ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ Ο σκοπός ενός τηλεπικοινωνιακού συστήµατος είναι η µεταφορά πληροφορίας µε τη µορφή σήµατος µέσω ενός καναλιού το οποίο χωρίζει τον ποµπό από τον δέκτη. Το κανάλι µπορεί να είναι είτε κάποια µορφή ενσύρµατου µέσου (καλώδιο οµοαξονικό, οπτική ίνα, κτλ ) είτε ο ελεύθερος χώρος που χωρίζει τις 2 κεραίες. Το σήµα µπορεί να είναι είτε αναλογικό, είτε ψηφιακό (ψηφιακό µπορεί να γίνει και κάθε αναλογικό σήµα µε την κατάλληλη κωδικοποίηση µέσω διαδικασιών δειγµατοληψίας). Παρά το γεγονός ότι είναι τεχνικά δυνατό να γίνει η µεταφορά όλων των σηµάτων µέσω ψηφιακού σήµατος, υπάρχουν και χρησιµοποιούνται σήµερα πολλές εφαρµογές που χρησιµοποιούν αναλογικές εκποµπές (π.χ. ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σήµα). Αναλογικό σήµα: Ψηφιακό σήµα: - Τηλεόραση - Ραδιόφωνο - ίκτυα υπολογιστών - Κινητή τηλεφωνία - Ψηφιακή τηλεόραση (π.χ. NOVA) Η µετατροπή του σήµατος (αναλογικού ή ψηφιακού) της πηγής σε σήµα το οποίο είναι κατάλληλο για µετάδοση από το χρησιµοποιούµενο µέσο λέγεται διαµόρφωση (modulation). Η αντίστροφη διαδικασία στο δέκτη για τη µετατροπή του λαµβανόµενου σήµατος στο βασικό σήµα ονοµάζεται αποδιαµόρφωση (demodulation). ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ Έστω ότι θέλουµε να µεταφέρουµε το αναλογικό σήµα m(t) µε εύρος ζώνης W (δηλαδή Μ(f)=0 για f>w. Το σήµα m(t) το οποίο περιέχει την πληροφορία που θέλουµε να αποστείλουµε αναφέρεται και ως σήµα βασικής ζώνης (base band signal) διότι περιλαµβάνει τη ζώνη συχνοτήτων του αρχικού σήµατος. Το σήµα m(t) πρέπει να διαµορφωθεί κατάλληλα πριν αποσταλεί ώστε: - το χαµηλοπερατό σήµα να µεταφερθεί κατά συχνότητα στη ζώνη διέλευσης του καναλιού κατά τρόπο τέτοιο ώστε το φάσµα του µεταδιδόµενου ζωνοπερατού σήµατος να προσαρµόζεται στα χαρακτηριστικά της ζώνης διέλευσης του καναλιού. Μ(f) Σήµα βασικής ζώνης Ζώνη διέλευσης του καναλιού W f α f β 1
α f β Ένα τηλεπικοινωνιακό κανάλι µπορεί να έχει συγκεκριµένη ζώνη διέλευσης: o Για φυσικούς λόγους (µήκος κύµατος µήκος κεραίας).γενικώς οι κεραίες λειτουργούν αποδοτικότερα όταν οι διαστάσεις τους είναι της ίδιας τάξης µεγέθους µε το µήκος κύµατος του µεταδιδόµενου σήµατος. Με βάση τον τύπο λ=c/f, όπου λ είναι το µήκος κύµατος και c η ταχύτητα του φωτός (3*10 8 m/sec) συµπεραίνουµε ότι ένα σήµα συχνότητας 1 KHz αντιστοιχεί σε ένα µήκος κύµατος 300.000m. o Για λόγους περιορισµού στη διαθέσιµη ζώνη συχνοτήτων. (π.χ. το πρότυπο 802.11b όπως και το 802.11g, λειτουργεί στη ζώνη ραδιοσυχνοτήτων από 2,4 έως 2,497 GHz, ενώ το 802.11a λειτουργεί στις συχνότητες από 5,15 έως 5,875 GHz) - Να συρρικνωθεί το εύρος (narrowbanding). Αν τo εύρος της ακουστικής περιοχής το οποίο θέλουµε να µεταδίδεται εκτείνεται π.χ. από 50 έως 10 4 Hz, ο λόγος της µέγιστης προς τη µικρότερη συχνότητα είναι 200. Άρα αν θέλουµε να στείλουµε το σήµα µέσω της ίδιας κεραίας, το ιδανικό µήκος κεραίας για το ένα άκρο θα είναι πολύ µακρύ ή πολύ κοντό για το άλλο άκρο των συχνοτήτων. Αν όµως µεταφέρουµε το σήµα µας έτσι ώστε να καταλαµβάνει την περιοχή από 10 6 +50 έως 10 6 +10 4 Hz, τότε ο λόγος του µέγιστου προς το ελάχιστο πλάτος είναι µόλις 1,01. (Γραφικά και µόνο µπορούµε να πούµε ότι επιτύχαµε τη µετατροπή ενός σήµατος «ευρείας ζώνης» (wideband) σε ένα σήµα «στενής ζώνης» (narrowband) καθώς το φάσµα, λόγω κλίµακας θα φαίνεται πιο στενό. Πρακτικά το µόνο που αλλάξαµε είναι ο λόγος της µέγιστης προς την ελάχιστη συχνότητα, γεγονός που µας διευκολύνει στην αποστολή του σήµατος.) - Να διευθετηθεί η ταυτόχρονη εκποµπή σηµάτων από πολλαπλές πηγές µηνυµάτων µέσω πολυπλεξίας συχνότητας. Π.χ. Η αποστολή τηλεοπτικού σήµατος στις συχνότητες UHF (0,3-3GHz). Το τηλεοπτικό σήµα µιας έγχρωµης εκποµπής έχει εύρος ζώνης W 6ΜΗz. Άρα θεωρητικά µπορούµε να έχουµε ταυτόχρονα 450 τηλεοπτικά κανάλια (στην πράξη είναι λιγότερα γιατί ορισµένες συχνότητες στα UHF είναι δεσµευµένες για τη χρήση ραντάρ ή ραδιοναυσιπλοΐας) αν µεταφέρουµε τη συχνότητα εκποµπής κάθε καναλιού σε συχνότητες 0,3-0,306 GHz, 0,306 0,312 GHz, κτλ. - Να είναι δυνατή η κοινή επεξεργασία των παραγόµενων σηµάτων. Αν θέλουµε όλα τα σήµατα που στέλνουµε να υποστούν πρώτα κάποιας µορφής επεξεργασία από το ίδιο σύστηµα το οποίο λειτουργεί σε συγκεκριµένη ζώνη συχνοτήτων, τότε πιθανόν να είναι πιο εύκολο να µετατοπίσουµε όλα µας τα σήµατα στη συγκεκριµένη ζώνη συχνοτήτων, παρά να αλλάζουµε τη ζώνη συχνοτήτων στην οποία λειτουργεί το σύστηµα. - Να διευρυνθεί το εύρος ζώνης του εκπεµπόµενου σήµατος αυξάνοντας έτσι την ανοσία του συστήµατος στο θόρυβο του καναλιού. 2
Για τη µεταφορά του σήµατος βασικής ζώνης m(t) χρησιµοποιούµε ένα σήµα της µορφής: c(t) = A c cos(2πf c t+φ c ) To c(t) ονοµάζεται φέρον σήµα γιατί φέρει (κουβαλά) τη συνάρτηση m(t). Λέµε ότι το σήµα µηνύµατος διαµορφώνει το φέρον κατά πλάτος, κατά συχνότητα, ή κατά φάση, αν µετά τη διαµόρφωση, το πλάτος, η συχνότητα ή η φάση αντίστοιχα του φέροντος καθίστανται συναρτήσεις του σήµατος µηνύµατος. ιαµόρφωση πλάτους (Amplitude Modulation AM) Η διαµόρφωση πλάτους (ΑΜ) περιγράφεται ως η διαδικασία µε την οποία το πλάτος του φέροντος σήµατος µεταβάλλεται κατά µέση τιµή µε γραµµικό τρόπο σε σχέση µε το σήµα βασικής ζώνης. Στη διαµόρφωση πλάτους θεωρούµε ότι η φάση του φέροντος σήµατος είναι 0. ηλαδή: c(t) = A c cos(2πf c t), όπου A c είναι το πλάτος και f c είναι η συχνότητα του φέροντος σήµατος. Αν m(t) είναι το σήµα βασικής ζώνης το οποίο περιέχει την πληροφορία που θέλουµε να µεταφέρουµε τότε το διαµορφωµένο κατά πλάτος σήµα δίνεται από τη σχέση: u(t)=ac[1+k a *m (t)]cos2πf c t H σταθερά k a ονοµάζεται δείκτης διαµόρφωσης ή δείκτης ευαισθησίας πλάτους. Για λόγους ευκολίας της αποδιαµόρφωσης του σήµατος θέλουµε το πλάτος Ac[1+ k a *m n (t)] να είναι πάντα θετικό. Συνεπώς θέλουµε: k a m(t) <1, για όλα τα t. Στην πράξη φροντίζουµε ώστε το k a *m (t) να είναι πάντα κατά απόλυτη τιµή µικρότερο της µονάδας. Αν αυτό δε συµβαίνει τότε λέµε ότι το σήµα είναι υπερδιαµορφωµένο. Στο σχήµα που ακολουθεί έχουµε ένα παράδειγµα διαµόρφωσης κατά πλάτος όπου βλέπουµε: a) το φέρον σήµα, b) το σήµα πληροφορίας (βασικής ζώνης), c) το διαµορφωµένο σήµα. 3
Παρατηρούµε ότι το διαµορφωµένο σήµα τέµνει τον άξονα στα ίδια σηµεία µε το φέρον σήµα (άρα αν ήταν περιοδικό, θα µπορούσαµε να πούµε ότι δεν έχει µεταβληθεί η συχνότητα και η φάση του), αλλά έχει αλλάξει το πλάτος της κυµατοµορφής. Παρατηρούµε επίσης ότι αν θεωρήσουµε την νοητή γραµµή που ενώνει τα µέγιστα πλάτη σε κάθε «περίοδο» θα είχαµε το σήµα βασικής ζώνης µετατοπισµένο κατά Α C. Αυτή η νοητή γραµµή ονοµάζεται περιβάλλουσα του διαµορφωµένου σήµατος. Μπορούµε να παρατηρήσουµε ότι αν τηρείται η συνθήκη: k a m(t) περιβάλλουσα του σήµατος δεν τέµνει τον άξονα. <1, τότε η Περιβάλλουσα Αν θελήσουµε να µεταφέρουµε την ανάλυση µας στο πεδίο της συχνότητας θα πρέπει να χρησιµοποιήσουµε το µετασχηµατισµό Fourier της u(t). Έχουµε συνεπώς: 4
A U(f)= C A [δ(f-f C )+ δ(f+f C )]+ k a * C [Μ(f-f C )+ M(f+f C )], 2 2 όπου Μ(f) είναι ο Μετασχηµατισµός Fourier της m(t). Σε αυτό το σηµείο είναι χρήσιµο να θυµηθούµε ότι γενικώς ισχύει ότι αν ένα σήµα u(t) έχει FT U(f), τότε το u(t)cos2πf C t έχει µετασχηµατισµό Fourier 1 2 [U(f-fc)+U(f+f c )] Στο σχήµα που ακολουθεί βλέπουµε τα φάσµατα πλάτους των συναρτήσεων Μ(f) και C(f) καθώς και του διαµορφωµένου σήµατος U(f). 5
Αν το αρχικό µας σήµα είχε τιµές σε ένα εύρος ζώνης από W έως W, δηλαδή συνολικά 2W, παρατηρούµε ότι το διαµορφωµένο σήµα θα έχει το διπλάσιο εύρος ζώνης. Το φάσµα της διαµορφωµένης συνάρτησης αποτελείται από δύο δέλτα συναρτήσεις στις συχνότητες +f c,-f c (όπως και το φέρον σήµα) µόνο που έχουν το µισό ύψος (δηλαδή A C ) και δύο µορφές φάσµατος βασικής ζώνης µετατοπισµένες κατά f c και -f c. 2 Το τµήµα του φάσµατος το οποίο βρίσκεται στο θετικό τµήµα του άξονα των συχνοτήτων και γύρω από τη συχνότητα του φέροντος f c ονοµάζεται άνω πλευρική ζώνη (upper sideband) και το συµµετρικό σήµα του φάσµατος, στην αρνητική ζώνη συχνοτήτων, ονοµάζεται κάτω πλευρική ζώνη (lower sideband). Και οι δύο αυτές πλευρικές ζώνες συχνοτήτων του U(f) περιέχουν όλες τις συχνότητες που υπάρχουν στο Μ(f). Για λόγους εύκολης αποδιαµόρφωσης θέλουµε f C >>W (W το εύρος ζώνης της m(t)). Παρατηρούµε από το σχήµα ότι αυτό σηµαίνει ότι οι δύο συνιστώσες του διαµορφωµένου σήµατος δεν θα έχουν κοινά σηµεία, δηλαδή θα εκτείνονται σε διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων. Αποδιαµόρφωση Το κύριο πλεονέκτηµα της εκποµπής ΑΜ συµβατικού σήµατος είναι η ευκολία µε την οποία µπορεί να αποδιαµορφωθεί. Αν ανορθώσουµε το σήµα λήψης, επειδή έχουµε Ac[1+ k a *m n (t)] > 0, δεν επηρεάζεται το σήµα µηνύµατος. Το ανορθωµένο σήµα είναι ίσο µε u(t) όταν t>0 και 0 όταν u(t)<0. Φέρον διαµορφωµένο κατά πλάτος u c + - Το σήµα µηνύµατος ανακτάται οδηγώντας το ανορθωµένο σήµα µέσα από ένα χαµηλοπερατό φίλτρο, του οποίου το εύρος ζώνης ταιριάζει µε αυτό του µηνύµατος. Ο συνδυασµός του ανορθωτή και του χαµηλοπερατού φίλτρου ονοµάζεται φωρατής περιβάλλουσας. 6
Σε κάθε θετική ηµιπερίοδο του σήµατος εισόδου ο πυκνωτής φορτίζεται στη µέγιστη τιµή του σήµατος. Όταν το σήµα εισόδου πέφτει κάτω από τη µέγιστη τιµή του, η τάση στον πυκνωτή γίνεται µεγαλύτερη από την τάση εισόδου και ο ανορθωτής παύει να άγει. Ο πυκνωτής εκφορτίζεται τότε µέσω της αντίστασης. Η σταθερή χρόνου RC είναι υπολογισµένη έτσι ώστε η εκθετική εκφόρτιση του πυκνωτή να είναι αργή και να παρακολουθεί κατά προσέγγιση την περιβάλλουσα. Στην ιδανική περίπτωση η έξοδος του φωρατή είναι της µορφής d(t) = g 1 +g 2 m(t), όπου το g 1 παριστά µια dc συνιστώσα και το g 2 είναι ένας παράγοντας ενίσχυσης που οφείλεται στη βαθµίδα του αποδιαµορφωτή. Η dc συνιστώσα µπορεί να απαλειφθεί οδηγώντας το d(t) µέσα από έναν µετασχηµτιστή, η έξοδος του οποίου είναι g 2 m(t). ΑΜ ιπλής Πλευρικής Ζώνης µε Καταργηµένο Φέρον (Double-Sideband Suppressed Carrier DSB-SC AM) Η σπατάλη ενέργειας κατά τη διαµόρφωση ΑΜ που είδαµε, λόγω µεταφοράς του φορέα µαζί µε την ωφέλιµη πληροφορία των πλευρικών συχνοτήτων, οδηγεί στη σκέψη αποµάκρυνσης του φορέα κατά τη διαµόρφωση. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί αν πολλαπλασιάσουµε το σήµα m(t) µε το φορέα c(t) = A c cos(2πf c t). Άρα στο DSB-SC έχουµε: u(t)=a c m(t)cos2πf c t. Στο πεδίο της συχνότητας αν Μ(f) είναι ο µετασχηµατισµός Fourier της m(t), τότε U(f)= 2 1 [M(f-fc)+M(f+f c )]. 7
Παρατηρούµε ότι το σήµα βασικής ζώνης µετατοπίζεται στις θέσεις +f c,-f c, δεν εµφανίζεται όµως ξεχωριστά το φέρον σήµα όπως στην απλή διαµόρφωση ΑΜ. Η αποδιαµόρφωση πραγµατοποιείται πολλαπλασιάζοντας το διαµορφωµένο σήµα πάλι µε cos2πf c t, οπότε προκύπτει το σήµα m(t)cos 2 2πf c t. Στο πεδίο της συχνότητας έχουµε: m(t)cos 2 2πf c t 2 1 Μ(f)+ 4 1 [M(f+2f c )+M(f-2f c )] Παρατηρούµε ότι το φάσµα µετατέθηκε στη θέση f=0, µε πλάτος 2 1 Μ(0) και επίσης στις θέσεις 2f c,-2f c µε πλάτος 4 1 Μ(0). Με τη βοήθεια ενός κατωδιαβατού φίλτρου εύκολα λαµβάνεται το φάσµα M(f), ενώ αποκόπτονται τα υπόλοιπα. Ο πολλαπλασιασµός στο δέκτη µε ένα σήµα cos2πf c t προκειµένου να επιτευχθεί αποδιαµόρφωση του σήµατος βασικής ζώνης προϋποθέτει τη δηµιουργία στο δέκτη ενός σήµατος µε συχνότητα και φάση ίση µε αυτή του φέροντος σήµατος που έχει δηµιουργηθεί στον ποµπό. Αν ένα από τα δύο έχει απόκλιση από τα αντίστοιχα του φέροντος σήµατος τότε προκαλείται παραµόρφωση του σήµατος. Ένας τρόπος για να εξασφαλισθεί η πιστότητα συχνότητας και φάσης µεταξύ των σηµάτων στον ποµπό και το δέκτη σε συστήµατα µε καταργηµένο φέρον, είναι η µετάδοση µαζί µε το ωφέλιµου σήµα ενός µικρού ποσοστού του φέροντος κύµατος που ονοµάζεται πιλότος (ή τόνος πιλότος). Στο δέκτη ο πιλότος διαχωρίζεται µε ένα φίλτρο 8
στενής ζώνης, ενισχύεται και «κλειδώνει» τη φάση ενός τοπικού ταλαντωτή που παράγει το φορέα. Μία εναλλακτική µέθοδος επίλυσης του προβλήµατος είναι να δηµιουργήσουµε από το λαµβανόµενο σήµα ένα ηµιτονοειδές φέρον µε κλειδωµένη φάση, µε τη βοήθεια ενός βρόχου κλειδώµατος φάσης (phase locked loop PLL). ιαµόρφωση πλάτους Μονής Πλευρικής Ζώνης (ΑΜ Single Side Band AM-SSB) Οι µέθοδοι διαµόρφωσης πλάτους που εξετάσαµε έως τώρα απαιτούν εύρος ζώνης καναλιού διπλάσιο από το εύρος ζώνης του σήµατος βασικής ζώνης. Αποδεικνύεται ότι η εκποµπή οποιασδήποτε από τις δύο πλευρικές ζώνες είναι αρκετή για να ανακατασκευασθεί το σήµα µηνύµατος m(t) στο δέκτη. Με αυτό τον τρόπο µειώνουµε το εύρος ζώνης του εκπεµπόµενου σήµατος στην τιµή του εύρους του σήµατος βασικής ζώνης. Αν σε ένα DSB διαµορφωµένο από φέρον κυκλικής συχνότητας ω c (όπου ω c =2πf c ) σήµα αποκόψουµε τη µία πλευρική ζώνη (για παράδειγµα την κάτω) και κατόπιν πολλαπλασιάσουµε µε cosω c t (όπου ω c =2πf c ) θα παραχθεί ένα σήµα στη συχνότητα 2f c και η αρχική φασµατική συνιστώσα στην αρχική συχνότητα του σήµατος. Άρα προφανώς µπορούµε χρησιµοποιώντας µόνο τη µία πλευρική ζώνη να ανακτήσουµε το αρχικό µας σήµα. Η αποδιαµόρφωση του SSB σήµατος γίνεται µε τον ίδιο τρόπο µε αυτή της DSB-SC, δηλαδή απαιτείται στο δέκτη η δηµιουργία σήµατος µε συχνότητα ίδια µε αυτή του φέροντος. Προφανώς, η ύπαρξη απόκλισης στη γωνία (φάση ή συχνότητα) του δηµιουργούµενου σήµατος δηµιουργεί και σε αυτή την περίπτωση παραµόρφωση στο ανακτηµένο σήµα βασικής ζώνης. Συνεπώς και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν παρόµοιες τεχνικές για το συντονισµό του ποµπού µε το δέκτη. Σύγκριση των διαφόρων µορφών διαµόρφωσης πλάτους Τα διάφορα είδη ΑΜ διαµόρφωσης, τα οποία εξετάσαµε, µπορούν να συγκριθούν µεταξύ τους ως προς την οικονοµικότητα διαµόρφωσης αποδιαµόρφωσης, τις παραµορφώσεις του διαµορφωµένου σήµατος κατά τη µετάδοση και το εύρος ζώνης συχνοτήτων που καταλαµβάνουν. Όσον αφορά την οικονοµικότητα διαµόρφωσης-αποδιαµόρφωσης, η διαµόρφωση µε µετάδοση του φορέα ΑΜ έχει το πλεονέκτηµα ότι απαιτεί σχετικά απλούς αποδιαµορφωτές σε σύγκριση µε τούς αποδιαµορφωτές σηµάτων AM-SC. Επίσης επιτρέπει την εύκολη δηµιουργία ισχυρών σηµάτων, ενώ οι διαµορφωτές που απαιτούνται στην ΑΜ-SC είναι πιo πολύπλοκοι. Μειονέκτηµα της διαµόρφωσης ΑΜ είναι η πολύ µεγαλύτερη ισχύς εκποµπής, που απαιτείται σε σύγκριση µε την AM-SC και τo µεγαλύτερο κόστος του ποµπού. Με τα δεδοµένα αυτά σε ένα σύστηµα µε ένα ποµπό και πολλούς δέκτες, όπως στην εκποµπή ραδιοφωνικών σηµάτων, είναι πιο οικονοµική η διαµόρφωση ΑΜ, που οδηγεί σε απλούς και φθηνούς δέκτες. 9
Αντίθετα σε συστήµατα µετάδοσης από σηµείο σε σηµείο µε ένα ποµπό και ένα ή πολύ λίγους δέκτες συµφέρει η τοποθέτηση οικονοµικότερου ποµπού και πιο πολύπλοκου και ακριβού δέκτη. Έτσι στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα χρησιµοποιείται η διαµόρφωση ΑΜ- SC. Όσον αφορά στην παραµόρφωση του σήµατος AM σε ασυρµατικές ζεύξεις υπερέχει η AM-SC. Αυτό οφείλεται στο φαινόµενο της επιλεκτικής διάλειψης, που παρουσιάζεται λόγω της διαφορετικής εξασθένησης που υφίστανται οι διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων. Αποτέλεσµα αυτού είναι οι πλευρικές ζώνες του σήµατος και ο φορέας να εξασθενούν ανοµοιόµορφα. Ιδιαίτερα, η εξασθένηση του φορέα µπορεί να είναι τόσο µεγάλη συγκριτικά µε αυτή των πλευρικών ζωνών, ώστε παύει να ισχύει η συνθήκη k a m(t) <1 της διαµόρφωσης µε φορέα. Η αποδιαµόρφωση µε διαµορφωτή περιβάλλουσας ή ανόρθωσης οδηγεί στην περίπτωση αυτή σε σοβαρή παραµόρφωση του σήµατος. Η επιλεκτική διάλειψη γίνεται πιo έντονη σε υψηλές συχνότητες, γι' αυτό στις συχνότητες αυτές προτιµάται η AM-SC. Όσον αφορά στο απαιτούµενο εύρος ζώνης, η SSΒ-SC πλεονεκτεί σηµαντικά, διότι απαιτεί το µισό εύρος από την DSB-SC. Επίσης η επιλεκτική διάλειψη επηρεάζει διαφορετικά τη σχέση µεταξύ των φάσεων των συχνοτήτων των δύο πλευρικών ζωνών µε αποτέλεσµα την εµφάνιση παραµορφωµένου σήµατος ΑΜ στο δέκτη, ενώ δεν επηρεάζεται το σήµα µε SSB-SC. Για τους λόγους αυτούς η SSB-SC προτιµάται από την DSBSC. Ιδιαίτερα χρησιµοποιείται η µέθοδος αυτή στα τηλεφωνικά φερέσυχνα συστήµατα της υπεραστικής εmκοινωνίας, στα οποία οι παραµορφώσεις φάσης του τηλεφωνικού σήµατος δεν παίζουν µεγάλο ρόλο. Το µειονέκτηµα της SSB-SC σχετικά µε τη δύσκολη δηµιουργία των SSB αντιµετωπίζεται µε µετάδοση κατάλοιπης πλευρικής ζώνης (Vestigia1 Sideband Τransmission), η οποία είναι ένας συµβιβασµός µεταξύ της µετάδοσης DSB και SSB. Βιβλιογραφία [1] Τηλεπικοινωνιακά Συστήµατα, Taub/Scilling, Εκδόσεις Τζιόλα 2001 [2] Επεξεργασία Αναλογικών Σηµάτων, Στ. Μ. Πανά, Υπηρεσία ηµοσιευµάτων Α.Π.Θ. 1997 [3] Συστήµατα Τηλεπικοινωνιών, J.G. Proakis/M. Salehi, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών 2002 [4] Στοιχεία Θεωρίας Κεραιών και ιαδόσεως Ηλεκτροµαγνητικών Κυµάτων, Στ. Κουρή, Εκδόσεις Ζήτη 1996 [5] Κείµενο ηµόσιας ιαβούλευσης για Ασύρµατα Τοπικά ίκτυα WLAN, ΕΕΕΤ, Αύγουστος 2004 [6] Σηµειώσεις Μαθήµατος Τηλεπικοινωνιών, Στ. Καρκάνη, 2001 [7] Εισαγωγή στα τηλεπικοινωνιακά συστήµατα, Γ. Κοκκινάκης, 2004 10