EUROPEAN COMMISSION Brussels, 18.5.2006 SG-Greffe (2006) D/202659 Προς κ. Ν. Αλεξανδρίδη Πρόεδρο EΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΕΙΩΝ Λ. Κηφισίας 60 GR-151 25 Μαρούσι Fax: + 30.21.06.151.113 Email: market.analysis@eett.gr Αξιότιµε κ. Αλεξανδρίδη, Θέµα: Κοινοποίηση EL/2006/0372: Χονδρική ευρυζωνική πρόσβαση Σχόλια σύµφωνα µε το Άρθρο 7 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2002/21/EC 1 I. ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Στις 19 Απριλίου 2006, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε µια κοινοποίηση από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων ( EETT ) που αφορά την αγορά χονδρικής ευρυζωνικής πρόσβασης στην Ελλάδα. Η ΕΕΤΤ πραγµατοποίησε δύο εθνικές διαβουλεύσεις 2 που ολοκληρώθηκαν αντιστοίχως στις 4 Απριλίου 2005 και 16 Ιανουαρίου 2006. Στις 28 Απριλίου 2006, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε αίτηση παροχής πληροφοριών στην EETT και έλαβε την απάντηση στις 8 Μαΐου 2006. H EETT έστειλε πρόσθετες πληροφορίες στις 12 Μαΐου 2006. Σύµφωνα µε το Άρθρο 7(3) της Οδηγίας Πλαίσιο, οι Εθνικές Ρυθµιστικές Αρχές (ΕΡΑ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν την δυνατότητα να στείλουν στην ενδιαφερόµενη ΕΡΑ τις παρατηρήσεις τους στα κοινοποιηµένα σχέδια µέτρων. 1 Οδηγία 2002/21/EC του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 7ης Mαρτίου 2002 µε κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ( Οδηγία Πλαίσιο ), OJ L 108, 24.4.2002, σ. 33. 2 Σύµφωνα µε το Άρθρο 6 της Οδηγίας Πλαίσιο. Commission européenne, B-1049 Bruxelles / Europese Commissie, B-1049 Brussel - Belgium. Telephone: (32-2) 299 11 11.
II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕ ΙΟΥ ΜΕΤΡΟΥ II. 1. Ορισµός σχετικής αγοράς προϊόντων Το κοινοποιηµένο σχέδιο µέτρων αφορά την χονδρική αγορά ευρυζωνικής πρόσβασης, που αντιστοιχεί µε την αγορά 12 της Σύστασης σχετικά µε τις αγορές προϊόντων. 3 Σύµφωνα µε την ΕΕΤΤ, η σχετική αγορά περιλαµβάνει όλες τις xdsl τεχνολογίες, όχι όµως την ασύρµατη πρόσβαση και τα καλωδιακά δίκτυα οπτικών ινών. εν υπάρχουν άλλωστε στην Ελλάδα δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης, µέσω των οποίων θα µπορούσε σα παρέχεται ευρυζωνική πρόσβαση. Η σχετική αγορά προϊόντων περιλαµβάνει δύο κατηγορίες προϊόντων στο επίπεδο χονδρικής πρόσβασης: α) η πρόσφορά του ΟΤΕ χονδρικής πρόσβασης βάσει ΙP και ATM τεχνολογίας («ΑΡΥΣ») η οποία παραδίδει την κίνηση στο επίπεδο του εξυπηρετητή ευρυζωνικής τηλεπρόσβασης («BBRAS») του ΟΤΕ σε 13 σηµεία διασύνδεσης, και β) η προσφορά του ΟΤΕ χονδρικής πρόσβασης βάσει ΙP τεχνολογίας η οποία παραδίδει την κίνηση σε ένα σηµείο διασύνδεσης (η υπηρεσία «ΑΡΥΣ» συζευγµένη µε την αναµετάδοση σήµατος «ΟΚΣΥΑ» του ΟΤΕ). Σύµφωνα µε την ΕΕΤΤ, οι δύο προσφορές επιτρέπουν στους εναλλακτικούς παρόχους την δυνατότητα διαφοροποίησης του επιπέδου υπηρεσίας. Όπως αναφέρει η ΕΕΤΤ, οι εναλλακτικοί πάροχοι δεν δύνανται επί του παρόντος να αγοράσουν ξεχωριστά την υπηρεσία «ΑΡΥΣ» η οποία είναι συζευγµένη µε την υπηρεσία «ΟΚΣΥΑ». Στην πράξη η µοναδική πρόσφορά είναι λοιπόν η εθνική χονδρική προσφορά του ΟΤΕ. II. 2. Ορισµός σχετικής γεωγραφικής αγοράς Η EETT θεωρεί ότι η γεωγραφική έκταση της σχετικής αγοράς είναι εθνική. ΙΙ. 3. Εύρεση Σηµαντικής Ισχύς Αγοράς «ΣΙΑ» Η EETT κατέληξε στο συµπέρασµα έλλειψης ουσιαστικού ανταγωνισµού στην σχετική αγορά, και σκοπεύει να υποδείξει τον ΟΤΕ ως έχων Σηµαντική Ισχύ Αγοράς σε αυτή. Τα κύρια κριτήρια που λαµβάνει υπόψη η EETT για να καταλήξει στην ύπαρξη ΣΙΑ είναι: α) ο ΟΤΕ είναι ο µοναδικός πάροχος πρόσβασης στη σχετική αγορά, έχοντας δηλαδή 100% µερίδιο αγοράς, β) οι υψηλοί φραγµοί εισόδου και ανάπτυξης στη σχετική αγορά, λαµβάνοντας υπόψη ότι δυνητικοί ανταγωνιστές θα αντιµετώπιζαν υψηλότατα πάγια και µη ανακτήσιµα κόστη σε περίπτωση ίδρυσης νέου δικτύου τοπικής πρόσβασης, και 3 Σύσταση 2003/311/EK της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2003 σχετικά µε τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στο τοµέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθµιση σύµφωνα µε την οδηγία 2002/21/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ΕΕ L 114, 8.05.2003, σελ. 45. 2
το γεγονός ότι οι σηµαντικές οικονοµίες κλίµακας αυξάνουν σε µεγάλο βαθµό τους φραγµούς εισόδου στη σχετική αγορά, και γ) η έλλειψη αντισταθµιστικής αγοραστικής ισχύος των πελατών του ΟΤΕ. ΙΙ. 4. Κανονιστικές ρυθµίσεις Η ΕΕΤΤ εντόπισε τα εξής πιθανά προβλήµατα ανταγωνισµού στη σχετική αγορά: (α) άρνηση συναλλαγής, (β) τακτικές καθυστέρησης, (γ) µη εύλογες απαιτήσεις, (δ) διακριτική χρήση προνοµιακών πληροφοριών περί ανταγωνιστών, (ε) ποιοτικές διακρίσεις, (ζ) τιµολογιακές διακρίσεις, (η) συµπίεση περιθωρίου, (θ) υπερβολικές χονδρικές τιµές, και (ι) ληστρικές λιανικές τιµές. Η ΕΕΤΤ σκοπεύει να επιβάλει στον ΟΤΕ τις ακόλουθες κανονιστικές υποχρεώσεις: (α) υποχρέωση παροχής πρόσβασης, ο ΟΤΕ θα υποχρεούται να παρέχει πρόσβαση στο δίκτυό του κατόπιν αίτησης εναλλακτικών παρόχων σε επίπεδο εξυπηρετητή ευρυζωνικής τηλεπρόσβασης («BBRAS») και σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να ικανοποιεί εύλογα αιτήµατα πρόσβασης των εναλλακτικών παρόχων σε άλλα σηµεία πρόσβασης στο δίκτυο του ΟΤΕ, και θα υποχρεούται να παρέχει πρόσβαση σε συναφείς ευκολίες όπως, µεταξύ άλλων, η συνεγκατάσταση, οι τεχνικές διεπαφές και πρωτόκολλα, (β) υποχρέωση αµεροληψίας-µη διακριτικής µεταχείρισης ούτως ώστε να µην προβεί ο ΟΤΕ σε διακρίσεις υπέρ των λιανικών υπηρεσιών που προσφέρει, (γ) υποχρέωση διαφάνειας, µέσω υποχρέωσης δηµοσίευσης Προσφοράς Αναφοράς Χονδρικής Ευρυζωνικής Πρόσβασης, Συµφνωνίες Επιπέδου Υπηρεσίας («SLA») και εικτών Αποδοτικότητας, κατόπιν έγκρισης από την ΕΕΤΤ, (δ) υποχρέωση λογιστικού διαχωρισµού ούτως ώστε να κρατά ο ΟΤΕ χωριστούς λογαριασµούς για την δραστηριότητα παροχής χονδρικής ευρυζωνικής πρόσβασης, (ε) υποχρέωση κοστολόγησης και έλεγχος τιµών, ο έλεγχος των τιµών χονδρικής πρόσβασης του ΟΤΕ θα βασίζεται στην µεθοδολογία «retail-minus» σχετικά µε τις τιµές λιανικής πρόσβασης της επιχείρησης, και η µεθοδολογία «retail-minus» θα βασίζεται στα κόστη ενός ευλόγως αποδοτικού εναλλακτικού παρόχου χρησιµοποιώντας την ανάλυση Προεξοφληµένης Ροής Μετρητών (Discounted Cash Flow, «DCF»). Όσον αφορά τις υποχρεώσεις πρόσβασης, η ΕΕΤΤ διευκρινίζει ότι δεν επιβάλει την πρόσβαση στο επίπεδο του πολυπλέκτη/αποπολυπλέκτη των συνδροµητικών γραµµών («DSLAM») η στο επίπεδο ATM µεταγωγέα κυρίως για τους εξής λόγους. Πρώτον, η ΕΕΤΤ επιθυµεί να προωθήσει τον ανταγωνισµό µέσω των επενδύσεων σε υποδοµές, συγκεκριµένα για την αποδεσµοποίηση του τοπικού βρόχου 4, και γενικότερα να προωθήσει την περαιτέρω κλιµάκωση επενδύσεων στην Ελλάδα. εύτερον, τα DSLAM του ΟΤΕ είναι ΑΤΜ τεχνολογίας: εποµένως, συµφωνά µε την ΕΕΤΤ, η υποχρέωση πρόσβασης σε αυτό το επίπεδο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για την εγκατάσταση από τους εναλλακτικούς παρόχους καινούργιων IP-DSLAM, µε αποτέλεσµα να µειωθεί η δυνατότητα ανάπτυξης του ανταγωνισµού µέσω των επενδύσεων σε υποδοµές. 4 Οι τιµές στην Ελλάδα είναι από τις χαµηλότερες στην ΕΕ (2 για την µεριζόµενη και 8,6 για την πλήρη αποδεσµοποίηση). 3
ΣΧΟΛΙΑ Η Επιτροπή εξέτασε την κοινοποίηση και τις συµπληρωµατικές πληροφορίες που προσκοµίστηκαν από την EETT και έχει τα ακόλουθα σχόλια: 5 Υπολογισµός Συµπίεσης Περιθωρίου H EETT προτείνει να υποβάλει τις τιµές χονδρικής ευρυζωνικής πρόσβασης του OTE σε έλεγχο τύπου «retail-minus» βασισµένος στις δαπάνες ενός ευλόγως αποδοτικού παρόχου χρησιµοποιώντας τη µεθοδολογία «DCF». Η Επιτροπή θα επιθυµούσε να επισηµάνει τα ακόλουθα όσον αφορά τις διαφορετικές µεθοδολογίες για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας στο πλαίσιο υπολογισµού συµπιέσεων περιθωρίου. Υπάρχουν βασικά δύο διαφορετικές µεθοδολογίες για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας: α) Ετήσιος έλεγχος (ή σε µικρότερες χρονικές περιόδους) των εσόδων και των δαπανών όπως προκύπτουν από τους απολογισµούς της επιχείρησης στους οποίους οι δαπάνες επένδυσης έχουν αποσβεσθεί κατά τη διάρκεια κατάλληλων περιόδων. β) Συνάθροιση των µελλοντικών εσόδων και δαπανών της επιχείρησης κατά τη διάρκεια µιας επαρκούς περιόδου (γενικά η διάρκεια ζωής της υποδοµής) προκειµένου να υπολογισθεί µια αξία, η καθαρή παρούσα αξία ("NPV"). Αυτή η µέθοδος, που αναφέρεται ως «DCF» εξετάζει µόνο την αποδοτικότητα µιας επιχείρησης κατά τη διάρκεια της επαρκούς περιόδου (αρκετά έτη) και δεν διευκρινίζει πώς οι δαπάνες πρέπει να ανακτηθούν σε ευδιάκριτες υποπεριόδους. Η Επιτροπή καλεί την EETT να αποφύγει τις ακόλουθες ανεπάρκειες στη µεθοδολογία «DCF» όταν χρησιµοποιείται για να υπολογίσει µια πιθανή συµπίεση περιθωρίου: Πρώτον, µη ρεαλιστικές υποθέσεις για τη δυνατότητα ενός νεοεισερχόµενου να ωφεληθεί από ένα αυξανόµενο περιθώριο κατά την πάροδο του χρόνου διακινδυνεύουν το αποτέλεσµα του υπολογισµού, οδηγώντας κατά συνέπεια σε ένα "ψευδώς θετικό" αποτέλεσµα. εύτερον, η µέθοδος «DCF» θα παρουσίαζε µόνο εάν ο OTE αναµένεται να κερδίσει ένα θετικό «NPV» κατά τη διάρκεια της περιόδου που υιοθετείται για την ανάλυση, αλλά δεν θα διευκρίνιζε πώς οι δαπάνες πρέπει να ανακτηθούν στις ευδιάκριτες υποπεριόδους. Συνεπώς, ένα θετικό NPV θα µπορούσε να ερµηνευθεί όχι ως τεκµήριο απουσίας µιας περιοριστικής συµπίεσης τιµών, αλλά, αντιθέτως, ως τεκµήριο επιτυχούς αποκλεισµού ανταγωνιστών που καθιστά πιθανή την ανάκτηση των αρχικών απωλειών. Η χρήση της µεθόδου DCF για τον υπολογισµό µιας πιθανής συµπίεσης περιθωρίου θα επέτρεπε σε µια δεσπόζουσα εταιρία όπως ο OTE να υποστεί σηµαντικές αρχικές απώλειες (που θα αντισταθµίζονταν στο µέλλον) ενώ οι ανταγωνιστές του ενδεχοµένως να µην είναι σε θέση να απορροφήσουν τέτοιες απώλειες κατά τη διάρκεια αρκετών ετών. Εποµένως, η Επιτροπή καλεί την EETT να εξασφαλίσει ότι µια θετική υπολογισµένη αξία στο πλαίσιο της ανάλυσης περί συµπιέσεων περιθωρίου δεν θα εξαρτάται από µη ρεαλιστικές υποθέσεις για τη δυνατότητα ενός νεοεισερχόµενου να ωφεληθεί από ένα 5 Σύµφωνα µε το Άρθρο 7(3) της Οδηγίας πλαίσιο. 4
αυξανόµενο περιθώριο κατά τη διάρκεια του χρόνου. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή καλεί την EETT να εξασφαλίσει ότι οι υποθέσεις περί µελλοντικών δαπανών και τιµών που χρησιµοποιούνται στην ανάλυση για τα µελλοντικά έτη είναι εύλογες και βιώσιµες στο πλαίσιο µιας ανταγωνιστικής αγοράς. Η Επιτροπή καλεί την EETT να υποβάλει το µοντέλο «retail-minus» βασισµένο σε µια µεθοδολογία «DCF» σε εθνική διαβούλευση, και να το κοινοποιήσει στην Επιτροπή. Σύµφωνα µε το άρθρο 7 παράγραφος (5) της οδηγίας πλαίσιο, η EETT πρέπει να λάβει υπόψη στο µέγιστο βαθµό τις παρατηρήσεις των άλλων ΕΡΑ και της Επιτροπής, και µπορεί να θεσπίσει το προκύπτον σχέδιο µέτρων και, εάν το πράξει, να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή. Η θέση της Επιτροπής σε αυτή την συγκεκριµένη κοινοποίηση ισχύει υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης απόφασης της Επιτροπής σε σχέση µε άλλες κοινοποιήσεις σχεδίων µέτρων. Σύµφωνα µε το σηµείο 12 της Σύστασης 2003/561/EC 6 η Επιτροπή θα δηµοσιεύσει αυτό το κείµενο στην ιστοσελίδα της. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτό είναι εµπιστευτικές. Καλείστε να ενηµερώσετε την Επιτροπή 7 εντός τριών ηµερών µετά την παραλαβή του εάν θεωρείτε ότι, σύµφωνα µε τους Κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες επιχειρηµατικού απορρήτου, αυτό το κείµενο περιέχει εµπιστευτικές πληροφορίες που θέλετε να απαλειφθούν πριν τη δηµοσίευση. Πρέπει να αιτιολογήσετε το αίτηµα σας. Με εκτίµηση, Για την Επιτροπή, Fabio Colasanti Γενικός ιευθυντής 6 Σύσταση της Επιτροπής 2003/561/EC της 23ης Ιουλίου 2003 σχετικά µε τις κοινοποιήσεις, προθεσµίες και διαβουλεύσεις σύµφωνα µε το Άρθρο 7 της Οδηγίας 2002/21/EC, OJ L 190, 30.7.2003, σ. 13. 7 Το αίτηµά σας πρέπει να σταλεί είτε µε email: INFSO-COMP-ARTICLE7@cec.eu.int ή µε fax: +32.2.298.87.82. 5