ΑΞΟΝΑΣ: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΕΜΑ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: ΠΟΤΕ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΚΟΠΤΕΤΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Να γράψετε την περίληψη του κειμένου σε 100-120 λέξεις. Οδηγία: Η ακόλουθη διαδικασία μπορεί να σας βοηθήσει για την προετοιμασία και τη συγγραφή της περίληψης: Βήμα 1ο: Εξετάζουμε τον τίτλο του κειμένου, το είδος του, τον χρόνο και το μέσο δημοσίευσής του καθώς και την ιδιότητα του συγγραφέα. Τίτλος Είδος κειμένου Χρόνος και μέσο δημοσίευσης Ιδιότητα συγγραφέως «Πότε ο διάλογος πρέπει να διακόπτεται» δοκίμιο 1976, Βιβλίο συλλογή δοκιμίων: Δίκαιο της πυγμής και άλλα δοκίμια παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος Εξετάζοντας τα παραπάνω στοιχεία πληροφορούμαστε, αρχικά, ότι πρόκειται για δοκίμιο. Από τη θεωρία του βιβλίου γνωρίζουμε ότι υπάρχουν δύο βασικές μορφές δοκιμίου, μια περισσότερο αυστηρή ως προς τη λογική οργάνωση και μια πιο ελεύθερη και συνειρμική. Θυμόμαστε από τη μελέτη κειμένων του ίδιου δοκιμιογράφου Ε. Παπανούτσου - που βρίσκονται στο σχολικό βιβλίο (π.χ. «Το δίκαιο της πυγμής», «Ψυχολογία των Νεοελλήνων», «Η δύναμη της μάζας», «Τεχνική πρόοδος») ότι αυτά, συνήθως, υπακούουν σε ευκρινή λογική οργάνωση, ενώ ως προς τη γλώσσα χαρακτηρίζονται από λόγια και επιστημονική διατύπωση. Ανάλογα, λοιπόν, διαμορφώνονται οι προσδοκίες μας για το κείμενο που θα μελετήσουμε και προετοιμαζόμαστε για την ανίχνευση των κύριων σημείων του, στηριζόμενοι στη σαφή του οργάνωση. 1
Ο χρόνος δημοσίευσης μαρτυρά πως πρόκειται για παλαιότερο κείμενο. Θυμόμαστε, βέβαια, ότι το δοκίμιο δε χαρακτηρίζεται τόσο για τον επικαιρικό (όπως για παράδειγμα το άρθρο) όσο για τον διαχρονικό του χαρακτήρα, τον οποίο ως αναγνώστες είναι χρήσιμο να ελέγχουμε. Εστιάζουμε, τέλος, την προσοχή μας στον τίτλο του κειμένου και εξετάζουμε αν είναι αρκούντως περιγραφικός - και επομένως βοηθητικός - του αποσπάσματος που μελετούμε. Βήμα 2ο: Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο με στόχο τη συνολική κατανόηση και σημειώνουμε πιθανές άγνωστες λέξεις. Διερευνούμε το βασικό θέμα του, το πρόβλημα που θέτει ο συγγραφέας και τη θέση που παίρνει σε σχέση με αυτό. Η πρώτη ανάγνωση του κειμένου επιβεβαιώνει, αρχικά, τις προσδοκίες μας ως προς τη γλώσσα του κειμένου, η οποία υπακούει σε εντολές μιας λογιότερης γραμματικής και μπορεί να δημιουργεί νοηματικές δυσκολίες που σχετίζονται με το λεξιλόγιο. Επιχειρούμε να υπερβούμε τις δυσκολίες αυτές είτε αξιοποιώντας τα συμφραζόμενα είτε ανατρέχοντας σε κάποιο λεξικό, για να αναζητήσουμε τη σημασία τους (όσων δε δίνεται η σημασία στο τέλος του κειμένου). Για παράδειγμα, προτείνεται το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη). Επιβεβαιώνονται, επίσης, οι αρχικές μας υποθέσεις ως προς τη μορφή του δοκιμίου και την οργάνωση του κειμένου. Πρόκειται, λοιπόν, για αποδεικτικό δοκίμιο με σαφές διάγραμμα και ξεκάθαρη συλλογιστική πορεία. Στην περίπτωση αυτή, για την ανίχνευση του θεματικού πυρήνα του κειμένου μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας, αρχικά, στην εισαγωγική παράγραφο και στη συνέχεια στη θεματική περίοδο και στην καταληκτική περίοδο των επόμενων παραγράφων. Αναλυτικότερα, στην 1η παράγραφο ο συγγραφέας γνωστοποιεί με σαφήνεια το θεματικό κέντρο του κειμένου του στην περίοδο: «Και όμως, είπαμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου (ο διάλογος) είναι άχρηστος και επιζήμιος». Το κύριο θέμα, λοιπόν, του κειμένου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: 2
Οι περιπτώσεις που ο διάλογος είναι άχρηστος και επιζήμιος Μελετώντας προσεκτικά το κείμενο ανιχνεύουμε τη θέση του δοκιμιογράφου στην τελευταία περίοδο της 2ης και της 3ης παραγράφου: [2η] «Γίνεται τότε φανερό ότι ο διάλογος είναι ανώφελος, και εάν δεν έχομε άλλους λόγους να τον συνεχίσομε (από αβρότητα π.χ. ή από διάθεση σκωπτική για να «παίξομε» δηλαδή με τον αντίδικο όπως η γάτα με το ποντίκι) το καλύτερο που έχομε να κάνομε είναι να τον σταματήσομε.» [3η] «Εάν κατά την ανάπτυξη των απόψεών μας ανακαλύψομε (και αυτό δεν συμβαίνει τόσο σπάνια όσο νομίζομε) ότι στου καθενός τη «γλώσσα» οι λέξεις: συνεχές και ασυνέχεια, χρόνος και κίνηση, νόμος και στατιστικός λογισμός, απροσδιοριστία και συμπληρωματικότητα κ.ο.κ. ούτε το ίδιο πράγμα σημαίνουν ούτε συντάσσονται κατά τον ίδιο λογικό κώδικα, επομένως τρόπος να συνεννοηθούμε δεν υπάρχει, πρέπει να διακόψομε το γρηγορώτερο το διάλογο διαφορετικά θα πέσομε σε πλήρη σύγχυση.» Η θέση, λοιπόν, του διηγηματογράφου είναι ότι: Ο διάλογος θα πρέπει να διακόπτεται στις περιπτώσεις που είναι άχρηστος και επιζήμιος Βήμα 3ο: Διαβάζουμε ξανά το κείμενο, αυτή τη φορά ανά παράγραφο, επισημαίνουμε τις βασικές ιδέες του κειμένου και στη συνέχεια τις παραφράζουμε και τις πυκνώνουμε. Κατά τη δεύτερη αυτή ανάγνωση, εντοπίζουμε και υπογραμμίζουμε σε κάθε παράγραφο τις λέξεις - φράσεις κλειδιά που αποτυπώνουν τις σημαντικές ιδέες. Στη συνέχεια, επεξεργαζόμαστε το κείμενο μέσω δύο διαδικασιών, της ς και της πύκνωσης. Ειδικότερα: Με την : ξαναγράφουμε ένα τμήμα του κειμένου, έτσι ώστε να είναι νοηματικά ισοδύναμο, εφαρμόζοντας τεχνικές όπως, για παράδειγμα, η μετατροπή μιας ρηματικής φράσης σε ονοματική 3
Με την πύκνωση: απαλείφουμε περιττές πληροφορίες του αρχικού κειμένου, χρησιμοποιούμε γενικότερες έννοιες ως συμπεριληπτικές επιμέρους πληροφοριών (π.χ. αναγωγή σε υπερκείμενη έννοια) και εφαρμόζουμε στρατηγικές όπως: αντικατάσταση δευτερεύουσας πρότασης με μετοχή, ονοματικής πρότασης με επίθετο, ονοματικών προτάσεων με ονοματικά σύνολα και επιρρηματικών προτάσεων με επιρρήματα. Ας δούμε, λοιπόν, τις λέξεις ή φράσεις κλειδιά ανά παράγραφο και ας δοκιμάσουμε να εφαρμόσουμε τις παραπάνω τεχνικές: 1η παράγραφος: Οι ωφέλειες λοιπόν του διαλόγου (του γνήσιου διαλόγου που αναπτύσσεται κοχλιωτά με τον προωθητικό ανταγωνισμό θέσης και αντίθεσης) είναι πολλαπλές και αναμφισβήτητες. Και όμως, είπαμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου είναι άχρηστος και επιζήμιος. Ποιες; Υπάρχουν περιπτώσεις που (ο διάλογος) είναι άχρηστος και επιζήμιος υπάρχουν περιπτώσεις ανώφελου και βλαβερού (διαλόγου) & πύκνωση 2η παράγραφος: Πρώτα, η δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργείται όταν αυτός που αντιλέγει δεν βρίσκεται στο ίδιο πνευματικό επίπεδο με μας και (παρά την προσπάθεια ίσως που κάνει να παρακολουθήσει το λογικό ξετύλιγμα των σκέψεων) δεν κατορθώνει να συλλάβει και να εκτιμήσει σωστά το νόημα των επιχειρημάτων μας, όχι από κακή πρόθεση αλλά από άγνοια ή αγροικία. Εκθέτομε λ.χ. μια θεωρία της Οικονομικής επιστήμης ότι ο «φρόνιμος» πληθωρισμός, που θερμαίνει με πιστώσεις την παραγωγή αλλά δεν χάνει τον έλεγχο των τιμών, είναι ορθή νομισματική πολιτική. Και διατυπώνομε τις θεωρητικές επιφυλάξεις ή τις ανησυχίες μας από την πρακτική 4
εφαρμογή του συστήματος τούτου στον δικό μας οικονομικοπολιτικό χώρο. Αίφνης αντιλέγει ένας συνδαιτημόνας και η συζήτηση αρχίζει σε τόνο ζωηρό. Δίχως όμως και να προχωρεί, επειδή ο άλλος δεν έχει τον απαιτούμενο πνευματικό οπλισμό να την κάνει, με τις αντιρρήσεις του, παραγωγική ή και απλώς διαφωτιστική. Γίνεται τότε φανερό ότι ο διάλογος είναι ανώφελος, και εάν δεν έχομε άλλους λόγους να τον συνεχίσομε (από αβρότητα π.χ. ή από διάθεση σκωπτική για να «παίξομε» δηλαδή με τον αντίδικο όπως η γάτα με το ποντίκι) το καλύτερο που έχομε να κάνομε είναι να τον σταματήσομε. όταν αυτός που αντιλέγει δεν βρίσκεται στο ίδιο πνευματικό όταν οι συνδιαλεγόμενοι επίπεδο με μας και δεν κατορθώνει να συλλάβει και να διαφέρουν σε μορφωτικό επίπεδο και επιχειρηματολογική & πύκνωση εκτιμήσει σωστά το νόημα των δεινότητα (=ικανότητα) επιχειρημάτων μας δεν κάνει (τη συζήτηση) παραγωγική ή και απλώς διαφωτιστική (Η συζήτηση) παραμένει άκαρπη & πύκνωση το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον σταματήσουμε (τον διάλογο) (ο διάλογος) είναι αναγκαίο να διακοπεί & πύκνωση To κύριο θέμα, λοιπόν, της παραγράφου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Ο άκαρπος διάλογος μεταξύ συνδιαλεγόμενων που διαφέρουν σε μορφωτικό επίπεδο και επιχειρηματολογική δεινότητα είναι αναγκαίο να διακόπτεται. 3η παράγραφος: Δεύτερη θα αναφέρω την περίπτωση όπου, ύστερ' από τους πρώτους κιόλας διαξιφισμούς με τον αντιφρονούντα, ανακαλύπτουμε ότι, εξαιτίας της διαφορετικής αγωγής και των ασύμπτωτων φραστικών μας έξεων, με τις ίδιες λέξεις ο καθένας μας εννοεί άλλα πράγματα, και έτσι γεννιέται μοιραία, αναπότρεπτα η αμοιβαία 5
παρεξήγηση των λεγομένων μας. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι η κοινή γλώσσα χωρίς αυτήν, το κάθε πρόσωπο μονολογεί ακούει, αλλά δεν καταλαβαίνει το άλλο. Δεν φτάνει όμως να μιλούμε και οι δύο ελληνικά ή αγγλικά, για να συνεννοηθούμε απάνω σε ένα θέμα που απαιτεί σοβαρήν αντιμετώπιση. Πρέπει, μέσα στη γλώσσα που μιλούμε, να έχομε παραδεχτεί και να μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια «συμβολική», να δίνομε δηλαδή στις λέξεις έννοιες το ίδιο περιεχόμενο και να τις συντάσσομε γραμματικά λογικά σύμφωνα με τους ίδιους απαράβατους νόμους. Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο και ματαιοπονούμε, εάν επιμένομε με τη συζήτηση να ανακαλύψομε πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε. Εάν λ.χ. είμαστε και οι δύο επιστήμονες και πρόκειται, σε ιδιωτικό ή δημόσιο διάλογο, να ξεκαθαρίσομε τις ιδέες μας απάνω σ' ένα επίμαχο θέμα, όπως είναι η έννοια της φυσικής νομοτέλειας έπειτα από τη θεωρία των Κβάντα, πρέπει να έχομε και οι δύο εκπαιδευτεί στην ορολογία και στους φραστικούς κανόνες της σύγχρονης Φυσικής και όταν στη συζήτησή μας μεταχειριζόμαστε τα καθιερωμένα στο «Λεξικό» και στη «Γραμματική» της σύμβολα, να εννοούμε και να εκφράζομε πάντοτε τις ίδιες και οι δύο μας σκέψεις. Εάν κατά την ανάπτυξη των απόψεών μας ανακαλύψομε (και αυτό δεν συμβαίνει τόσο σπάνια όσο νομίζομε) ότι στου καθενός τη «γλώσσα» οι λέξεις: συνεχές και ασυνέχεια, χρόνος και κίνηση, νόμος και στατιστικός λογισμός, απροσδιοριστία και συμπληρωματικότητα κ.ο.κ. ούτε το ίδιο πράγμα σημαίνουν ούτε συντάσσονται κατά τον ίδιο λογικό κώδικα, επομένως τρόπος να συνεννοηθούμε δεν υπάρχει, πρέπει να διακόψομε το γρηγορώτερο το διάλογο διαφορετικά θα πέσομε σε πλήρη σύγχυση. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι η κοινή γλώσσα Πρέπει, μέσα στη γλώσσα που μιλούμε, να έχομε παραδεχτεί και να μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια Απαίτηση του διαλόγου «συμβολική», να δίνομε δηλαδή στις είναι οι κοινές πύκνωση λέξεις έννοιες το ίδιο περιεχόμενο και γλωσσικές συμβάσεις να τις συντάσσομε γραμματικά λογικά σύμφωνα με τους ίδιους απαράβατους νόμους πρέπει να διακόψομε το γρηγορώτερο ο διάλογος επιβάλλεται το διάλογο διαφορετικά θα πέσομε σε να διακοπεί, για να πλήρη σύγχυση αποφευχθεί η 6
ασυνεννοησία Μπορούμε, λοιπόν, να αποδώσουμε το βασικό θέμα της παραγράφου ως εξής: Η απουσία κοινών γλωσσικών συμβάσεων οδηγεί σε ασυνεννοησία που επιβάλλει τη διακοπή του διαλόγου. 4η παράγραφος: Θα εκθέσω και μια τρίτη ακόμη περίπτωση (περιορίζομαι στις σπουδαιότερες) που είναι η πιο συνηθισμένη στην καθημερινή ζωή. Σ' αυτήν ο διάλογος αρρωσταίνει από αλλεπάλληλες παρεμβολές στοιχείων όχι απλώς ξένων, αλλά αυτόχρημα εχθρικών προς την ομαλή λειτουργία της διάνοιας, με αποτέλεσμα να χάσει κάθε ίχνος γονιμότητας, ν' αρχίσει να περιστρέφεται χωρίς διέξοδο γύρω από το ίδιο σημείο, και, όπως η βίδα που άνοιξε πολύ μεγάλη τρύπα δεν πιάνει πια και αχρηστεύεται, ή όπως ο τροχός που στριφογυρίζει στην ίδια θέση δεν προχωρεί αλλά ανάβει και φθείρεται, έτσι κι' αυτός αποσυντίθεται σε αυτοεπαναλαμβανόμενους μονολόγους που μετατρέπουν τη συζήτηση σε ανιαρή λογοκοπία και σε διαμάχη λογικής αυτοκαταστροφής... Τα νοσογόνα στοιχεία είναι εδώ οι προλήψεις και τα πάθη που τρέφονται από μίση και συμφέροντα και γεννούν (μαζί με τις άλλες, τις αγιάτρευτες συχνά κοινωνικές πληγές) το πείσμα και τη μισαλλοδοξία, τη μικρόνοια και το φανατισμό. (ο διάλογος) χάνει κάθε ίχνος γονιμότητας, αρχίζει να περιστρέφεται χωρίς διέξοδο γύρω από το ίδιο σημείο (ο διάλογος) μένει στάσιμος πύκνωση Τα νοσογόνα στοιχεία είναι οι προλήψεις και τα πάθη που γεννούν το πείσμα και τη μισαλλοδοξία, τη μικρόνοια και το φανατισμό Αιτίες είναι η εμπάθεια, η αδιαλλαξία και ο δογματισμός & πύκνωση Το θεματικό κέντρο της παραγράφου θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξής: 7
Η εμπάθεια, η αδιαλλαξία και ο δογματισμός οδηγούν στη στασιμότητα του διαλόγου. Βήμα 4ο: Εξετάζουμε την οργάνωση του ευρύτερου κειμένου, τη συλλογιστική πορεία και τις ενέργειες του συγγραφέα. Εντοπίζουμε τους τρόπους ανάπτυξης των παραγράφων και τους δείκτες συνοχής. Χρήσιμοι δείκτες για την κατανόηση του τρόπου οργάνωσης των ιδεών και των μεταξύ τους σχέσεων είναι οι διαρθρωτικές λέξεις αλλά και άλλοι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται η συνοχή του κειμένου (μπορείτε να ανατρέξετε στη θεωρία που προτείνεται). Στο κείμενό μας παρατηρούμε σχετικά ότι η συνοχή επιτυγχάνεται σε επίπεδο παραγράφων κατ αρχάς με τη χρήση των διαρθρωτικών λέξεων Πρώτα, Δεύτερη, Τρίτη, με τις οποίες οργανώνεται η απαρίθμηση που επιχειρεί ο συγγραφέας (γλωσσική ενέργεια για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο). Επίσης, η επανάληψη της λέξης περίπτωση δηλώνει τη σχέση με τις περιπτώσεις άχρηστου και επιζήμιου διαλόγου που προτάσσονται στην εισαγωγική παράγραφο. Αναφορικά με τους τρόπους οργάνωσης παραγράφων εντοπίζουμε ότι η 2η και η 3η παράγραφος αναπτύσσονται με τη χρήση εκτεταμένων παραδειγμάτων για τη διασαφήνιση της θέσης του συγγραφέα. Στην περίληψή μας χρειάζεται να αναφέρουμε τη γλωσσική ενέργεια αυτή του συγγραφέα χωρίς, όμως να αναφερθούμε αναλυτικά στα παραδείγματα, αν έχουμε αποτυπώσει με σαφήνεια την ιδέα που διευκρινίζουν. Οι γλωσσικές ενέργειες του δοκιμιογράφου δηλαδή αυτό που «κάνει» σε κάθε παράγραφο μπορούν να αποδοθούν με τα ακόλουθα ρήματα ή ρηματικές φράσεις: 1η παράγραφος 2η παράγραφος Ο δοκιμιογράφος υποστηρίζει, αρχικά, ότι υπάρχουν περιπτώσεις ανώφελου και βλαβερού διαλόγου. Απαριθμεί τις περιπτώσεις επιζήμιου διαλόγου. Αναφέρεται, αρχικά, στον άκαρπο διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ συνδιαλεγόμενων που διαφέρουν σημαντικά σε μορφωτικό επίπεδο και επιχειρηματολογική δεινότητα, περίπτωση που διευκρινίζει με ένα εκτενές παράδειγμα. Υποστηρίζει ότι στην περίπτωση αυτή ο διάλογος είναι απαραίτητο να διακόπτεται. 8
3η παράγραφος 4η παράγραφος Προσθέτει την περίπτωση όπου η απουσία κοινών γλωσσικών συμβάσεων οδηγούν σε ασυνεννοησία αποσαφηνίζοντας την άποψή του με ένα παράδειγμα από τον χώρο του επιστημονικού διαλόγου και επαναλαμβάνει την αναγκαιότητα διακοπής του διαλόγου. Καταλήγει εκθέτοντας την περίπτωση όπου ο διάλογος παραμένει στάσιμος παραθέτοντας ως αιτίες την εμπάθεια, την αδιαλλαξία και τον δογματισμό. Εδώ χρειάζεται να σημειώσουμε ότι αν και δεν δηλώνεται ρητά, συνάγεται από το περιεχόμενο των προηγούμενων παραγράφων και την οργάνωση του κειμένου ότι και στην τελευταία αυτή περίπτωση ο δοκιμιογράφος θεωρεί επιβεβλημένη τη διακοπή του διαλόγου. Βήμα 5ο: Γράφουμε την περίληψη. Θυμόμαστε: Η περίληψη υπακούει στους κανόνες της παραγράφου. Χρειάζεται, λοιπόν, να αναπτυχθεί πάνω σε ορισμένη δομή, να δηλώνεται με σαφήνεια ο σκοπός της και να χαρακτηρίζεται από συνοχή και συνεκτικότητα Η εργασία που προηγήθηκε μας παρέχει τη υλικό για τη γραφή του κειμένου μας. Έτσι, οι σημειώσεις μας για το θέμα του κειμένου και τη θέση του συγγραφέα μπορούν να αξιοποιηθούν για τη θεματική περίοδο της παραγράφου, ενώ οι περίοδοι που αποτυπώνουν τα θεματικά κέντρα των παραγράφων για τις λεπτομέρειές της. Για να επιτύχουμε τη συνοχή του κειμένου μας, χρειάζεται να αποφύγουμε να 9
παραθέσουμε, απλώς, τις επιμέρους περιόδους αλλά να χρησιμοποιήσουμε: τις κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις φράσεις καθώς και τις ρηματικές διατυπώσεις που αποδίδουν τη συλλογιστική πορεία και τις γλωσσικές ενέργειες του συγγραφέα (4ο βήμα). Έχουμε υπόψη, επίσης, ότι ο χαρακτήρας της περίληψης που μας ζητείται είναι πληροφοριακός και όχι αξιολογικός, για αυτό αποφεύγουμε: τον σχολιασμό των ιδεών του αρχικού κειμένου να χρησιμοποιήσουμε αυτούσιες φράσεις του κειμένου και να μιμηθούμε το ύφος του συγγραφέα Φροντίζουμε, τέλος, να σεβαστούμε το όριο του αριθμού λέξεων που έχει τεθεί. Ενδεικτική απάντηση Ο δοκιμιογράφος υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η διακοπή του διαλόγου στις περιπτώσεις που αποβαίνει άγονος και βλαβερός, τις οποίες στη συνέχεια απαριθμεί. Αναφέρεται, αρχικά, στον άκαρπο διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ συνδιαλεγόμενων που διαφέρουν σημαντικά σε μορφωτικό επίπεδο και επιχειρηματολογική δεινότητα, περίπτωση που διευκρινίζει με ένα εκτενές παράδειγμα. Προσθέτει ως δεύτερη αναγκαία συνθήκη διακοπής του διαλόγου την ασυνεννοησία που προκύπτει από την απουσία κοινά αποδεκτών γλωσσικών συμβάσεων, αποσαφηνίζοντας και πάλι την άποψή του με ένα παράδειγμα από τον χώρο του επιστημονικού διαλόγου. Καταλήγει εκθέτοντας την περίπτωση όπου ο διάλογος παραμένει στάσιμος παραθέτοντας ως αιτίες την εμπάθεια, την αδιαλλαξία και τον δογματισμό. (λέξεις 100) Ημερομηνία τροποποίησης: 05/07/2017 Επιμέλεια: Ελένη Βλαχογιάννη Επιστημονικός έλεγχος: Βενετία Μπαλτά, Μαρία Νέζη 10