VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Μετείκασμα Συγγραφέας: Τζούλι Τσενέ Επιμέλεια - Διορθώσεις: Γιώργος Βορέας Μελάς Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2017 Εκδόσεις Βακχικόν & Τζούλι Τσενέ ISBN: 978-618-5286-16-3 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Πεζογραφία Αριθμός Σειράς: 67/20 Πρώτη Έκδοση: Ιούνιος 2017 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
INTERMEZZO Σ τον ίσκιο μιας ψηλής βελανιδιάς φύτρωσε κάποτε ένα λιγνό ανθάκι. Θρασύτατο, τίναξε ψηλά το κεφάλι του και πετάχτηκε ταχιά απ το χώμα. «Τι θέλεις εσύ εδώ;» του απευθύνθηκε ατάραχη η βελανιδιά. «Εδώ...» το ανθάκι χαμογέλασε. «Ήρθα εδώ να γυρέψω τον έρωτα». «Μάταιος κόπος» ανασήκωσε τα κλαδιά της η βελανιδιά. «Τον έρωτα είναι ανούσιο να τον γυρέψεις. Ο έρωτας σε βρίσκει αυτός. Τον έρωτα και το θάνατο δεν είναι δυνατόν να εκβιάσεις». «Κι όμως εγώ θέλω τον έρωτα. Τον θέλω τώρα» επέμεινε το άνθος πεισματικά. «Τον έρωτα;» έτριξε τα κλαδιά της η βελανιδιά. «Ο έρωτας είναι Ύβρις». «Ο έρωτας, η Ύβρις η παμμέγιστη» κατένευσε το ανθάκι. «Και οδηγεί στην Άτη, την τύφλωση του νου». «Κι ύστερα έρχεται η Τίσις, η μοιραία καταστροφή, που ακολουθεί τη Νέμεσι, την ώρα που εκείνη δρέπει της συμφοράς τους καρπούς ανίκητη» γέλασε στραβά το δέντρο. «Υπάρχει όμως και η Άφεση...» κούνησε τα πέταλά του το άνθος.
4 ΤΖΟΥΛΙ ΤΣΕΝΕ «Σαν να λέμε «Άφεση Αμαρτιών»; περιγέλασε η βελανιδιά. «Κάτι τέτοιο. Κάτι παρόμοιο. Σαν να λέμε Άφεση Ελπίδων» μελαγχόλησε το ανθάκι. «Οι ελπίδες είναι σαν τις αμαρτίες τις πληρώνεις στο τέλος ακριβά. Κι έτσι απλά, αφήνεις να φύγει...» «Ο έρωτας δεν έχει Άφεση» αντιγύρισε κατηγορηματικά η δρυς. «Δεν τον αφήνεις να φύγει ποτέ. Δεν υπάρχει λες καλό δικό μου και δικό σου. Υπάρχει καλό δικό μας και παλεύεις για το Μαζί». «Δεν υπάρχει πια το Μαζί» έγειρε το κεφάλι του το ανθάκι. «Ποτέ δεν υπήρξε το Μαζί... Το Μαζί πέθανε ζήτω το Μαζί!» «Έρωτας είναι να χτυπάς διαρκώς σε τοίχο, να φωνάζεις Ή ο τοίχος θα τρυπήσει ή εγώ θα σπάσω το κεφάλι μου. Έρωτας είναι να λες Θα πεθάνω προσπαθώντας». «Έρωτας, ζεύγος αντιθετικό...» μονολόγησε το άνθος. «Έρωτας είναι η πράξη που αντιτίθεται στην επιβίωση. Έρωτας είναι η πράξη που διαιωνίζει τη ζωή». «Αρκετά με τον έρωτα» διέκοψε η δρυς τις ονειροπολήσεις. «Τον έρωτα σου λέω πως δεν τον ξέρεις. Τη γνώση του καλύτερα ποτέ μην αποκτήσεις. Τράβα πίσω στη μακαριότητα. Πήγαινε να παίξεις με τον ήλιο». Το λουλούδι την κοίταξε σαν γητεμένο. Κι ήτανε πάντα κι από πάντα του σαν γητεμένο όποτε την άκουγε κι όποτε την κοιτούσε. «Μα εγώ ήθελα να γίνω ψηλό σαν κι εσένα...» διαμαρτυρήθηκε άψυχα. «Πότε θα γίνω κι εγώ ψηλό σαν κι εσένα;» «Μάλλον ποτέ» ένευσε η βελανιδιά χτυπώντας σαν κλακέτες τα βελανίδια της. «Δεν έχεις δώσει δείγματα τέτοια». «Πότε θα γίνω ψηλό σαν κι εσένα;» επέμεινε το πεισματάρικο ανθάκι. «Όταν μάθεις να θέλεις». «Να θέλω τι;» «Να θέλεις ν αγγίξεις τον ουρανό. Κι εσύ δε θέλεις».
ΜΕΤΕΙΚΑΣΜΑ 5 Το ανθάκι κάτι ετοιμαζότανε να πει, μα σταμάτησε. Μια μέλισσα πέρασε βουίζοντας σιμά τους. «Μα τι ανόητοι που σταθήκατε» ζουζούνισε ανάμεσα στις φωτεινές τους αύρες. «Μιλήσατε κι οι δυο τόσο πολύ, που τρόμαξε η Μαγεία!»
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Μ ια φορά κι έναν καιρό ο Ποιητής πέθανε. Αερικά και άγγελοι ήρθαν να πάρουν την ψυχή του και την ανέβασαν στα ουράνια. Ωστόσο, αντί για του παράδεισου την πύλη και το θρόνο του θεού, άλλη εικόνα υποδέχτηκε τον Ποιητή. Ένας διάδρομος μακρύς, λουσμένος με φως που τυφλώνει. Ένας διάδρομος στενός, δίχως πέρατα, με πανομοιότυπες, δεξιά κι αριστερά, πόρτες. Σαστισμένος και περίεργος ο Ποιητής άνοιξε μία στην τύχη. Ένα δωμάτιο μικρό, πλημμυρισμένο με λευκό φως, τον καλωσόρισε. Στην άλλη άκρη, ένα γραφείο μοναχά και τίποτ άλλο. Καθισμένος εκεί, τον περίμενε ο Κριτικός της Τέχνης. Η προσωπική του νέμεσις. Ο επίγειος και επουράνιος δικαστής του. Ένας ψυχίατρος για μια αγιάτρευτα λαβωμένη ψυχή. Ντυμένος μ ένα κουστούμι από πάνω ως κάτω λευκό και πορφυρή γραβάτα, βαστούσε μια μαύρη πένα στα χέρια του κι έγραφε διαρκώς. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του ο Ποιητής, εκείνος τον κάρφωσε με τα μάτια. «Λοιπόν;» τον ρώτησε δαγκώνοντας την άκρη της πένας. «Πώς τα πέρασες κάτω στη γη;» Ο Ποιητής σήκωσε τους ώμους κι αναστέναξε. «Στη γη μου είπαν πως η γνώση είναι δύναμη, μα και ότι