ΙΩΑΝΝΑ ΓΚΟΥΡΤΖΙΟΥΜΗ Αρχαιολόγος Β ΕΚΠΑ Γεωμετρικά αγγεία από ανασκαφή στις Αχαρνές Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού συστήματος (στα τέλη 13 ου αι. π.χ.), στις περιοχές που άλλοτε άκμαζαν, παρατηρείται οπισθοδρόμηση στους πιο πολλούς τομείς. Ακολουθεί περίοδος αναστατώσεων τριών αιώνων περίπου. Τρεις κυρίως υποθέσεις έχουν προταθεί σχετικά με την καταστροφή του ανακτορικού συστήματος. Η 1η τη συνδέει με τις φυσικές καταστροφές, η 2 η τονίζει την εξωτερική εισβολή και 3 η τις εσωτερικές συγκρούσεις i. Οι φυσικές καταστροφές (σεισμοί και πυρκαγιές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, το σύστημα όμως άντεξε και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να αποτέλεσε την αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, ο υλικός πολιτισμός όμως, μετά την καταστροφή, δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με αυτόν της ανακτορικής περιόδου, πριν την καταστροφή. Ακόμα και αν γίνει δεκτή η θεωρία της εξωτερικής εισβολής, δεν επιβεβαιώνεται η εγκατάσταση των εισβολέων στις περιοχές που έλεγχαν οι Μυκηναίοι. Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά. Αντίθετα, η αμαυρόχρωμη, ντόπια κεραμική που βρέθηκε στη βόρεια Ελλάδα (Αιανή), σύμφωνα με την κ. Καραμήτρου- Μεντεσίδη χρονολογείται στον 15 ο αι. και δίνει οριστική απάντηση στο ότι δεν υπήρξε κάθοδος των Δωριέων, καθώς αυτή έχει νότια προέλευση, φορείς της θεωρούνται φύλα που, επανέρχονται βόρεια, βορειοδυτικά έπειτα από πολύ προγενέστερη κάθοδό τους ή από συνεχείς ανόδους και καθόδους, λόγω του κτηνοτροφικού χαρακτήρα και του νομαδικού τρόπου ζωής ii. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Χρ. Ντούμα δεν πρόκειται για κάθοδο των Δωριέων αλλά για επιστροφή του τμήματος του μυκηναϊκού κόσμου που είχε αυτοεξοριστεί στα ορεινά λίγες γενιές πριν και οι οποίοι κατήλθαν, όταν τα ανάκτορα αποδυναμώθηκαν iii. Η θεωρία της εσωτερικής κατάρρευσης του συστήματος λόγω διαμάχης ανάμεσα στα μυκηναϊκά βασίλεια ή στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις εξηγεί γιατί με τις καταστροφές παράκμασε κυρίως ο πολιτισμός των ηγετικών στρωμάτων της μυκηναϊκής κοινωνίας. Το βέβαιο όμως είναι πως καμία από αυτές τις θεωρίες δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της το τέλος ή να έχει ισχύ σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο. Μπορεί ο συνδυασμός πολλών παραγόντων όπως η απότομη αύξηση του πληθυσμού, οι συγκρούσεις, η συρρίκνωση των ανταλλαγών και του εμπορίου, να επέδρασε καθοριστικά στην κατάλυση μιας γραφειοκρατικής κοινωνίας και μιας οικονομίας που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το εισαγωγικό εμπόριο. Ανεξάρτητα από τις αιτίες κατάρρευσης του μυκηναϊκού συστήματος το βέβαιο είναι πως ύστερα από κάποιες αναλαμπές τον 12 ο αι π.χ. ακολουθεί μια περίοδος έντονων μετακινήσεων, που η παλαιότερη έρευνα ονόμαζε «Σκοτεινοί Χρόνοι» κατά την οποία η γραφή, η μνημειακή αρχιτεκτονική και οι τέχνες που άλλοτε άκμαζαν περιορίστηκαν αισθητά ή και ξεχάστηκαν αλλά παράλληλα εμφανίζονται πολιτισμικές αλλαγές και νεωτερικά στοιχεία. Από τις αρχές του 11 ου αι. π.χ έως και τα μέσα του 10 ου αι. π.χ. (Πρωτογεωμετρική Περίοδος) ο αριθμός των οικισμών και ο πληθυσμός μειώνονται δραστικά iv. Η κεντρική εξουσία αποδυναμώνεται, το εμπόριο εξασθενεί και η οικονομία επανέρχεται σε πρωτογενή σχήματα με αποκλειστικά γεωργο-κτηνοτροφικό χαρακτήρα. Σ αυτήν ακριβώς την περίοδο συντελούνται μεγάλης σημασίας διεργασίες πολύ σημαντικές για την μετέπειτα ιστορία (η παγίωση της φυλετικής σύνθεσης των πληθυσμιακών ομάδων, ο Α αποικισμός, η διαμόρφωση πυρήνων των πόλεων-κρατών, η ίδρυση των πρώτων υπαίθριων ιερών που σταδιακά απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα ως θρησκευτικά και πολιτικά κέντρα και η προφορική διαμόρφωση της πρώτης ελληνικής ποίησης). Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας η Ελλάδα εισέρχεται στην εποχή του σιδήρου. Τα ανθεκτικότερα και φθηνότερα σιδερένια όπλα αντικαθιστούν τα χάλκινα. Εγκαταλείπονται οι θαλαμοειδείς και οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής και η συνήθεια του ενταφιασμού αντικαθίσταται από την καύση των νεκρών ενώ συνεχίζεται ο ενταφιασμός σε κιβωτιόσχημους τάφους ή σε πιθοειδή αγγεία. Το τέλος της πρωτογεωμετρικής περιόδου σηματοδοτεί και την επανεμφάνιση του ενταφιασμού ως συνηθέστερου τρόπου ταφής και συνυπάρχει με την καύση που, σε περιορισμένη κλίμακα, συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως μέθοδος ταφής v. 174
Τα αγγεία του πρωτογεωμετρικού ρυθμού διακοσμούνται, κυρίως στο επάνω τμήμα τους, με γεωμετρικά μοτίβα όπως ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλους, απλές ταινίες, αβακωτά κοσμήματα, διαγραμμισμένα τρίγωνα, ρόμβους, ζικ-ζακ και τεθλασμένες γραμμές, αποδοσμένα με μαύρο χρώμα, συχνά με τη βοήθεια διαβήτη ή κανόνα. Η ποικιλία των σχημάτων είναι περιορισμένη σε σχέση με την προηγούμενη υστερομυκηναϊκή εποχή αλλά παρουσιάζουν μεγαλύτερη συμμετρία και καλύτερη ποιότητα πηλού vi. Τα αντιπροσωπευτικότερα αγγεία της περιόδου αυτής δημιουργήθηκαν στην Αττική η οποία δεν κατακτήθηκε ποτέ από Δωριείς. Γι αυτό και δεν μπορεί να υποστηριχτεί η παλαιότερη άποψη ότι ο ρυθμός αυτός είναι δημιούργημα τους. Εξάλλου, κάποια από τα προαναφερόμενα μοτίβα αποτελούν συνέχεια ανάλογων μοτίβων της υστερομυκηναϊκής (κύκλοι-σπείρα) επιβεβαιώνοντας έτσι την ομαλή μετάβαση από τη μια εποχή στην άλλη. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο εντελώς πρωτότυπος χαρακτήρας αυτής της κεραμικής αφού οι απλές κυματιστές γραμμές και οι σπείρες που αποδιδόταν με το χέρι πάνω στα αγγεία της μυκηναϊκής εποχής, μετατρέπονται σε ομόκεντρους κύκλους και ημικύκλια που αποδίδονται με διαβήτη ή κανόνα και με την τεχνική της σκιαγραφίας. Από τα τέλη όμως του 9 ο αι. π.χ., και κυρίως κατά τη διάρκεια του 8 ου αι. π.χ.(γεωμετρική Περίοδος) παρατηρούνται σημάδια ανάκαμψης σε όλους τους τομείς: αύξηση πληθυσμού και οικισμών, ανάπτυξη του εμπορίου και γενικότερα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Στα τέλη του 8 ου αι. επινοείται η αλφαβητική γραφή η οποία θα γίνει κτήμα περισσότερων ανθρώπων αφού πρόκειται για απλοποιημένο σύστημα βασισμένο στη φωνητική λειτουργία της γλώσσας. Επίσης, η σύνθεση και η διάδοση των ομηρικών επών καθώς και η δημιουργία του ελληνικού πάνθεου και της μυθολογίας από τον Ησίοδο έθεσαν τις βάσεις για τη διαμόρφωση κοινής θρησκείας, κοινού παρελθόντος και άρα στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Στον Γεωμετρικό Ρυθμό (900-700π.Χ.) τα γεωμετρικά μοτίβα συνεχίζουν να αποδίδονται με μαύρο χρώμα (σκιαγραφία) και τα σχήματα αποκτούν έντονο γεωμετρικό «κτίσιμο». Κυρίαρχα διακοσμητικά μοτίβα είναι ο μαίανδρος, ακτινωτοί ρόδακες, σβάστικες, αβακωτά και τριγωνικά κοσμήματα σταυροί μέσα σε κύκλο, ψαροκόκαλο, κ.ά. Στην πρώιμη Γεωμετρική Περίοδο (900-850π.Χ.) καλύπτεται το κάτω μέρος του αγγείου με μαύρο χρώμα και διακοσμείται σε ζώνες ο ώμος και τμήμα του λαιμού. Προχωρώντας στη Μέση Γεωμετρική Περίοδο (850-760π.Χ.), σταδιακά, η διακόσμηση απλώνεται σ όλη την επιφάνεια. Απεικονίζονται μορφές ζώων και ανθρώπων αποδοσμένες με γωνιώδη σώματα, μικρά κεφάλια και ψηλόλιγνα σκέλη. Κατά την ώριμη Γεωμετρική Περίοδο (760-735) δημιουργούνται μνημειακά αγγεία ως σήματα τάφων και εμφανίζονται οι πρώτες εικονιστικές συνθέσεις που ανταγωνίζονται τα γεωμετρικά μοτίβα που παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία (διπλός ή τριπλός μαίανδρος, οφιοειδείς γραμμές, πολλαπλοί ρόμβοι και σειρές από φακοειδή φύλλα). Η κεραμική της τελευταίας φάσης (735-700 π.χ.) χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση της αυστηρότητας και της συμμετρίας τόσο στη διακόσμηση όσο και στο σχήμα. Το περίγραμμα αντικαθιστά τη σκιαγραφία και οι μορφές αποκτούν καμπυλότητα. Τέλος οι πρώτες μυθολογικές παραστάσεις κάνουν τώρα την εμφάνισή τους. Μόνο λίγοι οικισμοί είναι γνωστοί και τα λείψανα σπιτιών από αυτούς είναι ελάχιστα. Είναι χαρακτηριστική πάντως η έλλειψη οχύρωσης στους περισσότερους από αυτούς σε αντίθεση με τις θέσεις της μυκηναϊκής εποχής που είχαν οχυρωμένες ακροπόλεις. Συνεχής κατοίκηση από την μυκηναϊκή εποχή ως τη Γεωμετρική επιβεβαιώνεται μόνο σε λίγους οικισμούς (Λευκαντί, Ιθάκη, Γρόττα της Νάξου και ίσως στο Βόλο). Συνήθως επιλέγονται νέες θέσεις αρχικά στα παράλια και αργότερα και στην ενδοχώρα όπου κατασκευάζονται συνήθως αψιδωτές οικίες (Ασίνη, Λευκαντί και παλαιά Σμύρνη) vii. Στην περιοχή των Αχαρνών δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί θέσεις οικισμών, φαινόμενο που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές. Τα πολιτιστικά κατάλοιπα της πρωτογεωμετρικής και Γεωμετρικής περιόδου, προέρχονται κατ αποκλειστικότητα από τάφους που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η πρωτογεωμετρική περίοδος στην ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών αντιπροσωπεύεται από περιορισμένα ευρήματα. Ένα από αυτά είναι ο αμφορέας που χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχο 175
αγγείο και βρέθηκε κατά την εκσκαφή για την κατασκευή δικτύου, στην οδό Μερλά στους Αγίους Αναργύρους viii. Δίπλα του βρέθηκε το τμήμα ενός πρωτογεωμετρικού σκύφου που χρησίμευε πιθανόν ως πώμα του αμφορέα. Από αποθέτη στην οδό Ποσειδώνος στη Μεταμόρφωση προέρχεται ένας πρωτογεωμετρικός κρατήρας και όστρακα της ίδιας περιόδου. Τάφοι ενηλίκων και παιδιών εντοπίστηκαν στην εσωτερικό ενός καμπύλου τοίχου, ίσως περιβόλου, στη Ν.Ιωνία, κοντά σε έναν παραπόταμο του Κηφισού ix. Τέλος, από την ανασκαφή του βωμού του Δία που πραγματοποιήθηκε το 1959, από τον τότε έφορο Ευθ. Μαστροκώστα στην κορυφή της Πάρνηθας(κορυφή Καράβολα), προέρχονται πρωτογεωμετρικά και ύστερο γεωμετρικά όστρακα x. Λατρεία του Δία στις κορυφές των βουνών είναι γνωστή από όλη την Ελλάδα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Πάρνηθα υπήρχε ένας βωμός Σημαλέου Δία (των προμηνυμάτων της βροχής) και ένας άλλος βωμός Όμβριου ή Απήμιου Δία (για αποτροπή των ζημιών). Από τα ευρήματα ο χώρος ταυτίζεται με το βωμό του Όμβριου ή Απήμιου Δία xi. Αυτές ήταν οι μόνες ενδείξεις κατοίκησης της περιοχής κατά την Πρωτογεωμετρική Περίοδο και αφορούσαν κυρίως στις γειτονικές περιοχές των Αχαρνών. Το 2007 όμως, κατά την παρακολούθηση έργου της ΔΕΗ στην οδό Παύλου Μελά, στο κεντρικό Μενίδι, εντοπίστηκε κατά μήκος της τάφρου η θέση ενός νεκροταφείου που όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα μελέτη της κεραμικής είχε χρήση από τα πρωτογεωμετρική έως και τη κλασική περίοδο. Η σημασία της εύρεσης του νεκροταφείου έγκειται στην μεγάλη έκταση που αυτό φαίνεται ότι καταλαμβάνει και κυρίως στο ότι αποτελεί την πρώτη ένδειξη κατοίκησης στην περιοχή των Αχαρνών στους πρωτογεωμετρικούς χρόνους, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχε πιστοποιηθεί αρχαιολογικά. Ιδιαίτερα σημαντικός λοιπόν είναι ο πρωτογεωμετρικός αμφορέας που χρονολογείται, βάση του τύπου του στα 960-920π.Χ xii. Ήταν τοποθετημένος κάθετα και το στόμιό του έκλεινε ένας σκύφος. Ο σκύφος χρονολογεί την ταφή στο 820-810 π.χ., δηλ. μεταγενέστερα του αμφορέα. Στο εσωτερικό του περιείχε υπολείμματα οστών και στάχτης καθώς και μια σιδερένια λόγχη πάνω στην οποία διατηρείται τμήμα του κρανιακού οστού. Πλησίον του αμφορέα, στο ύψος του ώμου βρέθηκαν δύο μεγάλοι λίθοι που ίσως αποτελούσαν τη σήμανση του τάφου. Από την ίδια θέση προέρχονται 26 συνολικά πήλινα αγγεία και 1 χάλκινο σε θραύσματα, αντιπροσωπευτικά όλων των περιόδων της Γεωμετρικής εποχής. Από τα αγγεία, 5 είναι αμφορείς, 7 οινοχόες, 7 σκύφοι, 3 πρόχοι, 1 πυξίδα με πώμα, 1 κάνθαρος, 1 μόνωτο αγγείο με πώμα και ένα πώμα που κατέληγε η λαβή του σε ψηλό κύπελλο και το οποίο έκλεινε το στόμιο μιας πρόχου xiii. Μπόρεσαν να ταυτιστούν τέσσερις περιπτώσεις δευτερογενών ταφών υπολειμμάτων καύσης. Δεν εντοπίστηκε κανένας ενταφιασμός. Μία άλλη σημαντική θέση νεκροταφείου εντοπίστηκε το 1980 στην Οδό Σαλαμίνος 35, κοντά στο κέντρο του σημερινού δήμου, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Βαρελά. Βρέθηκαν συνολικά 6 γεωμετρικοί τάφοι. Οι τρεις από αυτούς ήταν εγχυτρισμοί σε πιθοειδή αγγεία, οι δύο λακκοειδείς που καλυπτόταν με 2 λίθινες πλάκες, αδρά δουλεμένες και ο τελευταίος ήταν ένα οξυπύθμενο πιθάρι, του οποίου το στόμιο έκλεινε μια λεκανίδα. Στο εσωτερικό του υπήρχε η στάχτη του νεκρού. Ο λάκκος στον οποίο ήταν τοποθετημένο το πιθάρι καλυπτόταν επίσης από δύο πώρινες πλάκες. Ο πρώτος εγχυτρισμός που διαταράχτηκε από το εκσκαφικό μηχάνημα, αφορούσε ταφή σε σταμνοειδή πυξίδα. Το ταφικό αγγείο είναι καλυμμένο με μαύρο βερνίκι και διακοσμημένο με οριζόντιες ταινίες στο σώμα και το χαρακτηριστικό μαίανδρο στον ώμο. Το στόμιό του έκλεινε ένα μικρότερο αγγείο(σκύφος) Στο εσωτερικό του περιείχε: δύο μικρότερα αγγεία καιμια χρυσή ταινία με έκτυπη διακόσμηση γραμμικών μοτίβων και κουκκίδων xiv. Μια ανάλογη χρυσή ταινία, που τώρα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου προέρχεται επίσης από το Μενίδι. Φέρει έκτυπη παράσταση πεσμένου πολεμιστή, θρηνωδών, ιππέων και πολεμιστών και χρονολογείται στο τέλος του 8 ου αι. π.χ xv. Οι Τάφοι 5 και 6 ήταν λακκοειδείς και καλυπτόταν ο καθένας από 2 μεγάλες λίθινες πλάκες, αδρά δουλεμένες. Ο πρώτος περιείχε, το κρανίο του νεκρού, 1 πρόχους διακοσμημένη με οριζόντιες μαύρες ταινίες, 3 σκύφους με απλή γεωμετρική διακόσμηση ενάλληλων γωνιών κάτω από το χείλος. Ο Τάφος 6 περιείχε συνολικά 8 ακέραια αγγεία: 1 μεγάλο δίωτο αμφορέα με ψηλό κυλινδρικό λαιμό καλυμμένος με μαύρο βερνίκι και διακόσμηση οριζόντιων ταινιών στην κοιλιά και γεωμετρικών γραμμικών κοσμημάτων στο λαιμό, 1 κυλινδρικό υποκρατήριο με διακόσμηση τετράφυλλων ροδάκων και πουλιών, 4 σκύφους διακοσμημένους με τετράφυλλους ρόδακες, 176
σβάστικες και πουλιά, 1 βάση κρατήρα με διακόσμηση αιγάγρων, 1 κάνθαρο με παράσταση ενός πολεμιστή, που έχει αποδοθεί με σκιαγραφία και κρατά με το ένα χέρι 2 δόρατα και ασπίδα και με το άλλο τα χαλινάρια δύο αλόγων xvi. Οι ταφές χρονολογήθηκαν στο 3 ο τέταρτο του 8 ου αι. π.χ. Κοντά στην προηγούμενη θέση, σε απόσταση 500μ. δυτικότερα αυτής στην Οδό Δεκελείας και Δημοσθένους το 1980-81 αποκαλύφθηκαν 48 ταφές και πυρές xvii. Το νεκροταφείο είχε χρήση από τα υστερογεωμετρικά (τέλος 8 ου - αρχές 7 ου αι. π.χ.) ως τα κλασικά χρόνια. Οι τάφοι ήταν σκαμμένοι πυκνά σε έκταση 120τ.μ. και οι κλασικοί σε αρκετές περιπτώσεις κατάστρεψαν τις γεωμετρικές ταφές. Πρόσφατα, σε έργο δικτύου στην οδό Δεκελείας, εντοπίστηκε τοίχος που ίσως αποτελούσε τον ταφικό περίβολο του νεκροταφείου xviii. Ανάμεσα στους τάφους που βρέθηκαν, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παιδική ταφή (Τάφος 16) σε αμφορέα που χρονολογείται στα τέλη του 8 ου αι. και περιείχε: 1 κύπελλο με ζώνη τριγώνων, 2 προχοϊσκες (με διακόσμηση μεγάλων τριγώνων και ζώνης στο λαιμό με σχηματοποιημένους τρίποδες), 1 πρόχους με μαίανδρο, 1 ακόσμητο σκύφο βαμμένο εσωτερικά και εξωτερικά με κόκκινο χρώμα. Από άλλον τάφο (Τ.42) προέρχονται ένας σκύφος με διακόσμηση πουλιών μέσα σε μετόπες και 1 οινοχόη με απλή γραμμική διακόσμηση ενώ λιτά κτερισμένος ήταν ο τάφος 44 που περιείχεέναν άβαφο κάδο xix. Στα τέλη του 8 ου αι. επίσης χρονολογούνται και αγγεία από το εσωτερικό 2 λάκκων στην οδό Θράκης στον Κόκκινο Μύλο, όπου και διενεργήθηκε το 1993 ανασκαφική έρευνα μετά από παράδοση στην Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών γεωμετρικών αγγείων xx. Πρόκειται για 3 ακέραια γεωμετρικά αγγεία, 4 πώματα πυξίδων, 1 ομοίωμα σιταποθήκης, σύμβολο ίσως της οικονομικής δύναμης που είχε ο νεκρός όταν ζούσε και 2 τμήματα χάλκινων πορπών xxi. Ο λάκκος Α ήταν ακανόνιστου σχήματος, σκαμμένος στο χώμα και είχε βάθος 0,63μ. Περιείχε 13 συνολικά αγγεία: 3 μικρές ακέραιες πρόχους ωοειδούς σχήματος, με διακόσμηση οριζόντιων παράλληλων ταινιών και κουκκίδων, η μία με μικρούς ρόδακες στη περιφέρεια του λαιμού και μία προχοϊσκη με διακόσμηση οριζόντιων παράλληλων ταινιών, 1 μικρή κάλαθο με λαβή πάνω από το χείλος και διακόσμηση πλέγματος γραμμών, 4 αμφορίσκους με κυλινδρικό, πλατύ και ψηλό λαιμό και 2 οριζόντιες λαβές στην κοιλιά τους, διακοσμημένους με ρόδακες μέσα σε μετώπες και οριζόντιες παράλληλες ταινίες στο λαιμό. Ανάμεσά τους είχαν ζώνες διακοσμημένες με λοξές, μικρές γραμμές, ρόμβους, κουκκίδες κ.α. ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια των αγγείων ήταν βαμμένη με καστανό χρώμα. Επίσης τμήματα από 2 χάλκινες πόρπες και 1 χάλκινη λεπίδα μαχαιριού ( 0,04μ). Κοντά στη συστάδα αυτή βρέθηκε και ένα σιδερένιο μαχαίρι στη βάση του οποίου σώζονται ίχνη ξύλου. Από πυρά στον ίδιο χώρο προέρχονται 2 σκύφοι, ο ένας με διακόσμηση πουλιών. Σε κανέναν από τους λάκκους δεν εντοπίστηκε σκελετικό υλικό, ούτε υπολείμματα καύσης. Ταφικό είναι μάλλον το σύνολο που προέρχεται από ανασκαφή του 1973 στην περιοχή Περούνα xxii. Πρόκειται για τρεις οινοχόες με τριφυλλόσχημο χείλος, η μια διακοσμημένη με τρίγωνα και τεθλασμένες γραμμές, η δεύτερη διακοσμημένη με πουλιά, τρίγωνα, κάθετες τεθλασμένες γραμμές και οριζόντιες ταινίες, η τρίτη μελαμβαφής, μια κωνική πυξίδα με πώμα και έναν κάνθαρο. Τα παραπάνω αγγεία ανήκουν στα τέλη του 8 ου αι. π.χ. Στα ευρήματα των Γεωμετρικών χρόνων από τις Αχαρνές πρέπει να προστεθούν και εκείνα που προέρχονται από το «δρόμο» του θολωτού τάφου. Δύο ειδώλια ιππέων και τμήματα αρκετών αγγείων αποδεικνύουν ότι ο χώρος είχε γίνει τόπος λατρείας ηρώων από τον 8 ο αι. και μετά xxiii. Επίσης όστρακα γεωμετρικά βρέθηκαν στη περιοχή Λυκότρυπα και στην οδό θεμιστοκλέους 6, στην περιοχή του Αγίου Πέτρου xxiv. Τέλος, το 2002 κατά τη διάνοιξη της οδού Κύμης στην οδό Θηβαΐδος, κοντά στο ρέμα της Χελιδονούς, εντοπίστηκε μεμονωμένος λακκοειδής, γεωμετρικός τάφος, χωρίς καλυπτήριες λίθους. Ο λάκκος, σκαμμένος στο χώμα, περιείχε το σκελετό μιας γυναίκας που είχε τα κάτω άκρα συνεσταλμένα, στραμμένα προς τα αριστερά και το άνω τμήμα του κορμού ύπτιο xxv. Ήταν πλούσια κτερισμένος με χάλκινα κοσμήματα και 11 αγγεία τοποθετημένα εκατέρωθεν των κάτω άκρων που χρονολογούν την ταφή στην ύστερη γεωμετρική περίοδο(750-735π.χ.). Ήταν πλούσια κτερισμένη με 11 συνολικά αγγγεία: 1 πρόχους που βρέθηκε πάνω από πυξίδα με πώμα και λαβή τροχαλιόσχημη, 2 πινάκια με τοξοειδείς λαβές, διακοσμημένα με ζώνες φύλλων και ψευδοσπείρα, 2 πυξίδες με πώματα με πλαστικές απολήξεις αλόγων (στα πόδια του νεκρού). Τα άλογα θεωρείται 177
πως συμβόλιζαν τη δύναμη και τον πλούτο, ίσως και την αριστοκρατική καταγωγή. Περιείχε επίσης 1 οινοχόη με ολόβαφο σώμα και ρόδακα από στιγμές στην μετόπη, 1 πρόχου με διακόσμηση ψευδοσπείρας, 1 μικρό αρύβαλλο, που ίσως δηλώνει πρώιμη επίδραση της κορινθιακής κεραμικής στην Αττική και 2 πρόχους με χαρακτηριστική υπερυψωμένη λαβή που διαχωρίζεται από ένα οριζόντιο στέλεχος. Στα κτερίσματα περιλαμβάνονται επίσης και τμήματα από χάλκινα ενώτια και πόρπη. Επιχειρώντας να συνθέσει κανείς τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα, στην υπό εξέταση περιοχή και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα μπορούσε να παρατηρήσει ένα μεγάλο κενό από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής ως τις αρχές των Πρωτογεωμετρικών χρόνων. Η έναρξη της χρήσης στην περιοχή στον 10 ο αι. π.χ. πιστοποιείται από τον εντοπισμό μεμονωμένων τάφων (ενός τεφροδόχου αγγείου στους Αγίους Αναργύρους, τους τάφους στην Ν. Ιωνία, ενός τεφροδόχου αμφορέα στο Μενίδι) και όστρακα στο βωμό του Δία στην Πάρνηθα. Η μη ανεύρεση οικιστικών λειψάνων στην περιοχή, τόσο της ΠΡΓ όσο και της Γεωμετρικής Περιόδου μπορεί να είναι τυχαία ή να είναι δηλωτική της απουσίας έντονης κατοίκησης ή να σχετίζεται με τη χρήση φθαρτών υλικών και την προχειρότητα των κατασκευών. Ωστόσο, μπορεί αυτή να οφείλεται και στη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης. Μικρές ομάδες οικιών όπου κατοικούν διάφορα γένη και δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν. Σημαντικές πληροφορίες για τη θέση, το είδος και την έκταση των εγκαταστάσεων είναι δυνατόν να εξαχθούν από τις θέσεις των νεκροταφείων στη Γεωμετρική εποχή. Η ταυτόχρονη χρήση τριών τουλάχιστον νεκροταφείων (στην οδό Σαλαμίνος, στην Παύλου Μελά και στη Δημοσθένους και Δεκελείας), που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, στο 2 ο μισό του 8 ου αι. π. Χ., υποδεικνύει την οργάνωση του χώρου σε μικρές κοιτίδες εγκατάστασης, γεωργικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα που εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που προσέφερε η γεωμορφολογία της περιοχής(ρέμα, εύφορη πεδιάδα, γειτνίαση με την Πάρνηθα) με δικό της νεκροταφείο η καθεμία. Δεν μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί και η ύπαρξη ενός κεντρικού οικιστικού πυρήνα, κάτι τέτοιο όμως δεν επιβεβαιώνεται από τα έως τώρα ευρήματα. Σχετικά με είδη των τάφων συνυπάρχουν οι λακκοειδείς με καλυπτήριες ή όχι, οι εγχυτρισμοί και τα τεφροδόχα αγγεία. Για το έθιμο της καύσης έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, πολλές φορές αντικρουόμενες μεταξύ τους xxvi. Κάποιοι μελετητές λοιπόν το συσχετίζουν με εθνικές διαφοροποιήσεις, άλλοι με θρησκευτικές αντιλήψεις και άλλοι με τις αλλαγές στις κοινωνικές δομές. Από τα μέχρι τώρα ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή των Αχαρνών δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει θρησκευτική η κοινωνική διαφοροποίηση, ενισχύοντας την άποψη πως το είδος του τάφου είναι θέμα προσωπικής επιλογής είτε του θανόντος, είτε των συγγενών του. Η λατρεία των ηρώων, ως αποτέλεσμα της διάδοσης του έπους, αποκτά ιδιάζουσα θέση μεταξύ των διάφορων ταφικών εθίμων στη Γεωμετρική εποχή και συναντάται στον δρόμου του θολωτού τάφου. Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί τόσο το ενδεχόμενο η ηρωοποίηση να είχε πολιτικό χαρακτήρα και να συνδεόταν με την δημιουργία της πόλης, όσο και ότι πρόκειται για προσπάθεια να προσδιοριστούν τα όρια μιας κοινότητας, αποτελούμενης από προσφάτως εγκατεστημένους στην περιοχή γεωργούς που με αυτή την πράξη τους επιδιώκουν να συνδεθούν με τη γη την οποία σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν. Είναι πολύ πιθανό οι άνθρωποι που κατοικούσαν κοντά στο νεκροταφείο της οδού Θράκης στον Κόκκινο Μύλο να ήταν οι ίδιοι που απέδωσαν τιμές στους νεκρούς, ήρωες προγόνους τους, στο δρόμο του θολωτού τάφου σε μια προσπάθεια είτε να εδραιώσουν τη θέση τους, είτε να προσδιορίσουν τα όρια της εγκατάστασής τους. Η αύξηση των θέσεων κατά τη Γεωμετρική περίοδο στις Αχαρνές συνηγορεί στο ότι ο πληθυσμός της Αττικής αυξάνεται τον 8 ο αι. π.χ. και ότι η ύπαιθρος και τα παράλια πυκνοκατοικήθηκαν περισσότερο από την Αθήνα. Η ομοιογένεια της κεραμικής με τις άλλες περιοχές της Αττικής (Κεραμικό, Αγορά, Μεσόγεια, Ελευσίνα) είναι χαρακτηριστική και καταδεικνύει την πολιτιστική ενότητα της Αττικής. Αυτά είναι τα αρχικά συμπεράσματα μιας πρώτης προσέγγισης του υλικού. Η ολοκλήρωση της έρευνας καθώς και η συγκριτική μελέτη του συνόλου της κεραμικής αναμένεται να προσδιορίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τη φυσιογνωμία των εγκαταστάσεων αυτής της εποχής. Μιας εποχής που η 178
σύγχρονη έρευνα την αντιμετωπίζει ως περίοδο ανασυγκρότησης και θεμελίωσης του ελληνικού πολιτισμού. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην κ. Μαρία Πλάτωνος- Γιώτα για την παραχώρηση του υλικού και την πολύπλευρη βοήθεια και συμπαράσταση της. Ευχαριστώ επίσης τη σχεδιάστρια της Β ΕΠΚΑ κ. Ντίνα Δελλή και τις συναδέλφους αρχαιολόγους κ.κ. Ει. Αναγνωστοπούλου, Θ. Γεωργουσοπούλου, Α. Γιαλλελή και Στ. Κατσανδρή. i. TreuilR, DarqcueP.,PoursatJ., TouchaisG., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, Αθήνα 1996,476-482 ii. Καραμήτρου- Μεντεσίδη Γ., «Η Αιανή και η συμβολή της στη διαμόρφωση της νέας ιστορικής φυσιογνωμίας της Μακεδονίας», Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη(43), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θες/νίκη 2008. iii. Ντούμας Χρ., «Η κάθοδος των Δωριέων: Μια νέα πρόταση ερμηνείας», Πρακτικά του Ε Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τομ. Α, Αθήνα 1997. Την άποψη αυτή εκφράζει ο ίδιος σε δημοσίευμά του την 21η Δεκεμβρίου 2008 στην εφημερίδα «Καθημερινή». iv. Πετρουλάκος Μ.-Πεντάζος Ε., Αττική, Οικιστικά στοιχεία, 1973, 11-13 v. Kurtz D.-Boardman J., Έθιμα ταφής στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, Αθήνα 1994 vi. Tιβέριος Μ., Ελληνική Τέχνη, Αρχαία αγγεία, Εκδοτική Αθηνών,21-23 vii. Πετρουλάκος- Πεντάζος,1973, σελ. 13 viii. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε το 2004 στο πλαίσιο του έργου «Υπογειοποίηση των Σιδ/κων γραμμών στο τμήμα 3 Γέφυρες- οδός Πλαπούτα (εκκλησία Αναλήψεως), υποδομή εργολαβίας : 265» υπό την παρακολούθηση της αρχαιολόγου κ. Ειρήνης Αναγνωστοπούλου. ix. Hesp.XXX(1961),147 κ.ε. x. Μαστροκώστας E., Α/Α 1960,269 και του ιδίου Αλάβαστρα του 700π.Χ. της ανασκαφής του βωμού του Διός επί της Κορυφής της Πάρνηθας, Roma 1984 xi. Παπαχατζή Ν., Αττικά. Παυσανίου Περιήγησις I,32,i,1974. xii. Για παράλληλα βλ. Desborough V. R.d A., Protogeometric Pottery, Oxford 1952, p.9-11, pl. 3, n.910 (28) xiii. Για παράλληλα βλ. Coldstream J. N. Γεωμετρική Ελλάδα, σελ. 155, εικ 34γ και Boardman J., Early Greek Vase Painting, p. 27, pl. 55 (για ρόδακα) για κάνθαρο (ΜΜ 1910). Για το μόνωτο αγγείο με το πώμα (ΜΜ1899) Desborough V. R.d A., Protogeometric Pottery,p.224,pl.30, tomb 22 και p.101-102, pl. 19, n.a 1474 και Coldstream J.N., σελ. 85, εικ. 18 δ αντίστοιχα, Μυλωνάς Γ., «Το Δυτικόν Νεκροταφείου της Ελευσίνας», τ. Α, σελ. 98-99,αρ. 136, πιν. 231 και Hesperia 37, 1968, σελ. 86, για οινοχόη (ΜΜ 1913) και σελ. 135-6, Γε-αρ. 218 καιτ. Γ, πιν.419 (με λιγότερο σφαιρικό σώμα) για αβαφή πρόχου (ΜΜ 1906), σελ. 112-113,αρ. 168, πιν. 423 και Kerameikos V, 1, σ. 233, πιν. 89 και Coldstream J.N, σελ. 51,εικ. 7δ και σελ. 50 για σκύφο (ΜΜ1902), σελ. 114, εικ. 26ζ και Μυλωνάς Γ.,τ.Α, σελ. 109-110,αρ. 162 και τ.γ, πιν. 420 και Kerameikos V, 1, σ.233, πιν. 72 για τριφυλλόσχημη οινοχόη (ΜΜ 1903), σ. 233, πιν. 89 και Μυλωνάς Γ., «Το Δυτικόν Νεκροταφείου της Ελευσίνας», τ.α, σελ. 112-113, αρ. 168, πιν.423 και Coldstream J.N. ΓεωμετρικήΕλλάδα, σελ. 51, εικ. 7δ και σελ. 50 για σκύφο (ΜΜ 1914) xiv. Πλάτωνος-Γιώτα M, «Αχαρναί», Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των Οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρνές 2004, 119-121 xv. Vitrine 22, 3(15) xvi. Antikenmuseum Berlin, Die ansegestellten Werke Staatliche Museeen, Preubicher Kulturbesitz 1988, xvii. Τα περισσότερα από τα αγγεία εκτίθενται στην Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών. xviii. Πατρινάκου-Ηλιάκη Α.: Ανασκαφή γεωμετρικού και κλασικού νεκροταφείου στην οδό Δεκελείας, Α Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας Αττικής, Αχαρνές 1988, 271-273. xix. Ο τοίχος αποκαλύφθηκε το 2009 κατά τις εκσκαφικές εργασίες δικτύου ΕΥΔΑΠ xx. Για παράλληλα βλ. Kϋbler K., KerameikosV, DieNekropoledes 10. bis 8 jahrhundertsv.chr, 1, Berlin 1954, πιν. 80, αρ.322 και αρ.1339 για οινοχοϊσκες και αρ.1330 για τον κάδο. Για τον σκύφο βλ. BranE. T., The Athenian Agora VIII Late Geometricand Protoattic Pottery, Princeton 1962,αρ. 130, πιν.8 και αρ. 84, πιν. 7 για το σχήμα της οινοχόης xxi. Πλάτωνος-Γιώτα M, όπ.π., σελ 44 179
xxii. Τα κυκλικά στην κάτοψη πήλινα ομοιώματα συναντώνται συχνά στον ελλαδικό χώρο και έχουν ερμηνευτεί ως αποθηκευτικοί χώροι, εργαστήρια ή ακόμη και ιερά (Mazarakiw Ainian, From Ruler s Dwellings to Temples. Archιtecture, Religion and Society in Early Age Greece(1100-700B.C.), SIMA, Jonsered 1997,114-124). Άλλες θέσεις από τις οποίες έχουν προέλθει πήλινα και λίθινα ομοιώματα, ακέραια ή σε θραύσματα είναι: Περαχώρα, Ηραίο Αργους, Ιθάκη, Σάμος, Κνωσός, Αρχάνες, Αθήνα, Φάληρο Αττικής, Σπάρτη και Ανω Μαζαράκι Αχαϊας. Βλ. σχετ.βιβλιογραφία Γκαδόλου Α., Η Αχαϊα στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, Κεραμική παραγωγή και έθιμα ταφής, Αθήνα 2008,σελ. 239. xxiii. Ανασκαφές του 1973 με αφορμή τις εργασίες της Εταιρείας Υδάτων για την κατασκευή μεγάλου υδρευτικού αγωγού. xxiv. Hagg R. Gifts to the Gods, Proceedings of the Uppsala Symposium 1985, σελ. 94-96 και 181 xxv. Πλάτωνος-Γιώτα M, όπ.π., σελ 124. xxvi. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης των οστών από τη Δρ Ζωή Τσιώλη, ανθρωπολόγο και τον Δρ Λουκά Κωνσταντίνου, γιατρό-παλαιοπαθολόγο, ο σκελετός ανήκει μάλλον σε γυναίκα άνω των 50 ετών, η οποία έπασχε από κάποια συστηματική ασθένεια. Περισσότερες λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ανθρωπολογίας 2012. 1 -Woolfitt C., The Custom of Cremation in E arly Iron Age Greece: A Study of the Cremation Burials at the Sites of Perati, Lefkandi and Athens, UMI Dissertation Service,1992, 117-120. Εξετάζοντας τις θέσεις των νεκροταφείων ερμηνεύει τον ενταφιασμό ως ένδειξη συνέχισης της μυκηναϊκής παράδοσης στην Πελοπόννησο σε αντίθεση με την υιοθέτηση της καύσης στην ανατολική και βόρεια Ελλάδα από διαφορετικής εθνικής προέλευσης κατοίκους. -Θέμελης Π., Περί του εθίμου της καύσης των νεκρών είς την Ελλάδα, ΑΑΑ VI, 1973, 356-366. Αντικρούει την ερμηνεία της εθνικής προέλευσης στην υιοθέτηση του εθίμου της καύσης καθώς στη δωρική Πελοπόννησο επικρατεί ο ενταφιασμός και στη δωρική Θήρα η καύση. Θεωρεί τον ενταφιασμό πρακτική ταφής των ευγενών ηγεμόνων στο Λευκαντί και παλαιό έθιμο της ηρωικής εποχής. -WoolfittC., The Custom of Cremationin Early Iron Age Greece: AStudy of the Cremation Burialsat the Sitesof Perati, Lefkandi and Athens, UMIDissertation Information Service 1992, σελ.124. συσχετίζει την καύση με θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής και παρατηρεί πως η συνήθεια της καύσης μπορούσε να ευνοηθεί από κοινωνίες με χαρακτηριστικό την κινητικότητα. -MorrisI., BurialandAncientSociaty, Cambringe 1987, σελ, 105 κ.ε., 171 κ.ε. Θεωρεί πως το έθιμο της καύσης περιορίζεται αποκλειστικά στους «αγαθούς» της αθηναϊκής κοινωνίας. -Καλλιγάς Π., Η Ελλάδα κατά την πρώιμη εποχή του Σιδήρου, Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, τ.2/19(1987),17-21. Υποστηρίζει πως η συνήθεια της καύσης του νεκρού και της περισυλλογής της τέφρας σε αγγείο προέκυψε κατά την περίοδο των περιπλανήσεων (11 ος αι. π.χ.) και επειδή ήταν αρκετά δαπανηρή διαδικασία θεωρεί πως προοριζόταν μόνο για τον αρχηγό του «οίκου», κοινωνική δομή που τη συνδέει με την εποχή του Σιδήρου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Boardman J., Early greek Vase Painting. Bran E.T., The Athenian Agora VIII Late Geometric and Protoattic Pottery, Princeton 1962. Coldstream J.N., Γεωμετρική Ελλάδα, εκδ. Καρδαμίτσα, μτφ. Ευρ. Κεφαλίδου, Αθήνα 1997. Coldstream J.N., Greek Geometric Pottery, London 1968. Desborough V.R.d A., Protogeometric Pottery, Oxford 1952. Desborough V.R.d A, Οι Ελληνικοί Σκοτεινοί αιώνες, εκδ. Καρδαμίτσα, μτφ Στέφη Κόρτη-Κόντη, Αθήνα 1995. Hagg R. Gifts to the Gods, Proceedings of the Uppsala Symposium 1985 Kraiker W.- Kϋbler K., Kerameikos I, Die Nekropole des 12. bis 10 jahrhunderts, Berlin 1989. Kurtz D.-Boardman J., Έθιμα ταφής στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, Αθήνα 1994. Kϋbler K., Kerameikos V, Die Nekropole des 10. bis 8 jahrhunderts V.Chr, 1, Berlin 1954. Mazarakis Ainian, From Ruler s Dwellings to Temples.Archtecture, Religion and Society in Early Age Greece(1100-700B.C.),SIMA, Jonsered 1997. Snodgrass A.M., The Dark Age of Greece, Edinburgh 1971. 180
Whitley J., Style and Society in Dark Age Greece, Cambridge 1991. Woolfitt C., The Custom of Cremation in Early Iron Age Greece: A Study of the Cremation Burials at the Sites of Perati, Lefkandi and Athens, UMI Dissertation Information Service 1992. TreuilR, DarqcueP.,PoursatJ., TouchaisG., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, Αθήνα 1996,476-482 Αρβανίτου Μεταλλινού, Η ηπειρωτική Θεσσαλία κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους Βαβρίτσας Α., Ανασκαφή γεωμετρικού νεκροταφείου Μερέντας, ΑΔ 25, 1970, σελ. 127-129. Γκαδόλου Α., Η Αχαϊα στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, Κεραμική παραγωγή και έθιμα ταφής, Αθήνα 2008 Δεκουλάκου I., Κεραμική 8 ου και 7 ου αι. π. Χ από τάφους της Αχαϊας και Αιτωλίας ASAtene LX N.S XLIV,(1982) 219-235 Θέμελης P., «Γεωμετρικό νεκροταφείο Αναβύσσου», ΑΔ 29, Χρονικά 1973-74, 108-109. Θέμελης Π., Περί του εθίμου της καύσης των νεκρών στην Ελλάδα, ΑΑΑ VI, (1973) 356-366. Θεοχάρη Μ., 1964-66 «Πρωτογεωμετρικά Θεσσαλίας», Θεσσαλικά Ε,1998. Καλλιγάς Π., Η Ελλάδα κατά την πρώιμη εποχή του Σιδήρου, Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά,τ.2/19,(1987). 17-24. Καραμήτρου- Μεντεσίδη Γ., «Η Αιανή και η συμβολή της στη διαμόρφωση της νέας ιστορικής φυσιογνωμίας της Μακεδονίας», Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη(43), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θες/νίκη 2008. Μαστροκώστας E., Α/Α 1960. Μαστροκώστας Ε. Αλάβαστρα του 700π.Χ. της ανασκαφής του βωμού του Διός επί της Κορυφής της Παρνηθας, Roma 1984. Morris I., Burial and Ancient Sociaty, Cambringe 1987 Μπουρνιά Σημαντώνη Ε, Αρχαιολογία των πρώιμων ελληνικών χρόνων, Αθήνα 1997. Μπουρνιά-Σημαντώνη E., «Αρχαιολογία των πρώιμων ελληνικών χρόνων, εκδ. Καρδαμίτσα 1997. Μπρούσκαρη Μ., Από τον Αθηναϊκό Κεραμεικό ρου 8 ου π.χ. αιώνα, Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Δελτίου 27, Αθήνα 1979. Μυλωνάς Γ., «Το Δυτικόν Νεκροταφείου της Ελευσίνας», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 81, Αθήνα 1975. Ντούμας Χρ., «Η κάθοδος των Δωριέων: Μια νέα πρόταση ερμηνείας», Πρακτικά του Ε Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τομ. Α, Αθήνα 1997. Παπαχατζή Ν., Αττικά. Παυσανίου Περιήγησις,1974. Πατρινάκου-Ηλιάκη Α.: Ανασκαφή γεωμετρικού και κλασικού νεκροταφείου στην οδό Δεκελείας, Α Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας Αττικής, Αχαρνές 1988. Πετρουλάκος Μ.-Πεντάζος Ε., Αττική, Οικιστικά στοιχεία, 1973. Πλάτωνος-Γιώτα M, «Αχαρναί», Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των Οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρνές 2004. Σκιάς Α., «Ανασκαφαί αρχαίων τάφων εν Ελευσίνι», ΑΕ 1889,.171-194. Σταμπολίδης N.(επιμ), Πρακτικά Συμποσίου «Καύσεις στην εποχή του Χαλκού και την πρώιμη εποχή του Σιδήρο», Αθήνα 2001. Στριφτού-Βάθη Στ., ΑΧΑΡΝΑΙ, Αχαρνές 2009. Συριόπουλος Κ., Εισαγωγή εις την αρχαίαν ελληνικήν ιστορίαν. Οι μεταβατικοί χρόνοι από της μυκηναϊκής εις την αρχαϊκήν περίοδον, 1200-700π.Χ., Αθήνα 1983-84. Χαριτωνίδης Σ., Ευρήματα πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής εποχής της ανασκαφής νοτίως της Ακροπόλεως, ΑΔ 28, 1973: Mελέται, σελ. 1-63. 181
Εικ.1. Πρωτογεωμετρικός αμφορέας από την οδό Μερλά Εικ 2. Σταμνοειδής πυξίδα από Σαλαμίνος 35 στο Κεντρικό στους Αγίους Αναργύρους Μενίδι. Εικ.3. Πρόχους με πώμα που η λαβή του έχει σχήμα αγγείου Εικ. 3. Πρόχοι από λακκοειδή τάφο στην οδό Θηβαϊδος στην Κάτω Κηφισιά. 182
Εικ. 4 Πινάκιο από λακκοειδή τάφο στην Κάτω Κηφισιά Εικ. 5 Πυξίδα με πώμα. Στη θέση της λαβής φέρει 2 πλαστικά άλογα. Οδός Θηβαϊδος. Κάτω Κηφισιά. 183