ii. Μορφές Διάβρωσης 1. Μορφές Κυψελοειδούς Αποσάθρωσης-Tafoni Ο όρος Tafoni θεσπίστηκε ως γεωμορφολογικός από τον A. Penck (1894), εξαιτίας των γεωμορφών σε περιοχή της Κορσικής, που φέρει το όνομα αυτό. Με τις γεωμορφές αυτές ασχολήθηκαν στο παρελθόν διάφοροι ερευνητές όπως είναι Kvelberg, I & Popov, B. 1937, Ottmann, F. 1956, Haralambous, D. 1959, Calkin, P. & Cailleux, A. 1962, Theodoropoulos, D. 1975. Πρόκειται για μορφές κυψελοειδούς αποσάθρωσης (Εικ.IV.7) που απαντούν, κυρίως, σε κρυσταλλικά πετρώματα μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους κόκκων, αλλά επίσης εμφανίζονται και σε άλλα πετρώματα, όπως είναι οι ψαμμίτες, οι ασβεστόλιθοι και οι σχιστόλιθοι. Το εύρος και το βάθος αυτών των κοιλοτήτων κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως αρκετά μέτρα. Κοιλότητες με διάμετρο 20 έως 30 εκατοστά ονομάζονται μερικές φορές ως «μινιατούρες tafoni». Το σχήμα τους τείνει να είναι ελλειψοειδές ή σφαιροειδές εκ περιστροφής, διευρυνόμενο εσωτερικά του ανοίγματος. Τα μεγαλύτερα tafoni συχνά εμφανίζονται με λεπτά τοιχώματα, έχουν θολωτή μορφή και το άνοιγμά τους βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα τους και έχει ομαλότερη μορφή. Μικρότερα αποστρογγυλωμένα βυθίσματα, διαφοροποιούν ένα μεγάλο tafoni, ειδικά στην οροφή. Πρόκειται για σφαιρικές κοιλότητες με μορφή σπηλαίων, των οποίων οι διαστάσεις κυμαίνονται από ένα εκατοστό έως μερικά μέτρα. Στα τοιχώματά τους και κυρίως στην οροφή τους, παρατηρούνται μικρότερες οπές και προεξοχές, κλιμακοειδώς διαταγμένες. Σχηματίζονται σε απότομες κλιτύες Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας. και παρουσιάζουν ημισφαιρική οροφή (Theodoropoulos, D., 1975). Ο ίδιος συγγραφέας διακρίνει δύο είδη αυτής της γεωμορφής: α) Tafoni με άνοιγμα στη βάση
μεγάλων ογκολίθων και σε εξαλλοιωμένες επιφάνειες ασυνέχειας του πετρώματος β) Tafoni με πλευρικό άνοιγμα, που σχηματίζονται εξαιτίας της θραύσης των πλευρών του ογκολίθου. Σε μερικές περιοχές το tafoni βλέπει προς όλες τις διευθύνσεις, ενώ σε άλλες παρουσιάζεται προτίμηση στις υπήνεμες πλευρές. Τα tafoni εμφανίζονται, κυρίως, σε τροπικά, υποτροπικά, ημιερημικά και ερημικά κλίματα. Επίσης, απαντούν σε μεσόκοκκα έως χονδρόκοκκα, όξινα έως μετρίως όξινα, εκρηξιγενή πετρώματα, αν και έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις και σε άλλα είδη πετρωμάτων, όπως για παράδειγμα σε σχιστόλιθους στη νήσο Τήνο (Theodoropoulos, D., 1975). Δεδομένου ότι είναι συχνή η εμφάνισή τους σε υγρές, σκιερές και υπήνεμες περιοχές, η γένεσή τους πρέπει να συνδέεται, όχι μόνο με τη δράση του ανέμου, όπως είχε θεωρηθεί αρχικά, αλλά, κυρίως, με τη δράση του νερού. Η αποσάθρωση λαμβάνει χώρα εξαιτίας της διείσδυσης του νερού εντός των πόρων του πετρώματος. Οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας προκαλούν τη συστολή και διαστολή του νερού, που έχει διεισδύσει στους πόρους του πετρώματος, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση της συνοχής των επιφανειακών στρωμάτων (Εικ.IV.8.). Η απουσία τους όμως σε απόλυτα ερημικά κλίματα, δείχνει ότι δεν οφείλονται αποκλειστικά στις μεγάλες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις και στην αιολική αποσάθρωση. Αντιθέτως, η παρουσία τους σε παράκτιες περιοχές οφείλεται, όπως δείχνουν πειράματα που διεξήχθησαν από τον Birot (1960), στις τάσεις που αναπτύσσονται κατά την κρυστάλλωση μιας εν διαλύσει ευρισκόμενης χημικής ένωσης. Συγκεκριμένα, το χλωριούχο νάτριο (NaCl) μεταφέρεται, μέσω του ανέμου και των θαλάσσιων κυμάτων, και εισχωρούν στις ρωγμές των πετρωμάτων, όπου κρυσταλλώνονται εκ νέου με αποτέλεσμα την αύξηση των τάσεων στις τριχοειδείς ρωγμές. Εικ.IV.8.: Η αποσάθρωση ξεκινά από τις πιο ευπαθείς ζώνες, οι οποίες διευρυνόμενες προκαλούν τον αποχωρισμό των τμημάτων του πετρώματος υπό τη μορφή σφαιρών. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, κύριο αίτιο της δημιουργίας τους είναι η χημική αποσάθρωση, λόγω καολινιτίωσης των αστρίων και μετακίνησης στοιχείων, όπως,
για παράδειγμα, απομάκρυνσης του σιδήρου από το βιοτίτη. Σε περιοχές με κατάλληλες κλιματικές συνθήκες, προκαλείται ισχυρή εξάτμιση με αποτέλεσμα την άνοδο αλατούχων διαλυμάτων στην επιφάνεια του πετρώματος. Έτσι, δημιουργείται μία συμπαγής περιφερειακή ζώνη πυριτίου, σιδήρου και οξειδίων του μαγνησίου, η οποία περιβάλλει το διαβρωμένο εσωτερικό τμήμα. Σε περισσότερο υγρές περιοχές, η ζώνη αυτή θραύεται ή δεν σχηματίζεται καθόλου. Σε αυτή την περίπτωση, η εκσκαφή αρχίζει από το ήδη διαβρωμένο εσωτερικό τμήμα του πετρώματος. Οι επιφάνειες των tafoni συχνά εμφανίζουν λέπια πετρωμάτων πάχους μερικών mm και μήκους μερικών cm, γεγονός που χαρακτηρίζεται ως αποφλοίωση. Άλλες εσωτερικές επιφάνειες υποφέρουν από κοκκώδη αποσάθρωση, όπου τα ορυκτά των πετρωμάτων χάνουν τη συνοχή του νέου πετρώματος. Στη νήσο Νάξο απαντούν σε αφθονία tafoni (Εικ.IV.9), κυρίως στο δυτικό τμήμα αυτής. Παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά από τον Sabot, V. (1978). Η μεγαλύτερη εμφάνισή τους παρατηρείται στην περιοχή της Στελίδας (Εικ.IV.10 & 11), 3km έξω από τη Χώρα. Οι διαστάσεις κυμαίνονται από 2cm έως μερικά μέτρα (Εικ.IV.12). Το πέτρωμα είναι ισχυρά εξαλλοιωμένο. Συχνά στα μεγάλα tafoni, μεγάλες κυψέλες περιέχουν άλλες πολύ μικρότερες. Πρόκειται για την αρχή του σχηματισμού μιας δεύτερης γενεάς tafoni και διαπλάτυνση της κοιλότητας με συνένωση των μικρών (Εικ. IV.13). Εικ.IV.9: Μορφές κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Στελίδα της Νάξου.
Τα tafoni της Νάξου δεν φαίνεται να σχετίζονται με τους ανέμους. Οι άνεμοι που κυριαρχούν στο νησί είναι οι Βόρειοι, ενώ οι κοιλότητες έχουν διάφορες κατευθύνσεις ακόμη και προς νότο. Εικ.IV.10: Ανάπτυξη γεωμορφών τύπου tafoni λόγω της αποσάθρωσης του γρανοδιορίτη, στη δυτική Νάξο στην περιοχή της Στελίδας. Εικ.IV.11: Τμήμα της περιοχής Στελίδας στη δυτική Νάξο, αποτελούμενη από μεγάλη ποικιλία σχηματισμών tor και tafoni.
Εικ.IV.12: Το μέγεθος των κυψέλων στα tafoni της Νάξου, κυμαίνεται από 2cm έως και μερικά μέτρα. Εικ.IV.13: Συχνά μεγάλες κυψέλες περιέχουν μικρότερες, γεγονός που οφείλεται στη συνένωση μικρών κυψελών για τη δημιουργία μεγαλύτερων.