Eρευνα στη σχολική µουσική εκπαίδευση: αναγκαιότητα, δυσκολίες, προοπτικές H ερευνητική δραστηριότητα στο χώρο της µουσικής παιδαγωγικής τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σηµειώνει εντυπωσιακή άνθιση. Προσπαθώντας να επισηµάνουµε τους σηµαντικότερους λόγους που οδήγησαν σ αυτή την αύξηση της ερευνητικής δραστηριότητας θα καταλήγαµε στους εξής τρεις: η µουσική σαν αντικείµενο σπουδής και εκπαίδευσης κερδίζει συνεχώς έδαφος η ίδια η µουσική σαν φαινόµενο είναι πολυσύνθετο και πολυδιάστατο οι µέθοδοι και τα εργαλεία έρευνας βελτιώνονται συνεχώς Oι ίδιοι τρεις λόγοι επιτείνουν την αναγκαιότητα διερεύνησης της µουσικής µάθησης και εκπαίδευσης, αποκαλύπτουν εγγενείς δυσκολίες στο σχεδιασµό και εκτέλεση έρευνας, αλλά ανοίγουν και νέες προοπτικές µελλοντικής διερεύνησης. Aυτά είναι τα ζητήµατα που η παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσει να παρουσιάσει µε συνοποτικό τρόπο, ακολουθώντας τους τρεις άξονες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. H έρευνα στην εκπαίδευση έρχεται κατά τη γµώµη µας να πάρει το ρόλο του καταλύτη ανάµεσα στις συχνά συγκρουόµενες εκπαιδευτιική θεωρία και εκπαιδευτική πράξη. Aποψη µας είναι ότι θεωρία και πράξη σε όλα τα αντικείµενα εκπαίδευσης, στηρίζονται η µία στην άλλη και προωθούν η µία την άλλη. H φύση της εκπαιδευτικής θεωρίας είναι τέτοια που δηµιουργεί υποθέσεις οι οποίες µε τη σειρά τους υποδεικνύουν πρακτικές (Moore 1974). H θεωρία, για παράδειγµα, υποδεικνύει πως µία τάξη εφήβων που διδάκονται ιστορία της µουσικής θα προσεγγίσουν καλύτερα το έργο του Mπετόβεν αν εκτός από στοιχεία βιογραφίας και εργογραφίας του καλλιτέχνη ακούσουν και ηχογραφήσεις έργων του. H θεωρία, δηλαδή, δηµιουργώντας την υπόθεση ότι ο συνθέτης προσεγγίζεται καλύτερα µέσα από το έργο του, υποδεικνύει την πρακτική της ακρόασης. Kατά τη διάρκεια της ακρόασης ο καθηγητής συνειδητοποιεί ότι οι µαθητές χάνουν το ενδιαφέρον τους και κάνουν φασαρία, ενώ όταν τους µιλούσε εκείνος για το έργο του συνθέτη, παρακολουθούσαν
ήσυχοι. Mόλις η πρακτική συναντήσει εµπόδιο, επιστρέφει και επανεξετάζει τη θεωρία. Tί συµβαίνει λοιπόν; Mήπως η ακρόαση είναι χάσιµο χρόνου; Θα γράψουν καλύτερα στο πρόχειρο διαγώνισµα οι µαθητές αν έχουν ακούσει έργα, ή αν έχουµε επιµείνει στα ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία; Mήπως η ακρόαση πρέπει να γίνεται µε άλλο τρόπο που να τραβάει το ενδιαφέρον των µαθητών; Oλα αυτά τα ερωτηµατικά αποτελούν καινούριες θεωρητικές υποθέσεις που θα δροµολογήσουν νέες µεθόδους. Aκριβώς στο σηµείο µετάβασης από τις θεωρητικές υποθέσεις στις πρακτικές υποδείξεις και αντίστροφα, βρίσκεται η θέση της εκπαιδευτικής έρευνας. ηµιουργείται η υπόθεση, κατονοµάζονται οι στόχοι της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ορίζονται τα µέσα εφαρµογής στην πράξη. H πειραµατική εφαρµογή µε τη σειρά της θα αποκαλύψει δυσκολίες και εµπόδια που θα δροµολογήσουν νέες θεωρητικές υποθέσεις. Aυτές θα υπαγορέψουν νέα πειραµατική εφαρµογή, κ.ο.κ. Yπό αυτή την έννοια, η εκπαιδευτική θεωρία µέσα από την έρευνα τροφοδοτεί την πράξη και η εκπαιδευτική πράξη µέσω της έρευνας επανατροφοδοτεί τη θεωρία. Tο τελευταίο εκφράζει κατά την άποψή µας και την αναγκαιότητα έρευνας στη σχολική µάθηση. Tο γεγονός ότι η µουσική σαν αντικείµενο σπουδής κερδίζει συνεχώς έδαφος µέσα στην εκπαίδευση επιτείνει και την αναγκαιότητα διερεύνησης της µουσικής διδασκαλίας και µάθησης. Στη χώρα µας το µάθηµα της µουσικής είναι πλέον παρόν στα περισσότερα γυµνάσια, σε πολλά δηµοτικά, προσφέρεται σαν εξειδικευµένη σπουδή στα µουσικά γυµνάσια και στην τριτοβάθµια εκπαίδευση. Oλοι αυτοί οι χώροι δηµιουργούν την ανάγκη διερεύνησης της µουσικής εκπαίδευσης που παρέχουν, αλλά προσφέρονται και σαν πεδία εφαρµογής νέων πρακτικών που η έρευνά τους θα προάγει τη µουσικοπαιδαγωγική σκέψη. Ωστόσο, η µουσικοπαιδαγωγική έρευνα στη σχολική εκπαίδευση, προϋποθέτει ξεκάθαρη θεωρητική προσέγγιση της σχολικής µουσικής µάθησης. Tο τί και πώς θα ερευνηθεί, βρίσκεται σε άµεση σχέση µε το τί διδάσκεται, αλλά και το τι θα διδαχτεί, θα προκύψει από τη σαφή διατύπωση εκπαιδευτικών στόχων. Πού αποσκοπεί η µουσική µάθηση; Nα µάθουν τα παιδιά να αγαπούν το τραγούδι και να τραγουδούν µε σωστή φωνή; Θα φιάξουµε χορωδίες γι αυτό, ή θα διδάξουµε σολφέζ; Mήπως σκοπός της µουσικής εκπαίδευσης είναι τα παιδιά να µάθουν να απολαµβάνουν τη µουσική σαν ακροατές; Θα τους διδάξουµε σηµειογραφία για
να παρακολουθούν την παρτιτούρα; Bοηθάει αυτό την ακρόαση; Kαι τί γίνεται µε τις µουσικές της προφορικής παράδοσης που δε γράφονται µε νότες; Eίναι γενικότερα οι στόχοι της µουσικής εκπαίδευσης γνωστικοί ή δηµιουργικοί; Πρέπει δηλαδή για παράδειγµα τα παιδιά να µάθουν να γράφουν και να διαβάζουν σωστά τις νότες στο πεντάγραµµο, ή να τις ακούν µε ένα ευφάνταστο και δηµιουργικό τρόπο; Tα ερωτήµατα αυτά δεν τίθενται για να απαντηθούν, αλλά για να τονιστεί ότι η σαφής θεωρητική προσέγγιση της µουσικής µάθησης θα υποδείξει και τη µέθοδο και τα εργαλεία της έρευνας. H έρευνα για παράδειγµα, θα µπορούσε να κρίνει αποτυχηµένη µία διδακτική διαδικασία εκµάθησης παραδοσιακού κλαρίνου, διότι οι µαθητές δεν έµαθαν να γράφουν και να διαβάζουν νότες, ενώ ο κύριος εκπαιδευτικός στόχος του διδάσκοντα µπορεί να ήταν οι µαθητές του να παίζουν και να αυτοσχεδιάζουν στο όργανο, στόχος ο οποίος µπορεί να επιτευχθεί και µέσα από την προφορική παράδοση. H έρευνα, εποµένως, στη σχολική µουσική µάθηση απαιτεί ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο το οποίο µόνον η επιστήµη της µουσικής παιδαγωγικής µπορεί να προσφέρει στους ερευνητές (δες Hargreaves 1986:2, Swanwick 1979:5-6). Hδη πιστεύω ότι έχει αρχίσει να διαφαίνεται ότι η ερευνητική προσέγγιση της σχολικής µουσικής µάθησης παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες. Mία δεύτερη δυσκολία έχει να κάνει µε το ίδιο το αντικείµενο, τη µουσική, και την πολυδιάστατη φύση της. Για να προαγάγουµε τη έρευνα της µουσική µάθηση και διδασκαλία, χρειάζεται να κατανοήσουµε πρώτα τη φύση της ίδιας της µουσικής (Swanwick 1984). H µουσική είναι κώδικας συναισθηµάτων, αλλά και φορέας µηνυµάτων. Eχει κανόνες δοµής που υπογορεύονται από θεωρητικά συστήµατα τα οποία εξελίσσονται και διαφοροποιούνται και τα οποία την κάνουν κώδικά και φορέα «εσωτερικών µηνυµάτων». Tαυτόχρονα είναι φορέας και «εξωτερικών µηνυµάτων», που επιβάλλονται από το πολιτισµικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί και από τις κοινωνικές οµάδες ακροατών στις οποίες απευθύνεται (Green 1988). H µουσική είναι µία και ταυτόχρονα οι µουσικές είναι πολλές. εν είναι εύκολο να αποµονώσουµε κοινά χαρακτηριστικά, ρόλους και λειτουργίες για τη µουσική ανεξάρτητα από είδος και εποχή, έτσι ώστε να γενικεύσουµε τα ερευνητικά µας συµπεράσµατα σε όλα τα είδη µουσικής. Tο τί γνωρίζουµε για τη µουσική από ιστορική, µουσικολογική, ψυχολογική, κοινωνιολογική και ανθρωπολογική
πλευρά και το τί αποµένει ακόµη να ανακαλύψουµε, θα βοηθήσει σηµαντικά την έρευνα της µάθησης και διδασκαλίας της. Προς αυτή την κατεύθυνση, αυτό που κατά τη γνώµη µας προέχει είναι µία διεπιστηµονική προσέγγιση του φαινοµένου της µουσικής. Mία τρίτη δυσκολία, επίσης σύµφυτη µε την εκπαιδευτική έρευνα όπως και η πρώτη, έγκειται στην επιλογή κατάλληλων ερευνητικών µεθόδων και στη δυσκολία εφαρµογής ορισµένων από αυτές. Oι κλασικές και αποδοτικές µέθοδοι της ψυχολογίας, των θετικών και των κοινωνικών επιστηµών για παράδειγµα, ενώ παρέχουν τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσµάτων σε µεγάλο µέρος του πληθυσµού, την αποκάλυψη σχέσεων αιτίας και αποτελέσµατος, τη συναγωγή συµπερασµάτων και τη δυνατότητα πρόβλεψης για µελλοντικές εφαρµογές, έχουν δυσχέρεια εφαρµογής στη σχολική πραγµατικότητα. H µέθοδος του πειράµατος για παράδειγµα, απαιτεί συνθήκες εργαστηρίου έτσι ώστε να αποµονώνονται οι παράµετροι που πρέπει να ερευνηθούν και να διατηρούνται σταθερές κάποιες άλλες. Πόσο εύκολο όµως είναι να διατηρήσουµε συνθήκες εργαστηρίου στη σχολική αίθουσα; Aν έχουµε για παράδειγµα να συγκρίνουµε τη µέθοδο διδασκαλίας A µε τη µέθοδο B, µπορούµε να βρούµε ίδια παιδιά ώστε στα µισά να εφαρµόσουµε τη µία και στα υπόλοιπα την άλλη και να µελετήσουµε τα αποτελέσµατα; Eίναι δυνατόν όλα τα παιδιά να είναι ίδια σε προηγούµενες γνώσεις και εµπειρίες, να έχουν ίδια ψυχοσύνθεση, συµµετοχή και συµπεριφορά στην τάξη, και το ίδιο κίνητρο για µάθηση για να πειραµατιστούµε; Yπάρχουν ίδιες αίθουσες και σχολεία από άποψη χώρου και έµψυχου υλικού; Eίναι δυνατόν να έχουµε τον ίδιο καθηγητή σε όλες τις πειραµατικές εφαρµογές; Kι αν χρησιµοποιήσουµε τον ίδιο διδάσκοντα, πώς µπορούµε να εξασφαλίσουµε ότι σε όλες τις εφαρµογές αυτός ο άνθρωπος θα είναι το ίδιο ξεκούραστος, ορεξάτος και θα δηµιουργήσει την ίδια επαφή µε τους µαθητές διαφορετικών τάξεων; Tο ζήτηµα λοιπόν της µεθοδολογίας δεν είναι απλό διότι ο χώρος του σχολείου και της µάθησης δεν είναι απλός. Eπειδή η µεθοδολογία δεν είναι το κυρίως θέµα µου δεν θα επεκταθώ άλλο σ αυτό. Aπλά ήθελα να θίξω έστω ελάχιστους από τους ποικίλους προβληµατισµούς που απασχολούν την εκπαιδευτική έρευνα και να επισηµάνω ότι η εφαρµογή διαφορετικών προσεγγίσεων και ο συνδυασµός ποιοτικών και ποσοτικών µεθόδων είναι ενδεχοµένως η αρτιότερη λύση για την
καλύτερη κατανόηση και ερµηνεία του φαινοµένου της µάθησης και διδασκαλίας (δες Cohen & Manion 1989:42). Θα κλείσω επιστρέφοντας στα τρία σηµεία που επισήµανα και στην αρχή της εισήγησής µου. Tο ότι η µουσική έχει πλέον εδραιωµένη θέση στα αναλυτικά προγράµµατα και των τριών βαθµίδων εκπαίδευσης της χώρας µας, δηµιουργεί την άµεση ανάγκη διερεύνησης της διδασκαλίας και µάθησής της. Aυτή η έρευνα θα προσπεράσει τις δυσκολίες και θα ανοίξει νέες προοπτικές για την επιστήµη της µουσικής παιδαγωγικής µε την προϋπόθεση ότι θα συµβαδίζει µε τις θεωρητικές κατευθύνσεις της µουσικής παιδαγωγικής, θα κατανοεί και θα σέβεται το πολυδιάστατο της ίδιας της µουσικής και θα επιλέγει µεθόδους οι οποίες θα αναγνωρίζουν και θα ερµηνεύουν το πολυδιάστατο της σχολικής µουσικής διδασκαλίας και µάθησης. Bιβλιογραφικές παραποµπές Cohen, L. & Manion, L. (1989). London:Routledge. Research Methods in Education. Green, L. (1988). Music on Deaf Ears: Musical Meaning, Ideology and Education. Manchester: University Press. Hargreaves, D. J. (1986). The Developmental Psychology of Music. Cambridge: University Press. Mοore, T.W. (1974). Educational Theory: An Introduction. London: Routledge. Swanwick, K. (1979). A Basis for Music Education. London: NFER-Nelson. Swanwick, K. (1984). «Some observations on research on music education». British Journal of Music Education, 1(3), 195-204.