Πανεπιστήμιο Κρήτης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ. Μουσεία και σχολεία Εμπειρίες και προοπτικές



Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Τίτλος μαθήματος ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ. ΤΥΠΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιλογής / Ενότητα Τεχνών (ΤΕ) ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΕΙΡΗΝΗ ΝΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΙΠ1011

Τίτλος μαθήματος ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΕΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. ΤΥΠΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιλογής / Ενότητα Τεχνών ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΕΙΡΗΝΗ ΝΑΚΟΥ

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ. «Τα μυστικά ενός αγγείου»

Το μουσείο ζωντανεύει με ταξίδι σχολικό! Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ποδράσηη

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μουσειολογία φυσικών επιστημών

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

21 Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Δρ. Νάσια Δακοπούλου

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

Τσικολάτας Α. (2012) Μουσεία και προσβασιμότητα: ανάδειξη και αξιοποίηση της διαφοράς. Αθήνα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

LOGO

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΠΣ) Χρίστος Δούκας Αντιπρόεδρος του ΠΙ

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ: ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. Έκφραση-Έκθεση Α Λυκείου. Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου [Το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας]

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Σχολικός εγγραμματισμός στις Φυσικές Επιστήμες

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Ο κόσμος των Αντι/κειμένων στη σχολική καθημερινότητα

3 βήματα για την ένταξη των ΤΠΕ: 1. Εμπλουτισμός 2. Δραστηριότητα 3. Σενάριο Πέτρος Κλιάπης-Όλγα Κασσώτη Επιμόρφωση εκπαιδευτικών

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ποδράσηη Ανιχνεύοντας το παρελθόν Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

Διερευνητική ιστορική µάθηση: Η χρήση και αξιοποίηση των ιστορικών πηγών

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Τμήμα: Προσχολικής & Πρωτοβάθμιας Φωκίδας. Φορέας ιεξαγωγής: ΠΕΚ Λαμίας Συντονιστής: ημητρακάκης Κωνσταντίνος Τηλέφωνο:

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Μια εισαγωγή στην έννοια της βιωματικής μάθησης Θεωρητικό πλαίσιο. Κασιμάτη Κατερίνα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

Κασιμάτη Αικατερίνη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

ΑΡΧΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Πρόγραμμα Υποστήριξης Επαγγελματικής Μάθησης Εκπαιδευτικών. Ενιαίο Ολοήμερο Περιφερειακό Δημοτικό Σχολείο «Ιαματική» 13 Ιουνίου 2016

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Συνδιοργανωτές: Περιφερειακή Διεύθυνση Α/θμιας & Β/θμιας Εκπ/σης Δυτικής Ελλάδας Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αχαΐας.

Διδασκαλία γνώσεων και αξιών

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

«Το μάθημα της Ιστορίας στο Νηπιαγωγείο, Σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις και εκπαιδευτικές στρατηγικές»

Η ανάπτυξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και ο νέος ρόλος των εκπαιδευτών

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙ ΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ02 (78 ώρες)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η Καινοτοµία στη Διδασκαλία των Μαθηµατικών. Ε. Κολέζα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

Τίτλος Μαθήματος: Σχεδιασμός εκπαιδευτικών δράσεων για μουσεία

Ηλεκτρονικές Κοινότητες Μάθησης

Αξιολόγηση. Φ. Κ. Βώροs, «Αξιολόγηση του Μαθητή, και Παιδαγωγική Ευαισθησία (ή Αναλγησία)» 2. (

3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΟΙ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - ΤΡΟΠΟΣ EΝΤΑΞΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

«Η μέθοδος Project ορίζεται ως μια σκόπιμη πράξη ολόψυχου ενδιαφέροντος που συντελείται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον» (Kilpatrick, 1918)

Το παραδοσιακό μοντέλο -ιδεολογία

Δραστηριότητες γραμματισμού: Σχεδιασμός

Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές)

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Επιμορφωτικό Σεμινάριο. Διαφοροποίηση της διδασκαλίας σε πολυπολιτισμικές τάξεις

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Εσπερινών Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Visual arts, creativity and intercultural education based on local artistic repository. COMENIUS Regio

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ:

ποδράσηη Το Βυζαντινό Κάστρο Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ 9ο ΕΠΑΛ Θεσσαλονίκης

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

αξιοποίηση της αξιολόγησης για τη βελτίωση της μάθησης αξιολόγηση με στόχο την προώθηση των ευρύτερων σκοπών του σχολείου

EDUS265 Εκπαιδευτική Τεχνολογία

Κίνητρο και εμψύχωση στη διδασκαλία: Η περίπτωση των αλλόγλωσσων μαθητών/τριών

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΜΟΡΦΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Διδακτική Πληροφορικής

Βιωματικές δράσεις: Επιμορφωτικό Εργαστήρι Εκπαιδευτικών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Πληροφορία, σχολείο και μουσείο. Μία εναλλακτική διδακτική προσέγγιση της Λογοτεχνίας στην Α' Λυκείου

Διδακτική της Λογοτεχνίας

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Επεξηγήσεις συμβόλων/αρχικών γραμμάτων:

Transcript:

Πανεπιστήμιο Κρήτης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ 13-14 ΜΑΪΟΥ 2006 Η τέχνη και ο πολιτισμός ως πεδίο ευέλικτων διαθεματικών προσεγγίσεων Προτάσεις για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Ειρήνη Νάκου Επίκουρος Καθηγήτρια ΠΤΠΕ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μάιος 2006 Περίληψη Μουσεία και σχολεία Εμπειρίες και προοπτικές Η εκπαιδευτική αξιοποίηση των μουσείων και του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος από τα σχολεία είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τις περισσότερες κοινωνίες διεθνώς. Σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, η αντίστοιχη πρακτική, κυρίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταλήξει στη δόμηση ουσιαστικής εμπειρίας, η οποία έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω αναζητήσεις και προοπτικές. Σε άμεση σχέση με την πρακτική αυτή, έχει αναπτυχθεί και ο τομέας της μουσειοπαιδαγωγικής, αντικείμενο της οποίας είναι η επιστημονική διερεύνηση των όρων με τους οποίους τα εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάζουμε και εφαρμόζουμε σε μουσεία και στο ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον μπορούν να έχουν τα καλύτερα και πλουσιότερα δυνατά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Αλλά και η σύγχρονη μουσειολογία έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της, μεταξύ άλλων, στην επικοινωνιακή και εκπαιδευτική διάσταση των μουσείων, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως βασική παράμετρος που μπορεί να καθορίζει την γόνιμη λειτουργία τους ως πολιτισμικών κοινωνικών χώρων που ενδιαφέρονται εξίσου για την ανάδειξη του μουσειακού αντικειμένου τους και την εξυπηρέτηση του κοινού τους. Τα αποτελέσματα αντίστοιχων μουσειολογικών και μουσειοπαιδαγωγικών ερευνών, αλλά και παρατηρήσεις που έχουν συγκεντρωθεί με βάση αντίστοιχες εφαρμογές, αναδεικνύουν ορισμένες βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν τα σχετικά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Μεταξύ άλλων, η αναγνώριση του μουσειακού χώρου ως διαφορετικού από τον σχολικό χώρο, ως προς τον κοινωνικό και παιδευτικό του χαρακτήρα, αλλά και των σύγχρονων απόψεων της Θεωρίας του Υλικού Πολιτισμού, ως προς τις πολλαπλές και εναλλακτικές διαστάσεις της ερμηνείας, η αναγνώριση της μαθησιακής διαδικασίας ως κοινωνικής και εξατομικευμένης, η αναγνώριση των πολλαπλών διαστάσεων της νοημοσύνης, της σημασίας της διασύνδεσης κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας με καταστάσεις ευρύτερης «ψυχαγωγίας», καθώς και άλλων παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών πορισμάτων, διαμορφώνουν ένα νέο και ανοικτό πλαίσιο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή εναλλακτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε μουσειακούς και ευρύτερους χώρους πολιτισμικής αναφοράς, για διαφορετικές βαθμίδες της εκπαίδευσης, και για ομάδες κοινού διαφορετικής κοινωνικής, πολιτισμικής και εθνοτικής προέλευσης. 1

Εισαγωγή Η εκπαιδευτική αξιοποίηση των μουσείων και του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος από τα σχολεία είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τις περισσότερες κοινωνίες διεθνώς. Σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, η αντίστοιχη πρακτική, κυρίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταλήξει στη δόμηση ουσιαστικής εμπειρίας, η οποία έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω αναζητήσεις και προοπτικές. Σε άμεση σχέση με την πρακτική αυτή, έχει αναπτυχθεί και ο τομέας της μουσειοπαιδαγωγικής, με αντικείμενο την επιστημονική διερεύνηση των όρων με τους οποίους η αξιοποίηση των μουσείων και του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος μπορεί να έχει τα καλύτερα και πλουσιότερα δυνατά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Αλλά και η σύγχρονη μουσειολογία έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της, μεταξύ άλλων, στην επικοινωνιακή και εκπαιδευτική διάσταση των μουσείων, αναγνωρίζοντάς την ως βασική παράμετρο που καθορίζει τη βιωσιμότητα και γόνιμη λειτουργία τους ως πολιτισμικών κοινωνικών χώρων που ενδιαφέρονται εξίσου για την ανάδειξη του μουσειακού αντικειμένου τους και την εξυπηρέτηση του κοινού τους. Αντίστοιχα ερευνητικά πορίσματα (Μ. Μούλιου και Ει. Νάκου, 2006), εξάλλου, υποστηρίζουν ότι ένα σημαντικό, εάν όχι το μεγαλύτερο, ποσοστό του κοινού πολλών μουσείων διεθνώς αποτελείται από σχολικές ομάδες. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το κοινό ενδιαφέρον μουσείων και σχολείων για ουσιαστική και γόνιμη συνάντηση, τα αποτελέσματα μουσειολογικών και μουσειοπαιδαγωγικών ερευνών, καθώς και τις παρατηρήσεις που έχουν συγκεντρωθεί σε σχέση με αντίστοιχες εφαρμογές, ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε ορισμένες βασικές παραμέτρους που εμφανίζονται να επηρεάζουν τα σχετικά εκπαιδευτικά αποτελέσματα, με βάση τα ακόλουθα ερωτήματα: Σε τι τύπου γενικό επιστημολογικό υπόβαθρο μπορεί να στηρίζεται η παιδευτική αξιοποίηση του μουσειακού αλλά και του ευρύτερου υλικού και άυλου πολιτισμού, ώστε να εξυπηρετεί σύγχρονες εκπαιδευτικές διαδικασίες; Ποιοι μουσειοπαιδαγωγικοί και εκπαιδευτικοί όροι ή προϋποθέσεις μπορούν να εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή ποιότητα των προγραμμάτων που σχεδιάζουμε και εφαρμόζουμε για την ανάδειξη, προσέγγιση, κατανόηση και δημιουργική αξιοποίηση μουσείων και χώρων πολιτισμικής αναφοράς; 2

Ποια μπορούν να θεωρηθούν βασικά πλεονεκτήματα της αξιοποίησης των μουσείων και των ευρύτερων χώρων πολιτισμικής αναφοράς ειδικά για τη σχολική εκπαίδευση; Το επιστημολογικό υπόβαθρο Οι επισκέψεις σχολικών ομάδων σε μουσεία δεν εξασφαλίζουν πάντα ένα καλό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, εάν δεν στηρίζονται σε καλά σχεδιασμένα προγράμματα για ουσιαστική και δημιουργική προσέγγιση των μουσειακών χώρων και αντικειμένων. Αυτό μαρτυρούν, εξάλλου, και οι αδιάφορες εάν όχι και αρνητικές εμπειρίες που έχουν αποκομίσει από αντίστοιχες σχολικές επισκέψεις πολλοί φοιτητές και φοιτήτριές μας. Επομένως, πριν από την επεξεργασία των πλεονεκτημάτων που μπορεί να έχει η σχέση μουσείου σχολείου, προέχει να προσεγγίσουμε το επιστημολογικό υπόβαθρο στο οποίο η αξιοποίηση των μουσείων μπορεί να στηρίζεται, για να καταλήγει σε θετικά και γόνιμα παιδευτικά αποτελέσματα. Οι σύγχρονες επιστημολογικές θεωρίες (T. Kuhn, 1962; R. Rorty, 1991) έχουν παρακάμψει το αντίστοιχο παραδοσιακό σκεπτικό, που θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι δεδομένη, μονοδιάστατη και απλή και ότι μπορεί να είναι ή να καθίσταται απόλυτα και αντικειμενικά γνωστή. Σύμφωνα με μοντέρνες επιστημολογικές απόψεις, η πραγματικότητα θεωρείται σύνθετη και πολύπλοκη και ως εκ τούτου η απόλυτη γνώση της δεν είναι εφικτή. Εναλλακτικές ερμηνείες μπορούν να είναι αποδεκτές, καθώς η γνώση δεν αντιστοιχεί στην ίδια την πραγματικότητα, αλλά δομείται από τα σκεπτόμενα υποκείμενα μέσα από σύνθετες διαδικασίες διάδρασης που αναπτύσσουν τα ίδια με τα στοιχεία της πραγματικότητας που κάθε φορά είναι διαθέσιμα προς ερμηνεία. Οι μεταμοντέρνες επιστημολογικές απόψεις, εξάλλου, αποδομούν την ύπαρξη της πραγματικότητας αυτής καθαυτής, αποδεχόμενες την συνύπαρξη διαφορετικών εικόνων της πραγματικότητας, που κατασκευάζονται σε σχέση με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο των ατόμων και των ομάδων που την προσεγγίζουν (βλ. Ει. Νάκου, 2001:74-76). Με βάση την παραπάνω σχηματική διάκριση, μπορούμε να διακρίνουμε αντίστοιχες βασικές διαφορές μεταξύ διαφόρων τύπων μουσειοπαιδαγωγικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ως προς το διαφορετικό, παραδοσιακό, μοντέρνο ή μεταμοντέρνο επιστημολογικό υπόβαθρό τους. Σύγχρονου τύπου μουσειοπαιδαγωγικά εκπαιδευτικά προγράμματα διακρίνονται από αντίστοιχα παραδοσιακά προγράμματα κυρίως επειδή δεν επιχειρούν να αναδείξουν και να προβάλουν, προς συσσώρευση και αναπαραγωγή, απόλυτες, μονοσήμαντες «αντικειμενικές» 3

ακαδημαϊκές γνώσεις, που υποτίθεται ότι αντιστοιχούν στην αλήθεια, στην ίδια την πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται. Αντίθετα, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην ανάδειξη, προβολή και επεξεργασία πολλαπλών διαφορετικών πλευρών της πολιτισμικής πραγματικότητας (μοντέρνα εκδοχή). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες προσεγγίσεις, η τάση προβολής εναλλακτικών εκδοχών και εικόνων της «πραγματικότητας» συνδέεται με παράλληλη προβολή σχετικών υποθέσεων, ερωτημάτων και αβεβαιοτήτων που οδηγούν σε εναλλακτικούς τύπους σκέψης, γνώσης και ανάγνωσης. Παράλληλα, αποδίδεται μεγάλη σημασία στην εξυπηρέτηση διαφορετικών ομάδων κοινού, καθώς όλο και περισσότερο αναγνωρίζονται οι πολύπλευρες ιδιαιτερότητες ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι εκπαιδευτικά προγράμματα που στηρίζονται σε σύγχρονο επιστημολογικό υπόβαθρο εξυπηρετούν σύγχρονους εκπαιδευτικούς σκοπούς, καθώς αποβλέπουν στην προσέγγιση, κατανόηση και δημιουργική αξιοποίηση της πολιτισμικής κληρονομιάς αναδεικνύοντας την πολυσημία της με εναλλακτικές και διαθεματικές μεθόδους, που δεν αποσκοπούν στη συσσώρευση και αναπαραγωγή «αντικειμενικών» γνώσεων, αλλά στην από κοινού δόμηση κριτικής σκέψης και γνώσης. Μουσειοπαιδαγωγικοί και εκπαιδευτικοί όροι ή προϋποθέσεις Ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την ανάδειξη και προσέγγιση του υλικού και άυλου πολιτισμού, των μουσείων και άλλων χώρων πολιτισμικής αναφοράς, διασυνδέεται και με απόψεις της Σύγχρονης Μουσειολογίας και της Θεωρίας του Υλικού Πολιτισμού, ως προς την πολυσημία και ερμηνεία των μουσείων, των μουσειακών αντικειμένων και κάθε μορφής πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς και με τις ευρύτερες πολιτισμικές, ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους κάθε ερμηνευτικής προσέγγισης της πραγματικότητας (βλ. ενδεικτικά P. Vergo, 1989; E. Hooper-Greenhill, 1992; T. Bennett, 1995; S. M. Pearce, 1994; U. Eco, 1993). Σε αυτή τη βάση, καλό είναι από την αρχή να επισημάνουμε βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον μουσειακό χώρο, καθώς και τους ευρύτερους χώρους πολιτισμικής αναφοράς, από τον σχολικό χώρο, ως προς τη σύνθεσή τους αλλά και ως προς την κοινωνική και παιδευτική φυσιογνωμία και λειτουργία τους. Σε αντίθεση με τα σχολεία, τα μουσεία, και, ευρύτερα, οι χώροι πολιτισμικής αναφοράς είναι «ανοικτοί» κοινωνικοί χώροι με ευρεία 4

πολιτιστική λειτουργία, που παρέχουν δυνατότητες για εμπλουτισμό της καθημερινότητας και, κυρίως, του ελεύθερου χρόνου, προκαλώντας έκπληξη, θαυμασμό, ερωτήματα, σκέψεις, αισθητική απόλαυση και ψυχαγωγία. Δεν είναι τυπικοί εκπαιδευτικοί χώροι, αν και η εκπαίδευση, με την ευρύτερη παιδευτική σημασία, μπορεί να ευδοκιμεί σε αυτούς. Τα μουσεία μάς καλούν να αναγνωρίσουμε, να προσεγγίσουμε, να κατανοήσουμε, να θαυμάσουμε και δημιουργικά να αξιοποιήσουμε στοιχεία του υλικού και άυλου πολιτισμού μέσα σε πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου και ψυχαγωγίας. Με αυτή την έννοια, από την αρχή μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η συνάντηση σχολείου μουσείου δεν μπορεί να σημαίνει την άμεση μεταφορά σχολικών εκπαιδευτικών μεθόδων και στόχων, και δη παραδοσιακών, στο μουσειακό περιβάλλον. Αντίθετα, η επινόηση και εφαρμογή σύγχρονων ανοικτών εναλλακτικών μεθόδων και στόχων, κατάλληλων για την προσέγγιση και αξιοποίηση των μουσειακών χώρων και, ευρύτερα, του υλικού και άυλου πολιτισμού, έμμεσα παρέχουν και τη δυνατότητα αντίστοιχου εμπλουτισμού, ανανέωσης αλλά και αναπροσανατολισμού των σχολικών εκπαιδευτικών μεθόδων. Έτσι, ο σχεδιασμός και η συστηματική εφαρμογή σύγχρονων μουσειοπαιδαγωγικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ειδικότερα στον τόπο μας, μπορεί να λειτουργεί και ως πρόκληση για τη σχολική εκπαίδευση, η οποία διακρίνεται για τον παραδοσιακό προσανατολισμό της, σε σχέση με τον οποίο, μεταξύ άλλων, μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στη διδακτέα ύλη από όσο στη μαθησιακή διαδικασία. Μία άλλη βασική διαφορά μεταξύ του σχολείου και του μουσείου είναι ότι τα μουσεία βασίζουν την εκπαιδευτική τους λειτουργία στα υλικά, άυλα και εικονικά στοιχεία που παρέχουν προς πολύπλευρη επεξεργασία και όχι σε γραπτά κείμενα και βιβλία. Ο υλικός και άυλος πολιτισμός, σε αντίθεση με τα γραπτά κείμενα, συνδέονται άμεσα με την «πραγματικότητα» και έτσι, μεταξύ άλλων, παρέχουν αίσθηση αμεσότητας και εγγύτητας. Προκαλούν όλες ή τις περισσότερες αισθήσεις μας, όχι μόνον την όραση, και εξάπτουν τη φαντασία μας, η οποία θεωρείται απαραίτητη για την προσέγγιση και κατανόηση της πολυσημίας της πραγματικότητας. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις για την εκπαίδευση και ειδικότερα των μικρών παιδιών, καθώς ευνοεί πολύπλευρες, βιωματικές, εναλλακτικές, σύνθετες και διαθεματικές, ατομικές και ομαδικές διαδρομές προς την κατάκτηση της γνώσης. Ωστόσο, παρ όλον ότι σύμφωνα με τη σημειολογία, ο υλικός και άυλος πολιτισμός μπορούν να αναγνωστούν και να ερμηνευθούν, όπως και τα γραπτά κείμενα, ως σημεία ενός 5

συστήματος επικοινωνίας, ο «κώδικάς» τους είναι διαφορετικός από τον κώδικα των γραπτών κειμένων. Σύμφωνα με τον R. Barthes (1983:34-35), «ο αόριστος, ο χρόνος που χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα και κυρίως στις αφηγήσεις, υποστηρίζει μία αμφισημία μεταξύ της έννοιας του χρόνου και της αιτιότητας, υποδηλώνει μία ερμηνεία, δηλαδή μία κατανόηση της Αφήγησης. Γι αυτόν το λόγο είναι ιδανικό εργαλείο κάθε δομημένου συστήματος είναι ο πλαστός χρόνος των κοσμογονιών, των μύθων, των ιστοριών και των μυθιστορημάτων. Προϋποθέτει ένα δομημένο, επεξεργασμένο, οροθετημένο κόσμο [ ] και όχι έναν διάχυτο και ανοικτό κόσμο. Πίσω από τον αόριστο υπάρχει πάντα ένας δημιουργός, ένας θεός ή αφηγητής [ ]. Ο αόριστος είναι τελικά η έκφραση μίας τάξης, και, κατά συνέπεια, μίας ευφορίας. Εξαιτίας του, η πραγματικότητα δεν είναι ούτε μυστηριώδης ούτε παράλογη είναι σαφής, σχεδόν οικεία». Σε αυτή τη βάση, τα αντικείμενα και οι εικόνες είναι περισσότερο ανοικτά σε εναλλακτικές και διαθεματικές ερμηνείες, στις έννοιες της αβεβαιότητας και της σχετικότητας από όσο τα γραπτά κείμενα. Επίσης, προσελκύουν, περισσότερο από τα γραπτά κείμενα, την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από ηλικία, μορφωτικό επίπεδο ή προέλευση. Εξάλλου, σε αντίθεση με την προσέγγιση γραπτών κειμένων, η προσέγγιση αντικειμένων και εικόνων, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, δεν απαιτεί γνώση αντίστοιχου κώδικα, γι αυτό και ενδείκνυται για την εκπαίδευση όλων, ακόμα και των μικρών παιδιών ή ατόμων με ειδικές νοητικές ανάγκες. Με αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, η αξιοποίησή τους υποστηρίζεται από όλες τις σύγχρονες προσεγγίσεις της εκπαίδευσης. Όμως, παρά την αμεσότητα και την εγγύτητά τους, το έντονο ενδιαφέρον και την περιέργεια που προκαλούν, η ερμηνευτική επεξεργασία, η κατανόηση και η δημιουργική αξιοποίησή τους δεν είναι μία απλή αυτόματη διαδικασία, αλλά μία σύνθετη διαδικασία που απαιτεί ειδικές δεξιότητες. Η καλλιέργεια δεξιοτήτων για ανάγνωση, ερμηνεία και δημιουργική αξιοποίηση του υλικού και άυλου πολιτισμού δεν ολοκληρώνεται με σύντομες εκπαιδευτικές διαδικασίες, αλλά περνά από πολλά στάδια εξέλιξης, ακολουθώντας πολλά εναλλακτικά μονοπάτια, τα οποία διασυνδέουν διαφορετικές «πειθαρχίες», διαφορετικούς τομείς των επιστημών και της τέχνης αλλά και πολλαπλούς τύπους νοημοσύνης και επικοινωνίας, πολλαπλούς τύπους ατομικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. Βασικός σκοπός της συνάντησης σχολείου μουσείου, επομένως, δεν μπορεί να είναι μόνον, ή κυρίως, η απόκτηση μονοδιάστατων γνώσεων σε σχέση με το περιεχόμενο συγκεκριμένων μουσείων, αλλά η καλλιέργεια αντίστοιχων δεξιοτήτων. 6

Με βάση την παραπάνω συζήτηση, ας προσεγγίσουμε εδώ, κάπως πιο αναλυτικά, τους εκπαιδευτικούς όρους ή τις προϋποθέσεις που μπορούν να εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή παιδευτική ποιότητα των μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων που σχεδιάζουμε και εφαρμόζουμε για την ανάδειξη, τη διαθεματική προσέγγιση και κατανόηση, και τη δημιουργική αξιοποίηση μουσείων και άλλων χώρων πολιτισμικής αναφοράς. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η πολυσημία του υλικού και άυλου πολιτισμού και οι σύγχρονες ανοικτές διαδικασίες προσέγγισης και ερμηνείας του, προσφέρουν γόνιμο έδαφος για διαθεματικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας και της γνώσης. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο σύνθετος και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της σύγχρονης παγκόσμιας πραγματικότητας επιβάλλει και αντίστοιχες σύνθετες, διαθεματικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις. Όπως, υποστηρίζει και η J. Riley (2003:15), «δεν είναι πλέον δυνατόν να θεωρούμε τη γνώση ως κάτι παγκοσμίως αποδεκτό, απόλυτο και προκαθορισμένο». Ωστόσο, παράλληλα με την τάση διευρυμένων διαθεματικών και διαπολιτισμικών προσεγγίσεων, σύγχρονα εκπαιδευτικά προγράμματα καλούνται να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη και τις ιδιαιτερότητες των ατόμων, ως προς τα ιδιαίτερα μονοπάτια που ακολουθούν κατά την κοινωνική, αλλά και εξατομικευμένη, διαδικασία της μάθησης (L. Vygotsky, 1989). Δεν μπορούν να αγνοούν ή να παρακάμπτουν τις αναπαραστάσεις, τις προκαταλήψεις, τις αποσπασματικές και συχνά αντιφατικές «μικροθεωρίες» που τα παιδιά από μικρά, όπως και όλοι μας, φέρουν μαζί τους. Παραφράζοντας τον C. Husbands (2004), τα παιδιά συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία φέροντας τις δικές τους ιδέες για τον κόσμο, τη γνώση τους, την προσωπική τους κατανόηση και τις παρερμηνείες τους σχετικά με τις κοινωνίες του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς και ένα σύνολο ευρύτερων αποδοχών για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα παιδιά, μεταξύ άλλων, επιδεικνύουν έναν τύπο κατανόησης για το παρόν και το παρελθόν που έχει τοπικό, προσωποποιημένο και αποσπασματικό χαρακτήρα. Η μεταλλαγή των μικροθεωριών των παιδιών σε ουσιαστική γνώση δεν μπορεί να επιτευχθεί με απλή αντικατάσταση των απόλυτων και θολών αυτών μικροθεωριών ή προκαταλήψεων με άλλες εξίσου απόλυτες και μη επεξεργασμένες από τα ίδια «δόκιμες» ή «αντικειμενικές» μονοθεματικές ή διαθεματικές απόψεις για την πραγματικότητα, γιατί έτσι ενισχύεται, αντί να καταρρίπτεται, το τείχος που διαχωρίζει τα νεαρά άτομα από τη γνώση (Ει. Νάκου, 2006). Με αυτή την έννοια, και η διαθεματικότητα, όταν χρησιμοποιείται σε παραδοσιακό 7

επιστημολογικό πλαίσιο, σε πλαίσιο που παρέχει έτοιμα, κλειστά γνωστικά στοιχεία προς συσσώρευση και αναπαραγωγή, απλώς συγκαλύπτει απαρχαιωμένες αντιλήψεις σε σύγχρονο ένδυμα. Δεν μπορεί να συμβάλει στη μετατροπή ενός παραδοσιακού συστήματος σε σύγχρονο, καθώς βασικό χαρακτηριστικό σύγχρονων προσεγγίσεων της εκπαίδευσης μπορεί να θεωρηθεί η καλλιέργεια δεξιοτήτων δόμησης ουσιαστικής γνώσης με βάση την παραγωγή πρωτότυπου λόγου, πρωτότυπης προσέγγισης και ερμηνείας διαφορετικών πλευρών της πραγματικότητας, σε πλαίσιο αποδοχής της αβεβαιότητας και σχετικότητας, αποδοχής εναλλακτικών, διαθεματικών και διαπολιτισμικών ερμηνειών, καθώς και αποδοχής της γενικότερης θεμελιώδους αρχής κάθε επιστημονικού εγχειρήματος, ότι βάση κάθε νέας γνώσης είναι ένα νέο ερώτημα και ότι κάθε νέα γνώση είναι ανοικτή σε έλεγχο, τροποποίηση, ακόμα και αναίρεση υπό το φως νέων ερωτημάτων και νέων δεδομένων. Εκ πρώτης όψεως, η νοοτροπία των εκπαιδευτικών μεθόδων που προτείνονται και επιλέγονται με βάση τον σύγχρονο εκπαιδευτικό προβληματισμό εμφανίζονται να είναι πολύπλοκες και δύσκολες, ειδικότερα για τα μικρά παιδιά, καθώς η δόμηση γνώσης συνδέεται και με την κατανόηση επιστημονικών αρχών, κανόνων και διαδικασιών. Όμως, σύμφωνα με τα πορίσματα μακρόχρονων σχετικών ερευνών (M. S. Donovan και J. D. Bransford, 2005), η συνθήκη αυτή υποβοηθά την ανάπτυξη ειδικών νοητικών δραστηριοτήτων και καθιστά δυνατή την υλοποίηση συγκεκριμένης μαθησιακής διαδικασίας και την καλλιέργεια ουσιαστικής κατανόησης (C. Husbands, ό.π., σ. 46). Οι απόψεις αυτές συμφωνούν και με τις απόψεις του L. Vygotsky (ό.π.), ο οποίος, σε αντίθεση με τον J. Piaget, υποστηρίζει ότι η νοητική ανάπτυξη δεν ακολουθεί προκαθορισμένα στάδια, απόλυτα συνδεδεμένα με την ηλικία, αλλά συνδέεται με το κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον των παιδιών. Γι αυτό και η εκπαίδευση δεν πρέπει να έπεται της ανάπτυξης των παιδιών, αλλά να προωθεί την νοητική ανάπτυξή τους, με στόχο την αξιοποίηση της «ζώνης της επικείμενης ανάπτυξής» τους, αξιοποιώντας τις προηγούμενες γνώσεις και τις αυθόρμητες παραστάσεις κάθε παιδιού για την κατάκτηση περισσότερο επεξεργασμένων «επιστημονικών» γνώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με τον J. Bruner (1960), κάθε θέμα μπορεί να διδαχτεί ικανοποιητικά, με έντιμη διανοητική μορφή, σε κάθε παιδί, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης, εφόσον προσαρμόζουμε τη εκπαιδευτική διαδικασία στις δυνατότητες των παιδιών, σεβόμενοι, παράλληλα, την ιδιαίτερη φύση και τον χαρακτήρα του θέματός μας. 8

Ένα άλλο θέμα που εμπλέκεται στον σύγχρονο εκπαιδευτικό προβληματισμό αφορά τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, που έχει θέσει τις προϋποθέσεις για την παγκόσμια επικοινωνία και από την άλλη πλευρά έχει καταστήσει σχεδόν άπειρο το θεματικό και ποσοτικό εύρος των διαθέσιμων προσιτών πληροφοριών. Το στοιχείο αυτό επιβάλλει ριζική μετακίνηση του κέντρου βάρους της εκπαίδευσης από την ποσότητα της γνώσης στην ποιότητα της γνώσης, από τη διδακτέα ύλη στη μαθησιακή διαδικασία, από τη συσσώρευση και αναπαραγωγή «γνώσης», δεδομένων στοιχείων, στην καλλιέργεια δεξιοτήτων για παραγωγή πρωτότυπου λόγου με βάση τη διατύπωση και επεξεργασία σχετικών ερωτημάτων και τη συλλογή, ανάλυση και κριτική ερμηνεία σχετικών στοιχείων, από την ομαδική αποστήθιση παγιωμένων κλισέ στην κριτική ερμηνεία και τον διάλογο, από την αναπαραγωγή δεδομένων αφηγήσεων στην δημιουργική αξιοποίηση των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο την επινόηση και παραγωγή εναλλακτικών τρόπων ερμηνείας που δεν βασίζονται στη λειτουργία ενός απομονωμένου και αποστειρωμένου νου, αλλά στη λειτουργία ενός δημιουργικού νου που ανατροφοδοτεί και ανατροφοδοτείται από τη φαντασία και κάθε σωματική, αισθησιακή, συναισθηματική, ψυχική και κοινωνική ικανότητα των υποκειμένων (H. Gardner, 1983; D. Goleman, 1996). Με βάση τις παραπάνω απόψεις, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι σύγχρονες μουσειοπαιδαγωγικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις λαμβάνουν υπόψη την ηλικία αλλά και τις ατομικές, κοινωνικές, και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των ατόμων και των ομάδων στις οποίες κυρίως απευθύνονται, χωρίς όμως να καταφεύγουν σε απλοϊκές διαδικασίες που οδηγούν σε αντίστοιχα απλοϊκές αναγνώσεις και ερμηνείες. Αντίθετα, επιλέγουν να προκαλούν τη δημιουργική φαντασία και σκέψη των υποκειμένων, την ανάκληση, αξιοποίηση αλλά και τον έλεγχο προηγούμενων γνώσεων, παραστάσεων και προκαταλήψεων, καθώς και να δημιουργούν θετικά συναισθήματα, απορία, έκπληξη, διάθεση για περαιτέρω αναζητήσεις, μέσα σε πλαίσιο ουσιαστικής ψυχαγωγίας και αισθητικής απόλαυσης. Με αυτήν την έννοια τείνουν να διασυνδέουν την εκπαιδευτική διαδικασία με δημιουργικές (μονοθεματικές και διαθεματικές) προσεγγίσεις της τέχνης και του πολιτισμού. Τέτοιου τύπου εκπαιδευτικά προγράμματα, σε μουσεία, σε ευρύτερους χώρους πολιτισμικής αναφοράς, αλλά και σε σύγχρονα σχολεία, παρέχουν δυνατότητες για πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και κατανόησης, και έτσι μπορούν να ικανοποιούν παράλληλα, αν και με διαφορετικούς όρους, διαφορετικές ομάδες κοινού, και όχι μόνο αυτές για τις οποίες κυρίως σχεδιάσθηκαν. Αυτή η συνθήκη συμφωνεί εξάλλου και με σύγχρονες εκπαιδευτικές απόψεις 9

που υποστηρίζουν την από κοινού προσέγγιση και διερεύνηση της «πραγματικότητας» από άτομα και ομάδες διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων και διαφορετικής εκπαιδευτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και εθνοτικής προέλευσης. Πλεονεκτήματα των σύγχρονων μουσειοπαιδαγωγικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων Οι δυνατότητες άμεσης προσέγγισης, ουσιαστικής κατανόησης και δημιουργικής αξιοποίησης της τέχνης και του πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα πλεονεκτήματα της εφαρμογής σύγχρονων μουσειοπαιδαγωγικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Γι αυτό και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η βασικότερη θετική επίπτωσή τους για την εκπαίδευση σχολικών ομάδων, δεν είναι τόσο η δόμηση ειδικών γνώσεων σε σχέση με το θεματικό περιεχόμενο συγκεκριμένων μουσείων, όσο η ευρύτερη καλλιέργεια δεξιοτήτων για την αναγνώριση, προσέγγιση και αξιοποίηση των μουσείων και ευρύτερα του υλικού και άυλου πολιτισμού, μέσα σε πλαίσιο αισθητικής απόλαυσης, κοινωνικού διαλόγου και ψυχαγωγίας. Με αυτή την έννοια, η αξιοποίηση των μουσείων και άλλων ευρύτερων χώρων πολιτισμικής αναφοράς από την σχολική εκπαίδευση αποκτά ευρεία παιδευτική σημασία, γιατί μπορεί να καλλιεργεί αδιακρίτως σε όλα τα παιδιά, και από πολύ μικρή ηλικία, δεξιότητες αισθητικής απόλαυσης, κριτικής προσέγγισης, κατανόησης και ερμηνείας της τέχνης και του πολιτισμού, που μπορούν να θεωρηθούν προϋποθέσεις για την υποστήριξη του δικαιώματος όλων στον πολιτισμό. Ειδικότερα, σύγχρονα εκπαιδευτικά προγράμματα μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην καλλιέργεια δεξιοτήτων για προσέγγιση της πολιτισμικής πραγματικότητας με όρους που ανταποκρίνονται στην πολυσημία της και που αποδέχονται ότι ο υλικός και άυλος πολιτισμός «φέρουν μηνύματα πέραν των περιορισμένων μηνυμάτων που κάθε ερμηνεία τους προβάλλει» (J. Bell, 1996:39), και ότι οι σημασίες βρίσκονται «τόσο στις σιωπές όσο και στις λέξεις που χρησιμοποιούνται» (G. Kavanagh, 2000:17). Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε μουσεία και ευρύτερους χώρους πολιτισμικής αναφοράς είναι μία πρόκληση, καθώς μας καλεί να επινοούμε αλλά και συνεχώς να αξιολογούμε και να αναθεωρούμε ανοικτές, εναλλακτικές, διαθεματικές και διαπολιτισμικές μεθόδους για την ανάδειξη της πολυσημίας των πολιτισμικών αντικειμένων, παρέχοντας, παράλληλα, σε διαφορετικές ομάδες κοινού, και, 10

ειδικότερα, σε σχολικές, τη δυνατότητα να καλλιεργούν αντίστοιχες δεξιότητες κριτικής προσέγγισης, ανάγνωσης, κατανόησης, ερμηνείας και απόλαυσης του πολιτισμού. Συμπερασματικά, μπορούμε να προτείνουμε τύπους εκπαιδευτικών προγραμμάτων που, μεταξύ άλλων, σέβονται το αντικείμενο που διαπραγματεύονται, και οι οποίοι αναδεικνύουν ή υπονοούν τις πολύπλευρες, σύνθετες, και ορισμένες φορές αντιθετικές και αβέβαιες διαστάσεις του, ενώ, παράλληλα, επινοούν εναλλακτικούς τρόπους που διευκολύνουν την προσέγγιση και κατανόησή του από διαφορετικές ομάδες κοινού, θέτοντας νέα ερωτήματα, ανατρέποντας προκαταλήψεις και παγιωμένες απόψεις και ανοίγοντας νέα μονοπάτια για περαιτέρω διερευνητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, σε πλαίσιο κριτικής σκέψης, διαλόγου, ψυχαγωγίας και απόλαυσης. Βιβλιογραφικές αναφορές Barthes, R. (1983), Βαθμός Μηδέν της Γραφής. Ράππας, Αθήνα. Bell, J. (1996), Making rural histories. Στο Kavanagh, G. (επιμ.), Making Histories in Museums, Leicester University Press, London-New York, σελ. 30-41. Bennett, T. (1995), The Birth of the Museum, Routledge, London-New York. Bruner, J. (1960), The Process of Education, Vintage Books, New York. Donovan, S. M. και Bransford, J. D. (επιμ.) (2005), How Students Learn, National Research Council, The National Academies Press, Washington D.C. Eco, U. (1993), Τα Όρια της Ερμηνείας, Γνώση, Αθήνα. Gardner, H. (1983), Frames of Mind: The Theory of Multiple Intelligences, Basic Books, New York. Goleman, D. (1996), Η Συναισθηματική Νοημοσύνη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Hooper-Greenhill, E. (1992), Museums and the Shaping of Knowledge, Routledge, London-New York. Husbands, C. (2004), Τι σημαίνει η Διδασκαλία της Ιστορίας Γλώσσα, Ιδέες και Νοήματα, Μεταίχμιο, Αθήνα. Kavanagh, G. (2000), Dream Spaces Memory and the Museum, Leicester University Press, London-New York. Kuhn, T. (1962), The Structure of Scientific Revolutions, Chicago University Press, Chicago. 11

Μούλιου, Μ. και Νάκου, Ει. (2006), Αποτυπώνοντας απ(όψεις) για τα μουσεία πόλεων: Ενδείξεις και εκτιμήσεις. Εισήγηση, με θέμα την παρουσίαση δεδομένων από έρευνα για 35 μουσεία σε 23 διαφορετικές χώρες στη Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση Προσωπογραφίες πόλεων στα Μουσεία Πόλεων Αντιλήψεις και Πρακτικές, Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, Βόλος. Νάκου, Ει. (2001), Μουσεία: Εμείς, τα Πράγματα και ο Πολιτισμός, Νήσος, Αθήνα. (2006), Διδακτική της Ιστορίας, υλικός πολιτισμός και μουσεία. Στο Κόκκινος, Γ. και Νάκου, Ει. (επιμ.), Προσεγγίζοντας την Ιστορική Εκπαίδευση στις Αρχές του 21 ου Αιώνα, Μεταίχμιο, Αθήνα, σελ. 280-312. Pearce, S., M. (επιμ.) (1994), Interpreting Objects and Collections, Routledge, London-New York. Riley, J. (2003), The child, the context and early childhood education. Στο Riley, J. (επιμ.), Learning in the Early Years, Paul Chapman Publishing, London, σελ. 1-16. Rorty, R. (1991), Objectivity, Relativism and Truth, Cambridge University Press, Cambridge. Vergo, P. (1989), The New Museology, Reaction Books, London. Vygotsky, L. (1989), Thought and Language, The Massachusetts Institute of Education, Massachusetts. (Ελληνική έκδοση, Σκέψη και Γλώσσα, Γνώση, Αθήνα.) 12