ΣΧΟΛΙΑ Οι κληρούχοι συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, το Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και το Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι αλλά την εκμίσθωναν ολόκληρη ή ένα μέρος της σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στο στρατό, όταν καλούνταν (για το θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30 52 Préaux 1939: 468 480 για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.χ. αναφέρονται κληροῦχοι ἑκατοντάρουροι, ὀγδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εἰκοσιάρουροι, δεκάρουροι, ἑπτάρουροι, πεντάρουροι για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172 183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως ἑκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι ἑκατοντάρουροι κληροῦχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στο στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχία. Το ότι στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον ἐπιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, οφείλεται κατά την Montevecchi 1983: 8 σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στο 14ο στίχο. Πάντως, κατά το 2ο αι. π.χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον απαραίτητα ότι κατείχαν και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν. Στα μέσα του 2ου αι. π.χ., όπως φαίνεται από το συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26 27 P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στο γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει
ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (Montevecchi 1983: 16). Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499 Boyaval 1978 Boyaval 1980). Ο πρὸς τῆι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179 191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτη της 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13 14). Με το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952 Papathomas 1996: 185 186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει τουλάχιστον από το 145 π.χ. ώς το 142 π.χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). 1 Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μία μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσοῦχα, Ἄρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μία μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του ἀρχισωματοφύλακα και τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π6). 1 Ο Αρσινοΐτης νομός χωριζόταν σε τρεις μερίδες: την Ηρακλείδου, την Θεμίστου και την Πολέμωνος. Η Ἄρεως κώμη και η κώμη τῶν Κερκεσούχων, που αναφέρονται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και η κώμη τῶν Ὀξυρύγχων, που αναφέρεται στον Papyri of the Greek Papyrological Society O188 (Papathomas 1996: 182 αρ. 1 στ. 1) ανήκαν στην Πολέμωνος μερίδα. Ο P.Tebt. III 2, 952 προέρχεται από την Τεβτύνι, η οποία ανήκε επίσης στην Πολέμωνος μερίδα.
Ο κλῆρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλῆρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: ἔτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανώς ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί το θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον ἐπιστάτην της 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35 50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος. Ο όρος παράδειξις δεν απαντάται συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφία, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (Montevecchi 1983: 9 10). Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (Montevecchi 1983: 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35 41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42 50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το
εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά Montevecchi 1983: 12 15). 2 Ὀρφανός και προστάτις Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ὀρφανοῦ γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ὀρφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με το στρατό (π.χ. P.Enteux. 9 PSI XIII 1310 BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία. Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π1). Η χρήση του όρου προστάτις για μία γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μία γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε. 2 Οι αρχικοί στίχοι 22 34 του αντιγράφου της συγκεκριμένης σχηματογραφίας αποτελούν συνοδευτική επιστολή και αναφέρουν αναλυτικά την υπηρεσιακή οδό που ακολουθήθηκε για την έκδοσή της.