηματοποιηθεί με αφετηρία τις βασικές παραδοχές τόσο του γλωσσολογικού δομισμού όσο και της γενετικής γλωσσολογίας τις οποίες αμφισβήτησε η κοινωνιογλωσσολογία ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ: Η ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ /Η βασικότερη διάκριση που εισηγήθηκε ο 53.η880Γ6 (1979 [1916]) για την περιγραφή της γλώσσας είναι αυτή ανάμεσα στην ορατή πλευοά τικ γλώσσας, δηλαδή στην ομιλία -ίιχβφη της γλώσσας (ρδτοίε), και στην αφηρημένη πλευρά της γλώσσας που ενυπάρχει ως σύστημα σημείων στη συνείδήστγτών ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας, δηλαδή στο σύστημα ή δομή της γλώσσας (1αη ιΐ ). Προτείνοντας-τη διχοτομία αυτή ο ^^^αιΐδδΐίγε προβάλλει την αναγκαιότητα διάκρισης ανάμεσα στην «εξωτερική γλωσσολογία», που θα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη χρήση της γλώσσας, και την «εσωτερική γλωσ- ^ V σολογία», που θα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στο γλωσσικό σύστημα. \ Δύο από τις πιο βασικές θέσεις της εσωτερικής δομικής
22 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 27 Α γλωσσολογίας είναι αυτές της αυτονομίας και της ομοιογέ-:^ ^ -νειας,του γλωσσικού συστήματος (1αη ιιε). " Σύμφωνα με την αρχή της αυτονοίιίαα. το γλωσσικό σύ-λ στημα οργανώνεται κυρίως με]3δση το χαρακτηριστικό της διπλής άρθρωσης: οι μονάδες της β' άρθρωσής, δηλαδή οι μονάδες ήχου χωρίς νόημα αλλά με διακριτική λειτουργία, / συνδυάζονται μεταξύ τούς και δίνουν τις μονάδες με νόημα ' της α' άρθρωσης. Οι μονάδες και των δύο αρθρώσεων συσχετίζονται μεταξύ τους με βάση δύο ειδών σχέσεις: τις συνταγματικές σχέσεις συνεμφάνισης (ϊη ρτ&εδεηΐϊ&) και τις παραδειγματικές σχέσεις υποκατάστασης (ϊη αβχεηΐίβ). Κατά συνέπεια7 κάθε στοιχείο~τοΐγγλίοσσγκού συστήματος (σε κάθε επίπεδο της γλωσσικής ανάλυσης) οριζετάτμέσω [ων παραδειγματικών και συνταγματικών σχέσεων τις οποίες συνάπτει με τα υπόλοιπ<γγλωσσικά1ττόιχεία. Με άλλα λόγΐαγ τα γλωσ- \ φ σικά στοιχεία αλλήλοκαθόοίεονται και η γλώσσα συλλαμβά- I νεται ως αυτοδύναμη οντότητα, μη προσδιοριζόμενη ή επηρε- ^ αζόμενη από εξωγλωσσικούς παράγοντες. Σύμφωνα με την αρχή της ομοιογένειας το γλωσσικό σύστημα ενυπάρχει με τον ίδιο τρόπο στον εγκέφαλο τωνίρ^δν μ^ας~γχω5σ»^ Δηλαδή, κάθε ομιλητής φέρει τα ίδια ψυνολονικά αποτυπώματα του γλωσσικού συστήματδςγ Στο πλαίσιο της γενετικής γλωσσολογίας που εισήγήθηκε ο Οιοπΐ5ΐίγ (βλ. ενδεικτικά ΟιοπίδΙίΥ, 1965), θα μπορούσαν να ' αναζητηθούν αναλογίες με τη διάκριση του δ&ιΐδδΐιτε ανάμεσα σε ράτοίε και ΐ9η ιιε. Ειδικότερα, η γλωσσική επιτέλεση (ΙίίΡ ΰϋϊι^ρ6ΐΐόπη3ηο6), έννοια σχεδόν ΐ^5δυναμή^ΙΓτην~ραΓ0ΐε του δβίΐδδΐιτε, αναφέρεται στη γλωσσική συμπεριφορά κρίμένων όμιλητών σε δεδομένες επικόΐνωνιακέ;: περιστάσεΐι Αντίθετα, η έμφυτη γλίοσσική ικανότητα (Ίΐηβιιΐδΐίο οοπιρεΐεηοε), έννοια ανάλογη με τη ΐ3η ιιε του δώδδΐίγε, αναφέρεται στη^ γνώση του γλωσσικού συστήματος από τους φυσικούς ομιλητές του. ~~ Ί Γ 1 - Ξί ~^Όι ίέσεις περί αυτονομίας και ομοιογένειας του γλωσσι-
23 28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ κού συστήματος διατηρούνται και επιτείνονται στο πλαίσιο της γενετικής γλωσσολογίας. Ειδικότερα, η αυτονομία του γλωσσικού συστήματος κορυφώνεται με την τυποποίηση/μαθηματΐκοποίηση της γλωσσικής ικανότητας και της δημιουργικότητάς της: διακρίνονται φραστικές και λεξικές κατηγορχες ογ οποίες τροφοδοτούν ένα σύστημα περιορισμένων γενετικών κανόνων επαναγραφής από τους οποίους παράγεται απειρία προτάσεων. Επιπλέον, αντικεΐμενο'της γλωσσολογίας θεωρείται η γλωσσική ικανότητα ιδανικών μεμονωμένων ομιλητών και ακρααΐίάν (των οποίων η επιτέλεση ουσιαστικά αποτελεί απευθείας αντανάκλαση της γλωσσικής τους ικανότητας), οι οποίοι ζουν σε μια ομοιογενή γλωσσική κοινότητα με αδιαφοοοποίητο κώδικα, ανεπηρέαστοι άπό γ^μμπτίκως μη συναφείς παράγοντες (π.χ., ψυχολογικούς και κοινωνικούς). Ή βέση περί της ομοιογένειας του γλωσσικού συστήματος και της ομοιογενούς, αδιαφοροποτητης^λώσσίκής ικανότητας συνδέεται άμεσα και με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης (ΙηίΓΟ- «ρβοΐΐοη) που χρησιμοποιείται από τούς^ενειίκσύςγλωσσολόγους για τη συλλογή γλωσσικού υλικού: η επιτέλεση για τον ιδανικό ομιλητή6 αποτελεί απευθείας αντανάκλαση της γλωσσικής του ικανότητας, δηλαδή του ομοιογενούς αφηγημένου συστήματος κανόνων που έχει στο νου του. Κατά συνέπεια, η γλωσσική παραγωγή του θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γλωσσικό υλικό, η ανάλυση του οποίου θά μας οδηγούσε στην ανακάλυψη του αφηρημένου αυτού συστήματος κανόνων. Η επιτέλεση όμως των μη ιδανικών, φυσικών ομιλητών υπόκειται σε ποικίλους (ψυχολογικούς) περιορισμούς (κούραση, συναισθηματική φόρτιση, απροσεξία, περιορισμοί της μνήμης κτλ.), αλλά και καθορισμούς (κοινωνικούς, γεωγραφικούς, της επικοινωνιακής περίστασης κτλ.). Έτσι, οι γλωσσολόγοι συνήθως προτιμούν να αυτοαναλύονται, να ενδοσκοπούν τους εαυτούς τους -ή, το πολύ, να συμβουλεύονται και τους συναδέλφους τους- θεωρώντας προφανώς τους
24 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 29 εαυτούς τους κοντά στον ιδανικό ομιλητή και σίγουρα ικανούς να διακρίνουν το γλωσσικά σημαντικό (/καθολικό) από το γλωσσικά ασήμαντο (/μη καθολικό) (πρβ. ΨατίΜα^Η, 1986: 2). Με τον τρόπο αυτό δεν τίθεται θέμα συσχέτισης κοινωνίας, πολιτισμού και γλμππι.νής ι,^πνότητπς και η μελέτη του λόγου στην κοινωνική πραγματικότητα καθίσταται περιττή Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Η κοινωνιογλωσσολογία και συναφείς κλάδοι, όπως η εθνογραφία της επικοινωνίας, έρχονται σε άμεση ή έμμεση αντιπαράθεση με τις παραπάνω θέσεις του κυρίαρχου γλωσσολογικού ρεύματος. Χαρακτηρίζονται από τη θέση ότι η δομή των γλωσσών δεν είναι αυτόνομη και ομοιογενής, αλλά καθορίζεται από τις λειτουργίες που οι γλώσσες επιτελούν στις κοινωνίες όπου χρησιμοποιούνται (πρβ. ίγοηδ, 1995: 249). Ο ία&ον (1971α) διατύπωνε τις επιφυλάξεις του για τον όρο κοινωνιογλωσσολογία, τον οποίο θεωρούσε πλεοναστικό, παρατηρώντας εύλογα ότι ο όρος αυτός υπονοεί ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια αποτελεσματική γλωσσολογική θεωρία ή πρακτική χωρίς να είναι κοινωνική, ενώ' ο Η ϋ Γ ΐά (1973) υποστηρίζει ότι η έννοια της κοινωνιογλωσσολογίας συνεπάγεται μια αυθεντική κοινωνιοσημειωτική γλωσσολογία. Επιχειρώντας να κωδικοποιήσουμε με σχηματικό τρόπο την ^αντιπαράθεση ανάμεσα στην κοινωνιογλωσσολογία και την κυρίαρχη γλωσσολογία, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στην αυτονομημένη και τυποποιημένη γλωσσική ικανότητα του κυ- \ ρίαρχου γλωσσολογικού ρεύματος αντιτάσσεται η επικοινωνιαχή ικανότητα (οοιηιηυηϊοαΐίνε οοπιρείεηοε, βτ. Ηγτηε5, Γ974>," ενώ"ΐτγγ^ ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος και της γλωσσικής κοινότητας αντιτάσσεταιίι ;ΓθίΧί1(5τ??ΓαΤν^βΐ:ϊοη) (βλ. ίβ&ον, 1972α). Η γλωσσική μας ικανότητα είναι εξοπλισμένη με τις δυνα-
25 30 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τότητες που μας παρέχει το γλωσσικό σύστημα. Δεν επαρκεί όμως μόνο το γλωσσικά δυνατό. Απαιτείται και η διάγνωση " της καταλληλότητας της κοινωνικοπολιτισμικής περίστασης. Πολλά προϊόντα του λόγου είναι από τη σκοπιά του συστήματος εφικτά και, επομένως, γραμματικώς ορθά, όχι όμως κατάλληλα για μια συγκεκριμένη περίσταση. Η επικοινωνιακή ικανότητα περιλαμβάνει ακριβώς και τη συνεκτίμηση μη γλωσσικών δεδομένων για την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας. Έτσι, με τον όοο \επικοινωνιθ2ίίυ-κανοττιτα ΊΚ'νοούαε τιτν ι^α- (,/νότητα που έχσσνδι ομιλητές όχι μονο να παράγουν και νο ^ ψ κατανοούν γραμματικά ορθό προϊόν, αλλά και να γνωρίζου^ τις κοινωνικές συνθήκες χρήσης του οι οποίες προσδιορίζοι 1 νται από παράγοντες όπως: ποιος μιλάει, σε ποιον, πού, με ^ ποιο σκοπό, για ποιο θέμα καγμέϋω ποΐου δΐαύλου. Η επι4 \κοινωνιάκή ικανότήτάΐτέρικλείει τη γλωσσική ικανότητα αντί\ να περιορίζεται σ αυτήν. V Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο (μεταφρασμένο) συνομιλιακό απόσπασμα λόγου από δυτικούς Αρειοίιε των ΗΠΑ που παραθέτει ο Τσιτσιπής (1995 : 65-6): Α: Τι κάνεις, φίλε μου, πώς πας; Β: Έχω πονοκέφαλο. Γ: Άα! Πρέπει να πας στο γιατρό, μου φαίνεσαι χλομός. Όπως παρατηρεί ο Τσιτσιπής, ο διάλογος αυτός για τους δυτικούς Αρ&άιε θα αποτελούσε βαθύτατη προσβολή, αν δεν πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο αστείου. Το να επιχειρεί κάποιος να διεισδύσει απροκάλυπτα στην ιδιωτική-προσωπική σφαίρα του άλλου αποκαλώντας τον με ευκολία φίλε μου ή σχολιάζοντας στοιχεία της υγείας του αποτελεί σοβαρή παραβίαση πολιτισμικής νόρμας. Επιπλέον, κατευθυντικές γλωσσικές πράξεις του τύπου Πρέπει να πας στο γιατρό, οι οποίες είναι αυτονόητες για τη λευκή δυτική κοινωνία, δεν γίνονται αποδεκτές από τους Αμερινδιάνους, διότι κανένας δεν θεωρεί- ί
26 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 31 ται φορέας της απόλυτης αλήθειας και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να ασκεί εξουσιαστικό και ηγεμονικό λόγο στον άλλο. Επίσης, είναι ενδιαφέρον να έχοΰμέ~υπόψη ότι υπάρχουν περιστάσεις και κοινωνικοί ρόλοι οι οποίοι απαιτούν την παραγωγή σκοπίμως λανθασμένου γραμματικά προϊόντος, ώστε να λειτουργήσει το λάθος αυτό ως κοινωνικός ενδείκτης του συγκεκριμένου ρόλου και της συγκεκριμένης περίστασης: στην κοινωνία Βιιηιηάΐ της Αφρικής, τα μέλη της άρχουσας τάξης των ευγενών πρέπει σε κάποια δημόσια περιβάλλοντα νάπαραγάγουν λόγο με μικρά γραμματικά λάθη, με μοναδικό σκοπό να δείξουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα βρίσκεται υπεράνω της ανάγκης προσήλωσης στο ορθό λεκτικό προϊόν (βλ. ΤσιτσιπήςΓΐ995ΪΊ>9). Φαίνεται λοιπόν ότι το αντικείμενο της γλωσσολογίας όπως προσδιορίζεται από τον Οιοιπι&υ, η μελέτη δηλαδή της γλωσσικής ικανότητας ιδανικών μεμονωμένων ομιλητών και ακοοάτών. είναι ϋαιτέλ^ καθώς δεν συνυπολογίζονται οι κοινωνικές συντεταγμένες που συντελούν στην~ τελική επιλογή του γΐώσσϊκσύ'πόο'ίόντος (για τα παραπάνω, πρβ. Τσιτσιπή, 1995: 68-69, ΐί). Η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας, συμπληρώνοντας τη γλωσσική ικανότητα κατ τη γλωσσολογική θεωρία με τις παραμέτρους της κοινωνικής ποικιλότητας, όδήγέί αναπόφευκτα και στην αμφισβήτηση της θέσης περί ομοιογένειας του γλωσσικού συστήματος (: η γλώσσα ως σύστημα είναι ίδια και απαράλλαχτά κατανεμημένη στο νου των ομιλητών) και, κατά συνέπεια, της ομοιογενούς αδιαφοροποιητης γλωσσικής κοινόττιτας (: όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας διαθέτουν το ίδιο ακριβώς γλωσσικό σύστημα). Όπως παρα-, / ' τηρεί ο Λν3πΰιαιΐ ΐι (1986: 5), η ευδιάκριτη σε όλους γλωσσική ποικιλότητα7 δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε όσους γ προσπαθούν να αποδείξουν ότι στον βαθύτερο πυρήνα της η γλώσσα είναι οαοιογενήζ και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να περιγράφει με κατηγορικούς κανόνες (ο&ΐε οηα1 πι1ε$), κανό- ι
27 32 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ νες δηλαδή που προσδιορίζουν με απόλυτη ακρίβεια τι είναι και τι δεν είναι γλωσσικά δυνατό. Πολύ συχνά παρατηρούμε μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις και ασυνέπειες στους κατηγορικούς κανόνες που ποοτείνονται. Οι ομιλητές μπορεί να χρησιμοποιούνπότε τη μία και πότε την άλλη παραλλαγή. Μ άλλα λόγια, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει δυνατότητα πολλαπλών επιλογών λόγω της ποικιλότητας, εγγενούς χαρακτηριστικού της γλώσσας σύμφακγοτρττον^γιπϋιαιι 1ι (ό.π.: 372), και ότι οι ομιλητές κάνουν συνεχή χρήση αυτής της δυνατότητας. Κανένας δεν μιλάει διαρκώς με τον ίδιο τρόπο, αλλά αντίθετα αξιοποιεί τις λεπτές αποχρώσεις που του προσφέρει η γλώσσα για ποικίλους σκοπούς. ^ ΔημιουργεΙίάί έτσΐ το έξής παράδοξο: από τη μια, πολλοί, γλωσσολόγοι προσεγγίζουν τη γλώσσα ως μία ομοιογενή οντό- / τητα και τους ομιλητές ως ικανούς να ελέγχουν μιογμδνοιτοι- ^ κιλία. ΟΓγλωσσολόγοι αυτοί επιχειρούν να ανάκαλύψουν τη Υ^νλωσσική ικανότητα όχι πραγματικών αλλά ιδανικών ομιλητών, όπως θα ήθελε ο Οιοηΐ5ΐςγ, δηλαδή ομιλητών που θεώ- ί/γν νται αφαιρετικά νά'παράγουν έξω από τις κοινωνικές τριβές σε μια πλήρως ομοιογενή γλωσσική κοινότητα το σωστό γραμ- ματίκό προϊόν, φτάνοντας έτσι σε ΐσ^ρε^Βεωρητΐΐ^ς^γενι- ^'^κεύσεις (βλ. και Τσιτσιπής, 1995: 62-63, 74). Απ την άλλη, αυτό που παρατηρείται στην πραγματικότητα είναι η μεγάλη ποικιλότητα και η ανυπαρξία ομιλητών που χρησιμοποιούν {(κ μία μόνο ποικιλία. Κατά συνέπεια, η ίδια γλωσσική κοινότητα8 δεν διακρτνεται από ομοιογένεια αλλά από ποικιλία γλωσσικών συμπεριφορών και διαφορετικών στάσεων προς αυτές τις συμπεριφορές. Η αφαιρετική γλωσσολογική θεωρία δεν αγνοεί βέβαια την ύπαρξη γλωσσικής ποικιλότητας τη θεωρεί όμως προϊόν των ατομικών παρεκκλίσεων από το ιδανικό πρότυπο στο επίπεδο της επιτέλεσης. Έτσι, εξορίζονται οι κοινωνικοί παράγοντες από τη μελέτη της γλώσσας, συμπαρασύροντας με αυτό τον τρόπο τα ζητήματα που αφορούν όλες τις κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις της σχέσης γλώσ-
28 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 33 σας και γνώσης. Η διάκριση, επομένως, ανάμεσα σε ικανότητα και επιτέλεαη-δεν έχει άλλο σκοπό από το να επιτρέψει στους-γλωσσολόγους να αποκλείσουν δεδομένα που είναι δύσκολο να τα χειριστούν ίποβ. ΤϋΗον 107ΐη Για την ταξινόμηση τηφαχοσσικής ποικιλότητας\έχει προταθεί (πρβ. Η&1Ηά&γ & Ηβδθΐι, 1985) η διάκριση ανάμεσα σε γλωσσικές ποικιλίες «ανάλογα με το χρήστη» και «ανάλογα με τη χρήση», με τις οποίες θά ασχοληθούμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο. Οι πρώτες προσδιορίζονται και ταυτοχρόνως δηλώνουν τα γεωγραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών. ΠρόκειταΓ, μ άλλα λόγια, για τις γεώγραφϋ&ς διαλέκτους και τις κόΐνωνίολέκτϋυς. Οι δεύτερες προσδιορίζονται Τ0 τις διαφορετικές^περιστάσεις επικοινωνίας στο πλαίσιο των ίδιων διαλέκτων ή κοινωνιολέκτων και αποτελούν τις λειτουργικές ποικιλίες (άίαΐγρίο-ίυηοΐίοηει1 νβπεΐϊεδ/ Γε ΐ8ΐεΓ8). Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε, ακολουθώντας την ειρωνική διατύπωση του Ντάλτα (1989: 564), ότι η γλωσσική ικανότητα είναι στοιχείο του ανθρώπου πριν από τήντΐτώση του, ενώ η ^γλωσσική επιτέλεση και γενικότερα η επικοινωνιακή ικανότητα εντάσσεται στο χώρο της Πτώσης. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι η ανάδειξη της γλωσσικής ποικιλότητας, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνικήποιοαλότητοι,' αναιιόφευκτα φέρνει στο προσκήνιο και την «5ινωνική ανισότητα:\σοι και όσες δεν μιλούν ή δεν θέλουν νΰτμιλυύν ιην-πς&ΐΰπ,ΐ] γλώσσα των μεσαίων ή ανώτερων στρωμάτων ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο και δεν απολαμβάνουν τα οφέλη που καρπώνονται οι ομιλητές της πρότυπης γλώσσας. Κατά συνέπεια, ο κοινωνιογλωσσολογικός λόγος, ο οποίος δεν αναγνωρίζει περισσότερα δικαιώματα στην πρότυπη γλώσσα απ ό,τι στις άλλες ποικιλίες, είναι λόγος πολιτικός. Πολλοί δε κοινωνιογλωσσολόγοι ενδιαφέρθηκαν για τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 60, που διεκδικούσαν μεταξύ άλλων τα γλωσσικά δικαιώμα-
29 34 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τα των γυναικών, των μαύρων, των προερχόμενων από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (πρβ. (ΤαηιεΓοη, 1985: 23 κ.α.). Η «ρήξη» -όπως την αποκαλεί η Βουίεΐ- (1984)- της κοινωνιογλωσσολογίας και των συναφών της κλάδων με το κυρίαρχο γλωσσολογικό ρεύμα εντοπίζεται και στον ενδοσκοπικό τρόπο συλλογής γλωσσικού υλικού. Οι γενετικοί γλωσσολόγοι καταφεύγουν στη γλωσσική τους διαίσθηση προκειμένου να κρίνουν τη γραμματική ορθότητα προτάσεων που οι ίδιοι κατασκευάζουν για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους για τους υποκείμενους (καθολικούς) κανόνες. Η μέθοδος αυτή εγκυμονεί κινδύνους: ο γλωσσολόγος που μελετάει τη γλωσσική του διαίσθηση, παράγει ο ίδιος και τα δεδομένα και τη θεωρία μιας γλώσσας. Έτσι, ορισμένες φορές ο πραγματικός του στόχος δεν είναι η περιγραφή της γλώσσας, αλλά η υποστήριξη, μέσω κατασκευασμένων παραδειγμάτων -παραδειγμάτων προερχόμενων από τη διαίσθησή του-, της θεωρητικής του πρότασης για τη γλώσσα. Και στο βαθμό που η διάσωση μιας θεωρητικής πρότασης εξαρτάται από τη γραμματική ορθότητα ορισμένων μόνο παραδειγμάτων και όχι κάποιων άλλων, είναι δυνατόν, με την κατάχρηση της ενδοσκοπικής μεθόδου, να οδηγηθούμε ακόμη και σε ρυθμιστικές στάσεις, όπως αυτές που χαρακτήριζαν την παραδοσιακή γραμματική. Επιπλέον, η ενδοσκοπική μέθοδος περιορίζει το γλωσσολόγο στο γραφείο του, όπου μαζί με λίγους πληροφορητές επεξεργάζεται αυτό που ήδη ξέρει για τη γλώσσα, χωρίς να επιχειρεί να καταγράψει και να αναλύσει το λόγο μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, τη γλωσσική ποικιλότητα και πολυμορφία, το πώς δηλαδή οι γλώσσες ζουν στο στόμα των ομιλητών τους, κάτι που -δυστυχώς ή ευτυχώς- δημιουργεί προβλήματα στην τυποποίηση. Συνεπώς, οι αφαιρέσεις στις οποίες προβαίνει η «εσωτερική γλωσσολογία» προκειμένου να μελετήσει το γλωσσικό σύστημα (αφαίρεση από τις περιστάσεις επικοινωνίας, από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ταυτότητα των ομιλητών,
30 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 35 από τον τόνο και το περιεχόμενο της γλωσσικής αλληλεπίδρασης) καταλήγει σε μία ιδιότυπη κανονιστική αντίληψη για την ίδια τη χρήση της γλώσσας (βλ. σχετικά και Κατή & Κονδύλη, 1999). Υπάρχει, μ άλλα λόγια, ο κίνδυνος η γλώσσα των κλασικών συγγραφέων, που αποτελούσε το γλωσσικό υλικό των παραδοσιακών γραμματικών, να αντικατάσταθεί από την πρότυπη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι γλωσσολόγοι και μόνο από αυτή. Για την κοινωνιογλωσσολογία, επομένως, η μελέτη της γλώσσας ταυτίζεται με την ανάλυση της ομιλίας των ανθρώπων σε πραγματικές περιστάσεις επικοινωνίας. Ο Ι^βον -αναμφισβήτητος εκπρόσωπος του «σκληρού πυρήνα» της κοινωνιογλωσσολογίας- στηριζόμενος σγμίά δομΐκή'γλα»σσολογική προοπτική μελετάει τη μεταβολή και την ποικιλία μέσα από τη διερεύνηση κυρίως των φωνολογικών και μορφολογικών δεδομένων του συστήματος. νο Ηβ11ίάαγ, ως εκπρόσωπος του σύγχρονου γλωσσολογικού λειτουργισμού, μολονότι διατηρεί τη διάκριση ανάμεσα σε λεξικογραμματικό σύστημα και κοινωνικό συμφραστικό πλαίσιο, θεωρεί άρρηκτα συνδεδεμένα τα δύο συστήματα και αποσκοπεί σε μία διαλεκτική θεωρία για την ίδια τη γλώσσα. Τα παραδείγματα των δύο αυτών σημαντικών μελετητών είναι ενδεικτικά του γεγονότος ότι ο ορισμός της σχέσης γλώσσας και κοινωνικών παραγόντων εξαρτάται από τις διαφορετικές θεωρητικές προκείμενες που υιοθετεί κάθε φορά η γλωσσολογική μελέτη Σχέση γλωςςας και κοινωνίας &ασημάναμε ήδη ότι ο βαθμός αμφισβήτησης της κοινωνιογλωσσολογίας προς το κυρίαρχο γλωσσολογικό ρεύμα εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά ρεύματα αντιμετωπίζουν τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας, και πιο
31 36 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ συγκεκριμένα από την έμφαση που δίνουν στην επίδραση των εξωγλωσσικών (στην περίπτωσή μας, των κοινωνικών-πολιτισμικών) παραγόντων στη γλώσσα. Οι.αχέοΕίς που μπορεί να αναπτυχθούν μεταξύ γλώσσας ^αχι^ο^^^ να διατυπωθούν σχηματικά ως εξής (πρβ. ν3γ(ίιαιΐ ΐι, 1986: 10-11): 1. Η κοινωνική δομή επηρεάζει ή και καθορίζει τη γλωσσική δομη και συμπεριφορά, όπως δείχνουν έρευνες που επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο της γεωγραφικής, κοινωνικής και εθνικής προέλευσης, του φύλου, της ηλικίας αλλά και της κοινωνικής ισχύος στην επιλογή γλωσσικών ποικιλιών. 2^Μ γλωσσική δομή και/ή συμπεριφορά μ&οβεί να ^επηρεάσει ή και να καθορίσει την κοινωνική δομή. Αυτή η θέση υποστηρίζεται από τη θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας των δαρΐγ & ΨΗοιί, σύμφωνα με την οποία οι κατηγοριοποιήσεις που γίνονται στο πλαίσιο μιας γλώσσας κατευθύνουν τη σκέψη των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας να αντιληφθεί τον κόσμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο και όχι με κάποιον άλλο: η γλώσσα είναι φορέας κοσμοθεωρίας. 3. Γλώσσα και κοινωνία, γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, όπως μπορεί να υποστηριχθεί από μια μαρξιστικού τύπου προσέγγιση (πρβ. Οίίϋηατ, 1976). 4. Μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας δεν παρατηρείται καμιά σχέση. Σε μια τέτοια μη κοινωνική κατεύθυνση κινείται η γλωσσολογία που προτείνει ο Οιοπίδ&Υ. Οι σχέσεις που καταγράφονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προκρίνουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ίδια τη γλώσσα και την επικοινωνιακή της διάσταση. Προκειμένου να γίνουν κατανοητές αυτές οι σχέσεις θα σχολιάσουμε πιο αναλυτικά την παραπάνω σχηματική κατηγοριοποίηση. Σύμφωνα με τη θέση που προβάλλεται στην 1η παράγραφο, οι περισσότερες συσχετιστικές μελέτες θεωρούν ότι η βάση της κοινωνικής δομής αντανακλάται στις γλίοσσικές πρα
32 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 37 κτικές και κατά συνέπεια και στα ίδια τα γλωσσικά δεδομένα. Απ αυτή την άποψη οι κοινωνικές κατηγορίες (οι κατηγορίες φύλο, ηλικία, εθνότητα, κοινωνική τάξη ή στρώμα) θεωρούνται ανεξάρτητες μεταβλητές, ενώ οι γλωσσικές μονάδες (κυρίως από τα επίπεδα της φωνολογίας και της μορφολογίας) θεωρούνται εξαρτημένες μεταβλητές. Έτσι, στην ουσία η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως εργαλείο για τη μετάδοση πληροφοριών σχετικά με τους ομιλητές και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Με τη συσχέτιση των δύο μεταβλητών μπορεί να αποκαλυφθεί η συμμεταβολή της γλωσσικής και της κοινωνικής δομής. Αυτή είναι και η πιο συνηθισμένη εκδοχή, η οποία μπορεί να γίνει δεκτή απ όλους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ωστόσο, ο ίδιος ο ίειβον (1971β) τονίζει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η σημασία των κοινωνικών παραγόντων, εφόσον η κοινωνική δομή και η γλωσσική δομή δεν αλληλεπικαλύπτονται, και ότι το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών κανόνων είναι ανεξάρτητο από τις κοινωνικές αξίες εφόσον οι κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν συχνότερα τις γλωσσικές μεταβλητές που βρίσκονται πιο κοντά στη δομή επιφανείας. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η θεώρηση της σχέσης γλώσσας-κοινωνίας, όπως διατυπώνεται στην 1η παράγραφο, μπορεί να συσχετιστεί με την αντίληψη της γλώσσας ως εποικοδομήματος που αντανακλά την κοινωνική και οικονομική δομή. Στην επισκόπηση του θέματος της γλώσσας ως εποικοδομήματος μέσα από μία μαρξιστική προοπτική της κοινωνικής γλωσσολογίας οι Ματοείΐεκΐ & Οατάίη (1974) δεν υιοθετούν αυτή τη μηχανιστική αντίληψη. Καταλήγουν στη διαπίστωση ότι η γλώσσα είναι «αντανάκλαση της αντανάκλασης»: η γλώσσα αντανακλά έμμεσα τον κόσμο και την ιστορία, εφόσον είναι αντανάκλαση της γλωσσικής δραστηριότητας, η οποία με τη σειρά της είναι αντανάκλαση του κόσμου. Η κοινωνία συνδέει τη γλωσσική δραστηριότητα με διαφορετικές γλώσσες, διαλέκτους, κοινωνικο-επαγγελματικά πε
33 38 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ριβάλλοντα, περιστάσεις επικοινωνίας κτλ. Έτσι, οι κανόνες της γραμματικής αποτελούν ιδεολογική αναπαράσταση της γλωσσικής δραστηριότητας. Ο ΟΐίΐιπβΓ (1978), συνοψίζοντας τη μαρξιστική προοπτική, προτείνει ως αντικείμενο της-χοι- ^νωϊΐργλωσσολογίας την ε έταοΐυικ:_αλλώλεπίδοασης γλωσσικής και κοινωνικής συιιπεοιφοοάς^ Επομένως, η θεώρηση της αλληλεπίδρασηςκοινωνικού και γλωσσικού εστιάζει στη θεματοποίηση γενικότερα της γλωσσικής δραστηριότητας και όχι απλώς στη σύνδεση στοιχείων του συστήματος με κοινωνικά δεδομένα, όπως προτείνει η θέση της 1ης παραγράφου. Μπορούμε λοιπόν να διαπιστώσουμε ότι αυτό που κάνει ορατές τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνικό και γλωσσικό είναι η μεσολάβηση της σημασίας και της γλωσσικής δραστηριότητας, δηλαδή ενός επιπέδου ευρύτερου από τις μονάδες του γλωσσικού συστήματος. Η θεματοποίηση της γλωσσικής-κοινωνικής δραστηριότητας συναντάται σε πολλές διαφορετικές παραδόσεις έρευνας (φιλοσοφία της γλώσσας, ιστορική γλωσσολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, εθνομεθοδολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κοινωνική σημασιολογία, κριτική ανάλυση, λόγου κ.ά.). Αυτά τα ρεύματα συνεισέφεραν στη «ρήξη με την κυρίαρχη γλωσσολογία», και αναπτύχθηκαν σε αντιπαράθεση με την τάση πραγμοποίησης της θετικιστικής κοινωνιολογίας, θέτοντας παράλληλλα σε σοβαρή αμφισβήτηση την απόσπαση των γλωσσικών παραγωγών από το κοινωνικό τους πλαίσιο. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, συχνά εγείρεται και μια διατύπωση που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη θέση ότι η γλώσσα αντανακλά την κοινωνία, η οποία υποστηρίζει ότι η γλώσσα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική δομή (2η παράγραφος). Παίρνοντας αφορμή από τη διαπίστωση ότι ο σύγχρονος γλωσσολογικός φορμαλισμός αρνείται ρητά τη δυνατότητα να συγκροτηθεί θεωρία της γλώσσας στη βάση της επικοινωνιακής της διάστασης (4η παράγραφος), θα αναφερθούμε σύντο
34 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 39 μα σε θεωρήσεις της γλώσσας που κινούνται στο πλαίσιο του σύγχρονου λειτουργισμού. Βασική θέση του λειτουργισμού είναι η άμεση συσχέτιση των εσωτερικών χαρακτηριστικών του συστήματος με το εξωγλωσσικό πλαίσιο. Απ αυτή τουλάχιστον την άποψη φαίνεται ότι όλη η κοινωνιογλωσσολογία θα έπρεπε να είναι λειτουργιστική. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο ία&ον (1987) επιδεικνύει σκεπτικισμό στα παραδείγματα του λειτουργισμού, τα οποία κρίνει ότι έχουν μεγάλο βαθμό ασάφειας και απροσδιοριστίας Ο λειτουργισμός και η θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας Ποικίλα γλωσσολογικά ρεύματα, παρ όλες τις διαφοροποιήσεις τους, υιοθετούν τις αρχές του «εξωτερικού» λειτουργισμού. Παρά την πολυσημία του όρου, ως «εξωτερικό» λειτουργισμό -για να τον διακρίνουμε από τον «εσωτερικό» δομολειτουργισμό του Ιαοοβδοη και του Μαιΐίηεΐ, ο οποίος αναφέρεται στις λειτουργίες που επιτελούνται στο «εσωτερικό» του γλωσσικού συστήματος (πρβ. Βειηιΐο, 1995: 56)-, θα θεωρήσουμε τις προσεγγίσεις που ευνοούν τη μελέτη της χρήσης της γλώσσας ως εργαλείου της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης. Η κοινή θεωρητική προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί η γλώσσα καθορίζει και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο είναι διαμορφωμένη. Επομένως, η έμφαση της έρευνας γιά την ανάλυση των γλωσσικών φαινομένων και τον τρόπο με τον όποίο είναι δομημένες οι γλώσσες δεν δίνεται στη δομή αλλά στη χρήση και, κατ αναλογίαν, στους εξωγλωσσικούς παράγοντες. Είναι προφανές ότι συνέπειες αυτής της θεωρίας δεν αφορούν απλώς τη μέθοδο για τη μελέτη των φαινομένων της γλώσσας αλλά και τις υποθέσεις περί φυλογένεσης και οντογένεσης της γλώσσας και του γλωσσικού νοήματος.10 Συζητώντας τη φυλογένεση του νοήματος, ο Χριστίδης (1999α: 29) παρατηρεί ότι τα νοήματα δεν γεννήθηκαν από
35 40 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ μια στοχαστική ακαδημαϊκή θεώρηση και ανάλυση της εμπειρίας, αλλά μέσα από την ενεργητική, ιστορική βίωσή της. Με άλλα λόγια, τα νοήματα χαρακτηρίζονται από την κοινωνική σκοπιμότητα που διαπερνά όλο τον γλωσσικό ιστό. Έτσι, από τις άπειρες δυνατότητες γνώσης επιλέγουμε να μετατρέψουμε σε πραγματικές γνώσεις, να συμπεριλάβουμε δηλαδή στη σημασιολογική δομή της γλώσσας μας, μόνο ό,τι αφορά τις ανάγκες μας και τη δράση μας πάνω στα πράγματα,11ενώ τα υπόλοιπα τα αγνοούμε. Και η δράση μας πάνω στα πράγματα έχει το χαρακτήρα της σύμπραξης, της συνεργασίας που οδηγεί αναπόφευκτα στη συν-ομιλία. Ο Χριστίδης αναρωτιέται (ό.π.: 30) «Γιατί δεν υπάρχει π.χ. μια λέξη με την οποία να αναφερόμαστε (...) στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού μας ποδιού και στο δεξί μας αυτί;» Η απάντησή του αναδεικνύει ακριβώς την κοινωνική σκοπιμότητα, τον κοινωνικό καθορισμό και όχι την αυτονομία των νοημάτων: «Η απουσία μιας τέτοιας λέξης -και ενός τέτοιου νοήματος- οφείλεται, προφανώς, στην απουσία της σκοπιμότητας την οποία θα υπηρετούσε μια τέτοια γλωσσική σήμανση» (ό.π.). Μετά από αυτές τις επισημάνσεις μπορούμε να εξετάσουμε αναλυτικότερα τη διατύπωση της 2ης παραγράφου, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα μπορεί να επηρεάσει την κοινωνική δομή. Αυτή η διατύπωση παραπέμπει στον γλωσσικό ντετερμινισμό, απλουστεύοντας την υπόθεση δαρίτ & ΨΗοιί. Να θυμίσουμε σ αυτό το σημείο ότι, παρόλο που η υπόθεση έχει την επωνυμία υπόθεση δαρϊτ & ΜιοΓί, η εκδοχή του γλωσσικού ντετερμινισμού ανήκει μάλλον στον ΜιοΓί, μια και για τον δβρϊτ η γλώσσα παίρνει μορφή μέσα στο κοινωνικό σύμπαν και στη συνέχεια παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η υπόθεση του γλωσσικού ντετερμινισμού στον Μιοιί καθιστά το ζήτημα πιο συγκεκριμένο: δεν αφορά τόσο τη χρήση της γλώσσας, τους τρόπους ομιλίας κτλ., όσο τις ίδιες τις γραμματικές κατηγορίες που εμπλέκονται σε κάθε γλωσσική παραγωγή (Μιοιΐ,
36 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ : 221 πρβ. Τσιτσιπής, 1995, ειδ. κεφ. 2.1).12 Έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, αμφισβητείται και το αξίωμα ότι όλες οι κατηγορίες γνώσης του κόσμου είναι αντικειμενικές και ανεξάρτητες από την ανθρώπινη νόηση και ότι απλώς αντικατοπτρίζονται στη γλώσσα (βλ. ενδεικτικά Κονδύλη, 1997: 85-95).13 Ο Μιοιΐ προσπάθησε να αποδείξει ότι η γλώσσα διαμορφώνει τους τρόπους σκέψης και τα πολιτισμικά μοντέλα και, κατά συνέπεια, κατορθώνει να επηρεάσει και τις ίδιες τις κοινωνικές δομές. Χρειάζεται ωστόσο να διευκρινιστεί πως η κοινωνική δομή πρέπει να θεωρηθεί ότι εκφράζει τα στοιχεία της κοινωνικής κουλτούρας, το σύστημα αξιών και τα πολιτισμικά μοντέλα μιας κοινωνίας. Είναι ο πολιτισμός με την έννοια που του αποδίδει η εθνογλωσσολογία, ως το σύνολο των παραστάσεων και των εννοιών που συγκροτούν τη σφαιρική αντίληψη που έχει έ\ας λαός για τον κόσμο, και όχι η κουλτούρα των κοινωνικών ομάδων στις ταξικά διαμορφωμένες κοινωνίες (Οΐ 1ϊο1ϊ, 1973: 25-27). Απ αυτή την άποψη είναι φυσικό η θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας του Μιοιί να τείνει να ταυτίζεται με τον γλωσσικό ντετερμινισμό (πρβ. Τσιτσιπής, 1995). Ωστόσο, όπως σχολιάζουν οι μελετητές (π.χ., Ηικίδοη, 1980: ΡοδοΜ, 1990: 63), στην υπόθεση 5&ρΐτ & Μιοιΐ μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκδοχές: η «ισχυρή» εκδοχή εν ολίγοις αποφαίνεται ότι ο πολιτισμός και η γνωσιακή συμπεριφορά καθορίζονται από τη γλώσσα και οι πολιτισμοί διαφέρουν όσο διαφέρουν και οι γλώσσες η «ασθενής» εκδοχή διαπιστώνει ότι ορισμένες πλευρές της κοινωνικοπολιτισμικής οργάνωσης και του τρόπου θεώρησης των πραγμάτων μπορεί να εξαρτώνται από ορισμένες πλευρές της ιδιαίτερης γλωσσικής οργάνωσης. Η ασθενής εκδοχή είναι εμπειρικά επιβεβαιώσιμη και δεν φαίνεται να εγείρει σοβαρές αμφισβητήσεις σε οποιαδήποτε πολιτισμική και κοινωνική θεώρηση της γλώσσας: πολλές προσπάθειες στο πλαίσιο της κοινωνιο
37 42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γλωσσολογίας ή της εθνογλωσσολογίας προσπαθούν να καταστήσουν ορατούς τους τρόπους με τους οποίους κάποια γλωσσική κοινότητα επηρεάζεται από τη γλώσσα της, εφόσον η γλώσσα και οι σημασίες της αποτελούν συστατικό της (βλ. ενδεικτικά Κονδύλη, 1997). Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εκδοχή της σχέσης γλώσσας και κοινωνικο-πολιτισμικού πλαισίου έχει γίνει αντικείμενο τεράστιας συζήτησης. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι καμία εύλογη εκδοχή της δεν δίνει προτεραιότητα στο γλωσσικό έναντι του κοινωνικού (πρβ. Ι-ΐιογ, 1992). Αντίθετα, τονίζεται ο κυκλικός χαρακτήρας αυτής της σχέσης ή, αλλιώς, η αμοιβαία αλληλεπίδραση των δύο συστημάτων, μέσω του νοήματος και της γλωσσικής δραστηριότητας. Εφόσον όμως γλώσσα και κοινωνία βρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης, τότε και η γλώσσα μπορεί να έχει σε κάποιο βαθμό συγκροτησιακό χαρακτήρα για τις κοινωνικές σχέσεις και για τη γνώση: η γλώσσα κατευθύνει τη σκέψη των μελών μιας κοινότητας να αντιληφθούν τον κόσμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο κι όχι με κάποιον άλλο. Όπως θα δούμε στο τρίτο κεφάλαιο, αυτή η προβληματική αναπτύσσεται με κοινωνικά-γλωσσολογικά εργαλεία στις εργασίες του Βεπίδίεΐη και του Ηα11ίάειγ. Κατά τον Βεπίδΐείη, η κοινωνική εκμάθηση της γλώσσας επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά και, συνεπώς, την αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότητα. Η κοινωνιολογική του θεωρία αποτελεί σύνθεση αντιθετικών εκ πρώτης όψεως οπτικών: της κοινωνιολογικής παράδοσης του ϋιιτιίηείπι (σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνική δομή διαμορφώνει το σύστημα αξιών και τα εννοιολογικά εργαλεία μιας κοινωνίας) και της γλωσσικής ανθρωπολογίας των δαρϊτ & Μιοιΐ. Από γλωσσολογική σκοπιά, χωρίς να απουσιάζουν οι επιρροές της μαρξιστικής κοσμοθεώρησης και της κοινωνικής ψυχολογίας του νγ 0ΐδ1ίγ, η υπόθεση της σημασιακής-λεξιλογικής ποικιλότητας ως γραμματικής
38 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 43 του κόσμου αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κοινωνιοσημειωτικής θεωρίας για τη γλώσσα του Η3ΐ1κ1αγ. Απ αυτή την άποψη, και ανάλογα με την περιοχή μελέτης, δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι οι θέσεις των παραγράφων 2 και 3 δεν έχουν τόσο μεγάλες διαφορές όσο προβλέπεται στη σχηματική κατηγοριοποίηση που προτάξαμε στην αρχή του υποκεφαλαίου ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Η παραπάνω σύντομη καταγραφή της συζήτησης γύρω από τη σχέση ανάμεσα σε γλωσσική και κοινωνική δομή ελπίζουμε ότι καθιστά σαφέστερο για ποιο λόγο αρκετά διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις φιλοξενούνται κάτω από την ομπρέλα του όρου κοινωνιογλωσσολογία. Όπως συμβαίνει και με άλλες σύγχρονες επιστήμες, είναι δύσκολο να χαράξουμε επακριβώς τα όρια που διαχωρίζουν την κοινωνιογλωσσολογία από άλλους όμορους κλάδους και ειδικότερα από την κοινωνιολογία της γλώσσας. Ο ΡϊδΙιιηβη (1975) δεν διαφοροποιεί τις δύο προσεγγίσεις, καθώς θεωρεί ότι κοινό τους αντικείμενο είναι η μελέτη του «ποιος μιλάει, ποια γλωσσική ποικιλία, πότε, με ποιο σκοπό και με ποιους συνομιλητές», μολονότι αποδίδει στην κοινωνιολογία της γλώσσας το σκοπό να προσδιορίσει τον συμβολικό χαρακτήρα που έχει η χρήση των γλωσσικών ποικιλιών. Για ορισμένους μελετητές οι διαφορές των δύο περιοχών είναι αρκετά σημαντικές. Ο πρώτος παράγοντας διαφοροποίησης είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα με τα οποία δουλεύει η «στενή» κοινωνιογλωσσολογία και η κοινωνιολογία της γλώσσας είναι πολύ διαφορετικά. Η κοινωνιογλωσσολογία δουλεύει έχοντας ως δεδομένα τις συγκεκριμένες γλωσσικές παραγωγές, δηλαδή τις πραγματώσεις του γλωσσικού συστή
39 44 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ματος από τους ομιλητές η κοινωνιολογία της γλώσσας δουλεύει με αντικείμενα που δεν έχουν παραχθεί άμεσα ως πραγματώσεις του γλωσσικού συστήματος: τα δεδομένα της κατασκευάζονται από τα αφηρημένα γλωσσικά συστήματα και την ποικιλία τους, από τα γενικά σχήματα επικοινωνιακής συμπεριφοράς και από ρυθμιστικές αρχές, στάσεις και αξίες που υιοθετούνται από ομάδες ομιλητών. Η «στενή» κοινωνιογλωσσολογία και η κοινωνιολογία της γλώσσας διαφέρουν ως προς το ότι η πρώτη τείνει να δουλεύει σε επίπεδο μικρο-κοινωνιολογικό ενώ η δεύτερη σε επίπεδο μακρο-κοινωνιολογικό. Το μικρο-κοινωνιολογικό επίπεδο αφορά την ανάλυση των γεγονότων της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης, τις γλωσσικές παραγωγές και τις πραγματώσεις ομιλητών/-τριών και ομάδων ιδωμένων στις λεπτομέρειές τους. Το μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο αφορά μελέτες σε ευρεία κλίμακα, την ανάλυση της κατανομής και της χρησιμοποίησης των γλωσσικών συστημάτων σε μια γλωσσική κοινότητα, και πραγματεύεται τις σχέσεις ανάμεσα σε γλωσσικές δομές και ευρείες κοινωνικές δομές όπως αυτές διαπιστώνονται στη συμπεριφορά μεγάλων ομάδων και όχι μικρών ομάδων ή μεμονώμένων ομιλητών. Σύμφωνα με έναν περιεκτικό ορισμό, η κοινωνιολογία της γλώσσας μελετάει την κατανομή, τη θέση, της ζωή και το στάτους των διαφόρων γλωσσικών συστημάτων μέσα στην κοινωνία (πρβ. και Κωστούλα- Μακράκη, 2001). Έτσι, η κοινωνιολογία της γλώσσας είναι πολύ πιο κοντά στα ενδιαφέροντα των κοινωνιολόγων απ ό,τι η κοινωνιογλωσσολογία, οι μέθοδοί της εμπνέονται πολύ περισσότερο από τις μεθόδους της κοινωνιολογίας και τα αποτελέσμάτά της είναι πιο σημαντικά από εκείνα της «στενής» κοινωνιογλωσσολογίας για τα προβλήματα με τα οποία ασχολούνται οι κοινωνιολόγοι. Κάτω από την ταμπέλα της κοινωνιολογίας της γλώσσας μπορούν να περιληφθούν οι μελέτες που έχουν αντικείμενο
40 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 45 τη γλωσσική σύσταση των εθνών, τη συγκρότηση και την τυπολογία των γλωσσικών ρεπερτορίων των κοινοτήτων, τις κοινωνικές εκδηλώσεις της πολυγλωσσίας, τον γλωσσικό σχεδίασμά και τη γλωσσική πολιτική, τη μετατόπιση και το θάνατο των γλωσσών (ΡΐδΗπιβη, 1975 ν/βπμιίξη, 1986). Αυτό όμως που έχει παρατηρηθεί είναι ότι συχνά η κοινωνιολογία της γλώσσας διατηρεί ακόμη ένα χαρακτήρα ταξινομικό και περιγραφικό, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ίδια τη θεωρία της γλώσσας. Πολύ απλουστευτικά, η διαφοροποίηση μεταξύ τους μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: η κοινωνιογλωσσολογία είναι η «μελέτη της γλώσσας σε σχέση με την κοινωνία», ενώ η κοινωνιολογία της γλώσσας είναι «η μελέτη της κοινωνίας σε σχέση με τη γλώσσα» (Ηικίχοη, 1980 ΓβδοΜ, 1984 και 1990). Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σε ένα είδος αφαίρεσης και να θεωρήσουμε ότι η κοινωνιογλωσσολογία με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει τόσο την κοινωνιογλωσσολογία με τη στενή έννοια του όρου όσο και την κοινωνιολογία της γλώσσας (βλ., π.χ., Ηικίδοη, 1984 Ρβ$ο1(1, 1984 και 1990 λ Μϊ1τογ, 1992 ίερδ1ίγ, 1992). Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς στον «σκληρό πυρήνα» μπορεί να τοποθετηθεί η κοινωνιογλωσσολογία με τη στενή έννοια, που έχει ως πεδία εφαρμογής τη μελέτη της φύσης και των εκδηλώσεων της γλωσσικής αλλαγής, της σχέσης ανάμεσα σε γλώσσα και κοινωνική διαστρωμάτωση, της συμμεταβολής των γλωσσικών γεγονότων με τα κοινωνικά γεγονότα, με κεντρική έννοια την ποικιλότητα, και η κοινωνιολογία της γλώσσας. Αν περάσουμε στο επίπεδο ανάλυσης της χρήσης της γλώσσας, βρισκόμαστε στο χώρο της πραγματογλωσσολογίας (ργα ιη&ΐχο5), δηλαδή της μελέτης της γλώσσας και της γλωσσικής παραγωγής ως επιτέλεσης γλωσσικών πράξεων (Ι,ενϊη- 5οη, 1983). Ένα άλλο πεδίο, συγγενές με αυτό της πραγματογλωσσολογίας, είναι η ανάλυση της γλωσσικής αλληλεπίδρασης και ειδικότερα η ανάλυση της συνομιλίας 1972
41 46 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 5οΗ6 1οίί, 1972), η οποία γνώρισε ευρεία διάδοση και έγινε επιμέρους τομέας των κοινωνιογλωσσολογιών ρευμάτων. Συγγενής με την ανάλυση συνομιλίας είναι η εθνομεθοδολογία (ΟατίπΛεΙ, 1972), που αποσκοπεί στην ανάλυση του πώς κατηγοριοποιούν, οικοδομούν και ερμηνεύουν το γεγονός αλληλεπίδρασης οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην αλληλεπίδραση. Στα όρια μεταξύ κοινωνιογλωσσολογίας, πολιτισμικής ανθρωπολογίας και εθνογραφίας, είναι η κατεύθυνση της εθνογραφίας της επικοινωνίας. Συνδέεται κυρίως με το έργο του Ο. Ηγπΐ68 και μέλημά της είναι η μελέτη της γλωσσικής δραστηριότητας ως μέρους των συμβολικών αξιών μιας κουλτούρας και κοινωνίας και ως μέσου με το οποίο μια κοινωνία κατασκευάζει, διατηρεί και τροποποιεί τις κοινωνικές σχέσεις (ΗγιΠ68, 1974 δανιιιε-τγοϊιίε, 1989 ϋιιπιηΐϊ, 1992). Η εθνογραφία της επικοινωνίας παρουσιάζεται ως σφαιρική προσέγγιση των γεγονότων επικοινωνίας (κατά κύριο λόγο των γλωσσικών γεγονότων) μιας κοινωνικοπολιτισμικής κοινότητας. Απ αυτή την άποψη τείνει να συμπεριλάβει τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν την κοινωνιογλωσσολογία. Μια σημαντικότατη διάκριση όμως ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι για την κοινωνιογλωσσολογία η δομή και τα γεγονότα της γλώσσας από τη μια και η δομή και τα γεγονότα της κοινωνίας από την άλλη είναι οντότητες διακριτές, ενώ για την εθνογραφία της επικοινωνίας η γλωσσική δομή και τα γλωσσικά γεγονότα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες και επομένως πρέπει να γίνονται αντικείμενα κοινής πραγμάτευσης. Επιπλέον, ως μέρος της ευρύτερης γλωσσολογικής ανθρωπολογίας (που ασχολείται γενικά με τις σχέσεις ανάμεσα σε γλώσσα/-ες και κουλτούρα/- ες), η εθνογραφία της επικοινωνίας εστίασε ειδικότερα την προσοχή της στη συγκριτική μελέτη του ρόλου της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές κουλτούρες.14 Ένας τελευταίος τομέας, σε μερική γειτνίαση με την κοι
42 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 47 νω νιογλω σσολογία και την κοινω νιολογία της γλώσσας, είναι η κοινωνική ψυχολογία της γλώσσας, η οπ οία ασχολείται από ψυχολογική άποψη με τη μελέτη της χρήσης της γλώσσας στις επικοινω νιακές αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις ανάμεσα σε γλωσσική συμπεριφορά, αντιδράσεις και στάσεις των ομιλητώ ν/-τριώ ν (Οίΐβδ & 5ί. ΟΜτ, 1979). Επιζητώ ντας μία λιγότερο κατηγορική κατάταξη της «στενής» και της «ευρείας» κοινω νιογλω σσολογίας (κάτι που δεν θα βρούμε εύκολα στις συνήθεις κατατάξεις του «σκληρού πυρήνα» της κοινω νιογλω σσολογία ς), μπορούμε να συμφω νήσουμε με την πρόταση του Ηβ11ί(1αγ (1975) σχετικά με τους τομείς έρευνας π ου είναι κατά κάποιο τρόπο κοινω νιογλω σσο- λογικοί: 1. Μακροκοινωνιολογία της γλώσσας, γλωσσική δημογραφία - σχέσεις αγάμεσα σε κοινότητα, εθνοτική ομάδα, έθνος και γλώσσα. 2. Διγλωσσία, διπλογλωσσία, πολυγλωσσία και πολυδιαλεκτισμός. 3. Γλωσσικός σχεδιασμός: εξέλιξη και τυποποίηση. 4. Ανάπτυξη ρίά^ίη και κρεολών γλωσσών. 5. Κοινωνική διαλεκτολογία* περιγραφή των μη πρότυπων ποικιλιών. 6. Κοινωνιογλωσσολογία της εκπαίδευσης. 7. Εθνογραφία της επικοινωνίας* περιστάσεις επικοινωνίας. 8. Λειτουργική ποικιλία (Γ ίδΐ Γ) γλωσσικό ρεπερτόριο και συμμεταβολή του γλωσσικού κώδικα. 9. Κοινωνικοί παράγοντες στη φωνολογική και γραμματική μεταβολή. 10. Γλώσσα και κοινωνικοποίηση* η γλώσσα στη μετάδοση της κουλτούρας. 11. Κοινωνιογλωσσική προσέγγιση στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. 12. Λειτουργικές θεωρίες των γλωσσικών συστημάτων. 13. Γλωσσική σχετικότητα (σχέσεις μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών). 14. Μικροκοινωνιολογία της γνώσης (εθνομεθοδολογική γλωσσολογία και ανάλυση του λόγου). 15. Θεωρία του κειμένου. Στα δύο επόμενα κεφάλαια (Διαστάσεις της ποικιλότητας και Κοινωνιογλωσσική ανισότητα) θα αναφερθούμε -λιγότε- ρο ή περισσότερο συστηματικά κατά περίσ τασ η- στα π ερισ
43 48 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σότερα από τα παραπάνω ζητήματα. Δεν θα αναφερθούμε κυρίως σε ζητήματα ανάλυσης του λόγου και θεωρίας του κειμένου, καθώς οι προσεγγίσεις σε αυτά τα πεδία προϋποθέτουν την εισαγωγή εννοιών της πραγματογλωσσολογίας, κάτι που υπερβαίνει τους στόχους αυτού του βιβλίου ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΞΗΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Ολοκληρώνοντας αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο θεωρητικό καθεστώς της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας. Στη συνήθη συσκότιση του ζητήματος αυτού υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις, όπως, π.χ., αυτές των ϋϊΐιπίδγ, 1989 Κοιηαίηε, 1982 Οαπετοη, Παρά τα αρχικά φιλόδοξα προγράμματα, σήμερα μεγάλο μέρος της κυρίαρχης τάσης της κοινωνιογλωσσολογίας μοιάζει να ακολουθεί την πορεία πολλών ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών οι οποίες, στο όνομα της «σκληρής επιστήμης», αναλώνονται σε επιμέρους περιγραφικές μελέτες που είτε στερούνται μιας κοινωνικής θεωρίας είτε συσκοτίζουν τη θεωρία για τη γλώσσα που τις στηρίζει.15σε αντίθεση με την αναζήτηση μιας ενοποιητικής θεωρίας στη γλωσσολογία γενικότερα, η κοινωνιογλωσσολογία -για την ακρίβεια, η κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία- φαίνεται να παρουσιάζει σοβαρό θεωρητικό έλλειμμα εφόσον αποδύεται σε ένα «ασύνδετο συνονθύλευμα προσεγγίσεων» (Οίΐΐιηβτ, 1989). Έτσι, για παράδειγμά, ο προσανατολισμός της κυρίαρχης ποσοτικής κοινωνιογλωσσολογίας της ποικιλότητας είνάι να εκλεπτύνει τις μεθόδους συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και να επικεντρώνεται σε μικροσκοπικά δεδομένα των γλωσσικών υποσυστημάτων (π.χ., στις πολυάριθμες υπο-ποικιλίες της προφοράς). Σύμφωνα με τους όρους του Χριστίδη (1999: ), τέτοιου τύπου προσεγγίσεις μοιάζουν με «βά
44 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 49 ναυσα συγκεκριμένες προσεγγίσεις του ειδικού», «εχθρικές προς όποια βαθύτερη γενίκευση θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει την πολλαπλότητα των περιστάσεων, υπερβαίνοντάς την» (βλ. επίσης Τσιτσιπής, 2001). Απ την άλλη, οι εθνογραφικές προσεγγίσεις συχνά παρουσιάζουν προβλήματα μεθοδολογικής ακρίβειας με αποτέλεσμα να μην καθίστανται γενικεύσιμα («επιστημονικά») τα αποτελέσματά τους. Έτσι, κυριάρχησε -έμμεσα ή άμεσα- η τάση «επιστημονικοποίησης» των κοινωνιογλωσσολογικών ερευνών μέσα από την υιοθέτηση του υποδείγματος των θετικών επιστημών. Σύνηθες προϊόν της «επιστημονικοποίησης» στην κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσσολογία είναι ο περιγραφισμός, δηλαδή η περιγραφή συχνοτήτων των δεδομένων της παρατήρησης, που λειτουργούν ως επίφαση εξήγησης. Η σύγχρονη όμως επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών έχει αναδείξει με ευκρίνεια όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τις φυσικο-επιστημονικές πλάνες. Για παράδειγμα, ασκώντας κριτική στο θετικισμό ο Αάοιτιο (1994 [1961]) μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι η εμπειρική μέθοδος, η οποία θεωρεί ότι είναι απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις και απλώς περιγράφει τα πράγματα ως έχουν μέσα από πειράματα και περιγραφές, συμβάλλει στην ενίσχυση της κυριαρχίας: η «αθώα» καταγραφή του πραγματικού μετατρέπει τις κοινωνικές διακρίσεις σε «φυσική τάξη πραγμάτων». Ακόμη όμως και σύμφωνα με το θετικιστή ΡορρβΓ (1994 [1961]), εφόσον δεν υπάρχει καμία επιστήμη αμιγούς παρατήρησης, επιστήμη γενικά σημαίνει την επεξεργασία θεωριών - με λιγότερο ή περισσότερο κριτικό και αυτοκριτικό τρόπο. Το ζητούμενο, επομένως, κάθε επιστημονικής απόπειρας είναι η κριτική ερμηνεία και εξήγηση των γεγονότων και της δράσης των υποκειμένων. Αν μεταφέρουμε αυτές τις παρατηρήσεις σε παραδείγματα επιστημών της γλώσσας, βλέπουμε ότι, π.χ., η γενετική γλωσσολογία διεκδικεί για τον εαυτό της το καθεστώς των φυσικών επιστημών,16πράγμα που την οδη
45 50 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γεί στην αναγωγή της γλώσσας σε φυσικές οντότητες μέσω της απάλειψης του κοινωνικού ως απροσδιόριστου. Όπως όμως επισημαίνει ο ΙΐΚοηεη (1982), ούτε η αυτόνομη γλωσσολογία λειτουργεί βάσει των επιστημολογικών κανόνων των θετικών επιστημών, εφόσον χρησιμοποιεί συνθετικά μοντέλα,π τα οποία δεν στηρίζονται σε δεδομένα παρατηρήσιμα στο χώρο και το χρόνο, αλλά πάνω σε γραμματικά ορθές φράσεις μιας γλώσσας, δηλαδή σε οντότητες αφαιρετικές που υπόκεινται σε κανονιστικότητα. Έτσι, η τυπική γλωσσολογία προσομοιάζει περισσότερο με τη φιλοσοφία και κυρίως με την τυπική λογική. Αντίθετα, οι γλωσσικές επιστήμες που χειρίζονται γεγονότα και συμβάντα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπως η κοινωνιογλωσσολογία της ποικιλότητας, κατ ανάγκην υιοθετούν αναλυτικά μοντέλα (βλ. σημ. 17). Ωστόσο, η απροσδιοριστία που συνοδεύει κάθε τύπο κοινωνικής συμπεριφοράς υπονομεύει τη φιλοδοξία «θετικοποίησης» της ίδιας της κοινωνιογλωσσολογίας. Όπως ίσως θα διαφανεί από την παράθεση παραδειγμάτων στα επόμενα κεφάλαια, συχνά η κοινωνιογλωσσολογική έρευνα, προκειμένου να συγκροτήσει ισχυρά ποσοτικά εργαλεία, παραιτείται από την αναστοχαστική επιστημονική στάση. Παραιτείται όμως και από την επεξεργασία μιας χειραφετητικής θεωρίας, καθώς φαίνεται να υιοθετεί άμεσα ή έμμεσα την προοπτική της συναίνεσης στη νόρμα και την τάξη, με όρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ομιλητών (πρβ. Ψΐ11ϊ3Πΐ8, 1992). Η συζήτηση γύρω από το επιστημολογικό καθεστώς της κοινωνιογλωσσολογίας ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της σύντομης καταγραφής των κεντρικότερων σχετικών ζητημάτων. Γεγονός παραμένει ότι τα πολύπλοκα ζητήματα της σχέσης γλώσσας-κοινωνίας απαιτούν πολύ περισσότερο ικανοποιητικές εξηγήσεις παρά ακριβή εργαλεία μέτρησης. Η ίδια η ετερογένεια των αντικειμένων που μελετούν τα ρεύματά της οδηγεί στη διαπίστωση ότι το ουσιώδες είναι η ικανοποιητική εξήγηση, ανεξάρτητα από τη μέ
46 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 51 θοδο που υιοθετείται. Για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση της Κοιηβϊηε (1984: 36) -που διακρίνεται από ένα είδος «υγιούς σχετικισμού»- «Η εξήγηση (...) δεν μπορεί να αξιολογηθεί σαν αυτόνομο αντικείμενο, ανεξάρτητο από τη διατύπωσή του στο πλαίσιο ενός κοινωνικού πλαισίου ή από το ρόλο που παίζει σε μια ειδική επιστημολογία. Καμία ειδική επιστημολογία δεν έχει ένα προνομιακό παράθυρο στον κόσμο».
47 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Για την αξιοποίηση του νγ θΐ3κγ και του Βα&ιΐίη, βλ. ενδεικτικά ν/επδοιι, 1985* ΟΙογοπ, ΒιιΐΙ & λνίΐΐίαιηδ, Οι ενδιαφέρουσες κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες στην πρώην Σοβιετική Ένωση παραμένουν σχεδόν άγνωστες στην Ευρώπη. Για μια αρκετά εμπεριστατωμένη εικόνα της παραγωγής της μαρξιστικής κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. ϋίΐΐιηαγ, Σχετικά με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη γλώσσα ως εποικοδόμημα, που αναπτύχθηκε επίσης στο πλαίσιο της μαρξιστικής γλωσσολογικής σκέψης, βλ. ΜθΓοβΙΙβδί & Οοπίίη, Η εκδοχή της γλώσσας ως εποικοδομήματος, ειδικά μετά τη «γλωσσολογική παρέμβαση» του Στάλιν στο Μαρξισμός και γλωσσολογία (1950), ελέγχεται κριτικά από τη μαρξιστική γλωσσολογική προοπτική (βλ., π.χ., Μαπχΐ^δί & θ8γ<ϋη, 1974* δάιαίί, χ.χ.) 2. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Α. ΜεΐΠεΐ («Οοπυηβπί Ιβδ πιοΐδ οιΐ3η ί Ιβδ δ ηδ», , στο Ιίη&ιίείίςιιβ Μβίοήςυε 6ί ΙίηβιιίδΙίςιιε ξόηέ- ΓΒίε, όπως αναφέρεται στο Βοιιίεί, 1984: 22-23) «Αν το περιβάλλον όπου η γλώσσα εξελίσσεται είναι κοινωνικό, αν ο σκοπός της γλώσσας είναι να επιτρέψει τις κοινωνικές σχέσεις, αν η γλώσσα δεν συνεχίζει να υπάρχει παρά μόνο μέσα απ αυτές τις σχέσεις, αν τέλος τα όρια των γλωσσών τείνουν να συμπέσουν με τα όρια των κοινωνικών ομάδων, τότε είναι προφανές ότι και οι αιτίες που καθορίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα πρέπει να είναι κοινωνικής φύσης και ότι η θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων και μονάχα αυτή θα επιτρέψει να αντικατασταθεί στη γλωσσολογία η απλή εξέταση των γεγονότων από τον καθορισμό των διαδικασιών, δηλ. η εξέταση των πραγμάτων από την εξέταση των πράξεων, η απλή διαπίστωση ότι πολύπλοκα φαινόμενα σχετίζονται μεταξύ τους από την ανάλυση φαινομένων σχετικά απλών που εξετάζονται το καθένα στη δική του εξέλιξη». 3. Είναι λογικά αμφισβητήσιμο κατά πόσο μια οποιαδήποτε θεωρία μπορεί να διεκδικήσει την επιστημονική και ιδεολογική ουδετερότητά της, εφόσον το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ορίζει και την αξιακή της φόρτιση. 4. Παράλληλα αναπτύσσεται η εθνομεθοδολογία ως κοινωνική θεωρία, κυρίως από τους Ο&ιίίηΜ και Οοοιιτεΐ. Για τη γενικότερη επισκόπηση ιδιαίτερα των συνεισφορών της αλληλεπιδρασιακής κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. ΟαπιρβΓΖ & Ηγτπ 5, 1972.
48 54 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 5. Βλ., πχ., ί&βον, 1971β Οί ϋο1ί, 1973* Ο ίΐίιη & Γ, 1978* Βουΐεΐ, Η έννοια του ιδανικού ομιλητή, εκτός από αφαίρεση σε σχέση με τους πραγματικούς ομιλητές, αποτελεί επιπλέον αφαίρεση σε σχέση με τις πραγματικές ομιλήτριες. Δεν μπορούμε λοιπόν να συμμεριστούμε τη φυσικοποίηση της έμφυλης διαφοράς μέσα από τη «γραμματική αφαίρεση» σύμφωνα με την οποία το αρσενικό γένος εκπροσωπεί και το θηλυκό (βλ. σχετικά 3.2). Για λόγους όμως οικονομίας στο βιβλίο αυτό θα χρησιμοποιούμε τυχαία διασπορά στα δηλωτικά του φύλου. 7. Σύμφωνα με τον Ηιιάδοη (1980: 24), ο όρος ποικιλία (ναπ6ΐγ) ορίζεται ως ένα σύνολο γλωσσικών στοιχείων με παρόμοια κοινωνική κατανομή. 8. Η έννοια της γλωσσικής κοινότητας (ϋη^υίδΐΐο οοιτΐγηυηΐί;γ) είναι κεντρική στην κοινωνιογλωσσολογία, εφόσον δηλώνει την έμφαση στην ανάλυση της γλώσσας όπως τη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι -μέλη μιας κοινότητας- και όχι οι μεμονωμένοι ιδανικοί ομιλητές. Ωστόσο υπάρχουν προβλήματα με την τεχνική αποσαφήνιση του όρου, διότι οι ομιλητές μπορεί να ανήκουν ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία κοινότητες. Από τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην έννοια, μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι καθοριστικό ρόλο παίζει η στάση και η αυτοσυνείδηση των ατόμων, τα οποία μοιράζονται ένα σύνολο κοινωνικών στάσεων αναφορικά με τη γλώσσα (ίαβον, 1972α) ή τα οποία μοιράζονται τη γνώση των κανόνων παραγωγής και ερμηνείας της ομιλίας (Ηγπΐ6δ, 1974). Θεωρούμε επίσης χρήσιμη τη διάκριση που επιχειρεί ο Οίΐΐιη&Γ (1987) ανάμεσα σε γλωσσική κοινότητα (η οποία έχει και ιστορικό χαρακτήρα) και σε επικοινωνιακή κοινότητα (η οποία περιλαμβάνει τις πραγματολογικές και επικοινωνιακές όψεις που δεν περιλαμβάνονται κατ ανάγκην στη γλωσσική κοινότητα). Βλ. σχετικά επίσης Ανδρουλάκης, 1999* >^3πΙ1ιαιΐ ΐι, 1986: Ακόμα ισχυρότερη είναι η αμφισβήτηση της διάκρισης ανάμεσα σε ομιλία και σύστημα από λειτουργικές προσεγγίσεις, όπως, για παράδειγμα, εκείνη του ΗΜί(1αγ και της ΗΒδαη που απορρίπτουν παρόμοιες διακρίσεις αναπτύσσοντας τη δι-οργανική (ίηΐ6γ-θγ αηίο) προσέγγιση στην ανάπτυξη της γλώσσας. Η δι-οργανική προσέγγιση για τη γλώσσα υποστηρίζει ότι, εφόσον η γλώσσα αναπτύσσεται ως επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και εσωτερικεύεται στο λεξικογραμματικό σύστημα, δεν υπάρχει καμία απολύτως θεωρητική σκοπιμότητα να υιοθετηθούν μοντέλα εσωτερικής γλωσσολογίας (όπως εκείνα του δαιΐδδΐιτβ και του ΟιοΐϊΐδΚγ) τα οποία στηρίζονται στη μελέτη του υποτιθέμενου εσωτερικού γλωσσικού συστήματος (ίηΐχ&- θγ αηΐο) (βλ., π.χ., Ηαδβη, 1996). 10. Στη σύγχρονη γλωσσολογία μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τον γνωσιακό λειτουργισμό του Οίνόη (1984), του οποίου η λειτουργική-τυπολογική γραμματική αντιμετωπίζει τη γλώσσα και την επικοινωνία ως μέρος των γενικών γνωσιακών μηχανισμών και αντιπαρατίθεται προγραμματικά στον γενετικό φορμαλισμό. Το πιο ισχυρό λειτουργικό μοντέλο βρίσκεται
49 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 55 στις εργασίες του (1989), στις οποίες το σύστημα Θεωρείται σύμπλεγμα κανόνων, δομών και αρχών που υποκινούνται από τις συνθήκες χρήσης και η περιγραφή του γίνεται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα. Με αρκετά διαφορετικό τρόπο αντιπροσωπεύεται ο λειτουργισμός στη συστημική λειτουργική γλωσσολογία του Ηα11ΐάβγ. Εδώ η κοινωνιοσημειωτική προοπτική στηρίζεται απ τη μια σε μία θεωρία για το κοινωνικό συμφραστικό πλαίσιο και απ την άλλη σε ένα μοντέλο για τις λειτουργίες της γλώσσας, σύμφωνα με το οποίο η κοινωνική λειτουργία της γλώσσας αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική δομή - δηλαδή στην εσωτερική οργάνωση της γλώσσας ως συστήματος (Ηβ11ϊ<1αγ, 1978). 11. Σύμφωνα με τον δαιΐδδυΐΐ (1979 [1916]), το γλωσσικό σημείο ενώνει αυθαίρετα δύο ψυχολογικά στοιχεία: ένα σημαίνον, δηλαδή μια ακουστική εικόνα, με ένα σημαινόμενο, δηλαδή μια έννοια. Στη σχέση αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται το «πράγμα». Όπως όμως παρατηρεί ο Χριστίδης ( : 2), στο βαθμό που το σημαινόμενο είναι μια αντανάκλαση του «πράγματος», μεσολαβημένη από τις διαδικασίες της γενίκευσης και της αφαίρεσης, είναι σαφές ότι στη σχέση αυτή περιλαμβάνεται και το «πράγμα». 12. Το έργο του Ψ&οτί διακρίνεται από έντονη αξιακά φορτισμένη ματιά. Η επιστημολογική του αιχμή στοχεύει στο να αμφισβητήσει την α ρποπ υπεροχή του εννοιολογικού συστήματος της δυτικής επιστημονικής σκέψης και τις υποτιθέμενες καθολικές της δυνατότητες. Έτσι, εφόσον η παρατήρηση και η συγκρότηση θεωρίας δεν είναι ανεξάρτητη από τη γλώσσα, τότε οι γενικεύσεις και οι καθολικοποιήσεις είναι ατελέσφορες. Στα παραδείγματα που χρησιμοποιεί, προσπαθεί να δείξει ότι οι υποτιμημένες γλώσσες των «πρωτόγονων» πολιτισμών, συνδεδεμένες με τις αντίστοιχες παραγωγικές σχέσεις και τις κατηγορίες γνώσης του περιβάλλοντός τους, μεταφέρουν αξίες όχι απλώς διαφορετικές αλλά και καλύτερες από εκείνες των δυτικών προτύπων. 13. Για τα ζητήματα συσχέτισης των γλωσσικών κατηγοριοποιήσεων με τα γεγονότα του κόσμου, βλ. ΙΛ οίί, 1987* Ραχοΐά, Για το σχολιασμό των συνδέσεων ανάμεσα σε συγγενείς κατευθύνσεις που υπάγονται στο γενικότερο ρεύμα της εθνογραφίας της επικοινωνίας, βλ. ΟιιιηρεΓΖ & Ηγπΐ δ, Ο Ψίΐΐίοπίδ (1992) ασκεί καταλυτική κοινωνιολογική κριτική στις παραδοχές και τη μεθοδολογία των περισσότερων ρευμάτων της κοινωνιογλωσσολογίας. Υποστηρίζει ότι υιοθετούν την οπτική του δομολειτουργισμού, του κοινωνικού ντετερμινισμού και της κανονιστικής συναίνεσης (= η γλώσσα είναι κοινωνική εφόσον απλώς αντανακλά την κοινωνία, η οποία ίναι αληθινή και πραγματική καθ εαυτήν) αγνοώντας εν ολίγοις τη σύγχρονη κοινωνική θεωρία και τα κριτικά ρεύματα, όπως είναι ο μαρξισμός, η κριτική κοινωνιογλωσσολογία και η γαλλική σχολή ανάλυσης λόγου. 16. Παρ όλα αυτά ο ιδρυτής της γενετικής γλωσσολογίας, ο Οιοπΐδ^γ,
50 56 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ εκκινεί από την παραδοσιακή νοησιαρχική γραμματική, την οποία θεωρεί πολύ ισχυρό εργαλείο μελέτης της καθολικής δομής. 17. Μία από τις διακρίσεις των επιστημονικών μοντέλων υποστηρίζει τη διάκριση ανάμεσα σε μοντέλα συνθετικά -τα οποία, ξεκινώντας από ένα πεπερασμένο σύνολο αρχικών οντοτήτων και τις πράξεις πάνω σε αυτές, καταλήγουν σε τελικές οντότητες (= παραγωγή)- και μοντέλα αναλυτικά - τα οποία, ξεκινώντας από ένα σύνολο δεδομένων που είναι αντικείμενα παρατήρησης, προσπαθούν να εντοπίσουν τις αρχικές οντότητες και τις πράξεις που τις συγκροτούν (= επαγωγή). Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, στις θεωρητικές επιστήμες υιοθετούνται τα συνθετικά μοντέλα, ενώ στις φυσικές υιοθετούνται τα αναλυτικά μοντέλα (Κβνζίη, 1968). Παρόμοιες θέσεις υποστηρίζονται από τον ϋο^νηεχ (1984), ο οποίος θεωρεί ότι ενώ η γλωσσική ποικιλότητα μπορεί να εξηγηθεί με μοντέλα αιτιακής εξήγησης που χρησιμοποιούνται στις θετικές επιστήμες (μολονότι έχουν ασθενή εξηγητική ισχύ), ειδικά η συμπεριφορά των ομιλητών κατά την αλληλεπίδραση και η υιοθέτηση της νόρμας δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτό το είδος αιτιακής εξήγησης, αλλά απαιτούν ερμηνευτική προσέγγιση.
51 2. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε τέσσερις παράγοντες στους οποίους μπορεί να αποδοθεί η παρατηρούμενη γλωσσική διαφοροποίηση: τον γεωγραφικό-χώρο-, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών, την επικοινωνιακή περίσταση και την επά^η7σΰνύπαοξη γλωσσών Γ εω γρ αφ ικ ή γλω σσική δ ια φ ο ρ ο π ο ίη σ η 1 Η διαφοροποίηση των γλωσσών στο χώρο, δηλαδή η γεωγραφική γλωσσικήααφορ^τοίηαη, έχει παρατηρηθεί από την αρχαιότητα. Στον αρχαιοελληνικό κόσμο δεν υπήρχε γλωσσική ενότητα και κάθε περιοχή χρησιμοποιούσε τη δική της διάλεκτο. Ως βασικές αρχαιοελληνικές διάλεκτοι μπορούν να θεωρηθούν η_«ΰ υί4 η αττική, η αιολική και η δωρική. Δεδομένου ότι οι συστηματικές γλωσσογεωγραφικές και διαλεκτολουΐκές μελέτες ξεκινούν ήδη από τον περασμένο αιώνα, αυτό το είδος γλωσσικής διαφοροποίησης συνιστά το διεξοδικότερα μελετημένο είδος γλωσσικής ποικιλίας γενικότερα αλλά και στον ελληνικό χώρο. Πρέπει, βέβαια, να παρατηρήσουμε ότι η μεθοδολογία συλλογής υλικού που ακολουθήθηκε από τους διαλεκτολόγους δεν ήταν πάντα άρτια: χρησιμοποιούνταν συνήθως μετωπικές άμεσες ερωτήσεις και το υλικό προερχόταν μόνο από την επίσημη περίσταση της συνέντευξης. Επίσης, οι πληροφορητές τους ήταν μόνο άτομα μεγάλης ηλικίας, περιορισμένης μόρφωσης, χωρίς να έχουν στο ενεργητικό τους σημαντικές μετακινήσεις από τον τόπο τους.
52 58 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Οι επιλογές των πληροφορητών οφείλονταν βέβαια στο ότι οι διαλεκτολόγοι ενδιαφέρονταν για τις παλαιότερες και πιο συντηρητικές -χωρίς την επίδραση νεωτερισμών- μορφές διαλέκτων. Αυτό όμως δεν μειώνει το γεγονός ότι η εικόνα που έδωσανιιιαν-μερική.2 / Οι νεωνοαορικές γλωσσικές ποικιλίες καλούνται διάλ&αοι Αή τοπικά ιδιώματα. 0 όρος τοπικό ιδίωμα αφορά ποικιλίες / που παρουσιάζουν μικρό αριθμό αποκλίσεων, οι οποίες τις «πεόισσότέοες~φοοές εντοπίζονται στο επίπεδο της φωνητικής, και του λεξιλογίοιι_ίλ.χ., βόρειο ιδίωμα), ενατό"όρος διάλε- I κτδς, που ειδικά στον ελληνικό χώρο έχει σχεδόν πάντα γεωγραφική συνδήλωση, χρησιμοποιείται για την αναφορά σε μια γεωγραφική ποικιλία με μεγαλύτερο βαθμό διαφοροποίησης ^^(λ.χ.γτσακώνικη διάλεκτος) ή/και σε μια ομάδα τοπικών ϊδίω- ^μάτων (λ.χ., η καππάδοκική διάλεκτος περιελάμβανε μεταξύ ' άλλων τα ιδιώματα του Ουλαγάτς και των Φαράσων). Ένα ισόγλωσσο αναπαριστά τα σύνορα της γεωγραφικής κατανομής ενός γλωσσικού στοιχείου. Η σύμπτωση πολλών ισογλώσσων συνιστά μία δέσιιη ισονλώσσων, η οποία μπορεί να ταυτίζεται με τα όρια μιας διαλέκτου. Από τα πιο γνωστά ισόγλωσσα στην ελληνική επικράτεια είναι η γραμμή που ξεκινάει από τις ακτές της Ηπείρου και της Ακαρνανίας, διασχίζει κατά μήκος τον Κορινθιακό κόλπο, τέμνει την Αττική και εκτείνεται μέχρι τη Σάμο. Η ισόγλωσση αυτή γραμμή χωρίζει τα βόρεια από τα νότια ιδιώματα. Τα γλωσσικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στα βόρεια ιδιώματα είναι τα εξής: τα άτονα /ο/ και /ε/ τρέπονται σε /α/ και /ΐ/, ενώ τα άτονα /ιι/ και /I/ αποβάλλονται. Έτσι, η λέξη μεσημέρι [ιτιεςίπιε π] στα βόρεια ιδιώματα προφέρεται [πιϊ8ιώ γ] (πρβ. Τριανταφυλλίδης, 1993 [1938]: 66 Βπ>\νηϊη, 1991: 159).3 Ο βαθμός απόκλισης μιας διαλέκτου καθορίζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η γεωγραφική απόσταση ή/και η γεωφυσική απομόνωση ενός Τόπου. Ως
53 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 59 γνώμονας της γλωσσικής διαφοροποίησης (κέντρο^, σημείο μηδέν μέσα στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών) εκλαμβάνεται συνήθως η κοινή διάλεκτος. Η κοινή είναι μία διάλεκτος που, ενώ, όπως^ όλες ογδίίϊχδαοι, ήταν αρχικά οροθετημένη γεωγραφικά, για διάφορους λόγους (πολιτιστικούς, στρατιωτικούς, εμπορικούς, πολιτικούς) γνώρισε ευρύτερη διάδοση και άρχισε να χρησιμοποιείται από πολύ μεγαλύτερο π π ο τ ο ν αόχικό της πληουαμό και σε κοινότητες με διαφορετικές τοπικές διαλέκτους, πολλές φορές παράλληλα μ αυτές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αττικής διαλέκτου, η οποία στα αλεξανδρινά χρόνια μετεξελίχθηκε στην ελληνιστική κοινή. Η αττική διάλεκτος έως τα τέλη του 5ου αιώνα π.χ. χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως γλώσσα του πεζού λόγου από ολοένα και περισσότερους συγγραφείς που δεν ήταν Αθηναίοι. Ταυτοχρόνως, η πνευματική/πολιτιστική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη της Αθήνας καθιστούσαν την αττική διάλεκτο κοινό όργανο επικοινωνίας, 1ϊη ΐι& ίτ8ηο& (βλ ), που εκτόπιζε σταδιακά τις υπόλοιπες διαλέκτους του ελλαδικού χώρου. Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για την απόκτηση πανελλήνιου γοήτρου από την αττική διάλεκτο ήταν η υιοθέτησή της, στα μέσα του 4ου αιώνα π.χ., από το ισχυρό μακεδονικό βασίλειο του Φίλιππου Β' ως γλώσσα της διπλωματίας και της διοίκησης. Με τον Μέγα Αλέξανδρο έγινε η γλώσσα των περισσότερων ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν στα κατακτημένα εδάφη: στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη Μικρά Ασία, στη Μεσοποταμία, στον ιρανικό κόσμο. Η κοινή διάλεκτος συνήθως συμπίπτέγ'μΐ~αυτό~που αποκαλείται επίσπαπ γλώσσαλ.χαι απλώς γλώσσα. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου έχει καθιερωθεί η^υπςιχρεωτιχή-βίπαίδευση, η κοινή τείνει να γίνει κτήμα όλων των πολιτών εξοβελίζοντας πολλές φορές τις διαλέκτους...κοοϊομ^ϊώμχ^ι Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, η κοινή νέα ελληνική βασίστηκε στην πελοποννησιακή διάλεκτο του 19ου αιώνα εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε η «Παλαιά Ελλάδα» στην επα
54 60 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ νάσταση. Η ιστορική αυτή συγκυρία ήταν εκείνη που κυρίως συνέτεινε στην αναβάθμιση της διαλέκτου αυτής σε γλώσσα. Η αναβάθμιση αυτή και η πρόσφατη χρησιμοποίησή της στην εκπαίδευση και στις επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις είχε ως επίπτωση την αξιολογική υποβάθμιση των άλλοον-διαλίκτων, κάτι που-οδήγησε καί οδηγεί στην εγκατάλειψη τους (βλ. Χριστίδης, 1999α: 23-24). Η διάκριση της διαλεκτολογίας μεταξύ διαλέκτων και γλωσσών (= κοινών, επίσημων διαλέκτων) παρά την ευρύτατη χρήση της στον επιστημονικό και καθημερινό λόγο, δεν είναι καθόλου εύκολο να στοιχειοθετηθεί με γλωσσολογικά κριτή- I ρια. Η γλώσσα θεωρείται υπερκείμενη ενότητα και οι διάλεκτοι υποκείμενες σ αυτήνυποενότητες. Πόσες όμως και ποιες διάλεκτοι περικλείονται στην υπερκέίμενη γλώσσα; Το κριτήριο που συνήθως χρησιμοποιείται για να δοθεί απάντηση είναι αυτό της αμοιβαίας κατανόησης, εάν δύο ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων αλληλοκατανοούνται, τότε οι διάλεκτοι που μιλούν ανήκουν στην ιδια γλώσσα; Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε έχουμε δύο διαφορετικές γλώσσες (ή διαλέκτους γλωσσών). Το κριτήριο αυτό όμως παρουσιάζει διάφορα προβλήματα: Εκτός του ότι είναι έως ένα βαθμό υποκειμενικό, καθώς η εφαρμογή του εξαρτάται από την πρόθεση των συνομιλητών να επικοινωνήσουν, και δεν συνιστά απόλυτο μέτρο, δεδομένου ότι από την πλήρη συνεννόηση έως την ασυνεννοησία παρουσιάζονται διαβαθμίσεις, επιπλέον υπάρχουν περιπτώσεις όπου σαφώς δεν ισχύει. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται ως παραδείγματα, μεταξύ άλλων, οι αποκαλούμενες σκανδιναβικές «γλώσσες» και όχι διάλεκτοι - παρά το ότι οι ομιλητές τους σε πολλές περιπτώσεις αλληλοκατανοούνται. Αναφέρονται επχσης και οι αποκαλούμενες «διάλεκτοι» (μανδαρίνικη και καντονέζικη) της κινεζικής και όχι γλώσσες παρά το ότι δεν είναι αμοιβαίως κατανοητές από τους ομιλητές τους. Ανάλογη περίπτωση στον ελληνικό χώρο αποτελούν, λ.χ., τα κατωιταλιώτικα και τα ποντιακάτ^α
55 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 61 οποία θεωρούνται διάλεκτοι της νέας ελληνικής και όχι ξεχωριστές γλώσσες, παρόλο που για τους ομιλητές τους δεν ισχύει ο όρος της αμοιβαίας κατανόησης. Σχετική είναι και η ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Μπασλή (2000: 42), σύμφωνα με την οποία ένας Ηπειρώτης με μεγαλύτερη δυσκολία κατανοεί τα τσακώνικα ή τα ποντιακά απ ό,τι ένας Σκοπιανός τον Βούλγαρο. Ενώ όμως ο Σκοπιανός θεωρεί τη γλωσσική του ποικιλία αυτόνομη γλώααα,, τόσο ο Ηπειρώτης όσο και ο Τσάκωνας πιστεύουν ότι μιλούν την ίδια γλώσσα. Αν σύμφωνα με τα παραπάνω παραμένει ασαφές πόσες και ποιες διάλεκτοι περικλείονται σε μια υπερκείμενη γλώσσα, ασαφής φαίνεται να είναι και ο τρόπος με τον οποίο καθορίζονται τα όρια της υπερκείμενης γλώσσας. Χαρτογραφώντας τις γλωσσικές ποικιλίες μιας ευρύτερης περιοχής, ένας διαλεκτολόγος ενδέχεται να διαπιστώσει ότι οι γλωσσικές ποικιλίες μπορούν να τοποθετηθούν σ ένα διαλεκτικό συνεχές, μία αλυσίδα ποικιλιών όπου οι γειτονικοί της κρίκοι αντιστοιχούν σε αμοιβαίως κατανοητές ποικιλίες με~~ελήχιστες διαφορές μεταξύ τους. Καθώς όμως απομακρυνόμαστε από το σημείο εκκίνησης, οι διαφορές συσσωρεύονται με αποτέλεσμα ποικιλίες που μιλιούνται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους γλωσσικές κοινότητες, αν και συνδέονται από αμοιβαίως κατανοητούς κρίκους, να μην είναι πλέον αμοιβαίως κατανοητές. Στην Ευρώπη το φαινόμενο του διαλεκτικού συνεχούς εμφανίζεται σε γενετικά συγγενείς ποικιλίες που ανήκουν στη ρομανική, στη γερμανική, στη σκανδιναβική και τη σλαβική οικογένεια. Παρόλο που τα άκρα τής κάθε αλυσίδας με βάση το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ανήκουν σε δύο διαφορετικές γλώσσες (λ.χ., ισπανική και γαλλική), είναι αδύνατον να προσδιοριστούν τα ακριβή όρια αυτών των δύο γλωσσών. Σε όποιο σημείο και αν χαραχτεί η διαχωριστική γραμμή θα διασπάσει γλωσσικές κοινότητες των οποίων οι ομιλητές αλληλοκατανοούνται. Με
56 62 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ άλλα λόγια, η γλώσσα δεν είναι μία οντότητα με σαφώς διακεκριμένη γεωγραφική κατανομή. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο διαχωρισμός των γλωσσών δεν μπορεί να είναι έργο του διαλεκτολόγου και γενικότερα του γλωσσολόγου. Η οροθέτηση διαφορετικών γλωσσών συνδέεται οτον σύγχρονο κόσμο με Ίήν οροθηηση διαφορετικών κρατών. Έτσι, πολύ συχνά οι ομιλητές μιας διαχέκτου για λόγους όχι γλωσσολογικούς αλλά πολιτικής ομοιογένειας πιστεύουν ή αναγκάζονται να πιστέψουν ότι η διάλεκτός τους ανήκει, είναι ετερόνομη (ΙιεΙεΓοηοιηοϋδ) ως προς μια συγκεκριμένη γλώσσά κάι όχγως προς κάποια άλλη γειτονική της. Η ετερονομία μιας διαλέκτου, καθώς καθορίζεται κυρίως από πολιτικούς όρους, ενδέχεται να αλλάξει προσανατολισμό και οι ομιλητές της να πιστέψουν (ή να αναγκαστούν να πιστέψουν) ότι υπάγεται σε κάποια άλλη γλώσσα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα'της'τγημερινής^ώχιας Σουηδίας. Μέχρι το 1658 η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα της'^ανίας και οι διάλεκτοι που μιλιούνταν εκεί θεωρούνταν ετερόνομες ως προς τη δανική- γλώσσα. Οι Σουηδοί όμως κατέκτησαν το τμήμα αυτό και σε σαράντα περίπου χρόνια οι διάλεκτοι αυτές αναγνωρίστηκαν ως σουηδικέςρ'ώρίς να αλλάξουν καθόλου από γλωσσολογική πλευρά. Μ άλλα λόγια, ενώ αρχικά ήταν ετερόνομες ως προς τη δανική γλώσσα, κατέληξαν ετερόνομες ως προς τη σουηδική.γλ<ίχτσα. ~ ~ Επιπλέον, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες πολιτικές συνθήκες, μπορεί κάποια διάλεκτος να καταστεί αυτόνομη (3ΐιΙοηοιηοϋδ), δηλαδή να «αναχθεί» σε «γλώσσα», κατι που Ττυνήθως συμβαδίζει με τη δημιουργία^ #ΙΗ) ^^ϋϋτους. Έτσι, μέχρι τις αρχές του ί9ου αιώνα γλώσσα της Νορβηγίας ήταν η δανική. Με την αναγνώριση όμως της Νορβηγίας ως ανεξάρτητου κράτους κάποια από τις νορβηγικές διαλέκτους αναπτύχθηκε σε νορβηγική αυτόνομη γλώσσα. Όταν μία διάλεκτος καθίσταται αυτόνομη είναι πολύ πιθανόν να αποκτήσει ευρύτερη διάδοση και να αναχθεί σε κοι-
57 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 63 νή. Είναι, επίσης, πολύ πιθανόν άλλες διάλεκτοι να θεωρήσουν ετερόνομες ως προς αυτήν. Η νέα αυτόνομη διάλεκτος, που χρησιμοποιείται κυρίως από την ανώτερη κοινωνική τάχ ξη και η γνώση της αποτελεί 1<5χτρσ^~^ ινωνική^νόδου, \ πρότυποί διαδικασίες, γίνεταί δηλαδή η [γλωσσική νόρμα) (βλ. σχετικά Καραντζόλα, 2001). Η πρότΰπόιότι^ίγαυτή συνδέεται στην ιστορία της 7 κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών με το'αίτημα της γλωσσικής οιιοιογένειας ποίίιτΰμβ^ΐξργ^ι^ τη γενικευμένη παιδείά.~τ#εσόγ^ γλωσσικής αυτής ομοιογένειας υπηρετείται μια κοινωνικο-οικονομική πραγμοαΐκότητα που βασίζεται στη μαζική βιομηχανική παραγωγή και προϋποθέτει ένα οιιοιογενές (γλωσσικά και πολιτισμικά) εργατικό και καταναλωτικό δυναιιικό (πρβ. ΧριστίδηςΤΪ999α: 24). Οι διαδικασίες προτυποποίησης περιλαμβάνουν: την κωδικοποίησή της, τη συγγραφή δηλαδή λεξικών, γραμματικών, ορθογραφικών'όδηγών κ.λπ. πδΰ αποτεχόύν γνώμο-\ ^ νες γλωσσικής ορθότητας, V τ^χβ^μΐ^ίογπσή"της στογ^χχπιό^ίγο (λογοτεχνία, επι- (\ι στήμες, δίκαιο, διοικητικά έγγραφα) και στις επίσημες επικοί- V νωνιακές περιστάσεις (διοίκηση, ΜΜΕ, δικάστηρί^κοινοβού- I λεογεκπαίδευση), ^την~αν^/ώοιστ\ της απ όλα τα μέλη της γλωσσικές κοινό-! τητας ως την_καλύτεοη και οοθότεοη εκδοχή του λόνου τους. / τη δημιουργία θεσμών, όπως το σχολείο, που θα χρήσιμο- / ποιηθούν γΐα τη διαόοσή της και θα αναλάβουν να διαφυλά-/ ξουν την καθαρότητα κω^τη^όμοιογενεια της!7 Από την παραπάνω συζήτηση προκύπτει ότι οι όροι γλώσσα και διάλεκτος δεν μπορούν επαρκώς να προσδιοριστούν γλωοσδλογικά και μάλλον αντανακλούν εξωγλωσσικές, κυρίως ^λιτικέςγαναγκαιότητες. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι πολύ εύστοχη η διατύπωση του Μαχ ν/είητείοη ότι «νλώσσα είναι αία
58 64 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ διάλεκτος που έχει στρατό και στόλο», όπως επίσης.και αυτή του Οαΐνεί όττ«δΐδλητοςί^ είναΐπαρά μια ηττημένη γλωσσά» (πρβ. Παυλίδου, 1996: 30) Κ οινω νικά χαρακτηριςτικα κ α ι γλω σσά Εισαγωγικές παρατηρήσεις Ο χώρος που κατεξοχήν ασχολείται με το ζήτημα της σχέσης των κοινωνικών χαρακτηριστικών με τη γλώσσα είναι αυτός της κοινωνικής όιαλεκτολογίας. Με τον κλάδο αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το όνομα του ^ϊΐΐϊβιη Εαβον, ο οποίος ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς μεταβάλλεται/ποικίλλει η γλώσσα σε σχέση με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών της, πώς δηλαδή διαφοροποιείται η γλώσσα ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες που τη χρησιμοποιούν. Το έργο του ία&ον αποτέλεσε κίνητρο και πηγή έμπνευσης πολλών ερευνητών. Η κοινωνική διαλεκτολογία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συνέχεια της παραδοσιακής διαλεκτολογίας. Ενώ όμως η τελευταία επικεντρώνει την προσοχή της στην οριζόντια διαφοροποίηση (γεωγραφική ποικιλότητα), η κοινωνική διαλεκτολογία ασχολείται με την κάθετη διαφοροποίηση της γλώσσας (κοινωνική ποικιλότητα) σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σχήμα, όπως παρατίθεται στην ΑΐΐοΜχοη (1981: 50):
59 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 65 Πίνακας 1: Κοινωνική και γεωγραφική γλωσσική διαφοροποίηση Κοινωνική ποικιλότητα Γεωγραφική ποικιλότητα Έτσι, οι χώροι που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των κοινωνιογλωσσολόγων ήταν τα αστικά κέντρα σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές στις οποίες εργάστηκαν οι παραδοσιακοί διαλεκτολόγοι. Γι αυτό και η κοινωνική διαλεκτολογία έχει χαρακτηριστεί και ως αστική διαλεκτολογία. Επίσης, κατ αναλογίαν προς τις διαλέκτους, η κοινωνική διαλεκτολογία προσπαθεί να περιγράφει και να οροθετήσει τις κοινωνιολέκτονς, δηλαδή τις γλωσσικές ποικιλίες που χρησιμοποιούνται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, και να μελετήσει τα ενδεχόμενα «εμπόδια/φραγμούς» που συμβάλλουν στη διαμόρφωση διαφορετικών ποικιλιών ανά κοινωνική ομάδα και αποτρέπουν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) τη διάχυση γλωσσικών χαρακτηριστικών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, όπως τα φυσικά εμπόδια (όρη, ποτάμια, λίμνες κ.λπ.). Ο προσδιορισμός τους επιτυγχάνεται βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών, εκ των οποίων τα σημαντικότερα είναι η κοινωνική τάξη, το φύλο, η ηλικία, η εθνική ή φυλετική καταγωγή. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε, ακολουθώντας τη Μακρή-Τσιλιπάκου (1986: 261), ότι υπάρχει μια υπερκάλυψη των γεωγραφικών διαλέκτων από τις κοινωνιολέκτους, αφού πολύ συχνά τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία απορροφώνται από τις κατώτερες κοινωνικές διαλέκτους, ενώ γίνονται
60 66 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δύσκολα ανεκτά από την πρότυπη και κυρίαρχη γλωσσική ποικιλία. Πολύ εύστοχα ο Τζιτζιλής (2001: 173) επισημαίνει για τον ελληνικό χώρο ότι ο στιγματισμένος διαλεκτικός λόγος του εσωτερικού μετανάστη, έξω από το φυσικό του περιβάλλον, αντιπαρατίθεται στην κοινή νεοελληνική. Η πορεία της γλωσσικής αφομοίωσης θα μπορούσε να περιγράφει ως μια προσπάθεια απαλλαγής από τον διαλεκτικό λόγο και υπερίσχυσης της κοινής νεοελληνικής.6 Η τελευταία είναι η γλωσσική ποικιλία των ισχυρών (μορφωτικά και οικονομικά) ή ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων ανεξάρτητα από την πόλη στην οποία ζουν τα μέλη της (βλ. σχετικά Μπασλής, 2000: 45-46). Προχωρώντας στον τρόπο που σε γενικές γραμμές ακολουθούμε για να εξετάσουμε το πώς εκφράζεται η σχέση κοινωνικών χαρακτηριστικών και γλώσσας, πρέπει να επισημάνουμε τα εξής: επιλέγουμε ένα γλωσσικό στοιχείο (φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό κ.λπ.) το οποίο εμφανίζει αυτό που η παραδοσιακή γλωσσολογία αποκαλεί ελεύθερη ποικιλία ή ακριβέστερα εναλλασσόμενους τύπους ανάλογα με το χρήστη και την περίσταση. Κατόπιν συλλέγουμε (κυρίως μέσω μαγνητοφωνήσεων) γλωσσικό υλικό από πληροφορητές με ποικίλα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Εξετάζουμε στο γλωσσικό υλικό μας την αντιστοιχία που παρατηρείται μεταξύ των εναλλασσόμενων γλωσσικών τύπων με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών. Τα κοινωνικά αυτά χαρακτηριστικά θεωρούνται σταθερά και δεδομένα, γι αυτό και ονομάζονται ανεξάρτητες μεταβλητές (ΐηάερεικίεηΐ νβπ&μεδ), ενώ οι γλωσσικοί τύποι ονομάζονται εξαρτημένες μεταβλητές (άερεηάεηί νβηαμεδ), διότι η εμφάνισή τους συσχετίζεται με (κάποια από) τα δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ομιλητή, δηλαδή με τις ανεξάρτητες μεταβλητές. Γι αυτό και τέτοιου είδους μελέτες, οι οποίες επιδιώκουν τη διαπίστωση της σχέσης μεταξύ ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών, αποκαλούνται συσχετιστικές.7 Στη συνέχεια θα αναφερθούμε επι
61 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 67 λεκτικά σε ορισμένες βασικές και με ιδιαίτερη επίδραση κοινωνιογλωσσολογικές έρευνες Η έρευνα του Ιαύον στη Νέα Υόρκη Στις κλασικές συσχετιστικές έρευνες συγκαταλέγεται αυτή του ία&ον (βλ. ίέώον, 1972α) σχετικά με την κοινωνική ποικιλία του φωνήματος Μ το οποίο είχε δύο πραγματώσεις, [γ] και [0], στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 60. Διατύπωσε την υπόθεση ότι η εμφάνιση ή όχι του μεταφωνηεντικού (γ) δεν είναι τυχαία, αλλά συνδέεται με την κοινωνική τάξη των ομιλητών, την ηλικία τους, το ύφος που επιλέγουν, αλλά και το γλωσσικό περιβάλλον εμφάνισής του. Διερεύνησε την υπόθεση αυτή εξετάζοντας την ομιλία των υπαλλήλων τριών μεγάλων καταστημάτων: ενός λαϊκού (ΚΜη), ενός μεσαίων στρωμάτων (Μαογ 8) και ενός που απευθυνόταν στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα (5ί&δ). Η κατηγοριοποίηση των καταστημάτων έγινε με κριτήρια όπως η πελατεία στην οποία απευθύνονταν, η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, η περιοχή όπου βρίσκονταν, οι εφημερίδες στις οποίες επέλεγαν να διαφημιστούν, οι τιμές τους κ.λπ. Ο ία&ον συνέλεξε τα δεδομένα του με μεγαλοφυή τρόπο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της κατευθυνόμενης συνέντευξης. Διάλεξε τις λέξεις ίουιΐΐι ίΐοοτ (τέταρτος όροφος) στις οποίες η μεταβλητή (γ) είναι μεταφωνηεντική. Επιπλέον, στην πρώτη λέξη το μεταφωνηεντικό (γ) ακολουθείται από σύμφωνο. Σε κάθε κατάστημα διαπίστωσε ποια προϊόντα εκτίθενται στον τέταρτο όροφο και άρχισε να θέτει στους υπαλλήλους ερωτήσεις του τύπου μου λέτε, σας παρακαλώ, πού είναι τα γυναικεία παπούτσια;, προσποιούμενος τον πελάτη. Η απάντηση, την οποία κατέγραφε κρυφά, ήταν πάντοτε οη ώο ίουτίΐι ίΐοοτ (ιστον τέταρτο όροφο). Στη συνέχεια υποκρινόταν ότι δεν είχε καταλάβει καλά και ξαναρωτούσε τον υπάλληλο, ο οποίος απαντούσε προσεκτικότερα και με πιο καθαρή προφορά. Με τον τρόπο αυτό ο ίαβον έλεγχε την υπόθεση ότι όσο περισ
62 68 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σότερη προσοχή δίνει κανείς στην ομιλία του, τόσο περισσότερο τείνει να χρησιμοποιεί τον γλωσσικό τύπο που είναι πιο κοντά στη νόρμα. Θεώρησε, μ άλλα λόγια, ότι υπάρχει ένα υφολογικό συνεχές στο ένα άκρο του οποίου τοποθετείται η αυθόρμητη ομιλία και στο άλλο άκρο η ευθυγραμμισμένη με τη νόρμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η παρουσία [γ] (και όχι η απουσία [0]) αποτελεί τη νόρμα για τους Νεοϋορκέζους. Ο ίβϋον υπολόγιζε προσεγγιστικά την ηλικία του κάθε υπάλληλου και τον κατέτασσε σε μία κλίμακα κοινωνικής ιεραρχίας με βάση κυρίως το κατάστημα στο οποίο εργαζόταν. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταγράφονται στον ακόλουθο πίνακα (βλ. Κακριδή, 1997: 3). Πίνακας 2: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού (γ ) στα τρία καταστήματα στη Νέα Υόρκη 1η απάντηση 2η απάντηση ΓουΛ ΡΙο ογ ΡοιίΓύι ΡΙοογ 5α&> (Α. Τ.) 30% 63% 40% 64% Μαογ δ(μ. Τ.) 27% 44% 22% 61% Κΐ ΐη (Κ. Τ.) 5% 8% 13% 18% Τα ίδια αποτελέσματα καταγράφονται και στον ακόλουθο πίνακα ιστογραμμάτων (βλ. ία&ον, 1972α: 52).
63 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 69 Πίνακας 3: Τα ποσοστά εμφάνισης του μεταφωνηεντικού (γ ): Το (τ) στην πρώτη ( I) καί (II) πραγμάτωση του ΐοιιτώ (άσπρο) και (Ιοογ (μαύρο) στα τρία καταστήματα της Νέας Υόρκης Από τα αριθμητικά δεδομένα του πίνακα προκύπτει ότι η εμφάνιση του μεταφωνηεντικού (γ) εξαρτάται: α) από το γλωσσικό περιβάλλον, δηλαδή από την ακολουθία ή όχι συμφώνου ίοιιτώ [ίο:(γ)θ] νδ Ποογ [Πο:(γ)], β) από την προσοχή, την υφολογική δηλαδή επισημότητα, με την οποία ο ομιλητής εκφέρει το λόγο του, γ) από την κοινωνική τάξη του ομιλητή. Σε σχέση με την ανεξάρτητη μεταβλητή της ηλικίας ο ίαβον διαπίστωσε ότι στο Μαογ 5 της μεσαίας τάξης, σε αντίθεση με την αναμενόμενη συμπεριφορά (η οποία θα ήταν οι μεγαλύτεροι να χρησιμοποιούν τον παλιότερο τύπο, δηλαδή τη μηδενική [0] πραγμάτωση της εξαρτημένης μεταβλητής, και οι νεότεροι τον νεότερο τύπο, δηλαδή την πραγμάτωση [γ]), οι μεγα-
64 70 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ λύτεροι εμφανίστηκαν να χρησιμοποιούν περισσότερο τον νεότερο τύπο απ ό,τι οι νεότεροι. Στο δαίίδ της ανώτερης τάξης ο ίαβον διαπίστωσε την αναμενόμενη συμπεριφορά, ενώ στο ΚΜη της κατώτερης τάξης η γλωσσική διαφοροποίηση μεταξύ των ηλικιών ήταν πολύ μικρή. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος πίνακας (βλ. ία&ον, 1972α: 59): Πίνακας 4: Τα ποσοστά εμφάνισης τον μεταφωνηεντικον (τ), κατανεμημένα σε τρεις ηλικιακές ομάδες των υπαλλήλων των τριών καταστημάτων της Νέας Υόρκης Μ3ογ δ ΚΜη
65 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 71 Τα αποτελέσματα αυτά οδήγησαν τον Ι,&βον στην υπόθεση ότι, ενώ τα μέλη των ανώτερων και πιθανώς των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν αλλάζουν την προφορά τους μετά την εφηβεία αφού αυτή παγιωθεί, τα μέλη των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που είναι κοινωνικά ευκίνητα, μπορεί να αλλάξουν την προφορά τους μετά την εφηβεία. Μπορεί δηλαδή σε μεσαία ηλικία να υιοθετήσουν την προφορά που έχει το μεγαλύτερο κύρος ώστε η ομιλία τους να μην αποτελέσει εμπόδιο στην ικανοποίηση των κοινωνικών τους φιλοδοξιών και στην κοινωνική τους κινητικότητα, δεδομένου ότι η κοινωνική επιτυχία προϋποθέτει την ευθυγράμμιση με τις κυρίαρχες κοινωνικές και γλωσσικές αξίες. Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα του ίεώον, πρέπει γενικότερα να επισημάνουμε ότι η διαφορά μεταξύ των κοινωνιολέκτων δεν είναι τόσο ποιοτική και σαφώς διακεκριμένη, όσο ποσοτική και διαβαθμίσιμη: ένα άτομο από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα θα χρησιμοποιήσει και τον μη ευθυγραμμισμένο με τη νόρμα τύπο, πιθανώς όμως θα τον χρησιμοποιήσει σπανιότερα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι υποθέσεις που κάνουμε για τη σχέση γλώσσας και κοινωνικής διαστρωμάτωσης μπορούν να εξεταστούν με βάσή σΰγκεκριμένα και ακριβή στοιχεία και να γίνουν αντικείμενο στατιστικής μέτρησης, χωρίς να εξαρτώνται από τις διαισθήσεις ή τις εντυπώσεις του γλωσσολόγου. Παρόμοιες εξαρτημένες (γλωσσικές) μεταβλητές έχουν μελετηθεί πολύ, κυρίως στην αγγλική, και τις περισσότερες φορές έχει επιβεβαιωθεί η βασική υπόθεση ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ κοινωνικής διαστρωμάτωσης και γ^ΐδσσάς. Εδώ ; πρέπει να σημειώσουμε ότι μία κεντρική έ^όΐα στις έρευνες \ αυτές, δηλαδή η κοινωνική τάξη, είναι δύσκολο να οροθετηθεί \ με ακρίβεια. Η συνήθης πρακτική είναι να προσδιορίζεται ως συνισταμένη άλλων κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών όπως το εισόδημα, το επάγγελμα, η μόρφωση, ο τόπος κατοικίας κ.λπ.8.
66 72 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Η έρευνα του ΤηιάξΠΙ στο Νόριτζ Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πορίσματα του Τηκίβΐΐΐ (1974, 1975) από τις έρευνές του στο Νόριτζ της Αγγλίας. Θα αναφερθούμε ειδικότερα στη διερεύνηση της μεταβλητής (ϊη ), η οποία αφορά τη ρηματική κατάληξη της αγγλικής που στον γραπτό λόγο αποδίδεται ως -ίηβ, όπως στο I βω ψοτίϊηξ (εργάζομαι). Η μεταβλητή αυτή μπορεί να πραγματωθεί με δύο τρόπους, έχει, μ άλλα λόγια, δύο τιμές: α) τον υπερωικό τύπο της νόρμας [ΐη] (όπου για την προφορά του έρρινου συμφώνου το πίσω μέρος της γλώσσας αγγίζει την υπερώα) και β) τον στιγματισμένο οδοντικό τύπο [ϊη] (όπου για την προφορά του έρρινου συμφώνου η άκρη της γλώσσας αγγίζει τη βάση των επάνω δοντιών). Τα αποτελέσματα του Τηκ1 ΐ11 φαίνονται κατ αρχάς ανάλογα με αυτά της έρευνας του ίαβον στη Νέα Υόρκη. Διαπίστωσε ότι όσο πιο προσεκτική ήταν η εκφορά του λόγου, όσο δηλαδή επισημότερο ήταν το ύφος των ομιλητών από κάθε κοινωνική τάξη, τόσο περισσότερο χρησιμοποιούσαν τον τύπο της νόρμας [ϊη]. Διαπίστωσε επίσης ότι ο αποκλίνων τύπος [ΐη] εμφανιζόταν περισσότερο στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Πολύ σημαντικό όμως είναι το εύρημά του ότι ο αποκλίνων από τη νόρμα τύπος εμφανιζόταν πολύ περισσότερο στο λόγο των ανδρών απ ό,τι στο λόγο των γυναικών σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος πίνακας (βλ. Τπκίβΐΐΐ, 1974):
67 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 73 Πίνακας 5: Τα ποσοστά εμφάνισης του (ίη ) σε άντρες και γυναίκες μεσαίας τάξης (ΜΤ) και κατώτερης εργατικής τάξης (ΚΕΤ) στο Νόριτζ Όπως προκύπτει και από τον παραπάνω πίνακα, οι άνδρες είχαν την τάση να απομακρύνονται από τον τύπο της νόρμας με το εμφανές γόητρο, ενώ οι γυναίκες να προσκολλώνται περισσότερο σ αυτόν. Μάλιστα, ο Τηι4 ΐ11 επιβεβαίωσε περαιτέρω τα αποτελέσματά του, όταν, ρωτώντας τους πληροφορητές του και από τα δύο φύλα σχετικά με το ποιον τύπο πίστευαν ότι επέλεγαν, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες είχαν την πεποίθηση ότι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τον τύπο της νόρμας απ ό,τι έκαναν στην πραγματικότητα και το αντίστροφο συνέβαινε με τους άνδρες. Η εικόνα δηλαδή που είχαν οι γυναίκες για τον εαυτό τους είναι ότι μιλούν τη νόρμα, ενώ οι άνδρες ότι μιλούν την τραχιά γλώσσα των εργατών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο Τηιά ί11 απέ
68 74 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δωσε το φαινόμενο αυτό σε δύο κυρίως λόγους: 1) ότι οι γυναίκες στην κοινωνία μας νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια και πιθανότατα με τη χρήση των τύπων της νόρμας προσπαθούν να ανορθώσουν το κοινωνικό τους γόητρο, 2) η αποκλίνουσα γλώσσα των ανδρών εργατών τείνει να έχει συνδηλώσεις σκληρότητας και τραχύτητας, χαρακτηριστικά καλυμμένου γοήτρου τα οποία από πολλούς θεωρούνται επιθυμητά για τους άνδρες και όχι για τις γυναίκες Η έρευνα της Οιβδΐτε στο Ρέντινγκ Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η έρευνα της Οιεδΐτε (1978) στο Ρέντινγκ της Αγγλίας όπου παράλληλα με τύπους της νόρμας όπως I ϊποψ, γου Κηοπ, ώβγ οάά κ.λπ. χρησιμοποιούνται και οι αποκλίνοντες τύποι I ϊποφβ, γου ΚηοΦ8, ώ γ ο&11β. Η Οιεδίτε εξέλαβε ως μεταβλητή την ενεστωτική τριτοπρόσωπη ρηματική κατάληξη του ενικού αριθμού (8) με τιμές την επέκταση ή όχι της κατάληξης αυτής σε όλα τα πρόσωπα. Οι πληροφορητές της ήταν έφηβοι (αγόρια και κορίτσια ηλικίας εννέα έως δεκαεπτά ετών) που συναθροίζονταν σε σημεία της πόλης που θεωρούνταν προβληματικά από τους κατοίκους, διότι εκεί μαζεύονταν όταν «έκαναν κοπάνα» από το σχολείο, όπου και άναβαν φωτιές, πάλευαν, έβριζαν και γενικότερα δημιουργούσαν φασαρίες. Τα αποτελέσματα της έρευνας της Οιβδΐτε παρουσιάζουν αναλογίες με αυτά του Τηιά ΐ11 ως προς τη συμπεριφορά των δύο φύλων: τα αγόρια προτιμούν τους αποκλίνοντες τύπους, ενώ τα κορίτσια προτιμούν τους τύπους της νόρμας. Αναλυτικότερα, στην ανεπίσημη καθημερινή ομιλία, χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη συχνότητα οι αποκλίνοντες τύποι τόσό από τα αγόρια όσο και από τα κορίτσια, ενώ στην πιο προσεγμένη και επισημότερη ομιλία οι αποκλίνοντες τύποι χρησιμοποιούνταν πολύ λιγότερο. Σε αντίθεση όμως με το ανεπίσημο, στο πιο επίσημο ύφος η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων ήταν εντονότατη: τα κορίτσια χρησιμοποιούσαν πολύ λι-
69 ΛΙΑΣΤΑΣΡ.ΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 75 γότερο τους αποκλίνοντες τύπους (13%) σε σχέση με τη χρήση που γίνονταν από τα αγόρια (περίπου 30%). Τα κορίτσια δηλαδή ευθυγραμμίζονταν πολύ περισσότερο με τη νόρμα σε επίσημες περιστάσεις. Η ανάλυση της ΟΗεκΐτε όμως έδειξε καθαρά ότι συνδυαστικά με το φύλο και το ύφος εμπλέκεται και η μεταβλητή της τοπικής (υπο)κουλτούρας των νέων, η οποία απαιτεί από αυτούς να είναι σκληροί. Έτσι, οι αποκλίνοντες τύποι συσχετίζονται στενά και με την επίδειξη σκληρότητας. Όπως παρατηρεί ο Ανδρουτσόπουλος (βλ. 1997: : 47), η συμμετοχή σε μια νεανική κουλτούρα προσφέρει πρότυπα και συνεπάγεται νόρμες που αφορούν τις απόψεις και τις συμπεριφορές σχετικά με τη γλώσσα, την κοσμοθεωρία των ενηλίκων, τις καθημερινές συνήθειες, τις προτιμήσεις στην εμφάνιση, τις προτιμήσεις στην πολιτιστική κατανάλωση γενικότερα και τη μουσική ειδικότερα Λ.λπ. Η συμμόρφωση στις παραπάνω νόρμες αποτελεί πολλές φορές απαραίτητη προϋπόθεση για την ουσιαστική συμμετοχή στις νεανικές παρέες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι γλωσσικοί τύποι της νεανικής νόρμας μπορεί να μεταβιβάζονται από τη μια γενιά νέων στην άλλη, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιηθούν από ενηλίκους.9 Η Οιεδίτε εστίασε την προσοχή της σε παραμέτρους σκληρότητας τις οποίες θεώρησε συστατικά στοιχεία της παρέας που μελέτησε. Τέτοιες παράμετροι είναι οι φιλοδοξίες επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων, λ.χ., σε «σκληρό» (π.χ., σφαγέας) ή όχι επάγγελμα,- ο βαθμός σκληρότητας που άμεσα προβάλλουν,τ.χ., συμμετοχή σε κλοπές, εμπρησμούς κτιρίων, παλέματα κτλ., και η θέση τους στην ιεραρχία της ομάδας, λ.χ. μέλη κεντρικά-πυρηνικά ή περιφερειακά. Διαπίστωσε ότι οι αποκλίνοντες τύποι συσχετίζονταν όχι μόνο με το αρσενικό φύλο, αλλά και με τον υψηλό βαθμό συμμετοχής των αγοριών στην υποκουλτούρα του δρόμου, κεντρικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η «σκληρότητα». Τα κορίτσια, αντίθετα από τα αγόρια, είχαν άλλα ενδιαφέροντα (π.χ., δημοφιλείς τραγουδιστές, σχέσεις με
70 76 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ το άλλο φύλο) και δεν παρουσίασαν υψηλό βαθμό συμμετοχής στην υποκουλτούρα του δρόμου Η έρευνα της Μϊΐτογ στο Μπέλφαστ Η τελευταία ερευνητική προσέγγιση στην οποία θα αναφερθούμε με. περισσότερες λεπτομέρειες είναι αυτή της Μί1ιχ>γ (1980 κ.ά.) σε περιοχές εργατικών τάξεων του Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Το έργο της ΜϊΙγου υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των κοινωνικών δικτύων ($οοΐ3ΐ ηεΐλνογίίδ) ως ανεξάρτητων μεταβλητών. Στο Μπέλφαστ, τα κοινωνικά δίκτυα, οι στενές σχέσεις κυρίως μεταξύ συγγενών και ομοθρήσκων, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση ενός ατόμου σε εργασιακή απασχόληση και σε άλλα κοινωνικά οφέλη. Οι κάτοικοι του Μπέλφαστ διακρίνονται, σύμφωνα με τη Μΐ1τογ, από κοινωνική ανασφάλεια και αισθάνονται την ανάγκη θέσπισης και διατήρησης ισχυρών κοινωνικών δικτύων. Βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας του δικτύου είναι η εγωκεντρικότητά του, διότι ορίζεται σε σχέση με ένα συγκεκριμένο άτομο το οποίο λαμβάνουμε ως κέντρο του. Οι σχέσεις που συνάπτει το συγκεκριμένο Εγώ με διάφορα άλλα άτομα συνιστούν το κοινωνικό του δίκτυο. Προφανώς, ξεκινώντας από τα άλλα άτομα με τα οποία σχετίζεται το Εγώ, διαπιστώνουμε ότι τα δικά τους δίκτυα παρουσιάζουν μεγαλύτερη ή μικρότερη επικάλυψη με το αρχικό δίκτυο. Δύο πτυχές ενός κοινωνικού δικτύου είναι ιδιαίτερα σημαντικές, η πυκνότητα (άεη$ίΐγ) και η πολυνηματότητα (ιηιι11ΐρ1εχΐΐγ). Ένα δίκτυο είναι περισσότερο ή λιγότερο πυκνό, ανάλογα με τον αριθμό των γνωστών του Εγώ που σχετίζονται και μεταξύ τους. Και στα δύο σχήματα του πίνακα 6, το Εγώ, που συμβολίζεται με X, συσχετίζεται με άλλα τέσσερα άτομα. Στο σχήμα (2) τα άτομα αυτά γνωρίζονται και μεταξύ τους. Στο σχήμα (1) η μόνη σχέση που έχουν είναι μέσω του X. Μ άλλα λόγια, αν ο X του σχήματος (2) βρισκόταν σ ένα πάρτι με κάποιους από τους τέσσερις γνωστούς του δεν θα χρειαζόταν
71 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 77 να τους αλληλοσυστήσει, σε αντίθεση με τον X του σχήματος (1). Πίνακας 6: Πυκνότητα δικτύων Εάν ένα άτομο συνδέεται προς το Εγώ με μία μόνο ιδιότητα, π.χ. του γείτονα, τότε ο δεσμός είναι μονο-νήματος (ιιηΐρίεχ). Αν ο δεσμός αφορά περισσότερες ιδιότητες, π.χ. του γείτονα, του συγγενούς, του φίλου, του συνεργάτη, τότε ο δεσμός είναι πολυνήματος (ωυΐίίρίβχ). Η ΜϊΙγου διαμόρφωσε ένα σύνθετο μαθηματικό τρόπο μέτρησης της ισχύος ενός δικτύου (ηεΐχνολ χΐτεπ^ΐη), ο οποίος απεικονίζει το βαθμό πυκνότητας και πολυνηματότητάς του. Διερεύνησε την ύπαρξη ή όχι συσχέτισης μεταξύ της ισχύος των δικτύων στα οποία συμμετείχαν οι 46 πληροφορητές της και οκτώ εξαρτημένων φωνολογικών μεταβλητών και διαπίστωσε την ύπαρξη συσχέτισης σε πέντε από αυτές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μεταβλητή (δ) μεταξύ φωνηέντων σε λέξεις όπως τποίλ[=δ]6γ, ί>γθίλ[=δ]6γ με δύο τιμές: παρουσία [δ] (τύπος της νόρμας) / απουσία [δ] (αποκλίνων τύπος). Η ΜΠγου συνέλεξε το υλικό της συμμετέχοντας η ίδια στην καθημερινή ζωή των κοινοτήτων που θέλησε να μελετήσει. Κατάφερε την εισαγωγή της στη ζωή των κοινοτήτων, συστηνόμενη ως φίλη φίλου (α ίπεηά οί ά ίπεπά) (βλ. σχετικά ). Το ενδιαφέρον της ΜιΙγου εστιάστηκε κυρίως στο πώς μία γλωσσική νόρμα της καθομιλουμένης, η οποία αντιπαρατίθεται με αυτήν της μεσαίας ή και της ανώτερης κοινωνικής τάξης, αναδύεται και διατηρείται στο πλαίσιο κατώτερων κοι-
72 78 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ νωνικά και ειδικότερα εργατικών κοινοτήτων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς της έδειξαν ότι όσο ισχυρότερο είναι ένα κοινωνικό δίκτυο (πυκνότερο και με περισσότερα νήματα) τόσο περισσότερο τα μέλη του χρησιμοποιούν στοιχεία που ανήκουν στη νόρμα της καθομιλουμένης, παρά το κοινωνικό της στίγμα. Η ΜίΐΓογ ερμήνευσε το γεγονός αυτό θεωρώντας ότι τα ισχυρά δίκτυα στο πλαίσιο μιας κοινότητας έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση όλων των κανονικοτήτων της κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της γλωσσικής νόρμας. Όσο πυκνότερο και με περισσότερα νήματα είναι ένα δίκτυο τόσο αποτελεσματικότερα λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής στο άτομο του κοινωνικού συστήματος αξιών. Αν ολοι όσους συναναστρέφεται κανείς μιλούν και φέρονται με τον ίδιο τρόπο, έίνάι φυσικό και αναμενόμενο να τον επηρεάσουν ώστε και αυτός να μιλάει και να φέρεται ανάλογα Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικότερο για κάποιον να ευθυγραμμιστεί με ό,τι αναμένουν από αυτόν στο γλωσσικό -αλλα και σε άλλα επίπεδα- τα άτομα που συμμετέχουν στο προσωπικό του δίκτυο, παρά με ό,τι, λ.χ., μαθαίνει στο σχολείο. Έτσι, είναι αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο μια ομάδα με χαμηλό κύρος, η οποία όμως συντίθεται από ισχυρά κοινωνικά δίκτυα, να διατηρεί τον δικό της γλωσσικό κώδικα, όσο κοινωνικά στιγματισμένος κι αν είναι αυτός και παρά τις πιέσεις να αποδεχθεί μια πιο «αξιόλογη» γλωσσική ποικιλία.10 Τα ισχυρά δίκτυα, επισημαίνει η ΜΠγου, εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες της εργατικής τάξης και αυτό γιατί, σύμφωνα με κοινωνιολογικά πορίσματα, η διατήρηση ισχυρών σχέσεων αλληλεγγύης είναι προϋπόθεση επιβίωσης για τους φτωχότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Αν λοιπόν τα ισχυρά κοινωνικά δίκτυα είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της καθομιλούμενης νόρμας και αν τα ισχυρά κοινωνικά δίκτυα εντοπίζονται κυρίως στις παραδοσιακές εργατικές κοινότητες, όπως αυτές του Μπέλφαστ, τότε στις κοινότητες αυτές είναι φυσικό να αναδυθεί και να διατηρηθεί μία
73 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 79 νόρμα ανταγωνιστική με την επίσημη και αποδεκτή από την ευρύτερη κοινωνία. Η νόρμα της καθομιλουμένης συμβολίζει τις αξίες της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας. Από την άλλη, τα άτομα των μεσαίων και ανώτερων τάξεων, ακριβώς επειδή στηρίζονται στις προσωπικές τους πηγές και στις υπηρεσίες των θεσμών, διατηρούν ανοιχτά και όχι κλειστά δίκτυα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ενισχύσουν γλωσσικές μορφές που αποκλίνουν από την επίσημη, ευρέως διαδεδομένη, νόρμα Γλωσσική ποικιλία και γλωσσική αλλαγή Ι. Η έρευνα του Ι^&ον στο ΜαιΊΙι& β Υίιιβγ&πΙ Η σημαντικότητα των εοευνών παυ_ ΐάαααε στην ποοηγούμενη ενότητα δεν εντοπίζεται μόνο στο γεγονός ότι ανέδειξαν το φαινόμενο της ποικιλότητας στη γλώσσα σε συνάρτηση με κοινωνικές παραμέτρους, αλλά και στο ότι υποδεικνύουν τη γλωσσική ποικιλότητα "ΟΚ δείκτη τής εν εξελίξει νλιηππι,κής αλλαγής. Το πώς η γλωσσική ποικιλία οδηγεί στη γλωσσική αλλαγή θα το εξετάσουμε μέσογαπό το παρδδείγμα της έρευνας του ί&&ον (1972α) στο νησί ΜαΛ ΐ8ώ3ΰη γΐϋ^... Το νησί Μ&πΗα χ νίηβυ&τά είναι ένα ειδυλλιακό μέρος έξω από τη Βοστώνη με μικρό γηγενή πληθυσμόγο οποίος πολλαπλασιάζεται κατά τους θερινούς μήνες (από σε ). Κατά τη διερευνητική επίσκεψή του στο νησί ο ΐΛ&ον παρατήρησε ότι η δίφθογγος σε λέξεις όπως ουί, Ηοιΐ56, και η δίφθογγος [αΐ] σε λέξεις όπως ψμίε, πΐξΐιί είχε αρχίσει να παρουσιάζει ποικιλομορφία και να μεταβάλλεται προς μια πιο κεντροποιημένη προφορά: τδ πρώτομέ'ρος των διφθόγγων φαινόταν ότι άλλαζε από ένα φθόγγο [α] όπως στη λέξη οβτ σ ένα φθόγγο _] όπως στη λέξη 3 ο. Σχηματικά, [ωι] 3 [_ιι] [81] 3 [_ΐ]
74 80 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Ο ία&ον συνέλεξε το υλικό του παίρνοντας συνεντεύξεις από νησιώτες διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων και ποικίλης γεωγραφικής και εθνοτικής προέλευσης. Οι ερωτήσεις που έθετε περιείχαν λέξεις με τις προς εξέταση διφθόγγους, όπως, λ.χ., Μιεη \νε δρεακ οί Ιΐιε πβΐιί ΐο Ιΐίε (...) \ν1ιαΐ άοεχ ήξΐιί ιη63η? και προέτρεπαν έτσι στην παραγωγή λόγου όπου θα χρησιμοποιούνταν οι λέξεις αυτές. Ζήτησε επίσης την ανάγνωση αποσπασμάτων στα οποία εμφανίζονταν οι προς εξέταση δίφθογγοι, ενώ δεν απέφυγε και τη συμμετοχική παρατήρηση σε μπαρ, εστιατόρια, καταστήματα κτλ. Τα αποτελέσματά του έδειξαν ότι η αλλαγή ήταν περισσότερο ορατή σε άτομα ηλικίας 30 έως 45 χρόνων, ενώ ήταν λιγότερο εμφανής σε άτομα ηλικίας άνω των 75 και κάτω των 30. Γεωγραφικά, η αλλαγή ήταν περισσότερο διαδεδομένη στο αγροτικό δυτικό μέρος του νησιού, το οποίο είχε πλούσιες ιχθυοδραστηρ05τητεζγπαρά στο πολυσύχναστο ανατολικό, όπου ο κόσμος ασχολούνταν κυρίως με τον~τουρισμόγΐε σχέση με τα επαγγέλματα, οι ψαράδες ήταν αυτοί που περισσότερο χρησιμοποιούσαν τους νέους φθόγγους, ενώ σε σχέση με την εθνοτική προέλευση (Αγγλοι, Πορτογάλοι, Ινδιάνοι) οι αγγλικής καταγωγής παρουσίασαν μεγαλύτερη προτίμηση στη νέα προφορά. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, ο ίαβον οδηγήθηκε στην υπόθεση ότι η αλλαγή πιθανότατα ξεκίνησε από μια μικρή ομάδα ψαράδων από το δυτικό νησί και διαδόθηκε ευρύτερα, κυρίως σε άτομα αγγλικής καταγωγής, 30 έως 45 χρόνων. Επιπλέον όμως τον απασχόλησαν τα εξής ζητήματα: Πώς άρχισαν οι ψαράδες να αλλάζουν την προφορά τους; Κάποιος ξαφνικά άλλαξε την προφορά του και έπεισε και τους-υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν; Και γιατί ένα σημαντικό μέρος του ενήλικου πληθυσμού του νησιού άρχισε, μάλλον ασυνείδητα, να ακολουθεί τον γλωσσικό νεωτερισμό μιας πιθανότατα μικρής ομάδας ψαράδων; Ορισμένοι μάλλον ηλικιωμένοι γηγενείς ψαράδες, υποστή
75 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 81 ριξε ο ί&βον, δεν επινόησαν ξαφνικά τις νέες διφθόγγους, αλλά άρχισαν να μεγιστοποιούν μία ήδη προϋπάρχουσα τάση προφοράς στην ομιλία τους. Έτσι, η φαινομενικά νεωτεριστική προφορά των διφθόγγων ουσιαστικά προσομοίαζε με αυτήν που χρησιμοποιούσαν στην ηπειρωτική^αμέργκή τόντ9ο αιώνα. Ενώ, δηλαδή, οι νησιώτες του ΜαπΗα δ νΐηεγ8γ<1 είχαν σχεδόν χάσει τις παλιές τους διφθόγγους και είχαν ευθυγραμμιστεί με τη σύγχρονη αμερικανική νόρμα, άρχισαν σταδιακά να επανέρχονται στην παλιά προφορά. Η ιδιόμορφη αυτή πορείά~αλλαγής~απεικονίζεται στον ακόλουθο πίνακα (βλ. Αϊΐοΐιϊδοη, 1981: 73): Πίνακας 7: Η φωνηεντική αλλαγή στο ΜίΐΠίια $ νίπαγθγά 19ος αι. Οιβιΐδ] ίιοιι$6 \1 V 20ός αι. I [Ιΐίαΐδ] I Γιατί συντελέστηκε αυτή η επαναφορά στην αρχική προφορά και ειδικότερα μεταξύ των ψαράδων, αγγλικής κυρίως καταγωγής, 30 έως 45 ετών; Κατά τον ίβ&ον, η απάντηση βρίσκεται στην αύξηση του τουρισμού και στην αποδοκιμασία των τουριστών καταρχήν από μια μικρή ομάδα γέρων γηγενών νησιωτών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ταυτιστεί με τις παραδοσιακές αρχές και αξίες του νησιού και απέρριπταν τον καταναλωτισμό των τουριστών. Η δε επαναφορά στην αρχική
76 82 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ προφορά λειτούργησε ως σύμβολο της νησιωτικής τους ταυτότητας, διακριτικό της ιδιαιτερότητάς τους σε αντίστιξη με την προφορά των τουριστών. Η στάση αυτή, όπως έδειξε η έρευνα, οδήγησε πολλούς της ηλικίας που ήθελαν να μείνουν και να δραστηριοποιηθούν στο νησί να ακολουθήσουν την ομιλία των γεροντότερων για να αποκτήσουν ταυτότητα γνήσιων νησιωτών. Όσοι σχέδιαζαν να φύγουν ή δεν είχαν αποφασίσει ακόμη για το μέλλον τους επέλεγαν περισσότερο τις διφθόγγους της νόρμας. Οι μεγαλύτερες και μικρότερες ηλικίες δεν κεντροποιούσαν πολύ τις διφθόγγους επιδεικνύοντας ουδετερότητα, διότι προφανώς λόγω της ηλικίας τους δεν συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Με βάση την έρευνα του ί&5ον στο νησί ΜβΠΗβ δ νίπεγατ(1 μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα στάδια στην παρατηρούμενη γλωσσική αλλαγή: 1. Μία όψη της ομιλίας-μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας διαφοροποιείται σε κάποιο βαθμό απο τη νόρμα της ευρύτερης περιοχής. Στην περίπτωση του νησιού Μ&ηΗ&Υ νϊη6γατά κάπόίόν-μάλλον ηλικιωμένοι ψαράδες, στην ομιλία των οποίων είχαν επιβιώσει παλιές δίφθογγοι, αρχίζουν να μεγιστοποιούν τη διαφορά στην προφορά τους σε σχέση με την υπάρχουσα νόρμα, 2. Μία δεύτερη κοινωνική ομάδα θαυμάζει και ακολουθεί την πρώτη και υποσυνείδητα υιοθετεί ορισμένα χαρακτηριστικά της προηγούμενης ομάδας. Στην περίπτωση του νησιού ΜαπΗα 8 νΐπεχαπί οι ηλικιωμένοι ψαράδες θεωρήθηκαν ως οι αυθεντικοί φορείς των παραδοσιακών αρχών και αξιών. Οι αγγλικής καταγωγής ηλικίας που είχαν την πρόθεση να μείνουν μόνιμα στο νησί και να διαφοροποιηθούν από τους τουρίστες και όσους ταυτίζονται μ αυτούς, υιοθέτησαν τις παλιές διφθόγγους που αποτέλεσαν το διακριτικό^τοι^ς.. 3. Τα νέα γλωσσικά στοιχεία αρχίζουν να επικρατούν και γίνονται η νόρμα. Έτσι, και στην περίπτωση του Μ&ηΜ β
77 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 83 νϊηεγ&τά οι παλιές δίφθογγοι που έχουν επανέλθει επικρατούν και γίνονται η νόρμα. 4. Η γλωσσική αλλαγή διευρύνεται καθώς και άλλες κοινωνικές ομάδες προσαρμόζουν τη γλωσσική συμπεριφορά τους στη δεύτερη κοινωνική ομάδα που έχει ήδη υιοθετήσει το νεωτερισμό. Έτσι, και στο ΜβιΐΗα δ νϊηεγ3γ<1 οι αγγλικής καταγωγής ηλικίας λειτούργησαν ως πρότυπο για άλλες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες. Επανερχόμενοι, για λόγους σύγκρισης, στην περίπτωση της Νέας Υόρκης αξίζει να αναφέρουμε ότι, κατά τον ία&ον, και εκεί η γλωσσική ποικιλία ήταν ενδεικτική γλωσσικής αλλαγής: η διαφοροποίηση ανάμεσα στο ύφος της πρώτης αυθόρμητης απάντησης των υπαλλήλων, στην οποία περισσότερο απούσιαζε το [γ], και στο πιο προσεγμένο ύφος της δεύτερης απάντησης, στην οποία πέρισσότερο εμφανιζόταν το [γ], οδήγησε τον ίίώον στην υπόθεση ότι η εμφάνιση του [γ] ήταν ένα χαρακτηριστικό κύρους και κοινωνικής αποδοχής μιας νέας νόρμας που ήρθε να επικαθίσει σε μία προηγούμενη τοπική νόρμα. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται από περιγραφές του Γλωσσικού Άτλαντα της ομιλίας των Νεοϋορκέζων στις αρχές του αιώνα (πρβ. και ταινίες του 30) σύμφωνα με τις οποίες δεν υπήρχε μεταφωνηεντικό [γ]. Η αλλαγή στη Νέα Υόρκη σε σύγκριση με αυτή στο Ματ- Λα δ νϊηβγ3πι φαίνεται εκ πρώτης όψεως διαφορετική. Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε δύο κοινά στοιχεία: 1) στη Νέα Υόρκη, όπως και στο Μαιΐΐια χ νΐηεγ3τ<1, η αλλαγή δεν ήρθε «από το πουθενά», αλλά το μεταφωνηεντικό [γ] που υιοθετήθηκε από τους Νεούορκέζους υπήρχε στην πλειονότητα της ομιλίας των Αμερικανών, 2) και στις δύο περιπτώσεις οι αλλαγές πραγματοποιήθηκαν όταν μία κοινωνική ομάδα αποτέλεσε για μία άλλη το ιδεολογικό και γλωσσικό πρότυπο. Με άλλα λόγια, και στις δύο, περιπτώσεις οι γλωσσικές αλλαγές είχαν γόητρο: καλυμμένο (οονεπ) στην περίπτωση του Ματ-
78 84 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΐΗα δ νΐηεγβγά, καθώς η αλλαγή συμβόλιζε τις αξίες μιας κατώτερης ανίσχυρης ομάδας, εμφανές (ονεπ) στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, καθώς η αλλαγή συμβόλιζε τις αξίες της ισχυρής ομάδας που γίνονταν αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία. Ειδικότερα, στη Νέα Υόρκη η αλλαγή πραγματοποιήθηκε όταν οι Νεοϋορκέζοι απομακρύνθηκαν από το βρετανικό πρότυπο την περίοδο του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου και ταυτίστηκαν με τις αξίες του γνήσιου Αμερικανού, όπως αυτός εκπροσωπείται στο ΜΐώνεχΙ. Εκεί η φωνητική εξέλιξη είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Το μεταφωνηεντικό [γ] υιοθετήθηκε καταρχήν από τις ανώτερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις και σταδιακά διαδόθηκε και στις υπόλοιπες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη διάδοση μιας γλωσσικής αλλαγής από μία κοινωνική ομάδα σε μια άλλη, λαμβάνουν χώρα φαινόμενα υπερδιόρθωσης (ΗΥρετοοιτεοΐΐοη): το νέο γλωσσικό στοιχείο χρησιμοποιείται περισσότερο και με εντονότερα χαρακτηριστικά από αυτούς που όψιμα το υιοθετούν (στο ΜβτΐΗ& δ νΐηβγ3γ(1 παρουσιάστηκε μεγαλύτερος από τον αρχικό βαθμός κεντροποίησης στις διφθόγγους), ενδεχομένως και σε επιπλέον γλωσσικά περιβάλλοντα.11 Η κύρια διαφορά μεταξύ της αλλαγής στη Νέα Υόρκη και αυτής στο ΜαπΗα χ νΐπεχαπί είναι ότι η πρώτη μπορεί να χαρακτηριστεί αλλαγή άνωθεν (οηαη ε ίτοπι αβονε), διότι έχει κατεύθυνση προς μια κοινωνικά αποδεκτή νόρμα, ενώ η δεύτερη αλλαγή κάτωθεν (οη&η ε ίτοπι βείον), διότι απομακρύνεται από μια κοινωνικά αποδεκτή νόρμα. Οι αλλαγές άνωθεν είναι συνειδητές και εισάγονται συνήθως από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη στη γλωσσική κοινότητα. Συχνά συνιστούν δανεισμό από άλλες γλωσσικές κοινότητες που έχουν μεγαλύτερο και εμφανές γόητρο στα μάτια των ανώτερων τάξεων. Σταδιακά οι δάνειοι τύποι θεωρούνται καλύτεροι και από τις άλλες κοινωνικές τάξεις που προσπαθούν να μοιάσουν στην ανώτερη τάξη διαμορφώνοντας τη γλωσσική συμπεριφορά τους σύμφωνα με το νέο πρότυπο. Οι
79 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 85 νέοι αυτοί γλωσσικοί τύποι δεν επηρεάζουν άμεσα τη μη προσεγμένη, καθομιλούμενη γλώσσα τόσο της κυρίαρχης όσο και των υπόλοιπων τάξεων, αλλά εμφανίζονται με διαβαθμίσεις στον επίσημο κυρίως λόγο όλων των τάξεων. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί από τον ία5ον (1972α) ότι συχνά η δεύτερη ιεραρχικά κοινωνική ομάδα παρουσιάζει έντονα υπερδιορθωτική γλωσσική συμπεριφορά: στο επισημότερο -όχι όμως στο ανεπίσημο- ύφος ξεπερνά κατά πολύ τα ποσοστά της ανώτερης τάξης, της ομάδας προτύπου.12 Τα άτομα δε της δεύτερης ιεραρχικά κοινωνικής ομάδας, όπως προκύπτει από ειδικά ψυχοκοινωνιολογικά τεστ, πιστεύουν ότι χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά τύπους υψηλού γοήτρου, χωρίς αυτό πραγματικά να συμβαίνει. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως προϊόν της κοινωνικής ανασφάλειας της ομάδας αυτής (και ιδιαίτερα του γυναικείου πληθυσμού της, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προικίσει με κοινώνικά εφόδια τα παιδιά του) και της επιθυμίας της για άμεση κοινωνική άνοδο. Οι αλλαγές κάτωθεν είναι μη συνειδητές και εμφανίζονται στον καθημερινό, ανεπίσημο, μη προσεγμένο λογο.13 Συνήθως -όχι πάντα- πρόκειται γβττόπους που προυπηρχαν και οι οποίοι δεν συνοδεύονταν από ευρύτερα αναγνωρισμένο κύρος. Εισάγονται από κατώτερες κοινωνικές τάξεις που βιώνουν κρίσεις ταυτότητας. Τα νεωτεριστικά στοιχεία της αλλαγής κατά το στάδιο που έχουν μεν εισαχθεί (ή επανενεργοποιηθεί) στη γλωσσική κοινότητοτ^χλίά δεν έχουν ακόμη έντονες και συνειδητές κοινωνικές συνδηλώσεις, αποκαλούνται ενδείκτες (ΐηώο&ΙοΓδ). Οταν τα στοιχεία αυτά γίνονται τα δΐακρΐτίκά μιας κοινωνικής ταυτότητας, όπως οι δίφθογγοι στο Ματνϊηεγ3Γ(1, και η κατανομή τους συσχετίζεται με κοινωνικές ομάδες και λειτουργικές ποικιλίες, τότε ονομάζονται χαρακτηριστικές μεταβλητές (πιαλεγδ). Όταν μια γλωσσική αλλαγή φτάσει στο στάδιο της χαρακτηριστικής μεταβλητής, είναι δυνατόν να συνυπάρχει με έναν άλλον ήδη υπάρχοντα τύπο με κοινωνικό κύρος. Δεδομένου ότι η αλλαγή αυτή εισά
80 86 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γεται συνήθως από κατώτερες κοινωνικές τάξεις με μειωμένο κύρος, οι ανώτερες ομάδες με αυξημένο κύρος συνειδητοποιώντας τη συνύπαρξη του νεωτεριστικού με έναν άλλο ήδη υπάρχοντα τύπο είναι πιθανόν να στιγματίσουν τον νεωτεριστικό τύπο. Έτσι, η αρχική μεταβλητή μπορεί να εξελιχθεί σε στερεότυπο (8ΐ6Γ60ΐγρε).14 Είναι δε δυνατόν, αν εξαπλωθούν οι απόψεις της κυρίαρχης ομάδας, το στιγματισμένο στερεότυπο να καταστεί τόσο εμφανές στη συνείδηση μεγάλης μερίδας ομιλητών, ώστε να εκδιωχθεί από την ομιλία τους Η αξιακή διάσταση της γλώσσας Η έρευνα του ίαβον στο νησί ΜεατΗα δ νϊπ6γβτ(1 είναι, νομίζουμε, ένα πολύ καλό έναυσμα για να σχολιάσουμε περαιτέρω και να αναδείξουμε με παραδείγματα τον συμβολικό, αξιακό χαρακτήρα της γλώσσας, το γεγονός ότι τόσο μεμονωμένοι γλωσσικοί τύποι (όπως είδαμε ήδη), όσο και ολόκληρες γλωσσικές δομές είναι διαποτισμένες και ώς ένα βαθμό διαμορφωμένες από ιστορικές αξιολογήσεις. Ο Χριστίδης (1999α: 25-26, 133 βλ. και Οβίνεί, 1999) παρατηρεί σχετικά ότι η πρόσφατη αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία σήμανε τη δημιουργία τριών τουλάχιστον κρατικών οντοτήτων, της Σερβίας, της Βοσνίας, της Κροατίας, σήμανε παράλληλα και τη διάσπαση της ενιαίας σερβοκροατικής σε τρεις τουλάχιστον ξεχωριστές γλώσσες σε αντιστοιχία με τις νέες κρατικές οντότητες. Οι ανάγκες συμβολικής ταύτισης και διαφοροποίησης, όπως τις είδαμε να λειτουργούν στους"νησιώτες του ΜαΛΐιβ 5 νΐηεγ3γ(1 που ήταν υπέρμαχοι των παραδοσιακών αρχών και αξιών του νησιού, οδηγησαν τις τρεις νέες κρατικές οντότητες οι οποίες προέκυψαν από τη διασπαση της Γιουγκοσλαβίας σε στάσεις απέναντι στη γλωσσά ενδεικτικές των μεταξύ τους διαφορών. Ειδικότερα, οι ορθόδοξοι Σέρβοι τονίζουν, μεταξύ άλλών και με τη διατήρηση του κυριλλικού αλφαβήτου, τον σλαβικό χαρακτήρα της σερβοκροατικής. Οι μουσουλμάνοι Βόσνιοι τονίζουν τα αραβο-
81 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 87 τουρκικά δάνεια της σερβοκροατικής και επιχειρούν να αναβιώσουν προφορές που είναι εγγύτερες σε αυτή την πηγή. Οι καθολικοί Κροάτες δίνουν έμφαση, μεταξύ άλλων και με τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου, στα λατινογενή δάνεια της σερβοκροατικής. Συνάγουμε, λοιπόν, ότι η επιθυμία της διαφοροποίησης δημιουργεί νέες γλωσσικές πραγματικότητες, οι οποίες πιστοποιούν -στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας δραματικά- την αξιακή διάσταση της γλώσσας. Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας αποτελεί ένα άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα όπου επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε την αξιακή διάσταση της γλώσσας. Η ελληνική όμως δεν διασπάστηκε σε επιμέρους γλώσσες σε αντίθεση με τη σερβοκροατική, που είδαμε προηγουμένως, και κυρίως σε αντίθεση με τη λατινική, το ιστορικό της αντίστοιχο, από την οποία προέκυψαν οι νεολατινικές γλώσσες. Όπως παρατηρεί ο Χριστίδης (1999α: 26), η ερμηνεία της διαφοράς στην ιστορική πορεία της ελληνικής και της λατινικής θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφορετική ιστορική τύχη της ανατολικής και της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: η δεύτερη διαλύθηκε τον 5ο μ.χ. αιώνα υποκύπτοντας στους γερμανούς επιδρομείς, ενώ η πρώτη επέζησε -ως ελληνόφωνη οντότητα- για χίλια ακόμη χρόνια. Αυτή η ιστορική συνέχεια διατήρησε τα γλωσσικά αισθήματα συνέχειας συνεπικουρούμενη από τον αττικιστικό γλωσσικό κλασικισμό και τις βυζαντινές εκδοχές του. Ο κλασικισμός αυτός, με ερείσματα τη διοίκηση, την εκκλησία, την εκπαίδευση του Βυζαντίου, παρήγαγε αξιακές στάσεις απέναντι στη γλώσσα οι οποίες εγκατέστησαν το αίσθημα συνέχειας, παρά τις δραστικές αλλαγές της μεσαιωνικής και της νεότερης ελληνικής. Στο σημείο αυτό, αξίζει να δούμε, με αποσπάσματα από το βιβλίο του Κ. Βπ>\νηϊη (1991) Η ελληνική γλώσσα: Μεσαιωνική και νέα, πώς σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες επιχειρσύνταν η επιστροφή στο «ένδοξο παρελθόν» της ελληνικής ή γινόταν δραματική επίκλησή του, με αποτέλεσμα τη διαμόρφω-
82 88 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ αη του αισθήματος συνέχειας και αυτούσιας διατήρησης της ελληνικής: Η αντίδραση στη ρωμαϊκή επικυριαρχία οδήγησε (...) σε ένα νοσταλγικό πισωγύρισμα στην ένδοξη εποχή της ελληνικής ελευθερίας. Οι ρητοροδιδάσκαλοι χειρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά θέματα παρμένα από την περίοδο ανάμεσα στους περσικούς πολέμους και τον Μ. Αλέξανδρο και αδιαφορούσαν για την εποχή τους. Οι κλασικοί συγγραφείς έγιναν το μόνο πρότυπο άξιο μίμησης: αν μπορούσαν οι άνθρωποι να μιλήσουν και να γράψουν όπως οι μεγάλοι πρόγονοί τους ίσως να ξαναζωντάνευαν με κάποιο τρόπο τη χαμένη δόξα της Ελλάδας (σ. 65). [Την περίοδο της Φραγκοκρατίας] το κύρος της λόγιας γλώσσας μειώθηκε αφού ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, του οποίου ήταν και γλωσσικός φορέας, παραμερίστηκε. Το περίπλοκο εκπαιδευτικό σύστημα που διατηρούσε και ενστάλαζε τη χρήση της κατέρρευσε. (...) Στην αποκατεστημένη αυτοκρατορία των Παλαίολόγων είχαμε ένα είδος λογοτεχνικής αναγέννησης τον παλιού τύπον. Το γεγονός αντό μπορούμε να το κατανοήσονμε ως διεκδίκηση πολιτιστικής ανωτερότητας σε μια εποχή πον δεν μπορούσε να γίνει λόγος για πολιτική ανωτερότητα. Οι μισητοί δντικοί μπορεί να είχαν δύναμη, δεν είχαν όμως άμεση πρόσβαση στην αρχαιοελληνική σοφία και το χριστιανικό δόγμα που μόνο η γνώση της ελληνικής γλώσσας μπορούσε να δώσει (σ ). [Στις αρχές τον 19ον αιώνα] τα Ελληνικά της Πελοποννήσον ήταν πολύ κατάλληλα για να αποτελέσονν τη βάση μιας εθνικής γλώσσας. Απαλλαγμένα από τις ριζικές φωνητικές αλλαγές τον βόρειον ιδιώματος ή από τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της κρητικής ή της κνπριακής, γίνο- ~ νταν εύκολα αντιληπτά από όλονς τονς Έλληνες και ήταν αρκετά κοντά στη γλώσσα της όψιμης βνζαντινής και μεταβυζαντινής δημώδονς λογοτεχνίας για να γίνονν αποδεκτά από όλονς ως κοινή γλώσσα. (...) Θα ανέμενε κανείς ότι αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με την πελοποννησιακή βάση (...) θα γινόταν η εθνική γλώσσα πον
83 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 89 θα χρησιμοποιούνταν για επίσημους σκοπούς στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία όλων των ειδών. Αλλά τα πράγματα αποδείχτηκαν διαφορετικά. Τα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ήταν μια περίοδος πολιτικής αντίδρασης κατά την οποία η αναδυόμενη άρχουσα τάξη απέρριψε το ορθολογιστικό και δημοκρατικό πνεύμα που ζωογόνησε τη γενιά της απελευθέρωσης. Η άρχουσα αυτή τάξη αποτελούνταν σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό από πλούσιους Φαναριώτες από την Κωνσταντινούπολη και τους υποτακτικούς τους, ανθρώπους που ήταν προσηλωμένοι στη λόγια γλώσσα της παράδοσης και που φοβόντουσαν τις πολιτικές επιπτώσεις της απόρριψής της για χάρη της γλώσσας της μάζας του λαού. Με την επιρροή τους ο αρχαϊσμός έγινε η ημερήσια διάταξη. Η σύλληψη του Κοραή για την «κάθαρση» της γλώσσας του λαού έφτασε σε γελοίες ακρότητες κι εφαρμόστηκε σ' ένα πνεύμα πολύ διαφορετικό από εκείνο του Κοραή (σ ).15 Τα παραπάνω αποσπάσματα νομίζουμε ότι αποκαλύπτουν με ενάργεια τις ιστορικές πράξεις και τις αξιακές στάσεις που περιέβαλλαν την ελληνική στην ιστορική της πορεία και καλλιέργησαν και εδραίωσαν τη θέση περί τον ενιαίου και αδιαίρετου χαρακτήρα της. Ο Χριστίδης (1999α: 26) παρατηρεί ότι γλωσσικές περιοχές που αποκόπηκαν από την επιρροή των κέντρων όπου καλλιεργούνταν αυτές οι στάσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικές δραστικές αποκλίσεις, όπως, λ.χ., συνέβη με τα καππαδοκικά ή"τογ κατωιταλιώτικα.1** Από τη συζί^ση~πάντως τόσο του παραδείγματος της διάσπασης της σερβοκροατικής όσο και της ενότητας της ελληνικής αναδεικνύεται γενικότερα ο συμβολικός-αξιακός χαρακτήρας της γλώσσας: Πολύ συχνά νέες γλωσσικές μορφές δημιουργούνται ή παλαιότερες μορφές διατηρούνται -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και νεωνοαφικτί έκταση- σε συνάρτηση με την επιθυμία έκφρασης του συλλογικού, ιστορικού αισθήματος διαφοροποίησης ή ενότητας-συνέχειας.
84 90 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Η έρευνα σε φαινομενικό και η έρευνα σε πραγματικό χρόνο Θα ολοκληρώσουμε την ενότητα της γλωσσικής αλλαγής (2.2.6.) με ένα μεθοδολογικό σχόλιο. Όπως εξαρχής παρατηρήσαμε, η γλωσσική ποικιλότητα είναι σύμφωνα με τον ίεώον (1972α) "δείκτης τής εν εξελίξει γλωσσικής αλλαγής. Η συγ- > χρονική δηλαδή ποικιλία, μπορεί να μετατραπεί σε διαχρονική ^,λαγή, αν η αντιπαράθεση μεταξύ του παλαιότερου τύπου ν^^και του νεωτερισμού που εισηγείται μια κοινωνική ομάδα οδηγήσει στην επικράτησή του τελευταίου και τη σταδιακή ( αποδοχή του από περισσότερες κοινωνικές ομάδες. Η άμεση 5 εξέταση της συγχρονικής ποικιλίας, με την παρατήρηση της Λ * ομιλίας διαφορετικών γενεών που συνυπάρχουν και δείχνουν ^ την κατεύθυνση της γλωσσικής αντιπαράθεσης (πρβ. τη γλωσμ σική συμπεριφορά των ατόμων ετών στο ΜαΛΗα ε νΐη γ8γ(1 σε αντίθεση με τους παλαιότερους), ονομάζεται έρευνα σε φαινομενικό χρόνο (βρρ3γ6ηΐ Ιϊπιε) και αναδεικνύει την τάση ΐηζ" αλλαγής 4ϊτίφδ&έγγιση αυτή μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί κατά την αλλαγή της γλώσσας δεν παρατηρούνται φαινόμενα μειωμένης επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας», Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στη δυνατότητα συνύπαρξης στο νου του ομιλητή διαφορετικών τύπων,, του παλαιότερου και του νεότερου. Η συνύπαρξη αυτή ακριβώς συνιστά τη γλωσσική ποικιλότητα που οδηγεί στη γλωσσική αλλαγή. Η έρευνα κατάτην ΌΚοιοΤσυγκρίνονται γλωσσικίς"μορφές που ανήκουν σε διαφορετικές συγχρονίες έρχεται μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, να επιβεβαιώσει ή όχι τις υποθέσεις που έγιναν βάσει του φαινομενικού χρόνου (σχετικά με τη μεθοδολογική αυτή διάκριση, βλ. επίσης Τ3Π5ον7Τ994τ^3-Μ2).
85 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ Εισαγωγικές παρατηρήσεις Όπως παρατηρήσαμε και στο υποκεφάλαιο 1.3., αντίθετα από τις γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες που προσδιορίζονται από τα δομικά (γεωγραφικά και κοινωνικά) χαρακτηριστικά του χρήστη/ομιλητή, οι λειτουργικές ποικιλίες ((Ηαΐγρΐοίιιηεΐίοηβΐ νατΐεΐίεδ/τεξΐδΐεγδ)17 προσδιορίζονται από διαφορές στη χρήση όπως προκύπτουν από τις διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις στις οποίες πραγματώνεται ο λόγος. Έτσι, λ.χ., οι πανηγυρικές ομιλίες σε εθιμοτυπικές περιστάσεις (λ.χ., τελετές έναρξης, λήξης) απαιτούν επίσημο λόγο, ενώ οι συνομιλίες μεταξύ γνωστών αυθόρμητο και ανεπίσημο λόγο. Σπανίως μπορούν να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα, λ.χ., σε ένα επιστημονικό και ένα λογοτεχνικό κείμενο. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορές ανάμεσα, π.χ., σε ένα σχολικό εγχειρίδιο μαθηματικών και ένα κείμενο που απευθύνεται σε επιστήμονες. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην ανάλυση διαφορετικών περιστάσεων επικοινωνίας και διαφορετικών χρήσεων της γλώσσας θα μας απασχολήσει στα αμέσως επόμενα υποκεφάλαια Η ανάλυση των πρηι.πτήπρμν επικοινωνίας από τον Ηγτηβ$Κ^ " Σύμφωνα με τον Ηγιηε5 (1974), το έργο του οποίου εντάσσεται στο χώρο της εθνογραφίας της επικοινωνίας (είπηο^ταρην οί οοιηιηιιηίοειίΐοη)19, οι επικοινωνιακές περιστάσεις μπορούν ^ να αναλυθούν λαμβάνονταέ υπόψη (κάποιες από) τις ακόλου= ; θες παραμέτρους: ^ Φυσικό περιβάλλον (5εΐΐίη ): αναφέρεται στο χρόνο και I * τον τόπο διεξαγωγής της «πικοινωνίας. Π.χ., διαφορετικό εί- / ναττδγμη^^του π ρω θυπ ουρ^ υ^ και δια-/
86 92 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ φορετικό θα είναι σε περίπτωση κήρυξης επιστράτευσης. Επιπλέον, όλες οι μορφές επικοινωνίας δεν διεξάγονται στα ίδια χωροχρονικά περιβάλλανια. Λ.χ., συγκεκριμένες ευχες μπορεί να ειπωθούν σε σχέση με συγκεκριμένες γιορτές (Καλά Χριστούγεννα, Καλό Πάσχα). Ένα σχολικό μάθημα μόνο στην τάξη μπορεί να πραγματοποιηθεί, ενώ ένας επικήδειος μόνο ενώπιον του νεκρού μπορεί να εκφωνηθεί. Σκηνή (806Π6): αναφέρεται στον προσδιορισμό ενός πεοιβάλλοντος από τους μετόχους στην επικοινωνία ο προσδιορίσμόςτού περιβάλλοντος χωροχρόνου μπορεί να είναι διαφορετικός από τον πραγμοίτικό/φυσικό, κατ α\αιστοιχία με αυτό που συμβαίνει σ ένα θεατοικό έργο, όπου οι ηθοποιοί υποδύονται πράξεις άλλου χωροχρόνου από αυτόν της παράστασης. Έτσι, στο ίδιο φυσικό περιβάλλον οι μέτοχοι είναι δυνατόν ν αλλάζουν τον ορισμό που δίνουν στην επικογνωνίατου^και να περνούν, λ.χ., από το σοβαοό ύφος~σΐο ασ,τε40-κ±π. (πρβ^^ττίδΰς αστεϊσμούς μεταξύ φίλων που καταλήγουν σε παρεξηγήσεις ή τις παρεξηγήσεις που ξεπερνιούνται με αστεϊσμούς) (πρβ. και Τσιτσιπής, ί995γ 90). Μέτοχοι (ρβτΐίάρίΐηΐδ): αναφέρεται στους ποικίλουςσυνδυασμούς στη σχέση μεταξύ πομπού/-ών κα^δέκτή/-ώ^_χαρακτηριστική είναι η αντίθεση ανάμεσογστη διαδοχική εναλλαγή μεταξύ ομιλητή και ακροατή σε μία φιλική τηλεφωνική συνδιάλεξη από τη μια και στην ομιλία ενός πολιτικού σε πολυάριθμο ακροατήριο από την άλλη, όπου δεν παρατηρούνται εναλλαγές. Οι έννοιες πομπού και δέκτη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μηχανιστικά, εφόσον συχνά ο ομιλητής δεν είναι και ο αρχικός πομπός του μηνύματος, ενώ κάθε αποδέκτης δεν είναι και ο τελικός στόχος του μηνύματος. Σκοποί (εικίδ): αναφέρεται στα συμβατικά αναγνωρισμένα και προσδοκώμενα αποτελέσματα μιας επικοίνώνίαςγαλλά και στους προσωπικούς στόχους που οι μέτόχστεπχδιώκουν να πραγματοποιήσουν στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής. Μία δίκη, λ.χ., έχεΐ ένάν κοινωνικά αναγνωρισμένο σκοπό,
87 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 93 την έκδοση μιας (καταδικαοχικικ ή αθωωτικής) απόφασης. Παράλληλα, καθένας από τους μετόχους (δικαστής, εισαγγελέας, ένορκοι, μάρτυρες υπεράσπισης, μάρτυρες κατηγορίας κ.λπ.) επιδιώκει την πραγματοποίηση προσωπικών στόχων (λ.χ., προσωπική προβολή, εκδίκηση! ανεξάρτητα από το ρόλο τους, Κλειδί Οίεγ): αναφέρεται στο «πνεύμα» και στον τόνο με τον οποίοτεπιτελείται μία^λωσσΐκύ εκφοοά. π.χ. το «κλειδί» μπορεί να είναι διαμαρτυρίας ή αστείο, σοβαρό, ειρωνικό, εχθρικό κ.λπ. Συχνότατα, συγκεκριμένα κλειδιά συνδέονται με άλλες παραμέτρους, όπως είναι το φυσικό περιβάλλον ή η ταυτότητα των μετόχων. Είναι, λ.χ., αναμενόμενο το «κλειδί» με το οποίο διεξάγεται η επικοινωνία στην εκκλησία να είναι σοβαρό και επίσημο, ενώ ένας κλόουν να επικοινωνεί με το κοινό του στο τσίρκο με τρόπο αστείο. Συγκεκριμένες στρατηγικές μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτες μετάβασης από το ένα «κλειδί» στο άλλο και, κατά συνέπεια, από τη μία σκηνή στην άλλη. Λ.χ., από τον προκαταρκτικό φιλικό ανεπίσημο διάλογο ανάμεσα στον ομιλητή μιας διάλεξης και τους διοργανωτές γίνεται η μετάβαση στην έναρξη της επίσημης διάλεξης με μία έντονη παύση (η οποία τερματίζεται συνήθως με τεχνητό ξερόβηχα) και με την προσφώνηση Κυρίες και Κύριοι. Κανάλια (ΐηδίηιπιβηΐβΐϊΐίεδ): στο επίκεντρο είναι κυρίως διακρίσεις όπως προφορικός, γραπτός, τηλεγραφικός λόγος. Νόρμες αλληλεπίδρασης και ερμηνείας (ηοπη8 οί ϊη- ΙεΓ&οΐϊοη αηά ίηΐειρίέί&ϊΐοη): άναφέρονται στις κανονικότητες που διέπουν την επικοινωνία (λ.χ., με τι ένταση φωνής μιλάει κάποιος/-α, ποια είναι η~αποδεκτή ποσότητα ομιλίας, αν και πότε επιτρέπονται οι διακοπεςκαΐ οι διορθώσεις, πώς γίνεται η διαδοχή των συνεισφορών, πρβ. σχετικά τις διαφορετικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα δύο φύλα), αλλά στον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι κανονικότητες αυτές. Σε κάθε κοινωνία ισχύουν διαφορετικές συμβάσεις για την κατάλληλη χρήση του λόγου. Είναι δε πολύ πιθανόν
88 94 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ομοιότητες κανονικοτήτων να ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις: κάτι που φαίνεται ευγενικό και αποδεκτό στα μέλη μιας κοινότητας, μπορεί να προσλαμβάνεται ως παράξενο ή και απαράδεκτο από τα μέλη μιας άλλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιαπωνικός γάμος, ο οποίος διακρίνεται εντόνως από τον περιορισμένο λόγο, από τη στάση της σιωπηλής και χαμηλοβλεπούσας νύφης και την περιορισμένη κίνηση των μετόχων. Μεταξύ των δοξασιών που καθορίζουν τη νόρμα ερμηνείας.-του^επικοινωνιακού αυτού επεισοδίου είναι και η άπο'ψη ότι, μόλις μία εμπειρία εκφραστεί με Χόγό, χάνει την ουσία της. Ευθυγραμμισμένη με αυτή τη νόρμα ερμηνείας; η αποδεκτή νόρμα αλληλεπίδρασης στο γάμο, που αποτελεί σημαντικό γεγονός της ζωής ενός ανθρώπου, είναι προσανατολισμένη στη σιωπή. Αντίστροφη μάλλον είναι η κατάσταση στον ελληνικό γάμο, όπου η χαρά εκφράζεται με ποικίλους τρόπους, όπως με αστεϊσμούς, πειράγματα, ευχές, τραγούδια κ.λπ. Είδη λόγου ( ειΐγεδ): αναφερεται σε τύπους λόγου με κοινή δομή και κοινά λεξικογραμματικά μέσα, όπως το ποίραμύθι, η παροιμία, το ανέκδοτο, το αίνιγμα, η διάλεξη, η αφήγηση, η επιχειρηματολογία κ.λπ. Όλες ή κάποιες από τις παραπάνω παραμέτρους προσδιορίζουν, και συνδυάζονται με τη μορφή και το περιεχόμενο αυτού που πραγματικά λέγεται σε μια επικοινωνιακή περίσταση. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι η κατάλληλη σε μία περίσταση λειτουργική ποικιλία είναι εναρμονισμένη στις συγκεκριμένες πραγματώσεις όλων ή κάποιων από τις; παραπάνω παραμέτρους στην περίσταση-αυτή Λειτουργικές ποικιλίες Οι παράμετροι του Ηγπΐ6$ δεν αποδείχτηκαν πάντοτε αποτελεσματικά ευοετικά εργαλεία για τη συστηΐίατική και ακοι&ή
89 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 95 ανάλυση των περιστάσεων επικοινωνίας. Μπορούμε ωστόσο να τις θεωρήσουμε προδρομικές για τη συγκρότηση της έννοιας της λειτουργικής ποικιλίας (ίυηοΐίοηει1-(1ί&ΐγρίο νβπαίΐοπ ή Γ6 ϊ8ΐεγ) και των παραμέτρων της (πεδίο, τόν&ς, τρόπος), που έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από τη συστημική λειτουργική γλωσσολογία (Ηα11ϊάαγ, 1978 ΗΕίΜβΥ & Ηαβαη, 1985) και εμπλούτισαν την έρευνα της γλωσσικής ποικιλότητας. Παρ όλα αυτά, η λειτουργική ποικιλία δεν περιλαμβάνεται στις συνήθεις ταξινομήσεις της κοινωνιογλωσσολογίας.20 Σύμφωνα με τους Ηα11ϊ(1αγ & Η&83Χ1 (1985: 42-44), η επεξεργασία των διαστάσεων της γλωσσικής ποικιλίας προβλέπει τη διάκριση των διαλέκτων από τις λειτουργικές ποικιλίες, ενσωματώνοντας κατ αυτό τον τρόπο τις κατηγοριοποιήσεις της εθνογραφίας της επικοινωνίας στη γλωσσολογική έρευνα (Ογ6 ογυ & 03ΠΌ11, 1978 Ηα11Μαγ, 1978). Με βάση την παραπάνω διάκριση οι διαφορές ανάμεσα σε διαλέκτους (στις οποίες κατατάσσουν τόσο τις γεωγραφικές όσο και τις κοινωνικές ποικιλίες) και λειτουργικές ποικιλίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Διάλεκτοι είναι ποικιλίες σύμφωνα με το χρήστη. Είναι ο τρόπος ποΐΐ^ιλάει,κάποιο^-όγτσυ^θω ο οποί^"καϋοοί εται από το ποιοςλα είναι ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή ή και γεωγραφική προέλευσή τοΰ/της~κοα αντανακλά την κοινωνική τάξη πραγμάτων με την έννοια" της κοίνωνϊκτκ δοίμής (τύποι κοινωνικής ιεράρχησης). Τυπικές περιπτώσεις δια λεκτικής ποικιλότητας συηστούνοι ποικιλίες με βασικές μεταβλητές την κοινωνική τάξήί^~το~κοινων^ προέλευση (αγροτική/αστική), τη γενιά (νονεί^παιδιά), '^φυλογ την ηλικία (νέοι/ηλικιωμένοι) Αυτές οι μεταβλητές επομένως συμπίπτουν με τα μακρο-κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών σύμφωνα με τις κατηγορίες της κοινωνικής μακροδομής. Σύμφωνα με αυτή την κατάταξη, οι διάλεκτοι είναι διαφορετικοί τρόποι για να ειπωθεί το ίδιο πράγμα και τείνουν να διαφέρουν ως προς τη φωνητικη, τη φωνολογία, το
90 96 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ λεξιλόγιο χηα χη γραμματικά. όνι όιιοκ και ως προς τη σημασιολογία. Στο άλλο σκέλος της διάκρισης βρίσκουμε τις λειτουργικές λ ποικιλίες, που ορίξσντσγώς ποικιλίες σύμφωνά ϊίπ ητκρήση.? ΕίναίΌ Τροπος που "μιλάμε σε μια δεδομένη στιγμή καγκαθο- 0 ^ ρίζεται από το τι κάνουμε, δηλαδή από τη φύση της δραστηριότητας στην οποία εμπλεκόμαστε γλωσσικά. Επομένως, η λειτουργική ποικιλία αντανακλά την κοινωνική τάξη πραγμάτων από την άποψη της κοινωνικής διαδικασίας, δηλαδή-ανάλογα με τους τύπούς της κοινωνικής δραστηριότητας. Στην ουσία οι λειτουργικές ποικιλίες είναι τρόποι να ειπωθούν διαφορετικά πράγματα κατά συνέπεια, διαφοροποιούνται μεταξύ τους σημασιολογικά. Η σημασιολογική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται διαφοροποιήσεις και ως προς το λεξιλόγιο, τη γραμματική, ενίοτε και τη φωνολογία. Τυπικές περιπτώσεις λειτουργικών διαλέκτων αποτελούν οι επαγγελματικές και τεχνικές (επιστημονικές, τεχνολογικές) ποικιλίες, καθώς και αυτές που αναπτύσσονται σε θεσμοποιημένες περιστάσεις (πρβ. τις αλληλεπιδράσεις γιατρού-ασθενή, δασκάλου-μαθήτριας) και διαθέτουν ειδικές δομές. Όπως κάθε συστηματική κατηγοριοποίηση, έτσι και η παραπάνω δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτη. Οι Ηα11ϊ(1αγ & Η&δ&η (1985) διευκρινίζουν ότι υπάρχει στενή διασύνδεση ανάμεσα σε διαλέκτους και λειτουργικές ποικιλίες και, επομένως, η μεταξύ τους διάκριση έη^ϊ Περισσότερό θέμα «κατανομής εργασίας»: τα διαφορετικά μέλη της κοινότητας έχουν διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους έτσι, συγκεκριμένες λειτουργικές ποικιλίες συνδέονται άμεσα με κοινωνικές ποικιλίες. Για παράδειγμα, στις δυτικές κοινωνίες, όταν ο ομιλητής χρησιμοποιεί τη γραφειοκρατική λειτουργική ποικιλία συνεπάγεται ότι μεταβαίνει στην πρότυπη γλώσσα, ανεξάρτητα από τη διάλεκτο που χρησιμοποιεί σε άλλες περιστάσεις (Ηβΐ- Ιΐά&Υ & Ηβδαη, 1985: 42). Αυτό σημαίνει ότι οι δύο διαστάσεις της ποικιλότητας (διάλεκτος και λειτουργική ποικιλία) αλλη-
91 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 97 λεπιδρούν και παρεμβάλλονται αμοιβαία. Παρ όλα αυτά, είναι πάντα σκόπιμο να μπορούμε να διακρίνουμε ποια από τις διαστάσεις της ποικιλίας ενεργοποιείται περισσότερό απο τις άλλες. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η λειτουργική ποικιλία είναι αυτή που σχετίζεται με την επικοινωνιακή περίσταση. Πρόκειται, επομένως, για σημασιακή έννοια και ορίζεται ως σχηματισμός νοημάτων (οοηίί υγ&ΐΐοη οτΐτ^&ηϊη^) που συνδέεται τυπικά με συγκεκριμένους σχηματισμούς της περίστασης (οοηίί^αγβΐϊοπ οί δϊΐυαίϊοη), δηλαδή τις παραμέτρους του πεδίου (ίϊεΐφ, του τρόπου (πιοάε) και του τόνου (ϊεηοτ).21 ~ ΤΰΊτεδίο είναι τγπΐό προφανής διάσταση της λειτουργικής ποικιλίας. Είναι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιείται^ γλώσσογστους διάφορους τύπους κοινωνικών δράστηριοτήτων, η φύση ή το θέμα αυτής της δραστηριότητας. Περιλαμβάνει τόσο το είδος των κοινωνικών δραστηριοτήτων όσο και το σκοπό τους. Έτσι, μπορούμε άμεσα να δείξουμε την επίδραση κάθε τύπου κοινωνικής δραστηριότητας στη χρησιμοποιούμενη ποικιλία. Π.χ., είναι σαφέστατες διαισθητικά οι διαφορετικές λεξιλογικές, επιλογές ανάμεσα σε ένα τεχνικό και ένα'μη τεχνικό πεδίό (λ.χ., σε μία επιστημονική ανακοίνωση από τη μια και σε μία λογομαχία από την άλλη), αλλά και ανάμεσα στο πεδίο διοίκησης ενός νοσοκομείου και το πεδίο της θεραπευτικής δραστηριότητας. Ο τόνος (ή και ύφος) δηλώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις ανάρεσα στούζ δρώντες. Οι λιγότερο ή περίσσΰτέρο θέσμοποιήμένεςίπέρτστασέις βασίζονται σε διαφορετικούς βαθμούς σχέσεων και εξουσίας μεταξύ των συνομιλητών, στη συχνότητα των επαφών τους καθώς και στη μεταξύ τους συναισθηματική απόσταση. Ας φανταστούμε μόνο τους συνδυασμούς των περιστάσεων που μπορούν να υλοποιηθούν ανάμεσα σε πρόσωπα με ασύμμετρη (ιεραρχημένη) σχέση, όπως, π.χ., δασκάλα και μαθήτρια, αλλά και με διαφοροποίηση της κοινωνικής απόστα-
92 IV 98 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σης (π.χ., όταν η πρώτη απειλεί τη δεύτερη διότι δεν ακολουθεί τις απαιτήσεις της σχολικής περίστασης). Ο όρος τόνοςδεν αναφέρεται μόνο στην περιγραφή των διαπροσωπικών όψεων της αλληλεπίδρασης αλλά και στην άμεση επίδρασή τους στη χρήση της γλώσσας. Διαισθητικά μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε μη τυπικό ύφος και τυπικό ύακχ. Στο επίπεδο των λε ικονόάίιιιατί>^^. ΐπιλογών μπορούμε να προβλέψουμε ότι το μη τυιακό-ύφος θα περιέχει συνηθισμένο, καθημερινό λεξιλόγιο, συντετμημένους τύπους, ιδιωματισμούς, επαναλήψεις, διακοπές, μικρά ονόματα, υποκοριστικά, τροπικότητα που εκφράζει πιθανότητα και γνώμη. Το τυπικό ύφος θα περιέχει λεξιλόγιο με γόητοο, πλήρεις τύπους, απουσία ιδιωματισμώνγ τύπους έυγενείας, τίτλους αντί για μικρά ονόματα, προσεκτική τήρηση της εναλλαγής συνομιλητών, τροπικότητα για την έκφραση σεβασμού (Ε ίπ5, 1994: 67). Ο τρόπος αφορά κυρίως το πώς μπορεί να πραγματοποιεί η αποστολή του μηνύματος, επομένως και την υλικότητα ηθι των σχέσεων ανάμεσα σε συνομιλητές. Αυτή η παράμετρος μπορεί με τη σειρά της να αναλυθεί σε τρεις επιμέρους όψεις: το ρόλο της γλώσσας, το μέοο, (ιηβίηυπι) και το δίαυλο (<±8ηηεΐ) (ΗβΙΙΐά&Υ & Ηβδβη,' 1985: 58). Ο ρόλος των σχέσεων ανάμεσα σε συνομιλητές/-τριες μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά δύο παρά^ίηλαίτσνβχή που καταγράφουν δύο διαφορετικούς τύπους απόστασης ανάμεσα σε γλώσσα και περίσταση: α) την τοπική/διαπροσωπική (δρααθι-ϊηΐειρεγδοη&ι) απόσταση: στο ένα άκρο του συνεχούς βρίσκεται η περίσταση μιας αυθόρμη-,/της, προφορικής, πρόσωπο με πρόσωπο συζήτησης με οικεία πρόσωπά, όπου και η ανατροφοδότηση είναι άμεση, ενώ στο ι^άλλο άκρο είναι η περίσταση της συγγραφής ενός βιβλίου, ^ όπου δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ συγγραφέα και αναγνωστριών ούτε δυνατότητα ανατροφοδότησης β) την εμπειρική (εχραΐεηάβΐ) απόσταση: στο ένα άκρο μπορούν να τοποθετηθούν περιστάσειςίτΐΐςοποίες η γλώσσα διαδραματίζει
93 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 99 βοηθητικό ρόλο στηρίζοντας τη δραστηριότητα στην οποία εμπλέκονται οι αλληλεπιδρώντες (όπως, π.χ., σ ένα τυχερό παιχνίδι όπου η γλώσσα χρησιμοποιείται βοηθητικά, συνοδευτικά της δράσης) στο άλλο άκρο βρίσκονται περιστάσεις όπως, π.χ., η διάλεξη ή η συγγραφή ενός βιβλίου, όπου η γλώσσα δεν κινητοποιεί την εμπειρία αλλά τη συγκροτεί, αντανακλώντας ή καί δημιουργώντας τη (= σνγκροτησιακός ρόλος της γλώσσας) (Ε ίηδ, 1994: 53-54). Η δεύτερη όψη του τρόπου -το μέσο- σχετίζεται με το αν ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να συμμετέχει κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του ή αν θα το προσλάβει ως ολοκληρωμένο προϊόν. Από εδώ προκύπτει και η δυνατότητα άμεσης ανατροφοδότησης που με τη σειρά της σχετίζεται με το προφορικό ή γραπτό μέσο: στην περίπτωση του προφορικού μέσου ο αποδέκτης μπορεί να έχει πρόσβαση στη διαδικασία παραγωγής του κειμένου και να προσφέρει άμεση ανατροφοδότηση, ενώ στην περίπτωση του γραπτού μέσου προσλαμβάνει ένα τελικό προϊόν. Η τρίτη όψη -ο δίαυλος- αφορά το υλικ&μέσαττου~ π ίου ερχόμαστε σε επαφή με το μήνυμα. Οι Ηα11ϊ<1αγ & Η353Π (1985: 5$) προτείνόυν τη-^ι^κρίπτγσε γράφηματικό και φωνητικό δίαυλο προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση ανά]ΐεσογσε7<^σό χαγδίανλο. Ο συνδυασμός των παραπάνω όψεων του τρόπου συνεπάγεται και τη διάκριση ανάμεσα στις περιστάσεις που χρησιμοποιείται γραπτός λόγος από εκείνες που χρησιμοποιείται προφορικός λόγος. Οι διαφορές της περίστασης παραγωγής των δύο ειδών αντανακλώνται στις γλωσσικές διαφοροποιήσεις. Η Εξ^ίηχ ( ) συνοψίζει ως εξής τις συνέπειες του τρόπου στον προφορικό και γραπτό.λάγο^,ο προφορικός λόγος έχει οργάνωση- διαλογική, είναι^εξαοτημένος από το συμφραστικό πλαίσιο, έχει δυναμική δομή, παρουσιάζει αυθόρμητα φαινόμενα (διακοπές, επικαλύψεις, μισοτελειωμένες φράσεις, δισταγμούς, επανεκκί^σεϊς κ.λπ.), χαρακτηρίζεται από
94 100 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ μη τυπικές γραμματικές επιλογές και από καθημερινό λεξιλόγιο. Ο γραπτός λόγος έχει οργάνωση μονολογική, είναι μη εξαρτημένος από το συμφραστικό πλαίσιο, έχει συνοπτική δομή, αποτελεί συνήθως ολοκληρωμένο και διορθωμένο κείμενο (οι προηγούμενες απόπειρες έχουν διορθωθεί/απαλειφθεί), χαρακτηρίζεται από λεξιλόγιο με γόητρο, από τυποποιημένες γραμματικές επιλογές και από λεξιλογική πυκνότητα. Όπως είπαμε παραπάνω, οι λειτουργικές ποικιλίες ταυτίζονται με σχηματισμούς νοημάτων. Ως σχηματισμοί νοήματος υλοποιούνται στο επίπεδο των λεξικογραμματικών και φωνολογικών επιλογών (Ηα11ϊ<1β.γ & Η&χειη, 1985 : 38-39). Ετσι, το μοντέλο ανάλυσής οποιοσδήποτε επικοινωνιακης περίστασης προβλέπει τρία-αμοιβαίος εξαρτημένα επίπεδα: το επίπεδο του συμφραστικού πλαισίου της περίστασης, τϊγ επίπεδο της σημασίας και το λεξικογραμματικό επίπεδο. Το επίπεδο της περίστασης ενεογοποιεί ^ ο^τιμασιολουΐκό επί3τεδό. το οποίο υλοποιείται στο λεξικογραμματίκό επίπεδο. Συνεπώς, οποιοδήποτε γλωσσικό κείμενο συγκροτείται στη βάση της συσχέτισης των σημειωτικών γνωρισμάτων του συμφραστικού πλαισίου με επιλογές από το σημασιολογίκό σύστημα, οι οποίες υλοποιούνται στο λεξικογραμματικό σύστημα '(π'ρβ. Ηα11ί(1αγ, 1978Γ120). ~ ' Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τις σχέσεις που διέπουν τα τρία επίπεδα οργάνωσης της λειτουργικής ποικιλίας (περίσταση, σημασία, λεξικογραμματ;ικό) με τη βοήθεια του παράκάτωπίνακα (πρβλ.έ^ίηδ7 1994' 77, 79):
95 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 101 Πίνακας 8: Οι σχέσεις ανάμεσα σε περίσταση, σημασίες και λεξικογραμματικών μέσων Το σημασιολογικό επίπεδο οργανώνεται στη βάση των (^ υ Η τριών κατά Ηβΐΐϊάαγ,λειτουργιών (ηιεΐα-ίπηοΐΐοηχ) -ανοζαβα- ^ στατική, διαπροσωπική, κειμενική- που επιτελούνται σε κάθε ^ γλωσσική χρήση και υλοποιούνται αντίστοιχα στο λεξικό-,, γραμματικό στρώμα. Οι τρεις αλληλένδετες λειτουργίες είναι όψεις νοήματος που σχετίζονται -συστηματικά και προβλέψιμα- «προς τα πάνω» με το συμφραστικό πλαίσιο της λειτουργικής ποικιλίας και «προς τα κάτω» μέ το λεξικογραμ- /, Γ; ( ματικό επίπεδο.22 'Ηαναπαραστατική (ΜβαΐϊοηβΙ) είναι η λειτουργία με την οποία αναφερόμαστε στην εμπειοία-είτε-αυτή προέρχεται από τον εξωτερικό_είτε από τον εσωτερικό ιιχκ: κόσμ,ο. έτσγδπως έχει εγγράφει σττρσϊγνείδησή μας. Στο λεξικογραμματικό επίπεδο η λειτουργία αυτή υλοποιείται με επιλογές από το σύστημα μεταβιβαστικότητας (ΐΓαηχίΐίνίίγ), οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες (ρηματικά σύνολα), τους δράστες και τα αντικείμενα (ονοματικά σύνολα), τα στοιχεία της εξωγλωσσικής περίστασης (προθετικές φράσεις τόπου, χρόνου, τρόπου κ.λπ.). Η διαπροσωπική (ίηίειρβγδοηθι) λειτουργία, Λφορά-τίξ-σχέ-
96 102 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σεις των συμμετεχόντων και τους ρόλους που διαμορφώνονται σε κάθε περίσταση επικοινωνίας. Στο λεξικογραμματικό επίπεδο υλοποιείται μέσω του συστήματος του τρόπου (ιποάε), που αφορά την τροπικότητα (ιηο<1&1ίΐγ) (π.χ., υποχρέωση, πιθανότητα), τις προσφωνήσεις, το σύστημα των χρόνων. Τέλος, η κειμενική (ΐεχΐιιαΐ) λειτουργία είναι αυτή που οργανώνει σε κείμενο την πληροφορία. Υλοποιείται μέσω του συστήματος θέμα/ρήμα (Λεπιε/Λεπιε), το οποίο οργανώνει τη λεξιλογική συνοχή και τις λογικές συνδέσεις; (πρβ. και Λύκου, 2001). Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση της λειτουργικής ποικιλίας ασφαλώς αδικεί τις προοπτικές που άνοιξε για την κειμενογλωσσολογία, κυρίως όμως για τη μελέτη της κοινωνιο-σημασιολογικής ποικιλότητας της γλώσσας. Ορισμένα παραδείγματα σχετικών εμπειρικών ερευνών θα αναφερθούν στο υποκεφάλαιο 3.6. Αυτό που χρειάζεται να υπενθυμίσουμε εδώ είναι ότι η κοινωνιο-σημασιολογική μελέτη της οργανωμένης ποικιλότητας επεκτείνει δυναμικά τις κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες πέρα από τα όρια που χάραξαν οι έρευνες του Ι-α&ον ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΕΠΑΦΗ ΓΛΩΣΣΩΝ Εισαγωγικές παρατηρήσεις Μια τέταρτη κατά σειρά διάσταση ποικιλότητας στη γλώσσα συνδέεται με τη συνύπαρξη ή και την επαφή γλωσσών. Το φαινόμενο αυτό προϋποθέτει τη χρήση από τα ίδίια άτομα δύο ή περισσότερων γλωσσών ή γλωσσικών ποικιλιών στο πλαίσιο μιας γλωσσικά ετερογενούς γλωσσικής κοινότητας Σ ένα τέτοιο πλαίσιο μια γλώσσα ή μια γλωσσική ποικιλία μπορεί να δεχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη επίδραση από τις γλώσσες
97 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 103 ή γλωσσικές ποικιλίες με τις οποίες συνυπάρχει (βλ. σχετικά Παυλίδου, 1997: ). Αιγλύοσσίαβη συνυπαρξη χαμηλής και νφηλύα ποικιλίαα\ Ο Ρε^υ50η1Τ959) με τον ορο διγλωσσία (<ίΐ 1θ88Ϊ ΐ) περιέγραψε εκείνο το φαινόμενο όπου σε μία γλωσσική κοινότητα δύο ποικιλίες τν^ ίδιας γλώσσας, η υψηλή (Υ) και η χαμηλή (X), χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας. Ως παραδείγματα διγλωσσίας ο Έει / ϋ8οη χρησιμοποιεί αυτά που περιλαμβάνονται στον ακόλουθο πίνακα: Πίνακας 9: Παραδείγματα δίγλωσσων κοινωνιών Αραβικές χώρες (π.χ., Αίγυπτος) Κλασική αραβική (Υ) Αραβικές διάλεκτοι (X) Ελλάδα Καθαρευουσα (Υ) Δημοτική (X) Ελβετία Πρότυπη γερμανική (Υ) Ελβετογερμανική Διάλεκτος (X) Αϊτή Πρότυπη γαλλική (Υ) Γαλλογενής κρεολή Αϊτής (X) Σύμφωνα με τον ΡαςίΒοη (ό.π.), μία διγλωσσική κατάσταση διακρίνεται σε γενικές γραμμές από τα ακόλουθα χαβακτηριστικά: ~~~ ν, ΐ. Πάρατηρείται λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ υψη- / ^Ύ 1 λής και χαμηλης'πόΐκϊχίάς Ηυψηλή ποικιλία χρησιμοποιείται σε επίσημες περιστάσεις (πολιτικές ομιλίες, ^ιστηρόνΐκά άρθρα, δελτίογειδήσεων), ενώ ί^ χαμήλη ϊτσΐκιλία θεωρείΐαι κατάλληλη για ανεπίσημες περιστάσεις (φιλικές συνομιλίες, πρδσωπίκά^γράμματα). Η χρησιμοποίηση της χαμηλής ποικιλίας" σε περιστάσεις που συστηματικά συνδέονται με την υψηλή ποικιλία μπορει να οδηγησέι σε γελοιοποίηση του ομιλητη. 2. Η υψηλή ποικιλία εχει μεγαλύτερο κύρος και θεωρείται
98 104 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ανώτερη (δηλαδή, πιο ορθή, πιο λογική, ικανή να εκφράσει συνθετότερες σκέψεις) σε σχέση με τη χαμηλτγποικιλία. 3. Υπάρχει μεγάλη λογοτεχνική κληρονομιά γραμμένη σε γλωσσικές ^10οφέ^σνV,^^έστερες προ^ήνίτψηλή και όχι τη χαμηλή ποικιλία (ποβ~? λ 7, το σώμα των ελληνικών κειμένων πουείναι γραμμένα σε αρχαία, λόγια ή καθαρεύουσα γλωσσική μορφή). 4. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο απόκτηστκ ττκ: κάθε π ο ί- κιλίας: τα παιδιά κατακτούν τη χαμηλή ποικιλία με φυσικό τρόπο ως μητρική γλώσσα, ενώ μαβα^ΰν~την υψηλή ποικιλίογμέσω της ρτη',πη ΐηςΙάΐ$ακτικής διαδικασίας στο σχολείο! 5. Άντίθετα από τη χαμηλή, η υψηλη~ποικιλία παρουσιάζει μεγάλο βαθμό κωδικοποίησης. Έχουν, δηλαδή, γραφτεί γι αυτή λεξικά, γραμματικές, ορθογραφικοί οδηγοί κ.λπ. ΙΓΠαρά το γεγονός* ότι μεγάλο μεροςτου λεξιλογίου των δύο ποικιλιών είναι κοινό, η υψηλή ποικιλία διαθέτει τεχνικούς, επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους που δεν απαντούν στη χαμηλή ποικιλία. Επιπλέον, η κάθε ποικιλία μπορεί να χρησιμοποιεί για τις ίδιες έννοιες διαφορετικά λεξήματα. Τα σημασιολογικά αυτά ζεύγη βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή, π.χ. οίνος/κρασί, οικια/σπίη, ύδωρ/νερό κ.λπ; ""~ 7. Η διγλωσσία μπορεί να διατηρηθεί για αιώνες και από τη συνύπαρξη της υψηλής με τη χαμηλή ποικιλία μπορεί να προκύψουν ενδιάμεσες γλωσσικές μορφές, εξαιτίας του δανεισμού στοιχείων από την υψηλή στη χαμηλή ποικιλίογή και αντίστροφα (πρβ. το δανεισμό της δημοτικής από την.καθαρεύουσα λεξιλογικών στοιχείων για τη φιλοσοφική και επιστημονική τής έκφραση). 8. Η υψηλή ποικιλία έχει συνήθως δομή συνθετικικ γλώσσας με πλουσιότερη κλιτική μορφολογία, σε αντίθεση με τη χαμηληποικΐλία που έχει συνήθως δομή αναλυτικής γλώσσας (πρβ., λ.χ., την ανάλυση του έμμεσου αντικείμενου σε εμπρόθετο στηδημοιική). ~ '
99 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ Μεταξύ της χαμηλής και της υψηλής ποικιλίας δεν παρατηρούνται συνήθως σημαντικές φωνολογικές διαφορές. Για την περίπτωση της ελληνικής διγλωσσίας ως φωνολογική διάφορά μπορει, λ.χ., να αναφερθεί το γεγόνός ότι σε τύπους της καθαρεύουσας, όπως στο εχθές,. δεν εμφανίζεται το φαινόμενό της ανομοίωσης, το οποίο όμως ισχύει για τους τύπους της δημοτικής (πρβ.'ήδη από το τέλος του Μεσαίωνα. X- 2: Σύντομη ιστορική αναφορά στην ελληνική διγλωσσία και το γλωσπιμή ζήτημ/ϊ. Στο" σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες ιστορικές πληροφορίες για το φαινόμενο της διγλωσσίας στον ελληνικό χώρο, ώστε να αναδειχθεί η κοινωνική και ιδεολογική του διάσταση (βλ. και ). Κύριος οδηγός μας στήν ιστορική αυτή διαδρομή θα είναι ο Βτο%τιΐη (1991: ).24 Ο νεότερος τουρκοκρατούμενος ελληνισμός κληρονόμησε τη διγλωσσία των Βυζαντινών, δηλαδή την αντίθεση ανάμεσα στην αρχαΐζουσα γραπτή και την ποοφο^ική γλώσσα, η οποία συνέχιζε τη διγλωσσία που δημιούργησε το κίνημα του αττικισμού στα ελληνιστικά/ρωμαϊκά χρόνια. Το κίνημα αυτό έθεσε 'ιις βάσεις της ελληνικής διγλωσσίας: υποτίμησε την ομιλούμενη γλώσσα ως προϊόν φθοράς και αναζήτησε τη\γ αρχαία ή αρχαιότροπη καθαρότητα στην κλασική αττική διάλεκτο.25 Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι διανοούμενοι και μορ-~\ φωμένοι της Κωνσταντινούπολης αρχαΐζουν έχοντας κυρίως ως πρότυπό τους τη γλώσσα των πατέρων της εκκλησίας. Υπάρχουν όμως και διανοούμενοι, συνήθως εκτός των τουρκοκρατούμενων περιοχών, όπως ο Νικόλαος Σοφιανός, που έγραψε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα τη Γραμματική της, Κοινής των Ελλήνων γλώσσης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η αναγέννηση του υπόδουλου έθνους δεν μπορεί να γίνει με_1
100 106 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γλώσσα αρχαΐζουσα και ακατάληπτη, αλλά με γλώσσα βασισμένη στην προφορική ομιλουμένη. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με την επίδραση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ωριμάζει η ιδέα για απελευθέρωση, επιζητείται ο πνευματικός φωτισμός του έθνους και δημίουργείται η ανάγκη για εθνική γλώσσα. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα ποια γλώσσα πρέπει να καλλιεργηθεί ως γραπτή και προφορική και δημίουργείται έτσι για πρώτη φορά ρητά το γλώσσικό ζήτημα στο οποίο τοποθετούνται διαφορετικά δύο κατηγορίες διανοουμένων: οι αρχαϊστές (όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Παναγιώτης Κοδρικάς) και οι δημοτικιστές (όπως ο Ρήγας, ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς και αργότερα ο Σολωμός). Οι πρώτοι θεωρούν ότι το έθνος έχει ξεπέσει πνευματικά και αποδίδουν τον ξεπεσμό αυτό στην απώλεια της αρχαίας γλώσσας την οποία και προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν. Οι δημοτικιστές επιθυμούν να κάνουν εθνική την προφορική ομιλούμενη γλώσσα. Ανάμεσα σ αυτές τις δύο ομάδες εμφανίζεται ως συνήγορος ενός ενδιάμεσου δρόμου ο Κοραής ( ), ο οποίος παίρνει ως βάση του την προφορική γλώσσα και προσπαθεί να την «καθαρίσει», να την «καλλωπίσει» απορρίπτοντας_ια τουρκικά δάνεια και τα έντονα Ιδιωματικά στοιχεία. Η παρέμβασή του όμως προχωράει και σε άλλους τομείς της γλωσσικής ανάλυσης, όπως στη μορφολογία. Προτείνει, π.χ., τους τύπους εκβήκαν, να επάρηι, ελάδίον, 'οαπώνιον, μεσημέριον, της τρελλής τα χαλλίαγΰπό&ηματάδαι κ,λπγ Στα χρόνια της επανάστασης συγκεντρώνονται στην Πελοπόννησο Έλληνες απ όλα τα μέρη της Ελλάδας και διαμορφώνεται έτσι μια κοινή βασισμένη κυρίως στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Η κοινή αυτή όμως δεν προκρίνεται σε εθνική γλώσσα. Ως επίσημη γλώσσα του κράτους καθιερώνεται η προεπαναστατική καθαρεύουσα, η οποία εξαρχαΐζεται έντονα κατά το δεύτερο μγσδ~τόυ Ί9όϋ αιώνα, καθώς υποστηρίξεταΐ από την αναδυόμενη άρχουσα τάξη των πλούσιων Φαναριω-
101 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 107 των της Κωνσταντινούπολης, ανθρώπων έντονα προσηλωμένων στη λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα. Η επιλογή της καθαρεύουσας έχει σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο. Όπως επισημαίνει ο Χριστίδης (2001β: 166), επιλέχθηκε για να αποδείξει στους Δυτικούς τη δικαιωματική, καταγωγική συμμετοχή του νεότευκτου νεοελληνικού κράτους στο πολιτισμικό κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Κλήθηκε, μ άλλα λόγια, να επιβεβαιώσει τοσο,το γεγονός ότι οι νεοέλληνες αποτελούν συνέχεια των αοναίων.ποογόνων τους όσο και ότι μπορούν να μετάσχουν της ευρωπαϊκής ταυτότητας». Αξίζει χαρακτηριστικά να σημειωθεί ότι, ενώ αποστολή της καθαρεύουσας ήταν να «καθαρίσει» τη γλώσσα, μεταξύ άλλων, από τα (λαϊκά αφομοιωμένα) ιταλικά και τουρκικά δάνεια (κάτι που σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε, πρβ. μπαξές ύ κήπος, μινίστρος ύ υπουργός), από την άλλη επέτρεψε την εισαγωγή μεγάλου μέρους μεταφραστικών δανείων από τα γαλλικά {αξίζει τον κόπο, λαμβάνειχώρα). Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση απέναντι σε γλώσσες πρώην κατακτητών από τη μια καί γλώσσες πολιτισμικού γοήτρου από την άλλη δείχνει με ενάργεια τις ιδεολογικές σκοπιμότητες που υπηρέτησε η καθαρεύουσα (βλ. σχετικά Κακριδή-Φερράρι, 2001). Εστιάζοντας στο τυπολογικό επίπεδο, μπορούμε επιγραμματικά να αναφέρουμε τα εξής: η αρχαϊστική καθαρεύουσα εμφανίζει τύπους απομακρυσμένους από το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών. Επανεισάγονται η δοτική, οι αρχαιοελληνικέςττροθέσεις, το αρνητικό μόριο οι/κ.ά. Αντικαθϊστα^αΓλΤξεις της κοινής προφορικής με το αρχαϊκό ισοδύναμό τους, π.χ., μειδιώ αντί χαμογελώ, πίλος αντί καπέλο, χείμετλον αντί χιονίστρα (= κρυοπάγημα), ημείς / υμείς (που είναι ομόφωνα!) αντί εμείς / εσείς. Δημιουργούνται νέες λέξεις με αρχαϊκά στοιχεία, π.χ., καρυοθραύστης αντί τσακιστήρι, χρηματοκιβώτιο αντί κάσα, γεώμηλο (μτφρ. δάνειο από το γαλλικό ροπυπβ όβ ί ΐτό) αντί πατάτα. Εξελληνίζονται επώνυμα, π.χ., Μυστακίδης αντί Μουστάκας, Βογιατζίδης αντί Μπογιατζό-
102 108 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γλον, Αλεκτορίδης αντί Κοκόρογλου. Στη διαμόρφωση της εθνικής καθαρεύουσας πρωτοστατούν προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Σούτσος και ο καθηγητής φιλολογίας Κ. Κόντος, ο οποίος ρυθμίζει τη γλώσσα με βάση την αρχαία γραμματική, αναβιώνοντας στον 19ο αιώνα τον αττικισμό. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω παραδείγματα, ο χειρισμός της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας απαιτεί καλή γνώση της αρχαίας με αποτέλεσμα η τεχνητή αυτή γλώσσα να μη μιληθεί ποτέ φυσικά. Η περιορισμένη χρήση της από την κυρίαρχη μειονότητα είχε ως συνέπεια να μη λειτουργήσει ως μέσο επικοινωνίας, αλλά κυρίως ως κοινωνικό διακριτικό ανωτερότητας. Έτσι, δημιουργήθηκε για μια ακόμη φορά κατάσταση διγλωσσίας ή καλύτερα τριγλωσσίας καθώς υπήρχε διάσταση ανάμεσα στην επίσημη καθαρεύουσα, την κοινή δημοτική και το τοπικό ιδίωμα των ομιλητών. Προς το τέλος του 19ου αιώνα η κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα αλλάζει με αντίκτυπο και στο γλωσσικό ζήτημα. Η δύναμη και επιρροή των Φάναριωτών εξασθενεί και μια νέα ντόπια αστική τάξη διαμορφώνεται. Πολλοί νέοι σπουδάζουν στη Δύση και επιστρέφουν στην Ελλάδα χωρίς να έχουν δεχτεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης. Παράλληλα, με την ένωση της Επτανήσου (1864) γίνεται γνωστή η λογοτεχνία και η δημοτικίζουσα γλώσσα της, ενώ Ιο ενδιαφέρον που 4χει_ αρχίσει να αναπτύσσεται για τη λαογραφία της Ελλάδας οδηγεί στην ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών, των διαλέκτων και στην επανεκτίμηση της κοινής δημοτικής. Στο πλαίσιο αυτό ο Γιάννης Ψυχάρης ( ), διακεκριμένος γλωσσολόγος, αναπτύσσει τις γλωσσικές του ιδέες. Επιδιώκει να σταματήσει τη χρήση της καθαρεύουσας, να κωδικοποιήσει τη δημοτική και να την καταστήσει τίγ μόνη εθνική γλώσσα. Με το μυθιστόρημά του Το ταξίδι μου (1888) εκφράζει με λογοτεχνικό ένδυμα τις γλωσσικές του αντιλήψεις. Δεν αποφεύγει όμως ακραίες γλωσσικές επιλογές όπως περκεφαλιά αντί περικεφαλαία, σνγραφιάδες αντί συγγραφείς,
103 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 109 κλασικ-άδα (κατά το νοστιμ-άόα) αντί κλασικισμός. Χαρακτηριστικό των γλωσσικών επιλογών του Ψυχάρη είναι το ακόλουθο απόσπασμα επιστημονικού λόγου από το έργο του Ρωμαίικη Γραμματική: «Ο ήχος Τ θα βγει μ ένα χτύπημα της γλώσσας στο γλωσσόσπιτο, άμα δηλαδής έκοψε τον αέρα κι έπειτα του έδωσε δρόμο» (πρβλ. Μπαμπινιώτης, 1998: 193). Κατά τον 20ό αιώνα, ακολουθώντας την οπτική της Σταυρίδη-Πατρικίου (2001: 157), μπορούμε σχηματικά να θεωρήσουμε από τη μια τους δημοτικιστές -παρά τις ποικίλες εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις- ως ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει, και από την άλλη τους οπαδούς της καθαρεύουσας ως ένα σύνολο που υποστηρίχτηκε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και έτσι διέθετε τα όπλα της εξουσίας. Αποτέλεσμα της διάκρισης αυτής ήταν η βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας και (κοινωνικής και μορφωτικής) ανωτερότητας. Η περίοδος από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1917 είναι η εποχή του ορμητικού δημοτικισμού καθώς φουντώνει το ενδιαφέρον για τη δημοτική και πληθαίνουν τα λογοτεχνικά έργα που τη χρησιμοποιούν (πρβ. μεταφράσεις στη δημοτική της Ιλιάδας και του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη) και τα περιοδικά που την υποστηρίζουν (πρβ. την έκδοση του Νουμά το 1903). Από τους πιο σημαντικούς σταθμούς την εποχή αυτή είναι η ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910) με αίτημα την καθιέρωση της'δημοτικής-στϊγσχολείο. Σημαντική νίκη του δημοτικισμού είναι ή έκπαϊ^ϋτΐκή μεταρρύθμιση του 1917, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου εισάγει τη δημοτική στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Για δύο χρόνια ( ) το λαϊκό κόμμα αποκαθιστά την καθαρεύουσα σ όλες τις τάξεις του δημοτικού με την υποστήριξή του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Εκκλησίας. Το 1923 επανέρ
104 110 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ χεται η δημοτική με τον Βενιζέλο και έκτοτε έως και την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας η γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο ακολουθεί τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Συνήθως οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις εισάγουν τη δημοτική (με εξαίρεση το δικτάτορα Μεταξά) και οι συντηρητικές την καθαρεύουσα. Και επειδή οι αλλαγές στις κυβερνήσεις είναι συχνές, αντίστοιχα συχνές είναι και οι αλλαγές στη γλώσσα του δημοτικού σχολείου. Από το 1917 αναπτύσσεται η επιστημονική μελέτη της δημοτικής, παράλληλα με αυτήν του νεοελληνικού πολιτισμού. Το 1941 γράφεται η Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) από τον μετριοπαθή δημοτικιστή Μ. Τριανταφυλλίδη. Με την πτώση της χούντας το 1974 υπήρξε μια αυθόρμητη κίνηση του λαού προς τη χρήση της δημοτικής σ όλες τις περιστάσεις επικοινωνίας, επίσημες και ανεπίσημες. Ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίτημα, η συντηρητική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή καθιερώνει το 1976 τη δημοτική όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και ευρύτερα σ όλες τις επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας. Με την καθιέρωσή της η δημοτική αρχίζει να χάνει τον συμβολικό της ρόλο ως έμβλημα κεντροαριστερής ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, ενώ σε αμηχανία βρέθηκαν και οι οπαδοί του συντηρητικού κόμματος που αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα από την καθαρεύουσα. Πολύ γρήγορα όμως η γλώσσα επανακτά τον διακριτικό, συμβολικό της ρόλο όταν μέλη αριστερών κυρίως πολιτικών οργανώσεων αρχίζουν να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα στοιχεία της δημοτικής, όπως τα ακόλουθα: την κατάληξη -ης στη γενική ενικού των αρχαιόκλιτων θηλυκών (π.χ., της τάξης, της πόλης), αντί της κατάληξης -εως (π.χ., της τάξεως, της πόλεως), τα συμφωνικά συμπλέγματα της μορφής τριβόμενο + κλειστό στον μεσοπαθητικό αόριστο (π.χ. ονομάστηκε), αποφεύγοντας την υπερδιορθωτική επέκταση του συμφωνικού συ
105 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 111 μπλέγματος της μορφής τριβόμενο + τριβόμενο (π.χ., ονομάσθηκε), την επιρρηματική κατάληξη σε -α (π.χ., επόμενα, ακόλουθά), αντί της λόγιας σε -ως (π.χ., επομένως, ακολούθως), την αλυσιδωτή χρήση της γενικής (π.χ., Η διαμόρφωση ενός κλειστού κυκλώματος αναπαραγωγής της αντίληψης...), όρους όπως κάλεσμα ή μάζωξη αντί του λογιότερου πρόσκληση, τους λαϊκούς σχηματισμούς των μηνών (π.χ., Μάης, Ιούλης) αντί των λογιότερων Μάιος, Ιούλιος, νεολογισμούς (π.χ., ετεροχρονισμός, αναδόμηση, πισωγύρισμα), τονισμό στην προπαραλήγουσα των πολυσύλλαβων ουσιαστικών (π.χ., του πανεπιστήμιου, του συμβούλιου).26 Τέτοιου τύπου γλωσσικές επιλογές, οι οποίες, όπως είπαμε, αποδίδονται κυρίως στις κομματικές οργανώσεις και ειδικότερα στις κομματικές νεολαίες της αριστεράς, στιγματίζονται ως «ξύλινη, κομματική γλώσσα». Διαγιγνώσκεται εκ νέου γλωσσικό πρόβλημα: η γλώσσα νοσεί διότι «κακοποιείται». Η θεραπεία δεν είναι άλλη από τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο -η οποία είχε πρόσκαιρα καταργηθεί- προκειμένου να καταστεί επαρκής ο νεαρός χρήστης της νέας ελληνικής! Το επιχείρημα βεβαίως της γλωσσικής ανεπάρκειας εξαιτίας της γλωσσικής ασυνέχειας είναι παντελώς άκυρο, διότι η μητρική γλώσσα δεν προϋποθέτει τη γνώση προγενέστερων σταδίων της. Κανείς, λ.χ., δεν μπορεί να εξαρτήσει την επάρκεια ενός Ισπανού στη μητρική του γλώσσα από το πόσο καλά ξέρει τη νεκρή λατινική. Την τελευταία περίοδο,^ α^άρμ' ΜάΈέματα π ^ συνήθως τίθενται στη συζήτηση για τη νέα ελληνική είναι η ανάγκη προστασίας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ενόψει της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Θέση μας είναι ότι η ελληνική δεν θα προστατευτεί με τη διεκδίκηση της
106 112 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ μακρόχρονης ιστορίας της ή της «μοναδικότητάς» της που τη διαχωρίζει από τις άλλες γλώσσες (οι οποίες και ιστορία διαθέτουν και τα κοινά καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης νόησης). Όπως σημειώνει ο Χριστίδης (1999α: 41), η άμυνα απέναντι σε σύγχρονους γλωσσικούς και άλλους ηγεμονισμούς με την επίκληση της δικής μας παλαιότερης γλωσσικής ηγεμονίας δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει τελικά προς όφελος του αντιπάλου. Η πρόκληση για τη νέα ελληνική, όπως και για τις άλλες μικρές γλώσσες, παρατηρεί η Γιαννουλοπούλου (2001: 163), είναι να διεκδικήσουν την παρουσία τους σε κρίσιμους τομείς χρήσης (επιστήμη, διανοητική παραγωγή) και να μην εκτοπιστούν απο αυτους προς οφελος της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που υπαγορεύουν οι νόμοι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς (βλ. και τη σημείωση 15 του υποκεφαλαίου). 2Λ.2.2: Οι μειονοτικές γλώσσες ως χαμηλές ποικιλίες. Σύντομη αναφορά στα δεδομένα της ελληνικής επικράτειας Ο ΡΐδΗπίΜΐ (1972, 1980) συνεχίζοντας το νήμα της σκέψης του Ρει ΐΐ8οη (βλ ) επέκτεινε το περιγραφικό εύρος του όρου όλγλωσσία^ειδικότερα, δεν περιορίστηκε σε ποικιλίες μεσοαας κλίμακας, δηλαδή σε ποικιλίες που παρουσιάζουν διαφσρά'μεγαλύτερη από αυτήν που παρατηρείταί ανάμεσα σε λειτουργικές ποικιλίες και μικρότερη από αυτήν που παρατηρείται σε ξεχωριστές γλώσσες, αλλά συμπεριέλαβε στην ανάλυσή του περιπτώσεις που αναφέρονται τόσο σε διαφορετικές λειτουργικές ποικιλίες και σε διαλέκτους όσο και σε διαφορετικές γλώσσες (βλ. και Ρδδοΐά, 1984: 40). Έτσι, λ.χ., στην Παραγουάη τα ισπανικά είναι η υψηλή ποικιλία και η ιίαγαηί, μία αμερινδιανική γλώσσα χωρίς γενετική συγγενική σχέση με τα ισπανικά, είναι η χαμηλή ποικιλία. Σύμφωνα με τις παραπάνω επισημάνσεις του ΡίχΗπιαη, η διάκριση υψηλής/χαμηλής ποικιλίας μπορεί να αναφέρεται και στη σχέση ανάμεσα σε μία πλειονοτική γλώσσα, την επί
107 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 113 σημη δηλαδή γλώσσα ενός κράτους που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα του πληθυσμού της, και μία μειονοτική γλώσσα, τη γλώσσα δηλαδή που χρησιμοποιείται από μια μειονότητα του πληθυσμού ενός κράτους27 (βλ. σχετικά Β&Κετ, 1993: 36). Σ& κάθετιερίπίτωση, και αυτό γίνεται ομόφωνα αποδεκτό από τους ερευνητές, οι δύο ποικιλίες χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιστάσεις και για διαφορετικούς σκοπούς, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα (πρβ. ΒαΚετ, ό.π.)\ "..- Πίνακας 10: Περιστάσεις στις οποίες συνήθως εμφανίζονται η υψηλή και η χαμηλή ποικιλία ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΧΑΜΗΛΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ Σπίτι και οικογένεια Σχολείο Μέσα ενημέρωσης Δουλειές και εμπόριο Κοινωνική και Πολιτιστική Δραστηριότητα στην Κοινότητα Επαφές με συγγενείς και φίλους Επαφές με διοικητικές Υπηρεσίες Στην ελληνική επικράτεια παρά το γεγονός ότι περίπου το 95% και πλέον του πληθυσμού έχει ως μητρική γλώσσα μόνο
108 114 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τήν ελληνική, χρησιμοποιούνται επίσης οκτώ τουλάχιστον μειονοτικές γλώσσες:28 Τρυρκική: πρόκειται για τη γλώσσα των τουρκόφωνων μουσάυλμάνων της Δ. Θράκης. Πομμκικα: πρόκειται για τη γλώσσα των μουσουλμάνων πομάκών της Δ. Θράκης με χαρακτηριστικά βουλγαρικής διαλέκτου. V Βλάχικα: πρόκειται για τη λατινογενή γλώσσα που χρησιμοποιούν αι Θεσσαλοί, οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες πολλών χωριών της Πίνδου. Σλάβικα: πρόκειται για τη γλώσσα των κατοίκων των συνοριακών νομών της Δ. Μακεδονίας. Εντάσσεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νοτιοσλαβικού γλωσσικού συνεχούς. Αρβανίτικα: πρόκειται για τη γλώσσα που μιλιέται κυρίως από κατοίκους της Βοιωτίας, της Αττικής, της Αργολιδοκορινθίας, της Καρυστίας και μερικών νησιών. Έχει πολλές γλωσσικές ομοιότητες με την τοσκική διάλεκτο της αλβανικής. Ρομανές: πρόκειται για τη γλώσσα των Κ,οπι, των τσιγγάνων (κατάγεται από διαλέκτους που μιλιούνται στη Β. Ινδία). Αρμενική: πρόκειται για τη γλώσσα της μειονότητας των Αρμενίων. Ααντίνο: πρόκειται για τη λατινογενή γλώσσα που μιλούσαν, κυρίως πριν από τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμό, όι εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Κοινός παρονομαστής για τις περισσότερες από τις παραπάνω γλώσσες είναι από τη μια ο στιγματισμός και η υποτίμησή τους και από την άλλη ο αποκλεισμός τους από την εκπαίδευση. Ό λόγος προφανώς είναι ΤΓ διαφύλαξη της ελληνΐκης γλωσσικής και πολιτισμικής καθαρότητας. Η τουρκική είναι η μόνη μειονοτική γλώσσα που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση. Η μειονοτική εκπαίδευση που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923) βασίζεται στην
109 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 115 ελληνική και την τουρκική σε ισόποσο χρόνο. Καλύπτει κυρίως την πρωτοβάθμια και σε ϋ?ΐθρ^^ζ τγερι^ωσεις τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας πηγαίνουν στο μειονοτικό σχολείο χωρίς να ξέρουν καθόλου ελληνικά, καθώς η γλώσσα αυτή δεν χρησιμοποιείται στο άμεσο οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον τους Παρά όμως την εύλογη προσδοκία χρησιμοποίησής ενος διδακτικού υλικού που θα αντιστοιχούσε στην ιδιαιτερότητα της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας29 και όχι ως μητρικής, τα παιδιά της μειονότητας καλούνται να μάθουν ελληνικά με τα ίδια διδακτικά βιβλία που χρησιμοποιούνται για τα παιδιά που έχουν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χριστίδης (1999α: 172), το βιβλίο που έχει τον τίτλο Η γλώσσαμουχ^σιμοποίύται και για τα μουσουλμανόπαιδα, παρόλο ποϋ αυτό το κτητικό μου του τίτλου δεν τους αφορά καθόλου. Αυτή η αντιμετώπιση της μειονοτικής εκπαίδευσης -στη μόνη περίπτωση ύπαρξής της στην Ελλάδα- μοιάζει να είναι ακριβώς απότοκο του στιγματισμου και της υποτίμησης των αλλόγλωσσων οοωνών... ^ Διπλογλωσσία - πολυγλωσσία και η κοινωνική τους αξιολόγηση Όπως παρατηρεί ο ^&γ<1η ιιι 1ι (1986: 98), η μονογλωσσία (πιοηοΐΐηβϋβΐϊδπι), η ικανότητα δηλαδή να χρησιμοπογέγκάνέίς μόνο μία γλώσσα, θεωρείται σε πολλά σημεία του δυτικού κόσμου ως η φυσιολογική και αποδεκτή κατάσταση, παρά την ορατή σε πολλά σημείτττσϋ~ κόσμου συνύπαρξη (μειονοτικών) γλωσσών, όπως χαρακτηριστικά είδαμε να συμβαίνει και στην ελληνική'επικράτειά. Για τους περισσότερους Δυτικούς η μονογλωσσία φαίνεται να θεωρείται παγκόσμιο-καθολικό φαινόμενο, ενώ η διπλογλωσσία φΐΐΐη^ιίβΐΐδίη)30 και η πολυγλωσσία (πιυ1ΐί1ϊη2υ3ΐΐ1η)'1γί^^δτητα δηλαδή να χρησιμοποιεί κανείς δύο ή περισσότερες Γμη ισχΰρές) γλώσσες αντίστοιχα, θε
110 116 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ωρείται κάτι ασυνήθιστο. Η δκιιΐηαιλ-καη^ (1988) καυστικότατα παρατηρεί ότι στις ΗΠΑ το να είναι κάποιος διπλόγλωσσος σημαίνει ότι είναι φτωχός, ηλίθιος, ανεκπαίδευτος. Ο μέσος Δυτικός άνθρωπος, και κυρίως ο ομιλητής ισχυρών ευρωπά ίκών γλωσσών, συναντώντας κάποιον διπλόγλωσσο ή πολύγλωσσο συνήθως νιώθει, μεταξύ άλλων, αισθήματα υπεροχής απέναντι του, διότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι στα μάτια του στιγματισμένος όντας πιθανότατα μετανάστης-μειονοτικός, ξένος περιπλανώμενος, παιδί μεικτού γάμου ή κάτι παρόμοιοί34 " " ~~~ ~ Οι αρνητικά φορτισμένες στεοεοτυπικές αυτές αντιλήψεις επηρεάζουν εκτός από το ευρύ κοινό και ορισμένους επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η διπλογλωσσία έχει πιθανότατα αρνητική επίδραση στη νοητική ανάπτυξη του ατόμου. Υποτίθεται ότι η γλωσσική ικανότητα σε ένα μόνόγλωσσο άτομο μοιάζει να καταλαμβάνει το χώρο ενός φουσκωμένου μπαλονιού: Στο διπλόγλωσσο άτομο υπάρχουν δύο μπαλόνια, τά οϊιδγά όμως μοιράζό^αάγτόντδιο εγκεφαλικό χώρο. Άρα, όσο περισσότερο χώρο καταλαμβάνει η ικανότητα στη μία γλώσσα, τόσο θα περιορίζεται ο διαθέσιμος χώρος για την άλλη γλώσσα, ενώ υποτίθεται ότι γενικά η ικανότητα του διπλόγλωσσου σε οποιαδήποτε από τις δύο γλώσσες θα είναι σίγουρα κατώτερη από την ικανότητα του μονόγλωσσου, διότι ο τελευταίος διαθετει περισσότερό εγκεφαλικό χώρο γι αυτήν. Όπως όμως δείχνουν έρευνες της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας σχετικά με τις επιπτώσεις της εκμάθησης μιας δεύτερης ή τρίτης γλώσσας στο γνωστικό σύστημα του ομιλητή, υπάρχει αρκετός χώρος στον εγκέφαλο για, περισσότερες από δύο γλώσσες. Αλλωστε δεν είναι πλέον αποδεκτή η άποψη ότι τα δύο -ή περισσότερα- γλωσσικά συστήματα είναι εντελώς άνεξάρτητα και ενεργοποιούν διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου. Σήμερα κυριαρχεί η άποψη του Οιπιππηχ περί της κοινής υπόγειας γλωσσικής ικανότητας (οοπμήσϊγύηάει 1γΐη ργθίϊα6ηογ),η οποία και είναι υπεύθυνη
111 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 117 για τη λειτουργία και των δύο -ή περισσότερων- γλωσσικών συστημάτων. Αν θέλαμε να αναπαραστήσουμε με μια εικόνα αυτο το μοντέλο για τη διπλογλωσσία, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τις δύο γλώσσες με δύο ξεχωριστά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας παγόβουνα, τα οποία όμως κάτω από την επΐφάνεΐα ενώνονται σε ένα παγόβουνο. Κατά τον ίδιο τρόπο τα δύο -ή περισσότερα- γλωσσικά συστήματα, τα οποία είναι σαφώς διακριτά στην επικοινωνία, ελέγχονται σ ένα βαθύτερο επίπεδο από τον ίδιο κεντρικό γλωσσικό μηχανισμό (για τα παραπάνω, βλ. σχετικάέαέ Γ~Γ993: Τ κ.εγ> Η σύγχρονη έρευνα επιπλέον έχει εντοπίσει πλεονεκτήματα στα παιδιά που έρχονται σε επαφή με ένα δεύτερο γλωσσικό σύστημα. Ειδικότερα, τα παιδιά αυτά αποκτούν από νωρίς τη συνείδηση της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, της αυθαίρετης δηλαδή σύνδεσής ήχου και έννοιας που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες γλώσσεςταπδκτούν, μ άλλα λόγια, μια αυξημένη μεταγλωσσική συνείδηση έναντι των μονόγλωσσων παιδιών, κάτι που πϊβάνότάτα διευκολύνει την*εκμ^ίηση της πρώτης γραφής και ανάγνωσης και οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα σχολικής επιτυχίας. Ένας άλλος τομέας στον οποίο ενδέχεται να υπερέχουν τα διπλόγλωσσα παιδιά είναι η επικοινωνιακή ευαισθησία, καθώς από νωρίς αναγκάζονται να συνείδητόποιούν ποια γλώσσα είναι κατάλληλη για την κάθε πεοκ^σιρεπΰ^ (ΒλΤσγετικόΓΒ&^6Γ ό.π.\.32 ' Σύμφωνα με τη 5^ιιΐηαΙ)1)-Καη εΐ8 (1988), μονογλωσσία σημαίνει μονοπολιτισμικότητα. Κατά συνέπεια, ϊνά μονόγλωσσο άτομεγβλδτεί τα πράγματα από μία μόνο οπτική γωνία και δεν μπορεί να τα δει από την οπτική γωνία ενός άλλου. Στα περισσότερα -αλλά υποβαθμισμένα- μέρη του κόσμου, άλλωστε, η διπλογλωσσία ή η πολυγλωσσία είναι εντελώς φυσιολογική καιάαιαστ), καθόλου στιγματισμένη, απαίτηση μάλιστα τής καθημερινής επικοινωνίας. Υπάρχουν γλωσσικές κοινότητες όπου οι άνθρωποι μιλούν πολλές γλώσσες: μία ή περισ
112 118 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σότερες στο σπίτι, άλλη στο χωριό, άλλη για εμπορικούς σκοπούς και για την επαφή μετον >ιόσμοέ ωοιπό την κοινότητα. Αυτές οι γλώσσες μαθαίνονται με φυσικό τρόπο και οι μεταβάσεις από τη μια γλώσσα στην άλλη γίνονται από τους ομιλητές χωρίς δισταγμό. Ένα μονόγλωσσο άτομο σε μια τέτοια κοινότήτα θα θεωρούνταν κοινωνικά απροσάρμοστο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολύγλωσσης κοινότητας μας δίνουν οι ΤιιΚαηο του βορειοδυτικού Αμαζονίου, στα σύνορα Κολομβίας και Βραζιλίας. Οι ΤιιΚ&ηο είναι πολύγλωσσοι διότι η γυναίκα που ένας άνδρας θα παντρευτεί πρέπει να μην είναι από την ίδια γλωσσική κοινότητα. Ο γάμος απαγορεύεται ανάμεσα σε έναν άνδρα και σε μία από τις «αδερφές» του, σε μία δηλαδή από τις γυναίκες που μιλούν την ίδιά γλώσσα, καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται ως ένα είδος αιμομιξίας. Έτσι, οι άνδρες διαλέγουν τις γυναίκες που θα παντρευτούν από γειτονικές αλλόγλωσσες φυλές. Μετά το γάμο οι γυναίκες πηγαίνουν στην οικογένεια του άνδρα με αποτέλεσμα στην κοινότητα να μιλιούνται πολλές γλώσσες αυτη των ανδρών, οι ποικίλες γλώσσεςτων γυναικών απο τις διάφορες φυλές, και μια διαδεδομένη στην ευρύτερή περιοχή γλώσσα εμπορίου. Τα παιδιά γεννιούνται σε πολύγλωσσο περιβάλλον, όπου άλλη είναι η γλώσσα του πατέρα, άλλη η γλώσσα της μητέρας και άλλες οι γλώσσες των γυναικών με τις οποίες έρχονται σε καθημερινή επαφή. Όλοι όμως στην κοινότητα ενδιαφέρονται να μάθουν τις γλώσσες των άλλων και στο πλαίσιο μιας συνομιλίας η μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Η πολυγλωσσία είναι κάτι τόσο φυσικό και αυτονόητο στην κοινότητα αυτή που οι ΤιιΚ&ηο δεν γνωρίζουν πόσες γλώσσες μιλούν. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν γίνεται προσπάθεια ελάττωσης των ομιλούμενων γλωσσών, όπως συμβαίνει σε πολλά δυτικά κράτη κυρίως με τις γλώσσες των μεταναστών. Η πολυγλωσσία θεωρείται πηγή δύναμης καθώς δίνει τη δυνατότητα
113 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 119 ποικίλων επαφών και κυρίως γάμου μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων Ορισμοί δυτλογλωσσίας και κατηγοριοποίηση διπλόγλωσσων Επιχειρώντας να προσεγγίσουμε συστηματικότερα και μεθοδικότερα το φαινόμενο της διπλογλωσσίας (στο εξής με τον όρο αυτό θα αναφερόμαστε και στην πολυγλωσσία) μπορούμε νά ξεκινήσουμε μέ δύο αντιθετικούς ορισμούς. Από τη μια ο ΒΙοοιηίϊβΜ (1933: 56) θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση της'δϊπκογλωσσίας την κατοχή των δύο γλωσσών σε βαθμό ανάλογο με αυτόν του φυσικού ομιλητή, ενώ από την άλλη ο δέχόταν ότι η διπλογλωσσία αο/ί ει όταν το άτομο είναι σε οεση να πάράγώ^^έκφωνήματα με νόημα στη δεύτερη γλώσσα. Ανάμεσα στα δύ<γαυτά άκρα τοποθετούνται πλήθος κατηγοριοποιήσεων των διπλόγλωσσων ατόμων. Σύμφωνα με την προσέγγ'ι5ή της 5Κϋϋι&1)ΐ>-Κβη&β5 (1984, 1988) υπάρχουν τέσσερα κριτήρια με βάση τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποια γλώσσα ι νός α^ι^ΐγοκγ μητρική (ή αλλιώς Γ1). Τα ίδια κριτήρια μπορούν επίσης να_αξιοποιηθούν και για το χαρακτηρισμό ενός άτόμοϋ ώς διπλόγλωσσου. Σε γενικές γραμμές τα κριτήρια αυτά αφορούν την προέλευση των δύο,γλωσσ^ν (το πότε και πώς τις έμαθε), την ικανότητα τοχγομιλητή στις δύο γλώσσες (το πόσο καλά τις κατέχει), τις Α αου0ηεγτΐόΰ~επιτελούν στη ζωή του ατόμου (ποια είναι η χρήσιι.ΐί9^ω5β>^γτέλος τη στάση του ομιλητή στις γλώσσες αυτές (με ποια γλώσσα ταυτίζεται και,με ποια τον ταυτιξεί η υπόλοιπη κοινότητα). Στον παρακάτω πίνακα παρούσιάζονται σχηματικά οι κατηγοριοποιήσεις της 51αιΙηα1Λ>-Κ3η Β5: /η
114 120 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Πίνακας 11: Κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρακτηριστεί μητρική και ένα άτομο διπλόγλωσσο Κριτήριο Μητρική είναι η γλώσσα Ένα άτομο είναι διπλόγλωσσο εάν 1. Προέλευση Την οποία ο ομιλητής έχει μάθει πρώτη Α) έχει μάθει δύο γλώσσες στο οικογενειακό του περιβάλλον από φυσικούς ομιλητές β) χρησιμοποιούσε παράλληλα από την αρχή δύο γλώσσες ως μέσο επικοινωνίας 2. Ικανότητα Την οποία ο ομιλητής κατέχει καλύτερα 3. Λειτουργία Την οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί περισσότερο, 4. Στάσεις Α) με την οποία ο ομιλητής ταυτίζεται (εσωτερική ταύτιση) Β) της οποίας φυσικό ομιλητή τον θεωρούν οι άλλοι (εξωτερική ταύτιση) α) έχει απόλυτη γνώση και των δύο γλωσσών β) έχει γνώση των δύο γλωσσών παρόμοια με αυτήν ενος φυσικού ομιλητή γ) παραγει ορθα εκφωνήματα στην άλλη γλώσσα δ) έχει τουλάχιστον κάποια γνώση της γραμματικο-συντακτικής δομής της άλλης γλώσσας ε) έχει έρθει σε επαφή με μία άλλη γλώσσα Χρησιμοποιεί η μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο γλώσσες στις περισσότερες περιστάσεις α) αποκτά ταυτότητα ως άτομο με δύο γλώσσες και δύο κουλτούρες β) αναγνωρίζεται από τους άλλους ως διπλόγλωσσος Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα είναι δυνατό με βάση το Ιο κριτήριο της προέλευσης ένα άτομο να κατέχει αρχικά με τρόπο ισοδύναμα 6ύσ~7Γβώτες_γλώσσ ς Γ1), αλλά είναι πολύ σπάνιο με την πάροδο τού χρόνου να εξακολουθήσει να τις κατέχει στον ίδιο βαθμό-^ο κριτήριο), διότι πιθανότατα θα αποκτήσει μεγαλύτερη ευχέρεια σε μία από τις δύο για ορισμένες λειτουργίες και μεγαλύτερη άνεση στην άλλη για κάποιες άλλες λειτουργίες (3ό κριτήριο). Ειδικά για το 2ο κριτήριο της γλωσσικής ικανότητας αξίζει να παρατηρήσουμε ότι προβλέπεται μια διαβάθμιση στο πόσο καλά κατέχει τη δεύτερη γλώσσα ο ομιλητής (πρβ. (δ) και (ε)). Προκειμένου να καλυφθούν όλες οι δυνατές παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζεται η διπλογλωσσία, οι ερευνητές
115 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 121 έχουν προτείνει διάφορεε κατηγοριοποιήσεις σε ορισμένες από τις οποίες αναφερομαστε αμέσως, παρακάτω: Μία πρώτη διάκριση είναι αυτή ανάμεσα σε πρώιμη και όψιμη διπλογλωσσία (εβτΐυ/ϊαΐβ Μ1ίη ιι&1ίδΐη). Ένα άτομο θειον ρειται πρώιμος διπλόγλωσσος, εάν απέκτησε και τις δύο\?υ) γλώσσες του πριν από μια ορισμένη ηλικία, που για ορισμέ- ; ι νους ερευνητές συμπίπτει με την έναρξή της εφηβείας, ενώ α για άλλους το όριο κατεβαίνει στα τρία χρόνια. Εάν το παιδί,1 (Αο'. εκτεθεί και στις δύο γλώσσες πριν από το χρονικό αυτό όριςί../ (εφηβεία ή τρία χρόνια), τότε κάνούμε λόγο για ταυτόχρονέ] (δίηιιιΐΐ&ηβουχ) διπλογλωσσία. Εάν η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας γίνει μετά από αυτό το χρονικό όριό, τότε κάνουμε λόγο για όψιμη διαόο^κτ^χυοοεχχίνε) διπλογλωσσία. Η μέτρήση και αξιολόγηση της ι^ά^τητας ένός διπλόγλωσσου ατόμου και στις δύο γλώσσες είναι κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο. Και αυτό γιατί ένας διπλόγλωσσος μπορεί να έχει καλύτερη προσληπτική απ ό,τι παραγωγική ικανότητα στη Γ2, μπορεί δηλαδή να είναι σε θέση να διαβάσει ένα επιστημονικό βιβλίο, αλλά να μην είναι σε θέση να συμμετάσχει σε μια προφορική συνομιλία για θέματα της καθημερινής ζωής. Παρ όλα αυτά, μία γενικότερα αποδεκτή διάκριση είναι ' αυτή ανάμεσα σε κυρίαρχη (άοιηϊηαηΐ) και ισοοοοπηιχένη 6 ~ / φβΐ&ηοεά) διπλογλωσσίαγ Χτην πρώτη περίπτωση το άτομο '-' γνωρίζει τη μία από τις δύο γλώσσες καλύτερα από την άλλη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ικανότητά του στις δύο γλώσσες θεωρείται ισοδύναμη και μάλιστα εξίσου καλή με αυτήν ενόςιιονόγλώσσδΰ"ομ^^. Κάτι τέτοιο "είναι βέβαια εξαιρετικά σπάνΐό, γι αυτό ισορροπημένος θεωρείται ενας διπλόγλωσσος που μπορεί να ανταποκρίνεται με επιτυχία σε ποικιλία επικοινωνιακών περιστάσεων σχεδόν τόσο καλά όσο ένας μονόγλωσσος.» Μία τρίτη σημαντική διάκριση, η οποία αναφέρεται κυρίως στο αποτέλεσμα που έχει η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας στη συνολική γλωσσική ικανότητα ενός ατόμου. είναι
116 122 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ αυτή ανάμεσα σε αφαιρετική (δΐι&ΐτ&ςΐΐνε) και προσθετική 'Μ&Μίΐνβ) διπλογλωσσία. Εάν η απόκτηση της Γ2 οδηγήσει στον εμπλοΰτϊοΐϊό-της^οσσικής ικανότητας ενός ατομου χω- ^^^ ρίς να βλάψει τη γλώσσα που ήδη γνωρίζει, τότε κάνουμε λόγο για προσθετική διπλογλωσσία, ενώ αντίθετα αν οδηγήσει στη μείωση ή και στην εξάλειψη της ικανότητάς του στη Γ1, τότε κάνουμε λόγο για αφαιρετική διπλογλωσσία Διγλωσσία και διπλογλωσσία Στην ενότητα αυτή είναι ενδιαφέρον να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ο Ρϊδίιιη&η (1980) συσχετίζει τη διπλογλωσσία με την έννοια της διγλωσσίας (βλ ). Όπως φαίνεται και στον ακόλουθο πίνακα, από το συσχετισμό αυτό 5Γ ^προκύπτουν τέσσερις γλωσσικές καταστάσεις (βλ. Ραδοΐά, 1984: 41): ί ί ^^ Πίνακας 12: Τρόποι συσχέτισες της διγλωσσίας με τη διπλογλωσσία VΛ 1 Δ ΙΓΛ Ω Σ Σ ΙΑ + ΔΙΠΛΟ ΓΛΩΣΣΙΑ + 1. Διγλωσσία και διπλογλωσσία μαζί 3. Διπλογλωσσία χωρίς διγλωσσία 2. Διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία 4. Ούτε διπλογλωσσία ούτεδιγλωοαία Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσΐλΐης. χαινότη- Λ τας στην οποία παρατηρείται τόσο διγλωσσία όσο και διπλο- ] γλωσσία, Σε μιατέτόϊα κοι^τήτσγκά^ινας μπορεί να χρησι- ) μοποιεί την υψηλή ποικιλία ή, καλύτερα, γλώσσα, σε ορίσμέ- / νες περιστάσεις και για ορισμένους σκοπούς" και τη χαμηλή γλώσσα σε άλλες περιστάσεις και για άλλους σκοπούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Παραγουάη, όπου η ΐΐ3Γ3ΐιϊ επιτελεί λειτουργίες χαμηλής ποικιλίας, ενώ η ισπανική λειτουργίες υψηλής ποικιλίας. Όπως αναφέρθηκε και στην ενό-
117 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 123 τητα 2Λ.2.2., το παράδειγμα της Παραγουάης, δείχνει ξεκάθαρα ότι μπορεί να υπάρχει μεγάλη δομική απόσταση μεταξύ δύο νλωσσών και αυιέο να βρίσκονται σε διγλωσσική σχέση. ΐΓδεύτερη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσικής κοινότητας στην οποία παρατηρείταί διγλωσσία χωρίς διπλογλωσσία. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει στην κοινότητα να υπάρχει μια ισχυρή ομάδα η οποία και μόνο να χρησιμοποιεί την υψηλή γλώσσα και μία ασθενέστερη ομάδα η οποία και μόνο να χρησιμοποιεί, τη χαμηλή γλώσσα. ^Παράδειγμα της περίπτωσης αυτής μοιάζει να αποτελέί η τσαρική Ρωσία, όπου η αριστοκρατική ελίτ προτιμούσε να μιλάει μόνο γαλλικάρενώ ο ρωσικός λαός μιλούσε μόνο ρωσικά. Όπως όμως εύστοχα παρατηρεί ο Ροδοΐά (1984: 41), οί διγλωσσικές κοινότητες οι οποίες δεν παρουσιάζουν διπλογλωσσία δεν είναι πραγματικά γλωσσικές κοινότητες, αφού οι δύο ομάδες δεν επικοινωνούν παρά μόνο ελάχιστα μέσω διερμηνέων ή χρησιμοποιώντας μία ενδιάμεση, μεικτή γλώσσα, πιθανότατα ρΐάξϊη (βλ. υποκεφάλαιο ). Η τρίτη περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσικής κοινότητας στην οποία παρατηρείταί διπλογλωσσία χωρίς διγλωσσία. Σε μια τέτοια κοινότητα οι περισσότεροι""^ίνδρωποι είναγηπλόγλωσσοι, χωρίς όμως να διαφοροποιούν λειτουργικά τις γλώσσες που μιλούν, χωρίς δηλαδή να περιορίζουν την κάθε γλώσσα σε ορισμένες περιστάσεις και για ορισμένους, σκοπούς. Παράδειγμα της περίπτωσης αυτής αποτελεί υ,άλλον-το Βέλγιο, όπου μοιάζει να χρησιμοποιούνται χωρίς λειτουργικές διαφοροποιήσεις τόσο τα φλαμανδικά όσο και τα γαλλικά. Μ τέταρτη και τελευταία περίπτωση είναι αυτή μιας γλωσσικής κοινότητας στην οποία δεν παρατηρείταί ούτε διπλογλωσσία ούτε διγλωσαία. Πρόκειται, μ άλλα λόγια, για μια καθαρά μο^ογλωασική κοινότητα. Με βάση όμως τις παρατηρήσεις του ΕϊδΗΓη&η που είδαμε παραπάνω και σύμφωνα με τις οποίες ακόμη και διαφορές μεταξύ λειτουργικών ποικι-
118 124 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ λιών εμπίπτουν στο φαινόμενο της διγλωσσίας, είναι πολύ δύσκολο να βρούμε παραδείγματα γι αυτή την περίπτωση Εναλλαγή κωδίκων και σννομιλιακή μείξη κωδίκων Έχοντας εξετάσει φαινόμενα διγλωσσίας, διπλογλώσσίας και πολυγλωσσίας, στη συνέχεια θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε μια συστηματικότερη περιγραφή ζητημάτων που έχουν ανακύψει ήδη από την προηγούμενη συζήτηση, όπως η επιλογή ενός «γλωσσικού κώδικα» (με τον ουδέτερο αυτό όρο αναφερόμαστε αδιακρίτως σε μια γλωσσική ποικιλία ή σε μια γλώσσα, πρβ. ^απϋι&ιΐξΐι, 1986: 89), η μετάβαση από τον έναν κώδικα στον άλλον, η ανάμειξη ενός κώδικα με έναν άλλο. /Θα αναφερθούμε στα παραπάνω ζητήματα ξεκινώντας με > ΐΓ την περιγραφή δύο ειδών εναλλαγής κώδικα (οοάε 5\νϊΐοΗΐη ): ίην καταστασιακή (βίΐιι&ΐίοπ&ι) και τϊ\ μεταφορική (πιείαρίιο- ( ροα1) (πρβ. ^3πϋιαιι Η, 1986: 106 κ.ε.). Η~τ«χτασΐόίθΐσκή εναλλαγή κώδικα εμφανίζεται όταν οι ομιλητές αλλάζουν τους χρηδΐμοπόιούμέ^ΰξκώδικες ανάλογα με χνζ'έΐϊμοΐνω ηωζές^ περιστάσεις στϊς~δποίες συμμετέχουν.- Για ορισμένους μελετητες όπως ο ΟοιηρεΓΖ (1982), αυτο το 'είδος εναλλαγής κώδικα περίπου αντιστοιχεί σε διγλωσσικές καταστάσεις όπου η'χαμηλη και η υψηλή ποικιλία είναι λειτουργικά διαφοροποιημένες και συναρτημένες με δΐάφορετικές'περιστάσεις. Η συγγενής περίπτωση της μεταφορικής εναλλαγής κώδικα (τα όρια της οποίας δεν είναι πάντοτε ευκρινώς διακεκριμένα από αυτά της καταστασιακής εναλλαγής) εμφανίζεται όταν οι ομιλητές στο πλαίσιο της ίδιας επικοινωνιακής περίστασης αλλάζουν τους χρησιμοποιούμενους κώδικες ανάλογα με το συζητούμενο θέμα και τους αποδέκτες. Το ενδιαφέρον έίναι ότι ορισμένα θέματα μπορούν να συζητηθούν και στους δύο κώδικες, αλλά η επιλογή κάποιου συγκεκριμένου κώδικα έχει ιδιαίτερα επικοινωνιακά αποτελέσματα σε σχέση με συγκεκριμένους αποδέκτες, μεταφέρει συναισθηματικές και κοινωνικές συνδηλώσεις σ ό,τι λέγεται. Η αλλαγή κώδικα που κινητό-
119 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 125 ποιείται από το θέμα ή και τους αποδέκτες επιφέρει τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας περίστασης, λ.χ., από απρόσωπη και επίσημη σε περισσότερο προσωπική και ανεπίσημη, από σοβαρή σε αστεία κ.λπ. Στις περιπτώσεις μεταφορικής εναλλαγής κώδικα παρατηρούνται συνήθως μετακινήσεις προς ή από τον κώδικα που εκφράζει την εγγύτητα και την αλληλεγγύη του εμείς και είναι κατάλληλος για ανεπίσημες δραστηριότητες στο εσωτερικό μιας ομάδας στον η απο τον Κώδικα που έχει προσανατολισμό στο αυτοί, εκφράζει απόστασή και είναι κατάλληλος για επίσημες δραστηριότητες εκτός ομάδας. Η δανΐιιε-τγοϊκε (1989: 60) αναφέρει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφορικής εναλλαγής κώδικα, μέρος του οποίου παρατίθεται στη συνέχεια: στα σύνορα Ινδίας και Νεπάλ μία γυναίκα κατηγορήθηκε από το φύλακα ότι μεταφέρει μεγάλη ποσότητα τσαγιού και απειλήθηκε με βαρύ πρόστιμο. Αρχικά η γυναίκά χρησιμοποίησε την επίσημη γλώσσα, του Νεπάλ (Νεραΐί) για να επιχειρηματολογήσει σε νομική βάση ότι δεν είχε ξεπεράσει το νόμιμο όριο. Από την προφορά όμως του φύλακα κατάλαβε ότι ήταν φυσικός ομιλητής της τοπικής Νβ\ναπ. Χρησιμοποίησε τότε τη Νβχνβτϊ ποοχειμένου να τον παρακαλέσει επί τη βάσει της κοινής εθνοτικής τους ταυτότητας, επικαλούμενη ουσιαστικά τους δεσμούς αλληλεγγύης που συνήθως ισχύουν ανάμεσα σε συντοπίτες. Μ άλλα λόγια, η γυναίκα συνειδητά χρησιμοποίησε τη μεταφορική εναλλαγή κώδικα, η οποία κινητοποιηθηκε από το συγκεκριμένο θέμα συνομιλίας σε συνάρτηση με τον συγκεκριμένο αποδέκτη. Εδώ η μ ταφορική έ^άλχαγη κώδικα χρησιμοποιήθηκεως Επικοινωνιακή στρατηγική για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, να αποφύγει δηλαδή το πρόστιμο. Σννομιλιακή μείξη κωδίκων (οοηνεγδβΐΐοη&ι οοάε πιϊχΐη ) παρατηρείταί όταν εναλλάσσονται δύο -ή και περισσότεροικώδικες στο πλαίσιο της ίδιας συνομιλίας, χωρίς η μείξη αυτή να κινητοποιείται αναγκαστικά από το θέμα ή και το συνομιλητή. Οι λειτουργίες που επιτελούνται είναι ποικίλες,
120 126 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ όπως, λ.χ., η ακριβής παράθεση ενός αποσπάσματος στη γλώσσα που αογικά διατυπώθηκε, η ειχφατικη επανάληψη, ΐη διϋρθωτική τροποποίηση, ο αστεϊσμός, η δήλωση κοινής ταυτότητας και η επίκληση δεσμών αλληλεγγύης, ο αποκλεισμός κάποιων πιθανών αποδεκτών που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα στην οποία γίνεται η εναλλαγή και η επιλογή αυτών που τη γνωρίζουν (κρυπτολαλική λειτουργία), η επίλυση προβλημάτων λεξικής αναζήτησης κ.λπ. (βλ. σχετικά ΟιιπιροΓζ, 1982: 75-84* 5ανί1ΐ6-ΤΓ0ί^, 1989: 68-70). Η μείξη κωδίκων μπορεί να εντοπιστεί, μ ε τ α ξ ύ ^ στα ακόλουθα περιβάλλοντα (πρβ. Ανδρουλάκης, 1992: 646* αΐυίβΐϊ08* ΖατροΙβα, 1996: ): στο δεύτερο σκέλος ενός γειτνιαστικού ζεύγους: Α: Θα το βρεις το μέρος; Β: ] βη 81118Ρ08 811Γ. από τη μια πρόταση στην άλλη (διαπροτασιακή μείξη): - (...) δεν είναι εύκολο να τον έχεις εμπιστοσύνη, 11 άίί ί011)011τ >6ίί Όταν ήταν γράμματα που μου έγραφεν η μάμμα μου εκαταλάβαινά τα τζιαι απαντούσα της. I οοιιΐά Γβαά ώθ8β οηά I ιιηά&8ίοοά ϋιαη. στο εσωτερικό μιας πρότασης (ενδοπροτασιακή μείξη): - έ ρτορο8 άε Ια ρα88ίνΐίέ άβ Ζαάάβιη δεν ξέρω τι να υποθέσω. - Πολλοί επηένναν ονβγ ώετε τζιαι έκαμναν τους μάγκες. Υοιι Μώ οφ, επήαιννεν ένας που είσιεν κάμει λίον χρήμαν, \νίώ α ξοΐά ούαίη, ανοιχτόν πουκάμισον με δακτυλίθκια οη ενβιγ ήη^γ, γόη Ισιο\ν, τζιαι εκκολλήσαν τους το όνομα Οΐ3ΤΐΪ 8. - Τθάθ8 108 Μ6Χ103Ώ08 Ψ6Γ6 ϊίίβά Ιΐρ 33
121 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 127 Οι μονόγλωσσοι διατυπώνουν συνήθως πολύ επικριτικές απόψεις για τα φαινόμενα συνομιλιακής μείξης κωδίκων. Επινοούν μάλιστα και υποτιμητικούς όρους με τους οποίους γίνεται αναφορά στα φαινόμενα αυτά, όπως ίκιηξί&ίδ (γαλλικά και αγγλικά στο Κεμπέκ), ίγ& ηο1 (γαλλικά και ισπανικά στην Αργεντινή), χρ&η^ΐίχΐι (κουβανικά ισπανικά και αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες), Τεχ-Μεχ (αγγλικά και μεξικάνικα ισπανικά στο Τέξας), τεεη 1ϊ5ΐι (ελληνικά και αγγλικά στην Ελλάδα). Όμως, η συνομιλιακή μείξη δεν είναι ένα τυχαίο ανακάτεμα δύο κωδίκων λόγω άγνοιας ή και οκνηρίας των ομιλητών. Αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα που αποκαλύπτει την ικανότητα του διπλόγλωσσου ατόμου να εκμεταλλεύεται στοιχεία και από τα δύο συστήματα, καθώς προϋποθέτει γνώση της δομής και των δύο γλωσσών και, σύμφωνα με έρευνες της τελευταίας εικοσαετίας (πρβ. ΡορΙ&οΚ, 1980, 1981 Χατζηδάκη, 1996, 1999), την τήρηση κάποιων γραμματικών περιορισμών, κυρίως όταν η εναλλαγή γίνεται στο εσωτερικό της πρότασης. Ένας από τους πιο αποδεκτούς μεταξύ των ερευνητών περιορισμούς είναι αυτός της ισοδυναμίας (εςιιΐνβίεηοε οοηχΐταϊηΐ), σύμφωνα με τον οποίο_ ΐ)_εναλλαγή τείνει συνήθως (αλλά όχι πάντα, βλ. σχετικά Χατζηδάκη, 1999) να πραγματοποιείται στα σημεία όπου η σύνταξη είναι κοινή και για τις δύο γλώσσες και δεν παράβίάζέται κάποιος συντακτικός κανόνας σε καμιά από τις δύο γλώσσες. Έτσι, λ.χ., στο εκφώνημα: Ήρθε χθες το απόγευμα ιηγ ύογΐήβηά και πήγαμε μια βόλτα ίο ώβ ίββίΐιοκ η εναλλαγή είναι επιτρεπτή καθώς γίνονται σεβαστοί οι κανόνες που ρυθμίζουν τη δομή των φράσεων (ονοματική και προθετική) και των δύο γλωσσών. Εναλλαγές του τύπου: - *ο πιγ ύογίπ6πά - *ί>ογίήαιά μου
122 128 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δεν θα ήταν ανεκτές, διότι στην πρώτη παραβιάζεται κανόνας της αγγλικής (δεν απαιτείται άρθρο σε αυτή τη θέση) και στη δεύτερη της ελληνικής (απαιτείται άρθρο) (βλ. σχετικά το λήμμα εναλλαγή κώδικα, στο Χριστίδης, 1999β: 8-9) Ιϊηβΐια ίτοηοα, γλώσσες ρίάβίη και κρεολές Οι γλώσσες δεν αναμειγνύονται μόνο μέσω της εναλλαγής κωδίκων, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, αλλά και κατά τη διαμόρφωση ενός νέου κώδικα από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων που προϋπάρχουν. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν τόσο η ανάπτυξη μιας 1ϊη ιΐ ΐ ίτ&ηοα όσο και η ανάπτυξη γλωσσών ρίάβίη, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε κρεολές. Οι γλώσσες αυτές, που μόλις πρόσφατα αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικής έρευνας, περιβάλλονταν με αρνητικές στάσεις καθώς δεν θεωρούνταν δημιουργικές γλωσσικές προσαρμογές σε ιδιάζουσες επικοινωνιακές περιστάσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά γλωσσικές αποκλίσεις από άλλα συστήματα, προϊόντα άγνοιας, οκνηρίας και κατωτερότητας των ομιλητών τους. Σύμφωνα με τον ορισμό της ΙΙΝΕ500 (βλ.,ψαπ1ηαιΐ ΐι, 1986: 56), Μξυα ίταηοα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως από ανθρώπους με διαφορετικές μητρικές γλώσσες προκειμένου να επιτευχθεί ή και να διευκολυνθεί η επικοινωνία μεταξύ τους. Συνήθως ρόλο 1ίη ιΐ ΐ ίταηοα αναλαμβάνουν γλώσσες διαδεδομένες σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος, γεγονός που έχει ως συνέπεια την επαφή και πρόσμειξή τους με τοπικές γλώσσες. Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν το ίδιο φαινόμενο είναι γλώσσα εμπορίου (ΐταάε Ιαη- ΐι& ε), γλώσσα επαφής (οοηΐ&οί 1&η ΐιει ε), διεθνής γλώσσα (ίηίεπιαΐίοη&ι ΐ3η υα ε) κ.λπ. Εκτός τής ελληνιστικής κοινής, η οποία, όπως είδαμε (βλ. 2.1.), έγινε η γλώσσα των περισσότερων ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν στα κατακτημένα από τον Μέγα Αλέξανδρο εδάφη, η αραβική 1ίη ιι& ίπιποα, η οποία συνδέθηκε με την εξάπλωση του Ισλάμ, είναι από τις
123 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 129 πιο γνωστές. Επίσης, γνωστή είναι η σουαχίλι που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Αφρική και βέβαια η αγγλική που χρησιμοποιείται σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου. Μία 1ΐη αα ίταηοα μπορεί να μιληθεί με διαφορετικούς τρόπους, για διαφορετικούς σκοπούς και από διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι, για άλλους μπορεί να είναι μητρική γλώσσα, για άλλους δεύτερη γλώσσα και για κάποιους άλλους μια ξένη γλώσσα που τη χειρίζονται περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικά. Δεν διακρίνεται, κατά συνέπεια, από κανένα είδος ομοιογένειας.34 Οι γλώσσες ρϊ(1 ΐη και οι κρεολές μιλιούνται σε μέρη του ονομαζόμενου σήμερα Τρίτου Κόσμου, που γειτνιάζουν με ωκεανούς (κυρίως με τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό), όπως η Καραϊβική, τα παράλια της Νότιας Αμερικής και τα παράλια της Αφρικής. Οι γλώσσες αυτές αναπτύχθηκαν για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένους επικοινωνιακούς σκοπούς σε σχέση κυρίως με το εμπόριο και ειδικότερα με το εμπόριο σκλάβων, αλλά και σε σχέση με φυτειοκαλλιέργειες όπου δούλευαν σκλάβοι. Έχουν καταγραφεί περισσότερες από εκατό γλώσσες ρΐά^ΐη και κρεολές. Οι περισσότερες από αυτές έχουν ως βάση γλώσσες ευρωπαϊκών κρατών με αποικίες σε διάφορα μέρη του κόσμου και κυρίως στην αγγλική, αλλά και στη γαλλική, στην ισπανική, στην πορτογαλική, στην ολλανδική, στη γερμανική, καθώς και σε λίγες μη ευρωπαϊκές γλώσσες της Αφρικής, όπως η σουαχίλι (γλώσσα Βαηΐα), και το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου τους προέρχεται από τις ισχυρές αυτές γλώσσες. Αντίθετα, η γραμματική δομή μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι επηρεασμένη από τοπικές γλώσσες που λειτουργούν ως υπόστρωμα (πρβ. >λ^3γ(βιαιι 1ι, 1986: Κοιτιαίπε, 1994: 163-4). Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την ΤοΚ (<ΐα11ί) Ρΐδΐη, τη βασισμένη στην αγγλική ρίά ίη της Νέας Γουινέας, για να
124 130 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΟΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ διαπιστώσουμε κάποιες από τις ομοιότητες και τις διαφορές με την αγγλική (πρβ. ΑίΙοΗίχοη, 1981: 193): - πά ο -γιίβο - πά ΙαΙάπι γυ - γυ ΙυΜτη πά - πάρβία ο - γυρεία βο - ρ&ρ& ύίιοηξ ιώϊ - Ιιαυ$ ύίΐοπβ πάρβία - ραρα Μοηβ γυ - Ιιβα5 Μοπβ γυρβία εγώ πηγαίνω εσύ πηγαίνεις εγώ βλέπω εσένα εσύ βλέπεις εμένα εμείς πηγαίνουμε εσείς πηγαίνετε ο πατέρας μ ου. ο σπίτι μας ο πατέρας σου ο σπίτι σας Στα παραπάνω παραδείγματα παρατηρούμε καταρχήν λεξιλογική συγγένεια με την αγγλική, π.χ., βο < αγγλ. ο, Ιυΐώη < αγγλ. ΙοοΜπβ, ραρα < αγγλ. ραρα, Ηάιιξ < αγγλ. ήοαεβ. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι η αντωνυμία ηή χρησιμοποιείται ως ονομαστική, αλλά και ως αιτιατική ενικού του α ' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας, η γυ ως ονομαστική, αλλά και ως αιτιατική ενικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας. Ο πληθυντικός της προσωπικής αντωνυμίας σχηματίζεται με βάση τον ενικό αριθμό σε συνδυασμό με το επίθημα ρεία από το αγγλικό Μ ϊοψ (: σύντροφος), ενώ οι κτητικές αντωνυμίες σχηματίζονται με τη λέξη ύϊΐοηβ < αγγλ. ΰβίοπβ (ανήκω) σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες προσωπικές αντωνυμίες. Εξειδικεύοντας τις παρατηρήσεις μας σχετικά με το σχηματισμό των γλωσσικών αυτών κωδίκων, μπορούμε να σημειώσουμε ότι η ρίάβΐπ (< ύυ$ΐη6$$, όπως πιθανώς προφέρονταν η λέξη αυτή στην αγγλική ρίά ίη της Κίνας) είναι μία γλώσσα χωρίς φυσικούς ομιλητές, η οποία χρησιμοποιείται ως γλώσσα επαφής, όπως και η Ιίπβαα ίτ&ηοα. Σχετικά με την προέλευση των γλωσσών ρίά ΐπ έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες εκ των οποίων τέσσερις, κατά την ΑϊίοΗΐδοη (1981: ), είναι οι πιο διαδεδομένες. Η πρώτη είναι αυτή της ατελούς εκμάθησης
125 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 131 (ϊιηρειίεοί Ιεατηϊηξ) σύμφωνα με την οποία μία ρϊά ΐη αναπαριστά τις προσπάθειες κάποιων ατόμων να μάθουν μια γλώσσα εντελώς διαφορετική από τη δική τους. Οδηγούνται έτσι στη διαμόρφωση μιας γλώσσας απλοποιημένης. Η δεύτερη θεωρία προτείνει ότι μία ρίάξΐη προκύπτει από τις μη συνειδητές προσπάθειες των φυσικών ομιλητών μιας ισχυρής γλώσσας να την απλοποιήσουν ώστε να μαθευτεί ευκολότερα από μη φυσικούς ομιλητές. Πρόκειται, μ άλλα λόγια, για ένα είδος ομιλίας για ξένους (ίογεϊ&ηβγ Ιβίΐς).35 Οι δύο πρώτες θεωρίες, μεταξύ άλλων, αφήνουν ανεξήγητο το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι ρίά ίη έχουν κοινά δομικά χαρακτηριστικά (λ.χ., όλες οι ρίάξϊη ακολουθούν στην πρόταση τη σειρά Υποκείμενο - Ρήμα - Αντικείμενο, πρβ. Κ.οπΐ ΐΐηε, 1994: 174), ακόμη και όταν οι γλώσσες στις οποίες βασίζονται είναι εντελώς διαφορετικές. Το γεγονός αυτό έδωσε έναυσμα σε μία τρ'ίτη θεωρία, η οποία πρεσβεύει την κοινή καταγωγή όλων των ρμ ΐη από τη δαμτ, τη βασισμένη στην πορτογαλική ρμ ΐη, η οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη στις εμπορικές συναλλαγές του 15ου και του 16ου αιώνα. Εικάζεται ότι η ρϊά ίη αυτή επαναλεξικοποιήθηκε (Γείεχΐίΐεά) αργότερα, δέχτηκε δηλαδή την εισαγωγή του λεξιλογίου γλωσσών όπως της αγγλικής, της γαλλικής, της ισπανικής κτλ., με τις οποίες ήρθε σε επαφή, ενώ η γραμματική δομή της έμεινε κατά βάση η ίδια. Επισημαίνεται μάλιστα το γεγονός ότι πορτογαλικά λεξιλογικά υπολείμματα ανιχνεύονται σε πολλές ρΐ(1 ϊη όπως, λ.χ., το εανβ < Πορτ. $αι>6γ ( γνωρίζω) ή το ρμπΐπί (παιδί) < Πορτ. ροςυβπίπί (μικρός). Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η θεωρία αυτή, η αποκαλούμενη και μονογενετική (ιηοηο εηεΰο), είναι ότι υπάρχουν ρϊάβίη με πολύ γενικά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και με γνωρίσματα που δεν προσιδιάζουν καθόλου σε ευρωπαϊκές (ρομανικές και γερμανικές) γλώσσες και, κατά συνέπεια, φαίνεται απίθανο να προέρχονται από μία ρίάβϊη που βασίστηκε μόνο σε ευρωπαϊκή γλώσσα (την πορτογαλική).
126 132 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Τα προβλήματα που παρουσιάζει η μονογενετική θεωρία σε συνδυασμό με το δεδομένο των κοινών δομικών χαρακτηριστικών σε όλες τις ρμξΐη οδήγησε σε μια προσέγγιση βασισμένη στην υπόθεση των καθολικών γλωσσικών χαρακτηριστικών. Σύμφωνα με την τέταρτη αυτή υπόθεση του βιοπρογράμματος φίοργο^τατη), που υποστηρίχθηκε από τον Βϊ(±6γΐοη (βλ., λ.χ., 1983) και παρουσιάζει συγγένειες με τις απόψεις του Οιοηΐ8&γ, οι εγγενείς και καθολικές δομές έρχονται αυτόματα στην επιφάνεια όταν γίνονται προσπάθειες να κατασκευαστεί μια απλή γλώσσα. Οι δομές αυτές καταπνίγονται όταν το παιδί εκτίθεται σε αναπτυγμένα γλωσσικά συστήματα. Μόνο στις κοινότητες που αναπτύσσονται γλώσσες ρϊ(1 ίη, η ύπαρξη, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάποιου γραμματικού συστήματος που να ανταγωνίζεται και να καταστέλλει την έμφυτη γραμματική του παιδιού είναι περιορισμένη. Και υποστηρίζεται ότι είναι αυτή η έμφυτη καθολική γραμματική που οδηγεί στις δομικές ομοιότητες μεταξύ των ρϊ(ί ΐη (βλ. και ΨβπϋιαυβΗ, 1986: 76-77). Παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η θεωρία αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί, καθώς δεν είναι εύκολο να διαπιστωθούν σε κάθε περίπτωση οι επιδράσεις που ασκήθηκαν σε μία ρίά ίη είτε από την κυρίαρχη είτε από τις υποστρωματικές γλώσσες ώστε να διαγνωστεί αν πράγματι και σε ποιο βαθμό αναδύονται οι εγγενείς, καθολικές δομές. Πέρα από τη (συν)επίδραση κάποιων (ή όλων των) παραγόντων που επισημαίνονται από τις παραπάνω θεωρίες, από καθαρά κοινωνιογλωσσολογική σκοπιά θεωρείται ότι οι ρΐάξϊη αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας πολυγλωσσικής.περίστασης όπου αυτοί που επιθυμούν να επικοινωνήσουν πρέπει να φτιάξουν άμεσα, πιθανώς αυτοσχεδιάζοντας, έναν απλό κώδικα. Η διαδικασία της πιτζινοποίησης πιθανότατα συντελείται σε μία περίσταση όπου αναμειγνύονται τουλάχιστον δύο γλώσσες, εκ των οποίων μία είναι η ισχυρότερη και γι αυτό κυριαρχεί. Οι ομιλητές των ασθενέστερων γλωσσών παί
127 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 133 ζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ρίά ίη καθώς συνομιλούν χρησιμοποιώντας την ισχυρή γλώσσα όχι μόνο με τους φυσικούς ομιλητές της τελευταίας αλλά και μεταξύ τους με αποτέλεσμα να την απλοποιούν με διάφορους τρόπους (παρατηρείταί, λ.χ., απουσία γραμματικού γένους στα ονόματα, απουσία καταλήξεων συμφωνίας μεταξύ των ονομάτων και των ρημάτων, ο χρόνος και το ποιόν ενέργειας εκφράζονται με διαφορετικές λέξεις και όχι με καταλήξεις κτλ.). Έτσι, μία ρΐά ΐη αναδύεται από την απλοποίηση μιας ισχυρής γλώσσας και καθίσταται το κύριο και κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας από αλλόγλωσσους οι οποίοι τη μαθαίνουν «από στόμα σε στόμα». Η υπόθεση αυτή εξηγεί το γεγονός ότι οι περισσότερες ρϊά ϊη δημιουργήθηκαν σε κοινωνίες που «υποδέχτηκαν» σκλάβους (όπου εμποδίζονταν οι ομόγλωσσες συναθροίσεις για την αποφυγή ανταρσιών) καθώς και σε παραθαλάσσιες περιοχές (όπου μιλιούνταν πολλές διαφορετικές γλώσσες, αλλά για το εμπόριο χρησιμοποιούνταν συνήθως μία ρί(1 ΐη). Ως κρεολή γλώσσα ορίζεται συνήθως η ρϊ<1 ϊη που έχει γίνει η μητρική γλώσσα μιας νέας γενιάς ομιλητών, οι οποίοι και αποτελούν τους φυσικούς ομιλητές της. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ένας άντρας και μια γυναίκα που μιλούν διαφορετικές γλώσσες, αλλά και οι δύο γνωρίζουν την ίδια ρϊά ίη, παντρεύονται. Η ρΐά^ίπ τότε γίνεται η κοινή γλώσσα του σπιτιού και η μητρική γλώσσα των παιδιών. Τέτοιες περίπου συνθήκες είχαν διαμορφωθεί όταν Αφρικανοί σκλάβοι μεταφέρθηκαν στον Νέο Κόσμο, διαχωρισμένοι από τους ομόγλωσσούς τους για την αποφυγή ανταρσιών. Παρά το γεγονός ότι μία κρεολή είναι απ όλες τις απόψεις «κανονική» γλώσσα, οι ομιλητές της, όχι σπάνια, διατηρούν ένα αίσθημα κατωτερότητας για τη γλώσσα τους, που πιθανότατα προέρχεται από τη σχέση κυριαρχίας μεταξύ της ρΐάξϊη, από την οποία προέρχεται η κρεολή, και της ισχυρής γλώσσας στην οποία η ρϊ(1 ϊη βασίστηκε. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη ότι
128 134 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ κάθε ρϊίΐβϊη δεν εξελίσσεται αναγκαστικά σε κρεολή. Οι περισσότερες ρίάβίη αναλαμβάνουν ρόλο 1ϊη υα ίταηοα, χρησιμοποιούνται δηλαδή ως διαμεσολαβητικές γλώσσες, για την εξυπηρέτηση τοπικών, εξειδικευμένων, συχνά παροδικών αναγκών (λ.χ., ειδικά για την αγοροπωλησία ζώων), οι οποίες, όταν εκλείψουν, οι ρίά ίη πεθαίνουν. Έτσι, πολύ λίγες είναι τελικά αυτές που εξελίσσονται σε κρεολές. Η διαδικασία της κρεολοποίησης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν της πιτζινοποίησης. Αν η δεύτερη συνεπάγεται την απλοποίηση μιας γλώσσας, δηλαδή τη συρρίκνωση της μορφολογίας (της λεξικής δομής) και της σύνταξης (της προτασιακής δομής), την ανοχή ιδιαίτερα μεγάλης φωνολογικής ποικιλίας, τα εκτεταμένα λεξιλογικά δάνεια από την ισχυρή γλώσσα και τη συρρίκνωση της δυνατότητας επιτέλεσης σημαντικών λειτουργιών, η διαδικασία της κρεολοποίησης συνεπάγεται τη διεύρυνση της μορφολογίας και της σύνταξης (με αποτέλεσμα πιο σύνθετες λεξικές και προτασιακές δομές), τη συστηματοποίηση της φωνολογίας, την αύξηση των δυνατών επιτελούμενων λειτουργιών και τη διαμόρφωση σταθερού και εξειδικευμένου λεξιλογίου. Η μετάβαση από μία ρίά ίη σε μία κρεολή δεν γίνεται πάντοτε απευθείας αλλά συχνά μέσω ενδιάμεσων σταδίων. Σύμφωνα με τον ΜϋΗΜιΐδΙεΓ (1986), από μία πρώιμη ρίά ίη, ή αλλιώς )ΆΤ οη, η οποία αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο γλωσσικό σύστημα που επιτελείται με μεγάλη ατομική ποικιλότητα, μεταβαίνουμε σε μια πιο σταθερή ρΐάξϋη, στη συνέχεια σε μια διενρνμένη ρΐάξίπ κατάλληλη για αρκετές επικοινωνιακές ανάγκες και καταλήγουμε, τέλος, σε μια κρεολή η οποία είναι, όπως είπαμε, φυσική γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι θεωρητικά οι διαδικασίες της κρεολοποίησης και της πιτζινοποίησης μπορούν να διαφοροποιηθούν, δεν είναι πάντοτε απολύτως ευδιάκριτο πότε λαμβάνει χώρα η μία ή η άλλη, και πολλές φορές ιστορικά κριτήρια (καταγεγραμμένη προγενέστερη ύπαρξη ισχυρής γλώσσας, κα-
129 ΛΤΑΣΤΑΣΡ.ΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 135 ταγεγραμμένη προγενέστερη ύπαρξη ρμ ίη) και όχι αμιγώς γλωσσολογικά, μας οδηγούν στο να διακρίνουμε μία ρίά ϊπ από μία κρεολή.' Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γλωσσικό συνεχές που συχνά αναπτύσσεται στον ενδιάμεσο γλωσσικό χώρο μεταξύ μιας κρεολής γλώσσας X και της συμβατής μ αυτήν πρότυπης γλώσσας X. Η ανάπτυξη του συνεχούς αυτού παρατηρείται παράλληλα με μια διαδικασία αποκρεολοποίησης (άεογεοιϊζαΐΐοη). Κατά τη διαδικασία αυτή, η πρότυπη γλώσσα (καλύτερα η τοπική εκδοχή της) επηρεάζει σημαντικά την κρεολή, στερώντας της κάποια από τα διακριτικά χαρακτηριστικά της. Έτσι, δημιουργείται μια μεγάλη έκταση ενδιάμεσων, όχι αυστηρά οροθετημένων, ποικιλιών ή αλλιώς μεσο-λέκτων (πιεχοΐοοίδ) μεταξύ της πρότυπης, ή αλλιώς ακρο-λέκτον (αοτοΐεοΐ), που τοποθετείται στην κορυφή, και της βασι-λέκτου φ&δΐΐεοΐ), δηλαδή της κρεολής που βρίσκεται στη βάση. Έτσι, στα αγγλικά ιιγαηε56 η ακρό-λεκτος παρουσιάζει, λ.χ., τον πρότυπο τύπο /αΐ ΐο:1ά Ιιΐιη/ (τον είπα), μία, μεταξύ πολλών, μεσό-λεκτος τον τύπο Ι& ΐβΐ ΐιηΙ και η βασί-λεκτος τον τνπο /τηϊ ίεΐ ατη/ (πρβ. ΒίοΚεΠοη, 1975). Ένα τέτοιο γλωσσικό συνεχές είναι αναμενόμενο (και πολλές φορές πράγματι συμβαίνει) να συσχετίζεται με την παρατηρούμενη κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως, λ.χ., συμβαίνει στην Τζαμάικα όπου έχει καταγραφεί ένα παράλληλο κοινωνικό συνεχές (βλ. ΟιβπΛβΓδ & Τηιά ϊ11, 1980: 8-10). Συνήθως, δηλαδή, τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα χρησιμοποιούν τις ακρο-λέκτους, τα κατώτερα μεσαία και τα εργατικά στρώματα των πόλεων χρησιμοποιούν τις μεσο-λέκτους, ενώ τα κατώτερα εργατικά και αγροτικά στρώματα με περιορισμένη μόρφωση χρησιμοποιούν τις βασι-λέκτους. Οι κοινωνικές συνδηλώσεις των ποικιλιών που τοποθετούνται σε διάφορα σημεία του συνεχούς επιτρέπουν στους ομιλητές τους να τις χρησιμοποιούν ως ενδείκτες διαφορετικών λειτουργι
130 136 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ κών ποικιλιών, λ.χ., τυπικότητας, κοινωνικής απόστασης, αλληλεγγύης κ.λπ. Ένα συνεχές προκύπτει υπό τον όρο ότι η ακρό-λεκτος και η βασί-λεκτος είναι ποικιλίες της ίδιας γλώσσας, όπως, λ.χ., στην Τζαμάικα όπου έχει αναπτυχθεί συνεχές μεταξύ της αγγλικής και της τζαμαϊκανής κρεολής που βασίζεται στην αγγλική. Αν όμως δεν υπάρχει ιδιαίτερη επαφή μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων που μιλούν την πρότυπη με τα στρώματα που μιλούν την κρεολή, και ειδικότερα αν δεν υπάρχει δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας των κατώτερων πληθυσμών και επιπλέον αν οι δύο πολικές γλωσσικές ποικιλίες παρουσιάζουν έντονη λειτουργική διαφοροποίηση, τότε, ακόμη και αν οι πολικές ποικιλίες είναι συγγενείς, δεν αναπτύσσεται γλωσσικό συνεχές αλλά, αντίθετα, διαμορφώνεται κατάσταση διγλωσσίας. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείταί στην Α ϊ τή μεταξύ της γαλλογενούς κρεολής της Αϊτής και της πρότυπης γαλλικής, οι οποίες παρουσιάζουν κάθετη λειτουργική διαφοροποίηση. (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με ζητήματα που συνδέονται με τη δημιουργία κρεολών γλωσσών μέσα από μια γενετική οπτική, βλ. ϋε Οτβίί, 1999) Γλωσσική διατήρηση και γλωσσική υποχώρηση Σύμφωνα με τη δβνΐιιε-τΐόϊιίε (1989: 205), στις περιπτώσεις που δύο ή περισσότεροι πολιτισμοί με διαφορετικές γλώσσες ή γλωσσικές ποικιλίες έρχονται -με ποικίλους τρόπους- σε επαφή, στον σύγχρονο κόσμο είναι τρεις οι πιθανές εκβάσεις για τις αναμειγνυόμενες γλώσσες: α) η διατήρησή τους ως διαφορετικών οντοτήτων, β) οι αλλαγές στο γλωσσικό τους σύστημα λόγω των επιδράσεων που δέχονται από τα άλλα γειτνιάζοντα συστήματα (πρβ. τις ρϊ(1 ϊη και τις κρεολές γλώσσες) και γ) η εγκατάλειψη μιας γλώσσας από τους ομιλητές της (κάτι που ισοδυναμεί με γλωσσικό θάνατο) και η υιοθέτηση μιας άλλης. Στην ενότητα αυτή, βασιζόμενοι κυρίως στις παρατηρήσεις της δανϊιιβ-τΐό&ε (ό.π.: ), θα
131 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 137 αναφερθούμε κυρίως στη γλωσσική διατήρηση (ΐ3η υα 6 πιειίη- Ιβηβηοε) και τη γλωσσική μετατόπιση/υποχώρηση (1βη ΐια β δηΐίΐ), με ακραία κατάληξη τον γλωσσικό θάνατο. Ένας πρώτος παράγοντας που σχετίζεται με τη διατήρηση ή την υποχώρηση μιας γλώσσας είναι η δυνατότητά της να συντηρήσει ή όχι τις εργαλειακές (ϊηδίηιιηεηΐβΐ) σε αντίστιξη με τις συναισθηματικές (βίίεοΐϊνε) της λειτουργίες. Η λαντίνο (ή αλλιώς εβραιοϊσπανική), λ.χ., ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι εβραίοι της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής στις μεταξύ τους συνομιλίες, ανεξάρτητα από τις εθνικές γλώσσες των κρατών στα οποία διέμεναν. Η κλασική εβραϊκή χρησιμοποιούνταν μόνο για θρησκευτικούς λόγους. Όταν όμως η κλασική εβραϊκή επιλέχθηκε ως επίσημη εθνική γλώσσα του Ισραήλ, η λαντίνο -όπως και η ΥϊάάίχΗ στην Ευρώπη- δεν είχε λόγο ύπαρξης. Παρά τη συναισθηματική λειτουργία που είχε η -γλώσσα αυτή για τους ομιλητές της, άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται λόγω της επικράτησης της κλασικής εβραϊκής και της χρησιμοποίησής της ως μέσο επικοινωνίας και μεταξύ των εβραίων εκτός Ισραήλ. Μ άλλα λόγια, η λαντίνο άρχισε να χάνει τις εργαλειακές (/χρηστικές) της λειτουργίες. Επιπλέον, δεν μεταδιδόταν στα παιδιά. Η μη μετάδοση μιας γλώσσας στην επόμενη γενιά είναι, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το σαφέστερο σύμπτωμα της επερχόμενης γλωσσικής απώλειας. Η κοινωνική οργάνωση των γλωσσικών κοινοτήτων που έρχονται σε επαφή είναι ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τη διατήρηση ή την υποχώρηση μιας γλώσσας. Έτσι, λ.χ., η κοινωνικοοικονομική οργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών (: η παροχή κινήτρων κοινωνικής κινητικότητας με τον άρρητο όρο της αποδοχής των αμερικανικών αξιών και της αμερικανικής γλώσσας) οδήγησε στην κοινωνική και γλωσσική αφομοίωση πολλούς μετανάστες διαφορετικής εθνοτικής και γλωσσικής προέλευσης. Επιπλέον, η ισχυρή οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών
132 138 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ (αλλά και της Αγγλίας) και ο συνακόλουθος έλεγχος που ασκούν στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση και την εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας, αλλά και τη συρρίκνωση των ασθενέστερων γλωσσών (δηλαδή των μη ευρέως χρησιμοποιούμενων κυρίως σε οικονομικές, πολιτικές, εκπαιδευτικές δραστηριότητες). Ανάλογη διάδοση με αυτήν της αγγλικής γνώρισαν στο παρελθόν και άλλες γλώσσες, όπως η αραβική, η λατινική και βέβαια η ελληνιστική κοινή (η οποία στηρίχθηκε και διαδόθηκε από τη μακεδονική ηγεμονία της εποχής). Είναι ενδιαφέρον όμως να σημειώσουμε ότι, αν στην περιοχή που διαδίδεται μια γλώσσα υπάρχει ισχυρή πολιτιστική και γλωσσική παράδοση, τότε η γηγενής γλώσσα μπορεί να αντισταθεί και, εντέλει, να επικρατήσει, όπως συνέβη με την ελληνική των ελληνιστικών χρόνων την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής. Εστιάζοντας στα μικροσυστατικά της κοινωνικής οργάνωσης και ειδικότερα στην οικογένεια, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι επιγαμίες με άτομα που μιλούν ισχυρή γλώσσα έχει συνήθως ως συνέπεια την επικράτηση στο σπίτι της ισχυρής γλώσσας και τη μη μετάδοση της ασθενούς/μειονοτικής γλώσσας στα παιδιά, κάτι που επίσης συμβάλλει στην υποχώρηση της τελευταίας. Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τη διατήρηση ή την υποχώρηση μιας γλώσσας είναι οι αξίες και οι αξιολογήσεις που κάνει μια γλωσσική κοινότητα. Σε αντίθεση, λ.χ., με τους ιταλούς μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες που γλωσσικά αφομοιώνονται άμεσα, οι έλληνες μετανάστες διατηρούν περισσότερο τη γλώσσα τους, ενώ είναι προσκολλημένοι στο ελληνικό ύφος και όταν ακόμη μιλούν αγγλικά. Το γεγονός αυτό οφείλεται προφανώς στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αξιολογούν οι δύο εθνότητες τη γλώσσα τους, στον διαφορετικό συμβολικό ρόλο που η κάθε εθνότητα της αποδίδει (για τους Έλληνες φαίνεται ότι η γλώσσα τους λειτουργεί ως κοινοτικό έμβλημα), αλλά ακόμη και στο ότι οι ελληνικές
133 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 139 κοινότητες συντίθενται από ισχυρά κοινωνικά δίκτυα, πυκνά και πολυνήματα, με αποτέλεσμα οι έλληνες μετανάστες να συμμορφώνονται περισσότερο στις γλωσσικές νόρμες των δικτύων τους (βλ ). Ανάλογη είναι η γλωσσική συμπεριφορά των ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία.36 Αξίζει πάντως να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχώρηση που συχνά παρατηρείται στη γλώσσα του μετανάστη, ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα θα συντελεστεί, έχει έναν αναπόφευκτα τραυματικό χαρακτήρα, καθώς για να επιβιώσει καλείται συχνότατα να απεμπολήσει την ταυτότητά του, να «προδώσει» ένα κομμάτι της ιστορίας του που περιλαμβάνει ως βασικό συστατικό του τη σχέση με τη μητρική του γλώσσα (βλ. σχετικά Αμπατζόγλου, 2001). Ο προσανατολισμός προς το σύνολο, δηλαδή οι θετικές στάσεις απέναντι στην οικογένεια, στην κοινότητα, στις παραδόσεις συμβάλλουν γενικότερα στη διατήρηση μιας ασθενούς γλώσσας, η οποία τότε αναλαμβάνει το ρόλο του εθνοτικού συμβόλου, σε αντίστιξη με τη θετική αξιολόγηση της προσωπικής μόνο επιτυχίας, τον προσανατολισμό προς το άτομο, που μάλλον ευνοεί τη γλωσσική υποχώρηση. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι οι θετικές αξιολογήσεις και η συμβολική λειτουργία, παρά το ότι συμβάλλουν, δεν διασφαλίζουν την επιβίωση μιας γλώσσας. Μπορεί, δηλαδή, μια γλώσσα, παρά τη θετική της αξιολόγηση και τη συμβολική της λειτουργία, να μην έχει εργαλειακή λειτουργία, δηλαδή να μη χρησιμοποιείται από τους ομιλητές της (βλ. στη συνέχεια την περίπτωση των αρβανίτικων). Όπως παρατηρεί ο ΡίχΗπι&η (1991: 91), ο δρόμος για τον γλωσσικό θάνατο είναι στρωμένος με καλές προθέσεις που λέγονται θετικές στάσεις. Στην Ιρλανδία, λ.χ., η αναγκαιότητα χρήσης της αγγλικής έχει υπερισχύσει της αντιπάθειας των Ιρλανδών για τους Άγγλους και τη γλώσσα τους. Η γλωσσική υποχώρηση διέρχεται συνήθως από ένα στάδιο διπλογλωσσίας (πιθανώς σε συνδυασμό με διγλωσσία). Η
134 140 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ διπλογλωσσία όμως είναι αφαιρετικού τύπου και οδηγεί σταδιακά στη μονογλωσσία της ισχυρής γλώσσας. Καταλυτικό ρόλο για τη μετάβαση στη μονογλωσσία και την υποχώρηση της ασθενούς/μειονοτικής γλώσσας παίζουν παράγοντες όπως: η μη ένταξή της στο σχολικό πρόγραμμα, ο στιγματισμός της από τον κρατικό μηχανισμό (ο οποίος συνήθως εκλαμβάνει κάθε μορφή γλωσσικής ποικιλίας ως παράγοντα υπονόμευσης της γλωσσικής ομοιογένειας και της πολιτικής ενότητας), ο συνακόλουθος γλωσσικός αυτοϋποβιβασμός των ομιλητών, ο εξοβελισμός της ασθενούς/μειονοτικής γλώσσας από το σπίτι και η χρησιμοποίηση μόνο της ισχυρής γλώσσας που θα δώσει στα παιδιά εφόδια κοινωνικής κινητικότητας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της παρατηρούμενης υποχώρησης των αρβανίτικων στην ελληνική επικράτεια.37 Τα αρβανίτικα είναι μια μειονοτική γλώσσα που εντοπίζεται κυρίως στις κεντρικές και νότιες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Η γλώσσα αυτή συρρικνώνεται βαθμηδόν από γενιά σε γενιά. Η πλήρης αντικατάστασή της από τα ελληνικά είναι πολύ πιθανή στο εγγύς μέλλον. Η όλη εξέλιξη στη Λιβαδειά φαίνεται ότι ακολούθησε την εξής πορεία: μογόγλωσσοι αρβανιτόφωνοι, περίπου μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγκάστηκαν για λόγους κοινωνικής προσαρμογής και κοινωνικής κινητικότητας να γίνουν διπλόγλωσσοι και να μάθουν ελληνικά, τα οποία και εξοβελίζουν σταδιακά τα αρβανίτικα. Έτσι, από την αρβανίτικη μονογλωσσία καταλήγουμε στην ελληνική μονογλωσσία διαμέσου μιας αφαιρετικού τύπου διπλογλωσσίας. Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε ο στιγματισμός των αρβανίτικων και των Αρβανιτών από τους ελληνόφωνους. Τα αρβανίτικα χρησιμοποιούνται σήμερα από τους ηλικιωμένους και από ορισμένους ανθρώπους ενδιάμεσης ηλικίας, που πιθανώς δεν έχουν κατορθώσει να κινηθούν με επιτυχία στην αστική κοινωνία. Αποτελούν γι αυτούς τον κώδικα της οικειότητας και της αλληλεγγύης. Οι ενδιάμεσες ηλικίες δια
135 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 141 τηρούν κυρίως την αντιληπτική ικανότητα, ενώ οι νεότεροι δεν γνωρίζουν παρά λέξεις, τις οποίες χρησιμοποιούν συνήθως χάριν αστεϊσμού στους μεταξύ τους διαλόγους. Έτσι, από την ικανότητα τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση των αρβανίτικων που χαρακτηρίζει τους ηλικιωμένους, περάσαμε στην ικανότητα της κατανόησης μόνο -που χαρακτηρίζει τις ενδιάμεσες ηλικίες- και καταλήγουμε στην απώλεια ακόμη και της ικανότητας αυτής στις νεότερες ηλικίες. Οι ηλικιωμένοι περιβάλλουν με θετικές στάσεις τη μητρική τους γλώσσα, όπως και όσοι από την ενδιάμεση γενιά, κυρίως γυναίκες, τη χρησιμοποιούν. Οι νεότεροι, επίσης, αποφεύγουν την απαξίωση των αρβανίτικων, επιδιώκοντας προφανώς τη διατήρηση των δεσμών τους με την κοινότητα και τη συνακόλουθη υποστήριξή τους από αυτή. Ρητές απορριπτικές στάσεις συναντάμε κυρίως απ όσους κατάφεραν να κινηθούν κοινωνικά με επιτυχία καί υιοθέτησαν την πρότυπη ελληνική και την ιδεολογία τής μη απόκλισης που τη συνοδεύει. Από όλες τις ηλικίες πάντως διατηρείται η συμβολική λειτουργία των αρβανίτικων, η παραπομπή δηλαδή σε παρελθοντικές μνήμες, στα έθιμα και στις παραδόσεις. Παρά τις θετικές στάσεις όμως που τα συνοδεύουν και τη διατήρηση της συμβολικής τους λειτουργίας, τα αρβανίτικα φαίνεται να απειλούνται δραματικά, καθώς δεν χρησιμοποιούνται στο σπίτι και οι νέοι ουσιαστικά τα αγνοούν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η υποχώρηση της γαελικής (κελτική γλώσσα) στα βορειοανατολικά υψίπεδα της Σκοτίας, φαινόμενο το οποίο μελετήθηκε από την Οοπαη (1981). Στην περιοχή αυτή η αγγλική και η γαελική συνυπήρχαν, με την πρώτη να είναι η κυρίαρχη και «πολιτισμένη» γλώσσα και τη δεύτερη να είναι η γλώσσα χαμηλού γοήτρου. Η ϋοπειη μελέτησε μια μικρή κοινότητα ψαράδων η οποία περιβαλλόταν από αγγλικές κοινότητες. Αρχικά οι ντόπιοι συντηρούνταν μόνο με το ψάρεμα στην περιοχή τους, οι γάμοι γίνονταν μόνο στο πλαίσιο της κοινότητας και η γλώσσα που χρήσιμο-
136 142 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ποιούσαν ήταν μόνο η γαελική. Όταν όμως η τοπική ιχθυοπαραγωγή άρχισε να φθίνει, οι ντόπιοι άρχισαν να αναζητούν δουλειές στις παρακείμενες περιοχές. Τα «σύνορα» μεταξύ της γαελικής και των άλλων κοινοτήτων άρχισαν να υποχωρούν παράλληλα με την εμφάνιση επιγαμιών, ενώ οι ντόπιοι έγιναν διπλόγλωσσοι. Σταδιακά, εγκαταλείφθηκε η ταυτότητα του ντόπιου-ψαρά με συνακόλουθη τη ραγδαία υποχώρηση της γλώσσας. Στο σπίτι μέχρι και σήμερα οι παππούδες και οι γονείς μιλούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη γαελική, ενώ στα παιδιά τους οι γονείς μιλούν και αναμένουν από αυτά να απαντούν χρησιμοποιώντας την αγγλική. Όπως και στην περίπτωση των αρβανίτικων, η γλωσσική υποχώρηση αντανακλά την επιθυμία κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας. Η υποχώρηση μιας ασθενούς μειονοτικής γλώσσας συχνά θυσιάζεται στο βωμό της οικονομικής προόδου.38 Από την παραπάνω συζήτηση συνάγεται ότι η διατήρηση της γλωσσικής ποικιλότητας απαιτεί γλωσσικό σχεδιασμό,39 όπως και τη συνδρομή της εκπαίδευσης και της νομοθεσίας. Αν δεν ληφθούν μέτρα, πολλές ασθενείς μειονοτικές γλώσσες ή και γλωσσικές ποικιλίες είναι αναπόφευκτο να εξαφανιστούν, καθώς συχνά και για λόγους υλικής και κοινωνικής επιβίωσης, δεν μεταδίδονται στις επόμενες γενιές, ακόμη και αν περιβάλλονται με θετικές στάσεις και διατηρούν τη συμβολική τους λειτουργία Γλωσσική πολιτική και γλωσσική πρακτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση Όπως επισημαίνει η Προφίλη (2001β), η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολυγλωσσία, γι αυτό και λαμβάνονται ειδικά μέτρα. Μεταξύ άλλων ιδιαίτερη προτεραιότητα δίνεται στις ασθενείς γλώσσες (δηλαδή στις λιγότερο διαδεδομένες και διδασκόμενες γλώσσες) στο πλαίσιο της δράσης Ι,ϊηβαα του εκπαιδευτικού προγράμματος «Σωκράτης». Ωστόσο, υπογραμμίζει (βλ. Προφίλη,
137 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ α) ότι, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει επισήμως τις έντεκα γλώσσες που αντιστοιχούν περίπου στις εθνικές των δεκαπέντε κρατών-μελών της Ένωσης, οι γλώσσες εργασίας των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων είναι επισήμως τρεις (αγγλική, γαλλική, γερμανική) και ουσιαστικά δύο (αγγλική, γαλλική). Το Συμβούλιο της Ευρώπης, λ.χ., έχει ως επίσημες γλώσσες την αγγλική και τη γαλλική, στις οποίες και δημοσιεύει τα κείμενά του, ενώ η εξυπηρέτηση σε άλλη γλώσσα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του εκάστοτε ενδιαφερόμενου κράτους. Αντιφατική καταγράφεται και η κατάσταση των μειονοτικών γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι σε κάθε χώρα της Ευρώπης, εκτός από την επίσημη εθνική γλώσσα, μιλιούνται και άλλες γλώσσες είτε από μετανάστες είτε από αυτόχθονες πληθυσμούς που αποτελούν τις λεγόμενες γλωσσικές μειονοτικές ομάδες. Στην ελληνική επικράτεια, παρά το γεγονός ότι περίπου το 95% του πληθυσμού έχει ως μητρική γλώσσα μόνο την ελληνική, χρησιμοποιούνται, όπως είδαμε, και άλλες μειονοτικές γλώσσες (τουρκική, πομακική, αρβανίτικα κτλ.). Την τελευταία δεκαετία μέσα από πρωτοβουλίες που έχουν αναλάβει διεθνείς ευρωπαϊκοί οργανισμοί, επιδιώκεται η προστασία και η προαγωγή των μειονοτικών γλωσσών στην Ευρώπη. Από ορισμένες χώρες μάλιστα έχουν υπογραφεί δεσμευτικά κείμενα όπως Ο ευρωπαϊκός χάρτης περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών και Η σνμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, που αποβλέπουν στην προστασία των μειονοτικών ομιλητών και των γλωσσών τους. Παρ όλα αυτά, το μέλλον των περισσότερων μειονοτικών γλωσσών είναι μάλλον δυσοίωνο, καθώς η ισοπεδωτική επίδραση των ισχυρών γλωσσών είναι σε πολλές περιπτώσεις καταλυτική (βλ. σχετικά Προφίλη, 2001γ Τσιτσελίκης, 2001α, 2001β). Με δεδομένη την αντίφαση μεταξύ της εκφρασμένης γλωσσικής πολιτικής και της γλωσσικής πρακτικής στην Ευρωπαϊ
138 144 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ κή Ένωση, καίρια και ερμηνευτική των δεδομένων είναι η επισήμανση του Χριστίδη (2001γ:124) ότι η υπερεθνική πραγματικότητα μέσα στην οποία αναπτύσσεται ο λόγος υπέρ της ευρωπαϊκής πολυγλωσσίας είναι αυτή της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι προφανές ότι θα υπερισχύσουν οι ισχυρότερες και θα περιθωριοποιηθούν οι ασθενέστερες γλώσσες σε ένα φαινομενικά αξιοπρεπές περιθώριο, το οποίο στα σχετικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ονομάζεται «σεβασμός για την πολιτισμική ποικιλία».
139 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Ο ι9ιπι)6γ8 & ΤηιάβίΠ, 1980: 3-14 Δελβερούδη, 2001α και 2001β Παυλίδου, 1999α: Για μια συστηματική συζήτηση των προβλημάτων συλλογής διαλεκτικού υλικού με μεθόδους της παραδοσιακής διαλεκτολογίας και για τις σχετικές μεθοδολογικές αντιπροτάσεις της κοινωνιογλωσσολογίας, βλ. Καρυολαίμου, Για μια συστηματική και συνοπτική επισκόπηση των νεοελληνικών διαλέκτων, βλ. Τζιτζιλής, Για μια πιο εκτεταμένη, αλλά λιγότερο συστηματική παρουσίασή τους, βλ. Κοντοσόπουλος, Για τις διαδικασίες προτυποποίησης, βλ. Ηυϋδοη, 1980: 32-34* Χαραλαμπόπουλος & Χατζησαββίδης, 1997: 30. Σχετικά με ζητήματα προτυποποίησης της κοινής νέας ελληνικής, βλ. Ιορδανίδου, 1996 και Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Αίΐοΐιίδοη, 1981: 53-56, 69-76, 80-85* ΒοιΛεΙ, 1984: 31-34* Οι&πΛοΓδ & Τηι<ΐ ί11, 1980: * Ρ&δοΐά, 1990: * Ηυάδοη, 1980: * Κακριδή, 1997: 1-6* Ντάλτας, 1997: 53, 62-64, 265, * Παυλίδου, 1999α: 5, 7-8, 11* Παυλίδου, 1999β* >^3ΐ*(11ιαιΐ ΐι, 1986: Ο Τζιτζιλής (2001: 173) επισημαίνει επίσης ότι στο πλαίσιο της μελέτης των κοινωνικά προσδιορισμένων ποικιλιών της ελληνικής θα πρέπει να διερευνηθούν τα αναφομοίωτα διαλεκτικά στοιχεία, τα οποία θεωρεί ότι αποτελούν και τη βασική αιτία εμφάνισης γλωσσικών ποικιλιών στα ελληνικά αστικά κέντρα. 7. Για μια συστηματική καταγραφή και θεωρητική συζήτηση πολλών συσχετιστικών ερευνών, βλ. Οιοιη&βΓδ, Ως ενδεικτική συσχετιστική έρευνα στη νέα ελληνική μπορούμε να αναφέρουμε αυτήν της Αρβανίτη (1995), η οποία συσχετίζει την παρουσία ή απουσία προρινικοποίησης των ηχηρών κλειστών (εξαρτημένη μεταβλητή), π.χ. [αηάτο8] ή [αάγαζ] αντίστοιχα, με την ανεξάρτητη μεταβλητή της ηλικίας. Διαπιστώνει ότι οι ομιλητές κάτω των 45 ετών χρησιμοποιούν προρινικοποιημένα σύμφωνα πολύ πιο σπάνια από τους ομιλητές μεγαλύτερης ηλικίας. Το εύρημά της αυτό το ερμηνεύει στο πλαίσιο των σημαντικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στην Ελλάδα, όπως η κατάργηση της καθαρεύουσας. Σχετικά με την προρινικοποίηση και την
140 146 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ποικιλία της στη νέα ελληνική, βλ. επίσης Πετρούνιας, 1984; και Χαραλαμπόπουλος κ.ά., Η έννοια της κοινωνικής τάξης δημιουργεί γενική αμηχανία στην εμπειρική έρευνα και οφείλεται στη δυσκολία ορισμού της στο πλαίσιο μιας γενικά αποδεκτής κοινωνικής θεωρίας. Κατά συνέπεια, οι δείκτες προσδιορισμού της κοινωνικής τάξης στην κοινωνιογλωσσολογική έρευνα προσπαθούν να υιοθετήσουν αντικειμενικά κριτήρια κατηγοριοποίησης όπως το εισόδημα, ο βαθμός μόρφωσης και το επάγγελμα (ία&ον). Σε άλλες περιπτώσεις προστίθενται επιπλέον κριτήρια όπως ο τόπος κατοικίας και το επάγγελμα του πατέρα (Τηκΐ ΐ11). Για να ορίσει την κοινωνική διαστρωμάτωση η Μ ιιγο υ προτείνει περισσότερο ποιοτικά κριτήρια, όπως ο τρόπος ζω ής και οι ιδιαίτερες σχέσεις των ατόμων με την εργασία. Προκειμένου να συσχετιστούν οι κοινωνικές επαγγελματικές πρακτικές με τα διαφορετικά σημασιολογικά συμφραζόμενα, η σχολή του Ηα11ίάαγ (βλ και 3.6.) χρησιμοποιεί το εργαλείο των επαγγελμάτων υψηλής και χαμηλής εξάρτησης από την υλική βάση της εργασίας. Θεωρώντας ότι το επάγγελμα, η εκπαίδευση και το εισόδημα είναι παράγοντες αλληλεξαρτώμενοι -επομένως κανένας δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει ευρετική κατηγορία για τη συμμετοχή ενός ατόμου σε μια κοινωνική τάξη-, οι μελετητές της σχολής αυτής υποστηρίζουν ότι η κοινωνική θέση των ατόμων δεν μπορεί να καθοριστεί απλώς από το επάγγελμα που ασκούν. Έτσι, διερευνάται, μεταξύ άλλων, η μεγαλύτερη ή μικρότερη εξάρτηση του νοήματος από τα συμφραζόμενα τόσο σε επαγγέλματα υψηλής εξάρτησης από την υλική βάση της εργασίας όσο και σε επαγγέλματα χαμηλής εξάρτησης από την υλική βάση, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που το άτομο διαμεσρλαβεί την εργασία του μέσω των αποκτημένων γνώσεων, καθώς και ο βαθμός που το κάθε συγκεκριμένο επάγγελμα επιτρέπει στο άτομο να αποφασίζει ή/και να αναθέτει σε άλλους/άλλες (στο εργασιακό ή και το οικογενειακό περιβάλλον) να εκτελούν τις αποφάσεις αυτές (Η&δ&η & αογβη, 1990 ^ΐΐΐΐ&τηδ, 1999). 9. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των νέων, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες του Ανδρουτσόπουλου (λ.χ., 1997, 1998) με δεδομένα τόσο από τη νέα ελληνική όσο και από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για τη σχέση γλωσσικής ποικιλότητας και ηλικίας, βλ. επίσης Ηοίπίθδ, 1992: Η Χατζηδάκη (1992) σε έρευνά της στη δεύτερη γενιά ελλήνων μεταναστών στις Βριξέλες χρησιμοποιεί τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων. Διαπιστώνει ότι η ελληνική είναι η δεύτερη γλώσσα των νέων (με πρώτη τη γαλλική) και ότι η χρήση της σε δίκτυα συνομηλίκων δεν υπαγορεύεται από την ανάγκη να διευκολυνθεί η κατανόησή τους, αλλά από την ισχυρή πίεση που δέχονται και η οποία προέρχεται από τη συνοχή των κοινωνικών δικτύων στα οποία συμμετέχουν (βλ. ό.π.: 620). 11. Πρβλ. για τα ελληνικά ανεκδοτικές και μη εκφράσεις του τύπου
141 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 147 Εμείς είμαστε η Γαριφαλιά, Θα πάω στην οικία τον σπιτιού μου, Οι γκονφρέτες, Ένα διαμέρισμα με πολλά ροκφόρ (= κομφόρ), Σχέτος καφές κτλ. 12. Σύμφωνα με τη Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: , 544), περιπτώσεις άνωθεν υπερδιόρθωσης στη νέα ελληνική συναντάμε, μεταξύ άλλων, στα αρχαιόκλιτα επίθετα, σε περιπτώσεις που μη επιτηδευμένοι ομιλητές προσπαθούν να «πετύχουν» τους λόγιους αυτούς τύπους, χωρίς να τους γνωρίζουν, αισθανόμενοι την ανάγκη να προβάλουν τον «καλύτερο» γλωσσικό εαυτό τους σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας. Π.χ., Δεν ξέρω αν γίνομαι σαφές, Ύστερα σου λέει επείγον περιστατικά, Έκανα επείγον εισαγωγή για αιματουρία. 13. Η Μακρή-Τσιλιπάκου (1997: 538, ) θεωρεί ως ενδείξεις κάτωθεν αλλαγής στη νέα ελληνική τις σχεδόν συστηματικές μεταβολές που αρχίζουν να παρατηρούνται στην κλίση των τριγενών και δικατάληκτων αρχαιόκλιτων επιθέτων σε -ης και -ες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: -Τ ι γνωρίζετε για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους; -Τ ι γνωρίζω! Ε! αυτή είναι η συνήθη τακτική των Τούρκων. Έτσι, η κλίση, λ.χ., του αρχαιόκλιτου θηλυκού αρχίζει να εναρμονίζεται με το κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής (π.χ., η συνήθη, της συνήθης, τη συνήθη κτλ.). Η Μακρή-Τσιλιπάκου (ό.π.) θεωρεί ότι τα άτομα που ξεκίνησαν αυτή την αλλαγή, για την οποία ο χρόνος θα δείξει τελικά αν πρόκειται για συγχρονική ποικιλότητα ή διαχρονική εξέλιξη, είναι οι νεότεροι ομιλητές, πιθανώς λόγω της ελλιπούς έκθεσής τους σε παρόμοιους τύπους μέσα στην κοινωνία της μεταπολίτευσης. Παρατηρεί όμως και μια τάση υιοθέτησης των τύπων αυτών από μεγαλύτερους και πιο μορφωμένους ομιλητές. Η διαφαινόμενη αλλαγή είναι κάτωθεν, καθώς δεν εκπορεύεται από τα ανώτερα στρώματα και στερείται εμφανούς γοήτρου. Έχει όμως καλυμμένο γόητρο αν σκεφτούμε ότι συνδέεται με μια ηλικιακή ομάδα η οποία κατέχει ένα αγαθό, τη νεότητα, το οποίο μερικές φορές θεοποιείται από την κοινωνία μας. 14. Χαρακτηριστικές είναι οι στερεοτυπικές στάσεις στις επιβιώσεις διαλεκτικών στοιχείων (βλ. και ). Λ.χ., ο λόγος των Θεσσαλονικιών παρωδείται με κλισαρισμένες εκφράσεις όπως θα σε καλέσω σπίτι να σε κάνω κεφτεδάκια ή άνοιξέ με λίγο από πίσω (προς τον εισπράκτορα λεωφορείου παλιότερα), βλ. σχετικά Μακρή-Τσιλιπάκου, 1991: Στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την καθιέρωση της δημοτικής το 1976 ακούγεται πάλι ένας αρχαιότροπος εθνικιστικός λόγος, ο οποίος θεωρεί ότι η γλώσσα, το έθνος και η «καθαρότητα» και των δύο κινδυνεύουν από τους ισχυρούς ξένους και χρειάζονται μέτρα γλωσσικής αστυνόμευσης για να προστατευθεί η γλωσσική και πολιτισμική καθαρότητα του έθνους. Όπως παρατηρεί ο Χριστίδης (1999α: 41), ο λόγος αυτός αντιπαρατίθεται σ ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό ο οποίος είναι ευθυγραμμισμένος με έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμικό και γλωσσικό ηγεμονισμό που αρνεί-
142 148 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ται την εθνική, πολιτισμική και γλωσσική ποικιλία. Η θέση του Χριστίδη (ό.π.: 42) είναι ότι η ιδιαίτερη νεοελληνική ταυτότητα θα πρέπει να διαφυλαχθεί όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών, και όχι μυθικών, ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες, η οποία απώτερα προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης. 16. Ανάλογη είναι και η παρατήρηση του ΒΐΌ\νηΐη (1991: 178), σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές διάλεκτοι συχνά δείχνουν στη δομή τους το είδος των αποκλίσεων οι οποίες, κατά την απουσία ενοποιητικών παραγόντων όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη δημιουργία μιας ομάδας γλωσσών τόσο διαφορετικών μεταξύ τους όσο η ρομανική ή η σλαβική οικογένεια. 17. Στα ελληνικά έχει καθιερωθεί η μετάφραση του όρου Γ ί5ί τως επίπεδο ύφους. Θεωρούμε όμως ότι ο όρος επίπεδο ύφους συσκοτίζει τις κοινωνιοσημειωτικές πλευρές του όρου Γ βΐ5ί Γ, εφόσον παραπέμπει σε υφολογικές διαφοροποιήσεις. Η θεματοποίηση και η επεξεργασία της έννοιας, που έγινε από το χαλιντεϊανό ρεύμα, θα οδηγούσε περισσότερο στην κυριολεκτική απόδοση του όρου ως λειτουργική (διατυπική) ποικιλία σύμφωνα με τη χρήση (σε αντίστιξη με την ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη, που σηματοδοτεί τις γεωγραφικές διαλέκτους και κοινωνιολέκτους) (βλ. Ηα11ίάαγ & Η&δοη, 1985: 41* Η3ΐΜιγ & Μ&τϋίη, 1993: 54, 86-87). 18. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Γαδοΐά, 1990: 44-46* Τσιτσιπής, 1995 : 89Γ97* Ψ8π11ΐ8ΐι 1ι, 1986: Στο αντικείμενο της εθνογραφίας της επικοινωνίας, όπως ήδη αναφέρθηκε στο 1.5., μπορεί σε γενικές γραμμές να ενταχθεί η μελέτη της γλωσσικής δραστηριότητας ως μέρος των συμβολικών αξιών ενός πολιτισμού και μιας κοινωνίας και ως μέσο με το οποίο μια κοινωνία κατασκευάζει, διατηρεί και τροποποιεί τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Για την εθνογραφία της επικοινωνίας τα γλωσσικά γεγονότα συνδέονται άρρηκτα με τα κοινωνικά γεγονότα. Επιπλέον, η εθνογραφία της επικοινωνίας μελετάει συγκριτικά το ρόλο της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές κουλτούρες (για τα παραπάνω, βλ. Ηγπΐ 5, 1974* δανΐΐΐε- Ττο&β, 1989* ΟυΓ&ηίί, 1997). 20. Συνήθως θεωρείται ότι η λειτουργική ποικιλία δεν ανήκει στα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην κοινωνιογλωσσολογία αλλά στη συστημική λειτουργική γλωσσολογία. Έτσι, δημιουργείται μια «κατανομή εργασίας» σύμφωνα με την οποία η κοινωνιογλωσσολογία ασχολείται με τις κοινωνικές ποικιλίες, ενώ η συστημική λειτουργική γλωσσολογία και η κειμενογλωσσολογία με τη λειτουργική ποικιλία.
143 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ Για την απόδοση του όρου ίβηογ ακολουθούμε την πρόταση της Παυλίδου (1999α). 22. Η δυσκολία να παραθέσουμε αναλυτικά λεξικο-γραμματικά δεδομένα οφείλεται στο ότι η συστημική λειτουργική γραμματική, απ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί παρά μόνο σποραδικά σε ελληνικά δεδομένα. 23. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Αραποπούλου, 1995: 4-16* Βο&ετ, 1993: 7-8, 46-47, 51, 57, 67-69, ΒΓονηίη, 1991: * Γιαννουλοπούλου, 2001 ΜιΙγου, 1980: Κοίϊΐίώιε, 1994: 48-55* 5ανί11ε-ΤΓ0&6, 1989: * Τσιτσιπής, 2001α και 2001β* Χατζηδάκη, 1998* ΨοπΗιαιι^Ιι, 1986: 55-87, Ειδικά για θέματα διπλογλωσσίας, χρήσιμο βοήθημα είναι το βιβλίο της Κοπΐ3ίη, Βλ. επίσης, Γιαννουλοπούλου, 2001* Δελβερούδη & Μοσχονάς, 1997 Μαργαρίτη-Ρόγκα, 1987: 27-36* Μπαμπινιώτης, 1998: * Μπασλής, 2000: 67-80* Σταυρίδη-Πατρικίου, 2001* Χριστίδης, 2001α, 2001β. 25. Για μια πρόσφατη και συστηματική παρουσίαση του κινήματος του αττικισμού, βλ. Καζάζης, Σε πρόσφατες νέρευνες στον γραπτό δημοσιογραφικό λόγο (Χατζησαββίδης, 1999, 2000) διαπιστώθηκε μια σαφής πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση απέναντι στη σύγχρονη μορφή της ελληνικής: συγκεκριμένοι γλωσσικοί τύποι απαντούν συχνότερα σε εφημερίδες συγκεκριμένων πολιτικών-κομματικών χώρων. 27. Για ένα συστηματικό προσδιορισμό του όρου μειονοτική γλώσσα από νομική σκοπιά, βλ. Τσιτσελίκης, 2001α: Βλ. σχετικά Μπαλτσιώτης, 1997* Τσιτσελίκης, 2001β* Μπασλής, 2000: Για μια ενδιαφέρουσα πρόταση διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης με ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική ποικιλία, βλ. Κακριδή-ΡβΓΤβπ & Χειλά- Μαρκοπούλου, Για την απόδοση του όρου Μ1ΐη υο1ί8ΐώ όπως και του όρου ώ ΐθΜία ακολουθούμε την πρόταση της Παυλίδου, 1997: Η Σκοπετέα (2001: 76) εύστοχα παρατηρεί ότι κανένα έθνος δεν αποβλέπει εκ των προτέρων στη μονοπώληση μιας γλώσσας και καμία γλώσσα δεν τάχθηκε «από τη φύση της» να υπηρετήσει ένα και μόνο έθνος, καθώς υπάρχουν έθνη που μοιράζονται με άλλα έθνη την ίδια γλώσσα. Παρά τη διαπίστωση αυτή όμως, η μονογλωσσία, και μάλιστα ως εθνική μονογλωσσία, έχει προβληθεί ως η «φυσική» κατάσταση των εύπορων, εξελιγμένων δυτικών κοινωνιών, ενώ η πολυγλωσσία, η οποία χαρακτηρίζει πολλές κοινωνίες στον κόσμο μας, έχει συστηματικά παρουσιαστεί ως πρόβλημα προς αντιμετώπιση από το κράτος και ως ζήτημα προς μελέτη από τις κοινωνικές επιστήμες. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια σαφής απροθυμία των δυτικών κυ
144 150 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ρίως χωρών να αναγνωρίσουν επισήμως την πολυγλωσσική φύση ενός τόπου και να υιοθετήσουν μια γλωσσική πολιτική βάσει της οποίας οι κοινωνικοί θεσμοί θα εξασφαλίζουν τα γλωσσικά δικαιώματα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Και αυτό διότι το αίτημα της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογένειας υπήρξε συστατική διάσταση της ανάδυσης των δυτικών εθνικών κρατών τους τελευταίους τρεις αιώνες. Η εθνική γλώσσα, η γλώσσα δηλαδή που χρησιμοποιείται κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα και αποτελεί όχημα κοινωνικής ανόδου, συνηθέστατα τυποποιείται, γίνεται δηλαδή η γλωσσική νόρμα, ο γλωσσικός κανόνας, ακριβώς για να απαντήσει στο αίτημα της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογένειας (βλ. σχετικά Δενδρινού, 2001, και ενότητα 2.1.). 32. Σχετικά με τα μοντέλα εκπαίδευσης διπλόγλωσσων παιδιών, βλ. Β8&6Γ, 1993* Χατζηδάκη, Για περισσότερα παραδείγματα χρήσης ξενόγλωσσων μονάδων στη νεοελληνική και για ένα θεωρητικό προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο κατηγοριοποίησής τους, βλ. Μακρή-Τσιλιπάκου, 1999α και 1999β. 34. Ο όρος 1ίη ΐια ίτοηοα είναι παραφθορά του αραβικού Ιΐδδη αμίϊ&ηηΐ (= «γλώσσα των Ευρωπαίων»). Αρχικά αναφερόταν σε μια νεολατινική ποικιλία με λεξιλογική βάση ιταλική, ισπανική, αραβική, τουρκική, ελληνική και με στοιχειώδη γραμματική που μιλιόταν μέχρι τον 19ο αιώνα στα λιμάνια της Μεσογείου και επιβιώνει ακόμη στη δαμτ της Βόρειας Αφρικής. Υιοθετήθηκε ως βοηθητική γλώσσα από τους Σταυροφόρους, που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, και αναμείχθηκε με αραβικά, ελληνικά, ισπανικά και άλλα στοιχεία. Η γλωσσική αυτή ποικιλία δεν επιβίωσε, αλλά ο όρος παρέμεινε και αναφέρεται σήμερα σε κάθε γλώσσα που χρησιμοποιείσαι από δύο ή περισσότερες ομάδες με διαφορετικές γλώσσες προκειμένου να επικοινωνήσουν. Η 1ίη ΐΐ3. ίταηοα δεν είναι αναγκαστικά μια γλώσσα χωρίς φυσικούς ομιλητές ούτε αναγκαστικά μια γλώσσα απλοποιημένη. 35. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια συναντάμε παραδείγματα ομιλίας για ξένους στις συνομιλίες φυσικών ομιλητών της ελληνικής με οικονομικούς μετανάστες, π.χ., με Ρωσοπόντιους, οι οποίοι συχνά δεν γνωρίζουν την ελληνική ή τη γνωρίζουν λίγο. Έτσι, ακούμε εκφωνήματα του τύπου αυτό πόσο; αντί του αυτό πόσο κάνει; ή αυτό τι; αντί του αυτό τι είναι; (βλ. σχετικά Ιακωβίδου, 1993: 440* Καραπαναγιώτου, 1986). 36. Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής μας ότι, όπως σημειώνει η Χατζηδάκη (1995: 687), αν και οι έλληνες μετανάστες διατηρούν τη γλώσσα τους στη δεύτερη και τρίτη γενιά σε αντίθεση με πολλές άλλες εθνότητες, πολλές έρευνες αποδεικνύουν ότι ούτε αυτοί ξεφεύγουν εντέλει από τον κανόνα που θέλει τις μειονότητες να περνούν από την αποκλειστική χρήση μιας γλώσσας στην αποκλειστική χρήση μιας άλλης γλώσσας μετά από μία περίοδο διπλογλωσσίας που διαρκεί όχι παραπάνω από τρεις γενιές. Σε ανάλογα συμπεράσματα γλωσσικής υποχώρησης της ελληνικής καταλήγει
145 ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ 151 και η ΚοδίουΙ&δ-Μ&ΚπιΙαδ (1995) μελετώντας τη γλωσσική συμπεριφορά Ελληνόπουλων δεύτερης γενιάς στη Σουηδία. 37. Για την υποχώρηση των αρβανίτικων στην ελληνική επικράτεια πολύ σημαντικές είναι οι μελέτες του Τσιτσιπή. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στο πρόσφατο βιβλίο του (Τδίίδίρίδ, 1998). Σχετικά με το ίδιο ζήτημα, βλ. επίσης και Αρχάκης, Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογες διαδικασίες οδήγησαν και οδηγούν τους ελληνικούς διαλεκτικούς θυλάκους στη συρρίκνωση και την εξαφάνιση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σταδιακής εγκατάλειψης της τα 03ΐιΐςο στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας (βλ. Προφίλη, 1999α* Κατσογιάννου, 1999α και 1999β) και της ποο στο Σαλέντο της Νότιας Ιταλίας -η οποία, πρόσφατα, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αναζωογόνηση- (βλ. Προφίλη, 1999α και 1999β). 39. Σχετικά με ζητήματα γλωσσικού σχεδιασμού και γλωσσικής πολιτικής, βλ. >Ναπ11ιαιΐ ΐι, 1986: * Κωστούλα-Μακράκη, 2001: 149 κ.ε.
146 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Από την πραγμάτευση που έγινε στα προηγούμενα κεφάλαια μπορούμε να συναγάγουμε ότι ακόμη και οι πιο ουδέτερες μελέτες της σύνδεσης γλωσσικού και κοινωνικού δύσκολα αποφεύγουν το ερώτημα πώς η γλώσσα, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, παράγει ανισότητα. Όπως όμως διαπιστώνει και η Παυλίδου (1997: 194), λείπουν ακόμη τα θεωρητικά εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να εξετάσουμε τη «(...) διαλεκτική σχέση μεταξύ μακροδομών και μικροδομών, κοινωνίας και διεπίδρασης, γλώσσας και ομιλίας, θεσμικής και διεπιδραστικής εξουσίας» προκειμένου να αναζητηθεί μια θεωρία της γλωσσικής ανισότητας. Θα υιοθετήσουμε εδώ τη γενική θέση ^όΐι η γλ,ώσσα είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες μέσω του οποίου αναπαράγονται κοινωνικές ανισότητες. Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά σε διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος. Η κοινωνική τάξη πραγμάτων, δηλαδή η ιεράρχηση της κοινωνικής δομής, αντανακλάται στη γλώσσα με πολλαπλούς τρόπους: η γεωγραφική, κοινωνική και εθνοτική προέλευση, το φύλο, η ηλικία των ομιλητών και των ομιλητριών επηρεάζουν με πολλαπλούς τρόπους τις γλωσσικές τους συμπεριφορές. Στη βάση ακριβώς της ισχύουσας κοινωνικής ιεράρχησης, αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά θεωρούνται ότι συνδέονται με γλωσσικές συμπεριφορές οι οποίες λίγο-πολύ αποκλίνουν ή συγκλίνουν με τη νόρμα. Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας περισσότερο στα ζητήματα που έχουν διερευνηθεί
147 154 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σε μεγαλύτερη έκταση από την κοινωνιογλωσσολογία: τις γλωσσικές προκαταλήψεις, τις στάσεις και την κοινωνική αξιολόγηση της γλώσσας σε συνάρτηση με το φύλο (ιδιαίτερα τον γλωσσικό σεξισμό) και την κοινωνική προέλευση. Ειδικά η κοινωνική προέλευση έχει διερευνηθεί σε σχέση με τη σχολική αποτυχία, όχι μόνο στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης αλλά και στο πλαίσιο της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας. Η κοινωνική προέλευση, δηλαδή, είναι υπεύθυνη για την αποτυχία των παιδιών που χρησιμοποιούν ποικιλίες μη συμβατές με τη γλωσσική νόρμα του σχολείου. Υπάρχουν όμώς και άλλες πιο περιεκτικές όψεις της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας στο σχολείο που αφορούν τον κοινωνικό προσανατολισμό της γλωσσικής συγκρότησης της γνώσης στις εκπαιδευτικές διαδικασίες των σύγχρονων κοινωνιών. Οι κοινωνιογλωσσικές ανισότητες σ αυτή την περίπτωση δεν προκύπτουν μόνο από την απόκλιση από την πρότυπη γλώσσα του σχολείου, αλλά και απ όλες εκείνες τις χρήσεις και τις λειτουργικές ποικιλίες που βρίσκονται έξω από τις κυρίαρχες γλωσσικές πρακτικές. Προς αυτή την κατεύθυνση κρίναμε σκόπιμο να επεκταθούμε στις θεωρήσεις του Βειτίδΐεϊη και του Ηει11ΐ<1αγ. Και οι δύο θεωρητικοί, ως σύγχρονοι εκπρόσωποι του γλωσσολογικού λειτουργισμού, μελετούν τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας αντιμετωπίζοντας την κοινωνική τάξη πραγμάτων όχι μόνο στο επίπεδο της χοιγίονικής δομής αλλά και ωςθεσμικφχαι διεπιδραστική δοαστηοίόττιτα. Έτσι, η μελέτη των σχετικών φαινομένων στον κατεξοχήν χώρο εφαρμογής τους, την εκπαίδευση, γίνεται με την παρεμβολή του γνωσιακού και σημασιολογικού επιπέδου ανάλυσης της ανθρώπινης δραστηριότητας - κάτι που συνήθως αντιμετωπίζεται με αμηχανία από τη συσχετιστική τάση της κοινωνιογλωσσολογίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ίδια η θεωρία για τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας, με τη μεσολάβηση της νόησης, αντιμετωπίζεται ως σχέση κυκλι
148 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 155 κή, παραπέμποντας άμεσα στην υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας (βλ ) Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ ΣΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ1 Στο υποκεφάλαιο 2.2., αναφερόμενοι σε έρευνες που εξετάζουν την ανεξάρτητη μεταβλητή του φύλου, διαπιστώσαμε ότι οι άνδρες συχνότερα προτιμούν τους αποκλίνοντες από τη νόρμα τύπους, ενώ οι γυναίκες*προτιμούν τους κοινωνικά αναγνωρισμένους τύπους τής νόρμ<^7"κΰθιωςσ^ περιστάσεις που απαιτούν επίσημο και προσεγμένο ύφος. Η συμπεριφορά αυτή συχνά ερμηνεύεται ως αντίδραση και διαμαρτυρία των γυναικών προς τις παραδοσιακές αντιλήψεις που τις τοποθετούν σε υποδεέστε^^έσήγ Δήλάδή, όι γυναίκες δείχνουν να μην έχουν αποδεχτεί τη θεση αυτή και προσπαθούν να αποκτήσουν την κοινωνική ισχύ που έχουν στερηθεί χρησιμοποιώντας τούς κοινωνικά αναγνωρισμένους γλωσσικούς τύπους. Επομένως, η γλωσσική διαφοροποίηση μετάξΰίίων^υο φύλών δεν ανάγεται στη φυσική, βιολογική τους διαφοροποίηση, αλλά στην έμφυλτγδγά5οοά τω\ί~κοινωνικών οόλων που τους έχουν_απονεμηθεί: της ισχύος και της δύναμης για τον άνδρα και της, αδυναμίας και της υποβάθμισης για τη γυναίκα σε όλους τους τόμέί^ί^ΐΐϋί/ϋ^ίκής δραστηριότητας-(διαπροσωπικές σχέσεις, εργασιακές θέσεις κ.λπ.). Η κριτική ανάλυση του λόγου έχει δείξει από μια φεμινιστική προοπτική πως οι σχέσεις υποτέλεϊαγστο πεδίο~των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων επηρεάζουν δραστικά το γλωσσικό νόημα που εξυπηρετεί τη^ιατηρηση^ίωνσχέσεων κυριαρχίας. Η φεμινίστρια γλωσσολόγος ϋ. ΟβιηβΓοη (1988: 88) συνοψίζει τους τρόπους με τους οποίους κυρίως διατηρείται η ανισότητα των δύο φύλων μέσω του νοήματος ως εξής: νομιμοποιούνται ασύμμετρες σχέσεις με το να παρουσιάζεται η κυριαρχία
149 156 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ως δικαιολογημένη αποκρύπτεται το γεγονός της κυριαρχίας με το να συσκοτίζεται ο χαρακτήρας της πραγματοποιείται η κυριαρχία παρουσιάζοντας ως αιώνιο και φυσικό ό,τι στην πραγματικότητα είναι ιστορικό και μεταβατικό. Και ασφαλώς αυτές οι δυνατότητες έχουν ένα είδος κυκλικής εξάρτησης. Για παράδειγμα, «(..) η πραγματοποίηση της ανδρικής κυ-_. ριαρχίας και η αναγωγή της σε απλώς φυσική κατάσταση ι έχει συνήθως ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίησή της ή και τη! μεταμόρφωσή της σε απλή, αθώα διαφορά».2 Η κατανομή και άσκηση της εξουσίας κατά την εξέλιξη μεικτών συνομιλιών έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την έρευνα της αλληλεπιδρασιακής κοινωνιογλωσσολογίας (ϊηίεπιοΐΐοηβΐ δοάο1ΐη ιιϊ$ΐΐο$) την τελευταία έικοσιπενταετία. Αν και δεν θα επεκταθούμε στη συζήτηση των ερευνητικών πορισμάτων αυτού του είδους, μπορούμε πολύ σύννομα να αναφέρουμε ότι οι άνδρες μιλούν και διακόπτουν πολύ περισσότερο απ ό,τι οι γυναίκες, ενώ αποφεύγουν να ενθαρρύνουν και να στηρίζουν τις συνομιλήτριές τους. Φαίνεται, δηλαδή, ότι όχι μόνο το νόημα αλλά και η γλωσσική επικοινωνία βρίσκεται υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο των ανδρών (βλ. σχετικά Παυλίδου, 1984 ΡοδοΜ, 1990: Γεωργακοπούλου και Γούτσος, 1999: ). Η πρακτική της διάκρισης ενός ατόμου με γνωμονα το φύλο του ονομάζεται σεξισμός. Όπως προκύπτει και απ όσα μόλις προαναφέραμε, στη σύγχρονη κοινωνία η διάκριση αυτή γίνεται σε βάρος των γυναικών, γεγονός που αντανακλάται συχνότατα και στα γλωσσικά συστήματα όπου τα δύο φύλα εκπροσωπούνται με άνισο τρόπο. ΪΓ αντανάκλαση όμως των κοινωνικών πρακτικών στο επίπεδο του συστήματος επηρεάζει με τη σειρά της τις κοινωνικές πρακτικές. Έτσι, οι γραμματικές και σημασιολογικές κατηγοριοποιήσεις του συστήματος καθοδηγούν τους ομιλητές να αντιμετωπίζουν τις έμφυλες διακρίσεις ως «φυσικές» και να τις διαιωνίζουν. Το φαινόμενο λοιπόν του γλωσσικού σεξισμού είναι άρρηκτα
150 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 157 συνδεδεμένο με ιδεολογικές και κοινωνικές πρακτικές οι οποίες επηρεάζουν και τις πιο «ουδέτερες» γλωσσολογικές αναλύσεις. Ένα από τα προφανή παραδείγματα είναι η υπόδειξη της γραμματικής ότι στα ελληνικά το αρσενικό γένος είναι το κυρίαρχο καί περιλαμβάνει και τα δύο γένη. Ας δούμε ενδεικτικά μερικά παραδείγματα γλωσσικής ανισότητας με συνέπεια το σεξισμό σε βασικά επίπεδα ανάλυσης του συστήματος της νέας ελληνικής. Μορφολογία ι Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στη Νεοελληνική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη ([1941] 1978: 216), «το αρσενικό γένος έίναι γενικά το δυνατότερο προσωπικό γένος». Μ άλλα λόγια, μπορούμε να χρησιμοποιούμε μόνο το αρσενικό γένος για να αναφερθούμε συνολικά σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών ή και μόνο γυναικών. Για παράδειγμα, η φράση όλοι οι καθηγητές και οι μαθητές μπορεί να αναφέρεται μόνο σε καθηγητές και μαθητές, αλλά και σε μαθήτριες και καθηγήτριες. Η ερώτηση ποιος θέλει καφέ; μπορεί να απευθύνεται αποκλειστικά σε γυναικείο ακροατήριο, χωρίς να προκαλέσει καμία ενόχληση. Αντίθετα, η παρουσία ενός και μοναδικού άνδρα σε ένα κατά τ άλλα γυναικείο ακροατήριο, δεν θα επέτρεπε να εμφανιστεί η ερώτηση θέλει καμιά καφέ; χωρίς να προκαλέσει α^ομάτως αντιδράσεις. Για το σχηματισμό των γυναικείων-επαγγελματικών ονομάτων υψηλού κύρους χρησιμοπομταΐτ-κυρί^-^ του αρσενικού επαγγελματικού ονόματος. Π.χ., Ο αρχαιολόγος / η αρχαιολόγος, *η αρχαιολογίνα Ο βουλευτής / η βουλευτής,? η βουλευτίνα, *η βουλεύτρια Ο υπουργός / η υπουργός, *η υπουργίνα Ο δικηγόρος / η δικηγόρος,? η δικηγορίνα Ο γιατρός / η γιατρός,? η γιατρίνα Ο πρύτανης / η πρύτανης *η πρντάνισσα
151 158 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Το ίδιο φαινόμενο όμως δεν παρατηρείται στον ίδιο βαθμό σε ουσιαστικά που δηλώνουν επαγγέλματα που δεν είναι καταξιωμένα κοινωνικά. Π.χ., Ο περίπτερός / η περίπτερού Ο μανάβης / η μανάβισσα Ο καφετζής / η καφετζού ενώ αποκλειστικά θηλυκά είναι τα επαγγελματικά η μαία, η καθαρίστρια κ.ά.3 Το οικογενειακό όνομα για τις γυναίκες δεν είναι παρά η γενική κτητική του επιθέτου του πάτέρα τους. Παρατηρούμε δηλαδή όχι μόνο εξάρτηση, αλλά και την εξάρτηση από τον πατέρα-άνδρα και όχι τη μητέρα. Μετά το γάμο η εξάρτηση μεταφέρεται στο σύζυγο και απεικονίζεται με την αλλαγή του επιθέτου. Σύνταξη Σύμφωνα με το συντακτικό της δημοτικής του Τζάρτζανου Νεοελληνική Σύνταξις ([1946] 1991/1: 47-48), όταν σε μία πρόταση τα υποκείμενα είναι περισσότερα και διαφορετικού γένους, το κατηγορούμενο εκφέρεται στο ουδέτερο γένος. Π.χ., το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι χαλασμένα, το καναρίνι, η καρδερίνα και ο κότσυφας ήταν άρρωστα. Η επικράτηση όμως του ουδέτερου γένους "ισχύει μόνο για τα άψυχα. Για τα έμψυχα όντα η σύνταξη προβλέπει την υπερίσχυση του αρσενικού γένους: ο -παππούς μου και η γιαγιά μου είναι πεθαμένοι, Ο Γιώργος και η Λένα ήταν εθελοντές (πρβ. Φραγκουδάκη, 1988). Σε αυτή τη φαινομενικά αθώα διασπορά της γραμματικής υπεροχής δεν συναντάμε ποτέ την υπερίσχυση του θηλυκού γένους. Στις περισσότερες καθιερωμένες φράσεις όπου εμφανίζονται τα δύο φύλα, το αρσενικό προηγείται. Π.χ.,
152 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 159 Ο Αδάμ και η Ενα Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα Ο κύριος και η κυρία Παπαδοπούλον Το αντρόγυνο Εκφράσεις όπως Κυρίες και κύριοι ή Φίλες και φίλοι εκφράζουν μάλλον αβρότητα προς το «αδύναμο» φύλο. Σημασιολογία Οι λέξεις και οι εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια γυναίκα έχουν συχνά μειωτικές και υποτιμητικές συνδηλώσεις. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά από την αντιπαραβολή τους με λέξεις και εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια άνδρας ή με την απουσία τέτοιων εκφράσεων. Π.χ., Γνναικάκι / αντράκι Ψάχνω γυναίκα (= Θέλω καθαρίστρια) / ψάχνω άνδρα (= θέλω να παντρευτώ) Γυναίκα τον δρόμον, τον πεζοδρομίον / *άνδρας του δρόμου, του πεζοδρομίου Γυναικοκουβέντες / *ανδροκουβέντες, αλλά αντρίκεια λόγια Γυναικεία μυαλά / *αντρικά μναλά Γυναικοδονλειές / *αντροδονλειές Η χήρα τον Παπαδόπονλον / *ο χήρος της Παπαδοπούλον Άγαμη μητέρα / * άγαμος πατέρας Επανδρώνω / *επιγυναικώνω θηλυπρεπής / αλλά αρρενωπός Παρά τις εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις στη γλώσσα επιβιώνει ακόμη, ως ένδειξη αβροφροσύνης, η προσφώνηση δεσποινίς. Κατ αυτό τον τρόπο οι γυναίκες διαιρούνται σε κυρίες (= έγγαμες) και δεσποινίδες (= άγαμες), ενώ για τους άνδρες δεν υπάρχει αντίστοιχη υποδιαίρεση (όλοι οι άνδρες είναι κύριοι, ανεξαρτήτως της οικογενειακής κατάστασης).
153 160 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Τα παραπάνω παραδείγματα αρκούν, νομίζουμε, για να δώσουν μια γεύση της άνισης και μεροληπτικής απεικόνισης και μεταχείρισης των δύο φύλων από το γλωσσικό σύστημα της νέας ελληνικής. Από τα παραδείγματα αυτά μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η «πρότυπη γλώσσα»4-πέραν του ότι καλλιεργεί τη συστηματική υποτίμηση των άλλων γεωγραφικών και κοινωνικών ποικιλιών- αντανακλά και αναπαράγει τις σεξιστικές αντιλήψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας για τη δευτερεύουσα, εξαρτημένη θέση της γυναίκας. Ιδιαίτερα εύστοχο είναι το ακόλουθο απόσπασμα των Μϊΐΐετ και 5\νΐίΐ για την πρότυπη αγγλική (όπως αναφέρεται στην ΟευτιεΓοη, 1985 : 84) το οποίο θεωρούμε ότι ισχύει αυτούσιο και για την πρότυπη νέα ελληνική: «Μιαΐ δΐαηάβπΐ Εη 1ίδΗ ιι$8 ε 5βγ5 αβοιιΐ ηιαίεδ 18 Λαΐ ΐΗεγ βτε ΐΗε κρεοίεδ. ΨΗβΐ ϊΐ 8&γδ αβοιιί ίειηειίεχ ίχ ΙΗ&Ι Ιΐιεγ βτε α δίλδρεάεδ». Ακολουθώντας τη φεμινιστική γλωσσολογία στην Ευρώπη και την Αμερική, ο προβληματισμός για την απάλειψη αυτών των γλωσσικών ανισοτήτων έχει ήδη και στην Ελλάδα ιστορία δύο δεκαετιών. Παρ όλα αυτά, η Μακρή-Τσιλιπάκου (1996) σε μια διεξοδική μελέτη με παραδείγματα από ποικίλα κείμενα αποδεικνύει ότι τελικά πολύ λίγα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με τη μεροληπτική απεικόνιση των δύο φύλων στη νέα ελληνική ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ5 Σύμφωνα με οποιαδήποτε γλωσσολογική προσπέλαση, όλες οι γλώσσες και οι ποικιλίες τους είναι δυνάμει ισότιμες, με την έννοια ότι δυνάμει μπορούν να επιτελέσουν όλες τις λειτουργίες και να αναπτυχθούν καλύπτοντας όλες τις πλευρές της ζωής των ομιλητών τους, εφόσον αναδειχτούν οι ανάγκες και υπάρξουν οι κατάλληλλες συνθήκες. Επίσης, όλοι οι φυσικοί
154 ΚΟΙΝΟΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 161 ομιλητές μιας γλώσσας κατέχουν το γλωσσικό σύστημα που χρησιμοποιείται από τη γλωσσική κοινότητα στην οποία ανήκουν. Ατελώς γνωρίζουν το σύστημα ομιλητές όπως τα νήπια και οι ξένοι που επιχειρούν να μάθουν τη συγκεκριμένη γλώσσα!1ωστόσο, είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να αποτιμώνται θετικά ορισμένες γλωσσικές ποικιλίες ή ακόμη και ορισμένα γλωσσικά στοιχεία έναντι κάποιων άλλων. Στις δυτικές κοινωνίες είναι διαδεδομένη η θετική αποτίμηση των ποικιλιών των αστικών περιοχών εις βάρος των αγροτικών, των ανώτερων στρωμάτων εις βάρος των κατώτερων κ.λπ. Κατ αυτό τον τρόπο, έχουμε μια μονόδρομη σχέση αξιολόγησης των κοινωνικών γνωρισμάτων που εκβάλλει στην αξιολόγηση των γλωσσικών χαρακτηριστικών των ομιλητών. Είναι αναμφίβολο ότι ανάλογα με τις εμπειρίες του καθενός διαμορφώνεται, το λεξιλόγιο και οι γραμματικές-συντακτικές δομές που διαθέτει. Έτσι, ορισμένοι διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο, λ.χ., για το ψάρεμα ή εκτεταμένο αριθμό συντακτικών δομών κατάλληλων, λ.χ., για τηλεοπτικές περιγραφές. Για κάθε περίσταση υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν διαθέσιμα περισσότερα κατάλληλα γλωσσικά στοιχεία. Ορισμένες όμως περιστάσεις, όπως οι εξετάσεις, η συνέντευξη για μια δουλειά ή η σύνταξη βιογραφικού σημειώματος θεωρούνται, στο πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών, πιο σημαντικές από κάποιες άλλες, διότι η μη αποτελεσματική συμμετοχή σ αυτές έχει σοβαρότατες επιπτώσεις για τη ζωή του ατόμου. Συχνά αποδίδονται στα άτομα διαφορετικοί βαθμοί ευφυΐας, χιούμορ, καλοσύνης ανάλογα με τον τρόπο που μιλάνε, παρόλο που μια κρίση βασισμένη μόνο στον τρόπο ομιλίας μπορεί να είναι λανθασμένη. Κατά συνέπεια, τα άτομα που χρησιμοποιούν την πρότυπη γλώσσα, τον «σωστό» για μια συγκεκριμένη κοινωνία τρόπο ομιλίας, είναι πολύ πιθανό να θεωρείται ότι έχουν όποιο χαρακτηριστικό λογίζεται ως καλό και αξιοσέβαστο στην κοινωνία αυτή, όπως παιδεία, ευφυΐα, αγωγή κ.λπ.' Το αντίθετο προφανώς συμβαίνει για
155 162 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ όσους δεν χρησιμοποιούν τον ενδεδειγμένο τρόπο ομιλίας. Συνάγουμε λοιπόν ότι η χρήση της γλώσσας από κάποιον / ομιλητή συσχετίζεται με ορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά I του τα οποία συνδέονται επίσης με αξιολογικές κρίσεις. Το ί αυτό ονομάζεται γλωσσική προκατάληψη (1ΐη αΐ8ΐΐο \φγεϊα(1ΐθ ). Οι άνθρωποι λειτουργούν με γλωσσικές προκατα- Γ^'λήψεις, χρησιμοποιούν δηλαδή τον τρόπο ομιλίας ως πηγή αξιολογικής πληροφόρησης για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του συνομιλητή τους (αν κάποιος χρησιμοποιεί τον τύπο X, πιθανότατα έχει το κοινωνικό χαρακτηριστικό Ψ). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική σχετικά με τις γλωσσικές προκαταλήψεις είναι η ακόλουθη έρευνα που έγινε στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία (βλ. σχετικά Ηικίδοη, 1980: 206). Ένας ερευνητής που χρησιμοποιούσε στην ομιλία του τόσο την πρότυπη όσο και την τοπική προφορά του Μπέρμιγχαμ μίλησε σε δύο ομάδες 17χρονων μαθητών ενός σχολείου. Ο ερευνητής είχε διαπιστώσει οτι οι μαθητές αξιολογούσαν πολύ θετικά την πρότυπη προφορά και αρνητικά την τοπική. Παρουσιάστηκε στους μαθητές ως καθηγητής ψυχολογίας, τους μίλησε λίγο για την επιστήμη του και κατέληξε λέγοντάς τους ότι το πανεπιστήμιό του θέλει να ερευνήσει τι ξέρουν για την επιστήμη αυτή οι μαθητές που σκοπεύουν να τη σπουδάσουν. Τους ζήτησε να γράψουν ό,τι ξέρουν για την ψυχολογία και ύστερα έφυγε αφήνοντας τη βοηθό του να συγκεντρώσει τα γραπτά. Η βοηθός, αφού μάζεψε τα γραπτά, είπε ότι στο β' στάδιο της έρευνας το πανεπιστήμιο ήθελε να γνωρίζει αν οι μαθητές έκριναν ότι ο καθηγητής που τους μίλησε ήταν κατάλληλος να δίνει διαλέξεις για την ψυχολογία στα σχολεία και επίσης ποια ήταν η αξιολόγηση των μαθητών για την εξυπνάδα του καθηγητή. Το σχέδιο του πειράματος ήταν το ίδιο και για τις δύο ομάδες μαθητών με μία μόνο διαφορά: Στη μια ομάδα ο ερευνητής που υποδυόταν τον καθηγητή ψυχολογίας χρησιμοποίησε την πρότυπη προφορά, ενώ στην άλλη την τοπική προφορά. Οι απα-
156 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 163 ντήσεις των δύο ομάδων στις ερωτήσεις της βοηθού υπήρξαν διαφοροποιημένες: η ομάδα στην οποία μίλησε με την πρότυπη προφορά αξιολόγησε πολύ θετικά την καταλληλότητα και την ευφυΐα του καθηγητή, ενώ η άλλη ομάδα αρνητικά, παρά το γεγονός ότι μίλησε με το ίδιο περιεχόμενο και συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο και στις δύο ομάδες. Δεδομένου ότι οι δύο ομάδες ήταν σε γενικές γραμμές ομοιογενείς, συνάγεται ότι οι διαφορές στις απαντήσεις τους συσχετίζονται με τις διαφορετικές στάσεις και προκαταλήψεις των μαθητών απέναντι στις δύο προφορές. Η (λιγότερο ή περισσότερο ασυνείδητη) ενεργοποίηση γλωσσικών προκαταλήψεων συνήθως λαμβάνει χώρα διότι στις επαφές που συχνά μπορεί να έχουμε με αγνώστους, βρισκόμαστε σε κατάσταση γνωστικής αβεβαιότητας (οοξπϊίίνε ιιηοειΐεάηΐγ). Δεν έχουμε, μ άλλά λόγια, δυνατότητα άλλης πληροφόρησης σχετικής με την κοινωνική ταυτότητα και τις αξίες του συνομιλητή, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν στη συμπεριφορά του, παρά μόνο βάσει αυτών που λέει. Σε σχέση με τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση που επιχειρείται με βάση την ομιλία, πρέπει να έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η γλώσσα λειτουργεί ως σύμβολο ένταξης σε ομάδα (5γπι5ο1 οί τοαρ-ιη6πι1)6γ5μρ) (βλ ). Έτσι, οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τη γλώσσα υποδεικνύουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν (ή θα ήθελαν να θεωρηθεί ότι ανήκουν), και, κατά συνέπεια, αξιολογούνται σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται οι σχετικές ομάδες. Και είναι δυνατόν για κάποιον ομιλητή, χάρη στην πολυδιάστατη φύση της γλωσσικής ποικιλότητας, να δείχνει τη συμμετοχή του σε ποικίλες κοινωνικές ομάδες, λ.χ., διατηρώντας από τη μια την προφορά της μητρικής του ποικιλίας σε συγκεκριμένες περιστάσεις και από την άλλη χρησιμοποιώντας τη σύνταξη και το λεξιλόγιο των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων σε άλλες περιστάσεις. Σύμφωνα με ορισμένα πορίσματα κοινωνικών ψυχολόγων
157 164 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ (πρβλ. Ηιιάδοη, 1980: 197), οι άνθρωποι αρέσκονται συνήθως στη σκέψη ότι οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν είναι, από ορισμένες πλευρές τουλάχιστον, καλύτερες από άλλες με τις οποίες μπορεί να συγκριθούν. Έτσι, μέσω της γλώσσας προβάλλουν την κοινωνική τους προέλευση, αλλά αρέσκονται να προβάλλουν και το ότι η ίδια τους η γλώσσα, ως μέρος της κοινωνικής τους ταυτότητας, είναι καλύτερη από αυτήν άλλων κοινωνικών ομάδων. Ένα από τα φαινόμενα όμως που συχνά καταγράφει η κοινωνιογλωσσολογική έρευνα έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω διαπίστωση της κοινωνικής ψυχολογίας: Ορισμένες κοινωνικές ομάδες διακρίνονται ακόϊγλωσσική ανασψάλειορ ^(1ίη ιπ5ΐϊο ίηδ6αιπΐγ) θεωρώντας ότι η γλώσσα τουςγείναι χέίρότερη από αυτήν άλλων ομάδων. Τα άτομα δηλαδή που ανήκουν συνήθως σε κοινότητες κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, νέων, εθνοτικές κ.λπ. πιστεύουν ότι θά ήταν καλύτερο γι αυτούς να χρησιμοποιούν διαφορετικούς γλωσσικούς τύπους από τους απαξιωμένους που χρησιμοποιούν. Και το ερώτημα που ανακύπτει άμεσα είναι γιατί οι άνθρωποι δεν μιλούν με τον τρόπο που πιστεύουν ότι θα έπρεπε να μιλούν; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει καταρχήν να έχουμε υπόψη ότι οι αξιολογήσεις (μεταξύ των οποίων και οι γλωσσικές) που γίνονται αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία είναι αυτές της ισχυρότερης ομάδας και καθιερώνονται, μεταξύ άλλων, μέσω των μηχανισμών του σχολείου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από την ισχυρότερη ομάδα. Κατά συνέπεια, και οι υψηλά αξιολογημένοι γλωσσικοί τύποι (δηλαδή οι προβαλλόμενοι από το σχολείο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) είναι αυτοί της ισχυρής κοινωνικής ομάδας. Η εγκατάλειψη από ένα παιδί των γλωσσικών τύπων της κοινωνικής του ομάδας και η υιοθέτηση αυτών που είναι ευρύτερα διαδεδομένοι συνεπάγεται την αποδοχή των αξιών μιας άλλης -της ισχυρής- κοινωνικής ομάδας με τις οποίες είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι. Μια
158 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 165 τέτοια επιλογή όμως μπορεί να φέρει περισσότερες απώλειες από κέρδη για το παιδί καθώς αυτό μεγαλώνει: Από τη μια μπορεί να χάσει τους δεσμούς με τους φίλους και την οικογένειά του και από την άλλη μπορεί να μην καταφέρει να ευθυγραμμιστεί με τους γλωσσικούς τύπους με κύρος σε τέτοιο βαθμό ώαχε να «προα/θεί» σε μέλος των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις (γλωσσικές) αξίες κατώτερων και ανωτερων κοινωνικών ομάδων αναφέρεται, όπως είδαμε στο 2ο κεφάλαιο, ως αντίθεση μεταξύ εμφανούς γοήτρου (ονεπ ργ 5ΐΐ ε) (: αφορά τις αξίες της ισχυρής ομάδας που γίνονται αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία) και καλυμμένου γοήτρου (οονβλ ργ68ΐϊ ε) (: αφορά μόνο τις αξίες μιας ανίσχυρης ομάδας). Είναι, λοιπόν, δυνατόν άτομα από απαξιωμένες κοινωνικές ομάδες να αποδέχονται το εμφανές γόητρο των γλωσσικών τύπων των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά να χρησιμοποιούν τύπους καλυμμένου γοήτρου επιδιώκοντας τή διατήρηση της κοινωνικής τους ταυτότητας και τους δεσμούς τους με την κοινωνική τους ομάδα.6 Με τους όρους του ίαβον θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για τον «φαντασιωτικό χαρακτήρα» της νόρμας: Οι ομιλητές από κοινωνικά στρώματα που χρησιμοποιούν περισσότερο τις στιγματισμένες γλωσσικές μεταβλητές, ακούγοντας από άλλους ομιλητές τις στιγματισμένες μεταβλητές τις αντιμετωπίζουν με μια απαξιωτική στάση απόλυτα σύμφωνη με τη νόρμα, όπως φαίνεται και από τις δοκιμασίες υποκειμενικής αντίδρασης στην ίδια τους την ομιλία. Αυτό σημαίνει ότι ενώ έχουν έντονη συνείδηση της νόρμας δεν μπορούν να την εφαρμόσουν στην ίδια τους την ομιλία (πρβ. Βοαίεί, 1984).
159 166 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 3.4. ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Τα ζητήματα των προκαταλήψεων και των στάσεων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων απέναντι στην πρότυπη γλώσσα και τις αξίες τοΐγσχόλέίσΰ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γενικότερα για την εκπαίδευση. Ακολουθώντας τις επισημάνσεις του Ντάλτα (1997: 297 κ.ε.), μπορούμε σχηματικά και σε γενικές γραμμές να διακρίνουμε τρεις βασικές ομάδες μαθητών:; α) όσους μετένουν <*η η κοιν(ι>νΐγιγ^ ολππιυ,ό σύστπαα αξιών του σχολείου και της ευρύτερης κοινωνίας. ΒΪ/όσους ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες ισχυρών κοινωνικών δικτύων (: κατώτερων κοι^ω^ι^ίνστρωμ0γπ33νγνδον, εθνοτικές κ.λπ.) με κοινωνιογλωσσικά συστήματα ανταγωνιστικά προς αυτό του σχολειου καιχγ)^οσοΰς~ο ί&ϋον (1972β: 260 κ. ε.) ονομάζει «σακάτήδές» Ο^εχΤΓΛάΐδιά ^δηλαδή που για διάφορους λόγους (: φοβίες, ιδιοσυγκρασία κ.λπ.), μεταξύ των οποίων και η φιλοδοξία (των γονιών τους) για την ανοδική κοινωνική τους κινητικότητα, δεν συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ανταγωνιστικής προς την κυρίαρχη κοινωνικής ομάδας από την οποία_,προέρχθνταΐ: :, Ένα σύγχρονο σχολείο πρέπει να είναι ενημερωμένο για την ύπαρξη των παραπάνω και πιθανώς και άλλων κατηγοριών μαθητών, καθώς και για τα διαφορετικά κοινωνιογλωσσικά συστήματα με τα οποία είναι εφοδιασμένοι οι μαθητές όταν πρωτοέρχονται στο σχολείο. Αυτό όμως που συμβαίνει συνήθως είναι ότι το σχολείο είναι έτοιμο να ασχοληθεί κυρίως με τη μόρφωση των παιδιών της ομάδάς α, όσων δηλαδή ήδη γνωρίζουν την πρότυπη^ εθνική γλώσσα και το σύστημα αξιών με το οπρίο είναι συναρτημένή. Θεωρεί μάλιστα ότι όσοι μαθητές είναι μέτοχοι άλλου κοινωνιογλωσσικού συστήματος αποτελούν απόκλιση ή πρόβλημα, με αποτέλεσμα να μη δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, σ τ ή δ ι^ τουςιτρόοδογ Το σημερινό σχολείο είναι επίσης σε θεση να μοοφώσει και τους «σακάτηδες» με κοινωνικές φιλοδοξίες (ομάδα γ), όχι
160 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 167 επειδή μπορεί να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει τις ιδιομορφίες της κατηγορίας αυτής, αλλά επειδή αυτά τα παιδιά, λόγω του προσανατολισμού τους προς το κοινωνιογλωσσικό σύστημα αξιών της ευρύτερης κοινωνίας που υιοθετείται πλήρως από το σχολείο, καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να μειώσουν το χάσμα ανάμεσα στο σύστημα αξιών από το οποίο προέρχονται και στο οποίο προσβλέπουν. Θεωρείται μάλιστα ότι έχουν πολλές πιθανότητες να τα καταφέρουν στο σχολείο, είτε επειδή τα έχει απορρίψει η κοινωνική ομάδα προέλευσής τους είτε επειδή την έχουν απορρίψει αυτά: και στις δύο περιπτώσεις, η σχολική πρόοδος είναι συχνά ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για να ολοκληρωθούν και να κερδίσουν κοινωνική αναγνώριση. Τέλος,' υτεά'ρ'χέι και η ομάδα β των μαθητών, οι οποίοι προσέρχονται στο σχολείο όχι ως άτομα αλλά ως μέλη συνεκτικών ομάδων με ανταγωνιστικά κοινωνιογλωσσικό συστήματα προς αυτό του σχολείου. Τα παιδιά αυτά συνήθως δεν είναι διατεθειμένα να λειτουργήσουν ως ΐαΐηιία πυα για τις κοινωνιογλωσσικές εγγραφές που προβάλλει το σχολείο. Μπορεί να \ αντιλαμβάνονται τις προοπτικές που ανοίγει η υιοθέτηση των ] αξιών και της γλώσσας του σχολείου, στοιχείων που συμφω- / να με τον ΒόΰπΒειι λειτουονούν ως πολιτισμικό κεφάλαιο. /, κατ αναλογία με το οικονομικό κεφάλαιο, καθώς αποτελού)/ διαβατήριο για επαγγέλματα και θέσεις επιρροής και εξουσίας (πρβ. ΡοιγοΙοιι^Η, 1989: 57-58). Ταυτοχρόνως όμως φαίνεται να γνωρίζουν ότι τα ίδια είναι σε.μεγάλο βαθμό αποκλεισμένα από τις προοπτικές αυτές λόγω της στιγματισμένης κοινωνικής τους προέλευσης. Αλλωστε, η υιθ(κΐήστγτων αξιών του σχολείου συνεπαγεται την απώλεια της δικής τους ταυτότητας και τη διαμόρφωση χαρακτηριστικών κοινωνικών «σακάτηδων». Επιπλέον, το καλυμμένο γόητρο των αξιών της ομάδας στην οποία ανήκουν συχνά είναι ιδιαίτερα ισχυρό ώστε κάποια από τα παιδιά αυτά να θεωρούν αδιανόητη προ-
161 168 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δοσία το να τεθούν υπό το εμφανές γόητρο της γλώσσας και του συστήματος αξιών του σχολείου. Σε μια πρόσφατη έρευνα (βλ. Αρχάκης, 2000 ΑτοΗαΙάδ και Ραραζ&οΗατϊοιι, 2001) σχετικά με την επίδραση του προφορικού λόγου στα μαθητικά γραπτά παιδιών του δημοτικού σχολείου, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε αντίθεση με τα παιδιά των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων οργανώνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το γραπτό τους μήνυμα με τους όρους του προφορικού λόγου τόσο στο επίπεδο της εξωτερικής του μορφής όσο και του περιεχομένου. Λόγω της γλωσσικής αυτής συμπεριφοράς, τα παιδιά των κατώτερων στρωμάτων φαίνεται να έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη σχολική νόρμα εισπράττοντας αναπόφευκτα αρνητική αξιολόγηση. Αν η σχολική νόρμα συσχετίζεται και πριμοδοτεί ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών και πολιτισμικών παραδοχών, η απόρριψη απ;ό το σχολείο των μη επίσημων προφορικών γλωσσικών πρακτικών που χρησιμοποιούν παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων συνεπαγωγικά σύμπαρασύρει σε αρνητική αξιολόγηση την κοινωνική τους ταυτότητα, καθώς Στιγματίζει τις αξίες και τις αρχές τους. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο είναι πιθανό μη αποδεκτά γλωσσικά στοιχεία από το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως η χρήση προφορικών στοιχείων στον γραπτό λόγο, να γίνονται στη συνείδηση των παιδιών σύμβολα της κοινωνικής τους ταυτότητας και των αξιών τους. Όπως παρατηρεί ο Ντάλτας (1997: 306), τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων περιχαρακώνονται στον προφορικό λόγο της καθομιλουμένης και τον πολιτισμό πού προϋποθέτει φορτίζοντας τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής αυτής ποικιλίας με ιδεολογικό περιεχόμενο ανταγωνιστικό προς το σύστημα αξιών της ευρύτερης κοινωνίας. Για τα^ παιδιά αυτά μοιάζει δεδομένος ο άποκλεισμός τους από το πολιτισμικό κεφάλαιο του σχολείου λόγω της κοινωνικής τους προέλευσης. Έτσι, φοβούνται πως αν υιοθετήσουν το λόγο και τη γλώσσα του
162 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 169 σχολείου κινδυνεύουν να χάσουν και την επιβράβευση από την κοινωνική τρυς,ομάδα.7, Έχοντας υπόψη τα παράπάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε τη θέση ότι το σύγχρονο σχολείο πρέπει να αναπτύξει διαφοροποΐήμεντ) στρατηγική ανάλογα με τις γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των μαθητών που υποδέχεται. Ενιαίος του στόχος πρέπει να είναι η ενσωμάτωση (όχι η αφομοίωση) όλων των μαθητικών κατηγοριών στην ευρύτερη κοινωνία, χωρίς να χάνεται η διαφορά τής κάθε κατηγορίας και χωρίς να μετασχηματίζεται η διαφορά σε ανισότητα με αποτέλεσμα την Περιθωριοποίηση ορισμένων κατηγοριών. Το σχολείο πρέπει να απαλλαγεί απο την αρνητική (μη επιστημονική) στάση απέναντι στις «μειωμένου κύρους» γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες των μαθητών και να ενημερωθεί σχετικά με το ότι οι ποικιλίες αυτές, σύμφδτνα με τοε3κ>ρίσματα της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο κατώτερες, διαθέτουν υψηλό βαθμό οργάνωσης και είναι δυνάμει κατάλληλες για τη διατύπωση οποιουδήποτενοήμαιοςν--. ' ΚΓ γνώση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς έχει αποδειχτεί ότι οι γλωσσικές προκαταλήψεις των εκπαιδευτικών απέναντι στις γλωσσικές και πολιτιστικές καταβολές των μαθητών τους παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επίδοση των τελευταίων και οδηγούν στη λεγόμενη αυτο-εκπληρούμενη προφητεία (χείί-ίιιΐίΐΐΐΐηβ ργορηεογ, πρβ. Ηιι&οη, 1980: 209). Ορισμένα παιδιά, όπως είδαμε, έρχονται στο σχολείο μιλώντας μια γλωσσική ποικιλία που θεωρείται απο την ευρύτερη κοινωνία και τους εκπαιδευτικούς υποδεέστερη. Ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών θεωρεί ότι μεταξύ των υποχρεώσεών τους είναι να υποδεικνύουν στα παιδιά το ανορθόδοξο της χρήσης μη πρότυπων γλωσσικών μορφών και να τα ωθεί στην αντικατάστασή τους από τις πρότυπες γλωσσικές μορφές. Παράλληλα, η μη πρότυπη γλώσσα των παιδιών οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε αρνητικές εντυπώσεις για
163 170 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τη νοημοσύνη των παιδιών και τις γενικότερες ικανότητές τους. Οι εντυπώσεις αυτές πολλές φορές αποδεικνύονται καθοριστικές όσον αφορά την επακόλουθη αρνητική συμπεριφορά των εκπαιδευτικών απέναντι στα παιδιά. Φυσική συνέπεια είναι τα παιδιά να αποκτούν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, να αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση ή να αποφασίζουν-να μη συμμορφωθούν. Καταβάλλουν έτσι μειωμένη ή μηδενική προσπάθεια έχοντας πειστεί ότι ματαιοπονούν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να έχουν τα παιδιά αυτά χαμηλές επιδόσεις δικαιώνοντας έτσι τις χαμηλές προσδοκίες των εκπαιδευτικών. Μόνο που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι χαμηλές προσδοκίες των δασκάλων τους που οδηγούν τα παιδιά σε χαμηλές επιδόσεις. Συνοψίζοντας τη συζήτηση για τη γλωσσική ανισότητα που παρατηρείται μεταξύ μαθητών διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης, μπορούμε να πούμε ότι κάθε φυσιολογικό παιδί φέρνει στο σχολείο μια τεράστια ποσότητα γλωσσικών γνώσεων. Η έννοια του παιδιού που πάσχει από γλωσσική υστέρηση αποτελεί μάλλον κοινωνικό στερεότυπο που, βασίζεται σε λανθασμένη ερμηνεία του γεγονότος ότι κάποια παιδιά δεν μιλούν πολύ στο σχολείο. Αντίθετα απ ό,τι συνήθως συμβαίνει, το βάρος της σχολικής αποτυχίας δεν πρέπει να πέφτει στο παιδί, αλλά να αναζητούνται τα αίτιά της στο ίδιο το σχολικό σύστημα, το οποίο πρέπει να αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η οικεία γλωσσική ποικιλία του παιδιού πρέπει να αξιοποιείται και όχι μόνο να μην απορρίπτεται αλλά, αντίθετα, να χρησιμοποιείται ως βάση για τή διδασκαλία της πρότυπης γλώσσας.
164 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΒΕΚΝ5ΤΕΙΝ Είναι προφανές ότι τα ζητήματα που θίξαμε παραπάνω, δηλαδή η συνάρτηση ποοκαταλίΐψεων-μοινωνικήε ποοέλευσης με αποτέλεσμα την ανισότητα που σχετίζεται με τις αποκλίσεις από τη γλωσσική και κοινωνική νόρμα του σχολείου, μας υποχρεώνουν να εξετάσουμε και άλλες όψεις του σχολικού λόγου, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την πρότυπη γλώσσα αλλά και τον ίδιο τον τρόπο συγκρότησης της σχολικής γνώσης. Η σνολική αποτυχία που οφείλεται στην κοινωνική ιεραρχική δομή έχει απασχολήσει τον κλάδο γενικά της κοινωνιολόγίας της εκπαίδευσης. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι οι σχετικά πιο πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου προσπαθούν να φωτίσουν όψεις της ίδιας της συγκρότησης της σχολικής γνώσης προκειμένου να γίνει κατανοητό γιατί τα παιδιά των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων αποτυγχάνουν στο σχολείο. Η παραπάνω προβληματική απστέλεσε αφετηριακό ερώτημα για τη θεωρία των κωδίκων που ανέπτυξε ο Βεπκίείη (1971, 1987, 1990) στο κοινωνιολογικό του μ ο ντελογϊα '^ σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Η θεωρία του ΒεπίδΙεϊη, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική εκμάθηση της γλώσσας επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά και συνεπώς την αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότητα συνιστά μια ενδιαφέρουσα οπτική της σύνδεσης του κοινωνικού με το γλωσσικό. Υποστήριξε ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν τη γλώσσα άτομα που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική δομή επηρεάζεται από τη δομή άυτή και την αναπαράγει. Ειδικότερα, η συμβολική οργάνωση και η κουλτούρα μιας κοινωνίας καθορίζονται από το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο και από τις κοινωνικές περιστάσεις μέσα στις οποίες δρουν και συνομιλούν τα άτομα. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται το σημασιολογικό ρεπερτόριο των ομιλητών επηρεάζεται από αυτό που μπορεί να κάνει
165 172 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ η γλώσσα στο πλαίσιο της δυναμικής των κοινωνικών τους σχέσεων.8 Οι αιτίες της σχολικής αποτυχίας δεν τοποθετούνται πια αποκλειστικά στους δομικούς παράγοντες της κοινωνικής ιεράρχησης αλλά αναζητούνται και στους μηχανισμοΰς~κάτη;ς κοινωνικές διαδικασίες που υιοθετεί το σχολείο για τη μετάδοση της γνώσης. Το σχολείο θεωρείτοα τοπος κοινωνικής δραστηριότητας όπου επιτελείτάγηιϊέτάβαση στην επιστημονική χ νω οη ^ σϋ^εκριμένος τύπος κοινωνικής διάδικασίας αντικατοπτρίζεται στο λόγο ή καλύτερα στη γλωσσική ποικιλία της σχολικής τάξης και των εκπαιδευτικών πρακτικών γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής αναπτύχθηκε η θεωρία των κωδίκων του Βεπίδίεϊη, ο οποίος προσπάθησε να εξηγήσει τη σχολική αποτυχία των παιδιών χαμηλών κοινωνικών στρωμάτών. Η απλουστευμένη διατύπωση της σχετικής υπόθεσης είναι ότί μπορούμε να διακρίνουμε δύο τρόπους ΧΟήσης της γλώσσας στην κοινωνία, τους οποφυς οϋβεπίδίεϊη ρνόμασε Λ ^ιορισμένο^^εϊηοΐεφ και φιεξεργάσμένο ^ίϊϊγ- ^'^Ο Γ& ΐεφ/κϊ^ οτι τα μέλη τω Τα^ϊτερτην κοι- <^'^να?νικώντ«χί μεσαίων στρωμάτων έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν_2?αλ Τον5 με ΐΒ^αερίσταση, -ενώ τα μέλη των κατώτερων εργατικών κοινωνικών στρωμάτων9 χρησιμοποιούν κυρίως τον περιορισμένο κώδικα. Επομένως, τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα τείνουν να χρησιμοποιούν μόνο τον περιορισμένο κώδικαγτο σχολείο όμως απαιτεί τον επεξεργασμένο κώδικα και έτσι τα παιδιά του περιορισμένου κώδικα αποτυγχάνουν. 1 " Ή παραπάνω διατύπωση όμως αποτελεί μια _μάλλον απλουστευμένη εκδοχή της θεωρίας. Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε κάπως πιο αναλυτικά το μοντέλο του ΒεπίδΙεΐη και σχηματοποιώντας κατ ανάγκην τον περίπλοκο και συχνά μη συστηματικό τρόπο της σκέψης του, μπορούμε να δϊάκρΐ-
166 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 173 νουμε τρεις φάσεις στο έργο του (πρβ. ΑΐΚΐηδοη, 1985). Στην πρώτη φάση προσπαθεί να εξηγήσει με γλωσσικούς όρους τη σχολική αποτυχία των παιδιών ιω ιυ ΐοοέοχονται από χαμηλά εργατικά στρώματα στη Βρετανία των δεκαετιών του 60 και του 70: Τα παιδιά της εργατικής τάξης τείνουν να έχουν στη διάθεσή τούς έναν κατά βάση περιορισμένο κώδικα που δεν ανταποκρίνεται στις αλαιτήσεις του σχολείου για να μεταδώσει τα εκπαιδευτικά περιεχόμενα,~ ενώ τά πάϊδΐά που προέρχονται από τη μεσαία τάξη διαθέτουν τόσο τον περιορισμένο όσο-και τανε ε εργασμένο κώδικα. Ο "περιορισμένος κώδικας" ορίζεται ως τρόπος έκφρασής"ιδιαίτερα εξαρτημένος από τα συικροαζόαενα καγ^ροσα^τολισμένος. 0.ιάΙά)υσικά χαρακτηριστικά της περίστασης, φτωχός σε,λεξίλργικές,αποχρώσεΐζτοϊγσε"λδγικη καησϋντάχτικτί διάρθρωση. Επομένως, είναϊ κατάλλήλος μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες περιστάσεων. Ο επεξεργασμένος κώδικας ορίζεται ως τρόπος έκφρασης πολύ λιγότερο εξαρτημένος από τα συμφραζόμενα της περίστασης και πιο πλούσιος σε σπιχασιολονική και συντάκτικη^ίδρθρώση. Ηττπ^απάνώ θέση μπορεί να συσχετιστεί με την ευρύτερα αποδεκτή (μη άμεσα συσχετισμένη με τη θεωρία του γλωσσικού ελλείμματος) και ανθεκτικότερη στο χρόνο και την κριτική θέση του Βεπίδΐείη ότι ο επεξεργασμένος κώδικας χαρακτηρίζεται από σχετική σαφήνεια και περιορισμένο αριθμό προϋποθέσεων για τη γνώση του ακροατή (Γη σημασία~έντοπίζεται κυρίως στο κείμενο και οχι στα εξωγλωσσικά συμφραζόμενα), ενώ ο περιορισμένος κώδικας χαρακτηρίζεται από σχετική ασάφεια και αυξημένο αριθμό προϋποθέσεων για τη γνωστγ'που (Γπόμπός μοιράζεται μέ" το δέκτη του (: η σημασία εντοπίζεται κυρίως στα εξωγχ^σικ^γσΰμφραζόμενα και όχι στο κείμενο) (Κοπιαίηε, 1994: 195). Ο περιορισμένος κώδικας χρησιμοποιείται (και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά) κυρίως σε Κοινότητες όπου παρατηρούνται πυκνά και πολυνήματα δίκτυα σχέσεων (βλ ). Σε κοινότητες, δηλα
167 174 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δή, όπου οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους, δεν έχουν συχνές επαφές με αγνώστους και, κατά συνέπεια, η καθημερινή συναναστροφή τούς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κοινές παραδοχές (πρβ. Ρ&δοΐίΐ, 1990: 271). Τέτοια δίκτυα είναι συνήθη, οπως υποστηρίζει η Μΐΐτον ( 1980), στα εργατικά κατώτερα κοινωνικά στρώματά.1αντίθετα, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως παρατηρήσαμε και παραπάνω, χρησιμοποιούν τόσο τον περιορισμένο όσο και τον επεξεργασμένο κώδικα. Πρέπει, βέβαια, να έχουμε υπόψη ότι η διάκριση μεταξύ των κωδίκων δεν είναι απόλυτη αλλά διαβαθμίσιμη, δεδομένου ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων ο πομπός αφήνει κάτι να εννοηθεί από τον αποδέκτη., Επιπλέον, η διάκριση ανάμεσα σε κατώτερα και μεσαία ή ανώτερα κοινωνικά στρώματα γίνεται από τον Βεπίδϋεΐη μάλλον με στερεοτυπικό τρόπο, χωρίς να αναδεικνύει επιμέρους διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των τάξεων. Η πρόσβαση στους δύο τύπους κωδίκων μεσολαβείται από τους ρόλους στο εσωτερικό της οικογένειας. Αν οι ρόλοι προσανατολίζονται στην αυστηρή τήρηση της οικογενειακής ιεραρχίας (= έλεγχος κατά τη θέση), τότε τα παιδιά οδηγούνται σε ένα είδος γλωσσικής κοινωνικοποίησης που έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη κυρίως του περιορισμένου κώδικα, κάτι που συμβαίνει συχνά με τα παιδιά των οικογενειών της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί στις θεσικεντρικές οικογένειες ο κοινωνικός έλεγχος ασκείται με παραπομπή των παιδιών στις ανελαστικές υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από την ιεραρχία των ρόλων. Απεναντίας, αν οι ρόλοι προσανατολίζονται στα πρόσωπα (= έλεγχος κατά το πρόσωπο), τα παιδιά οδηγούνται σε ένα είδος κοινωνικοποίησης που έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη και των δύο κωδίκων. Και αυτό γιατί στις προσωποκεντρικές οικογένειες "το κοινωνικό δέον πρέπει να ανευρεθεί κάθε φορά άπό τη διαπράγματευση, το διάλογο και τη λογική επεξεργασία των δεδομένων (βλ. σχετικά Ντάλτας, Ϊ989: 573).
168 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 175 Η υποδοχή της κοινωνιολογικής θεωρίας του Βεπίδΐεΐη από την πλευρά της κυρίαρχης κοινωνιογλωσσολογίας δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης. Αντίθετα, το πρώιμο έργο του Βεπίδίεϊη θεωρήθηκε απολύτως συμβατό με την ψυχολογ ίζουσα θεωρία του γλωσσικού ελλείμματος (βλ. ενδεικτικά ϋϊΐΐιηβγ, 1978 Εάνν&ηΐθ, 1985), καθώς θεωρεί ότι τα λεξιλογικά και συντακτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται από ομιλητές του περιορισμένου κώδικα είναι περιορισμένα και προβλέψιμα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία που χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές του επεξεργασμένου κώδικα (πρβ. Βεπιβίεϊιι, 1971: 171 Ηιι&οη, 1980: 216). Από τη θέση αυτή προκύπτει ότι η γλώσσα των ατόμων από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα περιέχει πιο περιορισμένο λεξιλόγιο και φτωχότερες συντακτικές δομές σε σχέση με το αντίστοιχο λεξιλόγιο και τις δομιές που χρησιμοποιούνται από τα άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αλλοι όμως σχολιαστές (π.χ., Ρβδοΐά, 1990: 270 Οΐ 1ίο1ΐ, 1973: 212) θέτουν σε αμφισβήτηση την παραπομπή της θεωρίας των κωδίκων στην υπόθεση του ελλείμματος. Συνοπτικά, ο αντίλογος τόσο στη θεωρία του γλωσσικού ελλείμματος όσο και στις υποθέσεις του Βεπικΐεϊη που στηρίζουν τη θεωρία αυτή, περιστρέφεται γύρω από τους ακόλουθους άξονες (πρβ. σχετικά ίβ&ον, ΟϊΙΐιηαΓ, 1976): Η παραγωγή περιορισμένων λεξιλογικών και συντακτικών στοιχείων μπορεί να οφείλεται στα ειδικά χαρακτηριστικά της σχολικής περίστασης και όχι στη μειωμένη ικανότητα των παιδιών. Μ άλλα λόγια, τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων μπορεί να είναι απρόθυμα να συνεργαστούν με το δάσκαλο, διότι δεν αισθάνονται οικειότητα προς τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά ή ακόμη δεν είναι σίγουροι γι αυτό που ο δάσκαλος περιμένει από αυτά. Κατά συνέπεια, σιωπούν, ενώ πιθανότατα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν ένα μεγάλο αριθμό λεξιλογικών και συντακτικών στοιχείων, που (ίσως) δεν ανήκουν στην πρότυπη γλώσσα, σε άλλες
169 176 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ οικειότερες γι αυτούς περιστάσεις, όπως όταν συνομιλούν με τους φίλους ή τους συγγενείς τους. Οι κριτικές που δέχτηκε η πρώιμη εκδοχή της θεωρίας των κωδίκων, τόσο σε μεθοδολογικό επίπεδο όσο και για την υιοθέτησή της από τις υποθέσεις του γλωσσικού ελλείμματος και τις παιδαγωγικές της συνέπειες, οδήγησαν και τον ίδιο τον Βειτίδΐεϊη να τροποποιήσει σταδιακά το θεωρητικό του σχήμα και να δώσει διευκρινίσεις για ποικίλες παρανοήσεις και υπεραπλουστεύσεις της θεωρίας του (πρβλ. Αΐΐάηχοη, 1985 Βεπιδίεΐη, 1990). Εγκαταλείπει την άμεση συσχέτιση του επεξεργασμένου και περιορισμένου κώδικα με το επίπεδο της γραμματικής έκφρασής τους και, στις ύστερες φάσεις της θεωρίας του, αντιμετωπίζει τους κώδικες ως εκφράσεις της σημασιολογικής οργάνωσης του ρεπερτορίου των ομιλητών: οι κώδικες δεν αφορούν συγκεκριμένες γλωσσικές εκφράσεις, αλλά αυτό που βρίσκεται «πίσω» από τη γλώσσα, δηλαδή τις συμβολικές κατηγορίες νοήματος όπως διαμορφώνονται σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Ήδη από τη δεκαετία του 70 ο Βεπίδΐεΐη εγκαταλείπει τις προσπάθειες οροθέτησης των δύο κωδίκων με αμίγώς γλωσσικά κριτήρια. Οι δύο κώδικες ονομάζονται πλέον κοινωνιογλωσσικοί και ορίζονται με κριτήρια περισσότερο γνωσιακά και αλληλεπίδρασης. Θεωρούνται δηλαδή τρόποι γλωσσικής οργάνωσης και διατύπωσης της εμπειρίας. Η αρχή που τους γεννά δεν αποδίδεται άμεσα στην ταξική προέλευση των ομιλητών αλλά στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας τους, βάσει μιας σειράς αλυσιδωτών σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία (η οποία στηρίζεται στην κατανομή της εργασίας), στην οικογένεια (και των ρόλων στο εσωτερικό της), στον γνωσιακό προσανατολισμό (των τύπων σημασιών στις οποίες εθίζονται οι ομιλητές) και τη γλώσσα. Σε μια τρίτη φάση η θεωρία του ΒεπίδΙεϊη γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη και αφηρημένη και απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από τα γλωσσικά δεδομένα. Στο επίκεντρο της θε-
170 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 177 ωρίας συνεχίζει να βρίσκεται η ιδέα της κοινωνικής κατανομής της εργασίας. Εισάγεται όμως η έννοια της σχέσης με την υλιλη βάση της"εργασίας ως σημαντικό κριτήριο για τον ορισμό του κώδικα. Όσο πιο περίπλοκη είναι η σχέση ανάμεσα στο δρων άτομο και την υλική του βάση, τόσο πιο έμμεση είναι η σχέση ανάμεσα στις σημασίες και την υλική βάσή, και τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα ανάπτυξης επεξεργασμένου κώδικα. Οι κώδικες χαρακτηρίζονται από δύο ανεξάρτητους μεταξύ τους παράγοντες που ονομάζονται ταξινόμηση (οίβδδΐίϊοβίΐοη) και πεοιγάοαξη (ίτατηίη ) (ΒεπίδΙεΐη, 1990). Η ταξινόμηση (Τ) αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στις κατηγορίες και τα περιεχόμενα ενός πλαισίου αναφοράς: όσο περισσότε- I ρο διακριτά και απομονωμένα είναι μεταξύ τους, τόσο περισ-/ σότερο ισχυρή είναι η ταξινόμηση, δηλαδή ο βαθμός διαφύλρ/ ξης των συνόρων μεταξύ των κατηγοριών ή/και των περιεχομένων. Η περιχάραξη (Π) δεν αναφέρεται στα περιεχόμενα της παιδαγωγικής, αλλά στα όρια ανάμεσα σ αυτό που μπορεί και σ αυτό που δεν μπορεί να μεταδοθεί μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου. Επομένως, η περιχάραξη σχετίζεται με τη ρύθμιση των επικοινωνιακών πρακτικών ανάμεσα σε πομπό και δέκτη, δηλαδή στο βαθμό ελέγχου που έχουν δάσκαλος και μαθητής πάνω στην επιλογή, στην οργάνωση και τη χρονική διάταξη της σχολικής γνώσης (Βεπίδίαη, 1989: 67-68). Ας δούμε ένα εμπειρικό παράδειγμα (ΒεπίδΙβϊη, 1987, 1990): Ζητείται από παιδιά που προέρχονται από τη μεσαία τάξη (ΜΤ) και από την κατώτερη εργατική τάξη (ΚΕΤ) να ομαδοποιήσουν εικόνες από διαφορετικούς τύπους τροφών και να εξηγήσουν γιατί έκαναν τη συγκεκριμένη ομαδοποίηση. Τα παιδιά της ΚΕΤ τείνουν να εξηγήσουν με επιχειρήματα του τύπου είναι αυτά που έφαγα το πρωί, είναι αυτό που φτιάχνει η μαμά, δεν μ αρέσουν κ.λπ. Τα παιδιά της ΜΤ τείνουν να δώσουν εξηγήσεις του τύπου είναι λαχανικά, τα βρίσκουμε στη θάλασσα, έχουν μέσα βούτυρο κ.λπ. Σύμφωνα με τον Ββπίδίβϊη, τα παιδιά της ΚΕΤ ερμήνευσαν ακατάλληλα την
171 178 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ερευνητική/σχολική περίσταση με όρους ασθενούς Τ και Π, ενώ τα παιδιά της ΜΤ ερμήνευσαν κατάλληλα την περίσταση με όρους ισχυρής Τ και Π. Η πρώτη κατηγορία παιδιών θεώρησε ότι μπορεί να μεταφέρει στοιχεία της προσωπικής εμπειρίας στην ερευνητική/σχολική περίσταση, τα οποία όμως δεν μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητά από τους συμμετέχοντες (: πλαισιωμένος λόγος (οοηίοχίυ&ΐΐζοφ), ενώ η δεύτερη κατηγορία παιδιών ερμήνευσε αποτελεσματικότερα τη σχολική/ ερευνητική περίσταση γενικεύοντας τις κατηγοριοποιήσεις τους έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από άτομα που δεν συμμερίζονται τις προσωπικές τους εμπειρίες (: αποπλαισιωμένος λόγος (άεοοηΐβχΐυβίϊζεφ). Έτσι, ο κώδικας με ισχυρή Τ και Π αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα μετάδοσης, διαχείρισης και αξιολόγησης της γνώσης. Ο επεξεργασμένος κώδικας προσιδιάζει στον συμβολικο ελεγχο, επομένως και στον σχολικό θεσμό, ο οποίος τον προύποθετει και τον αναπαράγει: η σχολική γνώση απαιτεί ρητή επεξηγηση, αποπλαισιωμένο λόγο, γενικεύσεις κτλ.10 ' Σ αυτή την εκδοχή της θεωρίας του Βεπικίβϊη ο παράγοντας κοινωνική τάξη προσανατολίζει τους ομιλητές στο να ερμηνεύουν μια επικοινωνιακή περίσταση με συγκεκριμένες τιμές. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ίδια περίσταση ερμηνεύεται από τα παιδιά με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο ΒετηκΙεΐη αντιμετώπισε με πρωτότυπο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα σε κοινωνική διαστρωμάτωση, κοινωνικοποίηση και γλώσσα προσπαθώντας να διερευνήσει πώς τα κοινωνικά δεδομένα εσωτερικοποιούνται και εκφράζονται γλωσσικά και, αντίστροφα, πώς τα γλωσσικά δεδομένα επηρεάζουν τα κοινωνικά, έχοντας διαρκώς στραμμένη την προσοχή του στις γλωσσικές ανισότητες στο σχολείο, στα αίτια και τις συνέπειές τους. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το κοινωνιολογικό μοντέλο του ΒεπίδΙεϊη οφείλονται, εκτός των άλλων, και στην ασάφεια του όρου κώδικας που χρησιμοποίησε: δεν είναι πάντο
172 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 179 τε σαφές αν αναφέρετοα σε επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, στην οργάνωση των σημασιών, σε κοινωνική συμπεριφορά ή σε γνωσιακές διαδικασίες (πρβλ. Βειταΐο, 1995). Η αποσαφήνιση κάποιων από τα ζητήματα αυτά της θεωρίας του Βετηδίεΐη και η επεξεργασία με γλωσσολογικά και σημασιολογικά δεδομένα του λόγου της σχολικής τάξης οφείλεται στη συστημική λειτουργική γλωσσολογία με ιδρυτή τον Η&ΙΙϊιΙ&υ. Από την προοπτική της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας οι κώδικες του ΒεπίδΙεϊη θεωρούνται στρατηγικές χρήσης της γλώσσας και προτείνονται πολύ πιο έγκυρα γλωσσολογικά μοντέλα για την ανάλυση αυτών των στρατηγικών, μοντέλα που στηρίζονται στην κοινωνιοσημειωτική θεωρία για τη γλώσσα Οι ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ* ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Ο διάλογος της γλωσσολογίας του Η8ΐ1ΐ<1&γ με την κοινωνιολογία της γνώσης του Βεπίδίεϊη (πρβ. ΟιτϊδΙϊε, 1999 Ηβδβη, 1999) εδραίωσε την κοινωνιοσημειωτική προοπτική για τη μελέτη της γλώσσας. Έτσι, αφενός αποσαφηνίζονται πολλά θέματα της θεωρίας των κωδίκων του ΒεπίδΙείη και αφετέρου ενισχύεται η συστημική λειτουργική ανάλυση της γλώσσας. Επομένως, απ αυτή την άποψη μπορούμε να μιλήσουμε για μια κοινωνική γλωσσολογία με την έννοια ότι δεν περιορίζεται στη συσχετιστική ανάλυση γλωσσικών και κοινωνικών δεδομένων, όπως το κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνιογλωσσολογίας, αλλά αναδεικνύει μια θεωρία για τη φύση της γλώσσας. Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, η οντογένεση της γλώσσας εδράζεται στη δι-οργανική και διαλογική (βλ. 1.3., σημείωση 9) αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον, δηλαδή με τη φυσική τάξη πραγμάτων κάι με την κοινωνική οργάνωση. Σε αντίθεση όμως με τις
173 180 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ θεωρήσεις που θέλουν το περιβάλλον να εμπεριέχει σταθερές φυσικές κατηγορίες τις οποίες η γλώσσα προσπαθεί να συλλάβει ώστε να αντιστοιχίσει σ αυτές, η αντίληψη της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας υιοθετεί ένα εναλλακτικό μοντέλο: από τη στιγμή που οι δυνατές κατηγοριοποιήσεις της εμπειρίας είναι απειράριθμες, το λεξικογραμματικό σύστημα, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί με συγκεκριμένο τρόπο κατηγορίες αντίληψης του κόσμου, επιβάλλει με τη σειρά του κατηγοριοποιήσεις στα φαινόμενα της εμπειρίας. Μ αλλα λόγια, οι γλωσσικές κατηγοριοποιήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν εσωτερικές και προδεδομένες, μια και το λεξικογραμματικό σύστημα εξελίσσεται ως συμβολική διεπίδραση μεταξύ προσώπων σε κοινωνικά περιβάλλοντα.11 Εφόσον κάτι τέτοιο ισχύει, τότε η σημασιολογική δομή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων ενσωματώνεται στην εσωτερική οργάνωση του γλωσσικού συστήματος (Ηβ11ί<1αγ, 1978: 120). Από πολλές απόψεις μπορούμε να αναγνωρίσουμε εδώ τις επιδράσεις της κοινωνικής ψυχολογίας του νγ θϋ$1ίγ, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά την προτεραιότητα του κοινωνικού στη γνωσιακή-γλωσσική ανάπτυξη. Κατ αυτό τον τρόπο, η συστημική λειτουργική γλωσσολογία διαφοροποιείται από εκείνες τις ψυχογλωσσολογικές θεωρίες και από τα κοινωνιογλωσσολογικά ρεύματα που συνεχίζουν να εξηγούν τις ιδεολογικές και συγκροτησιακές σχέσεις του κειμένου και του λόγου με όρους ατομικής γνώσης, προθέσεων, καταστάσεων του νου, εσωτερικών ικανοτήτων κ.ο.κ. (Ηα11ϊ<1ειγ και Μ&ηίη, 1993). Επιπλέον, η ιστορική εξέλιξη των γλωσσών θεωρείται ουσιαστική πτυχή της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας ως κοινωνικοοικονομικής και σημειωτικής δραστηριότητας. Μέ την εξέλιξη των κοινωνιών η εμπειρία συνεχώς επανερμηνεύεται. Αυτό όμως σημαίνει ότι η επανερμηνεία της εμπειρίας συνιστά αναπόσπαστο μέρος της εξέλιξης της γλώσσας και της κοινωνίας (Ηα1Μ&γ και ΜβΠϊη, 1993: 10). Όπως είδαμε (1.3. και 1.4.), η συστημική λειτουργική
174 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 181 γλωσσολογία αξιοποιεί θέσεις της γλωσσικής σχετικότητας για θεωρητικούς και μεθοδολογικούς σκοπούς. Κατ αυτό τον τρόπο απομακρύνεται από τη διαδεδομένη αντιμετώπιση της γλώσσας ως ενός ουδέτερου μέσου για να εκφραστούν προϋπάρχουσες δομές της σκέψης ή της υλικής πραγματικότητας (αναφορική λειτουργία). Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η γλώσσα εν μέρει διαμορφώνει την ίδια τη συνείδηση και τη γνώση για το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι η γραμματική κάθε φυσικής γλώσσας είναι σε μεγάλο βαθμό μια θεωρία για την ανθρώπινη εμπειρία που ερμηνεύει και μετασχηματίζει την εμπειρία σε νόημα (βλ. ενδεικτικά, ΗΜΐάβΥ και Μβτϋϊη, 1993 Μαιΐΐη και νεεί, 1998 Η&Ηϊά&Υ, 1999).12 Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής προσέγγισης η σημασιολογική διαφοροποίηση μπορεί να γίνει ορατή στο πεδίο της γλωσσικής ποικιλότητας που εκδηλώνεται σε διαφορετικές περιστάσεις-κείμενα και γίνεται αντικείμενο ανάλυσης με βασικό εργαλείο τη λειτουργική ποικιλία (βλ ). Περνώντας από τις παραπάνω θεωρητικές θέσεις στις εφαρμογές τους στην εκπαιδευτική γλωσσική πρακτική, μπορούμε ενδεικτικά να σημειώσουμε ότι το παιδί στη βάση της καθημερινής του γλώσσας θεωρεί, λ.χ., ότι τα ρήματα σημαίνουν γεγονότα ή δράσεις, τα ουσιαστικά αντικείμενα ή οντότητες: π.χ., τα σκυλιά γαβγίζουν και οι γάτες νιαουρίζουν. Αυτός είναι ο συμβατός (οοη ηιεηΐ) τρόπος απόδοσης νοήματος και μοτίβο για τη δεδομένη γνώση του αποθέματος των παιδιών. Το πέρασμα όμως στην εκπαιδευτική γνώση συνεπάγεται αναμόρφωση της εμπειρίας. Μαθαίνοντας, π.χ., το γάβγισμα των σκυλιών ή το νιαούρισμα των γατιών, μαθαίνουν ταυτόχρονα έναν τρόπο απόδοσης νοήματος που δεν είναι συμβατός με τις προηγούμενες γραμματικές κατηγορίες: ότι τα ουσιαστικά μπορεί να αποδίδονται τόσο σε αντικείμενα όσο και σε δράσεις ή γεγονότα.13 Το παραπάνω απλό παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η γραμματική μεταφορά ( Γ ΐπιπΐ ΐΐϊθ3ΐ πιεί&ριιογ) (Ηαΐΐϊ-
175 182 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ά&γ και Μβτϋη, 1993* ΗαΙΜαγ, 1998, 1999), δηλαδή η ποικιλία γραμματικών κατηγοριών με ίδιο σημαινόμενο, αναδιατυπώνει τη σχέση ανάμεσα στη γραμματική και τη σημασιολογία. Ο Ηαΐΐίάαγ (1999: 27) σημειώνει χαρακτηριστικά: (...) Για παράδειγμα, όταν τρέψουμε το ρήμα κινώ σε κίνηση μπορούμε να μιλήσουμε για πράγματα όπως η κίνηση είναι σχετική με κάποιο καθορισμένο σημείο* μπορούμε να ορίσουμε κινητικούς νόμους και να συζητήσουμε προβλήματα όπως αυτό της αέναης κίνησης μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε την κίνηση ως γραμμική, περιστροφική, περιοδική, παραβολική, αντίθετη, παράλληλη κ.ο.κ. Όχι γιατί η λέξη κίνηση είναι ουσιαστικό, αλλά γιατί μετατρέποντάς τη σε ουσιαστικό μετατρέψαμε το κινώ από γεγονός σε φαινόμενο άλλου είδους* δηλαδή, σε φαινόμενο που να είναι ταυτόχρονα και γεγονός και αντικείμενο (...) Αποκαλώντας το «κινώ» κίνηση δεν αλλάζουμε τίποτα στον υλικό κόσμο* αυτό όμως που αλλάζουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Φυσικά, μία μόνο λέξη δεν έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο* αλλά όταν αυτό συμβαίνει με εκατοντάδες ή και με χιλιάδες λέξεις τότε πράγματι αναμορφώνεται η εμπειρία μας στο σύνολό της. Ειδικότερα όμως η γραμματική μεταφορά, ως ένα από τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής ποικιλότητας, μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο γιατί συνδέεται με τη συστηματοποίηση της γνώσης κατά το πέρασμα από την κοινή (οοιηιηοηδβηδβ) στη μη κοινή (υηοοπιιηοηδεηδβ) γνώση.14 Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτό συμβαίνει κυρίως με τη μετάβαση στη σχολική και την επιστημονική γνώση, η οποία σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει την αντίστοιχη γλωσσική προετοιμασία. Η Ρ&ϊηΐετ (1999) υποστηρίζει ότι προαπαιτούμενο της μετάβασης στην εκπαιδευτική γνώση είναι η εξοικείωση με γενικεύσεις, υποθέσεις, συμπερασμούς, αποπλαισιωμένες χρήσεις, ορισμούς, κατηγοριοποιήσεις, αναστοχασμό γύρω από το γλωσσικό νόημα κ.ά. Από τις ίδιες τις εμπειρικές έρευνες φαίνεται ότι η γλωσ
176 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 183 σική προετοιμασία που επιτρέπει την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό λόγο ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνική προέλευση των ομιλητριών/-τών ή, καλύτερα, από τις κοινωνιοσημειωτικές στρατηγικές που αναπτύσσονται στα κοινωνικά διαφοροποιημένα περιβάλλοντα μάθησης (οοηίεχΐ ίογ Ιεατηίηδ). Έτσι, η θεματοποίηση της άνισης πρόσβασης στη σχολική γνώση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Όλα τα παιδιά έχουν πρόσβαση στο σημασιολογικό δυναμικό του συστήματος μπορεί όμως να διαφέρουν ως προς την ερμηνεία αυτού που απαιτεί η περίσταση, ανάλογα με το βαθμό διαφοροποίησης των κοινωνικών ομάδων (βλ. σχετικά Ηα11ίά&γ, 1978). Σύμφωνα με την παραπάνω προβληματική, η κοινωνιογλωσσική ανισότητα και η σχολική αποτυχία δεν συνδέεται πια απευθείας με την κοινωνική προέλευση μέσω της έννοιας της κοινωνικής τάξης, αλλά μέσω της διαφορετικής κοινωνικής σημασιοδότησης που αναπτύσσεται σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Έτσι, σ αυτή τη μεθοδολογική προοπτική, η ανισότητα στο σχολείο διερευνάται εμπειρικά με το συνυπολογισμό τόσο της κοινωνικής προέλευσης όσο και της νοηματοδότησης των περιβαλλόντων μάθησης από την πλευρά των μελών κάθε κοινωνικής κατηγορίας. Ενδεικτική είναι η έρευνα των Η&χαη και ΟοΓοη (1990), όπου αναλύεται η αλληλεπίδραση μητέρας-παιδιού από διαφοροποιημένα κοινωνικά περιβάλλοντα στη βάση των επαγγελμάτων. Η διεισδυτική στατιστική ανάλυση των κατηγοριών των γλωσσικών στρατηγικών που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μητέρες των οποίων το επάγγελμα έχει υψηλή αυτονομία από την υλική βάση της εργασίας (Ηΐ Η εαιΐοηοπιγ ργο - ίεκχΐοηδ) και εκείνων με επάγγελμα χαμηλής αυτονομίας από την υλική βάση της εργασίας (1ο\ν αιιΐοηοπιγ ρΐόίεχδϊοηδ), δείχνουν ότι η επιλογή συγκεκριμένων σημασιολογικών χαρακτηριστικών είναι συστηματική και συνδέεται με την κοινωνική προέλευση των ομιλητριών και των ομιλητών (βλ. και κεφάλαιο 2ο, σημείωση 8).
177 184 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη μιας περίπτωσης συνομιλίας μητέρας-παιδιού πριν από τη συστηματική εκπαίδευση. Η ανάλυση της συνομιλίας αυτής αναδεικνύει τον τρόπο νοηματοδότησης και την κατάλληλη για το σχολείο γλωσσική προετοιμασία του παιδιού, η οποία του επιτρέπει να περάσει από την κοινή στην εκπαιδευτική και στην επιστημονική γνώση και να μεταβεί από ένα λόγο εξαρτημένο από το συμφραστικό πλαίσιο σε ένα λόγο αποπλαισιωμένο (Ρβϊηίει-, 1999). Ανάλογης σημασίας είναι η έρευνα της 1ογ8ιι ( 1999), στην οποία αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένες αποπλαισιωμένες ποικιλίες στη χρήση της γλώσσας, όπως η εικασία και η γενίκευση, ποικίλλουν ανάλογα με την κοινωνική προέλευση των ομιλητών. Αν και ελάχιστα μελετημένο, κατεξοχήν προνομιακό πεδίο ανάλυσης των λειτουργικών γλωσσικών ποικιλιών είναι ο λόγος της σχολικής τάξης. Ένα από τα λίγα σχετικά παραδείγματα μας προσφέρει η Οιτϊδΐϊε (1998). Σε έρευνά της σε μαθητές των τελευταίων τάξεων του δημοτικού σχολείου στηρίζεται στην παραδοχή ότι η επιστημονική γνώση αναδιατάσσεται (αναπλαισιώνεται) στο σχολείο σύμφωνα με τους ισχύοντες κοινωνικούς ρόλους (δάσκαλος-μαθητής), σύμφωνα με τους σχολικούς χρόνους και τον φυσικό χώρο και σύμφωνα με τον τρόπο της σχολικής αξιολόγησης. Έτσι, δείχνει πώς η γλώσσα της επιστημονικής γνώσης αναδιατυπώνεται για τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Η άλλη σημαντική ερευνητική συνεισφορά της σχολής του ΗαΙΙΜ&Υ αφορά τις αναλύσεις επιστημονικών και σχολικών κειμένων. Εδώ σκοπός των ερευνών είναι να αναδείξουν τα στοιχεία που συγκροτούν την ιδιαίτερη λειτουργική ποικιλία των σχολικών κειμένων και τη σημασιολογική αναπλαισίωση η οποία απαιτείται κάθε φορά που οι μαθητές περνούν από τα διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης και από τα λιγότερο στα περισσότερο επιστημονικά κείμενα. Η γενική παρατήρηση είναι ότι η ιδιαίτερη ποικιλία των επιστημονικών κειμένων εμποδί-
178 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 185 ζει τους μη ειδικούς αναγνώστες να έχουν πρόσβαση στη γνώση και επομένως επιτείνει (δυνάμει ή εμπράγματα) την άνιση πρόσβαση στην εξουσία που παρέχει η γνώση. Η ανάλυση των επιστημονικών κειμένων ως ειδών λόγου δείχνει ότι με τη «μετάφρασή» τους σε πιο «κοινά» (μη επιστημονικά) είδη ενεργοποιούνται διαφορετικές επιλογές στο επίπεδο του τόνου αλλά και του πεδίου. Οι διαφοροποιήσεις αυτές καθιστούν τα κείμενα λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλα (δηλαδή, κατανοητά) για τους αποδέκτες τους (βλ. ΡιιΙΙογ, Γ8ηηγ-ΡΓ3ηαδ, 1998). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η έννοια των κωδίκων του ΒατηχΙεΐη μεταφράζεται σε πόρους παραγωγής νοήματος και, η άρση της κοινωνιογλωσσικής ανισότητας συνδέεται με τον κριτικό γρ^/ίίνττί^ΐΐύ 1ΐΐβΓαογ) στις διάφορες γλωσσγ* κές χρήσεις στη σχολική εκπαίδευση. Με τον κριτικό γραμματισμό συνδέονται όι διδακτικές εφαρμογές της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας και της κριτικής ανάλυσης λόγου (βλ., λ.χ., ΡαίΓοΙοιι^Ιι, 1989) που έχουν σκοπό όχι μόνο να καταστήσουν τους μαθητές ικανούς χρήστες διαφορετικών ειδών προφορικών και γραπτών κειμένων, αλλά και με συνείδηση του γεγονότος ότι τα διάφορα κείμενα αποτελούν πηγή κατασκευής νοημάτων. Εφόσον τα νοήματα κατασκευάζονται και ισχυροποιούνται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες, η συστημική λειτουργική προσέγγιση μπορεί να επιτρέψει στους μαθητές/χρήστες της γλώσσας να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους η κατασκευή των νοημάτων δεν βασίζεται μόνο στο λεξικογραμματικό σύστημα, προσφέροντάς τους έτσι τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να μην τα θεωρούν αλήθειες με απόλυτη ισχύ (πρβλ. Λύκου, 2001: 69). Επομένως, η δυνατότητα να αναπαράγουν, να ανακατασκευάζουν ή και να αμφισβητούν τα νοήματα του επιστημονικού/σχολικού λόγου επιτρέπει στους χρήστες της γλώσσας να συμμετέχουν σε διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής (Ηβίβη, 1996). Με λίγα λόγια, οι ανισότητες στο σχολείο προέρχονται και
179 186 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ από την άνιση -λόγω πρότερης κοινωνικο-πολιτισμικής εμπειρίας- πρόσβαση που έχουν οι μαθητές/-τριες στις λειτουργικές ποικιλίες του επιστημονικού λόγου- το ζητούμενο είναι να αποκτήσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες κριτική κατανόηση των νοημάτων που κατασκευάζονται μέσα από τον σχολικό λόγο. Συνοπτικά μπορούμε εδώ να πούμε ότι στο μοντέλο της συστημικής λειτουργικής γλωσσολογίας διαφαίνεται μία χειραφετητική αντίληψη για την εκπαίδευση. Με τη διεύρυνση του γλωσσικού δυναμικού οι μαθητές μπορούν να γίνουν αποτελεσματικοί ομιλητές και συγγραφείς ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες του σχολικού γραμματισμού. Συγχρόνως όμως χρειάζεται να έχουν σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι κάθε κείμενο είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων και ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται σε αυτή του τη διάσταση. Οι άμεσες διδακτικές συνέπειες αυτής της προοπτικής δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη με πληρότητα. Ωστόσο, τροφοδοτούν ήδη τα σύγχρονα προγράμματα για τη διδασκαλία της γλώσσας που διατρέχει όλα τα γνωστικά αντικείμενα (βλ., π.χ., Οιπδίϊε, 1999 Μβ<±βη-ΗθΓ3η1ί, 2000).
180 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Παυλίδου, 1984 Παυλίδου, 1987 και Τσοκαλίδου, Βλ. σχετικά επίσης ΟοιηβΓοη, 1985* Χαραλαμπάκης, 1992: Για τη συζήτηση σχετικά με την έμφυλη ανισότητα και τις διαφορετικές γλωσσολογικές αντιλήψεις της σχέσης γλώσσας-νοήματος, βλ. 8Πΐ6Γοη, 1985, Για μια συστηματική συζήτηση της αναγκαιότητας διάκρισης του βιολογικού από το κοινωνικό φύλο, καθώς και για μια εθνογραφική προσέγγιση των διαφόρων τρόπων πραγμάτωσης του κοινωνικού φύλου από ομιλητές βόρειου ιδιώματος, βλ. ΡαραζαοΗ&ήοιι, Για την έρευνα τών θηλυκών επαγγελματικών στη νέα ελληνική, βλ. Μπασλής, 1996 Παυλίδου, 1985 Φραγκουδάκη, 1987, Οι Κατή και Κονδύλη (1999: 204) δείχνουν πειστικά τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζονται στην «πράξη» οι έννοιες του γλωσσικού συστήματος (1βη ΐΐ6) και της πρότυπης γλωσσικής νόρμας. Σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι «η έννοια [ΐ2ΐη \ιε] λειτουργεί κατ ανάγκην ως νόρμα, όταν μεταφερθεί στο επίπεδο του συστήματος μιας ιστορικής γλώσσας. Από τη στιγμή που παραγνωρίζεται η μελέτη της αλλαγής και της παραλλαγής στην ομιλία [ροτοΐβ], κάθε αναφορά σε ένα ενιαίο σύστημα υποβάλλει την ιδέα μιας γλωσσικής νόρμας ως κυρίαρχης, αν όχι και μοναδικής. Καθώς όμως η νόρμα αυτή αναδεικνύεται από μια υποτιθέμενα ουδέτερη θεωρητική ανακατασκευή, δεν γίνεται αντιληπτός ο κοινωνικός της χαρακτήρας - το γεγονός δηλαδή ότι πρόκειται για θεωρητική ανακατασκευή. Αλλά η ανάδειξη της νόρμας δεν είναι ποτέ ουδέτερη υπόθεση. Η εμπλοκή αξιολογήσεων είναι αναπόφευκτη, ακόμη και όταν οι γλωσσολόγοι περιγράφουν απλώς κανονικότητες της ομιλίας (...)». 5. Το κείμενο του υποκεφαλαίου αυτού βασίζεται στον Ηικίδοη, 1980: Βλ. επίσης Κωστούλη και Χατζηδάκη, Σχετική είναι η παρατήρηση της Καρυολαίμου (2000) για τους κύπριους ομιλητές. Ειδικότερα, η Καρυολαίμου (ό.π.: 207) σημειώνει πως «παρά το γεγονός (...) ότι οι Κύπριοι ομιλητές αξιολογούν αρνητικά την κυπριακή διάλεκτο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες εκδηλώνουν κάποιας μορφής θετικά συναισθήματα απέναντι της. Αυτό συμβαίνει όταν θίγεται ή πιστεύεται ότι υποσκάπτεται η τοπική ταυτότητα (...) Φαίνεται, λοιπόν, ότι
181 188 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ υπάρχει ένα αίσθημα αφοσίωσης απέναντι στην κυπριακή ποικιλία η οποία αποτελεί σύμβολο τοπικής ταυτότητας. Αυτό το αίσθημα μπορεί, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, (...) να δημιουργεί αντιστάσεις στις κανονιστικές πιέσεις που δέχεται η κυπριακή από τη δίαηά&τά ελληνική». 7. Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα των Παΐζη και Καβουκόπουλου (2001), οι οποίοι, με βάση μια εκτεταμένη έρευνα που εκπόνησαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διαπίστωσαν μεταξύ άλλων ότι τα παιδιά της εργατικής και της αγροτικής τάξης βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα παιδιά της μεσοαστικής τάξης, εφόσον η απόσταση που πρέπει να διανύσουν προκειμένου να προσεγγίσουν το γλωσσικό πρότυπο του σχολείου είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που έχουν να διανύσουν τα παιδιά της μεσοαστικής τάξης (ό.π.: ). Βλ. σχετικά και Μπασλής (1988). 8. Ο Βεπίδΐεΐη αξιοποιεί την κλασική κοινωνιολογική θέση του ϋιΐγΐί- 1ΐ6πη ότι η κοινωνική δομή συγκροτεί το σύστημα αξιών αλλά και τα εννοιολογικά εργαλεία μιας κοινωνίας μέσω της γλώσσας η οποία παράγει νοήματα και σημασιολογικά ύφη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα και με τη σειρά της επιβάλλει διαφορετικές τάξεις νοημάτων στα κοινωνικά δεδομένα. Αυτό το είδος κυκλικής εξάρτησης των κοινωνικο-πολιτισμικών με τα γλωσσικά δεδομένα παραπέμπει στη θεωρία που ανέπτυξε ο Μιοιί. 9. Η κατηγοριοποίηση σε μεσαία και εργατική τάξη αποτελεί μια μάλλον απλουστευτική ματιά στην αγγλική κοινωνία της δεκαετίας του * Η αναπλαισίωση (Γ6θοηί χίιιβ1ίζαΐίοη) είναι ένας ακόμη όρος που εισήγαγε ο ΒβπίδΙβίη (1977, 1990, 1996) για να περιγράψει την αναδιαμόρφωση των νοημάτων σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, ώστε να μπορέσει το πεδίο μιας δραστηριότητας να υπάρξει μέσα στις σχέσεις ισχύος και χωροχρόνου του εκπαιδευτικού συστήματος. 11. Για τον Η&11ΐ(1αγ (1978), το μοντέλο για την ανάπτυξη της γλώσσας στο παιδί αποτελεί υπόδειγμα της ίδιας της γλωσσολογικής ανάλυσης. Η πρωτογλώσσα του παιδιού έχει τα γνωρίσματα οποιουδήποτε απλού σημειωτικού κώδικα, όπου με έναν ήχο δηλώνεται μια σημασία. Αυτός όμως ο κώδικας δεν επαρκεί για τις ανάγκες της γλωσσικής, κοινωνικής και γνωσιακής ανάπτυξης. Έτσι, το ίδιο το κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα, υποστηρίζει ο Ηα11ίάαγ, υποχρεώνει το παιδί να υιοθετήσει το γλωσσικό σύστημα του ενήλικου περιβάλλοντος. Αυτό που σηματοδοτεί το πέρασμα από την πρωτογλώσσα του παιδιού στη γλώσσα των ενηλίκων είναι η παρείσδυση της τυπικής μορφής -του λεξικογραμματικού στρώματος- ανάμεσα στο περιεχόμενο και την έκφραση (για μια επισκόπηση, βλ. ενδεικτικά Κονδύλη, 1994, υπό δημοσίευση). 12. Εκ πρώτης όψεως η διατύπωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί έκφραση του γλωσσικού ντετερμινισμού και του ακραίου γλωσσικού σχετικισμού. Ωστόσο, οι ερευνήτριες και ερευνητές αυτής της σχολής φροντίζουν να τηρούν ίσες αποστάσεις από τον ιστορικισμό και τον αφελή ρεαλισμό και να
182 ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ 189 μετριάζουν τη σχετικιστική αιχμή τονίζοντας ότι οι φυσικές γλώσσες σε κάποιο βαθμό και από κάποιες απόψεις προσφέρουν διαφορετικούς τρόπους για την περιγραφή της κοινής πραγματικότητας. 13. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα από ένα εκλαϊκευτικό επιστημονικό κείμενο: «Ο Αϊνστάιν συνέχισε να ασχολείται με την ιδέα των κβάντων κατά τη δεκαετία του 1920* ταράχτηκε ωστόσο βαθύτατα από τις εργασίες των \ν ΓΠ6Γ Η0ίδ6ηΙ)6Γ στην Κοπεγχάγη, Ραιιΐ ϋίταο στο Καίμπριτζ και Επνίη δο1ΐγδ<3ίη 6Γ στη Ζυρίχη, οι οποίοι ανέπτυξαν μια νέα εικόνα της πραγματικότητας που ονομάστηκε κβαντική μηχανική» (δ. Η&\ν1αη (2001), Το σόμπαν σε ένα καρυδότσουφλο (μτφρ.-επιμ. Μ. Πετράκη), Αθήνα: Κάτοπτρο, 26). Μία από τις πιθανές αναπλαισιώσεις του μέσω γραμματικής μεταφοράς σε ένα πιο επιστημονικό (: λιγότερο εκλαϊκευμένο) κείμενο θα μπορούσε να είναι η εξής: «Η συνεχής ενασχόληση του Αϊνστάιν κατά τη δεκαετία του 1920 με την ιδέα των κβάντων διακόπηκε/διαταράχτηκε από τις εργασίες των λνεπιογ Η6ί$6ηΙ)6Γ στην Κοπεγχάγη, Ραιιΐ Οίταο στο Καίμπριτζ και Επνίη 5οΗΐΌ(ϋη Γ στη Ζυρίχη σχετικά με την ανάπτυξη μιας νέας εικόνας της πραγματικότητας, την επονομαζόμενη κβαντική μηχανική». Σ αυτή την περίπτωση η διαδικασία ονοματοποίησης των ρηματικών τύπων, ενώ είναι πιθανότατα αποτελεσματική για την επιστημονική αναπλαισίωση του κειμένου, αποκλείεται στην Αερίπτωση του τύπου ρήματος ταράχτηκε της πρώτης εκδοχής, που δηλώνει μια ψυχολογική κατάσταση του Αϊνστάιν και επομένως δεν θεωρείται συμβατό με ένα επιστημονικό κείμενο. 14. Όπως σημειώνει η Οιπδΐίε (1998), η διάκριση ανάμεσα σε κοινή και επιστημονική γνώση που χρησιμοποιεί ο ΒεπίδΙεΐη ανάγεται στον Μιοιί. Να παρατηρήσουμε εδώ τις ομοιότητες με την έννοια των αυθόρμητων συλλογισμών του παιδιού πριν από την επαφή με την εκπαιδευτική παρέμβαση που χρησιμοποιεί ο Υγ οΐδ^γ.
183 4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Στο υποκεφάλαιο 1.6. αναφερθήκαμε συνοπτικά σε ζητήματα της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας που σχετίζονται με γενικότερα μεθοδολογικά ερωτήματα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών ερευνών. Εστιάζοντας σε ειδικότερα ζητήματα της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας μπορούμε καταρχήν να ξεκινήσουμε με τη θεμελιώδη παρατήρηση της σύγχρονης επιστημολογίας ότι η ουδετερότητα και η απόλυτη αντικειμενικότητα της διερεύνησης δεν μπορεί να υπάρξει, εφόσον και η έρευνα ενός φαινομένου είναι αφ εαυτής μία συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Όπως είδαμε αναλυτικά σε προηγούμενα κεφάλαια, στην κοινωνιογλωσσολογική έρευνα διερευνούμε φαινόμενα σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, αυτή η συνειδητά επιμερισμένη διερεύνηση δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στο ζητούμενο της συγκρισιμότητας με άλλες περιστάσεις.2 Ως ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη η κοινωνιογλωσσολογία μελετάει φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς τα οποία δεν μπορεί παρά να τα αντιμετωπίζει ως τάσεις, ενίοτε αντιφατικές: αν ένας ομιλητής συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο γλωσσικό τρόπο κάθε φορά που τον παρατηρούμε, αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος ομιλητής θα έχει πάντα τη συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να γίνονται απόλυτες προβλέψεις σχε
184 192 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τικά με τις γλωσσικές συμπεριφορές ή, πολύ περισσότερο, σχετικά με τα επόμενα στάδια της γλωσσικής εξέλιξης. Ένα άλλο ζήτημα σχετίζεται με την εγκυρότητα και την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος των πληροφορητών. Η σχέση του δείγματος με το σύνολο του ερευνώμενου πληθυσμού είναι σύνθετη: το αντιπροσωπευτικό δείγμα πρέπει θεωρητικά να συλλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά του συνόλου, ώστε η επεξεργασία του να οδηγεί σε γενικεύσιμα συμπεράσματα. Αλλά, για να συγκροτηθεί το δείγμα, χρειάζεται να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τα χαρακτηριστικά του συνόλου, δηλαδή τις παραμέτρους βάσει των οποίων συγκροτείται το δείγμα, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό. Στο πλαίσιο της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας έχει συζητηθεί ιδιαίτερα το ζήτημα της επίδρασης του ερευνητή στη γλωσσική συμπεριφορά των ερευνωμένων. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία στοιχείων «ξένων» προς την περίσταση επηρεάζει τους συμμετέχοντες σ αυτήν. Αυτό το αναπόδραστο φαινόμενο θεματοποιήθηκε από τον ίίώον (1972γ) ως παράδοξο του παρατηρητή (οικεγνεγ ε ρβτ&άοχ): Αν ένας από τους στόχους παρατήρησης είναι η συλλογή, μέσω της συνέντευξης, φυσικού ανεπίσημου καθημερινού λόγου, τότε ένα από τα δυσκολότερα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει είναι το παράδοξο που δημιουργεί η ίδια η παρουσία του. Ενώ δηλαδή ο ερευνητής επιθυμεί να παρατηρήσει την αβίαστη γλωσσική συμπεριφορά των ατόμων, η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και του μαγνητοφώνου του αλλοιώνει τη φυσικότητα της συμπεριφοράς αυτής αυξάνοντας το βαθμό επισημότητας της περίστασης και της συνακόλουθης προσοχής που δίνει στα λόγια του ο ομιλητής. Η επίγνωση του παραδόξου από τους ερευνητές τούς καθιστά περισσότερο «υποψιασμένους» για την κοινωνική πραγματικότητα που μελετούν. Διάφοροι τρόποι που έχουν επινοηθεί για τη μείωση της επίδρασης της ξένης παρουσίας στην ερευνώμενη περίσταση θα αναφερθούν παρακάτω. Οι παραπάνω μεθοδολογικές παρατηρήσεις αποτελούν
185 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 193 απλές νύξεις των ζητημάτων της έρευνας γενικά και της κοινωνιογλωσσολογικής ειδικότερα. Είναι προφανές ότι η αναλυτική παρουσίαση μερικών μόνο από τις ερευνητικές τεχνικές θα απαιτούσε πραγμάτευση που ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητες αυτού του βιβλίου. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε μερικές γενικές επισημάνσεις σχετικά με τα στάδια και τη συγκέντρωση κοινωνιογλωσσικού υλικού, οι οποίες εφαρμόζονται σε έρευνες του αποκαλούμενου κυρίαρχου ρεύματος της κοινωνιογλωσσολογίας ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Η δομή της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας εξαρτάται από τους σκοπούς, τους στόχους και από τα χαρακτηριστικά του μελετώμενου φαινομένου. Τα βασικά στάδια των ποσοτικών ερευνών είναι σε γενικές γραμμές τα εξής: Προσδιορίζεται ο~βχά%βς. της έρευνας, ο οποίος προκύπτει από υποθέσεις του ερευνητή κυρίως γι,α τον τοόπο συ<χ/έτισης ανεξάρτητων μεταβλητών (χρόνος, χώρος, περίσταση επικοινωνίας, ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη κ.λπ) με εξαρτημένες-γλωοσ^ές μεταβλητές, δηλαδή με τα γλωσσικά στοιχεία που εμφανίζουν ποικιλοτητα, που έχουν διαφορετικές πραγματώσεις. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη ότι η διαπίστωση αυβχέτισης μεταξύ μιας ανεξάρτητης και μιας εξαρτημένης μεταβλητής δεν, σημαίνει αναγκαστικά και. ανακάλυψης σχέσης αιτιότητας μεταξύ των δύο, καθώς ένας τρίτος παράγοντας που δεν έχουμε λάβει υπόψη μπορεί να είναι η πραγματική αιτία της συσχέτισης μεταξύ της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής. Η διερεύνηση της υπόθεσης συνεπάγεται την επιλογή των πληροφορητών και των περιστάσεων στο πλαίσιο των οποίων θα συλλεγεί το γλωσσικό υλικό που παράγουν. Η επιλογή αυτή είναι πολύ σημαντική: Αν, λ.χ., ξεκινήσουμε με την υπόθε
186 194 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ση ότι οι άνδρες και οι γυναίκες μιας κοινότητας διαφοροποιούνται ως προς ένα γλωσσικό χαρακτηριστικό, τότε στην επιλογή των ατόμων πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα ελεγχθεί πράγματι το φύλο και θα αποφευχθεί η επίδραση (ή η συνεπίδραση) άλλων παραγόντων όπως το επάγγελμα (π.χ., άνδρες χειρώνακτες εργάτες και γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι). Το ίδιο ισχύει και για την περίσταση επικοινωνίας: δεν πρέπει, λ.χ., η γλωσσική παραγωγή των ανδρών να προέρχεται από κουβέντα σε παρέα του ίδιου φύλου, ενώ των γυναικών όταν κάνουν επίσημη αναφορά σε άνδρες προϊστάμενους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί η γλωσσική συμπεριφορά σε διάφορες περιστάσεις, λ.χ., λιγότερο και περισσότερο επίσημες. Θα πρέπει, όμως, να είναι κοινές και για τα δύο φύλα. Αν είναι αδύνατο να αποφευχθεί η συνεπίδραση, τότε πρέπει να ληφθούν συστηματικά υπόψη οι παράγοντες που συνεπιδρούν. Αν είναι πολλοί οι παράγοντες,, που συνεπιδρούν και είναι αδύνατη η συνολική και συστημάτική μελέτη τους, τότε χρησιμοποιούνται τυχαία δείγματα του πληθυσμού, όπου τα ερευνώμενα άτομα επιλέγονται τυχαία από το σύνολο του πληθυσμού, με τέτοιο τρόπο όμως ώστε όλα τα μέλη του πληθυσμού να έχουν ίσες ευκαιρίες επιλογής. Λ.χ., στο δείγμα συμπεριλαμβάνεται το τρίτο όνομα κάθε σελίδας του τηλεφωνικού η εκλεκτορικού καταλόγου μιας περιοχής. Το επόμενο στάδιο αφορά την επιλογή της τεχνικής για τη συλλογή του υλικού. Πριν από την οριστική επιλογή μπορεί να προηγηθούν δοκιμαστικές, πιλοτικές έρευνες οι οποίες αποσκοπούν συνήθως στο να επιβεβαιώσουν αν μέσω της μεθόδου που έχει καταρχήν επιλεγεί μπορούν να συλλεγούν γλωσσικά δεδομένα χωρίς να προκύπτουν προβλήματα. Επιπλέον, η πιλοτική έρευνα μπορεί να μας βοηθήσει να εξειδικεύσουμε περαιτέρω την αρχική μας υπόθεση (λ.χ., οι άνδρες και οι γυναίκες μιας ορισμένης ηλικίας και όχι κάποιας άλλης διαφοροποιούνται γλωσσικά).
187 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΑΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Βασικές τεχνικές συλλογής κοινωνιογλωσσικού υλικού Είναι απαραίτητο εδώ να επισημάνουμε ότι οι πηγές άντλησης κοινωνιογλωσσικών δεδομένων είναι τόσο η συγκέντρωση γραπτού γλωσσικού υλικού (βιβλία, περιοδικά, τεκμήρια, επιστολές, μαθητικά γραπτά, σχολικά εγχειρίδια κ.λπ.) όσο και η συγκέντρωση προφορικού υλικού, το οποίο μπορεί να αντληθεί είτε μέσω συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων είτε με άμεση παρατήρηση των ομιλητών (εν γνώσει ή εν αγνοία τους). Στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατευθύνσεις για τη συλλογή του υλικού: α) την παρατήρηση και β) τη συνέντευξη ή το ερωτηματολόγιο. Ουσιαστικά, οι διαφορές ανάμεσα στην παρατήρηση και τη συνέντευξη/ερωτηματολόγιο συνίστανται στον τρόπο επιλογής του δείγματος και στο βαθμό προκατασκευής των ερωτημάτων. Η άμεση παρατήρηση των γλωσσικών δεδομένων μέσα στην ίδια τη γλωσσική κοινότητα είναι προτιμητέα. Ο ερευνητής συμμετέχει στη ζωή των ατόμων που εξετάζει για μακρά χρονικά διαστήματα προσπαθώντας να κατανοήσει την οπτική και τις αξίες τους και αναλαμβάνοντας σταδιακά και ο ίδιος κάποιο ρόλο. Η παρατήρηση έχει συνδεθεί με την εθνογραφική μέθοδο και γενικά παρέχει τα εχέγγυα για τον όσο το δυνατόν ακριβέστερο προσδιορισμό των πληροφορητών, των κοινωνικών τους σχέσεων και του γλωσσικού υλικού που παράγουν. Πολλές φορές όμως πρακτικοί λόγοι δεν την καθιστούν εφικτή. Γι αυτό, μεγάλο μέρος των κοινωνιογλωσσικών δεδομένων προέρχεται από έρευνες πεδίου, οι οποίες χρησιμοποιούν τεχνικές ικανές να ποσοτικοποιήσουν και να οδηγήσουν σε γενικεύσεις. Ένα είδος κοινωνιογλωσσολογικής διερεύνησης βασίζεται σε τεχνικες με προκατασκευααμένα εργαλεία άντλησης της γλωσσικής συμπεριφοράς, δηλαδή ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ερευνητής ζητάει από τους ερευνώμενους να συμπεριφερθούν με δεδομένο τρόπο: να μιλήσουν, να εκφράσουν αξιολογήσεις και κρίσεις, να
188 196 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ πουν αν η γλωσσική συμπεριφορά τους είναι λιγότερο ή περισσότερο σύμφωνη με εκείνη της ερευνητικής υπόθεσης. Μπορεί επίσης να προσφέρει συγκεκριμένα ερεθίσματα ώστε να προκαλέσει ορισμένη απάντηση. Επομένως, το ερωτηματολόγιο/συνέντευξη «υποχρεώνει» την ερευνητική περίσταση να προσαρμοστεί στα μέτρα του ερευνητή, μη επιτρέποντας έτσι να αξιοποιηθούν δεδομένα που δεν ανήκουν στο κατασκευασμένο πλαίσιο. Ειδικότερα μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Ερωτηματολόγιο: Πρόκειται για σύνολο τυποποιημένων ερωτήσεων που μπορεί να υποβληθεί σε μια ομάδα επιλεγμένων ατόμων γραπτά ή προφορικά. Όταν η συμπλήρωση γίνεται γραπτά και η ομάδα των ερευνωμένων είναι μεγάλη, ο ερευνητής μπορεί να μην εμφανιστεί καθόλου. Σε παλιές διαλεκτολογικές έρευνες αποστέλλονταν ταχυδρομικώς ερωτηματολόγια σε μακρινές περιοχές, συμπληρώνονταν και επιστρέφονταν στον ερευνητή πάλι ταχυδρομικώς. Όταν η συμπλήρωση γίνεται προφορικά, τότε ο ερευνητής ή οι συνεργάτες του επισκέπτονται τα ερευνώμενα άτομα, τους υποβάλλουν τις ερωτήσεις και καταγράφουν τις απαντήσεις Η διάταξη των ερωτήσεων γίνεται συνήθως θεματικά, ξεκινώντας από το γενικό και καταλήγοντας στο ειδικό. Σημαντικό ρόλο παίζει η σειρά και ο τρόπος διατύπωσης των ερωτήσεων, διότι μπορεί να επηρεάσουν τα ερωτώμενα άτομα υποβάλλοντας έμμεσα τις απόψεις του ερευνητή. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί και να απειλήσουν τα ερωτώμενα άτομα οδηγώντας τα σε μια αμυντική και όχι φυσική γλωσσική συμπεριφορά. Για να μην επέλθει κόπωση και, κατά συνέπεια, για να μη δίνονται οι απαντήσεις με μηχανιστικό τρόπο, οι ερωτήσεις πρέπει να είναι περιορισμένες, σύντομες και σαφείς. ι Διακρίνουμε δύο είδη ερωτήσεων: τις κλειστές και τις ανοιχτές. Η διάκριση αυτή αναφέρεται στο βαθμό ελευθερίας
189 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 197 που έχει το ερωτώμενο άτομο να απαντήσει. Οι κλειστές ερωτήσεις μπορεί να είναι ολικής άγνοιας, π.χ., Χρησιμοποιείτε τον τύπο X; όπου η απάντηση είναι ναι ή όχι. ιμπορεί επίσης να είναι μερικής άγνοιας και να συμπεριλαμβάνουν προτεινόμενες (και διαβαθμισμένες) απαντήσεις, π.χ., Ποιον τύπο χρησιμοποιείτε; τον X, τον Ψ, περισσότερο τον X, λιγότερο τον Ψ, και τους δύο το ίδιο; Αντίθετα, οι ανοιχτές ερωτήσεις δεν επιβάλλουν κανέναν περιορισμό και δίνουν τη δυνατότητα στον ερωτώμενο να παρουσιάσει ελεύθερα τις απόψεις του, π.χ., Ποιον τύπο χρησιμοποιείτε; Παρουσιάζουν όμως δυσκολίες στην επεξεργασία και κωδικοποίησή τους, ακριβώς επειδή δίνεται ελευθερία στο άτομο να απαντήσει όπως και ό,τι θέλει. Τις κλειστές ερωτήσεις μπορούν να τις χειριστούν ευκολότερα οι ερωτώμενοι και, επιπλέον, είναι ευκολότερες στην επεξεργασία και στην κωδικοποίησή τους. Προσανατολίζουν όμως τους ερώτώμενους να απαντήσουν με τους όρους του ερευνητή. Ο ιδανικός συνδυασμός είναι να προηγηθεί μια πιλοτική έρευνα με ανοιχτές ερωτήσεις και να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματά τους στην κατασκευή κλειστών ερωτήσεων. Διακρίνουμε επίσης και ερωτήσεις που δεν αφορούν γλωσσικούς τύπους, αλλά στάσεις/αξιολογήσεις απέναντι σε γλωσσικούς τύπους ή σε γλωσσικές εκφράσεις. Οι απαντήσεις που παίρνουμε σε τέτοιου είδους ερωτήσεις μπορεί να μην εκφράζουν τις πραγματικές αξιολογήσεις του ερωτωμένου, αλλά την προσπάθειά του να συναντήσει τις αξιολογήσεις του ερευνητή. Τέτοιες συμπεριφορές συναντάμε συχνά σε διαλεκτόφωνους. Για να ξεπεραστεί, εν μέρει τουλάχιστον, αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποιούνται υποθετικές ερωτήσεις (π.χ., Αν ήσουν στη θέση του τάδε πώς θα σου φαινόταν ο γλωσσικός τύπος X;) με τις οποίες δεν πιέζεται το άτομο να δώσει τη δική του γνώμη. Χρησιμοποιούνται επίσης και οι ερωτήσεις ελέγχου. Μια επόμενη ερώτηση επαναλαμβάνει το περιεχόμενο μιας προηγούμενης, με διαφορετική όμως μορφή, για να
190 198 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ επαληθευτεί ή όχι η συνέπεια του ερωτώμενου (π.χ., Σου αρέσει να χρησιμοποιείς τον τύπο X;. Όταν ακούς τον τύπο X πως νιώθεις;). Συνεντεύξεις: Διακρίνουμε δύο είδη, την κατευθυνόμενη και τη μη κατευθυνόμενη ή ελεύθερη συνέντευξη. Η κατευθυνόμενη συνέντευξη μοιάζει πολύ με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου, διότι είναι διαθέσιμο ένα διατεταγμένο σύνολο τυποποιημένων ερωτήσεων, κλειστών ή ανοιχτών. Στην ελεύθερη συνέντευξη ο ερευνητής έχει προκαθορίσει τα θέματα και ίσως έχει πρόχειρο έναν οδηγό ερωτήσεων. Δεν επιμένει όμως σε μία συγκεκριμένη σειρά και διατύπωση, καθώς το πότε και το πώς θα ρωτήσει κάτι εξαρτάται από το ερωτώμενο άτομο και τη μέχρι εκείνη τη στιγμή ανταπόκρισή του στη συνέντευξη. Στις συνεντεύξεις, κυρίως όταν ο στόχος είναι η συλλογή υλικού με ποικιλία γλωσσικών μεταβλητών, οι ερωτήσεις μπορεί να μην αναφέρονται ρητά στις μεταβλητές αυτές, αλλά να αφορούν άλλα θέματα από τη ζωή των ερευνώμενων ατόμων. Οι ερωτήσεις βέβαια μπορεί να τίθενται με τέτοιο τρόπο ώστε να κατευθύνουν τους ομιλητές στη χρησιμοποίηση των υπό διερεύνηση γλωσσικών στοιχείων. Στο πλαίσιο μιας επίσημης συνέντευξης, το παράδοξο του παρατηρητή μπορεί ίσως να ξεπεραστεί στις ακόλουθες, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις, ώστε να συγκεντρωθεί αυθεντικό υλικό συνομιλιών εν αγνοία των πληροφορητών: ϊ) κατά την ομιλία έξω από την κυρίως συνέντευξη, δηλαδή στη διάρκεια της προκαταρκτικής συνομιλίας, αλλά και στη διάρκεια των συνομιλιών στα διαλείμματα όπου ο ερευνητής φροντίζει να έχει ανοιχτό το μαγνητόφωνο, συλλέγοντας έτσι αυθεντικό, λιγότερο επίσημο υλικό. ϋ) κατά τη συνομιλία με τρίτους στη διάρκεια της συνέντευξης, δηλαδή με παιδιά, συγγενικά πρόσωπα ή φίλους που έρχονται απροειδοποίητα στο σπίτι ή καλούν τους συνεντευξιαζόμενους στο τηλέφωνο. Ο ερευνητής όχι μόνο δεν δυσα
191 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 199 νασχετεί με τέτοιες «διακοπές», αλλά τις ενθαρρύνει, φεύγοντας, λ.χ., από το δωμάτιο, αφήνοντας όμως το μαγνητόφωνο ανοιχτό. ΐϋ) κατά την παρέκκλιση σε ζητήματα «εκτός θέματος», που όμως ενδιαφέρουν τους ερευνώμενους, κυρίως μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι συχνά έχουν να διηγηθούν περιστατικά της ζωής τους. Τέτοιες παρεκβάσεις μπορεί να προκαλέσει και ο ίδιος ο ομιλητής ζητώντας από τον ερευνώμενο συνομιλητή του να αναφερθεί στα παιδικά του χρόνια. Σχετικό είναι και το τέχνασμα των ερωτήσεων που οδηγούν στην έντονη συναισθηματική ανάμειξη των ερωτωμένων και στην παραγωγή αυθόρμητου ανεπίσημου λόγου. Το στόχο αυτό υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο ερωτήσεις σχετικά με τον αν κινδύνεψε ο πληροφορητής να σκοτωθεί. Η κυριότερη τεχνική που χρησιμοποιείται -με διάφορες παραλλαγές- για την ανίχνευση ειδικά των γλωσσικών στάσεων ονομάζεται{ τεχνική των εναρμονισμένων αμφιέσεων (ιρ&ΐοηεά ιιϊ$6 Ιεοΐιηΐςΰε), η <^όία καγαπδτελέί κατεξοχήν έμμεσο τρόπο εκμαίευσης στάσεων. Τα άτομα που αποτελούν το δείγμα της έρευνας δεν γνωρίζουν τι ακριβώς εξετάζεται. Επιστρατεύεται ένας αριθμός ομιλητών/ερευνητών που να χειρίζεται ικανοποιητικά όλες τις ποικιλίες ή τις γλώσσες που διερευνώνται. Οι ομιλητές αυτοί μαγνητοφωνούνται ενώ διαβάζουν το ίδιο ακριβώς κείμενο μετασχηματισμένο στις προς διερεύνηση ποικιλίες ή γλώσσες. Τα μαγνητοφωνημένα κείμενα εναλλάσσονται κατά τέτοιο τρόπο στην κασέτα ώστε να μην είναι δυνατό να αναγνωριστεί ο ίδιος ομιλητής όταν διαβάζει το κείμενο σε διαφορετική ποικιλία ή γλώσσα από αυτήν που το διάβασε αρχικά. Λ.χ., ο πρώτος ομιλητής επανεμφανίζεται αφού προηγηθούν δυο-τρεις άλλοι. Οι ακροατές λογικά ξεχνούν τη χροιά της φωνής του και τον εκλαμβάνουν ως διαφορετικό. Στο τέλος θεωρούν ότι έχουν ακούσει διπλάσιους ομιλητές από αυτούς που πραγματικά άκουσαν. Αφού ακού-
192 200 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σουν τις μαγνητοφωνήσεις, οι ακροατές βαθμολογούν τους ομιλητές ως προς διάφορα χαρακτηριστικά, όπως ευφυΐα, κοινωνική τάξη, μόρφωση κ.λπ. Αν το ίδιο πρόσωπο βαθμολογηθεί διαφορετικά στις διαφορετικές γλωσσικές του αμφιέσεις, συνάγεται ότι η γλώσσα είναι ο καθοριστικός παράγοντας της αξιολόγησης (και, κατά συνέπεια, της βαθμολόγησης) και όχι ο ομιλητής, η χροιά της φωνής του ή το περιεχόμενο του κειμένου το οποίο παραμένει το ίδιο μετασχηματισμένο στις προς διερεύνηση γλώσσες ή ποικιλίες. Οι απαντήσεις δίνονται με βάση κλψϋ(κϋς^ημααυ^ίλογίκ4 ^αφοροΐΐοίτισϊΐς (χεηι&ηΐίο (ΗίίεΓεηΐΐβΙ χοειίεχ). Οι κλίμακες αυτές καθορίζουν τα δύο άκρα ενός χαρακτηριστικού (λ.χ., μορφωμένος-μη μορφωμένος) και αφήνουν τη δυνατότητα διαβαθμίσεων ανάμεσά τους. Σε περιπτώσεις ερευνών όπου συλλέγεται αυθεντικό υλικό χωρίς τη χρήση προκατασκευασμένων τεχνικών άντλησης της γλωσσικής συμπεριφοράς, καταγράφεται με μαγνητόφωνο ή βιντεοσκόπηση η συνολική διεπίδραση (π.χ., διεπίδραση στην τάξη, συζητήσεις μεταξύ των μελών μιας ομάδας εφήβων, διάλογος μεταξύ μητέρας-παιδιού κ.λπ.). Είναι προφανές ότι τέτοιου τύπου έρευνα δεν μπορεί να γίνει εν αγνοία των ερευνωμένων. Προκειμένου να συγκεντρωθεί αυθεντικό υλικό, μπορούν να ανακοινωθούν οι γενικοί σκοποί της έρευνας και να προταθεί στις παρατηρούμενες ομάδες να μαγνητοφωνήσουν οι ίδιες τις διεπιδράσεις τους όπως εξελίσσονται στο φυσικό τους περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να κλείσουν το μαγνητόφωνο όταν θεωρήσουν ότι στοιχεία της διεπίδρασης δεν αφορούν την έρευνα. Έτσι, μολονότι, τα υποκείμενα της έρευνας έχουν επίγνωση της ερευνητικής περίστασης, πολύ σύντομα εξοικειώνονται με το «παρείσακτο» εργαλείο και παράγουν φυσικό λόγο (βλ., π.χ., Η&83Π και αογ&η, 1990). Άλλωστε, όπως έχει φανεί ειδικά στη μαγνητοσκοπημένη καταγραφή σχολικών συνομιλιών, μετά από ένα χρονικό διάστημα εξοικείωσης η παρουσία του
193 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 201 ισχυρού εργαλείου παρατήρησης ξεχνιέται και έτσι επηρεάζει ελάχιστα ή και καθόλου την τρέχουσα εκπαιδευτική διαδικασία Κριτικές επισημάνσεις σε βασικές παραδοχές συλλογής κοινωνιογλωσσικού υλικού Στη συζήτηση που ακολουθεί θα αναφερθούμε σε βασικές παραδοχές της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (βλ και ) για τη συλλογή φυσικού λόγου, στον αντίλογο που διατυπώνεται από πιο εθνογραφικές μεθόδους, όπως αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της θεωρίας των κοινωνικών δικτύων (βλ και ), και θα καταλήξουμε στην υπογράμμιση των πλεονεκτημάτων μιας αμιγώς εθνογραφικής προσέγγισης όπου αξιοποιείται η συμμετοχική παρατήρηση (βλ. σχετικά Ραρ&ζ&οΗευΐοιι, 1998 Παπαζαχαρίου και Αρχάκης, υπό δημοσίευση). Η βασική παραδοχή της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (δοοΐαΐ «ΐΓαΐϊίϊοβίϊοη ίηεοιγ), όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε από τον ίει&ον (βλ., π.χ., 1972, 1990) και άλλους ερευνητές (π.χ., ΤηιάξΟΙ, 1974, 1975) για τη συλλογή υλικού γλωσσικής ποικιλότητας, είναι η κατανομή των μελών μιας κοινότητας σε επιμέρους προ-καθορισμένες κατηγορίες, όπως είναι αυτές της κοινωνικής τάξης, του φύλου, της εθνοτικής ομάδας. Βασική επιδίωξη των ερευνητών που ακολούθησαν τη θεωρία αυτή ήταν η συλλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος πληροφορητών για κάθε κατηγορία. Μετά την επιλογή και την αποδοχή των πληροφορητών να συμμετάσχουν στην έρευνα, ακολουθούσαν συνήθως οι συνεντεύξεις του/της ερευνητή/-τριας με καθέναν από τους πληροφορητές για τη συλλογή του γλωσσικού υλικού. Παρά τα ενδιαφέροντα πορίσματα που ανέκυψαν από την εφαρμογή της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη μελέτη της γλωσσικής ποικιλότητας, έχουν εντοπιστεί σημαντικά μειονεκτήματα στον τρόπο συλλογής του υλικού τον
194 202 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ οποίο συνεπάγεται η θεωρία αυτή. Έτσι, εκτός από τα προβλήματα ορισμού που έχουν έννοιες όπως η κοινωνική τάξη, είναι προφανές ότι σε όλες τις κοινωνίες δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι ίδιες προκαθορισμένες κατηγορίες ταξινόμησης των πληροφορητών και, επιπλέον, δεν είναι καθόλου δεδομένη η εσωτερική συνοχή και ομοιογένεια των κατηγοριών αυτών. Γενικότερα, η παραδοχή ενός πληροφορητή-ομιλητή με παγιωμένα, αμετάβλητα και αδιαπραγμάτευτα χαρακτηριστικά ταυτότητας (π.χ., άνδρας, λευκός, μεσήλικας, μεσαίας κοινωνικής τάξης, από την Αθήνα) ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή περίσταση, τους συνομιλητές του και την πορεία της συνομιλίας στην οποία συμμετέχει, παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ακριβούς περιγραφής των κοινωνικών δρωμένων και των κοινωνικών παραμέτρων (πρβ. δοΐΰίίπη, 1996: Ηοίπιεδ, 1997: 209).3 Στα κεφάλαια 2 και 3 είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε γενικότερα στα προβλήματα που εμφανίζουν οι έννοιες του κοινωνικού στρώματος ή της κοινωνικής τάξης για την εμπειρική κοινωνιογλωσσολογική έρευνα (βλ. ειδικά 2, σημείωση 8). Στις έρευνες της σχολής των Ηα11ΐ(1αγ και Ηαχαη στις οποίες η κοινωνική προέλευση είναι αυτή που χρησιμοποιείται ως ανεξάρτητη μεταβλητή, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός εξάρτησης των πληροφορητών από την υλική βάση της εργασίας τους και, μ αυτό τον τρόπο, επιχειρείται η συσχέτιση της κοινωνικής προέλευσης με το σημασιολογικό δυναμικό των στρατηγικών που διαθέτουν οι πληροφορητές. Μερικός ή ολικός αντίλογος στις παραδοχές της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης για τη συλλογή φυσικού λόγου ήρθε από ερευνητές που ακολούθησαν περισσότερο εθνο- γραφικές μεθόδους. Βασική θέση της εθνογραφίας της επικοινωνίας είναι ότι τα γλωσσικά γεγονότα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα κοινωνικά και πολιτισμικά γεγονότα (βλ. 2, ση- ) μείωση 2). Έτσι, η ερευνήτρια ή ο ερευνητής που έχει μια εθνογραφική οπτική στη συλλογή του υλικού του, συμμετέχει
195 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΑΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 203 ενεργά στην εσωτερική ζωή της μικρής συνήθως κοινότητας που θέλει να μελετήσει στοχεύοντας σε μία εκ των έσω, λεπτομερή και χωρίς προκαταλήψεις παρατήρηση τόσο των κοινωνικών όσο και των γλωσσικών γεγονότων. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η χρήση προ-καθορισμένων κοινωνικών κατηγοριών και επιδιώκεται η συνειδητοποίηση και καταγραφή των συγκεκριμένων καθημερινών κοινωνικών παραμέτρων που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή κάθε συγκεκριμένης κοινότητας (ΕοΚειΐ και ΜοΟοηηεΙΙ-Οΐηεΐ, 1992). Η θεωρία των κοινωνικών δικτύων είναι μία από τι^,χαο ^^ανχικές-θείορίες οι οποίες χρησιμοποιούν εθνογραφικές Ι^ιεδόδουςχια.ιη.Λυλλογή κοίνωνιονλωσσικού υλικού. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής η γλωσσική συμπεριφορά των πληροφορητών συσχετίζεται με τον τύπο του κοινωνικού δικτύου στο οποίο μετέχουν οι πληροφορητές. Όπως είδαμε (2.2.5.), ένα κοινωνικό δίκτυο ορίζεται ως το σύνολο των ατόμων που συνδέονται με κοινωνικές σχέσεις συγγένειας, φιλίας, γειτονίας, κοινής εργασίας, κοινής διασκέδασης κ.λπ. Το δίκτυο του οποίου όλα τα μέλη συνδέονται άμεσα μεταξύ τους είναι πυκνό, ενώ, αν τα μέλη του μοιράζονται περισσότερους από έναν δεσμούς, το δίκτυο καθίσταται και πολυνηματικό. Όσο ισχυρότερο (δηλαδή πυκνό και πολυνηματικό) είναι ένα κοινωνικό δίκτυο, τόσο τα μέλη του χρησιμοποιούν περισσότερο στοιχεία που ανήκουν στην καθομιλουμένη γλωσσική ποικιλία και όχι στην πρότυπη γλώσσα. Οι παραδοχές αυτές οδήγησαν τους ερευνητές σε μια εθνογραφικού τύπου προσέγγιση. Ειδικότερα, προέκριναν τη συμμετοχική παρατήρηση στο εσωτερικό τής υπό μελέτη κοινότητας προκειμένου να κατανοήσουν και να καταγράψουν το είδος των κοινωνικών δεσμών που συνδέουν τα μέλη ενός κοινωνικού δικτύου.4 Τα μειονεκτήματα που θα μπορούσαν να εντοπιστούν στην παραπάνω θεωρία αφορούν κυρίως τον τρόπο εφαρμογής των βασικών εννοιών της. Έτσι, αν ο προσδιορισμός των κοι
196 204 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ νωνικών δικτύων και των δεσμών που τα συγκροτούν δεν γίνεται με συμμετοχική, εκ των έσω, παρατήρηση, αλλά τα είδη των δεσμών θεωρούνται δεδομένα, προκαθορισμένα (όπως, π.χ., αυτά της συγγένειας, της φιλίας, της γειτονίας, της κοινής εργασίας, της κοινής διασκέδασης) και κατά κάποιο τρόπο καθολικά, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν προβλήματα ανάλογα με αυτά της θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Δηλαδή, οι ερευνητές να επιβάλλουν προκατασκευασμένες κατηγορίες στα δεδομένα τους και όχι να προσπαθούν εκ των έσω να συνειδητοποιούν και να αναλύουν τα δεδομένα τους. Ένας τέτοιος κίνδυνος μπορεί να προκύψει αν, π.χ., επιχειρηθεί η περιγραφή των σχέσεων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών με τα ίδια είδη δεσμών, παρά τον πιθανό διαφορετικό κοινωνικό τους προσανατολισμό (πρβ. ΟιεδϊΓε, 1982). Επίσης, υπάρχουν έρευνες των οποίων τα πορίσματα επισημαίνουν τη μερική ή πλήρη ανεπάρκεια της θεωρίας των κοινωνικών δικτύων, καταρχήν, στο να συλλάβουν τον κοινωνικό προσανατολισμό των πληροφορητών και, κατά δεύτερον, στο να ερμηνεύσουν την παρατηρούμενη γλωσσική ποικιλότητα. Έτσι, μπορεί δύο γείτονες κάποιου ατόμου να είναι και συνάδελφοί του στη δουλειά και, κατά συνέπεια, να θεωρούνται τυπικά μέλη του κοινωνικού του δικτύου, παρά το ότι στην πραγματικότητα το άτομο αυτό δεν έχει καμία ουσιαστική συναναστροφή μαζί τους (πρβ. Ραραζαο1ΐ3Γΐοιι, 1998: 43).
197 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το κείμενο του κεφαλαίου αυτού βασίστηκε στις ακόλουθες βιβλιογραφικές πηγές: Αραποπούλου, 1995 : 31-34* Ροδοΐά, 1984: * ΗικΙδοη, 1980: Ντάλτας, 1997: 44, 47, * ΡαρδζαοΗβπου, 1998: 32-52* Μ Πγο υ, 1987: 18-67* Παυλίδου, * δΐυιλδ, 1983: Για μεθοδολογικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα της έρευνας, μεταξύ των οποίων και η απόκρυψη των στόχων της έρευνας από τους/τις ερευνώμενους/-ες, βλ. ΟαιηεΓοη κ.ά., 1992* ίαβον, Η παραδοχή αυτή αποκαλύπτεται εναργέστατα στο γεγονός ότι στις στατιστικές μετρήσεις των μελετών γλωσσικής ποικιλότητας η ταυτότητα των ομιλητών κωδικοποιείται ως κατηγορική (οαΐε^οηοαΐ) -δηλαδή σταθερή, χωρίς διαβαθμίσεις-, ανεξάρτητη μεταβλητή. 4. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρία των κοινωνικών δικτύων και η θεωρία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μπορεί να θεωρηθούν αλληλοσυμπληρούμενες οπτικές, αν εκλάβουμε την πρώτη ως αναφερόμενη στο μικροεπίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης (: σχέσεις μεταξύ ατόμων που συναποτελούν ομάδες) και τη δεύτερη ως αναφερόμενη στο μακρο-επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης (: σχέσεις μεταξύ κοινωνικών δικτύων-ομάδων). Εκκρεμεί όμως μια κοινά αποδεκτή κοινωνική θεωρία που θα επέτρεπε τον συστηματικό προσδιορισμό του κρίκου μετάβασης από το μικρό- στο μακροεπίπεδο (βλ. σχετικά Μ ιιγ ο υ και Μ Π γ ο υ, 1992: 17* Ραρ&ζαάιαποιι, 1998: 47* Παυλίδου, 1999β).
198 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Η συζήτηση των μεθοδολογικών προβλημάτων του κεφαλαίου 4 μας επαναφέρει σε διάφορα ζητούμενα στα οποία αναφερθήκάμε λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά στην πραγμάτευση όλων των προηγούμενων κεφαλαίων (Ιο, 2ο, 3ο). Πιο συγκεκριμένα, όπως θίξαμε και στα σχετικά κεφάλαια, το-βί*. αα των κοινωνικών κατηγοοιοποιτίσεων τωνομιλητών ανοίγει, ένα τεράστιο αεθοδολονικό ποόβλτιιια: Ακόαη και αν χρησιμοποιήσοΰμγσΰ'γκεκριμένες προκατασκευασμένες κοινωνικές κατηγορίες ως ανεξάρτητες μεταβλητές και τη γλωσσική συμπεριφορά ως εξαρτημένη μεταβλητή, η ουσιαστική εξέταση αυτής της συσχέτισης δεν μπορεί να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση για τα αίτιά της. Το γεγονός δηλαδή ότι η γλωσσική συμπεριφορά συμμεταβάλλεται ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία στην οποία ανήκουν οι ομιλητές/-τριες αποτελεί απλώς μία περιγραφή των φαινομένων τα οποία γίνονται αντικείμενα μελέτης της κοινωνιογλωσσολογίας. Κατά την παρουσίαση διαφόρων ερευνών αναφερθήκαμε στις προσπάθειες να αιτιολογηθεί και να ερμηνευτεί η συμμεταβολή της γλωσσικής και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, η σύγκλιση με τη γλωσσική νόρμα έχει θεωρηθεί ότι οφείλεται στην κοινωνική ανασφάλεια των ομιλητριών/-ών, η εμμονή στη χρησιμοποίηση μη πρότυπων γλωσσικών τύπων μπορεί να οφείλεται στην ανάγκη διατήρησης της γεωγραφικής, κοινωνικής ή εθνοτικής ταυτότητας κτλ. Κανένα όμως κοινωνιογλωσσολογικό ρεύμα δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα μεταφυσικό κοινωνικό ντερμινισμό, δηλαδή με την αντίληψη ότι τα κοινωνικά δεδομένα επιβάλλονται στα γλωσσικά δεδο-
199 208 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ μένα με αυτόματο και καθοριστικό τρόπο και τα κατηγοριοποιούν. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση οι σχετικές έρευνες φροντίζουν να τονίζουν την πιθανότητα των τάσεων κοινωνιογλωσσικής μεταβλητότητας, οι οποίες προκύπτουν από τις στατιστικές πιθανότητες. Ακόμη όμως και οι πιο αυστηρές μετρήσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταγράφουν το υπαρκτό χωρίς να το ερμηνεύουν και, πολύ περισσότερο, χωρίς να εξηγούν τις αιτίες του. Τα περισσότερα λοιπόν δείγματα εργασίας της συσχετιστικής κοινωνιογλωσσολογίας, επιδιώκοντας το στόχο της «επιστημονικότητας», δεν καταφέρνουν να αναδείξουν μια σφαιρική θεωρία για την κοινωνική φύση της γλώσσας. Είναι ενδεικτικό ότι οι πιο φιλόδοξες προσπάθειες κατασκευής ενός ερμηνευτικού σχήματος για τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας δεν προέρχεται από την κυρίαρχη-συσχετιστική κοινωνιογλωσσολογία αλλά από σνολέ^ στα σύνορα μεταξύ κοινωνιογλωσσολογίας και α νθρω πολογίαςγλώ σ σ α ς -όπως^"εθνογραφική σχολή τοΰτϊγιη65-, και λειτουργικής γλωσσολογίας - όπως η σχολή του Ηα11ϊ<1&γ. Το βασικό εργαλείο και στις δύο περιπτώσεις το εντοπίσαμε στη θεαατοποίηστι της ανθρώπινης_δραστηριόΐηϊα^αι της σημασίας, που παρεμβάλλονται _μετα ύ κρινωνιολογικών και γλωσσικών δεδομένων. Η πλήρης ανάπτυξη ενός θεωρητικού κοινωνιογλωσσολογικού μοντέλου θα έδινε μια γενικότερη απάντηση και στο πρόβλημα της θεωρητικής νομιμοποίησης των θεμάτων με τα οποία ασχολείται η κοινωνιογλωσσολογία, όπως, π.χ.: Η ποικιλότητα διαπιστώνεται σε συγκεκριμένα τυπικά γλωσσικά χαρακτηριστικά και όχι άλλα, όπως διατείνεται το υπόδειγμα του ίειβον ή, αντιθέτως, επεκτείνεται και στα σημασιολόγικάχαρακτηριστικά; Και αν η ποικιλότητα περιορίζεται σε ορισμένα μόνο τυπικά χαρακτηριστικά, τότε δικαιώνεται η κυρίαρχη κοινωνιογλωσσολογική προοπτική η οποία εν ολίγοις ισχυρίζεται ότι γλώσσα και κοινωνία αλληλεπικαλύπτονται μόνο σε ένα βαθμό. Απεναντίας, αν η ποικιλότητα διαπιστώ
200 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 209 νεται σε όλο το φάσμα του γλωσσικού δυναμικού υποκινούμενη από τη σημασιολογική διαφοροποίηση, όπως ισχυρίζονται λίγο-πολύ οι λειτουργικές θεωρίες για τη γλώσσα, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γλωσσική ποικιλότητα εδράζεται στις πρακτικές ανάγκες των ομιλητών και των κοινωνικών ομάδων. Η δεύτερη αυτή προοπτική θα δικαίωνε την αντίληψη της αμοιβαιότητας που διέπει τις σχέσεις γλώσσαςκοινωνίας. Εν κατακλείδι, σε σχέση με το καθεστώς της κοινωνιογλωσσολογίας, οι συνέπειες των παραπάνω θεωρητικών προβλημάτων είναι οι εξής: είτε ότι η κοινωνιογλωσσολογία κατέχει μία παράπλευρη ή και συμπληρωματική θέση σε σχέση με τη γλωσσολογία (όπως δηλώνεται με το υπόδειγμα της συσχετιστικής κοινωνιογλωσσολογίας) είτε ότι αποτελεί ρεύμα στη θεωρία της γλώσσας (όπως φιλοδοξεί η συστημική λειτουργική γλωσσολογία). Μια τέτοια όμως ενοποιητική προοπτική θα οδηγούσε ίσως στην περιστολή της ερευνητικής δραστηριότητας και στη μεθοδολογική υπεραπλούστευση. Άλλωστε, από τα ετερογενή και πολλές φορές αντικρουόμενα πορίσματα της εμπειρικής έρευνας δεν λείπουν τα σπέρματα θεωρητικού αναστοχασμού που δηλώνουν την ικμάδα ενός κλάδου ο οποίος ευτυχώς παραμένει ακόμη ζωντανός και επαναπροσδιοριζόμενος.
201 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ελληνόγλωσση Αάοπιο, ΤΙι.ν/. (1994), «Σχετικά με τη λογική των κοινωνικών επιστημών», Γ. Κουζέλης και Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών. Αθήνα: νήσος, σ Αμπατζόγλου, Γ. (2001), «Γλώσσα και μετανάστευση: Ψυχολογικές διαστάσεις», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεόδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Ανδρουλάκης, Γ. (1992), «Η ελληνική γλώσσα σε επαφή με τη γαλλική στο Παρίσι - η εναλλαγή κωδίκων», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 13ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 7-9 Μαΐου Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, σ (1999), «Η σχετικότητα του όρου γλωσσική κοινότητα σε καταστάσεις επαφής γλωσσών: Η ελληνική κοινότητα στο Παρίσι», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία 97, Πρακτικά του Γ ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ Ανδρουτσόπουλος, Γ.Κ. (1997), «Η γλώσσα των νέων σε συγκριτική προοπτική: Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 17ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλ(οσσολογίας της Φιλο
202 212 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ σοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ (1998), «Γλώσσα των νέων και γλωσσική αγορά της νεανικής κουλτούρας», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 18ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 2-4 Μαΐου Θεσσαλονίκη, σ Αραποπούλου, Μ. (1995), Στάσεις απέναντι στην Ελληνική γλώσσα και τους ομιλητές της. Μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Γλωσσολογίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη. Αρχάκης, Α. (1998), «Μειονοτικές γλώσσες στην ελληνική επικράτεια: Η περίπτωση των Αρβανίτικων της Λιβαδειάς», Τβππϊηοΐοβίβ βί Ττ&άυοΐίοπ, 3: σ (2000), «Ο προφορικός λόγος στα μαθητικά γραπτά», Γλώσσα, 51: σ (2001), Παραδόσεις Κοινωνιογλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών, Εκτυπωτικό Κέντρο. Γεωργακοπούλου, Α. και Γούτσος Δ. (1999), Κείμενο και επικοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Γιαννουλοπούλου, Γ. (2001), «Η νέα ελληνική μετά, τη διγλωσσία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Δελβερούδη, Ρ. (2001α), «Γλώσσα και διάλεκτος», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001β), «Γλωσσική ποικιλία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Δελβερούδη Ρ. και Μοσχονάς Σ. (1997), «Ο καθαρισμός της γλώσσας και η γλώσσα του καθαρισμού», Σύγχρονα Θέματα 62, σ
203 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 213 Δενδρινού, Β. (2001), «Διγλωσσία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Ιακωβίδου, Α. (1993), «ΡθΓ6ί π6γ-1&11ο>, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 14 ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ Ιορδανίδου, Α. (1996), «5ΐ3ηά8Γ(1 κοινή νεοελληνική: Απόπειρα καθορισμού», Πρακτικά ημερίδας: «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Οψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού, 25 Απριλίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (1999), «Ζητήματα τυποποίησης της σύγχρονης νεοελληνικής», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου: «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, Μαρτίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Καζάζης, Ι.Ν. (2001), «Αττικισμός», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σ Κακριδή, Μ. (1997), Κοινωνιογλωσσολογία: Οι έρευνες του Ιμύον. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα: Τμήμα Φιλολογίας - Τομέας Γλωσσολογίας. Κακριδή-Φερράρι, Μ. (2001), «Μετάφραση ξένων όρων», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Κακριδή-ΡβΓΚίΓΪ, Μ. και Χειλά-Μαρκοπούλου, Δ. (1996), «Η γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής
204 214 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ως ξένης γλώσσας», Η Νέα ελληνική (ος ξένη γλώσσα: Προβλήματα διδασκαλίας. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, ο Οβίνοί ί.-ι. (1999), «Όταν οι γλωσσικές αναπαραστάσεις επινοούν τις γλώσσες», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, Μαρτίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ ΟβχηβΓοη, ϋ. (1988), «Γλώσσα και σεξουαλική διαφορά: Ποια είναι η φύση της γυναικείας καταπίεσης στη γλώσσα», Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 3, σ Καραντζόλα, Ε. (2001), «Γλώσσα και τυποποίηση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Καραπαναγιώτου, Α. (1986), «Υπάρχει στην Ελλάδα ΡοΓείβηεΓ ΤαΙ1&», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 7ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Μαΐου Θεσσαλονίκη, σ Καρυολαίμου, Μ. (1999), «Περιγραφική γλωσσολογία και γλωσσική πραγματικότητα», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία 97, Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ (2000), «Κυπριακή πραγματικότητα και κοινωνιογλωσσική περιγραφή», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 20ής Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Μαΐου Θεσσαλονίκη, σ Κατή, Δ. και Κονδύλη, Μ. (1999), «Ζητήματα ρυθμιστικότητας και περιγραφισμού στη γλωσσολογική θεωρία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές»
205 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 215 και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, Μαρτίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Κατσογιάννου, Μ. (1999α), «Το ιδίωμα της Καλαβρίας», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ: σε συνεργασία με τις Μ. Αραποπούλου και Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (1999β), «Ελληνικά της Κάτω Ιταλίας: Η κοινωνιογλωσσολογική άποψη», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία 97, Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ Κονδύλη, Μ. (1997), «Ζητήματα σχετικισμού στην κοινωνική γλωσσολογία», Αξιολογικά 10: σ (1999), Φάκελος σημειώσεων για το μάθημα «Θέματα κοινωνικής γλωσσολογίας», Πάτρα: Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Πατρών. (υπό δημοσίευση), «Η γλώσσα του παιδιού στην κοινωνιοσημειωτική προοπτική του Μ.Α.Κ. Ηα1Μ&γ». Τοπικά, τόμ. 5. Κοντοσόπουλος, Ν.Γ. (1981), Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής. Αθήνα. Κωστούλα-Μακράκη, Ν (2001), Γλώσσα και κοινωνία. Αθήνα: Μεταίχμιο. Κωστούλη, Τ. και Χατζηδάκη, Α. (1998), Νεοελληνική γλώσσα: Κοινωνιογλωσσική ανάλυση. Θεσσαλονίκη. ίγοη8,1. (1995), Εισαγωγή στη Γλωσσολογία (μτφρ. Μ. Αραποπούλου, Α. Αρχάκης, Μ. Βραχιονίδου, Αι. Καρρά). Αθήνα: Πατάκης. Λύκου, X. (2001), «Η συστημική λειτουργική γραμματική του Μ.Α.Κ. ΗβΙΙΐά&Υ», Γλωσσικός Υπολογιστής, 2: σ Μ&ςΙίβη-ΗοΓαπΙί, Μ. (2000), «Γλωσσική αγωγή στη Β '/θμια εκ-
206 216 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ παίδευση στην Αυστραλία: Μια συστημική λειτουργική οπτική», Γλωσσικός Υπολογιστής 2: σ Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. (1986), «Μερικές στιγματισμένες φόρμες της νεοελληνικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 7ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Μαΐου Θεσσαλονίκη, σ (1991), «Γλώσσα, διαφορά και κοινωνική αξιολόγηση», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 11ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ (1996), «Τι άλλαξε λοιπόν;», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 4-6 Μαΐου. Θεσσαλονίκη, σ (1997), «Κρασί ημιαφρώδη και ψωμάκια πλήρης για να έχουμε υγιείς μαλλιά επειδή είναι δυσμενή χρονιά», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 17ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ (1999α), «Ερωτ.: Χρησιμοποιείτε ξένες λέξεις όταν μιλάτε; Απαντ.: Νενετ! ((γέλια))», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, Μαρτίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (1999β), «Νεοελληνική και ξενόγλωσσες μονάδες: Δανεισμός ή αλλαγή κώδικα;», Α. Μόζερ (επιμ.), Ελληνική Γλωσσολογία 97, Πρακτικά του Γ ' Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ Μαργαρίτη-Ρόγκα, Μ. (1987), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας II.
207 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 217 Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων. Μπαλτσιώτης, Λ.Μ. (1997), «Η πολυγλωσσία στην Ελλάδα», Σύγχρονα Θέματα 63, σ Μπαμπινιώτης, Γ. (19983) [1980], Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. Αθήνα. Μπασλής Ι.Ν. (1988), Κοινωνική-γλωσσική διαφοροποίηση και σχολική επίδοση. Εκδ. Νέα Παιδεία. Μπασλής, Γ. (1996), «Θηλυκά επαγγελματικά», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 4-6 Μαΐου Θεσσαλονίκη, σ (2000), Κοινωνιογλωσσολογία. Αθήνα: Γρηγόρη. Βΰπικίβΐη, Β. (1989), Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός έλεγχος (εισ.-μτφρ.-σημ. I. Σολομών). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ΒοιιίεΙ, 1. (1984), Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία (μτφρ. Α. Ιορδανίδου, Ει. Τσαμαδού). Αθήνα: εκδ. Γρηγόρη. ΒΐΌ\νηϊη, Κ. (1991), Η μεσαιωνική και νέα ελληνική, μτφρ. Μ.Ν. Κονομή. Αθήνα: Παπαδήμας. Ντάλτας, Π (1989), «Περιορισμένος και ανεπτυγμένος κώδικας, προφορικός και γραπτός λόγος, και η θεωρία της γλωσσικής υστέρησης», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 9ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, σ (1997), Κοινωνιογλωσσική μεταβλητότητα: Θεωρητικά υποδείγματα και μεθοδολογία της έρευνας. Αθήνα: Επικαιρότητα. Παϊζη, Λ.Α. και Καβουκόπουλος, Φ.Α. (2001), Η γλώσσα στο σχολείο: Κοινωνιογλωσσικές διαφορές και σχολική πρόοδος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αθήνα: Νεφέλη. Παπαζαχαρίου, Δ. και Αρχάκης, Α. (υπό δημοσίευση), «Εθνο
208 218 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γραφικός προσδιορισμός δεδομένων από νεανικές συνομιλίες». Παυλίδου, Θ. (1984), «Γλώσσα-Γλωσσολογία-Σεξισμός», Σύγχρονα Θέματα 21: σ (1985), «Παρατηρήσεις στα θηλυκά επαγγελματικά», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 5ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του του ΑΠΘ, 2-4 Μαΐου. Θεσσαλονίκη, σ (1988-9), Παραδόσεις του μαθήματος Κοινωνιογλωσσολογία I. Θεσσαλονίκη. (1987), Εμείς και η γλώσσα. Ραδιοφωνικές εκπομπές στην ΕΡΤ 1, Μάης-Ιούλιος Θεσσαλονίκη. (1996), «Γλώσσες, γλωσσικές ποικιλίες και η έννοια της ισχύος», Πρακτικά ημερίδας. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ενωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού, 25 Απριλίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (1997), Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. (1999α), Παραδοτέο του υποχρεωτικού μεταπτυχιακού μαθήματος Κοινωνιογλωσσολογία (Κ.Α. 901). Θεσσαλονίκη. (1999β), «Αναζητώντας μια θεωρία της γλωσσικής ανισότητας»,'α.-φ. Χριστίδης (επιμ.) Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη, Μαρτίου Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Πετρούνιας, Ευ. (1984), Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. Θεσσαλονίκη: υπΐνβγ8ϊιγ 5ΐιι<ϋο Ρτεχχ. Ρορρετ, Κ. (1994), «Η λογική των κοινωνικών επιστημών», Γ. Κουζέλης και Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών. Αθήνα: νήσος, σ Προςρίλη, Ο. (1999α), «Η ελληνική στη Νότια Ιταλία», Α.-Φ. Χριστίδης (έπιμ. σε συνεργασία με τις Μ. Αραποπούλου και
209 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 219 Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (1999β), «Η αναζωογόνηση της τΐοο στην Οτεοία 5αΙεπΐϊηει», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τις Μ. Αραποπούλου και Γ. Γιαννουλοπούλου), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001α), «Γλώσσα/γλώσσες στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (ισχυρές και ασθενείς γλώσσες)», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001β), «Γλωσσική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001γ), «Μειονοτικές γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ ΐΐ88ΐΐΓ, Ρ. άε (1979), Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας (μτφρ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος). Αθήνα: Παπαζήσης. 5ο1ιαίί, Α. (χ.χ.), Γλώσσα και γνώση (μτφρ. Κ. Αλάτσης). Αθήνα: Ζαχαρόπουλος. Σκοπετέα, Ε. (2001), «Έθνος και γλώσσα», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (2001), «Το γλωσσικό ζήτημα», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ
210 220 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Τζάρτξανος, Α. (1991) [1946], Νεοελληνική σύνταξις (της κοινής δημοτικής), τόμ. I Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης. Τζιτζιλής, X. (2001), «Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Τριανταφυλλίδη Μ. (1978) [1941], Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής). ΟΕΣΒ: Θεσσαλονίκη. (1993) [1938], Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή, τόμ. 3. Αθήνα. Τσιτσελίκης, Κ. (2001α), «Προστασία των μειονοτικών γλωσσών», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001β), «Μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Τσιτσιπής, Λ. (1995), Εισαγωγή στην ανθρωπολογία της γλώσσας: Γλώσσα, ιδεολογία, διαλογικότητα και επιτέλεση. Αθήνα: ΟιιΐεηΙ)βΓ. (2001α), «Στάσεις απέναντι στη γλώσσα», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001β), «Γλωσσική συρρίκνωση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Τσιτσιπής, Λ.Δ. (2001γ), «Κριτική της Κοινωνιογλωσσολογίας» Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 21ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλο
211 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 221 σοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, Μαΐον Θεσσαλονίκη, σ Τσοκαλίδου, Ρ. (2001), «Γλώσσα και φύλο», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ Φραγκουδάκη Ά. (1987). «Γλώσσα λανθάνουσα;», Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 2: σ (1988), «Γλώσσα λανθάνουσα - 2», Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 3: σ Ηα11ϊ(1αγ, Μ.Α.Κ. (1999), «Η γλώσσα και η αναμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας» (προσαρμογή στα ελληνικά X. Λύκου), Γλωσσικός Υπολογιστής, 1: σ Χαραλαμπάκης, X. (1992), Νεοελληνικός λόγος: Μελέτες για την γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος. Αθήνα: Νεφέλη. Χαραλαμπόπουλος, Α., Αραποπούλου Μ., Κοκολάκης Α. και Κυρατζής Σ. (1992), «Φωνολογική ποικιλία: Ηχηροποίηση-προρινικοποίηση», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 12ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ Χαραλαμπόπουλος, Α. και Χατζησαββίδης, Σ. (1997,), Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: Θεωρία και πρακτική εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Κώδικας. Χατζηδάκη, Α. (1992), «δοοΐαΐ ηείχνολδ βηά ΐ3Π ΐΐ3 6 οΐιοΐοε ΐη α Μίη ιιαι οοηΐεχΐ», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 13ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 7-9 Μαΐον Θεσσαλονίκη, σ (1995), «Η διατήρηση της ελληνικής από Έλληνες μετανάστες: Μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 15ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής
212 222 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ τον ΑΠΘ, Μαΐον 1994, ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μ. ΣΕΤΑΤΟ. Θεσσαλονίκη, σ (1996), «Τα ελληνικά των απόδημων: Προβλήματα περιγραφής και οριοθέτησης και προτάσεις για τη διδασκαλία της ελληνικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 4-6 Μαΐον Θεσσαλονίκη, σ (1998), Πανεπιστημιακές σημειώσεις για τη διγλωσσία και τη δίγλωσση εκπαίδευση. Ρέθυμνο: Παιδαγωγικό Τμήμα Πανεπιστημίου Κρήτης. (1999) «Ο περιοριστικός όρος της ισοδυναμίας (εςυίναΐεηοε οοηδίπιπιΐ): Στοιχεία από την εναλλαγή κωδίκων μεταξύ ελληνικής και γαλλικής», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 19ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ Χατζησαββίδης, Σ. (1999), «Η μορφολογική ποικιλία στον ελληνικό γραπτό δημοσιογραφικό λόγο», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 19ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ (2000), «Η μορφολογική ποικιλία του ρήματος στον ελληνικό γραπτό δημοσιογραφικό λόγο», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 20ής Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλ(οσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Απριλίου Θεσσαλονίκη, σ Χριστίδης, Α.-Φ. ( ), Γενική Γλωσσολογία I: Γενικά χαρακτηριστικά της γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων. (1999α), Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός. Αθήνα: Πόλις. (1999β) (επιστ. υπεύθ.), Βοήθημα Ορολογίας. Παραγωγή θεωρητικού υλικού για την υποστήριξη του γλωσσικού μαβή-
213 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 223 ματος. ΥΠΕΠΘ και Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ηλεκτρονικός Κόμβος, Δράση 1. (2001α), «Η νέα ελληνική γλώσσα και η ιστορία της», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001β), «Η αρχαία και η νεότερη ελληνική γλώσσα: η αυτονομία της δημοτικής», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001γ), «Πολυγλωσσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Α.-Φ. Χριστίδης (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ (2001δ) (επιμ. σε συνεργασία με τη Μ. Θεοδωροπούλου), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Ξενόγλωσση ΑΐΐοΜδοη, I. (1981), ΐΆΠβυΆβε οη&ηββ: Ργο Τ6$3 οτ άεοαγ? Λονδίνο: Ροηίθηα Ραρ Γ& 1<±$. ΑΙΙάηχοη, Ρ. (1985), Εβπβυβββ, δύυοίυκ βπά κρτοάιιαίοη: Αη ϊηίτοάααϊοη ίο ώβ 3οαο1ο γ οΐ Ββεϊΐ ΒβτπΜβϊη. Λονδίνο: ΜεΐΗιιεη. Ατοΐΐίΐΐάχ, Α. και Ραρ&ζ&οΐιβποιι ϋ. (2001), «ΟιόΙ είειηεηΐί ϊη ριιρϊΐδ \νπ1ΐη 8: ΕνΜεηοε ίτοιη Οτεείί οιβδδγοοιη «ΗδαηίΓδε», Ε. Νέιηβιΐι (επιμ.), ΡΓββτηαΐϊα ϊη 2000: ΞεΙβοίβά ρ&ρβτε ίτο ιη ίηβ 7Λ ΙηίβΓΠΗίίοηΆΐ ΡτΆ&ιηαΙίοχ ϋοηίβγβηοβ. ΙηΐεΓηαΐϊοη&Ι Ργ3 πι&ιϊ08 Α$$οάαϋοη: ΑηΙ\νειρ, σ Αρβανίτη, Α. (1995), «$οοίο1ίη ΐιϊ$ΐίο ρ&ιιεπιχ οί ργεη8$α1ϊ$αΐϊοη ΐη ΟΓεεΙί», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της
214 224 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ 15ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Μαΐου 1994, ΤΙΜΗ ΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Μ. ΣΕΤΑΤΟ. Θεσσαλονίκη, σ ΒβΚετ, 0. (1993), Ρουπάαίίοπ οί ΜΗπ υα1 εάυοαΐϊοη αηά ΰϊΐΐπβυα- 1ϊ8τη. Κλέβεντον: Μυ11ϊ1ϊη ιιβ1 Μ&ΙΐεΓδ. ΒεπίδΙείη, Β. (1971), Οθ88, οοάβε αηά οοηίτοί, V. I. Λονδίνο: Κου11εά ε βη<1 Κε αη Ρ&ιιΐ. (1987), «8οοϊ9.1 οΐ35δ, οοάβδ βηά οοιηιηιιηϊο&ΐΐοη», υ. Αηιιηοη, Ν. Ι3ΪΙΪΓΠεΐΓ, Κ.1. ΜβΛεΐετ (επιμ.), 5οαοΙίηβυΪ8ΐΐ 8/5οζϊο- 1ϊη ιιΐ8ίο1ί, V. II. Βερολίνο: άε Οηιγίετ, (1990), ΊΊιβ Ξίιυοΐυππβ οί ρεάαξοξκ άΐ8θοατ8. Λονδίνο: Εοιιΐΐεάββ. Βεπυΐο, Ο. (1995), Γοηάατηβηίί άί $οάο1ϊη υί8ίκα. Ρώμη-Μπάρι: ί&ΐετζα. ΒίοΚεΠοη, ϋ. (1975), Ογηβπιϊο$ οί α οτ&οΐβ 5γ$ΐετη. Κέμπριτζ: Οαιη5π(1 6 υηίνετχίΐγ Ρΐΐδδ. (1983), «Οτεοίε Ι.8η ιΐ ΐ εδ», 5άβηίϊίϊο Ατηβηοοη, 249(1): Β1οοπιίΐβ1<1, ί (1933), Γαηβΐιαββ. Νέα Υόρκη: Η. Ηοΐΐ. Ο&πιεΓοη, ϋ. (1985), Ρβπιϊηϊ8ΐΏ αηά 1ϊη ηΐ8ίκ ώεοιγ. Λονδίνο: Μααηΐΐΐίΐη. (1990), «Οειηγΐ1ιο1ο ΐζΐη δθάο1ΐη υΐδ1ϊθ5: Μιγ ΐ8ΐΐ ΐια ε άοβδ ηοΐ ΓβΠβοί δοάεΐγ», Ι.Ε. ΙοβερΗ και Τ.ί. Ταγίοτ (επιμ.), Ιάεο1οξϊ68 οί Ιαηβυαββ. Λονδίνο: Κοιιΐΐε^ε, Ουηετοη, ϋ., Ρταζετ, Ε., Ηατνεγ Ρ., Κβηιρίοη, Μ.Β.Η. ΚϊοΗβκΙδοη, Κ. (1992), Κβ5β3ΤθΙιϊη 1αη ιιαξβ: Ι88υβ8 οί ροψβτ αηά πιβίΐιοά. Λονδίνο: Κοιιΐ1ε<1 ε. ΟΙίΕΐτηβεΓδ, Ι.Κ. και Τηιά ί11, Ρ. (1980), ΩϊαΙεοΐοΙοβΥ. Κέμπριτζ: ΟίίΓηϋπίΙ^ε ϋηίνεγδΐΐγ Ρτεδδ. ΟιβπΛβΓδ, Ι.Κ. (1995), 5οάο1ίη υίίιίο ΐΗεοτγ: Ιώ^ι/κί/ο νατίαΐίοη αηά ίί$ 8θάα1 Βΐβηϊϊϊ&αΗΧ. Οξφόρδη: Βΐ&οΐανεΐΐ. Οιεδίτε, ί. (1978), «Ρτεχεπί ΐεηβε νελχ ΐη Κεα(1ϊη Εη 1ϊδ1ι», Ρ.
215 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 225 Τηκίβϋΐ (επιμ.), Ξοάοΐΐηβυϊίίίο ραΐίεπίί ϊη ΒήίκΙι Εη ΐί$Η. Λονδίνο: Ατηοΐά, (1982), νβτίβίΐοη ϊη απ Εη Ιίίή άΐαΐβοί. Κέμπριτζ: 08ΐη5π(1 β υηΐνβκΐΐγ ΡΚδδ. ΟΗοπιχΙίγ, Ν. (1965), Αφβοίϊ οί ΐΗβ ώβοτγ οί 8γηίβχ. Κέμπριτζ Μασ.: ΜΓΓ Ρτεδδ. ΟίτΐδΙΐε, Γ. (1998), «δοϊβηοβ βηά βρργεηϋοεδιπρ: ΤΚβ ρε<ΐ3 θ ΐο ΛδοοιίΓδε», Μβιΐϊη, ί.κ. και νεεί Κ. (επιμ.), Κββάϊηξ 5αβηοβ: ϋπίκβΐ βηά Λιπαΐοηβΐ ρβτφβοί/νβί οη ώίοουηβ οί $αβπ<χ. Λονδίνο: Κοιιΐΐείίβε, (1999) «ΤΗε ρεά3 θ ΐο (Ιενϊοε 8ΐκ1 ΐΗε ΙεαοΚίη οί Εη 1Μ». Οιηίΐΐε, Ρ. (επιμ.), Ρ&άβ θ γ βηά ώε Ξίι&ρΐηβ οί ϋοηζϊουίπβ8$. Πηβυίεΐΐο βηά 5οάα1 Ρτο<χ8$ε8. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: ΟοηΙίηααιπ, ΟΙοΓβη, Ο. (1999), «οηΐεχΐδ ίογ 1β3Πΐΐη», Ρ. ΟΙιτΐδΙΐβ (επιμ.), Ρεάβ θ γ βηά ώε 8Ηαρϊπ οί α>η8ϊου8ηε88: Πη υμΐο βηά ζοοΐβΐ ρτο<χ8868. Λονδίνο: Οίδδείΐ, ΟΙοΓβη,., ΒϋΗ, ϋ. και Ψϊΐϋβπΐδ, Ο. (επιμ.) (1996), Ψαγ& οί 8&γϊη : Ψ&γ8 οί ΐΏβαηίπβ. Ξβίβείβά ρβρετ8 οί Κυ(}βΐγβ Ηαχβη. Λονδίνο: Οαχχβΐΐ. ΟΓβηηγ-Ρκιηοϊδ, Α. (1998), «ΤΤιε δάεηοε οί δάεηοε ίίοΐίοη: Α δοοίοοϋιΐιΐγβι βη&ίγδίδ». Ματίίη, Χ.Κ. και νοεί Κ. (επιμ.), Κεβάϊη εάεηοε: ϋήίκαί βηά ίυηοίϊοηβΐ ρβηρεαίνες οη άΐ3θοαΐ8β οί 8αβη<χ. Λονδίνο: Κοα11ε<1 ε, ϋε ΟΓβίί, Μ. (1999), Εβη αβ ε οτβ&ϋοη βηά Ιβη&ιβξβ ολβι^β: Οκοΐϊζαΐίοη, άϊβοητοηγ, βηά άενείορηιεηί. Κέμπριτζ. Πιε ΜΓΓ Ρτεββ. ϋε Μοιιγο, Τ. (1963), $Ιοήβ 1ίη υϊ5ίθά άβΐΐ ΐΐβΐΐβ ΙΙηϊίέ. Μπάρι: ίμετζά. Οΐΐε, 5.Ο. (1989), 7Ίιε ώεοτγ οί ίυπβΐΐοη&ι ξτβπαηβτ. Ρβη I: Ώιε 8θνοίυΓβ οί ΐΗε οίαυχε. Ντόρντρεχτ: ΡοΓίδ. ΟΐΙΙιηβΓ, Ν. (1976), 5οάο1ίη υϊ$ιί(χ: Α αίΐϊοβΐ 8ΐχτνεγ οί ώεογγ βηά βρρίΐοβίΐοη. Λονδίνο: Αηαοΐά. (1978), Μβηυβίβ άί $οαο1ΐηβυΐ8ΐΐοβ. Μπάρι: ίδλεγζ».
216 226 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ (1987), «Ια ΚΙϋ 6 Ια δθθΐο1ϊη υϊδιΐο&: ϋη Μβηοίο (ΙβΙΙ εδιβπιο», ΚίνϊίΙα ΐίαΐίαπα άΐ άϊαΐείίοΐοβία, 11: ϋοηβη, Ν.Ο. (1981), Ιαηβαοβε Όεαίή: 77)6 Με ογάε οί α Ξοοΐίΐίΐι ΟαεΙκ άϊαΐεοί. Φιλαδέλφεια: υηίνετδίΐγ οί Ρεηηχγίν&ηίει Ρΐΐδδ. ϋολνηβδ, Ψ. (1984), Ιαηβυαβε αηά 8θάείγ. Λονδίνο: Ροηΐβηα. ϋιίγαηίί, Α. (1992), Είηοβταίΐα άεΐ ρατίατε ςυοίΐάΐαηο. Ρώμη: Ια Νυονβ Ιΐβΐΐβ 5οΐ6ηί1ίΐο&. (1997), Πηβυί5ίϊο αηίίίγοροιοβγ. Κέμπριτζ: 08πΛη(ΐ 6 ΙΜνετδΐΐγ Ρτβδδ. Εοΐίειΐ, Ρ. και ΜοΟοηηβΙΙ-ΟϊηβΙ, 5. (1992), «Τϊιΐηΐε ργ&οίϊοαιιγ &η(1 Ιοοίί Ιοο&ΙΙγ: ΐΑη ιι& ε &η<1 βη<1εγ 35 οοπιπιιιηϊΐγ - ϋβδβά ργ&οιϊοε». Αηηυαΐ τενϊεν οί Αηίήτοροΐοβγ 21: Εώναπίδ, I. (1985), Ιαηβυαβε, 8θάείγ αηά ίάεηίϊίγ. Οξφόρδη: Β. Βΐ3<±\νβ11. (1987), «ΕΜ>οκι16(1 3Π(1 Γ6δΐποΙβ(100(165», υ. Απιπιοη, Ν. Οίητηατ, Κ.Ι. ΜαύιείβΓ (επιμ.), ΞοΰίοΙίηβυΜίοχ/ΞοζΐοΙϊηβυκΐοΙί, V. II. Βερολίνο: <1β ΟηιγΐβΓ. Ε ΐηδ, 5. (1994), Αη ΐηΐτοάαοίϊοη ίο 8γ8ίετηκ ίυηοΐίοηαΐ 1ϊηβαΐ8- ϋβ8. Λονδίνο: ΡϊηίβΓ ΡιιΜϊδΙιβΓδ. Ετνϊη-Τπρρ, 5. (1964), «Αη βηαίγδΐδ οί ιϊϊβ ίπίβγ&οίϊοη οί 1αη ιια 6, Ιορΐο, 311(1 ΙίδΙεηεΓ», Αηαεηοαη Αηϋιτορο1θβΐ$ί 66, 6, II: σ Ρ&ίΓοΙου^Η, Ν. (1989), Ιαηβυαβε αηά ρονβγ. Λονδίνο: ίοη πΐ3η. ΡβδοΜ, Κ. (1984), ΤΙιε 8θάοΙίηβυί8ΐϊθ8 ο ί 8οαείγ: Ιηίτοάαοΐίοη ίο $0ά 0ΐϊη υϊ$ΐϊ08. Οξφόρδη: Βίβείίλνβΐΐ. (1990), ΤΗε 5οαο1ίηβυί8ίίο8 ο ί Ιαηβυαβε: Ιηίτοάυαϊοη ίο βοοϊο- 1ϊηβυϊ8ίΐ08. Οξφόρδη: Β1αοΚ\νε11. ΡβΓ ιΐδοη, Ο.Α. (1959), «Οΐ 1θδδϊ3», Ψοτά, 15: Ρΐδίπβη, Ι.Α. (1969) (επιμ.), «Βϊ1ΐη ΐΐ3ΐΐδπι ΐη Ιϊϊβ Ββτπο», Μοάετη Ιαηβυαβε Ιουπιαΐ, ΠΙΙ/3: , ΠΙΙ/4: (1972), Τήε 80ά 0ΐ0β γ ο ί Ιαηβυαβε. Κο\ν1εγ: Νε\νΐ>ιΐΓγ Ηοιίδβ. (1975), Πιε 5οαο1ο γ οί Ιαηβυ&βε. Μασαχουσέτη: Κο\ν1εγ. (1980), «Βί1ϊη ιΐ3]ΐδΐη 3Π(1 Μοιι11ιΐΓ3ΐΐδΠΐ αδ ϊικίΐνϊ&ιαΐ 3Π(1 &δ
217 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 227 δοοΐεΐαΐ ρΐιεηοπιεηα», ΙουτπβΙ οί Μυ1ίί1ϊη υαι βηά Μαΐίίαύίυτβΐ Ωενείορπιεηΐ, 1: (1991), Κενεκίπ 1αη ΐΐ8 β $ήΐά. Κλέβεντον: Μιι11ϊ1ίη ιιει1 Μ&ΙΙεΓδ. ΡυΙΙεΓ, Ο. (1998), «Νε οΐϊ3.1ϊη (ϋδοοιιτδε ΐη Ι&ε ροραΐατ ΐεχίδ οί δίερηεη Ιαγ Οοιιΐά», ΜευΠίη, ί,κ.. και νεεί Κ.. (επιμ.), Κεβάΐη ίάβηοε: ϋπίΐββΐ βηά ίαηοΐΐοηβΐ ρετ8ρεοίΐνε$ οη άί8θουτ8ε οί 8άεηοε. Λονδίνο: Κ.οα11ε(1 ε, Ο&ιΐϊιΛεΙ, Η. (1967), 5ίαάΐε8 ϊη εΐήηοπιείιιοάο1ο γ. Ένγκλγουνχ Κλιφς, Νιου Τζέρσι: ΡΓεηώοε ΗαΙΙ. (1972), «ΚειηβΓίίδ οη εΐηηοηιεΐ1ιθ(1ο1ο γ», υ. ΟιιιηρεΓζ και Ο. Ηγπΐ8δ (επιμ.), Ωίτεαΐοπί ϊη βοάοΐϊηβυΐεϋΰε: ΤΗε βίήηοβτβρίιγ οί οοπιιηυηίοαίϊοη. Νέα Υόρκη: Ηοΐΐ, Κ,ίηεΚβΓΐ & Ανϊηδίοη, Οΐ 1ϊο1ϊ, Ρ.Ρ. (1973) (επιμ.), ί.ΐη αα ίο ε ίοάεΐά. Μπολόνια: II Μιιΐΐηο. ν Οίΐεδ, Η. και 81. Οίδΐτ, Κ. (1979) (επιμ.), Ιβη υβ ε βηά $οοϊβ1 ρ$γάιοιο γ. Οξφόρδη: Β1&<±\νε11. Οϊνόη, Τ. (1984), Ξγηίβχ: Α ίυηαϊοηβΐ-ΐγροΐοβΐοβΐ ϊηίγοάυοΐϊοη. Άμστερνταμ: Βεηίαηιΐηχ. θγε οιγ, Μ. και ΟογγοΙΙ, 5. (1978), Ιβη αβ ε βηά άΐυβίΐοη: Ιβη- ιιβ ε νβιίεΐΐεε βηά ώεϊτ 8θάβ1 οοηίεχΐζ. Λονδίνο: Κοα11εά ε βηά Κερη Ρ&οΐ. ΟυηιρεΓζ, ί.ι. (1973), «ία οοπιιιηίΐέ 1ϊη ιιΐδΐΐαί», Ρ.Ρ. Οΐ 1ΐο1ΐ (επιμ ), Πη υβ ίο ε $οαεΐα. Μπολόνια: Π Μιιΐΐηο. (1977), «5οοϊοαι1ΐατ3ΐ 1αιο\ν1ε(ΐ ε ΐη οοηνετδ&ΐΐοηβΐ ϊηίεγεηοε», δανϊιιε-τγοΐιίε, Μ. (επιμ.), Πη υΐ8ίϊθ8 βηά ΑηίΗτοροΙοξγ. Ουάσιγκτον: ΟεοΓ^εΐοννη υηΐνβγ8ΐΐγ. (1982), Οί8βοιιΤ8ε 8ίτβίε ϊε8. Κέμπριτζ: ΟαπΛπά^ε ϋηΐνεγδΐΐγ Ρτεδδ. ΟυηιρεΓζ, υ. και Ηγηιεχ ϋ. (επιμ.) (1972), Οϊτεοίϊο/κ ΐη 8θ ΐο1ΐηξΐιϊ8ΐΐθ8: ΊΊιε εώηο τβριιγ οί εοπυηυπκβάοπ. Νέα Υόρκη: Ηοΐΐ, ΚϊηεΚβΠ και Λνϊηδίοη. Ηα11ί<1βγ, Μ.Α.Κ. (1973), «ΤΗε ίιιηοΐίοηβΐ 588X8 οί ΐ3η υ& ε», Β.
218 228 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Ββπΐδίβΐη (επιμ.), Οβ8$, οοάε αηά οοηίτοί, V. II, Λονδίνο: Κουΐ1ε<] ε αηά Κεςοη Ρβιιΐ. (1975), «5οαο1ο ίαύ εχρεοΐχ οί βειηαηΐΐε εκβη ε», ί. Ηεϋιηαηη (επιμ.), Ρτοοεεώηβ8 οί Ιίιε εΐενεηώ ΐηίετηαίΐοηαΐ οοηβτε38 οί Ιϊηβυΐ8ίΐθ8, Μπολόνια: Π Μιιΐΐηο, (1978), ιαηβυαβε 85 εοααΐ εειηΐοΐΐα Ώιε 3οαα1 ϊηίετρτείαίϊοη οί Ιαηβυαβε αηά πιεαηΐηβ. Λονδίνο: Ατηοΐά. (1998), «Τϊιίηβχ βηά τεΐμΐοηχ: Κε Γ3Πΐιη&ΐΐα8ϊη εχρεπεηεε 88 Ιεοΐιηκβΐ 1αιοψ1ε<1 ε», ΜβΠϊη, Ι.Κ. και νεεί Κ. (επιμ.), Κεαάϊηβ εάεηοε: ΟπίκαΙ αηά ίυηαίοηοΐ ρετβρεαίϊνεε οη άϊ8- οουτ$ε οί 8άεη<χ. Λονδίνο: Κουΐ1ε(1 ε, ΗοΙΜαγ, Μ.Α.Κ. και Η&8βη, Κ. (1985), Ιαηβυαβε, οοηίεχΐ αηά ίεχί: Α$ρεοί8 οί Ιαηβυαβε ϊη α 8οα8ΐ-5επήοίΐο ρεηρεοίΐνε. Βικτόρια: ϋεαίίϊη υηϊνετβϊΐγ. Η&ΐϋάαγ, Μ.Α.Κ. και Μωΐΐη, Ι.Κ. (1993), Ψπίΐηβ 8άεηοε: ΠίβΓαβγ αηά άΐ$αιτ8ϊνε ρονετ. Λονδίνο: ΤΙιε ΡβΙπιεΓ Ρτεδδ. Ηββαη, Κ. (1996), «ϋΐεπιογ, ενετγά&γ ΐβΐΐί βη<1 «οοΐεΐγ», Κ. Ηαβαη, και Ο. Ψίΐΐϊ&ιπϊ (επιμ.), Πίεταογ ίη 8θάείγ. Λονδίνο: ίοη - ΠΜη, (1999), «δοοϊεΐγ, ΐ3η ϋβ ε βηά ΐΗε ιηϊηά: ΤΗε πιεΐ ΐ-(Μθ ϊ$ιη οί Β35Ϊ1 Βεπΐ8ΐεϊη8 Λεοιγ», Ρ. Οιπβΐΐε (επιμ.), ΡεάαβΟβγ αηά ώε 8ΐιαρΐηβ οί (χ>η8ΐου$ηε85: ΙΛηβυκίΐο αηά 8οααΙ ρτοοε88ε8. Λονδίνο: 03&8ε11, σ Η&χβη, Κ. και ΟοΓβη, Ο. (1990), «Α χοαοΐϊηβΐιϊχΐίο ίπίειρτεμίοη οί ενετγώγ ΐαΙΙε: βεί\νεεη ιηοΐΐιεη βηά ομιάτεη», Μ.Α.Κ. Ηαΐΐΐάαγ, 1. Οϊββοηδ και Η. Νκώοΐββ (επιμ.), Ιεατηΐηβ, ίεερΐηβ αηά υεϊηβ Ιαηβυαβε. Αμστερνταμ: Βεηϊβτηϊηδ, σ Ηαυςεη, Ε. (1953), ΤΙιε Νοηνεβΐοη Ιαηβυαβε ϊη Αιηεήοα: Α 8ίυάγ ίη Μΐϊηβυαΐ ϋείιανΐογ. Φιλαδέλφεια: ϋηίνβγχϊιγ οί Ρεηηχγίνβηϊ» Ρτβδβ. Ηοίηιεχ, I. (1992), Αη ίηίγοάυοΐίοη ίο 8θ ΐοΙϊηβυϊ8ίϊθ8. Λονδίνο: ίοη ιη&η.
219 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 229 (1997), «Ψοιηβη, ΐ3Π8ϋ3 β βηά ΐάεηΐΐΐγ». Ιουτηβΐ οί 5οαο- Ιϊηξυί8ΐΐθ5 1/2: σ Ηυάχοη, Κ.Α. (1980), 5οάο1ύΐ υί$ίΐθ5. Κέμπριτζ: ΟβηΛη^ε ΙΛπνετδΐΐγ Ρτββδ. Ηγτηεδ, ϋ.α. (1974), Ρουπάβΐΐοπ ΐη 8θοΐο1ΐηξΐιΐ8ίΐα: Αη βώηοξταρμβ ΆρρΓΟ&οϊι. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί Ρεηηδγίνβηΐβ Ρτεδδ. ΙΐΚοηεη, Ε. (1982), «οηοετηίη ΐΗε τοίε οί ηβΐατβΐ-δοΐεηεε ιηοάεΐδ ΐη 1ϊη υί8ΐΐθ5», ϋ. ΟβπιβϋβΓϋβτβ και Α. Ο Ατίϊ (επιμ.), Ιάβο- Ιοβΐβ, ίΐϊθ8θγιβ β ΙΐηβυΜοί. Ρώμη: Βιιΐζοηΐ, σ Κοδίοΐίίβδ-Μβ^τβΐϋδ, Ν. (1995), Ιβη$υβ β ηιβΐηίβηβηοβ οτ 8ίιΐίΐ? Α 8ίυάγ οί ξτββϊ ύά&βτουηά $1αάεηΐ5 ΐη Ξψεάβη. Στοκχόλμη: Ιηδίίΐιιΐε οί Ιηΐετηβΐϊοηβΐ Εώιοβίΐοη, $ΙοοΗΗο1πι υηΐνετδΐίγ. Ι_α&ον, ψ. (1971α), «Πιε ηοΐΐοη οί δγϊΐεπι ΐη οτεοίε 1βη ιιβ ε», Ο. Ηγιηεδ (επιμ.), Ρΐξάΐηΐζβίΐοη βηά εκοΐΐζαίΐοη οί Ιβη- υβ β. Λονδίνο: ΟβηΛπίΙδβ ϋηίνετδίΐγ Ρτεδδ, σ (1971β), «Πιε δΐυάγ οί 1βη ιιβ ε ΐη ΐίδ δοςΐβΐ οοηίεχΐ», I. Ρΐδίηβη (επιμ.), Αάνβη<Χ8 ΐη ώβ 8οαοΐο γ οίΐβηβυββϋ I: Ββ$ΐο οοη- <χρι$, ίιΐ6θτΐ 8 βηά ργθί>ΐ6πΐ8. ΊΠιε Ηβ ΐιβ: Μουΐοη, σ (1972α), Ξοοΐοΐΐηζυΐίίϊο ρβΐίβπΐ8. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί Ρεηηδγίνβηΐβ Ρτεδδ. (1972β), Ιβηβαβ&β ΐη ώβ ΐηηετ αίγ. Φιλαδέλφεια: υηΐνετδΐίγ οί Ρεηηδγίνβηΐβ Ρτεδδ. (1972γ), «5οιηε ρηηάρίεβ οί Ιΐηςιιΐδΐΐε ιηεϋιοάοιοξυ», I βη υβ ε ΐη 8θάβίγ, 1: σ (1973) «ίο δΐυαο άεΐ 1ϊη ιιβ ίο ηεΐ δυο οοηΐεδίο δοαβίε (66-84) / Τίιε δΐιΐ(1γ οί 1βη ϋβ 6 ΐη ΐίδ δοοΐβΐ οόηΐβχί», Ρ.Ρ. Οί ΐΐο1ΐ (1973) (επιμ.), Ιΐηβυβαΐο β βοοΐαά. Μπολόνια: II Μυΐΐηο. (1987), «ΟνβτβδΙΐιηβΙϊοη οί ίαηοϋοηβΐΐδίη», Κ. ΕΜτνβη και V. Ρτΐβά (επιμ.), ΐυηοΐΐοηβΐΐζιη ΐη Ιΐη ηΐ8ίΐ 8. Αμστερνταμ: Ββηϊβηιΐηδ, σ (1989), «ΤΗε εχβοΐ άεδοηρίίοη οί δρεεοκ ςοηιιηαηΐίγ: δΐιοη β
220 230 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ίη ΡΙιϊΙβάεΙρΚίέΐ». ΡαδοΜ, Κ.ψ, δοΐιηίίηη, ϋ. (επιμ.), Γάπβυαβε Οιαηβε αηά νατϊαύοη. Άμστερνταμ: Βεηϊειιηϊηχ. (1990), «ΤΤιε ίηΐεγχεοίίοη οί χεχ αηά δοάβΐ οίβδδ ϊη ΐΗε οοατδβ οί 1ϊη αΐδιϊο ο1ΐ8η 6», ιαηβυαβε ναπαίϊοη αηά Οιαηβε 2: σ (1994), Ρπηάρίεε οί Ιϊηβυϊςίκ οΐιαηβε: ΙηίεπιαΙ ίαοΐοη. Οξφόρδη: Β1&ο1ί\νε11. ΐΛ&ον, ^., Οοίιεη, Ρ., ΚοΜιϊηδ, Ο., ίε\νίδ, I. (1968), «Α δΐικίγ οί ίκβ ηοη-δΐοικίαπί Εη 1ίχΚ οί ηε Γθ ωκΐ Ριιειΐο-Κίοαη δρε&κ- 6Γ8 ΐη Νε\ν ΥογΚ Οίΐγ», ΡίηαΙ Κεροιί, ΟοορεπιΙίνε ΚεδεατοΗ Ρτοϊβοί ηο. 3288, V. I και II., Ουάσιγκτον: 115 Οίίίοε Εάιιοαΐϊοη ΐηά Ψείίατε. ίβκοίί, Ο. (1987), Ψοτηεη, ΐΐτε αηά άαηββγουί ώΐηβί: ΨΗαί οαίεβοήεε τενεαΐ αϋουί ώε τηϊηά. Σικάγο: ΤΗ υηίνεγδίιγ οί ΟΜο& ο. ίερχ^υ, Ο.Ο. (1992), ία Ιίηβυώϋοα άεΐ ηονεοεηίο. Μπολόνια: II Μυΐΐηο. ίενίηχοη, δ.ο. (1983), Ρτα&ιηαΐία;. Κέμπριτζ: 0&πι5π<1 6 ϋηϊνεγδΐιγ Ρτβδδ. ίυογ, Ι.Α. (1992), ΟΓαπαπαύοαΙ οαίεξοτϊεε αηά οοβηϊίίοη: Α οαζε 8ίαάγ οί ώε Ιϊηβυΐδίΐο τεΐαίϊνϊίγ Ιιγροώε$ΐ$. Κέμπριτζ: 03ΐηΙ)Π(1 β υηΐνβγδϊΐυ Ρτεδδ. Ματοείίεδί, Ι.Β. και Οβπϋη, Β. (1974), ΙηίΓοάυ&ϊοη ά Ια $οαο- ΙίηβυίΜΐηυε: Ια Ιίηβυκίίηυε ίοάαΐε. Παρίσι: υ&πιίηε Ιλ- Γοοδδε. ΜαΠϊη, Ϊ.Κ. και νεεί Κ. (επιμ.) (1998), Κεαάΐπβ εάεηοε: ΟπίϊοαΙ αηά ΔιηοΙϊοηαΙ ρετερεοίΐνεε οη άϊ$οουτ$ε οί εαεηοε. Λονδίνο: Κοαΐ1ε<] β. ΜΙΙγου, ί. (1980), ιαηβυαβε αηά εοοΐαΐ πείφογίκ. Οξφόρδη: Βίβο^- \νε11. (1987), ΟϋζεΐΎϊηβ αηά αηαΐγίίηβ ηαίυγαι Ιαηβυαβε. Οξφόρδη: Βίαείανβΐΐ. Μΐ1τογ, ί. και Μΐ1τογ I. (1992), «δοοΐ&ι πειννολ 3ΐκ1 δοοΐβΐ οΐ&δδ:
221 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 231 Τονν&τά 8ΐι ΐηΐβ Γ8ΐβ(1 δοαο1ϊη ιιϊδΐΐο πιοάεΐ». Ιβη υβ ε ΐη 5<κϊΟγ 21: σ , ΜϋΗΜιΐδΙεΓ, Ρ. (1986), Ρϊάβίπ βηά οτβοΐβ 1ϊη υΐ8ίΐ<%. Οξφόρδη: ΒΙβοΚινεΙΙ. ΡβϊηΐεΓ, 0. (1999), «Ρτερ8πη ίογ δοΐιοοί: Οενε1ορϊη 8 δεπιβηΐϊο χΐγΐε 88 8 τεοουτδε ίοτ ΐΗΐηΚίη : Α 1ΐη ιιίδιϊο νίε\ν οί Ιεατηϊη», Κ. Η858Π και Ο. Ψίΐΐί&ιηδ (επιμ.), Πίεταογ ΐη εοοΐβίγ. Λονδίνο/Νέα Υόρκη: ίοπ^τηβη, σ Ρ8ρ3Ζ ΐοΙΐ3Γϊοιι, ϋ. (1998), Ιβηξυβξβ νβιΐβίΐοη βηά Ιίιε εοοΐβΐ εοηδίηιοΐΐοη οί ΐάβηϋίγ: ΤΗβ Ξοαοΐίηξυκίκ τοίβ οί ΐηΐοηβίΐοη βτηοπβ βάοιβ8θβηΐ8 ΐη Νοιΐήαη.Οκ&χ. υηριιβιϊδηεά ΡΗΏ Ήιεδϊδ, υηϊνεγδϊΐγ οί Εδδεχ, ϋ.κ. Ρορΐ8<±, 5. (1980), «δοιηεΐϊιηεδ ΓΗ δΐβιΐ 8 δεηίεηοε ϊη Εη 1ίδΗ Υ ΤΕΚΜΙΝΟ ΕΝ Ε5ΡΑΝΟί; Ιονν&τάδ 8 Ιγρο1θ γ οί οοάβ-δλνΐΐοΐιΐη», Πηβυΐ5ίΐθ5, 18: σ (1981), «δγηΐ&οϋϊο δΐηιοΐιιτε 3η<! δοάβΐ ίιιηοΐίοη οί οο<1εδ\νίΐοηίη», Κ. ϋιΐγ&η (επιμ.), ίμΐηο Ιβη αβ 6 βηά α>παηυηΐοβΐΐνε ύβήβνΐογ. Νόργουντ: ΑΜεχ ΡιιΜϊδ1ιϊη ΟοορεΓδΐΐοη, σ Κενζίη, Ι.Ι. (1968), Μοάέΐβχ 1ΐη αΐ5ΐΐθ8. Παρίσι: ϋιιηοιΐ Κοιηβΐηε, 5. (1982) (επιμ.), $οάο1ΐη υΐ5ΐΐο νβτΐβίΐοη ΐη 5ρεβοΙ\ ϋοπίγηηπϊίϊβξ,. Λονδίνο: Ατηοΐώ (1984), «ΤΗε 8ΐ8ΐιΐ8 οί δθάο1ο ίο&1 ιηοάβίδ αηΐΐ 08ίε οηεδ ϊη 6χρΐ3ΐηΐη Ι8ηςιΐ8 ε νβηβΐίοη», Πηξυΐ&ΐκήβ Ββήάιίβ 90: σ (1994), Ιμπ υβ β ΐη χοάείγ: Αη ΐηΐτοάασίΐοη ίο $οοΐοιΐηξυΐ8ίΐ 8. Οξφόρδη: Οχίοπΐ ΙΜνεΓδΐΐγ Ρτεβδ. (1995) [1989], Βϋΐη υβ1ΐ$ηι. Οξφόρδη: Βίβοίπνεΐΐ. 58<±δ, Η. (1972), «Οπ ΐΗε 8ΐΐ8ΐγζ3ΐ)ΐ1ΐγ οί δΐοπβδ 5γ οηϊμγεη», υ. ΟιιιηρβΓΖ και ϋ. Ηγιηεδ (επιμ.), Ωΐτεαίοης ΐη ίοαοΐϊπβυϊ- Μΐοε: ΤΗε βίιιηοβγβρηγ οί οοπιπιυηκβίίοη. Νέα Υόρκη: ΗοΙΙ, ΚΐπεΗδίΐ & Ψίηδΐοη, σ εινί11ε-ΤΓθίΚε, Μ. (1989) [1982], Ήιβ ΕίΗηοβτβρΙιγ οί οοηαηηηΐΰβίΐοη: Αη ΐηίτοάααΐοη. Οξφόρδη: Β1αο1ί\νε11.
222 232 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ $οκε 1οίί, Ε. (1972), «δβςυβηοΐηβ 'ΐη οοηνβγδαίΐοηβι ορβηϊη δ», υ. ΟαιηρβΓΖ και ϋ. Ηγπιβδ (επιμ.), ΩϊκοίίοηΒ ΐη ίοοΐοΐίπξυΐίΐκδ: ΤΗβ βώηοβγαριιγ οί οοπυηυηίοαίίοη. Νέα Υόρκη: ΗοΙΙ, Κ,ΐηβΙΐΒΓΐ & Ψΐηδίοη, σ οΚΐΗπη, Ο. (1996), «ΝβττβΙϊνβ βδ δβιί-ροπγβίι: 5οοϊο1ΐη ιιϊδΐϊο οοηδΐηιοΐίοη οί κίεηΐίίγ», ί.αη υα & ΐη Ξοοΐβίγ 25: σ διαιΐη&ιλ-κβηεβδ, Τ. (1984), ΒΐΙϊη υα1ί5ΐη οτ ηοί? ΊΊιβ βώιοαϋοπ ο ί ιηΐποήίκ$, Κλέβενχον: Μυ11ϊϋη ιΐ8ΐ ΜαΚεΓδ. (1988), «Μιιΐϋΐϊηςυαίίδΐη 8ΐΐ(1 ΐΗβ εάυοαίίοη οί πϋηοπίγ οηίμ- Γβη», Τ. 51αιΐη&1>1>-Κ3η β5 και I. ΟιπΗηΐηδ (επιμ.), Μ ίηοπίγ βάυοαίϊοη: Ρτοιη ώβιαε ίο $ίηΐ ΐβ. Κλέβεντον: Μυ1ΐϊ1ϊη ιΐ3ΐ ΜαΙΙετδ, σ δΐυββδ, ΜΐοΗειεΙ (1983), ϋίδοοιίγδβ βηβίγβίδ: ΤΚβ δθθίο1ϊη υίδΐΐο βη&- Ιγδίδ οί ηαίιιΐβΐ Ιβηβΐιβββ. Οξφόρδη: ΒΙ&οΙονβΙΙ. Τηκΐ Ϊ11, Ρ. (1974), ΤΗβ 5οάα1 ΩίίΐεκηΙί&Ιΐοη οί Εη Ιΐ$Ιι ΐη ΝογψκΗ. Λονδίνο: 03ΐη5π<ΐ8β ΙΜνθΓδϊΐγ ΡΓβδδ. (1975), «δβχ, οονβλ ργ6διί ε 3η<1 Ιίη ιιίδίίο φαηςβ ΐη ΐΚβ ιιλβη Βήΐϊδίι Εη 1ίδΗ οί ΝοηνίοΙι», Β. ΊΤιοτηβ και Ν. Ηβηΐβγ (επιμ.), Γαηξΐια ε βηά $εχ: άΐίίβκηοβ αηά άοηιΐηαηοβ, Κ,οννίεγ ΜΑ: ΝεννβιΐΓγ Ηοιίδε. Τδΐΐδΐρΐδ, ί.ϋ. (1998), Α Ιΐη&ιΜκ αηΐίιτοροιο γ ο ί ρτβχΐ$ βηά Ιαη- υα 6 βμ ϊ. Ατνβηΐίΐία (ΑΙόβηΐαη) αηά Οτββέ ϊη οοηίαα. Οξφόρδη: ΟχίοπΙ ϋηίνεγδίΐγ ΡΓβδδ. ^3Γ(11ΐ6αι 1ι, Κ. (1986), Αη ΐηίτοάυοίΐοη ίο $οαοιΐηβυΐ5ίΐ<χ. Οξφόρδη: Βίαοΐανεΐΐ. ν/ηογί, ΒΧ. (1956), Ιβηβυβββ, ίηου Ηί αηά καΐΐίγ. Ι.Β. ΟβιτοΙΙ (επιμ.), 5β/βοίβ</ νήίΐηβε οί Ββη]αηύη Εεβ ΨΗοτί. Κέμπριτζ Μασ.: ΜΓΓ Ρτβδδ. ΨβΛδοΙι, Ι.ν. (επιμ.) (1985), ϋυΐίυτε, οοπαηυηΐοβίΐοη αηά οο - ηΐίΐοη: νγξοίείΐαη ρβγερεοΐΐνςί. Κέμπριτζ: 03ΐη5π <1β υηνετδίΐγ Ρτβδδ. ^ϋΐϊβπΐδ, Ο. (1992), 5οάοΙΐηξηί8ίίθ8: Α ίοοΐοΐοβΐαά οτΐίΐ(]υβ. Λονδίνο: Κουΐΐεάβε. (1999), «ΤΗε ρεά3 ο ίο άενϊοε βικί ίκε ρτολιοιίοη οί ρεά^οβΐο
223 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 233 άίδοοογχε: Α οββε εχωηρίε ϊη εβτΐγ Ιΐΐεπιογ εάιιο&ιιοη», Ρ. ΟιήδΙΐε (επιμ.), Ρεά&βΟβγ βηά ώβ ώβρϊη οί οοη$άοιΐίηβ$5: υπβυϊ5ίίο βηά $οαβ! ρτοο6536&. Λονδίνο: Οβδδείΐ, σ Ζβτρεΐεα, Ρ. (1996), «Οοάε-8\νΐΐο1ιΐη βηά 1εχΐθ8ΐ &οιτο\νΐη (Ιοβηλνοπίδ) ϊη ΐΐιε βρεεοη οί ΐΗε ΐΐιτεε εηετ ΐΐϊοη8 οί ΟΓεεΙί Ογρποίκ ΐη ίοηάοη (Η3πϊη εγ)», Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 16ης Ετήσιας συνάντησης τον Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ, 4-6 Μαΐον 1995 Θεσσαλονίκη, σ
224 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ αλλαγή άνωθεν 84 αλλαγή κάτωθεν 84, 147 αλληλεπιδρασιακή κοινωνιογλωσσολογία 26, 53, 156 αμοιβαία κατανόηση 60, 61 ανάλυση λόγου 47, 48, 55 ανάλυση συνομιλίας 26, 45 αναλυτικό μοντέλο 50, 56 αναπαραστατική λειτουργία 101 αναπλαισίωση 184, 188, 189 ανεξάρτητη μεταβλητή \9, 37, 66, 69, 145, 193, 202, 205, 207 ανθρωπολογία της γλώσσας 23, 38, 208 αποκρεολοποίηση 135 αποπλαισιωμένος λόγος 178, 184 αρβανίτικα 114, 140, 141, 142, 143, 151 αρβανιτόφωνοι 140 αρμενική 114 αρχαιοελληνική διάλεκτος 57 ασθενής γλώσσα 138, 139, 144 μειονοτική γλώσσα 17, 138, 140, 142 αστική διαλεκτολογία 65 αυτο-εκπληρούμενη προφητεία 169 αυτονομία (αρχή τής) 27, 28 βλάχικα 114 βοηθητικός ρόλος της γλώσσας 99 γενετική γλωσσολογία 26, 28, 49, 55 γενετικός φορμαλισμός 54 γεωγραφική διάλεκτος 33, 65, 148 γλώσσα εμπορίου 128 γλώσσα επαφής 128 γλώσσα των νέων 146
225 236 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ γλώσσα ως εποικοδόμημα 37, 53 γλωσσική αλλαγή 16, 45 γλωσσική ανασφάλεια 74, 164 γλωσσική ανθρωπολογία 25, 42 γλωσσική απόκλισήϊ6 γλωσσική απώλεια 45, 137 γλωσσική δημογραφία 47 γλωσσική διατήρηση 136, 137, 142 γλωσσική δραστηριότητα 37, 38, 42, 46, 96, 148 γλωσσική επικράτηση 17 γλωσσική επιτέλεση 27, 33 γλωσσική ηγεμονία 112 γλωσσική ικανότητα 28, 29, 31, 32, 33 γλωσσική κοινότητα 15, 25, 28, 30, 31, 32, 44, 54, 102, 122, 123, 161 γλωσσική μειονοτική ομάδα 143 γλωσσική μεταβλητή 193 ανεξάρτητη 19, 37, 66, 69, 145, 193, 202, 205, 207 εξαρτημένη 19, 37, 66, 69, 145, 193, 207 γλωσσική μετατόπιση/υποχώρηση 45, 136, 137, 139, 141, 142, 150 γλωσσική πολιτική 45, 142 γλωσσική πράξη 30, 45 γλωσσική προκατάληψη 17, 154, 160, 162, 163, 169 γλωσσική σχετικότητα 15, 39, 41, 47, 155, 181 γλωσσική υποχώρηση 136, 139 < γλωσσική υστέρηση 170 γλωσσικό έλλειμμα 173, 176 γλωσσικό πρότυπο 188 γλωσσικός ηγεμονισμός 147 γλωσσικός ντετερμινισμός 41, 188 γλωσσικός σεξισμός 18, 154, 156 γλωσσικός σχεδιασμός 45, 47, 142 γλωσσικός σχετικισμός 188 γλωσσολογικός λειτουργισμός 35,39, 154 γλωσσολογικός φορμαλισμός 38 γνώση 182 επιστημονική 189 κοινή 182, 189 μη κοινή 182 σχολική 171 γνωστική αβεβαιότητα 163
226 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 237 γόητρο εμφανές 73, 84, 147, 165, 168 γόητρο καλυμμένο 74, 83, 147, 165, 167 γραμματική μεταφορά 181, 182 δείγμα 192 τυχαίο 194 αντιπροσωπευτικό 201 δημοτική 105, 108, 109, 110 δημοτικισμός 109 δημοτικιστής 110 διαλεκτολογία 24, 145 διάλεκτος 16, 33, 58, 95, 96 αυτόνομη 62 ετερόνομη 62, 63 κοινή 59 κοινή νέα ελληνική 59 κοινωνική 65 κυπριακή 187 διαπροσωπική λειτουργία 101, 102 διάσταση ποικιλότητας 102 διγλωσσία 16, 17, 47, 103, 104, 105, 108, 122, 123, 124, 136, 139 των βυζαντινών 105 κοινωνική 16, 17 ελληνική 105 δι-οργανική προσέγγιση στη γλώσσα 54, 179 διγλωσσική κοινότητα 123 διπλογλωσσία 16, 47, 115, 116, 117, 119, 120, 121, , 124, 139, 140, 150 αφαιρετική 122 διαδοχική 121 ισορροπημένη 121 κυρίαρχη 121 όψιμη 121 προσθετική 122 πρώιμη 121 ταυτόχρονη 121 διπλόγλωσσος 116, 117, 119, 120, 121, 140, 142, 150 δομή της γλώσσας 26 δομικά χαρακτηριστικά 91 δομισμός 26
227 238 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ δομολειτουργισμός 55 εθνογλωσσολογία 23, 41, 42 εθνογραφία της επικοινωνίας 25, 38, 46, 47, 55, 91, 95, 148, 20 εθνογραφική μέθοδος 20, 49, 195, 201, 202 εθνομεθοδολογία 38, 46, 53 εθνομεθοδολογική γλωσσολογία 47 εμπειρική απόσταση 98 εναλλαγή κωδίκων 16, 124, 125, 128 επικοινωνιακή ικανότητα 29, 30, 31, 33 επικοινωνιακή κοινότητα 54 επίπεδο ύφους 148 ερωτηματολόγιο 19, 195, 196, 198 θετικισμός 49 θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας 36 θεωρία του κειμένου 47, 48 θεωρία των κοινωνικών δικτύων 201, 203, 204, 205 θεωρία κοινωνικής διαστρωμάτωσης 202, 204, 205 θεωρία των κωδίκων 18, 176 ταβθ8ηίοο 151 βτβεηιίδη 127 ποο 151 ιδανικός ομιλητής 28, 29, 31, 32, 54 ιεραρχική δομή 171 ισόγλωσσο 58 ιστορική γλωσσολογία 23, 24, 38 ισχυρή γλώσσα 116, 138, 140, 143, 144 αρχαΐζουσα 108 αρχαϊστική 107 επίσημη 108 καθαρεύουσα 105, 107, 108, 109, 110, 145 προεπαναστατική 106 κειμενική λειτουργία 101, 102 κειμενογλωσσολογία 148 κοινή υπόγεια γλωσσική ικανότητα 116 κοινωνικά δίκτυα 77, 78, 139, 146, 166, 173, 175, 204
228 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 239 κοινωνική ανασφάλεια 76, 85 κοινωνική ανισότητα 17, 33 κοινωνική διαλεκτολογία 47, 64 κοινωνική διαστρωμάτωση 71, 135, 146, 201 κοινωνική δραστηριότητα 96 κοινωνική ιεραρχία 68, 95 κοινωνική τάξη 71, 72, 77, 95, 146, 183, 202 κοινωνική σημασιολογία 38 κοινωνική ψυχογλωσσολογία 24 κοινωνική ψυχολογία της γλώσσας 46 κοινωνικό στρώμα 95, 136, 202 κοινωνικός ντετερμινισμός 55, 207 κοινωνιογλωσσική ανισότητα 20, 47, 153, 154, 183, 185 κοινωνιογλωσσολογία της εκπαίδευσης 47 κοινωνιόλεκτος 16, 33, 65, 72, 148 κοινωνιολογία της γλώσσας 15, 16, 23, 44, 45, 47 κοινωνιολογία της γνώσης 43 κοινωνιολογική γλωσσολογία 23 κοινωνιο-σημασιολογική ποικιλότητα 102 κοινωνιοσημειωτική γλωσσολογία 29 κοινωνιοσημειωτική προοπτική 55 κρεολή 16, 4,7, 128, 135, 136 κριτική ανάλυση του λόγου 21, 38, 155, 185 κριτική κοινωνιογλωσσολογία 55 κριτικός γραμματισμός 185 κυρίαρχη γλώσσα 141 κυρίαρχη γλωσσολογία 14, 26, 29, 35, 179 κυρίαρχη ποσοτική κοινωνιογλωσολογία 48, 49 κώδικας 172 επεξεργασμένος 172, 173, 174, 176, 178 περιορισμένος 172, 173, 174, 176 1οη ΐΐ 26, 27 λαντίνο 114 λειτουργική ποικιλία 94, 95, 96, 97, 100, 102, 112, 123, 136, 148, 154, 181 σύμφωνα με τη χρήση 148 λειτουργική γλωσσολογία 180, 208 λειτουργισμός 39 1ίη ιΐ8. ίγβηοβ 16, 59, 128, 150 Ηη^υίδΙιο ςοπιροΐεηοβ 27
229 240 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ μαρξισμός 55 μαρξιστική γλωσσολογία 36, 37, 38, 53 μαρξιστική κοινωνιογλωσσολογία 53 μαρξιστική κοσμοθεώρηση 42 μείξη κωδίκων 126 μειονοτική γλώσσα 17, 24, 112, 113, 114, 140, 143, 149 μη πρότυπος γλωσσικός τύπος 207 μονογλωσσία 115, 140, 149 μονόγλωσσος 116, 117, 118, 121 νεανική κουλτούρα 75 νόρμα 17, 50, 56, 63, 68, 71, 72, 73, 74, 75, 77, 78, 79, 82, 150, 153, 155, 165,171,187 ανταγωνιστική 79 ευρύτερης περιοχής 82 καθομιλουμένης 78, 79 κοινωνική 171 σχολείου 18, 168, 171 τοπική 83 υπάρχουσα 82 φαντασιωτικός χαρακτήρας 165 ομιλία 26, 54 ομοιογένεια (αρχή τής) 27, 28, 31 ονοματοποίηση 189 οντογένεση 39, 179 παράδοξο του παρατηρητή 19, 192, 198 παραδοσιακή διαλεκτολογία 64 παράμετροι της λειτουργικής ποικιλίας 95 πεδίο 95, 97 τόνος 95, 97, 98, 99 τρόπος 95, 97 παρατήρηση 19, 20, 195 ρατοίο 26 περιγραφισμός 49 περιχάραξη 177 ρί<&ίη 16, 47, 123, 128, 129, 135, 136 πλαισιωμένος λόγος 178 πλειονοτική γλώσσα 112
230 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ 241 ποικιλία αναπλαισιωμένη 184 κυπριακή 188 λειτουργική 16, 33, 47, 91, 184, 186 μη πρότυπη 47 ποικιλία σύμφωνα με το χρήστη 33, 95 ποικιλία σύμφωνα με τη χρήση 96, 148 πρότυπη 66, 141 υψηλή 17, 103, 104, 105,112, 113, 122, 124 χαμηλή 17, 103, 104, 105, 112, 113, 122, 124 ποικιλότητα 15, 16, 20, 25, 29, 31, 32, 33, 34, 47,64, 79, 90, 95, 146, 163, 181,193, 204, 205, 208, 209 σημασιακή-λεξιλογική 42 συγχρονική 147 πολιτισμική ανθρωπολογία 46 πολυγλωσσία 16, 24, 45, 47, 115, 117, 118, 119, 124, 142, 149 πολύγλωσσος 116, 118 πολυδιαλεκτισμός 47 πομάκικα 114, 143 πραγματογλωσσολογία 45, 48 πρότυπη γλώσσα 33, 35, 96, 135, 136, 160, 161, 166, 170, 171, 175, 203 πρότυπη γλωσσική μορφή 169 προτυποποίηση 63, 145 Γ6 ίδΐ6γ 33, 148 ρομανές 114 ρυθμιστικές στάσεις 34 σεξισμός 156, 157 σεξιστικός λόγος 160 σημασιολογικό δυναμικό 183, 202 σημασιολογική αναπλαισίωση 184 σημειολογία 24 σλάβικα 114 στιγματισμένες γλωσσικές μεταβλητές 165 συγκροτησιακός ρόλος της γλώσσας 99 συμβατός τρόπος 18, 189 συμμετοχική παρατήρηση 201, 203 συνέντευξη 19, 57, 67, 195, 198, 199, 201 συνθετικό μοντέλο 50, 56
231 242 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ συνομιλιακή μείξη 16, 124, 125 συνύπαρξη/επαφή γλωσσών 16, 102 σύστημα 26, 54 εσωτερικό 54 συστημική λειτουργική ανάλυση 179, 185 συστημική λειτουργική γλωσσολογία 18, 55, 95, 148, 179, 180, 185, 186, 209 συστημική λειτουργική γραμματική 149 συσχετιστική κοινωνιογλωσσολογία 26, 66, σχηματισμός νοημάτων 97 σχηματισμός της περίστασης 97 σχολικός γραμματισμός 186 ταξινόμηση 177 τεχνική των εναρμονισμένων αμφιέσεων 199 τοπική διαπροσωπική απόσταση 98 τοπικό ιδίωμα 58, 108, τουρκική 114, 115, 143 τυπική λογική 50 υλική βάση της εργασίας 177, 183, 202 υπερδιόρθωση 84, 85 άνωθεν 147 υπερδιορθωτική επέκταση υπόθεση δαρίτ & >Μιοτί 15 φεμινιστική γλωσσολογία 155, 160 φιλοσοφία της γλώσσας 24, 38 φυλογένεση του νοήματος 39 ψυχογλωσσολογ ία 24
232 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ Αάοπιο 49 ΑίίεΜδοη 64, 81, 130, 145 Αμπατζόγλου 139 Ανδρουλάκης 54, 126 Ανδρουτσόπουλος 75, 146 Αραποπούλου 149, 205 Αρχάκης 151, 168, 201 Αρβανίτη 145 Αίΐάηδοη 173, 176 Β2&6Γ 113, 117, 149, 150 Β&ϋιϋη 24, 53 ΒβηΐδΙβίη 18, 23, 42, 153, 171, 172, 175, 176, 177, 178, 179, 188, 189 ΒβΓΠΐΐο 39, 179 Βί<± Γίοη 132, 135 Βίοοιηίίβΐίΐ 119 ΒουπΗβιι 167 ΒουΙβΙ 34, 53, 54, 145, 165 ΒΓ0\νηίηδ 58, , 148, 149 Βυΐί 53 Οβίνβΐ 64, 86 ΟβιηβΓοη 34, 48, 155, 160, 187, 205 ΟογγοΠ 95 Γεωργακοπούλου 156 Οΐ3ΠΐΙ) Γ$ 135, 145 Οΐ 5ίΓ 16, 74, 75, 204 ΟιοπίδΙ^Υ 27, 31, 36, 55, 132 Οιπδΐίβ 179, 184, 186, 189 Γιαννουλοπούλου 112, 149 ΟΐοοιΐΓ ΐ 53 Οοτοη 53, 146, 183, 184
233 244 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΟΓβηηγ-ΡΓβηάδ 185 Γούτσος 156 Οιιηππηδ 116 Δελβερούδη 145, 149 Δενδρινού 150 Όε ΜαιίΓΟ 24 0& 55 Οίηπΐ3Γ 25, 36, 48, 53, 54, 175 Οοπβη 141 ϋοψηεδ 56 ϋιίγδηιί 46, 148 ΟιΐΓ&ιείιη 42 ΕοΚβιΐ 203 Εώνβτάδ 175 Ε ίηδ 98, 99, 101 Επάη-Τπρρ 25 Ρ3ίτο1οιι 1ι 167, 185 ΡβδοΜ 41, 45, 55, 112, 122, 123, 145, 148, 156, 174, 175, 205 Ρ6Γ ΐΐδοη 103, 112 Ρ Μ ι 23 ΡίδΗΐϊΐβη 25, 43, 45, 112, 122, 123, 139 Ριι1ΐ6Γ 185 Ο&τάίη 37, 53 ΟβτίίηΜ 46, 53 Οί ΐίο1ί 41, 54, 175 Οΐνόη 54 θγ6 θγγ 95 Ο ιιπιρβγζ 23, 25, 26, 53, 55, 124, 126 ΙΜ Μ ιγ 18, 29, 33, 35, 42, 54, 55, 95, 96, 98, 99, 100, 101, 146, 148, 153, 179, 180, 181, 182, 183, 184, 188, 208 Η&δβη 33, 54, 95, 96, 98, 99, 100, 146, 148, 179, 183, 185 Ηαιΐββη 119 Ηα\ν1άη 189 Ηοΐιηβδ 146, 202 Ηιιάδοη 41, 45, 54, 145, 164, 169, 175, 205
234 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 245 Ηγιηβδ 23, 25, 26, 29, 46, 53, 54, 55, 91, 94, 148, 208 Ιακωβίδου 150 Ιορδανίδου 145 Μοηεη 50 Ιαοο&δοη 39 Καβουκόπουλος 188 Καζάζης 149 Κακριδή-Φερράρι 68, 107, 149 Καραντζόλα 63 Καραπαναγιώτου 150 Καρυολαίμου 145 Κατή 35, 187 Κατσογιάννου 151 Κονδύλη 35, 41, 42, 187, 188 Κοντοσόπουλος 145 Κοραής 106 Κρυολαίμου 187 Κωστούλα-Μακράκη 44, 151 Κωστούλη 187 ϋώ ον 16, 25, 26, 29, 33, 35, 37, 54, 64, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 79, 80, 81, 82, 83, 85, 86, 90, 102, 146, 165, 166, 175, 192, 201, 205, 208 ΙΑοίΤ 55 ΙχρδΚγ 45 ίενίηδοη 45 Λύκου 102, 185 Ιαιογ 42 ίγοηδ 29 Μα<±6η-ΗθΓ3Γ& 186 Μακρή-Τσιλιπάκου 65, 147, 150, 160 Μοίίηο^δίά 23 Μαργαρίτη-Ρόγκα 149 Μ3Γ06ΐΐ δί 37, 53 ΜδΤϋίη 148, 180, 181, 182 ΜαΠίπεΙ 39 ΜοΟοηηοΙΙ-Οίηεΐ: 203
235 246 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Μβϋΐθί 24, 53 Μί1ΐ Γ 160 ΜϋΓογ 16, 45, 76, 77, 78, 146, 149, 174, 205 Μοσχονάς 149 Μπαλτσκδτης 149 Μπαμπινιώτης 109, 149 Μπασλής 61, 66, 149, 187, 188 ΜϋΗΜιΐ8ΐ Γ 134 Ντάλτας 33, 166, 168, 174, 205 Παΐζη 188 Ρ&ίηίβΓ 182, 184 Παπαζαχαρίου 168, 187, 201, 204, 205 Παυλίδου 64, 103, 145, 149, 153, 156, 187, 205 Πετρούνιας 146 Ρορίδκ* 127 Ρορρ Γ 49 Προφίλη 142, 143, 151 Εβνζίη 56 Κοιηαίηε 48, 51, 129, 131, 149, , 45 δαρίτ 15, 23, 36, 39, 41, 42 5δαΐδδΐΐΓ 24, 26, 27, 55 5ανί1ΐ6-Τπ)& 46, 125, 126, 136, 148, 149 δοηαίί 53 5οΗβδ1οίί 26, 46 δομπη 202 Σκοπετέα 149 $&ιίη&&1)-κ8η αδ 116, 117, 119 Σοφιανός 105 5ία51)δ 205 Σταυρίδη-Πατρικίου 109, 149 δψΐίΐ 160 Τζάρτζανος 158 Τζιτζιλής 66, 145 Τριανταφυλλίδης 58, 110, 157
236 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 247 Τηκ&ΙΙ 16, 72, 73, 74, 135, 145, 146, 201 Τσιτσελίκης 143, 149 Τσιτσιπής 30, 31, 41, 49, 92, 148, 149, 151 Τσοκαλίδου 187 νβ ΐ 181 νγβοκ&γ 24, 42, 53, 180, 189 Φραγκουδάκη 158, 187 ΨβπΙΗαϋδΙι 29, 31, 36, 45, 54, 115, 124, 126, 128, 132, 145, 148, 149, 151 ΨβίηΓβίοΙι 63 Ψατίδοΐι 53 Μ ιογϊ 15, 23, 36, 39, 41, 42, 55, 189 ν/π1ί3ΐϊΐδ 50, 53, 55, 146 Ζαιρβίεα 126 Χαραλαμπάκης 187 Χαραλαμπόπουλος 145, 146 Χατζηδάκη 127, 146, 149, 150, 187 Χατζησαβίδης 145, 149 Χειλά-Μαρκοπούλου 149 Χριστίδης 39, 40, 48, 55, 60, 63, 86, 87, 89, 107, 112, 115, 128, 144, 147, 148, 149 Ψυχάρης 108, 109
237 Το βιβλίο αυτό αποτελεί εισαγωγή στην Κοινωνιογλωσσολογία. Οι συγγραφείς, που διδάσκουν στο Πανεπι- Μ^παρουσιάζουν με υποκαταστήσουν τη ζωντανή διδασκαλία και τα πολλαπλά διδακτικά μέσα. Στο πρόλογό τους σημειώνουν: «προτείνουμε αυτό το εισαγωγικό εγχειρί- X, \ * διο όχι μόνο για το φοιτητικό αναγνωστικό κοινό αλλά πιθανόν και για ένα ευρυτερο κοινό με ενδιαφέρον για την κοινωνική διάσταση της γλώσσας». Ι5ΒΝ
Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων
Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Βασίλης Κόμης, Επίκουρος Καθηγητής Ερευνητική Ομάδα «ΤΠΕ στην Εκπαίδευση» Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα
Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών
Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).
Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Μ. ΚΑΚΡΙ Η Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά Ορισµός και περιεχόµενο της κοινωνιογλωσσολογίας Κοινωνιογλωσσολογία ονοµάζεται η γλωσσολογική προσέγγιση
H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,
Δοµιστική µέθοδος διδασκαλίας - Δοµιστικά Προγράµµατα Γλωσσικής Διδασκαλίας Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας 20ός αιώνας: δοµισµός, F. de Saussure (1916) επιστηµονικό κίνηµα - το όνοµά
14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται
Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12
Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Βασικοί όροι και έννοιες- Δεύτερη # Ξένη γλώσσα Δεύτερη γλώσσα είναι οποιαδήποτε γλώσσα κατακτά ή μαθαίνει ένα άτομο
Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε
Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε επίσης ότι η ομοιότητα βασικών λέξεων οδήγησε στην
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται
Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία
The project Εισαγωγή ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και διδασκαλία Στόχοι Να κατανοήσετε τις έννοιες της κοινωνικοπολιτισμικής ετερότητας και ένταξης στο χώρο της
Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Δρ Ειρήνη Ροδοσθένους, Λειτουργός Π.Ι. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ Επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας: η ίδια η γλώσσα συνιστά και ορίζεται ως κοινωνική
Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα
ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας
Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ
Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ 2009-10 Τι είναι γλώσσα; Γλώσσα είναι το σύστημα ήχων ( φθόγγων ) και εννοιών που χρησιμοποιούν οι ανθρώπινες κοινότητες για
5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία
5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία Στόχοι της γλωσσολογίας Σύμφωνα με τον Saussure, βασικός στόχος της γλωσσολογίας είναι να περιγράψει τις γλωσσικές δομές κάθε γλώσσας με στόχο να διατυπώσει θεωρητικές αρχές
Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης
Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης http://users.uoa.gr/~dhatziha Αριθμός: 1 Η εισαγωγή σε μια επιστήμη πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Ποιον τομέα και με ποιους τρόπους
Κείμενα και επικοινωνιακές δραστηριότητες στα νέα βιβλία της γλώσσας: μια κριτική εξέταση
Κείμενα και επικοινωνιακές δραστηριότητες στα νέα βιβλία της γλώσσας: μια κριτική εξέταση Στόχος της ανακοίνωσης είναι να εξεταστούν κριτικά οι προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται στα νέα βιβλία της γλώσσας,
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα
Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία
Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ48 Ελληνική
Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή
Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος αποτελούν ένα είδος προσωπικών σημειώσεων που κρατά ο εκπαιδευτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές διδασκαλίες. Περιέχουν πληροφορίες
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής»
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής» Ειδίκευση B «Γραμματισμός, αφήγηση και διδασκαλία της Ελληνικής ως πρώτης και ως δεύτερης/ξένης» Στην ειδίκευση αυτή προσφέρονται
ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο
Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1
Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1 Επίπεδο Γ1 Κατανόηση γραπτού λόγου Για να δείξει ο υποψήφιος ότι έχει την ικανότητα να αντιληφθεί εκτεταμένα, σύνθετα
ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019 ΕΝΟΤΗΤΑ 2: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Η επιστημονική
Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της
Εισαγωγή Tο βιβλίο αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορείται διαφορετικά. Αν θέλαμε να ακολουθήσουμε το ρεύμα των αλλαγών στο χώρο των διεθνών οργανισμών, ο τίτλος του θα ήταν «Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη».
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ. ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60 1 Σχετική συναίνεση ση γλωσσολογία ως προς το αντικείμενο και τη μέθοδο περιγραφής (σε σύγκριση με άλλες
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.
2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται
«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»
«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο
Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307) Ενότητα #4: Λειτουργικός και Κριτικός Γραμματισμός Διδάσκων: Κατσαρού Ελένη ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ
Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;
ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Παραδοχές Εκπαίδευση ως μηχανισμός εθνικής διαπαιδαγώγησης. Καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Αίσθηση ομοιότητας στο εσωτερικό και διαφοράς στο εξωτερικό Αξιολόγηση ιεράρχηση εθνικών ομάδων.
Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων
Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και
Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις
Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές
Πότε ένας δάσκαλος θα κρίνεται ελλιπής και πότε εξαιρετικός
Πότε ένας δάσκαλος θα κρίνεται ελλιπής και πότε εξαιρετικός Στο σχέδιο της αξιολόγησης το μεγαλύτερο μέρος (περισσότερες από 5.000 λέξεις!) καταλαμβάνεται από αναλυτικές οδηγίες για το πώς ο διδάσκων μπορεί
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Η Συνδυαστική προσέγγιση του Basil Bernstein Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 13ο (σελ. 282 302) 2 Η συνδυαστική Προσέγγιση του Bernstein
Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1
Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Φαινομενολογική Κοινωνιολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 8ο (σελ. 187 197) 2 Οι Μικρο-κοινωνιολογικές κοινωνιολογικές Ερμηνευτικές
Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού
5 ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΘΕΡΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού Κείμενο A. Με τον όρο ευρύτερο κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον εννοούμε μια σειρά αρχών και δεδομένων
Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις
Α/ Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Απλή Αν κάνετε αναζήτηση µιας λέξης σε ένα αρχαιοελληνικό σώµα κειµένων, αυτό που θα λάβετε ως αποτέλεσµα θα είναι: Μια καταγραφή όλων των εµφανίσεων της λέξης στο συγκεκριµένο
Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Περιγραφή Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία αποτελεί τη διδακτική έκφραση της προβληματικής του σύγχρονου σχολείου, το οποίο επιδιώκει να αναπτύξει τον ολοκληρωμένο και αυτόνομο δημοκρατικό πολίτη, που θα
Το Π.Σ. της Α Λυκείου με ένα παράδειγμα.. Κουτσογιάννης, Κ. Ντίνας, Σ. Χατζησσαβίδης συνεισφορά στο παράδειγμα: Μ. Αλεξίου
Το Π.Σ. της Α Λυκείου με ένα παράδειγμα. Κουτσογιάννης, Κ. Ντίνας, Σ. Χατζησσαβίδης συνεισφορά στο παράδειγμα: Μ. Αλεξίου Αρχικές αναζητήσεις στη γλωσσική διδασκαλία Σύνδεση της ανάγνωσης με θρησκευτικά
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τμήμα Ιατρικών εργαστηρίων & Προσχολικής Αγωγής Συντονίστρια: Επίκουρη Καθηγήτρια, Ελένη Μουσένα [Σύγχρονες Τάσεις στην Παιδαγωγική Επιστήμη] «Παιδαγωγικά μέσω Καινοτόμων
Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο
Μορφές Εκπόνησης Ερευνητικής Εργασίας Μαρία Κουτσούμπα Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι «η τηλεδιάσκεψη». Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο Κουτσούμπα/Σεμινάριο
Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης
Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος 2018 Αξιολόγηση περίληψης Η δυσκολία συγκρότησης (και αξιολόγησης) της περίληψης Η περίληψη εμπεριέχει μια (φαινομενική) αντίφαση: είναι ταυτόχρονα ένα κείμενο δικό μας και ξένο.
Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ
Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ............................... 15 ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ................................... 17 ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ
Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης: «Σπουδές στην Εκπαίδευση» Οδηγός Σχολιασμού Διπλωματικής Εργασίας (βιβλιογραφική σύνθεση) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ
12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση
προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Βεμπεριανές απόψεις για την Εκπαίδευση Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 12ο (σελ. 274 282) 2 Max Weber (1864 1920) Βεμπεριανές απόψεις για
Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Τα τελευταία χρόνια βρισκόµαστε µπροστά σε µια βαθµιαία αποδόµηση της ανδροκρατικής έννοιας της ηγεσίας
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Συγκρουσιακές Θεωρήσεις Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 5ο (σελ. 128 136) Οι θέσεις του Althusser Οι θέσεις του Gramsci 2 Karl Marx (1818-1883)
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 6: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 9ο (σελ. 197 207) 2 Η Εθνομεθοδολογία Βασικές Θέσεις Η εθνομεθοδολογία, αποτελεί έκφραση
Α. Στόχοι σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ Οριζόντια αντιστοίχιση Στόχων Μεθόδων Δραστηριοτήτων - Εποπτικού Υλικού - Αξιολόγησης Α. Στόχοι σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων ΣΤΟΧΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΟ
Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1
Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 2 Έρευνα και θεωρία 2-1 Σύνοψη κεφαλαίου Μερικά παραδείγματα της κοινωνικής επιστήμης Επιστροφή σε δύο συστήματα λογικής Παραγωγική συγκρότηση θεωρίας
Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας
Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/
«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας»
«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας» Τα θέματά μας Μέθοδοι ποιοτικής έρευνας «Φαινομενολογία» «Εθνογραφία» «Θεμελιωμένη Θεωρία» o
Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο
Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο Κεφάλαιο Πρώτο Η διγλωσσία / πολυγλωσσία είναι ένα παλιό φαινόμενο. Πάει χέρι με χέρι με τις μετακινήσεις
προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ
Δυσκολίες και προβλήματα που έχουν εντοπιστεί στα αρχικά στάδια (της προετοιμασίας και του σχεδιασμού) της ΔΕ στη ΘΕ ΕΚΠ 65 και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Τα προβλήματα αφορούν κυρίως την επιλογή
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 9ο (σελ. 197 207) 2 Η Εθνομεθοδολογία Βασικές Θέσεις Η εθνομεθοδολογία, αποτελεί έκφραση
Η συμβολή της ανάλυσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων στη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών: Το παράδειγμα του ζητήματος της σχολικής μετάβασης
Η συμβολή της ανάλυσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων στη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών: Το παράδειγμα του ζητήματος της σχολικής μετάβασης Ευθυμία Γουργιώτου Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης
ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα) Ενότητα 10: Μοντέλα εκπαίδευσης μειονοτήτων Αναστασία Κεσίδου
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή 1 ΚΥΡΙΩΣ ΒΙΒΛΙΟ Τίτλος : Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς Συγγραφέας : Κοκκινάκη, Φ. 2 Μάθημα 1 ον -Δομή Μαθήματος Τι είναι
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ Μέσω κανόνων Πλεονεκτήματα: κέρδος χρόνου, δυνατότητα επαναλήψεων, εκμετάλλευση των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών, λιγότερη διδακτική προετοιμασία.
Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:
Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία
Προχωρημένα Θέματα Διδακτικής της Φυσικής
Προχωρημένα Θέματα Διδακτικής της Φυσικής Ενότητα 5η: Το γενικό θεωρητικό πλαίσιο Κώστας Ραβάνης Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 3ο (σελ. 67-79) 2 Talcott
Εισαγωγή στην Παιδαγωγική
Εισαγωγή στην Παιδαγωγική ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Χειμερινό εξάμηνο 2016-2017 Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Επίκουρη καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Θεματική του μαθήματος Έννοια και εξέλιξη της Παιδαγωγικής
O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών
O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών Η έννοια της δραστηριότητας Δραστηριότητα είναι κάθε ανθρώπινη δράση που έχει ένα κίνητρο και ένα
Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου
Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου 1. Περιεχόμενα Κεφαλαίου Α. Εισαγωγικά: Οι κατευθύνσεις του Σύγχρονου Εμπορίου B. Η Παραδοσιακή Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου Οι Εμποροκράτες Adam Smith: Απόλυτο Πλεονέκτημα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η εκπαιδευτική έρευνα και ο σχεδιασμός της Διδάσκων: Νίκος Ανδρεαδάκης ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ
Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1
Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στο ανθρώπινο εγκέφαλο.
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150
Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ
Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΟΝΙΔΗΣ, ΔΠΘ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΕΚΑΚΗ, ΑΠΘ Α ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ 201 6-2017 2 ο παραδοτέο Περιεχόμενο 1. Εισαγωγή: το θέμα και η σημασία του, η σημασία διερεύνησης του
Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών
Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ Σκοπός του έργου Σκοπός του έργου είναι: 1. η δημιουργία μιας on line εφαρμογής διαχείρισης ενός επιστημονικού λεξικού κοινωνικών όρων 2. η παραγωγή ενός ικανοποιητικού
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 8: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Διδάσκων στο Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. / ΑΣΠΑΙΤΕ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β. ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ DEA Ιστορίας ΑΠΘ / Δρ.
Εφαρμογές πρακτικών της παιδαγωγικής του γραμματισμού και των πολυγραμματισμών. Άννα Φτερνιάτη Επίκουρη Καθηγήτρια ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών
Εφαρμογές πρακτικών της παιδαγωγικής του γραμματισμού και των πολυγραμματισμών Άννα Φτερνιάτη Επίκουρη Καθηγήτρια ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών Οι σύγχρονες τάσεις που κυριαρχούν στη διδακτική του γλωσσικού μαθήματος
Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν
41 Διαγώνισµα 91 Ισότητα των Φύλων Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν Το επάγγελµα της εκπαιδευτικού στην Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο µη χειρωνακτικό επάγγελµα που άνοιξε και θεωρήθηκε
Σχόλια και υποδείξεις για το Σχέδιο Μαθήματος
Σχόλια και υποδείξεις για το Σχέδιο Μαθήματος Ακολούθως αναπτύσσονται ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια για το Σχέδιο Μαθήματος. Αφετηρία για τον ακόλουθο σχολιασμό υπήρξαν οι σχετικές υποδείξεις που μας
Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας
Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Αυτό το μάθημα
«Οπτικοακουστική Παιδεία:... αδιέξοδα και διαδρομές»
«Οπτικοακουστική Παιδεία:... αδιέξοδα και διαδρομές» (Πρόγραμμα Σπουδών για την Οπτικοακουστική Έκφραση) εισηγητής: Μένης Θεοδωρίδης Αγαπητοί φίλοι, Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους διοργανωτές για την
Τα νέα σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού Σχολείου:
Τα νέα σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού Σχολείου: γλωσσολογικές και παιδαγωγικές καινοτομίες στα βιβλία της Γλώσσας Όλγα Μούσιου-Μυλωνά, Σχολική Σύμβουλος Π.Ε. Εισαγωγή Το θεωρητικό πλαίσιο του μαθήματος
Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην Αρχαία Ελλάδα
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (Θεωρητική Κατεύθυνση) Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην Αρχαία
Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού
Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού Η εκπαίδευση ως θεσμός κοινωνικοπολιτισμικής μεταβίβασης δομολειτουργισμός και ως θεσμός κοινωνικού μετασχηματισμού κριτική
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης ί>ηγο^η 26 Επιστήμες της Αγωγής 26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΤΟ
12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2
Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2... είναι ένα εκπαιδευτικό θέμα ή ζήτημα που ένας ερευνητής παρουσιάζει και αιτιολογεί σε μία έρευνητική μελέτη θέμα πρόβλημα σκοπός - ερωτήματα Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα»
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Σχολή Επιστημών της Αγωγής Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΟ ΓΝΩΣΤΙΚΟ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Περιεχόμενα Επιστημονική έρευνα Σε τι μας βοηθάει η έρευνα Χαρακτηριστικά της επιστημονικής
Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι Εισαγωγικά: τι είναι γλώσσα, τι είναι γλωσσολογία Διδάσκοντες: Επίκ. Καθ. Μαρία Λεκάκου, Λέκτορας Μαρία Μαστροπαύλου Άδειες
Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου
«ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (Σχολείο 21 ου αιώνα) Νέο Πρόγραμμα Σπουδών, Οριζόντια Πράξη» MIS: 295450 Υποέργο 1: «Εκπόνηση Προγραμμάτων Σπουδών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και οδηγών για τον εκπαιδευτικό
Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη
Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη Δομή επιμόρφωσης 1 η Μέρα Γνωριμία ομάδας Παρουσίαση θεωρητικού υποβάθρου Προσομοίωση : α) Επιλογή
Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές
Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές Σκοποί ενότητας Να συζητηθούν βασικές παιδαγωγικές αρχές της προσχολικής εκπαίδευσης Να προβληματιστούμε για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί
Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης
Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες
3 βήματα για την ένταξη των ΤΠΕ: 1. Εμπλουτισμός 2. Δραστηριότητα 3. Σενάριο Πέτρος Κλιάπης-Όλγα Κασσώτη Επιμόρφωση εκπαιδευτικών
3 βήματα για την ένταξη των ΤΠΕ: 1. Εμπλουτισμός 2. Δραστηριότητα 3. Σενάριο Πέτρος Κλιάπης-Όλγα Κασσώτη Επιμόρφωση εκπαιδευτικών Παρουσίαση βασισμένη στο κείμενο: «Προδιαγραφές ψηφιακής διαμόρφωσης των
4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών
4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα
Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων Ενότητα 13: Ζητήματα Αποτίμησης της Μάθησης του Κριτικοστοχαστικού Εκπαιδευτή
Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3, 104 40 Αθήνα. Τηλ- Fax. 210 8228795 E-mail:schools@medsos.gr www.medsos.gr www.climateactions.gr
Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3, 104 40 Αθήνα. Τηλ- Fax. 210 8228795 E-mail:schools@medsos.gr www.medsos.gr www.climateactions.gr Εισαγωγή Η αλλαγή του κλίματος αποτελεί στις μέρες μας ένα αδιαμφισβήτητο
1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία
1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία Ο διδακτικός σχεδιασμός (instructional design) εμφανίσθηκε στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κατάρτιση την περίοδο