«Η αγωγή ενός ιδεώδους ανθρωποτύπου. Ο καλός καγαθός πέρα από την εγγραμματοσύνη»



Σχετικά έγγραφα
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318E-320C)

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ. Θέμα: Απόδειξη του ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί είναι η ίδια η αγωγή των νέων στην Αθήνα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Εσπερινών Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Πλάτωνος Βιογραφία Δευτέρα, 23 Μάιος :55

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Η θέ ση της γυναί κας στην αρχαί α Αθη να καί στην αρχαί α Σπα ρτη.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Καρακουλάκη Ειρήνη Κεϊβανίδου Όλγα Κουρπέτη Γεωργία

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

Νέα Ελληνική Γλώσσα. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων & Εσπερινών Γενικών Λυκείων Α1.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΣΚΟΠΟI ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

Γεωργική Εκπαίδευση Ενότητα 1

5. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα. Π. Γιαννακοπούλου Μαθήτριες: Ασσάτωφ Άννα, Μιχαλιού Μαντώ, Αργύρη Μαρία, Τσαουσίδου - Πετρίτση Σοφία Τμήμα: Α3

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. δ.λάθος. ε.σωστό Β2.

Ηθική ανά τους λαούς

Σκοποί και στόχοι της διδασκαλίας στο Δημοτικό σχολείο. Βασίλης Μπαρκούκης

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

ηµοσθένης Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων Ἐλευθερίας

Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

1. Να αναλύσετε το ρόλο που έπαιξαν οι Αµφικτυονίες ως θρησκευτικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί θεσµοί των αρχαίων Ελλήνων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η εκπαίδευση τον 5ο αιώνα π.χ. Ο δάσκαλος στα κλασικά χρόνια Τετάρτη, 24 Αυγούστου :37 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 24 Αυγούστου :03

Σήμερα κινδυνεύουμε είτε να μας απορροφήσουν τα δεινά του βίου και να μας εξαφανίσουν κάθε

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική. Οργάνωση μαθήματος Αντικείμενο της Παιδαγωγικής Επιστήμης

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι - Ενότητα 1: Εισαγωγή & Ενότητα 2: Γιατί διδάσκουμε Φυσικές επιστήμες (Φ.Ε.) στη Γενική Εκπαίδευση (Γ.Ε.

2.2. Η έννοια της Διοίκησης

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. α. Λάθος β. Λάθος γ. Σωστό δ. Λάθος ε. Σωστό

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Γενική Παιδαγωγική. Οργάνωση μαθήματος Αντικείμενο της Παιδαγωγικής Επιστήμης

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

15ο ΕΠΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ : Β ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΕΠΑΛ

Ερωτήσεις ανοικτού τύπου

Οι παιδαγωγικές απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη

Σταμούλου Αναστασία-Διονυσία 7ο Λύκειο Καλλιθέας Α4

1 η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Ημερομηνία: Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2019 Διάρκεια Εξέτασης: 2 ώρες

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Ενδυναμώνοντας τις σχέσεις με τους γονείς

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

Επιμέλεια : Πάνου Εμμανουήλ ( )

Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, Δια βίου Μάθηση: Θεωρία και Πράξη

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ενότητα 2: Βασικές έννοιες των Επιστηµών της Αγωγής

888 ΧΡΟΝΙΑ. Πρόγραμμα Κοινωνικής Υπηρεσίας χεν θεσσαλονίκης ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ: «ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ» Συντάκτης: Βάρδα Αλεξάνδρα

ΜΠΑΤΣΙΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ. Σελίδα 1

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Η λειτουργία της παιδείας

ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ. Οδυσσέας Περαντζάκης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

4. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Οι γνώμες είναι πολλές



Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στην Έκφραση-Έκθεση Β Λυκείου Δεκέμβριος 2013

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ «Η αγωγή ενός ιδεώδους ανθρωποτύπου. Ο καλός καγαθός πέρα από την εγγραμματοσύνη» Βρικέλλη Βασιλεία Α.Μ.: 1532012002 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Αναστασιάδης Βασίλης Μυτιλήνη, Ιανουάριος 2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή... 2 Μέρος Πρώτο: Αποσαφήνιση Εννοιών... 5 1. Αποσαφήνιση Εννοιών... 5 1.1 Η αγωγή... 5 1.2 Ο 'καλός καγαθός'... 6 Μέρος Δεύτερο: Η Αγωγή στην Αρχαία Ελλάδα... 8 2. Η Αγωγή στην Αρχαία Ελλάδα... 8 2.1 Ο Όμηρος... 9 2.2 Η αγωγή στη Σπάρτη... 11 2.3 Η αγωγή στην Αθήνα... 13 2.4 Οι Σοφιστές... 15 2.5 Πέρα από τους Σοφιστές... 17 Μέρος Τρίτο: Τα Κείμενα... 20 3. Η αρχαία ελληνική γραμματεία ως μέσο αγωγής... 20 3.1 Οικονομικός... 22 3.2 Περί Ιππικής... 30 3.3 Ιππαρχικός... 33 3.4 Κυνηγετικός... 36 3.5 Συμπόσιον... 41 3.6 Φαίδρος... 51 Μέρος Τέταρτο: Συμπεράσματα... 59 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 69-1 -

Εισαγωγή Ο τύπος του καλού καγαθού είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικός για τον τρόπο με τον οποίο η αθηναϊκή ελίτ αντιλαμβανόταν τη διαμόρφωση των μελών της στη βάση ενός αριστοκρατικού αξιακού κώδικα, του οποίου οι πτυχές έχουν συχνά αναλυθεί στη νεότερη έρευνα. Ο καλός καγαθός ανταποκρίνεται σε μια αλυσίδα κριτηρίων ανάμεσα στα οποία η ηθική και η διανοητική συγκρότηση κατέχουν εξέχουσα θέση και σηματοδοτούν την υπεροχή, γύρω από τον άξονα της οποίας οργανώνεται η κοινωνική διάκριση και η διεκδίκηση της κυριαρχίας. Η αγωγή, λοιπόν, ενός καλού καγαθού κατά κύριο λόγο εστιάζει στην εγγραμματοσύνη, δηλαδή την παροχή μιας στοιχειώδους εκπαίδευσης που διασφαλίζει τη γνώση των αριθμών, των γραμμάτων και της μουσικής. Παράλληλα, έχει συζητηθεί διεξοδικά στην έρευνα η πρακτική των ανώτερων και δυναμικότερων στρωμάτων της ελίτ να προσφέρουν μέσω διδασκάλων της ρητορικής ή της φιλοσοφίας στους νεαρούς και φιλόδοξους γόνους τους εκείνη την κατάρτιση που θα έπρεπε, ή ακόμη και θα μπορούσε, να εγγυηθεί κοινωνική αναγνώριση και ίσως μια επιτυχή πολιτική σταδιοδρομία. Ωστόσο, είναι φανερό από πολλές γραπτές πηγές ότι η συγκρότηση ενός καλού καγαθού ούτε περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην εγγραμματοσύνη και τη ρητοροφιλοσοφική μύησή του. Ο τρόπος ζωής της ελίτ και οι προσδοκίες της κοινότητας από τα πρόσωπα που την απαρτίζουν απαιτούν μια πολυσχιδή εκπαίδευση ή, μάλλον, μεταβίβαση γνώσης και κωδικοποιημένης εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η πρακτική σοφία η οποία συνιστά μια εξαιρετικά καίρια έννοια για την κατανόηση των παιδευτικών αρχών που διέπουν τους Έλληνες- είναι απαραίτητο να συνοδεύσει τις άλλες αρετές των καλών καγαθών και ασφαλώς η κατάκτησή της δεν έχει αφεθεί στην τυχαιότητα. Ορισμένες από τις γραπτές πηγές μας, κάποιες από τις οποίες έχουν εμφανώς το χαρακτήρα εγχειριδίων, επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι σωρευμένες πληροφορίες, γνώσεις και τεχνικές προσφέρονταν συγκεντρωμένες και άρτια δομημένες στους νεότερους για να διευκολυνθεί η οικείωσή τους με το κοινωνικό πρότυπο και το ρόλο που τους αναλογούσε. Η αγωγή αυτή, η οποία αξιοποιούσε όχι μόνο τον αγωγό του γραπτού λόγου αλλά προφανώς και της προφορικής παράδοσης, συμπλήρωνε και εμπλούτιζε το «μυητικό» χαρακτήρα που φέρεται να είχε ο παιδικός - 2 -

έρως, δηλαδή η σχέση ανάμεσα σε νεαρούς αριστοκράτες και ηλικιακά ωριμότερους άνδρες της ίδιας κοινωνικής κατηγορίας. Στην παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζονται και αναλύονται ορισμένα από αυτά τα πεδία αγωγής των καλών καγαθών που δε συμπίπτουν, αλλά ούτε και συνδέονται άμεσα με την εγγραμματοσύνη και τη ρητοροφιλοσοφική παιδεία. Τα πεδία που παρατίθενται προκύπτουν μέσα από τις πληροφορίες που αποκαλύπτουν επιμέρους πηγές. Οι πηγές αυτές είναι ο «Οικονομικός», το «Περί Ιππικής», ο «Ιππαρχικός» και ο «Κυνηγετικός» του Ξενοφώντα, το «Συμπόσιον» και ο «Φαίδρος» του Πλάτωνα. Ο «Οικονομικός» του Ξενοφώντα αποτελεί ένα έξοχο δείγμα εγχειριδίου για την κατάρτιση στα ζητήματα της διαχείρισης του οίκου. Η δυνατότητα ενός καλού καγαθού να μεταπλάθει τη νεότερη σύζυγό του σε συνετή οικοδέσποινα, να ελέγχει τους δούλους και να εποπτεύει με άνεση τα οικονομικά του θεμελιώνεται σε στέρεες γνώσεις, που μεταφέρονται από τον Ξενοφώντα ως απόσταγμα μιας μακράς παράδοσης. Αλλά και οι γνώσεις για τη γεωργία δεν κατέχουν μικρότερο μερίδιο ανάμεσα στις ικανότητες που ο καλός καγαθός οφείλει να θησαυρίσει για να ανταποκριθεί στις αξιώσεις της θέσης του. Τα συγγράμματα «Περί Ιππικής» και «Ιππαρχικός» του Ξενοφώντα άπτονται της εκτροφής αλόγων, της ιππασίας και της θητείας στο ιππικό, δραστηριοτήτων που είναι συνδεδεμένες με την επάρκεια οικονομικών πόρων και τις οποίες ο καλός καγαθός οφείλει να γνωρίζει. Συναφής προς αυτές είναι η «θήρα», το κυνήγι, παραδοσιακά το προσφιλέστερο άθλημα της ανώτερης ελίτ, την οποία πραγματεύεται το εγχειρίδιο «Κυνηγετικός». Τέλος, θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ο ίδιος κύκλος ανθρώπων αποτελούσε το φυσικό υποκείμενο του έρωτος, και ιδίως του παιδικού, θέματος γνώριμου στη φιλοσοφική γραμματεία. Το «Συμπόσιον» και ο «Φαίδρος» του Πλάτωνα δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία ότι οι καλλιεργημένοι νέοι της αριστοκρατίας όφειλαν να εξοικειωθούν ή μάλλον να ενστερνιστούν- ένα δεδομένο κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος θα ήταν σύμμετρος με την κοινωνική θέση και την αυτοεκτίμησή τους. Οι φιλοσοφικές αυτές προσεγγίσεις είχαν αξιόλογη απήχηση και ο ζήλος για την ορθή αγωγή είναι εμφανής και αδιάπτωτος. Η ανάλυση των θεμάτων που προαναφέρθηκαν θα διευκολύνει, στο επιλογικό μέρος της διπλωματικής εργασίας, να συνταιριαστούν οι γνώσεις μας για την εγγραμματοσύνη και τη ρητοροφιλοσοφική κατάρτιση με ένα ευρύτερο πλαίσιο μετακένωσης μιας σωρευμένης παράδοσης στη νεότερη γενιά, προκειμένου αυτή να - 3 -

αναπληρώσει με επάρκεια τη θέση της στην κοινωνική ελίτ. Εφόσον στην περίπτωσή της απουσίαζε ένα οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης και ενσωμάτωσης, ποικίλοι και κάποτε ετερόκλητοι- μηχανισμοί επιστρατεύονταν για να καταστεί αυτό εφικτό. Η εργασία δομείται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος αποσαφηνίζονται οι βασικές έννοιες που αφορούν στην παρούσα εργασία. Στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται μια σύντομη επισκόπηση της αγωγής στην αρχαία Ελλάδα. Εξετάζεται το ζητούμενο της αγωγής και οι παράγοντες διαμόρφωσής του, ενώ στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά «συστήματα» αγωγής της αρχαίας Ελλάδας από τον Όμηρο ως την κλασική εποχή. Στο τρίτο μέρος αναλύονται τα κείμενα που αποτελούν το αντικείμενο μελέτης της εργασίας. Μέσα από τα έργα του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα αναζητούνται και αποκωδικοποιούνται οι επικρατούσες αντιλήψεις και οι αρχές της άτυπης εκπαίδευσης που αφορούσαν στην εκπαίδευση των νέων αριστοκρατών πάνω σε ζητήματα διαχείρισης του οίκου και των ενασχολήσεων ενός αριστοκράτη και στην εξοικείωσή τους με τις αρχές συμπεριφοράς και το περιεχόμενο του παιδικού έρωτος. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της εργασίας παρατίθενται τα συμπεράσματα της εργασίας και αναπτύσσεται πώς οι άτυπες μορφές εκπαίδευσης, όπως αυτές αποτυπώνονται αλλά και διαδίδονται μέσα από τα έργα των συγγραφέων, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των γόνων της αριστοκρατίας, εφάμιλλο με το ρόλο που διαδραμάτιζε η εγγραμματοσύνη και η ρητοροφιλοσοφική κατάρτισή τους. Μέσα από την ανάλυση των κειμένων, διαφαίνεται το ποιες ήταν οι κυρίαρχες αντιλήψεις και προσδοκίες της κοινωνίας σχετικά με τη συμπεριφορά των νέων αριστοκρατών και το πώς επιτυγχανόταν η μύηση και η τριβή τους με τις παγιωμένες πρακτικές μέσω ενός άτυπου συστήματος διαπαιδαγώγησης. Ο ενστερνισμός των κυρίαρχων αντιλήψεων και η υιοθέτηση των παγιωμένων πρακτικών συνιστούν βασικά εφόδια των νέων των κυρίαρχων τάξεων, σε καίρια ζητήματα της ενήλικης ζωής τους, και τους καθοδηγούν στον απώτερο στόχο, δηλαδή την κατάκτηση της αρετής και της καλοκαγαθίας. - 4 -

Μέρος Πρώτο: Αποσαφήνιση Εννοιών 1. Αποσαφήνιση Εννοιών 1.1 Η αγωγή Όλοι οι λαοί, για να επιτύχουν κάποιο βαθμό ανάπτυξης, τείνουν προς την αγωγή (Jaeger,1959α). Το περιεχόμενο της αγωγής είναι για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες το ίδιο, φυσικό, ηθικό και συγχρόνως πρακτικό (Jaeger,1959α). Είναι η αρχή εκείνη σύμφωνα με την οποία κάθε κοινότητα προσπαθεί να διατηρήσει και να διαιωνίσει το ανθρώπινο είδος, με διάφορες σωματικές και πνευματικές φροντίδες. Η αγωγή δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά ζήτημα της κάθε κοινότητας (Jaeger,1959α:20). Κάθε αγωγή, λοιπόν, είναι η άμεση επίδραση της ζωντανής κανονιστικής συνείδησης μιας ανθρώπινης κοινότητας είτε πρόκειται για την οικογένεια, την επαγγελματική ή κοινωνική τάξη, είτε πρόκειται για ευρύτερους δεσμούς, όπως η φυλή και το κράτος (Jaeger,1959α:20). Για τους αρχαίους Έλληνες η έννοια της αγωγής έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τους άλλους λαούς (Jaeger,1959α). Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική νοοτροπία, η ύπαρξη και η επιβίωση του ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με την οργάνωση και την ευημερία της κοινωνίας. Ο άνθρωπος νοείται ως ιδιώτης αλλά συγχρόνως και ως πολίτης της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Ο Πλάτωνας στο διάλογό του «Πρωταγόρας» παρουσιάζει ως στόχο της αγωγής των νέων αριστοκρατών τη δυνατότητα λήψης ορθών αποφάσεων τόσο σε θέματα που αφορούν την ιδιωτική τους ζωή όσο και σε θέματα που αφορούν την πόλη τους (318e-320c). Η αγωγή είναι μια έννοια πολύπλοκη, με πολυδιάστατη σημασία. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, επιλέξαμε τον ορισμό, σύμφωνα με τον οποίο «αγωγή είναι το σύνολο των ενεργειών και των επιδράσεων, που ασκούνται εκούσια από ένα ανθρώπινο ον σ ένα άλλο ανθρώπινο ον, και κατά βάση από έναν ενήλικο σ ένα νέο, και που προσανατολίζονται προς ένα σκοπό, ο οποίος συνίσταται στη διαμόρφωση στο νεαρό άτομο των κάθε είδους διαθέσεων, που αντιστοιχούν στους σκοπούς, για τους οποίους προορίζεται, όταν ωριμάσει» (Hubert,1959:28-29). Ο ορισμός αυτός εμπεριέχει τα βασικά συστατικά στοιχεία της έννοιας της αγωγής, δηλαδή προσμετρά το σύνολο των ενεργειών και των επιδράσεων που - 5 -

ασκούνται από ένα άτομο, κατά κανόνα ενήλικο σε ένα άλλο ανήλικο άτομο και έχουν ως στόχο την κατάκτηση ενός σκοπού. Ο σκοπός, λοιπόν, της αγωγής δεν είναι απλά η μάθηση και η απόκτηση γνώσεων (Jaeger,1959α), αλλά η υιοθέτηση των διαθέσεων εκείνων που θα εξυπηρετήσουν το άτομο όταν ωριμάσει, προκειμένου να κατακτήσει τους σκοπούς του (Beck,2012). Η αγωγή, όπως και η μόρφωση, είναι προϊόν ενσυνείδητης καλλιέργειας και όχι συμπτωματικής γένεσης (Jaeger,1959α:37). Η αγωγή συνιστά μια μακροχρόνια διαδικασία, μέσω της οποίας διαμορφώνονται όλες οι εκφάνσεις της προσωπικότητας του ατόμου (Jaeger,1959α:56), που συνοδεύουν τους νέους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Αποτελεί μια συνδυαστική προσπάθεια, καθώς προκύπτει από τις κατευθύνσεις της οικογένειας, των εκπαιδευτικών αλλά και της ίδιας της πόληςκράτους (Bitros&Karayiannis,2009). Ο ρόλος της αγωγής είναι διττός. Πρώτον, οφείλει να μεταδώσει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες ώστε να μπορέσει το άτομο να σταθεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις προκλήσεις της καθημερινής ζωής που θα επιφέρει η ενηλικίωσή του. Και δεύτερον, καλείται να μετακυλήσει τις επικρατούσες και κοινά αποδεκτές αρχές και νόρμες εφοδιάζοντας το άτομο με το ήθος που συνάδει των επιταγών της πόλης-κράτους της οποίας είναι πολίτης (Bitros&Karayiannis,2009). Απώτερος στόχος της αρχαίας ελληνικής αγωγής στην Αθήνα του 5 ου π.χ. αιώνα ήταν η κατάκτηση της αρετής, η οποία αποτυπώνεται στην έννοια του καλού καγαθού. 1.2 Ο καλός καγαθός Το ιδανικό της ελληνικής αγωγής στην κλασική Αθήνα συνοψίζεται σε μια λέξη την καλοκαγαθία, να είναι δηλαδή ο νέος «ωραίος» και «ενάρετος» (Marrou,1961), και το ιδανικό αυτό «διαμορφώνει και το είδος της αγωγής που ισορροπεί ανάμεσα στην καλλιέργεια του πνεύματος αλλά και την ενδυνάμωση του σώματος» (Λυκιαρδοπούλου-Κοντάρα,2005:8). Ο καλός καγαθός συνιστά μια έννοια που αποκρυσταλλώνει μια κατασκευή με κοινωνική και πολιτισμική βάση και αντιστοιχεί σε πρότυπα ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες της εποχής (Λυκιαρδοπούλου-Κοντάρα,2005:10). Η καλοκαγαθία αποτελεί μια κατάκτηση για τον άνδρα της αρχαίας Ελλάδας και, πιο συγκεκριμένα, για τον άνδρα της κλασικής Αθήνας. Μέσω του όρου εκφράζεται ένας ιδεώδης ανθρωπότυπος, που συμπεριλαμβάνει και ενέχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το ιδεώδες - 6 -

του καλού καγαθού άνδρα. Πρόκειται για τη γενική-θεωρητική εικόνα του ιδανικού ανθρώπου που διαπλάθεται μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε κοινωνίας και μέσω των βασικών αρχών που ικανοποιούν τις επιδιώξεις της (Jaeger,1959α). Χαρακτηριστική για τη σημασία και την έννοια της καλοκαγαθίας είναι η προσευχή του Σωκράτη στο τέλος του πλατωνικού έργου «Φαίδρος»: «Αγαπημένε μου Πάνα, και όσοι άλλοι θεοί κατοικείτε εδώ, δώστε να αποκτήσω την εσωτερική ομορφιά στην ψυχή μου κι όσα εξωτερικά έχω αγαθά, ας είναι αρμονικά με τα εσώτερά μου. Κι είθε να πιστεύω πλούσιο το σοφό, και το πλήθος του χρυσού να μου είναι τόσο ώστε να μην το κουβαλά ούτε να μπορεί να το σέρνει άλλος παρά μόνο ο σοφός» (279c). Η ουσία της καλοκαγαθίας είναι ηθικής φύσεως, αν και ως έννοια ενέχει μια διττή προσταγή. Ο καλός καγαθός πρέπει να είναι «καλός», έννοια που αφορά στο φυσικό κάλλος, δηλαδή στην εξωτερική ομορφιά που επιτυγχάνεται με την άσκηση του σώματος, και «αγαθός», έννοια που αναφέρεται στο πνεύμα και στην καλλιέργεια των πνευματικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων (Marrou,1961:81). Ο συνδυασμός ενός ακμαίου σώματος και ενός καλλιεργημένου πνεύματος καθιστούν το άτομο ολοκληρωμένο και αποτελούν την ουσία της καλοκαγαθίας. Σε ό,τι αφορά τη διάσταση του πολίτη, ο καλός καγαθός πολίτης είναι ένας άνθρωπος που προσέχει και φροντίζει το σώμα του, αναπτύσσει τις σωματικές του ικανότητες, εξασκεί τις πρακτικές δεξιότητες αλλά και καλλιεργεί το πνεύμα του ώστε να μπορεί να συμμετέχει ενεργά και με τον πιο θεμιτό τρόπο στα ζητήματα όχι μόνο του οίκου του αλλά και της πολιτείας (Marrou,1961). Η έννοια του καλού καγαθού ανταποκρίνεται σε μια αλυσίδα κριτηρίωνπροϋποθέσεων που στρέφονται γύρω από την ηθική και τη διανοητική συγκρότηση. Η εγγραμματοσύνη, η κατάκτηση δηλαδή στοιχειωδών γνώσεων, όπως της ανάγνωσης, της γραφής, της αρίθμησης, της μουσικής, αλλά και η ρητοροφιλοσοφική μύηση, ως προϊόν της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, αποτελούν μια όψη του νομίσματος. Ωστόσο, το εύρος και το βάθος της έννοιας του καλού καγαθού μας επιτρέπει να συμπεραίνουμε ότι η κατάκτηση αυτών των επιμέρους κριτηρίωνπροϋποθέσεων δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην εγγραμματοσύνη και τη ρητοροφιλοσοφική κατάρτιση, δηλαδή τη νοούμενη με σημερινούς όρους τυπική εκπαίδευση (Marrou,1961). Η βάση της περαιτέρω μύησης στην καλοκαγαθία - 7 -

εδράζεται σε μια πρακτική αγωγή μέσω της μεταβίβασης μιας κωδικοποιημένης εμπειρίας, μιας πρακτικής σοφίας (Beck,2012) που αφορά στο σύνολο των εκφάνσεων της καθημερινής ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του ατόμου. Μέρος Δεύτερο : Η Αγωγή στην Αρχαία Ελλάδα 2. Η Αγωγή στην Αρχαία Ελλάδα Η αγωγή στην αρχαία Ελλάδα συσχετιζόταν άμεσα με τις ανάγκες της κοινωνίας, ή αλλιώς της πόλης-κράτους, μέσα στην οποία αναπτυσσόταν. Επομένως, το ζητούμενο της διαπαιδαγώγησης, το ιδεώδες διέφερε σημαντικά μεταξύ των πόλεων-κρατών αλλά και μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων (Bitros&Karayiannis,2009 Jaeger,1959α). Πιο συγκεκριμένα, η εποχή που αποτυπώνεται μέσα από τα ομηρικά έπη χαρακτηρίζεται από συνεχείς πολεμικές συρράξεις. Κατά συνέπεια, το ιδεώδες που κυριαρχεί στην εν λόγω περίοδο είναι το ηρωικό (Marrou,1961), το ιδεώδες της πολεμικής ανδρείας (Jaeger,1959α:56). Η αυτόνομη και ευάλωτη σπαρτιατική κοινωνία (Bitros&Karagiannis,2009 Pomerey κ.ά.,2008) εξυψώνει το στρατιωτικό ιδεώδες, τη δημιουργία μιας πόλης στρατιωτών έτοιμων να υπερασπιστούν ανά πάσα στιγμή την πατρίδα τους, ενώ η δημοκρατική, φιλελεύθερη αθηναϊκή κοινωνία αποζητά το πολιτικό ιδεώδες, τη διάπλαση ενός νέου ιδεώδους τύπου ανθρώπου και πολίτη (Bitros&Karayiannis,2009 Jaeger,1959α). Το περιεχόμενο και τα μέσα της αγωγής αποτυπώνονται από τους ποιητές και μεταγενέστερα από τους νομοθέτες και τους πολιτικούς (Jaeger,1959α:187), προσαρμόζονται όμως στις ιδιαίτερες επιδιώξεις του ιδεώδους της κάθε ελληνικής πόλεως-κράτους, φέρουν δηλαδή, «τη σφραγίδα του πνεύματος της πόλης» (Jaeger,1959α:145). Ανεξάρτητα από τις επιμέρους επιδιώξεις των συστημάτων αγωγής, «το φυσικόν κατευθυντήριον κίνητρον της ιστορίας της ελληνικής παιδείας είναι μάλλον η έννοια της αρετής» (Jaeger,1959α:38), και ο απώτερος σκοπός όλων είναι η διαμόρφωση χρηστών μελών της κοινωνίας με βάση το εκάστοτε ιδεώδεςπρότυπο. Ειδικά η ανώτερη τάξη, και κυρίως η αριστοκρατία, επιδίωκε όλα τα νέα μέλη της, από νεαρή ηλικία, να λάβουν τέτοια αγωγή, η οποία να ανταποκρίνεται στο - 8 -

αποδεκτό ιδεώδες της αριστοκρατικής τάξης, να διαμορφώσουν επομένως την προσωπικότητά τους σύμφωνα με ένα σταθερό πρότυπο (Jaeger,1959α:56). Πρωταρχικό ζήτημα της αγωγής στην αρχαία Ελλάδα συνιστά ο συνδυασμός της σωματικής και της πνευματικής καλλιέργειας (Marrou,1961), είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ο Πλάτωνας ονομάζει τη γυμναστική και τη μουσική την «πάλαι καθεστηκυίαν παιδείαν». Εξίσου στοιχειώδους σημασίας είναι η μάθηση αρίθμησης, γραφής και ανάγνωσης. Μετά την απόκτηση της στοιχειώδους αυτής μόρφωσης ο νέος καλείται να κατακτήσει πρακτικές δεξιότητες και να ενστερνιστεί ηθικές αξίες που θα τον προετοιμάσουν ώστε να ενταχθεί στην κοινωνία και να προσφέρει με τις αρετές και τις ικανότητές του στο κοινωνικό σύνολο. Τα μέσα αγωγής, αν και -όπως προαναφέρθηκε- διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των πόλεων-κρατών, ενέχουν κάποια σημαντικά κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα, η σημασία του οικογενειακού περιβάλλοντος, η καλλιέργεια έξεων από νεαρή ηλικία και η αξία των κοινωνικών συναναστροφών συνιστούν στοιχειώδη συστατικά στοιχεία όλων των συστημάτων αγωγής. Στα παρακάτω υποκεφάλαια ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση των συστημάτων αγωγής της αρχαίας Ελλάδας. 2.1 Ο Όμηρος Ο Όμηρος αποτελεί, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τον «παιδαγωγό της Ελλάδας» και τα έπη του συνιστούν εγχειρίδια «πρακτικής ηθικής» (Marrou,1961:31) με αδιαμφισβήτητη «παιδαγωγική σκοπιμότητα» (Jaeger,1959α:64). Τα ομηρικά έπη συγκεντρώνουν τις πληροφορίες σχετικά με τις αρχές και τις επιδιώξεις της αγωγής των νέων στην αρχαία Ελλάδα. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε μέσα από τα ομηρικά έπη προκύπτουν από τα χαρακτηριστικά των ηρώων που παρουσιάζονται ως πρότυπα μίμησης. Η σημασία του προτύπου, του ορθού παραδείγματος, είναι ιδιαίτερα έντονο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής αγωγής, καθώς δρα με τρόπο κανονιστικό πάνω στη συμπεριφορά των ατόμων (Jaeger,1959α). Οι αρετές που εκθειάζονται μέσα από τα ομηρικά έπη κατακτιούνται μέσα από την αγωγή. Η αγωγή, όμως, δεν ήταν η ίδια για όλους στην αρχαία Ελλάδα, διέφερε μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων και το ηρωικό ιδεώδες περιοριζόταν για τους νέους αριστοκρατικής καταγωγής. Για παράδειγμα, τα παιδιά του «λαού» παιδαγωγούνταν μέσα στην οικογένεια από τον πατέρα τους και η αγωγή βασιζόταν στη μίμηση, μέσω της οποίας τα παιδιά ακολουθούσαν το παράδειγμα των - 9 -

μεγαλύτερων και αποκτούσαν τις απαραίτητες πρακτικές γνώσεις αλλά και ηθικές αρχές. Οι αριστοκρατικής καταγωγής νέοι παιδαγωγούνταν σύμφωνα με ένα καθορισμένο τύπο εκπαίδευσης, από άνδρες κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας έξω από το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, ακολουθώντας τις συμβουλές και το παράδειγμά τους, για να κατακτήσουν το υπέρτατο αγαθό της αρετής, σύμφωνα με το οποίο, ο νέος αριστοκράτης θα γινόταν γενναίος ήρωας, θα υπερείχε ανάμεσα στους ομοίους του και θα αναγνωριζόταν από την κοινότητα ως επιφανής και ανώτερος (Marrou,1961). Χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδαγωγών αποτελούν στη μυθολογική παράδοση οι σοφοί κένταυροι, ο Χείρωνας και ο Φοίνικας (Marrou,1961). Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί η έννοια της αριστοκρατίας στην αρχαία ελληνική εποχή. Η αριστοκρατία των ομηρικών χρόνων είναι μια κλειστή κοινωνική τάξη, με συναίσθηση της ηγετικής της θέσης, των προνομίων της και των ιδιαίτερων συνηθειών και τρόπων ζωής της (Jaeger,1959α:54). Αυτή η ηγετική θέση προϋπέθετε τη διαμονή σε μια δεδομένη γεωγραφική έκταση, την ιδιοκτησία γης και το σεβασμό στην παράδοση (Jaeger,1959α:55). Οι προϋποθέσεις αυτές επέβαλλαν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που έπρεπε να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Η αριστοκρατία φρόντιζε ώστε οι νέοι να λαμβάνουν «καλή ανατροφή», μια ενσυνείδητη αγωγή με αυστηρή πειθαρχία στους αυλικούς τρόπους και τα ήθη, με στόχο την κατάκτηση του αριστοκρατικού ιδεώδους (Jaeger,1959α:55). Το ύψιστο πρότυπο του ανδρικού χαρακτήρα κατά την ομηρική εποχή είναι η πολεμική ανδρεία (Jaeger,1959α:56). Η πολεμική αρετή, όμως, αν και κυρίαρχη μεταξύ των ομηρικών ηρώων, δεν είναι η μοναδική ένας ήρωας απαιτείται να έχει και πνευματικές και κοινωνικές αρετές. Κύρια ικανότητά του είναι η πονηρία του (Jaeger,1959α:56), με την έννοια κυρίως της εφευρετικότητας, καθώς και ένα πλήθος άλλων αρετών όπως η ευσέβεια προς τους θεούς, η αγάπη για την πατρίδα, η αφοσίωση στην οικογένεια, η φιλία, το ήθος, η τιμή, η δύναμη, η ανδρεία, ο ηρωισμός (Marrou,1961 Jaeger,1959α). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πρότυπο του ομηρικού ιδανικού συνιστούσε ο πολυμήχανος άνδρας (Marrou,1961), του οποίου η ζωή, αλλά και ο θάνατος, ήταν αφοσιωμένα στην κατάκτηση και υπεράσπιση της τιμής του (Jaeger,1959α). Για τις γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης, αληθής αρετή συνιστούσε το φυσικό τους κάλλος, αλλά και η νηφάλια ηθικότητά τους, καθώς και η σωφροσύνη τους σχετικά με τη διαχείριση του οίκου τους (Jaeger,1959α). - 10 -

Μέσα αγωγής των νεαρών ευγενών είναι τα αγωνίσματα, η ιππική άσκηση και οι τέχνες, όπως η εξάσκηση στη λύρα, ενώ φορέας αγωγής, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι κάποιος πρεσβύτερος τον οποίο ο νέος εμπιστεύεται (Marrou,1961:28) και η οικογένεια έχει αναθέσει σε αυτόν τη διαπαιδαγώγησή του. Η φύση της αγωγής, όπως διαφαίνεται μέσα από τα ομηρικά έπη, είναι διττή και ενέχει μια τεχνική και μια ηθική διάσταση. Στην τεχνική διάσταση, ο νέος ευγενής μαθαίνει να χειρίζεται τα όπλα, να παίρνει μέρος σε αγωνίσματα και γυμνάσια, να ασχολείται με το κυνήγι και την ιππασία, να παίζει μουσική, καθώς και να έχει ορθή συμπεριφορά και γνώση του κόσμου. Στην ηθική διάσταση, μαθαίνει να ενστερνίζεται το ηρωικό πρότυπο του ανδρός της εποχής του και να στοχεύει στην ολοκλήρωση του ηθικού ιδεώδους του «τέλειου ιππότη» (Marrou,1961). 2.2 Η αγωγή στη Σπάρτη Η Σπάρτη, από τον 8 ο αιώνα έως τον 6 ο αιώνα π.χ., ήταν ένα κατ εξοχήν στρατιωτικό κράτος, αλλά και ένα πολιτισμικό κέντρο δεκτικό στους ξένους και τις τέχνες (Marrou,1961). Ως εκ τούτου, η αγωγή που παρείχαν στους νέους ανταποκρινόταν πρωτίστως στο στρατιωτικό ιδεώδες, ένα ιδεώδες που διέφερε πλέον από το «αγωνιστικό» ιδεώδες του Ομήρου. Απέναντι στην αγωγή του «ιππότη», οι Σπαρτιάτες αντιπαραθέτουν την αγωγή του «στρατιώτη», μια αγωγή που βασίζεται κυρίως στην εκπαίδευση για το σωστό χειρισμό των όπλων (Marrou,1961). Στόχευαν στη δημιουργία μιας «πόλης στρατιωτών», που θα ήταν προετοιμασμένοι ανά πάσα στιγμή να υπερασπιστούν την πόλη τους και να αποκτήσουν έτσι την ύψιστη τιμή που θα μπορούσε να δοθεί σε άνδρα (Marrou,1961). Την εποχή εκείνη, η σπαρτιατική παιδεία δεν αγνοούσε τις τέχνες και, κυρίως, ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στο ρόλο της μουσικής, που με τις διάφορες πλευρές της συντελούσε στην πνευματική καλλιέργεια των νέων ευγενών (Marrou,1961 Jaeger,1959α). Γύρω στο 550 π.χ., όμως, η εξελικτική πορεία της Σπάρτης ως πολισμικού κέντρου διακόπτεται λόγω μιας κοινωνικοπολιτικής επανάστασης που επιφέρει στην πόλη μια κατάσταση τυραννίας και αστυνόμευσης (Marrou,1961). Και τα αποτελέσματα της αλλαγής αυτής ήταν εμφανή στην παιδεία. Θεμελιωτής του νέου εκπαιδευτικού συστήματος της Σπάρτης ήταν ο Λυκούργος, νομοθέτης της πόληςκράτους (Pomeroy κ.ά.,2008 Jaeger,1959α). Η εκπαίδευση συνιστούσε μέριμνα της πολιτείας, ήταν σκληρή και απαιτητική, καθώς εξυπηρετούσε τη βασικότερη - 11 -

επιδίωξη της Σπάρτης ως πόλης-κράτους, δηλαδή τη διατήρηση της αυτονομίας της (Marrou,1961). Με απώτερο σκοπό την αυτονομία και την εσωτερική πειθαρχία, το εκπαιδευτικό σύστημα της Σπάρτης απέβλεπε στην καταστολή του προσωπικού στοιχείου και την καλλιέργεια του ομαδικού πνεύματος (Bitros&Karayiannis,2009 Marrou,1961). Η σπαρτιατική αγωγή έγινε κατά κόρον μια αγωγή στρατιωτική. Οι νέοι Σπαρτιάτες από το έβδομο έτος της ηλικίας τους εισέρχονταν στην «αγωγή», ένα αυστηρό σύστημα διαπαιδαγώγησης του οποίου την ευθύνη είχε η πολιτεία. Στην «αγωγή» οι Σπαρτιάτες ασκούνταν ομαδικά και, μέσα από τη σκληραγωγία και τη λιτότητα, μάθαιναν να πολεμούν. Ως βασική παιδαγωγική μέθοδο χρησιμοποιούσαν τη φυσική βία, έτσι ώστε οι νέοι Σπαρτιάτες να εξοικειώνονται με τον πόνο και να αναπτύσσουν τον ανδρισμό αλλά και τη μαχητικότητά τους (Marrou,1961). Στην «αγωγή» παρέμεναν ως και το 20 ό έτος της ηλικίας τους, ενώ ως το 30 ό είχαν την υποχρέωση να βρίσκονται σε κατάσταση ετοιμότητας για την υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας τους, στερούμενοι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αλλά και την εργασία (Bitros&Karayiannis,2009). Στα πλαίσια της «αγωγής» τα αγόρια μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν, ουσιαστικά, όμως, ο στρατιωτικός τομέας υπερίσχυε σε βάρος του πνευματικού. Σε κάθε περίπτωση, η πνευματική καλλιέργεια των Σπαρτιατών δεν αποτελούσε προτεραιότητα (Bitros&Karayiannis,2009). Μέσα στα αυστηρά όρια της «αγωγής» οι νέοι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονταν στη χρηστή κοινωνική συμπεριφορά, την αφοσίωση στην πατρίδα και την υπακοή στους νόμους (Marrou,1961). Ειδοποιός και αξιοσημείωτη διαφορά του σπαρτιατικού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν η ενασχόλησή του με τις γυναίκες (Flaceliére,1990). Οι γυναίκες της Σπάρτης είχαν ως αποστολή να γεννήσουν υγιή και ρωμαλέα παιδιά και να τα αναθρέψουν σωστά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέχρι να τα παραδώσουν στην ευθύνη της πολιτείας. Εν όψει των παραπάνω υποχρεώσεων της Σπαρτιάτισσας, οι γυναίκες στη Σπάρτη αθλούνταν, λάμβαναν δημόσια εκπαίδευση και διατρέφονταν σωστά με έξοδα της πολιτείας (Pomeroy κ.ά.,2008). - 12 -

2.3 Η αγωγή στην Αθήνα Σε όλο σχεδόν τον ελληνικό κόσμο του 7 ου αιώνα π.χ. επικρατεί στην εκπαίδευση των νέων το πολιτικό και πολεμικό ιδεώδες που κυριαρχούσε στη Σπάρτη, με βασικό στοιχείο την αφοσίωση του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο (Marrou,1961). Στην Αθήνα, όμως, έναν αιώνα αργότερα, αλλάζει ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης και επικρατεί περισσότερο το πολιτικό στοιχείο σε βάρος του στρατιωτικού (Marrou,1961). Η αγωγή στην αρχαία Αθήνα άρχισε να διαφέρει σημαντικά από το σπαρτιατικό πρότυπο και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μεταβαίνουμε «από την αγωγή των στρατιωτών στην αγωγή των γραμματισμένων» (Marrou,1961:69). Η πρώτη ενσάρκωση αυτού του αττικού πνεύματος θεωρείται ο Σόλωνας, γιατί ως ποιητής άσκησε σημαντική επίδραση στην αττική παιδεία με το να διδάσκονται και να αποστηθίζουν οι μαθητές τα ποιήματά του. Αλλά ο Σόλωνας ήταν και νομοθέτης της αθηναϊκής κοινωνίας και το βασικό στοιχείο που διείπε τη λογική της αθηναϊκής νομοθεσίας ήταν η έννοια του μέτρου και η συνένωση του ατομικού με το κοινωνικο-πολιτικό στοιχείο του ατόμου (Jaeger,1959α:172-186). Η εκπαίδευση στην Αθήνα εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ίδιας της πόλης-κράτους και αυτό που χρειαζόταν μια δημοκρατική πολιτεία ήταν, κυρίως, οι χρηστοί πολίτες (Bitros&Karayiannis,2009). Η εκπαίδευση στην αρχαϊκή και κλασική Αθήνα ήταν προνόμιο της αριστοκρατίας και δε συνιστούσε υποχρέωση της πολιτείας (Marrou,1961 Flaceliére,1990). Η διεύρυνση, όμως, των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων των πολιτών ως προς τα κοινά ανάγκασε την πολιτεία να ασχοληθεί περισσότερο συστηματικά με το ζήτημα της εκπαίδευσης (Marrou,1961). Σε αντίθεση με τη Σπάρτη, η προσωπική ελευθερία ήταν προαπαιτούμενο της αθηναϊκής αγωγής και εξυπηρετούσε την επιδίωξη στο να γίνουν οι νέοι της Αθήνας χρηστά μέλη της κοινωνίας με ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα (Jaeger,1959α). Το πρώτο στάδιο της εκπαίδευσης διαρκούσε ως την ηλικία των επτά ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου την ευθύνη είχαν οι γονείς. Οι γονείς μαζί με την παραμάνα και τον παιδαγωγό προσπαθούσαν, χρησιμοποιώντας νουθεσίες και απειλές, να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά και να τους διδάξουν την αρετή. Ο στόχος της εκπαίδευσης ήταν ηθοπλαστικός και αποσκοπούσε στην ηθική βελτίωση του παιδιού, να διδαχθεί δηλαδή το παιδί, ήδη από τη νηπιακή ηλικία, το δίκαιο και το - 13 -

άδικο, το καλό και το κακό, το όσιο και το ανόσιο (Πρωταγόρας,324d-326e). Το δεύτερο στάδιο διαρκούσε από το έκτο ή το έβδομο έως το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και αφορούσε στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Σε αυτό το στάδιο οι νέοι εκπαιδεύονταν από τους δασκάλους, το γραμματιστή, τον παιδοτρίβη και τον κιθαριστή, στα γράμματα (γραφή, ανάγνωση, αρίθμηση), τη φυσική αγωγή και τη μουσική, αντίστοιχα (Flaceliére,1990). Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στο δεύτερο αυτό στάδιο ήταν επίσης ηθοπλαστικό αλλά και γνωστικό, με στόχο την «ευκοσμίαν» των μαθητών, δηλαδή την ευπρεπή συμπεριφορά των παιδιών, βάζοντάς τους να αποστηθίζουν ποιήματα μεγάλων ποιητών, ώστε να παραδειγματίζονται από τους αρχαίους ήρωες (Πρωταγόρας,324d-326e). Από το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και μετά, οι νέοι έφευγαν από τους δασκάλους τους και τη διαπαιδαγώγησή τους αναλάμβανε η πολιτεία, ενθαρρύνοντάς τους να μαθαίνουν τους νόμους και να υπακούουν σε αυτούς, επιβάλλοντας ταυτόχρονα κυρώσεις στους παραβάτες τους (Πρωταγόρας,324d-326e). Τέλος, στο δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, οι νέοι υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία και ολοκλήρωναν το βασικό κύκλο σπουδών τους (Bitros&Karayiannis,2009). Η εκπαίδευση των παιδιών προϋπέθετε χρόνο και χρήμα, πράγμα που σημαίνει ότι παρέμενε κατά κανόνα προνόμιο των πλουσιότερων και των ευγενών. Είδαμε, λοιπόν, ότι στόχος της εκπαίδευσης στην Αθήνα ήταν η κατάκτηση γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων, καθώς και η απόκτηση καλών τρόπων. Κεντρικό, όμως, στόχο της αθηναϊκής αγωγής αποτελούσε και η ηθική διαπαιδαγώγηση, η κατάκτηση της οποίας ξεκινούσε από πολύ νωρίς καθώς οι Αθηναίοι φρόντιζαν να καλλιεργούν αγαθές συνήθειες (έξεις) στα παιδιά τους από πολύ μικρή ηλικία (Jaeger,1959α). Ωστόσο, απώτερος σκοπός της αθηναϊκής αγωγής ήταν η επίτευξη του ιδανικού, η κατάκτηση του ιδεώδους ανθρωποτύπου, του καλού καγαθού πολίτη (Marrou,1961). Η εκπαίδευση στην Αθήνα υπάκουε σε κάποιες νόρμες αλλά δεν ήταν θεσμοθετημένη με τη σημερινή έννοια του όρου. Πρώτον, δεν ήταν υποχρεωτική, δεύτερον διαφοροποιούνταν σημαντικά κατά περίπτωση, καθώς δεν υπήρχαν ενιαία προαπαιτούμενα, και τρίτον, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ποιότητα και το χαρακτήρα του διδασκάλου είτε της στοιχειώδους είτε της ανώτερης εκπαίδευσης. Επιπρόσθετα, η χρήση εγχειριδίων δεν ήταν διαδεδομένη και από την εκπαίδευση αποκλείονταν τα κορίτσια. Η εκπαίδευση στην Αθήνα παρέμενε μια εκπαίδευση προφορική (Thomas,1992), ο χαρακτήρας της ήταν ιδιωτικός και μπορούσε να - 14 -

διαρκέσει σε όλη τη ζωή του αθηναίου πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, το βασικό παιδαγωγικό μέσο ήταν η μίμηση και η εκπαίδευση μέσω παραδειγμάτων- προτύπων (Marrou,1961). Οι Αθηναίοι φρόντιζαν τα παιδιά τους να έρχονται σε επαφή με αξιόλογα άτομα που αναγνωρίζονταν ως τέτοια σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας τους. Μέσω της επαφής με τα άτομα αυτά, και μέσω της τριβής με τον τρόπο σκέψης, ομιλίας και συμπεριφοράς τους, οι νέοι μάθαιναν και σταδιακά υιοθετούσαν τις αρετές των αναγνωρισμένων αυτών αντρών (Marrou,1961). Αλλά και η ίδια η πόλη της Αθήνας δίδασκε τους πολίτες της, εκτός από τους νόμους, και με άλλους παιδευτικούς θεσμούς όπως το θέατρο, οι γιορτές και οι διάφορες τελετές. Η Αθήνα, άλλωστε, κατά την εποχή του Περικλή, ήταν το σημαντικότερο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο ανάμεσα στις πόλεις του ελληνικού κόσμου, το κέντρο της καλλιτεχνικής και πνευματικής καλλιέργειας και πηγή έμπνευσης όλης της κλασικής Ελλάδας, στην οποία συνέρρεαν για να εγκατασταθούν οι σημαντικότεροι διανοούμενοι της εποχής εκείνης. Δίκαια, λοπόν, ο Θουκυδίδης στο έργο του «Περικλέους Επιτάφιος» την ονομάζει «Ελλάδος παίδευσιν» (2,41). 2.4 Οι Σοφιστές Στη διάρκεια του 5 ου π.χ. αιώνα στον ελληνικό χώρο και κυρίως στην Αθήνα διαπιστώνουμε μια αλλαγή, η οποία παρατηρείται στο χώρο της εκπαίδευσης. Η μέχρι τώρα παραδοσιακή παιδεία αναγκάστηκε, λόγω των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, να ενσωματώσει στην αγωγή και ένα πλήθος άλλων γνώσεων, όπως τη φιλοσοφία, τη ρητορική, την πολιτική θεωρία, τα νομικά (Πατρικίου,2003:22). Η ελληνική πόλη-κράτος γίνεται ένας περίπλοκος θεσμός και ο πολίτης για να εκπληρώσει τις προσωπικές του υποθέσεις αλλά και για να ανταποκριθεί στις πολιτικές του υποχρεώσεις έπρεπε να κατέχει ειδικότερες γνώσεις για θέματα που τον απασχολούσαν (Πατρικίου,2003:22). Η ζήτηση, επομένως, για μια αγωγή που θα ξεπερνούσε τη γραφή, την ανάγνωση και τη μουσική, τη στοιχειώδη δηλαδή εκπαίδευση, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διδασκάλων ικανών, που θα μπορούσαν να προσφέρουν αυτές τις νέες γνώσεις, έναντι αμοιβής. Οι διδάσκαλοι αυτοί ονομάζονταν σοφιστές και μεταξύ αυτών ο Πρωταγόρας, ο Ιππίας, ο Πρόδικος, ο Κριτίας, ο Γοργίας αποτελούν κάποιους από τους πιο γνωστούς. Η εμφάνιση των σοφιστών συνιστά μια απάντηση στην έλλειψη συστηματικής και ενσυνείδητης - 15 -

αγωγής για τη διάπλαση του ιδεώδους τύπου ανθρώπου, του πολίτη (Jaeger,1959α:325). Οι σοφιστές πίστευαν στην παντοδυναμία της αγωγής, υποστήριζαν ότι η αρετή διδάσκεται και πρέσβευαν τη θεμελίωση «της αρετής επί γνώσεως» (Jaeger,1959α:327). Η εμφάνιση των σοφιστών, όμως, συμπίπτει με κάτι πέρα από την αντίληψη περί του διδακτού της αρετής, συμπίπτει με τη σταδιακή επιβολή του πεζού λόγου έναντι της ποιήσεως, μαρτυρώντας μια μεταστροφή σε έναν ορθολογικότερο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων (Jaeger,1959α:333) και σε ένα συστηματικότερο τρόπο αντιμετώπισης της εκπαίδευσης. Οι σοφιστές δεν ίδρυαν σχολές, αλλά εφάρμοζαν την τεχνική της μαζικής διδασκαλίας συγκεντρώνοντας και διδάσκοντας τους μαθητές τους σε δημόσιους χώρους (Marrou,1961). Βασική μέριμνα των σοφιστών ήταν η διδασκαλία της πολιτικής αρετής, της εκπαίδευσης δηλαδή χρηστών πολιτών, ικανών να αναλάβουν τόσο τις υποθέσεις του οίκου τους όσο και τις υποθέσεις της πολιτείας (Marrou,1961). Κατά συνέπεια, έδιναν μεγάλη βάση στην πρακτική εφαρμογή των διδαγμάτων τους και αναγνώριζαν την αξία της χειρωνακτικής εργασίας (Jaeger,1959α). Απώτερος, όμως, στόχος ήταν η καλλιέργεια των πνευματικών δεξιοτήτων των μαθητών τους και ιδιαίτερα όσων άπτονταν των πολιτικών τους καθηκόντων, πράγμα που ερμηνεύει το πιο χαρακτηριστικό αντικείμενο της διδασκαλίας των σοφιστών, την εκμάθηση της ρητορικής τέχνης (Marrou,1961). Ο όρος ρητορική «δηλώνει συγκεκριμένα την πολιτική τέχνη της δημόσιας ομιλίας, όπως αυτή εξελίχθηκε σε συνελεύσεις με διερευνητικό χαρακτήρα, σε δικαστήρια και σε άλλες επίσημες περιπτώσεις υπό το καθεστώς της καταστατικής διακυβέρνησης στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, ειδικά στην αθηναϊκή δημοκρατία» (Kennedy,2005:9). Η ρητορική εκφράζει μια αντίληψη σχετικά με τη δύναμη των λέξεων και συνάδει με μια επιλογή που σχετίζεται με το χρηστό τρόπο άσκησης επιρροής σε πράξεις άλλων. Μέσα στην αθηναϊκή δημοκρατία η ρητορική εξελίχθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι απαραίτητη σε όποιον επιθυμούσε να παρεμβαίνει στην πολιτική (Πατρικίου,2003:22). Η ρητορική αποτέλεσε έτσι συστηματικό τμήμα της επίσημης «ανώτερης» εκπαίδευσης, γιατί από μόνη της η φυσική ευγλωττία δεν επαρκούσε για όποιον ήθελε να παίρνει το λόγο στην εκκλησία του δήμου ή να αγορεύει στα δικαστήρια (Πατρικίου,2003:22) και επηρέασε βαθύτατα τη δομή και το ύφος του συνόλου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Kennedy,2005). - 16 -

2.5 Πέρα από τους Σοφιστές Η σχέση των φιλοσόφων με την εκπαίδευση είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά οι προσεγγίσεις τους ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές των σοφιστών. Οι φιλόσοφοι, σε ένα πρώτο επίπεδο, δεν πίστευαν ότι η αρετή είναι ή θα μπορούσε να είναι αντικείμενο διδασκαλίας και διαφωνούσαν με την εμπορευματοποίησή της. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, δε στόχευαν με τη διδασκαλία τους να εκπαιδεύσουν τους μαθητές τους σε επιμέρους δεξιότητες όπως η ρητορική (Marrou,1961). Οι φιλόσοφοι πίστευαν στην ηθική και διανοητική τελείωση του ανθρώπου μέσω του στοχασμού, του λόγου και την αναζήτηση της αλήθειας (Jaeger,1959α:188-190). Ο Σωκράτης, όντας στο μεταίχμιο μεταξύ των σοφιστών και των φιλοσόφων, πιστεύει πως η αρετή βρίσκεται μέσα στη γνώση και πρεσβεύει το διδακτό της αρετής. Αυτός έστρεψε το φιλοσοφικό στοχασμό προς τον άνθρωπο και την κοινωνία του (Πατρικίου,2003:36). Με τα πολιτικά προβλήματα είχαν ασχοληθεί και οι παλαιότεροι φιλόσοφοι και τα θέματα ηθικής απασχόλησαν και τους σοφιστές, ο Σωκράτης όμως δεν ενδιαφερόταν μόνο για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά αναζητούσε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, ανεξάρτητης από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες και πέρα από την αντίληψη του κάθε ανθρώπου (Πατρικίου,2003:36). Ο Σωκράτης δηλαδή αναζητούσε το απόλυτο και απέρριπτε το σχετικό, ενδιαφερόταν για την ουσία της ηθικής και όχι για τα ηθικά φαινόμενα (Πατρικίου,2003:36). Παρότι δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο, η φιλοσοφία του μας είναι γνωστή κυρίως μέσα από τα έργα του Πλάτωνα αλλά και άλλων μαθητών του, όπως του Ξενοφώντα. Η μέθοδος διδασκαλίας του Σωκράτη είναι η διαλεκτική και η μαιευτική. Η διαλεκτική, που σημαίνει διάλογος, είναι η σταδιακή αναίρεση των θέσεων του συνομιλητή και η επίσης σταδιακή προσπάθεια να εξαχθεί ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας (Πατρικίου,2003:35). Σύμφωνα με τη μαιευτική, ο Σωκράτης δεν παραθέτει ο ίδιος την άποψή του ή κάποια θεωρία, αλλά ξεκινούσε συζήτηση για κάποιο ζήτημα που τον απασχολούσε και κατά προέκταση απασχολούσε την κοινωνία και με την πρόφαση ότι δε γνωρίζει κάτι για το ζήτημα αυτό (σωκρατική ειρωνεία), προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από το συνομιλητή του (Πατρικίου,2003:35). Βασικός στόχος του ήταν να εξαχθούν καθολικά συμπεράσματα μέσα από τη σκέψη του συνομιλητή του, τα οποία θα ξεπερνούν την εμπειρία και θα καταλήγουν στην απόλυτη γνώση, που αποτελούσε την αλήθεια, τη - 17 -

στέρεη βάση πάνω στην οποία θεμελιώνονταν έννοιες όπως το καλό, το δίκαιο, το θάρρος, η σωφροσύνη, η αρετή, η ομορφιά και η σοφία (Πατρικίου,2003:37). Ο Πλάτωνας (428/9-347 π.χ.) καταγόταν από αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια και έλαβε την παιδεία των αριστοκρατικών γόνων της Αθήνας της εποχής εκείνης (Πατρικίου,2003:40). Κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων ασχολήθηκε με την τραγική ποίηση αλλά, μετά τη γνωριμία του με το Σωκράτη, εγκατέλειψε την ποίηση και έγινε ο βασικός εκφραστής της σωκρατικής φιλοσοφίας. Γνώρισε το Σωκράτη όταν ήταν είκοσι χρόνων και παρέμεινε κοντά του ως το θάνατο του δασκάλου του (399 π.χ). Μετά το θάνατο του Σωκράτη κατέφυγε στα Μέγαρα και, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή των έργων του. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στην Κάτω Ιταλία και Σικελία και με το γυρισμό του στην Αθήνα ίδρυσε τη φιλοσοφική του σχολή, την Ακαδημία (387 π.χ.). Ο Πλάτωνας έχει γράψει 36 έργα και είναι όλα, εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές, διαλογικά. Η μέθοδός του είναι η διαλεκτική, δηλαδή η αναζήτηση της φιλοσοφικής αλήθειας μέσα από τη ζωντανή αντιπαράθεση και τον άμεσο έλεγχο των αντίθετων απόψεων (Πατρικίου,2003:44). Στα έργα του αναπτύσσει τη φιλοσοφία του που χαρακτηρίζεται ως ιδεοκρατική. Για τον Πλάτωνα, ιδέες είναι οι γενικοί και αιώνιοι τύποι πραγμάτων που γίνονται αντιληπτοί μέσα από το λόγο και τη γνώση. Πέρα από τα σοβαρά θέματα που συζητούνται στους διαλόγους του, ο Πλάτωνας παρεμβάλλει σκηνές από την καθημερινή ζωή των Αθηναίων στην αγορά, τα γυμνάσια, τα συμπόσια καθώς και τα διάφορα πειράγματα που γίνονταν μεταξύ των συνομιλητών (Πατρικίου,2003:44). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί μελετητές του Πλάτωνα να χαρακτηρίσουν τους διαλόγους του φιλοσοφικά παιχνίδια. Ο Πλάτωνας, όμως, θεωρούσε ότι το παιχνίδι είχε μεγάλη παιδευτική σημασία και τα μαθήματα μιας ιδανικής πολιτείας θα έπρεπε να έχουν τη μορφή ενός διανοητικού παιχνιδιού, στο τέλος του οποίου το συμπέρασμα να μην παρέχεται τυποποιημένο στους μαθητές αλλά να το εξάγει ο καθένας μόνος του (Πατρικίου,2003:44). Τα έργα του Πλάτωνα που θα μελετηθούν στα πλαίσια της παρούσας εργασίας είναι το «Συμπόσιον» και ο «Φαίδρος», έργα που πραγματεύονται τον έρωτα. Το «Συμπόσιον» πραγματεύεται το γήινο και τον ουράνιο έρωτα, την ομορφιά, τη σοφία, την επιθυμία και την αρετή. Ο πλατωνικός έρωτας είναι μια πραγματεία για την ιδέα του κάλλους όπου έρωτας είναι η επιθυμία και η αγάπη για το ωραίο. Ο Πλάτωνας δείχνει ότι η ιδέα του έρωτα υπάρχει μέσα στο θεό. Στο επίπεδο αυτό, ο έρωτας δε σχετίζεται με την ηδονή, η φύση της οποίας είναι εφήμερη - 18 -

και φθαρτή. Ο πλατωνικός έρωτας αφορά στην αγάπη για το κάλλος, τη φυσική και ηθική ομορφιά και προσφέρει ορμή για μάθηση και γνώση. Ο Ξενοφώντας (430-355 π.χ.) προερχόταν από εύπορη αθηναϊκή οικογένεια της τάξης των ιππέων και εμψύχωνε το ιδανικό της καλοκαγαθίας, καθώς συνδύαζε αρμονικά τη σωματική ωραιότητα με την ψυχική ανωτερότητα και ευφυΐα. Ο Ξενοφώντας δεν παρέμεινε στην Αθήνα καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αρχικά, πήρε μέρος στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του Αρταξέρξη στην Ασία, ενώ η μετέπειτα συμμετοχή του στη μάχη της Κορώνειας στο πλευρό των Λακεδαιμονίων είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του από την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του κατοικούσε στη Σκιλλούντα, όπου και αφιερώθηκε στη συγγραφή των έργων του. Η ύστερη συμμαχία της Αθήνας με τους Λακεδαιμονίους εναντίον των Θηβαίων σήμανε την άρση της απόφασης της εξορίας του και την επιστροφή του στην Αθήνα. Ο Ξενοφώντας διετέλεσε μαθητής του Σωκράτη και επηρεάστηκε από τη διδασκαλία και τις ιδέες του, αν και παρέμεινε ένας ουσιαστικά πρακτικός φιλόσοφος, καθώς δεν προχώρησε στη βαθύτερη επιστημονική διερεύνηση ηθικών θεμάτων, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα του ενεργού βίου (Μερεντίτης,1993). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Ξενοφώντα είναι παιδαγωγικό, διδακτικό, και, παρότι τα έργα του στερούνται της φιλοσοφικής σκέψης του Πλάτωνα και της ιστορικής ακρίβειας του Θουκυδίδη, διακρίνονται για τη γλαφυρότητα της γλώσσας τους και φωτίζουν με τρόπο μοναδικό πολλές εκφάνσεις της ζωής στην αρχαία Ελλάδα. Τα έργα του Ξενοφώντα που θα μελετηθούν στα πλαίσια της παρούσας εργασίας είναι ο «Οικονομικός», το «Περί Ιππικής», ο «Ιππαρχικός» και ο «Κυνηγετικός». Ο «Οικονομικός» αφορά την τέχνη της οικιακής οικονομίας και τη γεωργία. Το σύγγραμμα του Ξενοφώντα «Περί Ιππικής» είναι ένα είδος εγχειριδίου που άπτεται της ιππικής τέχνης. Από τα άλλα δύο έργα που θα εξετασθούν, ο «Ιππαρχικός» διερευνά τις στρατιωτικές αρχές και ο «Κυνηγετικός» στοχεύει στη μύηση του αναγνώστη στην κυνηγετική τέχνη. - 19 -

Μέρος Τρίτο: Τα Κείμενα 3. Η αρχαία ελληνική γραμματεία ως μέσο αγωγής Η Αθήνα του 4 ου και 5 ου π.χ. αιώνα ήταν μια κοινότητα όπου ένας σημαντικός αριθμός των μελών της γνωρίζονταν, συναντιούνταν και συνεδρίαζαν σε υπαίθριους χώρους όπως στην Πνύκα, το Βουλευτήριο ή την αγορά, το θέατρο του Διονύσου ή το λιμάνι. Στους χώρους αυτούς οι αθηναίοι πολίτες συνδιαλέγονταν, αντάλλασσαν πληροφορίες (Μίσιου,1999) αλλά και εκπαιδεύονταν. Η παιδεία στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν συνώνυμη της γνώσης, της στοιχειώδους εκπαίδευσης (γραφή, ανάγνωση, αρίθμηση, μουσική και γυμναστική) (Thomas,1992:151), αλλά προερχόταν από το σύνολο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατά την προφορική αναπαραγωγή του περιεχομένου των κειμένων της μεταξύ ενός κύκλου των γραμματισμένων (Thomas,1992:4). Η αρχαία ελληνική γραμματεία είναι μια γραμματεία ρητορική «υπό την έννοια ότι ο σκοπός της είναι να επηρεάσει τον αναγνώστη με κάποιο τρόπο, να διδάξει και να ευχαριστήσει» (Kennedy,2005:10). Μέχρι το τέλος του 4 ου π.χ. αιώνα η ρητορική «έγινε η βάση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που παρέμεινε σ ολόκληρη την αρχαιότητα» (Easterling&Knox,2000:666) και έφτασε στην πλήρη ανάπτυξή της κατά τη διάρκεια του 5 ου αιώνα π.χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία. Η ρητορική, με άλλα λόγια, και οι τεχνικές της ήταν προϊόν της δημοκρατίας (Easterling&Knox,2000) και ήταν πλέον απαραίτητη για όποιον επιθυμούσε να πάρει το λόγο στην εκκλησία του δήμου ή να αγορεύσει σε δικαστήριο (Πατρικίου,2003:22). Ο Αριστοτέλης, σε μια διάκριση του είδους των ρητορικών λόγων, διακρίνει τους δικανικούς, τους συμβουλευτικούς και τους επιδεικτικούς. Οι δικανικοί λόγοι εκφωνούνταν στα δικαστήρια και ήταν κατηγορίες ή απολογίες με στόχο την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας ενός κατηγορουμένου με βάση το νόμο και το αίσθημα του δικαίου (Δάλκος κ.ά.,2003:17). Οι συμβουλευτικοί ήταν πολιτικοί λόγοι, που εκφωνούνταν στις συνελεύσεις του λαού, με στόχο να συμβουλεύσουν το ακροατήριο σε σχέση με το ποιες ενέργειες πρέπει να κάνει ώστε να επιτύχει το συμφέρον του και να αποφύγει πολιτικά σφάλματα (Δάλκος κ.ά.,2003:15). Οι επιδεικτικοί ή πανηγυρικοί λόγοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι επιτάφιοι (Δάλκος κ.ά.,2003:18), εκφωνούνταν στις διάφορες εορτές και - 20 -

συγκεντρώσεις και δε ζητούν από το ακροατήριο να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο αλλά στοχεύουν να επηρεάσουν τις αξίες και τις πεποιθήσεις του (Kennedy,2005). Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η διδασκαλία της ρητορικής, και γενικότερα η δεξιότητα και ο σωστός χειρισμός του λόγου, προσέφερε γενικότερη καλλιέργεια και άσκηση με στόχο τη διόρθωση των φυσικών ελαττωμάτων και την κατάρτιση ανθρώπων ικανών να αναλάβουν δράση (Δάλκος κ.ά.,2003:22). Η παιδεία στην Αθήνα του 5 ου π.χ. αιώνα ήταν συνώνυμη της αρετής (Jaeger,1959α) και ο δρόμος προς την αρετή διδασκόταν μέσα από λόγους επιδεικτικούς και συμβουλευτικούς, μέσα από παραδείγματα, μέσα από τη δράση δηλαδή ανθρώπων καλών καγαθών. Η αρετή ήταν η αναγκαία εκείνη ιδιότητα που θα επέτρεπε στον κάθε άνθρωπο να συμμετέχει στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης του, γι αυτό και οι γονείς αλλά και η ίδια η πόλη, προσπαθούσαν να εμφυσήσουν στους νέους τα διδάγματα και τα παραδείγματα εκείνα που θα τους έκαναν δίκαιους και σώφρονες (Πατρικίου,2003:52). Τα παραδείγματα αυτά συνιστούσαν το περιεχόμενο πολλών κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και στόχευαν, μέσα από τη μίμηση, να καθοδηγήσουν τους πολίτες σε χρηστές συμπεριφορές (Μίσιου,1999). Η σημασία της καθοδήγησης, της μίμησης και του παραδείγματος διαφαίνεται σε πολλά σημεία των κειμένων που αποτέλεσαν το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε τα λόγια του Σωκράτη στον Ισχόμαχο «θα προσπαθήσω από αύριο πάλι να σε μιμηθώ» (Οικονομικός,ΧΙ,10), θαυμάζοντας τις ικανότητές του, όπως και «είναι δύσκολο, όταν ο δάσκαλος δίνει το κακό παράδειγμα, να μάθεις εσύ να είσαι επιμελής» (Οικονομικός,ΧΙΙ,18). Ένας πολίτης της Αθήνας του 4 ου και 5 ου π.χ. αιώνα, που ήθελε να απολαμβάνει το σεβασμό της κοινωνίας όπου ζούσε, όφειλε να είναι αφοσιωμένος στην κατάκτηση του ιδανικού του καλού καγαθού. Ο καλός καγαθός πολίτης, όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος της εργασίας, είναι αυτός που φροντίζει τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα του, δηλαδή «ο έλληνας άνδρας, ο οποίος ήταν, αφενός, ωραίος, γυμνασμένος, ικανός να εκπληρώσει τα καθήκοντά του και, αφετέρου, σώφρων, συνετός και μετρημένος, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα» (Πατρικίου,2003:72). Η αρετή και η καλοκαγαθία, επομένως, δεν αφορούν σε μια μονοδιάστατη έκφανση της προσωπικότητας του ατόμου, αφορούν σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών, συμπεριφορών, πρακτικών και στάσεων που το άτομο οφείλει να φέρει καθ όλη τη - 21 -

διάρκεια της ζωής του και να εκφράζει σε όλους τους τομείς της ζωής του. Οφείλει δηλαδή, ο καλός καγαθός να έχει φυσική ρώμη, να είναι ευγενικής καταγωγής, πλούσιος, με δική του ιδιοκτησία γης αλλά και με στρατιωτικά προσόντα που θα τον αναδεικνύουν στον πόλεμο. 3.1 Οικονομικός Όλα τα έργα του Ξενοφώντα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, κυριαρχούνται από την ιδέα της μόρφωσης (Jaeger,1959γ:239). Ο Ξενοφώντας θεωρεί ότι η μόρφωση και γενικότερα η παιδεία είναι η βάση όλων των κοινωνικών θεσμών, γι αυτό και πολλά σημεία των έργων του είναι μορφωτικά. Τονίζει ότι ο αναγνώστης των έργων του πρέπει να μαθαίνει να ομιλεί με συγκεκριμένο τρόπο και να ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις (Jaeger,1959γ). Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στα έργα του και οι πράξεις τους είναι παράδειγμα προς μίμηση για τους Έλληνες που θέλουν να ανακαλύψουν και να αναπτύξουν την αρετή μέσα τους (Jaeger,1959γ). Όπως και πολλοί σύγχρονοι του Ξενοφώντα έλκονταν από το μεγάλο δάσκαλο το Σωκράτη, έτσι και ο Ξενοφών ένιωσε έλξη γι αυτόν και τον μνημόνευε συχνά στα βιβλία του (Jaeger,1959γ:236-237). Ο Ξενοφώντας χρησιμοποιεί το Σωκράτη και στον «Οικονομικό» του για να εκφράσει τις ιδέες του. Στον «Οικονομικό» αναπτύσσονται οι γενικές αρχές του Ξενοφώντα για την παιδεία και ιδιαίτερα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ της πνευματικής καλλιέργειας και της καλλιέργειας της γης (Jaeger,1959γ:252), γι αυτό και ο «Οικονομικός» του Ξενοφώντα κατατάσσεται μεταξύ των διδακτικών του έργων (Κουτρούμπας&Αποστολόπουλος,2003). Το κείμενο του Ξενοφώντα που εξετάζεται, αποτυπώνει τις βασικές αρχές και μεταφέρει τις γνώσεις που θεωρούνται απαραίτητες για την αποτελεσματική διαχείριση του οίκου. Τα οικεία είναι οι υποθέσεις «που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα» (Πατρικίου,2003:72). Η έννοια του οίκου δεν περιορίζεται στη στενή έννοια της οικίας, του σπιτιού, όπως θεωρείται σήμερα, αλλά αναφέρεται στο σύνολο της περιουσίας και στις σχέσεις όλων των μελών που συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς. Ο ενήλικας ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, αυτός δηλαδή που έχει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία του, αλλά και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα - 22 -

μέλη της οικογένειάς του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, αλλά συγχρόνως έχει και την κηδεμονία των δούλων του οίκου (Πατρικίου,2003:72). Στο ιδεολογικό επίπεδο, πάντως, το χαρακτηριστικό του οίκου ήταν η συνέχειά του στο χρόνο, ο οίκος δηλαδή είχε παρελθόν, τους προγόνους, αλλά και μέλλον με τους απογόνους του, γι αυτό και μέλημα κάθε ενάρετου πολίτη ήταν να εξασφαλίσει το μέλλον του οίκου του, σεβόμενος πάντα το παρελθόν του (Πατρικίου,2003:72). Η διαχείριση του οίκου και, πιο συγκεκριμένα, η χρηστή διαχείριση του οίκου εμπίπτει στην πρακτική επιστήμη της οικονομίας. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, «η οικονομία είναι επιστήμη κι αυτή η επιστήμη φαίνεται να είναι εκείνη που επιτρέπει στους ανθρώπους να αυξάνουν τον οίκο τους. Οίκο ονομάσαμε «όλα τα κτήματα κάποιου και ως κτήμα ορίσαμε ό,τι είναι ωφέλιμο για τη ζωή του καθενός» (Οικονομικός,VI,4). Πρώτοι οι σοφιστές στις θεωρίες τους για την παιδεία, συσχέτιζαν τη διδασκαλία των νέων με την καλλιέργεια της γης, παρέμεινε όμως, η διδασκαλία τους ένα προϊόν της πόλης (Jaeger,1959γ). Ο Ξενοφώντας, αν και ο ίδιος αστός, αισθάνθηκε την ανάγκη να βρει κάποια πνευματική σχέση μεταξύ της φιλολογικής καλλιέργειας και δεξιοτεχνίας με το επάγγελμα του αγρότη, του γαιοκτήμονα (Jaeger,1959γ:252). Παράλληλα, αποδεικνύει πόσο ζωντανό και μόνιμο ήταν το μορφωτικό ιδανικό του Σωκράτη, ο οποίος εισέρχεται στον κόσμο της υπαίθρου, έξω από τα τείχη της πόλης, και αποδεικνύει ότι «η γη είναι η άφθαρτος και αιωνίως νέα πηγή όλης της ανθρώπινης ζωής» (Jaeger,1959γ:252). Το έργο ξεκινάει με την τέχνη της οικιακής διοίκησης και γενικότερα της σωστής διαχείρισης του οίκου. Τα κύρια πρόσωπα είναι ο Σωκράτης και ο Κριτόβουλος, οι οποίοι συζητούν για την έννοια της οικονομίας και τα καθήκοντα του οικονόμου, αλλά η συζήτηση στρέφεται και στο θέμα της γεωργίας «ως ευχάριστης, επωφελούς, και καλής για τη σωματική διάπλαση, ως κατάλληλης για πολεμιστές, ότι διδάσκει δικαιοσύνη και γενναιοδωρία, και ενθαρρύνει τις τέχνες» (Easterling&Knox,2000:633). Στο έβδομο κεφάλαιο ο Σωκράτης αναπαράγει το περιεχόμενο μιας συζήτησης την οποία έκανε με τον αθηναίο Ισχόμαχο, έναν πλούσιο κτηματία (Easterling&Knox,2000:633), ο οποίος θεωρείται παράδειγμα καλού καγαθού πολίτη (VII,3). Ο Ισχόμαχος απαντάει στις διεξοδικές ερωτήσεις του Σωκράτη σχετικά με τους χειρισμούς και τις πεποιθήσεις του πάνω σε όλα τα ζητήματα που άπτονται της διαχείρισης του οίκου του. Ο Ισχόμαχος λέει στο Σωκράτη «πώς είχε συζητήσει τα οικιακά με τη νεαρή γυναίκα του, πώς ήλθε η επιτυχία από την ευσέβεια, τιμιότητα, η διατήρηση της υγείας με την ιππασία, το - 23 -