ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ αριθ. o SA (C 11/2004)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. Τομεακές προσαρμογές του Λιχτενστάιν - Επανεξέταση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 29.08.2014 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά αριθ. 0363/2007, της Doris Mueller, γερμανικής ιθαγένειας, σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ελληνικές αρχές 1. Περίληψη της αναφοράς Η αναφέρουσα, η οποία διαμένει στην Ελλάδα επί μία εικοσαετία, δηλώνει ότι ο έλληνας σύζυγός της και η ίδια αγόρασαν από κοινού ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, οι πρώτοι αγοραστές απαλλάσσονται από την καταβολή του προβλεπόμενου φόρου αγοράς ακινήτου ύψους 11%. Στην περίπτωση της αναφέρουσας οι αρχές αρνήθηκαν να της αναγνωρίσουν την εν λόγω φοροαπαλλαγή, παρά το γεγονός ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο για τους πολίτες της ΕΕ. Ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω ελληνικές αρχές έχουν, ως εκ τούτου, παραβιάσει μια σειρά από διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των διατάξεων για την ισότητα ενώπιον του νόμου, την απαγόρευση διακρίσεων, την οικογενειακή και επαγγελματική ζωή και την κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική αρωγή. Συνεπώς, ζητεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 4 Σεπτεμβρίου 2007. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 202 παράγραφος 6 του Κανονισμού). 3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 25 Νοεμβρίου 2008 Η αναφέρουσα καταγγέλλει ότι δεν αναγνωρίστηκε στην ίδια και στον σύζυγό της η φοροαπαλλαγή που χορηγείται σε ορισμένους πρώτους χαμηλού εισοδήματος αγοραστές κατοικίας στην Ελλάδα. Ήταν βέβαιη ότι το ζευγάρι θα ήταν επιλέξιμο για τη συγκεκριμένη CM\1034185.doc PE416.403v07-00 Eνωμένη στην πολυμορφία

απαλλαγή, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει υποστεί διάκριση λόγω της (γερμανικής) ιθαγένειάς της. Ζητεί από το Κοινοβούλιο να διερευνήσει την υπόθεση υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή/και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας στο άρθρο 12 της Συνθήκης. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΚ απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της. Σύμφωνα με το ΔΕΚ, η συγκεκριμένη απαγόρευση των διακρίσεων ισχύει και στον τομέα της άμεσης φορολογίας. Η ελληνική νομοθεσία που επικαλείται η αναφέρουσα φαίνεται ότι επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών εκτός της Ελλάδας, οι οποίοι, προκειμένου να αποκτήσουν δικαίωμα φοροαπαλλαγής, πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις που δεν ισχύουν για τους έλληνες υπηκόους. Προς το παρόν, η Επιτροπή δεν γνωρίζει τις ειδικές λεπτομέρειες της ελληνικής νομοθεσίας, αλλά έχει ζητήσει από την αναφέρουσα να της παράσχει πληροφορίες που θα επιτρέψουν διεξοδικότερη αξιολόγηση της ελληνικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή θα ενημερώσει το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης. Επιπλέον, η Επιτροπή θα ήθελε να παραπέμψει σε μια διαδικασία επί παραβάσει που βρίσκεται σε εξέλιξη και κινήθηκε από την Επιτροπή για παρόμοιο θέμα με το αντικείμενο της παρούσας αναφοράς. Η Επιτροπή αμφισβήτησε μια ελληνική διάταξη σύμφωνα με την οποία μόνο οι έλληνες υπήκοοι απαλλάσσονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από την καταβολή φόρου μεταβίβασης ακινήτων στην Ελλάδα κατά την απόκτηση του πρώτου τους προοριζόμενου για κατοικία ακινήτου στη χώρα αυτή. Τον Σεπτέμβριο του 2008, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να τροποποιήσει τις φορολογικές της διατάξεις που εισάγουν διακρίσεις. Το συγκεκριμένο αίτημα υποβλήθηκε υπό τη μορφή αιτιολογημένης γνώμης, που αποτελεί το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επί παραβάσει σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης. Η Επιτροπή αναμένει επί του παρόντος την απάντηση των ελληνικών αρχών. Συμπέρασμα Όσον αφορά τη μεμονωμένη κατάσταση της αναφέρουσας, η Επιτροπή δεν διαθέτει νομικά μέσα βάσει των οποίων θα μπορούσε να παρέμβει στην εγχώρια διοικητική ή/και δικαστική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα συνιστούσε στην αναφέρουσα να καταφύγει σε ένδικα μέσα στα οποία μπορεί να έχει πρόσβαση σε εθνικό επίπεδο. 4. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 30 Ιανουαρίου 2009 Σε συνέχεια της αρχικής της απάντησης σχετικά με την παρούσα αναφορά, η Επιτροπή θα ήθελε να προβεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν στην αναφέρουσα απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, διότι η ίδια δεν είχε εργαστεί στην Ελλάδα κατά το έτος πριν από την απόκτηση του ακινήτου. Ωστόσο, αυτός ο όρος δεν προκύπτει από την ελληνική νομοθεσία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει PE416.403v07-00 2/9 CM\1034185.doc

μια γενική διοικητική πρακτική που θα αποτελούσε προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει κατά κράτους μέλους. Επομένως, η Επιτροπή δεν θα κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας με βάση τη μεμονωμένη περίπτωση της αναφέρουσας. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιες διατάξεις του ελληνικού δικαίου με αυτές που αμφισβητούνται από την αναφέρουσα αποτελούν ήδη αντικείμενο διαδικασίας επί παραβάσει (αριθ. 2007/4319) που είναι σε εξέλιξη, στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητούνται από την Επιτροπή άλλες πτυχές που προκύπτουν άμεσα από τον νόμο. 5. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 20 Νοεμβρίου 2009 Οι ίδιες διατάξεις του ελληνικού δικαίου (νόμος 1078/1980 περί φορολόγησης της μεταβίβασης ακινήτων) με αυτές που αμφισβητούνται από την αναφέρουσα αποτελούν ήδη αντικείμενο μιας διαδικασίας επί παραβάσει (αριθ. 2007/4319) που είναι σε εξέλιξη, στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητούνται από την Επιτροπή άλλες πτυχές που προκύπτουν άμεσα από τον νόμο. Στις 4 Μαΐου 2009, η Επιτροπή προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την εν λόγω υπόθεση. Ο αριθμός της υπόθεσης στο ΔΕΚ είναι C-155/09. Στην προσφυγή αυτή η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, πρώτον, διότι απαλλάσσει από τον φόρο επί της μεταβίβασης ακινήτων αποκλειστικά τα πρόσωπα που ήδη κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα, αλλά όχι τα πρόσωπα που προτίθενται να εγκατασταθούν μελλοντικά στην Ελλάδα δεύτερον, διότι απαλλάσσει, υπό όρους, από τον φόρο επί της μεταβίβασης ακινήτων στην Ελλάδα αποκλειστικά τους έλληνες υπηκόους κατά την αγορά πρώτης κατοικίας στην Ελλάδα, εισάγοντας σαφώς με αυτόν τον τρόπο διακρίσεις σε βάρος κατοίκων άλλων χωρών που δεν είναι έλληνες υπήκοοι. Όσον αφορά τη μεταχείριση της αναφέρουσας από τις ελληνικές αρχές, η οποία κατά την άποψη της Επιτροπής συνιστά ενδεχομένως ακόμα πιο κατάφωρη διάκριση από εκείνη που αποτελεί αντικείμενο της προαναφερθείσας διαδικασίας επί παραβάσει, η Επιτροπή θα ήθελε να επιβεβαιώσει τη θέση που εξέφρασε στις προηγούμενες απαντήσεις της στην αναφορά, τις οποίες έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 25 Νοεμβρίου 2008 και στις 30 Ιανουαρίου 2009 αντιστοίχως, καθώς και στην προφορική της παρέμβαση κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναφορών την 1η Οκτωβρίου 2009. Όπως έχει ήδη δηλώσει η Επιτροπή, έχει αναλύσει προσεκτικά τον σχετικό ελληνικό νόμο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση που επιβάλλεται από τις ελληνικές αρχές, δηλαδή η αναφέρουσα να έχει εργαστεί στην Ελλάδα τουλάχιστον για ένα έτος πριν από την απόκτηση του εν λόγω ακινήτου προκειμένου να δικαιούται την απαλλαγή, δεν απορρέει από αυτόν τον νόμο. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει γενική διοικητική πρακτική που να επιβάλλει αυτήν την απαίτηση, πράγμα που θα αποτελούσε προϋπόθεση για να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά κράτους μέλους. Το ΔΕΚ αποφάνθηκε ως προς αυτό ότι, παρόλο που η δράση ενός κράτους που συνίσταται σε διοικητική πρακτική αντίθετη προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου μπορεί να ισοδυναμεί με μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων για τους σκοπούς του άρθρου 226 ΣΕΚ, η εν λόγω διοικητική πρακτική πρέπει να είναι αρκούντως παγιωμένη και γενική (βλ. ειδικότερα τις υποθέσεις ΔΕΚ C-156/04, CM\1034185.doc 3/9 PE416.403v07-00

Επιτροπή κατά Ελλάδας, παράγραφοι 50 και εξής, και C-441/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας, παράγραφοι 49, 50 και 99). Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει την αρμοδιότητα να επιλύει τα προβλήματα μεμονωμένων φορολογουμένων σε προσωπικές τους υποθέσεις, καθώς δεν διαθέτει νομικά μέσα βάσει των οποίων θα μπορούσε να παρέμβει στις εγχώριες διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες. Σε μια τέτοια μεμονωμένη υπόθεση, μπορεί να υποδείξει μόνο τις νομικές ενέργειες και τα ένδικα μέσα στο εγχώριο δικονομικό δίκαιο, συγκεκριμένα τη δικαστική προσφυγή. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας βάσει της μεμονωμένης υπόθεσης της αναφέρουσας. Στις 8 Δεκεμβρίου 2008 η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικά την αναφέρουσα και της συνέστησε να συνεχίσει τη διαδικασία σε εθνικό επίπεδο. 6. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ. III), που ελήφθη στις 6 Μαΐου 2011 Απαίτηση μόνιμης κατοικίας: Όσον αφορά την απαίτηση μόνιμης κατοικίας, που προκύπτει άμεσα από τον σχετικό ελληνικό νόμο (νόμος αριθ. 1078/1980 περί φορολόγησης της μεταβίβασης ακινήτων), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας (αριθ. 2007/4319) και άσκησε προσφυγή κατά της Ελλάδας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 4 Μαΐου 2009 (υπόθεση C-155/09). Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η Επιτροπή ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ, χορηγώντας απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα που κατοικούν ήδη μονίμως στην Ελλάδα, αλλά όχι και σε πρόσωπα που έχουν, για παράδειγμα, την πρόθεση να εγκατασταθούν μελλοντικώς στη χώρα. Στις 20 Ιανουαρίου 2011, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «η Ελληνική Δημοκρατία, χορηγώντας απαλλαγή από τον φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων, κατ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου 1078/1980, αποκλειστικώς και μόνο στα πρόσωπα που κατοικούν μονίμως εντός του εθνικού εδάφους και όχι στα πρόσωπα τα οποία δεν κατοικούν εντός αυτού αλλά προτίθενται να εγκατασταθούν εκεί μελλοντικώς, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 12 ΕΚ, 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 43 ΕΚ, καθώς και των άρθρων 4, 28 και 31 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992». Σε συνέχεια της απόφασης, η Επιτροπή απέστειλε στις 18 Φεβρουαρίου 2011 επιστολή, με την οποία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να της παράσχει εντός δύο μηνών πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει η Ελληνική Δημοκρατία για τη συμμόρφωση της νομοθεσίας της προς την ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει ακόμα. Απαίτηση απασχόλησης: Σε συνέχεια της αναφοράς της αναφέρουσας της 12ης Μαρτίου 2007, η Επιτροπή ανέλυσε προσεκτικά τον νόμο αριθ. 1078/1980 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση που επιβάλλεται από τις ελληνικές αρχές, δηλαδή η αναφέρουσα να έχει εργαστεί στην Ελλάδα τουλάχιστον για ένα έτος πριν από την απόκτηση του εν λόγω ακινήτου προκειμένου να PE416.403v07-00 4/9 CM\1034185.doc

δικαιούται την απαλλαγή, δεν απορρέει άμεσα από τον εν λόγω νόμο. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει γενική διοικητική πρακτική που να επιβάλλει αυτήν την απαίτηση, πράγμα που θα αποτελούσε προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει κατά της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, στις 8 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε την αναφέρουσα ότι δεν επρόκειτο να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει για το εν λόγω ζήτημα. Ωστόσο, η Επιτροπή τόνισε ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση ενδέχεται πράγματι να συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ, και συνέστησε στην αναφέρουσα να προχωρήσει σε νομικές διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο, και, συγκεκριμένα, να κινήσει διαδικασία ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων. Σε επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2011, η αναφέρουσα επισημαίνει ότι στις 24 Ιουνίου 2010 καταργήθηκαν οι νόμοι ΠΟΛ. 1057/21.6.2004 και ΠΟΛ. 1060/7.4.2005. Οι νόμοι αυτοί προέβλεπαν, σύμφωνα με την αναφέρουσα, ότι κάποιος θα έπρεπε να έχει εργαστεί στην Ελλάδα τουλάχιστον για ένα έτος πριν από την απόκτηση διαμερίσματος προκειμένου να δικαιούται τη φοροαπαλλαγή. Μεταγενέστερο αίτημα του συζύγου της αναφέρουσας για επιστροφή του φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, που υποβλήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2010, απορρίφθηκε, διότι οι ανωτέρω νόμοι ήταν ακόμα σε ισχύ όταν η αναφέρουσα και ο σύζυγός της απέκτησαν το ακίνητο. Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι οι «νόμοι» τους οποίους επικαλείται η αναφέρουσα είναι ουσιαστικά διοικητικές εγκύκλιοι που αποσκοπούσαν στην ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του νόμου αριθ. 1078/1980. Όπως επεσήμανε η Επιτροπή στην επιστολή της προς την αναφέρουσα στις 8 Δεκεμβρίου 2008, είναι προφανές ότι οι ελληνικές φορολογικές αρχές παραβίασαν τα δικαιώματα της αναφέρουσας που απορρέουν από τη νομοθεσία της ΕΕ. Επιπλέον, είναι εμφανές ότι τα μέτρα που έλαβε η αναφέρουσα δυνάμει του ελληνικού δικονομικού δικαίου δεν οδήγησαν στην επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε κατά παράβαση της νομοθεσίας της ΕΕ. Ως εκ τούτου, στην προσπάθειά της να συνδράμει τους πολίτες της ΕΕ που επιβαρύνονται με παράνομη φορολόγηση, η Επιτροπή δεσμεύεται να απευθυνθεί στις ελληνικές φορολογικές αρχές στο πλαίσιο διαδικασίας EU-Pilot και να ρωτήσει τις ελληνικές αρχές κατά πόσον είναι ακόμα εφικτή δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας η επιστροφή του φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας που παρανόμως κατέβαλε η αναφέρουσα, προσφεύγοντας, ειδικότερα, σε έκτακτα ένδικα μέσα που είναι ενδεχομένως διαθέσιμα βάσει της ελληνικής νομοθεσίας. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή εμμένει σθεναρά στη σύστασή της προς την αναφέρουσα να συμβουλευθεί ειδικευμένο Έλληνα φορολογικό σύμβουλο ή δικηγόρο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτύχει την επιστροφή των παράνομων φόρων που κατέβαλε δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προτίθεται να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας για τη συγκεκριμένη παράβαση, διότι (i) οι ανωτέρω διοικητικές εγκύκλιοι έχουν ήδη καταργηθεί και (ii) μια διαδικασία επί παραβάσει έχει μόνο μελλοντική ισχύ και, συνεπώς, δεν θα βοηθούσε ιδιαιτέρως την αναφέρουσα, αφού δεν θα συνεπαγόταν αυτομάτως δικαίωμα επιστροφής των φόρων που καταβλήθηκαν αδικαιολόγητα κατά το παρελθόν. CM\1034185.doc 5/9 PE416.403v07-00

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή θα τηρεί ενήμερη την αναφέρουσα σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης και τις απαντήσεις που θα λάβει από τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας EU-Pilot. 7. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ IV), που ελήφθη στις 16 Νοεμβρίου 2011 Καταρχάς, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανακοίνωση του Μαΐου του 2011, όπου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο προϋποθέσεις που τίθενται από τις ελληνικές αρχές στην περίπτωση της αναφέρουσας για τη χορήγηση απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας ήταν αντίθετες προς το δίκαιο της ΕΕ. Η Επιτροπή θα ήθελε τώρα να διαβιβάσει ενημερωμένα στοιχεία σε σχέση με τις πρόσφατες εξελίξεις ως προς τις δύο πτυχές της αναφοράς. Πρώτη προϋπόθεση (απαίτηση μόνιμης κατοικίας): Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε συνέχεια της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-155/09, Επιτροπή κατά Ελλάδας, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στην οποία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να της παράσχει εντός διαστήματος δύο μηνών πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που είχε λάβει η Ελληνική Δημοκρατία με σκοπό τη συμμόρφωση της νομοθεσίας της προς την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ. Η Επιτροπή έλαβε την απάντηση των ελληνικών αρχών στις 15 Απριλίου 2011. Στην απάντηση αναφερόταν ότι το άρθρο 21 παράγραφος 3 του νόμου 3842/2010 (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως 58A/23.04.2010) καταργούσε την εξαίρεση πρώτης κατοικίας για τους έλληνες πολίτες ή τους αλλοδαπούς ελληνικής καταγωγής (δεύτερο σκέλος των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου) και ότι το άρθρο 23 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 3943/2011 (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως 66A/31.03.2011) παρείχε φοροαπαλλαγή για τα άτομα που σκόπευαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα στο μέλλον (πρώτο σκέλος των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου). Ύστερα από αυτές τις τροποποιήσεις, η Ελλάδα θα έπρεπε πλέον να συμμορφώνεται, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, με την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ. Ωστόσο, αναλύοντας την τροποποιηθείσα ελληνική νομοθεσία πιο λεπτομερώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραβίαση δεν είχε εξαλειφθεί εντελώς, διότι η νομοθετική αλλαγή εισάγει άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας σε βάρος των πολιτών των χωρών ΕΟΧ που δεν ανήκουν στην ΕΕ, δηλαδή της Νορβηγίας, του Λίχτενσταϊν και της Ισλανδίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 260 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), στην οποία καλεί την ελληνική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη συνεχιζόμενη παραβίαση εντός διαστήματος δύο μηνών από τη λήψη της επιστολής. Μετά την εξέταση των εν λόγω παρατηρήσεων, ή εάν δεν υποβληθούν παρατηρήσεις εντός του προβλεπόμενου χρονικού πλαισίου, η Επιτροπή ενδέχεται να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΕ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ΔΕΕ μπορεί να επιβάλει χρηματικές κυρώσεις στην Ελλάδα, το ύψος των οποίων θα καθορισθεί από την Επιτροπή, εφόσον παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΕ. PE416.403v07-00 6/9 CM\1034185.doc

Δεύτερη προϋπόθεση (απαίτηση απασχόλησης): Στην προηγούμενη ανακοίνωσή της, η Επιτροπή δεσμεύθηκε επίσης να ρωτήσει τις ελληνικές αρχές κατά πόσον είναι ακόμα εφικτή δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας η επιστροφή του φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας που κατέβαλε παρανόμως η αναφέρουσα. Πράγματι, η Επιτροπή απέστειλε στις 14 Ιουλίου 2011 επιστολή προς τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Ελλάδας στην ΕΕ, στην οποία κατέληγε στη διαπίστωση ότι «τα δικαιώματα της αναφέρουσας που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ, ιδίως το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, φαίνεται ότι παραβιάσθηκαν από τις ελληνικές φορολογικές αρχές». Ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ελληνικής κυβέρνησης να σχολιάσουν αυτήν την πιθανή παραβίαση. Προσέθεσε ότι «δεδομένης τη σαφούς παραβίασης του δικαίου της ΕΕ, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αναφέρουσα, θα θέλαμε να ρωτήσουμε κατά πόσον είναι ακόμα εφικτή δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας η επιστροφή του φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας που παρανόμως κατέβαλε η αναφέρουσα, προσφεύγοντας, για παράδειγμα, σε έκτακτα ένδικα μέσα που είναι ενδεχομένως διαθέσιμα βάσει της ελληνικής νομοθεσίας». Ρώτησε ακόμα εάν «οι αρμόδιες υπηρεσίες της ελληνικής κυβέρνησης θα ήταν διατεθειμένες να προβούν σε ενέργειες με σκοπό τη χορήγηση της επιστροφής στην αναφέρουσα». Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις 30 Αυγούστου 2011. Όσον αφορά τη συμβατότητα της δεύτερης προϋπόθεσης με τη νομοθεσία της ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι το 2006 (που είναι κρίσιμης σημασίας για την αξιολόγηση των φορολογικών υποχρεώσεων της αναφέρουσας, διότι τη χρονιά εκείνη απέκτησε την εν λόγω ακίνητη περιουσία) είχε όντως «καθορισθεί ότι απαλλαγή επί της πρώτης αγοράς ακίνητης περιουσίας θα χορηγούταν σε πολίτες ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εργάζονταν και διέμεναν στην Ελλάδα για περίοδο τουλάχιστον ενός (1) έτους, υπό τους ίδιους όρους και περιορισμούς με εκείνους που ίσχυαν για τους έλληνες πολίτες. Αυτή η απαλλαγή χορηγούταν βάσει του άρθρου 39 (πρώην άρθρο 48) της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και απασχόληση των εργαζομένων της ΕΕ στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας». Οι ελληνικές αρχές προσέθεσαν ότι η μεταγενέστερη τροποποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου περί απαλλαγής από την καταβολή φόρου επί της πρώτης αγοράς ακίνητης περιουσίας, που εγκρίθηκε το 2010 και που καταργεί τη δεύτερη προϋπόθεση, δεν επηρεάζει την υπόθεση της αναφέρουσας. Όσον αφορά την επιστροφή φόρου που κατέβαλε παρανόμως η αναφέρουσα, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι η υπόθεση της αναφέρουσας «δεν είχε διευθετηθεί εντός της προθεσμίας τριών ετών για επιστροφή παρανόμως καταβληθέντων φόρων (άρθρο 90 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 2362/1995) καθώς, από τα στοιχεία που εξετάσαμε, δεν υπεβλήθη εμπρόθεσμα αίτηση επιστροφής προς την αρμόδια φορολογική υπηρεσία. Ωστόσο, εάν το ενδιαφερόμενο μέρος επιθυμεί την επίλυση της διαφοράς στο δικαστήριο, πρέπει, σύμφωνα με τη διαδικασία, να υποβάλει αίτηση επιστροφής φόρου προς την αρμόδια φορολογική αρχή και στη συνέχεια να καταθέσει προσφυγή όταν λάβει αρνητική απάντηση από τη φορολογική αρχή». Οι ελληνικές αρχές δεν τοποθετήθηκαν σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του φόρου δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας, βάσει έκτακτων ένδικων μέσων. CM\1034185.doc 7/9 PE416.403v07-00

Συμπέρασμα Όσον αφορά τη συμβατότητα της δεύτερης προϋπόθεσης προς τη νομοθεσία της ΕΕ, η Επιτροπή δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση. Παραπέμπει σε κάθε περίπτωση στην προαναφερθείσα επιστολή της 14ης Ιουλίου 2011, σύμφωνα με την οποία «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απαίτηση απασχόλησης είναι σύμφωνη προς τη ΣΛΕΕ. Είναι αντίθετη προς το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών». Επομένως, η ελεύθερη κυκλοφορία δεν ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους (άρθρο 45 ΣΛΕΕ) ή τους μη μισθωτούς (άρθρο 49 ΣΛΕΕ), αλλά και για άτομα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα (π.χ. υπόθεση C-155/09, Επιτροπή κατά Ελλάδος, παράγραφος 60). Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι τα δικαιώματα της αναφέρουσας που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ, ιδίως από το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, παραβιάσθηκαν από τις ελληνικές φορολογικές αρχές». Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 18 Συνθήκης ΕΚ) ίσχυε ήδη το 2006, όταν η αναφέρουσα απέκτησε την περιουσία της. Όσο για την επιστροφή του παρανόμως καταβληθέντος φόρου, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της διότι η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να επιστρέψει τον φόρο βάσει έκτακτων ένδικων μέσων. Σε σχέση με αυτήν την πτυχή και με άλλες διαδικαστικές πτυχές της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή θα ήθελε απλώς να επαναλάβει τη σύστασή της προς την αναφέρουσα να συμβουλευθεί ειδικευμένο Έλληνα φορολογικό σύμβουλο ή δικηγόρο ώστε να ενημερωθεί, όσον αφορά τους φόρους που καταβλήθηκαν παρανόμως στην προκειμένη υπόθεση, αν (εξακολουθεί να) είναι δυνατή η επιστροφή βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, και αν ναι, με ποιον τρόπο. 8. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ. V), που ελήφθη στις 30 Μαΐου 2012 Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως η Επιτροπή απέστειλε, στις 28 Οκτωβρίου 2011, προειδοποιητική επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 260 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), στην οποία καλεί την ελληνική κυβέρνηση να υποβάλει εντός διαστήματος δύο μηνών από τη λήψη της επιστολής τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη συνεχιζόμενη παραβίαση. Στην πραγματικότητα, η παραβίαση δεν ήρθη πλήρως δεδομένου ότι η τροποποιημένη ελληνική νομοθεσία οδήγησε σε άμεση διάκριση λόγω εθνικότητας σε βάρος των πολιτών των χωρών του ΕΟΧ, που δεν ανήκουν στην ΕΕ, δηλαδή της Νορβηγίας, του Λιχτενστάιν και της Ισλανδίας. Η ελληνική κυβέρνηση απάντηση με επιστολή που απέστειλε στις 4 Ιανουαρίου 2012. Στην απάντησή της, η ελληνική κυβέρνηση υπενθύμισε στην Επιτροπή τις νομοθετικές αλλαγές που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, οι πολίτες των χωρών του ΕΟΧ που δεν ανήκουν στην ΕΕ, ειδικότερα της Νορβηγίας, του Λιχτενστάιν και της Ισλανδίας, έχουν αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου ίσα δικαιώματα με τους υπηκόους της ΕΕ. Προς απόδειξη αυτού, η ελληνική κυβέρνηση επικαλέστηκε διοικητική εγκύκλιο που εκδόθηκε στις 16 Μαΐου 2000 σχετικά με την απαλλαγή των υπηκόων του ΕΟΧ από το ΦΠΑ κατά την αγορά πρώτης κατοικίας. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαίωσε την Επιτροπή ότι το επικείμενο φορολογικό νομοσχέδιο θα περιλάμβανε τροποποίηση της επίμαχης διάταξης ούτως ώστε να αναφέρεται ρητά στο νόμο ότι οι υπήκοοι κράτους μέλους του ΕΟΧ πληρούν τις προϋποθέσεις της απαλλαγής. PE416.403v07-00 8/9 CM\1034185.doc

Η Επιτροπή δεν αποδέχτηκε πλήρως την απάντηση αυτή και, ως εκ τούτου, απέστειλε στις 4 Φεβρουαρίου 2012 επιστολή στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην ΕΕ με την οποία επεσήμανε ότι μία απλή διοικητική εγκύκλιος δεν είναι επαρκής ώστε να εναρμονίσει επίσημα την εθνική νομοθεσία με τη νομοθεσία της ΕΕ. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το παραπάνω ισχύει όλως ιδιαιτέρως στην παρούσα υπόθεση στην οποία η επισυναπτόμενη εγκύκλιος αφορά την απαλλαγή από το ΦΠΑ και όχι την απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων περί του οποίου πρόκειται στην υπό εξέταση υπόθεση. Αναφορικά με την υπόσχεση τυπικής τροποποίησης της νομοθεσίας, η Επιτροπή κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αποστείλει λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με το επικείμενο νομοσχέδιο. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε με επιστολή της στις 16 Μαρτίου 2012, στην οποία παρουσίασε στην Επιτροπή σχέδιο νόμου που τροποποιεί το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο γ, του νόμου 1078/1980, το οποίο, εφόσον εγκριθεί, θα εξαλείψει πλήρως την παραβίαση, επεκτείνοντας την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση και στους πολίτες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Το σχέδιο νόμου πρόκειται να ενσωματωθεί στο επικείμενο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο αναμένεται να υποβληθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο τις προσεχείς εβδομάδες. Η Επιτροπή θα περατώσει τη διαδικασία επί παραβάσει από τη στιγμή που τεθεί σε ισχύ η παραπάνω τροποποίηση. 9. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής (ΑΝΑΘ IV), που ελήφθη στις 29 Αυγούστου 2014 Σε συνέχεια της απάντησής της της 30ής Μαΐου 2012, η Επιτροπή είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι η διαδικασία επί παραβάσει περατώθηκε όντως στις 24/10/2012. CM\1034185.doc 9/9 PE416.403v07-00