Μελέτη και περιβαλλοντική αποτύπωση της πυρκαγιάς της Πάρνηθας με Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) για διαχείριση ανάλογων φυσικών κινδύνων στο μέλλον. Τζελέπης Γεώργιος* 1, Σκέντος Αθανάσιος 1, Στύλιος Ιωάννης 2 1 Γεωλόγος, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας, Αθήνα, e-mail: g_tzelepis@hotmail.com 2 Μηχανικός Πληροφορικής, Κέντρο Διαχείρισης & Λειτουργίας Δικτύων, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών, Αθήνα, e-mail: gstylios@noc.uoa.gr Λέξεις κλειδιά (Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών, Τηλεπισκόπηση, Περιβαλλοντική Αποτύπωση, Διαχείριση Φυσικών Κινδύνων). Περίληψη Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα κατά τους θερινούς μήνες. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια για διεπιστημονική προσέγγιση των φυσικών κινδύνων που αντλεί τεχνικές και εργαλεία από μία μεγάλη γκάμα επιστημών (γεωλογία, δασολογία, γεωγραφία, επιστήμες μηχανικού, πληροφορική κ.α.). Σκοπός του άρθρου είναι η παρουσίαση της μελέτης και της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την πυρκαγιά και η εξαγωγή ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων για τις χρήσεις γης με χρήση σύγχρονων τεχνικών τηλεπισκόπησης και η περιβαλλοντική αποτύπωση της πυρκαγιάς με Σύστηματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), γνωστά ευρέως και ως G.I.S. Geographic Information Systems. Η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο των ΣΓΠ και των τεχνικών Τηλεπισκόπισης σε θέματα πρόληψης και διαχείρισης φυσικών καταστροφών. 1. Εισαγωγή Η ανάπτυξη της επιστήμης των Γεωγραφικών πληροφοριών και της Τηλεπισκόπησης τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει θεαματικά στην διαχείριση φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών. Η τηλεπισκόπηση χρησιμοποιείται με μεγάλη επιτυχία για την χαρτογράφηση και καταγραφή των αλλαγών κάλυψης γης. Πλεονέκτημά της αποτελεί το γεγονός της συλλογής δεδομένων με μεγάλη συχνότητα αλλά και ακρίβεια, παρέχοντας πληροφορίες τόσο για τα φασματικά χαρακτηριστικά των στοιχείων κάλυψης/χρήσης γης, αλλά και για το χώρο, το σχήμα και το μέγεθός τους. Διάφοροι μέθοδοι έχουν προταθεί από ερευνητές σχετικά με την εκτίμηση των αλλαγών κάλυψης γης (WRBKA etal 1999, HADJIMITSIS etal 2002, SUNAR 1998, SINGH 1989, KWARTENG etal 1998, CHAVEZ etal 1994, MAS 1999). 2. Τα ΣΓΠ στην διαχείριση και πρόληψη φυσικών καταστροφών Η έννοια της "διαχείρισης κρίσεων" επιδέχεται αρκετές ερµηνείες καθώς οι σύγχρονες εξελίξεις στον τοµέα των επιστηµών της µηχανικής καλούνται να
συγκλίνουν µε τις παραδοσιακές επιχειρησιακές τακτικές που βασίζονται σε µεγάλο βαθµό στην εµπειρία και την αυτενέργεια. Για µεθοδολογικούς λόγους, αποδεχόµαστε την οριοθέτηση της " ιαχείρισης Κρίσεων" ως την εργασία του σχεδιασµού και της λήψης αποφάσεων για την αντιµετώπιση µιας κρίσης µε στόχο την ελαχιστοποίηση των συνεπειών στον άνθρωπο, το φυσικό περιβάλλον, τις υποδοµές και την κοινωνική και οικονοµική οργάνωση των κοινωνιών. Είναι φανερό ότι η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από µια κρίση, είναι ένα σύνθετο πρόβληµα βελτιστοποίησης, το οποίο χρειάζεται κάθε βοήθεια που µπορεί να λάβει από τις εξελίξεις της επιστήµης της Μηχανικής και όχι µόνο. Οι τελευταίες παρέχουν σήµερα αρκετά εργαλεία, όπως χαρακτηριστικά: Μαθηµατικά µοντέλα προσοµοίωσης φυσικών φαινοµένων Μαθηµατικά εργαλεία βελτιστοποίησης (logistics) Μέθοδοι περιγραφής και διαχείρισης γνώσης ΣΓΠ Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα ΣΓΠ αποτελούν βασικό παράγοντα ενός σχεδίου διαχείρισης και πρόληψης φυσικών καταστροφών, η συνεχής ανάπτυξη των οποίων συμβάλει καθοριστικά στη βελτιστοποίηση των διαχειριστικών σχεδίων. 3. Μεθοδολογία Στόχος της παρούσας μελέτης είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση κατάλληλου ΣΓΠ με σκοπό αφενός την χαρτογράφηση του πολυγώνου της καμένης έκτασης και αφετέρου την εκτίμηση του κάθε τύπου βλάστησης που χάθηκε ξεχωριστά. Κατά την εφαρμογή του Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών χρησιμοποιήθηκαν τα εξής δεδομένα: Δορυφορική εικόνα IKONOS με ημερομηνία λήψης λίγες μέρες μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς (παραχώρηση Environet) Δορυφορική εικόνα Landsat ΤΜ με ημερομηνία λήψης πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς (Μάιος 2007, πηγή διαδίκτυο) Ψηφιακό μοντέλο εδάφους (20*20m) της περιοχής μελέτης που δημιουργήθηκε από πρωτογενή δεδομένα (χάρτες και τοπογραφικά διαγράμματα ΓΥΣ) 4. Δορυφορικά δεδομένα O δορυφόρος IKONOS κατασκευάστηκε από την εταιρία Lockheed Martin στο Sunnyvale της Καλιφόρνια και εκτοξεύθηκε με τον πύραυλο εκτόξευσης Athena 2 στις 24 Σεπτεμβρίου του 1999, από την αεροπορική βάση του Vandenberg (VAFB) της Καλιφόρνια. Το όνομα του προέρχεται από την ελληνική λέξη «ΕΙΚΟΝΑ» (ΤΣΑΚΙΡΗ 2004). Διαθέτει πολυφασματικά δεδομένα (XS) από 4 φασματικές ζώνες (τρεις στο ορατό και μία στο υπέρυθρο). Οι εικόνες προσφέρονται σε διαστάσεις 12x12km) χωρικής ανάλυσης 4m και παγχρωματικά δεδομένα χωρικής ανάλυσης 1m (ΑΣΤΑΡΑΣ 1998, 2009). Αφού πραγματοποιήθηκε η τεχνική της ορθοαναγωγής στην εικόνα με χρήση κατάλληλου λογισμικού (ERDAS) υπολογίστηκε ο κανονικοποιημένος δείκτης βλάστησης NDVI. Πρόκειται για τεχνική φωτοερμηνείας σύμφωνα με την οποία η διαφορά ανάμεσα στην ανάκλαση στην περιοχή του 2
ορατού και σε εκείνη στην περιοχή του εγγύς υπέρυθρου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της φωτοσύνθεσης και της ανάπτυξης των φυτών. Ο κανονικοποιημένος δείκτης βλάστησης (NDVI, [Normalized Difference Vegetation Index]) υπολογίζεται, κατά κανόνα, ως εξής: NDVI= εγγύς υπέρυθρο - κόκκινο εγγύς υπέρυθρο + κόκκινο Σχήμα 1. Συμπεριφορά των φυσικογεωγραφικών χαρακτηριστικών στα φασματικά κανάλια, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ Οι τιμές που λαμβάνει ο δείκτης βλάστησης κυμαίνονται από -1 εως +1. Η τιμή -1 σηματοδοτεί απουσία βλάστησης ενώ η τιμή +1 σημαίνει παρουσία υγιούς βλάστησης (ΜΑΚΡΑΣ κα 2002). Σχήμα 2. Δορυφορική εικόνα IKONOS. Εφαρμογή του δείκτη βλάστησης στην καμένη έκταση της Πάρνηθας. Με μαύρο χρώμα απεικονίζονται τα καμένα, παρούσα εργασία Η συγκεκριμένη τεχνική έχει ως στόχο την οριοθέτηση του πολυγώνου της καμένης έκτασης. Η ακριβής μέτρηση της καμένης επιφάνειας υπολογίζεται από την 3
ψηφιοποίηση του πολυγώνου με ημι-αυτοματοποιημένη μέθοδο (seed tool) στο λογισμικό ArcView. Η δορυφορική εικόνα Landsat ΤΜ χαρακτηρίζεται ως μέσης χωρικής διακριτικής ικανότητας. Ο Θεματικός χαρτογράφος (TM) έχει 7 φασματικές ζώνες καταγραφής με διαχωριστική ικανότητα στο έδαφος 30*30 μέτρα για τις ανακλώμενες φασματικές ζώνες και 120*120 μέτρα στις θερμικές ζώνες (δίαυλος ΤΜ-6) (ΜΕΡΤΙΚΑΣ 1999). Οι ζώνες των μηκών κύματος του Θεματικού Χαρτογράφου (ΤΜ) καθώς και οι ιδιότητες που απορρέουν καταγράφονται στον πίνακα 1. Πίνακας 1. Οι δίαυλοι καταγραφής του ΤΜ και οι ιδιότητες του, ΜΕΡΤΙΚΑΣ 1999 Τα τρία πρώτα κανάλια αντιστοιχούν στις τιμές Red, Green, Blue και βρίσκονται στο ορατό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος με εύρος τιμών από 0,45μm έως 0,69μm (πίνακας 1). Τρία κανάλια βρίσκονται στο υπέρυθρο (ΤΜ-4, ΤΜ-5, ΤΜ-7) και τέλος το κανάλι ΤΜ-6 με φασματικό εύρος 10,4-12,5μm αντιστοιχεί στο θερμικό υπέρυθρο (πίνακα 1). Στην παρούσα μελέτη η δορυφορική εικόνα Landsat χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό τού τύπου της βλάστησης που χάθηκε από την πυρκαγιά. Ο κατάλληλος και ο πιο ευρέως συνδυασμός καναλιών για το διαχωρισμό της βλάστησης είναι R4-G3-B2. Κατόπιν χρησιμοποιήθηκαν τόσο δεδομένα από το πρόγραμμα CORINE όσο και μετρήσεις πεδίου για την ταξινόμηση της βλάστησης. 4
Σχήμα 3. Γεωαναφορά και σύμπτυξη των δύο δορυφορικών εικόνων. Με το βαθύ πράσινο χρώμα αποτυπώνεται η καμένη έκταση, παρούσα εργασία Σχήμα 4. Δορυφορική εικόνα LANDSAT R4G3B2. Ταξινόμηση τύπου βλάστησης στην ευρύτερη περιοχή πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς του 2007, παρούσα εργασία 5. Υψομετρικό Μοντέλο Εδάφους Το υψομετρικό μοντέλο εδάφους αποτελεί μία αναπαράσταση ψηφιδωτής μορφής όπου κάθε στοιχείο του κανάβου περιέχει πληροφορίες σχετικά με το υψόμετρο της περιοχής μελέτης. Στην παρούσα εργασία εισήχθησαν σε περιβάλλον ΣΓΠ ο τοπογραφικός χάρτης ΓΥΣ 'ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ' κλ. 1:50.000 καθώς και τοπογραφικά διαγράμματα ΓΥΣ της περιοχής μελέτης. Αρχικά, γεωαναφέρθηκαν οι χάρτες και 5
ψηφιοποιήθηκαν οι ισοϋψείς καμπύλες με ισοδιάσταση τα 20 μέτρα (σχήμα 5). Κατόπιν, εφαρμόζοντας τεχνικές χωρικής ανάλυσης (Spatial analyst tool) δημιουργήθηκε το ψηφιδωτό αρχείο που παρουσιάζει το υψομετρικό μοντέλο της περιοχής με μέγεθος κελιού 20*20 μέτρα (σχήμα 6). Η δημιουργία του υψομετρικού μοντέλου είναι καθοριστική για τον ακριβή υπολογισμό της καμένης έκτασης. Σχήμα 5. Διανυσματικά δεδομένα (ισοΰψείς καμπύλες και τριγωνομετρικά σημεία) σε περιβάλλον ARCGIS που προέκυψαν από ψηφιοποίηση τοπογραφικών χαρτών ΓΥΣ, παρούσα εργασία Σχήμα 6. Σχηματική απεικόνιση βημάτων επεξεργασίας για τη δημιουργία Υψομετρικού Μοντέλου Εδάφους σε περιβάλλον ARCGIS. 6
6. Αποτελέσματα Από την επεξεργασία των τηλεπισκοπικών δεδομένων και των ψηφιδωτών αρχείων, μετά την είσοδο του συνόλου των στοιχείων σε ΣΓΠ, προκύπτει ότι η συνολική καμένη έκταση ανέρχεται σε 49.000 στρέμματα (σχήμα 7). Από την πληγείσα περιοχή το 55% (27.200 στρέμματα) βρίσκονται εντός της ζώνης NATURA. Αντίστοιχα, 16.946 στρέμματα καμένης έκτασης χωροθετούνται εντός των ορίων του Εθνικού Δρυμού καταστρέφοντας το 45% της προστατευόμενης περιοχής (σχήμα 7). Σχήμα 7. Θεματικός χάρτης καμένης έκτασης που προέκυψε από φωτοερμηνεία της δορυφορικής εικόνας IKONOS, παρούσα εργασία Αναφορικά με την βλάστηση που χάθηκε, παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της καμένης έκτασης (63,6%) ήταν δάση κωνοφόρων καλύπτοντας έκταση 31.150 στρεμμάτων (σχήμα 8). Το ανατολικό τμήμα του δάσους αποτελούνταν κυρίως από δάσος κεφαλληνιακής ελάτης (σκούρο πράσινο χρώμα στο σχήμα 4) σε σχέση με το δυτικό που υπερίσχυε η χαλέπιος πεύκη (ανοικτό πράσινο χρώμα στο σχήμα 8). Το ποσοστό των θαμνωδών πλατύφυλλων ανέρχεται σε 6,2% (3.050 στρ.) και των θάμνων 14,7% (7.225 στρ.) (σχήμα 8). Η χαμηλή βλάστηση που χάθηκε ανέρχεται σε 4.620 στρέμματα (9,4%), οι καμένες γεωργικές εκτάσεις αγγίζουν το 6% (2.895 στρ.) (σχήμα 8). Τέλος, οι ανθρώπινες κατασκευές και τα γυμνά βραχώδη εδάφη επηρεάστηκαν σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 0,1% (σχήμα 8). Οι λιγοστές νησίδες πρασίνου που διασώθηκαν περιορίστηκαν στον πυθμένα κάποιων μισγάγγειων και κοντά σε μεγάλα ξέφωτα, γεγονός που είναι εμφανές σε λιγοστές θέσεις που διακόπτεται το πολύγωνο της φωτιάς (σχήμα 8). 7
Σχήμα 8. Χαρτογράφηση καμένης βλάστησης 7. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις και κίνδυνοι Η εκδήλωση μιας πυρκαγιάς σε μια περιοχή επιφέρει ραγδαίες οικολογικές, οικονομικές, αισθητικές και πολιτιστικές μεταβολές που συνήθως επηρεάζουν τον πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής. Στα δασικά οικοσυστήματα παρατηρείται οπισθοδρόμηση για δεκαετίες, η πανίδα που κατάφερε να επιβιώσει μεταναστεύει, η ικανότητα κατείσδυσης νερού μειώνεται δραματικά αυξάνοντας κατακόρυφα την επιφανειακή απορροή και δημιουργώντας πλημμυρικά φαινόμενα στα κατάντη ενώ τέλος υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής των όμορων οικισμών. Η καμένη έκταση της περιοχής μελέτης ξεκινά από τις δυτικές υπώρειες της Πάρνηθας πάνω από το οροπέδιο Σκούρτων και φτάνει στο φαράγγι της Χούνης καλύπτοντας μια έκταση που ξεπερνά σε μήκος τα 15 χλμ. και καλύπτεται κυρίως από πευκοδάση και ελατοδάση. Το τοπίο του καμένου δάσους παρουσιάζει έντονη ετερογένεια καθώς συνυπάρχουν θύλακες πρασίνου με θέσεις στις οποίες η φωτιά είχε είτε μέτρια είτε μεγάλη ένταση. 8
8. Επιπτώσεις στο βιοτικό περιβάλλον Το δασογενές περιβάλλον της Πάρνηθας, ιδιαίτερα σημαντικό ως πνεύμονας πρασίνου και αναψυχής αλλά και ως απόθεμα διαφύλαξης μεσογειακού ορεινού περιβάλλοντος δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Ειδικότερα, καταστράφηκε το εξαιρετικά ενδιαφέρον και περιορισμένο στο βουνό μικτό δάσος του Μαυρορέματος και της Ντράσιζας που συνέθεταν φυλλοβόλα και κωνοφόρα δέντρα (ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ 2007). Απώλειες υπήρξαν και στα εισαχθέντα είδη δέντρων. Κάηκαν συστάδες μαύρης πεύκης (Χούνη, Καράβολα κ.α.), τραχείας πεύκης και κυπαρισσιού (Κεραμίδι) και μικρότερες συστάδες, λόγχμες ή μεμονωμένα δέντρα κέδρου του Λιβάνου, δασικής πεύκης κ.α. (ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ 2007). Σύμφωνα με πρόσφατη εδαφολογική μελέτη του ΕΘΙΑΓΕ προκύπτει ότι μετά την πυρκαγιά του 2007 δεν έχουμε πλέον δασογενές περιβάλλον ενώ η εγκατάσταση ελατοδάσους είναι σίγουρα αδύνατη για τα επόμενα 50 χρόνια. Γενικότερα η αποκατάσταση της βλάστησης με τις νέες εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι δύσκολη και σε ορισμένες περιοχές ανέφικτη. Απώλειες (αν και σε μικρότερο βαθμό) αναμένονται στα σπάνια και ενδημικά είδη του βουνού. Ειδικότερα, οι πληθυσμοί της καμπανούλας και του αγριογαρύφαλλου αναμένεται να έχουν συρρικνωθεί ενώ ανάλογο πρόβλημα αναμένεται για τα σπάνια είδη της άσπρης παιώνιας και του κόκκινου κρίνου (ΑΜΟΡΓΙΑΝΙΩΤΗΣ 2007). Από την άλλη πλευρά το ζωικό βασίλειο δέχτηκε ισχυρό πλήγμα αφενός με τις φυσικές απώλειες και τον αφανισμό πληθυσμών διαφόρων ειδών και αφετέρου με τις αρνητικές άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις. Παρόλο που οι απώλειες στην πανίδα ήταν σαφώς μικρότερες από τις ζημιές που καταγράφηκαν στη χλωρίδα οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το ζωικό βασίλειο είναι ορατοί από την επόμενη κιόλας μέρα. Ειδικότερα, η μείωση των δασών επιφέρει τη συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων τους με αποτέλεσμα λιγότερη τροφή, μικρότερες δυνατότητες απόκρυψης και προστασίας από τις καιρικές συνθήκες και από εχθρικά ζώα (ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ 2007). Απόρροια των ανωτέρω είναι η αναγκαστική μετανάστευση ειδών σε νέα ενδιαιτήματα, ο υπερκορεσμός των εναπομεινάντων βιότοπων, ο γενετικός εκφυλισμός των ειδών. Ένα ακόμη αρνητικό γεγονός της πυρκαγιάς ήταν ότι ξέσπασε στην αρχή του καλοκαιριού πριν ακόμη ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική περίοδος πολλών ζώων. Νεογνά πλήθους ειδών (ελάφια, χουχουριστοί, φιδαετοί, καλόγεροι κ.α) βρέθηκαν είτε μισοαπανθρακωμένα είτε εξαντλημένα να περιφέρονται στο καμένο ελατοδάσος (ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ 2007). Τέλος ορισμένα αρπακτικά πουλιά (γερακίνες, φιδαετοί) και κορακοειδή εμφανίστηκαν στην περιοχή εκμεταλλευόμενα τις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. 8.1 Επιπτώσεις στη θερμοκρασία Η επίδραση του δάσους στο κλίμα της γειτνιάζουσας αστικής περιοχής καθορίζεται από τη διαφορά θερμοκρασίας των 2 περιοχών που συντελείται από την παρουσία δέντρων και δημιουργεί την αύρα του δάσους και την μορφολογία του ανάγλυφου (κλίση πλαγιών) που δημιουργεί τους αναβατικούς και καταβατικούς ανέμους ενώ παράλληλα επηρεάζει και τη ροή πάνω και γύρω από το βουνό. Σύμφωνα με τα κλιματικά στοιχεία η επικρατούσα ροή στην Πάρνηθα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους είναι η βόρεια με μέση ταχύτητα 3 m/s ενώ το συνηθέστερο ύψος 9
αναστροφής είναι 1.200 μέτρα. Βάσει θεωρητικών υπολογισμών και με δεδομένο μέγιστο ύψος βουνού 1.400 μέτρα (κορυφή Καράβολα 1.413 μέτρα) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πιο συνηθισμένη κατάσταση για την Πάρνηθα είναι ο αέρας βόρειας συνιστώσας να μην μπορεί να υπερπηδήσει την κορυφή (ΦΛΟΚΑ 2007). Οι δυνατές συνθήκες ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας που επικρατούν είναι η ασθενής υπόβαθρη ροή που οδηγεί στην ανάπτυξη τοπικών ροών (αναβάτες, καταβάτες, θαλάσσια αύρα, αύρα του δάσους), αλληλεπίδραση υπόβαθρης ροής με αύρα του Σαρωνικού (ύψος αναστροφής 600-700 μέτρα) και ισχυρή υπόβαθρη ροή βόρειας διεύθυνσης. Μεταβολές παρατηρούνται μόνο κατά την αλληλεπίδραση υπόβαθρης ροής με αύρα. Ειδικότερα, μετά την καταστροφή της Πάρνηθας η απουσία του δάσους έχει ως αποτέλεσμα ο αέρας να θερμαίνεται περνώντας από την βόρεια πλευρά που έχει καεί και να συσσωρεύεται θερμότερος πάνω από τον αστικό ιστό δημιουργώντας ευνοϊκότερες συνθήκες και εκδήλωση καύσωνα (ΦΛΟΚΑ 2007). Συμπερασματικά, η πυρκαγιά της Πάρνηθας δεν αναμένεται να επηρεάσει ιδιαίτερα την κατανομή της θερμοκρασίας αέρα στο λεκανοπέδιο των Αθηνών με μικρή εξαίρεση θέσεις των βορείων προαστίων (ΦΛΟΚΑ 2007). 8.2 Πλημμυρικοί κίνδυνοι Μετά την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς οι νέες συνθήκες που δημιουργούνται δύναται να αποτελέσουν εφαλτήριο για την εκδήλωση πλημμυρών σε περιοχές χαμηλών κλίσεων. Η εκτίμηση της πλημμυρικής επικινδυνότητας αποτελεί σύνθετη επιστημονική έρευνα που λαμβάνει υπόψη πλήθος παραγόντων. Ειδικότερα, αξιολογείται η έκταση και η ένταση της καταστροφής, οι κλίσεις του αναγλύφου, ο προσανατολισμός των κλιτύων σε σχέση με τις βροχοπτώσεις, η υδατοπερατότητα των γεωλογικών σχηματισμών, τα χαρακτηριστικά των κοιτών των κυρίων ρεμάτων και οι χρήσεις γης της περιοχής. Η μελέτη πλημμυρικής επικινδυνότητας της ευρύτερης περιοχής της Πάρνηθας που έλαβε χώρα αμέσως μετά την πυρκαγιά (ΛΕΚΚΑΣ 2007) έδειξε ότι: Το ρέμα Γιάννουλα παρουσιάζει υψηλή επικινδυνότητα με πιθανότητα προσβολής των κατασκευών που είναι διατεταγμένες κατά μήκος της κοίτης του στην περιοχή Ασπροπύργου. Το ρέμα της Αγίας Τριάδας παρουσιάζει επίσης υψηλή επικινδυνότητα δεδομένου ότι η περιοχή του Μενιδίου είναι έντονα αστικοποιημένη και τα έργα διευθέτησης και απαγωγής ίσως δεν επαρκούν διότι έχουν σχεδιαστεί με διαφορετικά δεδομένα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχουν συντηρηθεί πλημμελώς και παρουσιάζουν φραγμούς από απορρίψεις υλικών. 8.3 Υποβάθμιση τουριστικού προϊόντος Ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου των Αθηνών. Η γειτνίαση της Πάρνηθας με το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό της φυσικό περιβάλλον είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη οικοτουριστικών δραστηριοτήτων και αθλητικών εκδηλώσεων. Ο επισκέπτης απολαμβάνει πλήθος δραστηριοτήτων διαφόρων μορφών τουρισμού (οικοτουρισμός, περιηγητικός τουρισμός, γεωτουρισμός κ.α.), αθλητισμού (ορειβασία, αναρίχηση κ.α.) και αναψυχής. Απόρροια αυτών των δραστηριοτήτων είναι η συσσώρευση πληθυσμού 10
είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες (σωματεία, πρόσοκοποι). Σύμφωνα με μελέτες οι επισκέπτες του βουνού ξεπερνούσαν τις 400.000 ετησίως την περίοδο 2001-2002. Η καταστροφική πυρκαγιά είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος συνολικά καθώς αφενός μειώθηκε η αισθητική αξία και αφετέρου καταστράφηκαν οι χώροι αναψυχής στην Πλατάνα, στο Βιλιάνι, στον Άγιο Γεώργιο Κεραμιδίου και το Δάσος των Γιγάντων. 9. ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην παρούσα μελέτη διαπιστώνεται πως η πυρκαγιά της 28ης Ιουνίου του 2007 στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας συνετέλεσε στην έντονη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής. Η χρήση σύγχρονων τεχνικών γεωπληροφορικής που χρησιμοποιήθηκαν ενδελεχώς στην παρούσα εργασία παρουσιάζουν το νέο φυσικό τοπίο του ορεινού όγκου της Πάρνηθας (σχήμα 9). Σχήμα 9. Χάρτης κατανομής χρήσεων γης Πάρνηθας Η καταστροφική πυρκαγιά έκαψε στο πέρασμα της 49.000 στρέμματα από τα οποία τα 17.620 ήταν αμιγές δάσος κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica) και τα 2.200 αμιγές δάσος χαλεπίου πεύκης (Pinus halepemsis). Μάλιστα το μεγαλύτερο τμήμα της καμένης έκτασης (16.946 στρέμματα) αποτελούσε τμήμα του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, ο οποίος και έχει συνολική έκταση 38.000 στρέμματα, δηλαδή καταστράφηκε σχεδόν το ½ αυτού. Σύμφωνα με μελέτες του ΕΘΙΑΓΕ δεν αναμένονται οι κατάλληλες εδαφολογικές συνθήκες για την δημιουργία ελατοδάσους στις καμένες εκτάσεις για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Ανάλογες, καταστροφικές επιπτώσεις παρατηρήθηκαν και στην πανίδα της ευρύτερης περιοχής. Πλήθος ζώων απανθρακώθηκαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς ενώ όσα επέζησαν αναγκάστηκαν να αλλάξουν οικολογικό θώκο για την επιβίωση τους. Φυσικά δεν πρέπει να παραληφθεί το γεγονός πως μετά από μια τέτοια καταστροφική πυρκαγιά εκτός από τις άμεσες συνέπειες που επιφέρει ακολουθούν και οι έμμεσες επιπτώσεις, οι οποίες πολλές φορές αποδεικνύονται εξίσου 11
σημαντικές και επικίνδυνες. Παράδειγμα αποτελούν η αλλαγή μικροκλίματος και της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος κυρίως στα βόρεια προάστια του λεκανοπεδίου των Αθηνών καθώς και η ένταση της επιφανειακής απορροής, κυρίως του υδρογραφικού δικτύου του Κηφισού ποταμού που παρουσιάζει ιδιαίτερο πρόβλημα εξαιτίας της τσιμεντοποίησης και του μεγάλου αριθμού των καλυμμένων κοιτών των ρεμάτων. Η αντιπλημμυρική προστασία του λεκανοπεδίου που ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 2007 με τη δημιουργία κλαδοπλεγμάτων και κορμοδεμάτων καθώς και τη δημιουργία στοχευόμενων φραγμάτων κρίθηκε έως τώρα αποτελεσματική. Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η προσπάθεια πλήρους αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος της Πάρνηθας απαιτεί διευρυμένο χρονικό ορίζοντα, αυξημένους διαθέσιμους πόρους, σύμπραξη φορέων του δημοσίου και ιδιωτική πρωτοβουλία μέσω ΜΚΟ, ΜΜΕ και εθελοντικών οργανώσεων. Το πλέον αισιόδοξο μήνυμα για την Πάρνηθα είναι ότι η καλής ποιότητας περιβαλλοντική εκπαίδευση που καλλιεργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια στο ίδιο το βουνό, θα συμβάλει καθοριστικά στην αποκατάστασή του. Τέλος, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο των ΣΓΠ και των τεχνικών Τηλεπισκόπισης σε θέματα πρόληψης και διαχείρισης φυσικών καταστροφών. Η ακριβής τοποθέτηση των γεωγραφικών οντοτήτων στο χώρο σε συνδυασμό με την ορθή ποιοτική ερμηνεία των δεδομένων που προκύπτει από διάφορες τεχνικές ανάλυσης (πολυκριτηριακή ανάλυση, γεωστατιστική, μοντέλα προσομοίωσης, εύρεση βέλτιστων διαδρομών κ.α.) δύνανται να αποτρέψουν τους κινδύνους μίας επερχόμενης φυσικής καταστροφής ή να ελαχιστοποιήσουν εν τέλει τις επιπτώσεις στο βιοτικό και αβιοτικό περιβάλλον. Ευχαριστίες θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Καθηγητή κ. Γκουρνέλο για την υποστήριξη και τη βοήθεια που μας έδειξε καθ' όλη τη διάρκεια της μελέτης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ [1] ΑΜΟΡΓΙΑΝΙΩΤΗΣ Γ. (1997): Σχέδιο Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, Αχαρνές: Δασαρχείο Πάρνηθας, Τεύχη Α έως Γ. [2] ΑΜΟΡΓΙΑΝΙΩΤΗΣ Γ. (2007): Αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος της Πάρνηθας μετά την πυρκαγιά, Νοέμβριος 2007, Πρακτικά Ημερίδας, Πάρνηθα. [3] ΑΠΛΑΔΑ Ε. (2003): Ζώνες βλάστησης και οικολογική αξιολόγηση του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Μεταπτυχιακή Διατριβή, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. [4] ΑΣΤΑΡΑΣ Θ. (1998): Φωτοερμηνεία (Τηλεπισκόπηση) στις Γεωεπιστήμες, Πανεπ. Σημειώσεις, Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. [5] ΑΣΤΑΡΑΣ Θ. (2009): Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία στις Γεωεπιστήμες, Πανεπ. Σημειώσεις, Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. [6] ΚΑΤΣΙΚΑΤΣΟΣ Γ. ΜΕΤΤΟΣ Α., ΒΙΔΑΚΗΣ Μ., ΝΤΟΥΝΑΣ Α. (1986): Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, φύλλο ΑΘΗΝΑΙ-ΕΛΕΥΣΙΣ, κλίμακα 1/50.000, εκδόσεις ΙΓΜΕ, Αθήνα. [7] ΛΑΤΣΟΥΔΗΣ Π. (2007): Οικολογικός απολογισμός της καταστροφικής πυρκαγιάς του Ιουνίου 2007 στην Πάρνηθα. Σεπτέμβριος 2007. WWF Ελλάς, Αθήνα. 26 σελ. (Αδημοσίευτη εργασία). [8] ΛΕΚΚΑΣ Ε. (2007): Δασικές πυρκαγιές - Η περίπτωση της Πάρνηθας. Ιούλιος 2007, Πρακτικά Ημερίδας, Διοργάνωση Σύλλογος μεταπτυχιακών φοιτητών τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα. [9] ΜΑΚΡΑΣ Α., ΚΑΡΤΕΡΗΣ Μ. (2002): Ασκήσεις περιβαλλοντικής Τηλεπισκόπησης τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, ΑΠΘ., Θεσσαλονίκη. 12
[10] ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Δ., ΣΙΔΕΡΗΣ ΧΡ., ΧΑΤΟΥΠΗΣ Θ. (2001): Μορφοτεκτονική δομή του όρους Πάρνηθας Αττικής. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Ελληνική Γεωλογική Εταιρία, Τομ. ΧΧΧVI/1, σελ. 183-190. [11] ΜΕΡΤΙΚΑΣ Σ. (1999): Τηλεπισκόπηση και Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας, Εκδόσεις ΙΩΝ, Αθήνα. [12] ΜΟΡΦΗΣ Α. (1995): Υδρογεωλογική έρευνα καρστικού υδροφόρου συστήματος ΒΑ Πάρνηθας και ευρύτερης περιοχής Βορείου Αττικής, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Γεωλογίας. [13] ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ., ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ Χ., ΣΚΕΝΤΟΣ Α. (2005): Γεωμορφολογική εξέλιξη του λεκανοπεδίου των Αθηνών, Δελτίο Ε.Γ.Ε., Τόμ. 38, σελ. 1-13. [14] ΣΑΡΛΗ Ι. (2012): Ποιότητα - Προστασία - Εξυγίανση των πηγαίων υδάτων του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, Μεταπτυχιακή εργασία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας. [15] ΣΙΔΕΡΗΣ Χ. (1986): Συμβολή στη γνώση της γεωδυναμικής εξέλιξης κατά το Πέρμιο-Τριαδικό στο χώρο της Ανατολικής Ελλάδας, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας. [16] ΤΣΑΚΙΡΗ Μ. (2004): Τηλεπισκόπηση, Πανεπ. Σημειώσεις, Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. [17] ΦΛΟΚΑ Ε. (2007): Δασικές πυρκαγιές - Η περίπτωση της Πάρνηθας. Ιούλιος 2007, Πρακτικά Ημερίδας, Διοργάνωση Σύλλογος μεταπτυχιακών φοιτητών τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα. [18] CHAVEZ P.S., MACKINNON D. (1994): Automatic detection of vegetation changes in the southwestern United States using remotely sensed images. Photogrammetric Engineering and Remote Sensing, 60, pp. 571-583. [19] FREYBERG B. V. (1951): Das Neogen Gebiet nordwestlich Athen. Annal Geol. Pays Hellen. III, s. 65-86. [20] GOURNELOS TH., MAROUKIAN H. (1990): Geomorfological observations concerning the evolution of basin of Athens, Geologica Balcanica, Sofia. [21] HADJIMITSIS D.G., RETALIS A., CLAYTON C.R.I., PERDIKOU P., ZLATOUDIS A.E. (2002): Satellite remote sensing in support of land-cover mapping in Skiathos Island, Greece. Proceedings of the International Conference Protection and Restoration of the Environment VI, Skiathos, July 1-5, 2002, pp. 1681-1688. [22] KWARTENG A.Y., CHAVEZ P.S. (1998): Change detection study of Kuwait City and environs using multi-temporal Landsat Thematic Mapper data, International Journal of Remote Sensing, 19(9), pp. 1651-1662. [23] MAS J-F (1999): Monitoring land-cover changes: a comparison of change detection techniques. International Journal of Remote Sensing, 20(1), pp. 139-152. [24] METTOS A. (1992): Geological and palaeogeographical study of the continental neogene and quaternary deposits of NE Attica and SE Boeotia, Ph.D. Thesis, University of Athens. [25] SUNAR F. (1998): An analysis of changes in a multi-date data set: a case study in the Ikitelli area, Istanbul, Turkey. International Journal of Remote Sensing, 19(2), pp. 225-235. [26] SINGH A. (1989): Digital change detection techniques using remotely-sensed data. International Journal of Remote Sensing, 6, pp. 989-1003. [27] WRBKA TH., REITER K., SZERENCISTS E. (1999): Landscape structure derived from satellite images as indicator for sustainable land use. Proceedings of the 18th EARseL symposium on operational sensing for sustainable development, In: Operational Remote Sensing for Sustainable Development, ed. Nieeuwenhuis, G.J.A, Vaugham, R.A., Molenaar, M., pp.119-127. [28] ΦΕΚ 155Α (1961): Βασιλικό Διάταγμα υπ' αρ. 644 'περί ιδρύσεως Εθνικού Δρυμού Πάρνηθος'. [29] ΦΕΚ 344Β (1985): Έγκριση Κανονισμού Λειτουργίας Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. [30] ΦΕΚ 197Α (2002): Νόμος υπ' αρ. 3044 'Μεταφορά συντελεστή δόμησης και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων'. [31] ΦΕΚ 336Δ (2007): Προεδρικό Διάταγμα καθορισμού ζωνών προστασίας ορεινού όγκου Πάρνηθας. 13